5/11/2011
Είμαστε στην Εποχή του Τζάμπα
Και γιατί αυτό είναι καλό
Πρόλογος: Μια Μοιραία Συνάντηση στο Βιβλιοπωλείο
Πρόσφατα, ήμουν σε ένα βιβλιοπωλείο (αρκετά μεγάλο), όταν άκουσα μια ηλικιωμένη κυρία να λέει σε μία από τις πωλήτριες: «Ψάχνω να αγοράσω ένα καλό βιβλίο... Πόσο περίπου έχει ένα καλό βιβλίο;»
«Τι να σας πω;» αποκρίνεται η πωλήτρια. «Ανάλογα...»
«Θα είναι, όμως, ακριβό ένα καλό βιβλίο, έτσι;»
«Σχετικό είναι αυτό που λέτε. Μπορείτε να βρείτε ένα καλό βιβλίο που δεν είναι και τόσο ακριβό.»
Η ηλικιωμένη κυρία φαινόταν παραξενεμένη.
(Γέλιο αντηχεί από τους λαγούς στα παρασκήνια.)
Μια Εσφαλμένη Υπόθεση
Αυτή η στιχομυθία μοιάζει να έχει βγει από μυθιστόρημα, αλλά είναι πραγματική. Δείχνει μια νοοτροπία που έχουν αρκετοί άνθρωποι στην εποχή μας: πως η ποιότητα των πραγμάτων είναι ανάλογη της χρηματικής αξίας τους. Ασφαλώς δεν το πιστεύουν όλοι, αλλά είναι μια μερίδα ανθρώπων αρκετά μεγάλη, νομίζω που το πιστεύει.
Η υπόθεση αυτή, περιττό να πούμε, δεν είναι αληθής, φτάνει να σκεφτούμε με απλά λογικά κριτήρια. Το κόστος των καταναλωτικών αγαθών δεν εξαρτάται από την ποιότητα του περιεχομένου τους, αλλά από το κόστος παραγωγής τους και από τη ζήτηση της αγοράς. Ένα βιβλίο με υψηλότερη τιμή δεν είναι απαραιτήτως καλύτερο, από άποψη περιεχομένου, από ένα βιβλίο με χαμηλότερη τιμή.
Η νοοτροπία αυτή, όμως, εξακολουθεί να υφίσταται.
Πρόκειται για μια νοοτροπία που, ειδικώς σήμερα, στην εποχή του διαδικτύου, όσο ο καιρός περνάει, γίνεται ολοένα και πιο πεπαλαιωμένη. Στο διαδίκτυο μπορείς να βρεις πάρα πολλά πολύ καλά αναγνώσματα τελείως δωρεάν ή με εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Όλα τα κλασικά βιβλία1 κυκλοφορούν νομίμως δωρεάν, μέσα από δικτυακούς τόπους όπως το Project Gutenberg. Και πολλοί συγγραφείς (και άλλοι καλλιτέχνες μουσικοί, ζωγράφοι...) προσφέρουν τα έργα τους δωρεάν μέσα από τις ίδιες τις ιστοσελίδες τους.
Αυτό δεν είναι κάτι που με βρίσκει αντίθετο, όπως θα έχετε καταλάβει. Όμως η νοοτροπία που λέει ότι η ποιότητα του περιεχομένου είναι ανάλογη της χρηματικής αξίας με βρίσκει αντίθετο. Κάθετα. Είναι παράλογη, σύμφωνα με τα καπιταλιστικά δεδομένα της προσφοράς και της ζήτησης και του κόστους παραγωγής.
Και Πώς Τρώμε;
Κάπου εδώ πρέπει να τεθεί το πολύ εύλογο ερώτημα: Μα, δεν πρέπει ο συγγραφέας να πληρώνεται για το έργο του; Ακόμα κι οι συγγραφείς πρέπει κάπως να τρώνε για να συνεχίζουν να παράγουν!
