Επεισόδιο 9 Το επόμενο πρωί, η Σαμάνθα έμαθε πού μένει η Καλλιστώ Μερκάθη από έναν σύνδεσμο της Σιδηράς Δυναστείας. Ίσως από τον Τομ, εκείνον στον οποίο είχαμε μιλήσει στο αρχείο· αλλά δεν είμαι σίγουρος, γιατί απλά την είδα να κάνει μια σύντομη συζήτηση μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού της, που είχε στο αφτί, όχι ανοιχτό έτσι ώστε ν’ακούμε κι οι δύο. «Δε μένει μακριά από εδώ,» μου είπε η Σαμάνθα. «Στη Μικρόπολη είναι, δίπλα μας.» Και αποφασίσαμε να πάω εγώ να τη συναντήσω, το μεσημέρι, που λογικά θα είχε επιστρέψει στο σπίτι της. Το ήξερα, βέβαια, πως θα με αναγνώριζε, θα με θυμόταν από την τυχαία μας συνάντηση στο αρχείο των Νέων της Θακέρκοβ. Αλλά καλύτερα να αναγνώριζε εμένα, που ούτως ή άλλως με είχε δει καλά, παρά να ξανάβλεπε τη Σαμάνθα που δεν την είχε δει και τόσο καλά. Έτσι, τουλάχιστον η Σαμάνθα ίσως να έσβηνε από τη μνήμη της δημοσιογράφου, πράγμα που μπορεί να αποτελούσε πλεονέκτημα μελλοντικά για εμάς. Το πρωινό το περάσαμε μελετώντας πάλι τις αναφορές σχετικά με την Πριγκίπισσα της Οργής και συζητώντας γι’αυτές, χωρίς να φτάσουμε σε κανένα πολύ χρήσιμο συμπέρασμα. Είπα, πάντως, στη Σαμάνθα ότι πιθανώς πρέπει να ερευνήσουμε για να μάθουμε τι είχε κάνει τον τελευταίο καιρό ο Άρης Νυχταστέρης. Ποιους, ποιον, ή ποια είχε, ίσως, προσβάλει. Μπορεί αυτό να αποτελούσε στοιχείο για εμάς. Γιατί η Πριγκίπισσα της Οργής αποκλείεται να επέλεγε τελείως τυχαία τα θύματά της· κάποια λογική πρέπει να ακολουθούσε, κάτι πρέπει να συνέβαινε, από κάπου πρέπει να τα εντόπιζε αυτά τα άτομα και να τα έβαζε στο στόχαστρό της. Η Σαμάνθα συμφώνησε μαζί μου, και χαμογελώντας είπε: «Είσαι τελικά αρκετά καλός ερευνητής, Ζορδάμη.» «Για ραλίστα με ξέρουν οι περισσότεροι,» της αποκρίθηκα. «Σε έχουμε βοηθήσει, λοιπόν, να ανακαλύψεις κρυφές πτυχές του εαυτό σου.» «Ευχαριστώ, αλλά θα τα έβγαζα πέρα και χωρίς τη βοήθειά σας.» «Μη γίνεσαι γκρινιάρης. Δε θα παντρευόμουν ποτέ γκρινιάρη άντρα.» «Καταστραφήκαμε…» Μετά από λίγο, τη ρώτησα: «Αλήθεια, έχεις παντρευτεί ποτέ; Πραγματικά, εννοώ.» «Να κοιτάς τη δουλειά σου.» Πώς είναι δυνατόν να περίμενα ποτέ καμια άλλη απάντηση από τη Σαμάνθα-Ζαρνάφι-Ισμήνη-και-διάφορα-ακόμα-ονόματα-αναμφίβολα; Τώρα, μεσημέρι πια, πηγαίνω να συναντήσω την Καλλιστώ Μερκάθη στο διαμέρισμά της. Η Σαμάνθα έχει σταθμεύσει το όχημά μας σ’έναν δρόμο εκεί κοντά κι εγώ βαδίζω προς την πολυκατοικία της δημοσιογράφου έχοντας γαντζωμένο επάνω μου, κάτω από την καπαρντίνα, έναν κοριό, ώστε η Σαμάνθα να μπορεί να