Επεισόδιο 20
ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ ΑΠΡΟΣΩΠΗΣ

Οι δύο μυστηριώδεις γυναίκες μένουν σιωπηλές για λίγο, ύστερα από τις απειλές εκείνου του τύπου που ξελαρυγγιάστηκε έξω από την είσοδο του αρχηγείου των Ακανόνιστων. Εγώ προσπαθώ να συνέλθω από την ενεργειακή ριπή που με έχει χτυπήσει. Το δεξί μου πόδι είναι τελείως μουδιασμένο ακόμα· δεν το αισθάνομαι καν. Αλλά η υπόλοιπη δεξιά μου πλευρά σαν νάχει αρχίσει λιγάκι να συνέρχεται· το δεξί χέρι, ειδικώς, κουνιέται σχεδόν κανονικά: τα δάχτυλα ανοιγοκλείνουν, ο αγκώνας λυγίζει – οι βασικοί μηχανισμοί, δηλαδή, λειτουργούν.

Καθώς προσπαθώ να ανασηκωθώ στο πάτωμα, οι δύο γυναίκες στρέφονται αμέσως σ’εμένα, με τα όπλα τους έτοιμα. «Ήρεμα,» τους λέω. «Ήρεμα. Δεν πάω να κάνω τίποτα.» Και βλέποντας ότι χαλαρώνουν λιγάκι: «Λοιπόν, ποια από σας τις δυο είναι η Πριγκίπισσα της Οργής;»

«Γιατί ρωτάς;» λέει η γυναίκα με τη σκούρα μπλε κάπα. «Για την Καλλιστώ Μερκάθη δεν είπες ότι ήρθες;»

«Είμαι περίεργος. Μοιάζετε κι οι δύο με Πριγκίπισσες της Οργής. Είναι κάποια από εσάς η Απρόσωπη ή, μήπως, καμία δεν είναι;»

Δεν μου απαντούν αμέσως, και τότε από τους επάνω ορόφους πυροβολισμοί ακούγονται. Οι μυστηριώδεις γυναίκες πάραυτα τσιτώνονται, παίρνουν πολεμική στάση. Καμια από τις δύο δεν είναι άσχετη από μάχη· αυτό είναι προφανές. Προσπαθώ, όμως, να παρατηρήσω και όσες άλλες λεπτομέρειες μπορώ γι’αυτές, ό,τι διακρίνεται μέσα από τα ρούχα τους. Ακόμα και γάντια φοράνε, οι δαιμόνισσες της Λόρκης! Το μοναδικό φανερό σημείο του σώματός τους μοιάζει νάναι αυτό ανάμεσα στην κουκούλα και στο μαντήλι, γύρω από τα μάτια. Κι εκεί πηγαίνει το βλέμμα μου, φυσικά: Η γυναίκα με τη σκούρα μπλε κάπα έχει δέρμα κατάλευκο, νομίζω· η άλλη πρέπει νάχει δέρμα γαλανό. Αυτό μόνο μπορώ να διακρίνω στο ασθενικό φως του διαδρόμου όπου βρισκόμαστε, κι ελπίζω να μην κάνω λάθος.

Οι πυροβολισμοί συνεχίζουν ν’ακούγονται από πάνω.

Η γυναίκα που είναι ντυμένη αποκλειστικά με μαύρα ρούχα – η γαλανόδερμη – με ρωτά: «Είναι κι άλλοι μαζί σου; Εκτός απ’ αυτή τη γυναίκα κι αυτό τον άντρα.» Εννοεί τη Σαμάνθα και τον Ύαν.

«Ναι,» αποκρίνομαι, «άλλος ένας… Δεν τον συναντήσατε;»

Αλληλοκοιτάζονται, και η μία μετά την άλλη λένε: «Όχι.»

