Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
12 / 8 / 2022

Έχεις προσέξει ότι ζεις σε μια κοινωνία που σχεδόν οτιδήποτε ευχαριστεί την ψυχή το θεωρεί ή ανούσιο ή παιδαριώδες ή περιττό ή, το λιγότερο, παράπλευρο; Αυτά περιλαμβάνουν τα παιχνίδια, την τέχνη (με όσο πιο ευρεία έννοια μπορείς να την ορίσεις), ακόμα και τη θρησκεία, τον παράξενο ερωτισμό, ή οτιδήποτε το «ασυνήθιστο».

Και ίσως αυτά να μην είναι τόσο βασικά για την επιβίωση όσο η τροφή, για παράδειγμα, ή η ένδυση, ή η στέγη· αλλά ο άνθρωπος έχει ανάγκη κάτι περισσότερο από αυτά. Και, όταν περιορίζεται στο να σκέφτεται μόνο αυτά, ή στο να αρκείται μόνο σε αυτά, τότε κάτι έχει χάσει από την εμπειρία τού να είσαι άνθρωπος.

Πολλοί έχουν χάσει κάτι από την εμπειρία τού να είσαι ο άνθρωπος, ασχέτως αν το καταλαβαίνουν ή όχι. Ορισμένοι, δε, νομίζουν ότι αυτό λέγεται «ωριμότητα» ή «σοβαρότητα».

Αλίμονο, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αποτελμάτωση θα ήταν ένας ορισμός που προσεγγίζει καλύτερα τη συγκεκριμένη κατάσταση.

Κάποιοι άλλοι βαυκαλίζονται ότι ασχολούνται με την «τέχνη» αλλά απλά έχουν πέσει σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα ή κοινωνικά αποδεκτά στερεότυπα, που απλώς μουδιάζουν την ψυχή αντί να την ταΐζουν ή να την ανυψώνουν.

Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα της κοινωνίας που προσπαθεί να διώξει, να απομακρύνει, να σβήσει, ή να περιθωριοποιήσει οτιδήποτε ταΐζει ή ανυψώνει την ψυχή. Δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο, αλλά εδώ ας πούμε ότι παραείναι κάπως. Γι’αυτό κιόλας – ή αυτός είναι ένας από τους λόγους, τουλάχιστον – δεν μπορούμε να δούμε καμιά πραγματική κίνηση σε τέχνη και αντικουλτούρα.

Πρόσεξε μόνο να δεις τα δύο άκρα και θα καταλάβεις. Από τη μια έχεις το δεξιό άκρο που... ας το δούμε με ένα παράδειγμα: Τις προάλλες έγραφαν, στο πρωτοσέλιδο μιας γνωστής εφημερίδας, για την πρόσφατη συναυλία των Iron Maiden: «Αν αυτός δεν είναι σατανισμός, τότε τι είναι;»

Θα σας πω τι είναι: Μαλακία είναι. Από τη μεριά αυτών που σκέφτονται ότι μπορεί κάτι τέτοιο να είναι σατανισμός επειδή είδαν ένα κρανίο, ή ένα τέρας με κέρατα, ή κάτι «περίεργους» στίχους σε ένα τραγούδι. Αυτή είναι η κακή λογική που «ποινικοποιεί» οτιδήποτε ξεφεύγει λιγάκι από τα καθημερινά στερεότυπα και έχει στο εξώφυλλο, ας πούμε, ένα καράβι με ένα δαιμονικό κεφάλι στο ακρόπρωρο. (Hint: Οι μόνοι σατανιστές είναι οι γνωστοί της Εκκλησίας του Σατανά. Οι άλλοι συνήθως δεν είναι σατανιστές· απλά είναι σουρεαλιστές ή περίεργοι ή φαντασάδες, ή κάτι τέτοιο.)

Και από την άλλη, έχεις το αριστερό άκρο. Αυτό της δήθεν «υψηλής κουλτούρας», που φέτος παίζουν τον Ευριπίδη εν ψαλίδι σε διασκευή Κουκουρούνου, ενώ πριν από έναν χρόνο έπαιζαν τον Ευριπίδη εν ψαλίδι σε διασκευή Σουρουκούνου, και του χρόνου θα παίζουν τον Ευριπίδη εν ψαλίδι σε διασκευή Λουλουμούρου. Και μέσα στα βιβλία τους θέλουν, φυσικά, πάντα να διαβάζουν για τις ίδιες αναφορές στην ίδια κουλτούρα που ανακυκλώνεται και ανακυκλώνεται και ανακυκλώνεται, επ’άπειρον – μέχρι που πια να θέλεις να αυτοκτονήσεις: και, φυσικά, ποτέ τίποτα καινούργιο δεν εμφανίζεται, και οτιδήποτε δεν είναι αυστηρά μέσα στα πλαίσια του Κανόνα σνομπάρεται αδιακρίτως.

Και κάπου ανάμεσα σ’αυτά τα άκρα υπάρχει ένας ελάχιστος χώρος για οτιδήποτε άλλο. Οπότε και συνεχίζει η θλιβερή κατάσταση. Που δεν μπορείς να με πείσεις ότι δεν είναι εσκεμμένα έτσι. Τον λαό που είναι ψυχικά μουδιασμένος ή ψυχικά νεκρός τον κουμαντάρεις πιο εύκολα.

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]