Επεισόδιο 11 Πληροφορίες για τις τελευταίες δραστηριότητες του Άρη Νυχταστέρη παίρνουμε, τελικά, το επόμενο πρωί, μέσα από το τηλεπικοινωνιακό-πληροφοριακό σύστημα της Σαμάνθας που δεν είναι μεγαλύτερο από ένα βαλιτσάκι. Ο γιος του Κύριλλου, απ’ό,τι φαίνεται, γλεντούσε εκείνες τις ημέρες όπως συνήθως. Δεν υπάρχει καμια αναφορά στις πληροφορίες μας για διαπληκτισμούς του με κάποιον, κάποια, ή κάποιους. Αφού γνώρισε την Καλλιστώ Μερκάθη στη βιομηχανία Πολύκυκλος, βγήκε μερικές φορές μαζί της και με άλλους φίλους του. Για το αν ποτέ βγήκαν μόνοι οι δυο τους, οι πληροφορίες μας δεν είναι συγκεκριμένες αλλά φαίνεται να υπονοούν ότι πιθανώς να συνέβη. Προτού όμως γνωρίσει τη δημοσιογράφο, σε μια από τις εξόδους με τις παρέες του, ενώ βρισκόταν στον Γαιοδόμο, σ’ένα μεγάλο νυχτερινό κέντρο που ονομάζεται Φωτιές και Ζημιές (ένα μάλλον κιτς όνομα, νομίζω), ο Άρης τσακώθηκε με μια γυναίκα που είχε έρθει μόνη της στο κέντρο: και ο λόγος ήταν το επίμονο φλερτάρισμά του. Μετά, όμως, τα… βρήκαν οι δυο τους, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες μας. Μπήκαν σ’ένα ιδιαίτερο δωμάτιο του κέντρου (παραχωρημένο από τους ιδιοκτήτες, μάλλον, οι οποίοι δεν μπορούσαν να πουν όχι στα λεφτά και στην επιρροή του Νυχταστέρη) και όταν ο Άρης βγήκε από εκεί δεν ήταν πια τόσο τσαντισμένος. Η γυναίκα όμως δεν βγήκε μαζί του· πιθανώς να έφυγε από κάποια πίσω πόρτα. Η όλη υπόθεση μού θυμίζει βιασμό και το λέω στη Σαμάνθα, η οποία συμφωνεί. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα, οι πληροφορίες μας δεν αναφέρουν. «Νομίζεις ότι προσπαθούν οι φίλοι σου να καλύψουν τον Νυχταστέρη;» ρωτάω. «Τι να καλύψουν; Νεκρός είναι.» «Εννοώ, τον πατέρα του, και την οικογένεια γενικά.» «Δε νομίζω. Και δεν είναι ‘φίλοι μου’. Αυτός που μας έστειλε τις πληροφορίες είναι μέλος της Δυναστείας – όπως κι εσύ.» «Με κάνεις να αισθάνομαι μεγάλη οικογενειακή θαλπωρή μαζί σας. Θα μπορούσαμε να μάθουμε ποια ήταν η γυναίκα ρωτώντας στο Φωτιές και Ζημιές…» «Θα δούμε…» λέει σκεπτική. «Διστάζεις; Βαριέσαι; Φοβάσαι; Τι;» «Τίποτα από τα τρία. Απλά δεν ξέρω αν θα είχε νόημα. Στο κέντρο μπορεί κανένας από τους υπαλλήλους να μη θυμάται τίποτα–» «Ούτε καν αυτός που παραχώρησε το ιδιαίτερο δωμάτιο στον Νυχταστέρη;» «Ναι. Είναι υποχρεωτικό να ξέρει το όνομα αυτής της γυναίκας;» «Τι προτείνεις, δηλαδή, να κάνουμε;» «Κι άλλη μελέτη.» Πηγαίνουμε, λοιπόν, να βρούμε ακόμα περισσότερες εφημερίδες. Μέσα στις επόμενες ημέρες συγκεντρώνουμε ένα σωρό φύλλα από το αρχείο της Πόλης, του Ματιού, και των Νέων της Θακέρκοβ (ναι, κι άλλα φύλλα από τα Νέα, πέρα από αυτά που αναφέρουν άμεσα την Πριγκίπισσα της Οργής). Διαβάζουμε ένα σωρό σαχλαμάρες, σε μια αναζήτηση που σύντομα αρχίζει να μου μοιάζει μάταιη. Ευτυχώς, πάντως, η Σαμάνθα δεν είναι τόσο βαρετή στο κρεβάτι όσο εκείνη τη νύχτα που αποφάσισα να ψάξω τα πράγματά της. Και σε κάποια στιγμή προτείνει να πάμε στο νυχτερινό κέντρο στον Γαιοδόμο για να δούμε αν μπορούμε να μάθουμε τίποτα για την ταυτότητα εκείνης της γυναίκας. Νομίζω πως κι αυτή έχει πια αρχίσει να βαριέται. Το Φωτιές και Ζημιές είναι ένα στέκι τόσο κιτς όσο υπονοεί το όνομά του, στα όρια Γαιοδόμου και Καλόπιστου. Το επισκεπτόμαστε ένα βράδυ και δωροδοκούμε κάποιους υπαλλήλους για να μάθουμε, τελικά, ποιος ήταν εκείνος που είχε συμφωνήσει να παραχωρήσει στον Άρη Νυχταστέρη το ιδιαίτερο δωμάτιο τη νύχτα που μας ενδιαφέρει. Μαθαίνουμε ότι ήταν ένας από τους υπεύθυνους του κέντρου, και δεν αργούμε να τον συναντήσουμε. Η Σαμάνθα τού δείχνει μια ψεύτικη ταυτότητα της Χωροφυλακής της Θακέρκοβ και του λέει πως ερευνούμε την υπόθεση. Συγχρόνως τον δωροδοκεί κιόλας για να είμαστε σίγουροι. Ποια ήταν εκείνη η γυναίκα που μοιράστηκε το δωμάτιο με τον Άρη Νυχταστέρη; τον ρωτά. Και ο άντρας απαντά ότι δεν ξέρει το όνομά της – ειλικρινά, δεν το ξέρει – αλλά ήταν ξανθιά, ψηλή, με δέρμα-λευκό ροζ· καμια σαρανταριά χρονών, πιθανώς· ντυμένη με – αν θυμάται