Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
12 / 11 / 2019

Τελευταία έτυχε να διαβάζω πάλι λίγο Clark Ashton Smith (με πιάνει και τον πιάνω κάθε τόσο· είναι σαν αρρώστια) και θυμήθηκα πάλι το ακόλουθο post που είχε παρουσιαστεί και στο παλιό blog:

Διάβαζα τις προάλλες μια από τις ιστορίες του Clark Ashton Smith. Έχω, εδώ και χρόνια, ένα βιβλίο που τις περιλαμβάνει όλες· κι αν όχι όλες, σίγουρα σχεδόν όλες. (Βέβαια, μπορείς να τις βρεις και online, δωρεάν.) Δεν το έχω διαβάσει ολόκληρο αλλά λίγες ιστορίες απομένουν πλέον. Δεν βιάζομαι να το τελειώσω· το πιάνω όποτε έχω όρεξη για τέτοιου είδους γραφές.

Ο Smith είναι από τους συγγραφείς που μου αρέσουν: έχει σκεφτεί κάποια πολύ εξωτικά σκηνικά – μαγευτικά – και η πρόζα του είναι σαγηνευτική και σχεδόν υπνωτιστική. Αυτά είναι τα δύο πράγματα που, κυρίως, εκτιμώ στον Clark Ashton Smith.

Τα σκηνικά στα οποία διαδραματίζονται οι ιστορίες του είναι τριών ειδών: φανταστικοί κόσμοι αρχαϊκού τύπου με μαγεία και τέρατα (Hyperborea, Poseidonis, Zothique), ένας ψευδο-γαλλικός κόσμος με το όνομα Averoigne, και ο δικός μας κόσμος όπου όμως παρουσιάζονται υπερφυσικά στοιχεία.

Θα περίμενες μεγάλη ποικιλία αφηγήσεων. Αλλά εκείνο που βλέπεις είναι το αντίθετο όσον αφορά τη δομή των ιστοριών. Οι περισσότερες εξελίσσονται με παρόμοιο τρόπο, σε όποιο από τα σκηνικά του Smith κι αν διαδραματίζονται: παρουσιάζεται ένας βασικός χαρακτήρας που, σταδιακά, του συμβαίνουν ολοένα και πιο αλλόκοτα και γκροτέσκα πράγματα ώσπου φτάνει να έχει κάποιο φρικτό τέλος.

Είναι, φαίνεται, ένα συγκεκριμένο είδος ιστορίας που θέλει αυτή τη συγκεκριμένη δομή. Ωστόσο, δεν μπορώ, πρώτον, παρά να σκέφτομαι ότι αυτό είναι προβλέψιμο για εμένα ως αναγνώστη (μου δίνει την αίσθηση ότι διαβάζω συνεχώς τις παραλλαγές παρόμοιων γεγονότων)· και δεύτερον, αναρωτιέμαι γιατί ο συγγραφέας ήθελε αυτή τη συγκεκριμένη δομή, ή οδηγείτο πάντα από τη φαντασία του σε αυτή τη συγκεκριμένη δομή (αν υποθέσουμε ότι είναι αυθόρμητο και όχι εσκεμμένο).

Δεν με εκπλήσσει μόνο στον Smith αυτό, αλλά και σε άλλους συγγραφείς που γράφουν ιστορίες με φανερά επαναλαμβανόμενη δομή, όπως, για παράδειγμα, είναι οι περισσότερες ιστορίες με μυστήρια φόνου, οι γοτθικές ιστορίες “σκοτεινού κάστρου”, η επική φαντασία “προφητείας και εκλεκτού”, και τα λοιπά.

Πώς αντέχουν αυτοί οι συγγραφείς να γράφουν συνεχώς παραλλαγές του ίδιου πράγματος; Ναι, εντάξει, τίποτα Απόλυτα Πρωτότυπο δεν υπάρχει πουθενά στο σύμπαν· σίγουρα. Όμως υπάρχουν τόσα πολλά στοιχεία που μπορούν να συνδυαστούν με τόσους πολλούς τρόπους, αν θέλεις, που είναι αδύνατον να τους μετρήσεις. Γιατί να συνδυάζεις διαρκώς παρόμοια στοιχεία με παρόμοιους τρόπους;

Δες, για παράδειγμα, τι κάνει ο Roger Zelazny στο Amber, ή ο Frank Herbert στο Dune, ή ο Brian Aldiss στο Helliconia. Συνδυάζουν διάφορα στοιχεία με διάφορους τρόπους. Το ίδιο επιχειρώ κι ο ίδιος, κυρίως στις ιστορίες του Θρυμματισμένου Σύμπαντος.

Αναπόφευκτα, κάθε συγγραφέας πέφτει σε κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα, πολλές φορές χωρίς να το θέλει· αλλά υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’αυτό και στις καταφανώς επαναληπτικές δομές αφήγησης.

