
Χμμ...
|
|
Μια στιγμή... |
Στις 23 του Σεπτέμβρη δημοσίευσα την Οργή των Όφεων, τον 5ο τόμο της Αναζήτησης του Οφιομαχητή. Στις 7 Οκτώβρη δημοσίευσα τον Κυνηγό των Θαλασσών, τον 6ο τόμο της Αναζήτησης του Οφιομαχητή. Δηλαδή, δύο εβδομάδες μετά από την Οργή των Όφεων.
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αυτό είναι αντιεμπορικό. Ποιος είναι δυνατόν να είχε τον χρόνο να διαβάσει το ένα βιβλίο ώστε να προχωρήσει στο άλλο; Κανείς, κατά πάσα πιθανότητα. Αλλά ο σκοπός που δημοσιεύω βιβλία δεν είναι εμπορικός: ποτέ δεν ήταν.
Θα μπορούσε, επίσης, να ειπωθεί ότι είναι παράλογο να δημοσιεύεις δύο μεγάλα βιβλία σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, ειδικά όταν το ένα βιβλίο αποτελεί συνέχεια του άλλου. Παράλογο, γιατί – πάλι – ποιος μπορεί να πρόλαβε να διαβάσει το πρώτο για να προχωρήσει στο επόμενο; Κανείς, κατά πάσα πιθανότητα.
Αλλά εγώ δεν ήμουν ποτέ από τους συγγραφείς που περιμένουν feedback (που λέμε σήμερα). Αν ήμουν από αυτούς τους συγγραφείς, θα τα είχα παρατήσει εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια. Ανέκαθεν έγραφα λογοτεχνία γιατί είναι το πιο καταπληκτικό πράγμα που μπορείς να κάνεις. (Σοβαρά τώρα, έχει κανείς σας γνωρίσει κάτι καλύτερο; Αν ναι, μην περιμένετε να το καταλάβω.) Είναι η όλη διαδικασία τόσο συναρπαστική που δεν υπάρχει τίποτα που μπορεί να συγκριθεί με αυτό. Όπως έχω ξαναγράψει και παλιότερα (εδώ ή κάπου στο κεντρικό μου site, ή και στα δύο), αν δεν υπήρχε το διαδίκτυο, αν δεν είχα τρόπο να δημοσιεύω πράγματα, δεν θα διαβάζατε τώρα αυτό εδώ το κείμενο ή οποιοδήποτε άλλο άρθρο μου. Δεν είμαι αρθρογράφος· αυτά τα γράφω γιατί μπορούν να διαβαστούν και γιατί θέλω να διατηρώ μια σταθερή ροή στον ιστότοπο. Δεν θα τα έγραφα αλλιώς. Αλλά λογοτεχνία θα έγραφα ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν κανείς δεν υπήρχε ποτέ πιθανότητα να τη διαβάσει.
Αυτό δεν σημαίνει ότι γράφω λογοτεχνία επιπόλαια. Για την ακρίβεια, τη γράφω πιο προσεχτικά από αυτό εδώ το κείμενο ή οποιοδήποτε άρθρο. Και περιποιούμαι το βιβλίο πολύ περισσότερο απ’ό,τι αν απλώς θα το έβγαζα στην αγορά χωρίς να μ’ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ο λόγος; Πάλι προσωπικός: θέλω κάτι που κάνω να το κάνω όσο πιο τέλεια γίνεται να γίνει. Ειδικά κάτι που μου αρέσει.
Επομένως, ο τρόπος που δημοσιεύω βιβλία μπορεί να είναι και τελείως χαοτικός. Δεν περιμένω πρώτα κάτι «να διαβαστεί» για να βγάλω το επόμενο. Ούτε θέλω να «τρέξω» τον αναγνώστη. Μπορεί κάποιος να τα κατεβάσει όλα τώρα και να τα διαβάσει με την ησυχία του όποτε γουστάρει: με τον δικό του ρυθμό.
Και ο βασικός λόγος που τώρα ο Κυνηγός των Θαλασσών κυκλοφόρησε τόσο σύντομα είναι ότι δεν έχω ακόμα φτιάξει εξώφυλλο για το τελευταίο βιβλίο της Αναζήτησης του Οφιομαχητή, τον Άρχοντα των Βυθών· και θέλω να έχω χρόνο ν’ασχοληθώ λίγο μ’αυτό, χωρίς να έχω στο μυαλό μου ότι πρέπει στο μεταξύ να στήσω άλλο ένα βιβλίο σε epub και pdf.
