Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Έξυπνη Χρήση της Στίξης Πώς να χρησιμοποιείς τα σημεία στίξης με τρόπο αντισυμβατικό αλλά ουσιώδη
Σεκάποιαπαλιότεραάρθρα έχω γράψει διάφορες σκέψεις μου για τη στίξη και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Σε αυτό εδώ το άρθρο γράφω μερικές σκέψεις για το πώς η στίξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί και πώς, όντως, χρησιμοποιείται αντισυμβατικά. Όταν λέω, όμως,
αντισυμβατικά δεν εννοώ τελείως πειραματικές καταστάσεις· μιλάω για όλες εκείνες τις περιπτώσεις στίξης που ξεφεύγουν από τον ξύλινο φιλολογικό κανόνα. Ουσιαστικά, πρόκειται για
οριακά αντισυμβατική στίξη. (Δεν είναι κάτι σαν τη στίξη του
Baader, για παράδειγμα, που έγραφε πράγματα όπως «περι:στροφή». Αν σας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο διαβάστε το άρθρο μου
Περί Γραφής: Ξαφνική Αλλαγή Λογοτεχνικού Περιβάλλοντος.)
Η δομή μιας πρότασης, σύμφωνα με τη συμβατική γραμματική, είναι η εξής: [υποκείμενο] + [ρήμα] (+ [αντικείμενο]). Παράδειγμα:
Ο Κώστας γράφει (μια παράγραφο). Δεν μπορείς να έχεις μια πρόταση χωρίς υποκείμενο ή χωρίς ρήμα. Δεν νοείται. Είναι γραμματικά λάθος.
Αλλά δεν είναι και πρακτικά λάθος. Ούτε, σίγουρα, λογοτεχνικά λάθος.
Παράδειγμα:
Οι βόμβες είχαν καταστρέψει ολόκληρο το τετράγωνο. Ρημαγμένα οικοδόμημα και πέτρες βρίσκονταν παντού, ανάμεσα σε φωτιές και καπνό. Όλοι τους πίστευαν ότι τώρα το μεταλλικό θηρίο πρέπει, σίγουρα, να ήταν νεκρό. Αλλά μετά κάτι είδαν να σαλεύει πίσω απτους καπνούς. Μια σκιά. Γυάλισμα μετάλλων.
Το γιγάντιο ρομπότ ξεπρόβαλε αντίκρυ τους.
Οι πρώτες προτάσεις είναι γραμματικές σωστές. Προς το τέλος της πρώτης παραγράφου, όμως, κάτι δεν πάει καλά. Κανονικά δεν μπορείς να γράψεις «Μια σκιά» μετά από τελεία. Ούτε «Γυάλισμα μετάλλων» μετά από τελεία. Δεν είναι προτάσεις. Είναι τμήματα προτάσεων. Κανονικά, το κείμενο θα έπρεπε να ήταν γραμμένο κάπως έτσι:
Αλλά μετά κάτι είδαν να σαλεύει πίσω απτους καπνούς, μια σκιά, γυάλισμα μετάλλων.
Αλλά πρακτικά δεν είναι λάθος να βάλεις τελεία αντί για κόμμα. Μάλιστα, είναι καλύτερο από κάποιες απόψεις, γιατί δίνεις έμφαση εκεί όπου θέλεις να δώσεις. Τονίζεις αυτό που ακολουθεί. Το κάνεις να έχει βαρύτητα. Και από αισθητικής άποψης, επίσης, δεν είναι καθόλου άσχημο.
Αυτή είναι μια αντισυμβατική χρήση της τελείας.
Επιπλέον, και η πρόταση «Το γιγάντιο ρομπότ ξεπρόβαλε αντίκρυ τους» κανονικά δεν μπορεί να σταθεί μόνη της ως παράγραφος. Μια παράγραφος πρέπει να έχει μήκος δυο, τριών προτάσεων τουλάχιστον σύμφωνα με τη συμβατική γραμματική. Και πάλι, όμως, για αισθητικούς λόγους, και για λόγους έμφασης μέσα στο κείμενο, αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί πολύ αποτελεσματικά.
Μια άλλη αντισυμβατική χρήση της τελείας μπορεί να έχει να κάνει με δευτερεύουσες προτάσεις ή με μεμονωμένες λέξεις, όπως επιρρήματα.
