Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Πολιτική Ορθότητα και Λογοτεχνία Οι δύο δρόμοι και ο τρίτος
Όλες οι εποχές έχουν το political correct τους: το πολιτικώς ορθό: ή, όπως αλλιώς το λέμε, το κοινώς αποδεκτό. Κάποιες φορές, δεν σχετίζεται άμεσα με τον Νόμο· άλλες φορές
σχετίζεται άμεσα με τον Νόμο. Μην ξεχνάμε πως υπήρχαν και εποχές που αν διαφωνούσες με την «πολιτική ορθότητα» της Εκκλησίας, για παράδειγμα, οι θεοσεβούμενοι αυτοί άνθρωποι σε έδεναν επάνω σέναν πάσσαλο και σε έκαιγαν ζωντανό. Σε άλλες πάλι εποχές, κάτι άλλοι «ελευθερόφρονες» κύριοι μπορεί να σε εξόριζαν σε κάποιο ξερονήσι επειδή διαφωνούσες με τις πεποιθήσεις τους. Και δεν αναφέρομαι καν στους ακόμα πιο καλοκάγαθους ανθρώπους που μπορεί να σε έριχναν μέσα σένα φούρνο για παραγωγή σαπουνιού...
Σήμερα θέλουμε να λέμε πως είμαστε πιο πολιτισμένοι. Δεν κάνουμε και τέτοια. Ευτυχώς. Ωστόσο, αν κάποιος πάει κόντρα με την πολιτική ορθότητα της εποχής μας, σε πολλές περιπτώσεις τον χλευάζουν, τον βρίζουν, του φέρονται ρατσιστικά. Ασκούν, γενικώς, τον φασισμό του όχλου.
Είπαμε: είμαστε πολιτισμένοι.
Ίσως να τα παραλέω λιγάκι. Αλλά λιγάκι μόνο. Διότι έχουμε, όντως, δει πολλά τέτοια φαινόμενα να συμβαίνουν, και στην Ελλάδα και διεθνώς.
Η λογοτεχνία, όπως κι όλες οι τέχνες, είχε πάντα προηγούμενα με την πολιτική ορθότητα της εκάστοτε εποχής. Όταν γράφεις πάντα υπάρχουν δύο δρόμοι να ακολουθήσεις: αυτόν της πολιτικής ορθότητας, κι αυτόν που δεν είναι και τόσο πολιτικά ορθός. Δεν έχει σημασία αν το κάνεις συνειδητά ή όχι. Συμβαίνει, θέλοντας και μη. Ακούσια. Πιάσε και γράψε τυχαία μια παράγραφο: αυτή η παράγραφος ή θα είναι κοινώς αποδεκτή (άρα πολιτικώς ορθή) ή δεν θα είναι και τόσο κοινώς αποδεκτή (άρα, μη πολιτικώς ορθή).
Νομίζω πως αυτό είναι σπάνια ένα θέμα που κάποιος σκέφτεται τις πρώτες του ημέρες ως συγγραφέας. Ειδικά αν έχει ξεκινήσει να γράφει σε μικρή ηλικία. Τότε, απλά γράφεις. Αργότερα, αν θέλεις, προσαρμόζεις το γράψιμό σου σύμφωνα με κάποια πολιτικά πρότυπα. Ή όχι. Αλλά, αν όχι, κι αυτή, δυστυχώς, πολιτική απόφαση είναι.
Επομένως, τίθεται ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα σε όποιον θέλει να γράψει λογοτεχνία (ή οτιδήποτε ή αν θέλει να ασκήσει κάποια άλλη τέχνη): Τι κάνεις με την πολιτική ορθότητα; Πας με το ρεύμα του κοινώς αποδεκτού; Πας
κόντρα στο ρεύμα του κοινώς αποδεκτού; Πας όπως, κατά περίσταση, σου καπνίσει;
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καθαρά υποκειμενική για τον καθένα, σίγουρα. Δεν υπάρχει μία απάντηση, αλλά πολλές.
