Επεισόδιο #3               

ΦΙΛΕΣ ΤΩΝ ΔΡΟΜΩΝ

 

Εκείνη τη νύχτα την πέρασε στο σπίτι του πατέρα της (όπως και πολλές ακόμα που θα ακολουθούσαν). Το πρωί ξύπνησε νωρίς και σκέφτηκε ότι όφειλε, τουλάχιστον, να ευχαριστήσει τον μπαμπά της που ήταν τόσο καλός μαζί της. Όταν ο Βασνάρος σηκώθηκε, τη βρήκε να φτιάχνει πρωινό. Είχε σχεδόν τελειώσει.

«Τι κάνεις εδώ, μικρή; Λεηλατείς την κουζίνα μου;»

Η Βατράνια χαμογέλασε. «Φτιάχνω το πρωινό που μου είχες δείξει όταν είχαμε πάει βόλτα προς τα νότια, με το τρένο – προς τις ερήμους. Θυμάσαι;»

«Ναι,» αποκρίθηκε ο Βασνάρος, καθίζοντας στο τραπέζι.

Η Βατράνια σύντομα έφερε εκεί καφέ, παξιμάδια με βούτυρο και μέλι, και δύο κομμένα μήλα.

Αφού έφαγαν, ρώτησε τον πατέρα της αν είχε καμια δουλειά γι’αυτήν. Αν ήθελε να του κάνει τίποτα. Είχε συνηθίσει από τη ζωή στον ναό· πάντα υπήρχαν δουλειές για μια δόκιμη.

Αλλά ο Βασνάρος απλά σήκωσε τους ώμους, μορφάζοντας. «Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο. Κάνε ό,τι θέλεις. Εγώ θα πάω να συναντήσω κάποιους ανθρώπους τώρα σε λίγο.»

«Τι ανθρώπους;»

«Με εμπόριο ασχολούνται. Φέρνουν πράγματα από την Αγκένροβ· τα παίρνουν από άλλους που τα φέρνουν από τα Φέρνιλγκαν.»

«Νάρθω μαζί;»

Ο Βασνάρος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Βρες κάτι άλλο ν’απασχοληθείς εδώ.» Σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε να ετοιμαστεί.

Μετά από λίγη ώρα, έφυγε από το σπίτι λέγοντάς της να είναι φρόνιμη.

Η Βατράνια αναστέναξε, βηματίζοντας ξυπόλυτη πέρα-δώθε μες στο διαμέρισμα. Βγήκε στο μπαλκόνι και ατένισε απέναντι τον Ναό της Αρτάλης. Είδε μια δόκιμη, την οποία γνώριζε, να σκουπίζει τα σκαλοπάτια, και νόμιζε πως κι εκείνη την είδε· αλλά δεν τη χαιρέτησε. Ούτε η Βατράνια τη χαιρέτησε. Μπήκε πάλι στο εσωτερικό του διαμερίσματος και άνοιξε τον τηλεοπτικό δέκτη, συντονισμένο στον Ιδιόκλητο. Μια έντονα βαμμένη γυναίκα έλεγε τις ειδήσεις. Κάτι για προβλήματα με τους αχθοφόρους στον μεγάλο σιδηροδρομικό σταθμό στο Κέντρο. Η Βατράνια βαρέθηκε σύντομα και έκλεισε την οθόνη.

Φόρεσε τις μπότες της, έριξε την κοντή κάπα της στους ώμους, έκρυψε μες στα ρούχα της ένα στιλέτο κι ένα μικρό πιστόλι, και έφυγε από το διαμέρισμα του πατέρα της. Προτού βγει από την είσοδο της πολυκατοικίας, είχε σηκώσει και την κουκούλα της στο κεφάλι· καλύτερα να μην τη μπάνιζε καμια απ’τον ναό, ή κανένας απ’τους φρουρούς. Δεν ήθελε να σφυρίξουν στη μητέρα της ότι είχε φύγει απ’το σπίτι του μπαμπά.

