Επεισόδιο 15
ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ΣΤΟΜΑΤΟΣ

Η Μαρλιέσσα τινάζεται όρθια μόλις ακούει βήματα έξω από το κελί της. Βλέπει, από το μικρό καγκελωτό παραθυράκι της πόρτας, τέσσερις άντρες να έρχονται μέσα από τον σκοτεινό διάδρομο που φωτίζεται μονάχα από μια ασθενική λάμπα λαδιού.

Τέσσερις άντρες, ντυμένοι ακανόνιστα. Οπλισμένοι. Δύο κρατάνε πιστόλια. Ο άλλος κρατά ρόπαλο. Ο πρώτος όμως δεν βαστά όπλο, αλλά ένα μεγάλο κλειδί κι έχει σπαθί περασμένο στη ζώνη του.

«Κάνε πίσω,» της λέει, κοιτάζοντάς την με άγρια μάτια από το παράθυρο.

Η Μαρλιέσσα υπακούει.

Ο άντρας ξεκλειδώνει το κελί της, την κοιτάζει καλά-καλά, και λέει: «Έλα μαζί μας. Προχώρα!»

Η Μαρλιέσσα περνά το κατώφλι της πόρτας και βαδίζει ανάμεσά τους μέσα στον σκοτεινό διάδρομο. Στρίβουν σε κάποιο σημείο και, τελικά, πλησιάζουν μια σκάλα. Τότε, της αρπάζουν τα χέρια και τα δένουν πίσω απ’την πλάτη της με χειροπέδες.

«Τι κάνετε;» γρυλίζει η Μαρλιέσσα. «Γιατί είμαι εδώ; Είστε Ακανόνιστοι; Είστε της συμμορίας των Ακανόνιστων;»

«Προχώρα!»

Τη σπρώχνουν, και η Μαρλιέσσα αναγκάζεται ν’ανεβεί την ξύλινη σκάλα που τρίζει από κάτω της. Φτάνει στο ισόγειο του οικήματος, σ’έναν διάδρομο με πόρτες και ένα παράθυρο. Έξω από το παράθυρο, νύχτα φαίνεται.

«Προχώρα,» της λέει ξανά ο ένας από τους δεσμοφύλακές της. «Προς τα κει.» Τη σπρώχνει.

«Μη με σπρώχνεις, κοπρόσκυλο!» γρυλίζει η Μαρλιέσσα – και δέχεται ξαφνικά μια γερή γροθιά στα πλευρά. Διπλώνεται, με την αναπνοή της κομμένη, και κάποιος τη σπρώχνει ξανά· αναγκάζεται να βαδίσει, παραπατώντας.

Φτάνουν σε μια αίθουσα με παράξενες, σουρεαλιστικές τοιχογραφίες – μια αίθουσα όπου η Μαρλιέσσα δεν έρχεται για πρώτη φορά. Το δωμάτιο είναι γεμάτο Ακανόνιστους, κι ανάμεσά τους στέκεται το Στόμα του Χάους. Παραδίπλα είναι ο Σκαθάριος. Κι αντίκρυ τους – αιχμάλωτη –

«Καλλιστώ!» αναφωνεί η Μαρλιέσσα, ακόμα λιγάκι ξέπνοη από τη γροθιά που δέχτηκε. «Τι…;»

«Ήρθα να σε βρω,» της λέει η δημοσιογράφος.

«Σου επιτέθηκαν!» Οι δεσμοφύλακες της Μαρλιέσσας την κρατάνε πίσω καθώς εκείνη προσπαθεί να τους ξεφύγει για να πλησιάσει την Καλλιστώ – ή, ίσως, για να χιμήσει στο Στόμα του Χάους, στον Σκαθάριο, ή σε όποιον άλλο Ακανόνιστο τύχει να βρει μπροστά της. Τα μάτια της στραφταλίζουν από δυνατή οργή, τα δόντια της είναι γυμνωμένα σαν δόντια λυσσασμένης αγριόγατας.

«Μαρλιέσσα!» της λέει η Καλλιστώ. «Περίμενε! Έχει γίνει λάθος.»

