Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Αν σας αρέσουν τα μυθιστορήματα και διηγήματα που βρίσκετε εδώ
τελείως δωρεάν, μπορείτε να το δείξετε κάνοντας μια δωρεά με τον πιο ασφαλή
τρόπο στο διαδίκτυο.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Η Τέχνη του Τίτλου Πώς βάζουμε τίτλο σε ένα λογοτεχνικό έργο;
Το πώς βάζουμε τίτλο είναι ένα ερώτημα που δεν μπορεί να απαντηθεί όσο κι αν το προσπαθήσεις. Ή, μάλλον, μπορείς να δίνεις συνεχώς απαντήσεις. Δεκάδες απαντήσεις, και να μην τελειώνεις ποτέ. Αλλά αξίζει να το ερευνήσουμε.
Κάποτε, πριν από χρόνια, κάποιος μού είπε: Έχω αρχίσει να γράφω κάτι. Θα το ονομάσω [όνομα τίτλου εδώ]!
Κι ένας άλλος, που ήταν επίσης εκεί, του είπε: Όχι, δεν βάζεις τίτλο τώρα. Μετά θα τον βάλεις.
Γιατί; είπε ο πρώτος. Εγώ τον έχω σκεφτεί τώρα!
Και με ρωτούσαν, επειδή ήξεραν ότι γράφω, ποιο είναι το σωστό. Να βάλεις τον τίτλο ενώ ξεκινάς να γράφεις ή αφού έχεις τελειώσει την ιστορία που γράφεις;
Μπορείς να το κάνεις όποτε θέλεις, φυσικά. Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να σε υποχρεώνει να βάλεις τίτλο κάποια συγκεκριμένη στιγμή και μόνο. Το σύνηθες, όμως, είναι να βάζουμε τον τίλο αφού έχουμε ολοκληρώσει να γράφουμε μια ιστορία, γιατί τότε έχουμε μια καλύτερη εικόνα της ιστορίας ως σύνολο. Όταν αρχίζεις να γράφεις, μπορεί κι εσύ ο ίδιος να μην ξέρεις τι ακριβώς γράφεις, μπορεί να μην είσαι σίγουρος πώς ακριβώς θα εξελιχτεί η ιστορία. (Ναι, κι εγώ έτσι το κάνω. Αν η ιστορία δεν είχε εκπλήξεις και για εμένα, θα βαριόμουν να τη γράψω.) Είναι δύσκολο να σκεφτείς τίτλο με αυτά τα δεδομένα, με τέτοιο βαθμό αβεβαιότητας. Όταν όμως έχεις τελειώσει την ιστορία, βλέπεις τι είναι και μπορείς να τη βαφτίσεις όπως θέλεις.
Αυτό, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό. Ούτε είναι απαραίτητο, μάλιστα, πως ο τίτλος θα είναι «καλύτερος» ή «πιο ταιριαστός» αν τον αποφασίσεις αφού έχεις ολοκληρώσει την ιστορία. Μερικές φορές, δε, μπορεί από τον τίτλο να σκεφτείς την ιστορία. Φαίνεται ίσως παράξενο, κι όμως είναι αλήθεια. Υπάρχει περίπτωση από μια φράση που μοιάζει με τίτλο να σκεφτείς μια ολόκληρη ιστορία – και μετά αυτή η φράση να ταιριάζει όντως για τίτλος της ιστορίας. Ή μπορεί να τα σκεφτείς μαζί, να σκεφτείς περίπου τι έχεις να γράψεις και ο τίτλος να γίνεται, από αυτό, αμέσως φανερός. Στα διηγήματα είναι πιο συνηθισμένο απ’ό,τι στα μυθιστορήματα, βέβαια· διότι στα διηγήματα η ιστορία είναι μικρότερη, ή πιο συμπυκνωμένη, και βλέπεις άμεσα περί τίνος πρόκειται και, άρα, πώς θα μπορούσε να ονομαστεί. Στο μυθιστόρημα θέλεις περισσότερη δουλειά προκειμένου να μπορείς να κάνεις ένα βήμα πίσω, να το δεις από απόσταση, και να σκεφτείς πώς να το ονομάσεις.
