Fire & Blood
του George R.R. Martin

Τα τελευταία δύο βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει ώς τώρα (Μάρτιος του 2019) του A Song of Ice and Fire – το A Feast for Crows και το A Dance with Dragons – δεν μου άρεσαν τόσο όσα τα πρώτα τρία βιβλία. Τα A Game of Thrones, A Clash of Kings, και A Storm of Swords είναι μυθιστορήματα φαντασίας όπου η πλοκή ποτέ δεν σταματά να κινείται, η γραφή είναι γεμάτη χωρίς να είναι κουραστική, ο διάλογος είναι έξυπνος, και η παιχνιδιάρικη δημιουργικότητα του συγγραφέα καταφανής σε κάθε κεφάλαιο. Για τα δύο τελευταία βιβλία δεν ισχύει το ίδιο. Μάλιστα, τα ξανακοίταξα όλα, από την αρχή, γιατί πάει καιρός από τότε που τα έχω διαβάσει (νομίζω πως το A Game of Thrones το διάβασα γύρω στο 2000, αν δεν κάνω λάθος – πριν από είκοσι χρόνια σχεδόν!), για να δω μήπως ήταν η εντύπωσή μου ότι τα δύο τελευταία είναι αισθητά διαφορετικά από τα τρία πρώτα: και διαπίστωσα ότι, όχι, δεν ήταν η εντύπωσή μου. Εκτός των άλλων, στα δύο τελευταία βιβλία, τα κεφάλαια είναι παραφουσκωμένα, έχουν πολύ περισσότερες σελίδες. Στο A Game of Thrones το κεφάλαιο ήταν γύρω στις 10 σελίδες (κατά μέσο όρο)· στα επόμενα δύο βιβλία το κεφάλαιο σταδιακά μεγάλωσε· και στα δύο τελευταία βιβλία το κεφάλαιο κατάντησε να είναι γύρω στις 20 σελίδες. Όμως η πλοκή έγινε πιο αργή. Οι σελίδες δεν αυξήθηκαν επειδή περισσότερα πράγματα συμβαίνουν μες στην ιστορία αλλά επειδή η ιστορία είναι δυσκίνητη. Στα πρώτα τρία βιβλία, κάθε 100-200 σελίδες γινόταν και κάτι το σημαντικό από άποψη πλοκής. Στα δύο τελευταία, περιμένεις να διαβάσεις ολόκληρο το μυθιστόρημα για να γίνει κάτι οριακά ενδιαφέρον.
Όλ’ αυτά με είχαν κάνει να πιστέψω ότι κι ο συγγραφέας έχει χάσει πλέον την όρεξή του γι’αυτή την πελώρια ιστορία. Όχι κατακριτέο, βέβαια· γράφει το A Song of Ice and Fire εδώ και τόσα χρόνια. Το A Game of Thrones πρωτοκυκλοφόρησε το 1996. Κάνε την αφαίρεση και δες πόσο καιρό γράφει ο Martin την ίδια ιστορία. Είναι πολύς καιρός.
Όπως και νάχει, είχα αρχίσει να βαριέμαι πια το A Song of Ice and Fire. Διατηρούσα μες στο μυαλό μου την καλή εντύπωση που είχα από τα πρώτα τρία βιβλία και δεν μ’ενδιέφερε τίποτ’ άλλο. Η τηλεοπτική σειρά, δε, που ακούει στο όνομα Game of Thrones μού είχε χαλάσει ακόμα περισσότερο τη διάθεση.
Μετά, έμαθα ότι ο Martin κυκλοφόρησε ένα καινούργιο βιβλίο, το Fire & Blood, το οποίο, έλεγε, δεν είναι μυθιστόρημα όπως τα άλλα αλλά κάτι σαν ιστορικό βιβλίο, κάτι σαν το Silmarillion του Tolkien. Έτυχε όμως να πέσει στα χέρια μου και είπα Γιατί όχι; Ας το δοκιμάσουμε και βλέπουμε. Δεν είχα, επιπλέον, κατά νου κάτι καλύτερο να διαβάσω εκείνες τις μέρες.
