Επεισόδιο 8
ΣΠΑΣΜΕΝΕΣ ΓΛΑΣΤΡΕΣ

Ένας άντρας είναι σκαρφαλωμένος στην οροφή ενός εγκαταλειμμένου χτιρίου στο Λημέρι. Λαχανιασμένος, μέσα στη νύχτα. Τρομοκρατημένος. Κοιτάζει τους δρόμους από κάτω και βλέπει τους διώκτες του να έρχονται. Προς στιγμή ελπίζει ότι δεν θα τον δουν, αλλά μετά ακούει φωνές: Εκεί πάνω είναι ο μπάσταρδος! Εκεί!

Ο άντρας τραβά το ξιφίδιό του, αν και ξέρει ότι είναι τελειωμένος.

Μετά, βλέπει έναν γρύπα να φτερουγίζει στον νυχτερινό ουρανό, περνώντας μπροστά από το φεγγάρι. Ακόμα μια ελπίδα! Ο άντρας αρχίζει να φωνάζει στον γρυποκαβαλάρη: Βοήθεια! Βοήθεια! Σε παρακαλώ, βοήθησέ με βοήθησέ με σε παρακαλώ!

Η Θεώνη Μικρόδενδρη αποφασίζει να μην τον αφήσει στο έλεος αυτών που τον κυνηγάνε. Τους βλέπει να συγκεντρώνονται κάτω από το μισογκρεμισμένο οικοδόμημα – ένα από τα απομεινάρια του τελευταίου πολέμου – και οι διαθέσεις τους είναι φανερές. Θάνατος, λέει το γυάλισμα των λεπίδων στα χέρια τους.

Η Θεώνη κατεβάζει τον Αδιάσειστο κοντά στην οροφή του χτιρίου. «Τι θέλεις;»

«Πάρε με!» ζητά ο άντρας κρύβοντας το ξιφίδιό του μέσα στην τριμμένη κάπα του. Τα μάτια του είναι διασταλμένα, αίμα κυλά από τη μύτη του. Το δέρμα του είναι λευκό με απόχρωση του ροζ, τα μαλλιά του καστανά, κι έχει ένα άσχημο έκζεμα στο σαγόνι. «Πάρε με, θα σε πληρώσω, σε παρακαλώ!»

«Ανέβα, γρήγορα!» Η Θεώνη δεν βάζει τον γρύπα της να πατήσει πάνω στην παλιά οροφή. Ο άντρας πηδά και πιάνεται στη σέλα, σκαρφαλώνει επάνω.

Η Θεώνη πετά ψηλά ξανά. Οι φτερούγες του Αδιάσειστου τραγουδούν έντονα, ανεβοκατεβαίνοντας, χαϊδεύοντας τον αέρα.

Από κάτω οργισμένες φωνές, βρισιές, και κατάρες αντηχούν.

«Σ’ευχαριστώ,» λέει ο άντρας ξεροκαταπίνοντας. «Σ’ευχαριστώ.»

«Να με πληρώσεις έχεις;»

«Θα σου χρωστάω. Λέω αλήθεια. Θα το κανονίσουμε.»

Η Θεώνη πετά προς τα νότια. «Άσ’ το, ξέχνα το. Στο δρόμο μου είσαι, ούτως ή άλλως.»

«Σ’ευχαριστώ, κυρία. Δε… δε σταματάνε όλοι… Οι γρυποκαβαλάρηδες, εννοώ. Θα το ξέρεις…»

«Το ξέρω. Δεν ήσουν καν σε εξέδρα σηματοδότησης. Ποιοι σε κυνηγούσαν;»

«Οι Κουρδισμένοι.»

«Η συμμορία;»

«Ναι, αυτοί.»

«Τι τους έκανες;»

«Κάτι να φάω ήθελα, για όνομα της Μεγάλης Αρτάλης, κυρία. Το ζήτησα πρώτα…»

«Και μετά το έκλεψες;»

«Τι να κάνω, κυρία; Παιδί της πέτρας είμαι.» Μεγαλωμένος στους δρόμους, δηλαδή, χωρίς οικογένεια.

