Επεισόδιο 18
ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΕΛΙΟΥ

Νύχτα στο Λημέρι.

Τρεις Ακανόνιστοι πηγαίνουν στα υπόγεια κάτω από το οίκημα του Στόματος του Χάους. Διασχίζουν τους σκοτεινούς διαδρόμους και πλησιάζουν το κελί όπου είναι κλειδωμένες η χωροφύλακας και η δημοσιογράφος. Ο ένας είναι εύσωμος και μυώδης, πορφυρόδερμος και πρασινομάλλης· στο δεξί χέρι βαστά έναν δίσκο με λίγο φαγητό και νερό, στο αριστερό έχει το κλειδί του κελιού. Ο δεύτερος Ακανόνιστος είναι πιο κοντός και πιο λεπτός, με δέρμα λευκό-ροζ, ένα αδιάλειπτο μειδίαμα στα χείλη, και μαλλιά ξανθά και πεταχτά σαν καρφιά. Βαστά ένα πιστόλι, κι από τη ζώνη του κρέμεται ένα ξιφίδιο. Η τρίτη είναι γυναίκα, περίπου στο ύψος του δεύτερου άντρα, με δέρμα λευκό όπως το δικό του και μαλλιά μαύρα και μακριά. Φορά ένα προκλητικό φόρεμα με μεγάλο ντεκολτέ, κι από τη ζώνη της κρέμεται ένα παλιό πιστόλι με ξύλινη λαβή.

Ο πορφυρόδερμος, μυώδης άντρας ζυγώνει την πόρτα του κελιού και κοιτάζει από το καγκελωτό παραθυράκι.

«Τα κωλομέρια της Λόρκης!…» κάνει, έκπληκτος.

«Τι είναι, ρε πούστη;» ρωτά ο λιγνός, ξανθομάλλης Ακανόνιστος, και πάει κι εκείνος να κοιτάξει.

Μέσα στο κελί, δύο γυμνά σώματα, ένα γαλανόδερμο κι ένα κατάλευκο, είναι μπλεγμένο σαν φίδια, κάνοντας έρωτα. Η Μαρλιέσσα είναι γονατισμένη πάνω από την Καλλιστώ, ενώ εκείνη έχει τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από την πλάτη της χωροφύλακα. Το ένα χέρι της Μαρλιέσσας βρίσκεται ανάμεσα στους μηρούς της Καλλιστώς· το ένα χέρι της Καλλιστώς σφίγγει το αριστερό στήθος της Μαρλιέσσας. Η Καλλιστώ μουγκρίζει ηδονικά.

Ο πορφυρόδερμος άντρας κλοτσά τη μεταλλική πόρτα. «Τι κάνετε κει μέσα;» φωνάζει.

Η Μαρλιέσσα και η Καλλιστώ γυρίζουν να τον κοιτάξουν, και γελάνε. «Τι νομίζεις ότι κάνουμε, ρε μαλάκα;» του λέει η πρώτη, ξεδιάντροπα. «Να καθόμαστε και να βαριόμαστε θέλεις;»

Η Καλλιστώ γελά δυνατότερα. «Μάλλον δεν ξέρει τι είναι αυτό που κάνουμε…»

Ο πορφυρόδερμος άντρας κλοτσά την πόρτα ξανά, εξαγριωμένα. «Σταματήστε – τώρα! Σας φέρνουμε φαγητό. Σηκωθείτε πάνω! Ντυθείτε!»

Εκείνες γελάνε.

«Φοβάσαι να μπεις, μη σε δαγκώσουμε;» του λέει η Μαρλιέσσα.

«Τι να του δαγκώσουμε; Μάλλον δεν έχει τίποτα για να του δαγκώσει κανείς,» λέει η Καλλιστώ.

«Σηκωθείτε και ντυθείτε!» φωνάζει ο άντρας, κλοτσώντας πάλι την πόρτα.

«Μην κάνεις φασαρία,» του λέει η Μαρλιέσσα και σκύβει για να γλείψει τα ξαναμμένα στήθη της Καλλιστώς.

