5/1/2020
Τα Βιβλία που Διάβασα Μέσα στο 2019
Μια σύντομη ανασκόπηση
Αυτό τον χρόνο διάβασα περισσότερα βιβλία από τον προηγούμενο. Ελπίζω να μου γίνει συνήθειο. Επίσης, βρήκα κάποια βιβλία που με ενθουσίασαν όπως παλιά. Και αυτό, κυρίως, ελπίζω να συνεχίσει να επαναλαμβάνεται.
The Relic Guild
του Edward Cox
Η βασική ιδέα αυτού του βιβλίου μοιάζει συναρπαστική – το σκηνικό είναι μια πόλη στο κέντρο ενός ατέρμονου λαβυρίνθου ο οποίος είναι ολόκληρο το σύμπαν και μέσα του, σε ορισμένα σημεία, υπάρχουν πύλες που οδηγούν σε άλλες διαστάσεις. Αρκετά πρωτότυπο και μακριά από τα στερεότυπα της φανταστικής λογοτεχνίας, σκέφτηκα. Πρέπει να είναι καλό. Αλλά έκανα λάθος. Δηλαδή, το βιβλίο δεν είναι και κακό, όμως δεν είναι μακριά από τα στερεότυπα της φανταστικής λογοτεχνίας, δυστυχώς. Απλώς, τα πάντα είναι μασκαρεμένα. Πολύ σύντομα συνειδητοποιείς ότι εδώ είναι όλα τα βαρετά κλισέ: οι λυκάνθρωποι, οι μάγοι που γίνονται αόρατοι, οι τρομεροί δαίμονες που θέλουν να καταστρέψουν το σύμπαν, άγγελοι με τη δική τους ατζέντα, ξωτικά, και τα λοιπά και τα λοιπά. Το σκηνικό δίνει την εντύπωση ότι πάει προς το σύγχρονο αλλά χωρίς να είναι πραγματικά σύγχρονο. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν τηλεπικοινωνίες. Τα τραμ που διασχίζουν την πόλη λειτουργούν με «θαυματουργική ενέργεια», όπως επίσης και τα πυροβόλα όπλα που δεν είναι ακριβώς πυροβόλα αλλά εκτοξεύουν ριπές που σε παραλύουν ή σε καίνε ή κάτι παρόμοιο. Όμως γιατί να λες «θαυματουργική» μια ενέργεια που είναι πάνω-κάτω σαν τον ηλεκτρισμό και χρησιμοποιείται ευρέως; Γιατί να μην τη λες απλά «ενέργεια»; Ποια είναι η διαφορά; Γενικά, όπως ήδη είπα, δεν μπορείς να πεις ότι το βιβλίο είναι κακό· ίσως, μάλιστα, να είναι καλύτερο από άλλα βιβλία φαντασίας, και ίσως να μου άρεσε αν ήμουν δέκα χρόνια πιο μικρός ή αν δεν έψαχνα για πράγματα πιο λογοτεχνικά, πιο ιδιοσυγκρασιακά, και πιο μη-στερεοτυπικά. Το Relic Guild δίνει αρχικά την εντύπωση του μη-στερεοτυπικού, όμως δεν είναι τέτοιο πράγμα. Ετοιμάσου να φας όλα τα κλισέ στη μάπα αλλά συγκαλυμμένα, με άλλα ονόματα και με σύγχρονο κουστούμι, που ούτε πραγματικά σύγχρονο είναι.
Fire & Blood
του G.R.R. Martin
Τα τελευταία βιβλία του A Song of Ice and Fire με είχαν απογοητεύσει. Δεν έχουν καμία σχέση με τα πρώτα τρία· είναι σαν ο ενθουσιασμός και η δημιουργικότητα να έχουν στερέψει κι απλά να διαβάζουμε μια τερατώδη πλοκή που σέρνεται πάνω στη χοντρή κοιλιά της. Το Fire & Blood δεν είναι έτσι. Δεν έχει καμία σχέση μ’αυτό το βαρετό, σερνόμενο πράγμα. Είναι σαν τα πρώτα βιβλία του A Song of Ice and Fire, και έχω γράψει μια ολόκληρη βιβλιοκριτική γι’αυτό.
