Black Leopard, Red Wolf
του Marlon James

Πρωτοάκουσα γι’αυτό το βιβλίο από κάποια μεγάλα ΜΜΕ που ξέρω ότι προωθούν, για πολιτικοκοινωνικούς λόγους, βιβλία από μαύρους και ομοφυλόφιλους. Δεν έχω κανένα πρόβλημα ούτε με τους μαύρους ούτε με τους ομοφυλόφιλους, όμως ξέρω πως, όταν στην τέχνη μπλέκονται η πολιτική και οι τακτικές κοινωνικής αλλαγής, πολλές φορές η τέχνη χάνει, δεν κερδίζει. Επομένως, νόμιζα ότι αυτό το βιβλίο δεν ήταν παρά ακόμα ένα hype που το προωθούν για πολιτικούς λόγους, και έτσι σκέφτηκα να το προσπεράσω, όπως κάνω συνήθως με τέτοια πράγματα.
Μετά, διάβασα κάτι που είχε γράψει ένας τύπος για το Black Leopard, Red Wolf, και μια άλλη σκέψη πέρασε απ’το μυαλό μου: Λες τελικά να είναι καλό; Αποφάσισα να το δοκιμάσω. Το προμηθεύτηκα και ξεκίνησα να το διαβάζω, και δεν το βρήκα άσχημο, οπότε συνέχισα και το τελείωσα.
Κατ’αρχήν, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι βασικό για το Black Leopard, Red Wolf: Αν είσαι από εκείνους που δεν θέλουν να διαβάζουν για μαύρους και, κυρίως, για ομοφυλόφιλους στη λογοτεχνία, αυτό πραγματικά δεν είναι ένα βιβλίο για εσένα. Άντρας γαμεί άντρα ασύστολα μέσα στο Black Leopard, Red Wolf, και οι σεξουαλικές σκηνές είναι περιγραφικές. Απλά το αναφέρω ως δεδομένο.
Αν δεν σοκάρεσαι από κάτι τέτοιο ή δεν σε ενοχλεί, τότε διαπιστώνεις ότι το βιβλίο είναι αρκετά ενδιαφέρον. Σίγουρα είναι αυτό που θα λέγαμε αντισυμβατική φανταστική λογοτεχνία. Περιλαμβάνει πράγματα που δεν συναντάς κάθε μέρα στο συγκεκριμένο είδος, και τα πάντα είναι αρκετά σουρεαλιστικά γραμμένα. Δίνουν μια παράξενη αίσθηση, με την καλή έννοια πάντα. Για παράδειγμα, από την αρχή κιόλας του βιβλίου, συναντάμε κάποιους δαίμονες με το όνομα Omoluzu οι οποίοι εμφανίζονται μόνο στο ταβάνι. Μάχονται από το ταβάνι, κι αν τους χτυπήσεις δεν πέφτουν κάτω, πέφτουν πάλι επάνω, στο ταβάνι. Κι αν οι Omoluzu σε κυνηγάνε, καλά θα κάνεις να μην πηγαίνεις πουθενά όπου έχει ταβάνια· μόνο εκεί δεν μπορούν να εμφανιστούν.
Ναι, τα παράξενα πράγματα που συναντάς στο Black Leopard, Red Wolf είναι καλά. Γαργαλάνε τη φαντασία με τον σωστό τρόπο. Δε σ’αφήνουν να βαρεθείς, ή να πεις ότι είναι ακόμα ένα από τα ίδια.
Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, από την οπτική γωνία κάποιου που τον ξέρουμε μόνο ως Tracker (Ιχνηλάτης) και ποτέ δεν αναφέρει κανένα άλλο όνομα για τον εαυτό του. Αυτά που διηγείται υποτίθεται πως τα λέει σε κάποιον ιεροεξεταστή (inquisitor).
