Επίσημος δικτυακός χώρος των εκδόσεων Φανταστικός Ορίζοντας

 



ΧΑΛΚΟΠΡΟΣΩΠΟΣ

Απόσπασμα Πρώτο


Η καλοκαιρινή θάλασσα ήταν γαλήνια, αλλά φυσούσε αρκετός αέρας για να φουσκώνει τα πανιά του Θαλασσαετού και να τον σπρώχνει ανατολικά, προς τα Νησιά του Χρυσού Φωτός. Οι λαμνοκόποι δε χρειαζόταν να δουλεύουν πολύ τα κουπιά τους· το σκάφος γλιστρούσε ανάλαφρα επάνω στα μικρά κύματα. Και, καθώς απομακρυνόταν από τη στεριά και πήγαινε προς το ανοιχτό πέλαγος, αυτά τα κύματα ολοένα και μεγάλωναν: ωστόσο, δεν έφτασαν στο σημείο να γίνουν θαλασσοταραχή.

  Μέσα στην καμπίνα του καπετάνιου, ο Νολράκο διάβασε τον κατάλογο με τα εμπορεύματα που του είχε αφήσει ο Πάλρο, καθώς και τις οδηγίες, οι οποίες ήταν αρκετά σημαντικές, αλλά, όπως είχε πει κι ο ίδιος ο Υπόκαρδος, πράγματι δεν ήταν «τίποτα το ιδιαίτερο».

 

1. Στο Γλαρονήσι, φρόντισε να μην κακομεταχειριστεί κανένας από το πλήρωμα τους γλάρους, γιατί εκεί θεωρούνται ιεροί, και θ’αποκτήσετε την έχθρα των ντόπιων αν δεν τους φερθείτε όπως πρέπει. Αν κάποιος γλάρος έρθει και καθίσει στο κατάστρωμα, ταΐστε τον με ευλάβεια. Αυτό οι νησιώτες του Γλαρονησιού θα το εκτιμήσουν.

2. Στην Ακρόνησο έχε υπόψη σου ότι συχνάζουν λαθρέμποροι, πειρατές, κι άλλοι παράνομοι. Δεν είναι τίποτα για να φοβηθείς· μπορείς να εμπορευτείς κανονικά, αλλά μην πας και στα ερημικά μέρη, ή μην αφήσεις κανέναν να σου πει καμια «εξυπνάδα» και να σε τουμπάρει. Έχε το νου σου.

3. Στο Φεγγαρονήσι, κανένας δεν εμπορεύεται όταν και τα τέσσερα φεγγάρια μοιάζουν δαγκωμένα. Αν τύχει να βρεθείς εκεί αυτή την περίοδο, περίμενε να περάσει· γιατί, αν προσπαθήσεις να εμπορευτείς τότε μαζί τους, οι ντόπιοι θα το θεωρήσουν προσβολή.

4. Στις δίδυμες νήσους Άφνιλ και Άφνερκ, η ξυλεία πουλάει καλά, επειδή αυτά τα δύο νησιά είναι τελείως ξερά: όλο πέτρες και χώμα. Λένε πως παλιά είχαν καεί, ξανά και ξανά, από κουρσάρους.

5. Στη Νήσο Νάρφιλ (που θεωρείται και η σημαντικότερη ανάμεσα στα Νησιά του Χρυσού Φωτός) υπάρχει μια συντεχνία κλεφτών, ονόματι «Η Αρπάγη». Δεν πρόκειται για τίποτα μεγαλοεγκληματίες, αλλά μην ξεχάσεις και την ύπαρξή τους. Να είσαι προσεκτικός, γιατί μου έχει ξανατύχει να μου σουφρώσουν εμπορεύματα.

 

  Ο Νολράκο δεν είχε εμπειρία από τα νησιά ανατολικά της Σερανβέλ, έτσι όλα τούτα σκέφτηκε ότι, σίγουρα, θα του φαίνονταν εξαιρετικά χρήσιμα. Δεν υπάρχει, εξάλλου, πληροφορία που να μην είναι χρήσιμη για έναν έμπορο: ή για έναν επιτηρητή, στη συγκεκριμένη περίπτωση.

  Το πρωί της δεύτερης ημέρας του ταξιδιού τους έφτασαν στο λιμάνι της Νήσου Τένερντημ, η οποία βρισκόταν πιο κοντά στη Σερανβέλ από οποιοδήποτε άλλο από τα Νησιά του Χρυσού Φωτός, και ήταν διάσπαρτη με ερείπια. Καθώς ζύγωναν τις ακτές της, ο Νολράκο παρατήρησε αρχαίες κολόνες και κομμάτια από τείχη και πύργους, και θυμήθηκε το άλλο όνομα της Τένερντημ: Νήσος των Ερειπίων.

  Ο Καπετάν Τανάρο ήρθε και στάθηκε πλάι στον Νολράκο, στην πλώρη του σκάφους. «Όμορφο θέαμα, έτσι, κύριε Πτεράργυρε;» είπε, ακουμπώντας τα χέρια του στην κουπαστή.

