Επεισόδιο 25
Η ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ

Οι μισθοφόροι έρχονται όταν έχει πια νυχτώσει. Καλούν τη Σαμάνθα στον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και της λένε πως την περιμένουν κάτω από την πολυκατοικία, μέσα σ’ένα κλειστό φορτηγό. Τους ρωτάει αν είναι και ο μάγος μαζί τους, κι εκείνοι απαντάνε πως είναι. «Είμαστε έτοιμοι να πάμε εκεί που θέλετε.»

Όλη την προηγούμενη ημέρα, την περάσαμε στο διαμέρισμά μας μαζί με τις δύο Πριγκίπισσες, και η κατάσταση ήταν φορτισμένη, καθώς ούτε αυτές εμπιστεύονταν εμάς ούτε εμείς αυτές. Κυρίως, όμως, το πρώτο. Η Καλλιστώ και η Θεώνη φοβόνταν ότι η Σαμάνθα κι εγώ ίσως να τους παίζαμε κάποιο ύπουλο παιχνίδι για να τις παγιδέψουμε, παρότι κρατούσαν τον Ύαν αιχμάλωτο και παρότι η Λα’αρτάλερ’μπεθ μάς είχε «ρυθμίσει». Εμείς το μόνο που είχαμε να φοβόμαστε από εκείνες ήταν μήπως η ανησυχία τους τις ωθήσει σε κάποια ασύνετη ενέργεια – όπως να μας πυροβολήσουν. Αλλά εξαρχής δεν πίστευα ότι θα έφταναν ώς εκεί. Ήθελαν πολύ να σώσουν τη Μαρλιέσσα, τη θεωρούσαν φίλη τους, οικογένειά τους σχεδόν, κι εμείς ήμασταν ο μόνος δρόμος για να τα καταφέρουν.

Όταν η Σαμάνθα δήλωσε πως θα έκανε μπάνιο, οι Πριγκίπισσες ήταν αμέσως αρνητικές, αλλά εκείνη τούς είπε: «Είμαστε στο σπίτι μου. Αν θέλω να πλυθώ, θα πλυθώ. Δεν έχουμε συμφωνήσει να είμαστε σαν λέτσοι μέχρι να πάμε να σώσουμε τη φίλη σας!» Η Καλλιστώ, οπότε, πρότεινε εκείνη ή η Θεώνη να βρίσκεται μέσα στο μπάνιο όσο η Σαμάνθα θα πλενόταν, όμως η Σαμάνθα ούτε που να το ακούσει δεν ήθελε. «Δεν πλένομαι ενώ με κοιτάζουν! Ψάξτε με προτού μπω, αν πιστεύετε ότι μπορεί να πάρω τίποτα ύποπτο μαζί μου. Ψάξτε ολόκληρο το μπάνιο, αν πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι κρυμμένο εκεί που μπορώ να χρησιμοποιήσω. Αλλά θα πλυθώ μόνη μου

Οι Πριγκίπισσες συμφώνησαν: έψαξαν κάθε σπιθαμή του μπάνιου και έψαξαν και τη Σαμάνθα αφού εκείνη γδύθηκε και φόρεσε το μπουρνούζι της. Μετά την άφησαν να πάει να πλυθεί μόνη. Αλλά η Θεώνη στεκόταν έξω από την πόρτα, κρυφακούγοντας, ενώ η Καλλιστώ ήταν στο καθιστικό μαζί μου, βαστώντας το πιστόλι της παρότι της είπα ότι αυτό δεν χρειαζόταν.

Μου ζήτησε να της εξηγήσω τι έκαναν κάποια από τα όπλα και τα εργαλεία που είχαμε εγώ και η Σαμάνθα μαζί μας, και της εξήγησα βλέποντας ενδιαφέρον στα μάτια της. «Δεν έχετε άλλο πιστόλι σαν εκείνο που παγίδευσε τη Μαρλιέσσα;» ρώτησε.

«Ήταν το μοναδικό, και τώρα ή οι Ακανόνιστοι το έχουν στην κατοχή τους ή το έχουν καταστρέψει. Δεν το πήρατε όταν μας απαγάγατε.»

«Κι αυτές τις σκοτοβομβίδες πού τις βρήκατε; Πρώτη φορά είδα τέτοιο πράγμα.»

«Είναι τελευταίας τεχνολογίας, σύμφωνα με τη Σαμάνθα. Ούτε εγώ γνώριζα για την ύπαρξή τους.» Και μετά τη ρώτησα: «Τι θέλεις για μεσημεριανό;»

«Πεινάς, ε;»

«Έχω να φάω από χτες. Εσύ δεν πεινάς;»

«Σχετικά,» αποκρίθηκε η Καλλιστώ, και κάθισε σε μια καρέκλα. Συνοφρυώθηκε προς στιγμή και μετά μου είπε τι θα ήθελε αν παραγγέλναμε φαγητό: ψητό αρνί, τηγανητές πατάτες, σαλάτα, και έναν Κρύο Ουρανό. Πρόσθεσε, όμως, ότι πρώτα εμείς θα δοκιμάζαμε από όλα τα φαγητά και έπειτα εκείνες θα έτρωγαν.

«Μην ανησυχείς· δεν είμαστε συνεννοημένοι με το εστιατόριο για να σας δηλητηριάσει.»