Και το Fire & Blood αποδείχτηκε καταπληκτικό βιβλίο, όπως τα πρώτα του A Song of Ice and Fire.
Εξιστορεί τη βασιλεία των Targaryen, πολλά χρόνια πριν από τα γεγονότα στο A Song of Ice and Fire, ξεκινώντας από τον Aegon τον Κατακτητή, που ένωσε τα Επτά Βασίλεια και είναι μια μυθική/ηρωική φιγούρα – από εκείνα τα άτομα που εμφανίζονται μια στη χιλιετία. Η ιστορία των Targaryen συνεχίζεται ώς ένα σημείο μέσα στο βιβλίο· δεν φτάνει ώς το σήμερα του A Song of Ice and Fire, όπου ο Robert Baratheon νικά τους Targaryen στην Trident και παίρνει τον θρόνο. Αυτό είναι απλά μια σημείωση στο τέλος του βιβλίου. Που σημαίνει ότι ίσως – ίσως – δούμε και δεύτερο Fire & Blood στο μέλλον το οποίο περιγράφει τα υπόλοιπα γεγονότα μέχρι την τελική πτώση της δυναστείας των Targaryen.
Προσωπικά, δεν νομίζω ότι μοιάζει καθόλου με το Silmarillion (αλλά αν ο συγγραφέας επιμένει...). Το όλο ύφος δεν θυμίζει το Silmarillion ούτε στο ελάχιστο. Επιπλέον, δεν συμφωνώ ότι δεν είναι μυθιστόρημα αλλά φανταστική Ιστορία. Ναι, είναι γραμμένο περίπου σαν ιστορικό βιβλίο· όμως, ας μη γελιόμαστε, τα κανονικά ιστορικά βιβλία δεν είναι γραμμένα έτσι. Είναι γεμάτα ημερομηνίες και χρονολογίες. Είναι γραμμένα με διαδικαστικό τρόπο. Το Fire & Blood είναι γραμμένο με ξεκάθαρα δραματικό τρόπο. Για παράδειγμα, ο συγγραφέας περιγράφει, σε ορισμένες σκηνές, πώς γυάλιζε το σπαθί κάποιου στο φεγγαρόφωτο, και παρόμοια πράγματα που, σίγουρα, δεν βλέπεις σε ιστορικά βιβλία αλλά σε μυθιστορήματα. Ακόμα κι ο Θουκυδίδης και άλλοι αρχαίοι ιστορικοί δεν έγραφαν έτσι (αν θυμάμαι καλά τον Θουκυδίδη – πάει καιρός από τότε που έχουμε να τα πούμε οι δυο μας). Στο Fire & Blood μπορείς να διαβάσεις κομμάτια σαν αυτό:
Nor could he be gainsaid, for until Aegon II rose from his bed to take up his sword again, the regency and rule were Aemond’s. True to his resolve, the prince rode forth from the Gate of the Gods within a fortnight, at the head of a host four thousand strong. “Sixteen days’ march to Harrenhal,” he proclaimed. “On the seventeenth, we will feast inside Black Harren’s hall, whilst my uncle’s head looks down from my spear.” And across the realm, obedient to his command, Jason Lannister, Lord of Casterly Rock, poured down out of the western hills, descending with all his power upon the Red Fork and the heart of the riverlands. The Lords of the Trident had no choice but to turn and meet him.
Daemon Targaryen was too old and seasoned a battler to sit idly by and let himself be penned up inside walls, even walls as massive as Harrenhal’s. The prince still had friends in King’s Landing, and word of his nephew’s plans had reached him even before Aemond had set out. When told that Aemond and Ser Criston Cole had left King’s Landing, it is said Prince Daemon laughed and said, “Past time,” for he had long anticipated this moment. A murder of ravens took flight from the twisted towers of Harrenhal.
