Επεισόδιο 10 Δύο γυναίκες μπαίνουν στο Λημέρι κατευθυνόμενες προς τις περιοχές που ελέγχονται από τους Ακανόνιστους. Καβαλάνε κι οι δύο ένα δίκυκλο, η Καλλιστώ καθισμένη μπροστά (αφού το δίκυκλο είναι δικό της) και η Μαρλιέσσα καθισμένη πίσω, με το πιστόλι της και το κοντό σπαθί της να κρέμονται από τη ζώνη της παρότι τώρα δεν είναι ντυμένη με τη στολή της χωροφύλακα: δεν είναι εν ώρα υπηρεσίας. Έξι μέρες έχουν περάσει από τότε που συζήτησαν στο διαμέρισμα της δημοσιογράφου για την επίσκεψη στο Στόμα του Χάους, και σήμερα πραγματοποιούν το σχέδιό τους. Έχουν ειδοποιήσει και τη Θεώνη, η οποία πετά πάνω από τα οικοδομήματα του Λημεριού, καβαλώντας τον Αδιάσειστο και παρακολουθώντας τις δύο φίλες της στο δίκυκλο. Η Μαρλιέσσα φορά κάπα με την κουκούλα σηκωμένη, για να κρύβει το πρόσωπό της. Την ξέρουν σε τούτα τα μέρη, και πολλοί θα ήθελαν το κακό της· καλύτερα να μην τη δουν. Η Καλλιστώ δεν κρύβει το δικό της πρόσωπο· είναι ντυμένη με μια σκούρα μπλε καπαρντίνα, μαύρο ταγέρ – σακάκι και φαρδύ παντελόνι – και μπότες. Κάτω από την καπαρντίνα είναι κρυμμένα ένα μικρό πιστόλι κι ένα στιλέτο. Μέσα σε μια εξωτερική τσέπη της καπαρντίνας βρίσκεται μια φωτογραφική μηχανή· μέσα σε μια άλλη εξωτερική τσέπη είναι ένας ηχοσυλλέκτης, μια συσκευή ηχητικής καταγραφής· μέσα σε μια εσωτερική τσέπη βρίσκονται ένα σημειωματάριο κι ένας στιλογράφος. Η Καλλιστώ φορά ένα ζευγάρι σκούρα καφετιά γυαλιά που αντανακλούν το πρωινό ηλιακό φως. Όταν βλέπει αρκετούς από τους Ακανόνιστους να είναι συγκεντρωμένοι στους δρόμους και στις γωνίες γύρω της, παρατηρώντας την, σταματά το δίκυκλό της και βάζει το ένα της πόδι στο οδόστρωμα. «Ποιος από εσάς κάνει κουμάντο εδώ;» ρωτά. (Η Θεώνη βάζει τον γρύπα της να γαντζωθεί στην άκρη της οροφής μιας πολυκατοικίας και ατενίζει από ψηλά.) Οι Ακανόνιστοι δεν απαντούν αμέσως. Αλληλοκοιτάζονται, ψιθυρίζουν αναμεταξύ τους. Μετά, ένας απ’αυτούς ξεχωρίζει κάνοντας μερικά βήματα μπροστά. Ψιλόλιγνος, δέρμα κατάλευκο, ξυρισμένο κεφάλι, μακριά ουλή στο αριστερό μάγουλο. Ένας χαλκάς είναι περασμένος στη μύτη του, και το αριστερό του αφτί λείπει. «Εγώ,» λέει. Η Μαρλιέσσα ψιθυρίζει στην Καλλιστώ: «Με ξέρει αυτός. Ήταν στο κατάστημα που σου έλεγα.» Και συνεχίζει να κρατά την όψη της κρυμμένη στη σκιά της κουκούλας της. Η Καλλιστώ λέει στον άντρα: «Θέλω να μιλήσω στο Στόμα του Χάους. Είμαι δημοσιογράφος.» «Το Στόμα δεν μιλά με την καθεμιά που περνά από δω,» αποκρίνεται ο ψιλόλιγνος άντρας με το ένα αφτί, και διάφοροι άλλοι μουρμουρίζουν αναμεταξύ τους ή ετοιμάζουν όπλα. «Θέλω να του πάρω συνέντευξη,» λέει η Καλλιστώ. «Πολλά έχουν συμβεί, και νομίζω πολλοί είναι εκείνοι που σας έχουν παρεξηγήσει παρότι προσπαθείτε να βοηθήσετε την κατάσταση. Έχετε δώσει στέγη σε αρκετούς άστεγους, δεν είναι αλήθεια; Και δεν είναι αλήθεια, επίσης, ότι ταΐζετε ανθρώπους που αλλιώς δεν θα είχαν να