Αυτό είναι ένα ερώτημα που, κυρίως, απασχολεί τους συγγραφείς του αγγλόφωνου κόσμου οι οποίοι ξέρουν ότι υπάρχει μια πιθανότητα (οσοδήποτε μικρή) να γράφουν λογοτεχνία και από αυτό να τρέφονται κιόλας. Ακόμα κι εκεί η πιθανότητα δεν είναι πολύ μεγάλη2, αλλά τουλάχιστον υφίσταται. Έξω από τον αγγλόφωνο κόσμο δεν υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Ή, είναι τόσο μικρή που ουσιαστικά είναι αμελητέα. Ξέρετε κανέναν Έλληνα συγγραφέα που να ζει μόνο από τα βιβλία που γράφει; Μονάχα κάτι φήμες έχω ακούσει για κάποιους (και εννοείται πως εσκεμμένα δεν αναφέρω ονόματα), αλλά ακόμα και γιαυτούς δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσαν να συντηρηθούν μόνο από τη συγγραφή αν δεν είχαν, για παράδειγμα, δικό τους σπίτι και έπρεπε να νοικιάζουν. Εν ολίγοις, ίσως να βγάζουν το χαρτζιλίκι τους.
Όμως. Δεν θα έπρεπε οι συγγραφείς (και οι άλλοι καλλιτέχνες) να μπορούν να ζουν από αυτό που κάνουν; Σε μια (έστω και δήθεν) πολιτισμένη κοινωνία, δεν θα έπρεπε; Νομίζω πως ναι. Μια κοινωνία που θα ήθελε να εξακολουθεί να έχει κάποιο πολιτισμό θα έπρεπε να δίνει αυτή τη δυνατότητα. Κι αν η αγορά της δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να στηρίξει τους καλλιτέχνες, τότε αυτοί θα έπρεπε να επιδοτούνται από το κράτος. (Ναι, ξέρω, είναι αστείο κάτι τέτοιο να το λέμε τούτες τις ημέρες, της λιτότητας και του τραπεζικού φασισμού. Αλλά μιλάω για το τι θα έπρεπε να γίνεται σε μια πολιτισμένη κοινωνία που δεν διοικείται από κλέφτες.)
Μέχρι στιγμής, στην Ελλάδα οι συγγραφείς, όχι μόνο δεν είχαν τη δυνατότητα να ζουν από τη συγγραφή, αλλά δεν μπορούσαν ούτε καν να εκδώσουν τα βιβλία τους! Ή, τουλάχιστον, δυσκολεύονταν. Πρέπει να πας και να πληρώσεις τον εκδότη για να τυπώσει το βιβλίο σου; Μα, το όλο θέμα τού να πας σε έναν εκδότη ξεκίνησε από το γεγονός ότι δεν μπορείς δεν έχεις τα μέσα να το εκδόσεις μόνος σου. Δεν έχεις τυπογραφική μηχανή, δεν έχεις τρόπο να κάνεις προώθηση. Κυρίως τυπογραφική μηχανή. Από εκεί άρχισε η όλη ιστορία με τους εκδότες: επειδή δεν μπορούσαν όλοι να έχουν τυπογραφικές μηχανές.
Αν, λοιπόν, πρέπει να πληρώσεις εσύ ο ίδιος τον εκδότη (ή ακόμα και να δώσεις μέρος των χρημάτων για την έκδοση), το πράγμα καταντά ανούσιο, αφού το ξέρεις ότι απλά χάνεις τα λεφτά σου. Θα δώσεις χρήματα που ποτέ δεν πρόκειται να ξαναδείς. (Αν εκδόσεις ένα βιβλίο μόνος σου, πάλι το ίδιο θα πάθεις, αλλά τουλάχιστον θα έχεις την εμπειρία τού να το έχεις κάνει εσύ.) Μια τέτοια κατάσταση ικανοποιεί μόνο τον εγωισμό σου. «Κοίτα, κοίτα! Το βιβλίο μου είναι τυπωμένο!»