Όταν η Σαμάνθα τελείωσε το μπάνιο, ντύθηκε και ήρθε στο καθιστικό μαζί με τη Θεώνη. Τα μαύρα μαλλιά της ήταν ακόμα νωπά. Είπα τότε πως κι εγώ θα πλενόμουν, κι αυτό φάνηκε να βάζει σε υποψίες τις Πριγκίπισσες. Προθυμοποιήθηκα να με ψάξουν αν ήθελαν, και να ξαναψάξουν και το μπάνιο. Τα έκαναν και τα δύο: η Θεώνη ερεύνησε το βρεγμένο μπάνιο, και η Καλλιστώ ερεύνησε εμένα αφού φόρεσα ένα μπουρνούζι. Τα χέρια της δεν ήταν καθόλου συγκρατημένα· δεν είχε ενδοιασμούς πού να αγγίξει και πού όχι. Προς το τέλος, ψηλάφησε ακόμα και τα γεννητικά μου όργανα.

«Δεν υπάρχει τίποτα εκεί εκτός από ό,τι περιμένεις,» της είπα.

Ένα αχνό μειδίαμα έκανε την εμφάνισή του στα χείλη της. «Ναι,» αποκρίθηκε ζουλώντας με ελαφρά. «Πήγαινε.»

Μου σηκώθηκε αλλά προσπάθησα να το κρύψω. Πήγα στο μπάνιο και άρχισα να πλένομαι. Δεν άκουσα την Καλλιστώ να απομακρύνεται έξω από την πόρτα· πρέπει να με φρουρούσε, όπως πριν η Θεώνη φρουρούσε τη Σαμάνθα. Το γεγονός δεν με πείραζε. Μονάχα ένα μπάνιο ήθελα κι εγώ να κάνω· δεν είχα τίποτα περίεργα σχέδια απόδρασης στο μυαλό μου.

Η πόρτα άνοιξε ενώ ακόμα πλενόμουν, με το νερό και το σαπούνι να κυλάνε επάνω μου. Ξαφνιάστηκα, αλλά ήταν, φυσικά, η Καλλιστώ. Χωρίς να κρατά το πιστόλι της. Έκλεισε την πόρτα πίσω της, λέγοντας: «Δεν είσαι πραγματικά παντρεμένος με τη Σαμάνθα, έτσι;»

«Όχι,» είπα, «αλλά…»

Η Καλλιστώ είχε ήδη αρχίσει να βγάζει τα ρούχα της, το ένα μετά το άλλο· έπεφταν γύρω από τα πόδια της, αποκαλύπτοντας γαλανό δέρμα, μελανιασμένο από διάφορα χτυπήματα αλλά καθόλου απωθητικό. Στο δεξί της χέρι υπήρχε ένα επουλωμένο τραύμα από λεπίδα – όχι πολύ σοβαρό, προφανώς. Στο τέλος, έβγαλε τις μπότες, το παντελόνι, τις κάλτσες, και την περισκελίδα της και ήρθε μέσα στο λουτρό, μπροστά μου. Το χλιαρό νερό πότισε αμέσως τα κοντά ξανθά μαλλιά της, ενώ τα μάτια της ατένιζαν το πρόσωπό μου.

«Τι ‘αλλά’;» ρώτησε, αργοπορημένα δίχως αμφιβολία. «Είστε πραγματικά παντρεμένοι, ή δεν είστε;»

«Δεν είμαστε πραγματικά παντρεμένοι,» αποκρίθηκα και, πιάνοντας το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια μου, τη φίλησα δυνατά. Η Καλλιστώ γαντζώθηκε επάνω μου, ενθουσιωδώς, επιστρέφοντάς μου το φιλί, σφίγγοντας τα μαλλιά μου μέσα στις γροθιές της. Έπιασα το σφουγγάρι και σαπούνισα τους ώμους και την πλάτη και τους μηρούς της, ενώ τα σώματά μας τρίβονταν το ένα πάνω στο άλλο. Μετά από λίγο, την έσπρωξα στον τοίχο και δεν άργησα να την ακούσω να μουγκρίζει ικανοποιημένα κοντά στο αφτί μου.

«Γιατί;» τη ρώτησα, έπειτα, ενώ αφήναμε το νερό να ξεπλύνει τα σώματά μας από σαπούνι, ιδρώτα, και σωματικά υγρά.

«Τι εννοείς ‘γιατί’;» είπε, και βγήκε από το λουτρό. Έπιασε μια πετσέτα κι άρχισε να σκουπίζεται.

«Καταλαβαίνεις τι εννοώ.» Έκλεισα τη ροή του νερού. «Γιατί;»

Η Καλλιστώ ανασήκωσε τους ώμους. «Για πλάκα,» αποκρίθηκε.

Αναρωτήθηκα, όμως, αν σκεφτόταν πως μπορεί δυσκολότερα να την πρόδιδα ύστερα απ’ αυτό.

«Θα το ξαναέκανες, δηλαδή;»

«Τώρα; Όχι.»

Μειδίασα. «Δεν εννοώ τώρα· εννοώ γενικά.»