Προσωπικά, επειδή γράφω περισσότερο μυθιστόρημα παρά διήγημα ή νουβέλα, σχεδόν ποτέ δεν σκέφτομαι τον τίτλο από την αρχή. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Προσπαθώ τώρα να θυμηθώ μία περίπτωση που να μου έχει συμβεί, και δεν μου έρχεται στο μυαλό ούτε μία. Κατά πάσα πιθανότητα, τον τίτλο μέχρι στιγμής πάντα μετά τον σκέφτομαι. Ή όχι ακριβώς «μετά». Για παράδειγμα, στο τελευταίο βιβλίο που έγραψα (το οποίο θα αργήσει πολύ να δημοσιευτεί· έχω στο πρόγραμμα να ξεκινήσω να δημοσιεύω την Αναζήτηση του Οφιομαχητή στα τέλη 2024, αρχές 2025, για την οποία έχω γράψει στα Σκιώδη Παραλειπόμενα – ψάξτε το) τον τίτλο τον σκέφτηκε κάπου προς το τέλος αλλά όχι αφού το είχα ολοκληρώσει. Αρχίζω, πάντως, να αναρωτιέμαι για τον τίτλο από τη μέση του βιβλίου και μετά. Πιο πριν, ό,τι και να σκεφτώ θα είναι «λάθος», είμαι σίγουρος. Μερικές φορές βάζω έναν «working title», που λένε· δηλαδή, έναν τίτλο της πλάκας που μόνο εγώ τον βλέπω ενώ γράφω, και ποτέ δεν δημοσιεύεται. Τελευταία, είχα βάλει, μάλιστα, έναν τέτοιο τίτλο που μου άρεσε πάρα πολύ – ήταν πολύ γαμάτος σαν τίτλος, τον έβλεπα και κάτι με έπιανε – αλλά δεν μπορούσε να μπει σαν κανονικός τίτλος, σε καμία περίπτωση. Ήταν, ξεκάθαρα, εκτός.
Και υπάρχει και το ερώτημα, πώς βάζεις τίτλο σε μια σειρά βιβλίων ή διηγημάτων. Περιμένεις να τελειώσεις όλη τη σειρά – που μπορεί να είναι ακόμα και δέκα ιστορίες, ή περισσότερες – προτού βάλεις γενικό τίτλο και τη δημοσιεύσεις;
Αν γινόταν αυτό, τότε όλες οι σειρές θα ήταν ολοκληρωμένες προτού αρχίσουν να δημοσιεύονται – πράγμα που, φυσικά, δεν ισχύει. Τον γενικό τίτλο μιας σειράς συνήθως τον σκέφτεσαι αφού έχεις γράψεις την πρώτη ιστορία, ή το πρώτο βιβλίο. Γιατί, λογικά, η γενική ιδέα θα πρέπει να έχει ώς τότε συγκεκριμενοποιηθεί αρκετά ώστε να μπορείς να το κάνεις αυτό.
Αρκετές φορές, όμως, υπάρχει μια κάποια αβεβαιότητα· οπότε, προκειμένου να βάλεις τίτλο στη σειρά, βάζεις κάτι όσο το δυνατόν πιο γενικό. Και αυτό ισχύει για όλους. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τίτλους όπωςThe Wheel of Time (Robert Jordan) ή A Song of Ice and Fire (GRR Martin). Είναι πολύ γενικοί τίτλοι. Θα μπορούσαν να ταιριάζουν και σε άλλες ιστορίες – πολλές άλλες ιστορίες. Αλλά ο συγγραφέας θα ήταν πολύ δύσκολο να βάλει πιο συγκεκριμένο τίτλο σειράς από το πρώτο βιβλίο κιόλας, έτσι έβαλε έναν πιο γενικό τίτλο και ξεμπέρδεψε.