Αλλά η αποστολή της λογοτεχνίας είναι πολύ πιο μεγάλη από απλά να ικανοποιεί τον εγωισμό του συγγραφέα. Η λογοτεχνία είναι σημαντική για την κοινωνία και για τον πολιτισμό. Θα θέλατε να ζείτε σε μια κοινωνία χωρίς λογοτεχνία; Εγώ, σίγουρα, όχι. (Τι είδους κοινωνία θα ήταν αυτή; Κοινωνία από ανθρώπους-ρομπότ που από τον πρώτο ώς τον τελευταίο έχουν, εδώ και αιώνες, ξεχάσει πώς είναι η δημιουργική σκέψη;)
Ο Καθένας και η Τυπογραφική Μηχανή του
Το διαδίκτυο, σήμερα, προσφέρει μια πολύ σημαντική διέξοδο για να κυκλοφορήσουν κείμενα που αλλιώς θα ήταν πολύ δύσκολο, ή ασύμφορο οικονομικά, να κυκλοφορήσουν. Αυτό δεν είναι καλό μόνο για τον συγγραφέα που θέλει να ικανοποιήσει τον εγωισμό του3, αλλά, κυρίως, για τον αναγνώστη. Στο διαδίκτυο μπορείς να διαβάσεις τόσα πράγματα. Ατελείωτα κείμενα. Παλιότερα και νεότερα. Πολλά από αυτά δωρεάν. Μπορούσες να το κάνεις αυτό πριν από το διαδίκτυο; Όχι.
Είμαστε στην αρχή της Εποχής του Τζάμπα. Και η Εποχή του Τζάμπα φαίνεται να μπορεί να είναι καλή αν φανούμε αρκετά έξυπνοι για να κάνουμε τις σωστές κινήσεις. Με την τεχνολογία και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του σήμερα ο άνθρωπος, θα μπορούσε να ζει ευτυχισμένος και ελεύθερος, χωρίς τους παλιούς περιορισμούς. Κι όμως αυτό δεν φαίνεται να μπορεί να συμβεί. Φαίνεται προβλήματα να παρουσιάζονται από το πουθενά. Αναρωτιέσαι αν κάποιους τούς προσβάλλει, ίσως, η ευτυχία και η ελευθερία, αν πηγαίνει κόντρα στην ίδια την ύπαρξή τους.
Παλιότερα, δεν είχε ο καθένας τυπογραφική μηχανή για να τυπώνει βιβλία. Σήμερα ο καθένας μπορεί να το κάνει μόνο με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και μια σύνδεση στο διαδίκτυο. Μπορείς να κατεβάσεις προγράμματα ανοιχτού λογισμικού και να φτιάξεις, άνετα και γρήγορα, το βιβλίο σου όπως θέλεις. Και μετά μπορείς να το δημοσιεύσεις και να το προωθήσεις. Μόνος σου. Είτε σκοπεύεις να το διανέμεις με χρηματικό αντίτιμο είτε δωρεάν. Αυτό είναι καθαρά δική σου επιλογή, αν και εγώ προσωπικά πιστεύω πως η γενικότερη ροπή της τεχνολογίας και του πολιτισμού σήμερα είναι προς το δωρεάν. Όχι ως απαξίωση αλλά ως απελευθέρωση.
Διότι, αγαπητή πελάτισσα, τα βιβλία με τις υψηλότερες τιμές δεν είναι απαραιτήτως και τα καλύτερα βιβλία. Μπορείς να βρεις ακόμα και τον Πλάτωνα δωρεάν στο Project Gutenberg και αλλού και νομίζω ότι τα βιβλία του Πλάτωνα είναι λιγάκι καλά...
Η Εποχή του Τζάμπα έχει τραντάξει αυτό τον κόσμο. Όπως ήταν αναμενόμενο. Θυμάμαι ότι, πριν από μερικά χρόνια, στο εξωτερικό όλοι μιλούσαν για το self-publishing (αυτο-έκδοση, το να βγάζεις μόνος σου τα βιβλία σου) σαν να ήταν έγκλημα. Σήμερα, ακόμα και οι πιο σκληροπυρηνικοί editors παραδέχονται ότι... σίγουρα κι αυτός είναι ένας δρόμος. Τι άλλαξε; Η δύναμη που ήταν συγκεντρωμένη σε λίγα άτομα μεταφέρθηκε σε πολλά άτομα.
Κάποια θέματα ποιότητας τίθενται, βέβαια, και είναι εύλογα. Η μεγάλη ελευθερία προϋποθέτει την αυτογνωσία, τουλάχιστον ώς ένα βαθμό, προκειμένου να μη συμβαίνουν τραγελαφικά, ή ακόμα και καταστροφικά, πράγματα. Διότι, ναι, μπορεί ο καθένας, μόλις τελειώσει ένα βιβλίο, να το βγάλει στο διαδίκτυο. Μπορεί να βγάλει το πρώτο του βιβλίο που δεν το έχει διορθώσει καθόλου. Μπορεί να δημοσιεύσει ένα εξάμβλωμα. Εκεί είναι που πρέπει να βελτιωθούμε ως κοινωνία, ως άνθρωποι, ώστε η ελευθερία που μας προσφέρει το διαδίκτυο να μην αποτελεί εμπόδιο αλλά δρόμο.