Αποκεί και πέρα, ο καθένας κατεβάζει τα βιβλία μου όπως νομίζει και τα διαβάζει με το πάσο του. Δεν κάνουμε εμπόριο εδώ.
Αν και, όπως έχω πει πολλάκις, καλό θα ήταν να γίνονται και κάποιες γαμημένες δωρεές. Επειδή στην Ελλάδα δεν έχει κανένα νόημα η εμπορική εκμετάλλευση των βιβλίων φαντασίας, αυτό δεν σημαίνει και ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να πληρώνεται καθόλου.
Με τον ρυθμό δημοσίευσης έχω «παίξει» αρκετές φορές. Κάποιες φορές δημοσιεύω βιβλία πιο γρήγορα, κάποιες φορές πιο αργά. Τα αποτελέσματα είναι πάντα ακριβώς ίδια. Πάρε το μηδέν – ή κάτι που τείνει στο μηδέν – και διαίρεσέ το...
Προτού ξεκινήσω την Αναζήτηση του Οφιομαχητή (τον 3ο κύκλο του Θρυμματισμένου Σύμπαντος) είχα τελειώσει με το να δημοσιεύω Τα Κρυφά Όπλα της Πόλης (τον 2ο κύκλο του ΘΣ), και είχα πει ότι θα κάνω μια παύση. Πέντε χρόνια. Από το 2020 μέχρι το 2025.
Τελικά, ήταν μέχρι τα τέλη του 2024 (τότε βγήκε ο 1ος τόμος του Οφιομαχητή).
Το έκανα αυτό με μια λογική ότι είχα δημοσιεύσει πολλά βιβλία και έπρεπε να αφήσω κάποιο χρόνο «να διαβαστούν».
Και τι νόημα έχει το «να διαβαστούν» (που λέει ο κόσμος); Το μόνο νόημα που έχει είναι ότι θα κυκλοφορήσουν και, εν τέλει, θα αρχίσεις να λαμβάνεις δωρεές από αυτή την κυκλοφορία τους.
Πέντε χρόνια δεν είναι κανένα τεράστιο χρονικό διάστημα· αλλά ούτε και μικρό είναι.
Και εγώ, γενικά, δημοσιεύω βιβλία περί τα 30 χρόνια πλέον· δεν είναι τα πρώτα βιβλία που έχω βγάλει σε κοινή θέα.
Και τι δωρεές έλαβα αυτά τα πέντε χρόνια; Αρχίδια δωρεές έλαβα, με το συμπάθιο. Ή, μάλλον, για να είμαστε δίκαιοι: έλαβα κάποιες δωρεές, και ευχαριστώ πολύ όσους τις έστειλαν. Καταλαβαίνω ότι για αυτόν που δίνει, έστω και 10 ευρώ, έστω και 5 ευρώ, είναι σημαντικό. Και απόρησα, ειλικρινά, με κάποιους που έστειλαν ποσά περί τα 50 ευρώ και άνω. Σας ευχαριστώ όλους. Είστε γαμάτοι.
Αλλά δεν είστε πολλοί. Και στις δωρεές (όπως και στην αγορά) αυτό παίζει ρόλο. Τα έσοδα έρχονται από το πλήθος (εκτός αν πέσεις στην περίπτωση κάποιος εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος να σου στείλει δωρεά 50.000 ευρώ).
Όλα αυτά τα πέντε χρόνια που άφησα για «να διαβαστούν» τα βιβλία δεν έλαβα συνολικά ούτε 500 ευρώ.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι – ύστερα από διάφορους ρυθμούς δημοσίευσης που έχω δοκιμάσει – ότι ο ρυθμός στην Ελλάδα δεν παίζει κανένα ρόλο. Είτε βγάζω ένα βιβλίο τα πέντε χρόνια (ανεξαρτήτως πόσα γράφω εγώ εν τω μεταξύ, εννοείται), είτε βγάζω ένα βιβλίο τον χρόνο, είτε βγάζω πέντε βιβλία τον μήνα – ή την ημέρα! – το αποτέλεσμα είναι, ουσιαστικά, ίδιο. Πάρε έναν φανταστικό αριθμό που τείνει στο μηδέν και διαίρεσέ τον...
