Επεισόδιο #4               

ΟΙ ΕΚΔΙΚΗΤΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

 

«Σας το είπα, δε σας το είπα; Αυτή είναι!» είπε ένας απ’αυτούς που την παρακολουθούσαν από τις σκιές των δρόμων που ήταν κάθετοι στην Ακριανή. «Η κόρη του Λύκου!»

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε μια άλλη.

«Αυτή είναι,» είπε ένας τρίτος. «Η κόρη του Λύκου· δεν υπάρχει αμφιβολία.»

«Τι λέτε, ήρθε η ώρα να κάνουμε τον Τρελό Λύκο να μετανιώσει πικρά;» ρώτησε ο άντρας που είχε μιλήσει πρώτος.

Οι άλλοι ένευσαν μέσα από τις σκιές. «Ήρθε η ώρα,» μούγκρισε ένας ψηλός και φαρδύς άντρας, κατάμαυρος στο δέρμα, μοιάζοντας ένα με το σκοτάδι. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν πέτρες που ζητούσαν εκδίκηση.

Ο άντρας που είχε μιλήσει πρώτος γέλασε και πήδησε πάνω στο καφετί άλογό του. «Πάμε!»

*

Η Βατράνια τούς είδε να βγαίνουν από τα σκοτάδια δεξιά της Ακριανής και να έρχονται αμέσως για να την κυκλώσουν – εφτά τουλάχιστον – οχτώ! Και δύο ήταν πάνω σ’άλογα, τροχάζοντας. Ο ένας ήταν ο ίδιος μαλάκας που είχε σφυρίξει σ’εκείνη και την Ανθίνη πιο πριν – η Βατράνια ήταν σίγουρη. Το άλογό του ήταν καφετί. Η δεύτερη καβαλάρισσα ήταν μια γυναίκα χρυσόδερμη και πρασινομάλλα, και το δικό της άλογο ήταν μαύρο σαν τη νύχτα.

Το χέρι της Βατράνιας πήγε στο μικρό πιστόλι μέσα στα ρούχα της, το απασφάλισε. «Τι θέλετε;» τους φώναξε, ενώ εκείνοι απλώνονταν γύρω της κι άρχιζαν να πλησιάζουν. Το καφετί άλογο χρεμέτισε, ανασηκώθηκε στα δύο πισινά πόδια. Το μαύρο άλογο ήταν πιο ήρεμο, αλλά φάνταζε πιο άγριο.

«Τι θέλετε;» φώναξε ξανά η Βατράνια, σφίγγοντας τη λαβή του μικρού πιστολιού μες στα ρούχα της.

«Εσένα,» αποκρίθηκε ένας από τους πεζούς που κρατούσε ρόπαλο.

«Και ίσως να σε κάνουμε δώρο στον μπαμπά σου όταν τελειώσουμε μαζί σου,» πρόσθεσε ένας άλλος, ψηλός και πελώριος, κατάμαυρος στο δέρμα, με κεφάλι ξυρισμένο. Τρομαχτικός, και όχι μόνο επειδή βάδιζε περίεργα από τη δεξιά μεριά σαν κάτι να μην πήγαινε καλά με το πόδι του. Δεν κρατούσε όπλο, αλλά τα χέρια του έμοιαζαν τα ίδια με όπλα.

«Όταν ο πατέρας μου σας βρει, την έχετε γαμήσει!» τους απείλησε η Βατράνια, ελπίζοντας να τους τρομάξει.

Αλλά δεν έπιασε. Συνέχισαν να πλησιάζουν. Και ο κατάμαυρος γίγαντας είπε: «Το βλέπεις αυτό, πουτανάκι της Λόρκης;» δείχνοντας το δεξί του γόνατο. «Ο πατέρας σου φταίει γι’αυτό! Τώρα θα τον ξεπληρώσω.»

Η Βατράνια τράβηξε το πιστόλι μέσα από τα ρούχα της, σημαδεύοντάς τους. «Μείνετε μακριά!»