«Θα ήθελες;» Τα μάτια της με κοίταξαν διεισδυτικά, ενώ συγχρόνως έκρυβαν, νομίζω, μια απορία βαθιά εντός τους. Τι σκεφτόταν, άραγε; Τι αντίδραση περίμενε από εμένα;

«Δε μπορώ ποτέ να πω όχι σε μια όμορφη γυναίκα. Ειδικά σε μία που είναι τόσο μελανιασμένη όσο εσύ.»

Η Καλλιστώ γέλασε. Ύστερα είπε: «Μη μου λες μαλακίες· δεν είμαι κανένα ανόητο κοριτσάκι σαν αυτά που ξέρεις.» Κι άρχισε να ντύνεται, αφήνοντάς με απορημένο. Στρέφοντάς μου την πλάτη. Ο πισινός της είναι σφιχτός και όμορφος. Ήθελα να τον σαπουνίσω ξανά και να τον δαγκώσω. Έπιασα την πετσέτα (την ίδια που είχε χρησιμοποιήσει εκείνη) κι άρχισα να σκουπίζομαι, γιατί πάλι μου σηκωνόταν.

Όταν βγήκαμε από το μπάνιο, επιστρέφοντας στο καθιστικό, μάθαμε ότι η Σαμάνθα και η Θεώνη είχαν παραγγείλει φαγητό, όπως τους είχα πει να κάνουν προτού πάω να πλυθώ. Η Σαμάνθα είμαι βέβαιος πως παρατήρησε τα βρεγμένα κοντά μαλλιά της Καλλιστώς, και την είδα να συνοφρυώνεται· αλλά δεν ρώτησε τίποτα. Υποψιαζόταν, άραγε, τι είχε γίνει;

Το φαγητό δεν άργησε να έρθει, και φάγαμε με όρεξη. Και, για λίγο, νομίζω πως ακόμα και οι Πριγκίπισσες χαλάρωσαν. Η Θεώνη μάς έλεγε ιστορίες από τις εμπειρίες της ως αερομεταφορέας. Είχε δει διάφορα παράξενα, είναι η αλήθεια. Η Καλλιστώ ήταν σιωπηλή, κυρίως.

Το απόγευμα το περάσαμε παίζοντας παιχνίδια με τράπουλες· δεν είχαμε τίποτε άλλο να κάνουμε μέχρι να μας ειδοποιήσουν οι μισθοφόροι του Νυχταστέρη ότι είχαν έρθει – και δεν ξέραμε καν αν θα έρχονταν απόψε ή αύριο. Συγχρόνως, είχαμε ανοιχτό τον τηλεοπτικό δέκτη, συντονισμένο στον μοναδικό τηλεοπτικό σταθμό της Θακέρκοβ, το Άστρο, αλλά κανένας δεν του έδινε πολλή σημασία. Μονάχα όταν έλεγαν για τα επεισόδια στο Λημέρι, στην περιοχή των Ακανόνιστων, παρακολουθήσαμε κανονικά. Και συμπεράναμε ότι, ουσιαστικά, κανένας δεν ήξερε τίποτα για το τι αληθινά είχε συμβεί – πράγμα αναμενόμενο, άλλωστε. Μιλούσαν για μια πιθανή σύγκρουση συμμοριών, και είκαζαν ότι απλά οι Ακανόνιστοι δεν ήθελαν να αποκαλύψουν ποιος ήταν ο εχθρός. Αποκλείεται μία γυναίκα μόνη να είχε προκαλέσει τόσους θανάτους, ακόμα και η Πριγκίπισσα της Οργής, έλεγαν οι δημοσιογράφοι και κάποιοι άλλοι. Εξάλλου, κι οι ίδιοι οι Ακανόνιστοι δεν ισχυρίζονταν πως ήταν μόνη της, αλλά πως είχαν εμφανιστεί και «μυστηριώδεις εισβολείς» στην περιοχή τους.

«Το τι ακούς στις ειδήσεις είναι το κάτι άλλο,» σχολίασε η Θεώνη.

«Μόνο την αλήθεια, πάντως, δεν ακούς,» είπα.

«Ακριβώς.»

«Τι να πουν οι άνθρωποι;» παρενέβη η Καλλιστώ, μάλλον προσπαθώντας να δικαιολογήσει τους μακρινούς συναδέλφους της. «Αφού δεν ξέρουν…»

Η Σαμάνθα είχε ένα βαριεστημένο ύφος που έμοιαζε να λέει: Παλιά και γνωστά όλα αυτά. Πάντα τα ίδια και τα ίδια… Δημοσιογράφοι και παραπληροφόρηση.