Προσωπικά, συνήθως, κάνω ό,τι μου καπνίσει. Δεν ακολουθώ την πολιτική ορθότητα, αλλά ούτε πάω και, εσκεμμένα, κόντρα. Για μένα, το να πηγαίνεις εσκεμμένα κόντρα είναι σαν να πηγαίνεις εσκεμμένα με το ρεύμα. Είναι... εσκεμμένο, προφανώς. Δεν κατακρίνω τις άλλες δύο αποφάσεις· απλώς αυτό πιστεύω πως μου ταιριάζει περισσότερο. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω ούτε αυτούς που είναι αδιόρθωτα πιστοί στην πολιτική ορθότητα ούτε αυτούς που είναι αδιόρθωτα ενάντιοι.
Αν είσαι πιστός στο ρεύμα, κερδίζεις πιο εύκολα ακόλουθους που πάλι είναι του ρεύματος. Πράγματι. Και επίσης, δεν έχεις πολλές αντιπαλότητες εκτός από αυτούς που είναι κόντρα στο ρεύμα. Γενικά, τίποτα το ενδιαφέρον ή αξιοσημείωτο δεν γίνεται.
Αν είσαι κόντρα στο ρεύμα, σε αγαπάνε αυτοί που είναι κόντρα στο ρεύμα, αλλά σε αντιπαθούν αυτοί που είναι υπέρ του ρεύματος. Πιθανώς να είσαι και πολύ δημοφιλής, απλά και μόνο επειδή παρουσιάζεις μια αμφιλεγόμενη φιγούρα. Γενικά, τίποτα το ενδιαφέρον ή αξιοσημείωτο δεν γίνεται.
Και οι δύο αυτές όχθες είναι μονόπλευρες, και περιορίζουν, επιπλέον, και τη θεματολογία των λογοτεχνικών σου κειμένων. Αυτό, φυσικά, ισχύει αν έχεις αποφασίσει ότι «εγώ θα γράφω
έτσι» και το ακολουθείς πιστά. Αλλιώς, κάνεις ό,τι κάνω κι εγώ: εν ολίγοις, γράφεις ό,τι σου καπνίσει.
Όσον αφορά τη λογοτεχνία, δεν ήμουν ποτέ υπέρ της πολιτικής ορθότητας αλλά ούτε και κατά. Σαυτά που διαβάζω, προτιμώ να μην υπάρχει και πολύ πολιτική ορθότητα. Ο λόγος είναι απλός: Προσφέρουν περισσότερη τροφή για σκέψη, από τα βιβλία που ακολουθούν τις διδαχές του κοινώς αποδεκτού και είναι ρομποτοειδώς γραμμένα. Σαυτά που γράφω, πορεύομαι πάντοτε στον δρόμο όπου με οδηγεί η ιστορία μου. Αν κάνω κάτι άλλο, μου φαίνεται ψεύτικο και βαρετό. Ορισμένες φορές, έτσι, ακολουθώ την πολιτική ορθότητα της εποχής, αλλά όχι εσκεμμένα. Για παράδειγμα, κάποτε ένας γνωστός μου με είχε κατηγορήσει ότι βάζω πολλές γυναίκες στα βιβλία μου. Πράγματι, βάζω αρκετές γυναίκες στα βιβλία μου. Κατά σύμπτωση, είναι σήμερα πολιτικώς ορθό να έχεις στα βιβλία σου γυναίκες που παίζουν βασικό ρόλο στην πλοκή. Προσωπικά, όμως, δεν το έκανα ποτέ για να ακολουθήσω την πολιτική ορθότητα. Απλώς, καθώς γράφω, αυτοί οι χαρακτήρες παρουσιάζονται μέσα στην ιστορία μου. Δεν κάθομαι να σκεφτώ: «θα έχω τρεις άντρες σαυτή την ιστορία, επομένως πρέπει να έχω και τουλάχιστον δύο γυναίκες για να το παίξω φεμινιστής»· απλώς, συνήθως, τυχαίνει να έχω και δύο γυναίκες γιατί παρουσιάζονται μέσα από την πλοκή. Στο μυαλό εκείνου του γνωστού μου, τότε,
δεν ήταν πολιτικώς ορθό να έχω πολλές δραστήριες γυναίκες στα βιβλία μου. Για εκείνον, οι γυναίκες έπρεπε να έχουν δευτερεύοντα ρόλο. Το γιατί ποτέ δεν το κατάλαβα.