φάνε;» «Ναι, αυτά είν’ αλήθεια,» παραδέχεται ο αρχηγός. «Οι Ακανόνιστοι είν’ ο νόμος στο Λημέρι!» φωνάζει κάποιος άλλος· και μια άλλη: «Προστατεύουμε όσους μάς χρειάζονται – κανείς εκτός από μας δεν το κάνει.» «Σιωπή!» τους λέει ο αρχηγός με το ένα αφτί. Και στρέφεται πάλι στην Καλλιστώ. «Και λοιπόν;» «Θέλω να πάρω μια συνέντευξη από το Στόμα του Χάους, που είναι το αφεντικό σας απ’ό,τι ξέρω, ώστε να μου πει τι ακριβώς συμβαίνει. Και η συζήτησή μας θα εμφανιστεί στα Νέα της Θακέρκοβ· θα μάθουν όλοι ποιοι πραγματικά είστε. Ίσως να πάψετε, μάλιστα, να έχετε συγκρούσεις με τη Χωροφυλακή.» Η Καλλιστώ βγάζει τη δημοσιογραφική της ταυτότητα από το σακάκι του ταγέρ της. «Σε περίπτωση που δεν με πιστεύετε. Καλλιστώ Μερκάθη λέγομαι.» «Για έλα μαζί μου, από δω,» της λέει ο άντρας με το ένα αφτί, κάνοντάς της νόημα και ξεκινώντας να βαδίζει. Η Καλλιστώ οδηγεί το δίκυκλό της πίσω του, αργά. Και διάφοροι Ακανόνιστοι τη συνοδεύουν, παντού γύρω της, αρκετοί από τους οποίους με όπλα έτοιμα στα χέρια. Η Μαρλιέσσα είναι τσιτωμένη πίσω από τη δημοσιογράφο, παρότι κανένας δεν της δίνει πολύ σημασία. Τα δικά της όπλα είναι κρυμμένα κάτω από την κάπα της, αλλά το ένα της χέρι είναι στη λαβή του πιστολιού της. Οι Ακανόνιστοι αρχίζουν να τραγουδούν γύρω από τις γυναίκες με το δίκυκλο, καθώς τις οδηγούν μέσα από σοκάκια γεμάτα τοιχογραφίες. Τα τραγούδια είναι δικά τους, προσωπικά, όχι γνωστά στη Σεργήλη ή ακόμα και στη Θακέρκοβ. Οι ακανόνιστοι λεβέντες Ακανόνιστα γελάμε Ακανόνιστοι εμείς Οι τοιχογραφίες είναι λιγότερο και περισσότερο καλλιτεχνικές: ένα όμορφο λιβάδι πάνω από το οποίο πετάνε πεταλούδες· ένας γρύπας που ξεπροβάλλει μέσα από ένα τρένο σαν να είναι προέκταση του τρένου· λέξεις, φράσεις, και ονόματα: ΜΕλαΝΙΟΣ ΠΗΔΑ / ΤΡΕΧΑ ΚΕΡΟΣ ΓΙΑ επΑΝΑΣΤΑΣΗ μεγας ΠΟΝΤΙΚΣ <ο τρανοΣ> Κάποιοι κοιτάζουν από πόρτες, παράθυρα, μπαλκόνια. Ο αρχηγός με το ένα αφτί κάνει νόημα σε ορισμένους ότι δεν τρέχει τίποτα. «Όλα καλά, μάστορα!» φωνάζει σ’έναν χοντρό, μουστακαλή τύπο που κάθεται αραχτός σε χαμηλό μπαλκόνι πάνω από την πόρτα ενός πορνείου, πίνοντας πορτοκαλάδα με καλαμάκι. «Ωραία η φίλη σου, Σκαθάριε!» λέει στον κουτσάφτη μια γυναίκα που πουλά λαχανικά σε μια γωνία. «Την πας βόλτα;» Προφανώς αναφερόμενη στην Καλλιστώ. Ο αρχηγός με το ένα αφτί – που φαίνεται να λέγεται Σκαθάριος, για κάποιο λόγο – δεν απαντά. Ένας άντρας, που κάθεται σ’ένα πεζούλι και καπνίζει, φωνάζει στη δημοσιογράφο: «Ε, δικιά μου! Πόσο τα τσίμπησες αυτά τα γυαλιά; Ε! πού πας δικιά μου; Πόσο τα τσίμπησες; λέω.» Ο Σκαθάριος οδηγεί τελικά την Καλλιστώ και τη Μαρλιέσσα μπροστά σ’ένα μεγάλο φρεσκοσοβαντισμένο οικοδόμημα με διπλή, ξύλινη είσοδο. Στρέφεται στη δημοσιογράφο. «Το λοιπόν. Εδώ είμαστε. Πάω μέσα να ρωτήσω το Στόμα, κι άμα γουστάρει θα τα πείτε. Άμα δε γουστάρει όμως, φεύγεις, κι όχι άλλη κουβέντα. Καλώς;» «Εντάξει,» αποκρίνεται