Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
11 / 7 / 2022

Τις προηγούμενες δύο εβδομάδες ήμουν σ’ένα νησί (δεν λέω ποιο για να μη θεωρηθεί ότι προσπαθώ να διαφημίσω ή να σχολιάσω) και, γυρίζοντας στην Αθήνα, παρατήρησα εκείνο που παρατηρούσα πάντα, από μικρός: είναι σαν από τα σκληρά να πέφτεις στα μαλακά.

Η ατμόσφαιρα του νησιού είναι άγρια (χωρίς αυτό να είναι κακό). Εδώ, στην Αττική, με το που έρχεσαι, νιώθεις λες και σ’έχουν περιβάλλει με μαλακά μαξιλάρια. (Ίσως γι’αυτό να είμαστε σαν μαστουρωμένοι;) Το κλίμα είναι μαλακό. Αλλά και τα δύο μού αρέσουν: και το μαλακό και το σκληρό. Έχουν μια τελείως διαφορετική αίσθηση.

Και όσοι πιστεύουν ότι η Αθήνα είναι «κόλαση», δεν συμφωνώ μαζί τους. Πάω στοίχημα ότι δεν βαδίζουν μακρινές αποστάσεις μέσα στην Αθήνα. Η Αθήνα είναι ο απόλυτος αστικός λαβύρινθος: ατελείωτος, πάντα υπάρχουν μέρη για να εξερευνήσεις. Πώς να μη σου αρέσει, δηλαδή; (Και όλο λέω ότι θα γράψω εκείνο το άρθρο που έχω υπόψη μου για την αστική περιπλάνηση αλλά όλο το αναβάλω. Η ώρα του πλησιάζει, όμως· το αισθάνομαι.)

Στο νησί, ο κόσμος ήταν πολύς. Ειδικά για Ιούνιο μήνα. Θυμάμαι παλιά, τον Ιούνιο, να πηγαίνω στην παραλία και να είμαι εγώ και τρεις, τέσσερις άλλοι. Τώρα είχε πολύ περισσότερους. Και όχι μόνο στις παραλίες. Καταφανώς έχει γίνει μια διεξοδική εκστρατεία για να τραβήξει κόσμο στα τουριστικά κέντρα από τον Κουλοβασιλέα και τους υποτακτικούς του – αν και, μάλλον, όχι μόνο από αυτούς.

Και ο κόσμος ήρθε. Είναι εδώ. Γίνεται χαμός. Τις ημέρες προτού φύγω, μαζεύονταν ακόμα περισσότεροι. Δε μπορούσα να μείνω άλλο: στο τέλος θα με τρόμαζαν τα τουριστικά ζόμπι.

Το να έρχεται τουρισμός είναι καλό. Ένα, όμως, παρατηρείς αμέσως: Όλο αγγλικά και άλλες γλώσσες άκουγες από τους τουρίστες. Ελάχιστα ελληνικά.

Δεν ήταν Έλληνες· οι περισσότεροι ήταν ξένοι, σαν αυτούς που γεμίζουν το Μοναστηράκι, την Πλάκα, και όλη την περιοχή γύρω από την Ακρόπολη αυτές τις μέρες.

Ναι, καταφέραμε να τραβήξουμε τουρισμό από έξω· αλλά τι γίνεται ο τουρισμός από μέσα; Είναι δυνατόν ο Έλληνας να μη μπορεί να πάει να κάνει διακοπές;

Είναι.

Για να είμαι ειλικρινής, μάλλον ούτε εγώ θα πήγαινα αν δεν είχα σπίτι σ’εκείνο το νησί. Οι τιμές είναι ανεβασμένες σε όλα τα τουριστικά πράγματα. Σε μια παραλία οι ξαπλώστρες κοστίζουν ως εξής: οι δύο με το υπόστεγο, 50 €· οι δύο με την ομπρελίτσα στις μπροστινές γραμμές, 40 €· οι δύο με την ομπρελίτσα στις πίσω γραμμές, 30 €. (Και, ναι, το ξέρω, υπάρχουν και παραλίες με ακόμα υψηλότερες τιμές στις ξαπλώστρες.) (Ευτυχώς προτιμώ την άμμο για ξαπλώστρα.)