«Τι λάθος;» γρυλίζει η χωροφύλακας, ενώ ακόμα την κρατάνε – ενώ με το ζόρι την κρατάνε, παρότι τα χέρια της είναι δεμένα πίσω απ’την πλάτη της. «Τι λάθος!;»

«Ήρθα να σε σώσω, Μαρλιέσσα–»

«Είσαι ανόητη!»

«–ντυμένη σαν την Πριγκίπισσα της Οργής. Νόμιζα ότι αυτό θα τους τρόμαζε. Έκανα λάθος… Αλλά,» ξεροκαταπίνει προς στιγμή, «αλλά το Στόμα του Χάους νόμιζε ότι εγώ ήμουν όντως η Πριγκίπισσα της Οργής, γιατί πίστευε πως, αν σε φυλάκιζε, η Πριγκίπισσα θα ερχόταν να σε σώσει.»

«Τι;…»

«Μαρλιέσσα. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Νόμιζαν ότι είμαι η Πριγκίπισσα επειδή πίστευαν ότι η Πριγκίπισσα θα ερχόταν για εσένα – έγινε λάθος. Καταλαβαίνεις;»

Η Μαρλιέσσα γνέφει καταφατικά. «Ναι…» κάνει λαχανιασμένα. «Ναι…»

«Γνωρίζεις την Πριγκίπισσα της Οργής;» τη ρωτά ξαφνικά το Στόμα του Χάους.

Η Μαρλιέσσα κουνά το κεφάλι. «Όχι. Πώς να…; Γιατί να την ξέρω; Γιατί να έρθει η Πριγκίπισσα για εμένα;»

«Γιατί το είδα!» φωνάζει το Στόμα του Χάους.

«Τι… τι είδες;»

«Κανονικά, η Πριγκίπισσα της Οργής έπρεπε να έρθει για να σε σώσει – όχι αυτή η δημοσιογράφος!» Το Στόμα του Χάους δείχνει την Καλλιστώ. Μοιάζει εξοργισμένος. Το μοναδικό του μάτι γυαλίζει σχεδόν σαν τα μάτια της Μαρλιέσσας, αλλά ο θυμός του είναι διαφορετικός: είναι ένας ψυχρός θυμός, μια καταιγίδα πάγου, ενώ της Μαρλιέσσας ένας θυμός φλογερός, μια πυρκαγιά.

«Δεν ξέρω γιατί το νομίζεις αυτό…» λέει η Μαρλιέσσα ήρεμα. «Ούτε ξέρω τίποτα για την Απρόσωπη… Αν ήξερα… θα την είχαμε πιάσει.»

«Οι δαίμονες της Λόρκης δεν μου λένε ψέματα!»

Η Μαρλιέσσα γελά ξερά. «Οι δαίμονες της Λόρκης; Ποιος λέει ψέματα, αν όχι οι δαίμονες της Λόρκης;»

«Μη μιλάς για πράγματα που δεν ξέρεις, γυναίκα!»

«Δεν πρόκειται η Πριγκίπισσα της Οργής να έρθει για μένα,» του λέει η Μαρλιέσσα. «Και το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να μ’αφήσεις να φύγω· είμαι λοχίας της Χωροφυλακής της Θα–»

«Μη μου λες τα ίδια πράγματα ξανά.»

«Εσύ ήσουν πριν, στο υπόγειο…»

Το Στόμα του Χάους δεν αποκρίνεται σ’αυτό.

«Γιατί κυνηγάς την Πριγκίπισσα της Οργής;» τον ρωτά η Μαρλιέσσα.

«Είναι φόνισσα!»

Η Μαρλιέσσα φτύνει στο πλάι. «Ενώ όλοι εσείς εδώ πέρα είστε αγαθοί σαν ιέρειες της Αρτάλης…»

«Έχει σκοτώσει ήδη τρεις από εμάς!» φωνάζει το Στόμα του Χάους.

«Τρεις; Αν θυμάμαι καλά από τις αναφορές, έχει σκοτώσει στο Λημέρι δύο ληστές κι έναν βιαστή.»

«Μην κρίνεις εσύ τους ανθρώπους του Λημεριού!»

«Λέτε πως υπερασπίζεστε το Λημέρι, αλλά προστατεύετε φονιάδες και βιαστές!»

Ο Σκαθάριος φωνάζει: «Σκασμός! Σε ποιον νομίζεις ότι μιλάς, ε; Στο Στόμα του Χάους μιλάς!»

