Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Τα Πλάγια και τα Ευθεία Σκέψη και λόγος: δύο πολύ βασικά πράγματα που παίρνουν πολλές μορφές
Οι πάντες που γράφουν λογοτεχνία ξέρουν τι είναι το ευθύ και το πλάγιο στον διάλογο ή στις σκέψεις των χαρακτήρων: απλώς ορισμένοι ίσως να μην το έχουν συνειδητοποιήσει ή να μην έχουν κάνει ξεκάθαρα τον διαχωρισμό μέσα στο μυαλό τους. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ακριβώς τι συμβαίνει με τα ευθεία και τα πλάγια και πώς μπορεί να τα χρησιμοποιήσει μέσα στην αφήγηση έτσι ώστε να επιτύχει κάποιο αποτέλεσμα. Και οι δύο μορφές είναι το ίδιο χρήσιμες αλλά πολύ διαφορετικές.
Ο ευθύς διάλογος όλοι ξέρουν τι είναι. Είναι όταν γράφεις τη μια σειρά διαλόγου μετά την άλλη σαν σε θεατρικό. Παλιότερα, ο διάλογος χωριζόταν με μεγάλες παύλες (—) όταν άλλαζε ο ομιλητής. Σήμερα, πολλοί δεν το διατηρούν αυτό, αλλά χρησιμοποιούν τα εισαγωγικά («») εκεί που αρχίζουν και τελειώνουν τα λόγια κάποιου. (Και προσωπικά πάντα προτιμώ τα εισαγωγικά, γιατί προκαλούν λιγότερη σύγχυση, και έτσι μπορείς να μπλέξεις τα λόγια ενός χαρακτήρα και μέσα σε περιγραφές και σκέψεις χωρίς πρόβλημα.)
Για παράδειγμα αυτός είναι ένας απλός ευθύς διάλογος:
«Καλημέρα,» χαιρέτησε ο Νίκος.
«Καλήμερα,» απάντησε η Μαρίνα. «Δε μου λες, τι ώρα ξυπνάνε συνήθως οι εξωγήινοι που έχει κλεισμένους ο γείτονας μες στο φορτηγό;»
«Στις τρεισήμισι· γιατί;»
«Τους έχω φέρει ένα δώρο!»
Ο πλάγιος διάλογος, αντιθέτως, είναι άγνωστος για αρκετούς, παρότι τον χρησιμοποιούμε πολύ συχνά, αν και πολλές φορές όχι συνειδητά. Νομίζουμε ότι δεν είναι διάλογος, αλλά είναι.
Παράδειγμα ενός απλού πλάγιου διαλόγου.
Ο Νίκος, μπαίνοντας στο χολ, καλημερίστηκε με τη Μαρίνα, κι εκείνη τον ρώτησε τι ώρα ξυπνάνε οι εξωγήινοι που έχει ο γείτονας κλεισμένους στο φορτηγό. Ο Νίκος τής απάντησε ότι αυτό συνήθως συμβαίνει στις τρεισήμισι· και η Μαρίνα, με μια πονηρή γυαλάδα στα μάτια, του είπε ότι τους έχει φέρει ένα δώρο.
Δεν είναι διάλογος; Φυσικά και είναι. Απλώς είναι πλάγιος. Δεν είναι σαν να τον ακούς τώρα μπροστά σου· είναι σαν να σου τον διηγούνται.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκέψεις των χαρακτήρων.
Οι πιο γνωστές εδώ είναι οι πλάγιες σκέψεις, όχι οι ευθείες, νομίζω· και, μάλιστα, συχνά δεν δίνουμε σημασία ότι είναι καν σκέψεις. Πολλές φορές περνάνε σαν μέρος της περιγραφής, χωρίς να αναφέρεται ότι κάποιος χαρακτήρας σκέφτεται. Αλλά, ουσιαστικά, είναι πλάγιες σκέψεις.