Παίξαμε διάφορα παιχνίδια με διάφορες τράπουλες· η Σαμάνθα είχε τέσσερις, ανάμεσα στις οποίες μία ήταν η Τράπουλα της Πανούργου Κυράς, άμεσα συνδεδεμένη με τη Λόρκη. Παίξαμε Το Χαμένο Σημάδι (ένα παιχνίδι με κλειστά φύλλα που οι αναζητητές ψάχνουν να βρουν εκείνο που έχει οριστεί ως το Χαμένο Σημάδι), παίξαμε Συνδυαστικά Αθροίσματα (αλλά χωρίς λεφτά) τρεις φορές, παίξαμε Μεγάλο Οικοδόμημα (ένα συνεργατικό παιχνίδι όπου οι παίκτες προσπαθούν να φτιάξουν ένα «οικοδόμημα» με τα φύλλα της τράπουλας στις σωστές θέσεις), παίξαμε ακόμα και Ο Υπηρέτης της Λόρκης. Η Καλλιστώ το πρότεινε και οι άλλες δυο συμφώνησαν χωρίς δισταγμό. Εγώ διαφώνησα, επίσης χωρίς δισταγμό, αλλά εκείνες επέμειναν. Φοβόμουν να παίξω; είπαν. Επιπλέον, πρόσθεσαν, ήταν τρεις και ήμουν ένας – ήταν ιδανική περίπτωση για ένα τέτοιο παιχνίδι! Τελικά, με τσάντισαν αρκετά και συμφώνησα να παίξω.

Ο Υπηρέτης της Λόρκης παίζεται με την Τράπουλα της Πανούργου Κυράς, και οι παίκτες πρέπει οπωσδήποτε να είναι ένας άντρας και τουλάχιστον δύο γυναίκες. Συνήθως το παιχνίδι είναι καλύτερο, λένε, όταν είναι ένας άντρας και τρεις γυναίκες, ενώ με περισσότερες γυναίκες γίνεται άσκοπα πολύπλοκο. Η ουσία του παιχνιδιού είναι ότι, ανάλογα με τα αποτελέσματα των φύλλων της τράπουλας και με τη στρατηγική των παιχτριών, οι γυναίκες βάζουν τον άντρα να τους κάνει διάφορες υπηρεσίες. Υπάρχει και το αντίστροφο παιχνίδι, που επίσης παίζεται με την Τράπουλα της Πανούργου Κυράς και παίχτες είναι μία γυναίκα και τουλάχιστον δύο άντρες· ονομάζεται Η Λόρκη Δεμένη. Έχει κάποιες διαφορές από τον Υπηρέτη της Λόρκης αλλά, κατά βάση, είναι παρόμοια. Θεωρούνται και τα δύο ξεδιάντροπα παιχνίδια από ορισμένους.

Ανακάτεψα την τράπουλα (σύμφωνα με τους κανόνες του Υπηρέτη της Λόρκης ο άντρας πάντα ανακατεύει την τράπουλα) και παίξαμε. Ήταν ανελέητες, και η Σαμάνθα νομίζω πως ήταν τσαντισμένη μαζί μου επειδή μάλλον είχε ώς τώρα καταλάβει τι συνέβη μ’εμένα και την Καλλιστώ στο μπάνιο. Πώς αλλιώς θα μπορούσε η Καλλιστώ να καταλήξει με τα μαλλιά της βρεγμένα;

Τα αποτελέσματα του Υπηρέτη της Λόρκης μπορεί να είναι από αστεία μέχρι τελείως αισχρά. Οι τρεις τους δεν το τράβηξαν στα άκρα, αλλά ούτε συγκρατήθηκαν και πολύ. Σύμφωνα μ’ένα αποτέλεσμα, η Θεώνη ζωγράφισε ένα λουλούδι σ’ολόκληρη τη δεξιά μεριά του προσώπου μου (ευτυχώς, με στιλογράφο που το μελάνι του εύκολα ξεπλένεται). Σύμφωνα μ’ένα άλλο αποτέλεσμα, έπρεπε να φτιάξω κάποιο ρόφημα (τσάι, αποφάσισα) στη Σαμάνθα. Μετά, έπρεπε να μου κλείσουν τα μάτια και μία απ’ αυτές να μου τσιμπήσει το αριστερό αφτί, ενώ εγώ έπρεπε να μαντέψω ποια ήταν, αλλιώς θα μου τσιμπούσαν το δεξί αφτί και θα έπρεπε πάλι να μαντέψω σωστά ποια το είχε κάνει· αν δεν τα κατάφερνα, θα μου τσιμπούσαν ξανά το αριστερό αφτί, και πάει λέγοντας, μέχρι κάποια στιγμή να βρω ποια με τσίμπησε. Τις τρεις πρώτες φορές στάθηκα άτυχος, και τα αφτιά μου είχαν αρχίσει να πονάνε. Το τέταρτο τσίμπημα, όμως, κατάλαβα ότι το είχε κάνει η Καλλιστώ. «Θα σας σκοτώσω και τις τρεις, όταν αυτή η ιστορία τελειώσει,» τους είπα ενώ γελούσαν σαν χαζές και τ’αφτιά μου με έκαιγαν. Σύμφωνα με το επόμενο αποτέλεσμα, έπρεπε να γλείψω την αριστερή πατούσα της Σαμάνθας: και νομίζω πως εκείνη είχε προσπαθήσει να παίξει αρκετά καλά με τα φύλλα της για να παρουσιαστεί αυτό το αποτέλεσμα. Το έκανα, και μετά η τράπουλα είπε πως έπρεπε να ξαπλώσω στο τραπέζι, γυμνός από τη μέση κι επάνω, αφήνοντας δύο από αυτές να παίξουν ένα άλλο, γρήγορο παιχνίδι με χαρτιά επάνω μου. Ύστερα θα φιλούσα το χέρι της νικήτριας. Η Σαμάνθα και η Θεώνη είχαν αρχίσει να ρίχνουν τα φύλλα τους επάνω στο στήθος μου, όταν ο τηλεπικοινωνιακός πομπός κουδούνισε.