«Και μόνο επειδή έκλεψες λίγο φαγητό σε κυνηγούσαν για να σε σκοτώσουν;»

«Πήρα και κάτι μπότες κι ένα ρολόι. Τι να κάνω, κυρία; Με είχαν ληστέψει προχτές· δεν έχω τίποτα. Είχα βρει κάτι ήλιους καταχωνιασμένους σ’ένα παλιό οίκημα και τους είχα πάρει, και… δεν ξέρω ποιος με κατάλαβε πως είχα τόσους ήλιους άλλα ήρθανε και μου τους πήραν, κυρία. Έπρεπε νάμουνα πιο προσεχτικός, κυρία.»

«Ποιος σε λήστεψε;»

«Οι Ακανόνιστοι. Είπανε πως δεν πρέπει νάχω τόσα λεφτά πάνω μου· είναι κακό, είπαν, να τάχω εγώ ενώ άλλοι πεινάνε· έπρεπε να τα είχα μοιραστεί. Και με τιμώρησαν και μου τα πήραν όλα· μου πήραν και τα παπούτσια μου και ό,τι άλλο είχα – ευτυχώς, μ’αφήσαν τούτη την κάπα, κυρία, αλλιώς θάχα ξεπαγιάσει τέτοιο κρύο που κάνει.»

«Λοιπόν,» λέει η Θεώνη, «θα σ’αφήσω στον Ναό της Αρτάλης. Ζήτα εκεί και ίσως κάτι να σου δώσουν. Συμφωνείς;»

«Εντάξει, κυρία. Είμαι ευγνώμων. Και θα προσπαθήσω να σε πληρώσω με την πρώτη ευκ–»

«Ξέχνα το,» του ξαναλέει η Θεώνη. «Είπαμε, ήσουν στο δρόμο μου.»

«Είσαι πολύ καλή, κυρία.»

«Εγώ και η Πριγκίπισσα της Οργής…»

Ο άντρας γελά. «Όχι, κυρία· αυτή θα με καθάριζε, είμαι σίγουρος, θα με θεωρούσε ληστή και κλέφτη και κάτι που πρέπει να βγει απ’τη μέση· όλα τα παιδιά της πέτρας έτσι τα θεωρεί.»

«Ίσως,» λέει η Θεώνη. «Πώς σε λένε;»

«Ηρακλή.»

Όταν φτάνουν στον Ναό, έχοντας περάσει πάνω από το Λημέρι, η αερομεταφορέας αφήνει το παιδί της πέτρας να κατεβεί κοντά στον Ναό της Αρτάλης.

«Πήγαινε μέσα και πες στις ιέρειες ότι χρειάζεσαι κάποια οικονομική βοήθεια.»

«Ευχαριστώ, κυρία. Ευχαριστώ πολύ.»

Η Θεώνη τον χαιρετά μ’ένα νεύμα και υψώνεται πάλι στον ουρανό, πάνω από τα οικοδομήματα της Θακέρκοβ, που τα φωτισμένα παράθυρά τους γυαλίζουν μες στη νύχτα.

Πετά προς μια από τις πολυκατοικίες του Ναού, και πλησιάζει ένα μπαλκόνι στον τέταρτο όροφο, βάζοντας τον Αδιάσειστο να φτερουγίσει μπροστά του, ακίνητος στον αέρα. Η Θεώνη σφυρίζει έντονα, με δυο γαντοφορεμένα δάχτυλα στο στόμα της.

Η μπαλκονόπορτα ανοίγει και η Μαρλιέσσα Κέρενκοφ βγαίνει, ντυμένη με μάλλινη μπλούζα και γκρίζο παντελόνι.

«Σ’το έφερα,» της λέει η Θεώνη και της πετά ένα τυλιγμένο πακέτο.

Η Μαρλιέσσα το πιάνει άνετα. «Περίμενε. Θέλω να μιλήσουμε.»

«Τώρα;»

«Ναι.»

«Πρέπει να βάλω τον γρύπα στο μπαλκόνι σου.»

Η Μαρλιέσσα μπαίνει πάλι στο διαμέρισμά της. «Δεν έχω πρόβλημα. Αλλά πρόσεχε τις γλάστρες.»

«Είναι σημαντικό, δηλαδή;»

«Αρκετά σημαντικό.»

«Ό,τι πεις εσύ.» Η Θεώνη προσγειώνει τον Αδιάσειστο με το ζόρι στο μικρό μπαλκόνι. Μια γλάστρα σπάει. «Συγνώμη,» λέει στη Μαρλιέσσα. Κατεβαίνει από τον γρύπα και τον χαϊδεύει στο κεφάλι. «Περίμενε εδώ, Αδιάσειστε. Εδώ.» Δένει τα χαλινάρια του στα κάγκελα του μπαλκονιού, και μπαίνει στο διαμέρισμα όπου την περιμένει η χωροφύλακας.