City of the Chasch, Servants of the Wankh,
The Dirdir, The Pnume
του Jack Vance
Αυτή η τριλογία ξεκινά καλά. Το City of the Chasch έχει τρομερές ιδέες, και αυτές και η πλοκή του φτάνουν στα όρια του σουρεαλισμού σε στιγμές, και τα ξεπερνούν. Είναι απλά μαγευτικό. Τα επόμενα τρία βιβλία δεν είναι και τόσο καλά. Και αναρωτήθηκα, για λίγο, γιατί; Τι φταίει; Φταίει ότι δεν έχουν παράξενες ιδέες; Όχι. Έχουν παράξενες ιδέες, παρουσιάζουν κάτι τελείως περίεργα σκηνικό που ορισμένα απ’αυτά απορείς πώς στο κέρατο πέρασαν από το μυαλό του Jack Vance. Αναμφίβολα, πολύ δημιουργικός άνθρωπος. Κάτι, όμως, δεν μου άρεσε, κι αυτό ήταν η βασική θεματολογία της τετραλογίας και όπως εξελίσσεται από άποψη πλοκής. Η βασική θεματολογία είναι ότι ένας αστροναύτης από τη Γη βρίσκεται χαμένος σ’έναν άγνωστο πλανήτη, και θέλει να φύγει από εκεί. Οπότε, σε κάθε βιβλίο, αυτό βασικά προσπαθεί να κάνει (και συνήθως αποτυχαίνει). Αλλά δεν κάνει και τίποτ’άλλο. Μπορεί να περνά από πολλά παράξενα και μαγευτικά μέρη, όμως απλά... περνά. Είναι περαστικός· δεν είναι αληθινά εμπλεγμένος. Έχουμε, λοιπόν, πέσει στην παγίδα του αδιάκοπου ταξιδευτή, που πουθενά δεν σταματά, δεν μπλέκεται και πολύ με το σκηνικό γύρω του, αλλά συνέχεια πηγαίνει αλλού, και αλλού, και αλλού. Και δεν λέω ότι αυτό είναι παράλογο για τη θεματολογία της τετραλογίας έτσι όπως παρουσιάζεται· αλλά δεν κάνει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Οι ενδιαφέρουσες ιστορίες έχουν πυκνή πλοκή και οι χαρακτήρες τους μπλέκονται πολύ με το σκηνικό. Όταν ο χαρακτήρας είναι τουρίστας δεν έχεις πλοκή της προκοπής. Κι αυτό είναι το βασικό πρόβλημα των συγκεκριμένων βιβλίων. Τους λείπει εκείνο το κάτι περισσότερο που θα σε κάνει να αγαπήσεις τους χαρακτήρες και τον φανταστικό κόσμο. Κατά τα άλλα, όπως ήδη ανέφερα, οι ιδέες είναι όντως τρομερές, τα σκηνικά εξωφρενικά και σουρεαλιστικά. Αν σ’ενδιαφέρει αυτό και μόνο, τότε δεν θα έχεις πρόβλημα. Αν τα θέλεις όλα, όπως εγώ, θα έχεις κάποιο πρόβλημα από το δεύτερο βιβλίο και μετά· θ’αρχίσεις να νιώθεις ότι κάτι σού λείπει. Αν η πλοκή είχε συνεχιστεί βάσει των όσων είχαν συμβεί στο City of the Chasch, νομίζω πως τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Αλλά ο βασικός χαρακτήρας απλά φεύγει από εκείνη την περιοχή και ταξιδεύει ξανά, και οι δύο φίλοι-ακόλουθοί του έρχονται μαζί του, χωρίς κανέναν πολύ σοβαρό λόγο πέρα από το ότι δεν μοιάζει να έχουν πού αλλού να πάνε (κλασική αιτιολογία για sidekicksΔευτερεύοντες χαρακτήρες που ακολουθούν τον βασικό χαρακτήρα, συνήθως σε ιστορίες όπου αυτός ταξιδεύει αποδώ κι αποκεί – βλ. Elric και Moonglam, για παράδειγμα, ή Xena και Gabrielle.).
Secret Scorpio, Savage Scorpio,
Captive Scorpio, Golden Scorpio
του Alan Burt Akers
Αυτά είναι τα τέσσερα επόμενα βιβλία από την (απέραντη) σειρά με τον Dray Prescot. Έχω κολλήσει μ’αυτή τη σειρά· τα τελευταία χρόνια, πάντα διαβάζω και μερικά βιβλία με τον Dray Prescot. Ναι, το ξέρω, έχουν κάποια αρκετά παιδαριώδη concept, δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό· αλλά έχουν συγχρόνως και κάποιες πολύ δημιουργικές, ευφάνταστες ιδέες, και οι πλοκές ποτέ δεν παύουν να εκπλήσσουν, και ολοένα και περισσότεροι μυστήριοι κι αλλόκοτοι χαρακτήρες και όντα παρουσιάζονται. Για τα πρώτα πέντε βιβλία της σειράς έχω γράψει κριτική. Είναι και τα χειρότερα, αλλά ευτυχώς δεν εγκατέλειψα τη σειρά εκεί· κάτι με ώθησε να συνεχίσω, και δεν το μετάνιωσα. Κάποτε, πρέπει να γράψω ακόμα μία βιβλιοκριτική για τον Dray Prescot η οποία θα περιλαμβάνει και τα υπόλοιπα βιβλία που έχω διαβάσει... αν και, όπως περνάει ο καιρός, θυμάμαι ολοένα και λιγότερες λεπτομέρειες γι’αυτά. Οι ιστορίες είναι πραγματικά γεμάτες.
