Επεισόδιο #2
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΑΟ
Τρία χρόνια αργότερα.
Η μητέρα της ήταν θυμωμένη μαζί της ξανά, επειδή παραμελούσε τα καθήκοντά της, επειδή έφευγε όποτε της κατέβαινε από τον ναό. «Μην περιμένεις ότι θα γίνεις ποτέ ιέρεια της Αρτάλης έτσι!» της είπε, ενώ οι δυο τους βρίσκονταν στον κοιτώνα της Βατράνιας, στην πίσω μεριά του ναού. «Αν δεν ήσουν κόρη μου, θα είχες από καιρό διωχτεί. Κάποια από τις άλλες ιέρειες, μάλιστα, μου το έχει προτείνει να σε διώξω.»
Η Βατράνια καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της. «Ποια;» ρώτησε, αν και υποπτευόταν ότι ήταν αυτή η στριμμένη η Ισμήνη, που ποτέ δεν τη συμπαθούσε.
«Δεν έχει σημασία ποια!» αντιγύρισε αυστηρά η Αριστέα, που στεκόταν αντίκρυ της. «Σημασία έχει ότι, ουσιαστικά, είχε δίκιο. Παραβιάζεις συνεχώς το τυπικό που πρέπει ν’ακολουθεί μια δόκιμη, δεν κάνεις τίποτα όπως πρέπει να το κάνεις. Κανονικά, θα ήσουν ήδη ιέρεια, Βατράνια – είσαι πια δεκαοχτώ χρονών, και εκπαιδεύεσαι από τα οκτώ! – αλλά δεν μπορώ να σε χρίσω ιέρεια, έτσι όπως φέρεσαι. Αυτά πρέπει να σταματήσουν. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, πρέπει να–»
«Δε θέλω να γίνω ιέρεια, μαμά,» τη διέκοψε η Βατράνια. «Το έχω αποφασίσει. Δεν είναι για μένα.»
Τα μάτια της Αριστέας στένεψαν. «Δεν ξέρεις τι λες!»
«Ξέρω πολύ καλά τι λέω. Δε μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου ιέρεια της Αρτάλης – και ούτε εσύ μπορείς. Δε μου ταιριάζει.» Σηκώθηκε όρθια, αντίκρυ στη μητέρα της.
«Εκπαιδεύεσαι από οκτώ χρονών,» της θύμισε η Αριστέα.
«Δε με ρώτησες ποτέ.»
«Τι να σε ρωτήσω;» φώναξε η Αριστέα. «Είσαι κόρη μου! Ανήκεις στον ναό. Όλα τα θηλυκά παιδιά των ιερειών της Αρτάλης εκπαιδεύονται ως ιέρειες. Ούτε αυτό δεν έχεις μάθει;»
Η Βατράνια κούνησε το κεφάλι, νιώθοντας αμήχανα. Πάντα ένιωθε αμήχανα μπροστά στον θυμό της μητέρας της. Πάντα η μητέρα της της έδινε την εντύπωση ότι ήταν κάτι το πολύ ιερό: από τότε που η Βατράνια ήταν μικρή και την έβλεπε να κάνει αυτές τις τελετές ντυμένη στα άσπρα, περιτριγυρισμένη από άλλες ιέρειες και δόκιμες μέσα στον σηκό του ναού. Η μητέρα της ήταν σαν κάποια σταλμένη από αλλού, από ένα πολύ πιο αγνό μέρος, μακριά από την πόλη της Μέλβερηθ. Και όταν θύμωνε, αυτό σόκαρε τη Βατράνια· νόμιζε πως, για να θυμώνει η Αριστέα μαζί της, έπρεπε να είχε κάνει κάτι το πολύ άσχημο.
Ακόμα και σήμερα, που ήταν πλέον αρκετά μεγάλη, δεν μπορούσε να μην αισθάνεται έτσι εν μέρει. Αν και καταλάβαινε ότι ήταν λάθος που αισθανόταν έτσι.
«Δε θέλω να γίνω ιέρεια. Σταμάτα πια. Το έχω αποφασίσει.»