Για βαστάτε λίγο, ρε παιδιά. Ο άλλος έρχεται να κάνει διακοπές. Αν το δωμάτιο είναι 50+ € την ημέρα, η ξαπλώστρα άλλα 30, το μεσημεριανό άλλα 20 (άσε το πρωινό· πες ότι δεν το τρως), το βραδινό άλλα 20, και το ποτό το λιγότερο 7,5 € (δεν υπολογίζω καν τον καφέ), όλα αυτά βγαίνουν πάνω από 127 ευρώ την ημέρα. Και μιλάω για ένα άτομο τώρα, κι αν είναι σχετικά συγκρατημένο. Γιατί μπορεί και να μην είναι. Έβλεπα στο νησί πολλά νέα καταστήματα (ή όχι και τόσο νέα) που έχουν ανοίξει, τα οποία είναι μπουτίκ και κοσμηματοπωλεία, και οι τιμές τους δεν είναι χαμηλές. Ε, αν θες να πάρεις και κάτι από αυτά, τρέχα-γύρευε πόσο πάνε τα έξοδα. Μπορεί να φτάσουν και τα 500 € την ημέρα.

Ο μέσος Έλληνας δεν έχει να πληρώσει για να πάει να μείνει, πχ, 10 μέρες σε ένα τέτοιο θέρετρο. Και ο τουρισμός που έρχεται από το εξωτερικό είναι, προφανώς, πλούσιος τουρισμός – γι’αυτό και ανοίγουν τόσα κοσμηματοπωλεία. Είναι άνθρωποι που δεν το σκέφτονται να δώσουν 250 € για να πάρουν ένα κολιέ από ένα ελληνικό νησί.

Κι εγώ, εν τω μεταξύ, την έβγαζα με λιγότερα από 30 € την ημέρα κατά μέσο όρο. Αλλά, είπαμε, έχω σπίτι εκεί. Μπορεί να θέλει κάποια μερεμέτια κάθε τόσο, και όλο κάποια ζημιά βρίσκω που πρέπει να φτιάξω, και επειδή είναι παλιό όλο πρέπει να στοκάρω και να ξαναβάφω πράγματα· όμως είναι μεγάλη διαφορά σε σχέση με το να πρέπει να πληρώνεις δωμάτιο και εστιατόριο κάθε μέρα.

Γι’αυτό δεν ακούς ελληνικά από τους τουρίστες: γιατί δεν είναι Έλληνες.

Και, από την άλλη, δεν μπορείς να κατηγορήσεις τους ανθρώπους στα τουριστικά κέντρα για υψηλές τιμές, γιατί, όπως ξέρω πολύ καλά, αυτή την περίοδο περιμένουν για να ζήσουν όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Φυσικά και θα τα βαράνε όσο πιο πολύ μπορούν, αφού κάποιοι έρχονται και τους πληρώνουν. Ειδικά αν σκεφτείς ότι τα προηγούμενα χρόνια είχαν καταστραφεί οι άνθρωποι με τις κορονομαλακίες που είχαν συμβεί.

Κάτι όμως θα έπρεπε να γίνει και για τον μέσο Έλληνα, κάπως θα έπρεπε κι αυτός να πάει διακοπές.

Το Κράτος, ως συνήθως, επιδεικνύει οξύ σταρχιδισμό για το θέμα. Αλλά θα μπορούσε και να είχε κάνει δραστηριοποιηθεί.

Για παράδειγμα, θα μπορούσε να δίνει μια «κάρτα τουρισμού» στους Έλληνες βάσει του εισοδήματός τους, κι αν είχες αυτή την κάρτας να πληρώνεις μόνο το 50% στα θέρετρα για τα πάντα.

Δυστυχώς, αυτά είναι επιστημονική φαντασία σε τούτη τη χώρα της απάτης. Οπότε, τουλάχιστον, τραβάμε πλούσιο τουρισμό από το εξωτερικό, βαράμε τρελές τιμές, και περιμένουμε έτσι να βγάλουμε τα σπασμένα και να επιβιώσουμε.

(Έλεγα να γράψω και για το Vermilion Sands αλλά αυτό μάλλον θα πάει για το επόμενο κειμενάκι στα Σκιώδη Παραλειπόμενα, γιατί αυτό βγήκε αρκετά μεγάλο.)

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]