  «Πρέπει να παραδεχτώ πως ναι, Καπετάνιε. Πόσο παλιά είν’αυτά τα ερείπια, έχεις υπόψη σου;»

  «Πολύ παλιά. Ούτ’ο προπάππους του προπάππου μου δεν υπήρχε τότε.» Έχωσε το χέρι του μέσα σε μια τσέπη και έβγαλε την πίπα του. Την έβαλε στο στόμα του και την άναψε, φυσώντας βαρύ καπνό. «Κυκλοφορεί ένας μύθος, να πούμε, που λέει ότι τα νησιά ήτανε κάποτε ενωμένα, κι ενώνονταν και με την ξηρά όπου βρίσκεται κι η Σερανβέλ. Αλλά, μετά, η κατάρα κάποιων αρχαίων θεών ή μάγων έπεσε πάνω τους, και μεγάλος σεισμός έπιασε και διαλύθηκαν. Η περισσότερη ξηρά βυθίστηκε στις σκοτεινές αβύσσους της θάλασσας, και τα κομματάκια που μείνανε έχουνε ακόμα σημάδια του τότε πολιτισμού. Αλλά η Τένερντημ έχει πιο πολλά σημάδια απ’τα υπόλοιπα νησιά, διάσπαρτα παντού επάνω της. Όπου κι αν πας, θα βρεις καμια κολόνα, πεσμένη ή όρθια, κανένα τμήμα τείχους, κι άλλα τέτοια. Καθώς και μερικά αγάλματα, που δεν καταλαβαίνεις και πολλά απ’αυτά, τώρα πια, τι θέλανε ν’απεικονίσουν. Επίσης, μερικοί λένε ότι ορισμένα σημεία εδώ, στην Τένερντημ, είναι καταραμένα.»

  «Εσύ τις πιστεύεις αυτές τις ιστορίες, Καπετάνιε;»

  Ο Τανάρο κούνησε το κεφάλι. «Μπα… Αερολογίες, να πούμε.»

  Οι κάτοικοι της Τένερντημ αποδείχτηκαν φιλικοί. Όταν ο Θαλασσαετός αγκυροβόλησε στο λιμάνι, ένας ταβερνιάρης προθυμοποιήθηκε να κεράσει τον Καπετάνιο και τους άλλους «αφεντάδες του πλοίου», όπως τους αποκάλεσε. «Ελάτε,» είπε. «Έχω κρασί μπόλικο και φρέσκα θαλασσινά, κι οι ήλιοι εκεί έξω που είστε καίνε και βράζουν.» Ήταν ένας κοντός και εύθυμος άντρας· καθόλου φιλάργυρος, απ’ό,τι έδειχνε.

  Ο Νολράκο κάθισε σ’ένα τραπέζι, μαζί με τον Καπετάν Τανάρο, την Υποπλοίαρχο Σαέλμα, τον αρχηγό των μισθοφόρων Άνκορβαλ, και την Ωράλιν, η οποία δήλωσε ότι δε θ’άφηνε το πλευρό του κυρίου Πτεράργυρου. Ο ταβερνιάρης τούς κατέκλυσε με φαγητά και ποτά: καπνιστό ψάρι, ψητό και βραστό χταπόδι, ψητό καλαμάρι, τηγανητές μαρίδες με το κοφίνι, και κρασί και μπίρα δύο ειδών.

  Ο Νολράκο αισθάνθηκε να σκάει από το φαγοπότι, όμως ήταν πολύ ευχαριστημένος. Τα πάντα ήταν εξαιρετικά.

  Το απόγευμα, όταν όλοι τους είχαν ξεκουραστεί, άρχισαν να εμπορεύονται. Δεν είχε και πάρα πολλούς ανθρώπους το νησί, όμως αρκετοί ενδιαφέρονταν για την πραμάτεια τους, και κυρίως ο άρχοντας της περιοχής: ένας γέροντας που δεν μπορούσε να βαδίσει και πολύ σταθερά, αλλά είχε την ικανότητα να κρίνει σωστά το εμπόρευμα, παρατήρησε ο Νολράκο, κάνοντας παζάρια μαζί του.

  Ο Θαλασσαετός θα έμενε καμια μέρα ακόμα στην Τένερντημ, μήπως ερχόταν και κανένας άλλος, από κάποιο απομακρυσμένο σημείο του νησιού, για ν’αγοράσει. Όταν δεν είχαν δουλειά, ο Νολράκο έβγαινε από την πόλη και πήγαινε να κοιτάξει τα αρχαία στις γύρω πλαγιές. Ορισμένα απ’αυτά τού θύμιζαν τον Κίονα στην έπαυλή του, και η οικογένειά του ήρθε έντονα στο νου του. Προσπάθησε, όμως, να την απομακρύνει, γιατί ήταν πολύ νωρίς για ν’αρχίσει ν’ανησυχεί. Μόλις είχε φύγει από τη Σερανβέλ, και θα έλειπε πολλές ημέρες ακόμα…

  Ας είναι καλά. Μονάχα αυτό μ’ενδιαφέρει: να είναι καλά.

  Η Μάριλιν θα φρόντιζε για όλα· δε χρειαζόταν να έχει ετούτο το βάρος στο στήθος του. Η Μάριλιν θα φρόντιζε για όλα.

