Επεισόδιο #18               

ΔΕΙΠΝΟ ΣΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟ ΟΡΟΦΟ

 

Γνώριζε κρυφούς τρόπους για να μπαίνει και να βγαίνει από τον Ναό της Αρτάλης στο Άπλωμα. Τους είχε χρησιμοποιήσει πολλές φορές όσο βρισκόταν εδώ ως δόκιμη. Τους είχε εφεύρει, βασικά.

Απόψε, γλίστρησε μέσα από μια απ’αυτές τις μυστικές διόδους για να εισβάλει σαν κλέφτρα στο παλιό της σπίτι. Δεν ήθελε να περάσει από την κεντρική είσοδο, κυρίως επειδή υπήρχε ο φόβος ότι μπορεί να παρακολουθούσαν τον ναό κατάσκοποι του Νορβάλη’μορ. Βέβαια, αυτοί τον Βασνάρο μάλλον θα περίμεναν, όχι την κόρη του· αλλά, και πάλι, η Βατράνια δεν ήθελε να το ρισκάρει. Γιατί ήξερε πως ούτε ο πατέρας της θα ήθελε να το ρισκάρει.

Δεν του είχε πει ότι θα ερχόταν εδώ απόψε. Καλύτερα έτσι, νόμιζε. Ήταν ακόμα τραυματισμένος και δεν χρειαζόταν να τον ανησυχήσει, έλεγε στον εαυτό της. Όμως στην πραγματικότητα αισθανόταν αμήχανα να του πει ότι θα πήγαινε να προσπαθήσει να συμφιλιωθεί με τη μαμά. Δεν ήθελε να μάθει τη γνώμη του για ένα τέτοιο εγχείρημα.

Η Βατράνια βάδισε αθόρυβα μέσα στους διαδρόμους του ναού, πίσω από τον σηκό, περνώντας κοντά από τις πόρτες κοιτώνων, προσπαθώντας να αποφεύγει δόκιμες και ιέρειες. Κρυβόταν στις γωνίες και στις σκιές. Δεν δυσκολεύτηκε να φτάσει στα δωμάτια της Αρχιέρειας.

Είσαι σίγουρη; ρώτησε τον εαυτό της, στεκόμενη μπροστά στην κλειστή πόρτα της μητέρας της. Είσαι ΣΙΓΟΥΡΗ; Σίγουρη-σίγουρη;

Σίγουρη-σίγουρη-σίγουρη;

Μάλλον ναι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε την πόρτα.

«Ποιος είναι;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας της από μέσα. Ωραία· δεν πρέπει να είχε κοιμηθεί ακόμα.

Η Βατράνια χτύπησε ξανά.

«Ποιος είναι;» επέμεινε η Αριστέα.

Η Βατράνια χτύπησε για τρίτη φορά.

Και άκουσε βήματα να πλησιάζουν την πόρτα· την είδε ν’ανοίγει λίγο, μια χαραμάδα, επιφυλακτικά. Φάνηκε το ένα μάτι της Αριστέας. Γούρλωσε, ξαφνιασμένα. Στένεψε.

Η πόρτα άνοιξε περισσότερο. «Τι θέλεις εδώ; Πώς μπήκες; Γιατί κανείς δεν με ειδοποίησε;»

«Ήρθα κρυφά,» παραδέχτηκε η Βατράνια.

Το βλέμμα της Αριστέας φανέρωνε θυμό. «Έπρεπε να το περιμένω! Μπαίνεις σαν κλέφτρα σ’έναν ιερό ναό...»

«Με συγχωρείς, μαμά, αλλά δεν ήθελα να περάσω από την είσοδο. Για δική σου ασφάλεια, και για δική μου.»

«Τι εννοείς;»

«Δε σου έχει πει ο μπαμπάς τι κάνουμε;»

Ο Αριστέα αναστέναξε. «Έλα μέσα.» Παραμέρισε από το κατώφλι.

Η Βατράνια μπήκε στο μικρό καθιστικό της Αρχιέρειας της Αρτάλης. Ένα τζάκι ήταν αναμμένο στη γωνία, και μια γάτα κουλουριασμένη δίπλα του. Μια κατάλευκη γάτα, που άνοιξε ένα γυαλιστερό πράσινο μάτι, μπάνισε τη Βατράνια, έκλεισε το μάτι ξανά, χασμουρήθηκε, και συνέχισε τον ύπνο της. Το κατοικίδιο πρέπει να ήταν καινούργιο· η Βατράνια δεν το θυμόταν εδώ παλιότερα.