ακούει τι θα λέω με την Καλλιστώ. Αναρωτιέμαι αν αυτό το κάνει μήπως επειδή δεν με εμπιστεύεται. Αλλά, βέβαια, ποιος εμπιστεύεται ποιον μέσα σ’αυτή τη γαμημένη οργάνωση; Κανένας κανέναν. Πολλές φορές με εκπλήσσει το γεγονός ότι η Σιδηρά Δυναστεία μπορεί και υφίσταται. Το αμοιβαίο κέρδος, ίσως, την κρατά ενωμένη. Ή και η αμοιβαία εκμετάλλευση. Η ανθρώπινη φύση σ’όλο της το μεγαλείο. Έχω αρχίσει να φιλοσοφώ; Κακό σημάδι. Στην είσοδο της πολυκατοικίας, χτυπάω το κουδούνι της Καλλιστώς και περιμένω. «Ναι;» ακούγεται η φωνή της (υποθέτω, τουλάχιστον, ότι είναι η φωνή της) μετά από λίγο. «Γεια σας,» λέω. «Η κυρία Μερκάθη; Η δημοσιογράφος;» «Ποιος είστε;» «Θα ήθελα να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις. Με συγχωρείτε, βέβαια, για την ακατάλληλη ώρα, αλλά ήθελα να είμαι σίγουρος ότι θα σας βρω στο σπίτι.» «Ποιος είστε, κύριε;» «Θα ήθελα να μιλήσουμε για το θέμα της Πριγκίπισσας. Είμαι ιδιωτικός ερευνητής.» «Δεν έχω τίποτε άλλο να πω. Μίλησα στη Χωροφυλακή, και έγραψα και στα Νέα της Θακέρκοβ. Μπορείτε, αν θέλετε, να διαβ–» «Το έχω διαβάσει το άρθρο σας. Πολύ καλογραμμένο, όντως. Αλλά θα προτιμούσα να σας μιλήσω κι από κοντά.» «Δεν έχω τίποτα να σας πω.» «Καταλαβαίνω ότι πρέπει να είστε κου–» Η Καλλιστώ ακούγεται να κλείνει τον δίαυλο από την άλλη μεριά. Γαμήσου… σκέφτομαι. Και να φανταστείς ότι ακόμα δεν είδε καν το πρόσωπό μου. Δεν έχει ιδέα ποιος μπορεί να είμαι. Χτυπάω ξανά, επίμονα. Στην αρχή δεν μου απαντά, αλλά μετά η φωνή της ακούγεται πάλι, λιγάκι θυμωμένη ίσως: «Ναι.» «Κυρία Μερκάθη, εγώ είμαι ξανά. Σας παρακαλώ, ανοίξ–» «Σας είπα, δεν έχω κάτι άλλο να πω! Μιλήστε στη Χωροφυλακή, αν θέλετε· τους τα εξήγησα όλα. Μιλήστε στον Κύριλλο Νυχταστέρη. Διαβάστε το άρθρο μου στα Νέα της Θακέρκοβ.» «Τα έχω ήδη κάνει όλα αυτά, κυρία Μερκάθη–» «Τότε, δεν έχουμε τίποτα να πούμε.» Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ! «Θα ήθελα να σας μιλήσω από κοντά.» «Λυπάμαι, έχω άλλες δουλειές. Μη μου ξαναχτυπήσετε γιατί θα καλέσω τη Χωροφυλακή.» Αναστενάζω καθώς την ακούω να κλείνει πάλι τον δίαυλο από τη μεριά της. Γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ! Τι κάνουμε τώρα; Την παραφυλάμε μέχρι να βγει; Επιστρέφω στη γυναίκα μου. Κάθομαι πλάι της μέσα στο όχημα, καθώς εκείνη είναι μπροστά στο τιμόνι. «Την άκουσες, υποθέτω.» «Την άκουσα,» αποκρίνεται η Σαμάνθα, σκεπτική. «Νομίζεις ότι κάτι φοβάται;» «Πού να ξέρω; Δε μου ακούστηκε και πολύ φοβισμένη, πάντως.» «Να την παραφυλάξουμε μέχρι που να βγει;» «Νομίζεις