καλά – κόκκινη γούνα… ψηλά τακούνια… ένα αστραφτερό χρυσό περιδέραιο μέσα σε μεγάλο ντεκολτέ… Όμορφη γυναίκα, δίχως αμφιβολία. Και τι έγινε; τον ρωτά η Σαμάνθα. Τη βίασε ο Νυχταστέρης; Ο υπεύθυνος κομπιάζει να απαντήσει· λέει πως δεν γνωρίζει τι έγινε, δεν κρυφοκοίταζε μέσα στο δωμάτιο· πάντως, μετά, η γυναίκα έκλαιγε και ήταν… κακομεταχειρισμένη – ίσως. Ήθελε να φύγει από το κέντρο και ο υπεύθυνος την οδήγησε έξω από μια πίσω πόρτα, ρωτώντας αν θα επιθυμούσε να κάνει κάτι γι’αυτήν, ζητώντας της συγνώμη για ό,τι έγινε – αν έγινε, όντως, κάτι άσχημο. Εκείνη δεν ήταν πολύ ομιλητική. Κρατώντας τα γοβάκια της στο χέρι απομακρύνθηκε, και ο υπεύθυνος την κοίταζε να βαδίζει μέσα στον έρημο, νυχτερινό δρόμο για να βεβαιωθεί ότι δεν θα πάθαινε τίποτα– Τι να πάθει, ρε ηλίθιε; σκέφτομαι ακούγοντάς τον να μιλά. Ό,τι ήταν να πάθει το έπαθε. Δε μου αρέσει καθόλου αυτός ο τύπος, έτσι όπως είναι τετράγωνος και καλοζωισμένος, σαν αγριογούρουνο που έχει χάσει τους χαυλιόδοντές του – κάτι που ήρθε από τα Φέρνιλγκαν κι έχει μαλθακέψει από τη ζωή της Θακέρκοβ. «Αλλά, εντάξει, τίποτα δεν έπαθε,» συνεχίζει την αφήγησή του. «Την κοίταζα και, στη γωνία στο βάθος του δρόμου, είδα έναν γρυποκαβαλάρη να κατεβαίνει μπροστά της – αερομεταφορέα, απ’ αυτούς που δουλεύουν το βράδυ. Πρέπει να την πρόσεξε ότι πήγαινε λιγάκι παραπατώντας και να σκέφτηκε ότι ίσως να χρειαζόταν βοήθεια. Η τύπισσα ανέβηκε στη σέλα του γρύπα, κι ο αερομεταφορέας την πήρε μακριά. Όλα καλά στο τέλος,» χαμογελά. Σκέφτομαι: Θέλεις πολλές κλοτσιές, στο τέλος… Τα στοιχεία δεν φανερώνουν τίποτα, λοιπόν, πέρα από το γεγονός ότι ο Άρης Νυχταστέρης ήταν καθίκι (πράγμα που υποψιαζόμουν), ότι υπάρχουν πολλά καθίκια στη Θακέρκοβ, όπως ο υπεύθυνος του κέντρου διασκέδασης (πράγμα που ήξερα έτσι κι αλλιώς), και ότι υπάρχουν και κάποιοι λίγοι καλοί άνθρωποι, όπως ο αερομεταφορέας (αλλά αυτούς δύσκολα τούς εντοπίζεις). Η ξανθιά γυναίκα θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε. Αναμφίβολα κάποια που έχει λεφτά, πάντως. Κάποια που, επίσης, γνωρίζει την Πριγκίπισσα της Οργής, άραγε; Λέω στη Σαμάνθα την υποψία μου όταν επιστρέφουμε στο δωμάτιό μας στον Ήδιστο. «Υποθέτεις πολλά,» μου αποκρίνεται εκείνη. Κάνουμε έρωτα σαν κουνέλια επάνω στο κρεβάτι και μετά πέφτουμε, εξαντλημένοι, για ύπνο. Τελικά, ύστερα από την ανάγνωση πολλών ανούσιων άρθρων στις εφημερίδες, συναντώ κάτι που μου κινεί την περιέργεια. Λέω στη Σαμάνθα, ενώ είναι απόγευμα και καθόμαστε στο δωμάτιό μας πίνοντας καφέδες, καπνίζοντας τσιγάρα, και διαβάζοντας παλιές εφημερίδες: «Η φίλη μας η Καλλιστώ πάλι.» Είμαι καθισμένος στην καρέκλα, με τα πόδια μου τεντωμένα και τοποθετημένα στην άκρη του κρεβατιού. Η Σαμάνθα κάθεται οκλαδόν στη μέση του κρεβατιού περιτριγυρισμένη από εφημερίδες κι έχοντας ένα τασάκι γεμάτο γόπες πλάι της. «Τι;» «Η Καλλιστώ,» της λέω και της ρίχνω την εφημερίδα που κρατάω, «είχε πάρει συνέντευξη από τον ενεχυροδανειστή που, μετά, σκότωσε η Πριγκίπισσα της Οργής.» Η Σαμάνθα κοιτάζει την εφημερίδα. «Ναι…» μουρμουρίζει. «Η Καλλιστώ είχε πάρει, επίσης, συνέντευξη από τον βιομήχανο μαστίχας που σκότωσε η Πριγκίπισσας της Οργής. Και η Καλλιστώ ήταν μαζί με τον Άρη Νυχταστέρη όταν του έσκισε τον λαιμό πέρα για πέρα η Πριγκίπισσα της Οργής. Παρατηρείς–;» «Και κάτι ακόμα, αγάπη μου,» με διακόπτει η Σαμάνθα. «Η Καλλιστώ είχε κάνει κάποτε ρεπορτάζ για τον έναν από τους δύο βιαστές που μετά ξεπάστρεψε η Πριγκίπισσα της Οργής.» «Σοβαρολογείς;» «Ναι.» Η Σαμάνθα πιάνει μια εφημερίδα από δίπλα και μου την πετά. Την κοιτάζω. Πράγματι, έχει δίκιο. «Βλέπεις, λοιπόν, που σου έλεγα ότι κάτι δεν πάει καλά με τη δημοσιογράφο;» Η Σαμάνθα γελά. «Βλέπεις που σου έλεγα ότι είσαι βιαστικός;» «Βιαστικός; Μα–» «Δεν κάνεις για ερευνητής, τελικά, αγάπη μου. Δεν έχεις αντικειμενικότητα.» «Μα, όπου είναι η Απρόσωπη Πριγκίπισσα, εκεί είναι και η δημοσιογράφος! Αντικειμενικό δεν είναι;» «Μπορεί, κάλλιστα, να