Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Όταν Πολλοί Μιλούν Σαν Ένας Τρόποι καλύτερης γραφής ενός ιδιαίτερου «λάθους» στον λογοτεχνικό διάλογο
Αρκετές φορές υπάρχει περίπτωση να δεις γραμμένο κάτι όπως αυτό:
«Το σχέδιο είναι το εξής,» είπε ο Ληστής: «Περιμένουμε γενική ησυχία να πέσει στην πόλη, εισβάλλουμε στην Τράπεζα μέσω της παλιάς σήραγγας, σπάμε τις κλειδαριές των Μεγάλων Κιβωτίων, παίρνουμε ό,τι μπορούμε να κουβαλήσουμε, και φεύγουμε γρήγορα με το αεροπλάνο. Συμφωνείτε;»
«Συμφωνούμε,» απάντησαν.
Αυτό είναι ένα λογοτεχνικό λάθος που γίνεται συχνά από αρχάριους συγγραφείς, αλλά όχι μόνο. Μάλιστα, δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο.
Πoιο είναι το πρόβλημα; Ότι το παραπάνω παράδειγμα δεν θα μπορούσε να ισχύει, ρεαλιστικά, παρά μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις ή σε καταστάσεις σχολείου.
Είναι δυνατόν όλοι όσοι στους οποίους μιλά ο Ληστής να απάντησαν «Συμφωνούμε» συγχρόνως, σαν χορωδία; Ακόμα κι αν υποθέσεις ότι πρόκειται μόνο για δύο άτομα, αυτό είναι σχεδόν αστείο. Πόσες φορές συμβαίνει, στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι να λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα συγχρόνως; Είναι σπάνιο. Κι όταν προκύπτει, συνήθως γελάμε, ή λέμε «Πιάσε κόκκινο» ή κάτι τέτοιο.
Στη λογοτεχνία, όμως, ορισμένοι συγγραφείς βλέπεις να το χρησιμοποιούν τακτικά λες και είναι κάτι το σύνηθες. Εκείνο που ουσιαστικά θέλουν να κάνουν είναι να γράψουν ότι πολλοί άνθρωποι έχουν την ίδια άποψη για κάτι, ή απαντούν το ίδιο πράγμα. Αλλά το γράφουν με έναν τρόπο που, αν το φανταζόσουν ως σκηνή να εκτυλίσσεται μπροστά σου, θα ήταν τραγελαφικό ή αξιοπερίεργο.
Δεν είναι λάθος συντακτικό ή γραμματικό, φυσικά. Δεν είναι ούτε καν λάθος λογικής, ακριβώς, ή λάθος συνέπειας. Είναι λάθος φαντασίας, θα μπορούσες να πεις. Είναι κακόγουστο. Είναι σαν να λες ότι δεν έχω καλύτερο τρόπο να γράψω πως οι άλλοι συμφωνούν με τον Ληστή, οπότε τους βάζω να απαντούν όλοι μαζί, σαν σχολική χορωδία: «Συμφωνούμε.»
Πώς μπορεί να αποφευχθεί αυτό το λάθος;
Ο πιο απλός τρόπος είναι γράψεις τις αντιδράσεις των πολλών μία-μία. Αν, για παράδειγμα, ο Ληστής μιλούσε σε τρεις, ο συγγραφέας θα μπορούσε να είχε γράψει:
«Το σχέδιο είναι το εξής,» είπε ο Ληστής: «Περιμένουμε γενική ησυχία να πέσει στην πόλη, εισβάλλουμε στην Τράπεζα μέσω της παλιάς σήραγγας, σπάμε τις κλειδαριές των Μεγάλων Κιβωτίων, παίρνουμε ό,τι μπορούμε να κουβαλήσουμε, και φεύγουμε γρήγορα με το αεροπλάνο. Συμφωνείτε;»
«Ναι· ακούγεται εντάξει,» απάντησε ο Μον.
Η Σιν έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι. «Δεν έχω να προτείνω τίποτα καλύτερο.»
Ο Ρον κατένευσε, σιωπηλά.