  Τελικά, ό,τι αγορές ήταν να γίνουν έγιναν εκείνο το πρώτο απόγευμα που έφτασε ο Θαλασσαετός στην Τένερντημ. Την επόμενη ημέρα, κανένας δεν αγόρασε τίποτα, και ο Νολράκο έδωσε διαταγή να φύγουν με το χάραμα. Έτσι, όταν οι πρώτες αχτίνες του Λούντρινχ ξεχύθηκαν από την Ανατολή, χρυσαφίζοντας τη θάλασσα, το νησί, και τα ερείπια, ο Θαλασσαετός σήκωσε την άγκυρα, άνοιξε τα πανιά, και έφυγε από το λιμάνι της Τένερντημ.

  «Επόμενή μας στάση είναι το Γλαρονήσι, κύριε Πτεράργυρε, σωστά;» είπε ο Τανάρο στον Νολράκο, δείχνοντας επάνω στο χάρτη που ήταν καρφιτσωμένος στον τοίχο της καμπίνας.

  «Ναι, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Τα άλλα δύο νησιά έχουν δικά τους λιμάνια, υποθέτω, έτσι;»

  «Ποια νησιά; Η Γεφυρόνησος και η Ακρόνησος; Ναι, αμέ.»

  Ο Νολράκο ρώτησε γιατί η Γεφυρόνησος και η Ακρόνησος έμοιαζαν ενωμένες με το Γλαρονήσι. Για την ακρίβεια, το Γλαρονήσι ήταν στη δυτική άκρη και η Ακρόνησος στην ανατολική, ενώ η Γεφυρόνησος βρισκόταν ανάμεσά τους: ένα μακρύ νησί που θα μπορούσε να παρομοιαστεί και με γέφυρα. Αλλά, εκτός απ’αυτό, ο Νολράκο παρατηρούσε πως επάνω στο χάρτη υπήρχαν ζωγραφισμένα κάποια σύμβολα που δεν μπορεί παρά να ήταν γέφυρες: και η μία γέφυρα συνέδεε τη Γεφυρόνησο με την Ακρόνησο, ενώ η άλλη τη Γεφυρόνησο με το Γλαρονήσι. Όταν ρώτησε τον Τανάρο, εκείνος το επιβεβαίωσε.

  «Και η εξουσία πώς είναι μοιρασμένη;» είπε ο Νολράκο. «Το κάθε νησί έχει δικό του άρχοντα, ή και τα τρία έχουν έναν;»

  «Δεν είναι ξεκάθαρο, κύριε Πτεράργυρε. Πάντως, περισσότερο το πρώτο ισχύει, υποθέτω, παρά το δεύτερο. Εκτός αν θέλετε να θεωρήσετε ύψιστο άρχοντα των νησιών τον Βασιλικό Γλάρο.» Γέλασε.

  «Τον Βασιλικό Γλάρο;»

  «Ναι. Γεννιέται ένας κάθε εκατό χρόνια, και φωλιάζει στην ψηλότερη κορυφή του Γλαρονησιού. Μπορεί να τον δείτε, όταν αράξουμε. Λένε πως είναι σημάδι καλής τύχης, να τον βιγλίσεις.»

  Και το μόνο σίγουρο είναι ότι λίγη καλή τύχη μού χρειάζεται, ετούτο τον καιρό, σκέφτηκε ο Νολράκο. Ή ίσως πολλή καλή τύχη…

  Το πρωί της δεύτερης ημέρας, αφότου έφυγαν από την Τένερντημ, έφτασαν στον προορισμό τους. Το Γλαρονήσι ήταν τουλάχιστον τρεις φορές μεγαλύτερο από τη Νήσο των Ερειπίων, σύμφωνα μ’ό,τι έδειχνε ο χάρτης, και το σχήμα του θύμιζε πουλί με ανοιχτές τις φτερούγες –γλάρο, κατά πάσα πιθανότητα. Το κεντρικό λιμάνι βρισκόταν ανάμεσα στις φτερούγες, όπου δημιουργείτο ένας κόλπος και όπου θα έπρεπε να είναι το κεφάλι του πουλιού.

  Καθώς ζύγωναν, ο Νολράκο μπορούσε να δει σμήνη από γλάρους να πετάνε στις ακτές του νησιού και να έρχονται να φτερουγίσουν πάνω απ’τον Θαλασσαετό. Πολλοί απ’αυτούς, μάλιστα, κάθισαν στα ιστία, στην κουπαστή, και στο κατάστρωμα. Ήταν μεγάλοι και καλοθρεμμένοι· και, προτού ο Πτεράργυρος προλάβει να πει στο πλήρωμά του να τους πετάξει τίποτα να φάνε, εκείνο είχε ήδη αρχίσει να ταΐζει τα πτηνά της θάλασσας που κυριαρχούσαν σε τούτο το νησί, ενώ ο Καπετάν Τανάρο φώναζε: «Άμα κανείς σας, ρεμάλια, πειράξει τους γλάρους, θα του σπάσω τα χέρια! Τους προσκυνάμε σα θεούς όσο βρίσκονται στην κουβέρτα!»