Τι σκατά έγινε ο Καπνιστής; Τον καθάρισαν οι Ακανόνιστοι; Πολύ άσχημη μοίρα, νομίζω, για κάποιον σαν αυτόν. Αλλά, από την άλλη, πώς μπορεί να πεθάνει κάποιος σαν αυτόν, αν όχι σε μια τέτοια περίσταση; Δεν είναι από τα θηράματα, είναι από τους κυνηγούς, και οι κυνηγοί πεθαίνουν συνήθως πάνω στο κυνήγι.

Φωνές αντηχούν έξω από το αρχηγείο: οι Ακανόνιστοι προκαλούν την Πριγκίπισσα της Οργής να βγει αν τολμά. Φοβούνται να εισβάλουν; Για όνομα των θεών! φοβούνται να εισβάλουν τόσοι λεχρίτες για να σκοτώσουν μία γυναίκα; (Δεν είναι μόνο μία εδώ, βέβαια, αλλά αυτοί έτσι νομίζουν, προφανώς!) Την έχουν τελείως μυθοποιήσει σε τούτη τη γαμημένη πόλη.

Από επάνω, οι πυροβολισμοί σταματούν. Οι μυστηριώδεις γυναίκες είναι ακόμα τσιτωμένες, ακόμα έχουν τα όπλα τους έτοιμα. Με την άκρια του ματιού μου παρατηρώ, κατά σύμπτωση, ότι το πιστόλι χωροχρονικής παγίδευσης είναι αρκετά κοντά μου· μπορώ να το φτάσω αν θέλω, πολύ γρήγορα. Το κανονικό μου πιστόλι είναι πιο μακριά· τινάχτηκε όταν η μαυροντυμένη με χτύπησε με ενέργεια και έπεσα.

Μια φωνή ακούγεται, λιγάκι απόμακρα – ή ίσως εσκεμμένα να μην είναι και τόσο δυνατή: «Πριγκίπισσα; Είμαι αυτή που πετάει πάνω από την πόλη. Πριγκίπισσα;» Γυναικεία φωνή.

Γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης – τι συμβαίνει σε τούτο το μέρος;

«Εδώ!» φωνάζει η γυναίκα με τη σκούρα μπλε κάπα. «Από δω έλα!»

Και μετά από λίγο, βλέπω ακόμα μια γυναίκα να ζυγώνει, ντυμένη κι αυτή στα μαύρα όπως η γαλανόδερμη. Φορά κάπα κι έχει την κουκούλα της σηκωμένη στο κεφάλι. Την κάτω μεριά του προσώπου της κρύβει ένα μαντήλι.

Δεν το πιστεύω… σκέφτομαι. Δεν το πιστεύω! Τρεις; Τρεις;;

«Σας βρήκα…» λέει η καινούργια γυναίκα πλησιάζοντας.

«Από πού ήρθες;» ρωτά η άλλη μαυροντυμένη – η γαλανόδερμη.

«Από πάνω, φυσικά. Και υπάρχουν φρουροί στους–» Τα μάτια της στρέφονται προς εμένα.

Αλλά έχω ήδη αρχίσει να κινούμαι…

Επειδή είναι φανερό ότι την έχουμε άσχημα – και εγώ και η Σαμάνθα και ο Ύαν και, δίχως αμφιβολία, ο Καπνιστής – το μυαλό μου λειτούργησε γρήγορα μέσα στα τελευταία δευτερόλεπτα. Αποφάσισα ότι χρειάζομαι ένα πλεονέκτημα εναντίον αυτών των γυναικών, όποιες κι αν είναι. Χρειάζομαι μια αλυσίδα που θα τις δένει, αλλιώς πολύ πιθανόν να μας σκοτώσουν, αν μη τι άλλο για να κρύψουν την ταυτότητά τους – όχι πως είναι δυνατόν να καταλάβεις και πολλά γι’αυτές, έτσι κουκουλωμένες όπως είναι…