Ένας στρατός προετοιμάζεται και ξεκινά για να επιτεθεί σε ένα παλιό κάστρο μες στη μέση της ερημιάς, και ο πρίγκιπας που μένει εκεί, μόλις το μαθαίνει από τους πληροφοριοδότες του, γελά και λέει: «Καιρός ήταν»· κι ένα σμήνος από κοράκια (με μηνύματα δεμένα στα πόδια τους) φεύγει φτεροκοπώντας από τους στριφτούς, σκοτεινούς πύργους του κάστρου.
Αυτές είναι καθαρά δραματικές σκηνές. Είναι σαν από τρέιλερ ταινίας. Είναι κάτι που διαβάζεις και σε κάνει να γουστάρεις. Δεν είναι σαν ένα διαδικαστικά γραμμένο, βαρετό ιστορικό βιβλίο.
Το Fire & Blood είναι μυθιστόρημα πέρα από κάθε αμφιβολία. Αλλά, δυστυχώς, στη διεθνή φανταστική λογοτεχνία έχουν πλέον βάλει το μυθιστόρημα μέσα σε τόσο αρτηριοσκληρωτικά πλαίσια που οτιδήποτε βρίσκεται έξω από αυτά τα πλαίσια κατευθείαν «δεν είναι μυθιστόρημα» (και καλά). Για παράδειγμα, έχω γράψει και παλιότερα για το τρομερό σκάλωμα με την περιορισμένο οπτική γωνία τρίτου προσώπου εκτός των άλλων.
Το Fire & Blood δεν είναι γραμμένο σε περιορισμένη οπτική γωνία τρίτου προσώπου. Είναι γραμμένο σε οπτική γωνία παντογνώστη αφηγητή. Μόνο που ο αφηγητής μας δεν είναι πραγματικά παντογνώστης. Μοιάζει να είναι ένας ιστορικός που συλλέγει πληροφορίες και τις παραθέτει. Αναφέρεται σε πηγές, και κάνει και δικές του υποθέσεις. Ναι, ο ίδιος ο αφηγητής τρίτου προσώπου μιλά άμεσα εδώ – πράγμα σπάνιο στα σύγχρονα μυθιστορήματα. Σε αρκετές περιπτώσεις, δεν ξέρει τι ακριβώς έχει συμβεί, οπότε απλά εικάζει. Σε άλλες περιπτώσεις, ξέρει τι έχει συμβεί αλλά δεν ξέρει πώς έχει συμβεί. Για παράδειγμα, δολοφονείται ένας σημαντικός χαρακτήρας μέσα στην ιστορία αλλά δεν υπάρχουν ιστορικές πηγές που να λένε ποιος τον σκότωσε, πώς ακριβώς πέθανε· οπότε, εκεί ο αφηγητής μας αρχίζει να υποθέτει. Κάνει μερικές υποθέσεις, και εσύ, ο αναγνώστης, μπορείς να αποφασίσεις ποια είναι, ίσως, η πιο πιθανή να ισχύει. Αλλού, ο αφηγητής λέει ποια περίπτωση εκείνος θεωρεί πιθανότερη. Κατά τα άλλα, είναι αρκετά ουδέτερος. Δεν φαίνεται να είναι με το μέρος κανενός προσώπου ή πολιτικής ομάδας. Προσπαθεί να διατηρεί το ύφος του αντικειμενικού ιστορικού όσο είναι εφικτό.
Όλα αυτά δεν είναι καθόλου ανιαρά. Αντιθέτως, είναι πολύ ενδιαφέροντα και συναρπαστικά. Και δίνουν την ευκαιρία στον αναγνώστη να συμμετέχει ενεργά, με τη φαντασία του, μέσα στην ιστορία αντί να τη δέχεται παθητικά από τον συγγραφέα.
Όμως πάω στοίχημα πως αν το Fire & Blood δεν το είχε γράψει ένας τόσο τραγικά γνωστός άνθρωπος όπως ο GRR Martin δεν υπήρχε περίπτωση να το εκδώσει μεγάλος σύγχρονος εκδότης. Γι’αυτό κιόλας η σημερινή φανταστική λογοτεχνία είναι τόσο φτωχή. Συνεχώς επαναλαμβάνουν τα ίδια μοτίβα γραμμένα με τους ίδιους τρόπους – τα πάντα παγιδευμένα σε κλειστοφοβικές περιορισμένες οπτικές γωνίες τρίτου προσώπου, ο κάθε χαρακτήρας στο κλουβί του.
