Επίσημος δικτυακός χώρος των εκδόσεων Φανταστικός Ορίζοντας

 



Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

Απόσπασμα Δεύτερο


Σχεδόν ολόκληρη την ημέρα ύστερα από τη συμπλοκή στο Δέντρο, η Ναράμια κοιμόταν, εξουθενωμένη καθώς ήταν από όσα της είχαν συμβεί και θέλοντας να αναπληρώσει τις δυνάμεις της. Ακόμα και η τελευταία αράχνη του εσωδερμικού άλγους η οποία απέμενε επάνω της δεν μπόρεσε να την ξυπνήσει, παρά μονάχα μία φορά: και μετά, ασφαλώς, η Ναράμια δεν άργησε να γυρίσει στο πλάι (ήταν μπρούμυτα, όταν ο έντονος πόνος την είχε ξυπνήσει) και να ξανακοιμηθεί.

  Ο Λανκόρο Θαλασσινός την άφησε ήσυχη εκείνη την ημέρα, να ξεκουραστεί όσο επιθυμούσε. Τη νύχτα μόνο τη συνάντησε να τρώει στην κουζίνα της οικίας του και της μίλησε για τις ανακαλύψεις του σχετικά με το παρελθόν του Χαλκοπρόσωπου, ο οποίος ονομαζόταν Φαρλάνο στην πραγματικότητα.

  «Γι’αυτή τη Λαντίρα ερεύνησες;» τον ρώτησε η Ναράμια.

  «Όχι,» της απάντησε ο Λανκόρο. «Και στο σπίτι της δεν υπάρχει κάτι το ύποπτο, ή κάποιο στοιχείο που να μπορούμε ν’ακολουθήσουμε. Εκτός… εκτός από ένα πράγμα. Αν και δεν ξέρω κατά πόσο αυτό μπορεί να μας οδηγήσει πουθενά…»

  «Τι πράγμα;»

  «Οι άνθρωποί μου βρήκαν κάτι αλχημικά παρασκευάσματα. Στην αρχή, δε γνώριζαν σε τι ακριβώς χρησίμευαν, αλλά, όταν επικοινώνησαν μ’έναν αλχημιστή, εκείνος τούς είπε ότι το ένα είναι βαφή μαλλιών, η οποία κάνει τα μαλλιά μαύρα, και το άλλο βαφή –αν αυτή είναι η σωστή λέξη– ματιών, που κάνει τα μάτια, επίσης, μαύρα.»

  Η Ναράμια συνοφρυώθηκε. «Θες να πεις πως η Λαντίρα ήταν… ήταν μεταμφιεσμένη

  «Η γυναίκα που είδες είχε μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά, έτσι δεν είναι;»

  Η Ναράμια κατένευσε, σκεπτική. «Προσπαθούσε, λοιπόν, να κρυφτεί από κάποιους.»

  «Ακριβώς όπως κι ο Χαλκοπρόσωπος.»

  «Πιστεύεις ότι κι αυτή ήταν, παλιά, γνωστή στη Σερανβέλ;»

  «Το υποθέτω, ναι,» παραδέχτηκε ο Λανκόρο. «Αλλά δεν έχω, μέχρι τώρα, την παραμικρή ιδέα πού πρέπει να ψάξω για να μάθω περισσότερα.»

  «Θες να το ερευνήσω εγώ;» ρώτησε η Ναράμια, και τα μάτια της γυάλισαν στο φως της παλιάς μεγάλης λάμπας που ήταν αναμμένη στην κουζίνα.

  Ο Λανκόρο την κοίταξε συλλογισμένα. Ύψωσε το ποτήρι του και ήπιε, αργά, μια γουλιά κρασί. «Η υπόθεση είναι προσωπική, ε;»

  «Δε μπορείς να φανταστείς πόσο…»

  «Καλώς, λοιπόν. Να το ερευνήσεις. Αλλά,» τόνισε, «μην αφήσεις την προσωπική σου υπόθεση να σε παρασύρει σε τίποτα… ασύνετο, όπως την προηγούμενη φορά. Αν, ας πούμε, τύχει να συναντήσεις τη Λαντίρα, μην επιχειρήσεις να τη σκοτώσεις. Τη θέλουμε ζωντανή.»