Η Αριστέα την ατένιζε σαν να μη μπορούσε να πιστέψει αυτό που άκουγε. «Και η εκπαίδευσή σου; Όλα–»
«Εσύ η ίδια το λες, μαμά: ποτέ δεν εκπαιδεύτηκα σωστά. Δεν ξέρω ούτε τα μισά απ’ό,τι θα έπρεπε να ξέρω. Και... και δεν μπορώ να είμαι στον ναό–»
«Σου έχουν κλέψει το μυαλό αυτές οι ιστορίες που ακούς για τον πατέρα σου–»
«Μην ανακατεύεις τον μπαμπά! Γιατί πάντα ανακατεύεις τον μπαμπά; Η απόφαση είναι δική μου. Εκείνος ποτέ δεν θα μου έλεγε να φύγω από τον ναό, το ξέρεις αυτό.
»Το έχω αποφασίσει. Δεν θα γίνω ιέρεια της Αρτάλης.»
Η Αριστέα αναστέναξε καθώς έκλεινε τα βλέφαρά της και, προς στιγμή, φάνηκε πολύ γριά στη Βατράνια. Τα μαλλιά της ήταν κατάλευκα πλέον, στα εξήντα-πέντε της χρόνια, όπως και το δέρμα της. Και ο χιτώνας της ήταν επίσης λευκός. Πολλές φορές, η Αρχιέρεια του ναού έμοιαζε με μια ολόλευκη σκιά: κάτι πέρα από τούτο τον κόσμο: κάτι το πολύ αρχαίο.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, άνοιξε πάλι τα βλέφαρά της, και τα μάτια της ήταν οργισμένα και σκληρά. «Τότε φύγε,» είπε. «Φύγε από τον ναό. Απόψε.»
Η Βατράνια ξαφνιάστηκε. Κόμπιασε, μην ξέροντας τι ν’αποκριθεί. Τελικά είπε: «Πού να πάω;» Όλη της τη ζωή στον Ναό της Αρτάλης έμενε. Εδώ κοιμόταν, εδώ έτρωγε· δεν είχε ποτέ της δουλέψει παρά μόνο μέσα στον ναό, όπως όλες οι δόκιμες. (Ο νομοκάνονας απαγόρευε στις ιέρειες της Αρτάλης να κάνουν χειρονακτικές εργασίες, οπότε τις αναλάμβαναν εξολοκλήρου οι δόκιμες.)
«Δεν ξέρω,» της απάντησε η Αριστέα. «Αφού παίρνεις όλο αποφάσεις σήμερα, θα έπρεπε να το έχεις αποφασίσει κι αυτό. Μέχρι τη δύση του ήλιου, ο κοιτώνας σου θέλω να είναι άδειος.» Και, στρεφόμενη, έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Η Βατράνια ήταν μουδιασμένη για μερικές στιγμές, ακίνητη. Ύστερα κάθισε πάνω στο κρεβάτι, οκλαδόν. Η μητέρα της σίγουρα αστειευόταν. Ήθελε να την τρομάξει. Δε μπορεί να μιλούσε σοβαρά. Δε μπορεί να την έδιωχνε από τον ναό έτσι. Ο ναός ήταν το σπίτι της.
Η Βατράνια έβγαλε κάτω από το στρώμα της μια μικρή συσκευή αναπαραγωγής ήχου και έβαλε τα ακουστικά στ’αφτιά της. Πάτησε το κουμπί κι άρχισε ν’ακούει το Στης Ερήμου τα Μονοπάτια, των Ελασσόνων Ανεμοβούβαλων. Κλασικό.
Τη συσκευή την είχε κρυμμένη κάτω από το κρεβάτι της γιατί ήταν απαγορευμένη, φυσικά, στο στάδιο της ιερατικής εκπαίδευσης που υποτίθεται πως η Βατράνια βρισκόταν. Στον κοιτώνα της δεν έπρεπε ν’ακούει μουσική· έπρεπε να προσεύχεται σύμφωνα με συγκεκριμένες οδηγίες.