Ένας από τους κακοποιούς ξεθηκάρωσε ένα δικό του πιστόλι. «Χρησιμοποίησέ το αυτό και δε θα συνέλθεις ποτέ απ’ό,τι θα πάθεις,» την προειδοποίησε.

«Ρίξ’ το κάτω, τώρα!» την πρόσταξε η χρυσόδερμη καβαλάρισσα, η οποία είχε ξεδιπλώσει ένα μακρύ μαστίγιο από τη ζώνη της.

«Μείνετε μακριά μου!» φώναξε πάλι η Βατράνια, βλέποντάς τους να πλησιάζουν· και, τρομαγμένη, πυροβόλησε τον μαυρόδερμο γίγαντα στο αριστερό πόδι – από εκεί που δεν κούτσαινε. Ο άντρας έπεσε κραυγάζοντας σαν θηρίο.

«Πάνω της!» γκάριξε ο καβαλάρης τραβώντας σπαθί.

Και όλοι μαζί τής χίμησαν, ενώ κάποιος απειλούσε: «Μην τολμήσεις να ξαναρίξεις!»

Η Βατράνια ξαναπάτησε τη σκανδάλη, κι ακόμα ένας σωριάστηκε, ουρλιάζοντας.

Η καβαλάρισσα τίναξε το μαστίγιό της, κι αυτό τυλίχτηκε επώδυνα γύρω απ’τον καρπό της Βατράνιας που κρατούσε το πιστόλι· τον τράβηξε απότομα, προσπαθώντας να της πετάξει το όπλο, αλλά η Βατράνια αισθάνθηκε σαν να προσπαθούσε να της ξεριζώσει τον αγκώνα. Το πυροβόλο τινάχτηκε απ’τα δάχτυλά της ενώ μια κραυγή έβγαινε απ’τα χείλη της.

«Την έχεις γαμήσει τώρα, μαλακισμένη!» είπε ένας από τους κακοποιούς και την κοπάνησε στην κοιλιά με το ρόπαλό του, κόβοντάς της την αναπνοή.

«Και τα σκυλιά μας θα σε γαμήσουν!» της γρύλισε ένας άλλος τραβώντας τα μαλλιά της προς τα πίσω.

«Αααα!» κραύγασε ο καβαλάρης, απρόσμενα, κι έπεσε απ’τη σέλα του αλόγου του μ’ένα ξιφίδιο καρφωμένο στη ράχη.

Άπαντες στράφηκαν να δουν από πού είχε έρθει η επίθεση, κι αντίκρισαν έναν νεαρό άντρα να στέκεται απέναντί τους, γαλανόδερμος, με μαύρα μαλλιά μακριά ώς τους ώμους, ντυμένος με γκρίζο πέτσινο πανωφόρι και καφετί παντελόνι. Στο ένα χέρι κρατούσε πιστόλι.

«Αφήστε την κοπέλα και πάρτε δρόμο!» είπε.

«Δεν είναι δική σου δουλειά, τσουτσέκι,» του απάντησε ένας από τους κακοποιούς, λευκόδερμος και ξανθός. «Και κανονικά θα σου λέγαμε να πας να γαμηθείς, κι εκεί θα τελείωνε το θέμα. Αλλά τώρα, γαμιόλη, που μας χτύπησες...» Ύψωσε το πιστόλι του, ενώ κι άλλοι δύο τραβούσαν τα δικά τους.

Η Βατράνια κλότσησε δυνατά, χτυπώντας τον ξανθό άντρα στην πλάτη και κάνοντάς τον να παραπατήσει. Ο σπασμωδικός πυροβολισμός του βρήκε μόνο τον αέρα.

Ο γαλανόδερμος νεαρός πυροβόλησε, πετυχαίνοντας τον έναν από τους άλλους δύο που είχαν κάνει να τραβήξουν πιστόλια και σωριάζοντάς τον.