Παρότι, όμως, υφίσταται αυτό το μειονέκτημα, δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να γυρίσω πίσω. Καλύτερα να μπορείς να βρεις περισσότερα δωρεάν (ή πολύ φτηνά) πράγματα παρά λιγότερα. Μέσα από όλα αυτά, το καλό θα το ανακαλύψεις. Θα ψάξεις και θα το βρεις (αν και δεν ισχυρίζομαι πως η ίδια η αναζήτηση πολλές φορές δεν αποτελεί πρόβλημα, όταν το πλήθος των πληροφοριών είναι ατελείωτο).
Ο Έλληνας και ο Τρόμος του
Για να είμαι ειλικρινής, απορώ που σε χώρες όπως η Ελλάδα4, χώρες με χάλια εκδοτική δυναμική, οι συγγραφείς δεν χρησιμοποιούν περισσότερο το διαδίκτυο για να διανέμουν τα έργα τους. Βρισκόμαστε ακόμα τρομοκρατημένοι με τη σκέψη: Μα, θα το δώσω έτσι, δωρεάν, να μπορεί να το διαβάσει ο καθένας!;
Σοκαριστικό. Πραγματικά σοκαριστικό. Ποτέ ξανά δεν έχει γίνει. Αλίμονο· τα βιβλία δεν είναι για να τα διαβάζει ο κόσμος· είναι για να τα κρατάμε κρυμμένα και να τα διανέμουμε με το σταγονόμετρο. (Και, ασφαλώς, μιλάω ειρωνικά.)
Αν ο σκοπός σου είναι οι άλλοι να μην διαβάσουν το βιβλίο σου, τότε το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να μην το δημοσιεύσεις με κανένα μέσο: να το έχεις και να το μοιράζεις μόνο στα άτομα που θέλεις. (Και, παρεμπιπτόντως, αυτό δεν το θεωρώ καθόλου κακό ή κατακριτέο. Τα πάντα είναι θέμα επιλογής.)
Ας σκεφτούμε, για λίγο, τι συνέβαινε παλιά. Έγραφες ένα βιβλίο και κάπως το εξέδιδες. Μετά, αυτό το βιβλίο ήταν στην αγορά και κυκλοφορούσε από δω κι από κει, ελεύθερο σαν ποντίκι στον αγρό. Όταν κάποιος το έπαιρνε στα χέρια του, μπορούσε να το κρατήσει μόνο για τον εαυτό του αλλά μπορούσε επίσης και (α) να το χαρίσει σε έναν φίλο, (β) να το δανείσει σε έναν φίλο, (γ) να το βγάλει φωτοτυπίες και να το δώσει σε άλλους (είτε με χρηματικό αντίτιμο είτε χωρίς). Όλες αυτές είναι μορφές πειρατείας· απλά, είναι τόσο περιορισμένες που τις θεωρούμε «φυσικές» και δεν μας ενοχλούν. Πιστεύω πως όλοι όσοι διαβάζουμε έχουμε δώσει βιβλία σε άλλους για να τα διαβάσουν κι αυτοί βιβλία για τα οποία δεν έχουν πληρώσει. Επίσης, πολλές φορές μάς δίνουν φωτοτυπημένα βιβλία τα οποία δεν μπορούμε να βρούμε με άλλο τρόπο.
Είμαστε όλοι πειρατές, σύντροφοι. Μαύρη σημαία, άσπρο κρανίο. Αλλά δεν θεωρούμε τους εαυτούς μας πειρατές γιατί δεν το κάνουμε εκ συστήματος ή για οικονομικό όφελος. Και στα βιβλία, για να είμαστε ειλικρινείς, σπάνια η «πειρατεία» γινόταν για χρήματα. Απλά έδινες σέναν φίλο σου κάτι να διαβάσει.