Το γράψιμο ορισμένες φορές μοιάζει να είναι στα όρια της αυτόματης γραφής. Σε παρασέρνει. Κι αυτό έχει επίσης ως αποτέλεσμα, κάπου-κάπου, να φαίνεται απρόσεκτο. Μάλιστα, σε αρκετά σημεία, προκαλείται σύγχυση για το τι ακριβώς συμβαίνει, και δεν νομίζω ότι αυτή είναι πάντα η πρόθεση του συγγραφέα. Αλλού πάλι, μπορεί να διαβάζεις ανέμελα και να καταλαβαίνεις, αλλά μετά, ξαφνικά, αν δεν διαβάσεις πολύ προσεχτικά δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Είναι σαν να αλλάζει η ταχύτητα της γραφής με τρόπο που δεν είναι καθόλου φιλικός προς τον αναγνώστη.
Εκτός αυτού, χρησιμοποιεί πολλούς ιδιωματισμούς των μαύρων της Αμερικής. Πολλούς. Ώρες-ώρες, είναι λες και διαβάζεις αργκό. Ευτυχώς, όχι πάντα.
Όλα αυτά με άφησαν με μια ανάμικτη αίσθηση σχετικά με το γράψιμο του Black Leopard, Red Wolf. Από τη μια μού άρεσε, γιατί σου δίνει μια τελείως τρελή σουρεαλιστική αίσθηση μυθικής πραγματικότητας. Από την άλλη, δεν μου άρεσε γιατί σου προκαλεί σύγχυση. Είναι δίκοπο μαχαίρι.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι στους διαλόγους συχνά δεν καταλαβαίνεις αμέσως ποιος μιλάει. Δεν γράφει ένα παραπάνω «είπε» εκεί που θα έπρεπε να το γράψει, κι αυτό δεν μπορώ να το θεωρήσω καλό σε καμία περίπτωση. Πάντα με τσαντίζει να μην καταλαβαίνω ποιος μιλάει μέσα στους διαλόγους, ή να πρέπει να μαντέψω, ή να διαβάσω λίγο παρακάτω, προτού συνειδητοποιήσω τελικά ποιος ήταν λογικό να άρθρωσε εκείνη την πρώτη φράση.
Η ιστορία, στην αρχή, είναι σαν παραμύθι, σαν γεγονότα από τη ζωή του αφηγητή τα οποία δεν έχουν κάποια πολύ συγκεκριμένη πλοκή μυθιστορήματος. Αυτό είναι κάτι σαν πρόλογος στο βιβλίο, και είναι πετυχημένος κατά τη γνώμη μου.
Ο αφηγητής, όπως ήδη είπα, ονομάζεται Ιχνηλάτης και, όντως, είναι ιχνηλάτης· τον προσλαμβάνουν συνήθως για να βρίσκει χαμένους ανθρώπους ή φυγάδες και τέτοια άτομα. Επίσης, ο τύπος έχει μύτη. Και μιλάμε για τρομερή μύτη, τώρα. Μυρίζεται τα πάντα. Ανιχνεύει αυτούς που κυνηγά με τη μύτη του. Ακόμα ένα από τα ευχάριστα παράξενα πράγματα σε τούτο το βιβλίο. Φυσικά, είναι μαύρος και ομοφυλόφιλος. Παρ’όλ’ αυτά ξέχνα τα κλισέ για τους δήθεν «άνανδρους» ομοφυλόφιλους· ο Ιχνηλάτης σκοτώνει με μπαλτάδες και τσεκούρια όπως ο Κόναν.