Και ήταν οι μισθοφόροι που είχαν έρθει.

*

Κατεβαίνουμε από το διαμέρισμά μας και βγαίνουμε από την πολυκατοικία. Η Θεώνη και η Καλλιστώ έχουν όπλα, κρυμμένα μέσα στα ρούχα τους, αλλά εμείς δεν έχουμε ούτε ένα ξιφίδιο. Η Σαμάνθα προσπάθησε να διαφωνήσει, λέγοντάς τους: «Νομίζετε ότι έτσι μειώνετε τις πιθανότητες να σας προδώσουμε; Τίποτα δεν κάνετε· απλά μας δυσκολεύετε.» Όμως εκείνες ήταν ανένδοτες.

Το κλειστό, τετράκυκλο φορτηγό μάς περιμένει στη γωνία του τετραγώνου, κι ένας μισθοφόρος στέκεται απέξω. Ένας άντρας ντυμένος με καπαρντίνα, φανερά μυώδης και σίγουρα οπλισμένος.

«Η κυρία Σαμάνθα;» τη ρωτά καθώς εκείνη βαδίζει πρώτη, αν και όχι πολύ γρήγορα εξαιτίας του τραυματισμένου ποδιού της.

«Ναι.»

Ο μισθοφόρος – δέρμα λευκό-ροζ, κοντά καστανά μαλλιά, ξυρισμένο πρόσωπο που μοιάζει τετράγωνο – γνέφει και λέει: «Ελάτε.» Ανοίγει μια πλευρική πόρτα του φορτηγού και μπαίνουμε.

Στο εσωτερικό βρίσκονται κι άλλοι μισθοφόροι, καθώς και όπλα, εξοπλισμοί, και μηχανήματα.

«Ποιος είναι ο μάγος;» ρωτά η Σαμάνθα.

Ένας άντρας με κατάλευκο δέρμα και μακριά μαύρα μαλλιά αποκρίνεται: «Εγώ.» Φορά μαύρο δερμάτινο κοντό πανωφόρι, μαύρη τουνίκα, γκρίζο παντελόνι, και χαμηλές μπότες. Στη μέση του είναι θηκαρωμένο ένα πιστόλι.

«Του τάγματος των Ερευνητών, έτσι;»

«Μάλιστα. Ονομάζομαι Νικόμαχος’σαρ. Και γνωρίζω το Ξόρκι Μετασχηματισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως. Έχω πληροφορηθεί, όμως, ότι θα βρίσκομαι πιθανώς μέσα σε πολεμική σύγκρουση…»

«Ναι,» αποκρίνεται η Σαμάνθα, και τους εξηγεί ότι θα πάμε στην περιοχή των Ακανόνιστων μέσα στο Λημέρι: στο ίδιο τους το αρχηγείο. Εκεί βρίσκεται η διαστασιακή αναδίπλωση που μας ενδιαφέρει. Και κοιτάζοντας αποκλειστικά τον μάγο τώρα τού λέει ότι προκλήθηκε από τη ριπή ενός πιστολιού χωροχρονικής παγίδευσης, και αυτό που πρέπει να κάνει εκείνος είναι να ανοίξει την αναδίπλωση ώστε να ελευθερωθεί η γυναίκα που βρίσκεται μέσα. «Μπορείς;»

«Αν οι μισθοφόροι κρατήσουν τους Ακανόνιστους μακριά μας, μπορώ,» αποκρίνεται ο Νικόμαχος’σαρ. «Παρότι δεν έχω ξαναπειράξει διαστασιακή αλλοίωση που έχει γίνει από τέτοιο όπλο που περιγράφεις, δεν νομίζω ότι θα είναι διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη – στα βασικά της, τουλάχιστον.»

Η Σαμάνθα γνέφει καταφατικά. «Ούτε εγώ το νομίζω.» Και τον πληροφορεί ότι κι εκείνη είναι μάγισσα, αν και του τάγματος των Βιοσκόπων – οπότε δεν γνωρίζει παρά ελάχιστα πράγματα από διαστασιακές αλλοιώσεις.

«Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν,» αποκρίνεται ο Νικόμαχος’σαρ, και ο αρχηγός των μισθοφόρων – αυτός που μας περίμενε έξω από το όχημα – συμφωνεί.

«Ναι,» λέει. Το όνομά του είναι Αριστώνυμος· μας συστήθηκε λίγο πιο πριν.

Το φορτηγό φεύγει από τη Μικρόπολη και, μέσα στη νύχτα, πιάνει τη Λεωφόρο Ύδατος, φτάνει στην Καιροσκόπου, κι ακολουθώντας την ώς το νότιο τέλος της, μπαίνει στο Λημέρι. Εν τω μεταξύ, εγώ, η Σαμάνθα, η Καλλιστώ, και η Θεώνη ντυνόμαστε με προστατευτικές ενδυμασίες που μας δίνουν οι μισθοφόροι. Και οι μισθοφόροι μάς δίνουν επίσης και όπλα· οι Πριγκίπισσας τώρα δεν μπορούν να πουν τίποτα για να μας τα στερήσουν, αλλά βλέπω τις όψεις τους τσιτωμένες.

