Κώστας Βουλαζέρης
Δαίμονες του Ουρανού
Το Παιχνίδι των Ράζλερ
Τόμος 6ος
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/koualanara
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons - http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
•Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή και μόνο.
•Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.
•Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους.
Περιεχόμενα
Ο Ουρανολίθινος Θρόνος
Εχθροί Ολόγυρα
Το Σύμβολο στο Χιτώνιο
Οδοιπορία και Προσευχή
Ένας Θάνατος, ένα Όνειρο, μια Ευθεία Συζήτηση, και μια Σκοτεινή Συνάντηση
Προαιώνιες Σήραγγες
Κρυφή Είσοδος
Μια Αιθέρια Παρουσία στο Παλάτι
Δύσκολη Επικοινωνία
Λογομαχία
Νυχτερινοί Εισβολείς
Σύγκρουση Μπροστά από τον Ουρανολίθινο Θρόνο
Κάποιος Πέθανε. . .
Δεύτερο Θαύμα
Συνάντηση
Οκτάγωνη Ψυχή
Εκβιασμός
Οι Κρυμμένες Δυνάμεις Παρατάσσονται
Εξέγερση Κατά της Εξέγερσης
Ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ
Επίλυση
Η Εκλεκτή
Λυκοπαρμένη
Για την Προστασία της Βόλγκρεν
Επιστροφή στα Σιωπηλά Δάση των Λύκων
Μαύρες Σκέψεις
Αγάπη και Μίσος
Μια Μυστική Επιχείρηση
Απαγωγή
Η Φυλακή των Κυμάτων
Αντικαταστάτης
«Ένα μέρος του είναι ακόμα ζωντανό»
Άνθη και Λίθοι
Ξεφάντωμα
Ο Στρατός της Βασίλισσας
Κυνήγι
Εξαφανίσεις
Διαπραγματεύσεις
Η Αρχή ενός Πολέμου
Η Σήραγγα
Σχέδιο Μάχης (Και Αποτελέσματα)
Ο Τύραννος
Στη Μεταλλασσόμενη Ήπειρο
Έλμας
Αίσθηση Δέους
Συναρπαστικές Έρευνες
Κατάσκοπος
Ταχυπομπός από το Νόρβηλ
«Άρχοντά μου, έχω ταλέντο!»
Βιβλιοθήκη
Βασιλικές Διαταγές· Τελείωσε η Επανάσταση
Ταξιδεύοντας στη Στοιχειωμένη Χώρα
Η Τριπλή Φωνή
Ανάρρωση
Κρυμμένοι Πιστοί
Μυστηριώδης Επισκέπτης
Εναλλακτική Λύση
Στο Κατόπι της Αρχόντισσας Κερλάνα
Η Σκιά του Πολέμαρχου
Απειλές
Απαγωγές
Για τη Ζωή Δύο Παιδιών
Ο Κρεμασμένος
Ένα Κρυμμένο Αφτί, μια Οργισμένη Αρχόντισσα
Μια Παράνομη Νομιμοποίηση· μια Απρόσμενη Άφιξη
Το Βουητό των Νεκρών
Ιερή Κρυψώνα
Αναμνήσεις Πολέμου
Οι Τρεις Σκιές
Προδότης
Σαρενθία
Οι Δυνάμεις στο Εσωτερικό της Έλμας
Ο Πόλεμος στο Νότο
Το Πέρασμα του Δαιμονικού Ανέμου
Εμφανίσεις και Εξαφανίσεις
Ίχνη
Σε Αδιέξοδο
Εμπιστοσύνη
Προετοιμασίες για το Βράδυ
Νύχτα Προδοσίας
Νύχτα Θαυμάτων
Πυρπόληση
Απόβαση
Υπόγεια Επίθεση
Σύγκρουση στο Σκοτάδι
«Ετούτη η νύχτα ανήκει στον Πολέμαρχο»
Εκκένωση
Το Όραμα
Ο Πολέμαρχος Πλέει Νότια
Στο Παλάτι της Σάργκμον
Ο Τρίτος Καβαλάρης
Ο Μαύρος Ύπνος
Απώλειες
Κηδεία
Μπροστά από το Θρόνο της Έλμας
Οι Φλέβες Μέσα στους Καθρέφτες
Η Επιστροφή των Νικητών
Η Καρδιά του Κόσμου
Έρευνα
Ταξίδι
Η Νελβόρια Βιβλιοθήκη
Ανακάλυψη, Μέθοδος, και Πηγή Ενέργειας
Το Τριαντάφυλλο
Η Πεινασμένη Σφαίρα
Οι Θεοί Χωρατεύουν
Οι Καθρέφτες και η Δίνη
Ένα Αβέβαιο Σχέδιο Δράσης· Νέα από τους Αρχέτοπους
Τα Πλοκάμια
Αρχετοπικά Συναπαντήματα
Πάνω από τα Πεινασμένα Στόματα
Ο Στρατός της Οντον’γκόκι
Στην Καρδιά του Κόσμου
Ο Χρόνος Επιστρέφει
O Πρίγκιπας Ζάρναβ εξακολουθούσε να στέκεται μπροστά από το παράθυρο, κοιτάζοντας κάτω, το δρόμο όπου η σύζυγός του, Έπαρχος-Κεντροφύλαξ Φερνάλβιν, υποτίθεται πως θα εμφανιζόταν, μαζί με τους εχθρούς. Οι πρώτες αχτίδες του πρωινού φωτός έπεφταν τώρα στη Νουάλβορ, και εκείνη δεν είχε ακόμα εμφανιστεί…
Κάτι κακό της συνέβη… κάτι πολύ κακό…
Ο Ζάρναβ πίεσε τη γροθιά και το μέτωπό του επάνω στον τοίχο. Της είχα πει να μην πάει! Της το είχα πει!
Ήταν, τουλάχιστον, ο Άνγκεδβαρ καλά; Είχε η Φερνάλβιν καταφέρει το σκοπό της; Είχε ελευθερώσει το γιο τους από τα χέρια αυτών των καθαρμάτων; Ο Ζάρναβ το ήλπιζε –το ήλπιζε όσο τίποτα στον κόσμο· γιατί έτσι η θυσία της συζύγου του δε θα πήγαινε χαμένη.
Ήταν, όμως, η Φερνάλβιν νεκρή; Την είχαν σκοτώσει, ή την είχαν φυλακίσει κι αυτήν; Μονάχα ένας άνθρωπος –αν μπορούσε κανείς να τον αποκαλέσει άνθρωπο– είχε την υπερφυσική ικανότητα ν’απαντήσει σ’ετούτη την ερώτηση· και ο Ζάρναβ τον απεχθανόταν. Διότι, εν μέρει, εξαιτίας του είχαν συμβεί όλ’αυτά.
Συμφώνησες, Φανλαγκόθ! Συμφώνησες να πάει να τους συναντήσει! Και τώρα πού είσαι; Κάπου κρυμμένος, ως συνήθως…
Τη νύχτα, όταν ο Ζάρναβ έβλεπε πως η σύζυγός του δεν επέστρεφε, ήταν έτοιμος να επισκεφτεί τον καταραμένο μάντη, στον Πύργο των Ξένων· η Λιόλα, όμως, τον είχε συγκρατήσει.
«Περίμενε, θείε!» του είχε πει, μοιάζοντας σχεδόν εκνευρισμένη μαζί του, σα να μη μπορούσε να κατανοήσει την ανησυχία του! «Μην είσαι βιαστικός. Θα υπάρχει λόγος που καθυστέρησε η Φερνάλβιν. Είμαι βέβαιη ότι θα έρθει.»
Δεν είχε έρθει, όμως. Ήταν τώρα πρωί και δεν είχε έρθει.
Και είμαι ο μόνος που ακόμα στέκεται εδώ και την περιμένει, σκέφτηκε ο Ζάρναβ, σηκώνοντας το κεφάλι του από τον τοίχο και κοιτώντας μέσα στο δωμάτιο. Ο μόνος, πέραν από μερικούς βαλλιστροφόρους στρατιώτες…
Φανλαγκόθ… έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δύο!
Σφίγγοντας τις γροθιές του, εγκατέλειψε το δωμάτιο. Διέσχισε το δαιδαλώδες Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων και πήγε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, όπου, εκτός από τους φρουρούς και κάποιους υπηρέτες, βρίσκονταν μόνο η Λιόλα και ο Νόρβορ, καθισμένοι σ’ένα ξύλινο τραπέζι. Ο καθένας είχε μπροστά του μια κούπα καφέ, ενώ ανάμεσά τους υπήρχε μια πιατέλα με κουλουράκια κι άλλα ελαφριά γλυκίσματα. Τα πρόσωπά τους έδειχναν την αϋπνία και την ανησυχία τους. Τα μάτια τους ήταν γεμάτα με ενοχή, καθώς στράφηκαν στον θείο τους.
Κι οι δυο καταλάβαιναν πως η Φερνάλβιν δεν είχε παρουσιαστεί ακόμα· ήταν φανερό, από την οργισμένη όψη του Ζάρναβ. Αν η Έπαρχος είχε εμφανιστεί, τότε εκεί θα μπορούσαν να δουν μονάχα ανακούφιση.
Ο Νόρβορ ένιωθε ένα μεγάλο κενό στο στομάχι του, το οποίο κενό είχε πεινασμένες διαθέσεις· έμοιαζε να θέλει να ρουφήξει όλο το υπόλοιπό του σώμα, να το κάνει να χαθεί. Ο νεαρός Πρίγκιπας είχε τη δυσοίωνη αίσθηση ότι ο Οίκος των Γάθνιν καταστρεφόταν· το ένα μετά το άλλο, τα μέλη της βασιλικής οικογένειας σκοτώνονταν –όπως ο πατέρας του, ο Βασιληάς Άργκελ–, κακοποιούνταν ανεπανόρθωτα –όπως η θεία Νιρκένα–, ή χάνονταν –όπως η Φερνάλβιν, η οποία, βέβαια, ανήκε στους Γάθνιν μόνο εξ αγχιστείας, αλλά κανείς δεν έπαυε να τη θεωρεί πολύ στενό συγγενή, και όλοι την αγαπούσαν.
Η Λιόλα, σε αντίθεση με τον αδελφό της, δεν είχε τις σκέψεις της στραμμένες στα του Οίκου τους γενικότερα, αλλά στα του Ζάρναβ και του Φανλαγκόθ ειδικότερα. Ανησυχούσε για το τι μπορεί να έκανε ο θείος της, ύστερα από αυτό που είχε συμβεί. Και το γεγονός ότι εκείνη ήταν τώρα Βασίλισσα σήμαινε ότι θα έπρεπε να τον συγκρατήσει, αν και γνώριζε πως είχε το δίκιο του. Πατέρα, γιατί έπρεπε να πεθάνεις και να μ’αφήσεις με όλ’αυτά τα προβλήματα;…
«Θέλω να τον δω, τώρα!» δήλωσε ο Ζάρναβ, σταματώντας αντίκρυ της Λιόλα και του Νόρβορ. «Αλυσοδεμένο!»
«Θείε, σε παρακαλώ…» είπε η Βασίλισσα, χωρίς να χρειάζεται να ρωτήσει σε ποιον αναφερόταν ο Ζάρναβ· και εκείνη και ο αδελφός της καταλάβαιναν.
«Συμφώνησε να στείλουμε τη Φερνάλβιν μέσα σ’αυτά τα καθάρματα, ενώ γνώριζε!»
«Δεν γνώριζε–»
«Δεν γνώριζε; Τότε, τι μάντης είναι;» φώναξε ο Ζάρναβ.
«Όπως κι εκείνος μας εξήγησε, και όπως κι εγώ η ίδια ξέρω, από τις παλιές μου εμπειρίες μαζί του, ο Φανλαγκόθ δεν μπορεί να προβλέψει τα πάντα. Υποθέτει ότι τα πράγματα θα ακολουθήσουν τον πιο πιθανό δρόμο· αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δεν μπορούν να συμβούν και απρόοπτα –λιγότερο πιθανές καταστάσεις.»
«Δε σε καταλαβαίνω! Μιλάς σαν αυτόν!»
«Αν ηρεμούσες και καθόσουν, θα με καταλάβαινες.»
Ο Ζάρναβ δεν κάθισε· ούτε φάνηκε να ηρεμεί. «Γιατί τον υπερασπίζεσαι, Λιόλα; Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος;»
«Δεν τον υπερασπίζομαι· απλά, σου λέω την αλήθεια.»
«Θα τον καλέσεις εδώ, ή θα πάω να τον βρω στο δωμάτιό του;»
«Θα τον καλέσω,» είπε η Λιόλα, και πρόσταξε έναν φρουρό να ειδοποιήσει τον Ράζλερ.
Ο Ζάρναβ, τότε, κάθισε, και μια υπηρέτρια τού πρόσφερε μια κούπα καφέ.
«Μην κάνεις φασαρία τώρα,» του είπε η Λιόλα. «Σε παρακαλώ, θείε. Δε θα βγει τίποτα έτσι. Επιπλέον, ο Φανλαγκόθ θα μπορεί να μας εξηγήσει τι ακριβώς συνέβη και δεν εμφανίστηκε η Φερνάλβιν.»
«Το ξέρω.» Ο Ζάρναβ ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ του, νιώθοντας το ξερό του στόμα να υγραίνεται. «Γιαυτό ήθελα να τον δω και χτες βράδυ…» Της έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα.
«Δε θα είχε διαφορά,» αποκρίθηκε εκείνη.
Ποτέ δεν υποχωρεί από τις απόψεις της, ακριβώς όπως κι ο Άργκελ, σκέφτηκε ο Ζάρναβ, κουνώντας σιωπηλά το κεφάλι. Κι οι δυο τους τόσο ξεροκέφαλοι…
Κι έτσι, περίμεναν να έρθει ο Ράζλερ.
Η Λιόλα έπινε τον καφέ της ήρεμα, προσπαθώντας να διατηρεί την ψυχραιμία της, γιατί, αν η Βασίλισσα δε διατηρούσε την ψυχραιμία της, τότε όλα θα κατέρρεαν, αργά ή γρήγορα, πίστευε.
Ο Ζάρναβ ήταν εκνευρισμένος, καθώς περίμενε τον Φανλαγκόθ, και δεν ήξερε αν ο εκνευρισμός του προερχόταν από την αδημονία του να έρθει ο Ράζλερ και να του πει τι είχε συμβεί στη Φερνάλβιν, ή από την οργή του προς τον μάντη, ο οποίος είχε συναινέσει να τη στείλουν στο στόμα του δράκου.
Αποκλείεται να την έχουν σκοτώσει, σκεφτόταν ο Νόρβορ. Δεν τους συμφέρει ο θάνατός της. Θα την κράτησαν αιχμάλωτη, μαζί με τον Άνγκεδβαρ. Ίσως, μάλιστα, να προσπαθήσουν να μας εκβιάσουν, τώρα που τους έχουν και τους δύο…
Ένας στρατιώτης μπήκε, βιαστικά, στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου. «Βασίλισσά μου!» είπε, υποκλινόμενος. «Οι εχθροί μας είναι έξω απ’το παλάτι. Έχει συγκεντρωθεί στρατός. Σας ζητούν ν’ανοίξετε τις πύλες και να παραδοθείτε.»
Η Λιόλα αισθάνθηκε να μουδιάζει, αλλά σηκώθηκε όρθια, όπως επίσης κι ο Νόρβορ και ο Ζάρναβ. «Μπορείς να τους πεις ότι ο Οίκος των Γάθνιν δεν πρόκειται να παραδοθεί,» αποκρίθηκε.
Και σχεδόν συγχρόνως, ο αδελφός της ρώτησε: «Ανέφεραν καθόλου την Έπαρχο Φερνάλβιν και τον Άρχοντα Άνγκεδβαρ;»
«Όχι, Πρίγκιπά μου,» είπε ο στρατιώτης.
«Πόσοι είναι;» θέλησε να μάθει η Λιόλα.
«Δεν έχουμε ακριβή εκτίμηση, Μεγαλειοτάτη. Αλλά μπορείτε να δείτε τους μαχητές τους από οποιοδήποτε παράθυρο του παλατιού. Μας έχουν περιτριγυρίσει.»
Η Λιόλα διέσχισε την τεράστια αίθουσα, με τον Νόρβορ και τον Ζάρναβ στο κατόπι της, και έφτασε μπροστά σ’ένα παράθυρο. Από κάτω της, ατένισε τους στρατιώτες της Αδελφότητας της Ελευθερίας να συγκεντρώνονται σαν τα μυρμήγκια, από κάθε δρόμο κι από κάθε σοκάκι. Η Οδός των Μεγαλειωδών Σκιών ήταν γεμάτη από δαύτους, κι εκτός από τους ανθρώπους, κάρα έμοιαζαν να έρχονται… ή, όχι κάρα· πολιορκητικές μηχανές. Σκοπεύουν να ρίξουν το παλάτι και να μας αφανίσουν…
Ανάμεσα στους πολεμιστές, οι οποίοι πρέπει να ήταν στρατιώτες από τα φρουραρχεία της πόλης, η Λιόλα μπορούσε να δει και μερικούς έφιππους σημαιοφόρους, που πάνω στα λάβαρά τους είχαν κεντημένο ένα καινούργιο σύμβολο: μια σιδερένια γροθιά μέσα σ’έναν πορφυρό ρόμβο. Το έμβλημα της Αδελφότητας της Ελευθερίας, σίγουρα.
Και πόσοι είναι οι μαχητές τους; Η Λιόλα προσπάθησε να τους υπολογίσει, με το βλέμμα. Δύο χιλιάδες; Τρεις; Το παλάτι μπορούσε να αμυνθεί· μπορούσε να κρατήσει. Δεν ήταν εύκολο κανείς να εισβάλει στους λαβυρινθώδεις Δεκαεννέα Πύργους.
«Μα τους θεούς…!» μουρμούρισε ο Νόρβορ, πλάι της. «Θα προλάβει ο θείος Ήλμον να έρθει, Λιόλα;»
«Θα προλάβει,» αποκρίθηκε εκείνη, αν και δεν αισθανόταν και τόσο βέβαιη. «Δε θα ηττηθούμε έτσι απλά.» Στράφηκε στον στρατιώτη που της είχε φέρει τα νέα, ο οποίος στεκόταν μερικά βήματα πιο πίσω. «Ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ έχει ειδοποιηθεί;»
«Νομίζω, Μεγαλειοτάτη. Κάποιος πρέπει να τον ειδοποίησε…»
«Βρες τον,» πρόσταξε η Λιόλα, «και πες του ότι διατάζω επίθεση από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια. Με βέλη, φωτιά, και ό,τι άλλο έχουμε. Διατάζω να χτυπήσουμε τον εχθρό, προτού μας χτυπήσει εκείνος.
»Οι δράκαρχοι έχουν ειδοποιηθεί;»
«Δεν ξέρω, Βασίλισσά μου.»
«Να τους ειδοποιήσετε κι αυτούς, αμέσως.»
«Μάλιστα.» Ο στρατιώτης υποκλίθηκε και έφυγε.
*
Η Φερνάλβιν στεκόταν στις επάλξεις του Βόρειου Φρουραρχείου και κοίταζε το στρατό που συγκεντρωνόταν από κάτω, περιτριγυρίζοντας το οικοδόμημα. Οι άνθρωποι που έβλεπε φορούσαν πανοπλίες και κράνη και κουβαλούσαν όπλα και ασπίδες, μα δεν ήταν όλοι τους στρατιώτες. Η Έπαρχος το καταλάβαινε από τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν, άτακτα, σαν όχλος. Κατά πάσα πιθανότητα, επρόκειτο για ανθρώπους από τη Δυτική Περιφέρεια, ανθρώπους αυτού του Χεριού, που ήταν και Αρχιερέας του Ναού του Σάλ’γκρεμ’ρωθ εκεί. Η Φερνάλβιν ποτέ δε θα έστελνε τέτοιου είδους «πολεμιστές» να πολιορκήσουν ούτε μια καλύβα, γιατί μονάχα με μία μέθοδο θα μπορούσαν να το καταφέρουν: με το πλήθος τους. Οι υπερασπιστές θα σκότωναν και θα σκότωναν και θα σκότωναν τόσους πολλούς, που, στο τέλος, αναπόφευκτα, θα κουράζονταν και οι υπόλοιποι θα τους κατέκλυζαν και θα τους κατέσφαζαν. Το Χέρι δεν πρέπει να σέβεται καθόλου εκείνους που το υπηρετούν.
«Έπαρχε,» είπε ο Διοικητής Έντμιρ, που στεκόταν πλάι της, «το ξέρω ότι, έχοντας στο πλευρό μου μία από τις καλύτερες στρατηγούς του Βασιλείου, δε θα έπρεπε να φοβάμαι, αλλά, δυστυχώς, φοβάμαι… Φοβάμαι ότι δε θα μπορέσουμε να κρατήσουμε.»
Η Φερνάλβιν κούνησε το κρανοφόρο της κεφάλι. «Θα μπορέσουμε. Δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι στα τρόφιμα που διαθέτουμε εδώ μέσα. Για πόσες ημέρες πιστεύεις ότι θα μας φτάσουν;»
«Λίγες…» παραδέχτηκε ο Έντμιρ. «Το φρουραρχείο δεν είναι σχεδιασμένο για πολιορκίες. Δέκα ημέρες, ίσως, αν κάνουμε μικρή κατανάλωση.»
«Τότε, θα κάνουμε όσο πιο μικρή κατανάλωση μπορούμε.»
«Έπαρχε,» ρώτησε, διστακτικά, ο Έντμιρ, «πείτε μου ειλικρινά: θεωρείτε ότι υπάρχει ελπίδα; Εννοώ, γενικότερα.»
«Ναι,» είπε η Φερνάλβιν, «υπάρχει. Και είναι ο Ζάνμελ. Υποσχέθηκε ότι θα μας βοηθήσει.»
Ο Έντμιρ ένευσε, αλλά η όψη του –την οποία η Έπαρχος μπορούσε να δει με τις άκριες των ματιών της, καθώς είχε το βλέμμα της στραμμένο στους εχθρούς– φανέρωνε πως δεν εμπιστευόταν και τόσο τον δολοφόνο.
«Να προσφέρω μια συμβουλή, αν μου επιτρέπετε;»
Η Φερνάλβιν και όλοι όσοι στέκονταν γύρω της –ο Έντμιρ, η Ζιάθραλ, ο Άνγκεδβαρ, η Ηλφίρα, και η Κάρλα– στράφηκαν, για να δουν τον Νάδμαρ, τον ξάδελφο του Επόπτη, να πλησιάζει. Ήταν ντυμένος για μάχη, με έναν προσωπικό συνδυασμό πανοπλίας, όπλων, και ρούχων. Στον κορμό του φορούσε αλυσιδωτό θώρακα, αλλά τα χέρια του ήταν γυμνά, εκτός από ένα ζευγάρι μαύρα, πέτσινα περικάρπια. Στους βραχίονές του ήταν δεμένα θηκάρια με ξιφίδια. Το κάτω μέρος του σώματός του κάλυπτε ένα καφετί, δερμάτινο παντελόνι, κι επάνω στις ψηλές του μπότες ήταν δεμένες φολιδωτές περικνημίδες. Από τη ζώνη του κρεμόταν ένα μακρύ ξίφος και πολλά ξιφίδια και μικρά βέλη. Το κράνος του δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ατσάλινη περικεφαλαία, με σκληρά δερμάτινα τμήματα στη δεξιά κι αριστερή μεριά του προσώπου.
Η Φερνάλβιν αχνομειδίασε, σκεπτόμενη: Να ένας άνθρωπος που επιβάλλει την προσωπική προτίμηση στον εξοπλισμό του. Στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ είχε συναντήσει τέτοιους τύπους· ήταν οι πολεμιστές που, αν τους έντυνες σαν τους υπόλοιπους στρατιώτες, μάχονταν από άσχημα έως απαίσια. Αν, όμως, τους άφηνες να εξοπλιστούν όπως εκείνοι ήθελαν, μάχονταν όσο δέκα άλλοι. Στην αρχή, δεν το γνώριζε αυτό, και δεν επέτρεπε σε κανέναν μέσα στο στρατό της να εξοπλίζεται διαφορετικά από τους υπόλοιπους· αλλά, μετά, το έμαθε, κι άρχισε να χρησιμοποιεί τους… διαφορετικούς της στρατιώτες εκεί όπου μπορούσαν να της φανούν περισσότερο χρήσιμοι. Τους ονομάτιζε «ειδικές μονάδες», ασφαλώς, γιατί μέσα σ’ένα στράτευμα πρέπει πάντοτε να υπάρχει πειθαρχεία· δε θα ήταν καλό για τη φήμη της –ούτε για το ηθικό των πολεμιστών της– να διαδοθεί ότι άφηνε τον καθένα να κάνει ό,τι ήθελε.
«Σ’ακούμε,» είπε η Φερνάλβιν στον Νάδμαρ.
«Το Χέρι νομίζω ότι θα βάλει τους μαχητές του να μας επιτεθούν υπογείως, δηλαδή από τους υπονόμους. Αυτοί που έχουν συγκεντρωθεί απέξω» –έκανε μια χειρονομία προς τους εν λόγω στρατιώτες– «δεν είναι παρά ένας αντιπερισπασμός. Θα πρότεινα, λοιπόν, να φρουρούμε όλα εκείνα τα σημεία όπου μπορεί κάποιος να μπει στο φρουραρχείο μέσω των υπονόμων.»
«Δεν υπάρχουν τόσο μεγάλα ανοίγματα,» είπε ο Έντμιρ.
«Δε χρειάζεται να υπάρχουν. Οι εχθροί μας θα σκάψουν και θα βγάλουν τις πλάκες από τη θέση τους,» εξήγησε ο Νάδμαρ.
«Μάλιστα,» είπε η Φερνάλβιν. «Πρέπει, λοιπόν, να προφυλάξουμε όλα τα μέρη κάτω από τα οποία περνάει ο υπόνομος.»
Ο Νάδμαρ κατένευσε.
«Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα.»
Μια φωνή αντήχησε από την Οδό Κάρων: «Διοικητή Έντμιρ! Έπαρχε Φερνάλβιν!»
Γνωρίζουν, λοιπόν, ότι είμαι εδώ, σκέφτηκε η Κεντροφύλαξ της Έριγκ, καθώς έστρεφε τη ματιά της στον άντρα που είχε φωνάξει. Είδε έναν ιππέα, ντυμένο στα μαύρα, ο οποίος φορούσε προσωπείο… ένα προσωπείο που έμοιαζε με κρανίο (!). Τι γελοιότητες είν’αυτές; Σε τι αποσκοπεί; Να μας τρομάξει;
«Παραδοθείτε!» συνέχισε ο καβαλάρης. «Παραδοθείτε και δε θα πάθετε κακό! Σας έχουμε περικυκλώσει· κανένας από εσάς δεν μπορεί να βγει και κανένας δεν μπορεί να μπει στο Βόρειο Φρουραρχείο! Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε, μέχρι να πεθάνετε της πείνας!»
Έχει δίκιο σ’αυτό, έπρεπε να παραδεχτεί η Φερνάλβιν. Ο εχθρός δε βιαζόταν. Είχε καθαρά το πάνω χέρι. Ή έτσι νόμιζε…
«Παραδοθείτε! Γλιτώστε από την αχρείαστη οδύνη!»
…γιατί δεν ήξερε τα σχέδια του Ζάνμελ… του Ζάνμελ και των συμμάχων του, όποιοι κι αν ήταν αυτοί.
«Ανοίξτε την πύλη του φρουραρχείου και βγείτε ήσυχα!»
Ο Έντμιρ ύψωσε τη βαλλίστρα του και έριξε. Το βέλος πέτυχε έναν στρατιώτη στον αριστερό ώμο, κι εκείνος κατέρρευσε, ουρλιάζοντας. Αμέσως, οι τοξότες του εχθρού άρχισαν να βάλλουν κατά του Επόπτη, της Φερνάλβιν, και των υπόλοιπων, που γονάτισαν πίσω απ’τις επάλξεις.
«Αυτό δεν ήταν αναγκαίο,» είπε η Έπαρχος στον Έντμιρ.
«Όπως επιθυμείτε!» φώναξε ο καβαλάρης. «Πόλεμο θα έχετε! Αλλά να ξέρετε πως, όταν ετούτη η πολιορκία τελειώσει, όλοι σας θα εκτελεστείτε!» Στράφηκε και έφυγε, καλπάζοντας.
«Καλύτερα να πάμε μέσα,» είπε η Φερνάλβιν, «και να φροντίσουμε για τη φρούρηση των σημείων που πρότεινε ο Νάδμαρ.»
Ο Έντμιρ κατένευσε, και κατέβηκαν τις πέτρινες σκάλες.
*
Η όψη του Ζάρναβ είχε αλλάξει, όταν είδε τον στρατό έξω από το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων: από άγρια είχε γίνει ανήσυχη· τώρα, όμως, καθώς αντίκριζε τον Φανλαγκόθ να μπαίνει στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, μαζί με τον βοηθό του, Σέρκιλ, η όψη του Πρίγκιπα πήρε ξανά την αρχική της αγριάδα.
«Πού βρίσκεται η σύζυγός μου, Ράζλερ;» απαίτησε ο Ζάρναβ.
«Είναι ασφαλής.»
«Ασφαλής; Έπρεπε να μας είχες προειδοποιήσει γι’αυτ–!»
«Πρίγκιπα Ζάρναβ, σας είχα πει πως τίποτα δεν είναι βέβαιο, όταν φτάνει κανείς σε σταυροδρόμια, δε σας το είχα πει; Θα ήθελες τώρα να μάθεις πού βρίσκεται η Έπαρχος Φερνάλβιν, ή όχι;»
Ο Ζάρναβ στεκόταν μπροστά απ’τον Ουρανολίθινο Θρόνο, όπου καθόταν η Λιόλα, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της και κοιτάζοντας τους συμβούλους, τους αξιωματικούς, και τους ευγενείς που είχαν συγκεντρωθεί και που συγκεντρώνονταν στην αίθουσα. Ο Νόρβορ ήταν καθισμένος στα δεξιά του θείου του, σε μια πολυθρόνα, και συζητούσε με την Ασριτέλα, τη μεγάλη κόρη του Έπαρχου Άρδαν, της Μπένριγκ.
«Δε χρειάζεται ερώτηση γι’αυτό,» αποκρίθηκε ο Ζάρναβ στον Φανλαγκόθ. «Πού είναι η Φερνάλβιν;»
«Στο Βόρειο Φρουραρχείο, το οποίο, μάλιστα, έχει εξεγερθεί κατά της εξέγερσης.»
«Πότε έγινε αυτό;» παρενέβη η Λιόλα.
«Πριν από δύο ημέρες,» εξήγησε ο Φανλαγκόθ. «Σας το είχα πει ότι αθέατες δυνάμεις δουλεύουν υπέρ σας…»
«Και πώς βρέθηκε η Φερνάλβιν στο Βόρειο Φρουραρχείο;» ρώτησε ο Ζάρναβ.
«Κάποιος ο οποίος είναι με το μέρος σας την παρακολουθούσε, καθώς ερχόταν σε επαφή με τους εχθρούς σας. Τους είδε να την πηγαίνουν προς τη βόρεια πύλη και τους ακολούθησε. Εκεί οι μισοί σταμάτησαν και είπαν στη Φερνάλβιν να περιμένει· οι άλλοι μισοί έφυγαν, για να φέρουν τον Άνγκεδβαρ και την πολεμίστρια Ηλφίρα. Ο άνθρωπος που είναι με το μέρος σας περίμενε και, όταν τους είδε να επιστρέφουν, έπραξε… ασύνετα, ας το πούμε, θέλοντας να σκοτώσει κάποια πρόσωπα. Επιτέθηκε, και μια σύντομη συμπλοκή ακολούθησε, ύστερα από την οποία η Φερνάλβιν και οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στο Βόρειο Φρουραρχείο. Είστε τυχεροί που κατάφερα να τα μάθω όλ’αυτά, γιατί η επιρροή του αδελφού μου, Νουτκάλι, έχει αυξηθεί πολύ σε τούτα τα μέρη, και οι δυνάμεις του μου στέκονται εμπόδιο· θολώνουν το χρονικό πλέγμα, όπως η ομίχλη θολώνει έναν ήδη μπερδεμένο δασότοπο.»
«Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που μας βοηθά;» ρώτησε η Λιόλα. «Αυτός που είναι με το μέρος μας. Τον γνωρίζουμε;»
«Τον γνωρίζετε,» είπε ο Φανλαγκόθ, «αν και με άλλο όνομα. Τότε, λεγόταν Νεκρομέμνων.»
«Ο Νεκρομέμνων;» έκανε, έκπληκτη, η Πριγκίπισσα Νιρκένα, η οποία καθόταν κοντά στον Ουρανολίθινο Θρόνο, σιωπηλή, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τον πόνο μέσα στο κεφάλι της και να επικεντρωθεί στη συζήτηση. «Πού βρισκόταν τόσο καιρό;»
«Αυτό δεν έχει σημασία,» αποκρίθηκε ο Φανλαγκόθ. «Σημασία έχει ότι τώρα σας υποστηρίζει.»
«Μόνος του;» απόρησε η Λιόλα. «Δεν έχει καμία άλλη βοήθεια;»
«Έχει,» ένευσε ο Ράζλερ· «έχει βοήθεια. Αλλά δεν μπορώ να δω καθαρά τους συμμάχους του.»
Ο Ζάρναβ είχε καθίσει τώρα σε μια καρέκλα. Το γεγονός ότι η Φερνάλβιν κι ο Άνγκεδβαρ ήταν, προς το παρόν, ασφαλείς είχε καταλαγιάσει την ανησυχία του, καθώς και το θυμό του κατά του Φανλαγκόθ. Δεν είναι νεκροί, ούτε αιχμάλωτοι των εχθρών μας. Κι αυτό ήταν πάρα, μα πάρα, πολύ σημαντικό για εκείνον. Όλα τα υπόλοιπα που είχε πει ο Ράζλερ, σχετικά με τον Νεκρομέμνονα και τους άλλους συμμάχους, ο Ζάρναβ τα είχε ακούσει σαν μέσα σε όνειρο, μη δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή.
Καθώς, όμως, ο ένας του φόβος καταλάγιαζε, ένας δεύτερος γεννιόταν: Για πόσο θα ήταν η σύζυγος και ο γιος του ασφαλείς στο Βόρειο Φρουραρχείο; Οι εξεγερθέντες θα τους επιτίθονταν από παντού!
«Φανλαγκόθ,» είπε, διακόπτοντας τη συζήτηση του Ράζλερ με τους άλλους, «πρέπει να χρησιμοποιήσεις τον ουρανόλιθο, για να φέρεις τη Φερνάλβιν και τον Άνγκεδβαρ εδώ.»
«Θα μας χρειαστεί η δύναμη του ουρανόλιθου για άλλους λόγους, Πρίγκιπα Ζάρναβ,» αντιγύρισε εκείνος. «Όπως για να αντιμετωπίσουμε το στρατό που έχει συγκεντρωθεί γύρω από το παλάτι.»
«Μπορείς να διώξεις το στρατό, με τη μαγεία σου;» ρώτησε ο Νόρβορ, συνοφρυωμένος. Είχε πάψει να συζητά με την Ασριτέλα και είχε στρέψει τη ματιά του στον Ράζλερ.
«Μπορώ να τους τρομάξω,» εξήγησε ο Φανλαγκόθ. «Είμαι βέβαιος πως η αντίδρασή τους θα είναι, μάλλον… σπασμωδική, όταν δουν φωτιά να πέφτει από τον ουρανό.»
«Ελπίζω να μην κάψεις και την πόλη…» είπε η Λιόλα.
«Ορισμένες ζημιές, αναμφίβολα, θα γίνουν. Αλλά αυτό είναι τώρα που σε απασχολεί, Βασίλισσα Λιόλα, ή να κερδίσεις χρόνο; Οι καταπέλτες τους έχουν ήδη αρχίσει να χτυπάνε τους Δεκαεννέα Πύργους.» Ήταν αλήθεια, και δε χρειαζόταν να είναι κανείς μάντης για να το καταλάβει· όλοι τους μπορούσαν ν’ακούσουν τους κρότους.
Η Φάλμα, που είχε πρόσφατα ζήσει και την πολιορκία της Έριγκ, είχε χωθεί στην αγκαλιά του πατέρα της, κλείνοντας τ’αφτιά της με τις μικρές της γροθιές. Ο Δάρβαν αντιλαμβανόταν ότι ο θόρυβος δεν ήταν τόσο δυνατός όπως στην Έριγκ, μα η κόρη του πλέον τρόμαζε με το παραμικρό· εκείνες οι εφιαλτικές ημέρες την είχαν σημαδέψει για μια ζωή. Και όχι μόνο τη Φάλμα, συλλογίστηκε. Όλους μας. Απλά, οι μεγαλύτεροι μπορούμε και το αντιμετωπίζουμε πιο ψύχραιμα.
Η Ζιάθραλ πού να είναι τώρα, αλήθεια; Ευτυχώς που δε βρίσκεται στην πόλη· δεν της χρειαζόταν να ζήσει κι αυτή άλλη μία πολιορκία.
«Θα κάνεις, λοιπόν, ό,τι είναι να κάνεις;» ρώτησε η Λιόλα τον Φανλαγκόθ.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, με κάποιο δισταγμό. Το χέρι του πήγε μέσα στο σάκο με τα ουρανολίθινα θραύσματα, τον οποίο είχε συνέχεια κρεμασμένο επάνω του.
Αναρωτιέται αν η επιλογή του είναι συνετή, σκέφτηκε η Λιόλα. Ο ουρανόλιθος είναι κάτι το εξαιρετικά σπάνιο, και ο Φανλαγκόθ δε σκοπεύει να τον εξαντλήσει όλο μέσα σ’ένα χρόνο. Θέλει να τον κρατήσει για δεκαετίες· για αιώνες, ίσως. Η πάλη του, με τον αδελφό του και τον πατέρα του, δε θα τελειώσει σύντομα. Καταστρέφουν την Κουαλανάρα με το… «παιχνίδι» τους, οι μπάσταρδοι! Αισθάνθηκε ξαφνική οργή να τη γεμίζει, και κατάλαβε τον θείο της απόλυτα, ετούτη τη στιγμή. Δε μπορώ, όμως, να εναντιωθώ στους Ράζλερ· ειδικά τώρα. Τώρα ο Φανλαγκόθ μάς είναι απαραίτητος για να νικήσουμε –ή ίσως απλά για να επιβιώσουμε.
«Θέλω να με οδηγήσετε σ’ένα ψηλό παράθυρο, πάνω από την κεντρική πύλη του παλατιού,» είπε ο Ράζλερ.
«Εύκολο,» αποκρίθηκε η Λιόλα, καθώς σηκωνόταν από το θρόνο και κατέβαινε τα σκαλοπάτια του βάθρου. Το μακρύ, μεταξωτό της φόρεμα σερνόταν πίσω της, και το Στέμμα του Νόρβηλ –το Στέμμα των Χρυσών Κυμάτων, όπως το ονόμαζαν– γυάλιζε πάνω στο ξανθό της κεφάλι.
«Επιθυμείς να έρθεις μαζί μου, Βασίλισσα Λιόλα;» ρώτησε ο Φανλαγκόθ.
«Ναι.»
«Θα έρθω κι εγώ,» δήλωσε ο Νόρβορ, και σηκώθηκε. Η Ασριτέλα σηκώθηκε, επίσης, και τον ακολούθησε, καθώς εκείνος πλησίαζε την αδελφή του. Ο πατέρας της, ο Άρχων Άρδαν, της έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα, αλλά αυτή έκανε πως δεν το πρόσεξε. Όλο το παλάτι είχε παρατηρήσει ότι, τον τελευταίο καιρό, η μεγάλη κόρη του Έπαρχου της Μπένριγκ είχε γίνει σκιά του Πρίγκιπα, και αρκετές κακόγνωμες φήμες είχαν απλωθεί. Η Σαντάνρα είχε προειδοποιήσει τον Νόρβορ γι’αυτό, αλλά εκείνος έκρινε ότι ήταν ζήτημα ελάσσονος σημασίας, συγκριτικά με τα όσα περνούσε ο Οίκος του ετούτες τις δύσκολες ημέρες.
«Θα είναι ασφαλές, Φανλαγκόθ;» ρώτησε ο Ζάρναβ, κοιτάζοντας επιφυλακτικά τον Ράζλερ.
«Για τους εχθρούς μας, πιστεύω και εύχομαι πως όχι, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Και για τους φίλους μας;»
«Δε νομίζεις, φυσικά, πως θα έκανα κακό στη Βασίλισσα Λιόλα και στον Πρίγκιπα Νόρβορ…»
«Αν το κάνεις,» είπε ο Ζάρναβ, απειλητικά, «θα έχεις ξεπεράσει το όριο των όσων μπορείς να κάνεις και να εξακολουθούμε να μιλάμε πολιτισμένα…»
Η Λιόλα αγριοκοίταξε τον θείο της. Τα ίδια αρχίσαμε πάλι!
«Βασίλισσά μου,» είπε ένας διοικητής της παλατιανής φρουράς των Δεκαεννέα Πύργων, «θα επιθυμούσατε να σας συνοδέψουν και κάποιοι πολεμιστές μου;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Δε θα υπάρξει πρόβλημα.
»Φανλαγκόθ, έλα μαζί μου,» είπε, ξεκινώντας να βαδίζει και περνώντας ανάμεσα από τον κόσμο που ήταν συγκεντρωμένος στο κέντρο της απέραντης Αίθουσας του Ουρανολίθινου Θρόνου.
Ο Ράζλερ την ακολούθησε, όπως επίσης ο Νόρβορ, η Ασριτέλα, και –φυσικά– ο Σέρκιλ ο πειρατής, ο οποίος δεν άφηνε ποτέ το πλευρό του αφέντη του.
Η Βασίλισσα του Νόρβηλ τούς οδήγησε μέσα σε στριφτούς διαδρόμους και πάνω σε γυριστές σκάλες, ανεβάζοντάς τους σ’ένα δωμάτιο το οποίο, όταν ήταν παιδί, χρησιμοποιούσε για ν’απομονώνεται, επειδή ήταν μικρό, είχε ωραία θέα της πόλης, και κανείς δεν ερχόταν εδώ πλέον. Τώρα, καθώς άνοιγε την πόρτα, η Λιόλα αισθάνθηκε τις αναμνήσεις να την πλημμυρίζουν, κι ένα λεπτό μειδίαμα παιχνίδισε στα χείλη της.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, και το διέσχισε, για να πλησιάσει το κλειστό παράθυρο και να χαράξει τα πατζούρια. Απέξω, ατένισε τους πολιορκητές των Δεκαεννέα Πύργων, συναθροισμένους σαν τα ποντίκια. Ένας καταπέλτης έριχνε, εκείνη τη στιγμή, και η Βασίλισσα είδε τη σφαίρα του να κοπανά πάνω σ’έναν απ’τους πύργους του παλατιού της, εκτοξεύοντας κομμάτια πέτρας, αλλά μην προκαλώντας μεγάλη ζημιά. Θα χρειαστούν πολύ καιρό, αν σχεδιάζουν να μας καταστρέψουν κατ’αυτό τον τρόπο. Οι Δεκαεννέα Πύργοι έχουν αντέξει αιώνες κι αιώνες· δεν πέφτουν έτσι. Και τα μηχανήματα των εχθρών μας δε φαίνεται νάναι και τα καλύτερα.