Το Fire & Blood είναι, επιτέλους, κάτι το διαφορετικό. Ο Martin γι’ακόμα μια φορά άνοιξε έναν καινούργιο δρόμο. Δεν ξέρω πόσοι τώρα θα τον ακολουθήσουν, ή αν μπορούν να τον ακολουθήσουν, όμως είναι ένας καινούργιος δρόμος, αν σκεφτείς πώς έχει η κατάσταση σήμερα με τη φανταστική λογοτεχνία.
Το Fire & Blood δεν είναι μια ιστορία που μπορείς να τη διαβάσεις επιπόλαια, επί τροχάδην. Πρέπει να δώσεις σημασία σε κάθε παράγραφο. Γιατί κάθε παράγραφος είναι σημαντική. Η πλοκή ποτέ δεν σταματά να κινείται. Παρουσιάζονται δεκάδες – εκατοντάδες, ίσως – πρόσωπα. Χαρακτήρες και χαρακτήρες και χαρακτήρες. Μέσα σε διάφορες μπλεγμένες καταστάσεις. Ξύπνα, μην κοιμάσαι, όσο διαβάζεις το Fire & Blood. Δεν υπάρχει χρόνος για ύπνο.
Μέσα στο βιβλίο διαβάζουμε για πολέμους και για δολοπλοκίες, αλλά όχι μόνο. Διαβάζουμε και για τις κοινωνικές συναναστροφές διάφορων χαρακτήρων. Διαβάζουμε για περιπέτειες και για μακρινά ταξίδια, και για πράγματα που είναι... παράξενα, και μαγικά ίσως. Η μαγεία είναι, όπως πάντα στο A Song of Ice and Fire, μυστηριακή και αμφιλεγόμενη. Και ο Martin καταφέρνει ακόμα και σ’ένα υποτιθέμενα «ιστορικό» βιβλίο να βάλει διάφορες ερωτικές καταστάσεις που θα σόκαραν πολλούς πουριτανούς. Ορισμένες είναι τόσο ευφάνταστες και πλακατζήδικες που δεν μπορείς παρά να του βγάλεις το καπέλο. Πολλά άλλα μοτίβα συνηθισμένα στο A Song of Ice and Fire εμφανίζονται κι εδώ, και παραπάνω από μία φορά, αλλά ποτέ με κουραστικό τρόπο.
Επίσης, όπως πάντα, κανείς δεν είναι ασφαλείς· τη μια μέρα κάποιος είναι ήρωας του βασιλείου, την άλλη είναι νεκρός, θαμμένος κάτω από πτώματα σ’ένα πεδίο μάχης, ή δολοφονημένος από ένα μαχαίρι στην πλάτη, ή από δηλητήριο. Ακόμα και ασθένειες πέφτουν στα Επτά Βασίλεια, παράξενες επιδημίες που θερίζουν ολόκληρες πόλεις, κλέβοντας χαρακτήρες με τρόπο που σε κάνει να λες «Ε όχι, δεν μπορεί αυτός να ψόφησε έτσι»· αλλά ψόφησε έτσι. Δυστυχώς.
Υπάρχουν, επίσης, αρκετοί δράκοι μέσα στο Fire & Blood, και ακόμα κι αυτοί έχουν τις δικές τους, ξεχωριστές προσωπικότητες. Όπως και όλοι οι χαρακτήρες. Πράγμα που δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις. Παρουσιάζονται περισσότερα πρόσωπα εδώ απ’ό,τι είναι εύκολο να μετρήσεις, αλλά το καθένα μοιάζει να έχει τη δική του προσωπικότητα, κι όταν ο αφηγητής αποφασίζει να εστιαστεί σε κάποιον αυτός αμέσως ξεπηδά μέσα από τις σελίδες σαν ένας αληθινός άνθρωπος από αληθινή ιστορία.
