Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, από τρίτους κυρίως, για απλή ανάλυση επισκεπτών (πχ, Google Analytics) και για social media (πχ, από το Twitter). Τα μόνα cookies που χρησιμοποιούμε εμείς είναι για θέματα λειτουργικότητας (πχ, για να μην εμφανίζεται ξανά αυτή η ειδοποίηση αφότου έχετε πατήσει το κουμπάκι). Κανένα από αυτά τα cookies, απ’ό,τι ξέρουμε, δεν είναι βλαβερό, και εμείς δεν εκμεταλλευόμαστε τις πληροφορίες σας με κανέναν τρόπο. Ωστόσο, αν θέλετε μπορείτε πολύ εύκολα να σβήσετε τα cookies από οποιονδήποτε browser, συνήθως πατώντας Shift+Ctrl+Del. Περισσότερες πληροφορίες για τα cookies μπορείτε να βρείτε στο www.whatarecookies.com.
Δύο συνοικίες της Ατέρμονης Πολιτείας, η Βαθμιδωτή και η Επίστρωτη, βρίσκονται από χρόνια σε μια κατάσταση οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η μία συμπληρώνει την άλλη. Η Βαθμιδωτή παράγοντας, αποκλειστικά και μόνο, τεχνικούς εξοπλισμούς. Η Επίστρωτη παράγοντας τρόφιμα. Και καμιά από τις δυο συνοικίες δεν διανοείται να αλλάξει τον ρυθμό της ζωής των πολιτών της.
Μια μυστηριώδης γυναίκα με το όνομα Κορίνα παρουσιάζεται στην Επίστρωτη και μιλά με τους Εχθρούς του Πρωινού, τη μεγαλύτερη και χειρότερη συμμορία της συνοικίας, που είναι ο φόβος κι ο τρόμος των πολιτών αλλά και της αστυνομίας. Η Κορίνα προθυμοποιείται να τους βοηθήσει σ’ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο: να κλέψουν χρήματα κατευθείαν από το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας των Τεσσάρων.
Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που έχει η Κορίνα στο μυαλό της.
Πολύ σύντομα, τα πράγματα αρχίζουν ν’αλλάζουν για τις δύο συνοικίες καθώς οι ισορροπίες θρυμματίζονται...
Το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης αρχίζει!
Μετά από τον διωγμό των δυνάμεων της Παντοκράτειρας, οι υλικές ζημιές στη
διάσταση της Σεργήλης είναι πολλές, και η οικονομία της έχει δεχτεί σοβαρό
πλήγμα. Προκειμένου ολόκληρη η διάσταση να ορθοποδήσει, οι πολιτικοί της
αποφασίζουν να οργανώσουν το Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, που θα φέρει
χρήματα από πολλές άλλες διαστάσεις του Γνωστού Σύμπαντος.
Οι ραλίστες που θα αγωνιστούν είναι όλοι ικανοί και έμπειροι στην οδήγηση –
ήρωες των τροχών και του τιμονιού. Ανάμεσά τους είναι και η Ελοντί Αλλόγνωμη, ή,
όπως πολλοί στη Σεργήλη τη γνωρίζουν από την παλιά της ζωή ως τραγουδίστρια, η
Έκπτωτη Ελοντί. Στο παρελθόν, σε μικρή ηλικία, ήταν δόκιμη για ιέρεια της
Αρτάλης όταν οι πράκτορες της Παντοκράτειρας προσπαθούσαν ακόμα να εξαφανίσουν
τις γυναίκες που λάτρευαν αυτή τη θεά. Αργότερα, είχε μπει στους κόλπους της
Επανάστασης, αποζητώντας εκδίκηση. Τώρα, στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης,
το παρελθόν της Ελοντί θα συναντήσει το παρόν, κι εκείνη θ’ανακαλύψει
καινούργια, και ίσως τρομαχτικά, πράγματα για τον εαυτό της.
Ο Ζορδάμης, ένας παλιός εραστής της Έκπτωτης Ελοντί και δεινός ραλίστας,
συμμετέχει επίσης στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι, και έχει κάνει μια σκοτεινή και
δαιμονική συμφωνία για να βεβαιωθεί ότι θα νικήσει. Επειδή
πρέπει να νικήσει: μυστηριώδεις δυνάμεις του υπόκοσμου της Σεργήλης
βρίσκονται στο κατόπι του, και φαίνονται έτοιμες να τον αφανίσουν αν δεν τους
δώσει ό,τι τους χρωστά...
Στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης, οι οδηγοί θα τρέξουν επάνω σε
αιωρούμενες ράμπες, επάνω σε δύσκολα εδάφη, μέσα στους άγριους δασότοπους
Φέρνιλγκαν, μέσα στις καυτές ερήμους της Σεργήλης, μέσα σε παγωμένα βουνά, ακόμα
και μέσα σε μια παράξενη ενδοδιάσταση με πράσινο ουρανό και κόκκινο ήλιο...
