Επεισόδιο 14
ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΛΑΝΗ

Πέντε άστεγοι κάθονται γύρω από ένα μαγκάλι, σ’ένα σοκάκι του Λημεριού, κρυώνοντας μέσα στο νυχτερινό ψύχος, τυλιγμένοι σε κουβέρτες, τριμμένες κάπες, και παλιά πανωφόρια. Εφημερίδες είναι στοιβαγμένες από κάτω τους για να τους προστατεύουν από τις υγρές πλάκες του δρόμου. Ο ένας κρατά ένα μισογεμάτο μπουκάλι κρασί στα χέρια (που μόνο το δεξί φορά μάλλινο γάντι) και πίνει κάπου-κάπου μικρές, προσεχτικές γουλιές. Ένας απ’τους άλλους τού ρίχνει ματιές που φανερώνουν ότι θα ήθελε ίσως να του κλέψει το μπουκάλι.

Μια σκιερή μορφή έρχεται και στέκεται στην αρχή του σοκακιού. Οι άστεγοι γυρίζουν και την κοιτάζουν. Μοιάζει με γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα. Φορά μανδύα και πλατύγυρο καπέλο, και το μισό της πρόσωπο το κρύβει ένα μαντήλι.

Τους πλησιάζει.

Τα μάτια τους γουρλώνουν. «Η Απρόσωπη…» ψιθύριζε ένας τους.

«Μια ερώτηση θέλω να κάνω,» λέει η γυναίκα.

Κανένας δεν μιλάει. Ο άστεγος με το κρασί σφίγγει το μπουκάλι στα χέρια του σαν να πρόκειται για κάτι το ιερό που μπορεί να τον προφυλάξει από τη δαιμόνισσα της Λόρκης.

«Το πρωί, κάποιοι έριξαν κάτω ένα δίκυκλο κι άρπαξαν τη μία από τις δύο γυναίκες που το καβαλούσαν. Ποιοι ήταν; Ξέρετε;» ρωτά η Πριγκίπισσα της Οργής.

Οι τρεις από τους πέντε αστέγους κουνάνε τα κεφάλια. «Όχι,» καταφέρνει να αρθρώσει ένας.

«Μη μου λέτε ψέματα.» Στο χέρι της Πριγκίπισσας ένα πιστόλι γυαλίζει τώρα στο φως του μαγκαλιού. «Εδώ έγινε το επεισόδιο. Δεν το είδατε;»

«Δεν ξέρουμε ποιοι ήταν, κυρία! Αλήθεια!»

«Θα θυμάμαι την απάντησή σας,» λέει η Πριγκίπισσα της Οργής, και περιμένει λίγο ακόμα μήπως αλλάξουν γνώμη. Κανείς δεν μιλά.

Η Πριγκίπισσα φεύγει.

Σ’ένα παλιό υπόγειο χωρίς πόρτα, μια κλέφτρα κάθεται σ’ένα σκαμνί και, στο φως της λάμπας λαδιού, μετρά τα χαρτονομίσματα που είναι μέσα στο πορτοφόλι που άρπαξε πριν από λίγη ώρα. Τα μάτια της γυαλίζουν. Το δέρμα της είναι γαλανό, τα μαλλιά της μαύρα και μακριά, μπλεγμένα, αλλά οι δυο μπροστινές τούφες δεμένες πίσω απ’το κεφάλι της για να μην την εμποδίζουν.

Τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο υπόγειο είναι λίγα και πέτρινα. Οι μαλακές μπότες της Πριγκίπισσας της Οργής δεν κάνουν θόρυβο καθώς τα κατεβαίνει. Η κλέφτρα είναι απορροφημένη μετρώντας τα χαρτονομίσματα· δεν ακούει την εισβολέα, δεν τη βλέπει. Η Πριγκίπισσα την αρπάζει, μ’ένα γαντοφορεμένο χέρι, από τα μαλλιά τραβώντας το κεφάλι της πίσω, εκθέτοντας τον λαιμό της στο φως της λάμπας και βάζοντας τη λεπίδα ενός στιλέτου επάνω στο γαλανό δέρμα.