Αρπάζω το πιστόλι χωροχρονικής παγίδευσης και, καθώς η προσοχή τους δεν είναι τώρα αποκλειστικά στραμμένη σ’εμένα, σημαδεύω τη γυναίκα με τη σκούρα μπλε κάπα, που στέκεται ακριβώς μπροστά μου, και πατάω τη σκανδάλη. Βλέπω μια ακτίνα ακατονόμαστου χρώματος να βάλλεται από την κάννη και να την πετυχαίνει στα πλευρά. Και συμβαίνει κάτι που θα ήταν κανείς αδύνατο να περιγράψει σωστά. Νομίζω πως βλέπω την πραγματικότητα που περιβάλλει τη γυναίκα να στρέφεται στο πλάι όπως μια κόλλα χαρτί. Γυρίζει έτσι που, στο τέλος, είναι σαν να φαίνεται μονάχα μια κάθετη, πολύ λεπτή γραμμή – το πλάι του χαρτιού. Και μετά γυρίζει ακόμα περισσότερο, μ’έναν τελείως εξωφρενικό τρόπο, σαν να βλέπεις παραισθήσεις, και η γυναίκα δεν υπάρχει πια. Έχει εξαφανιστεί σαν ποτέ να μην ήταν εδώ.

Συγχρόνως νιώθω ένα ισχυρό τράνταγμα να ξεκινά από το πιστόλι και να διατρέχει το χέρι μου κι όλο μου το σώμα. Προς στιγμή, το δεξί μου πόδι ξεμουδιάζει.

Αλλά μετά δέχομαι μια κλοτσιά στην πλάτη και σωριάζομαι ξανά στο πάτωμα. Από πάνω μου βλέπω τη γαλανόδερμη γυναίκα να με σημαδεύει μ’ένα πιστόλι.

«Δεν είναι νεκρή!» φωνάζω αμέσως. «Ζει! Ζει!»

«Τι της έκανες;»

«Είναι παγιδευμένη μέσα σε μια…» Πώς το είπε η Σαμάνθα; «Σε μια, ε, αλλαγή της διάστασης. Η πραγματικότητα της Σεργήλης την έχει τυλίξει. Και ο χώρος και ο χρόνος έχει αλλάξει. Η φίλη σου είναι παγιδευμένη, δεν είναι νεκρή–»

«Είσαι μάγος;» γρυλίζει η γυναίκα, εξακολουθώντας να με σημαδεύει.

«Δεν είμαι μάγος,» αποκρίνομαι, «αλλά αυτή,» κοιτάζω προς τη λιπόθυμη Σαμάνθα, «είναι μάγισσα. Και μπορεί να την κάνει να ξαναεμφανιστεί.» Ξέρω ότι είναι ψέμα· η ίδια μού έχει πει ότι δεν μπορεί να το κάνει αυτό, αλλά σίγουρα γνωρίζει μάγους που μπορούν να το κάνουν. «Όμως πρώτα πρέπει να συνεργαστούμε. Αλλιώς η φίλη σου θα χαθεί. Αν με σκοτώσεις, ή αν σκοτώσεις τη φίλη μου, η φίλη σου τελείωσε.»

Η γυναίκα με κλοτσά στα πλευρά, δυνατά· διπλώνομαι επάνω στο πάτωμα, βογκώντας.

«Αν λες ψέματα…!» γρυλίζει: και ξαφνικά η φωνή της κάτι μού θυμίζει. Δεν είναι άγνωστη. Πώς δεν το πρόσεξα ήδη;

«Πρέπει να φύγουμε,» λέει η άλλη γυναίκα. Και η δική της φωνή μού θυμίζει κάτι, σαν να την έχω ακούσει πολύ πρόσφατα, από κοντά.

«Και ν’αφήσουμε τη Μαρλ– Τη… την– Να την αφήσουμε εδώ;»

Σταμάτησε τα λόγια της προτού πει το όνομα, αλλά καταλαβαίνω ποιο όνομα ήταν. Μαρλιέσσα. Αποκλείεται να ήταν άλλο. Και νομίζω πως, επίσης, αρχίζω να καταλαβαίνω τι συμβαίνει. Περίπου.

