6/1/2025
Τα Βιβλία που Διάβασα Μέσα στο 2024
Και σύντομοι σχολιασμοί για αυτά
Ετούτη τη χρονιά, δυστυχώς, δεν διάβασα και πολλά βιβλία που πραγματικά να αισθάνομαι ότι μου άρεσαν. Ωστόσο, όλα είχαν το δικό τους ενδιαφέρον από διάφορες απόψεις.
The Crimson Talisman
του Adrian Cole
Τον Adrian Cole τον είχα εκτιμήσει πολύ όταν διάβασα την τριλογία Voidal (την οποία σκοπεύω και να ξαναδιαβάσω). Αυτό εδώ είναι ένα βιβλίο για τον Eberron, έναν από τους κόσμους του Dungeons & Dragons, και προφανώς είναι μια δουλειά που ο συγγραφέας είχε αναλάβει. Είχα όμως το ενδιαφέρον να το διαβάσω, και οι ιδιαιτερότητες του Adrian Cole φαίνονται και εδώ. Δίνει ένα ξεχωριστό, ευφάνταστο ύφος στην αφήγηση, ειδικά από τα μέσα της ιστορίας και έπειτα. Στην αρχή, είναι τελείως συνηθισμένη ιστορία για ηρωική φαντασία, όπου έχεις έναν ήρωα που φεύγει από τα μέρη του ενώ τα πάντα καταστρέφονται πίσω του από ζωντανούς νεκρούς που τους προστάζει ένας βρικόλακας, και ο πατέρας του ήρωα τού δίνει, προτού πεθάνει, ένα φυλαχτό και του ζητά να απομακρυνθεί γρήγορα. Κλισέ πράγματα, καταφανώς. Χιλιοχρησιμοποιημένα. Αλλά αποκεί και πέρα αρχίζει να έχει ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον η ιστορία, αν και ποτέ δεν ξεφεύγει απόλυτα από κάποια στερεότυπα. Όμως είναι στα όρια. Προς το τέλος πλέον αρχίζεις να αναρωτιέσαι αν είναι ακόμα μια κλισέ ιστορία D&D ή κάτι άλλο, πολύ πιο περίεργο.
Out on Blue Six
του Ian McDonald
Αυτό είναι από τα υποτιθέμενα «ψαγμένα» και περίεργα. Και είναι όντως περίεργο· δεν αμφιβάλλω καθόλου γι’αυτό. Είναι επιστημονική φαντασία (με βαρύ ερωτηματικό στο επιστημονική) σε ένα σκηνικό πολύ σουρεαλιστικό. Τόσο σουρεαλιστικό και αλλόκοτο, μάλιστα, που συχνά δεν μπορείς να καταλάβεις πώς ακριβώς είναι το περιβάλλον γύρω από τους χαρακτήρες, τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Σου δίνει μια αίσθηση τελείως ξένη, σε σημείο που να μη μπορείς να κάνεις καμιά δυνατή αντιστοίχηση μέσα στο μυαλό σου ώστε να σχηματίσεις μια νοητική εικόνα. Είναι από εκείνα τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας και cyberpunk που αναφέρουν διάφορους όρους χωρίς να τους εξηγούν, και μένεις με την απορία αν εσύ είσαι χαζός και δεν το καταλαβαίνεις, ή αν έπρεπε να είχες αγοράσει κάποιο λεξικό με ορολογίες, ή αν χρειαζόταν να είσαι μέσα σε μια κάποια συγκεκριμένη κουλτούρα ώστε «να το πιάνεις». Σε τελική ανάλυση, ως ιστορία, νομίζω πως είχε κάποιο ενδιαφέρον, δεν ήταν κακό. Ίσως, μάλιστα, να ήταν και καλό. Αλλά το γεγονός ότι τα πάντα μού φαίνονταν ακαταλαβίστικα το σκότωσε για εμένα.