  «Ποιοι τη θέλετε; Το Συμβούλιο;»

  «Να κοιτάς τη δουλειά σου.»

  «Όπως επιθυμείς, αφέντη.»

  «Ωραία,» είπε ο Λανκόρο και σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Πηγαίνω για ύπνο, τώρα. Όλη μέρα ήμουν στο πόδι.»

  «Κι εγώ που όλη μέρα κοιμόμουν,» αποκρίθηκε η Ναράμια, «πάλι για ύπνο θα πάω.» Της φαινόταν πως, όσο και να κοιμόταν, δεν μπορούσε να το χορτάσει.

  Το πρωί, όμως, όταν σηκώθηκε, ήταν ξεκούραστη και έτοιμη να ξεκινήσει την αναζήτηση που είχε υποσχεθεί στον Λανκόρο ότι θα ξεκινούσε. Βγήκε από το δωμάτιό της και πήγε στο καθιστικό, με σκοπό να τον συναντήσει, μήπως είχε κάποιες τελευταίες οδηγίες να της δώσει· όμως δεν τον βρήκε εκεί.

  «Πού έχει πάει;» ρώτησε τον Πάλρο, τον υπηρέτη της οικίας.

  «Δουλειές με το Συμβούλιο,» απάντησε εκείνος.

  Φυσικά, σκέφτηκε η Ναράμια, και επέστρεψε στο δωμάτιό της, για να ετοιμαστεί και να εξοπλιστεί.

  Προτού ξεκινήσει να ψάχνει για το παρελθόν της Λαντίρα –η οποία, μέχρι τώρα, κυκλοφορούσε στη Σερανβέλ ως Ταβέλλα Δάνκληρ του Φερντίν-Ος–, σκόπευε πρώτα να ξεφορτωθεί και την τελευταία αράχνη του εσωδερμικού άλγους από επάνω της. Σκόπευε, δηλαδή, ν’αφήσει ένα Λό’ορ να τη δαγκώσει, ώστε να χρησιμοποιήσει το δηλητήριό του για να θεραπευτεί κι από το τελευταίο κομμάτι της επώδυνης ασθένειας που είχε κολλήσει στους βάλτους Λό’ορ-θιλ… Στους βάλτους Λό’ορ-θιλ, συλλογίστηκε, δένοντας τα κορδόνια των μποτών της, για τους οποίους η Λαντίρα κάτι ξέρει.

  «Πού νομίζεις ότι πηγαίνεις;» είχε πει στη Ναράμια, καθώς ξιφομαχούσαν στο σπίτι της στη Συνοικία των Ερειπίων. «Ετούτη είναι η τρίτη φορά: και η τρίτη φορά είναι, πάντοτε, η τελευταία.»

  «Ποια τρίτη φορά;» είχε ρωτήσει εκείνη.

  «Μία φορά στους βάλτους. Δεύτερη φορά στα Ανοίγματα–»

  Η Λαντίρα πρέπει να ήταν που, κάπως, την είχε στείλει στους Λό’ορ-θιλ. Η Λαντίρα πρέπει να ήταν που είχε προσπαθήσει να εξολοθρεύσει εκείνη κι όλους όσους είχαν έρθει μαζί της. Αλλά γιατί; Και πώς το είχε καταφέρει; Η Ναράμια είχε, φαινομενικά, πάρει τον χάρτη και τις οδηγίες με τρόπο τυχαίο. Φαινομενικά. Μόνο φαινομενικά. Πρέπει τα πάντα να ήταν στημένα. Πράγμα το οποίο σημαίνει πως αυτή η Λαντίρα, όποια κι αν είναι, έχει διασυνδέσεις μέσα στη Σερανβέλ. Και διασυνδέσεις τέτοιου είδους μπορούσαν να της θυμίζουν μονάχα την Αστυνομία. Αλλ’αυτό δεν ήταν δυνατόν. Αποκλείεται η Λαντίρα να ήταν μέλος της Αστυνομίας και να εργαζόταν κατά της πόλης. Αποκλείεται.