Και το άνωθεν κείμενο δεν είναι κατάκριση: απλά απορία.

 

 

Επίσης . . .

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Οκτωβρίου (29/10)


Τι είναι ο ύπνος — Vampira, παλιό γερμανικό φιλμ για βρικόλακες — Οι πόλεμοι για το Νεκρονομικόν — Η κατάσταση με τα (ηλεκτρονικά) βιβλία στο εξωτερικό — Oblique Strategies, σουρεαλιστικές και παράξενες λέξεις/φράσεις — Ένα βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο που είχε περάσει στα αζήτητα; — Οι πραγματικοί Άγγελοι είναι εφιαλτικά τέρατα — Ένα απόφθεγμα του Τσέστερτον — Οι άνθρωποι-ζώα του Charles le Brun (1806) — O Alfred Hitchcock παρουσιάζει ιστορίες τρόμου — ClipGrab, δωρεάν πρόγραμμα που κατεβάζει βίντεο από παντού — Modern Pen Drawings (1901) — 10 γαλλικές ταινίες τρόμου — Οι σουρεαλιστικοί πίνακες του Lee Madgwick — &, φυσικά, έρχονται LinX...

 

Ακατανόητες Οντότητες


Περιγράφοντας το απερίγραπτο στη φανταστική λογοτεχνία

Στη φανταστική λογοτεχνία – ή, ίσως, πιο συχνά στο παρακλάδι της που ονομάζεται λογοτεχνία τρόμου – συναντούμε πολλές φορές οντότητες «πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση». Οι πιο γνωστές είναι, φυσικά, αυτές από τη Μυθολογία Κθούλου – ο Κθούλου ο ίδιος, ο Νιαρλαθοτέπ, ο Γιόγκ-Σόθοθ, και λοιποί «εξώτεροι» δαίμονες με αρκετά θου μέσα στα ονόματά τους ώστε να τα κάνουν να φαίνονται πολύ περίεργα και δυσπρόφερτα. Πράγμα που δεν το γράφω ως κατάκριση: κάπως, πρέπει να μοιάζουν «εξώτεροι» όλοι αυτοί οι δαίμονες.

Ο Lovecraft, επίσης, πασχίζει συνήθως να λέει πόσο ακατάληπτες και απερίγραπτες είναι όλες αυτές οι οντότητες – ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να ειπωθούν με ανθρώπινα λόγια. Και δεν είναι μόνο ο Lovecraft πιθανώς που το κάνει αυτό, αλλά είναι το πιο γνωστό και ουδέτερο παράδειγμα για τέτοιες περιπτώσεις, οπότε αυτόν χρησιμοποιώ.

Το πρόβλημα, γενικά, με τις «ακατανόητες» οντότητες είναι ότι, από τη μια, ο συγγραφέας μάς λέει ότι «κανείς δεν μπορεί να τις εννοήσει», από την άλλη όμως φαίνεται ότι μπορούν, κάπως, να εννοηθούν (αν όχι να κατανοηθούν).

Από τη μια, «δεν μπορούν να περιγραφούν» όλοι αυτοί οι δαίμονες· από την άλλη, περιγράφονται, έχουν υλική μορφή. Ψάξτε και στο διαδίκτυο να βρείτε απεικονίσεις τους. Ο Κθούλου έχει μια κάποια όψη. Ακόμα και ο Νιαρλαθοτέπ απεικονίζεται κάπως. Και το ίδιο ισχύει και για τα περισσότερα (αν όχι όλα) από αυτά τα δαιμονικά όντα. Αλλά... αφού είναι απερίγραπτα, αφού δεν μπορείς να τα εννοήσεις με το αδύναμο ανθρώπινο μυαλό σου, τότε... πώς έχουν όψη που μπορεί κάποιος να τη ζωγραφίσει; Αυτό είναι αντίφαση. Αν τέτοιες οντότητες ήταν αληθινά ακατανόητες και αδύνατον να περιγραφούν, τότε δεν θα έπρεπε να μπορεί κάποιος να τις ζωγραφίσει. Επομένως, σου δίνεται η εντύπωση ότι, σε τελική ανάλυση, το «ακατανόητο» ουσιαστικά σημαίνει τερατώδες. Οι οντότητες αυτές είναι, όντως, τερατώδεις· είναι φριχτές, απαίσιες· είναι έτσι που κανονικά δεν θα έπρεπε να μπορούν να υπάρξουν· ναι, αλλά δεν είναι αδιανόητες. Αν ήταν αδιανόητες, δεν θα έβλεπες κάτι σαν πελώριο χταπόδι, ή έναν συνδυασμό από χταπόδι και βατράχι, ή οτιδήποτε άλλο.

[Συνέχισε να διαβάζεις]