Cenotaph Road
του Robert E. Vardeman
Αυτό το βιβλίο είναι το ξεκίνημα μιας σειράς φαντασίας που λέγεται επίσης Cenotaph Road. Στην αρχή, μου κίνησε το ενδιαφέρον γιατί συνδύαζε με αρκετά ευφάνταστο τρόπο πολλά και διάφορα φανταστικά στοιχεία – πυροβόλα όπλα και ξόρκια και δαίμονες μέσα σε οχήματα και άλλες διαστάσεις: και δεν αναφέρω παρά μόνο τα μισά. Σκεφτόμουν ότι, αν αυτό το πράγμα εξελιχτεί όπως φαίνεται να εξελίσσεται, πρέπει να είναι πολύ καλό. Δυστυχώς, όμως, δεν εξελίσσεται έτσι. Από τα μισά του Cenotaph Road άρχισα να καταλαβαίνω πώς θα συνεχιστεί... Αν και δεν είναι χωρίς πλοκή, η πλοκή είναι, ουσιαστικά, στοιχειώδης· και, κατά τα άλλα, πηγαίνεις από τη μια σκηνή δράσης, ή μάχης, στην άλλη. Κι αυτό δεν σε παρασύρει· απλά σε κουράζει. Σου φαίνεται ότι διαρκώς διαβάζεις για συμπλοκές και επικίνδυνες καταστάσεις – αδιάκοπα. Αν αυτά υποτίθεται ότι πρέπει να κρατήσουν το ενδιαφέρον, το γεγονός ότι παρουσιάζονται συνεχόμενα ακυρώνει το ενδιαφέρον σου από ένα σημείο και μετά. Δεν την παράτησα, ωστόσο, αμέσως αυτή τη σειρά. Προχώρησα στο...
Sorcerer’s Skull
του Robert E. Vardeman
...και είδα κάτι τραγικό. Το βιβλίο αρχίζει ακριβώς εκεί όπου τελειώνει το προηγούμενο, το Cenotaph Road, αλλά υπάρχουν αλλαγές στην αφήγηση! Μια μάχη που έχει ήδη γίνει διεξάγεται ξανά – κι ένας χαρακτήρας που δεν είχε εξαφανιστεί εξαφανίζεται! Θα μας τρελάνει ο ποιητής; λέω. Υπάρχει κάποια εξήγηση για όλ' αυτά; Δυστυχώς όχι, δεν υπάρχει καμία εξήγηση· απλώς ο συγγραφέας αποφάσισε να, εεε, τροποποιήσει λιγάκι την ιστορία κάπου ανάμεσα στα δύο βιβλία. Κι αυτό είναι κάτι που πάντα μού κάνει κακή εντύπωση, γιατί, αν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν σέβεται την ιστορία που γράφει, τότε ποιος θα τη σεβαστεί; Ωστόσο, δεν το εγκατέλειψα το πράγμα· συνέχισα να διαβάζω. Γιατί, ποτέ δεν ξέρεις... Πάλι, όμως, στο ίδιο μοτίβο κινιόταν η αφήγηση. Αν και είχε κάμποσες ευφάνταστες ιδέες και καταστάσεις, κατά βάση ήταν η μια σκηνή μάχης, ή δράσης, μετά την άλλη... μέχρι το τέλος. Δεν ξέρω αν κάποιοι αναγνώστες αυτό το βρίσκουν ενδιαφέρον, αλλά εμένα μού προκαλεί ανία. Και η πλοκή, ειδικά προς το φινάλε, δεν ήταν και τόσο καλή ώστε να με κρατήσει. Έτσι αποφάσισα να εγκαταλείψω αυτή τη σειρά, και δεν ξέρω αν θα την ξαναπιάσω στο μέλλον.
Jurgen
του James Branch Cabell
Αυτό είναι ένα από τα βιβλία για το οποίο, κατά καιρούς, είχα ακούσει διάφορα: ότι είναι κλασικό, ότι είναι περίεργο και ψαγμένα, και τα λοιπά. Είναι παλιό βιβλίο, από το 1920. Υποτίθεται ότι έχει κάτι από τον «ιπποτικό ρομαντισμό», αλλά συγχρόνως φαίνεται πως ο συγγραφέας προσπαθεί και να απαντήσει στα «μεγάλα ερωτήματα» της ζωής. Κάπου εκεί ανάμεσα πέφτει σε μια τρύπα ατελείωτης ανουσιότητας, κατά τη γνώμη μου. Δηθενιά και τίποτ’ άλλο. Πραγματικά, με απογοήτευσε. Ούτε καν ως σουρεαλιστική/παραμυθένια αφήγηση δεν μπορούσα να το διαβάσω· γιατί δεν είναι ακριβώς τέτοιο πράγμα. Είναι ένα βιβλίο, κατά βάση, διδακτικό αλλά μασκαρεμένο σαν παραμύθι. Από αυτά, δηλαδή, που δεν με ενδιαφέρουν καθόλου.