Παράδειγμα:
Η Αγαρίστη έτρεχε μέσα στους γεμάτους καπνούς δρόμους αποφεύγοντας ριπές από τα πυροβόλα των μικρών αεροσκαφών της Φρουράς, γλιστρώντας κάτω από υπόστεγα για να προφυλαχτεί, μπαίνοντας σε μια στοά και βγαίνοντας από μια άλλη. Νιώθοντας την καρδιά να χτυπά έντονα κάτω από το στήθος της. Νιώθοντας το στόμα της ξερό. Κι έχοντας συνέχεια τον Φίλιππο στο μυαλό της να τον προλάβει όσο ήταν ακόμα κι οι δυο τους ζωντανοί!
Η πρώτη πρόταση είναι γραμματικά σωστή. Οι υπόλοιπες δεν είναι· είναι τμήματα προτάσεων, ουσιαστικά. Το «Νιώθοντας την καρδιά να χτυπά έντονα κάτω από το στήθος της» δεν είναι κανονική κύρια πρόταση· είναι δευτερεύουσα πρόταση που ακολουθεί μια κύρια, όπως είναι και το «γλιστρώντας κάτω από υπόστεγα για να προφυλαχτεί». Το ίδιο ισχύει για το «Νιώθοντας το στόμα της ξερό» και για το «Κι έχοντας συνέχεια τον Φίλιππο στο μυαλό της». Χωρίζουμε όμως με τελεία αυτές τις προτάσεις, όχι με κόμμα, για να δώσουμε έμφαση: για να κάνουμε το κείμενο πιο ζωντανό, τον λόγο μας πιο λογοτεχνικό. Για να καταλάβουμε πόσο πραγματικά σημαντικές είναι αυτές οι αισθήσεις και οι σκέψεις της Αγαρίστης.
Και μετά ακολουθεί μια πρόταση ύστερα από παύλα: «να τον προλάβει όσο ήταν ακόμα κι οι δυο τους ζωντανοί!» Κι αυτή η πρόταση είναι γραμματικά λανθασμένη. Είναι, ξανά, δευτερεύουσα που μπαίνει σένα σημείο που δεν δικαιολογείται γραμματικά αλλά δικαιολογείται
νοηματικά, δικαιολογείται αισθητικά. Το γράφεις έτσι γιατί έχει νόημα να το γράψεις έτσι.
Άλλο παράδειγμα:
Ο Άρντεπ δεν είχε χρόνο να χάνει με τους εμπόρους στην αγορά της Βανράμης. Τους προσπερνούσε χωρίς να τους δίνει σημασία, έχοντας στο νου του μονάχα τον προορισμό του: το παλάτι που διακρινόταν εύκολα πίσω από τα υπόλοιπα, χαμηλότερα οικήματα. Αν δεν προλάβαινε να φτάσει εκεί πριν από τους αντιπροσώπους του Μαύρου Βασιλείου, τα πράγματα για την πατρίδα του θα χειροτέρευαν. Πολύ.
Αυτό το «Πολύ» είναι ένα επίρρημα που στέκεται εκεί μόνο του,
αδύνατον να δικαιολογηθεί γραμματικά. Αισθητικά, όμως, η βαρύτητά του
πολλαπλασιάζεται. Είναι σαν πολύ2· είναι σαν πραγματικά πολύ. Δεν το προσπερνάς· του δίνεις σημασία.
Και η ερώτηση, βέβαια, που προκύπτει απ όλα αυτά είναι: πότε ακολουθείς τον γραμματικά σωστό τρόπο και πότε τον αισθητικά σωστό τρόπο;
Κατ αρχήν, ο γραμματικά σωστός τρόπος και ο αισθητικά σωστός τρόπος δεν έρχονται πάντα σε σύγκρουση. Κατά δεύτερον, δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση σαυτή την ερώτηση· δεν υπάρχει κανόνας. Η μόνη απάντηση είναι: το καταλαβαίνεις από την εμπειρία και την προσωπική σου αισθητική. Αν νομίζεις ότι έτσι είναι καλύτερα και έχεις καλό λόγο για να το νομίζεις αυτό τότε έτσι είναι καλύτερα.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις και τα άλλα σημεία στίξης αντισυμβατικά, αλλά με την τελεία είναι πιο εμφανές και πιο χρήσιμο, ίσως, από αισθητικής άποψης.
