Επεισόδιο 29
ΑΙΤΙΑ ΔΙΑΖΥΓΙΟΥ

Ο Κύριλλος Νυχταστέρης δεν χρειάζεται άλλο τις υπηρεσίες μας. Δεν έχουμε τίποτα περισσότερο να του προσφέρουμε τώρα. Η Πριγκίπισσα της Οργής έχει εξαφανιστεί, όπως πάντα εξαφανιζόταν. Μόνο που ετούτη τη φορά όλοι ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να επανεμφανιστεί στη Θακέρκοβ. Σύμφωνα με ό,τι μας είπαν οι τρεις τους, θα φύγουν από εδώ. Πού θα πάνε, είναι ένα μυστήριο. Κι αν θα κάνουν πάλι τα ίδια, είναι ακόμα ένα μυστήριο. Η Σιδηρά Δυναστεία, πάντως, είμαι βέβαιος πως θα έχει παντού το νου της γι’αυτές. Τα ονόματα που θα χρησιμοποιήσουν σίγουρα θα είναι διαφορετικά, αλλά τις όψεις τους δεν μπορούν εύκολα να τις αλλάξουν, και τα μάτια της Δυναστείας είναι πολλά σ’ολόκληρη τη Σεργήλη. Στο τέλος, το θεωρώ πολύ πιθανό ότι θα τις βρουν, εκτός αν αποφασίσουν να μείνουν κρυμμένες σε κάποια απομονωμένη, άγρια περιοχή των Φέρνιλγκαν.

Το μέλλον θα δείξει. Ίσως κάποτε να μάθω τι έγινε τελικά· ή ίσως ποτέ να μη μάθω τίποτα. Όπως και ο περισσότερος κόσμος στη Θακέρκοβ δεν θα μάθει τίποτα. Θα μάθει, για την ακρίβεια, πολύ λιγότερα από εμένα. Το Άστρο, ο τηλεοπτικός σταθμός της πόλης, μετέδωσε ότι η Απρόσωπη πιθανώς να ήταν μπλεγμένη στην επίθεση στο αρχηγείο των Ακανόνιστων· οι εφημερίδες το ίδιο έγραψαν. Κι αυτά είναι τα τελευταία νέα που, λογικά, θα ακουστούν για την Πριγκίπισσα της Οργής. Μετά, θα εξαφανιστεί. Χωρίς κανένας να γνωρίζει τον λόγο της εξαφάνισής της. Σίγουρα, πολλές υποθέσεις θα γίνουν, αλλά αποκλείεται καμία να είναι η σωστή. Το θεωρώ αμφίβολο, μάλιστα, να πλησιάσουν καν την αλήθεια.

«Τι κάνουμε τώρα, λοιπόν;» ρωτάω τη Σαμάνθα, την επόμενη ημέρα ύστερα από την αναζήτηση του Κύριλλου Νυχταστέρη για την ενδοδιάσταση της Λα’αρτάλερ’μπεθ.

«Δε θα μείνουμε εδώ,» αποκρίνεται εκείνη, ενώ παίρνουμε το πρωινό μας στο καθιστικό. «Αλλά πρέπει πρώτα να μιλήσω με κάποιους ανθρώπους.»

«Ποιους;»

«Δε χρειάζεται να ξέρεις, μάλλον.»

«Γιατί δεν μπορούμε να καθίσουμε εδώ μερικές μέρες ακόμα, παριστάνοντας το νιόπαντρο ζευγάρι;»

«Τι νόημα έχει, πια;»

«Είσαι ακόμα θυμωμένη μαζί μου, ε;»

«Μη λες ανοησίες.»

Μου λέει ψέματα, είμαι σίγουρος. Εξακολουθεί να είναι τσατισμένη γι’αυτό που συνέβη με την Καλλιστώ. Επειδή δεν τήρησα τη συμφωνία μας.

Αφού τελειώνουμε το πρωινό μας, μου λέει ότι θα φύγει για λίγο.

«Πού θα πας;»

«Δε σου είπα; Θα μιλήσω με κάποιους ανθρώπους.»

«Να μην έρθω κι εγώ μαζί;»

«Όχι.»

Την κοιτάζω με παραπονεμένο ύφος.

Με αγνοεί.

Είναι κακό, λοιπόν, όταν σε ξέρουν ως ο Ζορδάμης με τα Πολλά Πρόσωπα. Κανένας δεν σε πιστεύει, ακόμα κι όταν είσαι ειλικρινής.

Αυτή η γαμημένη η Σιδηρά Δυναστεία με κάνει ολοένα και χειρότερο άνθρωπο, είμαι σίγουρος.

Η Σαμάνθα κλείνεται στο υπνοδωμάτιο και, ύστερα από λίγο, βγαίνει ντυμένη και ποδεμένη: γκρίζα καπαρντίνα, μαύρη μάλλινη μπλούζα, σκούρο καφετί παντελόνι, ψηλές μαύρες μπότες. Τα μαλλιά της είναι δεμένα αλογοουρά πίσω από το κεφάλι της.