The Revelations of Zang
του John R. Fultz
Είχα διαβάσει και παλιότερα ένα βιβλίο του Fultz, το Seven Princes, και δεν είχα συνεχίσει με εκείνη τη σειρά γιατί τα πάντα μού φαίνονταν πολύ από μηχανής θεός. Πελώριες καταστροφές, πελώρια τέρατα, πελώριες μαγείες, πελώριοι ήρωες, πελώριοι κακοί. Κυριολεκτικά, τα πάντα μπορούσαν να γίνουν σμπαράλια πολύ γρήγορα επειδή, για παράδειγμα, κάποιος έκανε ένα ξόρκι που έφερε μια θύελλα φωτιάς. Ξεκίνησα το Revelations of Zang ελπίζοντας να διαβάσω κάτι διαφορετικό. Και, στην αρχή, είναι όντως έτσι, και δημιουργεί μια αρκετά καλή ατμόσφαιρα σ’έναν σκοτεινό, γοτθικό κόσμο γεμάτο μαγείες και μυστήρια. Πολύ σύντομα, όμως, έχουμε πάλι τα ίδια. Ξαφνικά οι χαρακτήρες αποκτούν σούπερ δυνάμεις, και κάνουν ένα ξόρκι και σκοτώνουν έναν δαίμονα, κι άλλο ένα και ρίχνουν μια πύλη, κι ένα τρίτο και φεύγουν πετώντας. Και μετά, το πράγμα ολοένα και θεριεύει, με μεγαλύτερα μαγικά και υπερδυνάμεις, ή τεχνάσματα από τους κακούς, και, γενικά, πράγματα που μοιάζουν με από μηχανής θεός. Απλά γίνονται. Δεν υπάρχει κάποιο φρένο πουθενά, κάποιο σασπένς. Συνεχώς πελώρια τέρατα διαλύουν πελώρια πράγματα, ή πεθαίνουν από πανίσχυρα ξόρκια μέσα σε μισή παράγραφο. Ε, και τι έγινε, δηλαδή; Είναι σα να λες Ξέσπασε ένας τρομερός σεισμός, γκρέμισε πέντε πόλεις. Έπιασε μια καταστροφική θύελλα, καταπόντισε ένα νησί. Ένα ηφαίστειο ξέρασε λάβα και έκανε μια πεδιάδα κατάμαυρη, μετατρέποντας τα βουβάλια εκεί σε αγάλματα. Και κατά τα άλλα, να μην υπάρχει κάτι άλλο ως πλοκή που να δημιουργεί πραγματικό ενδιαφέρον. Τα πράγματα θέλουν κάποια ρέγουλα. Όσα πανίσχυρα τέρατα και ξόρκια αν βάλεις μέσα σε μια αφήγηση δεν αλλάζει τίποτα.
Mazes of Scorpio, Delia of Vallia, Fires of Scorpio, Talons of Scorpio, Masks of Scorpio, Seg The Bowman
του Alan Burt Akers
Ακόμα διαβάζω την ατελείωτη σειρά με τον Dray Prescot. Ακόμα, παρότι όχι τελεία από διάφορες απόψεις, δεν μπορώ να τη βαρεθώ. Ακόμα με μαγνητίζει. Στο τέλος θα τη διαβάσω όλη, σίγουρα. Εσείς διαβάστε τη βιβλιοκριτική μου γι’αυτά τα βιβλία.
Lud-in-the-Mist
της Hope Mirrlees
Αυτό θεωρείται κλασικό πλέον. Πολύ παράξενο βιβλίο, πολύ ατμοσφαιρικό, ψυχεδελικό, και μαγικορεαλιστικό. Κάθε φορά, πάνω που έλεγα ότι άρχισα να το βαριέμαι, μου τα ανέτρεπε πάλι όλα. Διαβάστε τη βιβλιοκριτική μου.
Sinbad and the Great Old Ones
του Gavin Chappell
Κυρίως, ο τίτλος με έκανε να πιάσω αυτό το βιβλίο. Και είναι, όντως, εκείνο που υποδηλώνει: ο Σεβάχ ο Θαλασσινός εναντίον των Μεγάλων Παλαιών από τη Μυθολογία Κθούλου. Είναι μια περιπέτεια που κινείται γρήγορα και ποτέ δεν σταματά, πηγαίνοντας από τον ένα μυθικό τόπο στον άλλο. Είναι πολύ περισσότερο ιστορία ηρωικής φαντασίας παρά ιστορία τρόμου, αν και έχει και τα τρομαχτικά της σημεία. Δεν μοιάζει καθόλου με το ύφος του Lovecraft, αλλά ίσως να μοιάζει με το ύφος άλλων που έχουν γράψει ιστορίες με βάση τη Μυθολογία Κθούλου. Μου άρεσε χωρίς και να με συνεπάρει. Είναι κάτι που διαβάζεται και έχει πλάκα, αλλά χωρίς τίποτα περισσότερο. Ορισμένες φορές είχα την αίσθηση ότι η ιστορία χρειαζόταν περισσότερη ουσία, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Κάτι παραπάνω, πέρα από το ότι οι ήρωες τρέχουν από το ένα μέρος στο άλλο. Και το φινάλε είναι ξεκάθαρα από μηχανής θεός. Σε γενικές γραμμές, είναι κάτι που το διαβάζεις άνετα – και όντως είναι Σεβάχ εναντίον Κθούλου.