πραγματικά ότι έχει κανένα νόημα η έρευνα σχετικά μ’αυτή τη δημοσιογράφο;» ρωτά η Σαμάνθα. «Προτείνεις να την ξεχάσουμε;» Είναι συλλογισμένη. «Δεν ξέρω… Αυτή και ο Άρης Νυχταστέρης είναι, βέβαια, τα δύο άτομα που λογικά θα ερευνούσε κανείς. Και η σύζυγός του, ίσως.» «Πιστεύεις ότι η σύζυγός του μπορεί να έβαλε την Απρόσωπη Πριγκίπισσα να τον σκοτώσει;» «Μοιάζει απίθανο,» παραδέχεται η Σαμάνθα. «Αλλά, αν η περίπτωση ήταν διαφορετική, αν δεν υπήρχε Απρόσωπη Πριγκίπισσα, δε θα την υποπτευόσουν;» «Χμμ.» Έχει δίκιο. Σκέφτομαι, όμως, για λίγο τα φύλλα της εφημερίδας που έχουμε διαβάσει. «Η Καλλιστώ είχε πάρει συνέντευξη κι από τον βιομήχανο που δολοφονήθηκε από την Πριγκίπισσα. Αυτόν που πουλούσε τις μαστίχες.» «Και λοιπόν; Στα Νέα της Θακέρκοβ δουλεύει.» «Ναι…» Τρίβω το σαγόνι μου κοιτάζοντας έξω απ’το πλαϊνό παράθυρο του οχήματος, τον δρόμο. «Θες να πεις ότι πιστεύεις πως ίσως να υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στη δημοσιογράφο και στην Πριγκίπισσα της Οργής;» «Δεν ξέρω. Τα πάντα είναι πιθανά.» «Δεν έχουμε, όμως, κανένα στοιχείο που να μας οδηγεί προς αυτό το συμπέρασμα, Ζορδάμη.» «Τέλος πάντων. Είναι η μία από τους δύο ανθρώπους – τρεις, ίσως – που μπορούμε να ερευνήσουμε. Θα την ερευνήσουμε ή όχι;» «Δεν πρόκειται να σου μιλήσει,» μου λέει η Σαμάνθα, «ακόμα και στο δρόμο αν την πετύχεις.» «Ας μάθουμε, τότε, όσα περισσότερα πράγματα γίνεται γι’αυτήν. Και για τον Άρη Νυχταστέρη. Και για τη σύζυγό του. Έχουμε συνδέσμους μες στην πόλη που μπορούν να το κάνουν, έτσι δεν είναι;» Η Σαμάνθα δεν διαφωνεί. * Μέχρι το βράδυ, έχουμε μάθει ότι η Καλλιστώ Μερκάθη είναι 41 χρονών, γεννημένη στη Θακέρκοβ, στον Καλόπιστο, από μια οικογένεια ανθρώπων μεσαίας τάξης. Είχε δύο αδέλφια: έναν αδελφό και μια αδελφή. Τώρα έχει μόνο μια αδελφή· ο αδελφός της σκοτώθηκε στον μεγάλο πόλεμο με τους Παντοκρατορικούς, μαχόμενος για τους Παντοκρατορικούς, έχοντας μπει στις υπηρεσίες της Παντοκράτειρας από νωρίς σχετικά. Η αδελφή της Καλλιστώς ζει ακόμα, αλλά δεν μένει στη Θακέρκοβ. Η Καλλιστώ παντρεύτηκε πριν από καμια δεκαετία έναν κοσμηματοπώλη στον Γαιοδόμο, του οποίου το κατάστημα εξακολουθεί να λειτουργεί. Οι δυο τους είναι χωρισμένοι πλέον, αλλά έχουν ένα παιδί: ένα αγόρι οχτώ χρονών, που έχει αναλάβει ο πατέρας του. Το δικαστήριο τον έκρινε πιο κατάλληλο για να πάρει την κηδεμονία, θεωρώντας τη δουλειά της Καλλιστώς ασταθή. Επίσης, κυκλοφορεί μια φήμη ότι η Καλλιστώ κοιμάται και με γυναίκες. Τα τελευταία χρόνια δεν έχει ακουστεί