«Δεν είναι εδώ η Μαρλιέσσα,» τους λέω, μουγκρίζοντας, προσπαθώντας πάλι να ανασηκωθώ. Κοιτάζω προς τα εκεί όπου η γυναίκα με τη σκούρα μπλε κάπα εξαφανίστηκε. Βλέπω πως το μόνο που έχει μείνει σ’εκείνο το σημείο είναι κάτι… που δεν μπορώ εύκολα να πω τι είναι, αλλά είναι κάτι. Μοιάζει με μια ελαφριά θολούρα, ίσως. Ή μια… στρέβλωση της πραγματικότητας, μπορεί να έλεγε κάποιος μάγος που ασχολείται με τέτοια θέματα. Αλλά είναι έτσι που, μάλλον, αν δεν ξέρεις ότι είναι εκεί δεν θα την προσέξεις· δεν θα δώσεις καμια σημασία. «Κανένας δεν πρόκειται να πειράξει τη Μαρλιέσσα. Δεν μπορούν να την πειράξουν, ακόμα κι αν καταλάβουν ότι είναι παγιδευμένη εδώ.»

«Γνωρίζεις ποια είναι;» κάνει έκπληκτη η γαλανόδερμη γυναίκα. «Πώς γνωρίζεις ποια είναι;»

Πιάνω τον τοίχο πλάι μου και καταφέρνω να ορθωθώ, αν και ακόμα το δεξί μου πόδι είναι μουδιασμένο και τα πλευρά μου πονάνε. «Εσύ μου το είπες… Καλλιστώ.»

Υψώνει ξανά το πιστόλι της προς το μέρος μου.

Την αγνοώ. Στρέφω το βλέμμα μου στη γυναίκα που μόλις ήρθε. «Εμείς μιλήσαμε νωρίτερα σήμερα, έτσι δεν είναι, Θεώνη;»

«Πώς σκατά μάς ξέρεις;» γρυλίζει η Καλλιστώ.

«Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να φτάσω σ’αυτό το συμπέρασμα, ύστερα από όλα τούτα,» αποκρίνομαι.

«Πρέπει να φύγουμε,» λέει έντονα η Θεώνη. «Ο Αδιάσειστος είναι πάνω, στην ταράτσα, αλλά δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει. Μπορεί να πάνε να κοιτάξουν, μπορεί ακόμα και να τον πυροβολήσουν! Επιπλέον, αυτοί που είναι έξω μέχρι πότε θα–;»

«Ο γρύπας σου λέγεται Αδιάσειστος;» τη ρωτάω.

«Ναι.»

«Μ’αυτόν τι θα κάνουμε;» ρωτά η Καλλιστώ, που εξακολουθεί να με σημαδεύει, μοιάζοντας έτοιμη να με πυροβολήσει· και τούτη τη φορά δεν νομίζω πως το πιστόλι της θα εκτοξεύσει ενέργεια. Δεν νομίζω πως είναι καν το ίδιο πιστόλι: αυτό πρέπει νάναι ένα κανονικότατο πυροβόλο.

«Αν με σκοτώσετε,» της λέω, «κανένας δεν πρόκειται να σώσει τη Μαρλιέσσα.»

«Θα τον πάρουμε μαζί μας,» αποφασίζει η Θεώνη. «Ο Αδιάσειστος μπορεί να σηκώσει τρεις.»

«Θα πάρετε και τη Σαμάνθα.» Την κοιτάζω εκεί που είναι πεσμένη.

«Τέσσερις ο γρύπας μου δεν μπορεί να σηκώσει.»

«Τότε πάρε μας μακριά δύο-δύο.» Πλησιάζω τη Σαμάνθα και τη σηκώνω στα χέρια με δυσκολία, χρησιμοποιώντας το δεξί μου πόδι σχεδόν σαν νάναι ξύλινο. Τώρα ξέρω πώς αισθάνονται αυτοί που έχουν ψεύτικα μέλη. «Πάμε. Ας μη χάνουμε άλλο χρόνο.»

«Αν σκότωσες τη Μαρλιέσσα,» μου λέει η Καλλιστώ, «θα το πληρώσεις πολύ ακριβά!»