Το κόμμα είναι δύσκολο να το χρησιμοποιήσεις αντισυμβατικά για δύο λόγους. Πρώτον, το πού μπαίνει κόμμα και πού όχι πέρα από κάποιους βασικούς κανόνες είναι μυστήρια υπόθεση, όπως όλοι που έχουν ψάξει το θέμα παραδέχονται. Δεύτερον, ακόμα κι αν χρησιμοποιήσεις το κόμμα αντισυμβατικά, νομίζεις ότι δίνει καμια ιδιαίτερη βαρύτητα; Συνήθως όχι. Κι αν κάποιοι το προσέξουν, πιθανώς να νομίσουν ότι απλώς είναι τυπογραφικό λάθος. Λίγοι θα το καταλάβουν. Είναι γεγονός. Το κόμμα είναι πολύ αδύναμο σημείο στίξης.
Για παράδειγμα, αν υπήρχε κόμμα πριν από εκείνο το πολύ αντί για τελεία, θα είχαμε την ίδια βαρύτητα; Σίγουρα όχι. Μάλλον καμία βαρύτητα δεν θα είχαμε.
Ιδού:
Ο Άρντεπ δεν είχε χρόνο να χάνει με τους εμπόρους στην αγορά της Βανράμης. Τους προσπερνούσε χωρίς να τους δίνει σημασία, έχοντας στο νου του μονάχα τον προορισμό του: το παλάτι που διακρινόταν εύκολα πίσω από τα υπόλοιπα, χαμηλότερα οικήματα. Αν δεν προλάβαινε να φτάσει εκεί πριν από τους αντιπροσώπους του Μαύρου Βασιλείου, τα πράγματα για την πατρίδα του θα χειροτέρευαν, πολύ.
Ελάχιστοι θα καταλάβουν τη μικρή έμφαση που δίνεται στο πολύ. Το κόμμα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε παραλειφθεί.
Επομένως, εκείνο που νομίζω είναι πως, αν κάποιος έχει κατά νου να κάνει αντισυμβατική χρήση των κόμματων, δεν έχει νόημα να τα χρησιμοποιεί για έμφαση όπως γίνεται με την τελεία. Το μόνο που έχει νόημα είναι να ακολουθεί, αν θέλει, μια κάποια εκκεντρικότητα στη χρήση τους ή στη μη χρήση τους.
Τι εννοώ; Ας δούμε ένα παράδειγμα:
Γνωρίζοντας ότι οι Ζεμέντιοι, λόγω ειρηνιστικών πεποιθήσεων, δεν θα αντιστέκονταν, οι βάρβαροι, κατερχόμενοι από τις βουνοπλαγιές επάνω στα δυνατά άλογά τους, όρμησαν με τρομερούς αλαλαγμούς και κραδαίνοντας τα όπλα τους στον αέρα. Το χωριό-σταθμός των Ζεμέντιων λεηλατήθηκε, γρήγορα, χωρίς κανέναν δισταγμό, από τους ορεσίβιους, αλλά ελάχιστοι από τους Ζεμέντιους αιχμαλωτίστηκαν, για να πουληθούν, αργότερα, ως δούλοι: οι περισσότεροι διέφυγαν, με τη μυστηριώδη μαγεία τους, γλιστρώντας μέσα στις πέτρες, μέσα στο χορτάρι, μέσα στη νύχτα...
Σε αυτό το κομμάτι προφανώς έχει πάρα πολλά κόμματα. Δεν είναι σε λάθος σημεία, αλλά είναι πολλά. Είναι, για τα σημερινά δεδομένα, μια αντισυμβατική χρήση.
Επίσης αντισυμβατικά, το κείμενο θα μπορούσε να ήταν γραμμένο και έτσι:
Γνωρίζοντας ότι οι Ζεμέντιοι λόγω ειρηνιστικών πεποιθήσεων δεν θα αντιστέκονταν, οι βάρβαροι κατερχόμενοι από τις βουνοπλαγιές επάνω στα δυνατά άλογά τους όρμησαν με τρομερούς αλαλαγμούς και κραδαίνοντας τα όπλα τους στον αέρα. Το χωριό-σταθμός των Ζεμέντιων λεηλατήθηκε γρήγορα χωρίς κανέναν δισταγμό από τους ορεσίβιους αλλά ελάχιστοι από τους Ζεμέντιους αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν αργότερα ως δούλοι: οι περισσότεροι διέφυγαν με τη μυστηριώδη μαγεία τους γλιστρώντας μέσα στις πέτρες, μέσα στο χορτάρι, μέσα στη νύχτα...
Τα κόμματα εδώ είναι ελάχιστα (τρία, για την ακρίβεια). Βρίσκονται μόνο σε σημεία που θα μπορούσε να γίνει παρεξήγηση του τι λέμε. Αυτή η (μη) χρήση κομμάτων είναι αντισυμβατική.