«Μη με κοιτάζεις έτσι,» μου λέει.

«Πώς σε κοιτάζω;»

«Δε θ’αργήσω,» με πληροφορεί, χωρίς να μου δώσει απάντηση. Και φεύγει απ’το διαμέρισμά μας.

Ανοίγω τον τηλεοπτικό δέκτη και, καθισμένος στον καναπέ μας, παρακολουθώ αυτά που δείχνει το Άστρο.

Χασμουριέμαι.

Χασμουριέμαι ξανά, ύστερα από κάποια ώρα.

Η Σαμάνθα επιστρέφει κατά το μεσημέρι. Βγάζει τις μπότες της και κάθεται δίπλα μου στον καναπέ. «Θεοί…» αναστενάζει. «Το πόδι μου ακόμα πονάει όταν βαδίζω.»

«Φυσικό δεν είναι; Πριν από δυο μέρες τραυματίστηκες.»

«Ναι,» λέει, τρίβοντας ελαφρά το τραύμα της πάνω από το παντελόνι.

Πιάνω το τηλεχειριστήριο και κλείνω τον τηλεοπτικό δέκτη. «Τι σου είπαν, λοιπόν, τα μεγάλα αφεντικά;»

«Δεν ξέρω κανένα μεγάλο αφεντικό.»

«Και ο Κύριλλος Νυχταστέρης τι είναι;»

«Δεν μίλησα με τον Νυχταστέρη,» λέει η Σαμάνθα.

«Τέλος πάντων. Με ποιον μίλησες; Τι σου είπε;»

«Δεν χρειάζεται να ξέρεις με ποιον μίλησα. Ούτε τι μου είπε.»

«Αυτό,» της λέω, «πλησιάζει να είναι αιτία διαζυγίου.»

«Διέλυσες τον γάμο μας όταν πηδήχτηκες μ’αυτή την ανώμαλη.»

«Το παρατραβάς ξανά!» γελάω.

Και η Σαμάνθα γελάει. «Όπως και νάχει,» μου λέει. «Πρέπει να χωρίσουμε. Δυστυχώς. Αν και είχε πλάκα ώς τώρα.»

«Πλάκα; Παίζεις με τον έρωτά μου για σένα;»

«Οι ερωτευμένοι άνθρωποι δεν πηδιούνται με ανώμαλες δημοσιογράφους στο μπάνιο, ενώ το αντικείμενο του έρωτά τους βρίσκεται στο σαλόνι, αγάπη μου.»

«Σοβαρά; Μαθαίνω κάτι καινούργιο κάθε μέρα,» αποκρίνομαι μειδιώντας.

«Βλέπεις λοιπόν γιατί σου λέω ότι είχε πλάκα; Δυστυχώς, όμως, πρέπει να χωρίσουμε τώρα. Πρέπει να αναλάβω μια δουλειά μακριά από εδώ.»

«Αυτό σού είπε ο άνθρωπος που συνάντησες;»

«Ναι.»

«Και δεν μπορώ να έρθω μαζί;»

Η Σαμάνθα κουνά το κεφάλι αρνητικά.

«Τι θα κάνω εδώ;»

Η Σαμάνθα βγάζει μια ταυτότητα από την καπαρντίνα της και μου τη δίνει. «Αυτό θα είναι το όνομά σου, για την ώρα, και θα μένεις σ’ετούτο εδώ το διαμέρισμα.»

Κοιτάζω την ταυτότητα. Πλαστή, φυσικά, αλλά μοιάζει αληθινή. Κατά τα άλλα, τίποτα το ιδιαίτερο. Φαίνεται πως δεν θα είμαι ούτε μέλος ειδικών δυνάμεων ούτε κάτι παρόμοιο· μονάχα ένας πολίτης.

«Σύντομα, υποθέτω,» μου λέει η Σαμάνθα, «θα σε ειδοποιήσουν.»

«Για να κάνω τι;»

«Θα σου πουν όταν είναι ώρα.»

Ρίχνω την ταυτότητα επάνω στο τραπεζάκι. «Υπέροχα.» Όχι πως με εκπλήσσει τίποτα από αυτά, ασφαλώς. Είναι συνηθισμένα για όσους βρίσκονται μέσα στη Σιδηρά Δυναστεία.

«Έχεις παραγγείλει τίποτα για φαγητό;»

«Όχι ακόμα. Να σου κάνω μια ερώτηση;»

«Ρώτα.»

«Το χρέος μου πότε θα το έχω ξεπληρώσει;»

«Όταν το έχεις ξεπληρώσει θα ειδοποιηθείς.»

«Και πότε θα γίνει αυτό;»

«Δεν ξέρω,» μου λέει.