«Δεν είναι νεκρή. Και πάμε, τώρα. –Ή μάλλον, όχι,» λέω ξαφνικά. Είναι μαλάκας, αλλά δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω χωρίς μια προσπάθεια τουλάχιστον. «Θέλω να πάρουμε κι αυτόν.» Δείχνω τον Ύαν με το βλέμμα μου.

«Αποκλείεται!» λέει η Καλλιστώ, και τα μάτια της θα νόμιζες ότι πετάνε φλόγες.

«Μπορείτε να τον κουβαλήσετε οι δυο σας, δεν μπορείτε; Μη μου λέτε μαλακίες. Εξάλλου, ήρθαμε να σε σώσουμε, Καλλιστώ. Για εσένα είμαστε εδώ, κυρίως. Δε σκέφτεσαι ότι ίσως θα ήταν δίκαιο να μη μας αφήσεις στους λύκους που σύντομα θα ορμήσουν;»

Η Καλλιστώ κοιτάζει πίσω μου, τη Θεώνη μάλλον· και μάλλον η Θεώνη γνέφει καταφατικά, γιατί μετά πηγαίνουν αμέσως οι δυο τους και σηκώνουν από κάτω τον Ύαν. Τραβάνε όλα του τα όπλα από τα θηκάρια και τα βάζουν στις ζώνες και στις τσέπες τους, κι ύστερα τον φέρνουν κοντά μου υποβαστάζοντάς τον με τα χέρια του στους ώμους τους, ενώ εκείνος εξακολουθεί να είναι λιπόθυμος.

«Βγάλε την κουκούλα σου,» με προστάζει η Θεώνη.

Διστάζω.

«Βγάλε την κουκούλα σου,» επιμένει.

Μη θέλοντας να καθυστερήσουμε κι άλλο, τη βγάζω. «Με είδατε τώρα.»

«Εσύ…» κάνει η Καλλιστώ. «Σ’έχω ξαναδεί!»

«Κι εμείς, όντως, έχουμε μιλήσει,» προσθέτει η Θεώνη. «Ήσουν μαζί με την άλλη γυναίκα που είπε ότι είστε ειδικοί ερευνητές της Χωροφυλακής. Πραγματικά, είστε; Δε σας είδα να πηγαίνετε σε κανένα φρουραρχείο.»

«Δε μας είδες;… Τι εννοείς;» Μας παρακολουθούσε; «Άσ’ το!» λέω αλλάζοντας γνώμη· δεν έχουμε ώρα για κουβέντες. «Ξέχνα το. Πάμε να φύγουμε.»

Η Θεώνη γνέφει, συμφωνώντας.

Πηγαίνουμε προς τις σκάλες του οικήματος, ενώ από έξω ακούγονται πάλι προκλήσεις για να βγει η Πριγκίπισσα της Οργής και απειλές ότι, αν δεν βγει με το καλό, θα μπουν και θα την κομματιάσουν.

«Δεν υπάρχει ανελκυστήρας εδώ;» λέω.

«Υπάρχει,» αποκρίνεται η Θεώνη, «αλλά δεν λειτουργεί. Το έλεγξα.»

«Ποια από σας είναι, λοιπόν, η Πριγκίπισσα της Οργής;» ρωτάω. «Ή…» Κομπιάζω καθώς μια καινούργια ιδέα έρχεται στο μυαλό μου σαν αστραπή. «Ή είστε κι τρεις;»

Δεν απαντούν. Έχω δίκιο;

«Είστε κι οι τρεις; Κι οι τρεις;»

«Σκασμός!» γρυλίζει η Καλλιστώ. Και ρωτά τη Θεώνη: «Πού συνάντησες αντίσταση;»

«Στον δεύτερο όροφο. Ο πρώτος είναι άδειος. Μόνο νεκροί υπάρχουν. Εσύ ή η Μαρλιέσσα;»

«Εκείνη.»

«Σας είχαν αιχμάλωτες; Ξεφύγατε;»

«Ναι. Αλλά μη ρωτάς πώς.»