  Μισοκλείνοντας τα μάτια του, για να τα προστατέψει από το δυνατό φως των ήλιων, ο Νολράκο κοίταξε ψηλά στον ουρανό, μήπως δει τον Βασιλικό Γλάρο. Όμως δεν τον είδε πουθενά, και αναρωτήθηκε: Αλήθεια, αν τον έβλεπα, πώς θα τον αναγνώριζα;

  «Καπετάνιε,» ρώτησε τον Τανάρο, όταν εκείνος βρέθηκε κοντά του, ενώ δεν είχαν ακόμα μπει στο λιμάνι, «πώς είναι ο Βασιλικός Γλάρος; Τον έχεις δει ποτέ;»

  «Δεν τον έχω βιγλίσει, κύριε Πτεράργυρε, αλλά τον έχουνε βιγλίσει άλλοι, και μου έχουνε πει ότι είν’ τεράστιος –όσο τρεις κανονικοί γλάροι– κι έχει ένα λοφίο στο κεφάλι. Τ’άνοιγμα των φτερών του ρίχνει πολύ μεγάλη σκιά.»

  Δεν αποκλείεται να είναι και μύθος μονάχα, σκέφτηκε ο Νολράκο, αλλά έμεινε σιωπηλός.

  Ο Θαλασσαετός αγκυροβόλησε στο λιμάνι, όπου βρίσκονταν κι άλλα δύο πλοία. Το ένα έφερε μια σημαία που ο Πτεράργυρος αναγνώρισε αμέσως. Ήταν χωρισμένη κάθετα, με μια μαύρη γραμμή, και στην αριστερή μεριά αυτού του διαχωριστικού βρισκόταν το σύμβολο της συμμαχίας των Τριών Πόλεων (τρία χρυσά νομίσματα στη σειρά, κάτω από ένα πορφυρό τόξο), ενώ στη δεξιά μεριά ήταν το σύμβολο της Σέλβιργκιμ, της νοτιότερης των Τριών Πόλεων (ένας σπαθοφόρος ιππέας επάνω σε άλογο που καλπάζει).

  Η σημαία του άλλου πλοίου δεν ήταν άμεσα αναγνωρίσιμη από τον Νολράκο. Το ύφασμά της ήταν κατάμαυρο κι επάνω της βρίσκονταν κεντημένοι, με πορφυρή κλώστη, δύο μακρυμάνικοι πέλεκεις, διασταυρωμένοι στο σημείο που η λεπίδα ενώνεται με τη λαβή. Στη μεγάλη διχάλα που σχηματιζόταν ανάμεσά τους ήταν ένα πεντάκτινο άστρο (κεντημένο με την ίδια πορφυρή κλωστή). Πειρατές, κατά πάσα πιθανότητα. Κουρσάροι από το Νότο.

  Μια υπόθεση που ο Νολράκο εύκολα επιβεβαίωσε, ρίχνοντας μια ματιά στο κατάστρωμά τους. Κανένας δεν έμοιαζε με μισθοφόρος, όμως όλοι τους ήταν οπλισμένοι και έδειχναν επικίνδυνοι. Κοιτάζοντας ετούτο το πλοίο και κοιτάζοντας και το πλοίο των Τριών Πόλεων, ήταν σαν να βλέπεις τη μέρα με τη νύχτα.

  Ο Θαλασσαετός άραξε ανάμεσα από τα δύο άλλα καράβια, πράγμα το οποίο δεν άρεσε και τόσο, ως ιδέα, στον Νολράκο. Δεν είναι ωραίο να αισθάνεσαι πως απ’τη μια μεριά σου βρίσκονται πειρατές κι από την άλλη άνθρωποι των Τριών Πόλεων, που είναι και οι κατεξοχήν εμπορικοί αντίπαλοι των Σερανβέλιων στη θάλασσα.

  «Κουρσάροι είναι αυτοί;» ρώτησε ο Νολράκο τον Τανάρο, όταν άρχισαν να βγάζουν τα εμπορεύματα από το σκάφος τους.

  «Έτσι φαίνεται, κύριε Πτεράργυρε. Αλλά εδώ δε νομίζω ότι θα μας επιτεθούν. Ωστόσο, φεύγοντας, καλό θα ήταν νάμαστε προσεκτικοί…»

  Ο Νολράκο συνοφρυώθηκε, ατενίζοντας τη μαύρη σημαία με τους κόκκινους πέλεκεις ν’ανεμίζει στο καλοκαιρινό αεράκι.

  Η αγορά ήταν δίπλα στο λιμάνι, έτσι δε χρειάστηκε να μεταφέρουν την πραμάτεια τους και πολύ μακριά. Οι μισθοφόροι του Άνκορβαλ τούς περιστοίχιζαν κατά τη μεταφορά, αλλά και αφότου έστησαν σκηνές και πάγκους. Ο Τανάρο και η Σαέλμα δεν πήγαν μαζί με τον Πτεράργυρο· έμειναν πίσω, στον Θαλασσαετό. Ειδικά τώρα, που οι κουρσάροι ήταν κοντά, ο Καπετάνιος ήθελε να βρίσκεται στο πλοίο του, παρότι είχε πει πως δεν πίστευε ότι θα τους επιτίθονταν. Η Ωράλιν, ασφαλώς, ήταν συνέχεια πλάι στον Νολράκο· και μαζί με τον Πτεράργυρο είχαν, επίσης, έρθει κι άλλοι άνθρωποι του Υπόκαρδου, εκτός απ’τους μισθοφόρους, για να στήσουν τους πάγκους και τις σκηνές, και για να πουλήσουν τα εμπορεύματα. Δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνος του· είχε, όμως, τη γενική εποπτεία, και έπρεπε να επιβλέπει ότι η δουλειά κυλούσε ομαλά.