είναι σύμπτωση. Και δεν συμβαίνει παντού· μονάχα σε τέσσερις περιπτώσεις.» «Απ’ό,τι ξέρουμε.» «Γι’αυτά που ξέρουμε λέμε πάντα. Τι θα λέμε, γι’αυτά που δεν ξέρουμε;» «Επιμένεις ότι είναι συμπτώσεις;» Θα με τρελάνει! «Μπορεί και να είναι.» «Αμφιβάλλεις, όμως, ότι αξίζει να την παρακολουθήσουμε;» ρωτάω. «Η Καλλιστώ Μερκάθη είναι το μοναδικό ίχνος που έχουμε το οποίο ίσως να οδηγεί προς τη μεριά της Πριγκίπισσας. Επιπλέον, αν καθόμαστε μόνο και διαβάζουμε εφημερίδες, δεν καταφέρνουμε τίποτα.» Η Σαμάνθα ανάβει καινούργιο τσιγάρο και με κοιτάζει σκεπτική. «Να την παρακολουθήσουμε, λες, ε;» «Αυτό λέω. Εσύ τι λες;» «Χμμ.» Η Σαμάνθα φυσά καπνό πάνω στις στοίβες από εφημερίδες. «Θα πρέπει ν’αλλάξουμε σπίτι, για να γίνει αυτό. Να πάμε να μείνουμε κάπου κοντά της. Για να μπορούμε να βάλουμε κοριό στο διαμέρισμά της και να την ακούμε.» «Δεν έχω πρόβλημα. Έχεις εσύ;» Η Σαμάνθα τινάζει στάχτη στο τασάκι και δεν απαντά αμέσως. «Εντάξει,» λέει μετά. «Ας το κάνουμε. Για να δεις ότι ποτέ δεν σου χαλάω χατίρι.» «Με συγκινείς, αγάπη μου.» Η Σαμάνθα υπομειδιά και, με έναν στιλογράφο, μου γαργαλά τη δεξιά πατούσα, που είναι αντίκρυ της. «Μην κάνεις την έξυπνη.» «Μου φέρνεις τον πομπό μου;» Τεντώνομαι, πιάνω τον πομπό από το τραπεζάκι, και της τον πετάω. Τον αρπάζει στον αέρα και καλεί κάποιον σύνδεσμό μας στη Θακέρκοβ για να της βρει ενοικιαζόμενο σπίτι στη γειτονιά της Καλλιστώς, στη Μικρόπολη. Το επόμενο πρωί πηγαίνουμε στην καινούργια μας κατοικία: ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας στο ίδιο τετράγωνο με την πολυκατοικία της Καλλιστώς. Ο Ήδιστος χάνει το νιόπαντρο ζευγάρι. Το νέο μας σπίτι είναι μετρίου μεγέθους και άδειο από έπιπλα, αλλά ο σύνδεσμος της Σαμάνθας τής λέει, μέσω πομπού, ότι θα της φέρει και έπιπλα σύντομα. Όταν είσαι στη Σιδηρά Δυναστεία τέτοιες εξυπηρετήσεις είναι ο κανόνας· αλλά περιμένουν να κάνεις κι εσύ παρόμοιες για άλλους. Από τη μια, δηλαδή, σε γλείφουν, από την άλλη σε δέρνουν. Συμπέρασμα: δεν συμφέρει η παρέα τους. «Ποιος θα διαρρήξει το διαμέρισμα της δημοσιογράφου;» ρωτάω τη Σαμάνθα, καθώς έχουμε στρώσει δύο κουβέρτες και καθίσει οκλαδόν στο πάτωμα. Τα υποδήματά μας είναι αφημένα κοντά στην εξώπορτα. «Εγώ ή εσύ;» «Και οι δύο μαζί, αν δεν διαφωνείς. Αλλά το βασικό είναι να λείπει.» «Δε σ’απασχολεί το πώς θ’ανοίξουμε την κλειδαριά;» «Όχι ιδιαίτερα. Έχω ήδη συνεννοηθεί μ’έναν φίλο.» «Τι; Πότε;» «Το πρωί, προτού ξυπνήσεις.» Η Σαμάνθα βγάζει από το πανωφόρι της τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της. «Και ποιον καλείς τώρα; Τον φίλο πάλι;» «Την Καλλιστώ. Να δούμε αν είναι εκεί ή όχι.» Πατά μερικά κουμπιά επάνω στον πομπό. «Αποκλείεται να μπορέσει να εντοπίσει από πού έρχεται η κλήση, ακόμα κι αν προσπαθήσει.» Ένας χτύπος ακούγεται από το μεγάφωνο του πομπού, επαναλαμβανόμενα. Κανείς δεν απαντά. Η Σαμάνθα κλείνει τον πομπό. «Λείπει, υποθέτω. Αλλά θα το ελέγξω κι όταν είμαστε έξω από την πόρτα της.» «Πώς;» «Ξέχασες ότι είμαι μάγισσα;» «Φυσικά…» Η Σαμάνθα καλεί τον φίλο της – που αποκλείεται να είναι φίλος· αμφιβάλλω, μάλιστα, αν τον έχει ποτέ δει στην όψη – και συνεννοείται μαζί του. Έχει φέρει τον πομπό στο αφτί της και δεν ακούω τι λέει εκείνος. Αλλά η Σαμάνθα ακούγεται να προσπαθεί να τον πείσει να έρθει τώρα. Πρέπει να υπάρχει κάποια δυσκολία. «Όχι,» του λέει, «δεν μπορώ να βρω άλλο άνθρωπο.» Και: «Ναι, το ξέρω ότι δεν είσαι ο μόνος που μπορεί ν’ανοίξει κλειδαριές, αλλά είσαι ο μόνος που μπορεί ν’ανοίξει την κλειδαριά σίγουρα και γρήγορα.» Στο τέλος, τον πείθει. Κλείνει τον πομπό και, φανερά τσαντισμένη, τον κρύβει μες στο πανωφόρι της. «Δύσκολος ο φίλος σου;» ρωτάω. «Είχε δουλειές που έπρεπε να ακυρώσει.» «Διαρρήξεις άλλων σπιτιών;» «Καμία σχέση.» Υψώνω ένα φρύδι, ερωτηματικά. «Μάγος είναι,» εξηγεί η Σαμάνθα, ξαφνιάζοντάς με, «του τάγματος των Τεχνομαθών.» «Και χρειαζόμαστε μάγο του τάγματος των Τεχνομαθών για ν’ανοίξουμε μια συνηθισμένη κλειδαριά