Σκιώδη Παραλειπόμενα

του
Κώστα Βουλαζέρη

Αρχείο | RSS Feed

Αναζήτηση Μυστηριακές ΟντότητεςΠαλιά Ελληνικά Εξώφυλλα

Τυχαία

Μια στιγμή...
4 / 8 / 2019

Αυτό ίσως θα έπρεπε να είναι κανονικό άρθρο, όχι ένα απλό blog post, και ίσως να γίνει κάποια στιγμή στο μέλλον. Αλλά, για την ώρα....

Ίσως να έχεις ακούσει ότι το επιτίθομαι είναι λάθος, ότι το σωστό είναι το επιτίθεμαι.

Αυτό είναι το λάθος. Και τα δύο ρήματα είναι σωστά. Απλά το επιτίθεμαι θεωρείται “επισήμως” σωστό, γι’αυτό και ακούγεται ότι είναι και αντικειμενικά σωστό. Η βασική του διαφορά από το επιτίθομαι είναι ότι το επιτίθεμαι είναι αρχαία ελληνική λέξη. Είναι η καθαρή αρχαία ελληνική λέξη: επί + τίθεμαι. Και από αυτή την άποψη, ναι, είναι σωστότερο, γιατί το επιτίθομαι είναι, ουσιαστικά, παραφθορά.

Ή εξέλιξη.

Σκέψου μόνο πόσες αρχαιοελληνικές λέξεις χρησιμοποιούνται σήμερα εξελιγμένες, διαφοροποιημένες, σύγχρονες. Οι λέξεις αλλάζουν, δεν μένουν ίδιες μέσα στους αιώνες.

Το επιτίθεμαι έχει τραγικά προβλήματα ως λέξη στη νέα ελληνική γλώσσα, ειδικά στους παρελθοντικούς ρηματικούς τύπους – δηλαδή, στους τύπους που χρησιμοποιούνται περισσότερο στη λογοτεχνία και με ενδιαφέρουν εμένα προσωπικά. Μιλάμε για χρόνους όπως Παρατατικός και Αόριστος.

Ας πούμε πως θες να γράψεις ότι μια ομάδα βαρβάρων ορμούσε σε κάτι αυτοκρατορικούς στρατιώτες. Πώς θα το γράψεις χρησιμοποιώντας το επιτίθεμαι; Θα γράψεις Οι βάρβαροι επετίθεντο στους αυτοκρατορικούς στρατιώτες;

Είναι δυνατόν; Είναι σωστό; Τυπικά, ναι, είναι σωστό. Και, εντάξει, μπορείς να το γράψεις αν επιμένεις. Δεν είναι και τελείως ξένο προς τη σύγχρονη γλώσσα. Αλλά ξενίζει. Ακούγεται παράξενο μέσα σε ένα κείμενο που όλα τα άλλα είναι γραμμένα με σύγχρονο τρόπο. Το επετίθεντο (ρηματικός τύπος του επιτίθεμαι) παραείναι αρχαϊκό για σημερινή χρήση.

Τι να κάνεις, λοιπόν; Να χρησιμοποιήσεις κάποιο άλλο ρήμα στη θέση του; Να γράψεις την πρόταση κάπως αλλιώς; Κι άμα δεν θέλεις; Αν θέλεις να χρησιμοποιήσεις το επιτίθεμαι και όχι κάποιο άλλο ρήμα;

Θα κάνεις εκείνο που είναι λογικό να κάνεις. Θα γράψεις Οι βάρβαροι επιτίθονταν στους αυτοκρατορικούς στρατιώτες.

Εξάλλου, οποιοσδήποτε ομιλητής της νέας ελληνικής γλώσσας επιτίθονταν θα έλεγε (ρηματικός τύπος του επιτίθομαι). Δεν υπάρχει περίπτωση να έλεγε επετίθεντο εκτός αν ήταν κανένας περίεργος ακαδημαϊκός πωρωμένος με τους αρχαϊκούς ρηματικούς τύπους. Και μαγκιά του αν είναι τέτοιος. Αλλά η γλώσσα εξελίσσεται· δεν μένει στο 1.500 π.Χ.

Φαντάσου να έβαζες έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα που δεν είναι ακαδημαϊκός ή “γραμματιζούμενος” να λέει: “Εμείς ποτέ δεν θα επιτιθέμεθα σε ανθρώπους του Κράτους.” Μπορείς να το γράψεις, αλλά είναι ακραίο. Γιατί σχεδόν κανένας σύγχρονος άνθρωπος δεν μιλά έτσι. Συνήθως θα έλεγε “Εμείς ποτέ δεν θα επιτιθόμασταν σε ανθρώπους του Κράτους.”

Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιες άλλες περιπτώσεις, λιγότερο ακραίες. Όπως επετέθην ή επιτέθηκα. Μπορείς να δεις κάτι γραμμένο όπως: Οι αναρχικοί επετέθησαν στους αστυνομικούς· ή: Οι αναρχικοί επιτέθηκαν στους αστυνομικούς. Και τα δύο ακούγονται εντάξει, πάνω-κάτω, στα νέα ελληνικά, αν και εγώ προσωπικά θα προτιμούσα πάντα το επιτέθηκαν.

Το θέμα είναι πως και το επιτίθεμαι και το επιτίθομαι είναι εξίσου σωστά· απλά το ένα αποτελεί γλωσσική εξέλιξη του άλλου. Και το πρώτο παρουσιάζει κάποια τραγικά προβλήματα στη σύγχρονη χρήση, ειδικά στους παρελθοντικούς του χρόνους.

(Επίσης, αυτό εδώ το άρθρο – όχι δικό μου – έχει κάποιους ενδιαφέροντες σχολιασμούς για το θέμα.)

 

Update 26/5/2020

Επειδή βλέπω ότι αυτό το post έχει ακόμα αρκετή κίνηση, παραπέμπω και στο άρθρο που έγραψα πρόσφατα για το επιτίθεμαι.

 

 

Επίσης . . .

Περί Γραφής: Νοοτροπίες Διορθώσεων


Πώς πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι προτού ξεκινήσεις να διορθώνεις τα κείμενά σου

Νομίζω πως έχω ήδη γράψει σε κάποιο άλλο άρθρο (δεν θυμάμαι ποιο, αυτή τη στιγμή) ότι η τακτική μου με τις διορθώσεις είναι η εξής: να γράφω ένα κομμάτι (κάποιες σελίδες, ίσως ένα κεφάλαιο) και μετά να το διορθώνω· και όταν έχω τελειώσει όλο το βιβλίο, να το διορθώνω πάλι από την αρχή. Αυτή η τελευταία διόρθωση – αν και, ίσως, η λιγότερο σημαντική – είναι και η πιο κουραστική για εμένα, γιατί (α) θέλω να τη βγάλω σε συγκεκριμένο χρόνο, δεν θέλω να αργήσω πολύ· (β) ασχολούμαι με λεπτομέρειες ουσιαστικά, τα βασικά τα έχω ήδη διορθώσει· και (γ) η συνεχόμενη εστίαση της προσοχής για πολλές ημέρες επάνω σε ένα κείμενο δημιουργεί μεγαλύτερη κόπωση από τη συνεχόμενη χειρονακτική εργασία.

Αλλά αυτή είναι απλώς η τακτική που ακολουθώ, και σ’αυτό το άρθρο την αναφέρω μόνο. Εκείνο για το οποίο θέλω να μιλήσω εδώ είναι η νοοτροπία με την οποία κάνει (πρέπει να κάνει;) κάποιος τις διορθώσεις σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. Και αναφέρομαι, κυρίως, στον συγγραφέα τον ίδιο, όχι σε διορθωτή. Για τον διορθωτή τα πράγματα πιθανώς να είναι αλλιώς – πιο επαγγελματικά, πιο ουδέτερα. Για τον συγγραφέα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ουδέτερα, και όταν ξαναβλέπει ένα κείμενο που έχει γράψει μπορεί – ανάλογα και με την ιδιοσυγκρασία του – να βλέπει πολλά. Μπορεί να βλέπει ακόμα και φαντάσματα – το οποίο είναι πολύ συνηθισμένο· δεν αστειεύομαι.

Γι’αυτό είναι πολύ σημαντική η νοοτροπία με την οποία κάνει κανείς διορθώσεις, ασχέτως τι τακτική ακολουθεί. Μπορεί κάποιος να μην ακολουθεί τη δική μου τακτική· μπορεί να το γράφει όλο μονοκοπανιά και μετά να το διορθώνει από την αρχή. Ή μπορεί να το γράφει λίγο-λίγο διορθώνοντάς το στην πορεία. Δεν έχει σημασία αυτό. Όλα είναι, κατά βάθος, σωστά. Μεγαλύτερη σημασία έχει η νοοτροπία για τις διορθώσεις.

Και δεν υπάρχει μόνο μία νοοτροπία· υπάρχουν πολλές. Θα αναφέρω μερικές που θεωρώ καλές, και μερικές που πιστεύω ότι έχουν ενδιαφέρον.

Δύο ακραίες καταστάσεις που πλήττουν τους συγγραφείς είναι οι εξής: Από τη μια, να βαριούνται να το διορθώσουν και να το αφήνουν όπως είναι· από την άλλη, να σκαλώνουν και να το κοιτάνε επ’άπειρον, αγωνιώντας ότι πάντα κάτι δεν πάει καλά, ποτέ δεν είναι αρκετά σωστό.