να έχει κάποια σταθερή σχέση. Αναλαμβάνει ρεπορτάζ που άλλοι ίσως να θεωρούσαν επικίνδυνα. Κανένας δεν αμφιβάλλει ότι είναι καλή στη δουλειά της. «Το δίκτυό σας λειτουργεί άψογα, βλέπω,» παρατηρώ, αφού οι πληροφορίες (μαζί με αρκετά λεπτομερή στοιχεία) μας έχουν σταλεί μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομποδέκτη που είναι μέσα στο φορητό υπολογιστικό σύστημα της Σαμάνθας – ένα μηχάνημα που μοιάζει με μικρή τσάντα κι ανοίγοντας αποκαλύπτει οθόνη και πληκτρολόγιο. «Αυτή δεν είναι η δουλειά του;» αποκρίνεται η Σαμάνθα. Και αλλάζει θέμα: «Δεν υπάρχει τίποτα που να φανερώνει καμια σχέση της Καλλιστώς με την Πριγκίπισσα της Οργής. Καλύτερα να είχαμε ζητήσει πληροφορίες για τις τελευταίες δραστηριότητες του Άρη Νυχταστέρη… αν και εκεί ίσως να δυσκολευόμασταν περισσότερο.» «Γιατί;» «Γιατί ο Κύριλλος Νυχταστέρης είναι πατέρας του, φυσικά.» «Κι αυτό σημαίνει πως ο γιος δεν βρίσκεται υπό παρακολούθηση από τη Δυναστεία;» «Μόνο για συγκεκριμένο λόγο,» λέει η Σαμάνθα. «Αλλά προτού δολοφονηθεί δεν νομίζω ότι υπήρχε τέτοιος λόγος. Όπως και νάχει, εγώ θα ζητήσω βοήθεια.» Ανοίγει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και τον φέρνει πάλι στ’αφτί, καθώς είναι καθισμένη στο κρεβάτι με το πληροφοριακό σύστημα ανοιχτό παραδίπλα, δείχνοντας την όψη της Καλλιστώς. Μετά από μερικές σύντομες κουβέντες, η Σαμάνθα κλείνει τον πομπό της. «Περιμένουμε, λοιπόν.» «Θα έχουμε απάντηση απόψε;» «Θα δείξει.» «Μπορούμε εν τω μεταξύ να παρακολουθήσουμε την Καλλιστώ, δεν μπορούμε;» λέω. «Γιατί τέτοια μανία με την Καλλιστώ;» «Μου δίνει…» μορφάζω, μην ξέροντας πώς να το πω, «μια περίεργη αίσθηση. Κάτι… Δεν ξέρω, Σαμάνθα· έτσι όπως την είδα, στο αρχείο των Νέων… και το γεγονός ότι ήταν εκεί την ώρα του φόνου… Δεν ξέρω· θα μπορούσες να πεις ότι είναι απλώς ένα προαίσθημα.» «Προερχόμενο από τη μέση και κάτω;» Την αγριοκοιτάζω. Η Σαμάνθα γελάει. «Λες χαζομάρες,» της λέω. «Πραγματικά έχω μια περίεργη αίσθηση για την Καλλιστώ – η οποία δεν σχετίζεται καθόλου με το φύλο της.» «Μη βιάζεσαι,» μου λέει η Σαμάνθα. «Τέτοιες έρευνες δεν τελειώνουν γρήγορα. Μπορεί να πρέπει να παρακολουθούμε και να ερευνούμε εδώ για αρκετό καιρό. Αν ήταν, άλλωστε, εύκολο να βρεθεί η Πριγκίπισσα της Οργής, θα την είχαν ήδη βρει.» «Τι θα κάνουμε τώρα, λοιπόν;» ρωτάω. Η Σαμάνθα βάζει τον τηλεπικοινωνιακό πομπό και το πληροφοριακό-τηλεπικοινωνιακό σύστημα επάνω στο κομοδίνο, και ξαπλώνει στο κρεβάτι. «Ας κοιμηθούμε. Νύχτα είναι.» «Κατάλαβα,» λέω. «Για την πρώτη μέρα