Κι εκεί είναι κι ένα από τα πιο βασικά προβλήματα της πολιτικής ορθότητας. Κάποιος θέλει ένα πράγμα Χ και κάποιος θέλει ένα πράγμα Χ· κι οι δύο έχουν τους λόγους τους αλλά, σε τελική ανάλυση, είναι θέμα γούστου. Μερικές φορές, πιθανώς να είναι και θέμα πολιτικής ή κοινωνικής σκοπιμότητας. Για παράδειγμα, σήμερα στο εξωτερικό, κυρίως στην Αμερική, θεωρείται τελείως απαράδεκτο να γράψεις λογοτεχνία που υποβιβάζει τους μαύρους ή άλλη μειονότητα. Και παρότι συμφωνώ απόλυτα ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ίσοι χωρίς
καμία εξαίρεση δεν συμφωνώ, ωστόσο, ότι πρέπει να εξαφανίσουμε κάθε είδους λογοτεχνία που παρουσιάζει ένα εναλλακτικό μοντέλο, όσο κοινωνικά κακό κι αν είναι. Άλλωστε, όταν διαβάζεις λογοτεχνία, ξέρεις ή, τουλάχιστον,
πρέπει να ξέρεις ότι πρόκειται για κάτι το πλαστό, όχι για κάτι το αληθινό. Είναι μια διανοητική άσκηση, ψυχαγωγικής φύσης· δεν είναι οδηγίες για το πώς να ζεις στην καθημερινότητά σου.
Ένα άλλο, παρόμοια ευαίσθητο θέμα, ιδιαιτέρως στο εξωτερικό, είναι αυτό των βιασμών. Βιασμοί απαγορεύονται στη λογοτεχνία. Συγγραφέας που γράφει για βιασμούς διώκεται με πέτρες, λοστούς, και αναμμένες δάδες. Ωστόσο, δεν πειράζει αν γράφεις για διαμελισμούς, ξεκοιλιάσματα, ακρωτηριασμούς, αποκεφαλισμούς, ξυλοκοπήματα, και άλλα τέτοια όμορφα πράγματα. Ο βιασμός
απαγορεύεται. Θέμα πολιτικής ορθότητας. Απαράδεκτο, κατά τη γνώμη μου. Εννοείται πως δεν θεωρώ ότι ο βιασμός είναι κάτι το ηθικό, ούτε καν κάτι το ανθρώπινο. Όμως, επειδή εγώ μπορεί να είμαι ηθικός ως άνθρωπος, δεν σημαίνει ότι και η
λογοτεχνία μου πρέπει να είναι ηθική. Γιατί, αν ήταν έτσι, τότε δεν θα έπρεπε να γράφω ούτε για πολέμους, ούτε για ξυλοδαρμούς, ούτε για ακρωτηριασμούς, ούτε για συκοφαντίες, ούτε για ψεύτες, ούτε για κλέφτες. Και τι θα έγραφα, μετά; Λαγουδάκια που χορεύουν χαρούμενα σένα λιβάδι; Θα βαριόμουν πολύ σύντομα.
Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι είναι ανόητο να βάζεις φραγμούς στη λογοτεχνία, ή σε οποιαδήποτε τέχνη, επειδή νομίζεις ότι αυτό που γράφεις μπορεί, ίσως, να προσβάλλει κάποιους. Μα
ούτως ή άλλως οτιδήποτε κι αν γράψεις κάποιος θα βρεθεί να προσβληθεί! Δεν γίνεται αλλιώς· αυτή είναι η φύση της πραγματικότητας. Δεν συμφωνούν όλοι σε όλα. Κι αλίμονο αν συμφωνούσαν. Θα ήταν τραγικά ύποπτο.