Όταν φτάνουμε στον δεύτερο όροφο, πράγματι συναντούμε αντίσταση. Ακανόνιστοι μάς πυροβολούν από γωνίες διαδρόμων. Κι ακούω κάποιον να φωνάζει: «Εισβολείς! Δε σας τόπα ότι δεν είναι μόνη της; Δεν είναι μόνη της η σκρόφα της Λόρκης!»

Αναγκαζόμαστε να καλυφτούμε για να μη μας σκοτώσουν. Οι σφαίρες πέφτουν βροχή. Και μαζί με τις σφαίρες εκτοξεύονται και βέλη. Πού σκατά έχω βρεθεί ξαφνικά; Στα Φέρνιλγκαν; Το μόνο καλό είναι πως το δεξί μου πόδι έχει αρχίσει να ξεμουδιάζει επιτέλους· νομίζω πως το αισθάνομαι.

Αφήνω κάτω τη Σαμάνθα–

«Τι κάνεις εκεί;» Η Καλλιστώ με σημαδεύει ξανά, ενώ συνεχίζει να σηκώνει μαζί με τη Θεώνη τον αναίσθητο Ύαν.

«Μια σκοτοβομβίδα θα τους ρίξω, αλλιώς δε βλέπω να περνάμε με τίποτα από δω.»

«Τι θα τους ρίξεις;» Μάλλον δεν έχει ακούσει για τις τελευταίες εξελίξεις στην πολεμική τεχνολογία.

«Θα δεις.» Τραβάω μια σκοτοβομβίδα (ακόμα μία απομένει κάτω από την καπαρντίνα μου), την ενεργοποιώ, και την εκτοξεύω.

Ολόκληρη η μεριά απ’όπου μας ρίχνουν τυλίγεται σε πυκνό σκοτάδι.

«Πάμε!» λέω στις Πριγκίπισσες καθώς σηκώνω τη Σαμάνθα από κάτω.

Με ακολουθούν ενώ συγχρόνως πυροβολούν μέσα στο σκοτάδι.

Κάποιες ριπές έρχονται προς το μέρος μας, αλλά τελείως άστοχα· πετυχαίνουν τοίχους, ταβάνι, πάτωμα, μα όχι εμάς.

Φτάνουμε στη μικρή σκάλα που οδηγεί στην ταράτσα κι ανεβαίνουμε. Ευτυχώς, το μέρος είναι αφύλαχτο· δεν έχει φρουρούς εδώ. Μάλλον δεν έχουν απομείνει και τόσοι Ακανόνιστοι μέσα σε τούτο το οίκημα, και το έχουν θεωρήσει ασφαλέστερο να καθίσουν ταμπουρωμένοι γύρω από τον αρχηγό τους. Καλύτερα για εμάς. Ο Αλλάνδρης φοβάται το στοιχειό της Λόρκης, και το στοιχειό της Λόρκης φοβάται τον Αλλάνδρη, όπως λένε.

Στην οροφή του αρχηγείου των Ακανόνιστων, ένας σελωμένος γρύπας μάς περιμένει. Ο Αδιάσειστος.

Η Θεώνη αμέσως τον καβαλά και μου λέει να ανεβάσω πίσω της και τη Σαμάνθα. Δεν φέρνω αντίρρηση· την ανεβάζω στη σέλα, και η γρυποκαβαλάρισσα τη δένει εκεί: όχι, όμως, μόνο για να μην πέσει. Της δένει τα χέρια πίσω από την πλάτη και της κλείνει το στόμα και τα μάτια. Τη φοβάται – ίσως γενικά, ίσως επειδή είπα ότι είναι μάγισσα. Συγχρόνως, μας προτρέπει να δέσουμε και τον Ύαν και να τον ανεβάσουμε κι αυτόν, για να μη χάνουμε χρόνο.

Η Καλλιστώ με σημαδεύει ξανά με το πιστόλι της. «Δέσε του τα χέρια,» προστάζει. «Τώρα!» Ρίχνει έναν σπάγκο πλάι του, εκεί όπου είναι ξαπλωμένος στο δάπεδο της ταράτσας.