«Δεν έπρεπε να σε είχε πάρει μαζί του,» είπε η Αριστέα, επικριτικά. Δεν υπήρχε αμφιβολία σε ποιον αναφερόταν.

«Τουλάχιστον, εκείνος δεν με πέταξε στο δρόμο!»

Προς στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν σαν λεπίδες. Ύστερα και των δύο οι όψεις μαλάκωσαν. Η Βατράνια αισθάνθηκε τον θυμό της να την εγκαταλείπει, καθώς θύμιζε στον εαυτό της ότι δεν είχε έρθει εδώ για να τσακωθεί ακόμα μια φορά με τη μητέρα της.

«Κοίτα, μαμά... συγνώμη... Δηλαδή, εκείνο που θέλω να πω είναι ότι καταλαβαίνω πως είχες άλλα στο μυαλό σου για εμένα. Δε λυπάμαι που δεν έμεινα να γίνω ιέρεια – δεν είμαι φτιαγμένη για ιέρεια της Αρτάλης – αλλά... δεν θα ήθελα να είμαστε έτσι, εσύ κι εγώ.»

Η Αριστέα ήταν σιωπηλή για μερικές στιγμές· μονάχα τα ξύλα ακούγονταν να τρίζουν μέσα στο τζάκι. Ύστερα δίπλωσε το φαρδύ νυχτικό της γύρω της και κάθισε σε μια καρέκλα. «Θα ήθελα να είχες αγαπήσει την Αρτάλη,» είπε ήρεμα, «όμως ο δρόμος σου ήταν διαφορετικός. Δε μπορώ να κάνω κάτι για να το αλλάξω αυτό.» Σηκώθηκε απρόσμενα, απότομα, από την καρέκλα και ζύγωσε τη Βατράνια αγκαλιάζοντάς την σφιχτά. «Ούτε εγώ θέλω να είμαστε τσακωμένες,» ψιθύρισε έντονα στ’αφτί της.

Η Βατράνια χαμογέλασε πάνω από τον ώμο της μητέρα της. «Με συγχωρείς, δηλαδή;»

Η Αριστέα την άφησε από την αγκαλιά της. «Δε μπορώ να σε συγχωρέσω γιατί ποτέ δεν έκανες κάτι κακό, ουσιαστικά,» είπε. «Σ’αγαπώ, Βατράνια. Πάντα σ’αγαπούσα. Ακόμα κι όταν σ’έδιωξα. Το αμφιβάλλεις;»

«Για λίγο, ναι, το αμφέβαλλα. Βασικά, ήμουν σίγουρη ότι με μισούσες.»

«Τι ανόητο κορίτσι που είσαι!» χαμογέλασε η μητέρα της, αγγίζοντας το μάγουλο της Βατράνιας, παραμερίζοντας μια τούφα μαύρα μαλλιά από εκεί. «Μοιάζεις τόσο στον πατέρα σου,» πρόσθεσε.

Η Βατράνια χαμογέλασε.

«Αλλά δεν θα έπρεπε να σε είχε πάρει μαζί του, σε μια τόσο επικίνδυνη υπόθεση. Είναι απερίσκεπτος!»

«Εγώ επέμεινα να πάω μαζί του,» είπε η Βατράνια, πράγμα που ήταν εν μέρει μόνο αλήθεια. Ο Βασνάρος αρχικά την είχε πάρει από το παλιό του διαμέρισμα αλλά, ύστερα, εκείνη όντως επέμενε να τον συνοδεύει στις συναντήσεις του με διάφορους ανθρώπους μες στην πόλη. «Επιπλέον, έκανα καλά που τον ακολούθησα τελικά. Με χρειάστηκε. Είναι τραυματισμένος, μαμά. Χτυπήθηκε από μια σφαίρα. Παραλίγο να σκοτωθεί.»

Το χέρι της Αριστέας πήγε στο στόμα της· ανησυχία καθρεπτίστηκε στα μάτια της. «Πού είναι τώρα;»

«Στο σπίτι μας–»

«Πού είναι το σπίτι σας;»

«Καλύτερα να μην ξέρεις–»

«Μη μου λες τις ίδιες ανοησίες που μου είπε κι εκείνος!»

«Καλύτερα να μην ξέρεις, μαμά. Μπορεί να κινδυνέψεις κι εσύ.»

