Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Το Βιβλίο και η Αγορά, Μέρος 2 Και εστιαζόμαστε στα ντόπια προϊόντα...
Όσα έγραψα στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου ισχύουν κυρίως για τη διεθνή αγορά. Στην Ελλάδα δεν ισχύουν και τόσο. Πόσες φορές έχετε ακούσει εδώ να λένε σε συγγραφέα να «προσαρμοστεί στην Αγορά» ή να τον ρωτάνε «σε ποια αγορά απευθύνεται»; Ποτέ, ουσιαστικά.
Διότι δεν έχουμε Αγορά για τα βιβλία. Ναι μεν πωλούνται βιβλία αλλά κανένας συγγραφέας – ειδικά λογοτεχνίας – δεν μπορεί να ζήσει, ή να βγάλει αξιοσημείωτο εισόδημα, από αυτά. (Ή, αν κάποιος το καταφέρνει – που δεν ξέρω ποιος είναι – σίγουρα πρόκειται για εξαίρεση και ούτε κατά διάνοια μπορεί να θεωρηθεί κανόνας.)
Το γεγονός ότι δεν έχουμε ουσιαστικά Αγορά θα μπορούσες να πεις ότι, από μια μεριά, μας απελευθερώνει (παρότι μας χρεοκοπεί), αλλά δυστυχώς ούτε αυτό συμβαίνει. Η Αγορά που έχουμε είναι μια ψευδής αγορά βιβλίων η οποία βλάπτει τα βιβλία και τη λογοτεχνία αλλά με άλλο τρόπο. Δημιουργεί φαινόμενα που είναι μολυσματικά, θα μπορούσες να πεις.
Κατά πρώτον, υποτίθεται πως το να είσαι συγγραφέας «δεν είναι δουλειά». Υπάρχει η νοοτροπία «Άσε, παιδάκι μου, τώρα αυτές τις σαχλαμάρες και πιάσε καμιά πραγματική δουλειά». Και, εν μέρει, αυτό είναι σωστό, γιατί από κάπου, κάπως, πρέπει να βγάζεις χρήματα για να ζεις. Όμως δεν είναι γενικά σωστό· αποθαρρύνει τους συγγραφείς και, ως επακόλουθο, βλάπτει το βιβλίο. Πολλοί συγγραφείς, πολλοί που θα μπορούσαν να ήταν αληθινοί συγγραφείς, δεν τα καταφέρνουν εξαιτίας αυτής της κακιάς νοοτροπίας, λόγω κοινωνικών ή οικονομικών συνθηκών. Μια πιο καλή νοοτροπία για την (άσχημη) περίπτωση της χώρας μας θα ήταν «Βρες άλλο τρόπο να ζεις αλλά γράφε και συγχρόνως». Πόσο συχνά, όμως, το ακούς αυτό; Καθόλου συχνά.
Παρότι δεν υπάρχει ουσιαστική Αγορά, πολλοί ωστόσο γράφουν, και δεν βρίσκουν ανταπόκριση, πράγμα που δημιουργεί ένα άλλο κακό φαινόμενο: αυτό του εγωιστικά πεινασμένου συγγραφέα. Που έχει ως συνέπεια να δημιουργούνται διάφορες κλίκες συγγραφέων οι οποίες προσπαθούν να προωθούν μετά μανίας τα μέλη τους, αγνοώντας επιδεικτικά όλους τους άλλους συγγραφείς, και πιστεύοντας ότι έτσι θα καταφέρουν κάτι. Το φαινόμενο έχει επαναληφθεί χιλιάδες φορές, αλλά ποτέ δεν μαθαίνουν. Στο τέλος, φυσικά, δεν γίνεται τίποτα. Οπότε, οι περισσότεροι απ’αυτούς απλά απογοητεύονται, ή τσακώνονται αναμεταξύ τους, και πικραμένοι τα παρατάνε. Ίσως να φταίει και το ότι πολλοί δεν ήταν ποτέ πραγματικά συγγραφείς. Ο πραγματικός συγγραφέας δεν τα παρατά εύκολα. Αρκετοί απλώς γράφουν επειδή θέλουν κάπως να επιδειχτούν, να δείξουν ότι είναι «κάποιοι», ότι μπορούν κι εκείνοι «να το κάνουν». Δεν είναι καλός λόγος αυτός για να γράφεις λογοτεχνία – ή για να κάνεις οτιδήποτε, ίσως. Κάποιοι είναι εκείνο που, αστειευόμενος, ονομάζω «ο συγγραφέας της γκόμενας» (αν και δεν είναι απαραίτητα άντρας). Γράφουν προσπαθώντας να πιάσουν γκόμενα (ή γκόμενο) και μετά καταντάν παντρεμένοι και ξεχνάνε όσα έκαναν «για πλάκα» πριν – δηλαδή, το να γράφουν λογοτεχνία.