The Road of
Kings
του Karl Edward Wagner
Έχω λατρέψει τις ιστορίες του Karl Edward Wagner που είναι με τον Kane· την προηγούμενη χρονιά διάβαζα πάλι δύο από αυτές. Το Road of Kings είναι μια ιστορία με τον Κόναν, τον εμβληματικό ήρωα του R. E. Howard, αλλά είναι, αναμφίβολα, γραμμένη με το ύφος του Wagner. Είναι μια ιστορία που δεν νομίζω ότι θα την έγραφε ο Howard· έχει όλες εκείνες τις ευχάριστες ιδιοτροπίες του Wagner, και είναι γραμμένη, φυσικά, με λιγότερο πομπώδη τρόπο. Είναι από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα ετούτη τη χρονιά. Δεν είναι παρά μια περιπέτεια αλλά διαμορφώνεται ολόκληρος κόσμος μέσα από αυτήν. Και η παλιά έκδοση που τυχαίνει να έχω περιλαμβάνει πολλές όμορφες ασπρόμαυρες εικόνες που ταιριάζουν απόλυτα στο είδος της ηρωικής φαντασίας, και έχει και έναν τρομερό χάρτη της κεντρικής πόλης της αφήγησης. Ατμόσφαιρα και από το ύφος του Wagner και από το φτιάξιμο του βιβλίου. Τι άλλο να ζητήσεις πια;
Mistworld
του Simon R. Green
Αυτό είναι επιστημονική φαντασία που ρέπει πολύ ευχάριστα προς ηρωική φαντασία, ή ίσως προς sword-and-planet. Παρουσιάζει (ακόμα μία) διαγαλαξιακή αυτοκρατορία, όπου υπάρχει καλός λόγος κανείς να χρησιμοποιεί το σπαθί του όσο και το ακτινοπίστολό του – το οποίο αργεί να επαναφορτιστεί ύστερα από κάθε ριπή, άρα, ξέρεις, είναι ακόμα χρήσιμες και οι μεγάλες λεπίδες σε έναν κόσμο τόσο μακριά στο μέλλον. Επίσης, υπάρχουν άνθρωποι με ψυχικές δυνάμεις οι οποίες δεν έχουν και καμιά τεράστια διαφορά από τη μαγεία. Use-the-Force-Luke καταστάσεις. Η πλοκή του βιβλίου εκτυλίσσεται σε έναν πλανήτη, κυριολεκτικά, όλο ομίχλες, όπου συγκεντρώνονται διάφοροι επαναστάτες εναντίον της Αυτοκρατορίας και έχουν σχηματίσει μια τόσο ισχυρή άμυνα που η Αυτοκρατορία δεν μπορεί να τη διαπεράσει. Στον πλανήτη αυτό, τον Mistworld, γίνεται τώρα μια τρομερή πλεκτάνη, και μια μυστηριώδης «μάγισσα» εμφανίζεται: και χάος ξεσπά... Κλασική space opera α λα sword-and-planet. Ωραίο, όμως. Δεν φαίνεται και τόσο κλισέ όταν το διαβάζεις, παρότι, κατά βάση, είναι.
Ghostworld
του Simon R. Green
Αυτή είναι η συνέχεια του Mistworld, το δεύτερο μέρος της τριλογίας, αλλά μπορεί να διαβαστεί τελείως ανεξάρτητα από το πρώτο. Δεν υπάρχουν ούτε καν οι ίδιοι χαρακτήρες, και η δράση εκτυλίσσεται σε έναν άλλο πλανήτη, τον (για μαντέψτε) Ghostworld. Σε αυτό το μέρος, που είναι εγκαταλειμμένο, έχει έρθει μια ομάδα σταλμένη από την Αυτοκρατορία για να ερευνήσει για κάποια συγκεκριμένα πράγματα, και το παρελθόν δεν μένει θαμμένο για πολύ. (Σας θυμίζει κάτι;) Οι χαρακτήρες της ομάδας μοιάζουν, αρχετυπικά, με κάποιους από τους χαρακτήρες στο Mistworld, αν και, ομολογουμένως, έχουν τις δικές τους προσωπικότητες.