διαμερίσματος της Θακέρκοβ;» «Δε θέλω να χρονοτριβώ και να τραβήξω την προσοχή κανενός, ούτε θέλω ν’αφήσω σημάδια. Ο φίλος μας ξέρει το Ξόρκι Ξεκλειδώματος.» «Και μ’αυτό μπαίνεις οπουδήποτε;» «Σχεδόν οπουδήποτε.» «Κανένα εργαλείο δεν είναι τέλειο, ε;» Ο μάγος έρχεται μετά από καμια ώρα. Μας ειδοποιεί μέσω του πομπού της Σαμάνθας. Η Σαμάνθα τού λέει Περίμενε, κατεβαίνουμε, και μετά καλεί πάλι το σπίτι της Καλλιστώς. Κανείς δεν απαντά. «Ωραία· εξακολουθεί να λείπει,» παρατηρεί. Συναντάμε τον μάγο έξω από την πολυκατοικία. Ένας λιγνός τύπος με πεταχτά καστανά μαλλιά, αεικίνητα μάτια, και λευκό-ροζ δέρμα. Φορά καπαρντίνα κι έχει ένα πλατύγυρο καπέλο στα χέρια, το οποίο βάζει στο κεφάλι καθώς αρχίζουμε να κατευθυνόμαστε προς τον προορισμό μας. Οι κουβέντες που ανταλλάσσουμε είναι τυπικές. «Ο μάγος;» του λέω. «Ναι,» μου λέει. Αυτά. Η Σαμάνθα δεν μιλά καθόλου. «Το κανείς συχνά αυτό;» τον ρωτάω καθοδόν. «Πρώτη φορά είναι.» Κοιτάζω τη Σαμάνθα. «Εννοεί, διάρρηξη διαμερίσματος,» μου εξηγεί εκείνη. «Γιατί, για διάρρηξη δεν πάμε;» λέει ο μάγος. Και βάζει ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, καθώς πλησιάζουμε την πολυκατοικία της Καλλιστώς. Τι φοβάται, ότι μπορεί να τον αναγνωρίσουν; Η εξώπορτα του ψηλού οικοδομήματος είναι κλειστή. Χτυπάμε στον θυρωρό για να μας ανοίξει. «Τι θέλετε;» μας ρωτά από το μεγάφωνο των κουδουνιών. Τον βλέπουμε καθισμένο στο γραφείο του, πίσω από τα κρύσταλλα της πόρτας. «Να κοιτάξουμε το χτίριο,» λέει η Σαμάνθα. «Είμαστε από την Πολεοδομία.» Ο θυρωρός έρχεται προς το μέρος μας και μας κοιτάζει πίσω από τα κρύσταλλα της πόρτας. Η Σαμάνθα βγάζει μια ταυτότητα από το σακάκι του ταγέρ της (πλαστή, φυσικά) επάνω στην οποία υπάρχει ένα (ψεύτικο, εννοείται) γυναικείο όνομα μαζί με την ένδειξη Υπάλληλος Πολεοδομίας. Ο θυρωρός μάς ανοίγει και μας αφήνει να περάσουμε. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρωτά. «Τίποτα,» του λέει η Σαμάνθα. «Ένας τυπικός έλεγχος στο χτίριο. Θα το κοιτάξουμε μόνοι μας, από πάνω ώς κάτω. Μείνετε εδώ.» Ο θυρωρός δεν φέρνει αντίρρηση, κι αρχίζουμε ν’ανεβαίνουμε τις σκάλες. Στον δεύτερο όροφο πλησιάζουμε την πόρτα του διαμερίσματος της Καλλιστώς. Η Σαμάνθα μουρμουρίζει τα λόγια για κάποιο ξόρκι και κάνει κάτι περίεργα, βιαστικά σχήματα με τα δάχτυλά της. Για λίγο είναι σιωπηλή· μετά λέει: «Άδειο.» Και γνέφει στον μάγο. Ο οποίος κάνει τα ίδια μ’εκείνη – παράξενα λόγια, μικρές περίεργες χειρονομίες κοντά στην κλειδαριά. Τουλάχιστον, σ’εμένα φαίνονται τα ίδια, που είμαι άσχετος από μαγεία. Η κλειδαριά ακούγεται να γυρίζει – κλικ… κλικ, κλικ… κλακ – και ο μάγος λέει: «Έτοιμη.» Η Σαμάνθα ανοίγει πιάνοντας το πόμολο με το γαντοφορεμένο χέρι της και μπαίνουμε στο διαμέρισμα κλείνοντας πίσω μας. «Θα βάλω τον κοριό,» μου λέει. «Εσύ ρίξε μια ματιά παντού, αλλά μην πειράξεις τίποτα από τη θέση του.» Γνέφω καταφατικά και ξεκινώ την έρευνά μου. Ο μάγος μένει πίσω, ακίνητος, απρόθυμος να μπλεχτεί στις δουλειές μας – και η Σαμάνθα δεν τον ωθεί. Τα πράγματα που βλέπω στο σπίτι της δημοσιογράφου δεν είναι τίποτα που δεν θα περίμενα. Επάνω στο γραφείο της, που βρίσκεται στο υπνοδωμάτιό της, υπάρχουν ένα σωρό χαρτιά, βιβλία, σημειωματάρια, και στιλογράφοι, καθώς επίσης και ένα σύστημα επεξεργασίας πληροφοριών συνδεδεμένο με εκτυπωτικό μηχανισμό. Μέσα στα συρτάρια δεν υπάρχει κάτι το αξιοσημείωτο – όχι με μια γρήγορη ματιά, τουλάχιστον. Αλλά η Καλλιστώ, εκτός των άλλων, έχει εκεί και κάποια όπλα: ένα μικρό πιστόλι, γεμιστήρες για το πιστόλι, τέσσερα στιλέτα, ένα ξιφίδιο, μια σιδερογροθιά. Το να είσαι δημοσιογράφος στη Θακέρκοβ, σίγουρα, δεν είναι ακίνδυνο. Ένα συρτάρι είναι κλειδωμένο, και λέω στον μάγο νάρθει να το ξεκλειδώσει. Εκείνος το κάνει. Το ανοίγω και βλέπω μέσα συσκευές αποθήκευσης δεδομένων καθώς και μικρούς δίσκους αποθήκευσης δεδομένων, μάλλον από φωτογραφικές μηχανές ή ηχοσυλλέκτες. Δεν υπάρχει χρόνος να ελέγξω τα δεδομένα, φυσικά. Κλείνω