Κανονικά, η Βατράνια όφειλε να το έχει περάσει τούτο το στάδιο, όμως την είχαν ήδη πιάσει μία φορά να ακούει μουσική και αυτό σήμαινε ότι ή έπρεπε να τη διώξουν ή έπρεπε να αρχίσει το στάδιο από την αρχή αλλά επαυξημένο – δηλαδή, διαρκώντας περισσότερο καιρό.
Το Στης Ερήμου τα Μονοπάτια τελείωσε· ακολούθησε το Κάτω από των Θεών τα Μάτια – Ελάσσονες Ανεμοβούβαλοι, επίσης.
*
«Τι κάνεις εδώ;»
Η Αριστέα είχε έρθει στον κοιτώνα της με τη δύση του ήλιου και την είχε βρει μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, να διαβάζει ένα βιβλίο που της είχε δώσει ο πατέρας της: Μηχανορραφίες στις Σκιές της Άντχορκ, της παλιάς σειράς Σκοτεινά Μυστήρια σε Φωτεινές Πόλεις, όπου πάντα έλυνε τα μυστήρια μια ηρωίδα με το όνομα Πανούργα Βερενίκη. Η Βατράνια δεν είχε διάθεση να βγει· είχε την απορία να δει τι θα γινόταν ώς το βράδυ.
Έστρεψε το βλέμμα στη μητέρα της. «Διαβάζω.»
Η Αριστέα έβαλε το ένα της χέρι στη μέση. «Η απόφασή σου άλλαξε; Θα καθίσεις να εκπαιδευτείς σωστά;»
«Δε θέλω να γίνω ιέρεια, μαμά· σ’το είπα.»
«Τότε πρέπει να φύγεις, τώρα.»
Η Βατράνια τινάχτηκε παίρνοντας καθιστή θέση στο κρεβάτι. «Και πού να πάω;»
«Βρες κάπου και πήγαινε!» απάντησε απότομα η Αριστέα. «Δε μπορείς να μένεις στον ναό αν δεν είσαι ιέρεια ή δόκιμη! Μάζεψε όλα αυτά» – έδειξε τα πράγματα που ήταν απλωμένα τριγύρω – «και φύγε. Αν δεν τα πάρεις μαζί σου, θα τα βάλουμε στην αποθήκη.»
«Δε θέλω να φύγω απ’το δωμάτιό μου!»
«Θα φέρω τους φύλακες να σε πετάξουν έξω αν δεν φύγεις με το καλό,» την προειδοποίησε η Αριστέα.
Η Βατράνια ποτέ ξανά δεν την είχε ακούσει τόσο απόλυτη, ούτε τόσο θυμωμένη μαζί της. Αλλά είπε, προκλητικά: «Δε θα τους φέρεις.»
«Μη με βάζεις σε πειρασμό, Βατράνια. Μάζεψε τα πράγματά σου και φύγε.» Σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της. «Θα περιμένω.»
Σοβαρολογούσε. Η Βατράνια δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι σοβαρολογούσε. Αλλά σοβαρολογούσε. Η μαλακισμένη! «Σε μισώ,» της είπε, αγριοκοιτάζοντάς την, νιώθοντας δάκρυα να έρχονται στα μάτια της.
Η Αριστέα δεν αποκρίθηκε, ούτε η όψη της άλλαξε στο ελάχιστο.
Η Βατράνια σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, φόρεσε τις μπότες της, έδεσε τη ζώνη της γύρω από τη μέση της, πήρε την κοντή κάπα της από την κρεμάστρα, και βγήκε από το δωμάτιο.
Διασχίζοντας τους διαδρόμους του ναού δεν μίλησε σε καμια από τις ιέρειες ή τις δόκιμες, αλλά είδε αρκετές να την κοιτάζουν και να ψιθυρίζουν αναμεταξύ τους. Κάποιες θα χαίρονταν που έφευγε, ήταν σίγουρη η Βατράνια. Ειδικά κάποιες από τις δόκιμες. Η Βατράνια είχε κρυφακούσει να λένε ότι ήταν άχρηστη στον ναό, ότι την κρατούσαν απλά και μόνο επειδή η Αρχιέρεια ήταν μάνα της.