«Ξέρεις ποια είμαι;» ρωτά.

«Ό-όχι…» λέει η κλέφτρα. «Σε παρακαλώ, μπορούμε να τα μοιραστούμε, μπορούμε–»

«Τους αρέσει να με λένε ‘η Πριγκίπισσα της Οργής’, ή ‘η Απρόσωπη Πριγκίπισσα’.»

Η κλέφτρα ξεροκαταπίνει με δυσκολία, δάκρυα κυλάνε από τα μάτια της, προς τα πλάγια. «Σε παρακαλώ, δεν έχω κάνει κακό…»

«Θα σε ρωτήσω κάτι, κι αν μου δώσεις απάντηση θα ζήσεις.»

«Ναι, ό,τι θέλεις, και το πορτοφόλι είναι κι αυτό δικό σου–»

«Δε θέλω το πορτοφόλι. Το πρωί, εδώ, σ’αυτή την περιοχή, κάποιοι επιτέθηκαν σ’ένα δίκυκλο. Το έριξαν κάτω, κι απήγαγαν τη μια απ’τις δυο γυναίκες που το καβαλούσαν. Ποιοι ήταν;»

«Αυτοί… ε, αυτοί ήταν οι Ακανόνιστοι.»

«Οι Ακανόνιστοι;»

«Ναι. Η γυναίκα ήταν μια χωροφύλακας–»

«Είναι ζωντανή;»

«Δεν ξέρω, αλήθεια σού λέω!»

«Πού την έχουν πάει;»

«Δεν ξέρω, σου λέω αλήθεια, σε παρακαλώ, η Λόρκη να σε καλοκοιτάζει πάντα, και πάρε το πορτοφόλι μου!»

«Στα μέρη τους την έχουν πάει;»

«Δεν ξέρω.»

Η Πριγκίπισσα της Οργής την κλοτσά, ελευθερώνοντάς την συγχρόνως, σωριάζοντάς την στο πάτωμα.

Όταν η κλέφτρα τολμά να κοιτάξει πίσω της, το υπόγειο είναι άδειο. Η δαιμόνισσα της Λόρκης έχει εξαφανιστεί. Η κλέφτρα μαζεύει τα πεσμένα χαρτονομίσματα, τα βάζει στο πορτοφόλι μαζί με τα υπόλοιπα, και το κρύβει μέσα στο παντελόνι της.

Σ’ένα σύνορο της περιοχής των Ακανόνιστων, τρεις απ’αυτούς φυλάνε σκοπιά: μία γυναίκα, δύο άντρες. Η γυναίκα καπνίζει, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο ενός μονώροφου σπιτιού, τυλιγμένη σφιχτά μέσα στη μακριά καπαρντίνα της. Ο ένας από τους δύο άντρες στηρίζεται σ’ένα σιδερένιο δόρυ που έχει αιχμές κι από τη μια μεριά κι από την άλλη. Από τη ζώνη του κρέμεται ένα πιστόλι. Ο άλλος άντρας βαδίζει βαριεστημένα, μ’ένα ρόπαλο στη ζώνη κι ένα σπαθί στην πλάτη· έχει πυκνά μαύρα μούσια και φορά καπέλο.

Μια φιγούρα αχνοφαίνεται στο βάθος του δρόμου, από την άλλη μεριά, όχι από τις περιοχές των Ακανόνιστων. Μετά, η φιγούρα στρίβει κι εξαφανίζεται.

Μερικά δευτερόλεπτα περνάνε, κι ένας φιμωμένος κρότος πιστολιού αντηχεί. Πυροβολισμός από σιγαστήρα.

Ο άντρας με το δόρυ σωριάζεται, με αίματα πάνω στο κεφάλι του.