«Παραμέρισε, Βασίλισσα Λιόλα,» είπε ο Φανλαγκόθ. «Και οι άλλοι μείνετε πίσω.»
Η Λιόλα υπάκουσε, και ο Ράζλερ ζύγωσε το παράθυρο, ανοίγοντας διάπλατα τα πατζούρια. Τράβηξε ένα ουρανολίθινο κομμάτι μέσα από το σάκο του και το κράτησε με το δεξί χέρι.
Εκεί όπου στέκεται είναι επικίνδυνο να τον χτυπήσει κανένας τοξότης, σκέφτηκε ο Νόρβορ. Όμως, προτού καλά-καλά ολοκληρώσει τη σκέψη του, είδε φως να τυλίγει τον Ράζλερ· τόσο δυνατό φως που, ύστερα από λίγο, ο Πρίγκιπας δεν μπορούσε να τον κοιτάζει. Ούτε η Λιόλα, ούτε η Ασριτέλα, ούτε ο Σέρκιλ. Έστρεψαν όλοι τα πρόσωπά τους στο πάτωμα, έκλεισαν τα βλέφαρα, και έβαλαν τα χέρια μπροστά τους, για ν’αντέξουν την ακτινοβολία.
Κάτω από τους Δεκαεννέα Πύργους, όμως, οι πολιορκητές ύψωσαν το βλέμμα τους, καθώς το πανίσχυρο φως τούς τράβηξε την προσοχή.
«Τι είν’αυτό;» φώναξε κάποιος.
«Μοιάζει με… με τη λάμψη των θεών!» ψέλλισε ένας άλλος.
«Οι Γάθνιν μάς έχουν ετ’μάσει κάποιο κόλπο,» είπε ένας διοικητής.
«Όχι!» Ένας στρατιώτης στένεψε τα μάτια του, προσπαθώντας να διακρίνει τι κρυβόταν μέσα στην ακτινοβολία. «Ένας ά’θρωπος είναι κει. Ένας ά’θρωπος!»
Τότε, ο «ά’θρωπος» μίλησε, με φωνή που τους φάνηκε τόσο δυνατή όσο και το φως του:
«ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ ΤΩΝ ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ ΠΥΡΓΩΝ, ΣΚΟΡΠΙΣΤΕΙΤΕ! ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΣΑΣ ΕΔΩ, ΕΞΟΡΓΙΖΕΤΕ ΑΠΑΝΤΕΣ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ, ΚΑΙ ΤΟΝ ΒΑΝΡΑΛ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ· ΔΙΟΤΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΦΕΡΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟ ΤΩΝ ΓΑΘΝΙΝ!
»ΣΚΟΡΠΙΣΤΕΙΤΕ, ΑΛΛΩΣ ΟΙ ΑΙΘΕΡΕΣ ΘΑ ΒΡΕΞΟΥΝ ΦΩΤΙΑ!»
Και οι πολιορκητές έπαψαν να πιστεύουν ότι η περίλαμπρη μορφή που ατένιζαν ήταν άνθρωπος· γιατί, τελειώνοντας τα λόγια του, ύψωσε το αριστερό χέρι και κρότος ήρθε από τον ανήλιαγο ουρανό, σαν χίλιες καταιγίδες να είχαν, αναπάντεχα, ξεσπάσει. Οι πολεμιστές κοίταξαν ψηλά και είδαν φλόγες να πέφτουν. Αμέσως, πανικός τούς κυρίευσε και έτρεξαν, άτακτα, προς τυχαίες κατευθύνσεις, προσπαθώντας να πάνε μακριά, όσο πιο μακριά μπορούσαν απ’το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων.
Οι πύρινες σφαίρες προσέκρουσαν στο έδαφος, προκαλώντας εκρήξεις, καταστρέφοντας πολιορκητικές μηχανές, ανατινάζοντας ανθρώπους, και βάζοντας φωτιά σε σώματα και οικοδομήματα.
Η φλογερή καταιγίδα δεν κράτησε για πολύ, αλλά ο τρόμος που προκάλεσε ρίζωσε.
Ο Φανλαγκόθ έκλεισε τα πατζούρια του παραθύρου και η ακτινοβολία έσβησε από γύρω του. Το δωμάτιο τυλίχτηκε πάλι στο σκοτάδι, το οποίο η Λιόλα, ο Νόρβορ, η Ασριτέλα, και ο Σέρκιλ βρήκαν ανακουφιστικό για τα μάτια τους.
Η Βασίλισσα άναψε ένα κερί, το οποίο ήξερε πού βρισκόταν (όπως επίσης και το τσακμάκι πλάι του) παρότι είχε χρόνια να έρθει εδώ. «Τι συνέβη;» ρώτησε. Είχε ακούσει μονάχα τα ουρλιαχτά και τις εκρήξεις· δεν είχε δει τίποτα: δεν μπορούσε να δει.
«Νομίζω ότι το σχέδιό μας πέτυχε,» είπε ο Φανλαγκόθ, ανοίγοντας τη δεξιά του γροθιά κι αφήνοντας τη σκόνη που είχε μείνει απ’το ουρανολίθινο κομμάτι να πέσει. «Αλλά με βαρύ κόστος,» πρόσθεσε, μουντά.
Τα νέα δεν άργησαν να απλωθούν σ’όλη την πόλη, σαν ορμητικός ποταμός. Ξεκινώντας από τους πολιορκητές γύρω απ’το παλάτι, που είδαν το θαύμα, μεταφέρθηκαν σ’ολόκληρη την Περιφέρεια Παλατιών (οι περισσότεροι από τους κατοίκους της οποίας είχαν ατενίσει τις φωτιές εξ αποστάσεως), στον Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ (όπου οι ιερείς απόρησαν με τούτο όσο είχαν απορήσει και με την εξαφάνιση του ήλιου, πριν από δέκα περίπου ημέρες), στην Κεντρική Περιφέρεια και στην αγορά, στη Βόρεια Περιφέρεια και στους πολιορκητές του Βόρειου Φρουραρχείου (οι οποίοι ταράχτηκαν από τα όσα άκουσαν), στην Πύλη του Γλάρου και, μετά απ’αυτήν, στη Νότια Περιφέρεια και στο λιμάνι, και, τέλος, στη Δυτική Περιφέρεια (όπου το Χέρι πληροφορήθηκε το γεγονός και κατάλαβε αμέσως ότι ετούτη πρέπει να ήταν δουλειά των Ράζλερ· αλλά ποιος ευθυνόταν; ο Φανλαγκόθ, που ήταν δηλωμένος εχθρός του, ή ο Νουτκάλι, που ίσως να τον είχε προδώσει;).
Ο Έπαρχος Κάβμαρ καθόταν σ’ένα σκιερό σημείο του Χαριτωμένου Χορευτή, όταν άκουσε για το θαύμα. Είχε την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο, και στο μικρό τραπέζι εμπρός του βρισκόταν μια κούπα ζεστό, αρωματικό τσάι. Φορούσε την κάπα του και είχε την κουκούλα σηκωμένη, για να κρατά το πρόσωπό του κρυμμένο, αφού κατάσκοποι του Λώντιρ τριγύριζαν παντού, ετούτες τις ημέρες. Στο στόμα του είχε μια ξύλινη, κοντή πίπα, την οποία κάπνιζε νωχελικά.
Η τραπεζαρία του πανδοχείου γέμισε φωνές και κινήσεις, όταν τα νέα έφτασαν. Ο Κάβμαρ, στην αρχή, δεν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο, αλλά, μετά από λίγο, κρυφάκουσε αρκετά για να μπορεί να βγάλει νόημα. Ο Φανλαγκόθ, σκέφτηκε. Ο Φανλαγκόθ πρέπει να το έκανε αυτό, χρησιμοποιώντας κάποιον από τους Γάθνιν. Αλλά τον παραξένευε το γεγονός ότι ο Ράζλερ είχε ξοδέψει τόση ουρανολίθινη ισχύ έτσι εύκολα. Από την άλλη, βέβαια, ίσως να είχε γι’αυτόν μεγάλη σημασία να κρατήσει το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων και τον Ουρανολίθινο Θρόνο, γιατί, αν τα έχανε, τότε θα τα αποκτούσε ο Νουτκάλι.
Όπως και νάχει, τούτη η κατάσταση μάς βολεύει ιδιαίτερα, νομίζω. Μπορεί να κάνει το σχέδιό μας περισσότερο αποτελεσματικό. Οι ίδιοι οι θεοί μπορούν να είναι μαζί μας…
Ο Ζάνμελ έπρεπε να μάθει τα νέα· κι επιπλέον, ο Κάβμαρ πίστευε πως ήταν πλέον ώρα να τον ξυπνήσει. Ο δολοφόνος είχε πέσει για ύπνο σαν νεκρός, χτες βράδυ, και, σίγουρα, χρειαζόταν να αναπληρώσει τις δυνάμεις του, όμως ο χρόνος κυλούσε, και όφειλαν, σιγά-σιγά, να βάζουν το σχέδιό τους σε εφαρμογή. Ο Έπαρχος σηκώθηκε από το τραπέζι και, βαδίζοντας κοντά στον τοίχο του πανδοχείου –για ν’αποφύγει τον υπερενθουσιασμένο κόσμο στο κέντρο της τραπεζαρίας–, ανέβηκε τη σκάλα και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του Ζάνμελ.
Χτύπησε την πόρτα συνθηματικά, όπως είχαν συμφωνήσει.
Η Αϊλρέηκ άνοιξε στο ελάχιστο, κοιτάζοντας από τη χαραμάδα. «Έπαρχε…»
«Να περάσω;»
«Περάστε.» Άνοιξε περισσότερο την πόρτα, αλλά όχι τελείως. «Ο Ζάνμελ κοιμάται, βέβαια. Να τον ξυπνήσω;»
Ο Κάβμαρ μπήκε στο δωμάτιο, και η Αϊλρέηκ έκλεισε πίσω του. Ο δολοφόνος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια κλειστά. Γύρω από τον τραυματισμένο του ώμο ένας επίδεσμος ήταν περασμένος. Χτες βράδυ, είχε κάνει πολύ πυρετό· δεν ήταν καθόλου καλά. Ο Έπαρχος ευχόταν μόνο να μπορούσε σήμερα να ξεκινήσει τη δουλειά τους.
«Πώς είναι;» ρώτησε την Αϊλρέηκ.
«Καλύτερα,» αποκρίθηκε ο Ζάνμελ, αιφνιδιάζοντάς τους και τους δύο. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι κλειστά. «Αν και το στόμα μου είναι ξερό σαν περγαμηνή.»
«Χαίρομαι που το ακούω,» είπε ο Κάβμαρ, καθίζοντας σε μια καρέκλα και βγάζοντας την κουκούλα του. «Το ότι είσαι καλύτερα, όχι το ότι αισθάνεσαι το στόμα σου ξερό σαν περγαμηνή.»
«Ήμουν βέβαιος πως θα χαιρόσουν, Έπαρχε…»
Η Αϊλρέηκ κάθισε στο κρεβάτι, δίπλα στο δολοφόνο.
«Από πού αρχίζουμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Ζάνμελ, συνεχίζοντας να έχει τα μάτια κλειστά.
«Νομίζεις ότι μπορείς;» είπε ο Κάβμαρ, που δεν ήθελε να έχουν παταγώδη αποτυχία από την πρώτη τους κιόλας προσπάθεια.
«Ναι.»
Είσαι, όμως, τρελός, σκέφτηκε ο Έπαρχος, και το έχεις αποδείξει. Είναι πραγματικό αυτό το «ναι»; Σημαίνει «ναι, μπορώ», ή «ναι, θέλω να το ριψοκινδυνέψω»; Ή, «ναι, δε μ’ενδιαφέρει για τη ζωή μου, έτσι κι αλλιώς»; Εκείνο που ο δολοφόνος είχε κάνει την προηγούμενη νύχτα ήταν άκρως παράτολμο. Δεν είχαν σχεδιάσει να επιτεθεί στους εξεγερθέντες. Ούτε ο Φανλαγκόθ τού το είχε ζητήσει αυτό (ή, τουλάχιστον, ο Ζάνμελ δεν είχε πει στον Κάβμαρ ότι ο Ράζλερ τού το είχε ζητήσει)· του είχε ζητήσει, μόνο, να προστατέψει την Έπαρχο Φερνάλβιν και να περιμένει να την πάνε ως το παλάτι. Ο Ζάνμελ είχε δράσει κατά βούληση, επειδή νόμιζε ότι είχε δει μια «ευκαιρία». Αναμφίβολα, ο Φανλαγκόθ θα ήταν πολύ θυμωμένος. Ή ίσως και να το περίμενε. Άλλωστε, δεν προέβλεπε το μέλλον; Ωστόσο, ήταν και το άλλο…
Όσο πιο απρόβλεπτος είναι κανείς, τόσο δυσκολότερο είναι να «δούμε» τις κινήσεις του, είχε πει ο Νουτκάλι στον Κάβμαρ· και ο Ζάνμελ ήταν, σίγουρα, απρόβλεπτος.
Αλλά όλα αυτά δεν είχαν άμεση σημασία. Σημασία είχε να μπορεί ο Έπαρχος να τον εμπιστευτεί, για να φέρει σε πέρας το σχέδιό του.
«Τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε ο δολοφόνος, παρατηρώντας ότι ο Κάβμαρ δεν είχε μιλήσει για κάμποση ώρα.
«Αν επέλεξα σωστά, όσον αφορά τον πρώτο μας στόχο.» Δεν έχω άλλον, όμως, για να κάνει τη δουλειά μου. Ο Ζάνμελ είναι ο μόνος, άρα πρέπει να βασιστώ επάνω του, θέλοντας και μη.
«Ποιος είναι;»
«Ένας σχετικά μικρός ευγενής, ο Σέλναρ ε Φίνγκωρ.»
«Πού μένει;» Ο Ζάνμελ εξακολουθούσε να έχει τα μάτια κλειστά.
«Στην Περιφέρεια Παλατιών, δυτικά του Καθεδρικού Ναού του Βάνραλ. Θα σου ετοιμάσω έναν πρόχειρο χάρτη.»
«Όχι,» είπε ο Ζάνμελ· «θα πάω να ρίξω μια ματιά ο ίδιος. Οι χάρτες ποτέ δε με βολεύουν· είναι μόνο η μισή αλήθεια για ένα μέρος.»
«Όπως επιθυμείς.»
Ο δολοφόνος άνοιξε τα μάτια και πήρε καθιστή θέση πάνω στο κρεβάτι.
«Θα πας τώρα;» τον ρώτησε η Αϊλρέηκ.
Εκείνος ένευσε.
«Δε σου είπα για το θαύμα, ακόμα,» είπε ο Κάβμαρ.
«Ποιο θαύμα;» Ο Ζάνμελ σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και βάδισε μες στο δωμάτιο, για να ξεμουδιάσει.
Ο Κάβμαρ τού μετέφερε όσα είχε ακούσει στην τραπεζαρία.
«Ο Φανλαγκόθ,» είπε ο Ζάνμελ, καθώς ντυνόταν.
Ο Κάβμαρ ένευσε. «Και η παρέμβασή του αυτή μας βοηθάει εξαιρετικά, όπως καταλαβαίνεις.»
«Ίσως να φταίει που αισθάνομαι σαν μεθυσμένος, Έπαρχε, αλλά, όχι, δεν καταλαβαίνω.»
«Οι δολοφονίες, όπως είπαμε, θα γίνουν προκειμένου να τρομάξουμε τους υπόλοιπους εξεγερθέντες και να τους εκβιάσουμε. Κι αυτό που έκανε ο Φανλαγκόθ μάς διευκολύνει, γιατί ο φόβος θα έχει ήδη πιάσει ρίζες μέσα τους. Επιπλέον, μπορούμε να πουλήσουμε το παραμύθι ότι είμαστε απεσταλμένοι των θέων.»
«Θα πρέπει κάποιος νάναι πολύ ηλίθιος, για να το πιστέψει αυτό.» Ο Ζάνμελ κάθισε στην τελευταία καρέκλα μέσα στο δωμάτιο, κι άρχισε ν’ακονίζει ένα του ξιφίδιο που είχε στομώσει.
«Όχι ύστερα από όσα είδαν όλοι τους,» διαφώνησε ο Κάβμαρ. «Φωτιά έπεσε από τον ουρανό. Εσύ δε θα είχες τρομοκρατηθεί;»
«Γνωρίζοντας για τους Ράζλερ και τον ουρανόλιθο, όχι. Ή, μάλλον, ναι· γιατί ο ουρανόλιθος από μόνος του, και οι ίδιοι οι Ράζλερ, είναι αρκετά τρομακτικοί. Αλλά, σίγουρα, δε θα πίστευα ότι πρόκειται για θεϊκή παρέμβαση.»
«Οι περισσότεροι από τους εξεγερθέντες, όμως, δεν γνωρίζουν τίποτα για τον Φανλαγκόθ και τη φαμίλια του, ούτε για τις δυνάμεις του ουρανόλιθου.»
«Το Χέρι δεν τους έχει ενημερώσει;»
«Απ’όσο ξέρω, όχι.»
«Θα μπορούσε να το κάνει τώρα…»
«Τώρα;» γέλασε ο Κάβμαρ. «Τώρα ποιος θα τον πιστέψει; Θα νομίσουν ότι απλά προσπαθεί να τους καθησυχάσει.» Ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατά του και τεντώθηκε προς το μέρος του δολοφόνου. «Ζάνμελ, η διάσπαση των εχθρών μας έχει ήδη αρχίσει, και ήρθε η στιγμή να συμβάλουμε, με δραστικό τρόπο.»
*
Τελικά, τα πράγματα αποδείχτηκαν δυσκολότερα απ’ό,τι πίστευε η Ρικέλθη. Η Έπαρχος Λαθέμη, παρότι προσπαθούσε να καταλάβει αν η Αρχόντισσα της Έριγκ ήξερε για την προδοσία της κατά του Στέμματος, ήταν πολύ επιφυλακτική και δεν άφηνε τίποτα να της ξεγλιστρήσει σχετικά με τα σχέδια των συνωμοτών. Όσο για τον σύζυγό της, αυτός δεν έβγαζε λαλιά· ακόμα κι όταν η Ρικέλθη τού μιλούσε, της αποκρινόταν μονάχα με κάνα νεύμα, μούγκρισμα, ή κοφτή πρόταση –ένα «ναι, φυσικά» ή ένα σκέτο «όχι».
«Άρχοντα Φάντραν,» του είπε εκείνη, το μεσημέρι, που σταμάτησαν σ’έναν οικισμό, στο πλάι του δρόμου, για να ξεκουραστούν και να γευματίσουν, «μην ανησυχείτε· δεν είμαι πλέον θυμωμένη μαζί σας. Αντιλαμβάνομαι ότι το γεγονός στον Υπόλοφο δεν ήταν παρά μια ατυχής συγκυρία. Συμβαίνουν αυτά.» Χαμογέλασε, φιλικά, και ήπιε μια γουλιά απ’το νερό της.
«Ναι,» απάντησε ο Φάντραν. «Ωστόσο, έχετε τη συγνώμη μου.»
Η Λαθέμη έμοιαζε να του έχει σφίξει τα λουριά· η Ρικέλθη θα ορκιζόταν ότι μπορούσε να δει το λουρί από το χέρι της ως το λαιμό του. Κάθε φορά που εκείνος άνοιγε το στόμα του να μιλήσει, η Έπαρχος είχε τη ματιά της καρφωμένη επάνω του, σαν γερακίνα. Και δεν τον άφηνε να πίνει ποτά· έπινε κι εκείνος νερό, όπως η Ρικέλθη, και όπως όλοι μέσα στη συνοδεία της Αρχόντισσας της Βένεριγκ. Η Λαθέμη, προφανώς, δεν ήθελε, με τίποτα, να ξανασυμβούν αυτά που είχαν συμβεί στον Υπόλοφο… επειδή φοβάται εμένα. Φοβάται ότι θα προσπαθούσα να εκμεταλλευτώ την κατάσταση, σε περίπτωση που, τελικά, γνωρίζω πως είναι με τους συνωμότες. Και, φυσικά, έχει δίκιο· ακριβώς αυτό θα έκανα.
Η φήμη μου έχει απλωθεί σ’όλο το Βασίλειο· κι άμα η φήμη σου δεν είναι καλή, σου προκαλεί προβλήματα…
«Θα το φανταζόσασταν ποτέ, Αρχόντισσά μου,» είπε η Ρικέλθη στη Λαθέμη, καθώς αναπαύονταν γύρω από τη φωτιά τους, «ότι ο Έπαρχος Μόλραν, της Σέλριγκ, είναι προδότης;»
«Δε μιλάτε σοβαρά, ασφαλώς!» έκανε, δήθεν έκπληκτη, εκείνη. Αρκετά καλή προσποίηση, πρέπει να παραδεχτώ.
«Σοβαρότατα μιλάω. Χρηματοδοτούσε τον Μόρντεναρ.»
«Πώς το γνωρίζετε;»
«Είχε προστάξει να μην πειράξουν την κόρη του, Ζιάθραλ: τη νύφη μου, δηλαδή.»
«Α, μάλιστα…» είπε η Λαθέμη. «Περίεργο, πάντως. Ίσως να πρόκειται για παρεξήγηση.»
«Δεν το νομίζω. Ο ίδιος ο γιος μου άκουσε τον Μόρντεναρ να προστάζει τους μαχητές του να μην την πειράξουν.»
«Ο Δάρβαν;»
Η Ρικέλθη ένευσε.
«Δεν είναι παντρεμένος με τη Ζιάθραλ;»
«Ναι.»
«Και η Ζιάθραλ είναι με τους προδότες, πιστεύετε;»
«Έχω κάποιες υποψίες,» παραδέχτηκε η Ρικέλθη, καθώς ένας στρατιώτης γέμιζε πάλι την κούπα της με νερό, «αλλά δεν είμαι βέβαιη. Το ερευνώ ακόμα· κι όταν ερευνώ κάτι, πάντα ανακαλύπτω την αλήθεια.»
«Ναι, έτσι έχω ακούσει…»
Κι ακόμα αναρωτιέσαι αν ξέρω για σένα… «Η Ζιάθραλ, όμως, είναι το λιγότερο. Αν, όντως, έχει συμμαχήσει με τους εχθρούς μας, θα φροντίσω γι’αυτήν. Εκείνο που με βάζει σε σκέψεις είναι ποιοι χρηματοδοτούσαν τον Μόρντεναρ. Δεν μπορεί ο Μόλραν να έδινε όλα τα χρήματα· θα ήταν ασύμφορο. Υποπτεύομαι τον Κάβμαρ, της Νέλβορ, για συνεργό. Και δεν είμαι μόνο εγώ που έχω αυτή την υποψία…»
«Τον Έπαρχο Κάβμαρ;» έκανε –πάλι, δήθεν έκπληκτη– η Λαθέμη. «Μα, αυτό είναι αστείο, Αρχόντισσά μου. Ο Έπαρχος είναι σύζυγος της Πριγκίπισσας Νιρκένα, κι απ’ό,τι ξέρω, είναι πολύ ταιριαστό ζευγάρι.»
Εμένα μου λες… σκέφτηκε η Ρικέλθη· και η κουβέντα της με την Έπαρχο της Βένεριγκ συνεχίστηκε σ’αυτό το ύφος, χωρίς η Αρχόντισσα της Έριγκ να καταφέρει να εκμαιεύσει κάτι το σημαντικό, ή κάτι που ως τώρα αγνοούσε.
Αργότερα, όμως, καθώς συλλογιζόταν τα λόγια της Λαθέμης (μπας και προσέξει τίποτα που της είχε διαφύγει πριν), συμπέρανε ότι η Έπαρχος είχε, τελικά, δίκιο για τον Κάβμαρ και τη Νιρκένα. Είναι, όντως, «ταιριαστό ζευγάρι». Μοιάζουν. Κι οι δυο μηχανορραφούν το ίδιο, ασχέτως αν οι σκοποί τους διαφέρουν πολύ.
Το βράδυ, η Ρικέλθη και η Λαθέμη σταμάτησαν σ’ένα πανδοχείο. Η συνοδεία τους, κυριολεκτικά, περικύκλωσε το μικρό οικοδόμημα, και ο ιδιοκτήτης πανικοβλήθηκε, βλέποντάς τους. Ζήτησε χίλιες συγνώμες που δεν ήταν έτοιμος και έκανε άλλες τόσες υποκλίσεις, ενώ υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να τους φιλοξενήσει όσο καλύτερα μπορούσε. Η Λαθέμη τού είπε να μην ανησυχεί –εξάλλου, δεν τον είχε ειδοποιήσει κανένας για την άφιξή τους– και του έδωσε παραπάνω χρήματα απ’ό,τι του αναλογούσαν.
Η Ρικέλθη έφαγε στην τραπεζαρία, μαζί με τους υπόλοιπους, χωρίς να ανοίξει καμία ιδιαίτερη κουβέντα. Αισθανόταν μουδιασμένη από τη σέλα και δεν είχε όρεξη· επιπλέον, δεν έβλεπε να καταλήγει πουθενά με την Έπαρχο της Βένεριγκ. Ίσως θα έπρεπε ν’αλλάξει τη στρατηγική της… Αν κατάφερνε, κάπως, να μεθύσει τον Φάντραν…. Αλλά, έτσι όπως τον φρουρούσε η Λαθέμη, δεν της φαινόταν εφικτό. Τέλος πάντων. Στη Νουάλβορ θα τα πούμε περισσότερο…
Την επόμενη ημέρα, έφυγαν από το πανδοχείο και συνέχισαν νότια. Δεν πήγαν, όμως, και πολύ μακριά. Καθώς ταξίδευαν επάνω στη μεγάλη, κεντρική δημοσιά του Νόρβηλ, είδαν καβαλάρηδες –στρατιώτες του Βασιλείου, κατά τα φαινόμενα– να έρχονται από Ανατολή, Δύση, και Νότο, καλπάζοντας καταπάνω τους.
Τι σημαίνει τούτο; αναρωτήθηκε η Ρικέλθη, σφίγγοντας τα ηνία του αλόγου της μέσα στο αριστερό, γαντοφορεμένο της χέρι.
Ο Έζβαρ τής έριξε ένα έντονα, ερωτηματικά βλέμμα.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της, σα νάλεγε: Δεν ξέρω.
Ο Έζβαρ έβγαλε το τόξο του απ’την πλάτη και πέρασε ένα βέλος στη χορδή.
«Τι κάνεις εκεί;» εξεπλάγη η Ρικέλθη.
«Μοιάζουν να έρχονται για να μας…»
Προτού τελειώσει τα λόγια του, οι καλπάζοντες καβαλάρηδες –οι οποίοι βρίσκονταν πλέον σχετικά κοντά τους– τράβηξαν σπαθιά ή έθεσαν οριζοντίως δόρατα, ενώ, συγχρόνως, ύψωναν ασπίδες.
«…επιτεθούν.»
Ο Ίλαρχος Άλισβαρ ε Όσριν ξεσπάθωσε, καθώς το ίδιο έκανε κι ο διοικητής της συνοδείας της Λαθέμης, ο οποίος –όπως είχε πια μάθει η Ρικέλθη– ονομαζόταν Σαμόλθιρ.
«Προστατέψτε την Έπαρχο!» φώναξε.
«Τι συμβαίνει;» Ετούτη ήταν η φωνή του Φάντραν, από το παράθυρο της άμαξας, που σταματούσε, καθώς ο οδηγός τραβούσε τα ηνία των αλόγων. «Ποιοι είν’αυτοί;»
Κανείς δεν πρόλαβε να του απαντήσει, γιατί τότε οι επιτιθέμενοι καβαλάρηδες έπεσαν επάνω τους.
Ο Έζβαρ είχε ήδη εξαπολύσει δύο βέλη, που και τα δύο είχαν βρει το στόχο τους, σωριάζοντας τους εχθρούς από τις σέλες. «Μείνε πίσω μου, Ρικέλθη!» είπε, τραβώντας το σπαθί του. «Μην κάνεις καμια ανοησία!»
Η Ρικέλθη τον αγριοκοίταξε –πώς τολμούσε να της μιλά έτσι, μπροστά σε τόσους στρατιώτες!–, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. Γύρω της έβλεπε ένα χάος να έχει αρχινήσει. Οι επιτιθέμενοι καβαλάρηδες είχαν πέσει σαν πύρινη λαίλαπα πάνω στη συνοδεία της και στη συνοδεία της Λαθέμης, χτυπώντας τους πάντες, προσπαθώντας να τους σκοτώσουν όλους.
Ποιοι είναι; απόρησε η Ρικέλθη. Δεν μπορεί νάναι στρατιώτες του Βασιλείου! Κοίταξε τα χιτώνια που φορούσαν πάνω από τις αρματωσιές τους και είδε ότι είχαν ένα σύμβολο κεντημένο: μια σιδερένια γροθιά, κλεισμένη μέσα σ’έναν πορφυρό ρόμβο.
Τα μάτια της έμειναν, για λίγο, καρφωμένα σ’αυτό το παράξενο έμβλημα, προσπαθώντας να θυμηθεί μήπως το είχε ξαναδεί κάπου… Μετά, όμως, είδε το έμβλημα να πλησιάζει, γρήγορα –ο ιππέας ερχόταν προς το μέρος της!
«Έζβαρ!» φώναξε η Ρικέλθη.
Εκείνος στράφηκε, κι απέκρουσε το ξίφος του καβαλάρη, το οποίο –ήταν φανερό– πήγαινε για το κεφάλι της Αρχόντισσας της Έριγκ.
«Ποιοι είστε;» ρώτησε η Ρικέλθη. «Ποιοι είστε;»
Ο εχθρός δεν αποκρίθηκε· αντάλλαξε μονάχα μερικές ακόμα σπαθιές με τον Έζβαρ.
Και η Ρικέλθη είδε άλλον έναν να έρχεται, βαστώντας δόρυ, το οποίο –ήταν κι αυτό φανερό– πήγαινε επίσης για το κεφάλι της.
Ω θεοί!
Ο Έζβαρ ήταν απασχολημένος με τον πρώτο ιππέα· δεν μπορούσε να γυρίσει, για ν’αντιμετωπίσει κι ετούτον.
Ω θεοί!
Η αιχμή του δόρατος γυάλιζε στο πρωινό φως του ανήλιαγου ουρανού. Δε φαινόταν να έχει χύσει άλλο αίμα· θα είμαι το πρώτο του θύμα, παρατήρησε η Ρικέλθη, απορώντας με το τι πράγμα είχε περάσει απ’το νου της μια τέτοια στιγμή.
Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει· ή, αν όχι σταματήσει, τότε σίγουρα να κινείται πολύ, πολύ αργά. Η Αρχόντισσα είχε, ξαφνικά, πλήρη αντίληψη των πάντων: έβλεπε τα μάτια του εχθρού, που την ατένιζαν αμείλικτα μέσα από τη σχισμάδα του κράνους του· άκουγε τη βαριά αναπνοή των αλόγων, τις κραυγές των πολεμιστών, την κλαγγή του ατσαλιού· μύριζε τον ιδρώτα ζώων και ανθρώπων· μύριζε τον δικό της ιδρώτα και τον αισθανόταν να κυλά από το κεφάλι προς το λαιμό της, σχηματίζοντας ρυάκια.
Και η αιχμή του δόρατος γυάλιζε…
Ο δρόμος διαφυγής άστραψε μέσα στο νου της Ρικέλθης, όπως ένας καθαρός κρύσταλλος αστράφτει στο φως.
Ο καβαλάρης ερχόταν από τα δεξιά της. Το δικό της άλογο δεν κινείτο, αυτή τη στιγμή. Και εκείνη επέτρεψε στον εαυτό της να γλιστρήσει από τη σέλα, προς τ’αριστερά, προς τη μεριά του μη-τραυματισμένου της χεριού.
Ο χρόνος άρχισε πάλι να κυλά κανονικά.
Το έδαφος τη χτύπησε δυνατά. Τράνταξε όλα της τα κόκαλα, και η Ρικέλθη άκουσε τον εαυτό της να κραυγάζει· τον άκουσε σαν να ήταν κάποιος άλλος.
Η σκιά του ιππέα πέρασε από πάνω της.
«Ρικέλθη!» Ο Έζβαρ.
«Καλά είμαι!» του φώναξε, προσπαθώντας να σηκωθεί.
Κατάφερε να πάρει γονατιστή θέση και κοίταξε γύρω της, λαχανιασμένη. Ο Έζβαρ απέκρουσε ακόμα ένα χτύπημα του εχθρού και, μετά, τον σπάθιζε στο κεφάλι. Το σπαθί του κουδούνισε ηχηρά πάνω στο κράνος του ιππέα, κι εκείνος έπεσε απ’τη σέλα.
Ένας βρόντος από τα δεξιά… ένας βρόντος που δυνάμωνε, που πλησίαζε–
Η Ρικέλθη στράφηκε, κι αντίκρισε τον καβαλάρη που είχε επιχειρήσει να τη σκοτώσει με το δόρυ. Τώρα, είχε αλλάξει όπλο· κρατούσε ένα σπαθί και σκόπευε να τη θερίσει σαν στάχυ, ενώ εκείνη δεν είχε ακόμα σηκωθεί από το έδαφος.
Η Αρχόντισσα πέρασε, γρήγορα, το αριστερό χέρι μέσα στο φόρεμά της, για να τραβήξει ένα από τα στιλέτα που φώλιαζαν εκεί–
Δεν προλαβαίνω!
Κάτι χτύπησε τον ιππέα από τα πλάγια, σωριάζοντάς τον στη γη. Το σπαθί έφυγε από το χέρι του, έκανε μερικές στροφές στον αέρα, και έπεσε λίγα μέτρα αριστερά της Ρικέλθης.
Ο Φάντραν ζύγωσε, για να πάρει το ξιφίδιό του απ’το λαιμό του νεκρού. «Αρχόντισσα Ρικέλθη,» είπε, «αυτό ελπίζω να το θεωρήσεις ως συγνώμη για όσα συνέβησαν στον Υπόλοφο.»
Γαμώ τις Πέντε Ουρές του Σάλ’γκρεμ’ρωθ! σκέφτηκε εκείνη, καθώς ορθωνόταν. Δεν το πιστεύω ότι πρέπει να χρωστάω τη ζωή μου σ’αυτόν τον κόπανο!
*
Οι ιππείς της –οι άχρηστοι! οι τρισάθλιοι!– δεν έμοιαζαν να μπορούν ν’αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους εχθρικούς καβαλάρηδες· και τώρα, δύο από δαύτους –δύο!– είχαν περάσει την άμυνα και ζύγωναν την άμαξά της.
Η Λαθέμη τράβηξε το ξίφος της και στράφηκε, για να δει τι έκανε ο Φάντραν. Ο σύζυγός της, όμως, δεν ήταν εκεί· είχε βγει απ’την άλλη πόρτα, ο κρετίνος! Πού είχε πάει;
«Χίλιες κατάρες επάνω στο άχρηστο τομάρι του…!» σφύριξε η Έπαρχος κάτω απ’την ανάσα της, καθώς οι ιππείς ξεκαβαλίκευαν κι ο ένας απ’τους δύο άνοιγε την πόρτα της άμαξάς της.
Η Λαθέμη τον σπάθισε στον ώμο, τρυπώντας την πανοπλία του και κάνοντάς τον να παραπατήσει, όπισθεν, μουγκρίζοντας. Ο άλλος πέρασε μπροστά απ’τον σύντροφό του, με την ασπίδα υψωμένη, και πάτησε στο εσωτερικό της άμαξας, με το ένα πόδι, προσπαθώντας να μπει.
Η Λαθέμη αντιλαμβανόταν ότι αποκλείεται να κατάφερνε να τον χτυπήσει στον κορμό, στο κεφάλι, ή στα χέρια, έτσι όπως ερχόταν· αλλά μπορούσε να τον χτυπήσει στο πόδι, το οποίο είχε βάλει μέσα στο όχημά της. Έτσι, τον σπάθισε εκεί, τρυπώντας την μπότα του και καρφώνοντάς τον στον αστράγαλο. Ο άντρας ούρλιαξε και σωριάστηκε στη γη, ενώ ο άλλος –ο τραυματισμένος στον ώμο– ορμούσε, γρυλίζοντας και κραδαίνοντας επικίνδυνα το ξίφος του.
Η Λαθέμη απέκρουσε τη λεπίδα, όμως ο αντίπαλός της, από την ορμή του και μόνο, την έσπρωξε πίσω, ρίχνοντάς την πάνω στον έναν καναπέ.
Πού στου Σάλ’γκρεμ’ρωθ τα Λαρύγγια ήταν ο Φάντραν; Πού στου Σάλ’γκρεμ’ρωθ τα Λαρύγγια ήταν κάποιος να τη βοηθήσει;
Δεν μπορεί να πεθάνω εδώ –είναι αδύνατον! Έχω το σημάδι! Θα γίνω Βασίλισσα· μου το έχουν προφητέψει!
Ξεθηκάρωσε το ξιφίδιο από τη μπότα της και το διασταύρωσε με το σπαθί της, καθώς το ξίφος του αντιπάλου ερχόταν καταπάνω της. Οι τρεις λεπίδες μπλέχτηκαν, και η Λαθέμη, καθώς είχε το πόδι της μισοσηκωμένο, κλώτσησε τον πολεμιστή, σπρώχνοντάς τον. Η πλάτη του κοπάνησε στο οπίσθιο μέρος της άμαξας, ενώ η Έπαρχος έβλεπε, με τις άκριες των ματιών της, έναν ακόμα να πλησιάζει· κι αυτός ερχόταν από την άλλη πόρτα, από εκείνη όπου είχε φύγει ο Φάντραν –ο καταραμένος! που την είχε αφήσει εδώ να πεθάνει! –ο μπάσταρδος!
Ένα βέλος σφύριξε δίπλα απ’το κεφάλι της, και η Λαθέμη αισθάνθηκε την αναπνοή της να κόβεται, γιατί νόμιζε ότι την είχε στόχο και είχε αστοχήσει. Μετά, όμως, το είδε καρφωμένο στο στήθος του άντρα αντίκρυ της –του πολεμιστή που είχε κοπανήσει στο οπίσθιο μέρος της άμαξας– και δεν μπόρεσε παρά ν’αναρωτηθεί: μήπως το βλήμα είχε έρθει από κάποιον σύμμαχο;
Ο στρατιώτης που ήταν απέξω άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Στο δεξί χέρι βαστούσε έναν κοντό, δίστομο πέλεκυ· στ’αριστερό μια στρογγυλή ασπίδα. Και ήταν γυναίκα, παρατήρησε η Λαθέμη, καθώς σηκωνόταν από τον καναπέ και ετοίμαζε τα όπλα της.
«Κοπελιά! Έχω κάτι για σένα!» είπε μια γνώριμη φωνή.
Η πολεμίστρια με τον πέλεκυ στράφηκε, αιφνιδιασμένη, και το στροβιλιζόμενο ξιφίδιο, που είχε εκτοξευτεί προτού εκείνη γυρίσει, τη βρήκε στα δεξιά πλευρά.
Η Λαθέμη σπάθισε τη γυναίκα στην πλάτη, κι εκείνη σωριάστηκε, μπρούμυτα, έξω απ’την άμαξα. Πίσω της, αποκαλύφτηκε ο Φάντραν.
«Πολυαγαπημένη μου!» είπε, υψώνοντας το ξίφος του σε χαιρετισμό.
«Θα σε γδάρω ζωντανό!…» μούγκρισε η Λαθέμη. Ύστερα, άκουσε πίσω της έναν θόρυβο και στράφηκε.
Ο χτυπημένος στο πόδι άντρας είχε, κάπως, καταφέρει να σηκωθεί και, κρατώντας, με το αριστερό χέρι, το πλαίσιο της πόρτας, είχε μπει στην άμαξα. Το σπαθί του ερχόταν καταπάνω στην Έπαρχο.
Η Λαθέμη, στη θέση όπου βρισκόταν, προλάβαινε να κάνει μονάχα ένα πράγμα: να αμυνθεί με το ξιφίδιό της. Και το έκανε: προσπάθησε να παρεμβάλει τη μικρή της λεπίδα στο δρόμο της μεγαλύτερης του επίδοξου φονιά της.
Το όπλο της έσπασε…
…και το σπαθί συνέχισε.
Είχε, όμως, χάσει την πορεία του· είχε πάρει κλίση προς τα κάτω· έτσι, έσχισε τη φούστα της Λαθέμης, πέρασε ανάμεσα απ’τα πόδια της, έσχισε πάλι τη φούστα από την πίσω μεριά, και καρφώθηκε στο ξύλο της άμαξας.
Τα μάτια της Επάρχου γούρλωσαν, μοιάζοντας με δύο μεγάλα οπάλια. Ωστόσο, δεν τα έχασε· το ξίφος της κινήθηκε αμέσως, και καρφώθηκε κάτω απ’το σαγόνι του πολεμιστή. Ο άντρας έβγαλε έναν λαρυγγισμό και το χέρι του γλίστρησε απ’τη λαβή του όπλου του. Η Λαθέμη τράβηξε πίσω το σπαθί της, κι εκείνος παραπάτησε και σωριάστηκε.
Η Έπαρχος έπιασε το μανίκι του ξίφους που ήταν καρφωμένο στο ξύλο της άμαξας και το ξεκάρφωσε, ελευθερώνοντας τη φούστα της.
«Μπείτε μέσα! Μέσα!»
Ποιος;
Η Λαθέμη είδε τον Έζβαρ να πλησιάζει, βαστώντας ένα τόξο στα χέρια του και προτρέποντας τον σύζυγό της να μπει στην άμαξα. Η Αρχόντισσα Ρικέλθη έτρεχε δίπλα του, βαστώντας το δρακοκέφαλο ραβδί της. Τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα και το πρόσωπό της χλομό και αγριεμένο. Κι εγώ στα ίδια χάλια θα είμαι, υπέθεσε η Έπαρχος.
Ο Φάντραν αποφάσισε ν’ακολουθήσει τη συμβουλή του ερημίτη, και η Λαθέμη τού έκανε χώρο, για να περάσει. Αν του το έλεγα εγώ, δε θα το έκανε! Πάντα έτσι είναι!
«Έπαρχε!» είπε ο Έζβαρ, ζυγώνοντας μαζί με τη Ρικέλθη. «Πρέπει να προφυλαχτούμε. Οι φρουροί σας πολέμησαν σκληρά, αλλά οι περισσότεροι είναι νεκροί, κι ακόμα παραμένουν εχθροί. Ευτυχώς, δεν είναι πολλοί, όμως. Δείτε. Μπορούμε να τα καταφέρουμε!»
Η Λαθέμη ένευσε. «Ναι,» είπε, νιώθοντας το λαιμό της σφιγμένο. Δεν είναι η μοίρα μου να πεθάνω εδώ! Δεν είναι!
Η Ρικέλθη μπήκε στην άμαξα.
Ο Έζβαρ στράφηκε και εξαπέλυσε ένα βέλος κατά ενός ιππέα. Τον χτύπησε, σωριάζοντάς τον.
«Εσύ σκότωσες τον άντρα που μου είχε επιτεθεί;» ρώτησε η Λαθέμη.
«Ναι.» Ο Έζβαρ εξαπέλυσε άλλο ένα βέλος, κι αυτό αστόχησε.