Κάποιες φορές μπορεί να τον μετανιώσεις κιόλας αυτό τον γενικό τίτλο. Αν έχεις ήδη δημοσιεύσει πράγματα από τη σειρά, είναι δύσκολο να τον αλλάξεις. Αν όχι, τότε μπορείς να το κάνεις. Θα σας πω μόνο το εξής: Το Παιχνίδι των Ράζλερ, όταν ξεκίνησα να το γράφω, το έλεγα Το Έπος της Κουαλανάρα. Όταν ήμουν πια στο τρίτο βιβλίο το είπα Παιχνίδι των Ράζλερ. Η συμβολαιογράφος που της πήγαινα τότε τα κείμενα για πνευματικά δικαιώματα παραξενεύτηκε όταν της το εξήγησα· αλλά της είπα: «Εντάξει, εμείς το κείμενο κατοχυρώνουμε, ολόκληρο το κείμενο, όχι τον τίτλο της σειράς,» και συμφώνησε. (Και όντως έτσι είναι με τα πνευματικά δικαιώματα. Δεν μπορείς να κατοχυρώσεις μια φράση – ή, τουλάχιστον, είναι πολύ δύσκολο. Μόνο ολόκληρο έργο μπορείς να κατοχυρώσεις.)
*
Πέρα από το πότε βάζεις τίτλο, όμως, πολλοί αναρωτιούνται και πώς βάζεις τίτλο.
Αυτό είναι και το πιο αδύνατον να απαντηθεί. Ή, μάλλον, πάλι οι απαντήσεις είναι δεκάδες, και καμία πολύ συγκεκριμένη. Ορισμένες ιδέες είναι οι εξής:
—Βάζεις τίτλο από το γενικό θέμα. Αν το βιβλίο γράφει για κυνηγούς που κυνηγάνε αρκούδες, μπορείς να το πεις Το Κυνήγι των Αρκούδων. (Και ποιος δεν θα γελάσει;)
—Βάζεις τίτλο από κάποια περίεργη λεπτομέρεια του βιβλίου. Για παράδειγμα, αν η ηρωίδα έχει γενετήσιο σημάδι κάτω από το μάτι, μπορεί να βάλεις τίτλο Το Σημάδι στο Μάτι. Ασχέτως αν αυτό δεν είναι το γενικό θέμα του βιβλίου.
—Βάζεις έναν όσο πιο εντυπωσιακό τίτλο μπορείς – προσπαθώντας, οριακά, να έχει και κάποια σχέση με το θέμα. Όπως, εεε,A Song of Ice and Fire; Δεν είναι αρκετά εντυπωσιακός τίτλος; Ή, για να πούμε κι ένα φανταστικό παράδειγμα, Τα Παιδιά της Θύελλας, ή Το Χρονικό της Φωτιάς. Τίτλοι της πλάκας, ουσιαστικά, που μπορεί να μπουν σε διάφορα βιβλία που περιγράφουν πολέμους ή ανατροπές σε ολόκληρες χώρες, και τα λοιπά.
—Βάζεις τίτλο από το όνομα του πρωταγωνιστή. Όπως Άννα Καρένινα, ή Χάιντι. Αυτό συνηθιζόταν, κυρίως, παλιά. Σήμερα δεν συνηθίζεται, και μάλιστα θεωρείται λιγάκι κακόγουστο.
—Βάζεις έναν τίτλο που δεν είναι απαραίτητα εντυπωσιακός, αλλά είναι μυστηριώδης· ο άλλος τον διαβάζει και αναρωτιέται τι διάολο μπορεί να γράφει αυτό το βιβλίο. Παράδειγμα; Το Όνομα του Ρόδου, φυσικά.
Γενικά, παλιότερα έβαζαν πιο απλούς τίτλους. Έβαζαν τίτλους που ήταν κατευθείαν από το γενικό θέμα του βιβλίου, όπως Οι Τρεις Σωματοφύλακες, ή από το όνομα του πρωταγωνιστή – Άννα Καρένινα. Σήμερα, την έχουμε δει πιο «ψαγμένοι» και έξυπνοι, έτσι πάμε ή για εντυπωσιακούς τίτλους («πιασάρικους» στην αγορά, ή απλά «τραβηχτικούς» στο μάτι) ή για μυστηριώδεις («καλλιτεχνικούς»).
