Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Αν σας αρέσουν τα μυθιστορήματα και διηγήματα που βρίσκετε εδώ
τελείως δωρεάν, μπορείτε να το δείξετε κάνοντας μια δωρεά με τον πιο ασφαλή
τρόπο στο διαδίκτυο.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Από τη Μια Σκηνή στην Άλλη Τρόποι μετάβασης μέσα στις λογοτεχνικές ιστορίες
Όταν γράφεις λογοτεχνία, είτε το καταλαβαίνεις είτε όχι, φτιάχνεις σκηνές. Είναι αναπόφευκτο. Μια ιστορία χωρίζεται σε σκηνές. Οι σκηνές είναι τα φυσικά μέρη της. Δεν χρειάζεται να είναι κάτι που διαβάζοντας το διακρίνουμε· και, μάλιστα, καλύτερα να
μην το διακρίνουμε, να περνά σχεδόν αόρατο, η αφήγηση να κυλά σαν πραγματικότητα.
Από μια άποψη, θα μπορούσες να πεις ότι είναι προτιμότερο να γράφεις χωρίς να ξέρεις ότι φτιάχνεις σκηνές, ή χωρίς να το κάνεις συνειδητά. Με αυτό τον τρόπο είσαι πιο φυσικός. Ωστόσο, και το να γνωρίζεις για τις σκηνές δεν είναι κακό αν
εξακολουθείς να είσαι φυσικός. Αν χρησιμοποιείς τη γνώση ως εργαλείο, όχι ως δεκανίκι.
Το βασικό θέμα με τις σκηνές είναι πώς τις χωρίζεις μέσα στην ιστορία. Πώς περνάς από τη μία στην άλλη. Κάποιος που απλά γράφει, χωρίς να το έχει υπόψη του, το κάνει όπως νομίζει, ή όπως έχει δει να το κάνουν σε άλλα βιβλία. Όταν ξέρεις, όμως, ή όταν έχεις σκεφτεί κάποια πράγματα για το πώς μεταβαίνεις από τη μια σκηνή στην άλλη, μπορείς αυτό να το χρησιμοποιήσεις για να κάνεις την αφήγησή σου πιο δυνατή.
Αν και θεωρητικά οι τρόποι μετάβασης είναι άπειροι, τρεις είναι αρκετά βασικοί: (α) μετάβαση χωρίς διακοπή, (β) μετάβαση με αφηγηματικό άλμα, (γ) μετάβαση με κενό μέσα στο κείμενο.
Η μετάβαση χωρίς διακοπή είναι ο πιο φυσικός τρόπος για να περνάς από τη μια σκηνή στην άλλη. Απλά αφηγείσαι την ιστορία όπως έρχεται. Γράφεις, για παράδειγμα, για έναν ταξιδιώτη που διασχίζει ένα δάσος [μία σκηνή] και φτάνει μετά σε μια παράκτια πόλη, όπου κλείνει ένα δωμάτιο σ’ένα πανδοχείο [άλλη σκηνή] προτού πάει στην αγορά για να προμηθευτεί ένα ζευγάρι μαγικά παπούτσια με τα οποία μπορεί να βαδίζει πάνω στο νερό [άλλη σκηνή]. Φορώντας αυτά τα παπούτσια βγαίνει ξανά από την πόλη και περπατά πάνω στη θάλασσα για να καταλήξει σ’ένα κοντινό νησί όπου κανένας βαρκάρης δεν τολμά να πλεύσει [άλλη σκηνή – και η ιστορία μας συνεχίζεται κατ’αυτό τον τρόπο]...
Όταν κάνεις μετάβαση χωρίς διακοπή, η ροή είναι αναμφίβολα φυσική, και οι σκηνές εξαφανίζονται μέσα σ’αυτή τη ροή της αφήγησης, γίνονται μέρος της· ο αναγνώστης δεν παρατηρεί καμιά αλλαγή, παρά μόνο μια λογική συνέχεια. Το πρόβλημα με τη μετάβαση χωρίς διακοπή, όμως, είναι ότι, πρώτον, δεν ταιριάζει σε όλα τα είδη των ιστοριών και, δεύτερον, τρώει πολύ χώρο μέσα στο κείμενο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα – σε
πολλές περιπτώσεις, ίσως – μπορεί να γίνει ανούσια, ή κουραστική. Φαντάσου να περιγράφεις συνεχώς ολόκληρα ταξίδια, από το ένα μέρος στο άλλο, χωρίς η αφήγηση να είναι ταξιδιωτική αλλά το ενδιαφέρον της να είναι αλλού – στα μέρη όπου φτάνουν οι ταξιδιώτες. Σ’αυτή την περίπτωση, η μετάβαση χωρίς διακοπή δεν σε εξυπηρετεί· κάνει την ιστορία σου χειρότερη, κατά πάσα πιθανότητα. Χρειάζεσαι, επομένως, κάτι άλλο.
