Επεισόδιο #7               

ΟΡΚΙΣΜΕΝΟΙ ΜΑΧΗΤΕΣ

 

Άργησαν λίγο να βρουν επιβατηγό όχημα. Ή, τουλάχιστον, τους πήρε περισσότερο χρόνο απ’ό,τι η Βατράνια θα ήθελε. Ο πατέρας της ίσως ήδη να είχε φτάσει στον Σοβαρό όταν ένα τετράκυκλο σταμάτησε μπροστά τους και ο οδηγός ρώτησε από το παράθυρο: «Πού πηγαίνετε, κοπελιά;»

«Στο Κέντρο. Στον Σοβαρό. Ξέρετε πού είναι;»

«Ναι, αλλά πρώτα θα πετάξω τον κύριο» – έδειξε με τον αντίχειρά του τον επιβάτη που καθόταν στο πρώτο από τα δύο μακρόστενα πισινά καθίσματα – «στη Χαραυγή. Εντάξει;»

«Εντάξει,» είπε η Βατράνια, παρότι αυτό δεν της άρεσε και τόσο. Αν όμως περίμεναν κι άλλο, θα έχαναν περισσότερο χρόνο. Άνοιξαν μια πόρτα του οχήματος και μπήκαν στο δεύτερο από τα μακρόστενα καθίσματα.

Ο οδηγός έβαλε τους τροχούς σε κίνηση και σύντομα έπιασαν τη Λεωφόρο Σκιστού, ακολουθώντας την προς τα δυτικά. Πέρασαν ανάμεσα από τη Μαρμαρωτή και τη Σκιστή, συνάντησαν λίγη κίνηση στη μεγάλη διασταύρωση κοντά στην Πολυκλινική Σκιστού, και μετά έστριψαν νότια μπαίνοντας στη Χαραυγή. Στα μέσα περίπου της εν λόγω συνοικίας, ο πελάτης που καθόταν μπροστά τους είπε στον οδηγό να σταματήσει, τον πλήρωσε, και κατέβηκε από το όχημα.

Ο οδηγός ξεκίνησε πάλι, στρίβοντας σ’έναν δρόμο που πήγαινε προς τα βόρεια. «Λοιπόν. Στο Κέντρο, είπαμε, έτσι; Στον Σοβαρό.»

«Ναι,» αποκρίθηκε η Βατράνια, νιώθοντας εκνευρισμένη.

«Μην αγχώνεσαι, κοπελιά· αμέσως θα φτάσουμε. Δεν είναι μακριά.»

Ο Θόας έμοιαζε να απολαμβάνει τη βόλτα. Μάλλον δεν τον ενδιέφερε και τόσο αν θα έβρισκαν τον Βασνάρο και τους παλιούς επαναστάτες στον Σοβαρό, νόμιζε η Βατράνια· του αρκούσε που ήταν μαζί της. Αυτό την κολάκευε και τη θύμωνε ταυτόχρονα.

Βγήκαν από τη Χαραυγή, διέσχισαν (με προσοχή) κάθετα τη Σκιστού, και μπήκαν στο Κέντρο. Αλλά δεν βρίσκονταν ακόμα κοντά στον προορισμό τους· ο Σοβαρός ήταν στα βορειοανατολικά, κι αυτοί ήταν στα νοτιοανατολικά τώρα. Οδηγώντας μέσα από αρκετή κίνηση, έφτασαν σε μια σήραγγα που περνούσε κάτω από τις σιδηροδρομικές γραμμές· τη διέσχισαν ενώ ένα τρένο έτρεχε από πάνω, με τα μέταλλα και τις μηχανές του να μουγκρίζουν, ζυγώνοντας τον Σταθμό. Από την άλλη μεριά της σήραγγας ξεκινούσε η βορειοανατολική περιφέρεια του Κέντρου, και ο οδηγός τούς πήγε κατευθείαν προς τον Σοβαρό. Αλλά προτού φτάσουν είπε:

«Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Κάτι συμβαίνει...»

