Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
27 / 1 / 2021

Αυτό είναι ένα κείμενο γραμμένο, κυρίως (αν και όχι αποκλειστικά), για όσους πιθανώς να έχουν κάνει την εξής σκέψη για την πανδημία: «Εγώ ανέκαθεν ήμουν από τα “αντικοινωνικά άτομα”. Τι με νοιάζει που έκλεισαν οι καφετέριες και που δεν μπορείς να βγεις έξω; Για εμένα, καλύτερα είναι έτσι! Δεν έχω πρόβλημα. Ζω όπως πάντα ζούσα περίπου. Καλά να πάθουν αυτοί οι δήθεν “κοινωνικοί” μαλάκες!»

Θα σας πω κάτι τώρα: Κι εγώ από τους υποτιθέμενα «αντικοινωνικούς» είμαι. Δεν το κάνω επίτηδες, ούτε επειδή έχω πρόβλημα με κανέναν. Απλά τη βρίσκω πολύ περισσότερο με το να γράφω λογοτεχνία (η βασική μου δραστηριότητα), ή να διαβάζω ένα βιβλίο, ή να σκαλίζω έναν κώδικα στον υπολογιστή, απ’το να κάθομαι σε μια καφετέρια και να μην κάνω τίποτα. Αν όλοι ήταν σαν εμένα, οι καφετέριες θα είχαν κλείσει προ πολλού. Αυτό σημαίνει ότι εμένα, προσωπικά, δεν με έχει ενοχλήσει και πολύ που έκλεισαν, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα πράγματα, και τις καφετέριες. Και από τα εκατοντάδες άλλα πράγματα που έκλεισαν, τα περισσότερα επίσης δεν με αγγίζουν πολύ. Ναι, ζω, πάνω-κάτω, όπως ζούσα. Είμαι από τους υποτιθέμενα «αντικοινωνικούς» (και αξιοσημείωτο είναι το ότι, συνήθως, οι υποτιθέμενα «κοινωνικοί» έχουν πρόβλημα μαζί μας και όχι εμείς με εκείνους – αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα).

Ωστόσο, ακόμα και από τους υποτιθέμενα «αντικοινωνικούς» αν είσαι δεν μπορεί να μην έχεις επηρεαστεί τουλάχιστον λίγο από όλα όσα έχουν συμβεί. Και, ακόμα και να μην έχεις επηρεαστεί άμεσα, πρέπει να καταλαβαίνεις ότι αυτό που συμβαίνει είναι καταστροφικό.

Μπορεί να μην πηγαίνω συχνά σε καφετέριες, για παράδειγμα, αλλά δεν θα ήθελα οι καφετέριες να εξαφανιστούν. Εκτός των άλλων, είμαι της λογικής ό,τι-γουστάρει-ο-καθένας. Επειδή εμένα με διεγείρουν άλλα πράγματα περισσότερο, αυτό δεν σημαίνει πως το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τον γείτονα.

Επιπλέον, τα πάντα είναι μια αλυσίδα. Έστω ότι κλείνεις μια καφετέρια. Δεν χτυπάς μόνο αυτόν που έχει την καφετέρια: χτυπάς και τους τρεις υπαλλήλους που απασχολούσε, οι οποίοι χάνουν τη δουλειά τους· χτυπάς και τον άνθρωπο που έπαιρνε το νοίκι από την καφετέρια, ο οποίος ίσως να μην έχει άλλη πηγή εσόδων.

Τα πάντα είναι αλυσίδα μέσα στην κοινωνία. Ακόμα κι αν σ’αρέσει να ζεις μόνος (και παραδέχομαι ότι και οι δικές μου δραστηριότητες, αυτές που με διεγείρουν περισσότερο, είναι μοναχικού τύπου – κι αυτό δεν το θεωρώ κακό), δεν είσαι πραγματικά μόνος. Είσαι μέσα σε όλο αυτό το πλέγμα. Όταν κάποιοι αρχίσουν να κόβουν και να καταστρέφουν τις διάφορες συνδέσεις μέσα στο πλέγμα, κάνουν ζημιά και σ’εσένα, είτε το αντιλαμβάνεσαι άμεσα είτε όχι. Μπορεί να μην το βλέπεις σήμερα μπροστά σου, αλλά στο τέλος θα φτάσει και σ’εσένα, με τον έναν τρόπο ή με τον άλλο.

