Επεισόδιο 7 «Έχω μια απορία, αγάπη μου,» λέω στη Σαμάνθα, καθώς έχουμε επιστρέψει μέσα στο όχημά της και ενεργοποιώ τα συστήματά του, καθισμένος μπροστά στο τιμόνι, ενώ εκείνη κάθεται δίπλα μου. «Μην είσαι διστακτικός τώρα, αγάπη μου.» «Γιατί η Πριγκίπισσα της Οργής να βγάλει τη μαύρη ενδυμασία της προκειμένου να πάει να λυγίσει το κάγκελο και να φύγει; Γιατί να μη φύγει ντυμένη στα μαύρα;» «Είναι προφανές το γιατί, νομίζω.» Καθώς βάζω τους τροχούς μας σε κίνηση, λέω: «Για εμένα, όχι. Θεώρησε ότι είμαι διανοητικά καθυστερημένος και εξήγησέ μου.» «Όταν δολοφονούσε τον Άρη Νυχταστέρη, η μαύρη ενδυμασία έκρυβε την όψη της· μετά, όμως, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τραβήξει την προσοχή επάνω της μέσα στη δεξίωση. Επομένως, έπρεπε να την ξεφορτωθεί, γρήγορα. Την ξεφορτώθηκε, λοιπόν, και δεν μπορούσε πλέον κανένας να τη διακρίνει ως τίποτα περισσότερο από άλλη μια καλεσμένη. Ενώ γινόταν χαλασμός στην ανατολική μεριά, εξαιτίας του φόνου, εκείνη πέρασε ανενόχλητα μέσα από τον κόσμο, έφτασε στη δυτική μεριά, λύγισε το κάγκελο χρησιμοποιώντας το θερμικό της πιστόλι, και έφυγε. Κι ακόμα κι αν πέρασε από τηλεοπτικούς πομπούς στους δρόμους της Γραμμής, αυτοί οι πομποί δεν κατέγραψαν τίποτα το ιδιαίτερο· απλώς μια γυναίκα – μια οποιαδήποτε γυναίκα – να βαδίζει.» «Χμ,» αποκρίνομαι. «Έτσι όπως το λες, ακούγεται λογικό.» «Δε μπορώ να είμαι απόλυτα σίγουρη ότι αυτό έγινε. Αλλά είναι, νομίζω, το πιθανότερο.» «Και πώς μπήκε στη δεξίωση, Σαμάνθα;» ρωτάω ενώ οδηγώ το όχημά μας προς την Ανατολική Λεωφόρο, έξω από τη Γραμμή. «Αυτό δεν το ξέρω. Υποθέτω, αναμιγμένη με τον υπόλοιπο κόσμο. Πώς αλλιώς; Εκτός αν σκαρφάλωσε το τείχος· αλλά, δεδομένου ότι μετά λύγισε το κάγκελο για να βγει, δεν το θεωρώ πιθανό.» «Χμ. Και τι κάνουμε τώρα; Επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο, έτσι;» «Ναι. Έχουμε υλικό να μελετήσουμε.» «Πριν ή μετά το φαγητό;» Είναι μεσημέρι ήδη. «Ενώ τρώμε.» «Αυτό δεν είναι καλό για τη χώνεψη, αγάπη μου, και το ξέρεις.» «Κρίμα,» λέει κυνικά η Σαμάνθα. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να είχα παντρευτεί μια άγνωστη… Καθώς οδηγώ το όχημά μας προς τα βόρεια, επί της Ανατολικής Λεωφόρου, ανάμεσα στη Γραμμή και στον Παλαιοπώλη, κατευθυνόμενος προς τη Λεωφόρο Ύδατος, ρωτάω τη Σαμάνθα: «Είσαι ιδιωτική ερευνήτρια;» «Για τώρα, φαίνεται πως πρέπει να είμαι.» «Μη μου λες τέτοια, αγάπη μου–» «Μη με λες ‘αγάπη μου’ συνέχεια!» κάνει απότομα, τσαντισμένη. Ανασηκώνω τους ώμους. «Αφού πρέπει να δείχνουμε παντρεμένοι…» «Συγκρατήσου, τουλάχιστον, όταν