του γάμου ήταν μόνο όλος ο ενθουσιασμός…» Η Σαμάνθα με λοξοκοιτάζει υπομειδιώντας. «Δε σ’έχω κλειδώσει στο μπάνιο. Ακόμα.» Γυρίζει από την άλλη, στρέφοντάς μου την πλάτη. Τραβά τα σκεπάσματα επάνω της κι αρχίζει να γδύνεται από κάτω, πετώντας τα ρούχα έξω απ’το κρεβάτι, το ένα μετά το άλλο. «Πρόσκληση είναι αυτή;» «Πάρ’ το όπως θέλεις.» Μετά από λίγο, γδύνομαι και ξαπλώνω πλάι της, αλλά σύντομα ανακαλύπτω ότι, όντως, θέλει μόνο να κοιμηθεί. Με χτυπά με τον αγκώνα της όταν γίνομαι επίμονος. Προσπαθεί να δοκιμάσει την πίστη μου στον γάμο μας, ή πραγματικά βαριέται; Ή ήταν όλα προσποιητά ούτως ή άλλως από την αρχή; Χασμουριέμαι και σταυρώνω τα χέρια πίσω απ’το κεφάλι, κοιτάζοντας το ταβάνι. Αν αυτή η έρευνα συνεχίσει να είναι έτσι, θ’αρχίσω να νοσταλγώ τις πρώτες, τρομαχτικές ημέρες που κατέληξα να βρεθώ μπλεγμένος με τη Σιδηρά Δυναστεία… Ήμουν τελείως αποπροσανατολισμένος τότε. Ένα ψάρι που το έχεις πάρει από μια γυάλα και το έχεις πετάξει σε μια άλλη. Δεν ήμουν καν βέβαιος ότι δεν ήθελαν απλά να με σκοτώσουν, ως παράδειγμα προς αποφυγήν για άλλους οφειλέτες. Δεν βγάζεις κέρδος, όμως, από τους αλόγιστους σκοτωμούς. Κι αν έχω καταλάβει κάτι για τη Σιδηρά Δυναστεία, είναι ότι το κέρδος την ενδιαφέρει, το όφελος, σε οποιαδήποτε μορφή. Η οργάνωση υπάρχει για να γίνεται ολοένα και πιο δυνατή – αυτός είναι ο σκοπός της. Για να αποκτούν τα μέλη της ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή επάνω στη Σεργήλη. Τα σοβαρά, ισχυρά μέλη της, τουλάχιστον, όχι κάτι λακέδες σαν εμένα και άλλους που έχω συναντήσει. Κι έχει τύχει να συναντήσω διάφορους δυστυχισμένους τύπους και τύπισσες αυτά τα δύο χρόνια. Δούλους της Σιδηράς Δυναστείας. Υποχείρια, που δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς απ’το να υπηρετούν γιατί είναι μπλεγμένοι για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Αναρωτιέμαι πώς αυτός ο Τομ, στο αρχείο των Νέων της Θακέρκοβ, κατέληξε μέσα στη Δυναστεία… Και η Σαμάνθα, ή η Ζαρνάφι… Τι είναι, τελικά; Είναι από τους δούλους ή από τους αφέντες; Ή μήπως δεν υπάρχουν καν δούλοι και αφέντες αλλά όλα είναι θέμα διαβάθμισης, κλίμακας, ιεραρχίας; Μήπως απλά ο αφέντης τού ενός είναι δούλος κάποιου άλλου; Αυτό δεν συμβαίνει και στην κοινωνία γενικά, άλλωστε – αν και όχι τόσο κραυγαλέα; Είναι η Σιδηρά Δυναστεία μια κρυφή κοινωνία μέσα στην ευρύτερη κοινωνία της Σεργήλης; Είναι μια παράλληλη – παρασιτική, ίσως – κοινωνία; Νομίζω πως η Σαμάνθα έχει αποκοιμηθεί πια. Ακούω την αναπνοή της ρυθμική δίπλα μου. Και