Όλα αυτά τα φαινόμενα σίγουρα δεν ωφελούν το βιβλίο ή τη λογοτεχνία· και είναι φαινόμενα τα οποία, ουσιαστικά, γεννά η προβληματική ελληνική Αγορά· γιατί, αφού δεν μπορείς να βγάλεις λεφτά γράφοντας βιβλία, τότε η συγγραφή «γίνεται για πλάκα», είναι «χόμπι», δεν είναι «αληθινή δουλειά». Γι’αυτό κιόλας οδηγούμαστε και σε άλλα, χειρότερα φαινόμενα.
Στο φαινόμενο «του ψώνιου», για παράδειγμα. Το ότι όλοι θεωρούν πως, για να γράφει λογοτεχνία κάποιος, πρέπει «λογικά» να είναι ψώνιο, δεν μπορεί να είναι σοβαρός: πρέπει να είναι κάποιος μαλθμάκας που θέλει να επιδειχτεί. Αυτό έχει ως επακόλουθο την ξεδιάντροπη εκμετάλλευση από τους εκδότες. Αν κάποιος πάει το βιβλίο του σε εκδότη, και δεν είναι ήδη τραγικά γνωστός ή δεν έχει κάποιο βύσμα μέσα στην επιχείρηση του εκδότη, τότε ο εκδότης (ή οι υπάλληλοί του) του ζητά να πληρώσει για να εκδοθεί το βιβλίο του. (Ακόμα και για τον ISBN ζητάνε λεφτά!) Αν ο καημένος ο συγγραφέας δεχτεί να κάνει τη συμφωνία, απλώς θα χάσει λεφτά. Τα έσοδα που θα έχει από τα βιβλία – ένα μέρος από τα συνολικά έσοδα, γιατί τα άλλα τα παίρνει ο εκδότης – δεν πρόκειται ποτέ να ισοσταθμίσουν το κόστος. Μπορεί αρχικά να αισθανθεί καλά, γιατί… ξέρεις… είναι τώρα σοβαρός συγγραφέας, αφού το βιβλίο του είναι εκεί, σε κάποιο ράφι (ασχέτως αν δεν το αγοράζει κανένας), και του έχει γίνει και μια παρουσίαση (ασχέτως αν ήρθαν μόνο η γκόμενά του και μερικοί φίλοι του). Μετά, όμως, θα αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι απλά ήταν θύμα… γιατί όλα αυτά δεν έχουν συνέχεια. Είναι κάτι λεφτά που τα πετάς, και τέλος.
Στο εξωτερικό – στις σοβαρές χώρες, τουλάχιστον – θεωρείται, παρεμπιπτόντως, κατάπτυστο ο εκδότης να ζητά λεφτά από τον συγγραφέα για να κυκλοφορήσει το βιβλίο του. Κανένας αξιόλογος εκδότης δεν το κάνει αυτό. Εδώ, όμως, στη χώρα του Κάτω Κόσμου, που είμαστε μπουντρούμι κατά βάση, θεωρείται «νορμάλ συμπεριφορά».