  Οι έμποροι του σκάφους των Τριών Πόλεων δεν ήταν και πολύ μακριά. Εξάλλου, η αγορά ήταν, αναμενόμενα, μικρή, παρατηρούσε ο Νολράκο, και σίγουρα θα έπεφταν ο ένας επάνω στον άλλο, είτε το ήθελαν είτε όχι. Δεν αντάλλαξαν, ωστόσο, πολλές κουβέντες, πέραν από μερικούς χαιρετισμούς. Δεν είπαν ούτε τα ονόματά τους.

  Ο Πτεράργυρος είδε ότι επιτηρήτρια των Σελβιργκίμιων ήταν μια γυναίκα, εύσωμη και ξανθιά, ντυμένη με καφέ, αμάνικο φόρεμα από δέρμα. Η ζώνη της ήταν φαρδιά και μαύρη, κι από εκεί κρεμόταν ένα θηκαρωμένο κοντό σπαθί. Τα μακριά της μαλλιά τα είχε δεμένα αλογοουρά και δύο αργυρά σκουλαρίκια γυάλιζαν στ’αφτιά της. Ο Νολράκο νόμιζε πως κάπου την είχε ξαναδεί, αλλά δε θυμόταν πού. Ήταν από εκείνες τις φυσιογνωμίες που σου φέρνουν στο μυαλό κάτι ακαθόριστα γνώριμο. Μάλλον, θα την έχω συναντήσει σε κάποια άλλη αγορά, σκέφτηκε. Πράγμα το οποίο δε θα ήταν καθόλου περίεργο: όλη του τη ζωή σε αγορές γύριζε ο Νολράκο Πτεράργυρος.

  Η ημέρα κυλούσε, και το αγοραστικό κοινό –που ήταν αντικειμενικά μικρό αλλά, συγκριτικά, πολύ μεγαλύτερο απ’ό,τι στην Τένερντημ– μοιράστηκε ανάμεσα στους ανθρώπους του Πάλρο Υπόκαρδου και στους ανθρώπους των Τριών Πόλεων. Πολλοί, βέβαια, ψώνιζαν και από τους δύο, γιατί υπήρχαν πράγματα που, ενώ τα είχαν οι μεν, δεν τα είχαν οι δε. Και το μεσημέρι έφτασε. Οι δίδυμοι ήλιοι μεσουράνησαν και η ζέστη εντάθηκε. Άντρες και γυναίκες άνοιγαν φλασκιά και έπιναν, ή έλουζαν το κεφάλι τους με νερό. Ορισμένοι πήγαιναν στην πέτρινη πηγή, που δεν βρισκόταν παρά δέκα βήματα απόσταση από την αγορά. Ο κόσμος ελαττωνόταν αισθητά· σύντομα, δε θα είχε μείνει ούτε ένας πιθανός αγοραστής: και ο Νολράκο ήξερε πότε ήταν η ώρα που ένας έμπορος όφειλε να δώσει τη διαταγή στους ανθρώπους του να μαζέψουν την πραμάτεια και να πάνε να ξεκουραστούν.

  Προτού, όμως, προλάβει να πει ή να κάνει τίποτα, συνέβη κάτι το οποίο του κίνησε την περιέργεια: Είδε έναν άντρα να απομακρύνεται από τη σκιά των δέντρων δίπλα από την πέτρινη πηγή και να πλησιάζει την επιτηρήτρια των Σελβιργκίμιων. Ήταν λιγνός και μετρίου αναστήματος, με μαύρα γένια κι ένα πορφυρό μαντίλι τυλιγμένο γύρω απ’το κεφάλι, σαν κράνος. Φορούσε μαύρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, και στη ζώνη του ήταν περασμένο ένα πλατυλέπιδο ξίφος, οδοντωτό από τη μία κόψη. Από τις άκριες των γυριστών του μποτών προεξείχαν οι λαβές ξιφιδίων.

  Κουρσάρος, σκέφτηκε ο Νολράκο, ατενίζοντάς τον.

  Ο πειρατής στάθηκε μπροστά από την επιτηρήτρια, η οποία σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος και τον αντίκρισε με σμιγμένα φρύδια. Εκείνος τής μίλησε σιγανά, αλλά έντονα, ενώ υπήρχε ένα υπεροπτικό μειδίαμα στα χείλη του. Ο Πτεράργυρος είχε την εντύπωση ότι την απειλούσε, ή ότι, τουλάχιστον, προσπαθούσε να την τρομάξει– Όχι, δεν προσπαθεί να την τρομάξει· την απειλεί. Ένας κουρσάρος δεν έχει λόγο να προσπαθεί να σε τρομάξει· θέλει είτε να σε πιάσει απροετοίμαστο και να σε ληστέψει, είτε να σε απειλήσει, ώστε να του δώσεις χρήματα… και, μάλλον, αυτό το τελευταίο είναι που βλέπω, τώρα, να συμβαίνει.