Η Σεργήλη έχει απελευθερωθεί από τους Παντοκρατορικούς· οι κάτοικοί της
μπορούν ξανά να λατρεύουν όποιους θεούς θέλουν. Η θρησκεία της Αρτάλης έχει
αναβιώσει. Η Αριστέα, μια από τις ιέρειές της, καταφέρνει να λάβει χρηματοδότηση
από την Πολιτειάρχη της Μέλβερηθ για την οικοδόμηση ενός καινούργιου ναού στα
άκρα της εν λόγω μεγαλούπολης. Αλλά σύντομα ανακαλύπτει ότι το χρηματικό δεν
είναι το μόνο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει. Οι Ανατολικοί Φρουροί, μια νέα
συμμορία που καταδυναστεύει τις ακροανατολικές συνοικίες της Μέλβερηθ, ζητούν
λεφτά για την προστασία του ναού – «προστασία» από την ίδια τη συμμορία, στην
πραγματικότητα. Η Αριστέα, αρνούμενη να πληρώσει, θα βρεθεί σε σύγκρουση μαζί
τους. Ευτυχώς, στο πλευρό της είναι ο Βασνάρος, ο Αγωνιστής των Δρόμων – γνωστός
και ως Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της κυριαρχίας των
Παντοκρατορικών.
Η Φάνρηβ, μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Μοργκιάνης, ήταν κάποτε, πριν
από χρόνια, ελεύθερη με δικό της πολίτευμα. Σήμερα, είναι ένα προτεκτοράτο του
Βασιλείου της Χάρνωθ. Ο λαός της είναι διαιρεμένος: μια μερίδα υποστηρίζει τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο· μια μερίδα είναι με το μέρος του παλιού Φύλακα της Φάνρηβ,
που έρχεται με στρατό από τον βορρά για να την ελευθερώσει· και μια άλλη μερίδα
των πολιτών είναι αυτονομιστές, που δεν θέλουν ούτε τους Χαρνώθιους στην πόλη
τους ούτε την επιστροφή του Φύλακα.
Οι Αιρετοί της Φάνρηβ είναι διαιρεμένοι όπως και ο λαός της, αποτελώντας
αντανάκλασή του.
Ο Άλφεντουρ αλ Έρεσναβ, Διπλωματικός Αντιπρόσωπος του Εμπορικού Συνδέσμου της
Νάζρηβ, έρχεται από την πόλη του με ελικόπτερο προς τη Φάνρηβ, καλεσμένος εκεί
από έναν παλιό του φίλο, τον Κασλάριν ωλ Μάρατεκ, Αιρετό της Συντεχνίας των
Αγροτών. Ο Κασλάριν πιστεύει πως έχει ένα σχέδιο για να σώσει τη Φάνρηβ προτού η
πόλη καταστραφεί από την οργή των αντίπαλων παρατάξεων. Και ζητά τη βοήθεια του
Άλφεντουρ, ο οποίος μπορεί να ασκήσει πιέσεις και στην Κέσριμιθ ωλ Ζαλτάρεμ, τη
Βασιλική Αντιπρόσωπο, και στο συμβούλιο των Αιρετών.
Όταν όμως ο Άλφεντουρ φτάνει στην πόλη, το κλίμα είναι ήδη έκρυθμο και, με
κάθε μέρα που περνά, χειροτερεύει. Η Αρχόντισσα Κέσριμιθ προσπαθεί με όλους τους
τρόπους – και με τα ελεγχόμενα μέσα μαζικής πληροφόρησης της Φάνρηβ – να
επηρεάσει τον λαό ώστε να τον τραβήξει με το μέρος του Βασιλείου της Χάρνωθ. Οι
υποστηρικτές του Φύλακα, που έρχεται με στρατό από τα βόρεια, πασχίζουν να
φέρουν τον κόσμο με τη δική τους πλευρά, ενώ αποφεύγουν και χτυπάνε τους
ανθρώπους των Χαρνώθιων. Και οι αυτονομιστές είναι εναντίον όλων, γεμίζοντας
τους δρόμους της πόλης με συνθήματα και απρόσμενες εκρήξεις.
Αλλά στη Φάνρηβ οι πιο επικίνδυνες ενέργειες γίνονται στα παρασκήνια. Σκιερές
μορφές στοιχειώνουν την Πόλη της Αέναης Νύχτας. Προδότες σχεδιάζουν πολιτικές
δολοφονίες. Κατάσκοποι παρακολουθούν κάθε κίνηση. Αδέλφια χάνουν την εμπιστοσύνη
που έχουν μεταξύ τους. Οι πάντες είναι ύποπτοι για τα πάντα.
Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος επιστρέφει στην πατρίδα του, την Απολλώνια, όπου
σύντομα ανακαλύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα είχε αφήσει. Κάποια
μυστηριώδης, σκοτεινή οργάνωση έχει απλώσει τα δίχτυα της μέσα στο Βασίλειο, και
φημολογείται, ψιθυριστά, ότι ακόμα κι ο αδελφός του Ανδρόνικου, ο Πρίγκιπας
Λούσιος, είναι αναμιγμένος σ’αυτήν.