Η Σαμάνθα λέει στην οδηγό του οχήματος να μας πάει στο μέρος όπου είχαμε αφήσει την προηγούμενη φορά το δικό μας όχημα, για να δει αν εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί. Εκεί είναι, όπως σύντομα βλέπουμε. Αλλά, ακόμα κι αν θέλαμε, τώρα δεν μπορούμε να το πλησιάσουμε· οι Πριγκίπισσες μάς πήραν τα τηλεχειριστήρια τα οποία αδρανοποιούν τους αισθητήρες που το προστατεύουν, και δεν μας τα επέστρεψαν όταν μας έδωσαν τα ρούχα μας.

Καθώς ζυγώνουμε την περιοχή των Ακανόνιστων, τρεις απ’ αυτούς μάς κάνουν νόημα να σταματήσουμε. Είναι οπλισμένοι με τα συνηθισμένα διαφόρων ειδών όπλα τους και, φυσικά, ντυμένοι και κουρεμένοι ακανόνιστα.

«Τι κάνουμε;» ρωτά η οδηγός.

«Τους προσπερνάμε,» λέει η Σαμάνθα. «Και μόνο αν μας επιτεθούν τους πυροβολούμε.»

Το κλειστό φορτηγό περνά ανάμεσα από τους Ακανόνιστους, οι οποίοι φωνάζουν βρισιές και κατάρες πίσω του, κι ένας πυροβολισμός αντηχεί.

«Το αρχηγείο είναι προς τα εκεί,» λέει η Σαμάνθα δείχνοντας.

«Το ξέρουμε,» αποκρίνεται ο Αριστώνυμος.

Το φορτηγό στρίβει και φτάνει μπροστά στη μεγάλη, διπλή, ξύλινη είσοδο του αρχηγείου των Ακανόνιστων, την οποία φρουρούν οκτώ απ’ αυτούς, καλύτερα οπλισμένοι από τους άλλους που είδαμε. Αμέσως, μόλις αντικρίζουν το όχημά μας, υψώνουν τα όπλα τους, καχύποπτοι – και με καλό λόγο, ύστερα από όσα συνέβησαν εδώ.

«Πάμε!» λέει ο Αριστώνυμος στους μισθοφόρους του και, φορώντας κράνος τώρα, πηδά μαζί με τους υπόλοιπους έξω από το φορτηγό, όλες οι πόρτες του οποίου έχουν ξαφνικά ανοίξει. Οι μισθοφόροι πυροβολούν με το που βγαίνουν, βαστώντας κοντά τουφέκια και μικρά οπλοπολυβόλα, γεμίζοντας τον αέρα με σφαίρες. Οι Ακανόνιστοι ανταποδίδουν τα πυρά, αλλά είναι πολύ αιφνιδιασμένοι από την ξαφνική επίθεση, και τα όπλα των μισθοφόρων είναι καλύτερα από τα δικά τους, η εμπειρία των μισθοφόρων μεγαλύτερη, η ψυχραιμία τους σιδερένια. Οι οκτώ Ακανόνιστοι σύντομα σκοτώνονται, ενώ μονάχα ένας μισθοφόρος έχει τραυματιστεί στο πόδι. Μερικοί άλλοι έχουν χτυπηθεί επάνω σε αλεξίσφαιρους θώρακες χωρίς να πάθουν τίποτα το σπουδαίο.

Από το εσωτερικό του αρχηγείου, τότε, φωνές αντηχούν, και κάποιοι μάς πυροβολούν από τα παράθυρα των ορόφων. Οι μισθοφόροι ανταποδίδουν, ενώ ο Αριστώνυμος φωνάζει: «Μέσα! Πάμε μέσα! Τώρα! Μαζί μου!»

Τον ακολουθώ, μαζί με τη Σαμάνθα, την Καλλιστώ, τη Θεώνη, και τον Νικόμαχο’σαρ. Όλοι μας φοράμε κράνη και αλεξίσφαιρους θώρακες επενδυμένους με αλυσιδωτά τμήματα για προστασία από λεπίδες και αιχμηρές σφαίρες που τρυπούν εύκολα την αλεξίσφαιρη προφύλαξη.

Ο Αριστώνυμος πυροβολεί τη μεγάλη πόρτα του αρχηγείου, διαλύοντας την κλειδωνιά, και μετά, με μια δυνατή κλοτσιά, την ανοίγει.

Μέσα, χάος μάς περιμένει. Σφαίρες και βέλη πέφτουν καταπάνω μας, λες και ξαφνικά έχουμε βρεθεί σε κάποιο βαρβαρικό μέρος των Φέρνιλγκαν. Και οι αλεξίσφαιροι θώρακες, δυστυχώς, μπορούν να προσφέρουν λιγότερη προστασία εναντίον βελών, ακόμα και με τα αλυσιδωτά τους τμήματα. Βλέπω μισθοφόρους να πέφτουν με βέλη καρφωμένα επάνω τους. Αλλά σύντομα οι φωτιές και οι σφαίρες από τις κάννες μας έχουν γεμίσει τον χώρο με αίμα και διαλυμένα σώματα, ενώ όπλα και κάλυκες βρίσκονται σκορπισμένα παντού. Η αποφορά που έχει ξαφνικά απλωθεί είναι αποπνιχτική.