Hellworld
του Simon R. Green
Το Hellworld είναι το τρίτο βιβλίο της τριλογίας μετά το Ghostworld, και πάλι θα μπορούσε να διαβαστεί ανεξάρτητα. Μοιάζει αρκετά, στη βασική του πλοκή, με το Ghostworld. Η Αυτοκρατορία πάλι στέλνει μια ομάδα να ερευνήσει έναν πλανήτη όπου συμβαίνουν κάποια πολύ παράξενα, τελείως τρελά πράγματα. Και η ομάδα αυτή μοιάζει σχεδόν με αντίγραφο της προηγούμενης, αλλά πάλι οι χαρακτήρες έχουν τις δικές τους προσωπικότητες. Ο συγγραφέας, ωστόσο, ακολουθεί κάποια στερεότυπα που ο ίδιος έχει διαμορφώσει: υπάρχει πάντα μία Investigator (κάτι σαν Ιεροεξεταστές της Αυτοκρατορίας, και τρομεροί πολεμιστές, που ξέρουν πολύ καλά να σκοτώνουν), μία Esper (που είναι κάτι σαν μάγοι, και αυτή η λέξη βγαίνει από το ESP), ένας καπετάνιος των άστρων, δυο, τρεις πεζοναύτες, ίσως κανένας παράπλευρος επιστήμονας. Ώρες-ώρες θα νόμιζες ότι είναι ομάδα Dungeons & Dragons που πάντα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένες «κλάσεις» χαρακτήρων. Αλλά, αν το πεις αυτό, νομίζω πως υποβιβάζεις τα συγκεκριμένα βιβλία υπερβολικά. Απλώς ο συγγραφέας ακολουθεί κάποια δικά του στερεότυπα, όπως είπα. Και, αν και οι πλοκές του Ghostworld και του Hellworld φαίνονται παρόμοιες – αν όχι επαναλαμβανόμενες – στις λεπτομέρειες είναι η ουσία και οι βασικές διαφορές. Αυτή η τριλογία, γενικά, μου άρεσε, και μετά έμαθα ότι η υπόθεση έχει και συνέχεια. Εδώ δεν είναι παρά ο πρόλογος. Δεν ξέρω, όμως, αν θα πάω στη συνέχεια. Θα δούμε.
Queens of Deliria
του Michael Butterworth
Πριν από κάποια χρόνια, είχα διαβάσει το Time of the Hawklords, ένα βιβλίο που έχει για ήρωες τα μέλη του θρυλικού ροκ συγκροτήματος Hawkwind. Προφανώς, είναι ένα καλτ βιβλίο, στο οποίο έχει συμβάλλει και ο Moorcock με κάποιες ιδέες. Το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι έχει πλάκα· δεν θα ήθελα να μην το είχα διαβάσει. Το Queens of Deliria είναι η συνέχειά του, και το ίδιο ισχύει. Ένα βιβλίο καλτ, ξεκάθαρα, που έχει πλάκα, και δεν θα ήθελα να μην το είχα διαβάσει. Δεν είναι τίποτα το συγκλονιστικό από λογοτεχνική άποψη, αλλά ούτε και τελείως αμελητέο είναι. Και έχει μέσα κάποιες τελείως τρελές και παλαβές ιδέες που σε «στέλνουν». Επιπλέον, ακόμα και ο Elric κάνει εμφάνιση!
The Green Fairy Book
του Andrew Lang
Πρόσφατα είχα διαβάσει το The Yellow Fairy Book, και με είχε ενθουσιάσει με τα – πώς αλλιώς να τα πω; – χαοτικά παραμύθια του. Αυτά δεν ήταν τα «τρία γουρουνάκια» και τέτοιες παιδικές ανοησίες· ήταν παραμύθια που τα έχουν γράψει οι θεοί του Χάους. Με ενέπνευσαν, μάλιστα, να γράψω κι εγώ δύο παραμύθια – τα Κρυσταλλένια Φτερά και Το Είδωλο. Στο Green Fairy Book ήλπιζα να συναντήσω κάτι παρόμοιο. Δυστυχώς, δεν το συνάντησα. Δεν είναι άσχημα τα παραμύθια· καλά είναι. Ούτε είναι παιδικά – αν και ορισμένα θα μπορούσες άνετα να τα διαβάσεις και στο παιδί σου. Μερικά, δε, ήταν όντως πολύ καλά. Αλλά... δεν ήταν το ίδιο πράγμα όπως το Yellow Fairy Book. Ήταν σαν κρασί νερωμένο. Είναι το ίδιο; Δεν είναι.