η Καλλιστώ, «αλλά να του πεις ό,τι σου είπα για τη συνέντευξη.» «Θα του τα πω.» «Είναι καλό να μάθει ο κόσμος τι ακριβώς κάνουν οι Ακανόνιστοι, αντί να νομίζει λάθος πράγματα.» «Ναι, ’ντάξει.» Ο Σκαθάριος ανοίγει το ένα φύλλο της εισόδου και μπαίνει στο οικοδόμημα κλείνοντας πίσω του. Μετά από λίγο, κάποιος απ’αυτούς που εξακολουθούν να είναι γύρω από το δίκυκλο λέει στη Μαρλιέσσα: «Εσύ γιατί δε βγάζεις την κουκούλα σου; Φοβάσαι μη σε πιάσει ο ήλιος;» Μερικοί γελάνε, άλλοι μουγκρίζουν. Η Μαρλιέσσα τον αγνοεί. «Φίλη μου είναι,» του αποκρίνεται η Καλλιστώ. «Με συνοδεύει.» «Το βλέπουμ’ αυτό.» «Να βγάλει την κουκούλα της, τότε!» λέει μια Ακανόνιστη. «Να δούμε τη φάτσα της!» προσθέτει ένας άλλος. Η Καλλιστώ κοιτάζει τη Μαρλιέσσα πάνω από τον ώμο της. Το βλέμμα της μοιάζει να λέει: Εσύ αποφασίζεις. Η Μαρλιέσσα κατεβάζει την κουκούλα, απότομα. Για λίγο κανένας δεν μιλά, σαν κανένας να μην την αναγνωρίζει χωρίς τη στολή της. Μετά, μια γυναίκα φωνάζει: «Η χωροφύλακας! Η γαμημένη χωροφύλακας, η κόρη της Λόρκης!» Έχει δέρμα λευκό και κοντά, κόκκινα μαλλιά. Κι έχει ξαναδεί τη Μαρλιέσσα. Η Μαρλιέσσα τη γρονθοκόπησε στη μύτη όταν βρίσκονταν σ’εκείνο το παντοπωλείο. «Δεν είμαι εδώ για να συλλάβω κανέναν,» τους λέει τώρα, διατηρώντας την ψυχραιμία της· «μόνο για να δω ότι τίποτα άσχημο δεν θα συμβεί στη δημοσιογράφο.» «Θα πεθάνεις, να πούμε, τώρα!» γρυλίζει η κοκκινομάλλα και τραβά ένα στιλέτο από το μπούστο της. Το χέρι της Μαρλιέσσας πάει στο μανίκι του κοντού σπαθιού κάτω από την κάπα της, αλλά προτού η κοκκινομάλλα προλάβει να πλησιάσει τη χωροφύλακα ένας άλλος Ακανόνιστος την τραβά πίσω. «Περίμενε,» της λέει. «Ο Σκαθάριος έχει πα να ρωτήσει το Στόμα.» Όμως η κοκκινομάλλα επιμένει. «Είναι νεκρή! Θα τη σκοτώσω!» «Αρκετά, Χρυσένια!» της φωνάζει μια άλλη – μελαχρινή με μακριά μαλλιά και πορφυρό δέρμα – ζυγώνοντάς την. «Περιμένουμε τον Σκαθάριο να επιστρέψει, τώρα. Η χωροφύλακας δεν επιτέθηκε σε κανέναν, άρα όλα καλά.» Και ρίχνει μια ματιά στη Μαρλιέσσα σαν για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει κατεβεί από το δίκυκλο ζητώντας καβγά. Η Μαρλιέσσα γνέφει καταφατικά, εξακολουθώντας να κρατά τη λαβή του σπαθιού της κάτω από την κάπα της. «Τι σε νοιάζει σένα;» φωνάζει η Χρυσένια στην πορφυρόδερμη, κορακομάλλα γυναίκα. «Είναι δική μου, να πούμε!» Εκείνη τής αρπάζει, με το ένα χέρι, τον καρπό της γροθιάς που βαστά το στιλέτο, και με το άλλο χέρι πιάνει τη μπλούζα της Χρυσένιας ανάμεσα στα στήθη, σπρώχνοντάς την. «Κάνε πίσω, λέμε!» Το ένα φύλλο της διπλής πόρτας ανοίγει τότε, ξαφνικά, και ο Σκαθάριος ξεπροβάλλει. «Τι γίνεται;» ρωτά. «Τι γίνεται, γαμώ τα μαλλιά της Λόρκης, εδώ;» «Κοίτα, Σκαθάριε!» ουρλιάζει η Χρυσένια. «Η γαμιόλα η χωροφύλακας! Και είναι δική μου, να πούμε! Και δε μ’αφήνουν–!» Ένας Ακανόνιστος τής κλείνει το στόμα με το χέρι του, ενώ η πορφυρόδερμη