πάλι το συρτάρι και ο μάγος, μ’ένα γρήγορο ξόρκι, το κλειδώνει. Μάλλον είναι παιχνιδάκι γι’αυτόν ετούτη η κλειδαριά. Η Σαμάνθα έρχεται στο υπνοδωμάτιο. «Εντάξει;» της λέω. «Ναι, αλλά θα βάλω κι εδώ κοριό.» «Όπως νομίζεις.» Η Σαμάνθα κοιτάζει κάτω από το γραφείο ενώ εγώ πάω να κοιτάξω τι υπάρχει μέσα στη ντουλάπα. Βρίσκω ρούχα, καθώς και κάποια… μάλλον εξειδικευμένα εργαλεία. «Βιτσιόζα,» παρατηρώ. «Τι;» Η Σαμάνθα ορθώνεται και πλησιάζει. Βλέπει κι εκείνη τα λουριά, τα φίμωτρα, τα μαστίγια, και τις αλυσίδες που κρέμονται στην πίσω μεριά της ντουλάπας. «Με βάζει σε πειρασμό να τη γνωρίσω,» λέω, τραβώντας τα ρούχα για να κρύψω ξανά τα ερωτικά εργαλεία. «Κι εμένα με βάζεις εσύ σε πειρασμό να σε αφήσω εδώ για να τη γνωρίσεις όντως.» «Μη μου κάνεις ζήλιες τώρα.» Φεύγουμε από το διαμέρισμα της δημοσιογράφου, και ο μάγος κλειδώνει πάλι την εξώπορτα. Μετά, παριστάνουμε φυσικά ότι ανεβαίνουμε σ’όλους τους ορόφους της πολυκατοικίας για να τους ελέγξουμε… * Την υπόλοιπη ημέρα καθόμαστε στο νέο μας σπίτι και, χρησιμοποιώντας δύο δέκτες, ακούμε ό,τι έρχεται από τους κοριούς. Ο μάγος, ασφαλώς, δεν κάθεται μαζί μας. «Πώς τον λένε, αλήθεια;» ρωτάω τη Σαμάνθα. «Τι σημασία έχει; Μην είσαι περίεργος.» Μάλιστα. Ακόμα ένα πιόνι της Σιδηράς Δυναστείας. Όπως κι εγώ. Τα ονόματά μας δεν έχουν σημασία, πράγματι. Η Καλλιστώ έρχεται στο διαμέρισμά της το μεσημέρι. Τακ τακ τακ τακ τακ, κάνουν τα τακούνια της επάνω στο πάτωμα. Και μετά, τα βήματά της ακούγονται με περισσότερη δυσκολία· έχει βγάλει τα παπούτσια προφανώς. Δεν παραμιλά. Κρίμα. Κατά το απόγευμα, ανοίγει τον επικοινωνιακό δίαυλο του σπιτιού της – μέσα στον οποίο η Σαμάνθα έχει φυτέψει τον κοριό, οπότε μπορούμε ν’ακούσουμε όχι μόνο τι λέει η Καλλιστώ αλλά κι αυτά που της λένε, και μπορούμε επίσης να δούμε ποιον καλεί. Ένας άντρας απαντά στην κλήση της: —Ναι; —Εγώ είμαι, Αίολε. Τι κάνεις; (Αίολος; Ο άντρας της δεν είναι αυτός; Ο πρώην άντρας της.) —Καλά, εσύ; (Η φωνή του δεν φανερώνει να χαίρεται που την ακούει.) —Θα μου δώσεις να μιλήσω στον μικρό; (Δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στον οχτάχρονο γιο της.) —Δεν είναι εδώ, Καλλιστώ· έχει– —Και προχτές πάλι το ίδιο μού είπες! —Έχει πάει στο πάρκο με τη μητέρα του– —Δεν είναι μητέρα του αυτή η γυναίκα! —Καλλιστώ… —Τι «Καλλιστώ»! Του λες ότι αυτή η σκρόφα είναι μητέρα του τώρα; —Μη μιλάς έτσι– —Όπως θέλω θα μιλάω! Και δώσε μου τώρα να μιλήσω στον γιο μου – το ξέρω ότι είναι εκεί! —Δεν είναι εδώ, Καλλιστώ· σ’το είπα. Αν καλέσεις αργότερα– —Όπως την άλλη φορά; Που μου είπες ότι κοιμόταν και δεν ήθελες να τον ξυπνήσεις; —Κοιμόταν. Ήταν αργά. —Δώσε μου να του μιλήσω, Αίολε! —Δεν είναι εδώ– —Να σε φάνε τα μάτια της Λόρκης, Αίολε! Κάθαρμα! Η Καλλιστώ κλείνει απότομα τον δίαυλο, και μετά κάτι ακούγεται να σπάει μέσα στο διαμέρισμα. Και λυγμοί. Και διάφορες βρισιές. Αργότερα, ακούγονται ήχοι από τον τηλεοπτικό δέκτη της Καλλιστώς. Μετά, ο τηλεοπτικός δέκτης κλείνει και… ησυχία. «Πρέπει να έπεσε για ύπνο,» λέω στη Σαμάνθα, ενώ είμαστε καθισμένοι στον καναπέ μας. Τα έπιπλα ήρθαν το απόγευμα. «Εμείς όμως δεν πρέπει να κοιμηθούμε.» «Γιατί;» «Ή την παρακολουθούμε ή όχι. Θα κάνουμε βάρδιες. Έχουμε ακόμα κάποιες εφημερίδες να κοιτάξουμε, εξάλλου.» «Κι εγώ που ήλπιζα ότι θα προσπαθήσουμε να μείνουμε ξύπνιοι κι οι δύο» – γαργαλάω την αριστερή της πατούσα καθώς είναι μισοξαπλωμένη πάνω στον καναπέ – «όλη νύχτα.» «Όλη νύχτα; Αποκλείεται να τα καταφέρουμε.» «Δεν ξέρεις άμα δεν προσπαθήσεις.» Δεν είναι πρόθυμη να προσπαθήσει, όμως, οπότε φυλάμε βάρδιες. Τίποτα το ενδιαφέρον δεν γίνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας στο διαμέρισμα της Καλλιστώς, αλλά το πρωί, που είμαστε κι οι δύο ξύπνιοι πίνοντας καφέ, η δημοσιογράφος καλεί κάποιον. Όχι όμως μέσω του επικοινωνιακού διαύλου του σπιτιού· μέσω κάποιου τηλεπικοινωνιακού πομπού: έτσι ακούμε τη συνομιλία μονομερώς. Είσαι έτοιμη; ρωτά η Καλλιστώ. Εντάξει. Να