Ο Martin έχει καταφέρει εδώ κάτι το πραγματικά αξιοσημείωτο. Το βιβλίο, παρότι αρκετά μεγάλο, είναι ουσιαστικό μικρό για το πλήθος των χαρακτήρων και των καταστάσεων που παρουσιάζει. Και όλα αυτά είναι συναρπαστικά και ενδιαφέροντα. Φαίνεται σαν κι ο ίδιος ο συγγραφέας να διασκέδαζε γράφοντάς τα (όπως και πρέπει, αν θες ένα βιβλίο να είναι καλό). Επιδεικνύει την ίδια παιχνιδιάρικη δημιουργικότητα που επιδείκνυε και στα πρώτα τρία βιβλία του A Song of Ice and Fire. Δεν σταματά ποτέ να δημιουργεί. Γι’αυτό και κάθε παράγραφος είναι σημαντική.
Ορισμένες καταστάσεις μέσα στο Fire & Blood είναι τόσο τρελές, τόσο ευφάνταστες, τόσα στα όρια του σουρεαλισμού ώρες-ώρες, που θυμίζουν κυριολεκτικά πίνακες του Ιερώνυμου Μπος από μεσαιωνικό χάος.
Για να είμαι ειλικρινής (κι ας νομίσει όποιος θέλει ότι αυτό είναι «έπαρση», δήθεν, από τη μεριά μου – δε μ’ενδιαφέρει), έχω να διαβάσω εδώ και πολλά χρόνια βιβλίο που να νομίζω ότι ίσως να μη μπορούσα να γράψω ο ίδιος, ότι ίσως να μη μπορούσα να κάνω κάτι αντίστοιχο από άποψη πλοκής, χαρακτήρων, γραφής. Το Fire & Blood είναι ένα από αυτά τα βιβλία: από εκείνα που με κάνουν να σκέφτομαι ότι ίσως και να μην μπορούσα να τα γράψω. Κι αυτά είναι τα βιβλία που πραγματικά μου αρέσουν. Γιατί από αυτά τα βιβλία έχεις, εκτός απ’το να ψυχαγωγηθείς αληθινά, κάτι να διδαχτείς κι εσύ ως συγγραφέας.
Δεν μπορώ να ασκήσω καμιά σπουδαία κριτική πάνω στο τι δεν μου άρεσε στο Fire & Blood, γιατί αυτά που δεν μου άρεσαν είναι ελάχιστα και επουσιώδη. Αν έπρεπε να σχολιάσω κάτι ως αρνητικό θα μπορούσα να πω ότι ορισμένα κομμάτια μού φάνηκαν λίγο πιο άκομψα γραμμένα σε σχέση με άλλα, έχοντας αρκετές επαναλήψεις λέξεων που θα μπορούσαν να είχαν αντικατασταθεί με διαφορετικές λέξεις, ή και σβηστεί, χωρίς πρόβλημα.
Ένα ακόμα πράγμα που δεν είμαι σίγουρος αν είναι λάθος, πάντως με παραξένεψε, είναι το θέμα των εποχών στον κόσμο του Westeros. Υποτίθεται πως οι χειμώνες κρατάνε χρόνια ολόκληρα, τα καλοκαίρια επίσης. Αλλά, τουλάχιστον στην αρχή του Fire & Blood, έτσι όπως μας τα λέει ο αφηγητής μού δόθηκε για λίγο η εντύπωση ότι οι χειμώνες και τα καλοκαίρια κρατάνε τόσο όσο και τα δικά μας. Προς το τέλος, βέβαια, οι αναφορές είναι πιο ξεκάθαρες· καταλαβαίνεις ότι όντως οι εποχές κρατάνε πολλά χρόνια. Όμως γενικά είχα κάποιες απορίες σχετικά με το πέρασμα των εποχών σ’αυτό τον φανταστικό κόσμο. Τι ισχύει τελικά; Πώς ακριβώς μετράνε τα χρόνια αυτοί οι άνθρωποι, και πώς καταφέρνουν να ζουν; Υπάρχει, όπως στη Helliconia του Brian Aldiss, Μεγάλος Χειμώνας και Μεγάλο Καλοκαίρι που περιλαμβάνουν μικρούς χειμώνες και μικρά καλοκαίρια, ή όχι; Αν όχι, τότε πώς διάολο μετράνε το πέρασμα του χρόνου στον Westeros; Για να μην πούμε τι τρώνε όταν πέφτει ο πολύχρονος χειμώνας...