Η γυναίκα τινάζεται αμέσως από τον τοίχο και, καθώς το τσιγάρο πέφτει από το στόμα της, τραβά πιστόλι μέσα από την καπαρντίνα–

Ακόμα ένας φιμωμένος κρότος. Η γυναίκα πέφτει στο πλακόστρωτο διπλωμένη, αιμόφυρτη.

Ο τελευταίος φρουρός κρατά έτοιμο το σπαθί του, καθώς η Πριγκίπισσα της Οργής ξεπροβάλλει από τις σκιές με το πιστόλι της υψωμένο, σημαδεύοντάς τον. «Εσύ…» ψελλίζει ο Ακανόνιστος. «Στάσου, μη ρίξεις! Περίμενε!» Βηματίζει όπισθεν. «Θα σου πω–»

«Θα μου πεις πού έχετε τη χωροφύλακα Μαρλιέσσα Κέρενκοφ,» λέει η σκοτεινή γυναίκα πίσω από το μαντήλι που κρύβει το μισό της πρόσωπο. «Πού;»

Τότε, απρόσμενα, μια ολόκληρη κομπανία Ακανόνιστων πετάγεται από την αυλή μιας πολυκατοικίας, τρέχοντας καταπάνω στην Πριγκίπισσα της Οργής.

Εκείνη στρέφεται ξαφνιασμένη, πυροβολώντας έναν, δύο εχθρούς– Το σπαθί του άντρα με τα μούσια και το καπέλο τη χτυπά στο χέρι, κάνοντας αίμα να τιναχτεί και το πιστόλι να φύγει από τα δάχτυλά της. Οι Ακανόνιστοι κυκλώνουν την Πριγκίπισσα της Οργής, ξυλοκοπώντας την, ρίχνοντάς την κάτω. Αλλά δεν τη σκοτώνουν. Δεν έχουν τέτοιες διαταγές.

Της δένουν τα χέρια βίαια πίσω από την πλάτη, με σχοινιά, και τη σηκώνουν όρθια. Το καπέλο έχει φύγει απ’το κεφάλι της αποκαλύπτοντας κοντά ξανθά μαλλιά. Το μαντήλι είναι ακόμα στο πρόσωπό της. Τη σπρώχνουν, οδηγώντας την στα ενδότερα της περιοχής τους.

Ολοένα και πιο μέσα, ενώ αίμα κυλά από το τραυματισμένο χέρι της και τα πόδια της παραπατάνε, ζαλισμένη από τα χτυπήματα καθώς είναι. Ο μανδύας της έχει μισοκουρελιαστεί· κρέμεται παράταιρα. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της.

Την πηγαίνουν προς το αρχηγείο τους, φωνάζοντας και σφυρίζοντας. Και ξεπροβάλλουν κι άλλοι Ακανόνιστοι από πόρτες και σοκάκια. Ο Σκαθάριος – ο άντρας που του έχουν κολλήσει αυτό το παρωνύμιο επειδή κανονικά ονομάζεται Καθάριος – είναι ανάμεσά τους. Κοιτάζει την αιχμάλωτη γυναίκα συνοφρυωμένος, και ρωτά: «Αυτή είναι;»

«Ναι! Η Πριγκίπισσα της Οργής, Σκαθάριε! Πιάσαμε την Πριγκίπισσα της Οργής!»

Και διάφοροι άλλοι ζητωκραυγάζουν.

Ο Σκαθάριος τραβά απότομα το μαντήλι από το πρόσωπο της γυναίκας. Τα μάτια του γουρλώνουν. «Αποκλείεται!» φωνάζει. «Δεν είναι αυτή!»

«Όχι, ρε Σκαθάριε, είναι η Πριγκίπισσα της Οργής, σου λέμε!» Κι ένας άλλος προσθέτει: «Πώς το ξέρεις, Σκαθάριε; Κανείς δεν ξέρει το πρόσωπό της Απρόσωπης!» Μια γυναίκα λέει: «Δεν είναι δαιμόνισσα της Λόρκης, τελικά· άνθρωπος είναι, σαν όλους!»