Και το ξέρω πως ο εκδότης έχει πολλά έξοδα και πως δεν τα βγάζει πέρα (κι εγώ εκδότης ήμουν κάποτε – ευτυχώς, όχι πλέον), αλλά και πάλι αυτή η νοοτροπία δεν είναι λογική. Ο συγγραφέας δίνει στον εκδότη το εμπόρευμά του. Ο εκδότης δεν του κάνει χάρη που το εκδίδει. Χωρίς τον συγγραφέα, ο εκδότης δεν θα είχε τι να κυκλοφορήσει. Ο συγγραφέας είναι σαν τον αγρότη: είναι ο βασικός παραγωγός. Από αυτόν ξεκινάνε τα πάντα. Δεν πρέπει να πληρώνει· πρέπει να τον πληρώνουν. Ο εκδότης είναι ένας έμπορος, ένας ενδιάμεσος· κανονικά, απλώς παίρνει ένα μέρος από τα έσοδα για την εξυπηρέτηση που προσφέρει στον συγγραφέα, να τυπώσει και να διακινήσει. Αυτά. Αυτό είναι το υγιές οικονομικό μοντέλο στην Αγορά του βιβλίου. Τα άλλα είναι νοσηρά.
Και τα νοσηρά ξεκινάνε από το γεγονός ότι δεν υπάρχει πραγματική Αγορά στην Ελλάδα. Και πάλι, όλα αυτά νομίζετε ότι κάνουν καλό στο βιβλίο; Φυσικά και όχι. Η (ανύπαρκτη ουσιαστικά) Αγορά στην Ελλάδα βλάπτει το βιβλίο.
Υπάρχει, επίσης, και το άλλο ενδεχόμενο: να τυπώσει ο συγγραφέας το βιβλίο μόνος σου και να το διακινήσει. Αν το κάνει αυτό, έχει μπλέξει απίστευτα· σας το λέω εκ πείρας. Από παλιά, κέρδος δεν έβγαινε έτσι. Ούτε καν τα έξοδά σου δεν μπορούσες να βγάλεις. Τώρα πλέον σε ληστεύει επισήμως και το Κράτος! Ελεύθερος επαγγελματίας που δεν έχει καθαρό κέρδος τουλάχιστον 15.000 € χρεώνεται από την Εφορία σαν να είχε 15.000 €. Και ποιος φαντάστηκε ποτέ ότι ανεξάρτητος εκδότης-συγγραφέας μπορεί ποτέ να έχει καθαρό κέρδος 15.000 € μέσα σε ένα έτος; Ούτε ένα γαμημένο ευρώ δεν έχει κέρδος. Ακούς εκεί 15.000…
Οπότε, αυτό είναι ακόμα ένα σκότωμα του βιβλίου και της λογοτεχνίας, μέσα στα τόσα άλλα σκοτώματα που τους έχει κάνει η Αγορά σε τούτη τη χώρα.
Στην Ελλάδα υπάρχει μια γενική αποθάρρυνση για να γράφεις. Αλλά, από την άλλη, υπάρχει και μια τρομερή πληθώρα βιβλίων. Τόσο τρομερή, μάλιστα, που δεν είναι δυνατόν ποτέ να τα απορροφήσει όλα η τόσο μικρή Αγορά· οι πραγματικοί αναγνώστες είναι ελάχιστοι, δυστυχώς. Αυτά δημιουργούν μια κατάσταση χάους, που δεν ξέρεις τι ακριβώς γίνεται – και ούτε κανένας ξέρει – και ούτε τα βιβλία μπορούν να κινηθούν όπως πρέπει· κι ακόμα κι όταν ψάχνεις για κάτι δεν μπορείς να το βρεις.
Επάνω σ’ολ’ αυτά πέφτει και μια γενική κοροϊδία σχετικά με «ευημερία» του βιβλίου, η οποία είναι καθαρά πλασματική. Σήμερα δεν ξέρω αν έχει απομείνει πλέον κανένα περιοδικό για το βιβλίο που να κυκλοφορεί σε χάρτινη μορφή στα περίπτερα (νομίζω πως έχει μείνει ένα που λέγεται, αν δεν κάνω λάθος, Literary Journal· αλλά δεν είμαι σίγουρος). Τα περισσότερα κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, και βάζουν τόσο πολύ υλικό που, αν δεν ήξερες την πραγματική κατάσταση στην Αγορά, θα έλεγες: «Ποπο, χαμός γίνεται στην Ελλάδα με τα βιβλία!»