Ο Ανδρόνικος θα βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, και θα χρειαστεί να
ζητήσει βοήθεια ακόμα κι από τους επαναστάτες άλλων διαστάσεων· διότι μέσα στην
ίδια του την πατρίδα κανένας δεν φαίνεται πλέον να μπορεί να θεωρηθεί
αξιόπιστος…
Εν τω μεταξύ, οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας έρχονται από το Βόρειο Μέτωπο,
φέρνοντας έναν από τους πιο καταστροφικούς πολέμους στο Γνωστό Σύμπαν· ενώ από
τα νότια της διάστασης τερατουργήματα επιτίθενται από την Απολεσθείσα Γη,
μαστίζοντας το Βασίλειο σαν προαιώνια κατάρα.
Στην Απολλώνια, μια από καιρό πολιορκημένη διάσταση, τα πράγματα έχουν
αρχίσει να ξεφεύγουν από τον έλεγχο…
Η Αγγελική, μια φίλη της Παντοκράτειρας, βρίσκεται δολοφονημένη στη σουίτα
ενός ξενοδοχείου, με μυστηριώδεις τομές επάνω στο σώμα της. Ο εραστής της,
Ταγματάρχης Στίβεν Νέλκος, παρότι ήταν μαζί της εκείνη τη βραδιά, μοιάζει να
έχει πλήρη άγνοια του τι συνέβη. Και οι άνθρωποι της Παντοκράτειρας δεν
καταφέρνουν να ανακαλύψουν τίποτα.
Η Ρία-Μία, η Αρχιέρεια του Κρόνου, προτείνει στην Παντοκράτειρα έναν ιδιωτικό
ερευνητή, τον Φέλιξ Χάρλω, ο οποίος ίσως θα μπορούσε να βρει τον δολοφόνο.
Ωστόσο, ακόμα κι αυτός σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως η περίπτωση είναι
εξαιρετικά περίπλοκη και δυσεπίλυτη, και οι δυνάμεις που είναι αναμιγμένες
ξεπερνούν τη δικαιοδοσία του αλλά και τις ικανότητες του μυαλού του...
Ένας ξεχασμένος κόσμος, μια διάσταση απομονωμένη από το υπόλοιπο σύμπαν.
Ένας υπερδιαστασιακός στρόβιλος – ένα
ρήγμα – σπάζει το στάσιμο πλέγμα της πραγματικότητάς του. Κι από εκεί,
έρχεται ένας μεγάλος προφήτης που θα αλλάξει τη ροή της ιστορίας του για
πάντα...
Ο Τάμπριελ, κάποτε σύζυγος της Παντοκράτειρας και μάγος του τάγματος των
Δεσμοφυλάκων, καταλήγει σαν ναυαγός σε μια διάσταση ανέγνωρη για εκείνον. Ένα
μέρος όπου κανένας δεν μιλά καμια γνωστή του γλώσσα. Μέσα στο μυαλό του, όμως,
παράδοξα, υπάρχουν εικόνες από αυτόν τον απομονωμένο κόσμο: και ο Τάμπριελ
συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να βρίσκεται τυχαία εδώ...
Μαζί του είναι η Ανταρλίδα, μια από τις Μαύρες Δράκαινες της Παντοκράτειρας
οι οποίες πλέον υπηρετούν την Επανάσταση εναντίον της. Ούτε εκείνη έχει ποτέ
ξανά δει ή ακούσει γι’αυτό τον κόσμο. Αλλά τώρα που οι δυο τους βρίσκονται εδώ,
σ’ένα ξένο, εχθρικό περιβάλλον, πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν ώστε να
ξεκλειδώσουν τα μυστικά της διάστασης που θα τους δώσουν πρόσβαση στο Γνωστό
Σύμπαν, από το οποίο ήρθαν.
Παράξενα ανοίγματα παρουσιάζονται στη Χάρνταβελ: τρύπες επάνω στα ίδια τα
τοιχώματα της πραγματικότητάς της. Από μέσα τους διακρίνεται μια άλλη
πραγματικότητα, και πλάσματα έρχονται από εκεί τα οποία δεν έχουν ξαναβαδίσει
ποτέ στη Χάρνταβελ.
Οι Παντοκρατορικοί που ελέγχουν την εν λόγω διάσταση προσπαθούν να ερευνήσουν
το φαινόμενο, η συχνότητα εμφάνισης του οποίου δεν μειώνεται αλλά αυξάνεται με
ανησυχητικό ρυθμό. Η Αρίνη’σαρ, μάγισσα του τάγματος των Ερευνητών και σύζυγος
του Παντοκρατορικού Ταγματάρχη Τέρι Κάρμεθ, έχει αναλάβει να ανακαλύψει τι
συμβαίνει, συναντώντας πολλά εμπόδια στον δρόμο της.
Αλλά και ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, ενδιαφέρεται για το
μυστηριώδες φαινόμενο γιατί η Χάρνταβελ συνδέεται άμεσα με τη δική του διάσταση,
την Απολλώνια. Οργανώνει μια αποστολή για να το ερευνήσει, και αναζητά τους
σωστούς ανθρώπους. Προσπαθεί να πείσει τον Γεράρδο να επιστρέψει στη Χάρνταβελ,
η οποία ήταν κάποτε πατρίδα του.