ένα δαιμόνιο της Λόρκης έρχεται και φωλιάζει στο μυαλό μου. Τι θα μπορούσα, άραγε, να μάθω για τη Σαμάνθα όσο η Σαμάνθα κοιμάται; Σηκώνομαι από το κρεβάτι, αργά, παρατηρώντας την. Δεν κουνιέται. Συνεχίζει να ανασαίνει σταθερά. Γονατίζω στο ένα γόνατο μπροστά στο κομοδίνο και πληκτρολογώ επάνω στο μικρό πληροφοριακό σύστημα, ψάχνοντας για τίποτα ενδιαφέροντα δεδομένα. Αλλά σύντομα διαπιστώνω ότι η μνήμη του είναι ουσιαστικά άδεια, εκτός από τις πληροφορίες που μας έχουν σταλεί σχετικά με την Καλλιστώ Μερκάθη. Φυσικό είναι, σκέφτομαι. Γιατί να βάλει εδώ η Σαμάνθα στοιχεία για τον εαυτό της; Πηγαίνω στην κρεμάστρα όπου έχει κρεμάσει το πανωφόρι της. Ψάχνω τις τσέπες. Βρίσκω κάτι μαστίχες (δεν με ενδιαφέρουν), ένα μικρό πιστόλι (ούτε αυτό με ενδιαφέρει), έναν στιλογράφο κι ένα σημειωματάριο (χωρίς καμια σημείωση στις σελίδες του), τέσσερις ταυτότητες– Τέσσερις! Καμία δεν γράφει Σαμάνθα Ναλτάθρη, Ζαρνάφι Γαιόνομη, ή Ισμήνη Φυσιότεχνη. Όλες, όμως, είναι γυναικείες. Και όλες μοιάζουν αληθινές. Πόσα ονόματα χρησιμοποιεί, τελικά; Και γιατί δεν έχει ταυτότητα μάγισσας; Έχω ακούσει πως οι μάγοι έχουν μια ειδική ταυτότητα αναλόγως το τάγμα τους. Συνεχίζοντας να ψάχνω το πανωφόρι βρίσκω ένα παράξενο κλειδί που δεν ξέρω τι μπορεί να ανοίγει. Καμια πληροφορία για το ποια πραγματικά είναι η Σαμάνθα, ακόμα. (Αν και δεν έχω πολλές ελπίδες ότι θα βρω τίποτα.) Την κοιτάζω για να βεβαιωθώ ότι εξακολουθεί να κοιμάται, και πλησιάζω την τσάντα και τη βαλίτσα που είναι από τη δική της μεριά του κρεβατιού, επάνω στο πάτωμα του δωματίου, δίπλα στη ντουλάπα. Γονατίζω πλάι τους και ψάχνω την τσάντα, διεξοδικά. Βρίσκω την ταυτότητα της Σαμάνθας και την ταυτότητα της Ισμήνης. Και ένα παράξενο παραλληλόγραμμο γεμάτο εσοχές, προεξοχές, και μυστηριώδη σύμβολα. Η μαγική ταυτότητα, μάλλον. Βρίσκω και διάφορα άλλα πράγματα που δεν μου φαίνονται ενδιαφέροντα: γυναικεία είδη, εξοπλισμούς, δύο χάρτες (έναν της Θακέρκοβ, έναν της ευρύτερης περιοχής γύρω από τη Θακέρκοβ), γάντια, σκούρα γυαλιά… ένα καφετί, δερμάτινο λουράκι με όμορφα αποτυπώματα επάνω τα οποία απεικονίζουν πλεγμένα άνθη, ζώα, γρύπες, και δράκους. Στην πίσω μεριά του είναι αποτυπωμένες οι λέξεις ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗ. Κανένα στοιχείο, όμως, για το ποιος μπορεί να είναι ο γονιός. Αφήνω την τσάντα και ανοίγω τη βαλίτσα, ψάχνοντας μέσα– Κάτι τυλίγεται γύρω απ’τον λαιμό μου, τραβώντας με απότομα πίσω, κάνοντάς την πλάτη μου να χτυπήσει στην άκρη του κρεβατιού. Η Σαμάνθα