γυναίκα τής παίρνει το στιλέτο. Η Χρυσένια σκούζει και κλοτσά, αλλά δεν μπορεί να τους ξεφύγει. Τα μάτια του Σκαθάριου έχουν στραφεί τώρα στη Μαρλιέσσα. «Εσύ, λοιπόν…» Και, μετά, κοιτάζει τη δημοσιογράφο. «Μου είπες ψέματα.» «Δε σου είπα ψέματα,» αποκρίνεται η Καλλιστώ, ψύχραιμα, βγάζοντας τα καφετιά γυαλιά της. «Η Μαρλιέσσα είναι εδώ απλά για την προστασία μου.» Αναστενάζει. «Επέμενε – αν και εγώ δεν πιστεύω πραγματικά ότι κινδυνεύω από εσάς. Δε φορά τη στολή της, όμως, όπως θα βλέπεις. Δεν έρχεται ως χωροφύλακας, μονάχα ως γνωστή μου. Δεν πρόκειται να προκαλέσει κανένα πρόβλημα, αν δεν το προκαλέσετε εσείς. Εκείνο που θέλω είναι μόνο να μιλήσω με το Στόμα του Χάους. Σου έδωσε απάντηση;» Ο Σκαθάριος τις ατενίζει και τις δύο σιωπηλός για λίγο. Ύστερα λέει: «Το Στόμα θα σου μιλήσει, δημοσιογράφε.» * Το εσωτερικό του οικοδομήματος είναι καθαρό και περιποιημένο. Το ξύλινο πάτωμα γυαλίζει και τρίζει κάτω από τα πόδια της Καλλιστώς και της Μαρλιέσσας καθώς ακολουθούν τον Σκαθάριο. Αγάλματα υπάρχουν σε ορισμένα σημεία, πίνακες σε κάποιους τοίχους. Και φρουροί στέκονται από δω κι από κει: οπλισμένοι άντρες και γυναίκες – όλοι και όλες ντυμένοι ακανόνιστα, φυσικά. Η δημοσιογράφος και η χωροφύλακας μπαίνουν σε μια μεγάλη αίθουσα όπου ένας άντρας είναι καθισμένος σ’ένα ξύλινο σκαμνί, όχι πολύ μακριά από ένα κοντό, λαξευτό τραπέζι. Από κάτω του απλώνεται ένα χαλί που δεν φτάνει ώς τα άκρα της αίθουσας. Οι τοίχοι είναι γεμάτοι τοιχογραφίες μεγάλης καλλιτεχνικής ικανότητας και τελείως σουρεαλιστικές, απεικονίζοντας πράγματα και καταστάσεις που μονάχα στη φαντασία μπορούν να υπάρξουν – σίγουρα, πάντως, όχι στην υλική πραγματικότητα της Σεργήλης. Ο άντρας στο σκαμνί έχει δέρμα χρυσό και μακριά μαύρη γενειάδα. Το δεξί του μάτι, αν υπάρχει, είναι κρυμμένο πίσω από μια κεντητή καλύπτρα. Το κεφάλι του είναι ξυρισμένο, κι επάνω του υπάρχει μια περίπλοκη δερματοστιξία. Ο άντρας φορά μακριά γκρίζα καπαρντίνα γεμάτη κεντήματα που θυμίζουν τις παράξενες τοιχογραφίες. Έτσι όπως είναι καθισμένος, δεν μοιάζει και τόσο σπουδαίος, απλά περίεργος. Στην περιφέρεια της αίθουσας, φρουροί στέκονται. «Η δημοσιογράφος…» λέει ο άντρας, παρατηρώντας έντονα την Καλλιστώ με το μοναδικό του μάτι. «Κι εσείς είστε το Στόμα του Χάους, υποθέτω…» «Δεν μιλάς στον πληθυντικό στο Στόμα του Χάους,» λέει ο άντρας καθώς σηκώνεται από το σκαμνί. Δεν είναι κοντός, σίγουρα, αλλά ούτε και πολύ ψηλός είναι. Κάτω από τη γκρίζα καπαρντίνα του φορά ένα πράσινο παντελόνι και μια γκρίζα μπλούζα. Τα πόδια του είναι γυμνά. «Μου είπαν ότι θέλεις να συζητήσουμε.» «Θέλω να σας– να σου πάρω μια συνέντευξη,» λέει η Καλλιστώ. «Δουλεύω για τα Νέα της Θακέρκοβ. Η συζήτησή μας θα παρουσιαστεί στην εφημερίδα, και ο κόσμος θα μπορέσει να μάθει για εσάς – για τους Ακανόνιστους – ώστε να πάψουν οι παρεξηγήσεις.» Το Στόμα του Χάους στρέφει το βλέμμα