Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Μεγάλες Προτάσεις, Ή Μικρές; Ποιες οι διαφορές τους;
Όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα στη λογοτεχνία, έτσι και γι’αυτό υπάρχουν τουλάχιστον δύο απόψεις. Ορισμένοι λένε πως είναι καλύτερα να γράφεις μικρές προτάσεις. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται πως οι μεγάλες προτάσεις δείχνουν και μεγαλύτερη τέχνη και γνώση του λόγου.
Τίποτα δεν είναι απόλυτο, και όλα είναι σωστά, ή λάθος, ώς έναν βαθμό. Γράφοντας μικρές προτάσεις δεν μπερδεύεις τον αναγνώστη, αλλά και για εσένα είναι, ίσως, πιο εύκολο. Αλλά οι μικρές προτάσεις δεν έχουν τη ροή που έχουν οι μεγαλύτερες προτάσεις· είναι, εκ φύσεως, κοφτές. Και υπάρχουν και κάποια νοήματα που μπορεί να είναι αδύνατον να τα εκφράσεις με μικρές προτάσεις. Εκτός αν είναι πολλές μικρές προτάσεις. Αλλά τότε πάλι ο λόγος θα μοιάζει κοφτός: και αδικαιολόγητα, ίσως.
Από την άλλη, οι μεγάλες προτάσεις μπορεί να έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν πιο πολύπλοκα νοήματα, ή να δημιουργήσουν μια αίσθηση ροής μέσα στο κείμενο, όμως υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μπερδευτείς μέσα σ’αυτές και να χάσεις τη σύνταξη. Ή, ακόμα και να μη χάσεις τη σύνταξη αντικειμενικά, ίσως ο λόγος να γίνει τόσο μπερδεμένος που καταντά ανούσιος. Και για τον αναγνώστη, πιθανώς, περισσότερο απ’ό,τι για τον συγγραφέα.
Τώρα, κάποιος μπορεί να έχει την εξής απορία: Μα, γιατί να μη γράφεις μέτριες προτάσεις; Ούτε μικρές ούτε μεγάλες!
Εύλογο ερώτημα. Αλλά τι είναι η «μέτρια» πρόταση; Οι μεγάλες, μακροσκελείς προτάσεις μπορούμε να καταλάβουμε ποιες είναι. Όπως και οι μικρές. «Μέτρια» ποια είναι; Σε αυτή την παράγραφο εδώ οι προτάσεις είναι μέτριες ή είναι μικρές;
Συνήθως, τις μέτριες προτάσεις απλά τις λέμε «μικρές», γιατί αλλιώς το θέμα θα καταντούσε σαν μια απίστευτα μακροσκελή πρόταση – δηλαδή, τρομερά μπερδεμένο.
Λέγοντας αυτά, σημαίνει ότι είμαι υποστηρικτής των μικρών προτάσεων; Όχι, καθόλου. Αλλά ούτε και υποστηρικτής των μεγάλων προτάσεων είμαι. Πιστεύω πως και τα δύο μεγέθη έχουν τη χρισημότητά τους και, όπως συνήθως, εξαρτάται από το τι θέλεις να γράψεις και τι αίσθηση θέλεις να δημιουργήσεις – όχι μόνο στον αναγνώστη αλλά και στον εαυτό σου καθώς γράφεις. Επιπλέον, ορισμένες φορές είναι απαραίτητο να χρησιμοποιήσεις ένα συγκεκριμένο μέγεθος πρότασης γιατί αλλιώς δεν μπορείς να εκφράσεις εκείνο που θα ήθελες (και αυτό ισχύει και για τις μικρές προτάσεις όχι μόνο για τις μεγάλες). Αναφέρομαι παρακάτω σε όλες αυτές τις υποπεριπτώσεις.
Στους νέους συγγραφείς συνήθως λένε να γράφουν μικρές προτάσεις. Για να μην τα μπλέκουν. Για να είναι πιο ξεκάθαροι. Για να χρησιμοποιούν πιο σωστά τη σύνταξη. (Όπως τώρα εδώ, ας πούμε.) Το θέμα είναι ότι κανείς δεν τους λέει πότε είναι η ώρα να χρησιμοποιήσουν και πιο μεγάλες προτάσεις, έτσι δημιουργείται η εντύπωση ότι οι μικρές προτάσεις είναι πιο «σωστές» από τις μεγάλες. Αυτό δεν ισχύει, φυσικά. Εξαρτάται από την περίπτωση. Εκείνο που όντως ισχύει είναι πως, όταν ξεκινάς να γράφεις, ασφαλώς διευκολύνεσαι γράφοντας πιο μικρές προτάσεις. Αλλά, αν μείνεις εκεί, μετά δυσκολεύεσαι να εκφράσεις κάποια νοήματα που δεν μπορούν να εκφραστούν σωστά με μικρές προτάσεις. Ή εξαναγκάζεις το ύφος σου να προσαρμόζεται πάντα σε μικρές προτάσεις, πράγμα που δεν σε αφήνει να αλλάξεις αίσθηση μέσα στην αφήγηση.