Madness of Flowers
του Jay Lake
Πριν από κάποιο καιρό είχα διαβάσει το Trial of Flowers, του ιδίου, και από τη μια μού άρεσε, από την άλλη όχι. Είπα να προχωρήσω στη συνέχειά του, το Madness of Flowers. Και ένα πράγμα σίγουρα είναι: σουρεαλιστικό και ευφάνταστο. Αλλά, για κάποιο λόγο, δεν μπορούσε να με συνεπάρει. Ίσως να ήταν κάτι στον τρόπο γραφής, ή κάτι στο πώς κινιόταν η πλοκή, ή κάτι στους χαρακτήρες. Δεν ξέρω τι από αυτά ακριβώς· ίσως λίγο απ’όλα. Οπότε, σε τελική ανάλυση, θα έλεγα ότι ήταν από εκείνα τα βιβλία που σκέφτομαι ότι, ναι, ήταν καλό, αλλά εμένα δεν μου άρεσε. (Δυστυχώς, συνέχεια δεν θα έχουμε· ο συγγραφέας έχει πάει να βρει τον δημιουργό του.)
Eons of the Night
του Robert E. Howard
Για αυτό έχω γράψει βιβλιοκριτική. Διαβάστε την. Ήταν από τα καλύτερα που διάβασα αυτό τον χρόνο.
Dark Moon
του David Gemmell
Κλασική ηρωική/επική φαντασία. Αν και δεν θα έλεγες ότι είναι στερεοτυπικό μυθιστόρημα, έχει μια κατά βάση στερεοτυπική δομή και πλοκή για ηρωική/επική φαντασία. Μια τρομερά δυνατή και κακιά φυλή ελευθερώνεται από την αιώνια φυλακή της και προσπαθεί να διαλύσει τους πάντες, ενώ μοιάζει πανίσχυρη και αδύνατον κανείς να τη σταματήσει. Επίσης, στον κόσμο υπάρχει και μια άλλη περίεργη φυλή που θυμίζει ύποπτα τα ξωτικά του Τόλκιν, αλλά δεν είναι αυτό· είναι απόμακρη, «της φύσης», σοφή, και ειρηνόφιλη σε ακραίο βαθμό. Οι βασικοί χαρακτήρες είναι πολεμιστές και μισθοφόροι, και ένας τραγουδιστής με μυστηριακές δυνάμεις. Αν και η πλοκή κάνει κάμποσα ενδιαφέροντα πέρα-δώθε, το τέλος έρχεται με τρόπο που είναι αρκετά στερεοτυπικός κι αυτός για επική/ηρωική φαντασίας και, επίσης, αρκετά από μηχανής θεός. Οι χαρακτήρες είναι σκληροί μαχητές, που έχουν δει πολύ βίαια πράγματα, που έχουν κάνει πολύ βίαια πράγματα, αλλά, κατά βάθος, είναι συμπαθητικοί κι ευαίσθητοι τύποι, και έχουν πλάκα άμα τους γνωρίσεις. Αυτό δεν μου έκανε και την καλύτερη δυνατή εντύπωση. Δεν μπορώ να πω ότι δεν μου άρεσε ως μυθιστόρημα ηρωικής/επικής φαντασίας· αλλά δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο, κάτι που ξεφεύγει πραγματικά από τα συνηθισμένα.