Spartacus
του Howard Fast
Αυτό δεν είναι βιβλίο φαντασίας· είναι ιστορικό βιβλίο, αλλά όχι από εκείνα με την ξύλινη, βαρετή γραφή που είναι σαν να διαβάζεις Ιστορία στο σχολείο. Είναι λογοτεχνία. Και πολύ όμορφα γραμμένη λογοτεχνία. Αξιοσημείωτο, δε, το πώς μεταχειρίζεται την οπτική γωνία τρίτου προσώπου ο Howard Fast. Δεν είναι η κολλημένη μονόπλευρη χρήση που γίνεται σήμερα· δεν έχει καμία σχέση μ’αυτήν. Είναι μια οπτική γωνία που, τη μια, μπορεί να απλωθεί σε μια ολόκληρη περιοχή και, την άλλη, να εστιαστεί στο κεφάλι ενός χαρακτήρα, ή περισσότερων· κι όλα αυτά με τρομερή ροή και συνέχεια, μια αφήγηση σαν όνειρο. Και η ιστορία δεν είναι γραμμένη όπως συνήθως γράφονται αυτές με τον Σπάρτακο – δηλαδή, με εστίαση στον ίδιο τον ήρωα και τους συντρόφους του, δείχνοντας τους Ρωμαίες σχεδόν ως απρόσωπους κακούς, σχεδόν ως τυράννους-καρικατούρες. Ούτε κατά διάνοια. Η αφήγηση εδώ, αν μη τι άλλο, μπορείς να πεις ότι εστιάζεται περισσότερο στους Ρωμαίους, όχι στον Σπάρτακο. Δείχνει την κοινωνία τους, με όλες τις ανωμαλίες και τις παραδοξότητες της. Δείχνει νοοτροπίες και νοοτροπίες. Ο συγγραφέας φαίνεται πως είχε ψάξει εκείνη την εποχή, δεν την είχε μάθει από χολιγουντιανές ταινίες. Κι όλ’ αυτά μέσα σ’ένα σχετικά μικρό βιβλίο, που σε κρατά κολλημένο μέχρι την τελευταία σελίδα.
Artifact of Evil
του Gary Gygax
Πριν από μερικά χρόνια, το 2013, είχα διαβάσει το Saga of Old City, παρότι είχα ακούσει κακά λόγια για τη σειρά Gord the Rogue του Gygax. Το είχα βρει καλό. Ανέλπιστα καλό. Γιατί, λοιπόν, να μην είναι καλή και η συνέχειά του... σωστά; Λάθος, γαμώτο. Λάθος τραγικό. Το Artifact of Evil είναι αρκετά φριχτό βιβλίο. Έχει μπλέξει το παιχνίδι Dungeons & Dragons με τη λογοτεχνία, κι αυτό είναι πάντα ένα πολύ κακό σημάδι. Αναφέρεται σε ορολογίες του παιχνιδιού, όπως lawful evil, chaotic evil, και παρόμοιες σαχλαμάρες σαν να είναι αληθινές αξίες για τις οποίες θα κουβέντιαζαν οι άνθρωποι. Αναφέρεται σε κλάσεις του παιχνιδιού, όπως «κλέφτης», με τρόπο που δεν βγάζει νόημα. Βλέπει ένας «κακός» τον πρωταγωνιστή και τον αποκαλεί «κλέφτη», χωρίς φανερό λόγο και αιτία· θα το καταλάβεις μόνο αν παίζεις Dungeons & Dragons: Επειδή ο πρωταγωνιστής δεν φορά βαριά πανοπλία, δεν κουβαλά βαριά όπλα, και δεν είναι μάγος ούτε ιερέας, δεν μπορεί να είναι πολεμιστής – άρα, τι είναι, σαΐνι μου; Κλέφτης!... Σαχλαμάρες, με το συμπάθιο. Εκτός του ότι γενικά επικρατεί μια κατάσταση Καλού/Κακού με κεφαλαία, στο σημείο που οι κακοί να πρέπει να είναι αστεία αποτρόπαιοι και μοχθηροί, ενώ οι καλοί... εεε, είναι κλέφτες, είναι φονιάδες, αλλά, ξέρεις, είναι καλοί επειδή είναι chaotic good, ξέρω γω. Το βιβλίο μού έδωσε έμπνευση να γράψω ένα άρθρο γι’αυτές τις ανοησίες που εμφανίζονταν αρκετά συχνά στο fantasy μιας εποχής (και όχι μόνο μιας εποχής), το οποίο μπορείτε να διαβάσετε. Δυστυχώς, δεν νομίζω ότι θα συνεχίσω τη σειρά Gord the Rogue εκτός αν είμαι τελείως απεγνωσμένος. Υπάρχουν και καλύτερα βιβλία του Dungeons & Dragons – ναι, του Dungeons & Dragons – εκεί έξω για να διαβάσει κανείς.
