Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Ο Οφιομαχητής επιστρέφει στην Ιχθυδάτια μαζί με τους συντρόφους του – Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, μια παλιά πειρατίνα, μια καλή φίλη, και έναν άνθρωπο που τα Τέκνα θεωρούν σημαντικό. Κατευθύνονται προς το άντρο της Φαρμακερής Βασίλισσας, αλλά συναντούν περιστάσεις στον δρόμο τους που δεν τους αφήνουν να φτάσουν γρήγορα εκεί. Και ο Γεώργιος αναγκάζεται να μπλέξει σε μια επανάσταση εναντίον των καταπιεστών μιας πόλης, συνειδητοποιώντας σύντομα ότι δεν έχει να κάνει με τίποτα λιγότερο από τις δυνάμεις του Αρχέγονου Όφεως που μπορούν να μετρηθούν με τη δική του υπερφυσική δύναμη της Έχιδνας...
...ενώ, πριν από μερικά χρόνια, τρεις παράξενοι ταξιδιώτες επισκέπτονται τη σχετικά απομονωμένη πόλη της Αρκάδνης στην καρδιά του Αρκάδνιου Λεκανοπέδιου, με σκοπό να πορευτούν νότια για να φτάσουν στην Ερνέγη και πέρα από αυτήν, στους Στενότοπους, τα επικίνδυνα βαλτοτόπια όπου ο Οφιομαχητής ελπίζει να βρει ένα σπίτι για τον ερπετοειδή που έσωσε από τη δουλεία των αρένων της Νερκάλης. Αλλά στην Ερνέγη μυστηριώδεις πράκτορες αναζητούν μισθοφόρους, καπεταναίους, και μάγους – οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να πολεμήσει. Και σύντομα άγριος και αιματηρός πόλεμος θα ξεσπάσει μέσα στη Συμπολιτεία των Ποταμών, επηρεάζοντας ολόκληρο τον Μεγάλο Κόλπο της Μικρυδάτιας και τις πόλεις στις ακτές του. Ο Πολιτοβασιλέας βρίσκεται αντιμέτωπος με τον χειρότερό του εχθρό.
Κατά πρώτον, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: άλλο ο κουρσάρος, άλλο ο πειρατής.
Αναρωτιέστε ποια είναι η διαφορά; Κουρσάρος είναι αυτός που επιτίθεται σε πλοία προκειμένου να τα ληστέψει αλλά τον υποστηρίζει κάποια κυβέρνηση ή κάποιο κράτος. Μπορεί, μάλιστα, και να τον πληρώνει σαν μισθοφόρο, ή μπορεί απλώς να του δίνει το «δικαίωμα» να λυμαίνεται ορισμένες θαλάσσιες περιοχές, μόνο όμως όταν χτυπά συγκεκριμένα σκάφη – δηλαδή, κάποιου άλλου κράτους συνήθως. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις που ο στόχος μπορεί να μην είναι τα πλοία άλλου κράτους αλλά μιας πόλης ή ενός εμπορικού συνασπισμού. Γενικά, ο στόχος είναι τα πλοία που ο «εργοδότης» του κουρσάρου θέλει να σαμποτάρει, αλλά χωρίς – στις περισσότερες περιπτώσεις – να φανεί η δική του σημαία.
Ο πειρατής, σε αντίθεση με τον κουρσάρο, είναι κάποιος που ληστεύει εμπορικά πλοία για προσωπικό όφελος και μόνο. Δεν το κάνει για να εξυπηρετήσει κανέναν άρχοντα ή κανένα κράτος. Κλέβει από τους πάντες. Είναι «Ρομπέν των Θαλασσών» της λογικής «Τα παίρνω από τους πλούσιους και τα κρατάω για τον εαυτό μου».
Πρακτικά, όμως, οι όροι πειρατής και κουρσάρος χρησιμοποιούνται πολλές φορές ως συνώνυμοι για να δείξουν ότι κάποιος ληστεύει πλοία στη θάλασσα.
Η φανταστική λογοτεχνία – ειδικά αυτή που έχει υπόβαθρο φανταστικούς κόσμους και όχι τον κόσμο μας – είναι πάντα μετάφραση. Όχι, δεν είμαι από εκείνους τους καλοθελητές που ισχυρίζονται ότι η φανταστική λογοτεχνία δεν μπορεί ποτέ να γραφτεί στα ελληνικά (γιατί δεν είναι «μέσα στην παράδοσή μας» και κάτι τέτοιες σαχλαμάρες)· εννοώ απλώς πως σε έναν φανταστικό κόσμο, προφανώς, δεν μιλάνε ελληνικά (ή οποιαδήποτε άλλη γλώσσα του κόσμου μας), οπότε εξ ορισμού ό,τι γράφεις από εκεί είναι μετάφραση.