Υπήρχαν δόκιμες που είχαν ξεκινήσει τη μαθητεία τους μετά από τη Βατράνια και την είχαν πλέον τελειώσει, είχαν γίνει ιέρειες. Μία ήταν εδώ, στον ναό στο Άπλωμα· μια άλλη είχε φύγει για να πάει στον Ναό της Αρτάλης στην Ομοιότυπη, στα δυτικά της Μέλβερηθ, επειδή εκεί είχαν έλλειψη.
Η Βατράνια δεν χαιρέτησε καμια τους ούτε με το ύψωμα του χεριού. Βγήκε από τη μεγάλη είσοδο του ναού περνώντας ανάμεσα από τα βλέμματα των φυλάκων, νιώθοντας τα μάτια τους σαν μαχαίρια επάνω της.
*
«Φυσικά και μπορείς να μείνεις εδώ,» της είπε ο πατέρας της, όταν της άνοιξε την πόρτα και την άφησε να μπει στο διαμέρισμά του.
«Όσο θέλω;»
«Όσο θέλεις. Αλλά πες μου γιατί έφυγες από τον ναό–»
«Μ’έδιωξε η μαλακισμένη!»
«Ε!» φώναξε ο Βασνάρος και η όψη του ξαφνικά αγρίεψε. «Μη μιλάς έτσι για τη μητέρα σου!» Γιατί δεν είχε αμφιβολία ότι στην Αριστέα αναφερόταν· ποια άλλη μπορεί να την είχε διώξει; «Πες μου τι έγινε. Τσακωθήκατε;»
Η Βατράνια μόρφασε. «Και ναι και όχι.» Κάθισε στον καναπέ. «Δεν ξέρω τι την έπιασε.»
Ο Βασνάρος κάθισε δίπλα της. «Δε μπορεί να σ’έδιωξε μες στα καλά καθούμενα. Τι της έκανες;»
«Τίποτα δεν της έκανα!» αποκρίθηκε αμέσως η Βατράνια, αμυντικά.
Ο Βασνάρος την περίμενε να συνεχίσει. Ήταν βέβαιος ότι αποκλείεται η Αριστέα να την είχε διώξει απ’τον ναό χωρίς καλό λόγο.
«Της είπα ότι δεν θέλω να γίνω ιέρεια,» εξήγησε η Βατράνια. «Της είπα ότι είμαι μεγάλη πια, και ότι το έχω αποφασίσει. Και με πέταξε στον δρόμο, η μαλακισμένη!»
«Μη μιλάς έτσι για τη μητέρα σου,» την προειδοποίησε πάλι ο Βασνάρος. «Αν σε ξανακούσω, θα φύγεις κι από δω!»
«Μα, με πέταξε στο δρόμο!»
«Δε σε πέταξε στο δρόμο· το ήξερε ότι θα ερχόσουν σε μένα–»
«Δε μου είπε ‘Πήγαινε στον πατέρα σου’· μου είπε ‘Φύγε απ’τον ναό μου’!»
Ο Βατράνος γέλασε. «Και πού θα πήγαινες, μικρή; Εδώ θα ερχόσουν, φυσικά. Το ήξερε.»
Η Βατράνια ήταν μουτρωμένη, και πολύ θυμωμένη με τη μητέρα της. «Εμένα δεν μου φάνηκε να το ήξερε.»
«Σ’αγαπάει, Βατράνια–»
«Μαλακίες!»
«Σ’αγαπάει,» επέμεινε ο Βασνάρος· «μην το αμφιβάλλεις. Αλλά σκέψου τη θέση της. Δε φέρεσαι σαν δόκιμη μέσα στον ναό· οι πάντες το γνωρίζουν. Τι θα λένε οι άλλες ιέρειες για την Αρχιέρεια, αν συνεχίζει να σε κρατά εκεί χωρίς ούτε να εκπαιδεύεσαι ούτε να είσαι ιέρεια;»
Η Βατράνια κοίταζε το σαλόνι γύρω-γύρω. «Δε μου το είπε έτσι. Μου είπε να φύγω.»