Το έβλεπε και η Βατράνια. Οχήματα της Χωροφυλακής είχαν μαζευτεί, και νοσοκομειακά· και κόσμος ήταν συγκεντρωμένος σε πλήθη από δω κι από κει. Γρυποκαβαλάρηδες φτερούγιζαν ανάμεσα από τα οικοδομήματα. Καπνός είχε σηκωθεί.

«Προσπεράστε τους,» είπε η Βατράνια επιτακτικά. «Βιαζόμαστε.»

«Πολύ φοβάμαι ότι κάπου κοντά πρέπει νάχει γίνει το πρόβλημα,» αποκρίθηκε ήρεμα ο οδηγός, και λίγο παρακάτω σταμάτησε τους τροχούς του οχήματός του.

Αντίκρυ τους ήταν ο Σοβαρός, αλλά όχι όπως η Βατράνια τον θυμόταν. Το μαγαζί ήταν διαλυμένο, η τζαμαρία του κομματιασμένη. Πυροσβέστες το χτυπούσαν με μάνικες, για να σβήσουν τις φωτιές. Νοσοκόμοι και γιατροί περιέθαλπαν χτυπημένους ανθρώπους. Χωροφύλακες ήταν παντού.

«Ο πατέρας μου!» αναφώνησε η Βατράνια, κι ανοίγοντας την πόρτα πλάι της πετάχτηκε έξω απ’το όχημα, τρέχοντας. Απομακρύνθηκε.

«Ε, κοπελιά!» φώναξε ο οδηγός. «Πρέπει να με πληρώσεις!»

Ο Θόας, που ξαφνιασμένος είχε μείνει πίσω, του είπε: «Θα σας πληρώσω εγώ. Πόσο είναι;»

«Δέκα ακτίνια.»

Ο Θόας τού έδωσε δυο πεντακτίνια και βγήκε από το όχημα, βλέποντας πως η Βατράνια ήταν ήδη μακριά. Της φώναξε να περιμένει, κι εκείνη στράφηκε και τον περίμενε.

«Ο πατέρας μου,» είπε. «Πρέπει να δω αν είναι ανάμεσα στους τραυματίες.» Η όψη της ήταν γεμάτη φόβο και ανησυχία.

Εκείνος ένευσε σιωπηλά, μην ξέροντας τι να πει, κι άρχισαν να ψάχνουν να βρουν τον Βασνάρο. Ο Θόας δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι ήταν δυνατόν ο Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ να είχε σκοτωθεί έτσι, σε μια τυχαία φωτιά. Ούτε καν να είχε τραυματιστεί.

Αλλά, αλήθεια, τι είχε γίνει εδώ;

Πολύ σύντομα άκουσε να το λένε: Έκρηξη. Κάποιος είχε βάλει βόμβα μες στο κατάστημα. Κανείς όμως δεν φαινόταν να ξέρει γιατί.

Τη Βατράνια την ενδιέφερε μόνο να βρει τον πατέρα της. Κοίταζε τους τραυματισμένους, μα δεν τον έβλεπε πουθενά. Ρωτούσε νοσοκόμους και χωροφύλακες και τυχαίους ανθρώπους, όμως κανείς δεν της έλεγε ότι τον είχε δει.

*

Ο Βασνάρος παραπάτησε, νιώθοντας την αναπνοή του κομμένη. Αρπάχτηκε από μια γωνία του δρόμου για να μην πέσει.

Ο Σκαρλάτος τον έπιασε στηρίζοντάς τον. «Είσαι καλά;» ρώτησε, αγκομαχώντας κι εκείνος.

Η Σερφάντια στράφηκε προς τα πίσω, τραβώντας δυο πιστόλια μέσα από το πανωφόρι της κι αρχίζοντας να ρίχνει στους διώκτες τους.

Ο Βασνάρος σκέφτηκε, καθώς καλυπτόταν πίσω από τη γωνία: Είμαι πια πολύ γέρος για τέτοια κυνηγητά, γαμώ τα κέρατα του Κάρτωλακ γαμώ! Είχαν τρέξει αρκετά· βρίσκονταν πλέον μακριά από τον Σοβαρό. «Καλά είμαι,» είπε στον Σκαρλάτο, ο οποίος τράβηξε το πιστόλι του.