Η Βατράνια πήγε να βρει κάτι φίλες της που σύχναζαν σε μια γειτονιά στα δυτικά άκρα του Απλώματος, κοντά στην Ειρηνόβιου, τη λεωφόρο που χώριζε το Άπλωμα από τη Σκιστή. Τις συνάντησε εκεί όπου περίμενε. Η Καρνάση κρατούσε στα χέρια της ένα μαύρο σκυλάκι, και η Τζίνα τού έδενε το δεξί μπροστινό πόδι μ’ένα πανί. Το ζώο έμοιαζε τραυματισμένο.

«Τι γίνετ’ εδώ;» είπε η Βατράνια πλησιάζοντας.

Χαμογέλασαν που την είδαν. «Βρήκαμε αυτό τον τύπο χτυπημένο από ένα φορτηγό που περνούσε,» απάντησε η Καρνάση. Ήταν κι οι δυο τους παιδιά της πέτρας· είχαν μεγαλώσει στους δρόμους της Μέλβερηθ, χωρίς οικογένειες. Η Τζίνα ήξερε ότι οι γονείς της την είχαν παρατήσει έξω από ένα πανδοχείο στο Άπλωμα, όταν ήταν πολύ μικρή, και είχαν φύγει από την πόλη. Η Καρνάση δεν είχε ιδέα πώς ακριβώς είχε βρεθεί στους δρόμους· κάτι ζητιάνοι του Απλώματος την είχαν μεγαλώσει. Ήταν δυο χρόνια μικρότερη από τη Βατράνια, ενώ η Τζίνα ήταν ένα χρόνο μικρότερή της (αν δεν είχαν μπερδέψει την ηλικία τους – πράγμα όχι απίθανο). Κυρίως έκλεβαν και έκαναν διάφορα θελήματα για να ζουν. Η Βατράνια τις είχε γνωρίσει μέσω κάτι ατόμων που έκαναν επίσης θελήματα, μερικές φορές, για τον πατέρα της και για άλλους.

«Τον πάτησε;» ρώτησε τώρα, κοιτάζοντας το σκυλάκι.

«Ευτυχώς όχι,» είπε η Τζίνα τελειώνοντας με το δέσιμο του μικρού ποδιού· «θα τον είχε διαλύσει. Απλά τον κοπάνησε με το πλάι.»

«Εδώ, στην Ειρηνόβιου;»

«Στη Σκιστού,» είπε η Καρνάση. «Κάποιος μέθυσος του Κάρτωλακ που ερχόταν έξω απ’την πόλη, μάλλον.»

«Πού είν’ η άλλη;» ρώτησε η Βατράνια, αναφερόμενη στην Ανθίνη, που δεν ήταν παιδί της πέτρας, είχε οικογένεια εδώ, στη Μέλβερηθ, αλλά έκανε παρέα μαζί τους. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη από τη Βατράνια.

«Με τον γκόμενο, μάλλον,» μειδίασε η Τζίνα, κλείνοντας το μάτι.

«Έχει δουλειές στο Σιδεράδικο σήμερα, μου είπε,» απάντησε η Καρνάση. Οι γονείς της Ανθίνης έμεναν στην Παραγκούπολη, στα βορειοανατολικά άκρα της Μέλβερηθ. Ήταν μια περιοχή που είχε δημιουργηθεί την περίοδο που οι Παντοκρατορικοί πρωτοήρθαν στη Σεργήλη, είχε πει στη Βατράνια ο πατέρας της, από τους πρόσφυγες που μαζεύονταν εκεί εξαιτίας των καταστροφών σε μικρότερες πόλεις και χωριά. Στην αρχή ήταν όλο σκηνές και παραπήγματα. Ύστερα είχε βελτιωθεί κάπως – δεν είχε μόνο σκηνές και παραπήγματα – και τώρα πια ήταν αρκετά καλύτερη. Αλλά εξακολουθούσαν να τη λένε Παραγκούπολη, και εξακολουθούσε να είναι μια από τις συνοικίες όπου έμεναν όσοι δεν μπορούσαν να μείνουν σε πλουσιότερο μέρος της Μέλβερηθ. Ακόμα και το Σιδεράδικο ήταν, για τους περισσότερους, προτιμότερο από την Παραγκούπολη.