του στη Μαρλιέσσα. «Κι εσύ είσαι η χωροφύλακας…» μουρμουρίζει σαν να μονολογεί. Η Μαρλιέσσα κάνει ένα βήμα πίσω. «Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί…» Ο Σκαθάριος λέει απότομα: «Μιλάς με το Στόμα του Χάους, κρανομούτσουνη!» Η Μαρλιέσσα αγριοκοιτάζει τον Σκαθάριο. Το Στόμα του Χάους λέει: «Η γυναίκα δεν με γνωρίζει, Σκαθάριε…» «Πώς με ξέρεις;» τον ρωτά η Μαρλιέσσα. Το Στόμα του Χάους δείχνει την καλύπτρα του. «Σε έχω δει μέσα από τα όνειρα των δαιμόνων της Λόρκης.» Η Μαρλιέσσα δεν αποκρίνεται, μοιάζοντας νευρική, αμήχανη, καθώς τον ατενίζει. Το Στόμα κοιτάζει πάλι την Καλλιστώ. «Θέλεις, λοιπόν, να μιλήσουμε, δημοσιογράφε;» «Ναι, αν έχεις τον χρόνο.» «Χρόνος υπάρχει. Ας μιλήσουμε.» Το Στόμα του Χάους κάθεται πάλι στο σκαμνί του· κανένας, όμως, δεν προσφέρει θέσεις στη δημοσιογράφο και στη χωροφύλακα. Μένουν όρθιες αντίκρυ του. «Θα σου κάνω κάποιες ερωτήσεις…» λέει η Καλλιστώ, μοιάζοντας κι εκείνη λιγάκι αμήχανη, σαν τη Μαρλιέσσα πιο πριν. «Ξέρω τι είναι η συνέντευξη, δημοσιογράφε.» Η Καλλιστώ χαμογελά επαγγελματικά. «Ωραία.» Βγάζει από την καπαρντίνα της τον ηχοσυλλέκτη. «Αυτή η συσκευή είναι–» «Γνωρίζουμε τι είναι αυτή η συσκευή, δημοσιογράφε.» «Ωραία, τότε.» Η Καλλιστώ ενεργοποιεί τον ηχοσυλλέκτη. ΚΑΛΛΙΣΤΩ ΜΕΡΚΑΘΗ: Πες μου, λοιπόν, λίγα λόγια για τις προθέσεις των Ακανόνιστων. Τι σκοπούς έχετε; ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ ΧΑΟΥΣ: Να ζήσουμε ειρηνικά και χωρίς προβλήματα. Κ.Μ.: Είναι αλήθεια ότι έχετε δώσει στέγη σε πολλούς άστεγους στο Λημέρι; Σ.τ.Χ.: Αλήθεια είναι. Κ.Μ.: Και πού ακριβώς τους στεγάζετε; Σ.τ.Χ.: Σε χτίρια που είναι εγκαταλειμμένα ύστερα από τον πόλεμο, ή σε δικά μας χτίρια. Τα περιποιούμαστε όλα, με όσες δυνατότητες έχουμε. Κ.Μ.: Πόσους έχετε στεγάσει έτσι, μέχρι στιγμής; Είναι τριψήφιος ο αριθμός; Σ.τ.Χ.: Διακόσιους-πενήντα-δύο ανθρώπους – και αρκετά παιδιά ανάμεσα σ’αυτούς. Κ.Μ.: Και μπορείτε να τους συντηρείτε; Σ.τ.Χ.: Βοηθάνε κι εκείνοι, φυσικά. Όλοι συμβάλλουμε. Κ.Μ.: Προσφέρετε και οικονομική ενίσχυση, όμως, σε ανθρώπους που δεν είναι άστεγοι αλλά τη χρειάζονται, σωστά; Σ.τ.Χ.: Ναι. Έχουμε βοηθήσει πάρα πολλούς ανθρώπους στο Λημέρι. Κ.Μ.: Πού βρίσκετε τα χρήματα; Σ.τ.Χ.: Συνεργαζόμαστε, ψάχνουμε, κάνουμε διάφορες δουλειές, πολλοί άνθρωποι μάλιστα μας κάνουν δωρεές. Κ.Μ.: Δωρεές; Άνθρωποι του Λημεριού; Σ.τ.Χ.: Κυρίως. Ναι. Κ.Μ.: Είναι αλήθεια ότι εκβιάζετε ανθρώπους για να σας δίνουν χρήματα; Σ.τ.Χ.: Ελεεινά ψέματα που διαδίδουν οι εχθροί μας, όπως οι Κουρδισμένοι και κάτι άλλα ρεμάλια, και οι χωροφύλακες που θέλουν εκείνοι να κάνουν κουμάντο στο Λημέρι για την πάρτη τους. Κ.Μ.: Δηλαδή, δεν προσφέρετε προστασία σε κάποιους καταστηματάρχες, ας πούμε; Σ.τ.Χ.: Προστασία, ναι, προσφέρουμε… Κ.Μ.: Και δεν πληρώνεστε γι’αυτή την προστασία; Σ.τ.