Black Leopard, Red Wolf
του Marlon James
Αυτό το βιβλίο δεν έχω αποφασίσει αν τελικά μου άρεσε ή όχι. Στην αρχή, ναι, μου άρεσε. Μετά – από τα δύο τρίτα της αφήγησης και μετά – όχι και τόσο. Έχω γράψει βιβλιοκριτική.
Black Gods and Scarlet Dreams
της C. L. Moore
Οι μισές ιστορίες σ’αυτή την ανθολογία είναι ηρωική φαντασία με μια δυνατή ηρωίδα, τη Jirel of Joiry, που αντιμετωπίζει δαιμονικούς κινδύνους· οι άλλες μισές είναι (επιστημονική) φαντασία μ’έναν ταξιδευτή του διαστήματος, τον Northwest Smith, που κι αυτός έχει πολλές παράξενες περιπέτειες. Το επιστημονική είναι μέσα σε παρένθεση γιατί απλά το σκηνικό είναι μακρινοί πλανήτες, παράξενα εξωγήινα όντα, και διαστημόπλοια· κατά τα άλλα, ο ήρωας συναντά μαγεία, ουσιαστικά, και διάφορα ανεξήγητα και μυστηριακά πράγματα. Οι ιστορίες της Jirel of Joiry και του Northwest Smith έχουν, κατά βάση, την ίδια θεματολογία: έναν ήρωα (ή ηρωίδα) που αντιμετωπίζει μυστηριώδεις, απόκρυφες, ή διαβολικές δυνάμεις. Αλλά δεν είναι αυτό που ίσως να νομίζουν κάποιοι: Όταν λέω αντιμετωπίζει, δεν εννοώ εμπλέκεται σε σωματική σύγκρουση. Συνήθως (για να μην πω πάντα) η σύγκρουση είναι πνευματική. Η συγγραφέας περιγράφει αλλόκοτες νοητικές καταστάσεις. Πολύ αλλόκοτες. Είναι καθαρά ψυχεδελικές όλες αυτές οι ιστορίες· δεν είναι οι συνηθισμένες ιστορίες ηρωικής/επιστημονικής φαντασίας που μπορεί να διαβάσεις, γι’αυτό κιόλας δεν αρέσουν σε όλους που τους αρέσουν αυτά τα λογοτεχνικά είδη. Προσωπικά, μου άρεσαν. Έχουν κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Ορισμένες θα μπορούσες να πεις ότι είναι λίγο επαναληπτικές, ειδικά στην περίπτωση του Northwest Smith, αλλά αυτό ίσως να είναι και αναπόφευκτο αν θέλεις να διηγείσαι τέτοιου είδους περιπέτειες. Πάντως, δεν είναι τόσο επαναληπτικές όσο, για παράδειγμα, οι ιστορίες του Clark Ashton Smith. Κάπου-κάπου, μπορεί το γράψιμο να γίνεται κάπως κουραστικό, κι αυτό πιθανώς να είναι το βασικό τους μειονέκτημα για τον σύγχρονο αναγνώστη. Επίσης, ο διάλογος, ειδικά σε κάποιες ιστορίες της Jirel of Joiry, δεν νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί και πολύ καλός. Όμως, όπως είπα, γενικά αυτές οι ιστορίες μού άρεσαν, και προτιμώ τις περιπέτειες της Jirel από του Northwest Smith. Έχω ξεχωρίσει το Black God’s Kiss και το Black God’s Shadow: καταπληκτικές ιστορίες και οι δύο.