Αλλά, φυσικά, είναι πλασματικό. Το βλέπεις αν κάνεις μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας, όπου πάρα πολλά βιβλιοπωλεία έχουν κλείσει, τα υπόλοιποι φυτοζωούν, και τα παλαιοβιβλιοπωλείο είναι σαφώς περισσότερα από τα κανονικά βιβλιοπωλεία. Εγώ, προσωπικά, δεν θυμάμαι από πότε έχω να αγοράσω βιβλίο από κανονικό βιβλιοπωλείο, και οι λόγοι είναι, πρώτον, ότι πολύ απλά δεν βρίσκω εκεί κάτι που να θεωρώ ενδιαφέρον και, δεύτερον, σπάνια πλέον πληρώνω πάνω από 5 ευρώ για να αγοράσω οποιοδήποτε βιβλίο, πόσω μάλλον κάποιο που δεν είμαι σίγουρος αν με ενδιαφέρει. Αυτό το χάος, που δεν βρίσκεις βιβλία που να σε ενδιαφέρουν και δεν ξέρεις κι αν υπάρχουν, ή πώς ακριβώς να τα αναζητήσεις, οφείλεται, γι’ακόμα μια φορά, στην αλαμπουρνέζικη Αγορά που υφίσταται στη χώρα μας. Κυκλοφορεί ό,τι νάναι, αποδώ κι αποκεί· προωθούνται όπως νάναι· δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στις πηγές ενημέρωσης· συγγραφείς εμφανίζονται κι εξαφανίζονται δια μαγείας· παλιά βιβλία μαζί με καινούργια, και κάμποσα μεταφρασμένα από πάνω. Ένα γενικευμένο μπάχαλο.
Και ρωτάω πάλι: Κάνουν όλα αυτά καλό στο βιβλίο; Στο βιβλίο, ως αντικείμενο, ως οντότητα, όχι ως εμπόρευμα (που ούτε και ως εμπόρευμα καλό τού κάνουν).
Φυσικά και δεν του κάνουν καλό.
Το βιβλίο χάνει το νόημά του, και η λογοτεχνία επίσης.
Μετά, αναρωτιόμαστε γιατί δεν υπάρχουν αναγνώστες. Μα… τι αναγνώστες να υπάρξουν μέσα από αυτό το χάος; Ο άλλος δεν ενθαρρύνεται να διαβάσει. Δεν ξέρει τι να διαβάσει. Είναι μπλεγμένος, σε σύγχυση. Δεν αισθάνεται να τον προσελκύει το βιβλίο· πάει καλύτερα στο YouTube να δει καμιά τσόντα.
Η Αγορά σκοτώνει τα βιβλία – και διεθνώς και εγχώρια.
Το διαδίκτυο είναι μια ευκαιρία αναγέννησης για το βιβλίο. Μπορεί να μην είναι σε χάρτινη μορφή, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Το βιβλίο είναι το βιβλίο, είτε σε περγαμηνή είτε σε πάπυρο είτε σε χαρτί είτε σε οθόνη.
Το πρόβλημα είναι ότι η Αγορά έχει διεισδύσει ακόμα και στο διαδίκτυο (όπως ήταν αναμενόμενο). Οπότε πάλι έχεις πολλά αρνητικά φαινόμενα, τα οποία είναι περίπου τα ίδια για τη διεθνή αγορά, αλλά υπάρχει επιπλέον και η καινούργια νοοτροπία ότι «ο συγγραφέας πρέπει να προωθεί τον εαυτό του», ή να πληρώνει δεν-ξέρω-κι-εγώ-πόσα λεφτά για να τον προωθήσουν μέσα από το χάος του διαδικτύου. Γιατί, ακόμα και στη διεθνή αγορά, οι περισσότεροι συγγραφείς, φυσικά, παραπονιούνται ότι δεν βγάζουν λεφτά. Μπορεί τα πράγματα να μην είναι τόσο τραγικά όσο στην ελληνική αγορά – όπου οι πιθανότητες είναι μηδέν να βγάλεις λεφτά – όμως κι εκεί η κατάσταση δεν είναι καλή. Μη βλέπετε κάτι συγγραφείς όπως GRR Martin· αυτοί είναι εξαιρέσεις. Είναι ο ένας στα δέκα εκατομμύρια. Και σκεφτείτε μόνο σε πόσο μεγάλο κοινό απευθύνονται στη διεθνή αγορά. Είναι απέραντο το κοινό τους. Ουσιαστικά, δεν έχουν πολλή κίνηση, απλώς είναι τεράστια η Αγορά και μπορούν, κάπως, και τα βγάζουν πέρα.