με περιμένεις στη γωνία Χρειώδους και Κυρτής Οδού. Και να ειδοποιήσεις και τη Θεώνη… Ναι, εντάξει… Φεύγω τώρα. Την ακούμε να ετοιμάζεται. «Γιατί δεν κάλεσε μέσω του διαύλου;» λέω στη Σαμάνθα. «Δεν ξέρω. Είδες κανέναν πομπό στο σπίτι της όσο το έψαχνες;» «Όχι. Την ακολουθούμε;» «Αφού το κάνουμε, ας το κάνουμε σωστά.» Σηκωνόμαστε από το κρεβάτι και ντυνόμαστε βιαστικά. * Στην Καιροσκόπου έχει αρκετή κίνηση, αλλά όχι τόση ώστε να μη μπορώ ν’ακολουθήσω, με το τετράκυκλο της Σαμάνθας, το δίκυκλο της Καλλιστώς. Η δημοσιογράφος δεν φαίνεται να βιάζεται ιδιαίτερα. Διατηρώ, βέβαια, μια κάποια απόσταση για να μην καταλάβει ότι την ακολουθούμε. Πιάνουμε την Κεντρική Δημοσιά ανάμεσα στο Λημέρι και στον Παλαιοπώλη και πηγαίνουμε προς τα νότια. Φτάνουμε στην Κυρτή Οδό και στρίβουμε δυτικά. Στη γωνία Κυρτής Οδούς και Χρειώδους, βλέπουμε την Καλλιστώ να σταματά το δίκυκλό της για ν’ανεβεί πίσω της μια γυναίκα που περιμένει εκεί. Δε μπορούμε να διακρίνουμε το πρόσωπό της, ούτε πολλά για την εμφάνισή της γενικά, γιατί φορά κάπα και κουκούλα. Ο καιρός δεν είναι άσχημος σήμερα, επομένως υποθέτω ότι πρέπει να έχει κάποιο λόγο για να θέλει να κρύβεται. Η Καλλιστώ στρίβει το δίκυκλό της και μπαίνουν στους δρόμους του Λημεριού. Στρίβω κι εγώ, πίσω τους, σε απόσταση ασφαλείας. Οδηγώντας με προσοχή. «Εδώ,» λέω στη Σαμάνθα, «μπορεί και να μας πάρουν είδηση.» «Φρόντισε να μη μας πάρουν.» «Από τις πρώτες ημέρες του γάμου κιόλας έχεις αρχίσει να με κακομεταχειρίζεσαι.» Σε κάποια στιγμή, βλέπω την Καλλιστώ να σταματά το δίκυκλό της ενώ γύρω της είναι συγκεντρωμένοι διάφοροι τύποι που μοιάζουν ν’ανήκουν σε συμμορία. Σταματάω κι εγώ, μακριά της ξανά. Κοιτάζω από απόσταση τουλάχιστον πενήντα μέτρων. «Οι Ακανόνιστοι…» μουρμουρίζει η Σαμάνθα. «Τι;» ρωτάω, ενώ η Καλλιστώ φαίνεται να μιλά με κάποιον – έναν ψηλόλιγνο, κατάλευκο τύπο, ξυρισμένο στο κεφάλι. «Αυτές οι περιοχές είναι των Ακανόνιστων.» «Συμμορία;» «Ναι.» Μετά από μια σύντομη συνομιλία, η Καλλιστώ συνεχίζει να κινείται μες στο Λημέρι, αλλά πολύ πιο αργά και περιτριγυρισμένη από τους Ακανόνιστους. Όμως ούτε εμείς έχουμε περάσει απαρατήρητοι. Τρεις Ακανόνιστοι – όχι απ’ αυτούς που απέχουν πάνω από πενήντα μέτρα από εμάς – έρχονται προς το μέρος μας. Ο ένας, παρατηρώ, έχει καραμπίνα στον ώμο. Τι κυνηγά εδώ πέρα; Ποντίκια των υπονόμων ή των ερειπίων που άφησε πίσω του ο πόλεμος; «Συγνώμη,» λέει ο καραμπινοφόρος προσπαθώντας να με κοιτάξει από το πλαϊνό, φιμέ παράθυρο. «Μπορούμε να βοηθήσουμε; Έχετε χαθεί; Πάτε κάπου;» Κοιτάζω τη Σαμάνθα. «Τι τους λέμε, αφεντικό;» Εκείνη ανοίγει την πόρτα της και βγαίνει. «Ναι,» αποκρίνεται στον Ακανόνιστο. «Μπορείς να μας βοηθήσεις;» «Ναι, βέβαια και μπορώ. Φρουρούμε το μέρος ώστε όλοι να περνάνε μ’ασφάλεια, ξέρουμε τους δρόμους.» Η Σαμάνθα τον ρωτά πού είναι ένας συγκεκριμένος δρόμος, ο άντρας τής απαντά, η Σαμάνθα χαμογελά και τον ευχαριστεί, και ξαναμπαίνει στο όχημα. «Να κάνω πως ακολουθούμε τις οδηγίες του;» τη ρωτάω. «Ναι.» Στρίβω δεξιά. «Χάνουμε, βέβαια, τη δημοσιογράφο έτσι· το καταλαβαίνεις…» «Φυσικά και το καταλαβαίνω. Αλλά δεν θέλουμε να μας θεωρήσουν ύποπτους. –Μη μιλάς τώρα.» Πατά ένα κουμπί επάνω στη μικρή οθόνη της κονσόλας μας – αυτή που δείχνει τον χάρτη της Θακέρκοβ – και ο χάρτης εξαφανίζεται, η οθόνη σβήνει. Η Σαμάνθα παίρνει μια βαθιά ανάσα κι αρχίζει να υποτονθορύζει τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Μαγείες πάλι… σκέφτομαι. Οι μάγοι πάντα κάνουν τις τρίχες μου να ορθώνονται για κάποιο λόγο, αν και δεν μπορώ να πω ότι τους φοβάμαι. Αναρωτιέμαι πώς μπορώ να κοιμάμαι με μια μάγισσα. Αλλά τότε, όταν είμαστε αγκαλιασμένοι, δεν περνά απ’το μυαλό μου ότι είναι μάγισσα· είναι σαν κάθε άλλη γυναίκα. Μπορεί να υφάνει ξόρκι ενώ κάνει έρωτα, άραγε; Μια κόκκινη κουκίδα εμφανίζεται ξαφνικά επάνω στη σβηστή οθόνη: μια κουκίδα που προχωρά. «Τι είν’ αυτό;» ρωτάω. «Η Καλλιστώ,» αποκρίνεται η