Η μετάβαση με αφηγηματικό άλμα είναι όταν ο συγγραφέας περνά από τη μια σκηνή στην επόμενη χωρίς να αφήνει κενό ανάμεσα στις παραγράφους του κειμένου αλλά χρησιμοποιώντας κάποιο αφηγηματικό τέχνασμα. Αυτό το τέχνασμα δεν είναι ανάγκη να είναι κάτι το ιδιαίτερα «μυστικιστικό». Μπορεί να είναι κάτι πολύ απλό, όπως μια χρονική πρόταση: «Και ύστερα από δέκα μέρες ταξίδι, έφτασαν στην πόλη κάτω από τα βουνά.» Ή μπορεί να είναι και κάτι πιο περίτεχνο.
Η πρώτη περίπτωση μετάβασης με άλμα, η απλή, είναι αυτή που κάνουν οι περισσότεροι αφηγητές που δεν χωρίζουν σκηνές συνειδητά. Θα πουν, πχ, ότι ύστερα από πέντε μέρες έγινε το τάδε. Ή θα πουν «πέρασαν το απόγευμά τους τρώγοντας παγωτό, και το άλλο μεσημέρι πήγαν να επισκεφτούν τον θείο στο παλιό σπίτι πάνω στον λόφο». Όλα αυτά είναι μεταβάσεις με αφηγηματικό άλμα. Προσπερνάς στα γρήγορα τις ανούσιες σκηνές για να πας στις ουσιώδεις, τις βασικές για την ιστορία σου. Δεν έχει μεγάλη σημασία το πώς ακριβώς οι χαρακτήρες πέρασαν το απόγευμα τρώγοντας παγωτό, ούτε έχει σημασία τι ακριβώς έγινε αυτές τις πέντε μέρες που οδοιπορούσαν μες στις πεδιάδες· οπότε, το αναφέρεις και πας στην επόμενη φυσική σκηνή. Κάνεις ένα λογικό άλμα, με απλό, ευθύγραμμο τρόπο.
Μπορείς, όμως, να κάνεις αφηγηματικό άλμα και με τη χρήση ενός χρονικού συνδέσμου, όπως το
όταν. Για παράδειγμα, έχεις τρεις χαρακτήρες που συζητάνε για ένα επικίνδυνο είδος πουλιού που πετά στα βουνά τα οποία τώρα διασχίζουν. Γράφεις τον διάλογο κανονικά, και στο τέλος του διαλόγου λες: «Όταν τελικά συνάντησαν τα μαύρα γεράκια ήταν σούρουπο της τρίτης ημέρας και όλοι τους ξαφνιάστηκαν, γιατί νόμιζαν ότι ήταν από εκείνα τα πράγματα που μαρτυρούν οι φημολογίες αλλά ποτέ δεν τα βρίσκεις μπροστά σου. Τα άγρια πουλιά έβγαζαν κρωξίματα που τρυπούσαν τ’αφτιά και το μυαλό...» – και η σκηνή συνεχίζεται με δραματικό τρόπο. Εδώ έχεις κάνει ένα άλμα με τη χρήση του
όταν. Μεταπηδάς από το χρονικό σημείο της συζήτησης για τα μαύρα γεράκια [μία σκηνή] στο χρονικό σημείο που οι χαρακτήρες συνάντησαν τα εν λόγω πουλιά [άλλη σκηνή], προσπερνώντας όλο τον ενδιάμεσο χρόνο. Και το κάνεις αυτό χωρίς κενό ανάμεσα στις παραγράφους, απλά και μόνο ακολουθώντας τη λογική της αφηγηματικής ροής και χρησιμοποιώντας έναν χρονικό σύνδεσμο.