«Μμμμ…» κάνει η δημοσιογράφος. Και στρέφοντας τα μάτια της προς τον άντρα που τις ατενίζει χάσκοντας από το καγκελωτό παραθυράκι: «Είμαστε απασχολημένες. Μην κάθεσαι να κοιτάζεις έτσι.»

«Φαίνεται,» λέει η Μαρλιέσσα παίρνοντας το στόμα της από τα γαλανά στήθη της Καλλιστώς, «πως εκτός απ’το να κοιτάζει δεν μπορεί να κάνει και τίποτ’ άλλο.»

Η Καλλιστώ γελά.

Ο πορφυρόδερμος άντρας, εξοργισμένος, βάζει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας και το γυρίζει. Τραβά την αμπάρα απότομα.

«Ε!» του λέει ο ξανθομάλλης. «Ήρεμα. Θέλουν να μας τσαντίσουν. Ήρεμα!»

Ο πορφυρόδερμος ανοίγει την πόρτα και πετά τον δίσκο στο πάτωμα, τινάζοντας ολόγυρα φαγητά και νερό. «Φάτε τα από κάτω, γαμιόλες!» γρυλίζει. «Μαλακισμένες! Σηκωθείτε!» Αρπάζει τη Μαρλιέσσα από τα κοντά μαύρα μαλλιά της και την τραβά όρθια, στέλνοντάς την πάνω στον τοίχο, βίαια.

Ο ξανθομάλλης Ακανόνιστος στέκεται στο κατώφλι του κελιού, υψώνοντας το πιστόλι του και σημαδεύοντας την Καλλιστώ η οποία έχει αμέσως πάρει γονατιστή θέση και τα μάτια της γυαλίζουν άγρια.

«Γαμώ τη φάρα σου, μαλακισμένη!» φωνάζει ο πορφυρόδερμος άντρας και χαστουκίζει τη Μαρλιέσσα, κάνοντάς το κεφάλι της να γυρίσει στο πλάι ενώ η πλάτη της εξακολουθεί νάναι πάνω στον τοίχο.

«Φύτρωσες πουλί, ξαφνικά;» λέει εκείνη.

«Θα πάρεις ό,τι ζητάς, γαμιόλα κόρη της Λόρκης!» Ο πορφυρόδερμος την κολλά στον τοίχο και πιέζεται πάνω της, ρουφώντας άγρια το κατάλευκο δέρμα στον λαιμό της.

Η Καλλιστώ έχει σηκωθεί όρθια. «Ε! Τι κάνετε;»

Αλλά ο ξανθομάλλης εξακολουθεί να τη σημαδεύει, με το πιστόλι τεντωμένο μπροστά του. «Μείνε ήσυχη,» της λέει κάνοντας ένα βήμα πέρα από το κατώφλι. Και συγχρόνως η Ακανόνιστη που στέκεται πιο πίσω, έξω από το κελί, φωνάζει στον πορφυρόδερμο άντρα: «Μάθε της να ουρλιάζει, Μαρκ, σαν σκύλα που είναι! Και μετά μάθε το και στην άλλη! Το ζητάνε κι οι δυο τους από πριν!»

«Σταματήστε!» λέει η Καλλιστώ.

Ο ξανθομάλλης άντρας γελά. «Πήγατε γυρεύοντας,» αποκρίνεται, ενώ τα μάτια του είναι στραμμένα άλλοτε στο γυμνό γαλανόδερμο σώμα της, άλλοτε προς τα εκεί όπου ο σύντροφός του κατεβάζει το παντελόνι του και ορμά στη Μαρλιέσσα, έχοντάς την κολλημένη στον υγρό, πέτρινο τοίχο του κελιού. «Θα περάσει καλά η φίλη σου, νομίζω. Ήδη περνά καλά!» λέει ο ξανθομάλλης στην Καλλιστώ, ενώ η χωροφύλακας γρυλίζει και βρίζει. «Μετά μπορεί νάρθει κι η σειρά σου…» Τα μάτια του Ακανόνιστου είναι ξανά στο σώμα της Καλλιστώς· μετά στρέφονται στη Μαρλιέσσα και στον πορφυρόδερμο άντρα–