Η καβαλάρισσα τίναξε το μαστίγιό της καταπάνω του, τροχάζοντας· το τύλιξε γύρω απ’το πόδι του και τον τράβηξε, ρίχνοντάς τον στο πλακόστρωτο.

Εκτός απ’αυτήν, τρεις ήταν μονάχα όρθιοι πλέον, κι ο ένας κρατούσε τη Βατράνια από το μπράτσο. Εκείνη τράβηξε το στιλέτο κάτω από την κοντή κάπα της και το κάρφωσε στα πλευρά του. Ο κακοποιός κραύγασε, παραπατώντας.

Ο ξανθός – κρατώντας τώρα έναν μπαλτά στο χέρι, υψωμένο – ορμούσε καταπάνω στον πεσμένο νεαρό. Εκείνος, μην έχοντας χάσει τη μαχητικότητά του παρά την πτώση του, τον κλότσησε στα πόδια, ρίχνοντάς τον κι αυτόν στο πλακόστρωτο.

Ο άντρας πλάι στη Βατράνια έπιασε με το ένα χέρι τα τραυματισμένα πλευρά του ενώ με το άλλο ύψωνε το πιστόλι του προς το μέρος της. Αλλά εκείνη δεν έμεινε ακίνητη· αρπάζοντας το όπλο του, έστρεψε την κάννη προς τα δίπλα, και ο πυροβολισμός χτύπησε έναν τοίχο. Το στιλέτο της καρφώθηκε στον πήχη του άντρα, η κλοτσιά της τον βρήκε στην κοιλιά. Ο κακοποιός οπισθοχώρησε, τρεκλίζοντας, αιμόφυρτος.

Ένας ακόμα πυροβολισμός. Η Βατράνια στράφηκε και είδε την καβαλάρισσα να φεύγει καθώς ο γαλανόδερμος νεαρός τής έριχνε με το πιστόλι του. Ο ξανθός άντρας, όμως, σηκωνόταν πάλι, κρατώντας τώρα πιστόλι, όχι μπαλτά.

«Φίλε, πρόσεχε πίσω σου!» φώναξε η Βατράνια καθώς απέφευγε το ρόπαλο του τελευταίου κακοποιού που ήταν κοντά της.

Ο γαλανόδερμος νεαρός στράφηκε, κλοτσώντας, χτυπώντας το πιστόλι του άντρα και πετώντας το απ’το χέρι του. Εκείνος τού χίμησε, γρυλίζοντας, κι άρχισαν να παλεύουν. Ο νεαρός ακόμα κρατούσε το δικό του πιστόλι, μα δεν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει καθώς ο αντίπαλός του του είχε πιάσει τον καρπό.

«Έκανες το τελευταίο λάθος της ζωής σου που ήρθες εδώ, τσουτσέκι!» άκουσε η Βατράνια τον κακοποιό να μουγκρίζει, ενώ εκείνη απέφευγε ξανά το ρόπαλο του εχθρού της και τον κάρφωνε στον λαιμό με το στιλέτο της.

Αυτός που η Βατράνια είχε πυροβολήσει στην αρχή – όχι ο μαυρόδερμος γίγαντας, ο άλλος – σηκωνόταν τώρα, κρατώντας τον ώμο του. Η Βατράνια άρπαξε ένα πιστόλι από κάτω και τον πυροβόλησε ξανά, αφήνοντάς τον τελείως ακίνητο αυτή τη φορά.

Ο γαλανόδερμος νεαρός εξακολουθούσε να παλεύει με τον ξανθό άντρα, και η Βατράνια δεν τολμούσε να πυροβολήσει τον δεύτερο, φοβούμενη ότι ίσως να χτυπούσε τον πρώτο. Έτσι, όρμησε καταπάνω στον κακοποιό με το στιλέτο της στο χέρι. Τον κλότσησε από πίσω, στην κλείδωση του ποδιού, κι εκείνος κραύγασε κι έχασε την ισορροπία του: ο νεαρός εύκολα τον πέταξε κάτω. Ο κακοποιός έκανε να σηκωθεί, αλλά η Βατράνια τον κλότσησε στο πρόσωπο, σπάζοντας δόντια και τινάζοντας αίμα, αναισθητοποιώντας τον.