«Την είχες θυμώσει.»
«Κι εγώ έχω θυμώσει.»
«Μείνε εδώ μέχρι να ξεθυμώσεις.»
«Δεν πρόκειται να με ξαναδεχτεί στον ναό της.»
«Μείνε εδώ όσο νομίζεις πως θέλεις να μείνεις. Δεν έχω πρόβλημα.» Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα, πήρε απ’το ψυγείο ένα μπουκαλάκι Κρύο Ουρανό, και, ανοίγοντάς το, επέστρεψε στο σαλόνι και το άφησε στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ όπου καθόταν η κόρη του. «Τα πράγματά σου δεν τα πήρες απ’τον ναό;»
«Τα ξέχασα,» αποκρίθηκε η Βατράνια δίχως να τον ατενίζει ευθέως. Έπιασε το μπουκαλάκι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά.
Ο Βασνάρος αναστέναξε κουνώντας το κεφάλι. Φόρεσε τα παπούτσια του και έφυγε απ’το διαμέρισμα.
Η Βατράνια τον περίμενε να επιστρέψει. Είχε μια υποψία πού πήγαινε.
Σηκώθηκε απ’τον καναπέ, έπιασε τα τσιγάρα του από το τραπέζι, και άναψε ένα. Πλάι στο πακέτο ήταν αφημένο ένα μυθιστόρημα με τίτλο Οι Χαμένοι Δρόμοι των Φέρνιλγκαν. Πρέπει να ήταν καινούργιο. Το εξώφυλλο γυάλιζε.
Όταν ο Βασνάρος επέστρεψε είχε μαζί του δύο σάκους. «Τα πράγματά σου,» είπε, και τ’άφησε πλάι στον καναπέ. Της φαινόταν θυμωμένος.
«Μαλώσατε;»
«Όχι.»
«Μαλακίες.» Η Βατράνια ήταν καθισμένη σε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού, έχοντας σβήσει το τσιγάρο στο τασάκι.
Ο Βασνάρος την αγριοκοίταξε. «Μη με τσαντίζεις κι εσύ, μικρή Γλώσσα της Λόρκης! Κανονικά θάπρεπε να ήσουν ιέρεια τώρα, όχι νάρχεσαι εδώ!»
«Δε με ρώτησε ποτέ αν ήθελα να γίνω ιέρεια.»
Ο Βασνάρος κάθισε στον καναπέ. «Αυτό είναι το τυπικό του ιερατείου της Αρτάλης. Είσαι κόρη της.»
«Δε με νοιάζει για το τυπικό τους. Θέλω να ζήσω όπως θέλω.»
Ο Βασνάρος ήταν για λίγο σιωπηλός. Ύστερα ρώτησε: «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;»
Η Βατράνια αρχικά δεν τον κατάλαβε. «Θα μείνω εδώ. Μου είπες ότι–»
«Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ, τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα που δεν θα γίνεις ιέρεια. Τι θα κάνεις με τη ζωή σου.»
«Α...»
Ο Βασνάρος περίμενε απάντηση.
Της Βατράνιας δεν της άρεσε αυτό. Ήταν περίεργο. Τράβηξε ακόμα ένα τσιγάρο απ’το πακέτο και το άναψε με τον ενεργειακό αναπτήρα του πατέρα της. Ρούφηξε καπνό, τον έβγαλε απ’τα ρουθούνια. «Ό,τι κάνεις κι εσύ,» είπε τελικά.
«Δε μπορείς να συγκρίνεις τη ζωή μου με τη δική σου.»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί ζεις σ’άλλη εποχή, Βατράνια. Εγώ... Σου είπα τι έγινε με τους γονείς μου, δεν σου είπα;»
Η Βατράνια ένευσε σιωπηλά. Της είχε πει. Και το ήξερε πως ήταν κάτι το οποίο δεν έλεγε στον καθένα· προτιμούσε να το κρατά κρυφό. Την οικογένειά του την είχαν σκοτώσει οι Παντοκρατορικοί. Κι εκείνος είχε βγει στους δρόμους της Μέλβερηθ, πολεμώντας τους με ό,τι μέσα μπορούσε, πάντοτε μόνος. Συνεργαζόταν κάπου-κάπου με την Επανάσταση, αλλά ποτέ δεν ήταν μέλος της Επανάστασης ουσιαστικά.