Δε νομίζω ότι καν υπάρχει λόγος να αναφέρω το πρόσφατο περιστατικό με τη Χρυσή Αυγή Μαύρη Δύση και την παράσταση
Corpus Christi. Προσωπικά, δεν έχω δει την παράσταση και ούτε με ενδιαφέρει ιδιαίτερα να τη δω. Δεν ξέρω αν είναι καλή, ή αν είναι κακή. Έχω καταλάβει γιατί θεωρούν πως προσβάλλει τη Χριστιανική Θρησκεία. Εκείνο που
δεν κατάλαβα είναι γιατί τόση φασαρία για το θέμα. Αν κάτι θεωρείς ότι σε προσβάλλει, τράβα και δες κάτι άλλο! Εντάξει, αν θέλεις ασχολήσου κιόλας, αποδοκίμασέ το (η Εκκλησία ήδη το έκανε), αλλά μέχρι εκεί. Οτιδήποτε άλλο προσβάλλει κάτι πολύ πιο βασικό από την οποιαδήποτε θρησκεία και τα οποιαδήποτε ιδεώδη. Προσβάλλει τον
ίδιο τον άνθρωπο. Ο καθένας έχει δικαίωμα να παρουσιάζει ό,τι γουστάρει. Εσύ τι δικαίωμα έχεις να επιβάλλεις στον άλλο τι θα παρουσιάζει και τι όχι; Κι εμένα με προσβάλλει η ύπαρξη της Χρυσής Αυγής Μαύρης Δύσης· πρέπει αύριο να πάω να βάλω βόμβα στα γραφεία τους; (Κανονικά, βέβαια, ένα αντιδημοκρατικό κόμμα δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε μια δημοκρατική Βουλή, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα...)
Ακόμα χειρότερα είχαν κάνει οι Μουσουλμάνοι πρόσφατα για εκείνο το φιλμάκι που πρόσβαλλε τον Μωάμεθ. Δεν είμαι ενάντια στις διαμαρτυρίες. Αν κάτι μάς προσβάλλει, λογικό είναι να διαμαρτυρόμαστε. Είμαι, όμως, ενάντια στις βιαιοπραγίες και στην προσπάθεια επιβολής λογοκρισίας. Δεν είναι δυνατόν να ζήσεις επάνω σαυτό τον κόσμο χωρίς να δεις
τίποτα που να σε προσβάλλει με κάποιον τρόπο. Αλλά μπορείς, τουλάχιστον, να ζήσεις ειρηνικά
παρά τα πράγματα που σε προσβάλλουν. Σε τελική ανάλυση, είσαι κι εσύ ελεύθερος να λες τα δικά σου όποιον κι αν τυχαίνει να προσβάλλουν. Αν ήταν αλλιώς, θα ήμασταν ζούγκλα: ο ένας θα σκότωνε τον άλλο επειδή προσβλήθηκε από κάτι που άκουσε από αυτόν, και το όλο σκηνικό θα θύμιζε τις Σταυροφορίες και την Ιερά Εξέταση.
Επιπλέον, αν όλοι οι δημιουργεί στον κόσμο ακολουθούν στάση πολιτικής ορθότητας, τότε τι το ενδιαφέρον και διανοητικά προκλητικό μπορεί ποτέ να καταφέρουν να παράγουν; Αν το μόνο που κάνεις είναι να ακολουθείς το ρεύμα, τότε αποκλείεται ποτέ να δημιουργηθεί κάποιο
καινούργιο ρεύμα, και θα ζούμε διαρκώς μέσα σε έναν βάλτο. Πράγμα που, λίγο ώς πολύ, συμβαίνει στις μέρες μας. Δεν γίνονται και τόσα ενδιαφέροντα πράγματα όσα, ας πούμε, έγιναν την περίοδο 60-80.
Παρότι τώρα έχουμε ένα τρομερό εργαλείο στα χέρια μας το διαδίκτυο. Τα πάντα δείχνουν, ύποπτα, να λιμνάζουν στον χώρο της τέχνης.
Όπως είπα και πριν, δεν είμαι φανατικά κατά της πολιτικής ορθότητας. Αλλά ούτε και υπέρ είμαι. Πιστεύω στην ελευθερία της έκφρασης: στο να ακολουθείς την έμπνευση που έχεις ώς εκεί που μπορεί να σε οδηγήσει, είτε είναι μέσα στα κοινώς αποδεκτά πλαίσια είτε λίγο (είτε
πολύ) παραπέρα. Κι αν κανείς δώσει λίγη σημασία, νομίζω πως εύκολα θα διακρίνει ότι τα περισσότερα σημαντικά και ενδιαφέροντα έργα τέχνης δεν ακολουθούσαν την πολιτική ορθότητα της εποχής τους. Αμφισβητούσαν την εποχή. Αμφισβητούσαν την κοινωνία. Αμφισβητούσαν τη θρησκεία. Η καλή λογοτεχνία είναι τροφή για σκέψη. Όταν η λογοτεχνία γίνεται διαφημιστική προπαγάνδα του κοινώς αποδεκτού, τότε έχεις χούντα.