[Συνέχισε να διαβάζεις]

 

Επιλογές Οκτωβρίου (29/10)


Τι είναι ο ύπνος — Vampira, παλιό γερμανικό φιλμ για βρικόλακες — Οι πόλεμοι για το Νεκρονομικόν — Η κατάσταση με τα (ηλεκτρονικά) βιβλία στο εξωτερικό — Oblique Strategies, σουρεαλιστικές και παράξενες λέξεις/φράσεις — Ένα βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο που είχε περάσει στα αζήτητα; — Οι πραγματικοί Άγγελοι είναι εφιαλτικά τέρατα — Ένα απόφθεγμα του Τσέστερτον — Οι άνθρωποι-ζώα του Charles le Brun (1806) — O Alfred Hitchcock παρουσιάζει ιστορίες τρόμου — ClipGrab, δωρεάν πρόγραμμα που κατεβάζει βίντεο από παντού — Modern Pen Drawings (1901) — 10 γαλλικές ταινίες τρόμου — Οι σουρεαλιστικοί πίνακες του Lee Madgwick — &, φυσικά, έρχονται LinX...

 

Ακατανόητες Οντότητες


Περιγράφοντας το απερίγραπτο στη φανταστική λογοτεχνία

Στη φανταστική λογοτεχνία – ή, ίσως, πιο συχνά στο παρακλάδι της που ονομάζεται λογοτεχνία τρόμου – συναντούμε πολλές φορές οντότητες «πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση». Οι πιο γνωστές είναι, φυσικά, αυτές από τη Μυθολογία Κθούλου – ο Κθούλου ο ίδιος, ο Νιαρλαθοτέπ, ο Γιόγκ-Σόθοθ, και λοιποί «εξώτεροι» δαίμονες με αρκετά θου μέσα στα ονόματά τους ώστε να τα κάνουν να φαίνονται πολύ περίεργα και δυσπρόφερτα. Πράγμα που δεν το γράφω ως κατάκριση: κάπως, πρέπει να μοιάζουν «εξώτεροι» όλοι αυτοί οι δαίμονες.

Ο Lovecraft, επίσης, πασχίζει συνήθως να λέει πόσο ακατάληπτες και απερίγραπτες είναι όλες αυτές οι οντότητες – ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα να ειπωθούν με ανθρώπινα λόγια. Και δεν είναι μόνο ο Lovecraft πιθανώς που το κάνει αυτό, αλλά είναι το πιο γνωστό και ουδέτερο παράδειγμα για τέτοιες περιπτώσεις, οπότε αυτόν χρησιμοποιώ.

Το πρόβλημα, γενικά, με τις «ακατανόητες» οντότητες είναι ότι, από τη μια, ο συγγραφέας μάς λέει ότι «κανείς δεν μπορεί να τις εννοήσει», από την άλλη όμως φαίνεται ότι μπορούν, κάπως, να εννοηθούν (αν όχι να κατανοηθούν).

Από τη μια, «δεν μπορούν να περιγραφούν» όλοι αυτοί οι δαίμονες· από την άλλη, περιγράφονται, έχουν υλική μορφή. Ψάξτε και στο διαδίκτυο να βρείτε απεικονίσεις τους. Ο Κθούλου έχει μια κάποια όψη. Ακόμα και ο Νιαρλαθοτέπ απεικονίζεται κάπως. Και το ίδιο ισχύει και για τα περισσότερα (αν όχι όλα) από αυτά τα δαιμονικά όντα. Αλλά... αφού είναι απερίγραπτα, αφού δεν μπορείς να τα εννοήσεις με το αδύναμο ανθρώπινο μυαλό σου, τότε... πώς έχουν όψη που μπορεί κάποιος να τη ζωγραφίσει; Αυτό είναι αντίφαση. Αν τέτοιες οντότητες ήταν αληθινά ακατανόητες και αδύνατον να περιγραφούν, τότε δεν θα έπρεπε να μπορεί κάποιος να τις ζωγραφίσει. Επομένως, σου δίνεται η εντύπωση ότι, σε τελική ανάλυση, το «ακατανόητο» ουσιαστικά σημαίνει τερατώδες. Οι οντότητες αυτές είναι, όντως, τερατώδεις· είναι φριχτές, απαίσιες· είναι έτσι που κανονικά δεν θα έπρεπε να μπορούν να υπάρξουν· ναι, αλλά δεν είναι αδιανόητες. Αν ήταν αδιανόητες, δεν θα έβλεπες κάτι σαν πελώριο χταπόδι, ή έναν συνδυασμό από χταπόδι και βατράχι, ή οτιδήποτε άλλο.

[Συνέχισε να διαβάζεις]