γελά. Συνειδητοποιώ πως το πόδι της είναι που με τράβηξε. Βλέπω το γόνατό της μπροστά μου. Η κλείδωσή του έχει παγιδέψει τον λαιμό μου. «Περίμενα να δω πότε θα το έκανες αυτό,» μου λέει, καθώς και το άλλο της πόδι έρχεται μπροστά μου, αλλά όχι στον λαιμό· η φτέρνα της καταλήγει απειλητικά κοντά στα γεννητικά μου όργανα. Γέρνω το κεφάλι πίσω για να την αντικρίσω να με κοιτάζει από πάνω. Η όψη της δεν μου φανερώνει ότι είναι θυμωμένη. Παράξενο; «Τι…» καταφέρνω να αρθρώσω. «Δεν κοιμόμουν,» με πληροφορεί η Σαμάνθα, και χαλαρώνει το γόνατό της γύρω από τον λαιμό μου. «Τι περίμενες τόση ώρα, λοιπόν;» «Να δω τι θα έκανες.» «Και ικανοποιήθηκε η περιέργειά σου;» «Ναι.» Παίρνει τα πόδια της από γύρω μου και τα ανεβάζει πάλι στο κρεβάτι. Σηκώνομαι από το πάτωμα και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. Την κοιτάζω απορημένα. «Έκανες αυτό που έπρεπε να κάνεις,» μου λέει. Συνοφρυώνομαι. Δεν καταλαβαίνω. «Ήθελες να…;» «Ήταν λογικό, δεν ήταν; Το γεγονός ότι έχεις περιέργεια σημαίνει ότι είσαι κατάλληλος για τη δουλειά μας.» Χαμογελά. Αισθάνομαι τσαντισμένος. «Και τα είχες στήσει όλα; Όλα αυτά στις τσάντες και στις τσέπες σου!» «Για ποιο λόγο;» λέει η Σαμάνθα. Φυσικά. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει τίποτα το αληθινό επάνω της… Αλλά αυτό δεν συμβαίνει πρώτη φορά με εμένα και τους καριόληδες της Σιδηράς Δυναστείας. Στημένες καταστάσεις… Εκεί που νομίζεις πως έχεις ανακαλύψει κάτι, διαπιστώνεις ότι όλα ήταν ένα παιχνίδι, ή ότι δεν ανακάλυψες ουσιαστικά τίποτα πέρα από το ότι το μυστήριο είναι πιο βαθύ, πιο σκοτεινό, και πιο λαβυρινθώδες απ’ όσο μπορείς να υποθέσεις. Τον πρώτο χρόνο που ήμουν μπλεγμένος με τη Σιδηρά Δυναστεία, όταν είχα συνέλθει λιγάκι από το αρχικό σοκ, ερεύνησα ένα ολόκληρο διαμέρισμα στην Άκρη – την πόλη στις ακτές του Πορφυρού Κενού – ελπίζοντας να μάθω κάτι περισσότερο για το τι συμβαίνει με ορισμένα μέλη της οργάνωσης και με την οργάνωση γενικά. Βρήκα αρκετά στοιχεία εκεί μέσα, αλλά, όταν προσπάθησα να φύγω, συνειδητοποίησα ότι με είχαν κλειδώσει. Κατάφερα, όμως, να δραπετεύσω από το κελί στο οποίο είχε μετατραπεί το διαμέρισμα και να σκαρφαλώσω στην οροφή της πολυκατοικίας. Εκεί με περίμεναν. Και μου είπαν ότι το παιχνίδι ήταν, φυσικά, στημένο. Μια δοκιμασία, αποκλειστικά για εμένα. Και δεν τους είχα απογοητεύσει. Ήμουν καλός. Μια άλλη φορά, μέσα στον δεύτερο χρόνο, δούλεψα με μια γυναίκα που ονομαζόταν Τζίνα. Μπλεγμένη κι αυτή με τη Δυναστεία, σαν εμένα. Χειρότερα από εμένα. Την