Η ιστορία, λοιπόν, αρχικά μού άρεσε. Με είχε συνεπάρει αρκετά. Από τη μέση και μετά, όμως, βαλτώνει. Είναι καθαρά θέμα πλοκής, πιστεύω, αλλά και θέμα διαλόγων. Δεν γίνονται αρκετά πράγματα για να κρατήσουν το ενδιαφέρον· νομίζεις ότι μένεις συνέχεια στα ίδια, ότι παλεύεις μέσα σ’ένα τέλμα. Και οι διάλογοι κινούνται συνεχώς γύρω από τα ίδια και τα ίδια θέματα· οι χαρακτήρες υπεραναλύουν τις καταστάσεις, λένε για το πώς αισθάνονται, και τέτοια πράγματα. Υπήρχαν σημεία που πραγματικά βαρέθηκα. Ακόμα κι ο τελικός διάλογος με έναν από τους «μεγάλους κακούς» του βιβλίου ήταν έτσι· νόμιζες ότι έπρεπε πρώτα να πουν την ιστορία της ζωής τους και να αναλύσουν τα συναισθήματα και τους σκοπούς τους προτού πέσει το ξύλο. Δε μου μοιάζουν αληθοφανείς τέτοιοι διάλογοι, όσο καλογραμμένοι κι αν είναι.
Κατά τα άλλα, σε γενικές γραμμές, οι διάλογοι στο Black Leopard, Red Wolf είναι καλογραμμένοι. Θυμίζουν όντως ανθρώπους που μιλάνε, για τα δεδομένα που παρουσιάζονται μες στην ιστορία. Και ορισμένοι είναι πολύ ιδιωματικοί· μπορεί και να μην καταλαβαίνεις τι διάολο λέει κάποιος.
Το βιβλίο, επίσης, περιλαμβάνει αρκετή θεματολογία που, νομίζω, μπορεί να θεωρηθεί φετιχιστική για ομοφυλόφιλους. (Και δεν αναφέρομαι μόνο σε ερωτικές σκηνές. Αν σφάλω, σφάλω· αλλά τέτοια εντύπωση έλαβα.) Είναι καλό αυτό ή κακό; Θα θέσω ένα άλλο ερώτημα: Πόσα βιβλία από ετεροφυλόφιλους έχουν θεματολογία που μπορεί να θεωρηθεί φετιχιστή για ετεροφυλόφιλους; Πολλά, θα έλεγα. (Ίσως κι εγώ να έχω γράψει τέτοια θεματολογία μες στα βιβλία μου.) Επομένως, μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον που γράφει κάτι ανάλογο αλλά για ομοφυλόφιλους; Μάλλον όχι. Ωστόσο, επειδή εμένα προσωπικά τέτοια θεματολογία δεν μου λέει κάτι, αυτός είναι ένας ακόμα από τους λόγους που αισθάνθηκα να βαριέμαι από τη μέση του βιβλίου και μετά. Αν η πλοκή ήταν καλύτερη, βέβαια, αν η ιστορία μπορούσε να με συνεπάρει περισσότερο, η ομοφυλοφιλική θεματολογία θα ήταν αμελητέα. (Δεν είμαι ιεροεξεταστής ομοφυλοφίλων· όπως γουστάρει ο καθείς ας γαμεί: είναι προσωπική του υπόθεση.)
Σε γενικές γραμμές, δεν μπορείς να πεις ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι γραμμένο με πάθος. Είναι σίγουρα γραμμένο από κάποιον που γουστάρει πολύ εκείνο που γράφει, και το καταλαβαίνεις αυτό καθώς διαβάζεις – πράγμα πάντα καλό. Είναι ένα βιβλίο με μεγάλες δώσεις σουρεαλισμού, αλλά όχι τόσο μεγάλες που να είναι ονειρικής λογικής. Έχει πολλές παράξενες ιδέες, και τίποτα από τα κλισέ της φανταστικής λογοτεχνίας. Είναι πραγματικά ένα ιδιοσυγκρασιακό μυθιστόρημα – ακόμα ένα καλό σημάδι. Μακάρι μόνο να μπορούσε να μου κρατήσει το ενδιαφέρον ώς το τέλος. Να το διάβαζα από τη μέση και μετά (από τα 2/3 και μετά, περίπου) με τον ίδιο ενθουσιασμό που είχα ξεκινήσει να το διαβάζω στην αρχή.