«Τι κάνεις εσύ;» ρώτησε η Καρνάση τη Βατράνια. «Τέτοιες πρωινές ώρες δεν είσαι στο ναό συνήθως;»

«Η μάνα μου μ’έδιωξε.» Η Βατράνια κλότσησε μια πέτρα, στέλνοντάς τη σε μια γωνία του σοκακιού όπου στέκονταν οι τρεις τους.

«Γιατί;»

«Της είπα ότι δεν θέλω να γίνω ιέρεια της Αρτάλης.»

Η Τζίνα σχολίασε: «Εδώ που τα λέμε δεν σου πάει»· και της έκλεισε πάλι το μάτι – το συνήθιζε.

«Πού μένεις τώρα;» ρώτησε η Καρνάση.

«Με τον πατέρα μου.»

Τα δυο παιδιά της πέτρας έβγαλαν μακρόσυρτα σφυρίγματα. «Πώς είναι να μένεις με τον Τρελό Λύκο της Μέλβερηθ;» ρώτησε η Τζίνα. «Γίνεται χαμός στο σπίτι του;»

Η Βατράνια γέλασε. «Ήσυχα είναι.»

«Πόσο χρονών είναι ο πατέρας σου, Βατράνια;» ρώτησε η Καρνάση. «Είναι πολύ μεγάλος πια, όπως λένε;»

«Πόσο μεγάλος λένε ότι είναι;»

«Μεγάλος...» μόρφασε η Καρνάση.

«Εξήντα χρονών είναι. Τα έχει περάσει, βασικά. Αλλά δεν του φαίνεται.»

«Ο Τρελός Λύκος ακόμα κυνηγά κρυμμένους πράκτορες της Παντοκράτειρας,» είπε η Τζίνα.

«Μη λες βλακείες,» της είπε η Καρνάση· «δεν υπάρχουν πια πράκτορες της Παντοκράτειρας.»

«Υπάρχουν. Τι ήταν εκείνοι οι τύποι που μας παρακολουθούσαν αντιπροχθές τη νύχτα, ε;»

Η Βατράνια ρώτησε: «Ποιοι σας παρακολουθούσαν;»

«Κάτι αλήτες ήταν,» της είπε η Καρνάση. «Η Τζίνα φαντάζεται–»

«Δε φαντάζομαι! Και δεν ήταν αλήτες. Κοστούμια φορούσαν· τους είδα καλά εγώ, εσύ δεν τους είδες καλά.»

«Επειδή φορούσαν κοστούμια δεν πάει να πει πως δεν ήταν αλήτες.»

«Πράκτορες ήταν,» επέμεινε η Τζίνα.

Η Καρνάση κοίταξε τη Βατράνια, αναποδογυρίζοντας τα μάτια, μορφάζοντας.

«Μη με κοροϊδεύεις εμένα!» Η Τζίνα έκανε να την αρπάξει απ’τη μύτη, δυνατά, με δύο δάχτυλα, αλλά η Καρνάση τινάχτηκε πίσω εγκαίρως. Στην αγκαλιά της ακόμα κρατούσε το τραυματισμένο σκυλάκι, το οποίο έβγαλε ένα ξαφνιασμένο γάβγισμα.

«Εντάξει,» είπε η Βατράνια. «Αφήστε το. Πάμε καμια βόλτα ώς το Κέντρο;»

«Πάμε,» συμφώνησε η Τζίνα. «Άκουσα ότι σήμερα θα γίνει χαμός εκεί.»

«Γιατί;»

«Οι αχθοφόροι του Σταθμού διαμαρτύρονται για τους μισθούς.»