«Εντάξει,» λέω. Γονατίζω, τον γυρίζω μπρούμυτα, και του δένω τα χέρια πίσω από την πλάτη. Ύστερα, η Καλλιστώ με προστάζει να τον φιμώσω κιόλας και να του κλείσω και τα μάτια. Τα κάνω κι αυτά, δίχως να φέρω αντίρρηση, χρησιμοποιώντας σπάγκο ξανά (για το στόμα) και το μαντήλι της Καλλιστώς (για τα μάτια). Ναι, μου δίνει το μαντήλι της φανερώνοντας επιτέλους το πρόσωπό της.

Μετά, ανεβάζουμε τον δεμένο Ύαν στον γρύπα, ανάμεσα στη Θεώνη και στην επίσης δεμένη Σαμάνθα. Ο Αδιάσειστος φτερουγίζει δυνατά και υψώνεται από την οροφή του οικήματος. Απομακρύνεται πετώντας προς τα ανατολικά.

«Σε είδα στο αρχείο των Νέων,» μου λέει η Καλλιστώ, «πριν από μερικές μέρες. Εσύ δεν ήσουν; Με παρακολουθούσες από τότε;»

«Όχι,» της απαντώ.

«Μη μου λες ψέματα! Τι ξέρεις για εμάς;»

«Τίποτα δεν ξέρω για εσάς.»

«Προσπαθείς να βρεις την Πριγκίπισσα της Οργής, έτσι δεν είναι; Και εσύ και οι άλλοι μαζί σου!»

«Είχαμε έρθει για να σε σώσουμε–»

«Νομίζεις ότι πιστεύω πως είστε ειδικοί ερευνητές της Χωροφυλακής;»

«Αυτό είμαστε–»

«Μαλακίες!»

Δεν της μιλάω.

«Δείξε μου την ταυτότητά σου,» με προκαλεί.

«Δεν την έχω μαζί μου.»

Η Καλλιστώ ρουθουνίζει. «Ναι, ’ντάξει…»

«Πώς αποφασίσατε ν’αρχίσετε να σκοτώνετε τυχαίους ανθρώπους εσείς οι τρεις;» τη ρωτάω.

«Τυχαίους;» Σταματά όμως τον εαυτό της προτού συνεχίσει. «Δεν ξέρω τι σκατά νομίζεις ότι είμαστε–»

«Η Πριγκίπισσα της Οργής είστε· κόψε την κοροϊδία, Καλλιστώ. Το έχω καταλάβει. Ντύνεστε εναλλάξ με μαύρα, κρύβοντας το πρόσωπό σας, και σκοτώνετε κόσμο. Τον Άρη Νυχταστέρη επίτηδες τον παρέσυρες, για να τον δολοφονήσει ή η Μαρλιέσσα ή η Θεώνη.»

«Και μου λες ότι δεν ψάχνετε την Πριγκίπισσα της Οργής;» γρυλίζει η Καλλιστώ. Δεν έχει πάψει καθόλου να με σημαδεύει, και τώρα νομίζω ότι βρίσκεται στα πρόθυρα να τραβήξει τη σκανδάλη.

«Ηρέμησε,» της λέω. «Είναι αλήθεια ότι ήρθαμε για να σε σώσουμε. Η Θεώνη μάς είπε ότι σε είχαν πιάσει οι–»

«Και γιατί με παρακολουθούσατε;»

«Αν με σκοτώσεις, Καλλιστώ, η Μαρλιέσσα θα–»

Ακούμε κάποιους να έρχονται από τη σκάλα. Η Καλλιστώ στρέφει τώρα το πιστόλι της προς τα εκεί, ρίχνει. Μια κραυγή αντηχεί, και μετά φωνές: Εκεί είναι! Επάνω πήγαν!

Βγάζω την τελευταία σκοτοβομβίδα και την πετάω στη σκάλα, η οποία αμέσως τυλίγεται σε πυκνό σκοτάδι.