Kull: Exile of Atlantis
του Robert E. Howard
Παλιά, το είχα διαβάσει σε ελληνική μετάφραση, αλλά ήμουν πολύ μικρός τότε. Είπα να το ξαναδιαβάσω, στο πρωτότυπο. Αναμφίβολα, έχει μια τρομερή αισθητική και δημιουργεί ατμόσφαιρα. Είναι, ουσιαστικά, μια συλλογή διηγημάτων· κανένα δεν θα το έλεγα νουβέλα: είναι αρκετά μικρά. Και μερικά από αυτά είναι ανολοκλήρωτα, ενώ ορισμένες ιστορίες μοιάζουν να κινούνται πάνω στο ίδιο μοτίβο περίπου και να συμβαίνουν παρόμοιες καταστάσεις – όπως η πλεκτάνη εναντίον του βασιλιά, ή η αριστοκράτισσα που ζητά από τον Βασιλιά Καλ να παντρευτεί κάποιον που δεν την αφήνει ο τοπικός νόμος της Βαλουσίας. Γενικά, το όλο θέμα μού έδωσε μια ανολοκλήρωτη αίσθηση, ακόμα και στις ιστορίες που είναι ολοκληρωμένες. Ναι, ακόμα κι αυτές μοιάζουν με αρχές μεγαλύτερων ιστοριών που δεν γράφτηκαν ποτέ. Για παράδειγμα, στο πολύ καλό The Shadow Kingdom ξεκινά μια ολόκληρη υπόθεση με τους φιδανθρώπους που κρύβονται μέσα στο Βασίλειο της Βαλουσίας παίρνοντας ανθρώπινες μορφές. Ο Καλ ορκίζεται ότι θα τους κυνηγήσει ώς τον τελευταίο. Στις επόμενες ιστορίες, όμως, νομίζω πως σχεδόν καμία αναφορά αυτού του κυνηγητού δεν γίνεται. Είναι σαν η απόφαση να πάρθηκε και οι φιδάνθρωποι να εξαφανίστηκαν! Το ίδιο ισχύει και για κάποιους χαρακτήρες, όπως τον Thulsa Doom (που πάω στοίχημα πως από εκεί φαντάστηκαν κάποιοι τον Σκέλετορ, τον εχθρό του Χι-Μαν), που εμφανίζονται για λίγο και μετά εξαφανίζονται. Θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί πάρα πολλές ιστορίες με όλα αυτά, που να συνδέονται μεταξύ τους. Αλλά ποτέ δεν έγινε. Οπότε, σου αφήνει αυτή την ανολοκλήρωτη αίσθηση που είπα. Στο βιβλίο υπάρχουν επίσης κάποιες αναλύσεις επί αναλύσεων από διάφορους σχολιαστές που αναρωτιούνται αν ο R. E. Howard φαντάστηκε τον Καλ από τον βιβλικό Βασιλιά Σαούλ ή αν τον είδε σε όραμα στον καθρέφτη της τουαλέτας του, και κάτι παρόμοια. Ήμαρτον, βρε παιδιά. Εντάξει, ο άνθρωπος από κάπου τον φαντάστηκε. Έχει τόσο μεγάλη σημασία;
The Great When
του Alan Moore
Έχοντας διαβάσει διάφορα στα media του διαδικτύου γι’αυτό το βιβλίο περίμενα κάτι πολύ καλύτερο. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, αν δεν ήταν του Alan Moore, ίσως και να το είχα αφήσει στη μέση. Το hype είναι τρομερό· το βιβλίο όχι. Δεν λέω πως είναι κακό. Είναι, ίσως, υπερβολικά λογοτεχνικό για να είναι καλό. Έχει τόσες πολλές λεπτομερειακές περιγραφές και σκέψεις για την καθημερινή ζωή που σε κουράζει και χάνεις το ενδιαφέρον. Μοιάζει το 80% του βιβλίου να είναι αυτές οι περιγραφές και οι λεπτομέρειες και το υπόλοιπο να είναι η πλοκή. Η οποία πλοκή είναι πολύ μικρή, και, αν και έχει κάποιες εκπλήξεις, χάνει το ενδιαφέρον της από το βάρος του τρόπου της αφήγησης. Επιπλέον, ο ήρωας είναι ένας νεαρός και το μυθιστόρημα μοιάζει με ιστορία ενηλικίωσης (αν και ξεφεύγει αρκετά από τα περισσότερα στερεότυπα), ένα είδος ιστορίας που δεν μου αρέσει και ποτέ δεν το διαβάζω. Κατά τα άλλα, παρουσιάζει μια εναλλακτική πραγματικότητα, ένα παράλληλο Λονδίνο. Αυτό, επίσης, δεν είναι τίποτα το πρωτότυπο· είναι, όμως, πολύ καλός, λογοτεχνικός, και σουρεαλιστικός ο τρόπος παρουσίασης του. Είναι γραμμένο σχεδόν σαν ποίηση, ή σαν ψυχεδελικό όραμα. Η πραγματικότητα αυτή είναι ρευστή. Είναι κάτι σαν τον κόσμο των ιδεών από τον οποίο εκπορεύεται το «αληθινό» Λονδίνο (που είναι, ουσιαστικά, λιγότερο αληθινό). Μέσα σε αυτή την παράλληλη πραγματικότητα κυκλοφορούν οντότητες που μόνο ως παρομοιώσεις και ψυχεδελικές αισθήσεις μπορεί να τις βιώσει ένας άνθρωπος... αν δεν τρελαθεί από την εμπειρία. Και, ναι, όλα αυτά είναι υπέροχα. Έτσι όπως τώρα τα γράφω, αναρωτιέμαι: Και γιατί δεν σου άρεσε το βιβλίο, τότε; Το θέμα είναι ότι τα μυθιστορήματα δεν εξαρτώνται μόνο από τις γενικές ιδέες· εξαρτώνται και από τη ροή και τον τρόπο γραφής και από το πόσο ενδιαφέροντες είναι οι χαρακτήρες τους. Αυτά είναι τα πράγματα που έκαναν να μη μου αρέσει το The Great When. Κινείται πολύ αργά η πλοκή, η γραφή εστιάζεται σε κοινότοπα πράγματα, ο νεαρός πρωταγωνιστής (που όλο γι'αυτόν και τα προβλήματά του διαβάζουμε) δεν έχει μεγάλο ενδιαφέρον – τουλάχιστον, όχι για εμένα. Έτσι, δεν μπορώ να πω ότι το βιβλίο, ως σύνολο, με κέρδισε.