«Γιατί μου το κάνεις αυτό;» είπε η Αριστέα, στα όρια τού να βάλει τις φωνές· δάκρυα γυάλιζαν στις άκριες των ματιών της, κι άρχισαν να κυλάνε διστακτικά στα κατάλευκα μάγουλά της. «Ανόητο κορίτσι! Γιατί;»

«Σου εξήγησα, μαμά: μπορεί να κινδυνέψεις. Δε σου έχει πει ο μπαμπάς για τον Νορβάλη’μορ;»

«Μου έχει πει.»

«Οι πράκτορές του είναι επικίνδυνοι άνθρωποι.»

«Γι’αυτό δεν θα έπρεπε ποτέ να είχες– Πώς είναι ο Βασνάρος τώρα; Είναι...; Σηκώνεται; Μιλάει;»

Η Βατράνια γέλασε. «Ναι, μαμά, εντάξει· δεν χτυπήθηκε και τόσο άσχημα. Είναι ο Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ!»

«Τι σαχλαμάρες είν’ αυτές;» έκανε απότομα η Αριστέα. «Ένας άνθρωπος είναι, όπως όλοι μας. Μη μιλάς σαν νάχεις ακούσει γι’αυτόν μονάχα ιστορίες του δρόμου!»

Η Βατράνια εξακολουθούσε να χαμογελά. «Είναι καλά. Πραγματικά, είναι καλά. Σηκώνεται, μιλάει, όλα κανονικά. Ήθελε, μάλιστα, να συνεχίσει την εκστρατεία μας στη Μέλβερηθ· αλλά δεν τον άφησα.»

«Καλά έκανες,» είπε η Αριστέα.

«Πήρα εγώ τη θέση του–»

«Τι!»

«Πηγαίνω εγώ και μιλάω σε κάποιους ανθρώπους. Μου λέει πού να πάω και–»

«Δεν έχει μυαλό κανένας από τους δυο σας! Ούτε εσύ ούτε ο Βασνάρος!»

Η Βατράνια αγνόησε τον ξαφνικό θυμό της μητέρας της· την αγκάλιασε ξανά. «Σ’αγαπώ, μαμά. Μη νομίζεις ότι είμαι ακόμα θυμωμένη μαζί σου.» Και την εξέπληξε το γεγονός ότι αληθινά πίστευε αυτά τα λόγια. Πραγματικά, δεν αισθανόταν θυμωμένη με την Αριστέα. Το γεγονός ότι κάποτε, πριν από όχι και τόσο πολύ καιρό, η μητέρα της την είχε διώξει απ’τον ναό τής φάνταζε ασήμαντο τώρα. Τελείως ανούσιο. Ήταν, άλλωστε, κάτι που έπρεπε να συμβεί αργά ή γρήγορα. Αφού δεν σκόπευε να γίνει ιέρεια, ήταν δυνατόν να συνεχίσει να μένει στον Ναό της Αρτάλης;

Η Αριστέα τη φίλησε στο μάγουλο. «Να έρχεσαι να με βλέπεις.»

«Θα έρχομαι.»

«Και να τελειώσετε σύντομα μ’αυτή την ιστορία, εντάξει; Ο πατέρας σου είναι πολύ μεγάλος πια για να μπλέκεται σε τέτοιες παλιοϋποθέσεις· κι εσύ... εσύ είσαι πολύ μικρή ακόμα για να μπλέκεσαι σε τέτοιες παλιοϋποθέσεις.»

Η Βατράνια μειδίασε. «Μεγαλώνω, όμως, γρήγορα.»

Η Αριστέα την ατένισε σοβαρά. «Το φοβόμουν ότι θα έλεγες ξανά κάτι ανόητο,» είπε σκουπίζοντας, με τα δάχτυλα, τα δάκρυα από τις άκριες των ματιών της.

*

Η κατάσταση δεν ήταν πλέον τόσο επικίνδυνη όσο όταν είχαν πρωταρχίσει να μιλάνε σε διάφορους ανθρώπους μαζί με τον Βασνάρο. Οι φήμες ήδη κυκλοφορούσαν στην πόλη, και κανείς δεν προσπαθούσε να στήσει καρτέρι στην κόρη του Τρελού Λύκου της Μέλβερηθ. Ή, αν το προσπαθούσε, αποτύχαινε οικτρά να την εντοπίσει. Ούτε η Βατράνια είδε ποτέ κανέναν, ούτε ο Θόας, ούτε ο Σκαρλάτος και οι μισθοφόροι από την Ύγκρας.

Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι της Μέλβερηθ άκουγαν για τις ομοσπονδίες και για τις βλέψεις της Άντχορκ προς τα μέρη τους, και διαφωνούσαν με μια τέτοια πολιτική εξέλιξη. Κανείς δεν ήθελε να βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο της Άντχορκ. Αν ο Πολιτειάρχης το επιχειρήσει αυτό, έλεγαν, είναι τελειωμένος! Αν υπογράψει τέτοιο χαρτί, πρέπει κάποιος να πάει να τον καθαρίσει!

Η άποψη να σχηματίσει η Μέλβερηθ τη δική της ομοσπονδία – όπως είχε προτείνει ο Βασνάρος, είτε ο ίδιος είτε μέσω της κόρης του, σε διάφορους – γινόταν σταδιακά και πιο δημοφιλής. Κάποιοι, μάλιστα, είχαν αρχίσει ήδη να κάνουν υποθέσεις σχετικά με το πόσο μεγάλη θα έπρεπε να είναι η Ομοσπονδία της Μέλβερηθ: από πού ώς πού θα έπρεπε να εκτείνεται. Οι περισσότεροι συμφωνούσαν ότι θα έπρεπε να εκτείνεται από τον ποταμό Σέρντιληθ στα δυτικά ώς τη Ραχοκοκαλιά της Σεργήλης στα ανατολικά· ορισμένοι πρότειναν να εκτείνεται από τη Βέλνημ, πέρα από τον Σέρντιληθ, ώς τη Ραχοκοκαλιά.

Το βόρειο σύνορο της Ομοσπονδίας ήταν λογικό να είναι ο ποταμός Μέλκωθ, εκτός αν και η Άντχορκ είχε βλέψεις πέρα από τις όχθες του. Και προς τα νότια η Ομοσπονδία της Μέλβερηθ μπορούσε να απλώνεται ώς τις ερήμους! ισχυρίζονταν μερικοί. Αλλά πολλοί το θεωρούσαν αυτό υπερφίαλο («Και η Ύγκρας θα ετοιμάζεται να φτιάξει δική της ομοσπονδία, δεν θα ετοιμάζεται;») και έλεγαν πως διακόσια, τριακόσια χιλιόμετρα προς τα νότια ήταν λογικό – όμως όχι παραπέρα.

Οι κατάσκοποι του τωρινού Πολιτειάρχη τα άκουγαν, φυσικά, όλα τούτα, καθώς και οι κατάσκοποι άλλων πολιτικών. Και οι δημοσιογράφοι δεν δίσταζαν να γράφουν στις εφημερίδες – στη Διεπαφή, στην Άτρομο Πολιτεία, στην Πολιτική Συνείδηση – για όσα φημολογούνταν. Ακόμα και σε μερικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς αναφέρθηκαν οι φήμες των δρόμων, και έγιναν διάφορες εικασίες από «υποψιασμένα πρόσωπα» μέσα στ’αφτιά των πολιτών της Μέλβερηθ και των περαστικών που έτυχε να βρίσκονται τότε στην πόλη. Οι δύο τηλεοπτικοί σταθμοί, όμως, ο Ιδιόκλητος και η Διέξοδος, έμεναν σιωπηλοί προς το παρόν σχετικά με το θέμα – ίσως κατόπιν αιτήματος του Πολιτειάρχη, είκαζαν σε διάφορα μέρη.

Ο καιρός περνούσε, και οι εκλογές δεν ήταν και τόσο μακριά. Οι πιέσεις για τον Πολιτειάρχη εντείνονταν. Δεν ήθελε να παραδώσει τη θέση του στους αντιπάλους του.

Ο Βασνάρος διάβαζε τις εφημερίδες και τα περιοδικά· άκουγε τι λεγόταν στους ραδιοφωνικούς σταθμούς· άκουγε τι λεγόταν στους δρόμους. (Το τραύμα του είχε σχεδόν θεραπευτεί και μπορούσε να τριγυρίζει, αν και όφειλε να παραδεχτεί πως το σώμα του δεν ήταν πια για τέτοιες κακοποιήσεις.) Σκεφτόταν πως σίγουρα πρέπει να είχαν προκαλέσει στον Νορβάλη’μορ μεγάλο πρόβλημα.