Μια θηριώδης κραυγή αντήχησε μες στον δρόμο. Ο μαυρόδερμος γίγαντας είχε ανασηκωθεί, και είχε ένα πιστόλι υψωμένο και στραμμένο προς τη Βατράνια και τον γαλανόδερμο νεαρό.

Έτρεξαν καθώς πυροβολισμοί αντηχούσαν πίσω τους και λάμψεις έσκιζαν τη νύχτα. Βγήκαν από την Ακριανή, προς τα νότια, μπαίνοντας στο Σιδεράδικο, και συνέχισαν να τρέχουν. Γύρω τους ήταν κλειστά εργαστήρια και μαγαζιά που πουλούσαν σιδερικά. Το πλακόστρωτο ήταν γεμάτο στάχτη και χώματα.

*

Μετά από λίγο, ακόμα μες στο Σιδεράδικο, πλάι σε μια μάντρα με παλιά κομμάτια οχημάτων που φάνταζαν εφιαλτικά στο σκοτάδι της νύχτας, σταμάτησαν να τρέχουν γιατί κανείς δεν τους κυνηγούσε ούτως ή άλλως. Οι κακοποιοί που είχαν αφήσει πίσω τους δεν ήταν σε κατάσταση να τους καταδιώξουν.

Η Βατράνια χαμογέλασε. «Μου θυμίζεις τον πατέρα μου. Αν και δεν μοιάζεις, ξέρεις, φατσικώς.»

«Ναι; Ποιος είν’ ο πατέρας σου;» Ο νεαρός δεν μπορεί να ήταν πολύ πιο μεγάλος από εκείνη. Ίσως καμια πενταετία, υπέθετε η Βατράνια. Το πρόσωπό του ήταν μακρύ, τα μαύρα μάτια του σπιρτόζα, αξύριστος για τρεις-τέσσερις μέρες σίγουρα.

«Ο Βασνάρος.»

Ο γαλανόδερμος νεαρός ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν τον ξέρω.»

«Ο Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ;»

Ο νεαρός συνοφρυώθηκε. «Τι; Είσαι κόρη του Βασνάρου του Τρελού Λύκου της Μέλβερηθ;»

Χαμογέλασε ξανά. «Ναι.» Του έδωσε το χέρι της. «Βατράνια. Και σ’ευχαριστώ.»

Ο νεαρός έσφιξε το χέρι της μουδιασμένα. «Δε με δουλεύεις, έτσι;»

«Όχι. Πώς σε λένε;»

«Θόα.»

«Αν δε με είχες βοηθήσει... ήμουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση...»

«Το κατάλαβα. Γι’αυτό μπήκα στη μέση. Τι ήθελαν από σένα; Σου επιτέθηκαν εξαιτίας του πατέρα σου;»

«Νομίζω πως ναι. Αλλά δεν έχει ξανασυμβεί ώς τώρα. Ποιοι ήταν αυτοί οι λεχρίτες; Τους ξέρεις;»

Ο Θόας ένευσε. «Τους έχω μπανίσει κι άλλες φορές σε τούτα τα μέρη. Μερικοί είναι παλιά μέλη των Ανατολικών Φρουρών. Και λένε πως ο πατέρας σου βοήθησε να χάσουν οι Ανατολικοί Φρουροί τη δύναμή τους.»