Το πρόβλημα, φυσικά, είναι, όπως πάντα, το μέγεθος του αναγνωστικού κοινού. Δυστυχώς, το αναγνωστικό κοινό (γενικά, για όλα τα βιβλία) στην Ελλάδα είναι μικρό (και φριχτά δυσανάλογο της ποσότητας των βιβλίων). Το αναγνωστικό κοινό για τα βιβλία φαντασίας συγκεκριμένα είναι ένα μικρό ποσοστό αυτού του ήδη μικρού αναγνωστικού κοινού... Σα να λένε: πιάσ’ τ’αβγό και κούρεφ’ το. (Θα βγάλεις μαλλί;)
(Σημειωτέον: δεν ισχυρίζομαι πως τα πράγματα σε άλλες χώρες είναι ρόδινα για τους συγγραφείς· το ξέρω πως κι εκεί υπάρχουν πολλά προβλήματα. Αλλά τα ντόπια κρέατα με απασχολούν περισσότερο.)
Με τέτοια κατάσταση, λοιπόν, που επικρατεί, προφανώς και δεν έχει καμία σημασία ο ρυθμός με τον οποίο δημοσιεύεις βιβλία (πέρα από άλλες παθογένειες που δημιουργούνται, όπως έχω ήδη γράψει αρκετά αναλυτικά). Ο καθένας θα διαβάσει όποτε γουστάρει, ούτως ή άλλως, κι εσύ δεν πρόκειται να κερδίσεις τίποτα (πέρα από το ίδιο το κέρδος τού να γράφεις λογοτεχνία, που είναι ανεκτίμητο και ο μόνος ουσιαστικός λόγος για να γράφει κανείς).
Δεν έχω ποτέ αναρωτηθεί γιατί γράφω – ή για ποιον γράφω. Πάντα γράφω για την ίδια την ιστορία, για αυτό το ζωντανό όνειρο: για την όλη διαδικασία. Πολλές φορές, όμως, ειδικά τώρα που γερνάω, έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι γιατί κάθομαι και τρώω χρόνο να φτιάχνω ηλεκτρονικά βιβλία.
Δεν είμαι πια μικρός: ξέρω πώς να φτιάχνω ηλεκτρονικά βιβλία, έχω περάσει από τη φάση του ενθουσιασμού αυτού του απλού προγραμματισμού. Επίσης, έχω περάσει από τη φάση του «Και γαμώ! Τώρα θα βγάλουμε βιβλίο έξω, να το δει ο κόσμος!» Όχι πως ποτέ έγραφα για να το δείξω σε κανέναν, αλλά όταν είσαι μικρός υπάρχει κι αυτός ο ενθουσιασμός. Πλέον, κυριολεκτικά, δε μ’ενδιαφέρει καθόλου ποιος θα δει τι. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι το μόνο ουσιώδες: τι θα γράψω και πόσο θα με κάνει να γουστάρω που το γράφω.
Υπάρχουν περιπτώσεις, λοιπόν, που πιάνω να φτιάξω ηλεκτρονικό βιβλίο και ξέρω ότι αυτό θα μου πάρει μερικές ωρίτσες (αναπόφευκτα· έτσι είναι η διαδικασία, αν θες να την κάνεις σωστά και προσεχτικά), και σκέφτομαι: Μα είσαι μαλάκας; Από τα τόσα άλλα πιο γαμάτα πράγματα που μπορείς τώρα να κάνεις, θα κάτσεις να φας ώρες για να στήσεις ένα βιβλίο σε ηλεκτρονικές μορφές; Για να τις διαβάσει κάποιος άγνωστος που δε σ’ενδιαφέρει; Και που δεν θα πληρώσει τίποτα; Τι έχεις να κερδίσεις ΕΣΥ; Είσαι μαλάκας;
Ίσως να είμαι όντως μαλάκας, ή ίσως να το έχω συνηθίσει πια – την όλη διαδικασία της δημοσίευσης του βιβλίου. Ή... εκείνο που πάντα σκέφτομαι σ’αυτές τις περιπτώσεις είναι το εξής: Ναι μεν γράφω λογοτεχνία για εμένα (όπως και κάθε συγγραφέας που αξίζει τον κόπο να τον διαβάσεις) αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι κάτι που μπορεί να έχει νόημα μόνο για εμένα. Είναι κάτι που μπορεί να έχει νόημα και για άλλους: είναι γραμμένο και περιποιημένο έτσι που μπορεί ο καθένας να το διαβάσει και να ψυχαγωγηθεί (τουλάχιστον, ο καθένας που του αρέσει η φαντασία και δεν είναι κολληματίας του κερατά). Γιατί κάτι τέτοιο να μένει κρυφό; Ακόμα κι αν δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις εμπορικά, πρέπει κάπου να βγει – απλά και μόνο επειδή έχει τη δική του αξία.