κυνηγούσαν οι αρχές της Αγκένροβ και της Χαρπόβης, καθώς και κάποιοι έμποροι παράνομων ουσιών. Σίγουρα χειρότερα μπλεγμένη από εμένα. Όχι και τόσο όμορφη, αλλά συμπαθητική, και σαν κόρη της Λόρκης στο κρεβάτι. Συνεργαστήκαμε, τελικά, για να πάρουμε κάποια κρυφά δεδομένα από ένα πληροφοριακό σύστημα μιας εταιρείας στην Άντχορκ. Η Τζίνα ήταν εξαιρετική σε τέτοιες δουλειές. Πάλι, όμως, το επεισόδιο αποδείχτηκε στημένο. Αν όχι αποκλειστικά για εμένα, τότε παγίδα για τον οποιονδήποτε, αναμφίβολα. Ελπίζαμε να πάρουμε στα χέρια μας κάποια στοιχεία με τα οποία ίσως μπορούσαμε να εκβιάσουμε ορισμένα σημαντικά μέλη της Δυναστείας, αλλά εκείνο το σύστημα πρέπει να είχε δικλείδες που ούτε η Τζίνα δεν μπορούσε να σπάσει. Αναισθητικό αέριο μάς τύλιξε, βγαίνοντας από σχισμάδες στους τοίχους. Όταν ξύπνησα, κάποια άτομα που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου, αλλά δεν αμφέβαλλα ότι ήταν μέλη της Δυναστείας, μου είπαν ότι είχε έρθει η ώρα να με βάλουν σε πιο σοβαρά παιχνίδια αφού ήμουν τόσο καπάτσος. Η Τζίνα; τους ρώτησα. Πού είναι η Τζίνα; – Δε θα την ξανασυναντήσεις, μου απάντησαν. Και ώς τώρα δεν την έχω ξανασυναντήσει. Τη σκότωσαν, άραγε, τα καθάρματα; Ή της έκαναν τίποτα χειρότερο; «Η μαγική ταυτότητα;» ρωτάω τη Σαμάνθα. «Είναι αληθινή;» «Ασφαλώς και όχι.» «Σοβαρολογείς; Πλαστή ταυτότητα μάγισσας; Είχα ακούσει ότι είναι πρακτικά αδύνατο να φτιάξεις τέτοιο πράγμα.» «Γενικά, ναι, είναι εξαιρετικά δύσκολο,» παραδέχεται η Σαμάνθα. «Αλλά εσύ μπορείς να το κάνεις;» «Όχι εγώ, αγάπη μου. Υπάρχουν άλλοι άνθρωποι γι’αυτές τις δουλειές. Αλλά η ταυτότητα, πάντως, είναι για Βιοσκόπο. Θα μπορούσε να ήταν και δική μου.» «Τη δική σου δεν την έχεις μαζί; Νόμιζα πως οι μάγοι πάντα τις κουβαλούσαν…» «Δεν έχω εκπαιδευτεί σε ακαδημία ή μαγική σχολή, οπότε δεν έχω και μαγική ταυτότητα.» Την κοιτάζω συνοφρυωμένος. Πρώτη φορά ακούω μάγο ή μάγισσα να λέει κάτι τέτοιο. «Τότε… πού εκπαιδεύτηκες; Πώς έμαθες…; Μόνη σου;» «Δε γίνεται να τα μάθεις όλα μόνη σου, Ζορδάμη. Επισήμως, πάντως, δεν είμαι μάγισσα.» «Ναι αλλά αφού είσαι… είσαι. Έτσι δεν είναι;» «Για το τάγμα των Βιοσκόπων δεν υπάρχω. Δεν μπορώ να πάω και να δουλέψω ως Βιοσκόπος για κανέναν, ούτε να μπω σε μαγικές ακαδημίες, παρά μόνο με ψεύτικη ταυτότητα. Σαν αυτή που είδες. Μπορείς να πεις ότι θεωρούμε ‘παράνομη’ ως μάγισσα. Ανεκπαίδευτη.» «Ποιος σε εκπαίδευσε;» «Να κοιτάς τη δουλειά σου. Και να πέσουμε για ύπνο τώρα. Στ’αλήθεια.»
Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. |
|||