Όμως υπάρχουν και σκηνές που το άλμα δεν είναι μέσα στον χρόνο αλλά μέσα στον χώρο. Για παράδειγμα, έχεις έναν λαθρεπιβάτη στο εσωτερικό ενός φορτηγού, σ’ένα καραβάνι. Αλλά δεν εστιάζεσαι τότε σ’αυτόν· μας γράφεις τη συζήτηση δύο φρουρών του καραβανιού που κάθονται πλάι-πλάι επάνω στα δίκυκλα οχήματά τους. Και μετά λες: «Μέσα στο μεγάλο μαύρο φορτηγό, ο Μιχάλης δεν άκουγε τίποτα από τα λόγια των δύο φρουρών και δεν ήξερε τι μπορεί να τους περίμενε στο Πέρασμα των Κοντών Γιγάντων· αισθανόταν μόνο την πλάτη του να πονά καθώς ήταν καταχωνιασμένος κάτω από τους καμβάδες νιώθοντας την κίνηση του οχήματος πάνω στον άτσαλο δρόμο, και το μυαλό του τριγύριζε στ...» – και η σκηνή συνεχίζεται με τις σκέψεις του φίλου μας. Εδώ έχεις κάνει ένα άλμα από μια σκηνή – όπου μιλάνε οι φρουροί – σε μια άλλη – όπου ο Μιχάλης σκέφτεται, καταχωνιασμένος μες στο φορτηγό. Δεν έχεις αφήσει κενό ανάμεσα στις παραγράφους· έχεις κινηθεί με λογική ακολουθία μες στο κείμενο χρησιμοποιώντας μια πρόταση χωρικής μετάβασης («Μέσα στο μεγάλο μαύρο φορτηγό...») και την αντίληψη του Μιχάλη («...δεν άκουγε τίποτα από τα λόγια των δύο φρουρών και δεν ήξερε τι μπορεί να τους περίμενε στο...») για να μεταφερθείς από τη μια σκηνή στην άλλη.
Αυτοί οι τρόποι δεν είναι οι μοναδικοί για να κάνεις μετάβαση με αφηγηματικό άλμα. Κι εδώ οι τρόποι είναι, θεωρητικά, άπειροι. Απλά αυτοί έρχονται τώρα στο μυαλό μου. Εκείνο που χρειάζεται προσοχή, μόνο, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να μη σπάει η λογική της αφήγησης. Δηλαδή, δεν μπορείς να βρίσκεσαι μέσα σε μια σκηνή και ξαφνικά να βρεθείς σε μια άλλη σκηνή χωρίς κάποια λογική ακολουθία – εκτός αν το κάνεις, για κάποιο πολύ ιδιαίτερο λόγο, εσκεμμένα ώστε να προκαλέσεις σύγχυση. Όμως αυτή είναι μια περίπτωση σπάνια και ταιριάζει μόνο σε συγκεκριμένες ιστορίες.
Κατά κανόνα, η μετάβαση με αφηγηματικό άλμα είναι αυτή που θέλει και την περισσότερη προσοχή, ώστε, καθώς οι σκηνές αλλάζουν, να ξέρουμε κάθε φορά πού ακριβώς μέσα στον χώρο και μέσα στον χρόνο της αφήγησης βρισκόμαστε.
Η μετάβαση με κενό ανάμεσα στις παραγράφους είναι ο πιο εύκολος τρόπος για να περνάς από τη μια σκηνή στην άλλη, αν και χρειάζεται κι αυτός την προσοχή του. Σε αυτού του είδους τη μετάβαση, απλά αφήνεις ένα κενό ανάμεσα στις παραγράφους του κειμένου (ίσως βάζοντας και αστερίσκο, *, αν θέλεις) και περνάς στην επόμενη σκηνή. Για παράδειγμα, γράφεις για κάποιους που ταξιδεύουν στη θάλασσα μέσα σε μεγάλο πλοίο, διασχίζοντας έναν ωκεανό· κάθονται στο ευρύχωρο σαλόνι του πλοίου και παίζουν χαρτιά ενώ λένε ιστορίες για μια πόλη η οποία είναι ο προορισμός τους. Μετά, αφήνεις κενό ανάμεσα στις παραγράφους και ξεκινάς να γράφεις τι συμβαίνει όταν έχουν φτάσει στην πόλη. Η μετάβαση έγινε χωρίς να χρειάζεται ούτε να γράψεις όλο το ταξίδι ούτε να χρησιμοποιήσεις κάποιο αφηγηματικό άλμα (όπως «Ύστερα από πέντε μέρες και μία καταιγίδα, έφτασαν στην πόλη»).