είμαστε μόνοι.» Αναρωτιέμαι αν το έχει μετανιώσει που είμαι μαζί της σε τούτη τη δουλειά. Αποφασίζω να μην το παρατραβήξω. «Τέλος πάντων. Είσαι ιδιωτική ερευνήτρια ή δεν είσαι; Και μιλάω γενικά – όχι ‘για τώρα’.» «Να κοιτάζεις τη δουλειά σου,» μου λέει, όχι τόσο απότομα όσο πριν. «Απλά αναρωτιέμαι. Σίγουρα έχεις αξιοσημείωτη εμπειρία από τέτοια πράγματα. Έτσι φαίνεται, τουλάχιστον.» (Θα πιάσει, άραγε, που την κολακεύω;) «Πρέπει να είσαι ή ιδιωτική ερευνήτρια, ή κατάσκοπος, ή κάτι παρόμοιο.» Η Σαμάνθα γελά. «Θεοί… τι υποθέτει ο κόσμος για σένα, όταν κάνεις όπως πρέπει τη δουλειά σου.» «Δεν είμαι ‘ο κόσμος’· είμαι ο άντρας σου. Να είσαι πιο ανοιχτή μαζί μου.» Η Σαμάνθα μού κάνει μια αισχρή χειρονομία, χωρίς να στραφεί να με κοιτάξει. «Όπως νομίζεις,» λέω υπομειδιώντας. «Όπως νομίζεις.» Πιάνω τη Λεωφόρο Ύδατος και στρίβω αριστερά. Προς τα εκεί είναι η Γωνιά· δε νομίζω να κάνω λάθος. Περνάμε δίπλα από ένα οικοδόμημα που η πινακίδα του γράφει ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΦΡΟΥΡΑΡΧΕΙΟ ΘΑΡΚΕΡΚΟΒ. «Εδώ έφεραν τη δημοσιογράφο, ε;» «Ναι,» απαντά η Σαμάνθα. «Νομίζεις ότι θα είχε νόημα να την αναζητήσουμε, για να της μιλήσουμε κι εμείς;» «Νομίζεις εσύ ότι έκρυψε κάτι από τους χωροφύλακες;» «Μπορεί… αν φοβόταν. Ή ίσως να συνέβη τίποτα μετά από τη συζήτησή της με τους χωροφύλακες.» «Γιατί υποθέτεις κάτι τέτοιο;» «Γιατί, όταν τη συναντήσαμε στο αρχείο της εφημερίδας, μου φάνηκε πολύ καχύποπτη, όπως σου είπα: σχεδόν λες και φοβόταν ότι κάποιος – ή κάποια – την παρακολουθεί.» «Η Πριγκίπισσα της Οργής;» «Γιατί όχι; Έτσι κι αλλιώς, δεν ξέρουμε τι λόγους έχει για τις επιθέσεις της.» Η Σαμάνθα μένει σιωπηλή. Φτάνω στην Καιροσκόπου και βλέπω τη Γωνιά αντίκρυ μου. Στρίβω και μπαίνω στους δρόμους της. «Τι λες, λοιπόν;» ρωτάω. «Θα δούμε. Πρώτα θα μελετήσουμε τα στοιχεία που έχουμε συγκεντρώσει.» Αφού αυτά τα στοιχεία – απλές αναφορές της εφημερίδας «Τα Νέα της Θακέρκοβ» – δεν βοήθησαν κανέναν σε τούτη την πόλη να εντοπίσει την Απρόσωπη Πριγκίπισσα, γιατί να βοηθήσουν εμάς; αναρωτιέμαι. Αλλά δεν λέω τίποτα στη Σαμάνθα. Οδηγώ το όχημά μας ώς τον Ήδιστο. Το αφήνουμε στο γκαράζ του ξενοδοχείου και βγαίνουμε, παριστάνοντας το νιόπαντρο ζευγάρι – αγκαλιασμένοι, όλο χαμόγελα και χαρωπό βάδισμα. Η Σαμάνθα ζητά να μας φέρουν φαγητό στο δωμάτιό μας και ανεβαίνουμε εκεί, στον έκτο όροφο. Αδειάζει τις εφημερίδες από την τσάντα της επάνω στο κρεβάτι. Βγάζουμε τα πιο βαριά ρούχα μας κι αρχίζουμε να διαβάζουμε για τα κατορθώματα της Πριγκίπισσας της Οργής στη Θακέρκοβ. Σε