Η Σερφάντια ήταν γονατισμένη στο ένα γόνατο, κοντά στον τοίχο, και συνέχιζε να πυροβολεί και με τα δύο δικά της πιστόλια. Οι ριπές της είχαν ανακόψει την πορεία των διωκτών τους. Οι Μαύρες Δράκαινες δεν αστειεύονταν, ακόμα και στα πενήντα τους, παρατήρησε ο Βασνάρος, και χαμογέλασε άγρια.

Ο Σκαρλάτος πυροβόλησε πίσω από τη γωνία.

Οι διώκτες τους είχαν, αρχικά, ξαφνιαστεί από την απότομη αλλαγή δράσης των θηραμάτων τους, αλλά τώρα συνέρχονταν, και ανταπέδιδαν τα πυρά. Λάμψεις πετάγονταν από τις κάννες των πιστολιών τους, κρότοι αντηχούσαν, σφαίρες σφύριζαν στον αέρα, χτυπούσαν σε τοίχους και στο πλακόστρωτο, τινάζοντας θραύσματα και σκόνες. Ένα τζάμι έσπασε.

«Γαμώ τα κωλομέρια της Λόρκης,» είπε ο Σκαρλάτος· «δεν υπάρχει γαμημένη Χωροφυλακή πουθενά σ’αυτή τη γαμημένη πόλη;»

«Προσπαθεί ν’αποφεύγει τις επικίνδυνες καταστάσεις,» αποκρίθηκε ο Βασνάρος, ξέπνοα, μισογελώντας· κι άρχισε να πυροβολεί κι εκείνος.

«Πρέπει νάρθεις στην Ύγκρας, Τρελέ Λύκε· έχουμε καλύτερους φύλακες εκεί.»

«Με πειράζει η ζέστη της ερήμου, μαντατοφόρε· βγάζω σπυράκια.»

Κρύφτηκαν πάλι πίσω από τη γωνία καθώς οι ριπές των εχθρών τους ξαφνικά πολλαπλασιάστηκαν. «Πόσοι είναι, οι πούστηδες;» γρύλισε ο Βασνάρος. «Δεν έχω πάρει δεύτερο γεμιστήρα μαζί μου.»

«Φύγετε,» τους είπε η Σερφάντια, που εκείνη τη στιγμή άλλαζε γεμιστήρα στο ένα από τα πιστόλια της με αξιοθαύμαστη σβελτάδα. «Θα τους καθυστερήσω–»

«Όχι–» είπε ο Σκαρλάτος.

«Άσε τις μαλακίες, αγάπη μου.» Η Μαύρη Δράκαινα άρχισε να πυροβολεί ξανά, και με τα δύο πιστόλια. «Μπορώ να τους κρατήσω – το ξέρεις. Θα συναντηθούμε αργότερα, δεν θα χαθούμε – έχουμε πομπούς. Φύγετε – πηγαίνετε να πάρετε τ’όχημά μας. Μην καθυστερείτε άλλο, γαμώτο!»

Ο Σκαρλάτος αναστέναξε.

«Δε μπορούμε να σ’αφήσουμε,» της είπε ο Βασνάρος.

«Όχι,» είπε ο Σκαρλάτος· «έχει δίκιο. Πάμε. Πάμε!» Κι έτρεξε.

Ο Βασνάρος τον ακολούθησε.

Η Σερφάντια έμεινε μόνη, γονατισμένη στο ένα γόνατο, με την πλάτη στον τοίχο και με κάτι σκουπιδοτενεκέδες μπροστά της για κάλυψη. Τα πιστόλια της βρυχιόνταν το ένα μετά το άλλο, ή και τα δύο συγχρόνως. Είχε ήδη τραυματίσει κάποιους από τους εχθρούς τους. Είχε σκοτώσει και δύο, νόμιζε: είχαν πέσει και δεν είχαν ξανασηκωθεί. Αλλά πρέπει να ήταν κάμποσοι. Μες στη νύχτα δεν μπορούσε να διακρίνει πόσοι ακριβώς.