«Τι είναι;» ρωτά η Θεώνη βγάζοντας τα γυαλιά της, που δεν είναι σκούρα τώρα, τη νύχτα – διαφορετικό ζευγάρι από αυτά που χρησιμοποιεί το πρωί.

Η Μαρλιέσσα ρίχνει το πακέτο πάνω σε μια πολυθρόνα του καθιστικού. «Η Καλλιστώ. Θέλει να πάει να πάρει συνέντευξη απ’το Στόμα του Χάους. Και θέλει να πάω μαζί της.»

«Από τον αρχηγό των Ακανόνιστων;»

Η Μαρλιέσσα τής εξηγεί τι σκέφτεται να κάνει η Καλλιστώ. «Μπορείς να της μιλήσεις;» ρωτά, τέλος.

«Τι να της πω εγώ;» Η Θεώνη έχει βγάλει τα γάντια της και τα έχει περάσει στη ζώνη της. Έχει πιάσει ένα μπουκάλι κρασί από την κάβα της Μαρλιέσσας κι έχει γεμίσει ένα ποτήρι, πίνοντας δυο γουλιές για να ζεσταθεί. «Τόσα χρόνια δημοσιογράφος είναι–»

«Μπορείς να τη μεταπείσεις, Θεώνη! Εσύ μπορείς, εγώ δεν μπορώ.»

Η Θεώνη ρουθουνίζει. «Κάνεις λάθος. Ούτε εγώ μπορώ. Μην πας μαζί της, αν νομίζεις ότι είναι παρακινδυνευμένο.»

«Δε θα την αφήσω να πάει μόνη της!» λέει έντονα η Μαρλιέσσα. «Το ξέρεις ότι δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω να πάει μόνη της.»

«Να προσέχετε, κι οι δυο σας.» Η Θεώνη αφήνει το κρασί επάνω στην κάβα.

«Μόνο αυτό έχεις να πεις; Να προσέχουμε;»

«Τι θες να κάνω, Μαρλιέσσα;»

«Να της μιλήσεις, βέβαια!»

«Μη λες ανοησίες. Αν η Καλλιστώ θέλει να πάει, θα πάει. Να έχετε το νου σας, πάντως, γιατί τώρα μόλις έσωσα έναν άνθρωπο που οι Ακανόνιστοι είχαν ληστέψει.»

«Τι; Τι έγινε;»

Η Καλλιστώ τής λέει.

«Και οι Ακανόνιστοι και οι Κουρδισμένοι άθλιοι είναι,» λέει η Μαρλιέσσα, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά της, άγρια συνοφρυωμένη, μοιάζοντας να θέλει να δείρει κάποιον.

«Τέλος πάντων. Φεύγω. Πότε σκέφτεστε να πάτε να πάρετε συνέντευξη από το Στόμα του Χάους;»

«Δεν έχουμε αποφασίσει ακόμα.»

Η Θεώνη ανοίγει τη μπαλκονόπορτα. «Να με ειδοποιήσεις εκείνη τη μέρα.»

Η Μαρλιέσσα την ακολουθεί. «Δε θα της μιλήσεις;»

«Μη λες μαλακίες, έτσι;» Η Θεώνη λύνει τον Αδιάσειστο από τα κάγκελα του μπαλκονιού και τον καβαλά. «Η Καλλιστώ δημοσιογραφούσε όταν εγώ ακόμα οδηγούσα επιβατηγό όχημα. Εκείνο που θέλει θα το κάνει.»

«Γαμιέσαι,» της λέει η Μαρλιέσσα, στραβομουτσουνιάζοντας.

«Δυστυχώς, όχι απόψε.»

Ο Αδιάσειστος φτερουγίζει, φεύγοντας από το μπαλκόνι – και σπάζοντας άλλη μια γλάστρα κατά την απογείωσή του.

«Γαμώ το άθλιο ζώο σου, γαμώ…» μουγκρίζει η Μαρλιέσσα κοιτάζοντας τις διαλυμένες γλάστρες, ενώ η γρυποκαβαλάρισσα είναι ήδη μακριά από την πολυκατοικία της.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.