Ακόμα κι αν θεωρήσεις ότι η ουδέτερη αφήγηση δεν είναι μετάφραση, ακόμα κι αν θεωρήσεις ότι και οι πλάγιες σκέψεις των χαρακτήρων δεν είναι μετάφραση, τα λόγια τους αναμφίβολα είναι. Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο.
Το ίδιο ισχύει και για τα ονόματά τους, έστω κι αν είναι ελληνoφανή. Τι εννοώ μ’αυτή την πρωτότυπη λέξη; Εννοώ ότι μπορεί να μοιάζουν ελληνικά χωρίς πραγματικά να είναι. Μπορεί απλώς να είναι απόδοση του «πραγματικού» ονόματος του χαρακτήρα στον δικό του κόσμου. Για παράδειγμα, στην Υπερυδάτια – τον κόσμο όπου διαδραματίζεται και η Αναζήτηση του Οφιομαχητή – οι πάντες έχουν ονόματα που μοιάζουν ελληνικά, όπως Δημήτριος, Γεώργιος, Ιωάννα, Ελένη. Δεν είναι, όμως, αληθινά ελληνικά· απλώς αυτή είναι η καλύτερη δυνατή μετάφραση για να αποδώσει τα πραγματικά τους ονόματα. Και αυτά τα ονόματα, στην Υπερυδάτια, είναι πάντα έτσι μεγάλα: Δημήτριος, αλλά ποτέ Δημήτρης· Γεώργιος, αλλά ποτέ Γιώργος. Ουσιαστικά, δηλαδή, αποδίδουν μια αίσθηση του «πραγματικού» ονόματος που υπάρχει στην Υπερυδάτια. (Είναι σαν να μεταφράζεις το Gus ως Κώστας. Δεν είναι αυτό, απλώς είναι μια απόδοσή του. Ή σαν να μεταφράζεις το John, το Jon, ή το Jack ως Γιάννης παρότι είναι τρία διαφορετικά ονόματα!)
Σε άλλες περιπτώσεις φανταστικών κόσμων, τα ονόματα μένουν «αμετάφραστα». Ο Γκάνταλφ είναι Γκάνταλφ, δεν είναι Ιάκωβος. Γιατί αυτό ταιριάζει καλύτερα στην αισθητική του φανταστικού κόσμου του Τόλκιν.
Κάποιοι συγγραφείς έχουν μια τρομερή έμπνευση και αρχίζουν να γράφουν. Και, για να συνεχίσουν να γράφουν (το ίδιο βιβλίο, την ίδια ιστορία), εξακολουθούν να έχουν τρομερές εμπνεύσεις τη μία κατόπιν της άλλης μέχρι να το τελειώσουν.
Αυτοί οι συγγραφείς είναι ελάχιστοι. Αμφίβολο είναι αν καν υπάρχουν. Ίσως να είναι απλώς μυθικοί.
Συνήθως, οι αρχάριοι συγγραφείς πιστεύουν ότι πιάνεις να γράψεις μόνο όταν έχεις την «τρομερή έμπνευση». Οι αρχάριοι, ή οι επίδοξοι αλλά ανόητοι. Γιατί, με τέτοια νοοτροπία, ποτέ δεν πρόκειται να γράψεις τίποτα. Ή θα γράψεις ελάχιστα πράγματα. Ή θα ξεκινήσεις να γράφεις κάποιες ιστορίες και ποτέ δεν θα τις ολοκληρώσεις γιατί την αρχική έμπνευση που είχες δεν θα συνεχίσεις να την έχεις ώσπου να τελειώσεις.