Ένας πιο συμβατικός τρόπος χρήσης των κομμάτων (για τα σημερινά δεδομένα) θα ήταν ο εξής:
Γνωρίζοντας ότι οι Ζεμέντιοι λόγω ειρηνιστικών πεποιθήσεων δεν θα αντιστέκονταν, οι βάρβαροι, κατερχόμενοι από τις βουνοπλαγιές επάνω στα δυνατά άλογά τους, όρμησαν με τρομερούς αλαλαγμούς και κραδαίνοντας τα όπλα τους στον αέρα. Το χωριό-σταθμός των Ζεμέντιων λεηλατήθηκε γρήγορα, χωρίς κανέναν δισταγμό από τους ορεσίβιους, αλλά ελάχιστοι από τους Ζεμέντιους αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν αργότερα ως δούλοι: οι περισσότεροι διέφυγαν με τη μυστηριώδη μαγεία τους, γλιστρώντας μέσα στις πέτρες, μέσα στο χορτάρι, μέσα στη νύχτα...
Ουσιαστικά βάζεις κόμματα για την καλύτερη κατανόηση. Αυτός είναι ο συμβατικός τρόπος σήμερα.
Ένας άλλος αντισυμβατικός τρόπος χρήσης των κομμάτων είναι να χωρίζεις το υποκείμενο από το ρήμα: κάτι που περισσότερο παλιότερα χρησιμοποιείτο και λιγότερο χρησιμοποιείται στις μέρες μας. (Προσωπικά, δεν μου αρέσει αισθητικά.)
Παράδειγμα:
Οι περισσότεροι άνθρωποι έφυγαν από την πόλη· έγιναν πρόσφυγες. Αυτοί που έμειναν, προσπάθησαν να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή.
Το κόμμα είναι τελείως άχρηστο πρακτικά, και γραμματικά λάθος επίσης. Το «Αυτοί που έμειναν» (ναι, ολόκληρο, και οι τρεις λέξεις μαζί) είναι υποκείμενο του «προσπάθησαν» (που είναι το ρήμα της πρότασης), κι ανάμεσα στο ρήμα και στο υποκείμενο δεν υπάρχει διακοπή κανονικά, ούτε καν από κόμμα. Σε μερικούς, όμως, αρέσει αυτό για αισθητικούς λόγους. Περί ορέξεως, κολοκυθόπιτα...
Μπορεί κάποιος, επίσης, να αντικαταστήσει τις τελείες με κόμματα σε ένα λογοτεχνικό κομμάτι για να δώσει την αίσθηση της ταχύτητας, της συνεχόμενης ροής.
Παράδειγμα:
Ο Σπύρος και η Μαρία έφυγαν απτο σπίτι τους τρέχοντας, οι εισβολείς του Στερεώματος είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους, κανένας δεν ήταν ασφαλής και οι εχθροί δεν εμποδίζονταν από τους τοίχους, γκρέμιζαν οικήματα και σκότωναν, έσπερναν τον τρόμο παντού, η Μαρία τούς είχε δει να έχουν ρίξει μια νεαρή κοπέλα στον κήπο της αυλής της και να ρουφάνε το μυαλό μέσα από το κρανίο της με εφιαλτικές μουσούδες.
Κόμματα, κόμματα, κόμματα εκεί όπου θα έπρεπε να ήταν τελείες ή, τουλάχιστον, άνω τελείες. Αλλά εδώ ο συγγραφέας θέλει να δώσει μια αίσθηση ψυχεδελικής, παραληρηματικής αμεσότητας, γιαυτό κιόλας χρησιμοποιεί κόμματα για να χωρίζει βασικές προτάσεις.
Η άνω τελεία δεν έχει και πολλές «αντισυμβατικές» χρήσεις επειδή σχεδόν όλες οι χρήσεις της σήμερα
είναι αντισυμβατικές. Η μόνη συμβατική χρήση μπορείς να πεις πως είναι για να χωρίζεις μια κύρια πρόταση από μια λιγότερο κύρια αλλά επεξηγηματική. Για παράδειγμα:
Ο Γιάννης ήταν ερωτευμένος, τρελά ερωτευμένος· δεν θυμόταν ποτέ άλλοτε στη ζωή του να είχε γνωρίσει μια τέτοια γυναίκα! Αντί για άνω τελεία θα μπορούσαμε να είχαμε βάλει τελεία. Αλλά αυτή θεωρείται, συνήθως, η συμβατική χρήση της άνω τελείας.