Κι αυτοί που είναι γύρω από τη Μαρλιέσσα κάνουν να υψώσουν τα χέρια τους για να τη χτυπήσουν, αλλά το Στόμα τούς σταματά με το ύψωμα του δικού του χεριού. «Όχι,» τους προστάζει. Και την παρατηρεί με το μοναδικό του μάτι. «Δε νομίζω ότι μου λες αλήθεια, χωροφύλακα. Κάτι κρύβεις.»

Η Μαρλιέσσα δεν μιλά.

«Κάτι ξέρεις για την Πριγκίπισσα της Οργής… Ξέρεις ποια είναι;»

«Σου είπα – όχι.»

«Γιατί τότε θα έρθει να σε βοηθήσει;»

«Δεν πρόκειται να έρθει να με βοηθήσει, αλλά μάλλον οι χωροφύλακες του Λημεριού θα έρθουν–»

«Κανένας δεν ξέρει ότι είσαι εδώ!»

«Σοβαρά; Και τότε πώς η Πριγκίπισσα της Οργής θα έρθει για μένα;»

«Θα έρθει,» λέει αργά το Στόμα του Χάους, με φωνή τρομαχτική, «επειδή το ξέρω πως θα έρθει.»

«Είσαι τρελός,» αποκρίνεται η Μαρλιέσσα – και οι φύλακές της την ξυλοκοπούν, αναγκάζοντάς τη να πέσει στα γόνατα φτύνοντας αίμα.

«Πες μου για την Πριγκίπισσα της Οργής!» προστάζει το Στόμα του Χάους.

«Δεν ξέρω τίποτα,» κρώζει η Μαρλιέσσα.

«Θα έρθει να σε σώσει,» λέει το Στόμα του Χάους. «Το ξέρω πως θα έρθει. Το είδα. Και όταν έρθει θα την τυλίξουμε στα δίκτυα μας. Την περιμένουμε, όπως ο γρύπας των βουνών περιμένει το θήραμά του να ζυγώσει!»

Η Μαρλιέσσα δεν μιλά, αποφεύγοντας την όψη του, ατενίζοντας το πάτωμα, ακόμα γονατιστή.

Αντίκρυ της, η Καλλιστώ, που στέκεται όρθια αλλά φανερά καταπονημένη, είναι εξίσου σιωπηλή.

«Κλειδώστε τες και τις δύο,» προστάζει το Στόμα του Χάους. «Στο υπόγειο.»

«Στο ίδιο κελί;» ρωτά ένας.

«Ναι.»

Σηκώνουν τη Μαρλιέσσα όρθια και μαζί με την Καλλιστώ τις οδηγούν στην ξύλινη σκάλα και στους σκοτεινούς διαδρόμους κάτω από το οίκημα του Στόματος του Χάους. Τις πηγαίνουν στο κελί όπου μέχρι στιγμής ήταν μόνη η Μαρλιέσσα και τις σπρώχνουν μέσα – όχι, όμως, προτού λύσουν τα χέρια της χωροφύλακα.

Κλείνουν την πόρτα πίσω τους και την κλειδώνουν. Επίσης, μια αμπάρα ακούγεται να τραβιέται.

Οι Ακανόνιστοι τις αφήνουν και φεύγουν.

Η Μαρλιέσσα και η Καλλιστώ αγκαλιάζονται, και η Καλλιστώ κλαίει μέσα στην αγκαλιά της Μαρλιέσσας ενώ εκείνη χαϊδεύει τα μαλλιά της και της ψιθυρίζει: «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, ανόητη… Δεν έπρεπε…» Και μετά, ρωτά: «Η Θεώνη;»

«Θα με είδε να με παίρνουν,» αποκρίνεται η Καλλιστώ, ύστερα από λίγο, καθώς σκουπίζει τα μάτια της με τα γαντοφορεμένα δάχτυλά της. «Θα με είδε, λογικά…»

«Αν κάνει κι αυτή καμια παρόμοια βλακεία…. Τι έχετε συμφωνήσει;»

«Δεν ξέρω,» λέει η Καλλιστώ με σπασμένη φωνή. «Δεν ξέρω τι θα κάνει.»

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.