Η Ρικέλθη, όμως, παρατήρησε ότι η φαρέτρα του δεν ήταν ακόμα άδεια. Είχε ξοδέψει μόνο τα μισά του βέλη. Αυτό την καθησύχαζε, για κάποιο λόγο.
Κοίταξε έξω από την άμαξα, προς όλες τις μεριές, για να δει τι γινόταν, και διαπίστωσε ότι ο Έζβαρ είχε δίκιο στην εκτίμησή του: Ελάχιστοι ιππείς απέμεναν κι από τις δύο πλευρές. Πού ήταν ο Ίλαρχος Άλισβαρ, όμως; Η Ρικέλθη δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Είχε σκοτωθεί;
Πώς… πώς αποδεκατίστηκαν έτσι όλοι τους; Τόσο γρήγορα… Ήταν σαν να τους είχε πιάσει λύσσα.
Οι λίγοι εναπομείναντες καβαλάρηδες της Λαθέμης υποχώρησαν προς την άμαξα, για να προστατέψουν την Αρχόντισσά τους. Οι εχθροί τούς ακολούθησαν. Ήταν περισσότεροι, πρόσεξε τώρα η Ρικέλθη, αλλά όχι πολύ περισσότεροι. Πάντως, δεν έμοιαζαν πρόθυμοι να τα παρατήσουν. Οι απώλειες είχαν έρθει τόσο γρήγορα και τόσο… τόσο συγχρόνως… που οι πολεμιστές δε φαινόταν να προσέχουν το γεγονός ότι οι δικοί τους έπεφταν, αλλά μόνο ότι οι αντίπαλοι σκοτώνονταν, ότι οι αντίπαλοι λιγόστευαν.
Ο Έζβαρ έριξε άλλο ένα βέλος, καθώς ανέβαινε στην άμαξα.
Ο οδηγός του οχήματος –που ήταν ακόμα ζωντανός και κρατούσε τα άλογα γερά από τα ηνία, για να μην αφηνιάσουν (και τα είχε καταφέρει πολύ καλά, μέχρι στιγμής)– είπε στη Λαθέμη: «Έπαρχε, θα προσπαθήσω να περάσω ανάμεσά τους! Αλλιώς θα μας κυκλώσουνε!» Ο συνοδηγός είχε την ασπίδα του υψωμένη (πάνω στην οποία ήταν καρφωμένα τρία εχθρικά βλήματα) και το ξίφος του τραβηγμένο, έτοιμος ν’αποκρούσει όποια τυχόν επίθεση. Στον μηρό του ήταν ήδη μπηγμένο ένα βέλος. Έτριζε τα δόντια για ν’αντιστέκεται στον πόνο.
«Όχι!» πετάχτηκε ο Έζβαρ, προτού προλάβει ν’απαντήσει η Λαθέμη.
«Δε ρώτησα εσένα!» μούγκρισε ο οδηγός, καθώς τ’άλογά του χρεμέτιζαν, δυνατά, και οι εχθροί συγκρούονταν με τους λιγοστούς ιππείς της Επάρχου.
«Ναι,» είπε η Λαθέμη. «Κάντο!»
«Αρχόντισσά μου–» άρχισε ο Έζβαρ, αλλά η ορμή με την οποία ξεκίνησε η άμαξα τον έριξε πίσω. Τα άλογα έμοιαζαν να εξαπολύουν όλη την ενέργεια (και το φόβο) που τόση ώρα κρατούσαν μέσα τους.
«Χάι! Χάι! Χάι!» φώναζε ο οδηγός, μαστιγώνοντάς τα.
Δύο εχθρικοί καβαλάρηδες τούς ακολούθησαν. Ο ένας ήρθε από τα δεξιά, ο άλλος από τ’αριστερά. Ο συνοδηγός ύψωσε την ασπίδα του, για ν’αποκρούσει, αλλά δε φάνηκε αρκετά γρήγορος· ο αντίπαλός του τον σπάθισε στο κεφάλι, ρίχνοντάς τον από τη θέση του. Ο άλλος ιππέας είχε πάει για τον οδηγό, ο οποίος προσπάθησε να κάνει τ’άλογα να τρέξουν περισσότερο, για να του ξεφύγει.
Ο Έζβαρ επιχείρησε να τεντώσει το τόξο του και να σημαδέψει, μα ήταν αδύνατον μέσα στην άμαξα και ειδικά ενόσω αυτή έτρεχε έτσι.
Ο Φάντραν εκτόξευσε ένα ξιφίδιο, αλλά αστόχησε τον καβαλάρη, ο οποίος πέρασε τον οδηγό από σπαθί, τρυπώντας του τα πλευρά.
Μετά, η άμαξα έχασε την πορεία της.
Τα αφηνιασμένα άλογα βγήκαν απ’την κεντρική δημοσιά κι άρχισαν να τρέχουν πάνω σε μια μικρή πεδιάδα, στα δυτικά.
«Θα σκοτωθούμε!» ούρλιαξε η Λαθέμη, έχοντας πέσει ανάμεσα στους δύο καναπέδες και παλεύοντας να σηκωθεί.
Ο Φάντραν πετάχτηκε πάνω στον μπροστινό καναπέ κι έβγαλε το μισό του σώμα απ’το παράθυρο. Άπλωσε τα χέρια του και κατάφερε ν’αρπάξει τα χαλινάρια, τραβώντας τα, με δύναμη. «Σταματήστε!» μούγκρισε στα άλογα, σα να μπορούσαν να τον καταλάβουν. «Σταματήστε! Σταματήστε!»
Η Ρικέλθη είδε από το πίσω παράθυρο ότι οι δύο καβαλάρηδες, τους οποίους είχαν προς στιγμή προσπεράσει, πλησίαζαν πάλι. «Έζβαρ,» είπε, «έρχονται.»
«Σας το έλεγα να μην το κάνουμε αυτό!…» γρύλισε εκείνος, καθώς τραβούσε το σπαθί του. «Άρχοντα Φάντραν!» φώναξε. «Κόψε τον ζυγό! Άσε τα άλογα να φύγουν!» Του έδωσε το ξίφος, και ο Φάντραν άρχισε αμέσως να κοπανά το χοντρό ξύλο, ενώ, με το άλλο χέρι, βαστούσε τα γκέμια. Στο τέλος του πεδινού τόπου που διέσχιζαν μπορούσε να δει ότι βρισκόταν ένα δάσος, κι αν έφταναν εκεί όσο τα άλογα ακόμα τους τραβούσαν, θα την είχαν άσχημα.
«Είναι κοντά πάλι!» είπε η Ρικέλθη, που, σε αντίθεση με τον Φάντραν, κοίταζε πίσω.
Η Λαθέμη είχε τώρα σηκωθεί και ήταν γαντζωμένη πάνω στον οπίσθιο καναπέ, όπως και η Αρχόντισσα της Έριγκ. «Ας ζυγώσουν κι άλλο και θα τους δώσουμε ένα μάθημα που δε θα το ξεχάσουν!» γρύλισε μέσα από σφιγμένα δόντια.
«Ζηλεύω την ψυχραιμία σου, Έπαρχε…» είπε η Ρικέλθη· αλλά τα λόγια της ήταν σαρκαστικά, γιατί καταλάβαινε ότι η Λαθέμη ήταν πανικόβλητη.
Οι ιππείς ζύγωσαν, όπως και πριν, ο ένας από δεξιά κι ο άλλος από αριστερά, μα δεν επιτέθηκαν στους επιβάτες· προσπάθησαν να φτάσουν τον καινούργιο οδηγό, ο οποίος προεξείχε από τη μέση κι επάνω από το εσωτερικό της άμαξας και κοπανούσε, σα μανιασμένος, τον ζυγό του οχήματος.
Η Λαθέμη άνοιξε τη μία πόρτα. Με το αριστερό χέρι κρατήθηκε από το πλαίσιο και με το δεξί σπάθισε κατά του ενός καβαλάρη. Εκείνος απέκρουσε.
Ο Έζβαρ πήρε το δρακοκέφαλο μπαστούνι της Ρικέλθης, έβγαλε τη λεπίδα από μέσα του και άνοιξε τη δεύτερη πόρτα της άμαξας, αντιγράφοντας τη στρατηγική της Επάρχου. Θα ήταν δύσκολο να σκοτώσουν τους ιππείς έτσι, αλλά, τουλάχιστον, θα εξαγόραζαν χρόνο για τον Φάντραν.
Η Ρικέλθη έβγαλε το κεφάλι της από το πίσω παράθυρο του οχήματος, τραβώντας, συγχρόνως, ένα στιλέτο απ’το φόρεμά της. Εστίασε το βλέμμα της στον καβαλάρη που πολεμούσε ο Έζβαρ και εκτόξευσε τη λεπίδα καταπάνω του. Το όπλο βρήκε τον εχθρό στον ώμο, χωρίς να τρυπήσει την αρματωσιά του.
Και τότε, ο Φάντραν φώναξε: «Κρατηθείτε!»
Η Ρικέλθη έβαλε αμέσως το κεφάλι της στο εσωτερικό της άμαξας, και είπε στη Λαθέμη και στον Έζβαρ: «Κλείστε τις πόρτες!»
«Κρατηθείτε!» φώναξε, για δεύτερη φορά, ο Φάντραν.
Οι πόρτες έκλεισαν.
Ένα ηχηρό ΚΡΑΚ! ακούστηκε, και η άμαξα ελευθερώθηκε από τ’άλογα, αρχίζοντας να χάνει ταχύτητα.
Ο Φάντραν τραβήχτηκε μέσα.
Το όχημα συνέχισε να κυλά, μέχρι που συνάντησε τον κορμό ενός δέντρου. Ευτυχώς, η πρόσκρουση δεν ήταν πολύ άσχημη· οι επιβάτες του απλά τραντάχτηκαν και σωριάστηκαν· κανένας δε χτύπησε.
Η Ρικέλθη πήρε γονατιστή θέση και κρυφοκοίταξε έξω απ’τη σταματημένη άμαξα. Οι καβαλάρηδες με το σύμβολο της σιδερένιας γροθιάς και του πορφυρού ρόμβου τούς περίμεναν, ξεσπαθωμένοι.
Ο Έζβαρ μάζεψε όσα βέλη τού είχαν πέσει και τα έβαλε πάλι στη φαρέτρα του. Ύστερα, άνοιξε την πόρτα της άμαξας και βγήκε, με το τόξο του ανά χείρας.
Οι ιππείς ύψωσαν τις ασπίδες τους, περιμένοντας.
Ο Φάντραν βγήκε, επίσης, τραβώντας το σπαθί του· το ίδιο κι η Λαθέμη.
Η Ρικέλθη προτίμησε να μείνει μέσα· αρκετά είχε υποστεί σήμερα.
Ο Έζβαρ πέρασε ένα βέλος στη χορδή του τόξου του, σημάδεψε έναν από τους εχθρούς –οι οποίοι βρίσκονταν αρκετές δεκάδες μέτρα μακριά–, και έριξε.
Το βλήμα καρφώθηκε στην ασπίδα του καβαλάρη, και εκείνος κι ο σύντροφός του κάλπασαν καταπάνω στον τοξότη, την Έπαρχο της Βένεριγκ, και το σύζυγό της.
Η Λαθέμη απέκρουσε μια σπαθιά· έχασε την ισορροπία της κι έπεσε στο χορτάρι. Να πάρει! Τα πόδια μου δε με κρατάνε! σκέφτηκε.
Ο Φάντραν απέφυγε τη λεπίδα του άλλου καβαλάρη και τον σπάθισε, πετυχαίνοντάς τον στα πλευρά. Ο άντρας έπεσε απ’το άλογό του. Ο Έζβαρ τον ζύγωσε, γρήγορα, και, πατώντας τον με το ένα πόδι, τον χτύπησε, με την άκρια του τόξου του, στο λαιμό.
Ο Φάντραν πήγε κοντά στη Λαθέμη και τη βοήθησε να σηκωθεί, καθώς ο άλλος καβαλάρης τούς κοίταζε εξ αποστάσεως, χωρίς να εφορμά.
«Έλα!» του φώναξε ο Έπαρχος. «Έλα, πανάθλιε κανάγια!»
Ο ιππέας έστρεψε το άλογό του και έφυγε, καλπάζοντας.
«Χα!» είπε ο Φάντραν. «Τον τρόμαξα, αγάπη μου.»
«Είσαι ανώμαλος!» αποκρίθηκε η Λαθέμη, και μετά, φίλησε το μάγουλό του. «Αλλά δεν είναι καλό που φεύγει,» πρόσθεσε.
«Γιατί;» συνοφρυώθηκε ο Φάντραν.
«Διότι θα ειδοποιήσει αυτούς που τον έστειλαν…» είπε η Λαθέμη, με σκοτεινή έκφραση.
«Οι οποίοι είναι ποιοι;» ρώτησε η Ρικέλθη, που είχε ακούσει τα τελευταία λόγια της Επάρχου, καθώς έβγαινε από την άμαξα και ζύγωνε αυτήν και το σύζυγό της.
«Δεν ξέρω,» απάντησε η Λαθέμη.
«Πρόσεξες το έμβλημά τους;» είπε η Ρικέλθη.
Η Λαθέμη ένευσε. «Μια σιδερένια γροθιά μέσα σε πορφυρό ρόμβο. Το έχεις ξαναδεί;»
«Όχι.»
Ο Έζβαρ πίεσε την κάτω άκρη του τόξου του στο έδαφος και στηρίχτηκε πάνω στο τηλέμαχο όπλο. Το πρόσωπό του ήταν προβληματισμένο, καθώς τα μάτια του κοίταζαν τη γη.
Η Ρικέλθη γνώριζε αυτή την όψη. «Τι είναι;»
«Απλώς… αναρωτιέμαι,» αποκρίθηκε εκείνος, υψώνοντας το βλέμμα του, για να την κοιτάξει. Μερικές τούφες των μακριών, λευκών του μαλλιών, οι οποίες είχαν λυθεί από την κοτσίδα πίσω απ’το κεφάλι του, ανέμιζαν στο ελαφρό αεράκι που ερχόταν από το Νότο. «Προς τα πού οφείλουμε τώρα να κατευθυνθούμε; Από πού ήρθαν οι εχθροί μας; Πώς ήξεραν ότι βρισκόμασταν εδώ και μας έστησαν ενέδρα; Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άγνωστοι μαχητές μέσα στο Νόρβηλ; Πώς είναι δυνατόν αυτοί οι μαχητές να επιτίθενται τόσο ανοιχτά, επί της κεντρικής δημοσιάς; Πώς είναι δυνατόν η όλη τους ενδυμασία –πέραν του συμβόλου στο χιτώνιό τους– να μοιάζει τόσο με την ενδυμασία των πολεμιστών του Βασιλείου; Και πώς είναι δυνατόν να μην τους έχει εντοπίσει κάποια από τις φρουρές που περιπολούν ετούτα τα εδάφη;»
Η Λαθέμη κατένευσε. «Εκφράζεις απόλυτα τις ανησυχίες μου.»
«Τι υποθέτετε, Έπαρχε;» ρώτησε ο Έζβαρ, παύοντας να στηρίζεται στο τόξο του και κρατώντας το στο χέρι, οριζόντια.
«Τίποτα,» αποκρίθηκε η Λαθέμη, αν και η Ρικέλθη νόμιζε πως η Αρχόντισσα της Βένεριγκ έκρυβε κάτι.
Πώς θα μάθουμε τι έχεις στο μυαλό σου; «Ίσως το προτιμότερο θα ήταν να πάμε στο πιο κοντινό φυλάκιο…»
Η Λαθέμη την κοίταξε αβέβαια.
Αχά! Ώστε φοβάσαι αυτό που φοβάμαι κι εγώ. «Φοβάσαι ότι έχει γίνει κάποια αλλαγή εξουσίας;»
Η Έπαρχος έμεινε σιωπηλή. Αλλά η Ρικέλθη περίμενε, επίμονα, την απόκρισή της, ενώ, με την άκρια των ματιών της, κοίταζε τον Φάντραν, ο οποίος έμοιαζε ανήσυχος: δάγκωνε το κάτω του χείλος και έριχνε το βάρος του μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο. Βέβαια, αυτές οι αντιδράσεις δε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ασυνήθιστες, ύστερα από όσα είχαν συμβεί και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εχθροί τους πιθανώς να επέστρεφαν σύντομα και, μάλιστα, με ενισχύσεις.
«Δεν ξέρω,» είπε, τελικά, η Λαθέμη, με φωνή ξερή, σχεδόν πνιχτή.
«Ίσως θα έπρεπε να το ερευνήσουμε,» πρότεινε ο Έζβαρ. «Αν έχει, όντως, γίνει αλλαγή εξουσίας, τότε οι σημαίες που θα ανεμίζουν πάνω στα φυλάκια θα είναι διαφορετικές. Θα έχουν αυτό το καινούργιο σύμβολο: τη σιδερένια γροθιά μέσα στον πορφυρό ρόμβο.
»Πού είναι το κοντινότερο φυλάκιο;» ρώτησε τη Ρικέλθη, γνωρίζοντας ότι η Αρχόντισσα της Έριγκ ήξερε καλά ετούτο το δρόμο, από την Έριγκ ως τη Νουάλβορ.
«Πίσω μας. Αλλά δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να πλησιάσουμε· γιατί, αν μας κυνηγάνε–»
«Δεν εννοούσα να πλησιάσουμε. Εννοούσα να πλησιάσω. Κανείς δε θα με δει, και θα επιστρέψω σε σας.»
Η Ρικέλθη κούνησε το κεφάλι και είπε, κατηγορηματικά: «Όχι.»
«Δε συμφέρει να μείνουμε εδώ και να σε περιμένουμε,» πρόσθεσε η Λαθέμη. «Για την ακρίβεια, κακώς καθόμαστε και μιλάμε. Θα έπρεπε ήδη να έχουμε φύγει.»
Ο Φάντραν ένευσε, εμφατικά. «Πάμε. Πρέπει να μας χάσουν.»
«Το ερώτημα είναι προς τα πού;» είπε η Ρικέλθη. «Προς τη Νουάλβορ;»
«Αυτό δε θα ήταν το πιο φρόνιμο;» αποκρίθηκε η Λαθέμη.
«Ρικέλθη,» είπε ο Έζβαρ, «το γεγονός ότι μας είχαν στήσει ενέδρα πιο πριν δε σημαίνει ότι γνωρίζουν τα πρόσωπά μας. Ήξεραν για τη συνοδεία μας, νομίζω. Πηγαίνετε, λοιπόν, εσείς νότια –όχι από την κεντρική δημοσιά, βέβαια– και θα σας βρω στο δρόμο.»
«Έζβαρ–!» άρχισε η Ρικέλθη.
«Δεν έχεις την παραμικρή περιέργεια να μάθεις αν έγινε αλλαγή εξουσίας; Δε θες να το μάθεις προτού φτάσεις στη Νουάλβορ; Γιατί, αν έγινε εδώ η αλλαγή, σίγουρα δεν ξεκίνησε από εδώ· από την πρωτεύουσα ξεκίνησε.»
«Υπάρχει κι άλλο φυλάκιο, παρακάτω,» του είπε η Ρικέλθη. «Η κεντρική δημοσιά είναι γεμάτη με φυλάκια, Έζβαρ! Κάθε δέκα, είκοσι χιλιόμετρα υπάρχει και ένα. Πίστευα ότι εσύ θα το ήξερες αυτό.»
«Δεν ασχολούμαι τόσο με πολιτικά και στρατιωτικά ζητήματα,» εξήγησε εκείνος. Και μετά, ένευσε. «Εντάξει, έχεις δίκιο. Θα προσπαθήσω να πλησιάσω το επόμενο φυλάκιο.»
«Δεν ξεκινάμε τώρα;» είπε ανυπόμονα ο Φάντραν.
Μάζεψαν από την άμαξα ό,τι πράγματα πίστευαν ότι θα τους φαίνονταν χρήσιμα και πορεύτηκαν νότια, αφού, πρώτα, μπήκαν στο δάσος, μετά από προτροπή του Έζβαρ. Οι κορμοί και οι φυλλωσιές θα τούς έκρυβαν από τους κυνηγούς τους.
«Αρχόντισσα Ρικέλθη,» ρώτησε η Λαθέμη, «πόσο μακριά είμαστε από τη Νουάλβορ; Πόσο καιρό θα κάνουμε να φτάσουμε, οδοιπορώντας;»
«Δυο μέρες· ίσως πιο λίγο, ίσως πιο πολύ.»
«Δεν έχουμε τρόφιμα μαζί μας,» τόνισε η Έπαρχος. «Τα τρόφιμά μας ήταν στην άλλη άμαξα.»
«Αυτή βγήκε απ’το δρόμο στην αρχή της συμπλοκής,» είπε ο Έζβαρ. «Την είδα. Τ’άλογα είχαν αφηνιάσει.»
«Τότε,» υπέθεσε η Ρικέλθη, «ίσως να τη συναντήσουμε.»
Ο Έζβαρ κούνησε το κεφάλι. «Βγήκε απ’την ανατολική μεριά του δρόμου· εμείς είμαστε δυτικά.»
Σκατά…! σκέφτηκε η Ρικέλθη.
«Μπορώ, όμως, να κυνηγήσω,» είπε ο Έζβαρ. «Και πόσιμο νερό, σίγουρα, δε θα δυσκολευτούμε να βρούμε. Οι εχθροί μας με απασχολούν πολύ περισσότερο από το τι θα φάμε.»
*
«Κατάλαβα ακριβώς πού είμαστε,» δήλωσε η Ρικέλθη, ακουμπώντας το δεξί, επιδεμένο της χέρι στον κορμό ενός δέντρου και στηριζόμενη, με το αριστερό, στο δρακοκέφαλο ραβδί της, για να πάρει μερικές ανάσες.
Οι άλλοι σταμάτησαν πλάι της. Ήταν μεσημέρι και, μέχρι στιγμής, κανένας δεν τους είχε κυνηγήσει, ή δεν είχε καταφέρει να τους βρει. Καθώς προχωρούσαν, ο Έζβαρ φρόντιζε να καλύπτει τα ίχνη τους, όσο καλύτερα μπορούσε. Η όψη του τώρα φαινόταν πολύ πιο κουρασμένη απ’των υπόλοιπων: βαθιά ρυτιδωμένη και γηρασμένη, τόσο γηρασμένη, παρατηρούσε η Ρικέλθη. Και δεν είναι παρά τρία χρόνια μεγαλύτερός μου, συλλογίστηκε. Δεν πιστεύω κι εγώ να δείχνω έτσι!
«Υπάρχει κάποιος λόγος που το λες αυτό;» τη ρώτησε ο Έζβαρ, βλέποντας ότι τον κοίταζε καλά-καλά.
Η Ρικέλθη βλεφάρισε, και κατένευσε. «Ναι. Το φυλάκιο πρέπει νάναι απο κεί.» Έδειξε ανατολικά.
Οι συνοδοιπόροι της στράφηκαν, μα το μόνο που μπορούσαν να δουν ήταν δέντρα· καμία σημαία δε φαινόταν να κυματίζει, κανένας πύργος να ορθώνεται.
«Είσαι σίγουρη, Αρχόντισσα Ρικέλθη;» είπε ο Φάντραν.
«Ναι,» απάντησε εκείνη. «Αυτό το μικρό βουνό…» Τώρα έδειξε δυτικά, και όλοι μπόρεσαν να δουν, καθαρά, το απόκρημνο, ξερό όρος στο οποίο αναφερόταν. «Ακριβώς στην ίδια ευθεία μ’αυτό είναι το φυλάκιο. Δεν είναι πολύ μεγάλο, έτσι δε φαίνεται από εδώ.»
«Θα πρότεινα να κάνουμε μια στάση σε τούτο το σημείο,» είπε η Λαθέμη, και κάθισε σ’έναν τυλιγμένο στη βλάστηση βράχο, ξεφυσώντας. Η κίνησή της έμοιαζε να μετατρέπει το Θα πρότεινα σε Προστάζω να.
Η Ρικέλθη, ωστόσο, δεν μπορούσε παρά να συμφωνήσει μαζί της. «Ναι, μια στάση…» Κάθισε κι εκείνη, σ’έναν άλλο βράχο.
«Όσο ξεκουράζεστε,» είπε ο Έζβαρ, «εγώ θα πάω στο φυλάκιο–»
«Χρειάζεσαι κι εσύ ξεκούραση,» τον διέκοψε η Ρικέλθη. Δε βλέπεις τι χάλια έχεις, άνθρωπέ μου; Δεν αισθάνεσαι τι χάλια έχεις; Κάτσε, να συνέλθεις!
«Η Αρχόντισσα έχει δίκιο, φίλε μου,» συμφώνησε ο Φάντραν. «Θα πάω εγώ, και θα επιστρέψω γρήγορα.»
Η Λαθέμη άνοιξε το στόμα της, για να μιλήσει, αλλά, προτού προλάβει ν’αρθρώσει κουβέντα, ο Έπαρχός της είχε ήδη απομακρυνθεί. Εκείνη αναστέναξε, κλείνοντας το στόμα.
Ο Έζβαρ κάθισε, οκλαδόν, κάτω από ένα δέντρο.
Η Ρικέλθη έβγαλε το φλασκί από τη μέση της και ήπιε μια μεγάλη γουλιά κρύο νερό. Ήταν τόσο αναζωογονητικό! Τα πόδια της, ωστόσο, πονούσαν σαν να τα δάγκωναν δέκα διάολοι, κι αυτόν τον πόνο το νερό δεν μπορούσε να τον καταπραΰνει.
Η Λαθέμη είχε άλλο πρόβλημα: πεινούσε. Και δε δίστασε να το ανακοινώσει.
«Μπορούμε να στήσουμε κάποιο δόκανο, Αρχόντισσά μου,» της είπε ο Έζβαρ· «αλλά θα χρειαστεί να περιμένουμε.»
«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο,» τόνισε η Ρικέλθη. «Καλύτερα να φάμε το βράδυ, ή το απόγευμα, παρά να μας βρουν.»
Η Λαθέμη στραβομουτσούνιασε από τα λόγια της Αρχόντισσας της Έριγκ, αλλά δεν έφερε αντίρρηση. Κατά βάθος, συμφωνούσε με τη Ρικέλθη, μα, επίσης, πεινούσε. Σταύρωσε τα χέρια της μπροστά της, σαν αυτό να μπορούσε να κάνει την κοιλιά της να πάψει να διαμαρτύρεται.
Το βλέμμα της στράφηκε στ’ανατολικά, περιμένοντας τον Φάντραν να φανεί από στιγμή σε στιγμή. Δεν έπρεπε να είχε πάει στο φυλάκιο· ήταν πολύ επικίνδυνο. Και η Λαθέμη δεν τον εμπιστευόταν· τον είχε ικανό για οποιαδήποτε ανοησία μπορεί κανείς να φανταστεί.
«Πόσο μακριά είναι το φυλάκιο, Αρχόντισσα Ρικέλθη;» ρώτησε.
«Δεν ξέρω ακριβώς. Αλλά δεν πρέπει νάναι και πολύ μακριά. Πόσο έχουμε απομακρυνθεί από τη δημοσιά, Έζβαρ;»
«Δυο-τρία χιλιόμετρα.»
«Επομένως, κάνα χιλιόμετρο μακριά θα είναι το φυλάκιο, Έπαρχε.»
Η Λαθέμη σώπασε, εξακολουθώντας να έχει τη ματιά της στραμμένη ανατολικά.
Όταν είδε τον Φάντραν να ξεπροβάλλει ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων και τις φυλλωσιές, χαμογέλασε κι αισθάνθηκε ένα βάρος να φεύγει από μέσα της. Ό,τι αντιπαραθέσεις κι αν είχε μαζί του, ήταν ο πατέρας των παιδιών της, και τον αγαπούσε.
«Έχει γίνει,» ανακοίνωσε ο Έπαρχος, πλησιάζοντας.
«Δε σε είδε κανένας!» του είπε η Λαθέμη.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Όχι· είμαι σίγουρος.»
«Ποιο πράγμα έχει γίνει;» ρώτησε η Ρικέλθη, αν και υποπτευόταν για τι μιλούσε ο Φάντραν.
«Η αλλαγή, Αρχόντισσά μου. Η σημαία που κυματίζει στο φυλάκιο έχει κεντημένη επάνω της μια σιδερένια γροθιά μέσα σε πορφυρό ρόμβο.» Κάθισε σε μια πέτρα, αντίκρυ της.
«Αναγνωρίζεις αυτό το σύμβολο;» τον ρώτησε η Ρικέλθη, κοιτάζοντάς τον καταπρόσωπο. Αν πεις ψέματα, θα το καταλάβω! Πρέπει να το καταλάβω.
Ο Φάντραν κούνησε ξανά το κεφάλι· έμοιαζε να αισθάνεται πολύ κουρασμένος για να μιλήσει.
«Είσαι σίγουρος;» επέμεινε η Ρικέλθη.
«Ναι, Αρχόντισσα Ρικέλθη· είμαι σίγουρος.»
«Από πού κι ως πού να το αναγνωρίζει;» είπε η Λαθέμη, αγριοκοιτάζοντας τη Ρικέλθη. «Ούτε εσύ το αναγνωρίζεις, ούτε εγώ.»
Κι οι δυο μού φαίνεται ότι λένε αλήθεια. Αλλά η Έπαρχος κάτι κρύβει· δε μου το βγάζεις απ’το μυαλό. «Είπα, μήπως…» Κοίταξε άλλου. Υποπτεύεται ότι οι σύμμαχοί της –οι άλλοι συνωμότες– την πρόδωσαν. Αυτό πρέπει να είναι· δεν μπορεί νάναι κάτι διαφορετικό.
Αλλά, αν ίσχυε τούτο, τότε… τότε ο Οίκος των Γάθνιν πρέπει να είχε πέσει και οι εχθροί του να είχαν αρπάξει την εξουσία. Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό! Δεν μπορεί!
Η Ρικέλθη είχε φύγει μόνο για λίγες ημέρες από τη Νουάλβορ, και…. Ακόμα δεν είχε γίνει η κηδεία του Βασιληά Άργκελ, για όνομα του Βάνραλ!
Και ο Δάρβαν, η Φάλμα, κι ο Χάφναρ βρίσκονταν στην πρωτεύουσα, στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων… Η Ρικέλθη ξεροκατάπιε. Τα παιδιά της, και η εγγονή της, ίσως να ήταν όλοι τους νεκροί!… ή φυλακισμένοι –μακάρι να ήταν φυλακισμένοι! Τουλάχιστον, θα είχε μια ελπίδα· θα μπορούσε να διαπραγματευτεί, για να τους σώσει…
Η σκέψη της άλλαξε κατεύθυνση, και η Ρικέλθη αναρωτήθηκε γιατί οι συνωμότες να είχαν προδώσει τη Λαθέμη. Ποιος ο λόγος; Τίποτα δε γινόταν τυχαία σε τέτοιου είδους πολιτικά παιχνίδια…
Μα, βέβαια! Τι αφελής που είμαι. Ο Κάβμαρ. Μοιάζει για άνθρωπος που θα επιθυμούσε να μοιραστεί την εξουσία του; Αυτός τα σχεδίασε όλα. Ήθελε να βγάλει τη Λαθέμη από τη μέση· και, μάλλον, θα έβγαζε και τον Μόρντεναρ, αν εκείνος ακόμα ζούσε.
Η Έπαρχος της Βένεριγκ δεν ήταν, όμως, η μόνη συνεργός που απέμενε. Ο Κάβμαρ θα έπρεπε να δολοφονήσει και τον Μόλραν, για να έχει τον πλήρη έλεγχο. Και ο Μόλραν δεν είχε φτάσει στη Νουάλβορ, όσο εγώ ήμουν εκεί. Λες να τον έχει ήδη ξεπαστρέψει;
Η Ρικέλθη έριξε ένα βλέμμα στη Λαθέμη και παρατήρησε πως κι εκείνη ήταν βαθιά συλλογισμένη. Αναμφίβολα, σκεφτόταν τα ίδια πράγματα: αναρωτιόταν ποιος την είχε προδώσει· και, δεν μπορεί, πρέπει το μυαλό της να πήγαινε, πρώτα, στον Κάβμαρ. Ο Κάβμαρ ήταν επικίνδυνος: ε-π-ι-κ-ί-ν-δ-υ-ν-ο-ς. Θα νόμιζες ότι η λέξη βρισκόταν χαραγμένη στο μέτωπό του.
*
«Η μάνητα του Βάνραλ έχει στραφεί εναντίον μας!»
«Είμαστε καταδικασμένοι σε ήττα!»
«Η θεϊκή φωτιά θα μας κάψει όλους! Ίσως ακόμα κι εδώ να κινδυνεύουμε…»
Ο Λώντιρ στεκόταν σ’ένα υπερυψωμένο επίπεδο, στον σηκό του Ναού του Σάλ’γκρεμ’ρωθ. Φορούσε το κερασφόρο του διάδημα και τα άμφια του Αρχιερέα. Από κάτω του ένα μικρό πλήθος ήταν συγκεντρωμένο. Η όψη του Λώντιρ ήταν αγριεμένη, τα χείλη του σφιγμένα, τα μάτια του στενεμένα.
Θεϊκή φωτιά, έλεγαν! Αυτή δεν ήταν «θεϊκή φωτιά»· ήταν φωτιά των καταραμένων Ράζλερ! Ουρανολίθινη φωτιά. Ποιος, όμως, την είχε εκτοξεύσει; Ο Φανλαγκόθ, ή ο Νουτκάλι; Ο πρώτος ήταν δηλωμένος εχθρός του Λώντιρ, ενώ για τον δεύτερο είχε αμφιβολίες. Θα μπορούσε να ήταν σύμμαχος –άλλωστε, μέχρι στιγμής, τον είχε βοηθήσει–, αλλά θα μπορούσε να ήταν και εχθρός –είχε πάψει πλέον να επικοινωνεί μαζί του.
«Να φύγουμε απ’την πόλη, λέω εγώ!» Η φωνή μιας γυναίκας ξεχώρισε από τη βαβούρα. «Δε γίνεται να τα βάλουμε με τους θεούς!» Ο Λώντιρ την αναγνώριζε, φυσικά, όπως αναγνώριζε κι όλους τους υπόλοιπους· τους ήξερε έναν προς έναν. Ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους ερχόταν σε επαφή, για να επηρεάζει την κατάσταση μέσα στη Νουάλβορ· και, όταν το κακό έγινε, άπαντες είχαν συγκεντρωθεί εδώ, στο Ναό και στον Αρχιερέα τους. Όλοι αυτοί οι ευγενείς, οι στρατιωτικοί, και οι έμποροι δεν είχαν πάει στο Ναό του Βάνραλ, αλλά στου Σάλ’γκρεμ’ρωθ· δεν ήταν ειρωνικό; Πίστευαν πως ο θεός που υποτίθεται ότι τους προφύλασσε επιθυμούσε τώρα να τους αφανίσει, ενώ ο θεός που χρησιμοποιούσαν το όνομά του μονάχα σε κατάρες, ή που έμπαιναν στην οικία του για να γλεντήσουν και να οργιάσουν με τρόπους που αλλού θα θεωρούνταν «άπρεποι» και «ξεδιάντροποι», θα τους έσωζε από την καταστροφή.
«Υπάρχει κι η περίπτωση να πρόκειται για κάποιο κόλπο,» είπε ο Βάκναν ο Μαυραγορίτης.
«Επιτέλους, ένας άνθρωπος μιλάει σωστά!» φώναξε ο Λώντιρ, για ν’ακουστεί πάνω από την οχλοβοή. «Φυσικά και πρόκειται για κόλπο! Κόλπο των Γάθνιν, για να μας τρομοκρατήσουν και να μας διαιρέσουν!»
«Πανιερότατε,» διαφώνησε ένας στρατιωτικός, «τις είδα τις φλόγες ο ίδιος, και είδα και τον άγγελο που στεκόταν στο παράθυρο. Λαμποκοπούσε, Πανιερότατε, ο άγγελος λαμποκοπούσε! Και, όταν σήκωσε το χέρι του, η φωτιά έπεσε από τον ουρανό!»
«Ανόητε!» γρύλισε ο Λώντιρ. «Η φωτιά δεν πέφτει από τον ουρανό!»
«Ο ουρανόλιθος έπεσε, κάποτε, από τον ουρανό!» τόνισε μια γυναίκα: η ίδια που είχε μιλήσει και πριν, προτρέποντας να φύγουν από την πόλη: μια κατώτερη ευγενής.
«Έτσι λένε!» αντιγύρισε ο Λώντιρ. «Έτσι λένε. Και μπορεί, όντως, να έπεσε· μπορεί να είναι αλήθεια. Αλλά, πραγματικά, δεν υπάρχει καμία σύνδεση–»
«Πώς δεν υπάρχει;» ακούστηκε μια φωνή.
«Θα με διακόπτετε συνεχώς;» φώναξε ο Αρχιερέας, στρέφοντας το φλογισμένο βλέμμα του στον άντρα. «Γιατί ήρθατε εδώ, αν δε θέλετε τη συμβουλή μου;»
Ο άντρας απέφυγε τη ματιά του Λώντιρ. «Με συγχωρείτε, Πανιερότατε…» μουρμούρισε.
«Η φωτιά που είδατε σήμερα ήταν κόλπο των Γάθνιν,» είπε ο Αρχιερέας. «Δεν ήταν θεϊκή παρέμβαση. Αν ήταν, θα το ήξερα. Οι εχθροί μας έστησαν μια απάτη, κι όλοι σας την πιστέψατε!»
«Με συγχωρείτε, Πανιερότατε,» είπε ο στρατιωτικός που, όπως είχε υποστηρίξει, ήταν εκεί, έξω από το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων, όταν συνέβη το περιστατικό, «αλλά με τι κόλπο είναι δυνατόν η φωτιά να έπεσε από τ–;»
«Με τι κόλπο;» απόρησε ο Λώντιρ. «Η λέξη καταπέλτης σού θυμίζει κάτι;»
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. «Δεν ήταν καταπέλτης. Δεν έμεινε πίσω καμία σφαίρα. Ήταν καθαρή φωτιά· σκέτη φωτιά. Δεν ήταν τίποτα το φυσιο–»
«Η επιπολαιότητά σου με τρομάζει!» φώναξε ο Λώντιρ, εξαγριωμένος. «Οι Γάθνιν έχουν ένα σωρό αλχημιστές και μυστικιστές στις υπηρεσίες τους. Έχουν ακόμα και δράκαρχους! Πιστεύεις ότι δε θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα υλικό που, κατά την πρόσκρουση, διαλύεται, ούτως ώστε να μένει μόνο… σκέτη φωτιά;» μιμήθηκε τη φωνή του στρατιωτικού.
«Ίσως, Πανιερότατε…» παραδέχτηκε εκείνος. «Ωστόσο, θα μπορούσα να συνεχίσω;»
«Θα μπορούσες,» απάντησε ο Λώντιρ, αλλά το βλέμμα του έμοιαζε δολοφονικό. Χίλιες κατάρες επάνω στους Ράζλερ! σκεφτόταν. Με βάζουν σε ατελείωτους μπελάδες με την άσκοπη ανάμιξή τους στις δουλειές μου!
«Το φως πώς έγινε, Πανιερότατε; Το φως που τύλιγε τον άγγελο;»
«Δεν ήταν άγγελος! Ήταν ένας άνθρωπος των Γάθνιν!»
«Αυτόνανε, έστω…»
«Η απάντησή μου θα είναι απλή,» είπε ο Λώντιρ: «Δεν γνωρίζω ακριβώς. Αλλά δεν το θεωρώ και κανένα θαύμα. Όπως εξήγησα, οι εχθροί μας έχουν ένα σωρό αλχημιστές και μυστικιστές στη δούλεψή τους· θα μπορούσαν εύκολα να δημιουργήσουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Δεν έχετε ακούσει για σκόνες που, όταν τις ρίχνει κανείς επάνω του, το ηλιακό φως αντανακλάται πολύ έντονα;»
Οι άνθρωποι από κάτω του έμειναν, για λίγο, σιωπηλοί, σα να συλλογίζονταν αυτά που τους είχε πει. Έπειτα, ο στρατιωτικός που είχε μιλήσει και πριν ρώτησε: «Τους πολεμιστές μας, όμως, πώς θα τους πείσουμε να επιστρέψουν στο παλάτι; Ακόμα κι αν, όντως, δεν πρόκειται για θαύμα, εκείνοι έχουν τρομάξει…»
«Δε χρειάζεται ν’αρχίσετε σήμερα πάλι την πολιορκία,» αποκρίθηκε ο Αρχιερέας. «Ωστόσο, φροντίστε να κρατήσετε τις θέσεις σας γύρω από το παλάτι. Κανένας δεν μπαίνει και κανένας δε βγαίνει από τους Δεκαεννέα Πύργους.»
«Ασφαλώς, Πανιερότατε. Ισχύει.»
«Θες να πεις πως έχετε ήδη φροντίσει γι’αυτό;»
«Ναι.»
«Ωραία. Ίσως, τελικά, να μην είστε τόσο δεισιδαίμονες όσο νόμιζα.» Ύψωσε το χέρι του προς το τερατόμορφο άγαλμα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ. «Ο Κύριός μας ευφραίνεται από τούτο, γιατί απεχθάνεται τους δεισιδαίμονες ανθρώπους.
»Τώρα,» είπε, «αισθάνομαι την ανάγκη να προσευχηθώ. Εσείς, όμως,» δυνάμωσε τη φωνή του, «μπορείτε να μείνετε. Όλες οι υπηρεσίες του Ναού βρίσκονται στη διάθεσή σας.» Χτύπησε τα χέρια του, και μια κουρτίνα παραμερίστηκε, για να βγει μια σειρά από υπηρέτες, οι οποίοι μετέφεραν δίσκους με μεθυστικά ποτά και γλυκίσματα.
*
Ο Λώντιρ μπήκε στα προσωπικά του διαμερίσματα και στάθηκε μπροστά στο άγαλμα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ που βρισκόταν στο κέντρο του προσευχηταρίου, περιστοιχισμένο από ψηλούς δαυλούς. Δεν ήταν όπως αυτό στον σηκό· είχε τελείως διαφορετική εμφάνιση. Ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, εξάλλου, ήταν ο Άρχων της Πολυμορφίας· δε διέθετε μία όψη, αλλά άπειρες. Και το πλάσμα που αντίκριζε τώρα ο Λώντιρ ήταν τρία πλάσματα, ενωμένα: δύο γυναίκες και ένας άντρας, περιπλεγμένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα ενιαίο σώμα. Η μία γυναίκα είχε φίδια αντί για μαλλιά. Της άλλης τα μαλλιά ήταν μακριά ως το πάτωμα, και το πρόσωπό της αόμματο· στο λαιμό της βράγχια διακρίνονταν· από το στόμα της έβγαινε μια αφύσικα μακριά γλώσσα. Ο άντρας, που ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τις δύο γυναίκες, χαμογελούσε σαρδόνια, και γύρω από τα μάτια του φύτρωναν μικρά κέρατα· το κεφάλι του ήταν άτριχο, όπως και το πηγούνι του· εμπρός του ορθωνόταν ένας στητός φαλλός.