Σαν τις παλιές, κακές μέρες, σκέφτηκε, νιώθοντας λες και πολεμούσε πάλι με πράκτορες της Παντοκράτειρας. Προς στιγμή είχε την αίσθηση ότι ο Αλλάνδρης βρισκόταν ξανά κοντά της, πλάι της, αντιμετωπίζοντας τους Παντοκρατορικούς μαζί της. Ο Αλλάνδρης...

Οι εχθροί προσπαθούσαν να προχωρήσουν, να βγουν από τις κρυψώνες τους και να πλησιάσουν, ενώ γέμιζαν τον αέρα με σφαίρες. Η Σερφάντια καλύφτηκε όσο καλύτερα μπορούσε, χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να τους πυροβολεί. Χτύπησε μία στα πόδια, σωριάζοντάς την. Χτύπησε έναν στον ώμο, ρίχνοντάς τον κάτω κι αυτόν.

Μετά, όμως, πετάχτηκε κάποιος μέσα απ’τα σκοτάδια βαστώντας όχι πιστόλι αλλά κοντό τουφέκι, πολύ γρήγορο, εξαπολύοντας μια λαίλαπα καταστροφής. Η Σερφάντια κύλησε στο πλακόστρωτο καθώς ο σκουπιδοτενεκές μπροστά της τρυπιόταν και έπεφτε· έκανε τούμπα προσπαθώντας ν’αποφύγει τις ριπές· αλλά μάταια. Χτυπήθηκε. Μια σφαίρα στον δεξή γοφό, μια σφαίρα στον αριστερό ώμο. Κατέληξε πεσμένη ανάσκελα, γρυλίζοντας από πόνο, μισοτυφλωμένη από σκοτοδίνες.

Γαμώτο... γαμώτο! Η εκπαίδευσή της ήταν ακόμα όπως παλιά, αλλά το σώμα της όχι. Δεν ήταν το ίδιο γρήγορη όσο τότε, ούτε το ίδιο ανθεκτική.

Και ξαφνικά είχε πολύ πιο έντονη την αίσθηση του Αλλάνδρη κοντά της. Σαν ο παλιός της εραστής, που είχε σκοτωθεί πολύ προτού γνωρίσει τον Σκαρλάτο, να ήταν πάλι στο πλευρό της. Ή σαν να την καλούσε να έρθει πλάι του, πέρα από τούτη τη διάσταση, πέρα από όλες τις γνωστές και άγνωστες διαστάσεις του σύμπαντος...

«Μην τη σκοτώσεις, ανόητε!» αντήχησε μια αντρική φωνή. «Μπορεί οι άλλοι νάχουν φύγει και να ξέρει πού είναι!»

Η Σερφάντια προσπάθησε να ανασηκωθεί πάνω στο πλακόστρωτο, συνειδητοποιώντας πως είχε χάσει τα πιστόλια της, καθώς σκιερές φιγούρες συγκεντρώνονταν γύρω της. Ή, μάλλον, όχι αντικειμενικά σκιερές· σκιερές μόνο επειδή σκοτοδίνες σκέπαζαν την όρασή της. Η Μαύρη Δράκαινα βλεφάρισε παλεύοντας να δει πιο καθαρά.

Ο Αλλάνδρης... Νόμιζε πως το χέρι του χάιδευε τα μαλλιά της ξανά...

Ο Αλλάνδρης... Είχε σκοτωθεί από τους πράκτορες της Παντοκράτειρας λίγο προτού η Σεργήλη απελευθερωθεί, και τώρα κι εκείνη με τον ίδιο τρόπο θα πέθαινε–

Όχι! Αυτοί δεν ήταν Παντοκρατορικοί, και ο Σκαρλάτος τη χρειαζόταν!

Η Σερφάντια είδε το ένα από τα δύο πιστόλια της πεσμένο παραδίπλα. Άπλωσε το χέρι της και το άρπαξε–

Ένα μποτοφορεμένο πόδι κλότσησε άγρια τον καρπό της, μουδιάζοντας τα δάχτυλά της, και το όπλο έπεσε ξανά.