«Ο καινούργιος Πολιτειάρχης λένε πως έκανε κάτι περίεργες συμφωνίες με επιχειρηματίες,» πρόσθεσε η Καρνάση.

«Πώς νομίζεις ότι γίνονται οι Πολιτειάρχες;» της είπε η Τζίνα. «Έτσι γίνονται. Κάνουν περίεργες συμφωνίες, και μετά ο κόσμος που έχει ταυτότητες πάει και τους ψηφίζει.» Οι δυο τους δεν είχαν ταυτότητες· ήταν παιδιά της πέτρας.

Ύστερα, η Βατράνια, η Τζίνα, και η Καρνάση έφυγαν από το Άπλωμα· πέρασαν κάθετα την Ειρηνόβιου (προσέχοντας μην τις χτυπήσει κανένα ερχόμενο όχημα) και άρχισαν να διασχίζουν τη Σκιστή προς τα δυτικά, κατευθυνόμενες στο Κέντρο.

Αλλά προτού φτάσουν εκεί η Βατράνια είπε στις δύο φίλες της: «Έρχεται τρένο και είμαστε κοντά στο άνοιγμα! Ελάτε! Ελάτε!» κι έτρεξε προς τις σιδηροδρομικές γραμμές, στο σημείο όπου είχε βρει, πριν από δυο μήνες, ένα σπάσιμο στο κιγκλίδωμα.

Η Καρνάση και η Τζίνα την ακολούθησαν. «Ε, στάσου!» φώναξε η πρώτη.

«Θέλει να πηδήσει στο τρένο η τρελή,» είπε η δεύτερη.

«Κόρη του Λύκου είναι· τι περιμένεις;»

Η Βατράνια έφτασε εγκαίρως στο άνοιγμα. Το τρένο ερχόταν από τα ανατολικά, βροντώντας επάνω στις ράγες, πελώριο και επιβλητικό, με τη βαφή του ξεθωριασμένη από δω κι από κει. Η Βατράνια πέρασε από το κιγκλίδωμα και στάθηκε κοντά στις γραμμές. «Ελάτε!» φώναξε στις φίλες της. «Θα πηδήσετε κι εσείς, εντάξει;»

Η Καρνάση και η Τζίνα την κοίταζαν πέρα από το κιγκλίδωμα, φανερά κωλώνοντας.

«Μην κωλώνετε!» τους φώναξε η Βατράνια, γελώντας. «Ελάτε! Ελάτε! Έρχεται!»

Το τρένο πλησίαζε.

Η Βατράνια συσπειρώθηκε, περιμένοντας, έχοντας τώρα μάτια μόνο για την αμαξοστοιχία, ψάχνοντας για χειρολαβές.

Το τρένο έφτασε, φέρνοντας μαζί του σκόνες, θόρυβο, άσχημες μυρωδιές, τραντάζοντας τη γη ολόγυρά του. Η Βατράνια είδε αυτό που έψαχνε· τινάχτηκε, πηδώντας–

–και τα χέρια της αρπάχτηκαν από μια εξωτερική σκάλα της αμαξοστοιχία. Τα είχε καταφέρει, γι’ακόμα μια φορά!

Κοίταξε προς τα πίσω, για να δει αν είχαν έρθει κι οι φίλες της.

Οι ανόητες είχαν μείνει πίσω. Είχαν κωλώσει.

Η Βατράνια γέλασε, και συνέχισε να κρατιέται πάνω στο τρένο.

Σε λίγο ήταν στον Σταθμό. Καθώς η αμαξοστοιχία σταματούσε, η Βατράνια πήδησε κάτω, πέρα από τις γραμμές, τρέχοντας να φύγει από τους φρουρούς που την είχαν δει και πλησίαζαν για να την κυνηγήσουν.