Ο Λώντιρ γονάτισε μπροστά στο άγαλμα, το οποίο δεν ήταν λαξεμένο τυχαία· ο Αρχιερέας είχε, κάποτε, δει αυτή την προσωποποίηση του Κυρίου του. Όταν βρισκόταν κοντά στο θάνατο, την είχε δει, και είχε επιστρέψει, δυνατότερος από πριν.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή και έβρεχε. Αστραπές έσχιζαν, συχνά-πυκνά, τους μαύρους ουρανούς. Ο Λώντιρ έτρεχε μέσα στη Δυτική Περιφέρεια, κυνηγημένος από τους ανθρώπους του Βάκναν του Μαυραγορίτη (ναι, του ανθρώπου που τώρα τον υπηρετούσε· δεν ήταν παράξενο έτσι όπως τα έφερνε η Μοίρα;). Ήθελαν να τον πιάσουν και να τον χώσουν στο Πνιχτήριο, αλλά, μάλλον, δε θα τους πείραζε όπου κι αν πνιγόταν· γιατί, όταν τον τραυμάτισαν, με μια τσεκουριά στα πλευρά (ακόμα είχε το σημάδι), τον πέταξαν στον ποταμό Σάλερεκ, δίπλα απ’τον οποίο είχαν βρεθεί.
Το παγερό νερό τύλιξε τον Λώντιρ, κι εκείνη τη στιγμή ήταν βέβαιος πως, αν δεν πέθαινε από πνιγμό, θα πέθαινε από το ψύχος, ή από την αιμορραγία. Αποκλείεται, πάντως, να γλίτωνε. Έτσι, άφησε το ρεύμα να τον παρασύρει.
Αλλά μέσα στο σκοτάδι νόμισε πως, φευγαλέα, είδε μια μορφή να ανασαλεύει· μια μορφή εφιαλτική, με πολλά χέρια και πόδια, και κεφάλια, και κέρατα, και ουρές. Στο μυαλό του ήρθε ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ. Ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, του οποίου το άγαλμα είχε δει στο Ναό, στη Δυτική Περιφέρεια (που, τότε, δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο τώρα, ούτε είχε την ίδια επιρροή).
Ο Λώντιρ θα γελούσε, αν μπορούσε –αν το νερό δεν έμπαινε στο στόμα και στα ρουθούνια του, αν δεν γέμιζε τα πνευμόνια του. Τι ελεεινή ειρωνεία! Θα πέθαινε, και το πνεύμα του θα το έπαιρνε ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, ο χειρότερος των θεών: ένας θεός τον οποίο ο Λώντιρ θεωρούσε άχρηστο κι απορούσε γιατί υπήρχαν άνθρωποι που επισκέπτονταν το Ναό του. Εκείνος πίστευε στον Σνάρκαλ τον Πολυμήχανο, που με τη βοήθειά του όποιος ήταν ευφυής μπορούσε να ξεχωρίσει, να καταφέρει ό,τι επιθυμούσε στη ζωή.
Τώρα, όμως, ο Σνάρκαλ δεν φώτιζε το νου του, για να βρει έναν τρόπο να γλιτώσει απ’τον πνιγμό. Τον άφηνε στο αδυσώπητο ποτάμι, και στα Στόματα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ.
Αλλά ο ίδιος ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ δε φαινόταν να θέλει το πνεύμα του…
Καθώς ήταν μισολιπόθυμος, ο Λώντιρ αισθάνθηκε χέρια και πόδια να τον τυλίγουν, ενώ δόντια δάγκωναν, παιχνιδιάρικα, τ’αφτί του και μια γλώσσα τον έγλειφε: μια γλώσσα υπερβολικά μακριά, η οποία έφτανε μέχρι το σαγόνι του, μέχρι το άλλο του αφτί. Στην πλάτη του, ένιωθε ένα γυναικείο σώμα να πιέζεται.
Έχω παραισθήσεις, ήταν η πρώτη του σκέψη.
Μετά, όμως, το πλάσμα που τον είχε αρπάξει τον τράβηξε έξω απ’το νερό. Ο Λώντιρ άνοιξε το στόμα του διάπλατα, προσπαθώντας ν’ανασάνει… μάταια. Τα πνευμόνια του είχαν γεμίσει! Θα έσκαγε! Άρχισε να βήχει.
Σώσε με! ικέτεψε το γυναικόμορφο πλάσμα. Σώσε με! Κι αυτό τον έβγαλε στην ξηρά, επάνω σε άμμο και πέτρες. Τον γύρισε μπρούμυτα και τον κοπάνησε την πλάτη, ξανά και ξανά. Το τραύμα στα πλευρά του τον λόγχισε με πόνο, αλλά το νερό πετάχτηκε έξω απ’τα πνευμόνια του, και ο Λώντιρ πήρε βαθιές ανάσες.
Η μακριά γλώσσα έγλειψε το πλάι του προσώπου του. Εκείνος γύρισε ανάσκελα, για να κοιτάξει, και, αποσβολωμένος, είδε να βρίσκεται από πάνω του μια καλλονή, με μαύρα, μακριά μαλλιά που έπεφταν σαν μανδύας γύρω της. Το πρόσωπό της δεν είχε μάτια, και μια γλώσσα αφύσικου μήκους ξεπρόβαλλε από το στόμα της. Ο ουρανός πίσω της είχε ένα αλλόκοτο βαθυκόκκινο χρώμα. Ο άνεμος ακουγόταν να βουίζει πολύ δυνατά, και μαζί του έφερνε το τρίξιμο των ξύλων κάποιας φωτιάς, κάποιας πολύ μεγάλης φωτιάς.
Ονειρεύομαι, σκέφτηκε ο Λώντιρ, ή είμαι νεκρός…
«Απέθαντος…» ψιθύρισε μια φωνή, δεξιά του, και, γυρίζοντας, είδε ένα αντρικό πρόσωπο να τον κοιτάζει: ένα πρόσωπο με μικρά κέρατα γύρω από τα μάτια και ένα σαρδόνιο μειδίαμα στα χείλη. Πώς γυάλιζαν τα δόντια του!
«Απέθαντος…» Μια άλλη φωνή, από τ’αριστερά. Ο Λώντιρ στράφηκε πάλι τόσο γρήγορα που άκουσε τον αυχένα του να τρίζει, και είδε ένα άλλο πρόσωπο, γυναικείο και πλαισιωμένο από φίδια που σφύριζαν.
Λιποθυμία τού ήρθε, και τα πάντα φάνηκαν να σκοτεινιάζουν γύρω του.
Η αόμματη γυναίκα γέλασε, δυνατά, και έσκυψε, φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό του· η μακριά της γλώσσα ήταν τώρα μαζεμένη μέσα στο στόμα της. «Απέθαντος…» του ψιθύρισε.
Και μετά, ο Λώντιρ έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν συνήλθε, βρισκόταν κάτω από τη Λιμανογέφυρα. Ο ποταμός δεν τον είχε παρασύρει στη θάλασσα, αλλά τον είχε αφήσει σε μια χωμάτινη νησίδα, πλάι στην όχθη.
Το τραύμα του τον έκαιγε. Ο Λώντιρ ανασηκώθηκε και κοίταξε τα πλευρά του. Διαπίστωσε ότι τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, αλλά η πληγή, περιέργως, είχε κάνει εφελκίδα και δεν έμοιαζε μολυσμένη.
Δεν έβλεπα παραισθήσεις, συνειδητοποίησε.
«Απέθαντος…» ψιθύρισε. «Απέθαντος…» Και γέλασε.
Από τότε, όλα άρχισαν να πηγαίνουν εξαιρετικά καλά στη ζωή του, σαν κάποιος θεός να τον είχε αγγίξει. Και δεν αμφέβαλλε για το ποιος θεός ήταν. Πάντως, σίγουρα όχι ο Σνάρκαλ…
«Σάλ’γκρεμ’ρωθ, Άρχοντά μου,» είπε, επί του παρόντος, ο Αρχιερέας, καθώς βρισκόταν γονατισμένος ενώπιον του τριπλού αγάλματος, «χρειάζομαι ξανά την καθοδήγησή σου. Ο Ράζλερ ήταν αναξιόπιστος, τελικά· και οι ακόλουθοι κι οι συνεργάτες μου είναι λιγόψυχοι, και ο πανικός εύκολα τούς καταλαμβάνει. Στη δική σου, και μόνο, δύναμη μπορώ να βασίζομαι…»
Έτσι, προσευχήθηκε για ώρες· μα κανένα όραμα δεν είδε, ούτε καμία φωνή άκουσε, ούτε ο νου τους καθάρισε από τις μπερδεμένες σκέψεις. Απογοητευμένος, σηκώθηκε από τη γονατιστή του θέση και πήγε στο υπνοδωμάτιό του. Στον τοίχο, πίσω απ’το μεγάλο κρεβάτι, βρισκόταν καρφωμένο το κρανίο του προηγούμενου Αρχιερέα του Ναού. Επάνω στο στρώμα δύο ημίγυμνες ιέρειες περίμεναν τον Λώντιρ. Στον δεξή αστράγαλο της μίας και στον αριστερό αστράγαλο της άλλης υπήρχε ένας αργυρός κρίκος, και μια επίσης αργυρή αλυσίδα ένωνε τους δύο κρίκους.
Ο Λώντιρ ξάπλωσε ανάμεσα στις γυναίκες και κοιμήθηκε. Ξαφνικά, μια τρομερή υπνηλία τον είχε καταλάβει.
Οι ιέρειες –που, απ’τα χαμόγελα στα πρόσωπά τους κι απ’τις κινήσεις των ματιών τους, ήταν φανερό ότι βρίσκονταν υπό την επήρεια κάποιας ναρκωτικής ή, τουλάχιστον, μεθυστικής ουσίας– τον έγδυσαν διεξοδικά και άρχισαν να του κάνουν μαλάξεις, καθώς κοιμόταν.
Ο Σέλναρ ε Φίνγκωρ ήταν αγγειογράφος και ο αδελφός του, ο Σίλφαρ, αγγειοπλάστης. Ο δεύτερος έφτιαχνε ανθοδοχεία, πιθάρια, αμφορείς, καράφες, φρουτιέρες, πιατέλες, και ο πρώτος τα γέμιζε με μαγευτικά σχέδια. Είχε αναπτύξει μια δική του τεχνοτροπία· δε ζωγράφιζε γνωστές μορφές και σχήματα –κάστρα, άλογα, πολεμιστές, ξίφη, ψάρια, γάτες, πτηνά–, αλλά φιγούρες από τη φαντασία του, οι οποίες άλλες φορές θύμιζαν κάτι πραγματικό άλλες όχι. Ωστόσο, ο Σέλναρ επιδίωκε συμμετρία στα έργα του, γιατί θεωρούσε ότι τα πάντα στο σύμπαν, οσοδήποτε απίστευτα ή παράξενα, είναι συμμετρικά στην τέλεια μορφή τους.
Απόψε, είχε κανονίσει μια συγκέντρωση στον κήπο της οικίας Φίνγκωρ, για την επίδειξη ορισμένων από τα τελευταία αγγεία του αδελφού του τα οποία είχε αγγειογραφήσει. Λόγω των απροσδόκητων γεγονότων το πρωί –της «θεϊκής παρέμβασης», δηλαδή, μπροστά στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων–, φοβόταν ότι πιθανώς η συγκέντρωσή του να μην είχε κόσμο, γιατί ήταν πολύ πιθανό οι καλεσμένοι του να έμεναν στα σπίτια τους, συζητώντας για το πού οδηγείτο το Βασίλειο, για το πώς είχαν εξοργίσει τους θεούς, και για το τι θα έκαναν στο μέλλον. Ωστόσο, τελικά, δεν είχαν μείνει στα σπίτια τους· είχαν έρθει.
Και ο Σέλναρ το θεωρούσε απόλυτα λογικό. Εξάλλου, είχε ακούσει τα λόγια του Αρχιερέα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, στη Δυτική Περιφέρεια, του άντρα που ονομαζόταν Απέθαντος, και τα είχε πιστέψει. Ο Οίκος των Γάθνιν, αναμφίβολα, είχε προσπαθήσει να τους ξεγελάσει όλους –να τους τρομοκρατήσει– με κάποιο φτηνό αλχημικό κόλπο. Οι πύρινες σφαίρες πρέπει να είχαν εκτοξευτεί από καταπέλτες, κρυμμένους ανάμεσα στους Δεκαεννέα Πύργους· σε κάποιον από τους κρεμαστούς κήπους, ίσως. Έτσι, οι φλόγες έμοιαζαν να έρχονται «από τον ουρανό». Και η λάμψη που τύλιγε τον άντρα ο οποίος μιλούσε, κι αυτή, το δίχως άλλο, τεχνητή ήταν· τα ρούχα του θα ήταν αλειμμένα με κάποια ουσία που αντανακλούσε το φως με εξαιρετική ένταση.
Δεν μπορούσε να είχε συμβεί τίποτε άλλο. Ο Σέλναρ απορούσε γιατί οι πολεμιστές της Αδελφότητας της Ελευθερίας είχαν τρομάξει τόσο. Ήταν μισθοφόροι ή δεν ήταν; Δεν πληρώνονταν για να κάνουν ετούτη τη δουλειά; Αν ένα γελοίο κόλπο τούς τρομοκρατούσε έτσι, τότε αλίμονο!… Αλίμονο!…
Επιπλέον, αγνοούσαν το αληθινό θαύμα. Ο Ουρανολίθινος Θρόνος είχε συρρικνωθεί: όλοι το έλεγαν. Οι ίδιοι οι ιερείς του Βάνραλ το επιβεβαίωναν, και γνωμοδοτούσαν πως αυτό σήμαινε ότι ο Επουράνιος Άρχων είχε στρέψει την εύνοιά του μακριά από τον Οίκο των Γάθνιν. Ήταν ώρα για αλλαγή. Ήταν ώρα για μια τελείως καινούργια μορφή εξουσίας να δημιουργηθεί! Μια μορφή εξουσίας όπου κυρίαρχο ρόλο θα είχαν το εμπόριο και οι τέχνες. Ο Σέλναρ επιθυμούσε πολύ την επίτευξη αυτής της νέας τάξης πραγμάτων, γιατί ήταν πεπεισμένος πως το έργο του θ’αναγνωριζόταν σ’όλα τα πλάτη και τα μήκη της Κουαλανάρα.
Η αποψινή άφιξη των καλεσμένων του αποτελούσε μια απόδειξη αυτής του της πεποίθησης: Παρά τα όσα συνέβαιναν, είχαν έρθει εδώ, για να δουν τα δημιουργήματά του. Αισθανόταν πολύ ικανοποιημένος, καθώς τους χαιρετούσε έναν-έναν, χαμογελώντας ευγενικά.
Ο Ζάνμελ βρισκόταν ξαπλωμένος στην οροφή της οικίας Φίνγκωρ και κοίταζε από κάτω, τον κήπο. Δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να εντοπίσει το στόχο του· ο Έπαρχος Κάβμαρ τον είχε περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια: Ένας τύπος γύρω στα τριάντα, λιγνός, με μακρύ πρόσωπο. Έχει καστανά μαλλιά, ούτε πολύ σκούρα ούτε πολύ ανοιχτά, και μούσι και μουστάκι, άψογα χτενισμένα. Ντύνεται, συνήθως, με ρούχα φανταχτερά, και είναι αριστερόχειρας. Στο δεξί του χέρι φορά, σχεδόν πάντα, ένα δαχτυλίδι με μεγάλο ρουμπίνι· είναι δώρο της γυναίκας του.
Ο Ζάνμελ είχε τα μάτια του καρφωμένα στον άντρα που χαιρετούσε –με το αριστερό χέρι– τους καλεσμένους του. Τον περίμενε να βγει από τη σκιά του δέντρου, για να είναι σίγουρος πως θα τον σκοτώσει. Όχι, βέβαια, πως κι εκεί όπου στεκόταν η βολή ήταν εξαιρετικά δύσκολη· αλλά ο Ζάνμελ δε ρίσκαρε ποτέ σε τέτοια ζητήματα.
Κρατώντας τη βαλλίστρα του με τα δύο χέρια, έκανε υπομονή. Το όπλο αυτό τού το είχε αγοράσει ο Ράνιρ, γιατί, με τις μικρές χειροβαλλίστρες, δε θα μπορούσε να στοχεύσει από μεγάλη απόσταση· η εμβέλειά τους ήταν, δυστυχώς, περιορισμένη, και ο Ζάνμελ –ύστερα από τον τραυματισμό του– θεωρούσε πως δε βρισκόταν σε κατάσταση για να πλησιάσει. Ο πανδοχέας του Χαριτωμένου Χορευτή είχε, αρχικά, διαφωνήσει: «Μη με μπλέκετε εμένανε τόσο πολύ, ρε σεις! Συμφώνησα να σας κρύψω, αλλ’αυτό κάπως παραπάει, να πούμε…» Ο Κάβμαρ, όμως, είχε καταφέρει να τον πείσει. Ο Ζάνμελ δε θυμόταν τι ακριβώς είχε πει, αλλά ήταν κάτι σχετικό με την ασφάλεια του Βασιλείου και της πόλης, και την ευγνωμοσύνη του Οίκου των Γάθνιν. Ο Έπαρχος χρησιμοποιούσε το λόγο του όπως ένας επικίνδυνος ξιφομάχος χρησιμοποιεί το σπαθί του, όφειλε να παρατηρήσει ο δολοφόνος.
Ο Σέλναρ, έχοντας χαιρετήσει και τον τελευταίο καλεσμένο, απομακρύνθηκε από τη σκιά του δέντρου και βάδισε προς τον μπουφέ, για να πάρει ένα μακρύποδο ποτήρι με κάποιο ποτό.
Εδώ είναι ό,τι πρέπει, σκέφτηκε ο Ζάνμελ, και πάτησε τη σκανδάλη.
Το βέλος έσχισε τον αέρα και διαπέρασε το λαιμό του ευγενή.
Ο δολοφόνος χάθηκε μες στη νύχτα.
Ο Σέλναρ σωριάστηκε πάνω στον μπουφέ. Αίμα είχε γεμίσει το φανταχτερό του πουκάμισο, καθώς και το πρόσωπό του. Από το λαιμό του προεξείχε το στέλεχος ενός βέλους, η αιχμή του οποίου είχε βγει από το πλάι του λαιμού του ευγενή. Επάνω στο φονικό βλήμα ήταν περασμένη μια περγαμηνή, επίσης βουτηγμένη στο αίμα.
Ουρλιαχτά και φωνές αντήχησαν μέσα στον κήπο. Ορισμένοι έτρεξαν κοντά στον Σέλναρ· άλλοι διπλώθηκαν, ξερνώντας· άλλοι μπήκαν στο εσωτερικό της οικίας, φοβούμενοι ότι θα τους τόξευαν κι αυτούς, αν έμεναν έξω· άλλοι άρχισαν να φωνάζουν «Έναν θεραπευτή! Έναν θεραπευτή!»· άλλοι καλούσαν τους φρουρούς. Η σύζυγος του Σέλναρ έκλαιγε και ωρυόταν.
Η Βανρίλια ε Σέντριν, η οποία ήταν επίσης καλεσμένη σ’ετούτη τη συγκέντρωση, κοίταξε ολόγυρα, προσπαθώντας να εντοπίσει τον δολοφόνο. Δε φοβόταν μήπως τη σκότωνε, γιατί αντιλαμβανόταν πως αυτός που είχε ρίξει το βέλος είχε έρθει για να δολοφονήσει έναν άνθρωπο: τον Σέλναρ. Δε θα έμενε για να τον πιάσουν· θα έφευγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το γρήγορα, όμως, δε σήμαινε τίποτα για τη Βανρίλια, η οποία κατείχε την Τηλεμεταφορά. Έτσι, τα μάτια της έψαχναν το σκοτάδι, για κάποια παράξενη κίνηση. Ωστόσο, δεν είδε καμία. Ο δολοφόνος πρέπει να είχε ήδη φύγει.
Το όλο περιστατικό τής θύμιζε αυτό που είχε συμβεί κοντά στη βόρεια πύλη, όταν είχαν φέρει την Έπαρχο Φερνάλβιν και το γιο της εκεί. Ο άνθρωπος που τους είχε επιτεθεί είχε χτυπήσει τους φρουρούς τους από ψηλά, με βέλη, και, μετά, είχε πέσει σαν αγριόγατος ανάμεσά τους… Θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος και τώρα;
Η Βανρίλια πλησίασε τον Σέλναρ, καθώς ένας θεραπευτής έφτανε, τελικά, κοντά του και τον εξέταζε.
«Λυπάμαι,» είπε ο άντρας· «είναι νεκρός.»
Η Κάηνα –η σύζυγος του Σέλναρ– άρχισε να χτυπιέται πάνω στο μπουφέ και να ουρλιάζει. Ο Σίλφαρ προσπαθούσε, μάταια, να την ηρεμήσει.
«Θεραπευτή,» είπε η Βανρίλια, «βγάλε την περγαμηνή από το βέλος.»
Ο άντρας υπάκουσε και την ξετύλιξε, κοιτάζοντας το περιεχόμενό της. Τα μάτια του γούρλωσαν, και τα χέρια του φάνηκαν να τρέμουν.
Η Βανρίλια πήρε το μήνυμα απ’τον θεραπευτή, και διάβασε τα μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα:
Τι αηδίες είν’αυτές; συλλογίστηκε η Βανρίλια, αν κι αισθάνθηκε τους παλμούς της ν’αυξάνονται. Ποιος ανώμαλος έστησε τούτη τη φάρσα;
«Τι γράφει, Βανρίλια;» ρώτησε ο Σίλφαρ, έχοντας αφήσει την Κάηνα στους λυγμούς της, αφού έβλεπε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τη γαληνέψει.
Η Βανρίλια τού έδωσε την αιματοβαμμένη περγαμηνή.
*
Πετάω
Πάνω από τη Νουάλβορ.
Οι φτερούγες μου είναι δυνατές κι ακούραστες. Ο άνεμος είναι ο σύμμαχός μου.
Δεκαεννέα φίδια σαλεύουν στην Περιφέρεια Παλατιών, αλλά δεν αισθάνομαι να τα φοβάμαι· τα πλησιάζω.
Το φεγγάρι μού χαμογελά.
Το ένα από τα φίδια ανοίγει το στόμα του, και κοιτάζω μέσα, για να δω ένα ψηλό κάθισμα, καμωμένο από γαλαζόγκριζη πέτρα. Ο Ουρανολίθινος Θρόνος, και γύρω του κάνει βόλτες μια μορφή ντυμένη στα μαύρα και κουκουλωμένη· τα μάτια της, όμως, γυαλίζουν με φως εκτυφλωτικό. Είμαι ο Θεός της Νουάλβορ! λέει, στρέφοντας το κεφάλι προς το μέρος μου.
Τρομάζω, και φεύγω, πετώντας δυτικά.
Πώς θα πολεμήσω έναν θεό;
Το φεγγάρι μού χαμογελά. Θα σου δείξω, αποκρίνεται, και χάνεται στη Δύση. Το ακολουθώ και βρίσκομαι στο εσωτερικό του Ναού του Κυρίου μου. Καθώς προσγειώνομαι στον σηκό, μαζεύοντας τις φτερούγες μου στην πλάτη, βλέπω τους πιστούς μου ακόλουθους κατατρομαγμένους· ακούω τις φωνές τους: φωνές πανικού και διαμαρτυρίας. Έχουν άπαντες στρέψει τα βλέμματά τους σε μένα, για καθοδήγηση.
Τους προστάζω να συναχτούν έξω από το Ναό και θα τους δώσω την απάντηση που ζητούν. Τους προστάζω να φέρουν και τους μαχητές τους. Όσο πιο πολλούς τόσο το καλύτερο.
Μετά, πετάω και φτάνω σ’ένα δυτικό σπίτι, όπου μιλώ μ’έναν γκρίζο σκύλο. Τον ρωτάω, κι εκείνος απαντά.
Το σημάδι κάνει την εμφάνισή του.
Φωτιά από τον ουρανό.
Φως από ανθρώπινο σώμα——
Ο Λώντιρ ξύπνησε και ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι. Ήξερε τώρα τι έπρεπε να κάνει. Ο Κύριός του του είχε μιλήσει.
Γέλασε, τρομάζοντας τις ιέρειες που κοιμόνταν εκατέρωθέν του.
*
Ο Ζάνμελ μπήκε στο δωμάτιο και κρέμασε τη βαλλίστρα του στον τοίχο.
«Είναι νεκρός,» δήλωσε.
Και ο Κάβμαρ δεν αισθανόταν πως έπρεπε να ρωτήσει «Είσαι σίγουρος;» ή τίποτα παρόμοιο. Γιατί ο δολοφόνος ήταν σίγουρος· φαινόταν καθαρά, στο πρόσωπό του. Ο στόχος είχε εξολοθρευτεί.
Ο Έπαρχος της Νέλβορ γέλασε. «Ζάνμελ! Αυτό οφείλουμε να το γιορτάσουμε.» Γέμισε τρία ποτήρια με κρασί, καθώς καθόταν στο ξύλινο τραπέζι.
Η Αϊλρέηκ, που βρισκόταν καθισμένη αντίκρυ του, ήταν αμίλητη, και δεν έμοιαζε να μοιράζεται τον ενθουσιασμό του.
Ο Ζάνμελ ζύγωσε το τραπέζι, πήρε ένα ποτήρι, και το ύψωσε, υπομειδιώντας. «Καλή αρχή, Έπαρχε,» είπε.
Ο Κάβμαρ ορθώθηκε, και τσούγκρισαν.
Ήπιαν.
«Υπάρχει τίποτα που θεωρείς ενδιαφέρον να μου αναφέρεις;» ρώτησε ο Έπαρχος.
«Τίποτα σπουδαίο, πέραν από το γεγονός ότι η δουλειά ήταν εξαιρετικά εύκολη. Βλέπεις, ο στόχος μου είχε κάνει κάποια δεξίωση απόψε, στον κήπο της οικίας του.»
«Πολύ βολικό,» σχολίασε ο
Κάβμαρ. «Μακάρι και οι επόμενες δολοφονίες να είναι το ίδιο βολικές.» Άφησε
το ποτήρι του στο τραπέζι και ξετύλιξε ένα κομμάτι χαρτί, πάνω στο οποίο
υπήρχε ένας κατάλογος ονομάτων. Πήρε την πένα του από το μελανοδοχείο και
έσβησε το ένα από αυτά: Σέλναρ ε Φίνγκωρ.
*
«Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα ν’ανάψουμε φωτιά,» είπε ο Έζβαρ, κοιτάζοντας το σκοτάδι, έξω από τη ρηχή σπηλιά, όπου εκείνος κι οι σύντροφοί του είχαν σταματήσει για το βράδυ.
«Προτείνεις να τα φάμε ωμά;» απόρησε η Λαθέμη, αναφερόμενη στα δύο ψαρόνια που είχαν πιάσει.
«Δεν τρώγονται ωμά, Αρχόντισσά μου…»
«Δηλαδή, προτείνεις να μη φάμε καθόλου.»
«Αν ανάψουμε φωτιά, οι άνθρωποι που μας αναζητούν ίσως να τη δουν και να έρθουν,» εξήγησε ο Έζβαρ.
«Συμφωνώ,» είπε η Ρικέλθη, παρότι κι εκείνη αισθανόταν την κοιλιά της να διαμαρτύρεται. Πριν από μερικές ώρες, προτού ο ήλιος δύσει –ή, μάλλον, προτού το φως χαθεί από τον κόσμο–, ο Έζβαρ είχε ανεβεί σ’ένα ύψωμα και είχε παρατηρήσει ότι καβαλάρηδες έκαναν πάνω-κάτω στη δημοσιά, και ορισμένοι, μάλιστα, έβγαιναν απ’αυτήν, πηγαίνοντας ανατολικά ή δυτικά της. Έτσι, η Ρικέλθη δεν ήθελε να το ριψοκινδυνέψει. Γιατί μπορεί να μην ξέρουν τα πρόσωπά μας (όχι όλοι τους, τουλάχιστον –ο ιππέας που τους είχε κυνηγήσει μέχρι τη διάλυση της άμαξάς τους και που είχε υποχωρήσει μετά, σίγουρα, θα τα θυμόταν), αλλά, κατά πάσα πιθανότητα, θα μας φυλακίσουν προκειμένου να «μάθουν την αλήθεια».
Η Λαθέμη αναστέναξε, μα δε μίλησε.
Η Ρικέλθη συνέχισε τους συλλογισμούς: Αν, όμως, βγούμε από τούτες τις ερημιές και αρχίσουμε να βαδίζουμε, ένας-ένας, σαν απλοί ταξιδιώτες, τότε θα μας συλλάβουν; Θα περιμένουν μια ομάδα, όχι μοναχικούς ανθρώπους…
Αλλά, και πάλι, άξιζε να το ριψοκινδυνέψουν;
Επιπλέον, –τώρα της πέρασε αυτό από το μυαλό– υπήρχε ένα πολύ βασικό πρόβλημα, αν ήθελαν να παριστάνουν τους απλούς ταξιδιώτες: Δεν είχαν μαζί τους τρόφιμα και σάκους. Ποιος ταξίδευε χωρίς εφόδια; Θα φαινόταν ύποπτο, εκτός αν οι στρατιώτες με το σύμβολο της σιδερένιας γροθιάς και του πορφυρού ρόμβου ήταν τελείως ηλίθιοι. Αλλά οι στρατιώτες είναι τελείως ηλίθιοι μόνο στα παραμύθια· οπότε, όχι, δε μας συμφέρει αυτή η τακτική.
Και ήταν και κάτι ακόμα (ένα-ένα μού έρχονται τα σφάλματα λογικής!): Δε θα ήταν ύποπτη η ξαφνική εμφάνιση μερικών ταξιδιωτών μες στη μέση της δημοσιάς; Φυσιολογικά, οι καβαλάρηδες θα έπρεπε να τους έχουν συναντήσει και πιο πριν, πιο βόρεια…
Επομένως, καλά καθόμαστε εδώ, σκέφτηκε η Ρικέλθη, τυλίγοντας τα χέρια γύρω απ’τα γόνατά της και τρέμοντας λιγάκι από το νυχτερινό ψύχος.
Και, όσο καθόμαστε, θα έβλαπτε να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα; Λοξοκοίταξε τη Λαθέμη. Θα έβλαπτε να μιλήσουμε ευθέως για την κατάσταση;
«Έπαρχε,» είπε, «γνωρίζεις πολλά παραπάνω απ’όσα μας λες.»
«Τι εννοείς, Αρχόντισσα Ρικέλθη;»
«Σε ποιον ανήκει το σύμβολο με τη σιδερένια γροθιά και τον πορφυρό ρόμβο; Σε ποιον υποθέτεις ότι ανήκει;»
«Δεν μπορώ να υποθέσω.»
«Μπορείς. Το ξέρω ότι μπορείς· το ξέρω ότι είσαι με τους συνωμότες κατά του Στέμματος.»
Ο Έζβαρ τσιτώθηκε δίπλα στη Ρικέλθη, έτοιμος να τραβήξει όπλο αν χρειαζόταν, γιατί αντιλαμβανόταν ότι η απόκριση της Επάρχου σε τούτο ίσως να ήταν… σπασμωδική.
Δεν ήταν, όμως.
«Δεν καταλαβαίνω τι λες.»
Η Ρικέλθη την πίεσε. «Καταλαβαίνεις πολύ καλά. Ο Μόλραν, ο Κάβμαρ, κι εσύ είστε όλοι κατά του Οίκου των Γάθνιν. Εσείς χρηματοδοτούσατε τον Μόρντεναρ.»
«Πρόσεξε καλά πού εκτοξεύεις τις κατηγορίες σου, Αρχόντισσα Ρικέλθη!» Τα μάτια της Λαθέμης γυάλισαν μες στο ημίφως.
Ο Φάντραν είχε μισοτραβήξει το σπαθί του.
Ο Έζβαρ μισοτράβηξε το δικό του σπαθί.
«Δε χρειάζεται να φτάσουμε σε άκρα,» είπε η Ρικέλθη. «Οι σύμμαχοί σου, εξάλλου, φαίνεται πως σ’έχουν προδώσει, Λαθέμη. Άρπαξαν την εξουσία στη Νουάλβορ κι επιχείρησαν να σε σκοτώσουν. Προφανώς, σε κάποιον ανάμεσά σας δεν του αρέσει να μοιράζεται… ή, μήπως, σε κανέναν σας δεν αρέσει αυτό;»
«Τι θέλεις, Αρχόντισσα Ρικέλθη;» ρώτησε, χαμηλόφωνα, η Λαθέμη.
«Να παραδεχτείς ότι είσαι με τους συνωμότες, κατά πρώτον.»
«Δε χρειάζεται να παραδεχτώ τίποτα· φαίνεται πως τα ανακαλύπτεις όλα από μόνη σου.» Σαρκασμός –τον οποίο η Ρικέλθη, όμως, επέλεξε να κάνει πως δεν διέκρινε.
«Θέλω, επίσης, να μου πεις ό,τι ξέρεις για την κατάσταση. Τι ακριβώς συνέβη στη Νουάλβορ; Σε ποιον ανήκει το σύμβολο με τη σιδερένια γροθιά;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Λαθέμη. «Κι αυτή είναι η αλήθεια, Ρικέλθη. Δεν – ξέρω. Ούτε τι συνέβη στη Νουάλβορ, ούτε σε ποιον ανήκει το σύμβολο.»
«Δεν είχατε συμφωνήσει κάποια πράγματα, οι τρεις σας;»
«Η συμφωνία ήταν…» Η Λαθέμη κοίταξε το έδαφος· πήρε μια βαθιά ανάσα. Ύψωσε πάλι το βλέμμα και κοίταξε τη Ρικέλθη, καταπρόσωπο. «Η συμφωνία ήταν ότι θα συγκεντρωνόμασταν στη Νουάλβορ, για τη βασιλική κηδεία, και μετά θα κάναμε την όποια κίνησή μας.»
«Τι κίνηση; Πώς σκοπεύατε να πάρετε την εξουσία από τους Γάθνιν;»
Η Λαθέμη έμεινε σιωπηλή.
«Προστατεύεις τους ανθρώπους που προσπάθησαν να σε σκοτώσουν, Έπαρχε; Αναρωτιέσαι αν έγινε κάποιο λάθος και σου επιτέθηκαν;» Η Ρικέλθη κάγχασε. «Τέτοια λάθη δε γίνονται. Οι καβαλάρηδες περίμεναν τη συνοδεία σου να περάσει. Ήξεραν ότι θα ερχόσουν, και δεν ήθελαν να φτάσεις ποτέ στη Νουάλβορ.»
«Ναι, έτσι πρέπει να είναι…» παραδέχτηκε η Λαθέμη, με ξερή φωνή.
«Πώς σκοπεύατε να ρίξετε τους Γάθνιν;» επέμεινε η Ρικέλθη.
«Εσύ πώς νομίζεις; Είχαμε ανθρώπους με το μέρος μας: ευγενείς, στρατιωτικούς, εμπόρους. Τους είχαμε πληρώσει ή τους είχαμε δώσει υποσχέσεις, ή και τα δύο. Και, όταν ερχόταν η κατάλληλη στιγμή, θα ξεσηκώνονταν κατά του παλατιού.»
«Και δε θα υπήρχε αντίσταση;»
Η Λαθέμη κούνησε το κεφάλι. «Η αντίσταση θα ήταν πολύ μικρή, Αρχόντισσα Ρικέλθη. Είχαμε επηρεάσει σχεδόν τους πάντες. Η Δυτική Περιφέρεια ήταν ολόκληρη δική μας· ο Έπαρχος Κάβμαρ έχει έναν άνθρωπό του εκεί, έναν πολύ ισχυρό άνθρωπο, με μεγάλη επιρροή. Το Χέρι του Επάρχου τον λένε όσοι τον γνωρίζουν, και έχω ακούσει ότι είναι και Αρχιερέας του Ναού του Σάλ’γκρεμ’ρωθ. Αλλά δε θα δρούσε μόνος του, βέβαια· οι επόπτες σ’όλες τις περιφέρειες θα άλλαζαν –οι προηγούμενοι, και όσοι αποφάσιζαν να τους υποστηρίξουν, θα φυλακίζονταν…»
«Κι όλα τούτα κάτω απ’τη μύτη των Δεκαεννέα Πύργων…» μουρμούρισε η Ρικέλθη, ενθυμούμενη αυτά που της είχε πει η Πριγκίπισσα Νιρκένα, ότι το κατασκοπευτικό δίκτυο των Γάθνιν είχε γίνει κομμάτια. Ο Φανλαγκόθ έπρεπε να είχε φροντίσει για την άμυνά μας, χίλιες κατάρες επάνω στο άχρηστο τομάρι του! Τι αναξιόπιστος που είναι! Άλλα σου λέει κι άλλα κάνει! Χειρότερος από εμένα…
«Και τι νομίζεις ότι έχει συμβεί τώρα, Έπαρχε;» ρώτησε η Ρικέλθη. «Νομίζεις ότι το σχέδιό σας τέθηκε σε εφαρμογή προτού φτάσεις στην πρωτεύουσα;»
«Ναι… τι άλλο μπορώ να υποθέσω;»
«Και το σύμβολο;»
«Το σύμβολο είναι κάτι που με παραξενεύει πολύ, Αρχόντισσα Ρικέλθη. Αδυνατώ να φανταστώ σε ποιον μπορεί να ανήκει.»
Η Ρικέλθη κοίταξε το σκοτάδι, έξω απ’τη σπηλιά τους. Γιατί πάντα πρέπει να υπάρχει κάτι άγνωστο και μυστηριώδες;
«Τι προτείνεις να κάνουμε, όταν φτάσουμε στη Νουάλβορ;» ρώτησε τη Λαθέμη.
«Δεν ξέρω. Ίσως θα ήταν καλύτερα να φύγουμε, να μην πάμε εκεί…»
Δεν μπορώ να φύγω, σκέφτηκε η Ρικέλθη, εξακολουθώντας να κοιτάζει το σκοτάδι. Πρέπει να μάθω τι έχει γίνει στους Δεκαεννέα Πύργους. Πρέπει να μάθω αν τα παιδιά μου είναι ζωντανά.
«Εσύ τι λες;» ρώτησε η Λαθέμη.
«Θα φτάσω στη Νουάλβορ, ό,τι κι αν γίνει. Εξάλλου, δεν είμαστε μακριά πλέον· ως το αυριανό μεσημέρι, πρέπει να βρισκόμαστε εκεί.»
«Σκοπεύεις να μπεις;»
«Ναι. Εσύ πού θα πας; Θα περάσεις τον ποταμό Σάλερεκ και θα βγεις στους βάλτους Όρντλαχ; Ή θα ταξιδέψεις βόρεια, όπου μας αναζητούν;»
«Υπάρχει κι η ανατολική κατεύθυνση, Αρχόντισσα Ρικέλθη.»
«Προς τη Ρίλβορ; Έχεις διασυνδέσεις εκεί;»
«Προτείνεις να μπω στο στόμα του δράκου, καλύτερα;» είπε η Λαθέμη.
«Οι φύλακες της πύλης δε θα ξέρουν ότι είσαι εσύ, και δε νομίζω να σε σταματήσουν.»
«Εκτός αν σταματούν τους πάντες, λόγω της αλλαγής.»
«Αν συμβαίνει αυτό, θα το ανακαλύψουμε,» είπε η Ρικέλθη. «Θα κοιτάξουμε προτού πλησιάσουμε.»
«Θα έρθω μαζί σου μέχρι εκεί, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» αποκρίθηκε η Λαθέμη. «Μέχρι το σημείο απ’το οποίο θα μπορούμε να κοιτάξουμε την πύλη. Αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα μπω και στην πόλη. Δε σκοπεύω ν’αυτοκτονήσω.»
Υπάρχουν άλλοι, όμως, που σκοπεύουν να σε αυτοκτονήσουν… σκέφτηκε η Ρικέλθη.
Και τότε ήταν που ο Έζβαρ είπε, ξαφνικά: «Σσς! Κάποιος έρχεται προς το μέρος μας!»
*
Έχοντας περάσει τα Ενρεβήλια σύνορα και έχοντας μπει στο Νόρβηλ, ο Ταχυπομπός Φάλμορ δε σταμάτησε στη Ρίλβορ καθόλου· προσπέρασε την πόλη-λιμάνι και συνέχισε πάνω στη δημοσιά, κατευθυνόμενος στη Νουάλβορ. Το βράδυ έκανε στάση σε μια κωμόπολη, για να ξεκουραστεί. Έκλεισε δωμάτιο σ’ένα πανδοχείο και, προτού πέσει για ύπνο, κάθισε στην τραπεζαρία να φάει. Εκεί, άκουσε τα δυσάρεστα μαντάτα: Ο Οίκος των Γάθνιν είχε χάσει την εξουσία· μία οργάνωση που ονομαζόταν Αδελφότητα της Ελευθερίας διοικούσε τώρα το Βασίλειο. Ποια ακριβώς ήταν τα μέλη αυτής της οργάνωσης, κανείς δεν ήξερε· άλλος έλεγε το ένα, άλλος το άλλο. Δεν πρέπει να ήταν και πολύς καιρός που τα νέα είχαν φτάσει την κωμόπολη· ο Φάλμορ μπορούσε να το καταλάβει τούτο από τον τρόπο με τον οποίο τα συζητούσαν οι ντόπιοι: από τη διάχυτη αβεβαιότητα και το φόβο.
Τι κάνω τώρα; σκέφτηκε. Τι πρέπει να κάνω; Την απάντηση την ήξερε: Έπρεπε να μεταφέρει το μήνυμα του Πρίγκιπα Ήλμον στην αδελφή του, Πριγκίπισσα Νιρκένα –αυτή ήταν η αποστολή του. Και ένας βασιλικός ταχυπομπός προσπαθούσε πάση θυσία να μεταφέρει ένα μήνυμα, εκτός αν η μεταφορά ήταν αδύνατη. Πρέπει να πάω στη Νουάλβορ. Όποιοι κι αν είναι οι αρχηγοί της Αδελφότητας της Ελευθερίας, δε θα μου επιτρέψουν να παραδώσω μια επιστολή στους αιχμαλώτους τους;
Υποθέτοντας πάντα ότι ήταν αιχμάλωτοι και όχι νεκροί…
Αλλά δεν είχε νόημα να το σκέφτεται αυτό τώρα. Αν ήταν νεκροί, θα επέστρεφε στη Φίρθμας.
Καθώς έτρωγε, παρατήρησε ότι κάποιοι από τους ντόπιους τον κοίταζαν. Αναμφίβολα, είχαν δει τον πορφυρόχρυσο μανδύα του και ήξεραν ότι ήταν βασιλικός ταχυπομπός. Ο Φάλμορ δεν τους έδωσε σημασία· τελείωσε το φαγητό του, πλήρωσε, κι ανέβηκε στο δωμάτιο που είχε νοικιάσει για τη νύχτα.
Το πρωί, ξεκίνησε για τη Νουάλβορ, τρέχοντας επάνω στη λιθόστρωτη παραθαλάσσια δημοσιά. Προτού έρθει το μεσημέρι, όμως, συνάντησε τους καβαλάρηδες. Αρχικά, δε φοβήθηκε· δε νόμιζε ότι θα του έκαναν κακό, όποιοι κι αν ήταν. Και δεν πρόσεξε το έμβλημα στα χιτώνιά τους –τη σιδερένια γροθιά μέσα στον πορφυρό ρόμβο.
«Ταχυπομπέ!» του φώναξε ένας. «Σταμάτα!»
Ο Φάλμορ, που τους είχε προσπεράσει, λόγω της Ταχύτητας, σταμάτησε πάνω σ’έναν βράχο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε.
«Συλλαμβάνεσαι.»