«Ακίνητη!» απείλησε κάποιος. «Ακίνητη, αλλιώς είσαι νεκρή!»

Τα μάτια της είχαν αρχίσει να καθαρίζουν· διέκρινε τους εχθρούς της πολύ καλύτερα τώρα. Ντυμένοι σαν ταξιδιώτες, αλλά αναμφίβολα δεν ήταν απλοί ταξιδιώτες. Μισθοφόροι ήταν. Άνθρωποι του Νορβάλη’μορ. Τους είχαν, άραγε, ακολουθήσει από την Ύγκρας; Ή τους είχαν εντοπίσει εδώ, στη Μέλβερηθ;

Μια γυναίκα ξεπρόβαλε ανάμεσα από τους μισθοφόρους. Δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, μαύρα μακριά μαλλιά δεμένα σφιχτό κότσο πίσω απ’το κεφάλι της· ντυμένη με γκρίζο παντελόνι, γαλανά παπούτσια, μακριά μαύρη μπλούζα, μαύρη κάπα με αργυρό σιρίτι.

Η Σερφάντια την αναγνώριζε. «Χαρίκλεια...»

«Σερφάντια,» αποκρίθηκε ουδέτερα η μάγισσα, παρατηρώντας την.

«Πολέμησες την Παντοκράτειρα... Ήσουν στην Επανάσταση... και τώρα είσαι με τον Νορβάλη’μορ, μα τη Λόρκη;»

«Γιατί όχι; Ξέρεις κανέναν καλύτερο σύμμαχο στη Σεργήλη;»

«Ήσουν μαζί μας.»

«Μην αρχίσεις κι εσύ να μου λες τις ίδιες σαχλαμάρες που έχω ακούσει κι από άλλους πρώην επαναστάτες,» είπε η Χαρίκλεια’σαρ. «Επειδή κάποτε ήμασταν όλοι στην Επανάσταση, αυτό δεν μας δένει με κανέναν τρόπο σήμερα. Οι καιροί έχουν αλλάξει.» Τράβηξε ένα πιστόλι μέσα από την κάπα της, σημαδεύοντας τη Σερφάντια. Τα μάτια της ήταν ψυχρά.

«Σκοτώνεις τους παλιούς σου συντρόφους, λοιπόν...» Ο Αλλάνδρης είχε δίκιο που ερχόταν κοντά, τελικά. Σύντομα η Σερφάντια θα βρισκόταν και πάλι στην αγκαλιά του. Αλλά αισθανόταν άσχημα που θ’άφηνε μόνο του τον Σκαρλάτο. Μάλλον θα χρειαζόταν τη βοήθειά της στο άμεσο μέλλον.

«Δεν ήμασταν ποτέ ‘συντρόφισσες’, Σερφάντια· απλά θέλαμε όλοι να διώξουμε τους κατακτητές–»

«Σταθείτε, κυρία,» παρενέβη ένας από τους μισθοφόρους. «Μπορεί να ξέρει πού έχουν πάει οι άλλοι.»

Η Χαρίκλεια’σαρ τράβηξε τη σκανδάλη.

Αίματα, μυαλά, και κομματάκια από κόκαλα πετάχτηκαν στο πλακόστρωτο. Το μικροκαμωμένο, χρυσόδερμο σώμα της Σερφάντιας έμεινε ακίνητο.

Η Χαρίκλεια’σαρ είπε στον μισθοφόρο: «Αυτή η γυναίκα ήταν Μαύρη Δράκαινα. Αποκλείεται ποτέ να μας έλεγε τίποτα. Ξέρεις τι ήταν οι Μαύρες Δράκαινες;»

«Έχω ακούσει κάποιες φήμες, κυρία... Αλλά τώρα... οι άλλοι έχουν φύγει. Τους έχουμε χάσει.»

«Δε μπορεί νάχουν πάει μακριά,» αποκρίθηκε η μάγισσα και, θηκαρώνοντας το πιστόλι της στην πίσω μεριά της ζώνης της, έβγαλε το μικρό, στρογγυλό καθρεφτάκι από την τσάντα που κρεμόταν επάνω στον γοφό της.