Η έμπνευση είναι ένα πράγμα στιγμιαίο. Τυχαία, μπορεί να έρθει ορισμένες φορές στη ζωή σου, και σε όσο πιο πολύ «μαγική κατάσταση» βρίσκεσαι τόσο πιο συχνά έρχεται. Όπως όταν είσαι παιδί. Η έμπνευση δεν θέλει και πολύ χρήση της λογικής· είναι απλώς μερικοί συνειρμοί που παρουσιάζονται, φαινομενικά, από το πουθενά και σε ενθουσιάζουν. Μπορεί να νομίζεις ότι «τα βλέπεις μπροστά σου». Αρκετές φορές μού έχει συμβεί αυτό. Ειδικά στο παρελθόν, όταν ήμουν πιο μικρός και πιο ενθουσιώδεις, νομίζω πως μου συνέβαινε συχνότερα. Μπορεί απλώς να βάδιζα προς το σπίτι μου και με τη μια μεριά του μυαλού μου να ονειρευόμουν πολεμιστές να σκοτώνουν έναν δράκο (ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων).
Αλλά δεν μπορείς να περιμένεις να σου έρθει αυτού του είδους η έμπνευση για να καθίσεις να γράψεις. Συχνά, μάλιστα, αυτή η έμπνευση είναι απλώς για να ξεκινήσεις κάτι, κι όταν πιάνεις να το γράψεις βλέπεις ότι τελικά είναι πολύ διαφορετικό. Η έμπνευση δεν ήταν παρά η σπίθα για να γίνει η αρχή.
Ανάμεσα στα Τέκνα του Φαρμακερού Κύκλου, ο Οφιομαχητής συναντά ανέλπιστα μια παλιά φίλη η οποία του μιλά για πολλά γεγονότα στην Ιχθυδάτια που διαδραματίστηκαν από τότε που εκείνος εγκατέλειψε την ηπειρόνησο. Τον πληροφορεί για τον Πόλεμο των Κουρσάρων, για τις συνέπειές του, και για την καινούργια, άγρια πολιτική κατάσταση· τον προειδοποιεί για την απειλή του Αρχέγονου Όφεως· κάνει μια υπόθεση για τις τελετές βατράχων και για ένα μυστηριώδες δίκτυο· και προθυμοποιείται να βοηθήσει τον Οφιομαχητή στην αναζήτησή του για τους φίλους που, άθελά του, άφησε πίσω του... βέβαιη πως σύντομα θα τον ξαναδεί.
Οι ακόλουθοι του Λοκράθου, όμως, δεν έχουν τελειώσει με τον Οφιομαχητή, και η επιρροή τους φτάνει μακριά...
...ενώ, πριν από μερικά χρόνια, στη Μικρυδάτια, ένας κουρσάρος διασχίζει το Μεγάλο Δάσος, συναντά έναν εξωδιαστασιακό ταξιδιώτη, και προκαλεί μια μικρή αναστάτωση στη δυσώνυμη πόλη της Ακαρκίας. Έπειτα, ο Μαύρος Ξένος εμφανίζεται στις αρένες της Νερκάλης, ένας κατάμαυρος πυγμάχος με εξωφρενική δύναμη, ο οποίος σύντομα, με τις πράξεις του, τραβά την προσοχή διάφορων... και η προσοχή τους είναι ανεπιθύμητη για εκείνον και επικίνδυνη για τους συντρόφους του.
Αρκετές φορές έχει τεθεί το ερώτημα αν υπάρχει καμιά ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον σουρεαλισμό και τη φαντασία. Εγώ πλέον έχω καταλήξει ότι ίσως η διαφορά να είναι θέμα αισθητικής αλλά και προκαταλήψεων.
Όταν λέμε «φαντασία», εννοούμε ή την επιστημονική φαντασία – κόσμοι στο διάστημα, διαστημόπλοια, εξωγήινοι, και τα λοιπά – ή την ηρωική/επική φαντασία – αρχαϊκοί κόσμοι, αχανή δάση, μάγοι, δράκοι. Επίσης, εννοούμε οτιδήποτε μπορεί να υπάρξει ανάμεσα σε αυτές τις δύο ακραίες μορφές, καθώς και παραλλαγές τους (όπως, πχ, κάτι σαν το δικό μου Θρυμματισμένο Σύμπαν).