Όπως εδώ:
Ο Νίκος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τέτοιο πλάσμα χωρούσε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Ήταν πελώριο, αλλά είχε τη δυνατότητα να αναδιπλώνεται με εξωφρενικό τρόπο όπως η χελώνα που τραβιέται μες στο καβούκι της. Ήταν αποκρουστικό! Δεν ήθελες να σε αγγίξει· σου έδινε την αίσθηση ότι μπορεί κάπως να σε μολύνει.
Οι περισσότερες είναι πλάγιες σκέψεις εδώ, όχι ουδέτερη περιγραφή, επειδή ο Νίκος είναι που παρατηρεί το πλάσμα. Αυτό το «Ήταν αποκρουστικό!» είναι δική του σκέψη. Όπως και ότι «Δεν ήθελες να σε αγγίξει» και τα λοιπά. Μπορεί να μη γράφουμε «Ο Νίκος σκέφτηκε το τάδε και το τάδε» αλλά αυτό υπονοείται. Είναι θέμα οπτικής γωνίας. Ορισμένοι, μάλιστα, στις μέρες μας είναι φανατικοί με το να μην αλλάζεις προοπτική όταν γράφεις σε τρίτο πρόσωπο, να μένεις πάντα στην οπτική γωνία ενός και μόνο χαρακτήρα. (Ποτέ δεν κατάλαβα αυτή τη φανατική προσκόλληση. Γιατί, τότε, ποια η διαφορά του τρίτου προσώπου από του πρώτου; Κόβεις όλη τη δυναμική που το καλογραμμένο τρίτο πρόσωπο μπορεί να έχει.) Αλλά, ακόμα κι αν δεν μένεις πάντα στην οπτική γωνία ενός και μόνο χαρακτήρα, συνήθως είναι ξεκάθαρο ποιος σκέφτεται κάτι πλαγίως επειδή από τα συμφραζόμενα φαίνεται ότι αναφερόμαστε σε αυτό το πρόσωπο, άρα οτιδήποτε εκεί είναι δική του πλάγια σκέψη.
Οι πλάγιες σκέψεις είναι παντού, είναι η πιο συνηθισμένη μορφή σκέψης στη λογοτεχνική αφήγηση. Αν τις γράφεις συνειδητά, ξέροντας τι κάνεις, ακόμα καλύτερα.
Οι ευθείες σκέψεις είναι όπως τον διάλογο αλλά σαν ο χαρακτήρας να μιλά στον εαυτό του. Παλιότερα, δε (ελπίζω όχι και σήμερα πλέον – είναι φριχτό!), αρκετοί συγγραφείς έβαζαν όντως τους χαρακτήρες να μιλάνε μόνοι τους (!) προκειμένου να δείξουν τις σκέψεις τους. Αυτό είναι ανόητο. Έχει νόημα μόνο – ίσως – σε αφηγηματικές μορφές όπου δεν μπορούμε εύκολα να παρουσιάσουμε σκέψεις (όπως στον κινηματογράφο ή στο θέατρο), κι εκεί σχετικό είναι το πόσο καλόγουστο φαίνεται.
Τις ευθείες σκέψεις σήμερα συνηθίζεται να τις γράφουμε με πλάγια γράμματα, και αυτό μού μοιάζει το καλύτερο, για να ξεχωρίζουν από τα λόγια διαλόγου που μπαίνουν μέσα σε εισαγωγικά («»). Αυτός, όμως, δεν είναι ο μόνος τρόπος για να γράφεις ευθείες σκέψεις. Ορισμένοι συγγραφείς τις βάζουν μέσα σε εισαγωγικά (κι αν είναι καλοί καταφέρνουν να αποφύγουν τη σύγχυση με τα λόγια διαλόγου)· ορισμένοι άλλοι δεν κάνουν τίποτα, τις γράφουν κανονικότατα μέσα στο υπόλοιπο κείμενο (κι αν είναι καλοί, καταφέρνουν να αποφύγουν τη σύγχυση γενικά). Στις περισσότερες περιπτώσεις, πάντως, το να γράφεις τις ευθείες σκέψεις «σκέτες», χωρίς ούτε πλάγια γράμματα ούτε εισαγωγικά, είναι καλύτερο απ’το να τις γράφεις μέσα σε εισαγωγικά. (Αν και εγώ, προσωπικά, προτιμώ τα πλάγια γράμματα.)
