Τελευταία διαβάζω το Jurgen του Cabell, για το οποίο είχα ακούσει διάφορα, και δεν απογοητεύει. Είναι, ουσιαστικά, ένα ιπποτικό παραμύθι. Στην αρχή, δεν μου άρεσε και τόσο αλλά, προχωρώντας, έχει αρχίσει να μου αρέσει περισσότερο.
Παρότι παραμυθένιο κατά βάση, και παρότι ακολουθεί πολλά από τα «κλισέ» των παραμυθιών, δεν είναι παραμύθι όπως εκείνα του Lang που είχα διαβάσει πέρσι. Κατά πρώτον, δεν είναι μικρό· είναι ένα αρκετά μεγάλο βιβλίο (αν και όχι πολύ μεγάλο). Τα παραμύθια του Lang με είχαν εμπνεύσει να γράψω κι εγώ δύο παραμυθοειδή ιστορήματα – τα Κρυσταλλένια Φτερά και Το Είδωλο. Το Jurgen είναι τελείως άλλο πράγμα. Προσωπικά, δεν θα μπορούσα να γράψω τόσο μεγάλο παραμύθι.
Επιπλέον, νομίζω πως τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο Cabell, αλλά ακόμα και οι κινήσεις της πλοκής του, είναι λιγάκι (ή πολύ) απαρχαιωμένα για την εποχή μας.
Παραδόξως, ίσως, μου θύμισε, όμως, έναν αρκετά σύγχρονο συγγραφέα (αν και αρκετά μεγάλης ηλικίας επίσης): τον Michael Moorcock. Σε κάποια φάση, διαβάζοντας το Jurgen νόμιζα ότι διάβαζα Moorcock. Και λέω: Τι συμβαίνει τώρα εδώ; Έχω παραισθήσεις; Μετά, όμως, θυμήθηκα ότι, σε πολλές περιπτώσεις, ο Moorcock χρησιμοποιεί αυτό το μοτίβο του παραμυθιού και του ιπποτικού. Στο μυαλό μου ήρθαν τα πρώτα βιβλία του Corum αλλά και αρκετά επεισόδιο με τον Elric, καθώς και το War Ηound and the World’s Pain. Ακόμα και η τετραλογία Runestaff, ίσως, αυτή με τον Hawkmoon. Ακόμα και το τελευταίο του βιβλίο, αυτό που έγραψε πρόσφατα, το The Citadel of Forgotten Myths (για το οποίο έχω γράψει και βιβλιοκριτική).
Σχεδόν όλα τα βιβλία του Moorcock έχουν στιγμές παραμυθένιου ιπποτισμού. Σε ορισμένες, δε, από αυτές τις περιπτώσεις σού δίνεται η αίσθηση του παρωχημένου – κάτι που, για τα σημερινά δεδομένα, δεν ταιριάζει. Αναρωτιέμαι αν ο Moorcock γούσταρε το Jurgen. Θα μπορούσες να υποθέσεις ακόμα κι ότι ήταν επηρεασμένος.