Το άνοιξε. Είδε ότι το δεξί της φρύδι πετούσε και, βιαστικά, το έφτιαξε. Ύστερα υποτονθόρυσε τα λόγια για ένα Ξόρκι Ανιχνεύσεως, φέρνοντας στο νου της την όψη του Σκαρλάτου.

Μια κόκκινη κουκίδα παρουσιάστηκε πάνω στο καθρεφτάκι.

Η Χαρίκλεια’σαρ μειδίασε. «Τους βρήκα,» είπε.

Αμέσως έφυγαν, τρέχοντας.

Τα οχήματά τους δεν ήταν μακριά από τούτα τα στενορύμια.

*

Ο Σκαρλάτος είπε: «Το όχημά μας δεν είναι μακριά από δω. Στο γκαράζ, μετά απ’αυτή τη στροφή.»

Ο Βασνάρος δεν έβλεπε κανέναν να τους ακολουθεί τώρα. Σίγουρα τούς είχαν χάσει. Η Μαύρη Δράκαινα τούς είχε κρατήσει μακριά, όπως είχε υποσχεθεί. Αλλά ο Βασνάρος ανησυχούσε για εκείνη. Μπορεί να ήταν από τις καλύτερες φόνισσες στο Γνωστό Σύμπαν, αλλά ήταν πενήντα χρονώ γυναίκα· κι ακόμα κι οι Μαύρες Δράκαινες δεν ήταν αθάνατες. Για να μας είπε, όμως, να φύγουμε, μάλλον ήξερε τι έκανε. Δε θ’αυτοκτονούσε τώρα, ύστερα από τόσες αναμετρήσεις με τους ανθρώπους της Παντοκράτειρας. Ο Βασνάρος δεν τη γνώριζε καλά τη Σερφάντια, αλλά είχε ακούσει διάφορα γι’αυτήν. Ήταν με τον Πρόμαχο Έκτορα, στη Θακέρκοβ, και εκεί γίνονταν πολλά – πάρα πολλά – ίσως περισσότερα απ’ό,τι στη Μέλβερηθ, κατά την περίοδο της Παντοκρατορικής Κατοχής.

Πλησίαζαν τη στροφή για την οποία είχε μιλήσει ο Σκαρλάτος, όταν απρόσμενα ένα τετράκυκλο όχημα σταμάτησε μπροστά τους, γυρίζοντας στο πλάι, με τους τροχούς του να τρίζουν και να γρυλίζουν. Τα παράθυρά του, συγχρόνως, άνοιγαν και οι κάννες πυροβόλων φαίνονταν από μέσα.

«Από δω!» Ο Βασνάρος άρπαξε τον Σκαρλάτο απ’τον ώμο και τον τράβηξε προς ένα σοκάκι, ενώ κρότοι αντηχούσαν και σφαίρες έσχιζαν τον αέρα γι’ακόμα μια φορά.

Οι δυο άντρες μπήκαν στο στενορύμι κι έτρεξαν. Πίσω τους βήματα ακούστηκαν να έρχονται.

Πάλι τα ίδια! γρύλισε εσωτερικά ο Βασνάρος. Αν ήμουν πιο νέος, θα τους είχα γαμήσει τους καριόληδες· αλλά τα πνευμόνια μου δεν αντέχουν όπως παλιά! Γνώριζε, όμως, πού έβγαζε αυτό το σοκάκι.

Έσπρωξε την ξύλινη πόρτα και μπήκε σε μια αυλή ανάμεσα στα ψηλά οικοδομήματα του Κέντρου. Διάφορα άτομα κάθονταν εδώ, ορισμένα κρατούσαν όπλα. «Ε!» είπε ένας. «Τι–;»

«Εγώ είμαι, Ουρανέ· στραβός είσαι;» τον διέκοψε ξέπνοα ο Βασνάρος.