Παράδειγμα με ευθείες σκέψεις:
Ο Νίκος είδε το εξωδιαστασιακό πλάσμα στην πίσω μεριά του αυτοκινήτου να είναι διπλωμένο με εξωφρενικό τρόπο. Πώς μπορεί και χωρά εκεί μέσα, γαμώτο; αναρωτήθηκε. Αποκρουστικό! Νομίζεις ότι θα σε μολύνει άμα το αγγίξεις...
Εδώ ο Νίκος είναι σαν να μιλά μόνος του στα πλάγια γράμματα, αλλά μέσα στο κεφάλι του. Αυτές είναι οι ευθείες σκέψεις.
*
Τώρα που ξεκαθαρίσαμε τι είναι πλάγιο και τι ευθύ, μπορούμε να κάνουμε μερικές υποθέσεις για τη χρησιμότητα της κάθε μορφής. Και λέω υποθέσεις γιατί τίποτα δεν είναι απόλυτο στη λογοτεχνική αφήγηση. Όλα εξαρτώνται από την αισθητική που θέλεις να ακολουθήσεις και το τι γράφεις. Αλλά είναι πάντα καλό να παίρνεις ιδέες...
Ο ευθύς διάλογος συνήθως είναι πιο μακροσκελείς από τον πλάγιο, οπότε δεν «συμφέρει» αν θέλεις να γράψεις μια πιο σύντομη αφήγηση. Ο πλάγιος διάλογος βοηθά για να επισπεύσει τα πράγματα μέσα στην ιστορία. Ο ευθύς διάλογος κάνει το αντίθετο· καθυστερεί την ιστορία, και ίσως αυξάνει το σασπένς.
Αυτή δεν είναι παρά μία χρήση τους μόνο.
Ο ευθύς διάλογος συνήθως φέρνει μεγαλύτερη ζωντάνια στην ιστορία· είναι σαν να ακούς τους χαρακτήρας να μιλάνε μπροστά σου. Ο πλάγιος διάλογος δίνει μια αίσθηση πιο αφηγηματική, πιο ονειρική· είναι σαν να παίρνεις μια πληροφορία, όχι σαν να ακούς κάτι εκείνη την ώρα. Είναι καλός όταν θέλεις η ιστορία να έχει μια συνεχόμενη ροή, αδιάσπαστη από φωνές χαρακτήρων. Για παράδειγμα, ο H.P. Lovecraft το κάνει συνέχεια αυτό· δεν έχει καθόλου ευθύ διάλογο (ή, αν σε κάποια ιστορία του έχει, δεν την έχω συναντήσει ακόμα), και είναι καλό για το είδος της ιστορίας που γράφει η οποία είναι σαν ψυχεδελικό, τρομαχτικό όνειρο.
Ο ευθύς διάλογος δίνει πληροφορίες σταδιακά: είναι δράση. Ο πλάγιος διάλογος δίνει πληροφορίες συμπυκνωμένα.
Μέσα από τον ευθύ διάλογο μπορούμε να δούμε διάφορους τρόπους συμπεριφοράς και ομιλίας των χαρακτήρων. Μέσα από τον πλάγιο διάλογο, πολύ σπάνια μπορούμε να το δούμε αυτό, και πάλι (αναμενόμενα) πλαγίως μόνο.