Χ.: Μας δίνουν ό,τι μπορούν οι άνθρωποι, από το υστέρημά τους. Πολύ λιγότερα χρήματα απ’ό,τι παίρνουν κάτι… υπηρεσίες ασφαλείας και μισθοφόροι. Κ.Μ.: Η προστασία σας έχει φανεί χρήσιμη στο Λημέρι; Σ.τ.Χ.: Φυσικά. Αν δεν ήμασταν εμείς, τα πάντα θα ήταν ρημαδιό εδώ πέρα! Κ.Μ.: Η Χωροφυλακή δεν θα το είχε αποτρέψει; Σ.τ.Χ.: Τι να κάνει η Χωροφυλακή; Δε μπορεί να κάνει τίποτα, δεν έχει τη δυνατότητα· δεν είναι κοντά στον κόσμο, δεν είναι πραγματικά μέσα στους δρόμους. Εμείς κρατάμε μακριά τους κακούργους και δίνουμε στους καλούς ανθρώπους προστασία, στέγη, χρήματα, τροφή. Κανένας δεν έχει παράπονο μαζί μας. Κ.Μ.: Τι έχετε να πείτε γι’αυτούς που σας κατηγορούν ότι κάνετε ληστείες; Σ.τ.Χ.: Είναι ψεύτες και εχθροί μας. Δεν θέλουν το καλό του Λημεριού. Κ.Μ.: Δεν έχετε ποτέ ληστέψει; Ούτε καν για να βοηθήσετε ανθρώπους που έχουν ανάγκη; Σ.τ.Χ.: Δεν κάνουμε ληστείες. Έχουμε μόνο υπερασπιστεί τον εαυτό μας από εχθρούς, όταν έχει χρειαστεί. Κ.Μ.: Από άλλες συμμορίες; Σ.τ.Χ.: Ναι. Κ.Μ.: Γιατί εσύ συγκεκριμένα είσαι αρχηγός των Ακανόνιστων; Σ.τ.Χ.: Δεν είμαι αρχηγός τους· είμαι το Στόμα του Χάους. Κ.Μ.: Και τι σημαίνει αυτό; Σ.τ.Χ.: Μου μιλάνε οι δαίμονες της Λόρκης κι εγώ μεταφέρω τα λόγια τους. Κ.Μ.: Καθοδηγείς, όμως, τους Ακανόνιστους, δεν τους καθοδηγείς; Σ.τ.Χ.: Μόνο επειδή θέλουν να καθοδηγηθούν από εμένα. Κ.Μ.: Έχεις μαντικές δυνάμεις; Προβλέπεις το μέλλον; Είσαι ιερέας της Λόρκης; Σ.τ.Χ.: Δεν είμαι ιερέας! Έδωσα το ένα μου μάτι για να βλέπω καλύτερα. Κ.Μ.: Τι εννοείς; Σ.τ.Χ.: Αυτό που λέω εννοώ. Κ.Μ.: Έχεις μαντικές δυνάμεις, δηλαδή; Σ.τ.Χ.: Συναντώ τους δαίμονες της Λόρκης κι εκείνοι μού φανερώνουν πράγματα κρυφά. Τους βλέπω, με το μάτι που τους πούλησα. Το κρατάνε στα χέρια τους και με κοιτάζουν μέσα από αυτό! Κ.Μ.: Τι σκοπούς έχουν οι Ακανόνιστοι για το μέλλον του Λημεριού, Στόμα του Χάους; Σ.τ.Χ.: Στέγη για όλους τους αστέγους. Κανένας να μην πεινάει. Να μη γίνονται αιματοχυσίες. Κ.Μ.: Για τις άλλες συμμορίες του Λημεριού τι πιστεύετε; Σ.τ.Χ.: Είναι κακούργοι και δεν θέλουν το καλό της περιοχής. Κ.Μ.: Ποια συμμορία θεωρείτε πιο επικίνδυνη; Σ.τ.Χ.: Τους Σαλταδόρους. Όλοι το ξέρουν ότι είναι φονιάδες και ληστές. Έχουν επανειλημμένως εισβάλει στα σπίτια μας και στα σπίτια αθώων ανθρώπων. Κ.Μ.: Εσύ προσωπικά, ως μάντης, τι βλέπεις στο μέλλον του Λημεριού; Θα γίνουν πραγματικότητα όσα θέλετε; Σ.τ.Χ.: Δεν είμαι μάντης! Είμαι το Στόμα του Χάους. Κ.Μ.: Ναι… Τι βλέπεις, λοιπόν; Τι θα γίνει; Σ.τ.Χ.: Το δίκαιο των καλών ανθρώπων του Λημεριού θα υπερισχύσει. Κ.Μ.: Θα ήθελες να προσθέσεις κάτι προτού τελειώσουμε; Σ.τ.Χ.: Κανένας να μην πιστεύει τα ψέματα που προσπαθούν να διαδώσουν για εμάς οι εχθροί μας. Και η Χωροφυλακή είναι ανίκανη να προφυλάξει το Λημέρι, και όχι άξια εμπιστοσύνης. Ο κόσμος τη φοβάται, όμως τους Ακανόνιστους τούς αγαπά γιατί εμείς δεν καταδιώκουμε κανέναν αλλά βοηθάμε όσους μπορούμε να βοηθήσουμε. Και θέλω να κάνω μια έκκληση προς όλους να μας στείλουν χρήματα, τρόφιμα, ή ρούχα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουμε για ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Κ.