Τα χείλη του Σκαθάριου κινούνται χωρίς να βγει ήχος καθώς παρατηρεί την όψη της γυναίκας, η οποία τον ατενίζει αμίλητα με βλέμμα εχθρικό. Τελικά, ο Σκαθάριος λέει: «Ηλίθιοι, βλάκες!… Δε μπορεί, αποκλείεται!» Και μετά: «Πάμε! Πάμε στο Στόμα. Τώρα! Κουνηθείτε, γαμώ τις φάρες σας! Πάμε στο Στόμα του Χάους!»

Και τραβάνε τη γυναίκα στο αρχηγείο τους. Την οδηγούν μέσα στη διακοσμημένη με παράξενες τοιχογραφίες αίθουσα, όπου τους περιμένει ο άντρας που αποκαλούν Στόμα του Χάους.

Το μοναδικό του μάτι γυαλίζει. «Τι είν’ αυτό;» φωνάζει. «Άκουσα ότι πιάσατε την Πριγκίπισσα της Οργής!»

«Αυτή είναι, Στόμα! Η Πριγκίπ–»

«Αυτή είναι η δημοσιογράφος!» γρυλίζει το Στόμα του Χάους.

«Η Πριγκίπισσα είναι! Μας επιτέθηκε. Φορούσε αυτό το μαντήλι, κι αυτό το καπέλο. Είναι η Πριγκίπισσα. Σκότωσε τρεις, Στόμα του Χάους· είναι νεκροί! Τους πυροβόλησε μ’αυτό το πιστόλι. Κι ένας ακόμα είναι τραυματισμένος.»

Το Στόμα του Χάους ατενίζει την Καλλιστώ Μερκάθη με το μοναδικό του μάτι. Το πρόσωπό της είναι μελανιασμένο και ματωμένο από τα χτυπήματα των Ακανόνιστων. Δάκρυα κυλάνε στα μάγουλά της.

«Έχεις δίκιο,» του λέει η Καλλιστώ με σπασμένη φωνή. «Δεν είμαι η Πριγκίπισσα της Οργής.» Το κάτω χείλος της είναι κομμένο, ματωμένο.

«Κι όμως… Πώς…;» Το Στόμα του Χάους βρίσκεται σε σύγχυση. «Πώς είναι αυτό δυνατόν!» κραυγάζει, και η αίθουσα, ολόκληρο το οικοδόμημα, αντηχεί από τη φωνή του. Το μοναδικό του μάτι σπινθηροβολεί. «Γιατί είσαι εσύ εδώ και όχι η Πριγκίπισσα της Οργής;»

«Ήρθα να βρω τη Μαρλιέσσα, όπως θα καταλαβαίνεις. Γιατί μας επιτεθήκατε; Γιατί την απαγάγατε; Μου είπες ψέματα – είστε εγκληματίες!»

Το Στόμα του Χάους τη γρονθοκοπεί καταπρόσωπο. Αίμα τινάζεται από τη μύτη της καθώς το κεφάλι της γυρίζει στο πλάι.

«Είσαι πραγματικά η Πριγκίπισσα της Οργής, ε; Είσαι πραγματικά η Πριγκίπισσα, δεν είσαι;» φωνάζει.

Η Καλλιστώ φτύνει αίμα. Γελά νευρικά, κλαίγοντας συγχρόνως. «Είσαι τρελός… Δεν είμαι η Απρόσωπη. Δε διαβάζεις τις εφημερίδες;» Και στρέφει πάλι το βλέμμα της επάνω του. «Τι σκατά περίμενες; Περίμενες την Απρόσωπη; Γιατί; Πού είναι η Μαρλιέσσα; Τη σκοτώσατε; Ήταν φίλη μου!»