«Είναι αλήθεια οι φήμες που εξαπλώνουν κάτι κακές γλώσσες, ότι τέτοια χρέη μπορεί να μην ξεπληρωθούν ποτέ;»

«Να μην ακούς τι λέει ο καθένας,» με συμβουλεύει η Σαμάνθα, «και να παραγγείλεις φαγητό για να φάμε.»

Μ’άλλα λόγια: μη λες πράγματα που δεν πρέπει να πεις· μην κάνεις ερωτήσεις που δεν πρέπει να κάνεις.

Σηκώνομαι από τον καναπέ και πηγαίνω στον επικοινωνιακό δίαυλο του διαμερίσματος για να παραγγείλω φαγητό.

Όταν η παραγγελία μας έρχεται, τρώμε κάνοντας ελαφριά κουβέντα. Αργότερα, το απόγευμα, αφού έχουμε κοιμηθεί, ξυπνάμε και κάνουμε έρωτα για κάμποση ώρα. Η Σαμάνθα δεν μοιάζει πια θυμωμένη μαζί μου, ή αν είναι δεν το δείχνει. Δεν μπορώ, πάντως, παρά να αναρωτιέμαι ποιο είναι το νόημα αυτής της τελευταίας φοράς. Σίγουρα, τώρα δεν μπορεί να συμβαίνει επειδή η Σαμάνθα θέλει να με κρατά καλύτερα υπό τον έλεγχό της, αφού σύντομα θα χωρίσουμε. Επομένως, αληθεύει όντως η υποψία μου ότι με γουστάρει; Ή, μήπως, το φαντάζομαι;

Το βράδυ, πηγαίνουμε να φάμε σ’ένα εστιατόριο στον Γαιοδόμο, καλοντυμένοι και αρωματισμένοι κι οι δύο, σαν αρλεκίνοι της καλής κοινωνίας. Η Σαμάνθα έχει πάλι το μαύρο όχημά της με τα φιμέ τζάμια, το οποίο με αφήνει να οδηγήσω εγώ – πράγμα που απολαμβάνω, αν και θα προτιμούσα να τρέχω με την τετραπλάσια ταχύτητα σ’έναν ανοιχτό δρόμο, νιώθοντας κάθε δευτερόλεπτο να περνά ξυστά από το κεφάλι μου σαν κοφτερή λεπίδα ξίφους.

Τη ρωτάω πώς αδρανοποίησε τους αισθητήρες που χτυπάνε με ενέργεια όποιον αγγίξει το όχημα, και μου απαντά ότι ένας Τεχνομαθής μάγος το έκανε για εκείνη. Δεν του ήταν και πολύ δύσκολο.

«Ο ίδιος που μας άνοιξε την κλειδαριά της Καλλιστώς;»

«Ο ίδιος,» επιβεβαιώνει η Σαμάνθα.

Δειπνούμε στο εστιατόριο που ονομάζεται Κόσμημα της Σεργήλης, στη γωνία Ελεγείας και Αυγερινού. Είναι πολυτελές και μεγάλο, γεμάτο κόσμο που καταφανώς κολυμπά στους ήλιους. Ρωτάω τη Σαμάνθα γιατί ο ιδιοκτήτης του αποφάσισε να το πει Κόσμημα της Σεργήλης· το ίδιο όνομα δίνουν και στην Άντχορκ πολλοί. Είναι ο ιδιοκτήτης από την Άντχορκ; Η Σαμάνθα αποκρίνεται ότι παλιά, προτού έρθουν οι Παντοκρατορικοί, το εστιατόριο ονομαζόταν Κόσμημα της Αρτάλης· μετά, όμως, με τους διωγμούς των ιερειών της Αρτάλης από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, η ονομασία έπρεπε ν’αλλάξει, οπότε έγινε Κόσμημα της Σεργήλης· και τώρα πια έχει μείνει έτσι, παρότι οι Παντοκρατορικοί δεν είναι εδώ.

«Δε συμφέρει ν’αλλάζεις κάθε τρεις και λίγο την επωνυμία, ε;» λέω.

«Προφανώς όχι.»

Το φαγητό είναι υπέροχο, πάντως, δίχως αμφιβολία.

Επιστρέφουμε στο διαμέρισμά μας στη Μικρόπολη αργά, αλλά όχι πολύ αργά: πριν από τα μεσάνυχτα. Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι, όμως το πρωί όταν ξυπνάω είμαι μόνος. Η Σαμάνθα έχει εξαφανιστεί σαν την Πριγκίπισσα της Οργής. Δεν έχει αφήσει το παραμικρό σημάδι πίσω της. Ούτε καν ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα.

Να το πάρω προσωπικά;

«Αυτό,» μονολογώ, «είναι σίγουρα αιτία για διαζύγιο.» Και πηγαίνω ν’ανοίξω τον τηλεοπτικό δέκτη, να αποβλακωθώ λίγο προτού τα μεγάλα αφεντικά μού δώσουν πάλι διαταγές για το πώς πρέπει να προχωρήσει η ζωή μου.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.