«Καταλαβαίνεις;» είπε ο Βασνάρος. «Άλλη εποχή, μικρή. Εμείς είχαμε πράκτορες της Παντοκράτειρας να αντιμετωπίσουμε – να τους διώξουμε από τη Σεργήλη ώστε τώρα εσείς να είστε ελεύθεροι και να κάνετε ό,τι γουστάρετε, χωρίς εξωδιαστασιακούς ελεγκτές πάνω απ’τα κεφάλια σας. Δε μπορείς να ζήσεις ‘σαν εμένα’, γιατί δεν είναι ίδιες οι συνθήκες. Καταλαβαίνεις;»
Η Βατράνια ένευσε ξανά. «Ναι,» είπε. «Αλλά και πάλι... μπορώ να... Μ’αρέσουν οι δρόμοι της Μέλβερηθ.»
«Όμως δεν θέλεις να ζεις στους δρόμους. Και ούτε είσαι παιδί της πέτρας.»
«Δεν εννοώ να μένω εκεί! Αλλά...» Κόμπιασε.
«Καταλαβαίνω τι εννοείς. Όμως πρέπει να βρεις κάτι συγκεκριμένο να κάνεις. Αν είχες μεγαλώσεις αλλιώς, όχι μέσα στον Ναό της Αρτάλης, θα το είχες ήδη βρει. Τώρα... τώρα είναι σαν να είσαι δέκα χρονών, βασικά, αλλά έχοντας το ανάστημα, τις δυνάμεις, και την ομορφιά δεκαοκτάχρονης.»
Η Βατράνια μειδίασε. Της άρεσε όπως το είχε πει αυτό ο πατέρας της. Ήταν γαμάτος, πολύ συχνά.
«Νομίζεις ότι σου κάνω πλάκα;» τη ρώτησε.
Η Βατράνια κούνησε το κεφάλι αρνητικά, καπνίζοντας.
«Ωραία,» είπε ο Βασνάρος, «γιατί δεν κάνω πλάκα.»
«Και τώρα;» τον ρώτησε ύστερα από λίγο.
«Θα μένεις εδώ μέχρι που να ανακαλύψεις τι θέλεις να κάνεις με τη ζωή σου.»
Την προβλημάτιζαν τα λόγια του. Της άρεσε, βασικά, να τριγυρίζει στους δρόμους της Μέλβερηθ και να γνωρίζει κόσμο, και να... μπλέκεται σε υποθέσεις. Αλλά, μάλλον, αυτό ο πατέρας της δεν το θεωρούσε κάτι το σοβαρό.
Έσβησε το τσιγάρο της στο τασάκι, μισοτελειωμένο. «Αν δεν ήμουν ιέρεια, τι νομίζεις ότι θα έκανα;»
«Δεν είμαι μάντης, μικρή. Μπορώ να σου βρω μια οποιαδήποτε δουλειά, αν θέλεις μια οποιαδήποτε δουλειά. Σ’ενδιαφέρει να δουλέψεις ως σερβιτόρα;»
«Όχι.»
«Να μάθεις να οδηγείς επιβατηγό όχημα;»
«Όχι.»
«Θες να γίνεις μισθοφόρος;»
«Τους μισώ τους μισθοφόρους. Κυνηγάνε κόσμο.»
«Θες να εκπαιδευτείς ως γρυποκαβαλάρισσα; Να γίνεις αερομεταφορέας;»
«Για λίγο, ίσως νάχε πλάκα. Αλλά για συνέχεια θα το βαρεθώ, είμαι σίγουρη.»
«Εντάξει,» είπε ο Βασνάρος, «άσ’ το. Θα βρεις τον δρόμο σου. Σκέψου το.»
Προηγούμενο Επεισόδιο | Λίστα Επεισοδίων | Επόμενο Επεισόδιο |
Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.