Ένα άλλο θέμα είναι οι ηλικίες πολλών χαρακτήρων. Ο Martin φαίνεται να εξακολουθεί να πιστεύει, όπως και στα άλλα βιβλία του A Song of Ice and Fire, ότι άνθρωπος δεκαπέντε χρονών είναι ώριμος σχεδόν σαν άνθρωπος εικοσιπέντε χρονών, και από νοητικής και από σωματικής άποψης. Και είναι και τα δύο να σε εκπλήσσουν. Ακόμα και μητέρες δεκαπέντε χρονών έχει μέσα στο Fire & Blood! Το μόνο που προσωπικά μπορώ να υποθέσω είναι πως στον κόσμο του Westeros οι άνθρωποι μεγαλώνουν πιο γρήγορα απ’ό,τι στον κόσμο μας. Αλλά πεθαίνουν το ίδιο γρήγορα όπως και στον Μεσαίωνα του κόσμου μας. Σχεδόν κανείς δεν περνά την ηλικία των εξήντα στο Fire & Blood. Ή από πόλεμο θα πάει, ή από προδοσία, ή από αρρώστια, ή από φαρμάκι, ή από πέσιμο, ή από γέννα.
Επίσης, πίστευα ότι ώς το τέλος του βιβλίου θα μαθαίναμε ποιος είναι ο αφηγητής μας. Γιατί δεν είναι ένας ουδέτερος, αόρατος αφηγητής τρίτου προσώπου που εξαφανίζεται μέσα στην ιστορία και απλά σε αφήνει να τη βιώσεις χωρίς εκείνος να υπάρχει, χωρίς να σχολιάζει, χωρίς να παρεμβαίνει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορείς να πεις ακόμα και ότι δεν υφίσταται καν αφηγητής, αλλά απλά έχεις την εμπειρία της ιστορίας σαν όνειρο. Εδώ, όμως, δεν είναι έτσι. Εδώ ο αφηγητής κάνει σχόλια και υποθέσεις. Επομένως, είναι κάποιο πρόσωπο· αμέσως το παρατηρείς. Ποιος είναι αυτός; Θα ήθελα ώς το τέλος να είχα μάθει, όμως δεν το έμαθα. Και έτσι είχα την αίσθηση ότι κάτι έλειπε.
Αλλά αυτές είναι απλά κάποιες παράπλευρες σκέψεις μου για το Fire & Blood. Γενικά, το βιβλίο είναι υπέροχο. Ο Martin επιτέλους επέστρεψε φέρνοντας μαζί του κάτι πολύ καλό και, για τα σημερινά δεδομένα στη φανταστική λογοτεχνία, πρωτοποριακό γι’ακόμα μια φορά. Ανέκαθεν έλεγε πως του άρεσε να παίζει με ιππότες, κάστρα, και βασιλιάδες. Στο Fire & Blood παίζει επάνω σ’ένα πραγματικό πελώριο ταμπλό, χωρίς περιορισμούς, για τη χαρά του παιχνιδιού· και ο ενθουσιασμός του είναι κολλητικός.
Αναρωτιέμαι, όμως, ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να βάλει στο εξώφυλλο κάτι που μοιάζει με σβάστικα. Είναι γελοίο. Το έμβλημα των Targaryen δεν είναι έτσι. Ορίστε πώς είναι, από τα πρώτα βιβλία του A Song of Ice and Fire. Δε βλέπω τίποτα που να θυμίζει σβάστικα. Βλέπεις εσύ;