Το ίδιο μπορείς να κάνεις για να μετακινείσαι από σκηνή σε σκηνή μέσα στον χώρο αντί για μέσα στον χρόνο. Μια παρέα κουβεντιάζει σ’ένα τραπέζι ενός εστιατορίου. [Κενό ανάμεσα στις παραγράφους.] Ένας τύπος κάνει μια ύποπτη συμφωνία σ’ένα άλλο τραπέζι του ίδιου εστιατορίου. [Κενό ανάμεσα στις παραγράφους.] Στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, μια μάγισσα επικαλείται έναν δαίμονα για να της αποκαλύψει ένα μυστικό.
Επίσης, πολλοί οι οποίοι χρησιμοποιούν περιορισμένη οπτική γωνία τρίτου προσώπου (για την οποία έχω γράψει σε προηγούμεναάρθρα) βάζουν κενό ανάμεσα στις παραγράφους για να μεταπηδήσουν από την αντίληψη ενός χαρακτήρα στην αντίληψη ενός άλλου.
Αλλά το κενό ανάμεσα στις παραγράφους μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως σημείο στίξης, για δραματικούς λόγους. Υπάρχουν συγγραφείς που το βάζουν χωρίς να είναι αναγκαίο, απλά και μόνο επειδή θέλουν να τονίσουν κάτι. Για παράδειγμα, μια ομάδα ιπποτών έχει εισβάλει σ’ένα μαύρο οχυρό του Χάους, και έχουν φτάσει σε μια ακτινωτή αίθουσα όπου μάχονται με διάφορους δαίμονες· αίματα και εντόσθια και κομμένα μέλη τινάζονται παντού. [Κενό ανάμεσα στις παραγράφους.] Από τον λάκκο στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας, ένα εφιαλτικό φως ξεπηδά και ένα πελώριο θηρίο με δεκαοκτώ πλοκάμια και πέντε κεφάλια βγάζει το γλοιώδες σώμα του. [Κενό ανάμεσα στις παραγράφους.] Η μάχη συνεχίζεται μέσα στην αίθουσα, αλλά τώρα είναι και το γλοιώδες τέρας εκεί.
Έχεις δημιουργήσει τρεις σκηνές που θα μπορούσαν να ήταν μία, και το έχεις κάνει απλά και μόνο για δραματικούς λόγους. Για να διαχωρίσεις την άνοδο του τέρατος μέσα από τον λάκκο. Για να τονίσεις πόσο τρομερό είναι.
Η μετάβαση με κενό ανάμεσα στις παραγράφους είναι πολύ δημοφιλής στη σύγχρονη λογοτεχνία, και μάλιστα εδώ και κάμποσα χρόνια. Νομίζουν ορισμένοι ότι δεν χρειάζεται και πολλή συγγραφική δεξιοτεχνία. Όμως η αλήθεια είναι πως κι αυτή η μέθοδος θέλει τη δική της προσοχή. Αρκετές φορές έχω διαβάσει βιβλία που, μετά από το κενό, δεν ξέρω πού βρίσκομαι, και αναρωτιέμαι πότε – ή, ακόμα χειρότερα,
πού – συμβαίνουν αυτά που περιγράφονται. Εκτός αν θέλεις εσκεμμένα να προκαλέσεις σύγχυση, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρότι αφήνεις κενό ανάμεσα στις παραγράφους, είναι καλό να ξεκινάς και με κάποια μεταβατική φράση. Πχ, «Μετά από πέντε μέρες», ή «Όταν έπεσε η νύχτα», ή «Όταν έφτασαν στο σπίτι της Μαρίας». Για να ξέρουμε πού βρισκόμαστε μέσα στην αφήγηση. Το κενό ανάμεσα στις παραγράφους δεν είναι η μαγική φόρμουλα που λύνει όλα σου τα αφηγηματικά προβλήματα. Μάλιστα, μπορεί να δημιουργήσει και κάποια που αλλιώς δεν θα υπήρχαν.