«Το είχα δει!» φωνάζει το Στόμα του Χάους. «Τα δαιμονικά της Λόρκης… μου το είχαν μαρτυρήσει…» Μοιάζει να μονολογεί· αποφεύγει τα μάτια της Καλλιστώς. «Μου το είχαν πει! Η Πριγκίπισσα… θα έρθει η Πριγκίπισσα για να βρει τη χωροφύλακα.»

«…Γι’αυτό;» ψελλίζει η Καλλιστώ. «Γι’αυτό άρπαξες τη Μαρλιέσσα;»

Το Στόμα του Χάους την ατενίζει οργισμένα. «Λες ψέματα! Πρέπει να είσαι η Πριγκίπισσα της Οργής!»

«Δεν είμαι η Πριγκίπισσα της Οργής! Ήρθα για τη Μαρλιέσσα. Επίτηδες ντυμένη σαν την Πριγκίπισσα.»

«Δεν σε πιστεύω. Θες να κρύψεις ποια είσαι – και θες να σωθείς!»

«Δε διαβάζεις τις εφημερίδες, ανόητε;» φωνάζει η Καλλιστώ, κι αμέσως την ξυλοκοπούν πάλι, ρίχνοντάς την στο πάτωμα, βρίζοντάς την που τόλμα να μιλά έτσι στο Στόμα του Χάους.

Το Στόμα τούς σταματά. «Αρκετά!»

Οι Ακανόνιστοι παραμερίζουν, αφήνοντάς την κουλουριασμένη στο πάτωμα, με τα γόνατά της υψωμένα στο στήθος.

«Τι είπες για τις εφημερίδες;» ρωτά το Στόμα του Χάους· κι όταν δεν παίρνει αμέσως απάντηση, φωνάζει: «Τι είπες για τις εφημερίδες, δημοσιογράφε;»

Η Καλλιστώ, τρέμοντας, χαλαρώνοντας λίγο, καταφέρνει να αρθρώσει: «Ήμουν εκεί όταν τον σκότωσε η Πριγκίπισσα… Τον Άρη Νυχταστέρη. Ήμουν μαζί του. Την είδα να τον σκοτώνει μπροστά μου. Δεν είμαι η Πριγκίπισσα!» ουρλιάζει.

«Στόμα…» λέει διστακτικά ο Σκαθάριος. «Αυτό είναι….»

«Ναι,» γνέφει το Στόμα του Χάους, «πράγματι αληθεύει. Ήταν μια δημοσιογράφος μαζί με τον Άρη Νυχταστέρη, αλλά δε θυμάμαι το όνομά της. Βρες μου την εφημερίδα, Σκαθάριε.»

Ο Σκαθάριος φεύγει αμέσως.

«Σου λέω αλήθεια,» λέει η Καλλιστώ έχοντας ανασηκωθεί πάνω στο πάτωμα. «Αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί περίμενες την Πριγκίπισσα…»

«Το ήξερα ότι θα ερχόταν όταν είχα τη χωροφύλακα αιχμάλωτη. Θα ερχόταν γι’αυτήν! Κανονικά έπρεπε να ήταν εκείνη, όχι εσύ! Κάτι έκανες!» Το μάτια του την ατενίζουν με μίσος. «Κάτι χάλασες!»

«Τι… τι να χαλάσω; Ήθελα μόνο να τη βρω… Είναι φίλη μου. Καλή μου φίλη.»

«Και ντύθηκες σαν την Πριγκίπισσα!»

«Για εκφοβισμό.»

«Θα έρθει,» μουρμουρίζει το Στόμα του Χάους. «Πρέπει να έρθει!»

«Όχι,» λέει η Καλλιστώ διστακτικά, «δεν θα έρθει. Σε παρακαλώ, άφησέ μας να φύγουμε. Έκανες λάθος. Άφησέ μας να φύγουμε, και θα τελειώσει, σ’το υπόσχομαι.»

«Όχι,» αποκρίνεται το Στόμα του Χάους. «Δεν θα φύγεις, δημοσιογράφε.»

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.