Hegira
του Greg Bear
Αυτό το βιβλίο είναι επιστημονικής φαντασίας – αλλά όχι «βαριάς» επιστημονικής φαντασίας· απλά διαδραματίζεται σ’έναν άλλο πλανήτη – και θυμίζει πολύ έντονα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα, πράγμα που είναι και το μειονέκτημά του. Κατά τα άλλα, μπορείς να πεις ότι είναι καλό. Όμως είναι βαρετό παρότι είναι μικρό βιβλίο. Γιατί; Επειδή η πλοκή του δεν κάνει τίποτα το περίεργο. Είναι μια ευθεία γραμμή, μια ευθεία πορεία. Οι βασικοί χαρακτήρες κοιτάζουν το τοπίο, συναναστρέφονται επιφανειακά διάφορους ανθρώπους, και όλα αυτά μπορεί να έχουν κάποιο ενδιαφέρον από μόνα τους, αλλά, εντάξει, δεν είναι και κάτι το συγκλονιστικό και, κατά τα άλλα, δεν συμβαίνει τίποτα. Δεν είναι αρκετά περιπετειώδες για να συναρπάσει. Προς το τέλος αρχίζει να έχει πιο πολλά περιπετειώδη στοιχεία και αλλόκοτες καταστάσεις για τους χαρακτήρες, όμως τότε... τότε είναι το τέλος, γαμώτο. Και το βιβλίο δεν έχει πολλές σελίδες ούτως ή άλλως.
Heroes Die
του Matthew Woodring Stover
Από τη μια, το Heroes Die μού άρεσε· από την άλλη, όχι και τόσο. Έχει κάποια στοιχεία που είναι όντως δημιουργικά και πρωτότυπα, αλλά έχει και κάποια άλλα που είναι τελείως κλισέ για την επική φαντασία, όπως ξωτικά, μάγους που γίνονται αόρατοι, και τέτοια. Ακόμα και τα κλισέ στοιχεία, όμως, καταφέρνει κάπως και τα κάνει να έχουν ενδιαφέρον – παρουσιάζοντας, πχ, μια τύπισσα που είναι ξωτικό, λεσβία, και μαντάμ μπορντέλου· ή εξηγώντας πώς ακριβώς γίνεται ένας μάγος αόρατος, τι φέρνει στο μυαλό του, πώς εκτελείται το ξόρκι. Ο βασικός ήρωας είναι ο Caine που, μέσω κβαντικής τεχνολογίας, μεταφέρεται από τον φουτουριστικό κόσμο μας στον «φανταστικό» κόσμο, που δεν είναι φανταστικός αλλά «άλλη συχνότητα της πραγματικότητας». Δεν λέω περισσότερα σχετικά με το βιβλίο, γιατί εδώ απλά κάνω έναν σύντομο σχολιασμό· όσοι θέλουν λεπτομέρειες μπορούν να το ψάξουν εύκολα στο Διαδίκτυο. Ο Caine φαίνεται να προορίζεται για να αρέσει στον αναγνώστη, για να τον συμπαθήσεις, αλλά ο τύπος προσωπικά με τσάντιζε. Υποτίθεται ότι είναι δολοφόνος, πασίγνωστος στον «φανταστικό» κόσμο, όμως μέσα στη μάχη τελικά δεν αποδεικνύεται και τόσο τρομερός, και τα πιο εξωφρενικά πράγματα τα καταφέρνει σαν κομπιναδόρος παρά σαν δολοφόνος! Τουτέστιν, τουμπάρει κόσμο. Και όταν ο Caine μιλά, για κάποιο λόγο, όλοι οι άλλοι ξαφνικά μοιάζουν ηλίθιοι· ξέρεις, ο Caine είναι τόσο γαμάτος που οι άλλοι φαίνονται βλάκες... Κατά τα άλλα, τον τύπο μοιάζει να τον ενδιαφέρει μόνο για τη γυναίκα του, η οποία γενικά τον σνομπάρει, και τον βλέπεις να πετάει κάτι τελείως κουλές ατάκες. Σε κάποια στιγμή, πχ, ένας φίλος του (που έχει μόλις τουμπαριστεί από αυτόν, παρεμπιπτόντως) του λέει: «Μα, θα κάψεις όλη την πόλη γι’αυτήν;» (εννοώντας τη γυναίκα του Caine)· και ο Caine απαντά: «Την πόλη; Θα έκαιγα όλο τον γαμημένο κόσμο γι’αυτήν.» (Πςςς· τι μας λες, ρε μεγάλε;) Και μετά βάζουν φωτιά στην πόλη. Και υποτίθεται τώρα ότι αυτός ο μαλάκας πρέπει να είναι συμπαθητικός ήρωας για εσένα που τον διαβάζεις... Όπως και νάχει, δεν έχω πρόβλημα ακόμα και με τους αντιπαθείς ήρωες. Και μπορώ να πω ότι, από μια άποψη, το βιβλίο μού άρεσε, και βρήκα πράγματα που είχαν αληθινό ενδιαφέρον. Αλλά, από μια άλλη άποψη... δεν μπορώ να διαβάζω ηλίθιες, δεν-μασάω-τίποτα ατάκες που τις λένε χαρακτήρες που μετά (και πριν) τρώνε ξύλο, ούτε μπορώ να διαβάζω για ήρωες που όταν αυτοί μιλάνε όλη η γαμημένη υφήλιος του κόσμου τους μοιάζει να γίνεται βλαμμένη, έτοιμη να τουμπαριστεί από την τρομερή τους (υποτιθέμενη) ευφυΐα. Ίσως να διαβάσω και τα επόμενα βιβλία αυτής της σειράς, ή ίσως όχι. Θα δείξει.