Αυτό θα ήταν πολύ καλύτερο. Μπορείς να το φανταστείς να συμβαίνει χωρίς να μοιάζει αστείο ή εξωφρενικό.
Τι θα γινόταν, όμως, αν ο Ληστής μιλούσε σε περισσότερους από τρεις; Σε είκοσι, για παράδειγμα. Ή σε σαράντα. Θα έπρεπε να γράψουμε τις αντιδράσεις όλων ξεχωριστά; Αυτό θα ήταν εξαιρετικά χρονοβόρο, ανούσιο, και βαρετό μέσα στο κείμενο. Δικαιολογείται, οπότε, σε τέτοιες περιπτώσεις, να γράψουμε ότι απάντησαν «Συμφωνούμε»;
Όχι, φυσικά και δεν δικαιολογείται. Αν μη τι άλλο, μοιάζει ακόμα πιο εξωφρενικό ή αστείο. Φαντάσου τον Ληστή να στέκεται μπροστά σε σαράντα άτομα και να τους ρωτά αν συμφωνούν, κι αυτοί να λένε, με μία φωνή, «Συμφωνούμε»! Θα έμοιαζε με παρωδία. Ούτε στο σχολείο δεν θα γινόταν. Μόνο στον στρατό μπορεί να γινόταν.
Ποια είναι, λοιπόν, σε τέτοιες περιπτώσεις η λύση για να γράψεις ότι οι πολλοί συμφωνούν;
Μπορείς να το γράψεις περιφραστικά, ή πλαγίως. Κάπως έτσι:
«Το σχέδιο είναι το εξής,» είπε ο Ληστής: «Περιμένουμε γενική ησυχία να πέσει στην πόλη, εισβάλλουμε στην Τράπεζα μέσω της παλιάς σήραγγας, σπάμε τις κλειδαριές των Μεγάλων Κιβωτίων, παίρνουμε ό,τι μπορούμε να κουβαλήσουμε, και φεύγουμε γρήγορα με το αεροπλάνο. Συμφωνείτε;»
Συμφώνησαν.
Γράφεις απλώς Συμφώνησαν. Τι άλλο χρειάζεται; Μας λες τι έγινε. Το πώς ακριβώς συμφώνησαν – αν δύο είπαν «Ναι», τρεις είπαν «Γιατί όχι;», πέντε είπαν «Ναι, πάμε», δύο έγνεψαν καταφατικά – αυτό ο αναγνώστης μπορεί να το φανταστεί όπως θέλει. Δεν έχει μεγάλη σημασία ούτως ή άλλως. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ότι η απόκρισή τους ήταν θετική. Συμφώνησαν.
(Βλέπε, επίσης, ένα άλλο, πρόσφατο άρθρο μου που σχετίζεται κάπως μ’αυτό το θέμα: Η Ακαθόριστη Περιγραφή.)
Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι πολύ καλύτερο να γράψεις περιφραστικά την ομοιόμορφη απάντηση πολλών παρά να γράψεις μια σειρά διαλόγου που δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι αληθινή.
Με τον περιφραστικό, ή πλάγιο, τρόπο μπορείς, επίσης, να αποφύγεις διαλόγους που είναι περιττοί ή χρονοβόροι. Για παράδειγμα, μπορείς να πεις ότι οι άλλοι αποφάσισαν να ακούσουν τη συμβουλή της Μαρίας και να πάρουν αεροπλάνο αντί για τρένο, χωρίς να γράψεις τι είπε ο καθένας ξεχωριστά, ή πώς ακριβώς πείστηκε.
Και δεν είναι ανάγκη να πρόκειται για απάντηση. Μπορεί να είναι ερώτηση ή ουδέτερη φράση.
Μη γράφεις κάτι σαν αυτό:
Οι ταξιδιώτες ρώτησαν το γραφείο πληροφοριών: «Τι ώρα φεύγει το τρένο;»
Και η γυναίκα πίσω από το τζάμι απάντησε: «Σε μία ώρα και πέντε λεπτά.»
