Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
19 / 4 / 2022

Παλιότερα, προ 20ετίας και βάλε, έβρισκες ξενόγλωσσα βιβλία φαντασίας στα ελληνικά βιβλιοπωλεία. Όχι πολλά, αλλά υπήρχαν – αν και περιορισμένα, θα έλεγες. Ποτέ δεν ήταν πολλά. Πληθώρα δεν υπήρχε, σε καμία περίπτωση, αλλά όποιος ήθελε έβρισκε.

Μετά, έπεσε η οικονομική κρίση και μειώθηκαν τραγικά τα ξενόγλωσσα βιβλία φαντασίας στα βιβλιοπωλεία. Άρχισες να τα βρίσκεις με το σταγονόμετρο. Αλλά έβρισκες, τουλάχιστον, αρκετά στα παλαιοβιβλιοπωλεία, και σε πολύ καλές τιμές. (Τώρα πλέον, μου κακοφαίνεται οποιοδήποτε βιβλίο να κάνει πάνω από 5 ευρώ.)

Μετά, πλάκωσε η κορονοπανούκλα και το ισοπέδωσε το πράγμα. Στα βιβλιοπωλεία δεν έφερναν τίποτα, και στα παλαιοβιβλιοπωλεία τα αποθέματα από ξενόγλωσσα βιβλία φαντασίας άρχισαν να στερεύουν και να μην ανανεώνονται.

Σήμερα, επί εμβολιοχούντας, δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται στα βιβλιοπωλεία γιατί δεν μπαίνω (είμαι από τους «κακούς» που δεν δέχονται η κυβέρνηση να τους εκβιάζει για να παίρνουν φάρμακα) αλλά σίγουρα η κατάσταση δεν θα έχει βελτιωθεί, και στα παλαιοβιβλιοπωλεία τα ξενόγλωσσα βιβλία φαντασίας μοιάζουν να έχουν πια φτάσει στο τέλος και – επειδή τίποτα και κανένας δεν κυκλοφορεί λόγω «πανδημίας» – δεν έρχονται καινούργια.

Οπότε, το αποτέλεσμα είναι να μη βρίσκεις σχεδόν καθόλου ξενόγλωσσα βιβλία φαντασίας στην ελληνική αγορά και παρα-αγορά.

Υπέροχα...

Ευτυχώς που υπάρχει και το διαδίκτυο, δηλαδή, αλλιώς θα είχαμε κόψει φλέβες.

Και θα μου πει τώρα κάποιος – όπως μου έχουν ξαναπεί – Μα γιατί δεν διαβάζεις τα ελληνικά βιβλία;

Όπως έχω κι εγώ ξαναπεί, όμως: Ας γράψουν κάτι που θέλω όντως να το διαβάσω και θα το διαβάσω. Δεν έχω ενδοιασμούς ούτε ταμπού. Αλλά δεν θα διαβάσω και κάτι υποχρεωτικά επειδή είναι ελληνικό.

Έπειτα, μπορεί να έρθει η πιο τραγική ερώτηση από κάποιους: Μα, αν δεν διαβάζεις τους άλλους, πώς περιμένεις να διαβάσουν τα δικά σου βιβλία;

Τι ανόητη ερώτηση είναι αυτή, βρε παιδιά, που γίνεται στους συγγραφείς τούτες τις χαλεπές ημέρες; Γιατί να πρέπει να διαβάζεις τα βιβλία των άλλων για να διαβάσουν τα δικά σου; Ποιος κανόνας το λέει αυτό; Ο καθένας πρέπει να διαβάζει ό,τι αισθάνεται πως θέλει να διαβάσει. Το θέμα είναι να υπάρχει πραγματικό κοινό από αναγνώστες με διάφορα γούστα.

Μια λογική που έχει επικρατήσει, όμως, είναι πολύ εσφαλμένη. Είναι η λογική που υποδεικνύει ότι πρέπει εσύ να διαβάσεις το βιβλίο του άλλου για να διαβάσει κι αυτός το δικό σου. Και, όπως έχω ξαναγράψει, αυτό είναι τελείως γελοίο. Τι νόημα έχει; Θα κάνουμε ανταλλαγή ανάγνωσης; Τι είναι αυτό; Πληρωμή σε εγωκεντρικό νόμισμα; Βλαβερό είναι για την ψυχική υγεία, τοξικό, όχι κάτι που να θέλεις να το ασπάζεσαι.

Μπορεί να φταίει και το διαδίκτυο για την εξάπλωση αυτής της νοοτροπίας, με sites όπως το Goodreads, όπου φαίνεται να είναι πάνω-κάτω ο κανόνας ότι πρέπει να βαθμολογήσεις, ή να διαβάσεις (αλλά κυρίως να βαθμολογήσεις), για να σε βαθμολογήσουν, ή να πληρώσεις για διαφήμιση, ή να έχεις κάποιο άλλο μέσο.