Αν θέλεις να γράψεις μια σκηνή που είναι δράσης, μη γράφεις πλάγιο διάλογο. Αν θέλεις να γράψεις μια σκηνή που είναι κεντρική στην ιστορία, πάλι μη γράφεις πλάγιο διάλογο. Αν θέλεις να δώσεις μια πληροφορία, να περάσεις στα γρήγορα μια κουβέντα γιατί δεν έχει μεγάλη σημασία αλλά πρέπει να γραφτεί, τότε μη γράφεις ευθύ διάλογο. Ο ευθύς διάλογος μπορεί και να καταντήσει ανούσιος αν δεν έχει κανένα νόημα. Κάποιες κουβέντες είναι καλύτερα να περνάνε επί τροχάδην μέσα στην αφήγηση, ακόμα κι αν πρέπει να αναφερθούν. Αλλιώς, μπορεί να καταλήξεις να γράφεις ατελείωτες σελίδες με διαλόγους που δεν σε αφήνουν να προχωρήσεις την ιστορία. Αν πραγματικά θέλεις μπορείς να γράφεις πάρα πολλούς διαλόγους μεταξύ των χαρακτήρων. Σκέψου το: οι κουβέντες δεν τελειώνουν ποτέ. (Μάλιστα, τελευταία διάβαζα ένα βιβλίο που ήταν ακριβώς έτσι, και δεν θα έλεγα ότι μου έκανε καλή εντύπωση.) Εσύ, όμως, ο/η συγγραφέας, αποφασίζεις τι έχει νόημα και τι όχι για να γράψεις με ευθύ ή πλάγιο τρόπο – ή και καθόλου. (Μην αγχώνεσαι· συνήθως απλά φτάνει να ακολουθήσεις το ένστικτό σου. Δε θέλει πολλή σκέψη. Η πολλή σκέψη βλάπτει τη λογοτεχνία.)
Με τις ευθείες και τις πλάγιες σκέψεις ισχύει το ίδιο. Εσύ αποφασίζεις ποιες σκέψεις των χαρακτήρων θα γράψεις. Οι σκέψεις που περνάνε απ’το κεφάλι μας κάθε μέρα είναι άπειρες· προφανώς δεν μπορείς να τις γράψεις όλες. Είναι ανούσιο, εκτός αν το κάνεις ως σουρεαλιστικό παιχνίδι ή λογοτεχνικό πειραματισμό, θέλοντας να δείξεις κάτι ιδιαίτερο.
Οι πλάγιες σκέψεις των χαρακτήρων είναι αυτές που χρησιμοποιούνται πιο πολύ στη λογοτεχνική αφήγηση. Μάθε να τις χρησιμοποιείς όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, αφού, θέλοντας και μη, θα τις χρησιμοποιήσεις λιγότερο ή περισσότερο. Τα ρήματα «σκέφτομαι», «αναρωτιέμαι», και τα λοιπά σπάνια χρησιμοποιούνται στις πλάγιες σκέψεις των χαρακτήρων, οι οποίες γίνονται ένα με την αφήγηση και την περιγραφή. Είναι αόρατες σχεδόν.
Οι ευθείες σκέψεις δεν είναι αόρατες. Πετάγονται μπροστά σου σαν αναλαμπές. Και αυτή είναι η δύναμή τους σε σύγκριση με τις πλάγιες σκέψεις. Δίνουν μια άλλη ένταση μέσα στην αφήγηση, οπότε είναι καλύτερες για σκηνές δράσης ή για όταν πρέπει να φανεί περισσότερο ότι ο χαρακτήρας είναι προβληματισμένος από κάτι ή αναρωτιέται επίμονα για κάτι.
Άλλο να γράψεις «Ήταν αποκρουστικές οι γραφές επάνω στους τοίχους» και μετά να συνεχίσεις την αφήγηση. Άλλο να γράψεις «Αποκρουστικό! σκέφτηκε η Λουκία βλέποντας ξανά αυτές τις παράξενες γραφές επάνω στους τοίχους». Έχει διαφορετική ένταση· δίνει μια ξεχωριστή αίσθηση στην αφήγηση.
Εννοείται πως δεν μπορώ να καλύψω πλήρως το θέμα με τα πλάγια και τα ευθεία. Ούτε έχω σκεφτεί κάθε δυνατή περίπτωση – ούτε θα ήταν εφικτό. Τα υπόλοιπα πρέπει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Και αυτό είναι και μέρος της μαγείας της λογοτεχνίας: συνεχώς να ανακαλύπτεις.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)