  Η τελευταία αράχνη του εσωδερμικού άλγους τη δάγκωσε, λογχίζοντάς την με πόνο και φαγουρίζοντάς την, σαν να ήθελε να της υπενθυμίσει ότι καλύτερα να ξεκινούσε. Η Ναράμια, αποφεύγοντας να ξυστεί, βγήκε απ’την οικία του Λανκόρο και βρέθηκε ανάμεσα στα αρχαία σπίτια της Συνοικίας των Ερειπίων. Ακολούθησε την Οδό της Μούχλας προς τα νότια, πέρασε τη Δυτική Γέφυρα και τις Κάτω Παλιές Αποβάθρες, έπιασε την Οδό του Μικρού Ήλιου, και βάδισε κατά μήκος της, ανατολικά, με το δυνατό πρωινό φως του Λούντρινχ να ζεσταίνει το πρόσωπό της.

  Έφτασε στην Κάτω Συνοικία του Ξίφους και πήγε στον Μαύρο Πέλεκυ, ελπίζοντας πως ο Δάρφο κι ο Μαράνκο θα βρίσκονταν εκεί. Γιατί, εκτός απ’το ότι ήθελε να δει τι έκαναν, ίσως χρειαζόταν και τη βοήθειά τους.

  Στην τραπεζαρία δεν είχε πολύ κόσμο. Το μέρος, συνήθως, γέμιζε τα μεσημέρια και τα βράδια. Τις πρωινές ώρες, άλλοι μισθοφόροι κοιμόνταν, άλλοι εργάζονταν, άλλοι έψαχναν για δουλειά· δεν είχαν χρόνο για να κάθονται να πίνουν και να παίζουν ζάρια.

  Ο Δάρφο δε φαινόταν πουθενά. Ούτε ο Μαράνκο.

  Η Ναράμια ανέβηκε τη σκάλα του πανδοχείου και πήγε προς το δωμάτιο του πρώτου.

  Τον συνάντησε καθώς εκείνος έβγαινε από την πόρτα.

  «Ναράμια,» χαιρέτησε ο Δάρφο, μειδιώντας.

  «Καλημέρα. Πώς είναι ο Μαράνκο;»

  «Καλύτερα. Χτες βράδυ, ήμασταν κάτω, στην τραπεζαρία, και τα πίναμε. Τον πονά η πλάτη του, βέβαια, αλλά μπορεί να σταθεί και να περπατήσει, χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Ήταν τυχερός που το βέλος δεν είχε πάει βαθιά.

  »Εσύ πού ήσουν όλη μέρα;»

  «Κοιμόμουν. Απ’το πρωί ώς το βράδυ, και τη νύχτα επίσης.»

  Ο Δάρφο μειδίασε. «Γι’αυτό φαίνεσαι φρέσκια, τώρα.»

  «Έχω νέα να σου πω,» τον πληροφόρησε η Ναράμια. «Σχετικά με τον Χαλκοπρόσωπο. Βρίσκεται στο κρατητήριο της Χρυσής Γέφυρας, και ο Λανκόρο ερεύνησε το παρελθόν του, ανακαλύπτοντας πως δεν είναι ξένος στην πόλη.»

  Ο Δάρφο συνοφρυώθηκε, και μίλησε σιγανά, καθώς βρίσκονταν μες στη μέση του διαδρόμου, ανάμεσα στα δωμάτια του Μαύρου Πέλεκυ: «Σερανβέλιος είναι;»

  Η Ναράμια ένευσε. «Θα σου εξηγήσω. Θέλω, όμως, τη βοήθειά σου πρώτα.»

  «Για ποιο λόγο;»

  «Θα πάω σ’ένα από τα Ανοίγματα, για να με δαγκώσει ένα Λό’ορ, ώστε, με το δηλητήριό του, να διώξω και την τελευταία αράχνη του άλγους από πάνω μου. Θέλω να βρίσκεσαι εκεί κοντά, γιατί πιθανώς να λιποθυμήσω, καθώς θα θεραπεύω τον εαυτό μου.»