Η δημοσιογράφος κλοτσά, απότομα, απρόσμενα, δυνατά· χτυπά το χέρι του ξανθομάλλη Ακανόνιστου και το πιστόλι του τινάζεται πέρα. Εκείνος γυρίζει ξαφνιασμένος, και το άλλο πόδι της Καλλιστώς τον χτυπά σαν ρόπαλο ανάμεσα στους μηρούς ενώ εκείνη φωνάζει: «Τώρα, Μαρλιέσσα!» Ο άντρας διπλώνεται, με την ανάσα του ξαφνικά κομμένη, και η δημοσιογράφος τον γρονθοκοπεί στο πλάι του κεφαλιού, στο αφτί· ο Ακανόνιστος παραπατώντας πέφτει πάνω στον τοίχο, ζαλισμένος, ανήμπορος να κινηθεί. Συγχρόνως, η Μαρλιέσσα έχει τραβήξει το ξιφίδιο από τη ζώνη του πορφυρόδερμου άντρα και το έχει καρφώσει στην αριστερή μεριά του λαιμού του, καταστρέφοντας αρτηρίες και φωνητικές χορδές. Ο Ακανόνιστος τρεκλίζει προς τα πίσω και σωριάζεται ανάσκελα, ενώ αίματα τινάζονται παντού.

Η γυναίκα έξω από το κελί τα κοιτάζει όλα τούτα σαστισμένη προς στιγμή. Μετά τραβά το παλιό πιστόλι από τη ζώνη της. Αλλά βλέπει την Καλλιστώ να την αντικρίζει, βλέπει την αγριότητα στην όψη της, τη γυαλάδα στα μάτια της· πανικοβάλλεται και στρέφει την πλάτη, τρέχει.

Τον χρόνο που έχασε η Ακανόνιστη, η Καλλιστώ τον εκμεταλλεύεται. Την καταδιώκει, χιμά καταπάνω της, πηδά κι αρπάζεται στην πλάτη της, σωριάζοντάς την μπρούμυτα στο άγριο πάτωμα και καβαλώντας την. Η Ακανόνιστη ουρλιάζει, προσπαθεί να ξεφύγει. Μάταια. Η Καλλιστώ, κρατώντας την κολλημένη κάτω, τη χτυπά ξανά και ξανά στο κεφάλι, με τη γροθιά της, μέχρι που εκείνη μένει ακίνητη.

Παίρνοντας το πιστόλι από το πάτωμα, όπου έχει πέσει, σηκώνεται όρθια και στρέφεται προς την πόρτα του κελιού. Βλέπει εκεί τη Μαρλιέσσα, με το κατάλευκο δέρμα της πιτσιλισμένο από αίμα που δεν είναι δικό της. Στο ένα χέρι βαστά το ξιφίδιο του πορφυρόδερμου άντρα, αιματοβαμμένο ώς τη λαβή· στο άλλο χέρι έχει το πιστόλι του ξανθομάλλη.

«Τον σκότωσες;» ρωτά η Καλλιστώ, αναφερόμενη στον δεύτερο φυσικά· για τη μοίρα του πρώτου δεν υπάρχει αμφιβολία.

«Ναι.» Η Μαρλιέσσα τής δείχνει τον λευκόδερμο άντρα που είναι πεσμένος κάτω με το στήθος του γεμάτο αίματα.

Η Καλλιστώ πλησιάζει. «Είσαι πράγματι από τα Φέρνιλγκαν,» λέει, και τη φιλά δυνατά στα χείλη.

«Θα τους δείξουμε την οργή μας, γλύκα;» ρωτά η Μαρλιέσσα.

«Ω ναι,» αποκρίνεται η Καλλιστώ. «Αυτό θα το θυμούνται για πάντα στη Θακέρκοβ.»

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.