«Τι τρέχει, Λύκε αδελφέ μου;»

«Κάποιοι γαμιόληδες μάς κυνηγάνε. Καθυστερήστε τους χωρίς να τους φέρετε αντίσταση,» είπε ο Βασνάρος ενώ, μαζί με τον Σκαρλάτο, διέσχιζε την αυλή, πήγαινε προς τα εκεί όπου τα δέντρα έκρυβαν μια από τις εξόδους της.

«Ε!» φώναξε ο Ουρανός. «Πώς θα το κάνουμ’ αυτό, ρε;»

Ο Βασνάρος πέρασε ανάμεσα από τα δέντρα με τον Σκαρλάτο στο κατόπι του και βγήκαν σ’έναν μεγαλύτερο δρόμο με τις σιδηροδρομικές γραμμές αντίκρυ τους. Μια γέφυρα που περνούσε πάνω από τις γραμμές δεν ήταν καθόλου μακριά τους· κι από κάτω της ανοιγόταν μια σήραγγα, η οποία ήταν παλιότερη από τη γέφυρα. Η τελευταία είχε πρόσφατα οικοδομηθεί.

Πίσω τους πυροβολισμοί αντήχησαν, και κραυγές.

«Τους έβαλες σε μπελάδες τους φίλους σου,» είπε ο Σκαρλάτος.

«Θάχουν ήδη κρυφτεί στις τρύπες τους.»

Από τα δεξιά, από το βάθος του δρόμου, τα φώτα ενός τετράκυκλου οχήματος φάνηκαν ξαφνικά. Κι ερχόταν καταπάνω τους.

Ο Βασνάρος κι ο Σκαρλάτος έτρεξαν προς τη γέφυρα, ο πρώτος ρίχνοντας μερικές πιστολιές πίσω τους. Αυτοί μέσα στο όχημα ανταπέδωσαν τα πυρά.

Ακόμα ένα όχημα παρουσιάστηκε, από την άλλη μεριά του δρόμου, λίγο αφού οι δύο κυνηγημένοι άντρες είχαν ανεβεί στη γέφυρα. Γύρω τους ο κόσμος έτρεχε να φύγει, φοβισμένος από τους πυροβολισμούς και την καταδίωξη.

Πώς σκατά μάς βρήκαν έτσι; απόρησε ο Βασνάρος. Μάγο έχουν μαζί τους, οι μπάσταρδοι πούστηδες της Λόρκης;

Δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν από τα οχήματα που έρχονταν πίσω τους τώρα· η γέφυρα ήταν φαρδιά. Θα τους πατούσαν κάτω απ’τους μεταλλικούς τροχούς τους.

Αλλά ο Τρελός Λύκος της Μέλβερηθ είδε γι’ακόμα μια φορά τη Λόρκη να του δείχνει τα βυζιά της: Μια αμαξοστοιχία περνούσε ακριβώς αυτή τη στιγμή κάτω από τη γέφυρα, τραντάζοντάς την.

«Πήδα!» κατάφερε να πει στον Σκαρλάτο, αγκομαχώντας. Τον άρπαξε απ’τον ώμο και τον τράβηξε προς την άκρη της γέφυρας. Σκαρφάλωσε στα κάγκελά σαν αίλουρος της πόλης – και πήδησε.

Ο Σκαρλάτος δίχως δισταγμό τον ακολούθησε.

Τα δύο οχήματα σταμάτησαν πάνω στη γέφυρα, με τους τροχούς τους να τρίζουν και τις μηχανές τους να μουγκρίζουν. Πόρτες άνοιξαν και οπλισμένοι άντρες και γυναίκες βγήκαν. Τα θηράματά τους τους είχαν ξεφύγει για μερικές στιγμές. Οι μισθοφόροι πυροβόλησαν προς το τρένο που περνούσε γρήγορα από κάτω τους, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά· δεν μπορούσαν να πετύχουν τις δύο σκιερές φιγούρες που φαίνονταν γαντζωμένες πάνω σ’ένα βαγόνι και απομακρύνονταν με ταχύ ρυθμό, γίνονταν ολοένα και μικρότεροι στόχοι.