Μ.: Σε ευχαριστώ πολύ, Στόμα του Χάους. Η Καλλιστώ απενεργοποιεί τον ηχοσυλλέκτη. «Αν μάθω ότι διαστρέβλωσες τα λόγια μου, δημοσιογράφε,» την προειδοποιεί το Στόμα του Χάους, με το μοναδικό του μάτι να γυαλίζει απόκοσμα, «θα γνωρίσεις το άγγιγμα όλων των δαιμόνων της Λόρκης ώς τον θάνατό σου.» * Η Καλλιστώ και η Μαρλιέσσα ανεβαίνουν στο δίκυκλο που άφησαν έξω από τη διπλή ξύλινη πόρτα, και η χωροφύλακας ψιθυρίζει στη δημοσιογράφο: «Ευτυχώς το βρήκαμε πάλι εδώ…» Η Καλλιστώ προτιμά να μείνει σιωπηλή. Αρκετοί Ακανόνιστοι είναι γύρω τους, και ο Σκαθάριος στέκεται μπροστά στη διπλή πόρτα ατενίζοντάς τες. «Αντίο,» του λέει η δημοσιογράφος φορώντας ξανά τα καφετιά γυαλιά της. Εκείνος τη χαιρετά μ’ένα κούνημα του κεφαλιού. Η Καλλιστώ ενεργοποιεί το δίκυκλο και το οδηγεί μέσα στους δρόμους της περιοχής των Ακανόνιστων. Η Μαρλιέσσα σηκώνει πάλι την κουκούλα στο κεφάλι της, ενώ έχει το χέρι της κοντά στη λαβή του πιστολιού της. «Είδες;» της λέει η Καλλιστώ. «Όλα καλά δεν πήγαν;» «Δε φύγαμε ακόμα, γλύκα.» Η δημοσιογράφος γελά. «Τι; Λες να μας επιτεθούν τώρα;» Η Μαρλιέσσα δεν μιλά. «Πάντα είσαι τσιτωμένη,» της λέει η Καλλιστώ επικριτικά. «Πάντα τσιτωμένη.» Η Μαρλιέσσα ρωτά μετά από μερικές στιγμές σιωπής: «Και τι κατάλαβες απ’ αυτά που σου είπε; Ο άνθρωπος είναι, προφανώς, τρελός!» «Ίσως. Αλλά τι με νοιάζει εμένα;» «Το αμφιβάλλεις; Έλεγε πράγματα που δεν έβγαζαν κανένα νόημα!» «Ήξερε, όμως, για εσένα χωρίς να σ’έχει δει–» «Κάποιος θα του το είπε. Μη μου πεις ότι πιστεύεις αυτές τις μαλακίες, ότι του μιλάνε δαίμονες της Λόρκης!» Βγαίνουν από τις περιοχές των Ακανόνιστων, αλλά είναι ακόμα μέσα στο Λημέρι. Η Μαρλιέσσα αναστενάζει. «Ο τύπος με είχε φρικάρει, γλύκα. Με είχε φρικάρει τελείως. Είναι φρενοβλαβής.» Η Καλλιστώ γελά. «Μη γελάς, γλύκα.» «Πού θέλεις να πάμε τώρα, Μαρλιέσσα; Σπίτι μου; Σπίτι σου; Κάπου αλλού; Για καφέ στον Παλαιοπώλη, ίσως; Τι ώρα έχεις υπηρεσία;» «Το απόγευμα. Πάμε στον Παλαιοπώλη. Σ’εκείνη την καινούργια καφετέρια κάτω από τα δέντρα.» Η Καλλιστώ στρίβει το δίκυκλο– Μια γιγάντια μεταλλική σφαίρα πετάγεται από δίπλα κι έρχεται, κυλώντας θορυβωδώς, καταπάνω της. Η Καλλιστώ δεν προλαβαίνει να την αποφύγει, το όχημά της χτυπιέται, πέφτει στο πλάι. Η Μαρλιέσσα κραυγάζει καθώς τινάζεται παραδίπλα, κουτρουβαλώντας στο οδόστρωμα, και σηκώνεται αμέσως στο ένα γόνατο. Τραβά το πιστόλι της. Η Καλλιστώ έχει παγιδευτεί: το ένα της πόδι είναι κάτω από το πεσμένο δίκυκλο. «Γαμώ τα μαλλιά της Λόρκης γαμώ! Μαρλιέσσα, βοήθησέ με!» Άνθρωποι, όμως, έρχονται καταπάνω τους, φορώντας κουκούλες με ανοίγματα μόνο για τα μάτια, ή δερμάτινες μάσκες. Στα χέρια τους κρατάνε ρόπαλα, αλυσίδες, σπαθιά. Η Μαρλιέσσα πυροβολεί