The Book of Paradox
της Louise Cooper
Αυτό το μυθιστόρημα μοιάζει με παραμύθι. Παραμύθι για μεγάλους. Και, συγχρόνως, αλληγορική ιστορία – αλλά όχι από εκείνες τις τραγελαφικές που προσπαθούν να σε «διδάξουν»· καμία σχέση μ’αυτές: είναι από εκείνες που σ’αφήνουν εσύ να βγάλεις την προσωπική σου κρίση. Επίσης, είναι εμπνευσμένο από το μυστικιστικό σύστημα του Ταρό, αλλά, εντάξει, όχι και πολύ έντονα. Παρότι το κάθε κεφάλαιο υποτίθεται ότι είναι βασισμένο σε μια κάρτα της Μεγάλης Αρκάνα, εμένα δεν μου φάνηκε ότι δεν θα μπορούσες να την αντικαταστήσεις και με μια άλλη κάρτα πανεύκολα. Τέλος πάντων, αυτό δεν έχει παρά ελάχιστη σημασία. Το Book of Paradox είναι μαγευτικό και υπέροχο. Ένα μυστηριακό ταξίδι μέσα από παράξενους, οριακά αλληγορικούς, εν μέρει ονειρικούς κόσμους. Καθαρά ψυχεδελικό, αψηφά την αίσθηση της πραγματικότητας.
Sea of Ghosts
του Alan Campbell
Αυτό είναι το ένα από τα τρία καλύτερα βιβλία που διάβασα μέσα στο 2019 (τα άλλα δύο είναι το Fire & Blood και το The Art of Hunting) και στην αρχή δεν του φαινόταν. Όχι πως ήταν άσχημο, αλλά δεν του φαινόταν και ότι ήταν τόσο πολύ καλό. Οι ιδέες ήταν, ομολογουμένως, περίεργες και ευφάνταστες, αλλά οι χαρακτήρες δεν μου άρεσαν, και ούτε και η πλοκή έμοιαζε να κάνει τίποτα το πολύ ενδιαφέρον. Σε κάποιες στιγμές σκέφτηκα Τι ανοησίες είναι αυτές, γαμώτο; Αλλά μετά πέρασα από το πρώτο τέταρτο του βιβλίου και έπαθα την πλάκα μου. Γιατί είναι πραγματικά καταπληκτικό βιβλίο· απλά, στην αρχή δεν έχεις μπει στο κλίμα, ούτε εσύ, ούτε η πλοκή, ούτε οι χαρακτήρες. Είναι από τα βιβλία που οικοδομούνται από μόνα τους καθώς προχωράνε, το ένα πράγμα επάνω στο άλλο, επάνω στο άλλο, επάνω στο άλλο. Τα βιβλία, δηλαδή, που θυμίζουν πραγματικότητα. Και ορισμένες φορές μπορεί αρχικά να μην καταλαβαίνεις ακόμα τι συμβαίνει, αλλά μετά σε αποζημιώνουν – και με το παραπάνω.
The Art of Hunting
του Alan Campbell
Τελειώνοντας το Sea of Ghosts δεν μπορούσα να κρατηθώ· έπρεπε οπωσδήποτε να διαβάσω τη συνέχεια, δηλαδή το The Art of Hunting. Πράγμα που έχει να μου συμβεί με σύγχρονο βιβλίο φαντασίας από... Δεν θυμάμαι από πότε, για να είμαι ειλικρινής· πάντως, έχει περάσει καιρός. Συνήθως δεν πάω αμέσως στο δεύτερο. Αλλά τώρα πήγα αμέσως στο The Art of Hunting, και, αν μη τι άλλο, ήταν ακόμα καλύτερο από το Sea of Ghosts: οι χαρακτήρες πιο εξελιγμένοι, η πλοκή πιο μπλεγμένη, οι ιδέες πιο παράξενες. Αυτά τα βιβλία δεν είναι ένα οποιοδήποτε κλισέ fantasy· είναι κάτι το ιδιαίτερο, και γι’αυτό είναι τόσο καλά. Εντάξει, έχουν κάποια γνωστά στοιχεία, όπως δράκους, αλλά ακόμα και σ’αυτά δίνουν μια τελείως καινούργια, ιδιοσυγκρασιακή αίσθηση. Και τα βιβλία είναι γραμμένα στη συνηθισμένη κλειστή οπτική γωνία τρίτου προσώπου που χρησιμοποιούν σαν μπούσουλα όλα τα σύγχρονα μυθιστορήματα φαντασίας (και για την οποία έχω σχολιάσει αρκετά), πράγμα που συνήθως το θεωρώ αρνητικό σημάδι, έλλειψη δημιουργικότητας. Αλλά στο Sea of Ghosts και στο The Art of Hunting ούτε που το πρόσεξα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα ήταν καλύτερα γραμμένα σε μια πιο ανοιχτή οπτική γωνία. Μου φάνηκαν ακριβώς όπως έπρεπε να είναι. Δυστυχώς, ο συγγραφέας δεν έχει ακόμα γράψει το τρίτο της σειράς, αλλιώς θα είχα φάει τον κόσμο μέχρι να το βρω κι αυτό και να το διαβάσω.