  Ο Δάρφο ένευσε. «Φυσικά και θα έρθω.»

  Κατέβηκαν τη σκάλα του πανδοχείου και βγήκαν από την εξώπορτα, στους δρόμους της Κάτω Συνοικίας του Ξίφους.

  «Έχεις υπόψη σου κάποιο συγκεκριμένο Άνοιγμα;» ρώτησε ο Δάρφο, καθώς από δίπλα τους είχαν μόλις περάσει τρεις πάνοπλοι μισθοφόροι οι οποίοι ήταν φανερό πως βάδιζαν βιαστικά προς κάποια επείγουσα δουλειά.

  «Όχι,» αποκρίθηκε η Ναράμια. «Εξάλλου, δεν έχει διαφορά όποιο Άνοιγμα κι αν είναι· τα Λό’ορ θα μ’ακούσουν απ’όπου κι αν τα καλέσω. Προτιμώ, όμως, να μην κυκλοφορεί κόσμος γύρω από το μέρος.» Και οδήγησε τον Δάρφο προς τη βόρεια μεριά της Κάτω Συνοικίας του Ξίφους, εκεί όπου αυτή συνόρευε με τις Αποβάθρες του Κακού Νερού και τα σοκάκια ήταν ερημικά.

  Η Ναράμια πλησίασε ένα Άνοιγμα σε μια γωνία των στενών δρόμων και γονάτισε, στο ένα γόνατο, πλάι του. Ο Δάρφο έμεινε πίσω, γιατί έπρεπε να παραδεχτεί πως φοβόταν τα Λό’ορ. Βέβαια, δεν είχε ακουστεί ποτέ κάποιο απ’αυτά να σκαρφαλώνει έξω από τα Ανοίγματα, μα καλύτερα να ήταν κανείς επιφυλακτικός– Ή, μάλλον, όχι: μια φορά είχε ακουστεί ένα απ’αυτά να βγαίνει από τα Ανοίγματα. Αλλά κάποιος είχε ρίξει μια σανίδα εκεί μέσα κι έτσι το δηλητηριώδες πλάσμα είχε μπορέσει να σκαρφαλώσει.

  Ο Δάρφο έδιωξε από το μυαλό του το συγκεκριμένο περιστατικό και έστρεψε, πάλι, την προσοχή του στη Ναράμια, αναρωτούμενος τι έκανε, πώς… καλούσε τα Λό’ορ. Μάλλον, ποτέ δε θα καταλάβω, κατέληξε. Όπως δεν μπορούσε κι απόλυτα να καταλάβει τι ήταν το εσωδερμικό άλγος. Ορισμένα πράγματα τα καταλαβαίνεις μόνο όταν τα νιώσεις.

  Ένα σύριγμα αντήχησε από το Άνοιγμα, και ο Δάρφο ζύγωσε αρκετά για να δει ένα Λό’ορ να ξεπροβάλλει, στρέφοντας το κεφάλι του επάνω και καρφώνοντας τα κιτρινιάρικα μάτια του στη Ναράμια. Εκείνη έσκυψε περισσότερο, τεντώνοντας το αριστερό της χέρι προς τα κάτω, μέσα στο Άνοιγμα. Ο Δάρφο κράτησε την αναπνοή του. Το καλεί να τη δαγκώσει. Ετοιμάστηκε να την πιάσει, σε περίπτωση που γλιστρούσε κι έπεφτε.

  Το Λό’ορ ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια του, γαντζώνοντας τα μπροστινά σ’ένα απ’τα τοιχώματα του Ανοίγματος. Τα μάτια του γυάλιζαν· το στόμα του έχασκε, γεμάτο σουβλερά δόντια, και με μια διχαλωτή γλώσσα να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους.

  Η Ναράμια τεντώθηκε λίγο περισσότερο, για να φέρει το χέρι της κοντά του.

  Ο Δάρφο αισθανόταν τα νεύρα του τσιτωμένα, εξακολουθώντας να βρίσκεται σε ετοιμότητα, αν κάτι δεν πήγαινε καλά.