Εδώ δεν ισχύει τέτοιο πράγμα. Εδώ η κατάσταση είναι αποτελματωμένη.
Ως «λύση», μπορεί κάποιοι να προτείνουν σε έναν συγγραφέα να γράφει μικρά βιβλία, ή «εύκολα» βιβλία, γιατί το ελληνικό κοινό «δεν διαβάζει». Μπορεί να ακούσεις ότι 500 σελίδες βιβλίο ο άλλος θέλει ένα χρόνο να το διαβάσει, και κάτι άλλα τέτοια ευτράπελα. Αυτά, επίσης, δεν κάνουν καλό στο βιβλίο – εκτός του ότι αμφίβολο είναι αν φέρνουν και κανένα ουσιώδες οικονομικό αποτέλεσμα. Καλό στο βιβλίο κάνει το να γράφει ο συγγραφέας ό,τι νομίζει πως θέλει να γράψει, και ο αναγνώστης να έχει την ελευθερία να επιλέξει τι θα διαβάσει και να έρχεται σε επαφή με πολλές διαφορετικές αναγνωστικές εμπειρίες που είναι της αρεσκείας του.
Η μόνη λογική οδός είναι το διαδίκτυο και η δωρεάν διάθεση των βιβλίων, ώστε και οι συγγραφείς να γράφουν, χωρίς πλασματικούς περιορισμούς, εκείνο που θέλουν, και οι αναγνώστες να βρίσκουν εύκολα εκείνο που ζητάνε να διαβάσουν.
Μπορεί να γίνει, αλλά και πάλι φαίνεται πως βρίσκουμε διάφορες «δυσκολίες», πολλές από τις οποίες είναι απλώς οι νοοτροπίες και οι αυταπάτες μας – όπως ότι «δεν είναι σοβαρό» το βιβλίο που βγαίνει δωρεάν στο διαδίκτυο και κάτι άλλα τέτοια γελοία.
Αυτά, φυσικά, δεν σημαίνουν και ότι οι συγγραφείς δεν πρέπει να πληρώνονται. Ασφαλώς και πρέπει να πληρώνονται για το έργο που παράγουν, ασχέτως αν το δίνουν δωρεάν. Γι’αυτό πρέπει να καλλιεργηθεί η νοοτροπία της δωρεάς: ότι διαβάζεις κάτι δωρεάν – διαβάζεις όσο θέλεις δωρεάν – αλλά είναι σωστό να δώσεις και κάτι στον συγγραφέα. Δεν χρειάζεται ο καθένας να δίνει μεγάλα πόσα· χρειάζεται πολλοί να δίνουν από λίγο. Οπότε, βέβαια, πάλι συναντάμε το πρόβλημα ότι δεν υπάρχουν αρκετοί αναγνώστες στην Ελλάδα...
Για να το αλλάξουμε, όμως, αυτό πρέπει πρώτα η κατάσταση με τα βιβλία να βελτιωθεί, να αποκτήσει ο αναγνώστης εμπιστοσύνη, και να συνειδητοποιήσει ότι είναι κάτι που του αρέσει, που του προσφέρει μια εμπειρία την οποία δεν μπορεί να του προσφέρει ούτε η τηλεόραση ούτε το YouTube ούτε οτιδήποτε άλλο.