«Προς τα πού;» ρωτά ο Αριστώνυμος, και η Σαμάνθα δείχνει.

Προχωράμε, δίχως δισταγμό. Σκοτώνουμε μερικούς Ακανόνιστους που έρχονται από τη μεγάλη σκάλα, σκοτώνουμε δύο ακόμα που παρουσιάζονται από μια πόρτα, και μετά φτάνουμε στον διάδρομο όπου παγίδεψα τη Μαρλιέσσα. Κάποιοι από τους μισθοφόρους μας πρέπει να έχουν σκοτωθεί ώς τώρα, αλλά δεν ξέρω πόσοι ακριβώς· μέσα στον χαλασμό είναι αδύνατο να μετρήσω. Πολλοί, όμως, βλέπω πως είναι τραυματισμένοι. Ευτυχώς, εγώ, η Σαμάνθα, οι Πριγκίπισσες, και ο μάγος δεν έχουμε ούτε μια γρατσουνιά επάνω μας περισσότερη απ’ό,τι ήδη είχαμε. Οι μισθοφόροι μάς κρατάνε ανάμεσά τους, μας προστατεύουν, και είναι καλοί, άψογοι, στη δουλειά τους. Ο Κύριλλος Νυχταστέρης, προφανώς, δεν προσλαμβάνει ερασιτέχνες, μόνο εμπειροπόλεμους φονιάδες.

«Εκεί!» φωνάζω δείχνοντας το σημείο που μοιάζει παράξενα θολωμένο αλλά δεν είναι άμεσα φανερό εκτός αν του δώσεις σημασία. «Εκεί!»

«Ναι,» λέει ο Νικόμαχος’σαρ, «διαστασιακή αλλοίωση πιθανώς, αλλά πρέπει να την ελέγξω.»

«Αυτό είναι,» του λέω. «Είμαι σίγουρος.»

«Σε πιστεύω. Δεν έχει σημασία, όμως. Πρέπει, ούτως ή άλλως, να το ελέγξω για να μπορέσω να το ξεδιπλώσω με ασφάλεια για τη γυναίκα που βρίσκεται κλεισμένη μέσα.»

«Ξεκίνα,» του λέει ο Αριστώνυμος, «κι όχι άλλα περίεργα λόγια των μάγων!»

Ο Νικόμαχος’σαρ μουρμουρίζει με τα μάτια μισόκλειστα, και μετά τα μάτια του είναι ορθάνοιχτα αλλά μοιάζουν να κοιτάνε κάπου όπου εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να κοιτάξω. Μοιάζουν να τρυπάνε αυτή τη διαστασιακή αλλοίωση και να ατενίζουν μέσα της. Ένα ρίγος με διατρέχει. Με φρικάρουν οι μάγοι.

Οι Ακανόνιστοι συγκεντρώνονται γύρω μας προτού ο Νικόμαχος τελειώσει με τη δουλειά του· μας πυροβολούν και εκτοξεύουν βέλη εναντίον μας. Ανταποδίδουμε αδίστακτα. Περισσότεροι νεκροί πέφτουν.

«Πρέπει να έχουμε πια καθαρίσει τους μισούς Ακανόνιστους στο Λημέρι!» λέω αλλάζοντας γεμιστήρα στο πιστόλι μου. Και δεν εννοώ μόνο από ετούτη την έφοδο, αλλά και από την προηγούμενη, χτες βράδυ. Πόσοι να είναι, άραγε, οι νεκροί; Μεγάλη Αρτάλη! ο αριθμός πρέπει νάναι πολύ μεγάλος. Αν και δεν πιστεύω νάναι τριψήφιος. Ακόμα.

Πόσοι Ακανόνιστοι υπάρχουν, γενικά; Αποκλείεται να αριθμούν πάνω από διακόσιοι, τριακόσιοι, έτσι δεν είναι;

Ο Νικόμαχος’σαρ αργεί να ολοκληρώσει ό,τι κι αν κάνει. Τουλάχιστον δέκα λεπτά περνάνε, αλλά μου φαίνονται σαν ώρες καθώς αναγκαζόμαστε να απωθήσουμε τους Ακανόνιστους άλλες δυο φορές. Κανένας, όμως, δεν μιλά στον μάγο γιατί φοβούνται να τον διακόψουν από τη δουλειά του. Και στο τέλος εκείνος κάνει κάτι που μου φαντάζει εξωπραγματικό, λες κι είναι σκηνοθετημένο για κινηματογραφική ταινία. Απλώνει το χέρι του και πιάνει κάποια προεξοχή που υφίσταται στον αέρα ή, μάλλον, στην πραγματικότητα της Σεργήλης, αλλά δεν είναι απόλυτα ή συγκεκριμένα ορατή· είναι σαν να υπάρχει και να μην υπάρχει συγχρόνως. Ο μάγος την κρατά γερά, και την τραβά προς τη μεριά του. Και τώρα η προεξοχή θυμίζει την άκρια υφάσματος το οποίο ξεδιπλώνεται χωρίς δυσκολία. Από μέσα ξεπηδά μια γυναίκα με σκούρα μπλε κάπα και μαντήλι στο πρόσωπο. Η Μαρλιέσσα.