Αυτό δεν κάνει καλό ούτε στη λογοτεχνία, ούτε στους συγγραφείς, ούτε στους αναγνώστες. Απλά δημιουργεί, και διατηρεί, ένα φαύλο κύκλο εγωπάθειας και κομπλεξισμού.

Αφήστε τα «σε διαβάζω για να με διαβάσεις» και προσπαθήστε να διευρύνετε το κοινό. Είναι η μόνη λύση.

Σε τελική ανάλυση, μπορεί, για παράδειγμα, εσύ, ως συγγραφέας, να σου αρέσει να διαβάζεις τσόντες και ιστορικά βιβλία, αλλά να γράφεις βιβλία με ντετέκτιβ. Αυτό τι σημαίνει, ότι πρέπει υποχρεωτικά να διαβάσεις κι εσύ βιβλία με ντετέκτιβ για να διαβάσουν τα δικά σου; Απλά εσύ απευθύνεσαι σε άλλο κοινό αναγνωστών στο οποίο ο ίδιος δεν ανήκεις. Πού είναι το κακό;

Είναι διεστραμμένο να το βλέπεις αυτό ως κακό.

Άλλωστε, οι συγγραφείς γράφουν καλύτερα όταν αισθάνονται πως έχουν την ελευθερία να εκφραστούν όπως θέλουν αλλά και να διαβάσουν, ή να μη διαβάσουν, ό,τι θέλουν.

Έτσι θα δημιουργήσεις κάτι το καλύτερο στη λογοτεχνία.

Με τις νοοτροπίες που ακολουθούνται ώς τώρα – στενοί λογοτεχνικοί «κύκλοι» και τα λοιπά – βλέπεις κάτι το καλύτερο; Πού είναι αυτό; Έχουμε πιάσει πάτο.

 

 

Επίσης . . .

Το Δυναμικό Φανταστικό Σκηνικό


Αρκετοί φανταστικοί κόσμοι δεν αλλάζουν, ή αλλάζουν λίγο. Είναι αρκετά φιξαρισμένοι, θα έλεγες. Γνωρίζουμε τι υπάρχει εκεί και τι δεν υπάρχει, και αποκεί και πέρα οι μόνες αλλαγές είναι, ίσως, στην πολιτική σκηνή του κόσμου, ή στο πώς εξελίσσονται κάποιες καταστάσεις. Αλλά ο κόσμος ο ίδιος, κατά βάση, δεν αλλάζει. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι υπάρχουν αυτές οι φανταστικές φυλές, αυτά τα φανταστικά όντα, αυτά τα είδη μαγείας ή τεχνολογίας, και τέλος. Μεταβάλλονται μόνο οι σχέσεις μεταξύ αυτών – όπως αν ένα βασίλειο γκρεμιστεί ή αν μια καινούργια πόλη ιδρυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ακόμα κι αυτό δεν συμβαίνει, ή συμβαίνει πολύ διστακτικά, πολύ επιφυλακτικά. Κάποιες αυτοκρατορίες είναι πάντα εκεί, κάποια βασιλεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Μερικές φορές αυτό ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες μέσα στις φανταστικές ιστορίες· μοιάζουν κι αυτοί φιξαρισμένοι στο φανταστικό σκηνικό, σαν να είναι μέρος του.

Το πιο συνηθισμένο, πάντως, σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πολιτικό σκηνικό να αλλάζει αλλά τίποτα σχετικά με τη φύση του κόσμου. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – έχει μια συγκεκριμένη αισθητική – και θα μπορούσες να πεις και ότι είναι, κατά κάποιο τρόπο, ρεαλιστικό – δηλαδή, ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στον κόσμο μας, στη δική μας πραγματικότητα.

Ή, μήπως, όχι;

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Νοεμβρίου (12/11)


Χάρτης με τους αρχαίους ρωμαϊκούς δρόμους, εικόνες από το Bummer California, LocalSend (ασφαλή αποστολή αρχείων τοπικά), Sean Andrew Murray. Η Ιρλανδία καθιερώνει τη χορήγηση μισθού σε δημιουργούς, το Beowulf του Lynd Ward, Greek TV Live, The White Company του Arthur Conan Doyle. «Η πόλη των μαγισσών», Space Type Generator, ερωτικές ταινίες τρόμου. Halloween με Ε.Φ. από το ’70· The Sword of Shannara και αντιγραφές του Τόλκιν· The Fall of Mercury της Leslie F. Stone· Sean Connery και Zardoz. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που ονειρεύεται.

 

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]