10/4/2019
Φανταστική Λογοτεχνία και η Εμπειρία της Ανακάλυψης
Τα πράγματα που διδάσκεσαι μέσα από τη λογοτεχνία ποτέ δεν τελειώνουν...
Γράφω φανταστική λογοτεχνία από τότε που ήμουν δώδεκα χρονών, και ακόμα μαθαίνω. Γράφοντας, ποτέ δεν σταματάς να μαθαίνεις. Και δεν μιλάω μόνο για τα πράγματα σχετικά με την τέχνη της ίδιας της γραφής. Ναι, σίγουρα μαθαίνεις σύνταξη, ορθογραφία· μαθαίνεις πώς να δομείς μια πλοκή, μαθαίνεις πώς να φτιάχνεις μυθιστορηματικούς χαρακτήρες· μαθαίνεις πώς να δαχτυλογραφείς· μαθαίνεις διάφορα λογοτεχνικά κόλπα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις μέσα στο κείμενο. Όλα αυτά, όμως, είναι αναμενόμενα· είναι μέρος της διαδικασίας της λογοτεχνίας. Τα μαθαίνεις όπως κάθε άλλος τεχνίτης μαθαίνει την τέχνη του και γίνεται ολοένα και καλύτερος σ’αυτήν.
Εδώ αναφέρομαι στα άλλα πράγματα που μαθαίνεις μέσα από τη λογοτεχνία, τα οποία είναι ατελείωτα. Τα σχετικά με τη διαδικασία, αν και είναι κι αυτά πάρα πολλά, δεν είναι ατελείωτα ακριβώς. Από ένα σημείο και μετά αρχίζεις να έχεις ολοένα και λιγότερα να μάθεις για το πώς να γράφεις. Στην αρχή είναι που ανά πέντε ημέρες κάνεις και μια «τρομερή ανακάλυψη». Μετά δεν έχει πια τρομερές ανακαλύψεις· έχει συνειδητή χρήση των προηγούμενων θησαυρών που έχεις ανακαλύψει.
Τα άλλα πράγματα, όμως, που μαθαίνεις μέσα από τη συγγραφή δεν τελειώνουν τόσο γρήγορα, γιατί είναι πολύ περισσότερα. Είναι... Βασικά, είναι ολόκληρο το σύμπαν. Κι αυτό ισχύει είτε γράφεις φανταστική λογοτεχνία είτε όχι. Αν και νομίζω πως η φανταστική λογοτεχνία, αναπόφευκτα, σε ωθεί σε ολοένα και περισσότερες εξερευνήσεις και ανακαλύψεις, από τη φύση της και μόνο, αν δεν δέχεσαι να εμμένεις σε στερεότυπα.
Τότε που έγραφα τη σειρά Άρμπεναρκ: Η Επιστροφή των Θεών ήμουν ακόμα αρκετά μικρός (την ξεκίνησα στα 17, την τελείωσα στα 20) και ήταν πολλά που δεν ήξερα, που δεν είχα ψάξει, που δεν είχα ποτέ διανοηθεί να ψάξω. Αλλά, μέσα από τη συγγραφή αυτής της σειράς, αναγκάστηκα να τα ψάξω. Αν και η Επιστροφή των Θεών δεν ξεκινά ως πολεμική ιστορία, από ένα σημείο και μετά, ο πόλεμος γίνεται αρκετά βασική θεματολογία. Ο χάρτης γεμίζει στρατούς. Έπρεπε, επομένως, να μάθω διάφορα πράγματα για τους αρχαίους στρατούς, όπως αυτούς των Ρωμαίων και παρόμοιων λαών. Έπρεπε να δω πόσο μπορεί ένας μεγάλος στρατός να κινηθεί μέσα σε μία ημέρα (και είναι αξιοσημείωτα μικρή απόσταση: μόλις 20 χιλιόμετρα, συνήθως), πώς στήνει τον καταυλισμό του, πώς διοικείται, πώς ανεφοδιάζεται. Επειδή, βέβαια, το δικό μου σκηνικό ήταν φανταστικό, δεν χρησιμοποίησα όλες αυτές τις πληροφορίες ακριβώς όπως τις βρήκα· τις τροποποίησα έτσι ώστε να ταιριάζουν στον Άρμπεναρκ. Αλλά, μέσα από τη διαδικασία, έμαθα πράγματα που παλιότερα δεν ήξερα.
