Πριν από κάνα μήνα είχα γράψει ένα post για το αιώνιο πρόβλημα που έχουν οι συγγραφείς – ειδικά οι λογοτέχνες – στην Ελλάδα: να μη μπορούν να βγάλουν φράγκο από τα βιβλία τους.
Το post το είχα γράψει με έναυσμα ένα άρθρο που είχα διαβάσει στον Αναγνώστη. Το ξανασκεφτόμουν τώρα το θέμα και θέλω να επεκτείνω.
Ναι, σίγουρα υπάρχει ένα πρόβλημα γενικής νοοτροπίας στο γιατί οι συγγραφείς δεν μπορούν να βγάλουν λεφτά στην Ελλάδα· όμως αυτό το πρόβλημα εστιάζεται, νομίζω, σε δύο πράγματα. Και είναι κάτι που προϋπήρχε· δεν το έφερε η οικονομική κρίση, ούτε η πανδημία, αν και αυτά το επιδείνωσαν αναμφίβολα.
Στην Ελλάδα, αιωνίως, μόνο δύο ειδών λογοτεχνικά βιβλία μπορούσαν να πουλήσουν – να βγάλει ο συγγραφέας μερικά ελάχιστα χρήματα, συνήθως – ή να επιφέρουν παλαμάκια από κάποιο κοινό ή κανένα βραβείο από κάποια επιτροπή. Και αυτά τα δύο είδη λογοτεχνικών βιβλίων είναι τα εξής:
Ή πρέπει κάποιος να γράφει για «ευαίσθητα κοινωνικά θέματα», για τον «άνθρωπο της διπλανής πόρτας» ή για κάτι παρόμοιο· ή πρέπει να γράφει για εθνικά θέματα όπως αυτά που σχετίζονται με Αρχαία Ελλάδα, την Ελληνική Επανάσταση, και τα λοιπά. (Υπάρχει, βέβαια, κι ένα τρίτο είδος – το ρομάντζο – που πουλάει κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε γυναικείο κοινό· αλλά δεν αναφέρομαι σ’αυτό γιατί είναι παγκόσμιο φαινόμενο, όχι μόνο ελληνικό, και πάντα θα ισχύει: και δεν ξέρω καν αν θα το χαρακτήριζα αρνητικό που ισχύει.)
Δηλαδή, στην Ελλάδα, για να είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο mainstream και να μπορεί να λάβει τη μικρή αναγνώριση που μπορεί να λάβει πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένες ιδεοληψίες ή εμμονές των Ελλήνων οι οποίες νομίζεις πως ή σχετίζονται με την Αριστερά (κοινωνικά θέματα και τα λοιπά, συνήθως) ή τη Δεξιά (εθνικά θέματα και τα λοιπά, συνήθως).
Δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας χώρος για τίποτα πέρα από αυτά τα δύο. Τα βιβλία που δεν ανταποκρίνονται σε αυτά τα κριτήρια, ειδικά τα αντισυμβατικά βιβλία, ή παραγκωνίζονται ή αγνοούνται επιδεικτικά, ασχέτως της ικανότητας, της έμπνευσης, ή της αισθητικής του συγγραφέα τους. Επικρατεί η λογική «ή γράφεις αυτό που θέλουμε να γράψεις ή άι γαμήσου». (Εξαίρεση αποτελούν, φυσικά, τα πολύ γνωστά βιβλία που μας έρχονται από το εξωτερικά τα οποία, ασχέτως αντισυμβατικότητας, πωλούνται με το καλάθι.)
Υφίστανται και κάποιες ομάδες που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύουν τα «εναλλακτικά» είδη, ή τα αντισυμβατικά· αλλά κι αυτοί πάλι είναι βυθισμένοι σε μια άλλη νοσηρή κατάσταση. Αν σε ξέρουν και σε θεωρούν δικό τους, μπορεί – μπορεί – να πουν πέντε λόγια για σένα (και μέχρι εκεί, βέβαια, φτάνει συνήθως η επιρροή τους). Κι αυτό συμβαίνει όταν δεν έχουν άσκοπους διαξιφισμούς αναμεταξύ τους.
Επικρατεί, γενικά, σε όλους τους λογοτεχνικούς χώρους μια κατάσταση στατικότητας και στασιμότητας, που όχι μόνο καταστρέφει την οποιαδήποτε αληθινή αγορά θα μπορούσε να δημιουργηθεί αλλά και αποτρέπει ενεργά – αν όχι δηλωμένα – την οποιαδήποτε μορφή λογοτεχνίας ξεφεύγει από το δίπολο που ανέφερα παραπάνω ή την οποιαδήποτε αντισυμβατική λογοτεχνία εν γένει.
Δεν είναι παράξενο που οι συγγραφείς αποθαρρύνονται και τα παραπατάνε, ή που δεν προσπαθούν αρκετά να βελτιώσουν τη γραφή τους, ή που τελικά κάνουν ότι τους υποδεικνύει το επικρατούν λογοτεχνικό σύστημα. Οδηγούνται εκεί.
Μη βλέπετε τι κάνω εγώ και πιθανώς και ορισμένοι άλλοι. Είμαστε η εξαίρεση. Εγώ δεν θα μπορούσα να υπάρξω χωρίς να γράφω τη λογοτεχνία που θέλω να γράφω. Είμαστε φανατικοί της λογοτεχνίας. Γράφουμε ούτως ή άλλως, ασχέτως πωλήσεων, ασχέτως οποιασδήποτε αναγνώρισης. Γιατί η μεγαλύτερη αμοιβή μας είναι η ίδια διαδικασία.
Και, αν και αληθινά πιστεύω ότι η ίδια η διαδικασία είναι η αληθινή αμοιβή οποιουδήποτε αληθινή συγγραφέα, δεν είναι αυτό μοντέλο για να στηθεί μια ανεξάρτητη λογοτεχνική σκηνή και από αυτήν να προκύψει και μια βιώσιμη αγορά λογοτεχνικών βιβλίων, όπου ο καθένας – ανεξαρτήτως γνωριμιών ή φιλικών σχέσεων με ομάδες ή κόμματα – θα μπορεί να δημοσιεύσει τα βιβλία του και να έχει μια βασική πρόσοδο από αυτά.
Τέτοιο πράγμα, όμως, μοιάζει εξωφρενικό να μπορεί να συμβεί...