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί είσαι βασιλικός ταχυπομπός του Οίκου των Γάθνιν. Ρίξε κάτω τα όπλα σου και έλα μαζί μας, ήσυχα.»
Ο Φάλμορ γύρισε απ’την άλλη και, επικαλούμενος την Ταχύτητα, έτρεξε σαν τον άνεμο.
«ΠΙΑΣΤΕ ΤΟΝ!» γκάριξε ο καβαλάρης πίσω του, και δυνατός καλπασμός τον ακολούθησε.
Έτσι, τον καταδίωκαν όλη την ημέρα. Οι πρώτοι καβαλάρηδες ειδοποίησαν άλλους, οι άλλοι ακόμα περισσότερους, και πάει λέγοντας, μέχρι που ο Φάλμορ είχε την εντύπωση ότι πρέπει, σίγουρα, ολάκερος ο στρατός αυτής της Αδελφότητας της Ελευθερίας να βρισκόταν στο κατόπι του. Προσπάθησε να τους κρυφτεί πίσω από λόφους, μέσα σε δεντρόφυτες περιοχές, και σε προφανή σημεία όπου, λογικά, κάποιος δε θα έψαχνε, αλλά εκείνοι συνεχώς τον κυνηγούσαν, χίλιες κατάρες επάνω τους!
Έπρεπε να είχα βγάλει το μανδύα μου, τελικά, σκεφτόταν, καθώς απέφευγε την καταδίωξή τους και καθώς, σταδιακά, κουραζόταν ολοένα και περισσότερο από τη χρήση της Ταχύτητας. Οι μπάσταρδοι, αιχμαλωτίζουν όλους τους ταχυπομπούς! Τώρα πλέον τον είχε βγάλει το μανδύα· αλλά τώρα ήταν αργά…
Όταν βράδιασε, η καταδίωξη τον είχε οδηγήσει βόρεια της Νουάλβορ και δυτικά της κεντρικής δημοσιάς του Νόρβηλ, οπότε κρύφτηκε μέσα σε κάτι κατάφυτα μέρη… και οι διώκτες του, για μία φορά, επιτέλους, τον έχασαν.
Ο Φάλμορ πήρε βαθιές ανάσες, και έκανε να τραβήξει έναν σπόρο χίλντρου από το σακούλι στη ζώνη του· όμως σταμάτησε τον εαυτό του. Σήμερα, είχε πάρει περισσότερους απ’ό,τι συνήθιζε, προκειμένου ν’αντέξει σ’ετούτο τον αγώνα δρόμου όπου τον κυνηγούσαν από κάθε κατεύθυνση· δε θα του έκανε καλό να πάρει κι άλλον, διότι ήταν γνωστό πως είχαν παρενέργειες, σε περίπτωση κατάχρησης. Έτσι, κάθισε στο έδαφος, με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ένα δέντρο, για να ξεκουραστεί.
Αισθάνθηκε τα μάτια του να κλείνουν, ακούσια… μετά, όμως, άνοιξαν αμέσως, καθώς άκουσε καλπασμό.
Όχι! Δεν μπορεί πάλι να τον είχαν βρει! Ο Βάνραλ ο ίδιος πρέπει πλέον να τον λυπόταν…
Ωστόσο, δε θα βασιζόταν στη λύπηση ενός θεού και μόνο. Σηκώθηκε από την καθιστή του θέση και πάτησε στις ταλαιπωρημένες του μπότες (οι οποίες είχαν σχεδόν σκίσει), λυγίζοντας τα γόνατα. Το βλέμμα του στράφηκε προς τα εκεί απ’όπου είχε έρθει ο θόρυβος, και, ανάμεσα από τα δέντρα, ο Φάλμορ ατένισε ιππείς να καλπάζουν πάνω στην κεντρική δημοσιά του Νόρβηλ, φέροντας δαυλούς. Χτενίζουν την περιοχή, για μένα. Τι κάθομαι εδώ, ο ηλίθιος; Πρέπει να πάω πιο βαθιά.
Περίμενε οι ιππείς να περάσουν κι ευθύς ορθώθηκε, βαδίζοντας μέσα στη βλάστηση –ή, μάλλον, παραπατώντας. Την Ταχύτητα, φυσικά, δεν τη χρησιμοποίησε· εκτός του ότι δε συνέφερε να τη χρησιμοποιείς σε ένα τόσο πυκνό από δέντρα μέρος (υπήρχε πιθανότητα να κοπανήσεις πάνω σε κανέναν κορμό), ο Φάλμορ ένιωθε ότι δεν είχε δυνάμεις για να την επικαλεστεί. Θα λιποθυμούσε, αν το επιχειρούσε. Έτσι, οδοιπόρησε όπως θα οδοιπορούσε κάθε άλλος Ωθράγκος χωρίς το Χάρισμα και πολύ, πολύ ταλαιπωρημένος.
Η ησυχία που απλωνόταν γύρω του ήταν εφιαλτική. Νόμιζε ότι θα τον καταβρόχθιζε. Σ’ορισμένες στιγμές, καθάριζε το λαιμό του μόνο και μόνο για ν’ακούσει κάποιον άλλο ήχο πέραν της λαχανιασμένης του ανάσας. Από τότε που είχε εξαφανιστεί ο ήλιος (και το φεγγάρι μαζί του), είχε επικρατήσει τούτη η αφύσικη γαλήνη, και στην ύπαιθρο ήταν πολύ χειρότερη απ’ό,τι στις πόλεις. Στην ύπαιθρο, σου δημιουργούσε την εντύπωση ότι ήθελε να σε εξαφανίσει, να σε κάνει ένα μ’αυτήν. Ο Φάλμορ το ήξερε πως ετούτη η σκέψη έμοιαζε παρανοϊκή, μα έτσι αισθανόταν, κι απ’τον εαυτό του, τουλάχιστον, δε θα το έκρυβε.
Όταν στ’αφτιά του ήρθαν ανθρώπινες φωνές, η καρδιά του αναπήδησε κάτω απ’το ιδρωμένο του στήθος· γιατί, κατά πρώτον, οι φωνές ακούγονταν πολύ πιο δυνατά μέσα στην παράξενη ησυχία· κατά δεύτερον, πίστεψε, προς στιγμή, ότι ήταν φωνές στοιχειών ή φαντασμάτων (τα τρελά που πιστεύει κανείς όταν περιπλανιέται μόνος στις ερημιές)· και, κατά τρίτον, κάποιοι άνθρωποι βρίσκονταν εδώ πέρα, μες στη μέση του πουθενά!
Ποιοι μπορεί να ήταν;
Ο Φάλμορ βάδισε προς το μέρος τους, με επιφύλαξη.
Στην αρχή, δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, αλλά, καθώς πλησίαζε, τα λόγια μιας γυναίκας ήχησαν ξεκάθαρα στ’αφτιά του: «Μέχρι το σημείο απ’το οποίο θα μπορούμε να κοιτάξουμε την πύλη. Αλλά δε σου υπόσχομαι ότι θα μπω και στην πόλη. Δε σκοπεύω ν’αυτοκτονήσω.»
Τότε, κάποιος άλλος μίλησε, πιο σιγανά· άντρας ήταν, νόμιζε ο ταχυπομπός, μα δε μπορούσε ν’ακούσει τι έλεγε.
Ο Φάλμορ σταμάτησε να βαδίζει και προσπάθησε να διακρίνει τις φιγούρες που κρύβονταν μες στο σκοτάδι μιας σπηλιάς. Η μία απ’αυτές βγήκε, και κάτι γυάλισε στην ασθενική αστροφεγγιά. Κρατάει τόξο, και με σημαδεύει!
«Μην κινείσαι,» απείλησε ο τοξότης.
«Δε χρειάζεται να φοβάστε,» είπε ο Φάλμορ, υψώνοντας τα χέρια. «Δε θέλω το κακό σας.»
«Ποιος είσαι;» Μια γυναικεία φωνή, αλλά όχι αυτή που είχε μιλήσει πιο πριν.
«Βασιλικός ταχυπομπός είμαι. Φάλμορ ονομάζομαι. Με κυνηγούσαν.»
Το τόξο κατέβηκε, και η γυναίκα είπε: «Φαίνεται πως βρισκόμαστε στην ίδια… δυστυχή κατάσταση, ταχυπομπέ. Πλησίασε.»
Ο Νίσαρελ είχε δίκιο: το πέρασμα κάπου «σκάλωνε».
Όταν ο Χάφναρ, ο Πάρνορ, και η Ταλίνα πέρασαν τον τοίχο που είχαν ανατινάξει με δρακοφωτιά και έστριψαν στο διάδρομο, βρήκαν τις σκάλες που έδειχνε ο χάρτης τους και τις ακολούθησαν. Ύστερα από μερικά μέτρα καθόδου, έφτασαν σ’ένα επίπεδο απ’όπου η σκάλα έπρεπε να συνεχίζει, αλλά προς διαφορετική κατεύθυνση· αυτό, όμως, ήταν αδύνατον, γιατί σ’εκείνο ακριβώς το σημείο η σκάλα εξαφανιζόταν. Ο χάρτης τους την έδειχνε, φυσικά, μα τα μάτια τους δεν την έβλεπαν.
«Την έχουν κλείσει,» είπε ο Πάρνορ.
«Ίσως αν ανατινάζαμε πάλι–» άρχισε ο Χάφναρ.
«Εδώ μέσα; Θα πέσουν τα πάντα στο κεφάλι μας!»
Ο Χάφναρ κοίταξε τον στενό χώρο στον οποίο βρίσκονταν. Παρατήρησε πως δεν υπήρχε περιθώριο, για να υποχωρήσουν και να ρίξουν δρακοφωτιά από ασφαλή απόσταση, γιατί αμέσως πίσω τους άρχιζαν οι πέτρινες σκάλες. «Ναι,» αναστέναξε· «δε μας συμφέρει. Ταλίνα, δος μου το χάρτη.»
Η ποιήτρια τού τον έδωσε, κι εκείνος τον κοίταξε διεξοδικά, στο φως της λάμπας. Δε φαινόταν να υπήρχε διέξοδος από κάποιο άλλο σημείο.
«Δεν κάνουμε τίποτα εδώ,» είπε ο Χάφναρ. «Ας επιστρέψουμε, να δούμε τι έχουν ανακαλύψει ο Νίσαρελ κι οι άλλοι.»
Τίποτα δεν είχαν ανακαλύψει κι αυτοί, πέραν από μερικά περάσματα που έβγαζαν σε αδιέξοδο. Ο Χάφναρ, όμως, ζήτησε να δει το χάρτη ο οποίος έμοιαζε με τον δικό του. Ο Νίσαρελ τού έδωσε το βιβλίο όπου τον είχε βρει, και ο δράκαρχος, παίρνοντας τη Σρ’άερ από τα λουριά, αποσύρθηκε στα προσωπικά του διαμερίσματα, για να μελετήσει και να συγκρίνει τα δύο παλιά διαγράμματα του πύργου.
Η πόρτα του χτύπησε, διακόπτοντάς τον.
«Ποιος είναι;»
Η πόρτα άνοιξε, και η Ταλίνα μπήκε στο δωμάτιο.
Ο Χάφναρ φόρεσε τη μαύρη, δερμάτινή του μάσκα. Η ποιήτρια δεν πρόλαβε να δει το πρόσωπό του, καθώς ήταν μισοκρυμμένο στις σκιές.
Η Σρ’άερ, η οποία βρισκόταν κάτω απ’το γραφείο του αφέντη της, έβγαλε το κεφάλι και κοίταξε την Ταλίνα με στενεμένα μάτια. Το βλέμμα αυτό τρόμαξε την ποιήτρια.
«…Ενοχλώ;» ρώτησε. «Με συγχωρείς.»
«Όχι, Ταλίνα,» είπε ο Χάφναρ, στρέφοντας τη μασκοφόρο του όψη προς το μέρος της, «δεν ενοχλείς καθόλου. Τι θα ήθελες;»
«Σκέφτηκα ότι ίσως χρειαζόσουν βοήθεια, με τους χάρτες…»
«Χρειάζομαι. Πέρασε.»
Η Σρ’άερ σύριξε: ένας ήχος που έμοιαζε με το όνομά της. Ο Χάφναρ τής χάιδεψε το κεφάλι· εκείνη φάνηκε να ηρεμεί, και αποτραβήχτηκε πάλι κάτω απ’το γραφείο. Η Ταλίνα, όμως, νόμιζε ότι μπορούσε να δει τα γυαλιστερά μάτια της δράκαινας να την παρατηρούν μέσα απ’το σκοτάδι.
Έκλεισε την πόρτα και πλησίασε.
Ο Χάφναρ σηκώθηκε, για να της φέρει μια καρέκλα.
«Ευχαριστώ,» είπε η Ταλίνα, καθίζοντας. «Τι ψάχνεις, λοιπόν;»
«Για την ώρα, είμαι απλά μπερδεμένος. Αλλά προσπαθώ να καταλάβω αν το πέρασμα όπου βαδίσαμε μπορεί να συναντιέται με κάποιο από τα περάσματα στο χάρτη του Νίσαρελ –κάποιο που υπάρχει ακόμα, έστω κι αν πρέπει ν’ανατινάξουμε κανέναν τοίχο για να φτάσουμε σ’αυτό.»
«Το φαντάστηκα ότι θα έψαχνες για κάτι τέτοιο,» είπε η Ταλίνα· «έτσι, προτού έρθω, έκανα μια μικρή έρευνα στη βιβλιοθήκη, ενώ δεν ήταν κανείς άλλος εκεί, και πήρα τούτα εδώ.» Έβγαλε τον μικρό της σάκο απ’τον ώμο της και τράβηξε μια κυλινδρική θήκη.
«Τι είναι;»
«Χάρτες του πύργου, όπως είναι σήμερα.» Άνοιξε τη θήκη και τους τράβηξε έξω. «Ελπίζω να μην παρεξηγηθεί κανένας, που τους πήρα χωρίς να ρωτήσω.»
«Δε νομίζω να υπάρχει πρόβλημα. Αλλά δεν ξέρω σε τι θα μας χρειαστούν…» Ξετύλιξε τον έναν από τους τρεις χάρτες, κρατώντας τον ανοιχτό εμπρός του, με τα δύο χέρια.
«Έχουν κενά,» εξήγησε η Ταλίνα. «Βλέπεις εδώ;» Έδειξε ένα σημείο γεμάτο με σταυρωτές γραμμές. «Γιατί το έχουν έτσι;»
«Μάλλον, είναι από τα μέρη του πύργου που δε χρησιμοποιούνται πλέον,» απάντησε ο Χάφναρ. «Υπάρχουν πολλά τέτοια. Λες να μπορέσουμε να κάνουμε κάποιον παραλληλισμό;»
«Γιατί όχι; Ίσως ορισμένα από τα περάσματα που δείχνουν οι παλιοί χάρτες να υφίστανται ακόμα, αλλά να είναι στα διαγραμμένα σημεία– Ααα!» έκανε, ξαφνιασμένη, καθώς αισθάνθηκε κάτι ν’αρπάζει τη φούστα της. Τραβήχτηκε πίσω και σηκώθηκε από την καρέκλα της. Η άκρη της φούστας της σχίστηκε, μένοντας στα δόντια της Σρ’άερ.
Ο Χάφναρ αγριοκοίταξε τη δράκαινα που ξεπρόβαλλε κάτω απ’το γραφείο. «Τι κάνεις εκεί;» μούγκρισε, πιάνοντάς τη από τα λουριά και τραβώντας την έξω. «Βγες.»
Η Σρ’άερ υπάκουσε, αφήνοντας το κομμάτι ύφασμα από τα δόντια της και σερνόμενη μέσα στο δωμάτιο.
«Με συγχωρείς, Ταλίνα,» είπε ο Χάφναρ. «Από τότε που ο ήλιος χάθηκε, όλοι τους φέρονται παράξενα.»
«Οι δράκοι;»
Ο Χάφναρ ένευσε.
Η Ταλίνα κάθισε πάλι, ρίχνοντας στη Σρ’άερ ένα επιφυλακτικό βλέμμα, πάνω απ’τον ώμο της.
«Μη φοβάσαι, δε σε πειράζει.»
«Τι έλεγα πριν… πριν με διακόψει;»
«Για τα διαγραμμένα σημεία,» αποκρίθηκε ο Χάφναρ: «ότι μπορεί ορισμένα από τα παλιά περάσματα να είναι εκεί.»
«Α, ναι. Το αποκλείεις;»
Ο δράκαρχος κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Αλλά ας συγκρίνουμε τους χάρτες, για να κάνουμε υποθέσεις πάνω σε κάποια βάση.»
Ορθώθηκαν και άπλωσαν τα χαρτιά και τις περγαμηνές στο ξύλινο γραφείο. Η λάμπα –το μοναδικό φως του δωματίου– δε χωρούσε πλέον εδώ· ο Χάφναρ τη σήκωσε και την ακούμπησε στο περβάζι του παραθύρου, δίπλα. Απέξω, ο ουρανός ήταν σκοτεινός και η θάλασσα φαινόταν ανήσυχη. Ένα νυχτοπούλι ήρθε και κάθισε έξω απ’το τζάμι, χτυπώντας το μία φορά, με το ράμφος του, σαν να ήθελε να ανακοινώσει την άφιξή του.
Ο Χάφναρ επέστρεψε στο γραφείο και στους χάρτες, κι άρχισε να κάνει, μαζί με την Ταλίνα, συγκρίσεις των περασμάτων, των δωματίων, και της όλης μορφής του Πύργου των Δράκων. Η ποιήτρια κρατούσε σημειώσεις επάνω σε μια περγαμηνή. Η Σρ’άερ είχε ζαρώσει σε μια γωνία του δωματίου και τους παρατηρούσε, συλλογισμένα, ενώ κι οι δυο έμοιαζαν να την έχουν ξεχάσει.
Μετά από αρκετή ώρα, έφτασαν σε κάποια συμπεράσματα. Οι πιθανοί δρόμοι που μπορούσαν ν’ακολουθήσουν –οι πιο πιθανοί, τουλάχιστον– ήταν τρεις, και θα τους δοκίμαζαν αύριο, γιατί τώρα πια πρέπει να ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
Η Ταλίνα άφησε τις σημειώσεις της πάνω στους απλωμένους χάρτες. «Λοιπόν,» είπε, «ώρα να πηγαίνω στο δωμάτιό μου. Καληνύχτα, Χάφναρ.»
«Καληνύχτα.»
Η Ταλίνα πλησίασε το δράκαρχο και φίλησε, βιαστικά, το μασκοφόρο μάγουλό του. Ύστερα, στράφηκε, για να φύγει… αλλά δεν το έκανε· σταμάτησε και τον κοίταξε πάνω απ’τον ώμο. «Χάφναρ,» είπε, «κάποια στιγμή, θα ήθελα πολύ να δω το πρόσωπό σου…»
Σιγή ακολούθησε· ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το ελαφρύ σούρσιμο της ουράς της Σρ’άερ επάνω στο πάτωμα.
«Ταλίνα… πίστεψέ με, δε θα το ήθελες.» Η φωνή του Χάφναρ ήταν ξερή και αργή.
«Είμαι ποιήτρια,» είπε εκείνη· «δε βλέπω τον κόσμο με τα ίδια μάτια που τον βλέπουν οι άλλοι.»
Ο Χάφναρ κούνησε το κεφάλι του, αρνητικά, δίχως να μιλήσει.
«Τότε…» η Ταλίνα πλησίασε τη λάμπα στο παράθυρο και την έσβησε, τυλίγοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι, «θα ήθελα ν’αγγίξω το πρόσωπό σου.» Βάδισε προς τον Χάφναρ και στάθηκε εμπρός του, υψώνοντας, επιφυλακτικά, τα χέρια της στους ώμους του. «Χωρίς τη μάσκα…» ψιθύρισε. «Το φως είναι που μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο· το σκοτάδι αλλάζει τα πάντα…»
Ο Χάφναρ αισθάνθηκε την αναπνοή του να γίνεται πιο γρήγορη. Έπιασε την άκρια της δερμάτινής του μάσκας, με το δεξί χέρι. Δίστασε. Την τράβηξε προς τα πάνω, αποκαλύπτοντας την καμένη του όψη. Ή, μάλλον, όχι, είπε στον εαυτό του, δεν την αποκάλυπτε· υπήρχε το πέπλο του σκοταδιού. Το σκοτάδι αλλάζει τα πάντα…
Η Ταλίνα άγγιξε, αργά αλλά διεξοδικά, το πρόσωπό του, και με τα δύο χέρια. Αισθάνθηκε την παραμόρφωση στην αριστερή μεριά, όμως κατάλαβε ότι η δεξιά μεριά δεν πρέπει να ήταν το ίδιο παραμορφωμένη.
Ο Χάφναρ έπιασε τους καρπούς της, σα να ήθελε να σταματήσει τις κινήσεις των χεριών της επάνω του, μα δεν άσκησε καμία δύναμη, και, καθώς το δεξί της χέρι περνούσε από τα χείλη του, φίλησε ανάλαφρα την παλάμη της.
Δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλα της Ταλίνα, και γυάλισαν στην αστροφεγγιά που έμπαινε από το τζάμι του παραθύρου. Ο Χάφναρ τα πρόσεξε και σκέφτηκε: Με λυπάται… Είναι αηδιαστικό. Και ήταν έτοιμος να την απομακρύνει. Πήρε τα χέρια του από τους καρπούς της και τα έβαλε στους ώμους της, αλλά, προτού την απωθήσει, η Ταλίνα τεντώθηκε και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Τα χέρια του Χάφναρ γλίστρησαν προς τα κάτω, στην πλάτη, στη μέση της… Δεν ήθελε να την απομακρύνει πλέον. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα μαλλιά του. Όχι, δεν ήθελε να την απομακρύνει καθόλου· την έσφιξε κοντά του, ανταποδίδοντας το φιλί της.
Το σκοτάδι των διαμερισμάτων του δράκαρχου τούς καταβρόχθισε, και η νύχτα ήταν γλυκιά και μεθυστική…
Το πρωί, η Ταλίνα κοιμόταν μπρούμυτα στο μεγάλο κρεβάτι… και μετά, δεν ήξερε τι ήταν ακριβώς εκείνο που την ξύπνησε. Μάλλον, κανένας θόρυβος, αλλά όχι δυνατός. Επίσης, είχε την αίσθηση ότι κάποιος βρισκόταν δίπλα της· ο Χάφναρ, αναμφίβολα… κοιμισμένος. Η Ταλίνα ένιωσε τον πειρασμό να γυρίσει και να κοιτάξει το πρόσωπό του. Ωστόσο, αυτό θα ήταν αγενές, αν εκείνος δεν το ήθελε. Θα ήταν πολύ αγ–
Κάτι σύρθηκε πλάι στα πόδια της!
Η Ταλίνα στράφηκε αμέσως, γυρίζοντας ανάσκελα. Αντίκρισε τη Σρ’άερ να τη ζυγώνει, για να σταθεί από πάνω της. Τα νυχάτα πόδια της δράκαινας έσχιζαν τα σεντόνια· τα μάτια της ατένιζαν επίμονα το πρόσωπο της ποιήτριας· τα δόντια της ήταν γυμνωμένα, και η φιδίσια γλώσσα της προεξείχε.
«…Χαφ… Χαφν…» Η Ταλίνα νόμιζε ότι ο λαιμό της είχε κλείσει. Το βλέμμα της Σρ’άερ την παρέλυε. Ένας ανείπωτος φόβος την είχε κυριεύσει. Αισθανόταν την καυτή ανάσα της δράκαινας πάνω στο πρόσωπό της.
«Σρ’άερ!» Ο Χάφναρ στεκόταν στην είσοδο του υπνοδωματίου, έκπληκτος.
Η δράκαινα στράφηκε να τον κοιτάξει, και κατέβηκε απ’το κρεβάτι. Ο αφέντης της της χάιδεψε το κεφάλι και την έπιασε απ’τη μουσούδα. «Τι κάνεις εκεί; Γιατί τρομάζεις την Ταλίνα;»
Η Σρ’άερ τον ατένισε μ’ένα παραπονιάρικο βλέμμα, και ο Χάφναρ κατάλαβε… Έπρεπε να το περιμένω, συλλογίστηκε. Η δράκαινα πάντα κοιμόταν μαζί του· ανέβαινε στο κρεβάτι του όποτε ήθελε, κατέβαινε όποτε ήθελε. Η αποψινή βραδιά, μάλλον, της είχε κακοφανεί. Έπρεπε να το περιμένω…
Η Σρ’άερ έβγαλε τη γλώσσα της και του έγλειψε το χέρι.
«Ο ήλιος,» εξήγησε ο Χάφναρ στην Ταλίνα. «Σου είπα, τους έχει αναστατώσει όλους.»
«Ίσως να έχουν γίνει επικίνδυνοι,» είπε εκείνη, έχοντας ξαναβρεί τη φωνή της και τυλίξει το σεντόνι γύρω της. «Νόμιζα ότι… Χάφναρ, νόμιζα ότι θα με σκότωνε.»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο δράκαρχος, «δε θα σε πείραζε. Το ξέρει πως, αν σε πείραζε, δε θα μπορούσα ποτέ να τη συγχωρήσω.» Χάιδεψε το κεφάλι της δράκαινας. «Έτσι δεν είναι, Σρ’άερ;» ρώτησε, κοιτάζοντάς την κατάματα μέσα από τη μαύρη του μάσκα. Εκείνη έγλειψε πάλι το χέρι του κι έτριψε τη μουσούδα της στα πλευρά του.
«Μπορείς να τη βγάλεις έξω, για να ντυθώ;» ζήτησε η Ταλίνα.
«Φυσικά.» Ο Χάφναρ βγήκε απ’το δωμάτιο, μαζί με τη Σρ’άερ.
Την υπόλοιπη ημέρα την αφιέρωσαν στην αναζήτηση των τριών πιθανών δρόμων που είχαν εντοπίσει. Προτού ξεκινήσουν, βέβαια, ανέφεραν τις υποθέσεις τους και στους άλλους, και ζήτησαν την άποψή τους.
«Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα,» είπε ο Κέλσοναρ. «Ψάξτε όπου νομίζετε.»
«Ο Φανλαγκόθ δε μας έχει επισκεφτεί καθόλου,» παρατήρησε η Φερλιάλα. «Ίσως θα ήταν συνετό να τον ειδοποιήσουμε. Θα μπ–»
Κάποιος ακούστηκε να καλεί τους δράκαρχους μέσα από τις σκάλες και τις γαλαρίες του πύργου.
«Ανέβα!» του φώναξε ο Κέλσοναρ. «Περιμένεις εμείς να κατεβούμε, υπηρέτη;» Η φωνή του αντήχησε οργισμένη, και ο Σ’άαρν έβγαλε ένα δυνατό σύριγμα, στον ίδιο τόνο.
Ο νεαρός ανέβηκε, κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια γύρω του. Προφανώς, δεν είχε ξαναμπεί τόσο βαθιά μέσα στον Πύργο των Δράκων, και τα πάντα τον γέμιζαν με δέος.
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε ο Κέλσοναρ, στεκόμενος ανάμεσα στους υπόλοιπους δράκαρχους. Φορούσε το στέμμα του στο κεφάλι.
Ο υπηρέτης έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Άρχοντές μου, η Βασίλισσα Λιόλα επιθυμεί να σας ενημερώσει ότι ένας στρατός έχει συγκεντρωθεί γύρω από το παλάτι, με σκοπό την πολιορκία.»
Οι δράκαρχοι πήγαν σ’ένα παράθυρο και κοίταξαν κάτω, για να διαπιστώσουν ότι, πράγματι, ο νεαρός δεν έλεγε ψέματα.
«Τι άλλο σου είπε η Βασίλισσα;» ρώτησε ο Νίσαρελ.
«Τίποτ’άλλο, Άρχοντά μου.»
«Πολύ καλά· πήγαινε.»
Ο υπηρέτης έφυγε, βιαστικά.
«Δρακαδελφέ,» είπε ο Κέλσοναρ στον Νίσαρελ, «νομίζω ότι κάποιος από εμάς θα έπρεπε να πάει στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου.» Όταν έλεγε κάποιος, βέβαια, ήταν ξεκάθαρο ποιον εννοούσε.
Ο Νίσαρελ ένευσε. «Πηγαίνω.» Και τούτη ήταν από τις λίγες φορές που δε διαφωνούσε με τον Κέλσοναρ. Επίσης, ήταν από τις λίγες φορές που ο Κέλσοναρ προτιμούσε να στείλει τον Νίσαρελ να μιλήσει στη Βασίλισσα και στους ευγενείς της, αντί να το κάνει ο ίδιος. Ο Χάφναρ αισθάνθηκε παραξενεμένος από αυτό· κατά κάποιο τρόπο, τον τρόμαζε η σκέψη ότι μπορεί, κάποτε, οι δύο δράκαρχοι ν’άρχιζαν να τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους. Ήταν σα να βλέπεις τον αετό να τα πηγαίνει καλά με το κοράκι –αφύσικο.
«Ας πιάσουμε δουλειά, λοιπόν,» είπε ο Αρχιδράκαρχος, καθώς ο Νίσαρελ έβγαινε από την αίθουσα. «Μην καθυστερούμε άλλο. Όσο πιο γρήγορα βρούμε την έξοδο, τόσο το καλύτερο –ειδικά τώρα, με το στρατό που έχει συγκεντρωθεί έξω απ’το παλάτι.»
Έτσι, ο Χάφναρ, η Ταλίνα, και ο Πάρνορ άρχισαν να ψάχνουν για τους τρεις πιθανούς δρόμους, ενώ ο Κέλσοναρ και η Φερλιάλα έψαξαν για άλλα μέρη. Κάποια στιγμή, κατά τη διάρκεια της έρευνάς τους, δυνατές φωνές και κρότοι ακούστηκαν έξω απ’το παλάτι, μα κανείς δεν πήγε σε παράθυρο, για να δει τι γινόταν, γιατί όλοι τους βρίσκονταν σε σκοτεινά σημεία και δεν ήθελαν ν’αφήσουν τη δουλειά τους. Εξάλλου, αυτοί οι θόρυβοι, μάλλον, υποδήλωναν ότι η πολιορκία είχε ξεκινήσει για τα καλά.
Όταν ο Νίσαρελ επέστρεψε, ο Χάφναρ, η Ταλίνα, και ο Πάρνορ είχαν αποκλείσει τον πρώτο από τους τρεις πιθανούς δρόμους και σκέφτονταν ν’αρχίσουν να ψάχνουν για τον δεύτερο. Αυτά, όμως, που τους είπε ο δράκαρχος τούς έκαναν να σταματήσουν, για λίγο:
«Ο Φανλαγκόθ χρησιμοποίησε τον ουρανόλιθο και έριξε φωτιά απ’τον ουρανό, καταπάνω στους εχθρούς μας. Η πολιορκία έχει, προς το παρόν, διαλυθεί, και μερικά οικοδομήματα της πόλης έχουν πυρποληθεί.»
«Ο Φανλαγκόθ φαίνεται πως μπορεί να κάνει ό,τι θέλει,» σχολίασε η Φερλιάλα, «ενώ, συγχρόνως, ό,τι δεν θέλει δεν μπορεί να το κάνει. Εμάς ακόμα δεν έχει έρθει να μας βοηθήσει στην έρευνά μας. Του μίλησες γι’αυτό, Νίσαρελ;»
Ο δράκαρχος ένευσε.
«Και τι σου είπε;» ρώτησε ο Κέλσοναρ.
«Ότι οι δυνάμεις του είναι εξαντλημένες, και ότι θα επικοινωνήσει μαζί μας όταν εκείνος πιστεύει ότι η στιγμή είναι κατάλληλη.»
«Υπάρχει κάτι το περίεργο επάνω του…» είπε η Φερλιάλα.
«Αυτό είναι βέβαιο,» συμφώνησε ο Νίσαρελ. «Αλλά δεν μπορούμε και να κάνουμε τίποτα για να το αλλάξουμε.»
«Για την ώρα, εκείνο που θα πρότεινα να κάνουμε είναι ένα διάλειμμα για φαγητό,» είπε ο Πάρνορ.
«Καλή ιδέα,» ένευσε ο Χάφναρ.
Οι δράκαρχοι διέκοψαν, προσωρινά, την έρευνά τους και τη συνέχισαν μετά από το γεύμα.
Ο δεύτερος πιθανός δρόμος της Ταλίνα και του Χάφναρ ταλαιπώρησε αρκετά τους δυο τους και τον Πάρνορ, καθώς ήταν δύσκολο να διασταυρώσουν την τρισδιάστατη πραγματικότητα του πύργου με τη δισδιάστατη πραγματικότητα των χαρτών. Τελικά, όμως, συμπέραναν πού πρέπει να ξεκινούσε ένα πολύ βασικό πέρασμα… και βρέθηκαν μπροστά σ’έναν τοίχο.
«Να τον ανατινάξουμε,» πρότεινε ο Χάφναρ.
Ο Πάρνορ, ως συνήθως, φάνηκε διστακτικός. «Είσαι σίγουρος ότι εξακολουθούμε να είμαστε στον Πύργο των Δράκων και όχι σε κάποιον από τους διπλανούς;»
«Σίγουρος όχι, αλλά έτσι πιστεύω. Επιπλέον, τι σημασία έχει; Αν το πέρασμα βρίσκεται από πίσω….»
«Το πρόβλημα είναι ότι ο χάρτης σου λέει πως το πέρασμα που ψάχνουμε είναι στον Πύργο των Δράκων. Επομένως, αν δεν είμαστε στον Πύργο των Δράκων, αλλά σε κάποιον διπλανό πύργο, τότε θα προκαλέσουμε άσκοπη ζημιά.»
«Σου είπα: πιστεύω ότι είμαστε στον Πύργο τον Δράκων.»
Ο Πάρνορ ανασήκωσε τους ώμους. «Ας το ανατινάξουμε…»
«Ταλίνα, απομακρύνσου. Πιο πολύ από την προηγούμενη φορά.»
Η ποιήτρια ένευσε και υπάκουσε.
Οι δράκαρχοι πήραν όση περισσότερη απόσταση μπορούσαν από το στόχο τους, καβάλησαν τους δράκους τους, τους έπιασαν από τα κέρατα, και τους έβαλαν να εκτοξεύσουν δρακοφωτιά. Το πέρασμα γέμισε με βουητό και θερμότητα, και πέτρες ακούστηκαν να σπάνε. Θραύσματα πετάχτηκαν. Ο Χάφναρ κι ο Πάρνορ αναγκάστηκαν να γονατίσουν και να προφυλαχτούν, με τα χέρια τους. Ύστερα, υποχώρησαν στο σημείο όπου βρισκόταν η Ταλίνα: δηλαδή, σ’ένα στενόχωρο «δωμάτιο» ανάμεσα στους διαδρόμους και στις σκάλες πίσω από τους τοίχους του πύργου. Η σκόνη, όμως, είχε αρχίσει να έρχεται κι εδώ.
«Πάμε έξω,» είπε ο Χάφναρ, «και θα επιστρέψουμε αργότερα, όταν θα έχει καθαρίσει.»
Ανέβηκαν στην Αίθουσα των Δράκων και κάθισαν να ξεκουραστούν. Ο Κέλσοναρ ήταν εκεί και έπινε τσάι, με το πρόσωπό του κρυμμένο στις σκιές της κουκούλας του. Ο Σ’άαρν ήταν κουλουριασμένος στα πόδια του· έμοιαζε να κοιμάται, αν και η ουρά του σάλευε, ανήσυχα.
«Βρήκατε τίποτα ενδιαφέρον;» ρώτησε ο Αρχιδράκαρχος, βλέποντας τους δύο δράκαρχους και την Ταλίνα γεμάτους σκόνη και μουντζούρα.
«Ίσως,» αποκρίθηκε ο Χάφναρ. «Ανατινάξαμε άλλον έναν τοίχο και περιμένουμε τώρα να καθαρίσει η θολούρα.»
«Να προσέχετε μ’αυτές τις ανατινάξεις,» τους προειδοποίησε ο Κέλσοναρ. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει.»
«Θα προσέχουμε,» υποσχέθηκε ο Πάρνορ.
«Εσείς βρήκατε τίποτα;» ρώτησε ο Χάφναρ τον Αρχιδράκαρχο.
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος.
Όταν το σκοτάδι της νύχτας είχε αρχίσει να πέφτει, ο Χάφναρ, ο Πάρνορ, και η Ταλίνα επέστρεψαν στον τοίχο που είχαν ανατινάξει, κι από πίσω του, στο φως της λάμπας που η ποιήτρια κρατούσε, είδαν… κι άλλες πέτρες.
«Ή οι υπολογισμοί μας ήταν λάθος,» είπε ο Πάρνορ, «ή το πέρασμα είναι ολόκληρο κλεισμένο, όχι μονάχα η αρχή του.»
«Μία επιλογή μάς μένει, λοιπόν…» είπε η Ταλίνα.
Ο Χάφναρ ένευσε. «Πάμε να μιλήσουμε στους υπόλοιπους.»
Ανέβηκαν ξανά στην Αίθουσα των Δράκων και κάλεσαν εκεί τους άλλους τρεις δράκαρχους.
«Τι έγινε, τελικά;» ρώτησε ο Κέλσοναρ.
«Υπήρχαν κι άλλες πέτρες από πίσω,» εξήγησε ο Χάφναρ. «Το πέρασμα, μάλλον, είναι γεμάτο απ’αυτές. Κι έτσι, μας μένει μονάχα ένας δρόμος, τον οποίο είχαμε αφήσει για το τέλος, διότι απαιτεί λιγάκι… σκάψιμο.»
«Τι εννοείς;»
«Το πέρασμα βρίσκεται κάτω από εδώ.» Ο Χάφναρ έδειξε το πάτωμα. «Κάτω από την Αίθουσα των Δράκων.»
Ο Κέλσοναρ κούνησε το κεφάλι. «Αποκλείεται. Υπάρχει άλλη αίθουσα κάτω από την Αίθουσα των Δράκων.»
«Και ανάμεσα στις δύο αίθουσες τι υπάρχει;»
«Νομίζεις ότι υπάρχει αρκετός χώρος για ένα πέρασμα;» απόρησε η Φερλιάλα.
«Ναι. Αν αρχίσετε να κατεβαίνετε τις σκάλες, θα διαπιστώσετε ότι θα μπορούσε να ήταν κάτι εκεί, ανάμεσα στους ορόφους: κάτι που, μετά, το έκλεισαν, για κάποιο λόγο.»
Ο Νίσαρελ σταύρωσε τα χέρια μπροστά του. «Και τι πρέπει να γίνει;»
«Να βγάλουμε δυο πλάκες από εδώ και να σκάψουμε. Έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία;»
«Νομίζω πως, ναι, έχουμε εργαλεία στην αποθήκη. Πολλά από αυτά, όμως, ίσως να είναι άχρηστα, λόγω–»
«Δεν ταιριάζει στους δράκαρχους να σκάβουν, σαν εργάτες!» τον διέκοψε ο Κέλσοναρ. «Ειδοποιήστε τους υπηρέτες του παλατιού.»
Κανένας δε μίλησε, για μερικές στιγμές.
Ο Αρχιδράκαρχος έσπασε τη σιγή: «Δρακαδελφέ Πάρνορ, πήγαινε να τους ειδοποιήσεις.»
Εκείνος κατένευσε, κι έφυγε από την Αίθουσα των Δράκων.
«Καθίστε,» είπε ο Κέλσοναρ, παίρνοντας πρώτος θέση στο τραπέζι, ενώ ο Σ’άαρν πήγαινε να πιει νερό σε μια απ’τις πηγές του δωματίου.
Οι δράκαρχοι κάθισαν και περίμεναν, μέχρι που ο Πάρνορ επέστρεψε, μαζί με τρεις υπηρέτες, οι οποίοι μετέφεραν εργαλεία και έμοιαζαν να βαδίζουν με το ζόρι. Τα μάτια τους ατένιζαν με δέος το περιβάλλον –όπως και τα μάτια του προηγούμενου υπηρέτη που είχε έρθει το πρωί–, ενώ προσπαθούσαν ν’αποφεύγουν να κοιτάζουν τους δράκους. Προσποιούνταν πως τα επικίνδυνα, φλογοβόλα ερπετά δεν υπήρχαν. Ίσως φοβόνταν πως, αν τα παρατηρούσαν πολύ, μπορεί να τραβούσαν την προσοχή τους.
Ο Κέλσοναρ ορθώθηκε. «Δρακαδελφέ Χάφναρ, πού πρέπει να σκάψουν;»
Ο Χάφναρ κοίταξε το σχεδιάγραμμα που είχε φτιάξει η Ταλίνα χτες βράδυ. Σηκώθηκε κι εκείνος και έδειξε από τη μια άκρη της αίθουσας ως την άλλη. «Σε οποιοδήποτε σημείο αυτής της ευθείας.»
«Στη μέση του δωματίου, δηλαδή,» είπε ο Κέλσοναρ.
«Ναι.»
«Κάντε το,» πρόσταξε ο Αρχιδράκαρχος τους υπηρέτες. «Σκάψτε εκεί.» Έδειξε ένα τυχαίο σημείο.
«Θα βγάλετε δύο πλάκες,» πρόσθεσε ο Χάφναρ, «όχι παραπάνω.»
«Μάλιστα, Άρχοντές μου,» είπε ένας από τους υπηρέτες, και έπιασαν δουλειά, ενώ οι δράκαρχοι τούς παρακολουθούσαν.
Οι πλάκες βγήκαν με αρκετή δυσκολία, σαν να ήταν ζωντανές και ν’αρνούνταν να μετακινηθούν από τις θέσεις τους, ύστερα από τόσους αιώνες κατοχής του συγκεκριμένου σημείου. Και, όταν έπεσαν στο πλάι, ο γδούπος τους ακούστηκε όπως το οργισμένο μούγκρισμα ενός ξαφνικά εκθρονισμένου, αρχαίου μονάρχη. Από κάτω τους, υπήρχε χώμα και πέτρα, και οι υπηρέτες ξεκίνησαν να σκάβουν. Η δυσκολία δεν ήταν μικρότερη από αυτή της μετάθεσης των πλακών· αν μη τι άλλο, καθώς ο Χάφναρ παρακολουθούσε, θα έλεγε ότι ήταν περισσότερη.
Κατά κάποιο τρόπο, ετούτο που έκαναν του φαινόταν ιεροσυλία. Το πάτωμα της Αίθουσας των Δράκων είχε κρατήσει για εκατοντάδες και εκατοντάδες χρόνια. Είχε γνωρίσει τα πόδια πάμπολλων δράκαρχων και τις ουρές πάμπολλων δράκων. Ελπίζω, τουλάχιστον, οι υπολογισμοί μας να μην είναι λανθασμένοι, κι όλα τούτα ν’αξίζουν τον κόπο.
Τα μεσάνυχτα πέρασαν (σύμφωνα με ό,τι έλεγε η κλεψύδρα στο κέντρο του τραπεζιού) και οι υπηρέτες εξακολουθούσαν να εργάζονται. Ο Χάφναρ αισθάνθηκε απογοητευμένος και αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλύτερα να τους πρόσταζε να σταματήσουν, όταν ένας απ’αυτούς είπε, ξέπνοα: «Άρχοντές μου, συναντήσαμε κάποια πλάκα. Πρέπει να τη σπάσουμε, για να πάμε παρακάτω…»
Ο Κέλσοναρ στράφηκε στον Χάφναρ. «Να τη σπάσουν;»
«Αφού ξεκινήσαμε αυτή τη δουλειά, ας την τελειώσουμε.»