Οπότε, μαλάκας ή μη, τρώω μερικές ωρίτσες (χαμένες ίσως) και στήνω τα ηλεκτρονικά βιβλία για να τα δημοσιεύσω.
Και φυσικά, βάσει του συνόλου των δωρεών που λαμβάνω, ουσιαστικά κάνουμε κοινωνικό έργο.
Αλλά έτσι είναι στην Ελλάδα, τη χώρα των θεών, που λεφτά βγαίνουν μόνο από σουβλάκι και ενοικιαζόμενο δωμάτιο...
Έχω διαβάσει αυτά που έχουν γίνει τελευταία με τον Γιώργο Μαζωνάκη, και θέλω εξαρχής να ξεκαθαρίσω ότι ούτε τον ξέρω τον άνθρωπο ούτε έχω να κερδίσω τίποτα από οτιδήποτε έχει σχέση με αυτόν, αλλά όσα φαίνεται να έχουν συμβεί με έχουν εκπλήξει (αν και, μάλλον, δεν θα έπρεπε) γιατί δείχνουν πόσο σιχαμερή είναι η κατάσταση με την ψυχιατρική ακόμα και σήμερα.
Ο Μαζωνάκης προφανώς δεν είναι τρελός. Είναι ένας άνθρωπος που έχει επαφή με κόσμο, κινείται μες στην κοινωνία, κάνει μια τέχνη. Ένας νορμάλ άνθρωπος. Δεν είναι δυνατόν τέτοιος άνθρωπος να θεωρηθεί ότι έχει ανάγκη από εξαναγκαστικό εγκλεισμό σε καμία λογική περίπτωση. Αν «κατά βάθος» δεν είναι με τα καλά του... ε, ποιος ξέρει αν ο οποιοσδήποτε είναι ή όχι «κατά βάθος» με τα καλά του. Ουσιαστικά, αν όλους τους σκαλίσεις αρκετά, «κατά βάθος» ψυχοπαθείς θα τους βρεις. Δεν υπάρχει κανένας που να μην έχει κάτι το «ψυχολογικό». Αλλά προφανώς δεν μπορούμε να κλειδώσουμε τους πάντες στα ψυχιατρεία.
Ωστόσο, αυτό φαίνεται να συμβαίνει επιλεκτικά. Και δείχνει το πόσο, ακόμα και σήμερα, η ψυχιατρική χρησιμοποιείται ως όπλο στην ουσία.
Και λέω «ακόμα και σήμερα» γιατί έχουμε πολλά κακά παραδείγματα από το παρελθόν. Στη Ρωσία, για παράδειγμα, ήταν συνήθης τακτική να κλείνουν στα ψυχιατρεία τους πολιτικά αντιφρονούντες. Στις ΗΠΑ είχε συμβεί επίσης κατά περίσταση, και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα είχαμε εκείνο το απαίσιο κολαστήριο της Λέρου, το οποίο ευτυχώς έκλεισε, αλλά αναρωτιέσαι αν έχουμε μάθει τίποτα από εκείνες τις φρίκες του παρελθόντος.
Ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει τι εστί ψυχιατρική και δεν καταλαβαίνει. Νομίζει ότι η ψυχιατρική είναι σαν οποιαδήποτε άλλη ιατρική επιστήμη, και ότι ο ψυχίατρος είναι σαν τον γιατρό που πας επειδή σε πονά ο λαιμός σου ή επειδή έσπασες το πόδι σου ή δεν βλέπεις καλά.
Δεν είναι έτσι.