Στα ηλεκτρονικά παιχνίδια ήταν που η πειρατεία γινόταν, παλιότερα, κατά κόρον για οικονομικό όφελος. Πηγαίναμε σαυτά τα στέκια όπου αντέγραφαν και πουλούσαν δισκέτες ή CD πιο φτηνά, βέβαια, απτο αν αγόραζες το πρωτότυπο παιχνίδι, αλλά ο πειρατής έβγαζε χρήματα έτσι. Αυτό ήταν ένα πολύ διαφορετικό είδος πειρατείας, νομίζω. Μεγαλύτερης κλίμακας και για οικονομικό όφελος.
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Τι έχει αλλάξει; Η κλίμακα, κυρίως. Ίσως και το οικονομικό όφελος. Σήμερα, αν ένας άνθρωπος σόλο τον κόσμο πάρει ένα τραγούδι από ένα CD και το ανεβάσει δωρεάν στο διαδίκτυο, μπορούν να το κατεβάσουν οι πάντες. Και χωρίς χρηματικό αντίτιμο.
Τι κάνουμε τώρα, λοιπόν; Προσπαθούμε να κυνηγήσουμε τους πάντες; Να διαλύσουμε το διαδίκτυο; Να σταματήσουμε την πρόοδο (από πολλές απόψεις, όχι μόνο τεχνολογική) για να διατηρήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο που δεν μας βολεύει πλέον;
Αυτά τα μέτρα θα ήταν περιοριστικά και ανόητα. Οι έξυπνες κοινωνίες προσαρμόζονται. Και μην αμφιβάλλετε καθόλου ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική εποχή τώρα. Όλες αυτές οι οικονομικές αναταραχές, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο, δεν είναι τυχαίες. Είναι οι κραυγές του παλιότερου οικονομικού μοντέλου καθώς δέχεται πλήγματα από ένα καινούργιο οικονομικό μοντέλο που προσπαθεί να αναδυθεί. Δεν ευθύνεται το διαδίκτυο μόνο γιαυτή την αλλαγή, αλλά, νομίζω, είναι κι αυτός ένας παράγοντας.
Όσοι έχετε ασχοληθεί με την οικονομική θεωρία θα γνωρίζετε το βασικό Οικονομικό Πρόβλημα: Οι πηγές είναι περιορισμένες, δεν μας φτάνουν, κι από εκεί γεννιέται η οικονομία.
Αυτή είναι μια σαχλαμάρα και μισή. Οι πηγές θα μας έφταναν, θα ήταν παραπάνω από αρκετές, αν κάποιοι δεν έπαιρναν το μεγαλύτερο μέρος τους.
Θα πρότεινα, λοιπόν, κουμουνιστική κοινωνία; Όχι, γιατί, παρότι η θεωρία της είναι καλή, στην πράξη πάλι έχουμε το φαινόμενο τού να τρώνε καλά λίγοι ενώ οι πολλοί πεθαίνουν της πείνας και ζούνε στην τυραννία.
Αναζητούμε απελευθέρωση, όχι τυραννία. Αναζητούμε εκείνο το οικονομικό μοντέλο που δίνει στον καθένα όσα χρειάζεται, χωρίς φασιστικά μέτρα, απλά και μόνο επειδή ο καθένας δεν έχει λόγο να πάρει περισσότερα από όσα χρειάζεται. Όταν έχω όσα χρειάζομαι και ζω καλά και όπως θέλω, ικανοποιημένος, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να καταχραστώ αυτά που έχει ή θέλει ο άλλος.
Κάτι τέτοιο περίπου συμβαίνει στο διαδίκτυο. Για παράδειγμα, κατεβάζεις ταινίες, βιβλία, τραγούδια, και τα λοιπά. Πόσα θα κατεβάσεις; Θα κατεβάσεις αυτά που θέλεις. Ίσως να κατεβάσεις και λίγο περισσότερα για τη συλλογή σου. Αν κατεβάσεις τα πάντα, ό,τι βρίσκεις μπροστά σου, δεν πρόκειται ούτως ή άλλως να έχεις τον χρόνο να τα διαβάσεις, δεις, ή ακούσεις. Ο χρόνος σου εδώ, στη Γη, είναι εξαρχής περιορισμένος κάτι που όλοι, συνήθως, ξεχνάμε.