Ο Γεράρδος, όμως, είναι διστακτικός, επειδή είχε τους λόγους του που έφυγε
πριν από χρόνια. Ήταν ένας από τους ιερείς της Χάρνταβελ, που δεν μπορούν ποτέ
να την εγκαταλείψουν, καθώς αυτό σημαίνει τον θάνατό τους από μια δαιμονική
ακατονόμαστη δύναμη που κρύβεται μέσα τους. Αλλά ο Γεράρδος έχει επιβιώσει·
φεύγοντας από τη Χάρνταβελ νομίζει πως κατόρθωσε τελικά να διαλύσει το Εσώτερο
Θηρίο. Μπορεί, όμως, να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα εμφανιστεί και πάλι εντός
του όταν ξαναγυρίσει στη Χάρνταβελ; Και είναι πρόθυμος να το ριψοκινδυνέψει για
να μάθει;
Η επιστροφή στην πατρίδα του μπορεί να τον φέρει σε σύγκρουση όχι μόνο με το
ιερατείο εκεί, αλλά και με μια δύναμη πιο διαβολική και εξαπλωμένη απ’ό,τι
μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
Και, φυσικά, είναι και οι Παντοκρατορικοί στη Χάρνταβελ...
Μετά τη διάλυση της Συμπαντικής Παντοκρατορίας,
ληστές και κακούργοι λυμαίνονται τα άγρια εδάφη της Φεηνάρκια:
απομεινάρηδες των στρατών της Παντοκράτειρας αλλά και γηγενείς που
προσπαθούν να επωφεληθούν από την κατάσταση. Όταν ένας έμπορος από τη
Χόλκεραλ, ο Καντάρφιλ, δέχεται επίθεση από τους ληστές της Σαρντίκα-Νοθ,
μια ομάδα μισθοφόρων έρχεται απρόσμενα προς βοήθειά του για να τρέψει
τους ληστές σε φυγή. Σύντομα όμως ο Καντάρφιλ μαθαίνει πως οι σωτήρες
του είναι κι αυτοί πρώην Παντοκρατορικοί, όπως η Σαρντίκα-Νοθ.
Ονομάζονται Ζωντανοί-Νεκροί, και αρχηγός τους είναι ο Ζαώρδιλ ο
Σκοτωμένος – ένας άνθρωπος που κανονικά θα έπρεπε να είναι νεκρός. Δεν
έσωσαν, όμως, τον έμπορο από τη Σαρντίκα-Νοθ για να τον ληστέψουν οι
ίδιοι· αντιθέτως, τον καθοδηγούν ώστε να φτάσει, μέσω επικίνδυνων
ορεινών περασμάτων, στον προορισμό του: την πόλη της Νασόλκαθ. Εκεί, ο
Ζαώρδιλ ελπίζει να βρει περισσότερες δουλειές για τους μισθοφόρους του,
αλλά ανακαλύπτει πως οι φήμες κυκλοφορούν γρήγορα και είναι πολλοί που
ακόμα έχουν έντονο μίσος για όσους κάποτε υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα.
Ωστόσο, υπάρχει και μια γυναίκα – πρώην Παντοκρατορική κι η ίδια – που
επιδιώκει συμμαχία, αν και σκιερή. Και ο Ηγεμόνας της Νασόλκαθ σύντομα
ετοιμάζεται για πόλεμο εναντίον ληστών, και συγκεντρώνει στρατό από
μισθοφόρους κάθε είδους…
Μια επανάσταση ξεκινά, αρχικά περιορισμένη αλλά δυνατή, και σύντομα εξαπλώνεται σαν φωτιά ανεξέλεγκτη. Μια κρυφή δύναμη τη θρέφει από τις σκιές της Πόλης. Εδραιωμένες πλουτοκρατίες καταρρέουν· οι πολιτάρχες της Ρελκάμνια ανησυχούν. Τρόμος και αναστάτωση απλώνονται γύρω από τον Ριγοπόταμο, καθώς προβλέπουν πόλεμο.
Ένας μεγάλος ηγέτης έχει εμφανιστεί και η Πόλη φαίνεται να ζητά το αντίβαρό του – έναν άνθρωπο από συνοικίες αρκετά μακρινές. Εχθρικές δυνάμεις τον θέλουν νεκρό, αλλά μυστηριώδεις συμπτώσεις έρχονται για να τον συντρέξουν. Μισθοφόροι και μαχητές κατευθύνονται προς το επίκεντρο του επικείμενου πολέμου.
Δύο Θυγατέρες της Πόλης αναζητούν ένα πολύτιμο κόσμημα που έκλεψε μια Αδελφή τους – ένα αινιγματικό κατασκεύασμα μιας αρχαίας Θυγατέρας που μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στα λάθος χέρια.
Συμμορίες ξεσηκώνονται παντού, ακούγοντας το όνομα του Αλυσοδεμένου Ποιητή που έσπασε τις αλυσίδες του. Καιροσκόποι και πολεμοκάπηλοι πιστεύουν ότι έχουν κάτι να κερδίσουν. Παλιά καθεστώτα γκρεμίζονται, καινούργια παίρνουν τη θέση τους – καλύτερα ή χειρότερα;
Ένας ξεχασμένος χώρος ανοίγει, ξερνώντας πανωλεθρία και δαίμονες από άλλους χρόνους, τραυματίζοντας την Πόλη και φέρνοντας θλίψη στους κατοίκους της.