The War of Powers, 1
των Robert E. Vardeman και Victor Milan
Έχοντας εγκαταλείψει τη σειρά Cenotaph Road του Vardeman, είπα να δοκιμάσω κάτι άλλο που έχει γράψει (αν και μαζί με συνεργάτη), μήπως αυτό μού αρέσει περισσότερο. Και η αλήθεια είναι πως το War of Powers μού αρέσει περισσότερο, αν και κάποια πράγματα μού φαίνονται από κακόγουστα ώς αστεία. Είναι κι αυτό πολύ ευφάνταστο όπως το Cenotaph Road· δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις. Αλλά περιλαμβάνει και στοιχεία που μοιάζει να έχουν βγει κατευθείαν από το περιοδικό Heavy Metal και να είναι εκεί για να λένε κάποιοι ότι η ηρωική φαντασία είναι σεξιστική. Ακόμα κι εγώ, που γενικά δεν συμφωνώ με τέτοιες ακρότητες, ορισμένα πράγματα τα θεώρησα κάπως. Αν και οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι δυναμικοί και δραστήριοι, περιγράφονται συνεχώς τα «προσόντα» τους: λίγο στήθος, λίγο μπούτι, λίγο... (Εε, όχι δεν είμαι ο χασάπης, δεν πουλάω κρέας.) Και όλες τους, φυσικά, είναι «θεές» – νορμάλ γυναίκες απαγορεύεται να εμφανιστούν, μάλλον – πολύ σεξουαλικές, και πρόθυμες να κάνουν τούμπες με τον βασικό ήρωα, ο οποίος είναι ένας βάρβαρος (περίπου βάρβαρος) κούριερ που μεταφέρει πράγματα επάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν γιγάντια σκυλιά. (Παρεμπιπτόντως, δεν υπάρχουν άλογα στον κόσμο· γιγάντια σκυλιά καβαλάνε – όταν δεν καβαλάνε αρκούδες ή πτηνά, ή οτιδήποτε άλλο.) Η πλοκή είναι στα όρια του απλοϊκού, αλλά καταφέρνει να έχει κάποιο ενδιαφέρον. Οι διάλογοι έχουν πλάκα – απλά και μόνο. Η μαγεία πλησιάζει να είναι σχεδόν σαν του D&D, αν και λιγότερο ό,τι-νάναι ώστε να μπορείς να την πάρεις (λιγάκι) σοβαρά. Ο φανταστικός κόσμος, αν και ευφάνταστος, έχει ένα τελείως κλισέ υπόβαθρο και ιστορικό, με θεούς, δαίμονες, και φιδανθρώπους. Δεν ξέρω τι με έκανε να μην το παρατήσω. Ίσως επειδή το όλο θέμα έχει πλάκα, και είναι όντως λίγο καλύτερο από άποψη πλοκής από το Cenotaph Road – ή, τουλάχιστον, έτσι μου φάνηκε. Παρότι κι εδώ οι βασικοί χαρακτήρες (ο καυλιάρης βάρβαρος-κούριερ που λέγαμε και μια τρομερά σεξουαλική πολεμίστρια-πριγκίπισσα-μάγισσα από την Πόλη των Ουρανών) συνεχώς περνάνε από επικίνδυνες καταστάσεις, δεν μου έδωσε εκείνη την εντύπωση ότι απλά είναι η μία σκηνή δράσης/μάχης μετά την άλλη. Ίσως η ροή της αφήγησης να έρχεται πιο φυσικά. Τελικά, αποφάσισα να προχωρήσω και στο δεύτερο και τελευταίο βιβλίο της ιστορίας· αλλά οι εντυπώσεις μου γι’αυτό θα γραφτούν τον άλλο χρόνο μάλλον. Δεν το έχω ακόμα τελειώσει.