«Μου το έχει πει,» αποκρίθηκε η Βατράνια. «Τους έδιωξε από το Άπλωμα. Παλιά είχαν επιρροή στην Παραγκούπολη, στο Παζάρι της Παραγκούπολης, στο Σιδεράδικο, στο Άπλωμα· ζητούσαν λεφτά από τους μαγαζάτορες και τους εμπόρους, για προστασία δήθεν, αλλά ουσιαστικά για να μην τους κάνουν προβλήματα. Τώρα πια οι Ανατολικοί Φρουροί δεν έχουν επιρροή πουθενά, όμως· νόμιζα ότι είχαν εξαφανιστεί.»

«Η συμμορία, ναι, έχει εξαφανιστεί, αλλά όχι και τα μέλη της.»

«Τι κάνεις εσύ εδώ; Εδώ μένεις;»

Ο Θόας κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Σ’ένα μπαρ ήμουν και, έχοντας βγει για να βαδίσω προς το σπίτι μου, άκουσα τη φασαρία – τους πυροβολισμούς, βασικά – κι έτρεξα, κι αυτό που είδα δεν μου άρεσε.»

«Κάπου κοντά μένεις, δηλαδή...»

«Στους Συλλέκτες. Και καλύτερα να πηγαίνουμε τώρα.»

Άρχισαν να βαδίζουν, διασχίζοντας το Σιδεράδικο προς τα δυτικά, για να φτάσουν στην Κερκοφόρου.

«Εσύ τι έκανες μόνη σου εδώ πέρα;»

«Είχα συνοδέψει μια φίλη μου στο σπίτι της στην Παραγκούπολη. Γύριζα για να πάρω κάνα επιβατηγό. Στο Άπλωμα μένω, με τον μπαμπά μου.»

«Τον Τρελό Λύκο; Μα τα κέρατα του Κάρτωλακ...» Ο Θόας γέλασε. «Δεν το πιστεύω αυτό.»

Η Βατράνια μειδίασε. «Θες να τον γνωρίσεις;»

«Όχι, όχι...»

«Γιατί όχι; Θα χαρεί να σε συναντήσει. Μοιάζετε. Μόνο εκείνος θα έκανε κάτι τέτοιο – θα ορμούσε σε τόσους λεχρίτες για να ξεμπλέξει μια άγνωστη.»

«Ο καθένας θα το έκανε–»

Η Βατράνια γέλασε. «Δε μπορεί νάσαι τόσο άβγαλτος!»

«Εντάξει,» παραδέχτηκε ο Θόας, «λίγοι θα το έκαναν. Είμαι ριψοκίνδυνος κάπου-κάπου· η αδελφή μου πάντα μου το λέει.»

Βγήκαν στην Κερκοφόρου.

«Πάμε, τουλάχιστον, να σε κεράσω ένα ποτό,» είπε η Βατράνια. «Σ’το χρωστάω.»

«Πρέπει να γυρίσω σπίτι· η αδελφή μου θ’ανησυχήσει αλλιώς.»

«Με την αδελφή σου μένεις;»

«Ναι. Δεν είναι μακριά από δω.» Έδειξε την αντικρινή μεριά της Κερκοφόρου, όπου ξεκινούσαν οι Συλλέκτες. «Μπορούμε να συναντηθούμε αύριο, αν θέλεις.»

«Εντάξει,» είπε η Βατράνια, και συμφώνησαν να βρεθούν σ’ένα μέρος στο Κέντρο, το μεσημέρι.

Ύστερα, ο Θόας πέρασε στην άλλη μεριά της Κερκοφόρου και η Βατράνια έκανε νόημα σ’ένα επιβατηγό όχημα που διέσχιζε τη λεωφόρο.

*

Όταν επέστρεψε στο σπίτι του Βασνάρου, τον βρήκε ξύπνιο, καθισμένο σε μια πολυθρόνα, να διαβάζει ένα βιβλίο.

«Γιατί άργησες τόσο;» τη ρώτησε.

«Μου επιτέθηκαν.»