κάποια στιγμή η πόρτα χτυπά· η Σαμάνθα σηκώνεται, ανοίγει, και παραλαμβάνει τον δίσκο με το φαγητό μας. Αναρωτιέμαι αν ο υπάλληλος του ξενοδοχείου είδε το κρεβάτι μας γεμάτο εφημερίδες· κι αν ναι, σε τι συμπέρασμα μπορεί να έφτασε; ότι έχουμε κάποιο μυστηριώδες φετίχ με τον Τύπο; Καθώς τρώμε συνεχίζουμε την ανάγνωση, ανταλλάσσοντας εφημερίδες ή διαβάζοντάς τες καθισμένοι πλάι-πλάι. Για όνομα της Λόρκης… έχω αρχίσει να θυμάμαι το σχολείο. Επιδίωκα πάντα να διαβάζω πλάι-πλάι με τις συμμαθήτριες, αλλά ήταν κι αυτές πολύ προκλητικές… Όταν έχουμε τελειώσει με την ανάγνωση είναι πια απόγευμα, και έχουμε συγκεντρώσει τις εξής πληροφορίες: Η Πριγκίπισσα της Οργής έχει σκοτώσει, ώς τώρα, έναν ενεχυροδανειστή, δύο βιαστές, τέσσερις ληστές των δρόμων της Θακέρκοβ (δύο από τους οποίους ανήκαν σε συμμορίες του Λημεριού, ενώ ο ένας ήταν κάποιος τύπος στο Χωνευτήρι, βόρεια του ποταμού Κάλμωθ, και η τελευταία ήταν μια πονηρή κλέφτρα των Ακροκατοικιών), έναν καπετάνιο ποταμόπλοιου στις Λιμανοκατοικίες, έναν βιομήχανο που είχε εργοστάσιο παραγωγής μαστίχας στους Δεντρόκηπους (μια ακριανή συνοικία, νότια του Γύρου και του Ναού, στα όρια της πόλης), έναν δημοσιογράφο της εφημερίδας «Το Μάτι», και τον Άρη Νυχταστέρη. Στην αρχή, η Πριγκίπισσα της Οργής δεν ονομαζόταν έτσι. Δεν ονομαζόταν καν Απρόσωπη Πριγκίπισσα. Κανένας δεν ήξερε πώς να ονομάσει τη μυστηριώδη εκδικήτρια που παρουσιαζόταν πάντα με κουκούλα ή με πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι και μαντήλι στην κάτω μεριά του προσώπου ή μάσκα σ’ολόκληρο το πρόσωπο. Συνήθως, όμως, η γυναίκα αυτή έγραφε ΟΡΓΗ κάπου κοντά στα θύματά της – με το αίμα τους. Έτσι πήρε το επίσημο όνομά της: Πριγκίπισσα της Οργής. Και το Απρόσωπη Πριγκίπισσα πρέπει να της το κόλλησαν για προφανείς λόγους. Ορισμένοι υπέθεταν, και ακόμα υποθέτουν, ότι είναι δαιμόνισσα της Λόρκης· ή ιέρεια της Λόρκης· ή κάποια παλιά επαναστάτρια η οποία, τώρα που δεν υπάρχουν πια Παντοκρατορικοί στη Σεργήλη, έχει στραφεί σε άλλους στόχους· ή μια τρελή που νομίζει ότι μπορεί μόνη της να διορθώσει διάφορα κακά της Θακέρκοβ. Καπνίζοντας, καθισμένος στη μια από τις δύο καρέκλες του δωματίου, λέω στη Σαμάνθα: «Οι περισσότεροι από αυτούς που έχει καθαρίσει ήταν καθάρματα.» Εκείνη, καθισμένη οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι, έχοντας βγάλει τα ρούχα της ημέρας και φορώντας μόνο μια πράσινη τουνίκα πάνω από τα εσώρουχά της, υψώνει το βλέμμα της προς το μέρος μου. «Και λοιπόν; Θα μιλήσεις περί ηθικής τώρα;» Χαμογελάω. «Απλά αισθάνομαι άσχημα