Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
12 / 12 / 2019

(Μια επανάληψη από το παλιό blog.)

(Το ακόλουθο κείμενο γράφτηκε τον Ιούνιο του 2016. Όχι πως η γνώμη μου έχει αλλάξει από τότε, αλλά το αναφέρω για ιστορικούς λόγους.)

 

Έτυχε να διαβάζω πάλι ένα από εκείνα τα άρθρα που τα έχει γράψει κάποιος συγγραφέας λογοτέχνης και λέει πώς πρέπει να κυνηγήσουμε τους κακούς πειρατές που δίνουν τα βιβλία δωρεάν χωρίς τη συγκατάθεση των συγγραφέων.

Και θυμήθηκα μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, πριν από κάποια χρόνια, που όλοι έλεγαν ακριβώς το αντίθετο: ότι η πειρατεία κάνει καλό στους συγγραφείς γιατί εξαπλώνει τη δουλειά τους, και μετά μπορούν να πουλήσουν και χάρτινα βιβλία που πριν κανείς δεν θα τα διάβαζε ούτως ή άλλως.

Αυτό, έλπιζαν τότε, θα έφερνε μια επανάσταση.

Και θα μπορούσε να είχε φέρει μια μαζική επανάσταση ίσως. Αλλά όλοι το έριξαν στο κυνηγητό γι’ακόμα μια φορά, μόλις διαπίστωσαν ότι μπορούν να πουλήσουν και τα ηλεκτρονικά βιβλία.

Τα πάντα μπορείς να τα πουλήσεις, αν θέλεις. Ακόμα και τον αέρα. Αυτό δεν πάει να πει ότι είναι και καλύτερο για την ανθρωπότητα ως σύνολο.

Και να πεις ότι σήμερα βγαίνουν όντως λεφτά από τα βιβλία; Όπως πάντα, έτσι και τώρα, οι συγγραφείς πεινάνε. (Οι εξαιρέσεις δεν υπολογίζονται· πάντα θα υπάρχουν για στατιστικούς λόγους.) Και φαίνεται να τους αρέσει, γαμώτο! Γουστάρουν, κατά βάθος. Πιο καλά να πουλάω πέντε βιβλία και να μη μπορώ να ζήσω από αυτά, παρά να τα δίνω δωρεάν και πάλι να μη μπορώ να ζήσω από αυτά.

Αντί να επιδιώκουμε να διαμορφωθεί μια κοινωνία όπου θα μπορείς ελεύθερα να γράφεις ό,τι θέλεις και ελεύθερα να διαβάζεις ό,τι θέλεις, φαίνεται να επιδιώκουμε μια κοινωνία όπου ο ένας κυνηγά τον άλλο. Όπου οι ίδιοι περιορίζουμε τον εαυτό μας ‒ το πιο τραγικό απ’όλα ‒ σαν μαζοχιστές του κερατά.

Επιπλέον, ακόμα κι αν οι πειρατές δεν τους «έκλεβαν» τα βιβλία, πάλι δεν θα τα πουλούσαν. Είμαι σίγουρος γι’αυτό.

Αυτή είναι η φύση του βιβλίου. Δεν προλαβαίνεις να διαβάζεις τα πάντα, ούτε μπορείς να αγοράζεις τα πάντα. Ανέκαθεν η ανάγνωση ήταν ένα σπορ για πιο λίγους απ’αυτούς που ακούνε μουσική ή βλέπουν ταινίες ή κάνουν οτιδήποτε άλλο.

Κατά τη γνώμη μου, όταν μπορείς να δίνεις κάτι δωρεάν, καλό είναι να το δίνεις δωρεάν.

Αν πάλι δεν μπορείς, εντάξει, τότε δεν μπορείς. Αλλά πόσοι πραγματικά δεν μπορούν; Και πόσοι απλά δεν το κάνουν για εγωιστικούς λόγους; Ή για να είναι μέσα στο κοινωνικό status quo; Ή γιατί πιστεύουν ότι έτσι τους παίρνουν πιο σοβαρά;

Η κοινωνία χρειάζεται αλλαγή προς το καλύτερο, και σίγουρα αυτός δεν είναι ο τρόπος για να την πετύχουμε.

(Σημειωτέον, είμαι τελείως εναντίον των πειρατών που σε βάζουν να πληρώσεις για να κατεβάσεις πράγματα ‒ αυτό είναι όντως κλεψιά. Οι αληθινοί πειρατές σ’αφήνουν να κατεβάζεις ελεύθερα.)

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]