Η Βατράνια μισούσε τους μισθοφόρους. Όλο κόσμο κυνηγούσαν. Δεν είχαν τίποτ’ άλλο να κάνουν, οι μπάσταρδοι;

Στο Κέντρο γινόταν φασαρία, όπως είχε πει η Τζίνα. Ένα μεγάλο πλήθος ήταν συγκεντρωμένο, κι ένας άντρας μιλούσε με μεγάφωνο, ανεβασμένος πάνω σε δύο ψηλά κιβώτια. Κάτι έλεγε εναντίον του Πολιτειάρχη.

Η Βατράνια περίμενε την Καρνάση και την Τζίνα να έρθουν, και δεν άργησε να τις συναντήσει μπροστά από μια καφετέρια που άρεσε σε όλες τους και πήγαιναν εκεί μερικές φορές.

«Κωλώσατε!» τις πείραξε.

«Είσαι τρελή,» της είπε η Τζίνα.

«Σας το είχα πει ότι είχα πιαστεί δυο φορές στο τρένο και είχα φτάσει στον Σταθμό, αλλά δε με πιστεύατε.»

«Κόρη του Τρελού Λύκου είναι· τι περιμένεις;» είπε η Καρνάση στη Τζίνα.

*

Για κάποιες μέρες η Βατράνια έμενε στο διαμέρισμα του πατέρα της και τριγύριζε στους δρόμους της Μέλβερηθ. Τον Ναό της Αρτάλης δεν τον πλησίαζε, και μια φορά που η μητέρα της ήρθε στο σπίτι του Βασνάρου για να τη δει, εκείνη κλείστηκε στην τουαλέτα αρνούμενη να της μιλήσει. Τελικά η Αριστέα έφυγε· αλλά, προτού φύγει, η Βατράνια την άκουσε να κατηγορεί τον Βασνάρο για τη συμπεριφορά της κόρης τους. Γιατί πάντα έμπλεκε τον μπαμπά; Εκείνη δεν την είχε πετάξει στο δρόμο; Τι έφταιγε ο μπαμπάς; Θέλει και να της μιλάω αφού μ’έδιωξε απ’το δωμάτιό μου; αναρωτιόταν η Βατράνια, τσαντισμένη μαζί της.

Ένα απόγευμα, ενώ καθόταν με τον πατέρα της κι έβλεπε μια παλιά ταινία – Τα Άγρια Λουλούδια της Θακέρκοβ – ο Βασνάρος τής είπε: «Ξέρεις τι μου σφύριξε ένα γατί το πρωί;»

Η Βατράνια τον λοξοκοίταξε, έχοντας μια κακή αίσθηση. «Τι;»

«Ότι σε μπάνισαν να κρατιέσαι πάνω στο τρένο και να πηδάς κάτω όταν αυτό έφτασε στον Σταθμό. Αληθεύει;» Πατώντας ένα κουμπί στο τηλεχειριστήριο έβαλε την ταινία στην παύση.

Η Βατράνια μόρφασε. «Ίσως...»

«Θα σε σκοτώσω, μικρή, προτού πέσεις από το τρένο και σκοτωθείς από μόνη σου! Μην το ξανακάνεις αυτό, συνεννοηθήκαμε;»

«Εντάξει.»

«Αν το ξανακάνεις, βρες να μείνεις αλλού.» Πάτησε το ίδιο κουμπί στο τηλεχειριστήριο, αφήνοντας την ταινία να συνεχίσει.

Η Βατράνια αναστέναξε κι έβαλε λίγο ακόμα σκαστό καλαμπόκι στο στόμα της. Ορισμένες φορές ο πατέρας της ήταν σαν τη μητέρα της! συλλογίστηκε θυμωμένα.

Όταν τελείωσε η ταινία, ο Βασνάρος τη ρώτησε αν είχε αρχίσει να σκέφτεται τι ήθελε να κάνει στη ζωή της, εκτός απ’το να περιφέρεται στους δρόμους και να πηδά πάνω σε τρένα. Η Βατράνια δεν είχε απάντηση να δώσει. Του είπε ότι ακόμα ήταν μπερδεμένη.