*
Πέρα από αυτούς τους τρεις βασικούς τρόπους για να κάνεις μετάβαση από τη μια σκηνή στην επόμενη, πιθανώς να υπάρχουν κι άλλοι. Ένας είναι, αναμενόμενα, ο ανάμικτος τρόπος.
Το να χρησιμοποιείς τον ανάμικτο τρόπο μετάβασης σημαίνει, ουσιαστικά, να χρησιμοποιείς όλους τους άλλους κατά περίσταση. Μπορεί να γράφεις μια ιστορία χωρίς διακοπή ανάμεσα στις σκηνές, απλή φυσική ροή, και μετά να αφήσεις ένα κενό μέσα στις παραγράφους για να μεταβείς σ’ένα μακρινό μέρος και να μας πεις τι συμβαίνει εκεί, προτού αφήσεις πάλι ένα κενό και συνεχίσεις με την προηγούμενη αφήγηση. Και ύστερα από κάποιες σελίδες, αντί να γράφεις για το πώς πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σε μια πόλη τζογαδόρων και τυχοδιωκτών τύπου Λας Βέγκας, κάνεις μετάβαση με άλμα, γράφοντας μόνο: «Ύστερα από έναν μήνα τυχερών παιχνιδιών, ποτών, και γυναικών, και ενώ ο χειμώνας έμπαινε στο Λος Βίργκαν, ο Κούμης αντίκρισε το πιο παράξενο θέαμα της ζωής του, κι αναρωτιόταν μήπως ακόμα το μυαλό του βρισκόταν υπό την επήρεια του σφυρίγματος που είχε καταπιεί την προηγούμενη νύχτα στον
Γύρο της Τύχης.»
Οι περισσότεροι καλοί συγγραφείς τον ανάμικτο τρόπο χρησιμοποιούν. Δεν είναι ωραίο να γίνεσαι προβλέψιμος, χρησιμοποιώντας συνέχεια τις ίδιες μεθόδους. Αν και ορισμένες φορές αυτό μπορεί και να σε εξυπηρετήσει. Η κάθε ιστορία ζητά να γραφτεί με τον δικό της τρόπο.
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, να αναφέρω ότι μπορούν να υπάρξουν
συμπυκνωμένες σκηνές. Αυτές είναι πολλές σκηνές μαζί τις οποίες γράφεις με σχετικά λίγες λέξεις, και μπορεί να είναι όλες μέσα σε μια παράγραφο, ή η καθεμία μπορεί να είναι σε μια παράγραφο από μόνη της, καταλαμβάνοντας έτσι μια, δυο σελίδες (αν και η σελίδα, ειδικά σήμερα, στην ηλεκτρονική εποχή – αλλά όχι
μόνο σήμερα – είναι αρκετά υποκειμενική υπόθεση). Για παράδειγμα, έχεις διάφορα στο μυαλό σου για το πώς η Μάερντιλ περνά τον καιρό της στο Παλάτι των Μικρών Θαυμάτων τις επόμενες δεκαπέντε ημέρες που είναι αναγκασμένη να μείνει εκεί. Θα μπορούσες να κάνεις μια ολόκληρη σκηνή (αρκετών παραγράφων) για το κάθε περιστατικό, αλλά δεν το κρίνεις σκόπιμο. Νομίζεις ότι αυτό και εσένα θα κούραζε άσκοπα και τον αναγνώστη, και δεν θα αποτελούσε καλή αφήγηση. Επομένως, γράφεις δύο μεγάλες, παχιές παραγράφους όπου στη μία αναφέρεις τα μισά παράξενα περιστατικά στο Παλάτι των Μικρών Θαυμάτων και στην άλλη αναφέρεις τα άλλα μισά.
Εδώ δεν υπάρχει μετάβαση ανάμεσα στις σκηνές. Έρχονται όλες σαν μέσα σε μια ονειρική ροή. Πληροφορίες-σαΐτες στο μυαλό του αναγνώστη, ο οποίος τις επεξεργάζεται (περισσότερο ή λιγότερο) όπως νομίζει.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)