The Birthgrave
της Tanith Lee
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο της τριλογίας Birthgrave της Tanith Lee, και το βάζω ξεχωριστά από τα άλλα δύο γιατί μπορεί άνετα να διαβαστεί από μόνο του χωρίς να διαβάσεις τις συνέχειες. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο από την οπτική γωνία μιας πολύ παράξενης ηρωίδας που περνά από διάφορες περιπέτειες οι οποίες φτάνουν στα όρια του να θυμίζουν ψυχεδελικές παραισθήσεις, και πολλές φορές απορείς τι στο διάολο γίνεται εδώ. Αλλά ποτέ με την κακή έννοια. Το μόνο αρνητικό είναι ότι, σε ορισμένες στιγμές, το βιβλίο ίσως μπορεί να ειπωθεί ότι γίνεται λίγο κουραστικό, όμως δεν είναι και τίποτα που θα σε αποθαρρύνει απ’το να συνεχίσεις να διαβάζεις. Επίσης, οι άλλοι χαρακτήρες πέρα από την ηρωίδα μας ώρες-ώρες μού φαίνονταν λιγάκι σαν σκιές, σαν να μην ήταν αναπτυγμένοι όσο θα έπρεπε, ή, μάλλον, σαν να μην τους δινόταν αρκετή έμφαση· αλλά αυτό ίσως να είναι και θέμα τού ποια ήταν η ηρωίδα. Στο τέλος του βιβλίου συμβαίνει κάτι τρελό. Τρελό. Δεν περιμένεις τέτοιο πράγμα να συμβεί σε βιβλίο ηρωικής φαντασίας που διαδραματίζεται σε αρχαϊκό κόσμο με μαγείες και τα λοιπά. Κι όμως συμβαίνει (και, όχι, δεν λέω τι είναι, δεν το χαλάω σε όποιον θέλει να το διαβάσει). Ορισμένους αναγνώστες ίσως να τους τσαντίσει, ίσως να πουν τι «σαχλαμάρες είναι αυτές τώρα». Δεν είμαι ένας από αυτούς. Το τέλος ταιριάζει απόλυτα στο τελείως σουρεαλιστικό κλίμα του βιβλίου. Μπορεί να μοιάζει με από μηχανής θεός, αλλά μια τέτοια ιστορία πώς αλλιώς να τελείωνε;
Shadowfire,
Hunting the White Witch
της Tanith Lee
Το Shadowfire και το Hunting the White Witch είναι οι συνέχειες του Birthgrave, όμως διαβάζονται σχεδόν σαν άλλη σειρά. Είναι κι αυτά γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο αλλά ο ήρωας είναι άλλος· είναι (και αυτό δεν αποτελεί spoiler, μιλάω ειλικρινά) ο γιος της ηρωίδας από το Birthgrave. Το κλίμα είναι κι εδώ αρκετά ψυχεδελικό σε πολλά σημεία, αλλά επίσης κάμποσα σημεία είναι πιο κουραστικά απ’ό,τι στο Birthgrave και κάπου είχα ψιλοβαρεθεί κιόλας. Όμως, εκεί που πήγαινα να χάσω το ενδιαφέρον μου, πάλι συνέβαινε κάτι που το τροφοδοτούσε από την αρχή. Γενικά, πάντως, αυτά τα δύο βιβλία μού άρεσαν λιγότερο από το Birthgrave, αν και ήταν καλύτερα γραμμένα αν τα κοιτάξεις κομμάτι-κομμάτι. Ως ιδέες, αυτές που παρουσιάζονται εδώ δεν είναι και τόσο τρομερές – είναι αρκετά κλασικές για ηρωική φαντασία (αν και όχι κλισέ) – αλλά ούτε είναι και αντιδημιουργικές σε καμία περίπτωση. Δημιουργείται ένα κλίμα σκοτεινής μαγείας και μυστηρίου που δύσκολα το συναντάς σε άλλες ιστορίες.