Επίσης, σκέψου πώς είναι η ελληνική οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν είναι μια δημιουργική οικονομία. Βασίζεται στις υπηρεσίες και στον τουρισμό. Οι καφετέριες, τα τυροπιτάδικα, τα μπαρ, τα εστιατόρια κυριαρχούν· αυτά κινούν την οικονομία περισσότερο. Και ακολουθούν τα ρουχάδικα, τα καταστήματα ηλεκτρονικών ειδών, και τα λοιπά. Ναι, κι εγώ θα ήθελα να μην ήταν έτσι. Θα ήθελα να είχαμε μια πιο δημιουργική οικονομία – όπου οι άνθρωποι που φτιάχνουν πράγματα μπορούν να κινηθούν οικονομικά. Εγώ, για παράδειγμα, χρόνια γράφω λογοτεχνικά βιβλία, και τι λεφτά βγάζω; Τίποτα. Δεν θα έπρεπε; Νομίζω πως θα έπρεπε. Ακόμα και να μην ήθελα να μου τα δώσουν, θα έπρεπε να μου τα δώσουν με το στανιό. Αλλά δεν συμβαίνει. Δε μ’αρέσει η ελληνική οικονομία όπως είναι, όμως αυτήν έχουμε τώρα. Καλό θα ήταν να την αλλάξουμε, να τη βελτιώσουμε, να την κάνουμε πιο δημιουργική· αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί με το lockdown. Δεν πρόκειται ο κόσμος να αλλάξει προς το καλύτερο με τα lockdown και με τα άλλα παρανοϊκά μέτρα που παίρνονται για την πανδημία. Προς το χειρότερα θα αλλάξει. Γιατί δεν υπάρχει κανένα σχέδιο για τη «μεγάλη αλλαγή» που κάποιοι αφελώς περιμένουν. Δεν θα εξελιχτούμε σε κουμουνιστική ουτοπία· απλά πάμε προς μια δυστοπία μοντέλου κορονικού απολυταρχισμού και ιατρικού φασισμού.

Οπότε, αν σκέφτεσαι πράγματα όπως «Ας κλειστούν όλοι μέσα – σαν εμένα! Τι με νοιάζει;», νομίζω πως θα έπρεπε να το ξανασκεφτείς το θέμα από την αρχή και να κάνεις κι εσύ κάτι για την αντιμετώπιση της απολυταρχικής κατάστασης που έχει αρχίσει να επικρατεί παντού – ακόμα κι αν αυτό το κάτι είναι να γράψεις απλά ένα tweet. Μην επαναπαύεσαι με τη λογική εμένα-δεν-με-επηρεάζει. Ναι, επηρεάζει και εσένα, θέλοντας και μη. Μη συμφωνείς με λογικές και νοοτροπίες που είναι καταστροφικές και τοξικές για την κοινωνία, διότι κανένας δεν ζει πραγματικά μόνος.

Μου κάνει, μάλιστα, εντύπωση ορισμένες φορές που οι υποτιθέμενα «κοινωνικοί» – ξέρεις, αυτοί που είναι μέρα παρά μέρα σε καφετέρια – δεν διαμαρτύρονται περισσότερο για όλα αυτά που συμβαίνουν. Δε θέλω καν να φανταστώ πώς αισθάνονται κλεισμένοι στο σπίτι τους. Για εμένα, είναι απλώς άλλη μια μέρα. Εκτός από όταν περιδιαβαίνω την Αθήνα – αλλά αυτό πάλι το κάνω, lockdown ή μη. Όμως δεν μου αρέσουν οι εικόνες που βλέπω γύρω μου. Εντάξει, με εξαίρεση κάποια γκράφιτι που αλλιώς δεν θα είχα τη δυνατότητα να μπανίσω αν όλα τα ρολά δεν ήταν κατεβασμένα...

Μάλλον οι «αντικοινωνικοί» βλέπουν την όλη κατάσταση με πιο καθαρό μάτι, νομίζω ορισμένες φορές. Ίσως να φταίει το γεγονός ότι έχουμε σπάσει την τηλεόρασή μας από καιρό και δεν είχαν την ευκαιρία να μας τρομοκρατήσουν αρκετά από την αρχή της «τρομερής» πανδημίας. Ο ψυχολογικός επηρεασμός δεν έχει πιάσει επάνω μας.

Εγώ ξέρετε από πού έμαθα για την αρχή της πανδημίας; Πρώτα, ένας άλλος, που ακούει ραδιόφωνο, μου είπε ότι λένε πως μια πανδημία κυκλοφορεί. Δεν έδωσα και πολλή σημασία, είν’ η αλήθεια. Μετά, βγήκα και βάδισα στους δρόμους της Αθήνας και είδα ερημιά... και μετά διάβασα τις αφίσες των αναρχικών στους τοίχους. Κάπως έτσι έμαθα για την πανδημία. Τηλεόραση δεν είδα.

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]