Το ίδιο και για διάφορα πολιτικά θέματα αρχαϊκών κόσμων. Πολλοί μπορεί να λένε για αρχαία βασίλεια και βασιλιάδες και άρχοντες και παλάτια, αλλά να μην ξέρουν τι ακριβώς είναι αυτά. Παλιότερα, ένας γνωστός μου (μικρής ηλικίας κι εκείνος, ομολογουμένως) μου είχε αναφέρει το παλάτι σαν να εννοούσε το βασίλειο. Και του είπα: «Δεν είναι το ίδιο πράγμα.» Και με ρώτησε: «Γιατί, τι διαφορά έχουν;» Δεν ήξερε ότι το παλάτι είναι ένα οικοδόμημα απλώς, ενώ το βασίλειο είναι μια ολόκληρη χώρα. Νόμιζε ότι ήταν το ίδιο πράγμα! Και δεν το λέω αυτό ως κατάκριση. Οι περισσότεροι δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι ορισμένα πράγματα αν δεν έχουμε ασχοληθεί μαζί τους. Ακούμε κάτι, διαμορφώνουμε μια γενική εντύπωση, κι αυτό ήταν. Επομένως, το παλάτι γίνεται βασίλειο, και το βασίλειο παλάτι...
Γράφοντας την Επιστροφή των Θεών αναγκάστηκα να ψάξω να βρω διάφορα για την οργάνωση των ευγενών ενός αρχαϊκού κόσμου, για τις προσφωνήσεις των ευγενών αναλόγως τον τίτλο τους, για τις διοικητικές υποδιαιρέσεις χωρών, για τις ίντριγκες που μπορούν να δημιουργηθούν σε τέτοιο σκηνικό, και παρόμοια θέματα. Δεν θα τα ήξερα αυτά αν δεν έγραφα φανταστική λογοτεχνία. Δεν θα είχα ποτέ διανοηθεί να τα αναζητήσω. Μπορεί κι εγώ να νόμιζα ότι παλάτι ίσον βασίλειο, και βασίλειο ίσον παλάτι.
Και θα μου πεις, τώρα: Μα είναι τόσο σημαντικό σήμερα να ξέρεις τέτοια πράγματα; Σε τι σε βοηθάνε στον σύγχρονο κόσμο; Σε τι σε βοηθάνε να καλυτερεύσεις τη ζωή σου;
Τα συγκεκριμένα πράγματα, σε τίποτα βασικά (εκτός αν είσαι συγγραφέας και τα χρειάζεσαι για το βιβλίο σου)· αλλά δεν παύουν να είναι κάποιες γνώσεις που αν δεν έγραφες λογοτεχνία δεν θα τις είχες. Και οι γνώσεις ποτέ δεν μπορεί να θεωρηθούν κάτι το άχρηστο, όσο άχρηστες κι αν φαίνονται.
Εκτός από πολεμικά και πολιτικά θέματα αρχαίων κόσμων, γράφοντας την Επιστροφή των Θεών, αναγκάστηκα να ψάξω κι άλλα πράγματα, όπως σχετικά με την πλεύση των παλιών ιστιοφόρων. Ξέρεις πόσο γρήγορα μπορεί να ταξιδέψει ένα τέτοιο σκάφος; Ξέρεις τι σημαίνει «κόμπος/κόμβος» στη ναυτική ορολογία; Ξέρεις τι σημαίνει «κουβέρτα»;
Το πλήθος των πραγμάτων που είχα ανακαλύψει στην Επιστροφή των Θεών ήταν μεγάλο, γιατί τότε, καθότι μικρός, δεν γνώριζα πολλά και συνεχώς ανακάλυπτα. Και το γεγονός ότι η Επιστροφή των Θεών είναι έξι τόμοι γεμάτες ιστορίες μέσα σε ιστορίες με ωθούσε να ψάχνω ασταμάτητα. Ήταν τρομερή εμπειρία. Γι’αυτό κιόλας αναφέρομαι στην Επιστροφή των Θεών εδώ και όχι σε μετέπειτα βιβλία που έχω γράψει τα οποία θεωρώ καλύτερα από άποψη γραφής. Στην Επιστροφή των Θεών ανακάλυψα πράγματα που σε επόμενα μυθιστορήματα τα χρησιμοποιούσα πλέον ως δεδομένα.