Η Χαρίκλεια’σαρ βγήκε από το όχημά της με την κουκούλα της κάπας της στο κεφάλι. «Τα κατάφεραν;» ρώτησε. «Πήδησαν πάνω στο τρένο; Δεν έπεσαν στις γραμμές;»

«Δεν έπεσαν, κυρία,» αποκρίθηκε ένας μισθοφόρος. «Πιάστηκαν.»

Τα μάτια της γυάλισαν οργισμένα μέσα απ’το σκοτάδι της κουκούλας της. Αναστέναξε. «Τώρα, λοιπόν, έχουμε ένα καταραμένο τρένο να κυνηγήσουμε.» Καλύτερα, ίσως, πρόσθεσε νοερά. Έξω από την πόλη θα είναι πιο εύκολο να τους εξολοθρεύσουμε και τους δύο. «Πάμε να φύγουμε από δω προτού μαζευτεί η Χωροφυλακή της Μέλβερηθ.»

Επέστρεψαν στα οχήματά τους κι εξαφανίστηκαν μες στη νύχτα.

*

Όταν άκουσε τον δυνατό κρότο και είδε τους καπνούς δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι προς τα εκεί τον οδηγούσε η Κυρά της Τύχης. Άλλωστε, η μεγάλη αναταραχή θα ξεκινούσε από μια έκρηξη: από καπνό: από φωτιά. Και εκεί θα χρειαζόταν να προσφέρει, ίσως, τη βοήθειά του. Η τράπουλα τού το είχε δείξει, όπως επίσης και τόσες πολλές παράξενες συμπτώσεις αυτές τις τελευταίες ημέρες.

Κάτι μεγάλο άρχιζε στη Σεργήλη. Κάτι επικίνδυνο. Και κάποιων σημαντικών προσώπων η ζωή κινδύνευε.

Ο Αργύριος βάδισε γρήγορα προς τα εκεί όπου είχε γίνει η έκρηξη. Ήταν μια καφετέρια-μπαρ του Κέντρου, αρκετά ακριβή, αρκετά γνωστή: Ο Σοβαρός. Τώρα ήταν διαλυμένη τελείως, καπνοί την τύλιγαν και φωτιές χόρευαν μέσα τους. Άνθρωποι ήταν τραυματισμένοι και σκοτωμένοι. Ποιος το είχε κάνει αυτό;

Ο Αργύριος έμεινε ακίνητος, παρατηρώντας, καθώς σύντομα οχήματα και γρυποκαβαλάρηδες της Χωροφυλακής έρχονταν, μαζί με νοσοκομειακά κι ένα όχημα με υδραντλία της Πυροσβεστικής.

Γιατί είμαι εδώ; αναρωτήθηκε ο Αργύριος. Πού είναι το τρένο; Ήταν σίγουρος ότι κάποιο τρένο θα έπαιζε σημαντικό ρόλο σ’ετούτη την ιστορία.

Ύστερα είδε την κοπέλα. Λευκόδερμη, μελαχρινή. Βάδιζε ανάμεσα στον κόσμο μαζί μ’έναν νεαρό, και ξεχώριζε έντονα στα μάτια του Αργύριου, όχι επειδή καταφανώς έμοιαζε να αναζητά κάποιον αλλά επειδή του θύμιζε το φύλλο του Ορκισμένου Μαχητή. Η στάση της... του έφερνε στο μυαλό την εικόνα του Ορκισμένου Μαχητή στο τραπουλόχαρτο. Αυτή ήταν. Αυτή ήταν ο Ορκισμένος Μαχητής που έψαχνε ο Αργύριος.

Και ο Ορκισμένος Μαχητής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν στενά δεμένος με το Δώδεκα του Πάθους – που σήμαινε ότι ήθελε να βοηθήσει κάποιον.

Ο Αργύριος, αφού την παρατήρησε για λίγο ακόμα, βάδισε προς το μέρος της.


 

Προηγούμενο Επεισόδιο Λίστα Επεισοδίων Επόμενο Επεισόδιο

Αν σου αρέσει η ιστορία που διαβάζεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω PayPal.

 

Share