που κυνηγάμε κάποια που μου φαίνεται καλό κορίτσι.» «Καλό κορίτσι; Το πιστεύεις αυτό για όλες όσες μαχαιρώνουν κόσμο τυχαία, από δω κι από κει;» «Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Αμφιβάλλεις ότι ήταν καθάρματα οι μακαρίτες; Δύο βιαστές, τέσσερις ληστές–» «–και ο βιομήχανος που πουλούσε μαστίχες.» Χαμογελάω ξανά. «Γίνονται και λάθη. Αλλά πού ξέρεις τι ήταν κατά βάθος κι αυτός, Σαμάνθα;» «Κατά βάθος; Πού ξέρεις τι είναι ο οποιοσδήποτε κατά βάθος, Ζορδάμη; Εσύ είσαι ιέρεια της Αρτάλης κατά βάθος;» «Δε νομίζω να με παντρευόσουν αν πίστευες ότι είμαι ιέρεια κατά βάθος,» απαντώ, αν και ξέρω ασφαλώς πως δεν μιλά κυριολεκτικά· λέγοντας «ιέρεια της Αρτάλης», εννοεί «αγαθό και ενάρετο πρόσωπο». Η Σαμάνθα γελά. «Αρκετά με τις μαλακίες,» λέει. «Η δουλειά μας είναι να τη βρούμε και να τη σταματήσουμε. Δε μας ενδιαφέρει ποια είναι, ούτε ποιοι ήταν οι μακαρίτες. Ή μάλλον, μας ενδιαφέρει ποιοι ήταν αυτοί, προκειμένου να καταλάβουμε κάτι για τις μεθόδους και τους στόχους της.» «Το μόνο που βλέπω εγώ είναι πως όλοι τους ήταν καθίκια – και νομίζω πως αυτός είναι ο στόχος της.» «Τα καθίκια;» «Το πιθανότερο. Τι άλλο μπορείς να υποθέσεις;» «Και ο Άρης Νυχταστέρης;» «Δε μπορεί να ήταν και πολύ καλός άνθρωπος.» «Μ’αυτή τη λογική,» λέει η Σαμάνθα, «ο οποιοσδήποτε μέσα στη Θακέρκοβ είναι πιθανός στόχος για την Πριγκίπισσα της Οργής.» «Ναι. Η δουλειά μας δεν μοιάζει εύκολη.» «Και ούτε μπορούμε να της ρίξουμε κάποιο δόλωμα…» λέει σκεπτικά η Σαμάνθα. «Δόλωμα;» «Κάτι που θα την προσελκύσει. Ακόμα κι αν σκηνοθετήσουμε, για παράδειγμα, μια ληστεία, δεν υπάρχει τίποτα που μας εγγυάται ότι η Πριγκίπισσα θα έρθει για να μας σκοτώσει. Κυκλοφορούν εκατοντάδες ληστές και κλέφτες εδώ.» «Αν γίνουμε τα χειρότερα καθάρματα της Θακέρκοβ;» «Δε θα το πρότεινα.» «Κάποιος μάγος δεν μπορεί να την εντοπίσει;» ρωτάω, σοβαρά τώρα. «Ξέρω πως υπάρχουν ξόρκια εντοπισμού που το κάνουν αυτό.» Η Σαμάνθα κουνά το κεφάλι. «Ξόρκι Ανιχνεύσεως, λες. Δε γίνεται ο μάγος να εντοπίσει μ’αυτό κάποιον που δεν ξέρει το πρόσωπό του. Και η εμβέλεια του ξορκιού δεν είναι μεγάλη. Μερικές εκατοντάδες μέτρα, συνήθως· το πολύ, ένα, ενάμιση χιλιόμετρο, αν ο μάγος είναι έμπειρος.» «Ξέρεις αρκετά από μαγεία,» παρατηρώ. «Φυσικό δεν είναι, αφού είμαι μάγισσα;» «Τι;» Το τσιγάρο παραλίγο να μου πέσει στο πάτωμα. «Τι;» Η Σαμάνθα γελά. «Μου κάνεις πλάκα, έτσι;» της λέω. «Δε σου κάνω πλάκα. Είμαι του τάγματος των Βιοσκόπων.» «Γιατρός;» «Δεν είμαι γιατρός· απλώς του τάγματος των Βιοσκόπων.» Την ατενίζω συνοφρυωμένος. «Απόδειξέ το,» την προκαλώ. «Τι θέλεις να κάνω, δηλαδή;» «Ξέρω γω; Κάποιο ξόρκι.» «Και να το κάνω, δεν θα καταλάβεις τίποτα εσύ.» Την κοιτάζω δύσπιστα. Μήπως μου λέει ψέματα; Δε μου δίνει την εντύπωση μάγισσας. Ειδικά του τάγματος των Βιοσκόπων! «Θα μπορούσα να σε κάνω να κοιμηθείς, αν βρισκόσουν στα όρια του ύπνου,» μου λέει, τελικά. «Αλλά όχι έτσι όπως είσαι τώρα, σε πλήρη εγρήγορση, τσιτωμένος.» «Δηλαδή, λες αλήθεια. Είσαι όντως μάγισσα…» «Μην επαναλαμβανόμαστε· έχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε.» «Όπως;» «Να βρούμε την Πριγκίπισσα, ίσως;» Μορφάζω. «Καλή μας τύχη… Έχεις καμια ιδέα από πού να ξεκινήσουμε;» Και η Σαμάνθα μορφάζει, αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο, φανερώνοντας προβληματισμό. «Έτσι όπως είναι η κατάσταση… έτσι όπως η δολοφόνος δεν μοιάζει ν’αφήνει ίχνη πίσω της…» «Εγώ έχω μια ιδέα.» Με κοιτάζει ερωτηματικά. «Καλλιστώ Μερκάθη λέγεται.» «Η δημοσιογράφος. Προτείνεις να της μιλήσουμε;» «Ναι.» Η Σαμάνθα δεν αποκρίνεται· είναι σκεπτική καθώς εξακολουθεί να κάθεται οκλαδόν επάνω στο κρεβάτι. Ακουμπά το σαγόνι της στη γροθιά της. «Αλλιώς,» λέω, «τι θα κάνουμε; Θα περιμένουμε για τον επόμενο φόνο;» Η Σαμάνθα εξακολουθεί να είναι σιωπηλή. Για κάμποση ώρα. Το μυαλό μου αρχίζει να ταξιδεύει αλλού: προς τον σάκο με τα όπλα. Σβήνω το τσιγάρο μου, τεντώνομαι, τον πιάνω, και τον τραβάω κοντά μου. «Μπορώ τώρα να σε ρωτήσω κάποια πράγματα για τους εξοπλισμούς μας;» Με κοιτάζει υψώνοντας ένα φρύδι. Βγάζω το παράξενο πιστόλι από το κουτί του. Είναι γεμάτο χοντρά καλώδια στη μέση. Δεν έχει καμια θέση για σφαίρες, παρά μονάχα για μια μεγάλη μπαταρία. «Τι σκατά είναι αυτό, αγάπη μου;» «Σου είπα, είναι τελευταίας τεχνολογίας. Σχεδόν πειραματικό.» «Και τι κάνει;» «Χωροχρονική αναδίπλωση επάνω στον στόχο.» Συνοφρυώνομαι. «Εντάξει, τώρα το πιστεύω ότι είσαι μάγισσα. Λιγάκι πιο απλά μπορείς να μου απαντήσεις;» «Παγιδεύει τον στόχο μέσα σε μια χωροχρονική αναδίπλωση.» «Τι είναι η χωροχρονική αναδίπλωση;» «Η πραγματικότητα της διάστασης τυλίγεται γύρω από τον στόχο σαν μια κόλλα χαρτί.» «Τώρα με μπέρδεψες περισσότερο. Αν πατήσω τη σκανδάλη ενώ σε σημαδεύω, τι θα δω να γίνεται;» «Θα με δεις να εξαφανίζομαι.» «Αυτό δεν είναι και τόσο τρομερό. Δηλαδή, το μόνο που κάνει τούτο το όπλο είναι να μην αφήνει πίσω πτώματα;» «Πρώτον, μη μιλάς στον πληθυντικό· ύστερα από μία ριπή η μπαταρία εξαντλείται–» «Τότε, άχρηστο είναι. Τι–;» «Δεύτερον, το πιστόλι αυτό δεν σκοτώνει. Θα με δεις να εξαφανίζομαι, αλλά δεν θα είμαι νεκρή· θα είμαι παγιδευμένη μέσα σε