Οι μικρές προτάσεις είναι καλές, εκτός των άλλων, για να δίνουν έμφαση. Ακόμα και μια λέξη μπορεί να είναι πρόταση, ή ολόκληρη παράγραφος. Αυτό γίνεται για έμφαση. Δεν μπορείς να δώσεις έμφαση γράφοντας μεγάλες προτάσεις. Ούτε μπορείς να δώσεις μια κοφτή αίσθηση μέσα στο κείμενο, μια αίσθηση ότι κάθε στιγμή είναι σημαντική και ξεχωριστή. Όλα αυτά τα κάνουν καλά οι μικρές προτάσεις. Και ακόμα και μια μεγάλη πρόταση μπορείς, αρκετές φορές, να τη σπάσεις σε πολλές μικρές προτάσεις, προκειμένου να δημιουργήσεις αυτή την κοφτή αίσθηση, ή να δώσεις έμφαση.
Για παράδειγμα:
Το να αλλάξει πόλη η Μιράντα ήταν σημαντικό για τη ζωή της, για τη δουλειά της, για την οικογένειά της, για τη θρησκεία της· δεν μπορούσε άλλο να το αναβάλει. Η Ελντόρη είχε καταντήσει μια εχθρική πόλη για εκείνη.
Αυτή είναι μια χαρά μεγάλη πρόταση. Δεν έχει κανένα πρόβλημα. Αλλά το παραπάνω κομμάτι θα μπορούσε να ήταν γραμμένο και έτσι:
Το να αλλάξει πόλη η Μιράντα ήταν σημαντικό. Για τη ζωή της. Για τη δουλειά της. Για την οικογένειά της. Για τη θρησκεία της.
Δεν μπορούσε άλλο να το αναβάλει. Η Ελντόρη είχε καταντήσει μια εχθρική πόλη για εκείνη.
Ακόμα και παράγραφο αλλάζουμε εδώ, ενώ πριν όχι. Η διαφορά στην αίσθηση του κειμένου νομίζω ότι είναι εμφανής.
Το τι από τα δύο είναι πιο «σωστό» εξαρτάται από τι αίσθηση θέλεις να δημιουργήσεις μέσα στην ιστορία που γράφεις. Δεν μπορείς αλλιώς να αποφασίσεις. Και τα δύο είναι σωστά.
Τα λάθη που μπορούν να γίνουν είναι συντακτικά ή, το χειρότερο, κατανόησης. Και συμβαίνουν και στις μικρές προτάσεις, όχι μόνο στις μεγάλες.
Δείτε αυτό το παράδειγμα:
Ο Ρέμπολ έκρυψε τα τρία σπάνια νομίσματα στην τσέπη του. Η Λίριν δεν τα είδε. Γύρισαν και έφυγαν. Ο δρόμος ήταν άδειος παρακάτω. Πήρε έναν χάρτη και κοίταξε. Της είπε όμως ότι πήγαιναν λάθος. Θα κατέληγαν πίσω, στο μπαρ. Ήταν πολύ κοντά στο αρχηγείο των Μικρόψυχων. Τους φοβόνταν.
Αυτό το κομμάτι, παρότι είναι γεμάτο μικρές προτάσεις, είναι πολύ μπερδεμένο. Υπάρχουν σημεία που αμφιβάλλεις για τι μιλάει. Πχ, «Πήρε έναν χάρτη και κοίταξε.» Ποιος πήρε τον χάρτη και κοίταξε; Υποτίθεται η Λίριν, επειδή αυτή αναφέρθηκε πιο πριν· αλλά δεν είναι ξεκάθαρο. Και μετά έτσι όπως συνεχίζει – «Της είπε όμως ότι πήγαιναν λάθος» – μπορεί να νομίσεις ότι ο Ρέμπολ ήταν που κρατούσε τον χάρτη.
Παρακάτω γράφει: «Ήταν πολύ κοντά στο αρχηγείο των Μικρόψυχων». Ποιος; Αυτοί οι δυο ή το μπαρ; Ο συγγραφέας θέλει να εννοήσει αυτούς τους δύο, αλλά πάλι δεν είναι ξεκάθαρο.
Ακόμα και το «Τους φοβόνταν» δεν είναι ξεκάθαρο. Ποιοι φοβόνταν ποιους; Οι Μικρόψυχοι αυτούς τους δύο, ή αυτοί οι δύο τους Μικρόψυχους;
Οι μικρές προτάσεις δεν εγγυώνται και λιγότερο μπερδεμένο λόγο. Και αυτή είναι μια παγίδα στην οποία πέφτουν πολλοί νέοι συγγραφείς που ακούνε τη συμβουλή «Γράφε μικρές προτάσεις».
Σύγχυση, βέβαια, μπορεί να προκληθεί και με τις μεγάλες προτάσεις και, ίσως, ευκολότερα...