Προς στιγμή, δείχνει αποπροσανατολισμένη. Μετά υψώνει το πιστόλι της.

«Στάσου!» της λέει αμέσως η Καλλιστώ, και τα μάτια της Μαρλιέσσας γουρλώνουν καθώς τη βλέπει με το πρόσωπό της εκτεθειμένο και δίπλα της τη Θεώνη. «Περίμενε. Ήρθαμε να σε πάρουμε από εδώ. Δεν ξέρω τι καταλάβαινες, αλλά βρισκόσουν παγιδευμένη μέσα σε–»

«Πάμε να φύγουμε!» φωνάζει ο Αριστώνυμος. «Τα λέτε αυτά μετά, γαμώ τα πόδια της Λόρκης!»

Υποχωρούμε προς την έξοδο του αρχηγείου, ενώ στο δρόμο μας σκοτώνουμε Ακανόνιστους. Το μακελειό που επικρατεί είναι απίστευτο. Ακούω κραυγές από γύρω:

Οι Ακανόνιστοι δεν θα πεθάνουν ποτέ, κρανομούτσουνα βρομόσκυλα! (Νομίζουν ότι είμαστε της Χωροφυλακής;)

Το Λημέρι είναι των Ακανόνιστων!

Θάνατος στους εχθρούς των Ακανόνιστων! Θάνατος!

Το Στόμα του Χάους θα προφητέψει την καταστροφή σας!

Το Λημέρι θα σωθεί! Το Λημέρι θα σωθεί! Οι Ακανόνιστοι ποτέ δεν θα πεθάνουν!

Βγαίνουμε από το αρχηγείο πιτσιλισμένοι με αίματα και ταλαιπωρημένοι, και συναντάμε κι άλλους απέξω, τους οποίους διαλύουμε με πυροβολισμούς και εκτόξευση σκοτοβομβίδων και χυμικών βομβίδων. Ο χώρος γεμίζει αφύσικο σκοτάδι και βλαπτικά αέρια.

«Το όχημα!» λέω στον Αριστώνυμο. «Πού είναι το φορτηγό σας;» Δεν το βλέπω πουθενά. Το κατέλαβαν οι Ακανόνιστοι; Αν είναι έτσι, είμαστε νεκροί.

Αλλά δεν είναι έτσι. Ο Αριστώνυμος φέρνει τον τηλεπικοινωνιακό του πομπό (που είναι δεμένος στον καρπό του) κοντά στο στόμα του και λέει: «Μ’ακούς, Κλαρίσσα; Βγήκαμε. Είμαστε έξω.»

«Έρχομαι,» αποκρίνεται η φωνή της οδηγού.

Και το φορτηγό σύντομα παρουσιάζεται μπροστά μας, καθώς απομακρυνόμαστε από το αρχηγείο των Ακανόνιστων. Τέσσερις καβαλάρηδες, όμως, το καταδιώκουν βαστώντας καραμπίνες και πυροβολώντας. Οι μισθοφόροι στρέφουν τις κάννες τους και θερίζουν ανθρώπους και άλογα: ουρλιαχτά και χρεμετίσματα αντηχούν, αιμόφυρτα σώματα κυλάνε στο πλακόστρωτο και στις λάσπες του δρόμου.

Ανοίγοντας τις πόρτες του φορτηγού μπαίνουμε, και η Κλαρίσσα μάς παίρνει μακριά από εδώ, αποφεύγοντας δύο φορές ομάδες Ακανόνιστων που μας πυροβολούν, μας τοξεύουν, και μας πετάνε αντικείμενα – από παλιές καρέκλες μέχρι λοστούς, ξύλα, τσεκούρια, ξιφίδια…

Βγαίνουμε από την περιοχή τους και, μετά, βγαίνουμε και από το Λημέρι, πιάνουμε την Κεντρική Δημοσιά.

Βγάζοντας το κράνος μου παρατηρώ τους μισθοφόρους, τους μετράω. Βλέπω πως έντεκα έχουν απομείνει από τους δεκαπέντε, και οι πέντε από αυτούς είναι τραυματισμένοι. Όχι κι άσχημα, αν σκεφτεί κανείς τι κάναμε, συμπεραίνω, πόσοι ήταν οι εχθροί και πόσοι εμείς.

Ο Αριστώνυμος, όμως, έχει άλλη άποψη.

«Σκατά πήγε η ιστορία!» γρυλίζει καθώς βγάζει κι εκείνος το κράνος του.

«Τι εννοείς;» τον ρωτάω. «Εισβάλαμε στο αρχηγείο τους· τι περίμενες;»

«Όχι και τόση αντίσταση. Οι περισσότερες συμμορίες το βάζουν στα πόδια όταν δουν ότι έχουν ν’αντιμετωπίσουν εμπειροπόλεμους και καλά οπλισμένους αντιπάλους.»

Οι Ακανόνιστοι μάλλον δεν είναι σαν τις περισσότερες συμμορίες, σκέφτομαι. Αν κι έχω ακούσει πως η Λεγεώνα, που κάποτε έκανε κουμάντο στο Λημέρι, ήταν πενήντα φορές χειρότερη από αυτούς. Τη φοβόνταν ακόμα κι έξω από το Λημέρι.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.