έναν στο στήθος, σωριάζοντάς τον. Πυροβολεί έναν στο πόδι, σωριάζοντάς τον κι αυτόν. «Μαρλιέσσα!» ουρλιάζει η Καλλιστώ, καθώς βλέπει έναν άλλο κακοποιό να έρχεται πίσω από τη χωροφύλακα και να τη χτυπά στο κεφάλι με το ρόπαλό του. Αίματα τινάζονται πάνω στο μαυρομάλλικο κεφάλι της Μαρλιέσσας, κι εκείνη καταρρέει, το πιστόλι πέφτει από το χέρι της. Η Καλλιστώ, ακόμα παγιδευμένη κάτω από το δίκυκλο και παλεύοντας να ελευθερωθεί, βγάζει συγχρόνως το δικό της μικρό πιστόλι από την καπαρντίνα της. Ξαφνικά, όμως, βλέπει από πάνω της μια γυναίκα με δερμάτινη μάσκα και καραμπίνα στα χέρια. Και η κάννη είναι στραμμένη προς το πρόσωπο της Καλλιστώς. «Άσε το όπλο,» λέει η μασκοφόρος. Η Καλλιστώ πετά το πιστόλι παραδίπλα. «Και δίνε του,» προσθέτει η μασκοφόρος. Η Καλλιστώ την κοιτάζει αμήχανα για λίγο. «Δίνε του! Τρέχα! Τώρα.» Η Καλλιστώ παλεύει με το δίκυκλο και γρήγορα καταφέρνει να ελευθερώσει το πόδι της και να σηκωθεί όρθια. Η μασκοφόρος έχει ήδη κάνει πίσω, εξακολουθώντας να τη σημαδεύει με την καραμπίνα. «Δίνε του! Τρέχα!» Η Καλλιστώ γυρίζει να κοιτάξει πού είναι η Μαρλιέσσα, αλλά δεν τη βλέπει πουθενά. Βλέπει μόνο μασκοφόρους και κουκουλοφόρους. «ΔΙΝΕ ΤΟΥ!» φωνάζει η γυναίκα με την καραμπίνα, και η Καλλιστώ αρχίζει ν’απομακρύνεται βιαστικά, τρέμοντας, τρομαγμένη. Κουτσαίνοντας ελαφρώς από το αριστερό πόδι, που πλακώθηκε από το δίκυκλο. «ΤΡΕΧΑ!» Η καραμπίνα πυροβολεί και η σφαίρα χτυπά το οδόστρωμα πλάι στις μπότες της δημοσιογράφου. «ΤΡΕΧΑ!» Η Καλλιστώ τρέχει καθώς κι άλλοι πυροβολισμοί την ακολουθούν. Όταν έχει απομακρυνθεί από τους κακοποιούς, ένας γρύπας κατεβαίνει μπροστά της, ξανατρομάζοντάς την. «Έλα πάνω,» της λέει η Θεώνη. «Η… η Μαρλιέσσα…» κάνει ξέπνοα η Καλλιστώ. Ξεροκαταπίνει. «Τη χτύπησαν, και την– Πρέπει να την–» «Την πήραν μέσα σε μια διπλανή πολυκατοικία. Τα είδα όλα από ψηλά.» «Θα την αφήσουμε στα χέρια τους;» «Νομίζεις ότι μπορούμε τώρα να τη σώσουμε; Έλα πάνω, Καλλιστώ!» Η δημοσιογράφος μένει αναποφάσιστη για λίγο. Ιδρώτας γυαλίζει στο γαλανόδερμο πρόσωπό της. Μετά ανεβαίνει στη σέλα του γρύπα, πίσω από τη Θεώνη. «Πρέπει να κάνουμε κάτι…» λέει. Η αερομεταφορέας υψώνεται. Πετά πάνω από τα οικοδομήματα του Λημεριού. «Οι Ακανόνιστοι ήταν αυτοί;» ρωτά. «Δεν ξέρω.» Η Καλλιστώ έχει αρχίσει να ανακτά την ψυχραιμία της. «Ήταν… Έκρυβαν όλοι τα πρόσωπά τους. Και είχαμε βγει από την περιοχή των Ακανόνιστων. Μπορεί να ήταν άλλοι, Θεώνη.» «Δηλαδή, δεν έχουμε ιδέα ποιοι μπορεί να πήραν τη Μαρλιέσσα;» «Δυστυχώς.» «Γνωρίζουν στη Χωροφυλακή ότι η Μαρλιέσσα είχε έρθει για να σε συνοδέψει; Να πάμε να τους ειδοποιήσουμε;» «Δεν ξέρω. Δε νομίζω να γνωρίζουν. Και δε νομίζω ότι, γενικά, η Χωροφυλακή μπορεί να κάνει τίποτα, Θεώνη…» Η Θεώνη αναστενάζει, καθώς ο γρύπας της πετά προς τα βορειοανατολικά άκρα του Λημεριού.
Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. |
|||