Οι Νομάδες των Δρόμων ταξιδεύουν στις οδούς και τις λεωφόρους της Ατέρμονης Πολιτείας, καθοδηγούμενοι από την Κυρά τους. Βαδίζοντας, πάντοτε βαδίζοντας. Προσελκύοντας κι άλλους από τις συνοικίες που περνούν. Ένα υπέροχο, μαγευτικό ταξίδι γι’αυτούς, το οποίο τους αποκαλύπτει ολοένα και περισσότερα μυστήρια της Πόλης· αλλά δεν θα αργήσει να τους βάλει και σε τρομερά προβλήματα. Θα βρεθούν ακόμα και στο έλεος αμφιλεγόμενων δυνάμεων ενώ θα θεωρούν τους εαυτούς τους, για πρώτη φορά, χαμένους μέσα στη Ρελκάμνια.
Μια εποχή μεγάλων αλλαγών, από τον Ριγοπόταμο ώς την Ανακτορική Συνοικία...
Ένας εξερευνητής από την Απολλώνια έχει χαθεί στο Πορφυρό Κενό,
ακολουθώντας τα ξεχασμένα ίχνη για κάποιο πιθανό απομεινάρι από τον Ενιαίο Κόσμο
– κάτι που και η Παντοκράτειρα πολύ πιθανόν να θέλει να πάρει στα χέρια της.
Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, προσπαθεί να προλάβει ένα τέτοιο
ενδεχόμενο, και να ξαναβρεί τον χαμένο εξερευνητή. Στέλνει την Ιωάννα, τη Μαύρη
Δράκαινα, και τον Σέλιρ’χοκ, έναν μάγο του τάγματος των Διαλογιστών, στην Άκρη,
μια πόλη εκεί όπου το σύμπαν τελειώνει και το Πορφυρό Κενό απλώνεται, γεμάτο
Αιωρούμενες Νήσους, Ανέμους, και ανείπωτα όντα.
Στην Άκρη, η Ιωάννα και ο Σέλιρ’χοκ θα βρουν συμμάχους – έναν καπετάνιο του
Κενού, μια Ανεμοσκόπο, έναν μονόφθαλμο κυνηγημένο άντρα – και θα ταξιδέψουν στα
βάθη του Πορφυρού Κενού, σφυροκοπημένοι από Ανέμους… και με έναν από τους πιο
επικίνδυνους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο κατόπι τους.
Ο Κάραγγελ, Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα, επιστρέφει στη μεγάλη
πόλη φέρνοντας νέα για τη γενοκτονία της Λευκής φυλής του από μια μαζική επίθεση
Μελανών. Αποζητά εκδίκηση. Αλλά στην Ελρείσβα οι αποφάσεις δεν παίρνονται μόνο
από εκείνον. Ούτε καν μόνο από τον Βασιληά. Ο Πρωτοσπαθάριος Κάραγγελ πρέπει να
συνεννοηθεί με τον Παντοκρατορικό Επόπτη Ευρύμαχο Νάλφερ, που βρίσκεται εκεί,
κυρίως, για να ελέγχει τα ορυχεία ενέργειας της περιοχής. Οι Παντοκρατορικοί
αποδεικνύονται πρόθυμοι να βοηθήσουν τον Κάραγγελ στον αγώνα του για εκδίκηση
εναντίον των Μελανών, αλλά τα όπλα που φέρνουν είναι τόσο καταστροφικά που
κάνουν ακόμα και τον Πρωτοσπαθάριο να προβληματιστεί σχετικά με τις μεθόδους
τους. Και ποια μπορεί να είναι τα κίνητρά τους για τη βοήθεια που του
προσφέρουν;
Το ένα χωριό Μελανών μετά το άλλο αφανίζεται, μέσα στις καυτές ερήμους της
Αρβήντλια, καθώς η εκστρατεία των Παντοκρατορικών ταξιδεύει σαν λαίλαπα ολέθρου.
Ταυτόχρονα, ο Ανδρόνικος, Πρίγκιπας της Επανάστασης, η Ιωάννα η Μαύρη
Δράκαινα, και άλλοι επαναστάτες σύντροφοί τους έρχονται προς την Αρβήντλια μέσω
μιας διαστασιακής διόδου στη Σάρντλι. Αλλά δεν γνωρίζουν ακόμα τίποτα για την
καταστροφή που ο Πρωτοσπαθάριος του Θρόνου της Ελρείσβα και οι Παντοκρατορικοί
σύμμαχοί του έχουν εξαπολύσει εναντίον των Μελανών φυλών. Στόχος των επαναστατών
είναι η αποκωδικοποίηση ενός μυστηριώδους μηνύματος που, αν οι υποψίες τους
είναι σωστές, θα αλλάξει τα πάντα για την Επανάσταση και για την Παντοκρατορία
σ’όλο το Γνωστό Σύμπαν...
Περί Γραφής: Ο Διάλογος στην Αφήγηση Πρώτου Προσώπου Κάποιες σκέψεις σχετικά με το πώς θα αφηγούμασταν προφορικά έναν διάλογο και πώς τον βλέπουμε γραμμένο σε πολλά λογοτεχνικά κείμενα
Στις περισσότερες αφηγήσεις πρώτου προσώπου ο διάλογος είναι άμεσος ή θεατρικός. Είναι εκείνος ο διάλογος που κάθε φορά που μιλά άλλο πρόσωπο ο συγγραφέας αλλάζει παράγραφο και μας γράφει τα λόγια επακριβώς.