*

Μια βραδιά, η Βατράνια, η Καρνάση, η Τζίνα, και η Ανθίνη, έχοντας μαζέψει κάμποσα λεφτά, πήγαν στον Γαργαλέμπορα, όπως τον έλεγαν οι υποψιασμένες. Ήταν ένας πορνογραφικός κινηματογράφος για γυναίκες, στους Συλλέκτες, σ’έναν δρόμο παράλληλο της Κερκοφόρου. Κατέβαινες κάτι σκαλιά κι έφτανες στην πόρτα του. Παρακολουθούσες όσες παραστάσεις ήθελες – το εισιτήριο ήταν για όλη τη νύχτα – και μετά μπορούσες να πας σε κάποιο από τα παράπλευρα ιδιωτικά δωμάτια και να χρησιμοποιήσεις τα περίεργα μπιχλιμπίδια που είχαν εκεί για προσωπική ικανοποίηση.

Η Βατράνια και οι φίλες της γελούσαν σαν τρελαμένες όσο παρακολουθούσαν τη μεγάλη οθόνη, μέχρι που ένας φύλακας ήρθε και τους έκανε παρατήρηση, ότι ενοχλούσαν τις άλλες κυρίες, οπότε και μετρίασαν τη φασαρία τους. Ύστερα, πήγαν στα παράπλευρα δωμάτια. Η Βατράνια κάθισε στο στρογγυλό, πολύ μαλακό κρεβάτι που ανεβοκατέβαινε σαν νάχε ζωντανούς οργανισμούς από κάτω του. Χασκογελώντας, κοίταξε τα εργαλεία που ήταν πάνω στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Μα τα κωλομέρια της Λόρκης, όλα τα είχαν σκεφτεί αυτοί οι απατεώνες!

Στους τοίχους του δωματίου και στο ταβάνι υπήρχαν προβολικές αφίσες που μπορούσες να τις αλλάξεις με το πάτημα των κουμπιών σε μια μικρή κονσόλα πλάι στο κομοδίνο. Η Βατράνια άλλαξε κάμποσες απ’αυτές, από περιέργεια. Ήταν όλες πολύ τολμηρές: όμορφοι, γυμνασμένοι άντρες που έκρυβαν μόνο το επίμαχο σημείο τους μ’ένα στενό πανί, ένα ξιφίδιο, ή ένα πιστόλι· άντρες που είχαν το κεφάλι τους σκυμμένο ανάμεσα στα πόδια γυναικών· άντρες που, καθιστοί, ξαπλωτοί, ή όρθιοι, άγγιζαν το ορθωμένο μόριό τους· δύο άντρες που «περιποιούνταν» μία γυναίκα· ένας άντρας που έγλειφε τα πέλματα μιας γυναίκας. Αλλά υπήρχαν και κάποιες εικόνες που ήταν ουδέτερες: ένα λιβάδι· ψηλά βουνά· μια έρημος· σιδηροδρομικές γραμμές που διέσχιζαν μια πεδιάδα με βουνά στο βάθος. Η Βατράνια αναρωτήθηκε αν κάποιες την έβρισκαν με τέτοιες εικόνες.

Ύστερα έβγαλε τα ρούχα της και, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, χρησιμοποίησε τα μπιχλιμπίδια που είχαν στο κομοδίνο, ενώ από το ηχοσύστημα του δωματίου άκουγε, κατά σειρά, Με τις Ουρές στον Αέρα και τα Μάτια στη Γη (Κραυγαλέες Αλεπούδες), Στις Όχθες Ξένων Ποταμών (Άκακοι Γρύπες), Ουρλιαχτά στο Λυκόφως (Λυκοδαίμονες των Φέρνιλγκαν), Κτηνωδία Τροχών (Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι).