Your Face Tomorrow – Fever and Spear
του Javier Marias
Αυτό το βιβλίο έπιασα να το διαβάσω επειδή κάπου είχα ακούσει να λένε ότι αναφέρεται σε μια παράξενη μυστική οργάνωση. Παράξενη μυστική οργάνωση; Σαν τη δική μου Σιδηρά Δυναστεία, ας πούμε; Λατρεύω τις παράξενες μυστικές οργανώσεις· έπρεπε να το διαβάσω. Δεν περίμενα, φυσικά, η οργάνωση εδώ να είναι τόσο παράξενη όσο η Σιδηρά Δυναστεία, εννοείται – το βιβλίο, άλλωστε, διαδραματίζεται στον πραγματικό κόσμο, δεν είναι φαντασίας – αλλά ούτε περίμενα επίσης ότι το Fever and Spear δεν θα είχε καμία πλοκή. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, και ο αφηγητής εκείνο που κυρίως κάνει είναι να σχολιάζει τη συμπεριφορά διάφορων ανθρώπων. Είναι πολύ παρατηρητικός με τους άλλους. Προσέχει πώς δρουν, πώς μιλάνε, και τα λοιπά. Και μπορείς να πεις ότι αυτό έχει ενδιαφέρον από κοινωνιολογικής ή ψυχολογικής άποψης – αν και κάποια πράγματα είναι τραβηγμένα λίγο: οι άνθρωποι που παρατηρεί ο πρωταγωνιστής μας δεν είναι ακριβώς ο μέσος όρος του μικροαστού. Αλλά το πρόβλημα του βιβλίου είναι ότι αυτό είναι όλο το βιβλίο! Δεν έχει πλοκή, δεν έχει τίποτα από άποψη ιστορίας. Το μισό γράφει για τη συμπεριφορά διάφορων ανθρώπων· το άλλο μισό γράφει για την κατάσταση με τον Φράνκο στην Ισπανία, για κάποιες μυστικές οργανώσεις της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, και για την προπαγάνδα και την παράνοια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι κάτι ανάμεσα σε κοινωνιοψυχολογικός σχολιασμός και ιστορική έρευνα. Και είναι γραμμένο με ατελείωτες προτάσεις που κάνουν πελώριες παραγράφους, και μπαίνουν κόμματα εκεί όπου καταφανώς χρειαζόταν κάποιο ισχυρότερο σημείο στίξης για να βγαίνει σωστά το νόημα. Μπορείς να πεις ότι αυτό είναι μια «συνεχόμενη ροή συνείδησης» που λένε, αλλά εγώ το λέω κακογραφία, το λέω τσαπατσούλικο γράψιμο. Μπορείς να γράψεις και καλύτερα συνεχόμενη ροή συνείδησης, πολύ καλύτερα. Δεν μου άρεσε. Ωστόσο, έχει ένα ατού το γράψιμο, παρότι είναι χάλια: Κάπως – πραγματικά, δεν ξέρω πώς· ίσως να είναι μαγικό το θέμα – διαβάζεται και καταλαβαίνεις τι λέει, και σε παρασύρει να πας παρακάτω. Αυτός είναι και ο μόνος λόγος που τελείωσα το βιβλίο, για να είμαι ειλικρινής: επειδή με παρέσυρε να πάω παρακάτω. Και πού ήταν, τελικά, η παράξενη μυστική οργάνωση; Υπάρχει παράξενη μυστική οργάνωση εδώ; Ναι, υπάρχει, και το καταλαβαίνεις από τη μέση του βιβλίου και μετά (ίσως κι από λίγο πιο πριν), και στο τέλος αποκαλύπτεται τι ακριβώς είναι· αλλά δεν είναι και τίποτα το συγκλονιστικό. Το Your Face Tomorrow έχει δύο ακόμα βιβλία: το Dance and Dream και το Poison, Shadow, and Farewell. Ειλικρινά δεν αισθάνομαι παρακινημένος να τα διαβάσω εκτός αν μάθω ότι αυτά όντως έχουν κάποια πλοκή και όχι μόνο κοινωνικοψυχολογικοϊστορικούς σχολιασμούς και παρατηρήσεις. Δεν λέω ότι το βιβλίο δεν είναι καλό – προφανώς σε κάποιους αρέσει. Απλά λέω ότι δεν είναι το είδος του λογοτεχνικού βιβλίου που εμένα με ενδιαφέρει, κατά κανόνα, να διαβάζω. Το βλέπω μόνο ως αξιοπερίεργο.