Γιαυτό η Εποχή του Τζάμπα, η εποχή του διαδικτύου, είναι καλή για εμάς. Μας απελευθερώνει (όχι απόλυτα ποτέ δεν είσαι ελεύθερος απόλυτα), μας προσφέρει ανοιχτά πάρα πολλές πληροφορίες (όχι όλες ποτέ δεν έχεις όλες τις πληροφορίες που θα ήθελες), τραντάζει τα παλιά μοντέλα, και μας διδάσκει πώς να είμαστε πιο υπεύθυνοι άνθρωποι.
Αλλά ας επιστρέψουμε λίγο στο ερώτημα Να βγάζεις τα βιβλία σου δωρεάν στο διαδίκτυο ή να μην τα βγάζεις;
Πολλοί φοβούνται ότι θα τα πάρει και θα τα διαβάσει ο καθένας. Μα, ούτως ή άλλως, αν θέλεις να δημοσιεύσεις, αυτός είναι ο σκοπός σου. Ο μόνος άλλος λόγος για να δημοσιεύσεις είναι το οικονομικό όφελος. Σε χώρες όπως η Ελλάδα , όμως, δεν υπάρχει οικονομικό όφελος. Οπότε, πάνε όλοι «για τη δόξα». Αλλά και η δόξα είναι κοροϊδία· μόνο τον εγωισμό σου ικανοποιεί, ενώ σπάνια έρχεται όσο είσαι ακόμα ζωντανός. Επιπλέον, όταν αυτός είναι ο βασικός σκοπός σου, καλύτερα να μη γράφεις· καλύτερα να πας να κάνεις κάτι άλλο. Καμια πρωινή εκπομπή, ίσως. Στους συγγραφείς αρέσει, κυρίως, να γράφουν. Γιαυτό είναι συγγραφείς.
Όταν δεν υπάρχει οικονομικό όφελος, η παραδοσιακή έκδοση βιβλίων αρχίζει να χάνει το νόημά της. Καταντά κάτι το παθολογικό, που βασίζεται μόνο σε εγωισμούς, επειδή ακόμα πιστεύουμε στο ψεύτικο κύρος που, δήθεν, σου προσφέρει μια «κανονική», έντυπη έκδοση σε σχέση με μια ηλεκτρονική έκδοση. Αλλά αυτό είναι ψευδές, φυσικά. Είναι κοινωνικό φαινόμενο· δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική λογοτεχνική αξία των βιβλίων.
Κάπου μέσα στους αιώνες μπλέξαμε το οικονομικό όφελος με τη λογοτεχνική αξία και με το κύρος.
Πίσω στην Εποχή των Δράκων και, Πάλι, Επιστροφή στο Παρόν
Παλιά, σεκείνα τα χρόνια όπου δράκοι κυκλοφορούσαν επάνω στη Γη, τα κείμενα γράφονταν με το χέρι. Όταν ήθελες ένα αντίτυπο, κάποιο θύμα έπρεπε να καθίσει και να ξαναγράψει το βιβλίο από την αρχή. Αλίμονο, ούτε καρμπόν δεν υπήρχε. Και εννοείται πως τα βιβλία είχαν καθαρά πνευματική αξία, όχι οικονομική, παρά μόνο ως σπάνια αντικείμενα ίσως.
Αργότερα, σεκείνα τα χρόνια που οι δράκοι είχαν σχεδόν εξαφανιστεί στις άκρες της Γης, ανακαλύφθηκε το τυπογραφείο κι άρχισαν όλοι να τυπώνουν σαν παλαβοί. Καθώς ο καιρός περνούσε (και οι δράκοι είχαν εξαφανιστεί τελείως) κάποιοι διαπίστωσαν ότι η πώληση των βιβλίων, που τυπώνονταν σε μεγάλες ποσότητες, μπορούσε να αποφέρει σοβαρό οικονομικό όφελος. Κι έτσι τα βιβλία έγιναν εμπόρευμα.
Κι έτσι, με τα χρόνια, μπλέξαμε τις ιδέες και τις αντιλήψεις μας.