  Φλογοκαμένα καθάρματα!

  Η επιτηρήτρια απάντησε κάτι στον πειρατή και εκείνος ένευσε κι έφυγε, επιστρέφοντας στη σκιά των δέντρων, απ’όπου είχε έρθει, και, μετά, μπαίνοντας ανάμεσα σε δύο σπίτια, σ’ένα σοκάκι. Ο Νολράκο τον έχασε απ’τα μάτια του.

  Σκέφτηκε να ρωτήσει την επιτηρήτρια τι είχε συμβεί, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Επιπλέον, δεν ήθελε να βάλει τους ανθρώπους του Υπόκαρδου σε μπελάδες. Η δουλειά του ήταν να φροντίσει για την ομαλή διεξαγωγή του εμπορίου, και τίποτ’άλλο.

  Πρόσταξε να μαζέψουν την πραμάτεια, να κλείσουν τις σκηνές, και να βάλουν φρουρούς. «Κι ύστερα,» είπε, «θα πάμε στο πανδοχείο.» Δε χρειαζόταν να συγκεκριμενοποιήσει ποιο πανδοχείο εννοούσε, αφού εδώ κοντά μονάχα ένα φαινόταν. Ήταν ένα μεγάλο διώροφο οικοδόμημα –μάλλον, το μόνο διώροφο οικοδόμημα στην πόλη, αν είχε καταλάβει καλά ο Πτεράργυρος· ή, τουλάχιστον, ένα από τα ελάχιστα τόσο ψηλά–, χτισμένο από καφετιά πέτρα. Στην οροφή του βρισκόταν μια μεγάλη πινακίδα, η οποία έγραφε: ο οίκοσ του γλάρου, και είχε γλάρους ζωγραφισμένους γύρω από τα μαύρα γράμματα.

  Η επιτηρήτρια από τις Τρεις Πόλεις και οι δικοί της μάζευαν, επίσης, την πραμάτεια τους και κατευθύνονταν προς το πανδοχείο. Αναμφίβολα, εκεί έμεναν όσο καιρό βρίσκονταν στην πόλη… που, μάλλον, δε θα ήταν και πολύς καιρός. Δυο-τρεις μέρες το πολύ, υπέθετε ο Πτεράργυρος· περισσότερο δεν είχε νόημα να καθίσει κανείς σ’ένα νησί.

  Αναρωτιέμαι πού να μένουν οι κουρσάροι, καθώς και γιατί ήρθαν στο Γλαρονήσι. Έχουν κάποια συγκεκριμένη δουλειά εδώ, ή βρίσκονται στο λιμάνι μόνο και μόνο για ν’αναζητήσουν λεία;

  «Σα να συμβαίνει κάτι ύποπτο, ε, κύριε Πτεράργυρε;» είπε μια φωνή απ’τα δεξιά του Νολράκο, καθώς βάδιζαν προς τον Οίκο του Γλάρου.

  «Ναι, έτσι φαίνεται,» αποκρίθηκε εκείνος, στρέφοντας ελαφρώς το κεφάλι του, για να δει τον Άνκορβαλ. «Έχεις ξαναβρεθεί σε παρόμοιες καταστάσεις;»

  Ο καστανομάλλης άντρας ένευσε και τα μάτια του στένεψαν, προς στιγμή. «Έχω βρεθεί σε πολλές και διάφορες καταστάσεις, κύριε Πτεράργυρε… όπως είμαι σίγουρος πως το ίδιο θα ισχύει και για εσάς,» πρόσθεσε.

  «Από πού είσαι, Άνκορβαλ; Μέχρι στιγμής, δεν είχα ξανακούσει για σένα και τη μισθοφορική σου ομάδα.»

  «Από την Έντναργκ είναι η καταγωγή μου, αλλά έχω πολύ καιρό να δω την πατρίδα μου,» είπε ο πολεμιστής, καθώς παραμέριζε την πόρτα του πανδοχείου, για να μπουν στην τραπεζαρία, που ήταν γεμάτη με κόσμο, βαβούρα, και μυρωδιές. «Η ομάδα μου είναι μικρή, γι’αυτό και δεν έχετε ξανακούσει για μας.»

  Ένας σερβιτόρος τούς πλησίασε, για να τους ρωτήσει πόσοι ήταν και πού θα κάθονταν. Επίσης, ήθελε να μάθει αν θα έκλειναν δωμάτια, κι αν ναι, για πόσες μέρες. Ο Νολράκο τού έδωσε όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν, και ο νεαρός τούς οδήγησε σε μια άκρη της τραπεζαρίας. Εκεί, ένωσε μερικά τραπέζια, μαζί με τη βοήθεια μιας κοπέλας, που κι αυτή για σερβιτόρα φαινόταν.

  Ο Πτεράργυρος, η Ωράλιν, ο Άνκορβαλ, και οι υπόλοιποι –μισθοφόροι και βοηθοί– κάθισαν, περιμένοντας να τους φέρουν φαγητό και ποτό. Η δροσιά εδώ μέσα, σε αντίθεση με τη λάβρα απέξω, τους έκανε να νομίζουν ότι βρίσκονταν σε κάποιο μαγικό, παραδεισένιο βασίλειο.