Η ψυχιατρική είναι τόσο «επιστήμη» όσο και η μαύρη μαγεία. Είναι, ίσως, ακριβώς το ίδιο με τη μαγεία. Και οι δύο αυτές «επιστήμες» ορίζουν την πραγματικότητα. Σου λένε – προσπαθούν να σε κάνουν να πιστέψεις – τι είναι πραγματικό και τι δεν είναι, παρότι το αντιλαμβάνεσαι υποκειμενικά, και παρότι τα αποτελέσματά τους μπορεί να είναι αισθητά αντικειμενικά – δηλαδή, να έχουν κάποιο αντίκτυπο στη ζωή σου ή μέσα στην κοινωνία.
Ο περισσότερος κόσμος δεν ξέρει καν τι είναι η μαγεία· νομίζει ότι είναι κάτι «σατανιστές» που σφάζουν κοκόρια, ή ότι είναι κάτι που υπάρχει μόνο στα παραμύθια και μια μάγισσα μεταμορφώνει τους άλλους σε βατράχια. Η μαγεία δεν είναι αυτά τα πράγματα. Η μαγεία είναι κάτι που παίζει με την αντίληψη της (υποκειμενικής) πραγματικότητας. Δηλαδή, κάνει ουσιαστικά ό,τι κάνει και η ψυχιατρική.
Η ψυχιατρική έχει κάποια εγχειρίδια που ορίζουν τι είναι ψυχική νόσος και τι όχι. Αυτά τα εγχειρίδια γράφονται, κυρίως, με τρόπο δογματικό, αν και υποτίθεται ότι βασίζονται σε κάποιες «γενικές παρατηρήσεις» ψυχιάτρων – δηλαδή είναι, κατά βάση, υπομεινικά πράγματα που όμως χρησιμοποιούνται σαν να ήταν αντικειμενικά και επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων: πολλές φορές, δε, την καταστρέφουν.
Δεν υπάρχει ορισμός για τον σώφρονα άνθρωπο, τον μη ψυχικά ασθενή. Κανείς δεν μπορεί να σου πει πώς είναι ο σώφρων – γιατί κανείς δεν ξέρει. Ίσως να μην υπάρχει κανένας σώφρων. Πολλοί, όμως, μπορούν να σου πουν (βάσει ψυχιατρικών εγχειριδίων, κυρίως) ποιος έχει ποια «ψυχική νόσο». Και τι είναι, συνήθως, η ψυχική νόσος; Είναι απλώς κάτι που αποκλίνει από αυτό που θα λέγαμε τυπική κοινωνική συμπεριφορά, ή κάτι που αποκλίνει από την καθημερινή αντίληψη των πραγμάτων. Ορισμένες συμπεριφορές είναι περισσότερο αποκλίνουσες, ορισμένες λιγότερο. Αν το ψάξεις αρκετά, σε όλους θα βρεις κάτι το «σχιζοειδές», για παράδειγμα· όλοι έχουν κάποια «βίδα».
Ο ακούσιος εγκλεισμός βασίζεται στο ότι κάποιος ΙΣΩΣ να βλάψει τον εαυτό του ή τους άλλους επειδή κάποιος άλλος νομίζει ότι έχει μια «βίδα».
Καταλαβαίνετε πόσο εύκολα μπορεί να γίνει κατάχρηση αυτής της λογικής; Σχεδόν για τον καθένα που δεν συμπαθείς, ή που σε ενοχλεί, μπορείς να ισχυριστείς ότι είναι ψυχοπαθής, ειδικά αν είναι λιγάκι «φευγάτος» ή «ευαίσθητος». Δεν είναι καθόλου δύσκολο.
Αυτό το πράγμα είναι φασιστικό 100%. Αλλά ακόμα δεν έχουμε βάλει μυαλό ως κοινωνία.
Και οι περισσότεροι από αυτούς που σταμπάρωνονται ως «ψυχοπαθής» είναι κατά βάση άκακοι – θύματα, ουσιαστικά – που ίσως και ποτέ να μην έβλαπταν κανέναν.
Αντιθέτως, υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν κατηγορηθεί ως «τρελοί» αλλά έχουν, μες στα καλά καθούμενο, σκοτώσει, ή κάνει χειρότερα πράγματα. Πολλά τέτοια παραδείγματα στις ΗΠΑ, ειδικά. Από ανθρώπους που κανείς δεν θα το περίμενε.