Ορίστε ένα απλό παράδειγμα:
Ύστερα από το χτεσινοβραδινό ξενύχτι, αισθανόμουν σαν μυρμήγκια με σιδερένια παπούτσια να τριγύριζαν μες στο κεφάλι μου, αλλά σηκώθηκα νωρίς και πήγα στο μηχανουργείο του Δημήτρη. «Καλημέρα, Μήτσο,» τον χαιρέτησα.
«Ε, τι γίνεται; Καλημέρα,» μου αποκρίθηκε, γυρίζοντας να με κοιτάξει πάνω απτον ώμο του, καθώς ήταν γονατισμένος μπροστά σένα παλιό αυτοκίνητο σκαλίζοντας τη ρόδα μένα εργαλείο.
«Έτοιμη η μηχανή μου;»
«Κοίτα, δε γίνεται τελικά τόσο εύκολα.» Σηκώθηκε όρθιος, σκουπίζοντας τα χέρια του σένα πανί που κρεμόταν από τη ζώνη του.
«Γιατί;»
«Γιατί δεν είναι μόνο η ζημιά που νόμιζες· υπάρχει και κάτι άλλο. Ένα από τα κομμάτια της κρυσταλλικής σφαίρας είναι ακόμα εκεί μέσα, κι αλλάζει μορφές.»
«Δε μπορείς να το εντοπίσεις;»
«Μπορώ αλλά θέλει προσοχή. Άμα βιαστώ και κάνω να το τραβήξω έξω τη λάθος στιγμή, πάει, σου γάμησα τη μηχανή σου και τέλος.»
«Πόσες μέρες, δηλαδή; Τη χρειάζομαι οπωσδήποτε αύριο ταπόγευμα.»
«Ούτε με σφαίρες κρυσταλλικές ή μη. Δυο μέρες το λιγότερο, φίλε.»
Αυτού του είδους ο διάλογος είναι καλός όταν τον διαβάζεις, γιαυτό κιόλας πολλοί συγγραφείς τον χρησιμοποιούν σε αφηγήσεις πρώτου προσώπου. Όμως φαντάσου να τον
άκουγες. Φαντάσου να ήταν κάποιος μπροστά σου και να σου ιστορούσε αυτό το περιστατικό. Αν διηγιόταν ακριβώς έτσι τον συγκεκριμένο διάλογο, δεν θα μπορούσες να τον παρακολουθήσεις. Από ένα σημείο και μετά θάρχιζε να μη βγάζει νόημα, όσο καλός κι αν ήταν ο αφηγητής, όσο κι αν προσπαθούσε να «αλλάζει» τη φωνή του εκεί όπου αλλάζουν και οι παράγραφοι για να φαίνεται ποιος μιλά κάθε φορά. Τα πάντα θα γίνονταν ένας αχταρμάς για σένα που άκουγες.
Ο μόνος τρόπος για να μην μπλεχτούν τα πάντα θα ήταν να αφηγηθεί το περιστατικό κάπως έτσι:
Ύστερα από το χτεσινοβραδινό ξενύχτι, αισθανόμουν σαν μυρμήγκια με σιδερένια παπούτσια να τριγύριζαν μες στο κεφάλι μου, αλλά σηκώθηκα νωρίς και πήγα στο μηχανουργείο του Δημήτρη. «Καλημέρα, Μήτσο,» τον χαιρέτησα.
Εκείνος μού αποκρίθηκε: «Ε, τι γίνεται; Καλημέρα.» Και συγχρόνως γύριζε να με κοιτάξει πάνω απτον ώμο του, καθώς ήταν γονατισμένος μπροστά σένα παλιό αυτοκίνητο σκαλίζοντας τη ρόδα μένα εργαλείο.
Τον ρώτησα: «Έτοιμη η μηχανή μου;»
Μου απάντησε: «Κοίτα, δε γίνεται τελικά τόσο εύκολα.» Και σηκώθηκε όρθιος, σκουπίζοντας τα χέρια του σένα πανί που κρεμόταν από τη ζώνη του.
Τον ρώτησα: «Γιατί;»
Μου είπε: «Γιατί δεν είναι μόνο η ζημιά που νόμιζες· υπάρχει και κάτι άλλο. Ένα από τα κομμάτια της κρυσταλλικής σφαίρας είναι ακόμα εκεί μέσα, κι αλλάζει μορφές.»
Του είπα: «Δε μπορείς να το εντοπίσεις;»
Μου είπε: «Μπορώ αλλά θέλει προσοχή. Άμα βιαστώ και κάνω να το τραβήξω έξω τη λάθος στιγμή, πάει, σου γάμησα τη μηχανή σου και τέλος.»
Του είπα: «Πόσες μέρες, δηλαδή; Τη χρειάζομαι οπωσδήποτε αύριο ταπόγευμα.»
Μου είπε: «Ούτε με σφαίρες κρυσταλλικές ή μη. Δυο μέρες το λιγότερο, φίλε.»