  Ο Νολράκο, ρίχνοντας μια επισταμένη ματιά τριγύρω, είδε πού ήταν οι άνθρωποι από τις Τρεις Πόλεις, και διαπίστωσε, επίσης, ότι ούτε οι κουρσάροι έλειπαν από το μαγαζί. Οι οκτώ τύποι –έξι άντρες και δύο γυναίκες– που κάθονταν γύρω από δύο ενωμένα τραπέζια δεν μπορεί να ήταν παρά πειρατές, αν έκρινε κανείς απ’την ενδυμασία τους, την εμφάνισή τους, και τα όπλα που κουβαλούσαν. Ένας απ’αυτούς ήταν κι εκείνος που είχε μιλήσει στην επιτηρήτρια, πριν από λίγο.

  Ας ελπίσουμε ότι δε θα μας ενοχλήσουν κι εμάς.

  Όταν το γεύμα τους ήρθε, ο Νολράκο και οι υπόλοιποι που βρίσκονταν στις υπηρεσίες του Υπόκαρδου έφαγαν με όρεξη, και ήπιαν ακόρεστα, καθότι αισθάνονταν πως η ζέστη είχε ξεράνει όλο τους το σώμα, όσο βρίσκονταν έξω, στην αγορά.

  Τελειώνοντας, ο Πτεράργυρος ήταν φουσκωμένος και κουρασμένος. Η θερμότητα είχε εγκαταλείψει το σώμα του και αφήσει στη θέση της μια γλυκιά κόπωση. Έριξε μια ματιά στους ανθρώπους των Τριών Πόλεων και είδε πως αρκετοί είχαν φύγει, ενώ άλλοι σηκώνονταν τώρα από τις θέσεις τους. Η επιτηρήτρια ήταν ανάμεσα σ’αυτούς που είχαν ήδη φύγει.

  Οι οκτώ κουρσάροι, αντιθέτως, βρίσκονταν ακόμα συγκεντρωμένοι γύρω απ’τα δύο ενωμένα τραπέζια. Αλλά αυτοί, μάλλον, είχαν βγάλει όλη τη μέρα στη σκιά και ήταν ξεκούραστοι· δεν προσπαθούσαν να πουλήσουν την πραμάτεια τους στην αγορά της πόλης.

  Ο Νολράκο σηκώθηκε, δηλώνοντας πως θα πήγαινε να αναπαυθεί στο δωμάτιό του. Η Ωράλιν τον ρώτησε αν θα ήθελε κάτι συγκεκριμένο από εκείνη. Ο Πτεράργυρος τής είπε ότι το μόνο που ήθελε ήταν κι αυτή να πάει να ξεκουραστεί, και ύστερα έφυγε. Ανέβηκε τις σκάλες του πανδοχείου και μπήκε στο δωμάτιό του, όπου το κρεβάτι ήταν στρωμένο και ένα έτοιμο μπάνιο τον περίμενε. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, αφήνοντας τον θαλασσινό αγέρα να μπαίνει και να δροσίζει το μέρος. Η ατμόσφαιρα εδώ πάνω ήταν υπέροχη. Ο Νολράκο γδύθηκε, πλύθηκε (είχε κάμποσες μέρες να πλυθεί, κι ευχαριστήθηκε το λουτρό), και, αφού μαντάλωσε την πόρτα, έπεσε να κοιμηθεί, γυμνός.

  Ο ύπνος δεν άργησε να τον πάρει, και ονειρεύτηκε ότι…

  …βρίσκομαι σε μια παραλία και βαδίζω, αναζητώντας κάτι που ξεφεύγει απ’το νου μου. Η άμμος είναι μαλακή κάτω απ’τα πόδια μου, κι από τον ουρανό ακούω κρωξίματα γλάρων, ενώ από κάπου μακριά έρχεται ένας άλλος ήχος… κι εκεί είναι το μέρος όπου πρέπει να πάω· το ξέρω, μα δε θυμάμαι γιατί.

  Επιταχύνω το βάδισμά μου και, σε λίγο, αρχίζω να τρέχω. Μπορώ να δω σκιές πάνω στην άμμο: κατ’αρχήν, τη δική μου σκιά, μα όχι μόνο. Βλέπω και τις σκιές γλάρων: πολλών, πολλών γλάρων, οι οποίοι περιφέρονται γύρω μου, σαν να περιμένουν κάτι.

  Οι ήχοι, οι απόμακροι ήχοι, έχουν γίνει τώρα πιο ξεκάθαροι, καθώς ζυγώνω. Κραυγές, ποδοβολητά, και δυνατά ρουθουνίσματα. Κάποιο θηρίο, και άνθρωποι…

  Φτάνω σε μερικούς ψηλούς βράχους, στα δεξιά μου, δίπλα απ’την ακτή, και παρατηρώ ότι υπάρχει μια δίοδος ανάμεσά τους, η οποία είναι πολύ στενή· αδυνατώ να τη διασχίσω, το σώμα μου δε χωράει να περάσει· όμως μπορώ να δω από μέσα της. Κοιτάζω, και βλέπω…

  Βλέπω τη Θήρνα και τη Μάριλιν και τον Χανμάρο να τρέχουν στους πλακόστρωτους δρόμους της Σερανβέλ, ενώ πίσω τους έρχεται ένα μαινόμενο θηρίο: ένας Γκρίζος Ταύρος, με κατακόκκινα, πυρετώδη μάτια και αργυρά κέρατα που αστράφτουν. Οι οπλές του τραντάζουν το πλακόστρωτο, το θρυμματίζουν.