Σαμάνθα. «Εσύ…;» «Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Αλλά δεν το ξέρω και τόσο καλά. Ούτε την Καλλιστώ ξέρω τόσο καλά. Οπότε σώπα και πήγαινε προς τα εκεί.» Δείχνει. Στρίβω. «Και όχι γρήγορα,» μου λέει. Κόβω ταχύτητα. Η κόκκινη κουκίδα συνεχίζει να κινείται ενώ η Σαμάνθα έχει το βλέμμα της εστιασμένο στη σβηστή οθόνη. Μετά, μουρμουρίζει πάλι κάτι περίεργα λόγια και πατά το κουμπί που ενεργοποιεί την οθόνη και κάνει τον χάρτη της Θακέρκοβ να παρουσιαστεί. Τώρα η κουκίδα είναι πάνω στον χάρτη. Οδηγώ αργά μέσα στους δρόμους του Λημεριού, βλέποντας γύρω μου θεάματα ανάμικτα: οικήματα εγκαταλειμμένα, καταστήματα που φαίνεται να λειτουργούν κανονικά, αστέγους και ζητιάνους στις γωνίες, ανθρώπους που πηγαίνουν στις δουλειές τους σαν να μην τρέχει τίποτα, οχήματα που μεταφέρουν πράγματα ή κόσμο, ένα κάρο που το τραβά μουλάρι και μεταφέρει διάφορες μεταλλικές σαβούρες… Όταν η κόκκινη κουκίδα σταματά να κινείται, η Σαμάνθα μού λέει κι εμείς να σταματήσουμε, και σταθμεύω σε μια γωνία πλάι σ’ένα εστιατόριο, που έχει λίγο κόσμο τέτοια πρωινή ώρα. «Πού είναι η δημοσιογράφος, ξέρεις;» ρωτάω. «Όχι.» Εξακολουθεί να ατενίζει αποκλειστικά την οθόνη. Περιμένουμε λίγο ακόμα, αλλά η κόκκινη κουκίδα δεν κινείται. Μετά εξαφανίζεται. «Τι έγινε;» «Δε μπορώ να διατηρώ άλλο το ξόρκι.» Η Σαμάνθα τρίβει τους κροτάφους της. «Μου φέρνει πονοκέφαλο.» «Νόμιζα ότι ήσουν καλή στη μαγεία.» «Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως δεν είναι της ειδικότητάς μου!» λέει απότομα. «Τι κάνουμε, λοιπόν, τώρα;» ρωτάω. «Φεύγουμε; Ή πάμε προς τα εκεί όπου πήγε κι η δημοσιογράφος;» Η Σαμάνθα σμίγει τα χείλη διστακτικά. «Όχι,» λέει τελικά. «Καλύτερα να μείνουμε εδώ. Δεν είδες πώς την είχαν περιτριγυρίσει οι Ακανόνιστοι; Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά δεν θέλω προβλήματα μαζί τους. Όχι χωρίς καλό λόγο, τουλάχιστον.» «Να φύγουμε, τότε. Τι να κάνουμε εδώ;» «Περίμενε, γαμώτο!» Τι να της πεις; Ανάβω τσιγάρο και περιμένω. Μετά από λίγο, αρχίζει πάλι να μουρμουρίζει κάποιο ξόρκι. Η κόκκινη κουκίδα παρουσιάζεται στον χάρτη της οθόνης. Στο ίδιο σημείο με πριν. Η Σαμάνθα μοιάζει τελείως αυτοσυγκεντρωμένη. Με φρικάρει έτσι όπως τα μάτια της φαίνεται να μην ανοιγοκλείνουν καθόλου (αν και στην πραγματικότητα ανοιγοκλείνουν – ελάχιστα). Μου θυμίζει εκείνες τις κούκλες που βάζουν στα καταστήματα ρούχων, γαμώ τα μαλλιά της Λόρκης. Τελειώνω το τσιγάρο και το σβήνω στο τασάκι του οχήματος. Μετά από κανένα τέταρτο, η κουκίδα αρχίζει πάλι να προχωρά. Φαίνεται να επιστρέφει προς τη μεριά απ’όπου ήρθε. «Την ακολουθούμε;» ρωτάω. «Ναι,» λέει η Σαμάνθα. Βλέπω ένα μικρό ρυάκι ιδρώτα να κυλά από τον αριστερό της κρόταφο. Πατάω το πετάλι του οχήματος, στρίβω το τιμόνι, και φεύγουμε. Ακολουθώ την κόκκινη κουκίδα επάνω στον χάρτη. Απομακρυνόμαστε από αυτή την περιοχή του Λημεριού, πηγαίνουμε ανατολικά. Αν ο χάρτης στην οθόνη τα λέει σωστά, τώρα κινούμαι παράλληλα με την Καλλιστώ. Η κόκκινη κουκίδα ξαφνικά παύει να μετακινείται ενώ ακούω έναν δυνατό κρότο – από τη μεριά της δημοσιογράφου. Και μετά φωνές. Και πυροβολισμούς. Τι σκατά συμβαίνει; Σταματάω απότομα. Η Σαμάνθα γρυλίζει και πιάνει το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια της. Βλεφαρίζει έντονα. Η κουκίδα έχει εξαφανιστεί από την οθόνη. «Τι συμβαίνει;» ρωτάω. «Πού σκατά να ξέρω – μάντισσα είμαι;» Είναι τσαντισμένη. Το κεφάλι της πρέπει πάλι να πονά, μάλλον χειρότερα από πριν. «Μείνε εδώ,» λέω και κάνω ν’ανοίξω την πόρτα μου. «Όχι!» Απλώνει το χέρι της για ν’αρπάξει το χέρι μου. Την αγνοώ και βγαίνω από το όχημα. «Ζορδάμη!» «Θα προσέχω,» της λέω και κλείνω την πόρτα. Πηγαίνω προς τη μεριά της φασαρίας, κρατώντας το πιστόλι μου κρυμμένο μέσα στην τσέπη της καπαρντίνας μου, οπλισμένο και έτοιμο. Βαδίζω γρήγορα, χωρίς να τρέχω. Φτάνοντας σε μια γωνία αντικρίζω χαλασμό. Το δίκυκλο της δημοσιογράφου είναι πεσμένο στο οδόστρωμα· κουκουλοφόροι και μασκοφόροι με όπλα – ρόπαλα, αλυσίδες, πυροβόλα, σπαθιά – βρίσκονται παντού· μια γυναίκα (μασκοφόρος) πυροβολεί με την καραμπίνα της την Καλλιστώ και της φωνάζει «ΤΡΕΧΑ!»