Δεν μπορείς να φυλακίζεις τον άλλο «για το καλό του», δήθεν, ή «προληπτικά».
Αν ήταν να φυλακίζουμε τον κόσμο προληπτικά, τότε όλοι έπρεπε να ήμασταν χωμένοι σ’ένα πελώριο μπουντρούμι. Όλοι κρύβουμε μέσα μας έναν φονιά, απλώς οι συνθήκες ακόμα δεν τον έχουν βγάλει στην επιφάνεια.
Αν η ψυχιατρική είναι επιστήμη – που το αμφισβητώ ότι είναι – τότε είναι μία από εκείνες τις μαύρες επιστήμες όπως και η μαγεία, που από μόνες τους αποδεικνύουν τον εαυτό τους. Δεν λέω πως δεν υπάρχει καμία χρησιμότητα γι’αυτές· απλώς πρέπει να έχουμε τα πράγματα ξεκαθαρισμένα.
Αλλά, επίσης, πρέπει και να υπάρχουν νόμοι που να προστατεύουν τον τυχαίο άνθρωπο από τα αρπαχτικά νύχια αυτών των «επιστημών». (Αν και, βέβαια, σε τέτοιους νοητικούς χώρους, που είναι κατά βάση ζούγκλα, πρέπει ο καθένας να μάθει να προστατεύει τον εαυτό του. Όμως οι νόμοι πρέπει να υπάρχουν για αντικειμενικές καταστάσεις. Δεν μπορεί ο κάθε κακόβουλος να φυλακίζει τον κόσμο με το έτσι θέλω επειδή νομίζει ότι είναι ψυχοπαθής, ή επειδή προσπαθεί να τον βγάλει από τη μέση με πλάγιο τρόπο.)
Κι αν νομίζετε ότι αυτά που γράφω είναι «φανταστικά», αβάσιμα, ή τα έχω βγάλει από το κεφάλι μου, δεν ξέρετε τίποτα.
Ψάξτε, κατά πρώτον, να βρείτε ένα πείραμα που είχε γίνει στις ΗΠΑ – γύρω στο ’70 αν δεν κάνω λάθος (βαριέμαι τώρα να ψάξω να βρω link, αλλά δεν είναι δύσκολο να εντοπιστεί) – που κάποιοι δημοσιογράφοι είχαν παριστάνει τους τρελούς, οι ψυχίατροι τούς είχαν διαγνώσει ως τρελούς, τους είχαν βάλει σε ψυχιατρείο – και μετά δεν δέχονταν να τους βγάλουν! Κι αυτό είχε γίνει για να φανεί περίτρανα πόσο υποκειμενική και λανθασμένη είναι η «επιστήμη» της ψυχιατρικής. Δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο για να πεις ποιος είναι παράφρων και ποιος όχι.
Κατά δεύτερον, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ψυχιατρική έχει τραβήξει το ενδιαφέρον πολλών μάγων, και αντιστρόφως: πολλοί ψυχίατροι έχουν ασχοληθεί με τον μυστικισμό, μη μπορώντας αλλιώς να εξηγήσουν διάφορες ψυχολογικές καταστάσεις και φαινόμενα. Δείτε, για παράδειγμα, τον Carl Jung. Ο Jung ήταν μυστικιστής, αλλά και ψυχίατρος.
Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αμφισβητήσει ανοιχτά την ψυχιατρική, και με πολύ καλούς λόγους. Βλέπε Thomas Szasz και το βιβλίο του The Myth of Mental Illness.
Πολλές κυβερνήσεις – όπως, ας πούμε, στη Ρωσία – έχουν χρησιμοποιήσει την ψυχιατρική ως εργαλείο για να βγάζουν από τη μέση, ή να υποτάσσουν, τους αντιφρονούντες, με τη βίαιη λογική Συμμορφώσου με τα κοινωνικά δεδομένα αλλιώς πάλι μες στο κλουβί με τις μαϊμούδες θα πας. Το οποίο, βέβαια, εννοείται πως είναι φασισμός, ξεκάθαρα. Η ψυχιατρική είναι ένα πολύ βολικό εργαλείο για τέτοιους τυράννους επειδή δεν χρειάζεται καμία αιτιολόγηση. Είναι σαν την Ιερά Εξέταση. Έχουμε ορίσει ότι το τάδε είναι «επικίνδυνη ψυχική νόσος», άρα είναι – επειδή εμείς το έχουμε ορίσει – τέλος: εμείς ορίζουμε την πραγματικότητα.