Σήμερα, έχω την εντύπωση πως προσπαθούμε να τις ξεμπλέξουμε. Να διακρίνουμε ότι, κοίτα, κάτι δεν πάει καλά, μπορείς να βρεις καταπληκτικά πράγματα που δεν είναι εμπορεύματα! Πώς είναι δυνατόν;
Η τεχνολογία άλλαξε και πάλι. Προχωρήσαμε από το τυπογραφείο στους υπολογιστές. Και, όπως όταν ανακαλύφθηκε το τυπογραφείο, το οικονομικό μοντέλο άλλαξε, έτσι και τώρα τείνει να αλλάξει. Στο εξωτερικό, πάρα πολλά περιοδικά και εφημερίδες έπαψαν να τυπώνονται, και οι εκδότες τους δημοσιεύουν υλικό πλέον μόνο μέσω διαδικτύου. Γιατί; Μα, επειδή τους βολεύει καλύτερα έτσι. Επειδή δεν έβγαζαν τα λεφτά τους τώρα όπως παλιά. Η αγορά τούς έσπρωχνε. Το γεγονός ότι εδώ, στην Ελλάδα, ακόμα κυκλοφορούν τόσα περιοδικά και εφημερίδες οφείλεται στο ότι πολλά από αυτά ήταν, ούτως ή άλλως, μέσα. Δηλαδή, δεν είχαν κέρδος. Συντηρούνταν επειδή τα κρατούσαν σε κυκλοφορία άνθρωποι που βγάζουν χρήματα από αλλού. Ο σκοπός τους δεν ήταν ποτέ μια υγιής οικονομική κίνηση.
Το ίδιο συμβαίνει με πολλούς εκδοτικούς οίκους. Ελάχιστοι θα το παραδεχτούν, βέβαια, αλλά η αγορά του βιβλίου είναι πολύ χάλια.
Σε μια τέτοια κατάσταση, η Εποχή του Τζάμπα που έχει δημιουργήσει το διαδίκτυο θα πλήξει τα συμφέροντα κάποιων, σίγουρα, αλλά συγχρόνως θα δημιουργήσει, και έχει ήδη δημιουργήσει, πάρα πολλούς δρόμους κυκλοφορίας για τη λογοτεχνία και για κάθε άλλη μορφή τέχνης.
Δεν χρειάζεται να υπάρχει φόβος προς το διαδίκτυο αν είσαι απλά ένας δημιουργός. Τα βιβλία σου ήδη βρίσκονταν σε κίνδυνο (ό,τι κι αν ήταν αυτός ο κίνδυνος) όσο κυκλοφορούσαν στην αγορά ή οπουδήποτε (ακόμα και μέσα σένα πανεπιστήμιο). Το μόνο που κάνει το διαδίκτυο είναι να διευρύνει την κυκλοφορία.
Ναι, αναμφίβολα, υπάρχουν και οι κακόβουλοι στο διαδίκτυο που μπορεί να πουν το ένα, να κάνουν το άλλο, να κοροϊδέψουν, να βρίσουν. Αλλά αυτοί υπήρχαν έτσι κι αλλιώς· δεν τους γέννησε το διαδίκτυο. Πρόκειται για πρόβλημα κοινωνικό. Φταίει το γεγονός ότι ως κοινωνία υστερούμε και δεν μιλάω μόνο για τους Έλληνες. Είναι κάτι που πρέπει να βελτιώσουμε. Αλλά ο τρόπος δεν είναι γυρίζοντας την πλάτη μας στην εποχή της ελεύθερης διακίνησης.
* * *
1 Αυτά που έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα τους ώστε πλέον να μην έχουν copyright. [επιστροφή]
2 Πάντα οι συγγραφείς πεινάνε, δυστυχώς, ακόμα και σε δήθεν πολιτισμένες κοινωνίες σαν τις δικές μας. [επιστροφή]
3 Και, πραγματικά, αυτός είναι ο χειρότερος λόγος για να δημοσιεύσεις ένα κείμενο με οποιοδήποτε μέσο. [επιστροφή]
4 Και στις περισσότερες χώρες του κόσμου, επίσης. Κακώς νομίζουμε ότι η Ελλάδα είναι ο απόπατος του πλανήτη Γη· παρόμοια χάλια μεμάς έχουν και οι περισσότεροι άλλοι λαοί. (Και όλοι βρίζουν τον εαυτό τους.) [επιστροφή]