Όταν λέμε «σουρεαλισμός», το πράγμα αρχίζει να μπλέκει. Σουρεαλισμός μπορεί να είναι κάτι σαν τους πίνακες του Νταλί – δηλαδή, κάτι που, για τους περισσότερους από εμάς, δεν βγάζει κανένα νόημα αλλά απλά δημιουργεί μια κάποια αίσθηση. Στη λογοτεχνία, συχνότερα, ο σουρεαλισμός είναι περισσότερο μια αισθητική παρά οτιδήποτε άλλο. Αν και περιλαμβάνει φανταστικά στοιχεία, αυτά μπορεί να είναι πιο πολλά ή πιο λίγα, κατά περίπτωση. Για παράδειγμα, οι ιστορίες του Borges θεωρούνται σουρεαλιστικές· το ίδιο, όμως, και του William Burroughs, ο οποίος, συνήθως, περιλαμβάνει περισσότερα φανταστικά στοιχεία απ’ό,τι ο Borges. Σουρεαλιστικές είναι, επίσης, οι ιστορίες του Franz Kafka. Και ειδικά εκείνη η ιστορία με τον τύπο που μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα έχει έκδηλα φανταστικά στοιχεία, αλλά μπορείς και να το θεωρήσεις «αλληγορία» ή ό,τι άλλο θέλεις, οπότε εμπίπτει κυρίως στον σουρεαλισμό, όχι στη φανταστική λογοτεχνία.
Και, γενικά, εκείνο που έχω προσέξει εγώ σχετικά με τον διαχωρισμό φαντασίας και σουρεαλισμού είναι ότι βασίζεται στην αισθητική. Αυτό είναι το πιο ουσιώδες κριτήριο. Αν και υπάρχει πολύς υποκειμενισμός. Ο Thomas Pynchon, ας πούμε, θεωρείται ότι γράφει σουρεαλισμό· αλλά κάτι βιβλία του όπως το Against the Day θυμίζουν ύποπτα φανταστική λογοτεχνία. Το Against the Day το λες σουρεαλισμό απλά και μόνο λόγω της αισθητικής του, ή επειδή το έγραψε ο Thomas Pynchon. Αλλιώς θα μπορούσες να το πεις και φανταστική λογοτεχνία. Ακόμα και επιστημονική φαντασία, αν είσαι φανατικός.
Όσα έγραψα στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου ισχύουν κυρίως για τη διεθνή αγορά. Στην Ελλάδα δεν ισχύουν και τόσο. Πόσες φορές έχετε ακούσει εδώ να λένε σε συγγραφέα να «προσαρμοστεί στην Αγορά» ή να τον ρωτάνε «σε ποια αγορά απευθύνεται»; Ποτέ, ουσιαστικά.
Διότι δεν έχουμε Αγορά για τα βιβλία. Ναι μεν πωλούνται βιβλία αλλά κανένας συγγραφέας – ειδικά λογοτεχνίας – δεν μπορεί να ζήσει, ή να βγάλει αξιοσημείωτο εισόδημα, από αυτά. (Ή, αν κάποιος το καταφέρνει – που δεν ξέρω ποιος είναι – σίγουρα πρόκειται για εξαίρεση και ούτε κατά διάνοια μπορεί να θεωρηθεί κανόνας.)
Το γεγονός ότι δεν έχουμε ουσιαστικά Αγορά θα μπορούσες να πεις ότι, από μια μεριά, μας απελευθερώνει (παρότι μας χρεοκοπεί), αλλά δυστυχώς ούτε αυτό συμβαίνει. Η Αγορά που έχουμε είναι μια ψευδής αγορά βιβλίων η οποία βλάπτει τα βιβλία και τη λογοτεχνία αλλά με άλλο τρόπο. Δημιουργεί φαινόμενα που είναι μολυσματικά, θα μπορούσες να πεις.
Κατά πρώτον, υποτίθεται πως το να είσαι συγγραφέας «δεν είναι δουλειά». Υπάρχει η νοοτροπία «Άσε, παιδάκι μου, τώρα αυτές τις σαχλαμάρες και πιάσε καμιά πραγματική δουλειά». Και, εν μέρει, αυτό είναι σωστό, γιατί από κάπου, κάπως, πρέπει να βγάζεις χρήματα για να ζεις. Όμως δεν είναι γενικά σωστό· αποθαρρύνει τους συγγραφείς και, ως επακόλουθο, βλάπτει το βιβλίο. Πολλοί συγγραφείς, πολλοί που θα μπορούσαν να ήταν αληθινοί συγγραφείς, δεν τα καταφέρνουν εξαιτίας αυτής της κακιάς νοοτροπίας, λόγω κοινωνικών ή οικονομικών συνθηκών. Μια πιο καλή νοοτροπία για την (άσχημη) περίπτωση της χώρας μας θα ήταν «Βρες άλλο τρόπο να ζεις αλλά γράφε και συγχρόνως». Πόσο συχνά, όμως, το ακούς αυτό; Καθόλου συχνά.