Το βιβλίο έκλεισε απότομα. «Πού; Ποιοι;»

Η Βατράνια έβγαλε την κάπα της και κάθισε στον καναπέ. «Κάποιοι που ήταν, παλιά, μέλη των Ανατολικών Φρουρών.»

«Μα τα πόδια της Λόρκης, μικρή! Πού τριγύριζες;»

Η Βατράνια τού είπε τι είχε συμβεί και πώς. Και ρώτησε: «Ποιος ήταν αυτός που κούτσαινε; Έλεγε αλήθεια για σένα;»

«Ο Σκυλοπνίχτης. Ναι, εγώ τον έκανα κουτσό. Είσαι τυχερή που βρέθηκε εκείνος ο νεαρός και σε βοήθησε.»

«Το ξέρω.»

Ο Βασνάρος άναψε τσιγάρο, φύσηξε καπνό προς τα κάτω. Αισθανόταν εν μέρει υπεύθυνος για ό,τι είχε συμβεί. Ήθελαν να με εκδικηθούν αυτά τα καθάρματα, και η Βατράνια παραλίγο να το πληρώσει...

«Σου μοιάζει,» είπε η κόρη του, μειδιώντας.

Την κοίταξε συνοφρυωμένος.

«Ο Θόας. Σου μοιάζει. Όχι φατσικώς, δηλαδή· αλλά είναι σαν εσένα. Μόνο εσύ θα ορμούσες σ’αυτούς τους λεχρίτες με τέτοιο τρόπο.»

Ο Βασνάρος αναστέναξε. «Να προσέχεις τις περιοχές όπου πηγαίνεις. Ειδικά τη νύχτα.»

«Πρώτη φορά μού έχουν επιτεθεί επειδή είμαι κόρη σου.»

«Δε με συμπαθούν όλοι οι άνθρωποι των δρόμων σε τούτη την πόλη,» την προειδοποίησε ο Βασνάρος. «Να τόχεις υπόψη σου.»

*

Την άλλη μέρα συνάντησε τον Θόα σε μια καφετέρια στο Κέντρο, και τον κέρασε καφέ και κουλουράκια.

«Κανονικά εγώ θάπρεπε να σε κερνάω.»

«Τι λες, ρε! Εσύ ήρθες και με βοήθησες.»

«Ναι αλλά είσαι η κόρη του Βασνάρου, μα τους θεούς!»

«Και λοιπόν;»

Αυτή ήταν μια από τις λίγες φορές που η Βατράνια είχε ντυθεί με τα ρούχα που θεωρούσε «καλά» της και είχε βαφτεί. Ήταν ντυμένη μ’ένα κίτρινο φόρεμα με τιράντες το οποίο έπεφτε ώς τα γόνατα, γεμάτο πτυχώσεις προς το τέλος. Από μέσα φορούσε μια λευκή, βαμβακερή μπλούζα με ξεκούμπωτα τα τρία ξύλινα κουμπάκια στον λαιμό. Γύρω από τη μέση της ήταν τυλιγμένη μια φαρδιά, μαύρη ζώνη. Στους ώμους της, όταν ήρθε στην καφετέρια, ήταν μια κάπα γαλανή απέξω, μαύρη από μέσα, η οποία τώρα κρεμόταν στην πίσω μεριά της καρέκλας της. Στα πόδια της φορούσε ένα ζευγάρι καφετιά μποτάκια με σταυρωτά λουριά. Τα μάγουλα του λευκόδερμου προσώπου της ήταν διακριτικά βαμμένα με μια γαλανή σκιά, το ίδιο και τα βλέφαρά της. Τα χείλη της ήταν βαμμένα κόκκινα. Τα μελαχρινά μαλλιά της ήταν καλοχτενισμένα – πράγμα σπάνιο· τα χτένιζε ώρα για να τα ξεμπλέξει – και γυαλιστερά.

Ήθελε να είναι όμορφη όταν θα συναντούσε τον Θόα. Και το βλέμμα που της έριξε όταν την αντίκρισε, της μαρτυρούσε ότι, ναι, μάλλον την έβρισκε όμορφη.