Μη νομίζετε, πάντως, ότι η παραπάνω λίστα είναι ολοκληρωμένη· σίγουρα ξεχνάω κάτι. Υπάρχουν δεκάδες τρόποι για να βάλεις τίτλο.
Τους τίτλους στα δικά μου βιβλία τούς βάζω με μια λογική να έχουν σχέση με το βιβλίο αλλά συγχρόνως να είναι και κάπως «καλλιτεχνικοί», να έχουν κάτι το λογοτεχνικό. Αποφεύγω τίτλους που μοιάζουν με απλή περιγραφή του αντικειμένου, όπως Το Κυνήγι των Αρκούδων σ’ένα διήγημα όπου κυνηγοί κυνηγάνε αρκούδες. Εγώ μπορεί, σε μια τέτοια περίπτωση, να έβαζα για τίτλο, ας πούμε, Τα Δόντια του Δάσους, ή Οι Άρχοντες των Κρημνών (αν η ιστορία διαδραματιζόταν σε βουνά και οι αρκούδες μπορούσαν να θεωρηθούν «άρχοντες» του μέρους). Δεν βάζω σχεδόν ποτέ τίτλο που σου λέει ακριβώς τι είναι η ιστορία· βάζω πάντα τίτλους που παίζουν με τη φαντασία και ακούγονται όσο το δυνατόν πιο όμορφοι στα αφτιά μου.
Αυτή, βέβαια, είναι απλώς η δική μου τακτική, και δεν μπορείς να πεις ότι είναι πιο σωστή από οποιαδήποτε άλλη.
Έχω, πάντως, να παρατηρήσω ότι στις μέρες μας, παρότι γενικά ο κόσμος δεν διαβάζει και τόσο λογοτεχνία όσο σε παλιότερες εποχές, δίνεται περισσότερη σημασία στους τίτλους απ’ό,τι παλιά. Ίσως να φταίει το ότι έχουμε πιο πολύ χρόνο να το «κοσκινίσουμε», ενώ τότε έβαζαν απλώς έναν τίτλο που ταίριαζε και το έβγαζαν στο κοινό, και δεν τους ενδιέφερε τίποτ’ άλλο.
Αλλά, για εμένα, ο τίτλος έχει τη δική του μαγεία. Είναι κι αυτός λογοτεχνία· δεν μπορώ να τον δω ως κάτι το διαδικαστικό. Και πολλές φορές γράφω δεκάδες τίτλους προτού αποφασίσω ποιον να χρησιμοποιήσω. Διότι κανένας δεν μου ταιριάζει, ή δεν μου ακούγεται καλά. Κάνω ολόκληρη λίστα από πιθανούς τίτλους κι αρχίζω να διαγράφω τον έναν μετά τον άλλο μέχρι που κάποιος να μείνει ο οποίος μου φαίνεται καλύτερος από τους υπόλοιπους. Και μετά χτυπιέμαι ότι ακόμα κι αυτός δεν ταιριάζει απόλυτα, ή δεν είναι αρκετά καλόγουστος.
Αλλά, όταν φτάνεις εκεί, ίσως να είναι ώρα να το αφήσεις για λίγο το θέμα να «ξεκουραστεί» από μόνο του. Και έπειτα μπορεί ο τίτλος που δεν σου φαινόταν αρκετά καλός να αρχίσει να σου φαίνεται καλύτερος. Ή, ξαφνικά, από το εξώτερο διάστημα, να έρθει ένας τίτλος σαν εξωγήινος αποκεί που δεν τον περίμενες. Και τότε θ’αναρωτιέσαι κιόλας πώς δεν τον είχες σκεφτεί από την αρχή, αφού, φυσικά, ήταν προφανής και δεν θα μπορούσε ποτέ να ήταν τίποτε άλλο.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)