μια χωροχρονική αναδίπλωση.» «Και θα νιώθεις άσχημα; Σαν να σε έχουν κλείσει μέσα σε μια ντουλάπα, ας πούμε;» «Δε νομίζω να καταλαβαίνω τίποτα. Ίσως να καταλάβαινα αν επρόκειτο για χωρική αναδίπλωση, αλλά όχι όταν είναι χωροχρονική. Ο χρόνος, μάλλον, θα έχει σταματήσει για εμένα.» «Και μετά; Θα μείνεις εκεί για πάντα;» «Θα μπορούσε κάποιος να με ελευθερώσει, ανοίγοντας την αναδίπλωση με Ξόρκι Μετασχηματισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως. Μάγος του τάγματος των Ερευνητών, δηλαδή.» Μορφάζω. «Τρέχα-γύρευε.» Βάζω πάλι το πιστόλι στο κουτί του. Παίρνω ένα άλλο κουτί από τον σάκο και το ανοίγω. Περιέχει κάτι αντικείμενα που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω μόνο ως χειροβομβίδες, αλλά είμαι βέβαιος ότι κάτι δεν είναι συνηθισμένο εδώ. «Τι είναι αυτά; Πηγαίνουμε για πόλεμο;» «Σκοτοβομβίδες. Γυρίζεις τον διακόπτη στην κορυφή τους και τις πετάς, κι εκεί όπου καταλήγουν καταπίνουν το φως για μερικά λεπτά, σε διάμετρο που έχεις καθορίσει σύμφωνα με τον δείκτη στην κάτω μεριά τους.» Πιάνω μια σκοτοβομβίδα και την κοιτάζω από κάτω. Έχει όντως έναν δείκτη σαν ρολόι, και μπορείς να γυρίσεις τον μικροσκοπικό βραχίονα έτσι ώστε να δείχνει 2, 4, ή 8. «Μέτρα είναι αυτά;» «Ναι. Διάμετρος. Όσο πιο μεγάλη, τόσο λιγότερο κρατά το σκοτάδι.» «Αν το χτυπήσεις με φακό ή προβολέα, δεν διαλύεται;» «Φυσικά και όχι. Παρεμπιπτόντως, αυτές οι σκοτοβομβίδες λειτουργούν μόνο εδώ, στη Σεργήλη. Για άλλες διαστάσεις πρέπει να τις έχεις φτιάξει αλλιώς – διαφορετικές παραμέτρους του φωτός και τα λοιπά.» «Μάλιστα.» Κλείνω πάλι το κουτάκι με τις σκοτοβομβίδες. «Έχεις καμια άλλη απορία, αγάπη μου;» «Όχι.» «Υποθέτω, ξέρεις τι κάνουν οι κοριοί στη βαλίτσα μου…» «Φυσικά.» «Τα γυαλιά αυτά, όμως, ξέρεις τι κάνουν;» Η Σαμάνθα πηγαίνει στη βαλίτσα και παίρνει ένα ζευγάρι γυαλιά. «Γυαλιά νυχτερινής όρασης. Τα έχω ξαναδεί όσο είμαι στην όμορφη οργάνωσή σας.» Η Σαμάνθα βγάζει ένα ζευγάρι μαύρα γάντια. «Αυτά ξέρεις τι είναι;» «Γάντια;» «Προφανώς. Αλλά όχι απλά.» Η Σαμάνθα φορά το ένα και, με το άλλο χέρι, τραβά από την παλάμη του μια μεμβράνη μαύρου δέρματος, αποκαλύπτοντας από κάτω ένα πλέγμα από μικροσκοπικά μέταλλα. «Αν αγγίξεις μ’αυτό μηχάνημα που δουλεύει με ενέργεια, του προκαλείς παρεμβολές που μπορεί να κρατήσουν ακόμα και για ώρες. Μικρούς μηχανισμούς, δε, αυτά τα γάντια μπορούν να τους καταστρέψουν. Αλλά είναι μόνο για μία χρήση.» Η Σαμάνθα βάζει πάλι τη δερμάτινη μεμβράνη προσεχτικά επάνω στην παλάμη του γαντιού, σαν εκεί να υπάρχει κάποια κολλητική ουσία. «Γιατί