Όταν τελείωσε, έκλεισε τη μουσική και κάθισε λίγο να ξεκουραστεί. Μετά ντύθηκε και βγήκε απ’το δωμάτιο. Δεν θα διανυκτέρευε στον Γαργαλέμπορα· ο πατέρας της της είχε πει να είναι πάντα στο σπίτι τα βράδια. Περίμενε κανένα δεκάλεπτο στον διάδρομο μέχρι που και η Ανθίνη βγήκε απ’το δωμάτιό της και την κοίταξε μειδιώντας, με τα γαλανόδερμα μάγουλά της να έχουν σκουρύνει.

«Οι φήμες είναι αληθινές,» είπε.

Η Βατράνια ένευσε. «Σ’το λέγαμε, δεν σ’το λέγαμε;» Είχε ξανάρθει εδώ, σ’αντίθεση με την Ανθίνη.

Οι δυο τους έφυγαν από τον Γαργαλέμπορα, αφήνοντας την Καρνάση και τη Τζίνα στα δωμάτιά τους. Αυτές θα έμεναν ώς το πρωί. Εγώ δεν φεύγω μέχρι να με διώξουν, είχε πει η Τζίνα. Πλήρωσα, δεν πλήρωσα;

Η Βατράνια και η Ανθίνη βγήκαν στους νυχτερινούς δρόμους των Συλλεκτών, έχοντας το νου τους για κλέφτες και άλλους παλιανθρώπους, αν και ετούτη η συνοικία της Μέλβερηθ δεν ήταν και τόσο άγρια. Η Βατράνια είχε, φυσικά, το μικρό της πιστόλι μαζί, για καλό και κακό, καθώς και το στιλέτο της. Δεν είχε ρωτήσει την Ανθίνη αν κι εκείνη κουβαλούσε κανένα όπλο.

Αφήνοντας πίσω τους τους μικρότερους δρόμους, έπιασαν την Κερκοφόρου κι άρχισαν να την ακολουθούν προς τα νότια. Στη διασταύρωσε με την Ακριανή, η Ανθίνη είπε: «Εδώ σε χαιρετάω, Βατράνια.»

«Θάρθω μαζί σου ώς το σπίτι σου.» Η Παραγκούπολη ήταν πιο επικίνδυνη από τους Συλλέκτες.

«Δε χρειάζεται.»

«Δεν πειράζει. Μετά θα πάρω κάποιο επιβατηγό για να φτάσω στο Άπλωμα.» Η Βατράνια είχε λεφτά για επιβατηγό· η Ανθίνη μάλλον δεν είχε: έπρεπε να διανύσει πάνω από πέντε χιλιόμετρα από εδώ ώς το σπίτι της στην Παραγκούπολη.

«Εντάξει. Αν δεν σε κουράζω.»

Βάδισαν πάνω στην Ακριανή, προς τα ανατολικά. Η κίνηση ήταν ελάχιστη, και όσοι γύριζαν για να τις κοιτάξουν έμοιαζαν, το λιγότερο, ύποπτοι. Ένας καβαλάρης επάνω σε καφετί άλογο πέρασε σφυρίζοντάς τους προκλητικά. Εκείνες τον αγνόησαν και σύντομα εξαφανίστηκε μέσα σ’έναν παράπλευρο δρόμο.

Περπατώντας γρήγορα – είχαν μάθει να διασχίζουν με τα πόδια μεγάλες αποστάσεις μέσα στη Μέλβερηθ – έφτασαν σε λιγότερο από μια ώρα έξω από την πολυκατοικία της Ανθίνης, στην Παραγκούπολη, όπου η ρυμοτομία ήταν μια ιδέα φανταστική.

«Καληνύχτα, Βατράνια.»

«Καληνύχτα.»

Φιλήθηκαν στα μάγουλα, και η Ανθίνη πέρασε την είσοδο της πολυκατοικίας για ν’ανεβεί στο διαμέρισμα της οικογένειάς της.

Η Βατράνια έφυγε, αρχίζοντας να επιστρέφει προς τα εκεί απ’όπου είχαν έρθει.

Ήταν βαθιά νύχτα πλέον.

Και δεν είχε καταλάβει ακόμα ότι την παρακολουθούσαν...


 

Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο

Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Share