  Το Λό’ορ δάγκωσε τον πήχη της Ναράμια, στέλνοντας το θανατηφόρο δηλητήριό του μέσα στον οργανισμό της. Ύστερα, αποσύρθηκε, παύοντας ν’αγγίζει το τοίχωμα του Ανοίγματος με τα μπροστινά του πόδια. Ωστόσο, δεν έφυγε· συνέχισε ν’ατενίζει την τυχοδιώκτρια από πάνω του.

  Η Ναράμια έμεινε στη θέση της, γονατισμένη στο ένα γόνατο, κι ο Δάρφο άκουσε έναν βαθύ αναστεναγμό να βγαίνει από μέσα της. Από τον αριστερό της πήχη αίμα κυλούσε, εκεί όπου τα δόντια του Λό’ορ είχαν τρυπήσει το δέρμα της· αίμα κυλούσε και έρεε πάνω στο δουλικό της περικάρπιο.

  «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Δάρφο, νιώθοντας το στόμα του ξερό.

  Η Ναράμια δε μίλησε… κι ύστερα, το σώμα της διπλώθηκε, γέρνοντας προς το Άνοιγμα–

  Ο Δάρφο, αμέσως, την έπιασε απ’τις μασκάλες και την τράβηξε πίσω, βάζοντάς τη να ξαπλώσει, ανάσκελα, στο λιθόστρωτο του σοκακιού και γονατίζοντας από πάνω της. Τα βλέφαρά της ήταν μισόκλειστα, και μουρμούριζε λόγια που εκείνος αδυνατούσε να κατανοήσει.

  «Ναράμια;» είπε. «Ναράμια;»

  Καμια απάντηση· και τα χείλη της, τώρα, έπαψαν να κινούνται. Τα μάτια της έκλεισαν τελείως.

  Αναπνέει, όμως. Αναπνέει. Ο Δάρφο μπορούσε να δει το στήθος της ν’ανεβοκατεβαίνει. Κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να κάνει κάτι για να τη συνεφέρει, ή αν θα ήταν καλύτερα να την αφήσει έτσι. Το ήξερε ότι ίσως να λιποθυμούσε, σκέφτηκε. Το ήξερε. Επομένως… επομένως, αυτή πιθανώς νάναι η φυσιολογική… η φυσιολογική διαδικασία για να θεραπεύσει τον εαυτό της. Ο Δάρφο ξεροκατάπιε. Μα τη Φλόγα, μακάρι να είναι. Γιατί, αν δεν ήταν, δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Κι αμφέβαλε αν κανένας άλλος μέσα στη Σερανβέλ είχε. Το αραχνοφανές εσωδερμικό άλγος, σύμφωνα με τις γνώσεις όλων των θεραπευτών, δεν ήταν ιάσιμη ασθένεια· και ούτε από το δηλητήριο των Λό’ορ έχουν γλιτώσει πολλοί.

  Αν η Ναράμια δεν καταφέρει να ελέγξει το δηλητήριο όπως πρέπει– Κούνησε το κεφάλι του, για να το καθαρίσει. Όχι, δε θα σκεφτόταν έτσι. Θα ήταν αισιόδοξος.

  Όμως υπήρχε κι άλλο ένα πράγμα που τον προβλημάτιζε: Να την έπαιρνε από εδώ και να την πήγαινε στον Μαύρο Πέλεκυ, ή να την περίμενε να συνέλθει, ξαπλωμένη καθώς ήταν στο λιθόστρωτο του δρόμου;

  Προς το παρόν, αποφάσισε να κάνει το δεύτερο. Εξάλλου, το μέρος ήταν ερημικό και κανείς δεν τους κοίταζε.

  Όταν είδε, όμως, ότι περνούσε ώρα και η Ναράμια δεν συνερχόταν, τη σήκωσε στα χέρια και κατευθύνθηκε, βιαστικά, προς τον Μαύρο Πέλεκυ.

  Ευτυχώς, ακόμα αναπνέει. Άρα, είναι ζωντανή.

 

Επιστροφή

 



Copyright © Φανταστικός Ορίζοντας


Προτείνουμε να βλέπετε αυτό τον ιστοχώρο με ανάλυση οθόνης 1024 x 768