  Μα τη Φλόγα, πρέπει να τους βοηθήσω!

  Η Θήρνα γλιστρά και πέφτει· το κομμένο της πόδι την προδίδει. Η Μάριλιν προσπαθεί να τη σηκώσει, μα δυσκολεύεται· και ο Χανμάρο, τραβώντας ένα ξίφος από κάπου (από την πλάτη του; από τη ζώνη του; από κάποιο άνοιγμα στον τοίχο;), στρέφεται, για ν’αντιμετωπίσει την ερχόμενη απειλή.

  «ΟΧΙ!» ουρλιάζω. «ΟΧΙ!»

  Αλλά, τότε, καταλαβαίνω πού βρίσκομαι. Είμαι ακόμα στην παραλία, και είμαι γυμνός· και τα κρωξίματα των γλάρων δυναμώνουν, οι σκιές τους μεγαλώνουν.

  Κατεβαίνουν.

  Με εχθρικές διαθέσεις.

  Γυρίζω, υψώνοντας τα χέρια μου, προσπαθώντας να προστατευτώ απ’τα ράμφη και τα νύχια τους· μα είναι πολύ αργά. Νιώθω τη σάρκα μου να σχίζεται.

  Πρέπει να τους χτυπήσω προτού με σκοτώσουν—

  Ο Νολράκο βλεφάρισε.

  Κάτι τον είχε ξυπνήσει, γλιτώνοντάς τον απ’τον καταραμένο εφιάλτη. Τι, όμως;

  Κραυγές, από έξω, από το δρόμο. Και ποδοβολητά. Όπως στο όνειρό του.

  Πετάχτηκε πάνω και κοίταξε απ’το ανοιχτό παράθυρο. Από κάτω, είδε να γίνεται σαματάς κοντά στην πέτρινη πηγή και στα δέντρα. Ένας άντρας –κουρσάρος!– είχε αρπάξει μια κοπέλα και την τραβούσε. Δύο σύντροφοί του βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά του, με τα όπλα τους γυμνωμένα. Καμια ντουζίνα ντόπιοι είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους· ανάμεσά τους βρίσκονταν και κάποιοι οι οποίοι, σίγουρα, ήταν φρουροί της πόλης. Κι εκείνη την ώρα, κατέφτανε ένας ακόμα άντρας, έφιππος και φορώντας φολιδωτή αρματωσιά και κράνος. Πίσω του ανέμιζε ένας λευκός μανδύας, και στο χέρι του βαστούσε ένα ξεθηκαρωμένο ξίφος. Αυτός πρέπει νάναι ο Αρχιφύλακας εδώ πέρα.

  «Αφήστε την!» Η φωνή του καβαλάρη αντήχησε, καθώς το μικρό πλήθος τού έκανε χώρο για να περάσει.

  Ο Νολράκο παρατήρησε ότι κι άλλοι άνθρωποι παρακολουθούσαν από τα παράθυρα των σπιτιών τους.

  Οι κουρσάροι δεν υπάκουσαν, και μια έντονη λογομαχία ξεκίνησε ανάμεσα σ’αυτούς και τον Αρχιφύλακα. Δυστυχώς, τα λόγια δεν έφταναν καθαρά στ’αφτιά του Πτεράργυρου· δεν έπιασε παρά μερικές λέξεις, απ’τις οποίες δεν μπορούσε να βγάλει νόημα. Πάντως, το αποτέλεσμα ήταν οι πειρατές ν’αφήσουν, τελικά, την κοπέλα και να υποχωρήσουν. Από τον τρόπο που βάδιζαν, όμως, κι από τις όψεις τους, ο Νολράκο έβλεπε πως δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, ευχαριστημένοι, και ίσως, μάλιστα, να σκέφτονταν πώς να εκδικηθούν τον Αρχιφύλακα.

  Οι ντόπιοι, μάλλον, τους είχαν επιτρέψει ν’αράξουν εδώ, για να μην έχουν προβλήματα μαζί τους, αλλά δεν ήταν πρόθυμοι ν’αφήσουν και τις γυναίκες τους να βιαστούν απ’αυτά τα σκυλιά της θάλασσας.

  Ο Νολράκο έκλεισε το παράθυρο και άρχισε να ντύνεται, γιατί το μεσημέρι είχε περάσει και, σύντομα, θα έπρεπε, πάλι, να βγάλει το εμπόρευμά του –ή, πιο σωστά, το εμπόρευμα του Υπόκαρδου.

 

Επιστροφή

 



Copyright © Φανταστικός Ορίζοντας


Προτείνουμε να βλέπετε αυτό τον ιστοχώρο με ανάλυση οθόνης 1024 x 768