Για έμφαση η άνω τελεία σπάνια έχει νόημα να χρησιμοποιείται, γιατί είναι λίγο πιο ισχυρή από το κόμμα αλλά πολύ λιγότερη ισχυρή από την τελεία. Ας δούμε πάλι εκείνο το παράδειγμα με το
πολύ αλλά τώρα με άνω τελεία.
Ο Άρντεπ δεν είχε χρόνο να χάνει με τους εμπόρους στην αγορά της Βανράμης. Τους προσπερνούσε χωρίς να τους δίνει σημασία, έχοντας στο νου του μονάχα τον προορισμό του: το παλάτι που διακρινόταν εύκολα πίσω από τα υπόλοιπα, χαμηλότερα οικήματα. Αν δεν προλάβαινε να φτάσει εκεί πριν από τους αντιπροσώπους του Μαύρου Βασιλείου, τα πράγματα για την πατρίδα του θα χειροτέρευαν· πολύ.
Δίνεται μια κάποια έμφαση, αλλά όχι όπως με την τελεία. Μπορεί και να φταίει το γεγονός ότι το
π δεν είναι κεφαλαίο όταν βάζεις άνω τελεία.
Η άνω τελεία έχει περισσότερη χρησιμότητα σε λίστες πραγμάτων (για τις οποίες έχω γράψει ένα
άλλο άρθρο), σε επεξηγηματικές προτάσεις, ή σε προτάσεις που ακολουθούν με μεγάλη σύνδεση η μία την άλλη αλλά δεν θέλεις και να τις ενώσεις με κόμμα το οποίο έχει, συγχρόνως, τόσες άλλες χρήσεις.
Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα με τους εισβολείς του Στερεώματος, λιγάκι αλλαγμένο και με άνω τελείες τώρα, ενώ τα κόμματα χρησιμοποιούνται ως δευτερεύοντα σημεία στίξης μόνο:
Ο Σπύρος και η Μαρία έφυγαν απτο σπίτι τους, τρέχοντας· οι εισβολείς του Στερεώματος είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους, κανένας δεν ήταν ασφαλής· και οι εχθροί δεν εμποδίζονταν από τους τοίχους, γκρέμιζαν οικήματα και σκότωναν, έσπερναν τον τρόμο παντού· η Μαρία τούς είχε δει να έχουν ρίξει μια νεαρή κοπέλα στον κήπο της αυλής της και να ρουφάνε, με εφιαλτικές μουσούδες, το μυαλό μέσα από το κρανίο της.
Ο ρυθμός του κειμένου τώρα έχει αλλάξει. Και οι άνω τελείες είναι που τον άλλαξαν.
Ας πούμε ότι, σε ένα άλλο παράδειγμα, ο συγγραφέας θέλει να δείξει ότι μέσα σένα δωμάτιο μιλάνε όλοι μαζί και επικρατεί χάος. Μπορεί να χρησιμοποιήσει άνω τελείες για να το κάνει.
«Γιατί να χρησιμοποιήσουμε όπλα; Δεν υπάρχει άλλη μέθοδος;» ρώτησε, οργισμένα, ο Φίλιππος· «Τα όπλα είναι η καλύτερη λύση,» παρενέβη η Ανράθη, «ο Στρατηγός έχει δίκιο»· «Νομίζεις εσύ ότι
υπάρχει άλλη μέθοδος;» ρώτησε ο Στρατηγός τον Φίλιππο· κι εκείνος αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό: «Αν κάναμε έστω και την παραμικρή προσπάθεια να τους πλησιάσουμε πίσω από το Ηχητικό Φράγμα, ίσως να μην τους βρίσκαμε και τόσο επικίνδυνους, Στρατηγέ!»
Μετά από τις άνω τελείες ξεκινάω με κεφαλαίο γράμμα γιατί είναι διάλογος και μόνο γιαυτό τον λόγο. Επίσης, τα κόμματα που είναι μπροστά και πίσω από το «οργισμένα» είναι για να δώσουν έμφαση στο συγκεκριμένο επίρρημα κι αυτό, για πολλούς, είναι ακόμα μια αντισυμβατική χρήση στίξης.
Θα αναφερθώ στις παύλες, στις άνω-κάτω τελείες, στις
παρενθέσεις, και στα θαυμαστικά σε άλλο άρθρο που σύντομα θα ακολουθήσει.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)