Τι κάνει τόση ώρα η Θεώνη;

Προλαβαίνω δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω τούτη τη σκέψη κι ακούω, πίσω από τις αγριοφωνές των Ακανόνιστων, φτεροκοπήματα. Ο Αδιάσειστος είναι από πάνω μας!

«Ελάτε!» Η Θεώνη κατεβάζει τον γρύπα. «Γρήγορα!»

Πιάνω αμέσως στη σέλα κι ανεβαίνω, καθίζοντας πίσω από τη γρυποκαβαλάρισσα. Η Καλλιστώ έρχεται και κάθεται ανάμεσά μας ενώ, συγχρόνως, πυροβολεί προς το σκοτάδι στη σκάλα.

Ο γρύπας φτερουγίζει και υψώνεται από την οροφή. Πετά προς τα ανατολικά ξανά – κι ευτυχώς αυτή τη φορά είμαι επάνω του.

Και ο Καπνιστής; αναρωτιέμαι για μια στιγμή. Τι έγινε ο Καπνιστής; Δεν τον ήξερα παρά μόνο για μερικές ώρες, και έχω δει διάφορους ανθρώπους να χάνονται με πολύ άδικους τρόπους (ειδικά από τότε που έμπλεξα με τη Σιδηρά Δυναστεία, αλλά και πριν), μα εξακολουθώ να αισθάνομαι σκατά που δεν προσπάθησα να τον βρω προτού φύγω. Είμαι βέβαιος όμως πως οι Πριγκίπισσες δεν θα συμφωνούσαν· και ίσως να είχαν δίκιο. Μπορεί αυτό να αποδεικνυόταν αυτοκτονικό.

«Πού άφησες τους άλλους;» ρωτάω τη Θεώνη.

«Όχι μακριά.»

«Τους έλυσες;»

«Φυσικά και όχι. Αλλά η φίλη σου είχε αρχίσει να ξυπνά.»

Μεγάλη Αρτάλη! Δε θέλω καν να φανταστώ τι θα περάσει απ’το μυαλό της μόλις συνειδητοποιήσει την κατάστασή της. Πανικός πρώτα, αναμφίβολα… Σύντομα, όμως, θα είμαι εκεί.

Η Θεώνη δεν μας πηγαίνει μακριά. Είμαστε ακόμα στο Λημέρι όταν ο γρύπας της κατεβαίνει κοντά σ’ένα στενορύμι, στην αρχή του οποίου βρίσκονται ξαπλωμένοι δύο δεμένοι άνθρωποι κι από πάνω τους στέκεται κάποιος που φαίνεται να τους ψάχνει τα ρούχα. Κλέφτης. Μόλις αντιλαμβάνεται τον Αδιάσειστο, το βάζει αμέσως στα πόδια· εξαφανίζεται μες στα σκοτάδια.

Η Σαμάνθα σκούζει και παλεύει με τα δεσμά της.

Κατεβαίνω από τη σέλα και πάω προς το μέρος της.

«Σταμάτα!» φωνάζει η Καλλιστώ, και γυρίζω για να τη δω να με σημαδεύει έχοντας κι εκείνη κατεβεί από τον γρύπα. «Μην τη λύσεις!»

«Τι να κάνω; Να την αφήσω δεμένη; Είσαι τρελή;»

«Θεώνη,» λέει η Καλλιστώ. «Έχεις ενεργειακές ριπές, έτσι δεν είναι;»

«Ναι.» Η αερομεταφορέας είναι ακόμα επάνω στον γρύπα της, και τώρα με σημαδεύει μ’ένα πιστόλι.

«Σταθείτε!» λέω. «Δεν υπάρχει λόγος να με–»

Η Θεώνη πυροβολεί, και η ενεργειακή ριπή με χτυπά στο στήθος. Οι μύες και τα νεύρα μου τραντάζονται, άγρια· χάνω αμέσως κάθε έλεγχο του σώματός μου· παράξενα φώτα χορεύουν μπροστά στα μάτια μου, παράξενα κουδουνίσματα αντηχούν μέσα στο κρανίο μου· και–

(σκοτάδι)

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.