Ούτε κάτι σαν αυτό:
Οι μισθοφόροι είπαν στον Κόκκινο Λοχία: «Αυτό να το κάνεις εσύ!»
Εκείνος οργίστηκε, αλλά δεν μπορούσε να τους εξαναγκάσει να ακολουθήσουν το σχέδιό του. Είχαν εξεγερθεί!
Να γράφεις κάτι σαν αυτό:
Οι ταξιδιώτες ρώτησαν το γραφείο πληροφοριών τι ώρα έφευγε το τρένο.
Και η γυναίκα πίσω από το τζάμι απάντησε: «Σε μία ώρα και πέντε λεπτά.»
Και σαν αυτό:
Οι μισθοφόροι είπαν στον Κόκκινο Λοχία αυτό να το έκανε εκείνος.
Ο Κόκκινος Λοχίας οργίστηκε, αλλά δεν μπορούσε να τους εξαναγκάσει να ακολουθήσουν το σχέδιό του. Είχαν εξεγερθεί!
Εννοώ με τα παραπάνω ότι θα έπρεπε να αποκλείσουμε τον ευθύ διάλογο όταν μιλούν πολλοί; Όχι, αλλά οφείλει να χρησιμοποιείται μόνο σε ιδιαίτερες περιπτώσεις. Όπως:
(α) όταν θα ήθελες πραγματικά να βάλεις δύο ή περισσότερους ανθρώπους να λένε ακριβώς το ίδιο πράγμα συγχρόνως·
(β) όταν σκοπεύεις να γράψεις παρωδία, κωμωδία, παιδική ιστορία, ή κάτι παρόμοια ελαφρύ το οποίο δεν σε ενδιαφέρει αν στερείται αληθοφάνειας.
Επίσης, ο ευθύς διάλογος όταν μιλάνε πολλοί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και όταν θέλεις να γράψεις πολύπλοκες φράσεις. Αλλά τότε θα πρέπει να βρεις έναν τρόπο ώστε να δείξεις ότι αυτός δεν είναι κανονικός διάλογος, ότι δεν εννοείς πως πραγματικά πολλοί άνθρωποι λένε συγχρόνως το ίδιο πράγμα, αλλά ότι πολλοί άνθρωποι λένε περίπου το ίδιο πράγμα το οποίο συνοψίζεις έτσι.
Αυτό μπορείς να το επιτύχεις, συνήθως, με το να μη χρησιμοποιείς την «κανονική» μορφή διαλόγου που χρησιμοποιείς μέσα στο υπόλοιπο κείμενο. Αν, για παράδειγμα, χρησιμοποιείς εισαγωγικά για να γράφεις διάλογο, μη χρησιμοποιείς εισαγωγικά σε αυτές τις περιπτώσεις. Γράψε το σκέτο, ή βάλε τα «λόγια» (που δεν είναι ακριβώς λόγια αλλά περίπου τι λένε οι πολλοί) με πλάγια γράμματα.
Για παράδειγμα:
Θέλουμε δικαιοσύνη! διαμαρτυρόταν το πλήθος. Θέλουμε να γυρίσει πίσω ο Άρχοντας Βόλντεν! Και διώξτε τους μαύρους μεταλλαγμένους από τις Παλιές Γειτονιές· σκοτώνουν τα παιδιά μας!
Εδώ δεν έχεις κανονικό διάλογο. Δεν γράφεις τι ακριβώς λέει ο καθένας μέσα στο πλήθος· δεν είναι χορωδία. Γράφεις τι λέει περίπου το πλήθος ως σύνολο. Ουσιαστικά, προσωποποιείς «το πλήθος» σαν να ήταν μία ενιαία οντότητα και μας γράφεις τι θα έλεγε η οντότητα αυτή. Το κάνεις για να απλουστεύσεις μια κατάσταση και να αποδόσεις το νόημα ευκολότερα.
Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι διάλογος, κι αυτό πρέπει να φαίνεται καθαρά μέσα στο κείμενο. Δεν πρέπει αυτά τα λόγια να είναι μέσα σε εισαγωγικά (αν χρησιμοποιείς εισαγωγικά για να εισάγεις τον διάλογο).