«Στη χειρότερη περίπτωση,» είπε ο Νίσαρελ, «θα δημιουργηθεί ένα άνοιγμα που θα οδηγεί στην από κάτω αίθουσα.»
«Δεν το νομίζω,» διαφώνησε η Φερλιάλα. «Αν, σπάζοντας την πλάκα, φτάσουν κάπου, τότε σίγουρα αυτό το μέρος δεν θα είναι η από κάτω αίθουσα. Η από κάτω αίθουσα δεν είναι τόσο κοντά.»
Ο Νίσαρελ φάνηκε συλλογισμένος. «Πρέπει να έχεις δίκιο.»
Ο Χάφναρ αισθάνθηκε το ηθικό του να αναπτερώνεται. Τελικά, η δουλειά δε θα πάει χαμένη. Και μακάρι το πέρασμα να μας οδηγήσει κάπου…
«Συνεχίστε,» πρόσταξε ο Κέλσοναρ τους υπηρέτες.
Ο ένας απ’αυτούς, ο οποίος βρισκόταν μέσα στο λάκκο που είχε ανοιχτεί, άρχισε να χτυπά την πλάκα. Ο θόρυβος αντηχούσε, ρυθμικά, σ’όλο τον Πύργο των Δράκων… αλλά ύστερα ένα ισχυρό κραακ ακούστηκε, και ο υπηρέτης ούρλιαξε, καθώς έπεφτε και χανόταν απ’τα μάτια των υπολοίπων. Το σώμα του κοπάνησε κάπου, προκαλώντας πάταγο.
Οι δράκαρχοι πετάχτηκαν όρθιοι και περιτριγύρισαν το άνοιγμα, κοιτάζοντας κάτω, το σκοτάδι.
«Είσαι καλά;» φώναξε ο Πάρνορ. «Μας ακούς;» Η φωνή του έκανε ηχώ.
«Το πόδι μου!» αποκρίθηκε ο υπηρέτης. «Χτύπησα το πόδι μου!»
«Κατέβα,» είπε ο Κέλσοναρ σ’έναν απ’τους άλλους δύο υπηρέτες. «Με προσοχή.»
«Να κατεβάσουμε μια λάμπα, πρώτα!» πρότεινε η Ταλίνα.
Ο Κέλσοναρ ένευσε. «Ναι, καλή ιδέα, ποιήτρια.»
Ο Νίσαρελ έφερε μια λάμπα, την έδεσε στην άκρη ενός νήματος, και την κατέβασε, αργά. Το σκοτάδι διαλύθηκε, αποκαλύπτοντας ένα πέρασμα και τον υπηρέτη, ο οποίος βρισκόταν στο πάτωμα και κρατούσε, με τα δύο χέρια, το δεξί του γόνατο. Η τσάπα του ήταν πεσμένη παραδίπλα.
«Δεν είναι πολύ βαθιά,» παρατήρησε ο Χάφναρ. «Δύο μέτρα· τρία στη χειρότερη περίπτωση.»
«Αν σου ρίξουμε ένα σχοινί, μπορείς να σκαρφαλώσεις;» ρώτησε η Φερλιάλα τον υπηρέτη.
«Μπορείς να το δέσεις γύρω απ’τη μέση σου;» πρόσθεσε ο Πάρνορ. «Και θα σε τραβήξουμε εμείς.»
«Μπορώ, Άρχοντά μου.»
Ο Νίσαρελ έδωσε το νήμα της λάμπας στον Πάρνορ κι έφυγε από την Αίθουσα των Δράκων. Όταν επέστρεψε, είχε μαζί του ένα σχοινί, το οποίο έριξε μέσα στο άνοιγμα. Ο χτυπημένος υπηρέτης το έδεσε γύρω απ’τη μέση του, και οι άλλοι δύο, όπως επίσης και ο Νίσαρελ, έπιασαν την επάνω άκρη, τραβώντας. Σε λίγο, τον είχαν βγάλει από το θαμμένο πέρασμα.
«Κάνατε καλή δουλειά,» είπε ο Κέλσοναρ στους υπηρέτες. «Σας ευχαριστούμε. Πηγαίνετε τώρα τον τραυματία σ’έναν θεραπευτή· δε σας χρειαζόμαστε άλλο.»
Εκείνοι υποκλίθηκαν και έφυγαν.
«Κρατήστε το σχοινί,» είπε ο Χάφναρ στους δράκαρχους. «Θα κατεβώ.»
Ο Νίσαρελ και η Φερλιάλα το κράτησαν, και ο δράκαρχος κατέβηκε. Η Σρ’άερ τον ακολούθησε χωρίς δυσκολία, γαντζώνοντας τα νύχια της στις πέτρες.
«Θα κατεβώ κι εγώ,» είπε η Ταλίνα, και κράτησαν το σχοινί και για εκείνη.
Ο Χάφναρ είχε ήδη σηκώσει τη λάμπα από κάτω, την είχε λύσει από το νήμα, και φώτιζε το σκοτάδι γύρω του. Το πέρασμα ήταν ανοιχτό κι από τις δύο μεριές. «Έχεις το χάρτη;» ρώτησε την ποιήτρια.
«Ναι,» απάντησε εκείνη, τραβώντας τον από τη ζώνη της.
«Προς τα πού πρέπει να πάμε;»
«Θέλετε να κατεβώ κι εγώ;» ρώτησε ο Πάρνορ από ψηλά.
«Δεν είναι απαραίτητο,» αποκρίθηκε ο Χάφναρ. «Είναι ήδη πολύ στενά εδώ μέσα. Ίσα που χωράμε. Έχω την εντύπωση πως, κάποτε, αυτό το πέρασμα πρέπει να ήταν μεγαλύτερο, αλλά, ύστερα, με τις αλλαγές που έγιναν στον πύργο, οι μηχανικοί αναγκάστηκαν να το στενέψουν.»
«Μάλλον, κανένας δε σκόπευε να το ξαναχρησιμοποιήσει, έτσι κι αλλιώς,» είπε ο Νίσαρελ. «Ερευνήστε το κι επιστρέψτε να μας αναφέρετε τι βρήκατε. Θα περιμένουμε.»
Ο Χάφναρ ένευσε.
«Νομίζω ότι πρέπει να πάμε από εκεί.» Η Ταλίνα έδειξε.
Η ατμόσφαιρα του περάσματος γινόταν ολοένα και πιο αποπνιχτική, καθώς προχωρούσαν· ο αέρας που έμπαινε εδώ κάτω ήταν ελάχιστος, και το σκοτάδι απόλυτο. Το φως της λάμπας του Χάφναρ πρέπει να ήταν κάτι το σχεδόν πρωτόγνωρο για ετούτες τις πέτρες, όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί «πρωτόγνωρο» το ηλιακό φως για κάποιον άνθρωπο που είναι κλεισμένος σ’ένα ανήλιαγο μπουντρούμι για πενήντα χρόνια.
Όταν συνάντησαν σκάλες, η Ταλίνα αναφώνησε: «Ναι! Ακριβώς όπως το δείχνει ο χάρτης!»
Ο Χάφναρ άρχισε να κατεβαίνει πρώτος, με τη Σρ’άερ πίσω του· η ποιήτρια ακολούθησε, προσέχοντας πού πατούσε. Τα σκαλοπάτια γλιστρούσαν.
Φτάνοντας κάτω, ο δράκαρχος φώτισε προς όλες τις κατευθύνσεις, για να δει ότι βρίσκονταν σε μια διακλάδωση. «Τι λέει ο χάρτης;» ρώτησε.
Η Ταλίνα τον κράτησε ανοιχτό εμπρός της (τον είχε μαζέψει, καθώς κατέβαινε τη σκάλα) και κοίταξε. «Εδώ, δεν υπάρχει ετούτη η μεριά.» Έδειξε, με τον αντίχειρα, το αριστερό παρακλάδι. «Μάλλον, από την άλλη πρέπει να πάμε.»
Προχώρησαν δεξιά, και διαπίστωσαν ότι, σ’αυτό το σημείο, το πέρασμα στένευε ακόμα περισσότερο. Έπρεπε να βαδίζουν σκυφτοί.
«Δε μ’αρέσει ετούτο το μέρος καθόλου,» μουρμούρισε η Ταλίνα. «Με κάνει να αισθάνομαι κλειστοφοβική, αν και δεν είμαι. Νομίζω ότι δε μπορώ ν’αναπνεύσω, Χάφναρ.»
«Δεν οφείλεται στην κλειστοφοβία αυτό,» αποκρίθηκε ο δράκαρχος. «Ο αέρας φτάνει εδώ με μεγάλη δυσκολία. Και είναι καλύτερα να μη μιλάς, όταν δεν υπάρχει πολύς αέρας. Ελπίζω παρακάτω ο χώρος νάναι λίγο πιο ανοιχτός.»
Η επόμενη σκάλα που συνάντησαν έμοιαζε πιο επικίνδυνη από την προηγούμενη, αλλά ο Χάφναρ ήταν βέβαιος ότι υπήρχε στο χάρτη, έτσι δε ρώτησε την Ταλίνα· άρχισε αμέσως να κατεβαίνει. Κι αν θυμάμαι καλά, σκέφτηκε, μετά από εδώ, πρέπει να φτάσουμε κάτω, στα υπόγεια μέρη…
Τα σκαλοπάτια άργησαν να τελειώσουν· φάνηκε και στους δύο ότι κράτησαν για μια αιωνιότητα. Ακόμα κι η Σρ’άερ έδειχνε νευρική, καθώς κοίταζε τους τοίχους δεξιά κι αριστερά και έβγαζε τη γλώσσα της.
Η Ταλίνα ανέπνευσε πιο ελεύθερα, όταν πέρασε το τελευταίο σκαλοπάτι και πάτησε στο χώμα. Τα πνευμόνια της ήταν σαν, ξαφνικά, να άνοιξαν, αν και δε νόμιζε ότι ο αέρας είχε αυξηθεί στο ελάχιστο. Ή ίσως και να έχει αυξηθεί· λίγο, όμως… Πραγματικά, δεν μπορούσε να είναι βέβαιη, γιατί η δυσφορία που ένιωθε αντιλαμβανόταν ότι ήταν εν μέρει ψυχολογική εν μέρει αναπνευστική.
«Ταλίνα,» είπε ο Χάφναρ. «Πατάμε σε χώμα.»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Και;»
«Δεν πρέπει να είμαστε πλέον μέσα στον πύργο, αλλά κάτω από την πόλη.»
Η Ταλίνα άνοιξε το χάρτη της. «Ναι… Αν έχουμε πάρει το σωστό δρόμο, κι αν το διάγραμμα τούτο είναι σωστό, ναι, είμαστε κάτω από την πόλη.» Χαμογέλασε. «Τα καταφέραμε, Χάφναρ.»
Εκείνος ένευσε.
Η Ταλίνα φίλησε το μάγουλό του, πάνω από τη δερμάτινη μάσκα.
«Να επιστρέψουμε τώρα, ή να συνεχίσουμε;» είπε ο Χάφναρ.
«Δε θα ήθελα να ξαναβρεθώ αμέσως στα περάσματα που διασχίσαμε.»
«Ούτε κι εγώ. Ας δούμε, λοιπόν, πού μας βγάζει αυτό το πέρασμα.»
Προχώρησαν κατά μήκος της σήραγγας, και ο Χάφναρ άκουσε τον ήχο του νερού από τ’αριστερά τους.
«Πρέπει να είμαστε δίπλα στους υπονόμους,» είπε.
«Πιστεύεις ότι θα οδηγηθούμε στον υπόνομο;» Η Ταλίνα αηδίαζε και μόνο στη σκέψη.
«Όχι απαραίτητα. Αλλά θα μάθουμε σύντομα.»
Το φως της λάμπας του Χάφναρ αποκάλυψε, σε λίγο, μια ξύλινη πόρτα, φαγωμένη από τα χρόνια. Οι μεντεσέδες της ήταν σκουριασμένοι. Ίσα που κρατιόταν ακόμα όρθια, και μια αμπάρα την έκλεινε.
Ο δράκαρχος έκανε να σηκώσει την αμπάρα κι αυτή διαλύθηκε στα χέρια του· και η ίδια η πόρτα κατέρρευσε. Τα κομμάτια της έπεσαν, το ένα μετά το άλλο. Το ξύλο ήταν όλο διαβρωμένο από μέσα, και το δυνατό τράβηγμα της αμπάρας τού είχε δώσει τη χαριστική βολή.
Πίσω από την πόρτα, αποκαλύφτηκε ένας τοίχος, χτισμένος από γκρίζες πέτρες. Ο Χάφναρ τον άγγιξε, με προσοχή, και μετά, επιχείρησε να τον σπρώξει, αλλά εκείνος δε σωριάστηκε· ούτε καν κουνήθηκε.
«Σκέφτεσαι να τον ανατινάξεις;» ρώτησε η Ταλίνα, βλέποντας τον δράκαρχο διστακτικό.
Ο Χάφναρ ένευσε.
«Δεν ξέρουμε τι είναι από την άλλη μεριά, όμως…»
«Ναι, αυτό με συγκρατεί κι εμένα. Πάντως, πρέπει να τον γκρεμίσουμε οπωσδήποτε… αλλά καλό θα ήταν να μην κάνουμε πολύ θόρυβο.»
«Να επιστρέψουμε στους άλλους;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Χάφναρ, «να δούμε τι έχουν να πουν κι αυτοί, και να ξεκουραστούμε κιόλας. Σε λίγες ώρες θα είναι πρωί, αν δε λαθεύω.»
Πρωί-πρωί, ο Λώντιρ πρόσταξε δεκαπέντε ναοφύλακες να τον συνοδέψουν και βγήκε απ’το Ναό του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, φορώντας το κρανιοειδές προσωπείο του.
Στο όνειρό του, είχε δει να πετά πάνω από τη Δυτική Περιφέρεια και να φτάνει σ’ένα σπίτι όπου τον περίμενε ένας γκρίζος σκύλος, για να του δώσει τις απαντήσεις που ζητούσε. Και, στην πραγματικότητα, υπήρχε μονάχα ένας Γκρίζος Σκύλος σε τούτα τα μέρη: ο πασίγνωστος μάγος… ο οποίος ακόμα δίσταζε να δηλώσει, επισήμως, την υποταγή του στον Αρχιερέα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ. Ωστόσο, τώρα θα τον βοηθούσε· το όνειρο το είχε πει. Κι εξάλλου, αν αποκρινόταν αρνητικά, θα το μετάνιωνε…
Ο Απέθαντος, σύντομα, έφτασε έξω από το μικρό, ισόγειο σπίτι του Γκρίζου Σκύλου. Σήκωσε τη γαντοφορεμένη του γροθιά και χτύπησε την πόρτα, δύο φορές, δυνατά.
«Μάγε!» φώναξε. «Μάγε!»
Βήματα ακούστηκαν από το εσωτερικό, και η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας το άγριο πρόσωπο με τα γκρίζα μαλλιά και τα γκρίζα μούσια το οποίο ο Λώντιρ περίμενε να δει, και το οποίο είχε προσδώσει στον κάτοχό του το παρωνύμιο Γκρίζος Σκύλος.
«Καλημέρα,» χαιρέτησε ο Λώντιρ.
Ο μάγος ρουθούνισε. «Φαντάσου τη θέση μου, φίλε μου,» είπε. «Ακούω χτύπους στην πόρτα μου, μες στα χαράματα, σηκώνομαι απ’τον καναπέ μου, αφήνοντας το ζεστό μου τσάι, και πηγαίνω ν’ανοίξω. Ανοίγω και βλέπω μια νεκροκεφαλή να με κοιτάζει μέσα από μια κουκούλα και να μου λέει ‘Καλημέρα, φίλε μου’.»
«Δεν είπα ‘φίλε μου’,» τόνισε, καυστικά, ο Λώντιρ.
Ο Γκρίζος Σκύλος ρουθούνισε πάλι. «Τι θέλεις;»
«Να περάσω, για αρχή.»
«Πέρνα.» Ο μάγος παραμέρισε από την είσοδο, και ο Απέθαντος μπήκε, μαζί με δύο του φρουρούς. Βρέθηκε στο γνωστό συμπαθητικό σαλόνι του Γκρίζου Σκύλου, το οποίο δε θα μπορούσε κανείς εύκολα να υποθέσει ότι υπήρχε μέσα σε μια καλύβα σαν κι αυτήν. Ο περίεργος πίνακας που δεν καταλάβαινες τι ακριβώς έδειχνε εξακολουθούσε να κρέμεται στον τοίχο, όπως ο Λώντιρ θυμόταν από παλιά.
Έβγαλε το προσωπείο του και είπε: «Έχεις ακούσει γι’αυτά που έγιναν έξω απ’το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων;»
«Για το θαύμα μιλάς, φίλε μου; Ναι, τόχω ακούσει. Ποιος δεν τόχει, ε; Κάθισε, παρεμπιπτόντως· μη στέκεσαι.»
Ο Λώντιρ πήρε θέση στην πολυθρόνα πλάι στο τζάκι, κρατώντας το κρανιοειδές προσωπείο στα χέρια του. «Ωραία, γιατί γι’αυτό θέλω να συζητήσουμε.»
Ο Γκρίζος Σκύλος κάθισε αντίκρυ του, ενώ οι φρουροί του Αρχιερέα παρέμειναν όρθιοι.
«Βλέπεις, πιστεύω ότι δεν ήταν θαύμα,» συνέχισε ο Λώντιρ, καθώς ο μάγος ρουφούσε –κάνοντας και τον ανάλογο, δυνατό ήχο– μια γουλιά από την κούπα με το τσάι του. «Πιστεύω ότι ήταν αλχημιστικό κόλπο.»
Ο Γκρίζος Σκύλος έτριψε τα γκρίζα του μούσια. «Θα μπορούσε νάναι…»
«Χαίρομαι που το πιστεύεις κι εσύ,» είπε ο Λώντιρ, «γιατί θέλω να το αντιγράψεις.»
Ο Γκρίζος Σκύλος τον κοίταξε με μια γελοία έκφραση στο πρόσωπό του. «Το ξαναεπαναλαμβάνεις άλλη μια φορά αυτό;»
«Νομίζω ότι με κατάλαβες πλήρως με την πρώτη φορά.»
«Ενδιαφέρον, φίλε μου.» Ο μάγος ακούμπησε την πλάτη του, αναπαυτικό, στον καναπέ. Ρούφηξε μια γουλιά τσάι, συνοφρυωμένος. «Χμμμ…»
«Συνέχισε· μη ντρέπεσαι.»
«Τι ακριβώς θέλεις;»
«Θέλω μία πύρινη σφαίρα να έρθει από τον ουρανό, ενώ ένας άνθρωπος θα στέκεται στο Ναό του Σάλ’γκρεμ’ρωθ και θα λάμπει σαν ‘απεσταλμένος των θεών’.»
«Θα χρειαστώ έναν καταπέλτη, κατ’αρχήν,» είπε ο Γκρίζος Σκύλος. «Και δεν έχω καταπέλτες εδώ μέσα, όπως καταλαβαίνεις, φίλε μου.»
«Δε μας απασχολεί τούτο· θα σ’εφοδιάσω μ’όσους καταπέλτες τραβάει η ψυχή σου. Μπορείς να αντιγράψεις το κόλπο;»
Ο Γκρίζος Σκύλος ρούφηξε μια γουλιά από το τσάι του. «Ναι, φίλε μου, νομίζω ότι μπορώ.»
Ο Κύριός μου μίλησε σωστά, σκέφτηκε ο Λώντιρ. Δοξασμένες να είναι οι Πέντε Ουρές του.
*
Το μεσημέρι, η Αρχόντισσα Ρικέλθη και οι υπόλοιποι έφτασαν σε τέτοια απόσταση από τη Νουάλβορ ώστε να μπορούν ν’ατενίσουν τη βόρειά της πύλη. Οι πέντε τους βρίσκονταν κοντά στις όχθες του ποταμού Σάλερεκ, επάνω σ’ένα δεντρόφυτο ύψωμα· από κάτω τους ήταν ένας συνοικισμός ψαράδων και πιο πέρα κάτι σπίτια καλλιεργητών και χωράφια. Στη λιθόστρωτη δημοσιά περιφέρονταν μερικοί στρατιώτες, μα δεν έμοιαζαν να κάνουν διεξοδική έρευνα.
«Μάλλον, δεν περίμεναν ότι θα έρθουμε προς τα εδώ,» είπε ο Φάντραν. «Ή, τουλάχιστον, δεν περίμεναν ότι θα έχουμε φτάσει ακόμα.»
Ο Έζβαρ ένευσε. «Υποθέτω πως θα ψάχνουν τα μέρη γύρω από το σημείο όπου μας έστησαν ενέδρα.»
Η Ρικέλθη έβαλε το χέρι πάνω από τα μάτια της και κοίταξε τα τείχη της πρωτεύουσας του Νόρβηλ. «Δε βλέπω να γίνεται κανένας έλεγχος στην πύλη,» είπε. «Τι λες, λοιπόν, Έπαρχε; Θα έρθεις μαζί μας; Η Νουάλβορ είναι το καλύτερο μέρος για να φας.» Η Λαθέμη είχε διαμαρτυρηθεί δύο φορές από το πρωί ότι έπρεπε –επιτέλους– να φάνε κάτι, αν δεν ήθελαν να πεθάνουν της πείνας· ο Έζβαρ, όμως, εξακολουθούσε να είναι επιφυλακτικός σχετικά με το άναμμα φωτιάς, και οι υπόλοιποι συμφωνούσαν μαζί του.
«Στη Νουάλβορ, υπάρχει ο κίνδυνος να φάνε εμένα.»
«Οι φρουροί αποκλείεται να ξέρουν τα πρόσωπά μας,» της είπε ο Φάντραν.
«Το δικό μου πρόσωπο, όμως, ίσως να το ξέρουν,» τόνισε ο Φάλμορ. «Με κυνηγούσε ολόκληρη η φρουρά, προτού καταφέρω να τους ξεφύγω, και, λογικά, θα υποθέτουν πως, καθότι ταχυπομπός, θα έρθω στην πρωτεύουσα· έτσι, μάλλον, θα έχουν δώσει την περιγραφή μου στους φρουρούς της πύλης.»
Η Ρικέλθη ένευσε. «Ναι. Θα ήταν ασφαλέστερο για σένα να μείνεις στα περίχωρα της Νουάλβορ, ή και να φύγεις απο δώ. Θα σου πρότεινα να πας στην Έριγκ, στο παλάτι, και να πεις ότι ζήτησα να σε φιλοξενήσουν.»
«Έχω, όμως, να παραδώσω ένα μήνυμα, Αρχόντισσά μου, στην Πριγκίπισσα Νιρκένα.» Χτες βράδυ, ο Φάλμορ τούς είχε διηγηθεί την ιστορία του: τι είχε συμβεί στο Ένρεβηλ, και ότι τώρα εκεί διοικούσαν ο Πρίγκιπας Ήλμον και η νέα Βασίλισσα Θάρνιν.
«Θα το παραδώσω εγώ, ταχυπομπέ,» δήλωσε η Ρικέλθη.
«Δεσμεύεστε, Αρχόντισσά μου;»
«Τ’ορκίζομαι στον Ταχυβάμονα Ζικαράθορ. Θα κάνω το παν για να λάβει η Πριγκίπισσα Νιρκένα το μήνυμα.»
«Πολύ καλά.» Δεν υπήρχε ταχυπομπός που να μη σέβεται έναν όρκο στον Ζικαράθορ. «Αυτή είναι η επιστολή.» Ο Φάλμορ έβγαλε μια κυλινδρική θήκη από τη μέση του και την έδωσε στη Ρικέλθη.
«Δε θα το μετανιώσεις,» είπε η Αρχόντισσα. «Πήγαινε τώρα στην Έριγκ. Εκεί θα βρεις ασφάλεια.»
«Μπορεί να νομίσουν ότι τους λέω ψέματα…»
«Τι εννοείς;»
«Πώς θα αποδείξω ότι, όντως, με στείλατε εσείς στο παλάτι;»
«Οι ταχυπομποί πάντοτε βρίσκουν φιλοξενία στο παλάτι της Έριγκ,» είπε η Ρικέλθη. «Αλλά, αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα, δείξε αυτό.» Του έδωσε το κοκάλινο κομπολόι της. «Οι περισσότεροι υπηρέτες θα το αναγνωρίσουν ως δικό μου.»
Ο Φάλμορ υποκλίθηκε. «Αρχόντισσά μου, είμαι υπόχρεος.»
«Δε θα έπρεπε, ταχυπομπέ. Υπηρετείς το Βασίλειο καλά, και οι άρχοντές του σου οφείλουν σεβασμό,» είπε η Ρικέλθη. Ύστερα, στράφηκε στη Λαθέμη. «Έπαρχε, θα έρθεις μαζί μας, ή όχι;»
Εκείνη δίστασε. Δεν της άρεσε η ιδέα ότι θα πήγαινε μέσα στο στόμα του δράκου, όπου και η ανάσα είναι φλογερή και τα δόντια πολλά κι επικίνδυνα. Ωστόσο, όφειλε να λάβει υπόψη της και κάτι άλλο: οι εχθροί της –οι άνθρωποι που την είχαν προδώσει– δύσκολα θα σκέφτονταν ότι είχε έρθει εδώ, για να βρει ασφάλεια. Κι επιπλέον, το πεπρωμένο μου δεν είναι να πεθάνω ή να φυλακιστώ, αλλά να βασιλέψω. Έχω το σημάδι επάνω μου, και μου το έχουν προφητέψει.
«Εντάξει, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» αποκρίθηκε, «θα έρθω. Αλλά ελπίζω το φαγητό να είναι καλό, γιατί πεθαίνω της πείνας.»
Η Ρικέλθη μειδίασε, και είπε: «Θα περάσουμε την πύλη δύο-δύο, όχι και οι τέσσερις μαζί. Εγώ θα πάω με τον Άρχοντα Φάντραν, αν κι εκείνος το επιθυμεί, κι εσύ με τον Έζβαρ–»
«Γιατί;»
«Διότι υπάρχει μια μικρή πιθανότητα οι οδοφύλακες που μας κυνήγησαν να έχουν ειδοποιήσει τους φύλακες της πύλης για εσένα και το σύζυγό σου, δίνοντάς τους μια πρόχειρη περιγραφή–»
«Μα, οι οδοφύλακες δε με ξέρουν,» τόνισε η Λαθέμη.
«Ο ιππέας που έφυγε σε είχε δει,» της θύμισε η Ρικέλθη, «και εσένα και τον Φάντραν. Άρα, μια πρόχειρη, όπως είπα, περιγραφή μπορεί να έχει δώσει. Κι αν το έχει κάνει, οι φρουροί της πύλης θα σε περιμένουν να πλησιάσεις μαζί με το σύζυγό σου. Πλησιάζοντας, όμως, μαζί με τον Έζβαρ –έναν άντρα που δεν είναι ούτε καν στην ίδια ηλικία με τον Άρχοντα Φάντραν–, δε θα σε υποπτευτούν καθόλου.»
«Η Αρχόντισσα Ρικέλθη μιλάει λογικά,» συμφώνησε ο Φάντραν. «Κι επίσης, εγώ θα πρότεινα ν’αφήσουμε τα όπλα μας εδώ –να τα θάψουμε κάπου. Το τόξο του κύριου Έζβαρ, ειδικά, είναι κάτι που εύκολα μπορεί να αποτελέσει σημάδι.»
Ο ερημίτης του Δρακοδάσους ένευσε. «Έχετε δίκιο, Άρχοντά μου. Αν έχει γίνει αλλαγή εξουσίας, όπως πιστεύουμε, τότε μπορεί να μας σταματήσουν, βλέποντας μεγάλα όπλα επάνω μας. Καλό θα ήταν να κρατήσουμε μόνο κανένα ξιφίδιο.»
«Ακριβώς εκεί ήθελα να καταλήξω κι εγώ,» ένευσε ο Φάντραν.
«Κι αν χρειαστούμε μεγαλύτερο όπλο, έχουμε πάντα αυτό,» είπε ο Έζβαρ, χτυπώντας, με την κλείδωση του δείκτη του δεξιού του χεριού, το δρακοκέφαλο ραβδί της Ρικέλθης, μέσα στο οποίο κρυβόταν μια πολύ επικίνδυνη λεπίδα.
Ο Φάντραν έλυσε το θηκαρωμένο του σπαθί και το έριξε στο έδαφος. Η Λαθέμη έκανε το ίδιο, όπως επίσης και ο Έζβαρ. Όταν όλα τους τα όπλα βρίσκονταν καταγής –εκτός από ένα ξιφίδιο που είχε κρατήσει ο καθένας επάνω του, κι εκτός από τα στιλέτα που φώλιαζαν μέσα στο φόρεμα της Ρικέλθης–, ο ερημίτης έσκαψε δύο ρηχούς λάκκους, με τα χέρια, και τα έθαψε.
«Θα περάσουμε την πύλη με διαφορά μίας ώρας,» είπε η Αρχόντισσα της Έριγκ στη Λαθέμη.
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε η Έπαρχος. «Και πώς θα υπολογίσουμε αυτή τη μία ώρα, χωρίς ήλιο στον ουρανό;»
«Θα την υπολογίσω εγώ, Αρχόντισσά μου· μην ανησυχείτε,» είπε ο Έζβαρ.
«Πολύ καλά.»
«Άρχοντα Φάντραν,» είπε η Ρικέλθη, «καιρός να ξεκινήσουμε.»
«Καλή τύχη, Αρχόντισσά μου,» ευχήθηκε ο Φάλμορ. «Ο Ζικαράθορ και ο Βάνραλ μαζί σας.»
«Ευχαριστούμε, ταχυπομπέ. Και μαζί μ’εσένα.»
«Μέσα στην πόλη, πού θα συναντηθούμε;» ρώτησε η Λαθέμη.
«Σωστά,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη· «δεν το αποφασίσαμε αυτό.» Φάνηκε σκεπτική.
«Θα πρότεινα στον Χαριτωμένο Χορευτή,» είπε ο Έζβαρ. «Είναι αρκετά μεγάλο πανδοχείο και με πολύ κόσμο, πράγμα που δε νομίζω να έχει αλλάξει, όποιος κι αν άρχει τώρα στη Νουάλβορ.»
«Εντάξει,» συμφώνησε η Ρικέλθη, «θα συναντηθούμε εκεί.»
Ο Φάντραν φίλησε το μάγουλο της Λαθέμης κι άρχισε να κατεβαίνει το ύψωμα, πηγαίνοντας προς τον συνοικισμό των ψαράδων. Η Αρχόντισσα της Έριγκ τον ακολούθησε, και είπε: «Μη βιάζεσαι.»
Εκείνος βάδισε με πιο αργό ρυθμό. «Έχω μια ιδέα,» δήλωσε. «Μπορείς να παριστάνεις την άρρωστη θεία μου, στηριζόμενη σ’αυτό το μπαστούνι.»
«Γιατί;» ρώτησε η Ρικέλθη.
Ο Φάντραν ανασήκωσε τους ώμους. «Υποθέτω ότι θα είναι πιο ασφαλές. Αν τύχει να μας κάνουν ερωτήσεις, θα τους πω ότι σε πηγαίνω σε κάποιο θεραπευτή.»
Χμμ, σκέφτηκε η Ρικέλθη. Ίσως να μην είναι και τόσο κακή ιδέα. Αυτή η «μεταμφίεση» μπορούσε να φανεί χρήσιμη και για άλλους λόγους πέραν του να περάσουν την πύλη. Μπορούσε να αποπροσανατολίσει τους κατασκόπους της νέας εξουσίας· γιατί η Ρικέλθη μέσα στη Νουάλβορ θα έπαυε πλέον να είναι «η άρρωστη θεία», κι αν οι κατάσκοποι τύχαινε, για κάποιο λόγο, να τη βάλουν στο μάτι, δε θα μπορούσαν να καταλάβουν για πόσο καιρό βρισκόταν στην πόλη, αφού από τους φρουρούς της πύλης η μόνη πληροφορία που θα έπαιρναν θα ήταν πως μια άρρωστη γυναίκα και ο ανιψιός της είχαν έρθει ένα μεσημέρι. Ποτέ δε βλάπτει να μπερδεύεις τους εχθρούς σου όσο το δυνατόν περισσότερο.
Έτσι, όταν πλησίασαν τη βόρεια πύλη της Νουάλβορ, η Ρικέλθη κούτσαινε και στηριζόταν, σκυμμένη, στο μπαστούνι της, έχοντας καλύψει ολόκληρη τη δρακοκεφαλή του με την παλάμη της (γιατί κι αυτή μπορούσε ν’αποτελέσει σημάδι) κι έχοντας το δεξί, τραυματισμένο της χέρι κρυμμένο στο εσωτερικό της κάπας της. Η κουκούλα της, φυσικά, ήταν σηκωμένη, και η Αρχόντισσα έβηχε, πού και πού. Ο Φάντραν βάδιζε πλάι της, υποβαστάζοντάς την.
Οι φρουροί της πύλης δεν τους έριξαν τίποτα περισσότερο από μια φευγαλέα ματιά. Ίσως, μάλιστα, να φοβήθηκαν να τους ζυγώσουν, λόγω της προσποιητής αρρώστιας της Ρικέλθης.
*
Ο Έπαρχος Κάβμαρ καθόταν στην τραπεζαρία του Χαριτωμένου Χορευτή και κάπνιζε, ήρεμα, την πίπα του. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο στη σκιά της κουκούλας του. Η κάπα που φορούσε σήμερα ήταν διαφορετική από αυτή που φορούσε χτες, κι επίσης, ο Έπαρχος καθόταν σε διαφορετική γωνία του δωματίου. Έτσι, αν κάποιος τον είχε παρατηρήσει την προηγούμενη φορά –κάποιος κατάσκοπος του Χεριού, δηλαδή– και τον ξαναπαρατηρούσε και τώρα, θα νόμιζε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν άλλος ταξιδιώτης, που είχε σταματήσει για να ξεκουραστεί.
Ο Κάβμαρ σήκωσε την κούπα του και ήπιε μια γουλιά καφέ. Προτού, όμως, αφήσει το ρόφημα πάλι στο τραπέζι, είδε δύο ανθρώπους να μπαίνουν στο πανδοχείο: δύο ανθρώπους που του τράβηξαν την προσοχή: μία γυναίκα η οποία περπατούσε σκυφτή και στηριζόταν σ’ένα μπαστούνι, κι έναν άντρα. Κι οι δυο κάτι τού θύμιζαν. Τους έχω ξαναδεί; Τους παρατήρησε, καθώς κάθονταν σ’ένα τραπέζι, και πρόσεξε ότι στο πάνω άκρο του μπαστουνιού υπήρχε μια σκαλιστή δρακοκεφαλή· επίσης, το δεξί χέρι της γυναίκας ήταν επιδεμένο, σαν τα τέσσερα δάχτυλα να είχαν σπάσει.
Η Αρχόντισσα Ρικέλθη!
Για δες… Ο Κάβμαρ ρούφηξε καπνό, βάζοντας την πίπα του στο στόμα. Κι ο άλλος μαζί της, ποιος είναι; Ο τύπος τού είχε την πλάτη γυρισμένη και φορούσε και κουκούλα, έτσι ο Έπαρχος δεν μπορούσε να διακρίνει καθόλου τα χαρακτηριστικά του.
Ας περιμένουμε…
Μια σερβιτόρα πλησίασε το τραπέζι της Ρικέλθης και του άγνωστου άντρα, κι αυτοί παράγγειλαν. Σε λίγο, το φαγητό τους ήρθε και ξεκίνησαν να τρώνε, νωχελικά.
Γιατί μου δίνουν την εντύπωση ότι περιμένουν κάποιον; σκέφτηκε ο Κάβμαρ· και, όπως αποδείχτηκε, δεν είχε άδικο: Μετά από καμια ώρα, άλλοι δύο ταξιδιώτες μπήκαν στον Χαριτωμένο Χορευτή, έριξαν μια ματιά τριγύρω, σα να έψαχναν για κάτι, και, έπειτα, πήγαν στο τραπέζι της Αρχόντισσας της Έριγκ. Ο Έπαρχος τούς παρατηρούσε κι αυτούς, και εύκολα διέκρινε ότι η μία ήταν γυναίκα και ότι ο άλλος είχε λευκά γένια. Ποιοι είναι, όμως;
Η γυναίκα στράφηκε, για να καθίσει, και τότε ο Κάβμαρ είδε το πρόσωπό της μέσα απ’την κουκούλα. Η Λαθέμη! Μόνη, χωρίς στρατιωτική συνοδεία… Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
Ο Κάβμαρ άρχισε να σκέφτεται, συνδυάζοντας μέσα στο μυαλό του τα στοιχεία που είχε, σαν να προσπαθούσε να λύσει έναν Μιρλίμιο κύβο. Και δεν άργησε να φτάσει σ’ένα συμπέρασμα: Ο Λώντιρ πρέπει να είχε στήσει ενέδρα στην Έπαρχο της Βένεριγκ, καθώς εκείνη ερχόταν προς την πρωτεύουσα. Εξάλλου, γνώριζε ότι πλησίαζε· ήξερε πως όλοι οι σύμμαχοι κατά των Γάθνιν θα συγκεντρώνονταν εδώ. Και φυσικό είναι να επιθυμεί να μας ξεπαστρέψει. Φυσικό είναι να έχει δώσει διαταγή στους στρατιώτες του να μας σκοτώσουν εν όψει. Η Λαθέμη, όμως, φαίνεται πως ξέφυγε απ’τα νύχια του, όπως κι εγώ.
Και η Ρικέλθη; Αυτή πρέπει να είχε συναντήσει την Έπαρχο στο δρόμο· δεν εξηγείτο αλλιώς. Παράξενο, όμως, που είχαν έρθει στη Νουάλβορ, γνωρίζοντας πως εδώ ήταν το στόμα του δράκου– Αλήθεια, τι ακριβώς γνώριζαν; Γνώριζαν για την προδοσία του Λώντιρ; Αποκλείεται. Η Λαθέμη, σίγουρα, θα νόμιζε ότι ο Κάβμαρ ή ο Μόλραν, ή και οι δύο, την είχαν προδώσει.
Αλλά, και πάλι, γιατί να έρθει στην πρωτεύουσα, μέσα σε τόσο κίνδυνο; Καλό θα ήταν να μάθουμε…
*
Η σερβιτόρα επέστρεψε, φέρνοντας το φαγητό που είχαν παραγγείλει η Λαθέμη και ο Έζβαρ. Η Έπαρχος έπεσε, κατευθείαν, επάνω στο κρέας, λιμασμένη.
«Έχω ένα μήνυμα για σας,» είπε η σερβιτόρα στη Ρικέλθη.
«Για εμένα;» παραξενεύτηκε η Αρχόντισσα της Έριγκ. «Πρέπει να κάνεις κάποιο λάθος.»
«Όχι, δεν το νομίζω. Μου ζήτησαν να το παραδώσω στην κυρία με το χτυπημένο χέρι.» Άφησε ένα μικρό κομμάτι χαρτί επάνω στο τραπέζι.
«Ποιος σ’το έδωσε;»
«Δεν ξέρω, δε ρώτησα.» Η κοπέλα στράφηκε και έφυγε, προτού η Ρικέλθη προλάβει να ρωτήσει τίποτε άλλο.
Η Λαθέμη είχε σταματήσει να καταβροχθίζει το φαγητό της. Έμοιαζε κεραυνόπληκτη. «Μας κατάλαβαν;» σφύριξε. «Ρικέλθη, σ’το έλεγα ότι–!»
Η Αρχόντισσα της Έριγκ ύψωσε το καλό της χέρι. «Μη βιάζεσαι. Να δούμε, πρώτα,» είπε, προσπαθώντας ν’ακουστεί ψύχραιμη, αν και δεν αισθανόταν έτσι· γιατί, δίχως αμφιβολία, κάποιος τους είχε καταλάβει.
Σήκωσε το χαρτί από το τραπέζι και το γύρισε απ’την ανάποδη, για να το διαβάσει.
Καλησπέρα, Αρχόντισσα Ρικέλθη. Σας είδα να μπαίνετε στο πανδοχείο μαζί με την Έπαρχο Λαθέμη. Μην ανησυχείτε· δεν είμαι εχθρός. Σας περιμένω, για να συζητήσουμε. Μιλήστε με τον πανδοχέα Ράνιρ, κι εκείνος θα σας οδηγήσει σ’έναν ιδιαίτερο χώρο, όπου θα μπορούμε να έχουμε την ησυχία μας. Σε περίπτωση που δε γνωρίζετε τον Ράνιρ, κοιτάξτε στο μπαρ· είναι ο άντρας με το φτερωτό, πλατύγυρο καπέλο.
Η Ρικέλθη έστρεψε το βλέμμα της στο μπαρ και, όντως, τον είδε.
«Τι γράφει;» ρώτησε η Λαθέμη. «Τι γράφει;»
Η Ρικέλθη τής έδωσε το χαρτί· εκείνη το διάβασε και το έδωσε στον Φάντραν. «Αμέσως μας αντιλήφτηκαν!» είπε, αγριοκοιτάζοντας την Αρχόντισσα της Έριγκ.
«Δε γνωρίζουμε ότι είναι οι εχθροί μας, Έπαρχε.»
«Εγώ λέω να φύγουμε, όσο έχουμε καιρό!» Η Λαθέμη έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Φάντραν την άρπαξε απ’τον αγκώνα και την κράτησε κάτω. Η Έπαρχος έμοιαζε έτοιμη να τον δαγκώσει.
«Αν μας έχουν καταλάβει οι εχθροί μας,» της είπε εκείνος, «τότε αποκλείεται να μας αφήσουν να φύγουμε από το πανδοχείο. Θα μας βγάλουν απο δώ αλυσοδεμένους, ή νεκρούς.»
«Σ’ευχαριστώ, αγάπη μου· αυτό με καθησυχάζει τόσο πολύ…»
«Μην πανικοβάλλεστε, Έπαρχε,» είπε ο Έζβαρ, που τώρα είχε κι αυτός διαβάσει το μήνυμα. «Δε νομίζω ότι είναι οι εχθροί μας. Αν ήταν, γιατί να μας καλέσουν να συζητήσουμε μαζί τους; Θα έστελναν εδώ τη φρουρά, για να μας συλλάβει.»
«Ας πάμε να μιλήσουμε σ’αυτόν τον Ράνιρ,» είπε η Ρικέλθη.
«Όχι,» διαφώνησε η Λαθέμη. «Ας φάμε πρώτα. Άμα είναι να μας πιάσουν, καλύτερα να είμαστε φαγωμένοι.»
Ο Φάντραν μειδίασε.
Η Ρικέλθη κατένευσε.
Όταν τελείωσαν το φαγητό τους, σηκώθηκε από τη θέση της και πλησίασε το μπαρ.
«Ο Ράνιρ;» ρώτησε τον άντρα που στεκόταν εκεί.
«Μάλιστα, κυρία.»
«Μας περιμένει κάποιος, και μας είπε ότι εσείς…»
«Ναι, γνωρίζω. Πρέπει, όμως, να έρθετε όλοι μαζί μου.»
«Εντάξει.» Η Ρικέλθη έκανε νόημα στους συντρόφους της να πλησιάσουν, κι εκείνοι υπάκουσαν.