Αλλά ακόμα και σήμερα ανακαλύπτω· δεν έχω σταματήσει. Γι’αυτό κιόλας, εκτός των άλλων, θεωρώ τη λογοτεχνία – και τη φανταστική λογοτεχνία, ιδιαίτερα – τόσο σημαντική. Διότι σε ωθεί να αναζητήσεις θέματα για τα οποία, σε διαφορετική περίπτωση, πιθανώς να μην είχες καμία ιδέα εκτός αν ήταν η δουλειά σου ή κάποιο προσωπικό σου χόμπι. Γράφοντας λογοτεχνία, τα πάντα γίνονται δουλειά/χόμπι σου. Δεν υπάρχει τίποτα που να μη σ’ενδιαφέρει: από ιατρική μέχρι πολιτική· από αστροφυσική μέχρι μυστικισμός.
Και είναι βασικό για τους συγγραφείς να μη μένουν στάσιμοι. Αν βρεις ένα μοτίβο και διαρκώς γράφεις αυτό, από ένα σημείο και μετά θα δεις ότι αρχίζεις να μην έχεις πλέον τίποτα να μάθεις, τίποτα να ανακαλύψεις. Είναι σαν μια κασέτα που παίζει τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια, με μικρές διαφορές από κομμάτι σε κομμάτι – ή, από βιβλίο σε βιβλίο. Αυτό δεν είναι καλό, γιατί υπάρχει χαρά στην αναζήτηση και χαρά στην ανακάλυψη. Είναι μια εμπειρία. Δεν είναι μια σχολική εργασία. Δεν είναι καταναγκαστικό έργο. Γίνεσαι ερευνητής, αν και εκ του ασφαλούς. Δε χρειάζεται να πας στη ζούγκλα για να μάθεις τι αρρώστιες μπορεί να πάθει κανείς από τα τσιμπήματα των εκεί εντόμων· μπορείς να αναζητήσεις πληροφορίες γι’αυτό (κατά πρώτον – τι πιο απλό; – στο Διαδίκτυο σήμερα) και μετά να γράψεις μια ιστορία με τέτοια θεματολογία. Και είναι μια ολόκληρη εμπειρία για το μυαλό σου, πολύ καλύτερη απ’το να βλέπεις μια ταινία, πολύ καλύτερη – ναι, το πιστεύω αυτό – ακόμα κι απ’το να διαβάζεις ένα βιβλίο. (Ανέκαθεν αισθανόμουν ότι το να γράφεις είναι πολύ πιο έντονη και αληθινή εμπειρία απ’το να διαβάζεις. Νομίζεις ότι είσαι εκεί.)
Στάσου λίγο και σκέψου ποιες είναι οι πιθανότητες, μέσα στις κοινωνίες που ζούμε, να έχεις εμπειρίες πέρα από τις «προβλεπόμενες»... Ελάχιστες είναι οι πιθανότητες. Και πάλι, κάποιες εμπειρίες ίσως να μην ήθελες να τις βιώσεις στην υλική πραγματικότητα – όπως το παράδειγμα παραπάνω, με τη ζούγκλα και τα τσιμπήματα των εντόμων. Αλλά, μέσα από τη λογοτεχνία, μπορείς να έχεις όλες αυτές τις εμπειρίες· ή, τουλάχιστον, μια πολύ έντονη σκιά τους.
Επιπλέον, ακόμα κι ως γνώσεις μετράνε. Όπως ήδη είπα, οι γνώσεις ποτέ δεν μπορούν να θεωρηθούν άχρηστες.