Η ψυχιατρική έχει χρησιμοποιηθεί, και χρησιμοποιείται, ως μια «επιστήμη» που ορίζει τι είναι «νορμάλ» και τι όχι, έτσι ώστε να συγκαλύπτει κάποιες καταστάσεις ή φαινόμενα, ή να αποτρέπει την έρευνά τους. Υπάρχουν «ψυχικές νόσοι» που είναι τόσο υποκειμενικές που δεν μπορείς να πεις αν κάποιος είναι όντως τρελός ή έχει όντως δίκιο. Το πιο σύνηθες παράδειγμα εδώ είναι η παράνοια: όταν κάποιος νομίζει ότι τον παρακολουθούν. Είτε όντως τον παρακολουθούν είτε όχι (και έχει κάπως αλλιώς αποκτήσει αυτή την ιδέα), η ψυχιατρική υποχρεωτικά τον βγάζει «παράφρων». Έτσι, αν, ας πούμε, όντως οι μυστικές υπηρεσίες τον παρακολουθούν, δεν έχει κανένα όπλο εναντίον τους· γιατί, αν πει το οτιδήποτε, κατευθείαν θα κατηγορηθεί ως παρανοϊκός σχιζοειδής. Το ίδιο ισχύει και για ανθρώπους που έχουν παρατηρήσει διάφορα ασυνήθιστα φαινόμενα, που δεν μπορεί ποτέ να γίνει σοβαρή έρευνα πάνω σ’αυτά γιατί αμέσως πηγαίνουν στη σφαίρα των «τρελών» της ψυχιατρικής. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι τρελοί· απλώς έχουν προσέξει κάτι. Όπως είχε πει ο William S. Burroughs, παρανοϊκός είναι απλώς αυτός που έχει αρχίσει να καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Η ψυχιατρική είναι εκεί ως «μαντρότοιχος» για να μην πηγαίνεις προς την «απαγορευμένη ζώνη»· κι αν πας εκεί – σε καίει. Όπως η πάλαι ποτέ Ιερά Εξέταση.
Δεν είναι τυχαίο που οι μυστικές υπηρεσίες, αλλά και διάφορα λαμόγια και μυστικιστές, αγαπάνε την ψυχιατρική. Τους κάνει «αόρατους», τους κάνει να μην υπάρχουν. Γιατί, αν τους δεις – είσαι κατευθείαν τρελός. Εξ ορισμού. Αυτή είναι η «πραγματικότητα» (της ψυχιατρικής).
Αυτά είναι γνωστά από παλιά· δεν γράφω εδώ τίποτα το καινούργιο. Ειδικώς τις δεκαετίες ’60, ’70 είχαν οργιάσει τα έκτροπα με την ψυχιατρική, όπως και αυτά με τις ψυχοτρόπες ουσίες – τα οποία είναι αλληλένδετα, όπως και ο μυστικισμός με όλ’ αυτά.
Η ψυχιατρική βία είχε φτάσει σε τέτοια άκρα και τέτοιους παραλογισμούς που, τελικά, μπήκε κάποιο φρένο. Αν και, δυστυχώς, συνέχισε να υφίσταται ως «επιστήμη» (για να τουμπάρονται όσοι δεν ξέρουν τίποτα).
Αλλά σήμερα βλέπουμε γελοία φαινόμενα όπως αυτό με τον Μαζωνάκη. Επειδή τρεις θείτσες είπαν ότι είναι τρελός, τον έχωσαν δια της βίας στο ψυχιατρείο! Ε, αυτό είναι αποτρόπαιο. Είναι σαν να είπαν στον παπά της Ενορίας ότι είδαν «τον Διάβολο μέσα ντου»· και ο παπάς της Ενορίας ήρθε να τον κοπανήσει στο κεφάλι μ’ένα σταυρό.
*
Παράδειγμα για να αντιληφτούν όσοι δεν αντιλαμβάνονται πόσο «περίεργη» είναι η ανθρώπινη αντίληψη.