«Μη φοβάστε,» τους είπε ο Ράνιρ, κλείνοντας το μάτι, «δεν κινδυνεύετε. Ακολουθήστε με.» Άρχισε ν’ανεβαίνει τη σκάλα του πανδοχείου.
Η Ρικέλθη, η Λαθέμη, ο Έζβαρ, και ο Φάντραν τον πήραν στο κατόπι, φτάνοντας στον πρώτο όροφο του Χαριτωμένου Χορευτή, όπου ο Ράνιρ ξεκλείδωσε μια πόρτα και τους άφησε να περάσουν σ’ένα δωμάτιο. Στο κέντρο του χώρου ήταν ένα τραπέζι και στη γωνία ένα τζάκι, σβηστό. Τα πατζούρια του μοναδικού παραθύρου ήταν κλειστά. Μια αναμμένη λάμπα κρεμόταν από το ταβάνι.
«Εδώ δεν είναι κανένας,» παρατήρησε η Ρικέλθη.
«Θα έρθουν αμέσως,» υποσχέθηκε ο πανδοχέας. «Καθίστε.» Έκλεισε την πόρτα, αλλά δεν την κλείδωσε. Καλό σημάδι αυτό, σκέφτηκε η Αρχόντισσα της Έριγκ. Αν ήθελαν να μας παγιδέψουν, σίγουρα, θα κλείδωναν.
Η Ρικέλθη κάθισε, και οι υπόλοιποι ακολούθησαν το παράδειγμά της. Η Λαθέμη φαινόταν νευρική· έμπλεκε και ξέμπλεκε τα δάχτυλά της επάνω στο τραπέζι.
Η πόρτα άνοιξε και ένας άντρας μπήκε. Ένας άντρας που η Ρικέλθη γνώριζε.
«Νεκρόμεμνον…;» ψέλλισε, έκπληκτη.
Τον δολοφόνο ακολούθησε ένας άλλος, κουκουλοφόρος, ο οποίος έκλεισε την πόρτα.
«Ζάνμελ, Αρχόντισσα Ρικέλθη. Να με λες Ζάνμελ, παρακαλώ.»
Η Ρικέλθη σηκώθηκε, αργά, από τη θέση της. «Ζάνμελ…» Υπέθετε ότι αυτό ήταν το όνομα που ο δολοφόνος είχε επιλέξει για τον εαυτό του, ύστερα από το χαμό του νεκραδελφού του –το χαμό για τον οποίο εγώ ευθύνομαι. «Χαίρομαι που είσαι καλά… Και…» Και με συγχωρείς.
«Χαίρομαι κι εγώ που είσαι καλά, Αρχόντισσα Ρικέλθη.»
Το βλέμμα της Ρικέλθης πήγε στον κουκουλοφόρο άντρα, ο οποίος τώρα κατέβαζε την κουκούλα του, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του.
Η Λαθέμη κι ο Φάντραν πετάχτηκαν όρθιοι· ο Έζβαρ σηκώθηκε πιο ήρεμα.
Η Ρικέλθη έβαλε το χέρι μέσα στο φόρεμά της, ψάχνοντας για ένα στιλέτο.
«Δε χρειάζονται όπλα, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» είπε ο Κάβμαρ. «Όπως σου τόνισα, δεν είμαι εχθρός. Μπορείτε να καθίσ–»
«Προσπάθησες να μας δολοφονήσεις!» σφύριξε η Λαθέμη, τραβώντας το ξιφίδιό της.
«Όχι εγώ· ο Λώντιρ.»
«Ποιος είναι ο Λώντιρ;» ρώτησε ο Φάντραν.
«Καθίστε,» επέμεινε ο Κάβμαρ, «και θα συζητήσουμε.»
Την πρώτη νύχτα του ταξιδιού του, ο Βάνμιρ στεκόταν στην πλώρη της Ταραλάνης και κοίταζε τον ουρανό, ενώ οι συλλογισμοί του βάραιναν το κεφάλι του. Ο αέρας παρέσερνε την κάπα του, κάνοντάς τη ν’αγκαλιάζει το σώμα του και να κυματίζει σα σημαία.
Ο Καπετάνιος Πολύμαχος πλησίασε και στάθηκε πλάι του, ακουμπώντας στην κουπαστή. «Οι αστερισμοί έχουν αλλάξει· το παρατηρείς;»
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Ναι, το έχω παρατηρήσει.»
«Από τότε που χάθηκε ο ήλιος. Ορισμένοι λένε πως είναι σημάδι ότι έρχεται το τέλος του κόσμου· τι πιστεύεις εσύ, Ωθράγκος;» Ο Πολύμαχος έβαλε το τσιμπούκι του στο στόμα και το άναψε, προφυλάσσοντάς το, με το χέρι, από τον άνεμο.
«Μπορεί,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, παραμερίζοντας τα μαλλιά απ’το μέτωπό του. «Μπορεί και να έρχεται, Καπετάνιε.» Αν δεν καταφέρω να ελευθερώσω τη Ρικνάβαθ από τους Μετουσιωμένους, τότε, ναι, σίγουρα θα έρθει…
«Αηδίες, με το συμπάθιο,» είπε ο Πολύμαχος. «Κάποιο παράξενο φαινόμενο θα είναι, λέω εγώ.» Φύσηξε καπνό. «Κάποιο φαινόμενο που παρουσιάζεται μια φορά στα τόσες εκατοντάδες χρόνια, έτσι κανένας δεν το θυμάται κι όλοι έχουν τρομοκρατηθεί. Το μεγαλύτερο πρόβλημα μ’αυτές τις αλλαγές στον ουρανό, φίλε μου, ξέρεις ποιο είναι –για μας τους ναυτικούς, τουλάχιστον; Δυσκολευόμαστε να προσανατολιστούμε. Τ’αστέρια, βλέπεις, είναι οι σύντροφοί μας σ’όλα τα ταξίδια. Είναι τόσο χρήσιμα όσο κι ο χάρτης μας.»
Ο Βάνμιρ ανησύχησε από τούτο. «Θες να πεις ότι ίσως να έχουμε χάσει την πορεία μας, Καπετάνιε;» Δεν πρέπει ν’αργήσω! Πρέπει να προλάβω τον Φανλαγκόθ στη Νουάλβορ!
«Μπα, όχι· μην ταράζεσαι,» αποκρίθηκε ο Πολύμαχος. «Υπάρχουν ακόμα τρόποι να προσανατολίζεται κανείς. Στις Νήσους Λάβηθ, για παράδειγμα, το ένα κομμάτι γης είναι κοντά στ’άλλο, έτσι εύκολα βρίσκεις το δρόμο σου.»
«Και μετά από τις Νήσους Λάβηθ;» ρώτησε ο Βάνμιρ. «Δεν είμαστε πια στις Νήσους Λάβηθ, Καπετάνιε, ή μήπως είμαστε;»
Ο Πολύμαχος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν είμαστε. Αλλά σου λέω: μην ανησυχείς. Άμα υπήρχε κίνδυνος, θα σ’το επισήμαινα. Έχεις πληρώσει πολύ καλά, για να σου κρύβω πράματα,» του έκλεισε το μάτι. «Βλέπεις εκείνο το σημάδι στον ουρανό;» Ύψωσε το δεξί χέρι, για να δείξει.
Ο Βάνμιρ κοίταξε και διέκρινε έναν φωτεινό δίσκο, γύρω απ’τον οποίο μια ακτινοβολία έμοιαζε να περιστρέφεται. Κάτι του θύμιζε… Τι; Α, ναι! Του θύμιζε τα σχήματα που δημιουργούνται στην επιφάνεια ενός χρωματιστού υγρού, όταν βάλεις μια κουτάλα μέσα του και κάνεις περιστροφές: στη μέση φαίνεται να υπάρχει ένας δίσκος και, γύρω-γύρω, ένα ρεύμα που τον περιστοιχίζει. Μια δίνη. Το αστέρι που δείχνει ο Πολύμαχος μοιάζει με δίνη. Ποτέ παλιότερα ο Βάνμιρ δεν είχε παρατηρήσει κάτι παρόμοιο στον ουρανό.
Ένευσε. «Το βλέπω.»
«Αυτό το αστέρι βρίσκεται βορειοανατολικά,» είπε ο Πολύμαχος, «με απόκλιση τριάντα μοιρών από το Βορρά.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Το μέτρησα, φυσικά, όσο ήμουν στη Ναλκούθ. Προσέλαβα έναν αστρονόμο, για να μου κάνει τη δουλειά. Γιατί καταλάβαινα πως, χωρίς να γνωρίζω τίποτα για τους καινούργιους αστερισμούς, θα κοπανούσα τα καράβια μου στα βράχια, που λέει ο λόγος.»
«Είσαι έξυπνος άνθρωπος, Καπετάνιε,» είπε ο Βάνμιρ.
«Σ’ευχαριστώ, Ωθράγκος. Το παλεύω,» αποκρίθηκε ο Πολύμαχος, ρουφώντας καπνό.
Ο Βάνμιρ έπαψε ν’ανησυχεί ότι θα έχαναν το δρόμο τους· ήταν βέβαιος πως η Ταραλάνη θα έφτανε στη Νουάλβορ χωρίς κανένα πρόβλημα. Έτσι, ο νους του στράφηκε πάλι στα άλλα του προβλήματα: στον εντοπισμό των Ράζλερ, στο κλείσιμο του ανοίγματος στην Οντον’γκόκι, και στην απελευθέρωση της Ρικνάβαθ από τους Μετουσιωμένους.
*
Το μεσημέρι της τρίτης ημέρας, η Ταραλάνη έφτασε στη Νουάλβορ και άραξε σε μια από τις αποβάθρες. Ο Βάνμιρ, ο Μάηραν, η Εύψυχη, και οι Ρογκάνες φρουροί της χαιρέτησαν τον Πολύμαχο και κατέβηκαν από το πλοίο.
«Θα πας να βρεις αυτή τη Βανρίλια ε Σέντριν τώρα;» ρώτησε ο Άρχοντας του Ράλτον τη Μιρλίμια.
«Ναι,» ένευσε εκείνη, «Βανρίλια ε Σέντριν. Γεια σου, Βάνμιρ. Ευχαριστεί.» Η Εύψυχη τού έδωσε το χέρι της, κι αντάλλαξαν μια σύντομη χειραψία. Ύστερα, η Μιρλίμια κι οι δύο Ρογκάνες απομακρύνθηκαν, βαδίζοντας προς την Πύλη του Γλάρου.
«Η πόλη μού φαίνεται ήσυχη, Άρχοντά μου, αν σκεφτεί κανείς αυτά που μας είπε η Ρικνάβαθ,» παρατήρησε ο Μάηραν, κοιτάζοντας γύρω του. Η Καρμώζ τούς είχε ενημερώσει για την εξέγερση, καθώς έρχονταν, και τους είχε τονίσει ότι δύσκολα θα έμπαιναν στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων, όπου ήταν ο Φανλαγκόθ.
«Τα φαινόμενα απατούν, Μάηραν,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ. «Η ήρεμη όψη μπορεί να κρύβει έναν πολύ οργισμένο νου, και η ήρεμη πόλη μπορεί να κρύβει μεγάλη αναταραχή στην καρδιά της.»
—Βάνμιρ; Μάηραν;—Η φωνή της Ρικνάβαθ αντήχησε μέσα στο μυαλό τους—Μ’ακούτε;—
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, και ρώτησε: «Προς τα πού προτείνεις να πάμε; Πώς θα μπούμε στο παλάτι;»
—Θα πρέπει να το ερευνήσω. Εσείς πού θα είστε, εν τω μεταξύ; Δε θέλω να ψάχνω ολόκληρη την πόλη, για να σας βρω—
«Άρχοντά μου,» είπε ο Μάηραν, «θα πρότεινα το πανδοχείο ‘Οι Καραβόγατοι’. Απ’ό,τι ξέρω, δεν είναι μακριά απο δώ, κι έχω ακούσει ότι είναι αρκετά αξιοπρεπές.»
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Πάμε εκεί. Ρικνάβαθ, ακολούθησέ μας, για να δεις πού βρίσκεται, και, μετά, φύγε.»
Ο Μάηραν ξεκίνησε να βαδίζει και ο ακρίτης τον πήρε στο κατόπι, ενώ, συγχρόνως, μπορούσε να αισθανθεί την Καρμώζ κοντά του· οι τρίχες του ορθώνονταν σαν από ένα αλλόκοτο κύμα θερμού αέρα. Η παρουσία της γίνεται αισθητή, αν έχεις το νου σου σ’αυτήν, σκέφτηκε ο Βάνμιρ. Αν, όμως, δεν έχεις ιδέα ότι μπορεί κάτι αόρατο να σε παρακολουθεί, δεν καταλαβαίνεις τίποτα.
Αναρωτιέμαι αν ο Φανλαγκόθ θα μπορεί να την αντιληφτεί. Το τέχνασμα των Μετουσιωμένων υποτίθεται ότι θα μείωνε τις δυνάμεις των Ράζλερ, σταδιακά, όχι ότι θα τις εξάλειφε αυτομάτως. Όσο πιο πολύ Αρχέτοπος γινόταν η Κουαλανάρα, τόσο περισσότερο εκείνοι θα έχαναν την επαφή τους με την Πρωτοπλασματική Μάζα που τους είχε μεταλλάξει. Επομένως, ίσως ακόμα να έχουν αρκετές δυνάμεις, ώστε να μπορούν να καταλάβουν την παρουσία της Ρικνάβαθ, όταν αυτή βρίσκεται κοντά τους. Θα πρέπει να την προειδοποιήσω.
Ο Μάηραν σταμάτησε στην Οδό Κάρων και κοίταξε ολόγυρά του.
«Τα μπέρδεψες;» τον ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Όχι, όχι. Εκεί πρέπει νάναι.» Έδειξε μια πάροδο, και βάδισε προς αυτήν. Ο ακρίτης τον ακολούθησε, και βρέθηκε σ’έναν μικρό δρόμο, με καταστήματα δεξιά κι αριστερά. Το πανδοχείο, όμως, για το οποίο είχε μιλήσει ο Μάηραν δεν υπήρχε πουθενά. Τουλάχιστον, ο Βάνμιρ δεν έβλεπε καμία ταμπέλα που να γράφει ΟΙ ΚΑΡΑΒΟΓΑΤΟΙ.
«Δεν είναι εδώ,» είπε.
«Ναι… Κάποιο λάθος έχω κάνει,» παραδέχτηκε ο Μάηραν. Πλησίασε μια γυναίκα, η οποία έμπλεκε δίχτυα, καθισμένη σε κάτι πέτρινα σκαλοπάτια ανάμεσα σε δύο οικοδομήματα. «Ψάχνω για τους Καραβόγατους,» της είπε.
«Στον από κάτω δρόμο,» απάντησε εκείνη, δείχνοντας απέναντι.
«Ευχαριστώ.»
Ο Μάηραν και ο Βάνμιρ διέσχισαν ένα σοκάκι και βρέθηκαν σ’έναν άλλο δρόμο, που δεν είχε τόσα πολλά καταστήματα όσα ο προηγούμενος, αλλά ανάμεσα σ’αυτά που υπήρχαν παρεμβάλλονταν και πολλές κατοικίες. Οι δύο Ωθράγκος είδαν μια πινακίδα να προεξέχει από έναν τοίχο, κι επάνω της έγραφε: ΟΙ ΚΑΡΑΒΟΓΑΤΟΙ.
«Το βρήκαμε,» είπε ο Μάηραν, και προχώρησε προς τα εκεί.
«Ρικνάβαθ, μη φύγεις από τώρα,» ζήτησε ο Βάνμιρ, που ακόμα ένιωθε την παρουσία της Καρμώζ κοντά του.
—Γιατί;—
«Θέλω να σου πω να προσέχεις τον Φανλαγκόθ. Ίσως ακόμα να μπορεί να σ’εντοπίσει.»
—Μα, δεν έχουν χάσει τις μαντικές τους ικανότητες;—
«Ναι, ή έτσι υποθέτω τουλάχιστον. Αλλά δεν έχουν χάσει και όλες τους τις δυνάμεις,» εξήγησε ο Βάνμιρ, καθώς έφταναν μπροστά από την πόρτα των Καραβόγατων και ο Μάηραν την άνοιγε, για να μπουν στην τραπεζαρία, όπου ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος, τρώγοντας, πίνοντας, και μιλώντας. Ο Βάνμιρ αισθάνθηκε την κοιλιά του να γουργουρίζει, από τις μυρωδιές που πλημμύρισαν τα ρουθούνια του. «Επιπλέον, Ρικνάβαθ, εγώ το καταλαβαίνω όταν είσαι κοντά.»
—Τι θες να πεις; Πώς το καταλαβαίνεις;—
Ο Μάηραν, προπορευόμενος, πήγε σ’ένα τραπέζι και κάθισε. Ο Βάνμιρ τον ακολούθησε και κάθισε κι εκείνος.
Είπε στη Ρικνάβαθ, χρησιμοποιώντας το μυαλό του κι όχι το στόμα του—Το νιώθω. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω πώς ακριβώς, αλλά το νιώθω, σαν ένα ρεύμα θερμού αέρα, το οποίο κάνει τις τρίχες μου να ορθώνονται. Και υποθέτω πως, αφού εγώ μπορώ να σε αισθανθώ, το ίδιο θα μπορεί κι ο Φανλαγκόθ—
—Βάνμιρ, μήπως είναι η ιδέα σου, επειδή ξέρεις ότι είμαι κοντά;—
—Έτσι έλεγα κι εγώ στην αρχή, αλλά όχι, δεν είναι αυτό. Τώρα πλέον που σε έχω συνηθίσει –που έχω συνηθίσει την αόρατή σου παρουσία–, μπορώ να καταλάβω πότε είσαι δίπλα μου και πότε όχι—
—Ο Φανλαγκόθ δε με έχει συνηθίσει—
—Ο Φανλαγκόθ, όμως, διαθέτει πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από εμένα· και ακόμα και τώρα, μ’αυτό που έκαναν οι Μετουσιωμένοι, δε θα είναι τελείως ανίσχυρος. Μπορεί να μην έχει την ικανότητα να προβλέπει το μέλλον, μα εσένα ίσως να έχει την ικανότητα να σε αντιληφτεί. Οπότε, να προσέχεις—
—Θα προσέχω· το υπόσχομαι. Πηγαίνω τώρα, εντάξει;—
—Εντάξει—
Ο Βάνμιρ αισθάνθηκε το θερμό κύμα να φεύγει, παύοντας να ανασηκώνει τις τρίχες του.
*
Η Ρικνάβαθ υψώθηκε προς το ταβάνι της τραπεζαρίας, πέρασε από μέσα του, και βγήκε σ’ένα δωμάτιο όπου ένας χοντρός άντρας κοιμόταν, ροχαλίζοντας· πέρασε από το ταβάνι του δωματίου και βγήκε σ’ένα άλλο δωμάτιο, άδειο· πέρασε κι από αυτού το ταβάνι και βγήκε από το πανδοχείο «Οι Καραβόγατοι», κοιτάζοντας το λιμάνι της Νουάλβορ από ψηλά. Η μετακίνηση μέσα από αντικείμενα, τοίχους, και πλάσματα δεν την παραξένευε πλέον· της φαινόταν, αν μη τι άλλο, φυσιολογική. Αν ποτέ γυρίσω στο σώμα μου, θα μου κακοφανεί το πόσο θα με περιορίζει στις κινήσεις…
Έστρεψε το βλέμμα της βορειοανατολικά, στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων. Έπρεπε να βρει ένα πέρασμα, ώστε ο Βάνμιρ να εισβάλει και να συναντήσει τον Φανλαγκόθ. Αυτή ήταν η πρώτη της προτεραιότητα. Τότε, όμως, θυμήθηκε και τους Έξωθεν, οι οποίοι ακολουθούσαν την Ταραλάνη. Ο Βάνμιρ δεν της είχε πει τίποτα γι’αυτούς· δεν της είχε ζητήσει να δει πού βρίσκονταν. Τους είχε, άραγε, ξεχάσει, μέσα στα άλλα πράγματα που σκεφτόταν, ή αισθανόταν βέβαιος ότι δεν μπορούσαν να τον βλάψουν εκεί όπου ήταν;
Η Ρικνάβαθ αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλή ιδέα να ερευνήσει τις αποβάθρες για τους Απρόσωπους, προτού πάει στο παλάτι. Αλλά το απέρριψε, τελικά, γιατί θα έχανε χρόνο. Πέταξε πάνω από το τείχος που χώριζε το λιμάνι από την υπόλοιπη πόλη και κατευθύνθηκε προς τους Δεκαεννέα Πύργους. Από κάτω της, ατένισε το σπίτι του δαιμονολόγου Ερφάνιρ, όπου εκείνη κι ο Βάνμιρ είχαν, κάποτε, πάει την Πριγκίπισσα Λιόλα, για να αποτινάξουν την επιρροή του Φανλαγκόθ από πάνω της… και την επιρροή του Άνκαραζ πάνω από εμένα, συλλογίστηκε η Ρικνάβαθ, ανατριχιάζοντας και μόνο στη σκέψη ότι, τότε, υπηρετούσε τον Άρχοντα του Αίματος. (Ανατριχιάζοντας; Αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να αισθάνεται ότι ανατρίχιαζε, από τη στιγμή που δεν είχε σώμα! Τελικά, όλα περνάνε πρώτα από το νου…)
Μετά από το σπίτι του Ερφάνιρ, είδε τον Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ, και ήρθαν κι άλλες αναμνήσεις στο νου της: Θυμήθηκε που εκείνη, ο Βάνμιρ, η Αρχόντισσα Ρικέλθη, και ο Έζβαρ ο ερημίτης του Δρακοδάσους είχαν επισκεφτεί ετούτο το μέρος, προκειμένου να πάρουν τα ουρανολίθινα θραύσματα. Ο Φανλαγκόθ μάς είχε στείλει… Τι παράξενα που κινείται ο κόσμος… Πρώτα, ήμασταν εχθροί του Φανλαγκόθ, έπειτα σύμμαχοί του, και τώρα πάλι εχθροί.
Γύρω από τους Δεκαεννέα Πύργους κανείς δεν περνούσε· μονάχα μερικές περιπολίες υπήρχαν, και οι στρατιώτες είχαν στους χιτώνες τους το έμβλημα με τη σιδερένια γροθιά και τον πορφυρό ρόμβο –το σύμβολο αυτών που είχαν επαναστατήσει κατά του Οίκου των Γάθνιν. Δεν ήταν, όμως, μόνο οι περιπολίες που φρουρούσαν το μέρος· η Ρικνάβαθ είδε ανθρώπους με βαλλίστρες να είναι ακροβολισμένοι σε στέγες, ή να στέκονται πίσω από παράθυρα, ή επάνω σε μπαλκόνια, ενώ τα δωμάτια ορισμένων οικοδομημάτων ήταν γεμάτα με μαχαιροβγάλτες, ορισμένοι απ’τους οποίους παραφυλούσαν, όσο οι άλλοι έπαιζαν τυχερά παιχνίδια, έτρωγαν, έπιναν, ή ερωτοτροπούσαν με πόρνες. Ωστόσο, εκείνο που έκανε εντύπωση στη Ρικνάβαθ ήταν ότι κάποια σπίτια ήταν καμένα, σαν ξαφνική πυρκαγιά να είχε πιάσει. Πώς μπορεί να είχε συμβεί αυτό; Κατά λάθος; ή οι Γάθνιν είχαν εκτοξεύσει πύρινα βλήματα από τους Δεκαεννέα Πύργους;
Άφησε πίσω της την πόλη και μπήκε στο παλάτι, περνώντας μέσα από τους τοίχους του σαν να μην υπήρχαν και αναζητώντας την Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου. Παρά την άυλη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, μπλέχτηκε στις σκάλες, στους διαδρόμους, και στα δωμάτια και δυσκολεύτηκε να φτάσει στον προορισμό της.
*
Οι δράκαρχοι άργησαν να ξυπνήσουν, καθότι χτες άργησαν και να κοιμηθούν. Περίμεναν, άγρυπνοι, την επιστροφή του Χάφναρ και της Ταλίνα από την αναζήτησή τους· κι αυτοί, όταν επέστρεψαν, τους είπαν τι είχαν βρει και ρώτησαν αν θα έπρεπε να ανατινάξουν τον τοίχο που τους έκλεινε την έξοδο. Ο Κέλσοναρ, όμως, αποκρίθηκε πως ήταν αργά και, καλύτερα, να το συζητούσαν το πρωί. Ο Νίσαρελ συμφώνησε και πρότεινε να μιλήσουν στη Βασίλισσα για το θέμα, προτού επιχειρήσουν οτιδήποτε. Ο Αρχιδράκαρχος μούγκρισε μονάχα, ακούγοντάς το αυτό, γιατί δεν του άρεσε, γενικά, οι δράκαρχοι να υποτάσσονται στην εξουσία και να ενεργούν ως πιόνια της Βασιλικής Οικογένειας.
Ωστόσο, πρέπει να μπορεί να καταλάβει ότι, ετούτη τη φορά, χρειάζεται να μιλήσουμε στη Βασίλισσα Λιόλα, σκέφτηκε ο Χάφναρ, καθώς κατευθυνόταν στα διαμερίσματά του. Η απόφαση είναι πολύ σημαντική, για να την πάρουμε μόνοι μας. Ένα λάθος και ίσως οι εχθροί μας να εισβάλουν στο παλάτι από τη δίοδο που σκοπεύαμε να χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας…
Μετά, όμως, δεν είχε δύναμη για περισσότερες σκέψεις· ξάπλωσε στο μεγάλο του κρεβάτι και κοιμήθηκε. Η Ταλίνα ξάπλωσε από την άλλη μεριά του κρεβατιού, και κοιμήθηκε κι εκείνη το ίδιο γρήγορα με τον Χάφναρ. Η Σρ’άερ σκαρφάλωσε πάνω στο στρώμα και κουλουριάστηκε στα πόδια του αφέντη της.
Το πρωί (ή, μάλλον, μεσημέρι πλησίαζε), οι δράκαρχοι συναθροίστηκαν στην Αίθουσα των Δράκων, και ο Χάφναρ τούς ρώτησε τι πίστευαν ότι έπρεπε να κάνουν.
«Εγώ λέω να μην ανατινάξουμε τον τοίχο,» είπε η Φερλιάλα, «αλλά να κατεβάσουμε ανθρώπους για να τον διαλύσουν με όσο το δυνατόν λιγότερη φασαρία. Εφόσον δε γνωρίζουμε πού βγάζει το πέρασμα το οποίο ανακαλύψατε, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί.»
«Συμφωνώ,» δήλωσε ο Νίσαρελ. «Αλλά, όπως είπα και χτες, καλύτερα να μιλήσουμε, πρώτα, στη Βασίλισσα Λιόλα. Δεν είναι δυνατόν να κάνουμε του κεφαλιού μας σ’αυτή την περίπτωση. Έτσι, Κέλσοναρ;» Στράφηκε στον Αρχιδράκαρχο, ατενίζοντάς τον έντονα.
«Σε τι χρωστάω τούτο το βλέμμα, δρακαδελφέ Νίσαρελ;» ρώτησε εκείνος· η φωνή του ερχόταν, ως συνήθως, βραχνή μέσα απ’την κουκούλα του.
«Θέλω να ξέρω αν ο Δρακοβασιληάς μας συμφωνεί…»
«Δε μ’αρέσει ο ειρωνικός σου τόνος, Νίσαρελ,» είπε ο Κέλσοναρ, και ο Σ’άαρν σφύριξε, αγριεμένος· το κεφάλι του ξεπρόβαλε πάνω απ’τον ώμο του Αρχιδράκαρχου.
«Δε νομίζω ότι είναι η κατάλληλη ώρα γι’αυτά,» τους διέκοψε η Φερλιάλα. «Θα πάμε να μιλήσουμε στη Βασίλισσα, ή όχι;»
«Θα πάμε,» είπε ο Κέλσοναρ και σηκώθηκε απ’τη θέση του. «Εγώ και ο δρακαδελφός Χάφναρ.»
Πήραν τους δράκους τους από τα λουριά και βγήκαν από τον Πύργο των Δράκων, κατευθυνόμενοι στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου. Στο δρόμο, οι φρουροί και οι υπηρέτες τούς απέφευγαν όπου τους συναντούσαν, και πολλές φορές μουρμουρητά ακούγονταν από πίσω τους. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, οι στρατιώτες που στέκονταν εκατέρωθεν της μεγάλης, διπλής πόρτας δεν τους σταμάτησαν, για να τους κάνουν ερωτήσεις· τους άφησαν να περάσουν, ελεύθερα.
Η Λιόλα, που καθόταν στον Ουρανολίθινο Θρόνο, είδε τους δύο δράκαρχους να μπαίνουν, και παρατήρησε το Στέμμα των Δράκων στο κεφάλι του Κέλσοναρ. Ο άνθρωπος είχε ψευδαισθήσεις μεγαλείου, κατά τη γνώμη της, αλλά αυτό δεν την ενοχλούσε· ας είχε όσες ψευδαισθήσεις ήθελε, αρκεί να μην προκαλούσε προβλήματα στο Βασίλειο και αρκεί να φαινόταν χρήσιμος σ’αυτό και στον Οίκο των Γάθνιν. Οι δράκαρχοι δεν είναι ανάμεσα σ’εκείνους που μας πρόδωσαν. Είναι πιστοί σε μας.
Οι συζητήσεις μέσα στη βασιλική αίθουσα έπαψαν, καθώς όλων τα μάτια στράφηκαν στους δράκαρχους, οι οποίοι βάδισαν ανάμεσά τους, για να σταθούν στο κέντρο του απέραντου δωματίου, αντίκρυ της Βασίλισσας του Νόρβηλ.
«Δρακοντικέ Μεγαλειότατε,» χαιρέτησε η Λιόλα, γνωρίζοντας ότι αυτό θα κολάκευε τον Κέλσοναρ, «τι σας φέρνει εδώ;»
«Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε εκείνος, επίσημα, «έχουμε να σας μιλήσουμε για κάτι που είμαστε βέβαιοι πως θα σας ενδιαφέρει. Ο δρακαδελφός Χάφναρ θα σας τα πει καλύτερα, μιας και εκείνος είναι που έκανε αυτή την ανακάλυψη.»
Η Λιόλα εστίασε το βλέμμα της στον μασκοφόρο δράκαρχο, τον γιο της Αρχόντισσας Ρικέλθης. Αυτός άρχισε να της διηγείται, εν συντομία, την έρευνά του…
…και, όταν βρισκόταν στα μέσα της διήγησης, η Ρικνάβαθ έφτασε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, μπαίνοντας από το πάτωμα, άυλη και αθέατη.
Επιτέλους, βρήκα άκρη μέσα σε τούτο το λαβύρινθο! σκέφτηκε, και έριξε μια ματιά ολόγυρα, ψάχνοντας να δει μήπως ο Φανλαγκόθ ήταν εδώ. Τον βρήκε· ο Ράζλερ καθόταν σε μια ξύλινη καρέκλα, και πλάι του στεκόταν ο άντρας που πάντα τον συνόδευε στο εσωτερικό του παλατιού –η Ρικνάβαθ δεν ήξερε τ’όνομά του· δεν είχε ακούσει κανέναν να το λέει.
Παρατήρησε τον Φανλαγκόθ, για να καταλάβει αν την είχε προσέξει, και είδε ότι ο Ράζλερ έδειχνε μεν κάπως ανήσυχος, σαν κάτι να είχε μυριστεί, μα το βλέμμα του δεν ήταν στραμμένο επάνω της. Ωραία· δεν ξέρει ότι είμαι εδώ.
Ο Χάφναρ, εν τω μεταξύ, ολοκλήρωνε τη διήγησή του, λέγοντας στη Βασίλισσα του Νόρβηλ για το υπόγειο πέρασμα που εκείνος και η Ταλίνα είχαν ανακαλύψει και το οποίο βρισκόταν παράλληλα των υπονόμων της πόλης, καταλήγοντας σε μια πόρτα. Η πόρτα, όταν επιχείρησαν να την ανοίξουν, διαλύθηκε, καθότι το ξύλο ήταν υπερβολικά φαγωμένο, και πίσω της αποκαλύφτηκε ένας πέτρινος τοίχος. Το όλο ζήτημα, επομένως, ήταν αν έπρεπε να καταστρέψουν αυτό τον τοίχο. Τι νόμιζε η Μεγαλειοτάτη;
«Το πέρασμα που βρήκατε,» είπε η Λιόλα, «μοιάζει καλός δρόμος διαφυγής. Φοβάμαι, όμως, μην το γνωρίζει ήδη ο Νουτκάλι…» Κοίταξε τον Φανλαγκόθ, ερωτηματικά.
Ο Ράζλερ φάνηκε συλλογισμένος.
Αναρωτιέμαι τι θ’απαντήσει σ’ετούτο, τώρα που δεν έχει μαντικές ικανότητες, σκέφτηκε η Ρικνάβαθ.
«Νομίζω πως όχι,» είπε, τελικά, ο Φανλαγκόθ.
«Δεν είσαι σίγουρος;» Ο Πρίγκιπας Ζάρναβ ήταν που ρώτησε· ο Πρίγκιπας Ζάρναβ, που πάντα αμφισβητούσε τον Ράζλερ, όπως όλοι (εκτός από τη Ρικνάβαθ) γνώριζαν.
«Όχι. Ο αδελφός μου με πολεμάει με εξαιρετική… λύσσα μέσα στη Νουάλβορ. Πόσες φορές πρέπει να το επαναλάβω τούτο;» Τα μάτια του Φανλαγκόθ γυάλισαν, οργισμένα.
Η Λιόλα έριξε ένα έντονο βλέμμα στο θείο της, το οποίο έλεγε καθαρά: Σε ικετεύω: σταμάτα, τώρα!
«Πώς θεωρείτε, λοιπόν, ότι οφείλουμε να πράξουμε, Βασίλισσα Λιόλα;» ρώτησε ο Κέλσοναρ.
«Εξαρτάται…» είπε η Λιόλα. «Εξαρτάται από το πού βγάζει το πέρασμα το οποίο ανακαλύψατε. Μπορείτε να το βρείτε αυτό;»
Ο Κέλσοναρ κοίταξε τον Χάφναρ, κι εκείνος απάντησε: «Θα είναι δύσκολο, Βασίλισσά μου. Οι χάρτες όπου είδαμε το πέρασμα είναι παμπάλαιοι. Ωστόσο, αν μετρήσουμε το μήκος του και υπολογίσουμε… τότε, ναι, ίσως καταφέρουμε να δούμε, περίπου, πού βγάζει.»
Μπορώ να σας πω εγώ πού βγάζει, ήθελε να τους πληροφορήσει η Ρικνάβαθ· μα δε μίλησε, γιατί ο Φανλαγκόθ βρισκόταν μέσα στην αίθουσα και γιατί απλά δεν ήξερε πώς θα εκλάμβαναν την παρέμβασή της. Θα πανικοβάλλονταν, υπέθετε, κι εκείνη πώς θα τους έπειθε ότι έλεγε αλήθεια και ότι δεν ήθελε το κακό τους; Μπορεί να νόμιζαν πως ήταν ο Νουτκάλι και προσπαθούσε να τους κοροϊδέψει…
«Μετρήστε το,» αποκρίθηκε στον Χάφναρ η Λιόλα. «Αλλά μη σπάσετε τον τοίχο, μέχρι να είμαστε σίγουροι. Καλύτερα οι εχθροί μας να μη μάθουν γι’αυτή τη σήραγγα.»
«Αν μάθουν, θα μας επιτεθούν από εκεί,» είπε ο Νόρβορ.
«Όχι,» διαφώνησε η Λιόλα, κουνώντας το κεφάλι, «δεν το νομίζω. Γιατί ο χώρος είναι στενός –σωστά, Δράκαρχε Χάφναρ;» –ο Χάφναρ ένευσε– «και μπορούμε εύκολα να τον ανατινάξουμε, με δρακοφωτιά, και να τους θάψουμε. Εκείνο που με απασχολεί εμένα είναι άλλο: Πιστεύω ότι η σήραγγα πιθανώς να μας φανεί χρήσιμη για να βγάλουμε ανθρώπους μας, κρυφά, από το παλάτι.» Και πρόσθεσε νοερά: Άμα γνωρίζαμε για τούτο το πέρασμα από πριν, ο Ρόλμαρ δε θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει την Τηλεμεταφορά, για να φύγει και να πάει στο Ένρεβηλ… κι ανησυχώ τόσο γι’αυτόν. «Αν, όμως, η Αδελφότητα της Ελευθερίας μάθει για την ύπαρξη της σήραγγας, τότε θα χάσουμε, κατευθείαν, αυτή τη δυνατότητα, καθότι η έξοδος θα φρουρείται νυχθημερόν, όπως και το παλάτι.»
«Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, τη μέτρηση και θα σας ειδοποιήσουμε μόλις έχουμε καταλήξει σε ένα μέγεθος, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Χάφναρ.
Η Λιόλα κατένευσε.
«Δε θα ήταν, όμως, αυτό πιο ταιριαστό να το κάνουν οι υπηρέτες του παλατιού, Βασίλισσά μου;» ρώτησε ο Κέλσοναρ, με οξύ τόνο στη βραχνή του φωνή. «Η δουλειά των δράκαρχων δεν είναι να μετράνε το μήκος υπόγειων περασμάτων. Αναμφίβολα, θα συμφωνείτε…»
Δεν έχει κι άδικο, σκέφτηκε η Λιόλα. Η δουλειά των δράκαρχων, πράγματι, δεν είναι να μετράνε το μήκος υπόγειων περασμάτων… ούτε να ψάχνουν για υπόγεια περάσματα. Ωστόσο, ο τρόπος του είναι τόσο υπεροπτικός· είναι σα να λέει: «Θα μας πεις ΕΜΑΣ να κάνουμε τούτη τη βρομοδουλειά, αχάριστη Βασίλισσα; Πώς ΤΟΛΜΑΣ!» Αλλά η Λιόλα δεν το θεώρησε σκόπιμο να απαντήσει σε ανάλογο τόνο στον Κέλσοναρ. Το παλάτι της βρισκόταν υπό πολιορκία, η πρωτεύουσά της σε αναταραχή, και το Βασίλειό της ήταν τραυματισμένο· έπρεπε να εκτιμά τους λιγοστούς της συμμάχους.
«Συμφωνώ, Δρακοβασιληά Κέλσοναρ,» αποκρίθηκε. «Δεν εννοούσα, ασφαλώς, ότι εσείς οι ίδιοι θα μετρήσετε τη σήραγγα. Οι υπηρέτες των Δεκαεννέα Πύργων βρίσκονται στη διάθεσή σας.»
«Αυτό είναι, αληθινά, πρωτότυπο, Βασίλισσά μου,» είπε ο Κέλσοναρ, μ’ένα κοφτό, βραχνό γέλιο, το οποίο ο Χάφναρ θεώρησε μάλλον αγενές· ο Αρχιδράκαρχος το παρατραβούσε… «Και μας αρέσουν τα πρωτότυπα πράγματα. Οι δράκαρχοι αναγνωρίζουν την εκτίμηση που τους δείχνετε.» Τούτο την έφτιαξε, κάπως, την κατάσταση, παρατήρησε ο Χάφναρ.
Η Βασίλισσα Λιόλα έκανε νόημα σ’έναν από τους υπηρέτες της αίθουσας να πλησιάσει το θρόνο, και τον πρόσταξε να στείλει τρεις άλλους στον Πύργο των Δράκων, προκειμένου να μετρήσουν το μήκος της υπόγειας σήραγγας. Εκείνος υποκλίθηκε και έσπευσε να εκτελέσει τη διαταγή της.
Ο Κέλσοναρ και ο Χάφναρ χαιρέτησαν τη Βασίλισσα και βγήκαν από την Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, μαζί με τους δράκους τους.
Η Ρικνάβαθ, σκεπτόμενη πως πιθανώς αυτή η υπόγεια σήραγγα να ήταν ένας πολύ καλός τρόπος για να μπει ο Βάνμιρ στους Δεκαεννέα Πύργους, ακολούθησε τους δύο δράκαρχους. Και, καθώς βρισκόταν κοντά τους, παρατήρησε ότι οι δράκοι τους κάτι είχαν καταλάβει: έστρεφαν τα κεφάλια προς το μέρος της και έμοιαζαν να οσμίζονται τον αέρα. Είμαι ορατή γι’αυτούς; Με αντιλαμβάνονται, με κάποιο τρόπο;
«Τι είναι, Σρ’άερ;» είπε ο Χάφναρ, βλέποντας ότι η δράκαινά του κοίταζε πίσω, πού και πού. «Τι σ’απασχολεί τώρα;»
Εκείνη έπαψε να προχωρεί και σφύριξε κάτι στον Σ’άαρν, ο οποίος έπαψε να προχωρεί επίσης.
«Τι πρόβλημα υπάρχει;» μούγκρισε ο Κέλσοναρ.
Η Σρ’άερ στράφηκε πίσω και έκανε μερικά δειλά βήματα, πλησιάζοντας τη Ρικνάβαθ, που ήταν αόρατη για τους δύο δράκαρχους. Ο Σ’άαρν ακολούθησε τη δράκαινα. Εκείνη ύψωσε τα νύχια της και έγδαρε τον αέρα, εκεί ακριβώς όπου θα βρισκόταν η Καρμώζ, αν είχε σώμα.
Ναι, σκέφτηκε η Ρικνάβαθ, με αντιλαμβάνονται, και με μεγάλη ακρίβεια! Υποχώρησε μέσα στο διάδρομο, απομακρυνόμενη από τα ερπετά.
Οι δράκοι κοίταξαν γύρω-γύρω, και σφύριξαν κάτι ακατανόητο ο ένας στον άλλο.
«Η εξαφάνιση του ήλιου τούς έχει τρελάνει,» είπε ο Χάφναρ στον Κέλσοναρ. «Ή, ίσως, αυτή η σιγαλιά…»
Ο Αρχιδράκαρχος ένευσε. «Ναι, η σιγαλιά είναι πολύ τρομακτική.» Έπιασε τον Σ’άαρν από τα λουριά κι άρχισε να τον τραβά πίσω του· εκείνος δεν έφερε αντίσταση.
Ο Χάφναρ έπραξε παρόμοια με τη Σρ’άερ, και ούτε εκείνη έφερε αντίσταση.
Η Ρικνάβαθ ακολούθησε, από απόσταση. Οι δράκαρχοι την οδήγησαν σ’ένα μέρος γεμάτο με λαξεύματα δράκων και, τελικά, σε μια μεγάλη αίθουσα, η οποία στηριζόταν σε τέσσερις κολόνες, είχε δύο μεγάλα τζάκια και έξι πηγές νερού, και στο πάτωμά της υπήρχε ένα –προφανώς πρόσφατο– άνοιγμα. Λίγο πιο πίσω από το άνοιγμα ήταν ένα μεγάλο, στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι, όπου κάθονταν τέσσερις άνθρωποι. Οι δύο από αυτούς –η ξανθιά γυναίκα με τη μισή ασημένια μάσκα και ο μελαχρινός μονόχειρας άντρας που στο άλλο χέρι φορούσε γάντι με σιδερένιες φάλαγγες– έμοιαζαν για δράκαρχοι· οι άλλοι δύο –ο σωματώδης, ξανθός άντρας και η γυναίκα με τα σγουρά, μαύρα, μακριά μαλλιά– δεν έμοιαζαν. Μέσα στο δωμάτιο, τρεις δράκοι γυρόφερναν: ο ένας απ’αυτούς έπινε νερό σε μια από τις πηγές· οι άλλοι δύο πάλευαν, παιχνιδιάρικα. Η Ρικνάβαθ έβρισκε το παιχνίδι τους διασκεδαστικό –ένα μπουρδούκλωμα ουρών, λαιμών, και σωμάτων.