Αλλά, για να συνεχίσεις να κάνεις αυτές τις ανακαλύψεις, πρέπει να μη δέχεσαι τη στασιμότητα. Και σήμερα νομίζω πως αυτή είναι μια μεγάλη παγίδα για πολλούς συγγραφείς, είτε εμπορικούς είτε όχι. Οι εμπορικοί συγγραφείς ωθούνται να γράφουν επαναλαμβανόμενα μοτίβα γιατί... «αφού τα κίτρινα μήλα πουλάνε, δώσε μου κίτρινα μήλα ξανά». Και οι άλλοι συγγραφείς μπορεί να ωθούνται από την κοινωνία τους να γράφουν για τα υποτιθέμενα «σοβαρά» θέματα ώστε να τους πάρουν σοβαρά. Και τα δύο σε οδηγούν στην καταστροφή σου από εξερευνητικής άποψης. Διότι αυτές οι θεματολογίες, όσο ευρείες κι αν είναι, από ένα σημείο και μετά παύουν να σε εκπλήσσουν, παύεις να έχεις κάτι ενδιαφέρον να ψάξεις, παύεις να μαθαίνεις και να έχεις την εμπειρία της ανακάλυψης.
Γι’αυτό κιόλας κάποιοι συγγραφείς γράφουν ένα βιβλίο και μετά δεν ξαναγράφουν. Ή γράφουν ένα βιβλίο κάθε δεκαετία. Επειδή, θέλοντας να είναι «σοβαροί», χρησιμοποιούν κάποιες δεδομένες θεματολογίες οι οποίες όμως είναι περιοριστικές, κι αν έχεις γράψει κάτι βασισμένο σ’αυτές, μετά αισθάνεσαι ότι δεν έχεις τίποτε άλλο να γράψεις, ότι είπες ό,τι ήταν να πεις. Έτσι, όμως, χάνεις την εμπειρία της συγγραφής... απλά και μόνο επειδή θες να γράφεις (υποτιθέμενα) «σοβαρή» λογοτεχνία. Σαν η σοβαρότητα στη λογοτεχνία να εξαρτάται από τα στερεότυπα και τα κολλήματα της κάθε κοινωνίας... αν και κανένας σοβαρός ορισμός για τη σοβαρότητα δεν έχει ποτέ υπάρξει. Το σοβαρό είναι θέμα προοπτικής και αντίληψης. Όσο πιο περιορισμένα είναι αυτά τα δύο, τόσο λιγότερα πράγματα αντιλαμβάνεται κανείς ως «σοβαρά».
Η εμπειρία της ανακάλυψης δεν είναι το μόνο σημαντικό πράγμα στη λογοτεχνία, σίγουρα. Αλλά είναι ένα από τα σημαντικά πράγματα. Η αφήγηση ιστοριών σε βάζει να αναρωτηθείς γι’αυτά που γράφεις και να ξεκινήσεις να ψάχνεις – για πολιτικά συστήματα, για τον πόλεμο, για τη γεωλογία,Κάποτε είχα αγοράσει ένα βιβλίο για τους πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους, με εικόνες, γιατί ήθελα να ξέρω τι είναι το ρουμπίνι και το σμαράγδι και ο αζουρίτης, και πώς φαίνονται. για το πώς οικοδομούνται οι πόλεις, για την ψυχολογία των ανθρώπων, για φιλοσοφικά συστήματα, για την ψυχολογία των ζώων και για την ψυχολογία φανταστικών πλασμάτων, για τη λειτουργία μηχανών, για τη λειτουργία βιολογικών οργανισμών, για τα τραύματα, για τις γιορτές, για τη μέτρηση του χρόνου, για τις λειτουργίες του νου, για τη μεταφυσική... Η λίστα δεν τελειώνει εύκολα.
Κι ακόμα κι όταν θέλεις να φτιάξεις δικά σου, φανταστικά πράγματα, πάλι πρέπει να ψάξεις για να δεις περίπου πώς θα μπορούσαν να υφίστανται μέσα σε μια δεδομένη πραγματικότητα, οσοδήποτε παράξενη. Δεν ισχύει εκείνο που ορισμένοι αρέσκονται να αναμασούν, ότι στη φανταστική λογοτεχνία γράφεις ό,τι σου κατεβαίνει στο κεφάλι χωρίς να χρειάζεται σκέψη ή έρευνα. Το αντίθετο, συνήθως, ισχύει. Η φανταστική λογοτεχνία χρειάζεται περισσότερη σκέψη και περισσότερη έρευνα, ειδικά σε όσο πιο αντισυμβατικές μορφές πηγαίνεις.