· η Καλλιστώ, που απομακρύνεται κουτσαίνοντας ελαφρώς, αρχίζει να τρέχει ενώ η μασκοφόρος ρίχνει ακόμα μερικές ριπές στο οδόστρωμα. Η άλλη γυναίκα, που ήταν πριν μαζί με τη δημοσιογράφο, δεν φαίνεται πουθενά. Σίγουρα όμως δεν είναι νεκρή· δεν βλέπω το πτώμα της. Πρέπει να την άρπαξαν. Γιατί; Τι σκατά συμβαίνει εδώ; Ακολουθώ την Καλλιστώ, όχι από πίσω (και περισσότερο, φυσικά, φοβάμαι τους παράξενους μασκοφόρους και κουκουλοφόρους, όχι εκείνη) αλλά από έναν δρόμο παράλληλο ως προς αυτόν όπου η δημοσιογράφος τρέχει. Μετά από λίγο, από ένα κάθετο στενορύμι γεμάτο σκουπίδια και πεινασμένες γάτες που ψάχνουν για ποντικούς, βλέπω έναν γρύπα να προσγειώνεται μπροστά στην Καλλιστώ. Και πάνω του είναι καθισμένη μια αερομεταφορέας με κατάμαυρο δέρμα και μακριά γαλανά μαλλιά δεμένα αλογοουρά. Ανταλλάσσει μερικές κουβέντες με την Καλλιστώ και μετά η δημοσιογράφος ανεβαίνει στον γρύπα και φεύγουν πετώντας. Παράξενο; Ή όχι; Την περίμενε η γρυποκαβαλάρισσα; Την παρακολουθούσε; Δε θυμάμαι να είδα κανέναν αερομεταφορέα πριν. Αλλά δεν κοίταζα ψηλά, βέβαια… Επιστρέφω γρήγορα στο όχημά μου και στη Σαμάνθα. Η οποία με αγριοκοιτάζει με μάτια κατακόκκινα. «Τι έχεις, μα τα κέρατα του Κάρτωλακ;» τη ρωτάω. «Σαν άρρωστη είσαι.» «Το γαμημένο ξόρκι,» μου λέει τρίβοντας το αριστερό της μάτι. «Με κούρασε… Δε βλέπω καλά.» «Δε βλέπεις καλά; Τι εννοείς;» «Θολά. Θα συνέλθω. Το έχω ξαναπάθει. Εσύ πού σκατά είχες πάει; Σου είπα να μείνεις εδώ, γαμώ τα μυαλά σου!» «Ήθελα να δω τι γινόταν, κι αυτά που είδα… έχουν ενδιαφέρον, νομίζω.» «Τι είδες;» Τρίβει τα μάτια της, βλεφαρίζει έντονα. Της λέω τι είδα. «Δηλαδή, τους επιτέθηκαν; Γιατί; Για να τις ληστέψουν;» Συνοφρυώνομαι. Για να τις ληστέψουν; «Δε νομίζω, Σαμάνθα. Κατά πρώτον, την Καλλιστώ την έδιωξαν πυροβολώντας την, δεν την έψαξαν. Το αποκλείω να πρόλαβαν να την ψάξουν προτού φτάσω εκεί. Και η άλλη γυναίκα – αυτή με την κάπα και την κουκούλα – είχε ήδη εξαφανιστεί, την είχαν αρπάξει. Δεν ήταν πουθενά πεσμένη.» «Μπορεί νάχε φύγει τρέχοντας.» «Μάλλον όχι· τις είχαν περικυκλώσει. Νομίζω πως η όλη ιστορία στήθηκε για να απαγάγουν τη γυναίκα με την κάπα. Εκτός αν απλά ήθελαν το δίκυκλο… Αλλά, σ’αυτή την περίπτωση, γιατί να μη διώξουν και τη γυναίκα με την κάπα όπως έδιωξαν τη δημοσιογράφο;» «Ναι…» μουρμουρίζει η Σαμάνθα, τρίβοντας τα κλειστά της βλέφαρα. Αναστενάζει. «Πάμε σπίτι,» λέει. Πατάω το πετάλι και οδηγώ το όχημά μας έξω από το Λημέρι, στην Κεντρική Δημοσιά, και μετά στη Μικρόπολη. Το αφήνουμε στο γκαράζ και βαδίζουμε προς την πολυκατοικία μας. Τα μάτια της Σαμάνθας εξακολουθούν να είναι κόκκινα, και την κρατάω αγκαζέ καθώς περπατάμε· μου δίνει την εντύπωση ότι φοβάται μήπως σκοντάψει. Όταν ανεβαίνουμε στο διαμέρισμά μας, βάζει μερικές σταγόνες από ένα κολλύριο στα μάτια της και, χωρίς να βγάλει τα ρούχα της, ξαπλώνει ανάσκελα στο κρεβάτι, κλείνοντας τα βλέφαρα. Μου ζητά να της φέρω δύο κομμάτια μπαμπάκι ποτισμένα με κρύο νερό. Πηγαίνω στο μπάνιο και της τα φέρνω. Τα βάζει επάνω στα κλειστά μάτια της. «Είσαι καλύτερα τώρα;» τη ρωτάω. «Όχι. Αλλά θα συνέλθω· σε κανένα μισάωρο πρέπει νάχω συνέλθει.» Πηγαίνω και ενεργοποιώ τους δέκτες των κοριών που έχουμε φυτέψει στο σπίτι της Καλλιστώς, και περιμένω ν’ακούσω κάτι. Όμως δεν ακούω τίποτα. Ούτε καν βήματα. Η δημοσιογράφος μάλλον δεν είναι εκεί. Πού τη μετέφερε η γρυποκαβαλάρισσα; Ποια είναι αυτή η αερομεταφορέας; Κατάμαυρο δέρμα, μακριά γαλανά μαλλιά. Μπορούμε να ψάξουμε γι’αυτήν. Πόσοι αερομεταφορείς είναι στη Θακέρκοβ; Και πόσες γυναίκες αερομεταφορείς, με κατάμαυρο δέρμα και μακριά γαλανά μαλλιά; Από την άλλη, βέβαια, γιατί να μας ενδιαφέρει; Όλα αυτά που είδαμε σήμερα δεν φαίνεται να έχουν καμία σχέση με την Πριγκίπισσα της Οργής.
Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. |
|||