Το πρόβλημα μαυτή τη μορφή διαλόγου είναι πως δεν είναι εύηχη. Δεν ακούγεται καλά. Ακούγεται άκομψη. Ακούγεται, γενικά,
άσχημη. Κι επιπλέον, κανείς, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν θα εξιστορούσε έτσι ένα περιστατικό.
Μόνο έτσι, όμως, στον προφορικό λόγο ένας τέτοιος διάλογος θα γινόταν κατανοητός.
Αλλά εμείς γράφουμε λογοτεχνία. Ο λόγος είναι γραπτός, όχι προφορικός. Άρα, όλα αυτά δεν μας ενδιαφέρουν. Σωστά;
Αναλόγως.
Όταν γράφουμε σε πρώτο πρόσωπο, συνήθως υποτίθεται ότι είτε ο αφηγητής μας γράφει ημερολόγιο είτε μιλά σε κάποιον· ή υποτίθεται ότι βιώνουμε την κατάσταση μέσα από τις αισθήσεις και τις σκέψεις του, άμεσα και χωρίς καμια δικαιολογία σχετικά με το πώς συμβαίνει αυτό.
Στην περίπτωση του ημερολογίου, δεν είναι παράλογο να έχουμε άμεσο διάλογο θεατρικού τύπου. Αλλά γιατί θα έπρεπε αυτό να ισχύει στις περισσότερες ιστορίες; Σε όλους τους αφηγητές αρέσει να γράφουν στο ημερολόγιό τους άμεσο διάλογο; Στην πραγματικότητα, αυτό είναι πολύ σπάνιο ανάμεσα στους ανθρώπους που γράφουν ημερολόγιο.
Στην περίπτωση που βιώνουμε την κατάσταση μέσα από τις αισθήσεις και τις σκέψεις του χαρακτήρα, ο άμεσος διάλογος είναι λογικός αφού τα πάντα υποτίθεται ότι συμβαίνουν μπροστά μας.
Στην περίπτωση που ο χαρακτήρας μιλά σε κάποιον, εξιστορώντας, ο άμεσος/θεατρικός διάλογος είναι μάλλον παράλογος, αφού κανείς δεν θα τον χρησιμοποιούσε στον προφορικό λόγο.
Μια διαφορετική μορφή διαλόγου είναι η έμμεση, η πιο αφηγηματική.
Όπως σαυτό το παράδειγμα:
Ύστερα από το χτεσινοβραδινό ξενύχτι, αισθανόμουν σαν μυρμήγκια με σιδερένια παπούτσια να τριγύριζαν μες στο κεφάλι μου, αλλά σηκώθηκα νωρίς και πήγα στο μηχανουργείο του Δημήτρη. «Καλημέρα, Μήτσο,» τον χαιρέτησα· και με καλημέρισε κι εκείνος, γυρίζοντας να με κοιτάξει πάνω απτον ώμο του, καθώς ήταν γονατισμένος μπροστά σένα παλιό αυτοκίνητο σκαλίζοντας τη ρόδα μένα εργαλείο. Τον ρώτησα αν ήταν έτοιμη η μηχανή μου, και μου είπε: «Κοίτα, δε γίνεται τελικά τόσο εύκολα,» ενώ σηκωνόταν όρθιος, σκουπίζοντας τα χέρια του σένα πανί που κρεμόταν από τη ζώνη του. Μου εξήγησε ότι η ζημιά δεν ήταν μόνο αυτή που νόμιζα, ότι υπήρχε και κάτι άλλο: ένα από τα κομμάτια της κρυσταλλικής σφαίρας ήταν ακόμα εκεί μέσα, μου είπε, κι άλλαζε μορφές. Μπορούσε να το εντοπίσει αλλά ήθελε προσοχή. «Άμα βιαστώ και κάνω να το τραβήξω έξω τη λάθος στιγμή,» μου είπε, «πάει, σου γάμησα τη μηχανή σου και τέλος.»
Τον ρώτησα πόσες μέρες θα χρειαζόταν, τονίζοντας ότι εγώ χρειαζόμουν τη μηχανή αύριο ταπόγευμα, οπωσδήποτε. Αλλά μου απάντησε ότι ούτε με σφαίρες («κρυσταλλικές ή μη,» αστειεύτηκε) δεν μπορούσε να γίνει αυτό. Δυο μέρες το λιγότερο ήθελε για να την επισκευάσει.
Βλέπεις τη διαφορά; Τα παραπάνω αν τα διαβάσεις σε κάποιον θα καταλάβει τι γίνεται. Είναι διάλογος, αλλά είναι έμμεσος.
Τον άμεσο διάλογο, αν του τον διαβάσεις, δεν θα καταλάβει τι γίνεται· θα τα μπερδέψει. Εκτός αν λες «είπε» μπροστά από κάθε σειρά διαλόγου, πράγμα άκομψο, που κανείς συνήθως δεν θα έκανε.
Η έμμεση μορφή διαλόγου είναι μια μορφή που οι περισσότεροι συγγραφείς σπάνια χρησιμοποιούν, τουλάχιστον για ένα
ολόκληρο βιβλίο. Μπορεί κάποια κομμάτια διαλόγου να είναι γραμμένα έμμεσα, για λόγους συντομίας, αλλά κατά κύριο λόγο οι διάλογοι γράφονται άμεσα/θεατρικά. Στο είδος ημερολογιακής αφήγησης, αλλά και στην αισθητηριακή/βιωματική αφήγηση, μπορείς να το δικαιολογήσεις αυτό. Στο είδος της υποτιθέμενα προφορικής αφήγησης δεν μπορείς να το δικαιολογήσεις.