Ούτε πρέπει να γίνεται κατάχρηση αυτής της μορφής. Για παράδειγμα, θα ήταν ανόητο να γράψει κανείς τα ακόλουθα:
«Το σχέδιο είναι το εξής,» είπε ο Ληστής: «Περιμένουμε γενική ησυχία να πέσει στην πόλη, εισβάλλουμε στην Τράπεζα μέσω της παλιάς σήραγγας, σπάμε τις κλειδαριές των Μεγάλων Κιβωτίων, παίρνουμε ό,τι μπορούμε να κουβαλήσουμε, και φεύγουμε γρήγορα με το αεροπλάνο. Συμφωνείτε;»
Συμφωνούμε, απάντησαν.
Οι ταξιδιώτες ρώτησαν το γραφείο πληροφοριών: Τι ώρα φεύγει το τρένο;
Και η γυναίκα πίσω από το τζάμι απάντησε: «Σε μία ώρα και πέντε λεπτά.»
Δεν αρκεί απλά να βγάλεις τα εισαγωγικά και να βάλεις πλάγια γράμματα για να δικαιολογήσεις ένα τέτοιο κακόγουστο πράγμα. Διότι στα παραπάνω είναι καταφανές ότι έχουμε κανονικό διάλογο. Και γιατί να γράψεις«Συμφωνούμε, απάντησαν» όταν μπορείς απλά να γράψεις «Συμφώνησαν»; Θα είχε νόημα να το γράψεις έτσι μόνο αν ήταν ένα αρκετά μεγάλο πλήθος που εξέφραζε μια πολύπλοκη γνώμη, κι αντί να αναφέρεις τι λέει ο καθένας ξεχωριστά αποφασίζεις να χρησιμοποιήσεις αυτό τον τρόπο.
Για παράδειγμα:
«Το σχέδιο είναι το εξής,» είπε ο Ληστής: «Περιμένουμε γενική ησυχία να πέσει στην πόλη, εισβάλλουμε στην Τράπεζα μέσω της παλιάς σήραγγας, σπάμε τις κλειδαριές των Μεγάλων Κιβωτίων, παίρνουμε ό,τι μπορούμε να κουβαλήσουμε, και φεύγουμε γρήγορα με το αεροπλάνο. Συμφωνείτε;»
Συμφωνούμε, απάντησαν οι συνεργάτες του, αλλά πρώτα πρέπει να αποφασίσουμε πώς θα τα μοιραστούμε, γιατί την προηγούμενη φορά, στο Πάρκο των Σκιών, άλλος είχε πάρει πιο πολλά κι άλλος πιο λίγα – κι αυτό δεν ήταν δίκαιο!
Αν και, προσωπικά, ακόμα κι αυτό θα πρότεινα κανείς να το αποφύγει και να το γράψει έτσι:
«Το σχέδιο είναι το εξής,» είπε ο Ληστής: «Περιμένουμε γενική ησυχία να πέσει στην πόλη, εισβάλλουμε στην Τράπεζα μέσω της παλιάς σήραγγας, σπάμε τις κλειδαριές των Μεγάλων Κιβωτίων, παίρνουμε ό,τι μπορούμε να κουβαλήσουμε, και φεύγουμε γρήγορα με το αεροπλάνο. Συμφωνείτε;»
Οι συνεργάτες του συμφώνησαν, αλλά επέμειναν ότι έπρεπε πρώτα να αποφασίσουν πώς θα τα μοιράζονταν, γιατί, την προηγούμενη φορά, στο Πάρκο των Σκιών άλλος είχε πάρει πιο πολλά κι άλλος πιο λίγα, κι αυτό δεν ήταν δίκαιο.
Το να προσωποποιείς ένα σύνολο ατόμων, να το βάζεις να μιλά σαν μία ενιαία οντότητα, είναι προτιμότερο να το αποφεύγεις εκτός όταν αναφέρεσαι σε μεγάλα πλήθη που φωνάζουν και σε παρόμοιες περιπτώσεις.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)