Τώρα, της είπε: «Τι ‘και λοιπόν’; Ο άνθρωπος είναι μύθος στους δρόμους της Μέλβερηθ.»

«Σου είπα να έρθεις να τον γνωρίσεις, άμα θέλεις,» αποκρίθηκε η Βατράνια, ενώ αναρωτιόταν αν την έβρισκε τόσο όμορφη ώστε τώρα να είναι καυλωμένος μες στο παντελόνι του, όπως εκείνοι οι τύποι στις προβολικές αφίσες του Γαργαλέμπορα.

«Δεν κάνει, δεν είναι σωστό. Ποιος είμαι εγώ; Ένας αλήτης.»

Η Βατράνια χαμογελούσε. «Το ίδιο έλεγαν πάντα και για τον πατέρα μου.» Μετά ρώτησε: «Το μόνο που κάνεις κι εσύ είναι να τριγυρίζεις, όπως εγώ;»

«Για την ώρα, ναι. Μ’έχουν διώξει από τρεις δουλειές μέχρι τώρα. Συνέχεια με διώχνουν. Είμαι πολύ αντιδραστικός, λένε.»

«Τι ανοησίες...» Αλλά μετά, βέβαια, σκέφτηκε: ποιος μη αντιδραστικός άνθρωπος θα ορμούσε σε τόσους οπλισμένους κακοποιούς για να τη βοηθήσει;

«Και η αδελφή σου το ίδιο αντιδραστική είναι;» τον ρώτησε.

Ο Θόας τής εξήγησε πως η αδελφή του, η Χριστίνα, δούλευε ως μηχανικός τηλεπικοινωνιών, και μέχρι στιγμής δεν την είχαν διώξει από τη δουλειά της. Όχι, δεν ήταν «αντιδραστική».

«Οι γονείς σας; Δεν είναι στην πόλη;»

«Οι γονείς μας... κάνουν δουλειές έξω.»

«Έξω;» Η Βατράνια ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της.

«Δεν το λέω σε όλους αυτό... αλλά, βασικά, κάνουν δουλειές που έχουν σχέση με παρακολουθήσεις και συλλογή πληροφοριών.»

«Κατάσκοποι;»

«Μπορείς να τους πεις κι έτσι. Ή ιδιωτικούς ερευνητές. Ή... εξειδικευμένους ανθρώπους. Η μητέρα μου είναι μάγισσα του τάγματος των Τεχνομαθών.

»Η δική σου μητέρα, αλήθεια, ποια είναι, Βατράνια;» Φαινόταν να τον ενδιαφέρει πολύ με ποια την είχε κάνει ο Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ.

Η Βατράνια δεν ήθελε να μιλά για τη μητέρα της τώρα, αλλά ο Θόας τής είχε πει για τους δικούς του γονείς· άρα... «Μια ιέρεια της Αρτάλης είναι.»

«Ιέρεια της Αρτάλης;» απόρησε ο Θόας. «Μια ιέρεια της Αρτάλης και ο Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ...;»

Η Βατράνια χαμογέλασε, αν και λίγο βεβιασμένα. «Ναι· περίεργο, ε;»

«Όχι, δεν ήθελα να πω αυτό... Απλώς... ξέρεις... γενικά...» Γέλασε, ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ του.

«Ναι,» είπε η Βατράνια, «είναι περίεργο. Κι εγώ αναρωτιέμαι ώρες-ώρες τι της βρήκε.»

Ο Θόας την κοίταξε παραξενεμένος. Μάλλον δεν περίμενε ν’ακούσει κάτι τέτοιο. Η έκφρασή του είχε πλάκα! νόμιζε η Βατράνια.

Μειδίασε. «Ήθελε να με κάνει κι εμένα ιέρεια,» του είπε. «Με φαντάζεσαι ιέρεια;»


 

Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο

Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Share