μόνο για μία χρήση;» «Μετά τα μέταλλα αποφορτίζονται. Πρέπει να τα ξαναφορτίσεις.» «Πώς;» «Δε σ’ενδιαφέρει αυτό.» «Πρέπει να έχεις βγάλει τη μεμβράνη για να λειτουργήσουν;» «Ναι. Τα μέταλλα πρέπει να έρθουν σε πλήρη επαφή με τον μηχανισμό που θέλεις να μπλοκάρεις. Έχω δύο ζευγάρια μαζί μου.» Μου πετά το ένα ζευγάρι. «Με υποχρεώνεις.» «Το θερμικό πιστόλι μας το είδες;» «Έχουμε κι εμείς θερμικό πιστόλι;» «Τι νομίζεις ότι είναι το όπλο στο γκρίζο κουτάκι;» Πιάνω το εν λόγω κουτάκι από τον σάκο μου και το ανοίγω. «Ενεργειακό νόμιζα πως ήταν. Ή μάλλον, διπλής χρήσης: ενεργειακό και πυροβόλο.» «Τριπλής χρήσης είναι: ενεργειακό, θερμικό, και πυροβόλο. Βλέπεις τον διακόπτη στο πλάι;» Κοιτάζω το όπλο προσεχτικά. «Ναι. Έχει τρία σκαλοπάτια με ενδείξεις έψιλον, θήτα, πι. Καταλαβαίνω.» «Ωραία.» Κάθεται πάλι επάνω στο κρεβάτι. «Απορώ, όμως, που δε με ρώτησες ακόμα για την παράξενη σφαίρα κάτω-κάτω στον σάκο σου.» «Το είχα ξεχάσει, για νάμαι ειλικρινής.» Ψάχνω μέσα στον σάκο, παραμερίζοντας πράγματα. Πιάνω τη σφαίρα – χνουδωτή, μαλακή, αλλά παράδοξα συμπαγής – και τη σηκώνω ανάμεσα στα χέρια μου. «Τι είναι;» «Μοριακά πεπιεσμένα ρούχα.» «Κι άλλα ρούχα; Και τι θα πει ‘μοριακά πεπιεσμένα’;» «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να με δεις να κάνω κάτι ως μάγισσα.» Τεντώνει τα χέρια της. «Ρίξ’ τη μου.» Της πετάω τη σφαίρα κι εκείνη την πιάνει κι αρχίζει να μουρμουρίζει λόγια σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω – τη γλώσσα της μαγείας. Το βλέμμα της είναι εστιασμένο στη σφαίρα αλλά έχω την εντύπωση ότι η Σαμάνθα δεν κοιτάζει τίποτα, ότι είναι, κάπως, υπνωτισμένη. Οι μάγοι πάντα με φρικάρουν· σε κάνουν ν’αναρωτιέσαι αν είναι καν άνθρωποι ή κάτι… άλλο. Η σφαίρα μεγαλώνει και μεγαλώνει και μεγαλώνει. Η Σαμάνθα τώρα δεν την κρατά ανάμεσα στις παλάμες της· την αγκαλιάζει. Ρούχα αρχίζουν να πέφτουν από τη σφαίρα, καθώς διακρίνω πως είναι μια μάζα από υφάσματα και δέρματα. Η σφαίρα συνεχίζει να μεγαλώνει και, στο τέλος, όταν πια δεν είναι σφαίρα αλλά ένας λόφος από ενδύματα, καταλήγει να έχει σκεπάσει τη Σαμάνθα σχεδόν εξολοκλήρου. Εκείνη παραμερίζει τα ρούχα για να ελευθερώσει τα χέρια και το κεφάλι της. Παρατηρώ πως μάλλον όλα είναι γυναικεία. «Γυναίκες…» λέω. «Πουθενά δεν μπορείτε να πάτε χωρίς μια ολόκληρη γκαρνταρόμπα!» Η Σαμάνθα γελάει. «Αφού υπάρχει η δυνατότητα, γιατί να μην τη χρησιμοποιήσω;» «Μπορείς να τα ξανακάνεις πάλι ένα μικρό κουβάρι;» «Φυσικά. Αλλά δεν έχω τώρα κανέναν λόγο.»
Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση. |
|||