Ο Ρέμπολ έκρυψε τα τρία σπάνια νομίσματα στην τσέπη του, αλλά η Λίριν δεν τα είδε, οπότε γύρισαν και έφυγαν, βλέποντας ότι ο δρόμος ήταν άδειος παρακάτω· όμως δεν ήταν σίγουροι για το πού ακριβώς πήγαιναν, έτσι εκείνη πήρε έναν χάρτη και κοίταξε, αλλά ο Ρέμπολ τής είπε ότι πήγαιναν λάθος, γιατί, έτσι όπως κύρτωνε ο δρόμος και έκανε τον γύρο της πλατείας και περνούσε ανάμεσα από την περιοχή με τις πολλές αποθήκες, θα κατέληγαν πίσω, στο μπαρ, εκεί όπου είχε βουτήξει τα τρία σπάνια νομίσματα χωρίς η Λίριν να τον προσέξει, και ήταν και πολύ κοντά στο αρχηγείο των Μικρόψυχων, που τους φοβόνταν και μπορεί να τους χτυπούσαν απλά και μόνο επειδή τους έβλεπαν.
Αυτή η πρόταση είναι υπερβολικά μπλεγμένη και μεγάλη, και, μάλιστα, χωρίς λόγο. Αν προσέξετε, δε, θα δείτε ότι δεν είναι ξεκάθαρο που τελειώνουν τα λόγια του Ρέμπολ προς τη Λίριν και πού ξεκινά η γενική αφήγηση.
Αυτού του είδους τη μεγάλη πρόταση καλό είναι να την αποφεύγει κανείς. Γιατί, αν γράφεις συνεχώς με τέτοιες προτάσεις, μόνο σύγχυση προκύπτει. Θα χάσεις τον ειρμό, ακόμα κι εσύ ως συγγραφέας, όχι μόνο ο αναγνώστης.
Υπάρχουν, όμως, και νοήματα που δεν μπορούν να αποδοθούν σωστά με πολλές μικρές προτάσεις, ή έτσι χάνουν την ουσία τους, ή μπορεί να μοιάζουν παιδαριωδώς γραμμένα.
Το τι μέγεθος προτάσεων θα επιλέξεις να χρησιμοποιείς, όπως ήδη είπα, εξαρτάται από την ιστορία που αφηγείσαι και από την ιδιοσυγκρασία σου.
Αν θέλεις να γράψεις μια ιστορία μεγάλης έντασης όπου τα πάντα συμβαίνουν γρήγορα και αγωνιωδώς, τότε καλύτερα να μη χρησιμοποιείς μεγάλες προτάσεις. Ή να τις αποφεύγεις όσο το δυνατόν. Γιατί οι μικρές προτάσεις είναι που δημιουργούν καλύτερα ένταση και «ταχύτητα».
Αν πάλι θέλεις να γράψεις μια νωχελική ιστορία που μοιάζει ονειρική, είναι καλύτερες οι μεγάλες προτάσεις, που δίνουν μια συγκεχυμένη αίσθηση, ότι το ένα γεγονός λιώνει μέσα στο άλλο, η μια περιγραφή είναι προέκταση της άλλης. Για παράδειγμα, αυτά που γράφει ο Lovecraft στις Ονειροχώρες (ή και σε άλλες ιστορίες του) δεν θα είχε νόημα να τα γράψει με μικρές προτάσεις, δεν θα δημιουργούσαν την ίδια αίσθηση που σε παρασέρνει σαν μέσα σε όνειρο (ή εφιάλτη).
Από την άλλη, ο Stephen King, που γράφει τρόμο αλλά με αγωνιώδεις σκηνές, συχνά χρησιμοποιεί μικρές προτάσεις γιατί θέλει να δημιουργήσει ένταση και αμεσότητα.
Δεν είναι ανάγκη μια αφήγηση (ειδικά αν είναι ολόκληρο μυθιστόρημα) να ακολουθεί μόνο ένα μοτίβο στη δομή των προτάσεων. Μπορεί κάποια κομμάτια να είναι γραμμένα με μικρές προτάσεις ενώ άλλα να είναι γραμμένα με μεγάλες, εναλλάσσοντας την αίσθηση της ιστορίας.
Εκείνο που έχει σημασία για τον συγγραφέα είναι να ξέρει τι κάνει, και να το κάνει συνειδητά. Μπορεί, βέβαια, και τυχαία να το γράψεις και να βγει όπως θα το ήθελες, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Επιπλέον, αν έχεις καταλάβει τη διαφορά των μικρών και των μεγάλων προτάσεων, δεν χρειάζεται καν να το σκέφτεσαι πια. Σου έρχεται φυσικά. Και να θυμάσαι: ο τρόπος που δομείς τις προτάσεις μέσα σε ένα κομμάτι που γράφεις δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα μόνο για τον αναγνώστη αλλά και για εσένα. Αλλιώς «μπαίνεις στο κλίμα» γράφοντας μεγάλες προτάσεις, αλλιώς γράφοντας μικρές. Το μυαλό σκέφτεται λιγάκι διαφορετικά σε κάθε περίπτωση.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής
Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να
διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν
«Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;»,
ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα
γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι
το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις.
Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι,
Στα Περί Γραφής
μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω
κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι,
απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από
αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν
πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι
δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον,
αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι
ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με
ενδιαφέρει, το αγνοώ.
Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα
Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι,
απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου.
για τα Περί Γραφής.)