Ωστόσο, καταλαβαίνω γιατί πολλοί συγγραφείς το χρησιμοποιούν. Είναι, ίσως, πιο φιλικό προς τον αναγνώστη. Επίσης, είναι πιο παραστατικό, και πιο ενδιαφέρον, θα μπορούσε κανείς να πει.
Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί τόσο λίγοι συγγραφείς χρησιμοποιούν την έμμεση μορφή διαλόγου στο πρώτο πρόσωπο για ένα ολόκληρο βιβλίο. Μπορεί να μην είναι παραστατική αλλά έχει κι αυτή τα προτερήματά της. Από μια άποψη θα μπορούσε να ειπωθεί ότι επιδεικνύει περισσότερο «ύφος».
Όπως και νάχει, δεν θέλω να υπονοήσω ότι κάτι είναι πιο «σωστό» από κάτι άλλο. Στη λογοτεχνία, άλλωστε, το σωστό και το λάθος πάντα είναι αρκετά υποκειμενικές έννοιες, και πολλές φορές θέμα γούστου.
Εκείνο που θα μπορούσα, ίσως, να θεωρήσω «λάθος» είναι όταν έχουμε άμεσο διάλογο πρώτου προσώπου μέσα σε μια αφήγηση τρίτου προσώπου.
Αυτή είναι η περίπτωση όπου γράφεις μια ιστορία σε τρίτο πρόσωπο αλλά, κάπου, ένα από τους χαρακτήρες της ιστορίας αρχίζει να αφηγείται στους άλλους τι του συνέβη, και η αφήγησή του είναι αρκετά μεγάλη για παράδειγμα, δύο ή τρεις σελίδες σαν ένα μικρό διήγημα· ή μπορεί ακόμα και μεγαλύτερη, σαν μια εσωτερική νουβέλα μέσα στο μυθιστόρημα. Τότε, νομίζω πως δεν κάνουν καλά όσοι γράφουν άμεσο/θεατρικό διάλογο, γιατί φαίνεται ή παράλογος ή στημένος.
Ένας άνθρωπος που μιλά σε άλλους για ένα περιστατικό το πιο πιθανό είναι να αφηγηθεί τον διάλογο έμμεσα, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν οι άλλοι να καταλάβουν τι γίνεται, ποιος λέει τι. Όταν έχεις ένα ολόκληρο βιβλίο γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, αυτό μπορείς να το παραβλέψεις, αλλά όχι μέσα σένα βιβλίο γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο, όπου είναι κραυγαλέο ότι πρόκειται για την προφορική αφήγηση ενός ατόμου.
Και πάλι, βέβαια, το «σωστό» και το «λάθος» στη λογοτεχνία είναι αρκετά υποκειμενικά, ειδικά σε θέματα όπως αυτό που περιγράφω εδώ. Αλλά πιστεύω πως είναι καλύτερα να αποδίδεις κάτι όσο το δυνατόν πιο φυσικά για τις συνθήκες που παρουσιάζεις μέσα στην ιστορία.
(ΣημείωσηΣημείωση για τα Περί Γραφής Αν είσαι φυσιολογικός αναγνώστης δε χρειάζεται να διαβάσεις αυτό το κομμάτι. Αν είσαι από εκείνους που θα σκεφτούν «Και ποιος νομίζει ότι είναι αυτός που θα μιλήσει για τη συγγραφή;», ή «Πολύ σπουδαίος δεν την έχει δει για να μας λέει πώς θα γράφουμε;», ή κάτι παρόμοια κολακευτικό για το άτομό μου, τότε είσαι το Πράσινο Ανθρωπάκι, και μπορείς να συνεχίσεις να διαβάζεις. Αγαπητό Πράσινο Ανθρωπάκι, Στα Περί Γραφής μιλάω για ορισμένες από τις συγγραφικές μου εμπειρίες, και δίνω κάποιες συμβουλές ή κατευθυντήριες γραμμές για νέους (όχι, απαραιτήτως, ηλικιακά) συγγραφείς. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: εμπειρίες, σκέψεις, συμπεράσματα. Το διαβάζεις, κι αν πιστεύεις ότι σου λέει κάτι ενδιαφέρον, έχει καλώς· αν πιστεύεις ότι δε σ'ενδιαφέρει, ή αν διαφωνείς κάθετα, το αγνοείς. Τουλάχιστον, αυτό κάνω εγώ όταν διαβάζω παρόμοια άρθρα: αν θεωρώ ότι λέει κάτι ενδιαφέρον, το διαβάζω με ευχαρίστηση· αν θεωρώ ότι δεν με ενδιαφέρει, το αγνοώ. Να το έχεις αυτό υπόψη σου όταν διαβάζεις τα Περί Γραφής. Δεν είναι δεσμευτικά, ούτε κανένας νόμος· είναι, απλώς, μερικές σκέψεις, γνώμες, και εμπειρίες μου. για τα Περί Γραφής.)