Έχω έναν συγγενή – πολύ κοντινό συγγενή – που είχε πάθει αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Έκτοτε δεν μπορεί να μετακινηθεί. Επίσης, έχει αυτό που εμείς, οι «νορμάλ», θα λέγαμε παραισθήσεις (και ίσως όντως να είναι τέτοιες· ποιος ξέρει;). Βλέπει ανθρώπους που δεν υπάρχουν μες στο δωμάτιο· νομίζει ότι τον επισκέπτονται πρόσωπα που δεν τον έχουν επισκεφτεί ποτέ.
Κατά τα άλλα, έχει σώας τας φρένας (όχι, δεν κάνω πλάκα). Μπορείς να συνεννοηθείς κανονικά μαζί του· ξέρει τι του γίνεται. Ένα κι ένα κάνει δύο, και τα σχετικά.
Ωστόσο, αν του πεις ότι είναι παραίσθηση ο τάδε που νομίζει πως βρίσκεται πλάι του, δεν σε πιστεύει. Και του λες: «Δείξε μου πού είναι.» Και σου λέει: «Να εκεί· δεν τον βλέπεις;» Και δεν τον βλέπεις. Και μετά συνειδητοποιεί κι αυτός ότι δεν τον βλέπει. Αλλά δεν είναι σίγουρος ότι πριν δεν ήταν εκεί. Δεν μπορεί να σε πιστέψει ότι ήταν πραγματικά παραίσθηση.
Αυτός ο άνθρωπος ξέρουμε ότι είχε κάποια εγκεφαλική αιμορραγία που... άλλαξε την αντίληψή του κάπως.
Είναι τρελός;
Αν μπορούσε να μετακινηθεί θα έπρεπε να τον κλείσουν σε ένα κλουβί και να τον ποτίζουν δηλητήρια;
Θα ήταν «επικίνδυνος για την κοινωνία»; (Πραγματικά το αμφιβάλλω. Ή μάλλον – είμαι σίγουρος πως όχι.)
Και όμως αυτά είναι τα συμπτώματα της οξείας σχιζοφρένειας (σύμφωνα με τα εγχειρίδια της ψυχιατρικής): οπτικοακουστικές παραισθήσεις και τα λοιπά. Κόσμος έχει φυλακιστεί για αυτά, και εξαναγκαστικά τον έχουν ποτίσει με διάφορα φάρμακα που αμφίβολο είναι ότι κάνουν καλό – το μόνο που κάνουν είναι να σε μαστουρώνουν: τελείως.
Η μόνη διαφορά θα ήταν ότι αυτός δεν έχει υποστεί αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο (κατά τα φαινόμενα). Κατά τα άλλα, μάλλον δεν θα έκανε σε κανέναν κακό ποτέ του.
Αντιθέτως, κάποιας μαλάκας μπορεί ξαφνικά να σκοτώσει τη γυναίκα του επειδή νόμιζε ότι πηδιέται με τον φίλο του. Αλλά αυτός δεν είναι ψυχοπαθής...
Και το μεγάλο ερώτημα είναι: πώς έχεις εσύ το θράσος να πεις ότι ο άλλος επειδή αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα κάπως αλλιώς είναι «κακός» και πρέπει να τον κλειδώσεις κάπου και να τον βασανίζεις; (Γιατί, φυσικά, ποτέ κανένας σχιζοφρενής δεν έχει θεραπευτεί. Αυτό είναι γνωστό. Απλώς τους μαστουρώνουν με φάρμακα. Δεν υπάρχει θεραπεία για τη διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας.) Με ποιο δικαίωμα; Ποιος σου είπε ότι εσύ αυτά που βλέπεις δεν είναι παραισθήσεις; Επειδή και οι άλλοι τα βλέπουν; Μπορεί απλά να έχετε όλοι μαζί τις ίδιες παραισθήσεις ή αυταπάτες. Και πού ξέρεις ότι αντιλαμβάνεσαι όλη την πραγματικότητα; Το πιθανότερο – το βέβαιο – είναι ότι αντιλαμβάνεσαι μόνο ένα μικρό τμήμα της.
1η σελίδα από τις 178
Επίσης . . .
Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό
Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.
Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.
Ή, μήπως, όχι;
Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)
Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων
Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου
Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.
Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.
Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.
Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.
Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.