«Θα γίνει Ομοσπονδία της Μέλβερηθ, Λύκε, τι λες;» τον ρώτησε ο Σκαρλάτος, ένα βράδυ, που έτρωγαν στο διαμέρισμα του Βασνάρου, στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας στο Κέντρο. Και δεν ήταν μόνο οι τρεις τους εδώ – ο Βασνάρος, ο Σκαρλάτος, και η Βατράνια – αλλά και ο Θόας. Και, επίσης, η Αριστέα. Ο Βασνάρος τούς είχε καλέσει για να τους κάνει το τραπέζι. Είχε, μάλιστα, φτιάξει το φαγητό ο ίδιος με λίγη βοήθεια από τη Βατράνια. Αν ήξερε πού ήταν τώρα εκείνος ο περίεργος τύπος, ο Αργύριος, ο Μπαλαντέρ της Λόρκης, θα τον είχε καλέσει κι αυτόν. Δυστυχώς, όμως, δεν τον είχε ξαναδεί ύστερα από τη νύχτα που συναντήθηκαν στη Χαμηλόνεφη. Ούτε η Βατράνια τον είχε ξαναδεί, ούτε ο Θόας, ούτε κανείς άλλος. Ήταν σαν φάντασμα. Σαν δαίμονας της Λόρκης.

«Αν ο Πολιτειάρχης μας δεν συμφωνήσει να γίνουμε υποτελείς της Άντχορκ,» αποκρίθηκε τώρα ο Βασνάρος στον Σκαρλάτο, «τότε αυτό είναι το πιο λογικό να συμβεί. Δεδομένου ότι παντού στη Σεργήλη διαμορφώνονται ομοσπονδίες...»

«Δεν υπάρχει αμφιβολία για τις ομοσπονδίες,» είπε ο Σκαρλάτος. «Το ξέρω από καλές πηγές.»

«Η Μέλβερηθ, λοιπόν, δεν μπορεί να μείνει χωρίς τη δική της ομοσπονδία, σε μια τέτοια κατάσταση. Σίγουρα το καταλαβαίνεις καλύτερα από εμένα. Είσαι καλύτερος στην πολιτική.»

Ο Σκαρλάτος γέλασε. «Αυτοί που είναι καλύτεροι στην πολιτική σπάνια το αντιλαμβάνονται· δεν τόχεις ακούσει, Λύκε;»

«Φήμες.»

Ο Θόας, που είχε πλέον πάρει αρκετό θάρρος με τον Βασνάρο, είπε: «Αν ο Αγωνιστής των Δρόμων έβαζε υποψηφιότητα για Πολιτειάρχης, όλη η πόλη θα τον ψήφιζε· είναι βέβαιο.»

Η Βατράνια γελούσε. «Ναι.»

«Μη λέτε βλακείες, κουτάβια,» μούγκρισε ο Βασνάρος, αλλά υπομειδιώντας, καθώς έπινε μια γουλιά από το Σεργήλιο κρασί του.

«Οι άνθρωποι των δρόμων οπωσδήποτε θα τον ψήφιζαν,» είπε ο Σκαρλάτος. «Αυτοί όμως που έχουν... άλλα συμφέροντα... δεν ξέρω γι’αυτούς.» Κάπνιζε το τσιγάρο του συλλογισμένα.

Ο Βασνάρος ένευσε. «Ευτυχώς που δεν έχω τέτοιες βλέψεις.»

Η Αριστέα, που ήταν ώς τώρα σιωπηλή, σκούπισε τα χείλη με την πετσέτα της. «Ευτυχώς,» είπε, «που φαίνεται να είσαι πιο μυαλωμένος από την κόρη σου.»

«Κόρη μου;»

«Κόρη μας, εννοούσα, φυσικά.»


 

Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο

Εδώ τελειώνει Η Κόρη της Ιέρειας και του Λύκου. Mπορείς, αν θέλεις, να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Μπορείς, επίσης, να διαβάσεις από εδώ κάποια διηγήματα που διαδραματίζονται πριν από τα γεγονότα στην Κόρη της Ιέρειας και του Λύκου: Μια Προσωπική Υπόθεση, Ο Μπαλαντέρ της Λόρκης, και Ο Ναός.

 

Και μπορείς να διαβάσεις κι άλλες ιστορίες από το Θρυμματισμένο Σύμπαν.

 

Share