Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
11 / 11 / 2020

Πρόσφατα διάβασα (στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αναγνώστης, αν αναρωτιέστε) ότι κάποιος μιλούσε με έναν Έλληνα λογοτέχνη ο οποίος διαβάζει όλο ξένη λογοτεχνία, επιμένοντας να έρχεται σε επαφή με το πρωτότυπο κείμενο. Και ο αρθρογράφος αναρωτιέται πώς ένας τέτοιος λογοτέχνης μπορεί μετά να γράψει ελληνική λογοτεχνία. Τι κάνει; Σκέφτεται τις λέξεις σε άλλη γλώσσα και, κατόπιν, τις μεταφράζει στα ελληνικά; Πώς συντάσσει τα δικά του κείμενα;

Δεν είμαι εγώ αυτός ο λογοτέχνης στον οποίο αναφέρεται ο αρθρογράφος, αλλά θα μπορούσα να είμαι. Γιατί, κατά κύριο λόγο, διαβάζω ξένη λογοτεχνία, επιμένοντας κι εγώ να έρχομαι σε επαφή με το πρωτότυπο κείμενο αντί με το μεταφρασμένο. Επομένως, και μετά συγχωρήσεως κιόλας, πήρα το θέμα λιγάκι προσωπικά.

Επίσης, μου φάνηκε πως ως θέμα έχει όντως ενδιαφέρον· είναι άξιο σχολιασμού.

Δύο ερωτήματα τίθενται εδώ, νομίζω: (α) Γιατί διαβάζω κυρίως ξένη λογοτεχνία; (β) Πώς γράφω ελληνική λογοτεχνία αφού διαβάζω κυρίως ξένη λογοτεχνία;

Διαβάζω κυρίως ξένη λογοτεχνία όχι επειδή σνομπάρω την ελληνική ή τη θεωρώ υποδεέστερη από οποιαδήποτε άποψη αλλά, απλά, επειδή στην ξένη λογοτεχνία – αγγλόφωνη, βασικά – βρίσκω τα περισσότερα πράγματα που θα ήθελα να διαβάσω. Για να το πω πιο ξεκάθαρα: Αν οι Έλληνες έγραφαν κάτι που να με ενδιαφέρει, θα το διάβαζα. Ο λόγος που δεν το διαβάζω είναι επειδή δεν με ενδιαφέρει θεματολογικά. Δεν υπάρχει άλλος λόγος.

Πώς γράφω, λοιπόν, στα ελληνικά χωρίς να διαβάζω στα ελληνικά; Δεν είναι περίεργο; Όχι και τόσο. Διότι, πρώτον, είμαι στην Ελλάδα και τα ελληνικά τα βλέπω παντού γύρω μου· οπότε, θέλοντας και μη, έρχομαι σε επαφή μαζί τους. Δεύτερον, μπορεί γενικά να μη διαβάζω ελληνική λογοτεχνία αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν την κοιτάζω καθόλου κιόλας. Βλέπω τι γράφουν, δεν είμαι τυφλός.

Επιπλέον, γράφω χρόνια. Γράφω λογοτεχνία από μικρό παιδάκι. Ακόμα και να μην είχα καμία επαφή με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, πάλι θα είχα άμεση επαφή με τη γραπτή ελληνική γλώσσα αφού τη χρησιμοποιώ συνέχεια, κάθε μέρα και, συνήθως, παραπάνω από μία φορά την ημέρα. Εκτός αυτού, ποτέ δεν παύω να ψάχνω τις λέξεις – από ετυμολογία μέχρι οτιδήποτε άλλο – γιατί αυτό είναι, άλλωστε, κάτι που μου αρέσει. Και ποτέ δεν έχω πάψει, ούτε θα πάψω, να πειραματίζομαι – κάτι που δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο πολλοί Έλληνες λογοτέχνες κάνουν.

Επομένως, αν κάποιος αναρωτιέται πώς είναι δυνατόν να γράφεις ελληνική λογοτεχνία αλλά κυρίως να διαβάζεις ξένη, τον διαβεβαιώνω πως, ναι, είναι δυνατόν. Και με το παραπάνω.

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]