«Η Βασίλισσα Λιόλα,» είπε ο Κέλσοναρ, «θα στείλει υπηρέτες, για να μετρήσουν το υπόγειο πέρασμα, ώστε να καταλάβουμε πού, περίπου, μέσα στην πόλη βγάζει.»
«Πότε θα τους στείλει;» ρώτησε η Φερλιάλα.
«Σε λίγο θα είναι εδώ.» Ο Κέλσοναρ κάθισε σε μια από τις θέσεις του τραπεζιού, βγάζοντας το Στέμμα των Δράκων κι αποθέτοντάς το εμπρός του. Ο Σ’άαρν όρμησε στον Κρ’άασκ και τη Σί’ερν, που πάλευαν στο πάτωμα. Ο Σρ’έεεν, που έπινε νερό σε μια από τις πηγές, τους έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα και έβγαλε ένα διαπεραστικό σύριγμα. Η Σρ’άερ (που, τώρα πλέον, ο Χάφναρ δεν την κρατούσε από τα λουριά, καθώς κι αυτός είχε καθίσει σε μια απ’τις καρέκλες του τραπεζιού) τον ζύγωσε, χτυπώντας τον, με την ουρά της, στα πλευρά. Τα μάτια του Σρ’έεεν στένεψαν και σύριξε ακόμα πιο διαπεραστικά. Η Σρ’άερ έμοιαζε να χαμογελά, και του έδειξε τη γλώσσα της· ύστερα, η όψη της σοβάρεψε, και τον πλησίασε, συνωμοτικά. Εκείνος έφερε το κεφάλι του κοντά στο δικό της, και φάνηκαν να επικοινωνούν.
Μετά, άφησαν τη θέση τους πλάι στην πηγή κι άρχισαν να περιφέρονται μέσα στα δωμάτιο. Τα μάτια τους κοιτούσαν ολόγυρα, σαν να έψαχναν για κάτι.
Εμένα ψάχνουν, συνειδητοποίησε η Ρικνάβαθ, βλέποντας τα δύο ερπετά να τη ζυγώνουν. Πώς με καταλαβαίνουν, τα τρισκατάρατα; Πέταξε, και «στάθηκε» σε μια γωνία της οροφής της αίθουσας. Οι δράκοι την έχασαν πάλι.
«Κάτι τους ανησυχεί,» παρατήρησε η Φερλιάλα, κοιτάζοντας τη Σρ’άερ και τον Σρ’έεεν.
«Η εξαφάνιση του ήλιου φταίει,» είπε ο Χάφναρ, «κι αυτή η αλλόκοτη σιγαλιά.» Η οποία, πρόσθεσε νοερά, μοιάζει τόσο με τη σιγαλιά των Αρχέτοπων. Αναρωτιέμαι, έχει βρει η μητέρα τον πατέρα; Τον έχει ρωτήσει τι μπορεί να σημαίνουν όλα τούτα;
Βήματα ακούστηκαν έξω από την αίθουσα, και τρεις υπηρέτες παρουσιάστηκαν στο κατώφλι· οι δύο ήταν αυτοί που είχαν έρθει και χτες βράδυ. Υποκλίθηκαν όλοι μπροστά στους δράκαρχους, και ένας είπε: «Άρχοντές μου. Είμαστε εδώ για να μετρήσουμε τη σήραγγα· έχουμε φέρει νήμα μαζί μας.»
«Ακολουθήστε με,» αποκρίθηκε ο Χάφναρ, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του.
Η Ταλίνα άναψε μια λάμπα και του την έδωσε. «Να έρθω κι εγώ;»
«Όχι· θυμάμαι το δρόμο. Κι εσύ, Σρ’άερ,» είπε στη δράκαινά του, γνωρίζοντας πως οι υπηρέτες θα αισθάνονταν φοβισμένοι κοντά της, «μείνε εδώ. Δε θ’αργήσω να επιστρέψω.»
Η Σρ’άερ σύριξε, και σύρθηκε προς την πηγή όπου πριν από λίγο έπινε νερό ο Σρ’έεεν.
Ο Νίσαρελ έριξε ένα σχοινί μέσα στο άνοιγμα του πατώματος, και εκείνος κι ο Πάρνορ το κράτησαν, καθώς ο Χάφναρ και οι υπηρέτες κατέβαιναν στο σκοτάδι.
Η Ρικνάβαθ ακολούθησε τον μασκοφόρο δράκαρχο και τους τρεις άντρες, οι οποίοι άρχισαν να διασχίζουν στενόχωρα περάσματα και να κατεβαίνουν σκάλες. Οι υπηρέτες ήταν τρομοκρατημένοι, αν έκρινε από τις εκφράσεις των προσώπων τους κι από τα διασταλμένα τους μάτια· πράγμα το οποίο δεν θεωρούσε καθόλου παράξενο, βέβαια. Κι εγώ το ίδιο τρομοκρατημένη θα ήμουν, αν βρισκόμουν κανονικά, με το σώμα μου, εδώ μέσα, συλλογίστηκε. Το μέρος πρέπει νάναι πολύ κλειστοφοβικό. Στην αιθέρια κατάστασή της, όμως, δεν αισθανόταν τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ενδιαφέρον για το πού θα την οδηγούσε ο δράκαρχος με τη λάμπα.
«Εδώ είναι η σήραγγα που πρέπει να μετρήσετε,» είπε στους υπηρέτες ο Χάφναρ, όταν, κατεβαίνοντας τη μακριά σκάλα, έφτασαν κάτω από το έδαφος.
«Πού βρίσκεται το τέλος, Άρχοντά μου;»
«Στο βάθος.» Ο Χάφναρ έδειξε το σκοτάδι, με μια αδιάφορη κίνηση. «Ευθεία εμπρός· δεν έχει διακλαδώσεις. Θα επιστρέψω, για να σας οδηγήσω επάνω. Πόση ώρα θα χρειαστείτε;»
«Εξαρτάται από το πόσο μακριά είναι το πέρας της σήραγγας.»
«Ελάτε, να δείτε,» είπε ο Χάφναρ, βαδίζοντας.
Οι υπηρέτες τον ακολούθησαν, και το ίδιο κι η Ρικνάβαθ.
«Νερό…» παρατήρησε ένας απ’αυτούς, αφουγκραζόμενος.
«Ναι,» ένευσε ο Χάφναρ. «Δίπλα μας πρέπει νάναι οι υπόνομοι. Αλλά μην ανησυχείτε γι’αυτό· δε θα χρειαστεί να πάτε εκεί.»
Οι υπηρέτες δεν έδειχναν τώρα τόσο ταραγμένοι όσο πριν· ωστόσο, η Ρικνάβαθ μπορούσε ν’ακούσει τις αναπνοές τους πολύ δυνατές μέσα στην ησυχία, και, όταν πήγαινε ακόμα πιο κοντά τους, μπορούσε να νιώσει τις καρδιές τους να χτυπάνε με γρήγορο ρυθμό.
«Εδώ, τελειώνει η σήραγγα,» είπε ο Χάφναρ, καθώς έφτασαν μπροστά από την κατεστραμμένη πόρτα και τον τοίχο πίσω της. «Σε πόση ώρα, λοιπόν, θέλετε να επιστρέψω;»
«Σε καμια ώρα, Άρχοντά μου. Πιστεύω θα το έχουμε μετρήσει ως τότε,» αποκρίθηκε ο υπηρέτης, ανάβοντας τη δική του λάμπα.
«Εντάξει,» είπε ο δράκαρχος, «σε μια ώρα θα είμαι εδώ.» Και έφυγε.
Η Ρικνάβαθ πέρασε μέσα από τον τοίχο στο τέλος της σήραγγας, και βρέθηκε σ’ένα μέρος όπου κυριαρχούσαν το σκοτάδι και η σιγαλιά. Και, όταν δεν μπορείς ούτε να δεις ούτε να ακούσεις, δύο πράγματα σού μένουν να κάνεις, για να αντιληφτείς το περιβάλλον σου: να αγγίξεις ή να μυρίσεις. Η Ρικνάβαθ, όμως, δεν είχε ικανότητα όσφρησης ή αφής στην αιθερική της κατάσταση, έτσι ήταν τελείως χαμένη. Προχώρησε λίγο και, ύστερα, υψώθηκε, βγαίνοντας σε μια τραπεζαρία με κάμποσο κόσμο.
Πανδοχείο, σκέφτηκε. Μάλιστα… Η σήραγγα, λοιπόν, βγάζει στο κελάρι κάποιου πανδοχείου.
Πήγε προς την εξώπορτα, την ώρα που αυτή άνοιγε και δύο ταξιδιώτες έμπαιναν. Πέρασε από μέσα τους, σαν να μην υπήρχαν (ή σαν εκείνη να μην υπήρχε), και βρέθηκε σ’έναν δρόμο της Νουάλβορ. Έστρεψε το βλέμμα της στο πανδοχείο και κοίταξε την πινακίδα του. Ο ΓΛΑΡΟΣ, έγραφε.
Ώρα να μιλήσω με τον Βάνμιρ.
Τα ψητά καβούρια είχαν τελειώσει, όταν η Ρικνάβαθ ήρθε. Ο Βάνμιρ την αισθάνθηκε σαν ένα θερμό κύμα αέρα που έκανε τις τρίχες του ν’ανασηκωθούν.
—Έμαθα κάτι ενδιαφέρον—
Ο Μάηραν αναπήδησε, αιφνιδιασμένος, επάνω στην καρέκλα του, καθώς ήταν έτοιμος να πιει μια γουλιά κρασί.
«Τι;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
Η Ρικνάβαθ τούς είπε για την υπόγεια σήραγγα που είχαν βρει οι δράκαρχοι, και τους τόνισε πως δίσταζαν να την ανοίξουν γιατί φοβόνταν ότι μπορεί οι εχθροί τους να μάθαιναν γι’αυτήν. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν πρέπει να υπήρχε κίνδυνος, αφού το πέρασμα έβγαζε στο κελάρι του πανδοχείου «Ο Γλάρος», το οποίο βρισκόταν κοντά στην Πύλη του Γλάρου, από τη βόρεια μεριά του τείχους.
«Δεν το ξέρεις ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, Ρικνάβαθ,» είπε ο Βάνμιρ. «Γιατί οι εχθροί των Γάθνιν μπορεί να έχουν κατασκόπους τους μέσα στο πανδοχείο, και όταν ακουστεί θόρυβος από το κελάρι….»
—Ίσως να έχεις δίκιο, αλλά τι σκοπεύεις να κάνεις; Αυτή η υπόγεια σήραγγα εμένα μου φαίνεται καλός τρόπος για να μπεις στο παλάτι—
«Ναι, το ξέρω. Έτσι μου φαίνεται κι εμένα. Όμως αναρωτιέμαι πώς θα καταφέρω να φτάσω σ’αυτήν.»
—Θέλεις να σε οδηγήσω στον Γλάρο;—
«Ναι· αυτή θα ήταν καλή ιδέα, για αρχή.»
—Επίσης, Βάνμιρ, πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι οι Έξωθεν βρίσκονται κοντά—
«Οι Έξωθεν;» έκανε ο Μάηραν, προτού η Ρικνάβαθ τελειώσει τα λόγια της. Τα μάτια του κοίταξαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μέσα στην τραπεζαρία των Καραβόγατων.
—Όχι, όχι—είπε η Καρμώζ—δεν είναι εδώ. Είναι έξω από το πανδοχείο, κρυμμένοι σ’ένα σοκάκι—
«Διστάζουν να μας επιτεθούν,» είπε ο Βάνμιρ. «Δεν είναι τόσο δυνατοί όσο στους Αρχέτοπους, και εμείς γνωρίζουμε το μυστικό τους.» Άγγιξε τον καθρέφτη που βρισκόταν στην καρέκλα, πλάι του, και ορθώθηκε.
«Φεύγουμε, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Μάηραν.
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Ναι.» Σήκωσε την κουκούλα της κάπας του και πήρε τον καθρέφτη στο χέρι.
Ο Μάηραν σηκώθηκε επίσης, και βγήκαν από τους Καραβόγατους.
«Σε ποιο σοκάκι κρύβονται;» θέλησε να μάθει ο Βάνμιρ.
—Δεξιά σου. Το δεύτερο ύστερα από το σπίτι με την κόκκινη πόρτα—
«Αχά, το είδα. Δε θα περάσουμε από εκεί, λοιπόν.»
«Συνετή απόφαση, Άρχοντά μου,» είπε ο Μάηραν.
«Είμαι συνετός άνθρωπος, κατά βάθος,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, καθώς κατευθύνονταν προς την Οδό Κάρων. «Το παράξενο είναι πως ελάχιστος κόσμος το παραδέχεται.»
Ύστερα, άλλαξε θέμα: «Ρικνάβαθ, μπορείς να μιλήσεις στην Πριγκίπισσα Λιόλα;»
—Βασίλισσα Λιόλα. Ο πατέρας της είναι νεκρός—
«Ναι, το ξέχασα. Μπορείς, όμως, να της μιλήσεις;»
—Αν το θελήσω, ναι. Αλλά τι να της πω;—
«Για τη σήραγγα, φυσικά.»
—Βάνμιρ, φοβάμαι ότι δε θα με πιστέψει. Θα νομίσει πως είμαι ο Νουτκάλι και προσπαθώ να την κοροϊδέψω. Δεν ξέρει ότι οι Ράζλερ έχουν χάσει τις δυνάμεις τους—
«Δοκίμασε. Τι έχεις να χάσεις;»
Η Ρικνάβαθ δεν αποκρίθηκε· ο Βάνμιρ, όμως, νόμιζε ότι η σιωπή της μιλούσε για κάποιο φόβο. Τι φοβόταν; Τον Φανλαγκόθ; Ή, μήπως, δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της;
«Γιατί διστάζεις;» τη ρώτησε.
—Θα τα κάνω χειρότερα…—
«Χειρότερα απ’ό,τι είναι;»
—Ναι, Βάνμιρ, πολύ χειρότερα. Σκέψου ότι η Λιόλα μπορεί να τρομάξει μ’εμένα και ν’αποφασίσει να μην ανοίξει ποτέ τη σήραγγα. Και τότε, θα είναι αδύνατο να μπεις στο παλάτι—
«Μα, αν δεν της μιλήσεις,» διαφώνησε εκείνος, «τότε πάλι ίσως να είναι αδύνατο να μπω στο παλάτι, Ρικνάβαθ! Δε θα την ανοίξουν τη σήραγγα, φοβούμενοι ότι βγάζει σε κάποιο σημείο που ελέγχουν οι εχθροί τους… πράγμα το οποίο μπορεί να ισχύει, βέβαια.»
«Ναι, Άρχοντά μου,» είπε ο Μάηραν, «μπορεί να ισχύει· όμως, αφού η σήραγγα βρίσκεται στο κελάρι, αν κάποιος διαλύσει τον τοίχο με επιφύλαξη και χωρίς να κάνει φασαρία, δε θα γίνει αρκετός σαματάς ώστε να τραβήξει την προσοχή κανενός. Έτσι, θα μπούμε στο παλάτι, και οι εχθροί των Γάθνιν, ακόμα κι αν αργότερα μάθουν την ύπαρξη του περάσματος, αμφιβάλλω ότι θα επιχειρήσουν να εισβάλουν από εκεί, γιατί οι αμυνόμενοι θα μπορούν εύκολα να τους απωθήσουν. Τα στενά μέρη δεν ενδείκνυνται για να επιτίθεσαι.»
Παρ’όλη την έλλειψη φαντασίας του, σκέφτηκε ο Βάνμιρ, ο Μάηραν είναι καλός στρατιωτικός, και μιλάει σωστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση. «Ναι,» είπε, «όντως… Λοιπόν, Ρικνάβαθ, θα ήθελα να μιλήσεις στη Βασίλισσα Λιόλα, να της ζητήσεις ν’ανοίξει το πέρασμα για μένα.»
Η Καρμώζ ακούστηκε ν’αναστενάζει—Φοβάμαι ότι δε θα πετύχει…—
«Ακόμα και να μην πετύχει,» είπε ο Βάνμιρ, καθώς πλησίαζαν τη μεγάλη Πύλη του Γλάρου, «αξίζει τον κόπο να προσπαθήσεις. Έχε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, Ρικνάβαθ!»
—Καλά… αλλά μην πεις ότι δε σε προειδοποίησα—
Ο Βάνμιρ μειδίασε. «Δε θα το πω.»
—Θέλεις να πάω τώρα;—
«Μισό λεπτό. Πρέπει να μου πεις ακόμα δύο πράγματα… ή, μάλλον, τρία,» πρόσθεσε, καθώς είχαν φτάσει στην Πύλη του Γλάρου. «Κατ’αρχήν, από εδώ όπου βρισκόμαστε, προς τα πού πηγαίνουμε για το πανδοχείο;»
—Στρίψτε δεξιά, στον δεύτερο δρόμο που θα δείτε—
«Εντάξει. Δεύτερη ερώτηση: Οι Έξωθεν μάς ακολουθούν;»
—Πάω να κοιτάξω—Ο Βάνμιρ αισθάνθηκε την παρουσία της να φεύγει.
Σε λίγο, επέστρεψε και είπε—Ναι. Βρίσκονται στο κατόπι σας—
«Χίλιες κατάρες επάνω τους…» μουρμούρισε ο ακρίτης, κάτω απ’την ανάσα του. «Τρίτη και τελευταία ερώτηση, Ρικνάβαθ: Ο Φανλαγκόθ νομίζεις ότι μπορεί να σε αντιληφτεί;»
—Ναι· νομίζω πως ναι. Αλλά, μάλλον, πρέπει να είμαι αρκετά κοντά του, για να το κάνει. Όταν βρισκόμουν στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, ήταν κι αυτός εκεί, και τον παρατήρησα, για να δω αν είχες δίκιο που με προειδοποίησες. Ο Ράζλερ έμοιαζε να έχει καταλάβει κάτι… έμοιαζε σαν κάτι να τον ενοχλεί στον αέρα· πού και πού, κοίταζε γύρω-γύρω. Μα, δεν εστίασε ποτέ το βλέμμα του επάνω μου. Δε με αντιλήφτηκε· δεν ήξερε ότι ήμουν εκεί—Και ρώτησε—Να πάω τώρα στο παλάτι;—
«Ναι,» απάντησε ο Βάνμιρ. «Προσπάθησε να βρεις την κατάλληλη στιγμή, για να μιλήσεις στη Λιόλα.»
—Δεν είμαι καλή σ’αυτά τα πράγματα…—
—Είσαι καλύτερη απ’ό,τι πιστεύεις—της είπε ο ακρίτης, νοητικά. Και αισθάνθηκε την παρουσία της να έρχεται ακόμα πιο κοντά του. Για μια στιγμή, νόμισε ότι το μάγουλο της Ρικνάβαθ τρίφτηκε επάνω στο δικό του –ή, μήπως, ήταν τα χείλη της;–, και μετά, η Καρμώζ έφυγε. Ο θερμός αέρας τον εγκατέλειψε και οι τρίχες του έπαψαν να ορθώνονται.
«Απο δώ, Άρχοντά μου,» είπε ο Μάηραν, αγγίζοντας τον ώμο του Βάνμιρ. «Απο δώ δεν είπε η Ρικνάβαθ; Ο δεύτερος δρόμος δεξιά.»
«Ναι, σωστά. Κάτι σκεφτόμουν…»
Έστριψαν, και βρέθηκαν σε μια πλακόστρωτη οδό με αρκετό κόσμο. Δεξιά κι αριστερά τους βρίσκονταν κατοικίες και καταστήματα, και το πανδοχείο «Ο Γλάρος» ξεχώριζε εύκολα ανάμεσά τους. Η ξύλινη πινακίδα του ήταν λαξεμένη σε σχήμα γλάρου με τα φτερά ανοιχτά.
*
«Κάπου εδώ πρέπει να βγάζει,» είπε ο Νίσαρελ. Το δάχτυλό του διέγραψε ένα μικρό ημικύκλιο πάνω στο χάρτη της Νουάλβορ: ένα ημικύκλιο κοντά στην Πύλη του Γλάρου, νότια της Αγοράς.
Οι παλατιανοί υπηρέτες είχαν μετρήσει την υπόγεια σήραγγα και είχαν αναφέρει το μήκος της στους δράκαρχους· έτσι τώρα αυτοί βρίσκονταν συγκεντρωμένοι γύρω από το στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι στην Αίθουσα των Δράκων και έκαναν υπολογισμούς. Εκτός από το χάρτη τους, είχαν εμπρός τους και διάφορα φαγητά και ποτά, γιατί ήταν μεσημέρι και όλοι τους πεινούσαν. Οι δράκοι γευμάτιζαν λίγο παραπέρα, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, η πρώτη εκ των οποίων απαρτιζόταν από τη Σρ’άερ και τον Σρ’έεεν, και η δεύτερη από τον Κρ’άασκ, τη Σί’ερν, και τον Σ’άαρν.
«Το εδώ σου, δρακαδελφέ, είναι πολύ γενικό,» είπε ο Πάρνορ στον Νίσαρελ, και δάγκωσε ένα κομμάτι μηλόπιτας.
«Μας δίνει, όμως, κάποια στοιχεία,» τόνισε η Φερλιάλα. «Κατ’αρχήν, αποκλείεται η σήραγγα να βγάζει σε οικία ευγενή, ναό, ή φρουραρχείο. Κατά πάσα πιθανότητα, βγάζει σε σπίτι ή κατάστημα.»
Ο Κέλσοναρ ένευσε. «Αυτό σκέφτομαι κι εγώ.» Ήπιε μια γουλιά μπίρα από την κούπα του.
«Αν γνωρίζαμε την ακριβή κλίση του περάσματος,» είπε ο Χάφναρ, «θα μπορούσαμε να υπολογίσουμε και ακριβώς σε ποιο σημείο τελειώνει.»
«Δεν υπάρχει κανένας χάρτης που να δείχνει το πέρασμα σ’όλο του το μήκος;» ρώτησε η Ταλίνα.
«Οι χάρτες που έχουμε ψάξει,» αποκρίθηκε ο Νίσαρελ, «τελειώνουν εκεί όπου αρχίζει το πέρασμα. Προφανώς, δεν ενδιέφερε τον σχεδιαστή να χαρτογραφήσει κάτι εκτός παλατιού.»
«Μπορεί, όμως, να βρούμε κάποιο χάρτη που να δείχνει και το παλάτι και την πόλη,» είπε ο Κέλσοναρ. «Ακόμα κι αν η δική μας βιβλιοθήκη δεν έχει έναν τέτοιο χάρτη, σίγουρα θα τον έχει ο Πύργος της Γνώσης.»
«Ο Πύργος της Γνώσης είναι τεράστιος,» είπε η Φερλιάλα· «θα καθυστερήσουμε.»
«Θα βρούμε, όμως, εκείνο που ζητάμε,» τόνισε ο Χάφναρ.
Βήματα ακούστηκαν να πλησιάζουν, και η συζήτηση των δράκαρχων διακόπηκε. Κάποιος βάδιζε μέσα στον Πύργο των Δράκων.
«Είναι ενοχλητικό, δεν είναι;» είπε ο Κέλσοναρ.
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Νίσαρελ.
«Εννοώ το να μπαίνει και να βγαίνει εδώ πέρα όποιος θέλει! Κανονικά, θα έπρεπε να είχαμε φρουρούς, όπως τις παλιές ημέρες.»
«Θα το σκεφτούμε κάποια άλλη στιγμή…» είπε η Φερλιάλα.
Τα βήματα ακούγονταν τώρα από πολύ κοντά, και μια μορφή φάνηκε στο κατώφλι της Αίθουσας των Δράκων: η μορφή της Βασίλισσας Λιόλα, ντυμένη με μακρύ, σκούρο-μενεξεδί φόρεμα και πορφυρό μανδύα. Στο κεφάλι της δεν ήταν το Στέμμα του Νόρβηλ, και τα μακριά, σγουρά, ξανθά της μαλλιά ήταν δεμένα αλογοουρά.
Οι δράκαρχοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους.
«Καθίστε,» τους είπε η Λιόλα. «Με συγχωρείτε που έρχομαι απρόσκλητη. Οι υπηρέτες με ενημέρωσαν ότι η μέτρηση του υπόγειου περάσματος τελείωσε, και ήμουν περίεργη να μάθω τα συμπεράσματα στα οποία έχετε φτάσει.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ο Νίσαρελ. «Περάστε. Γευματίστε μαζί μας, αν θέλετε.»
Η Λιόλα πήρε θέση στο τραπέζι, και οι δράκαρχοι κάθισαν. «Θα το ήθελα πολύ,» είπε, «γιατί δεν έχω φάει τίποτα από το πρωί και πεθαίνω της πείνας.» Πήρε ένα κομμάτι μηλόπιτα και το δάγκωσε.
«Το πέρασμα τελειώνει κάπου εδώ, Βασίλισσά μου,» την πληροφόρησε ο Νίσαρελ, δείχνοντας το ίδιο μέρος που είχε δείξει και πριν, επάνω στο χάρτη της πρωτεύουσας. «Ωστόσο, δε γνωρίζουμε το ακριβές σημείο.»
Η Λιόλα κοίταξε την περιοχή. Νότια της Αγοράς και βόρεια της Πύλης του Γλάρου, σκέφτηκε. Λογικά, δε θα είναι πολύ επικίνδυνο να το ανοίξουμε… «Πείτε μου κάτι,» ζήτησε, στρεφόμενη στον Χάφναρ και την Ταλίνα: «όπως διασχίζατε τη σήραγγα, είχατε την εντύπωση ότι κάπου ανέβαινε;»
Ο δράκαρχος κούνησε το κεφάλι, αρνητικά. «Όχι.» Και η ποιήτρια συμφώνησε, μ’ένα νεύμα.
«Γιατί ρωτάτε, Βασίλισσά μου;» θέλησε να μάθει η Φερλιάλα.
«Διότι αναρωτιέμαι αν το πέρασμα τελειώνει κάτω ή πάνω από το έδαφος.»
«Νομίζω ότι θα ήταν ασφαλές να υποθέσουμε ότι τελειώνει κάτω,» είπε ο Χάφναρ.
«Επομένως, πρέπει να βγάζει σε κάποιο υπόγειο, σωστά; Σε αποθήκη ή κελάρι…»
—Βασίλισσα Λιόλα…—Η Λιόλα έπαψε να δίνει προσοχή στα λόγια των δράκαρχων, καθώς μια γυναικεία φωνή αντήχησε μέσα στο νου της, όπως παλιότερα είχε αντηχήσει, πολλές φορές, η φωνή της «Λιάμνερ Κρωθ»—Γνωρίζω πού τελειώνει η σήραγγα. Γνωρίζω ακριβώς πού τελειώνει—
—Ποια είσαι;—
«Μεγαλειοτάτη;» είπε ο Νίσαρελ. «Είστε καλά;»
«Μισό λεπτό,» αποκρίθηκε η Λιόλα. «Σκέφτομαι κάτι. Με συγχωρείτε.»
Οι δράκαρχοι την κοίταξαν παραξενεμένα, αλλά δε μίλησαν.
—Ποια είσαι; Απάντησέ μου!—
—Η Ρικνάβαθ είμαι—
—Αποκλείεται να είσαι η Ρικνάβαθ!—
—Όχι, Βασίλισσα Λιόλα· η Ρικνάβαθ είμαι. Σου λέω την αλήθεια. Έχουν συμβεί πολλά πράγματα τα οποία… τα οποία θα ήταν καλύτερα να σου τα πει ο Βάνμιρ από κοντά—
—Ο Βάνμιρ; Πού είναι ο Βάνμιρ τώρα;—
—Στη Νουάλβορ, και προσπαθεί να μπει στο παλάτι. Είναι πολύ σημαντικό να μπει στο παλάτι, και μπορεί να το καταφέρει μόνο μέσω της σήραγγας που έχουν ανακαλύψει οι δράκαρχοι. Πρέπει να την ανοίξετε—
Η Λιόλα δεν πίστευε, φυσικά, ότι αυτή ήταν η Ρικνάβαθ. Η Καρμώζ ήταν προφήτισσα, μπορούσε να προβλέπει τα μελλούμενα, μα δεν είχε τηλεπαθητικές δυνάμεις. Τέτοιες δυνάμεις είχαν μόνο οι Ράζλερ.
—Με θεωρείς τόσο ανόητη, Νουτκάλι;—είπε η Βασίλισσα του Νόρβηλ—Τόσο ανόητη ώστε να πέσω σ’ετούτη την παγίδα;—
—Όχι! Δεν είμαι ο Νουτκάλι· είμαι η Ρικνάβαθ, και σου λέω την αλήθεια. Ο Βάνμιρ είναι στη Νουάλβορ και θέλει να μπει στο παλάτι. Έχει αναλάβει μια πολύ σημαντική αποστολή!—
—Γνωρίζω ότι οι Ράζλερ μπορείτε ν’αλλάζετε τη φωνή σας—
—Μα, δεν είμαι Ράζλερ! Είμαι η Ρικνάβαθ! Σε παρακαλώ, Βασίλισσα Λιόλα, ο Βάνμιρ πρέπει να μπει στο παλάτι—
—Γιατί; Τι «σημαντική αποστολή» έχει αναλάβει;—Αναμφίβολα, ο Νουτκάλι θα της έδινε μια απάντηση· θα τα είχε σκεφτεί όλα. Η Λιόλα δεν ευελπιστούσε να τον φέρει σε δύσκολη θέση με την ερώτησή της, ωστόσο είχε την περιέργεια ν’ακούσει την απόκρισή του.
—Να σκοτώσει τον Φανλαγκόθ—
—Να σκοτώσει τον Φανλαγκόθ;—Η Βασίλισσα ήθελε γελάσει—Ο Βάνμιρ υπηρετεί τον Φανλαγκόθ. Γιατί να θέλει να τον σκοτώσει;—
—Θέλει να σκοτώσει όλους τους Ράζλερ! Κοίτα, Βασίλισσα Λιόλα, η κατάσταση είναι πολύ μπερδεμένη, για να σου την εξηγήσω τώρα. Όμως, για να καταλάβεις κάποια πράγματα, ο Βάνμιρ είναι που έκανε τον ήλιο να εξαφανιστεί, προκειμένου να χάσουν ο Νουτκάλι, ο Φανλαγκόθ, και ο Λιζναγκάρ τις δυνάμεις τους. Κι εγώ τον βοήθησα—
Τι ήταν αυτές οι τρέλες που έλεγε; Είχε παραφρονήσει ο Νουτκάλι; Όχι, αποκλείεται· ήταν ήδη πολύ παράφρων, για να έχει παραφρονήσει κι άλλο. Προσπαθεί να με μπερδέψει με ασυναρτησίες, ώστε να κάνω, τελικά, το θέλημά του…
—Ακόμα δε με πιστεύεις, Βασίλισσα Λιόλα;—
—Φυσικά και όχι—
—Ο κόσμος μετατρέπεται σε Αρχέτοπο—εξήγησε η φωνή—γιαυτό χάθηκε ο ήλιος. Και μέσα στους Αρχέτοπους οι Ράζλερ χάνουν τις μαντικές τους δυνάμεις. Ο Βάνμιρ έχει τώρα την ευκαιρία να τους σκοτώσει—
—Σταμάτα, Νουτκάλι!—Η Λιόλα είχε αρχίσει να εξοργίζεται—Καταλαβαίνω τι προσπαθείς να κάνεις—
—ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Ο ΝΟΥΤΚΑΛΙ, ΑΝΟΗΤΗ ΩΘΡΑΓΚΙ! Η ΡΙΚΝΑΒΑΘ ΕΙΜΑΙ!—
Η Λιόλα κοπάνησε τη γροθιά της στο τραπέζι, και ορθώθηκε.
«Τι συμβαίνει, Βασίλισσα Λιόλα;» τη ρώτησε ο Κέλσοναρ.
«Τι έχετε, Μεγαλειοτάτη;» είπε ο Νίσαρελ.
«Με συγχωρείτε,» αποκρίθηκε η Λιόλα, αντιλαμβανόμενη πώς πρέπει να την έβλεπαν –σαν τρελή θα με βλέπουν! «Πρέπει να πηγαίνω. Θα επιστρέψω.» Στράφηκε και έφυγε από την αίθουσα.
—Σε παρακαλώ! Άκουσε τι σου λέω: ο Βάνμιρ είναι στην πόλη και πρέπει να μπει στο παλάτι—
—Παράτα τα, Νουτκάλι! Σε αγνοώ!—αντιγύρισε η Λιόλα, κατεβαίνοντας, βιαστικά, τις σκάλες και βγαίνοντας από τον Πύργο των Δράκων.
Η φωνή έπαψε· η Βασίλισσα, όμως, συνέχισε να βαδίζει το ίδιο γρήγορα όσο πριν. Σκόπευε να επισκεφτεί τον Φανλαγκόθ και να του μιλήσει γι’αυτό που είχε συμβεί. Μάλλον, βέβαια, εκείνος θα το ήξερε ήδη, αλλά η Λιόλα πίστευε ότι ήταν καλύτερα να σιγουρευτεί. Εξάλλου, ο Ράζλερ είχε πει ότι, ετούτο τον καιρό, ο αδελφός του τον πολεμούσε σκληρά μέσα στη Νουάλβορ και προσπαθούσε να του κρύβει πράγματα.
Φτάνοντας στον Πύργο των Ξένων, η Βασίλισσα του Νόρβηλ χτύπησε την πόρτα του Φανλαγκόθ και εκείνος άνοιξε. Τα γεμάτα μυστήριο μάτια του ατένισαν το πρόσωπό της με περιέργεια.
«Βασίλισσα Λιόλα,» είπε, παραμερίζοντας από το κατώφλι. «Σε τι οφείλω ετούτη την επίσκεψη;»
Δεν ξέρει, λοιπόν, σκέφτηκε εκείνη, μπαίνοντας. Μα τι ξέρει, τέλος πάντων, τώρα τελευταία; Της έδινε την εντύπωση ότι οι δυνάμεις του είχαν εξασθενίσει. Ωστόσο, είχε αποκαλύψει πού βρισκόταν η Φερνάλβιν, καθώς και τι είχε συμβεί το βράδυ που η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ είχε επιχειρήσει να σώσει το γιο της· και είχε διώξει και τους πολιορκητές από το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων. Η συμπεριφορά του, όμως, εξακολουθεί να είναι… αλλόκοτη. Αλλά πότε η συμπεριφορά του Φανλαγκόθ δεν ήταν αλλόκοτη; Μπορεί να φταίει και η εξαφάνιση του ήλιου… Κι αμέσως, θυμήθηκε αυτά που είχε πει η «Ρικνάβαθ»–
«Μου φαίνεσαι προβληματισμένη,» διέκοψε τους συλλογισμούς της ο Ράζλερ.
Η Λιόλα κάθισε στην πολυθρόνα του δωματίου. Αντίκρυ της βρισκόταν ένα τραπέζι, στρωμένο με φαγητό· ο Φανλαγκόθ έτρωγε, προτού έρθει εκείνη. «Ο αδελφός σου… μου μίλησε.»
Ο Ράζλερ στάθηκε εμπρός της, στενεύοντας τα μάτια. «Ο Νουτκάλι; Είσαι σίγουρη;»
«Δεν μπορεί να ήταν κανείς άλλος. Αν και, βέβαια, δε μου είπε το πραγματικό του όνομα. Υποστήριξε ότι ήταν η Ρικνάβαθ των Καρμώζ–»
«Η Ρικνάβαθ;» Προς στιγμή, ο Φανλαγκόθ φάνηκε έκπληκτος· ίσως… ίσως και τρομαγμένος, παρατήρησε η Λιόλα. Ύστερα, όμως, γέλασε. «Ο Νουτκάλι είναι αστείος! Τι σου είπε;»
«Μου ζήτησε ν’ανοίξω τη σήραγγα –αυτή που ανακάλυψαν οι δράκαρχοι–, ώστε ν’αφήσω τον Βάνμιρ να μπει. Είπε ότι ο Βάνμιρ βρίσκεται στη Νουάλβορ· αληθεύει τούτο, Φανλαγκόθ;»
Ο Ράζλερ κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Είσαι σίγουρος; Μήπως ο Νουτκάλι σού τον κρύβει;»
«Όχι, Βασίλισσα Λιόλα! Αν ο Βάνμιρ ήταν εδώ, θα το ήξερα,» είπε ο Φανλαγκόθ, σχεδόν εκνευρισμένος. Έκανε μια βόλτα μέσα στο δωμάτιο, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος. Ο μαύρος του χιτώνας σερνόταν πίσω του. Το Μάτι του Κυκλώνα κρεμόταν από τη μέση του. «Τι άλλα σου είπε ο τρισκατάρατος αδελφός μου;»
«Μου είπε κάποια πράγματα που μου φάνηκαν τελείως παράξενα…» Γιατί δείχνεις τόσο ανήσυχος, Φανλαγκόθ; Τι συμβαίνει; Τι φοβάσαι; Πιστεύεις ότι ο Νουτκάλι έχει στήσει κάποια πλεκτάνη που δεν κατάφερες να προβλέψεις;
«Δηλαδή;» Ο Ράζλερ σταμάτησε να βηματίζει και την ατένισε έντονα.
«Είπε ότι ο Βάνμιρ πρέπει, οπωσδήποτε, να μπει στο παλάτι, γιατί έχει αναλάβει μια πολύ σημαντική αποστολή: να σκοτώσει εσένα.»
«Να σκοτώσει εμένα;…»
Η Λιόλα ένευσε.
Ο Φανλαγκόθ έριξε το κεφάλι πίσω. «Χα-χα-χα-χα-χα!…» Μετά, ατένισε πάλι ευθέως τη Βασίλισσα του Νόρβηλ, μ’ένα στραβό μειδίαμα στα χείλη. «Ο αδελφός μου είναι, πράγματι, αστείος… Σου εξήγησε κιόλας γιατί ο Βάνμιρ θέλει να με… σκοτώσει;»
Η Ρικνάβαθ είχε ακολουθήσει τη Βασίλισσα ως εδώ, και παρακολουθούσε την κουβέντα της με τον Ράζλερ, τρομοκρατημένη. Τα έκανα μαντάρα! σκεφτόταν. Τα έκανα μαντάρα, τελείως! Και ήξερε ότι έπρεπε να επέμβει, για να σώσει την κατάσταση όσο μπορούσε. Έτσι, μίλησε στη Λιόλα, και μόνο στη Λιόλα, προτού εκείνη προλάβει ν’απαντήσει στον Φανλαγκόθ:
—Όχι! Μην του πεις! Μην είσαι ανόητη! Δεν ξέρει τίποτα!—
Η Βασίλισσα άγγιξε τους βραχίονες της πολυθρόνας της και τσιτώθηκε.
«Τι είναι;» ρώτησε ο Φανλαγκόθ. «Σου μιλά ξανά, έτσι;»
«…Ναι.»
—Μην του απαντάς!—βρυχήθηκε η Ρικνάβαθ—Δεν είμαι ο Νουτκάλι, Λιόλα!—
Το βλέμμα του Φανλαγκόθ έγινε απλανές, σαν να κοιτούσε πέρα από τη Βασίλισσα του Νόρβηλ.
Με βλέπει! παρατήρησε η Ρικνάβαθ. Με βλέπει!
Τα μάτια του Ράζλερ γούρλωσαν, και το χέρι του πήγε στη μέση του, στο Μάτι του Κυκλώνα.
Η Λιόλα ορθώθηκε, τρομαγμένη. «Τι γίνεται, Φανλαγκόθ; Τι πας να κάνεις;»
Ο Φανλαγκόθ τράβηξε το λευκό του σκήπτρο, και φώναξε: «Απομακρύνσου, Νουτκάλι! Σε προειδοποιώ! Απομακρύνσου!»
—Βασίλισσα Λιόλα!—φώναξε η Ρικνάβαθ, και η φωνή της αντήχησε στο δωμάτιο, φέρνοντάς μαζί της δυνατό, κρύο αέρα, που παρέσυρε φύλλα χαρτιού από το γραφείο και ανασήκωσε το σεντόνι του κρεβατιού, ενώ έκανε τις κουρτίνες στο παράθυρο ν’ανεμίσουν—Μην τον εμπιστεύεσαι! Ό,τι σου είπα ήταν αλήθεια!—
«Φύγε ΤΩΡΑ, Νουτκάλι, όσο έχεις καιρό!» γρύλισε ο Φανλαγκόθ, υψώνοντας το σκήπτρο του και δείχνοντας τη Ρικνάβαθ.
Με βλέπει! Με βλέπει, πεντακάθαρα!—Οι ώρες σου είναι μετρημένες, Φανλαγκόθ!—αντιγύρισε η Καρμώζ—Δε θα τους κοροϊδεύεις για πάντα!—Και έφυγε, γιατί φοβόταν τι μπορεί να έκανε ο Ράζλερ με το Μάτι του Κυκλώνα· δεν ήθελε να καταλήξει κι εκείνη παγιδευμένη, όπως είχε, κάποτε, καταλήξει ο Ρόλμαρ.
Ο Φανλαγκόθ κατέβασε το λευκό του σκήπτρο.
«Τον έδιωξες;» ρώτησε η Λιόλα.
«Ναι, κι ελπίζω να μην επιστρέψει. Τι άλλο σου είπε; Σου είπε τίποτ’άλλο;»
Η Βασίλισσα έγλειψε τα χείλη της, με δισταγμό. Η γυναικεία φωνή αντηχούσε και πάλι μέσα στο κεφάλι της: Δεν είμαι ο Νουτκάλι! Μην του πεις! Δεν ξέρει τίποτα!
«Σου είπε ή δεν σου είπε;» επέμεινε ο Φανλαγκόθ.
Ο Νουτκάλι ήταν, συλλογίστηκε η Λιόλα. Αδύνατον να ήταν η Ρικνάβαθ. Οι Ράζλερ έχουν τη δύναμη ν’αλλάζουν τη φωνή τους, και η Καρμώζ ποτέ δεν μπορούσε να μιλά στο μυαλό κάποιου. «Μου είπε τρελά πράγματα… ότι ο Βάνμιρ έκανε τον ήλιο να χαθεί, και ότι εκείνη –η Ρικνάβαθ– τον βοήθησε… και ότι ο κόσμος έγινε Αρχέτοπος, για να μην μπορείτε εσείς –εσύ, ο αδελφός σου, κι ο πατέρας σου– να χρησιμοποιείτε τις μαντικές σας ικανότητες. Κι έτσι τώρα ο Βάνμιρ έρχεται να σε σκοτώσει, χωρίς να το ξέρεις. Επομένως, πρέπει ν’ανοίξω την υπόγεια σήραγγα, για να μπει στο παλάτι.»
«Αντιλαμβάνεσαι, φυσικά, ότι όλα τούτα είναι παραμύθια…» είπε ο Φανλαγκόθ. «Σε πληροφορώ πως δεν έχω χάσει καθόλου τις μαντικές μου ικανότητες. Αν τις είχα χάσει, πώς θα ήξερα πού είναι η Έπαρχος Φερνάλβιν;»
Η Λιόλα ένευσε. «Δεν είπα ότι πίστεψα τα λόγια του Νουτκάλι.»
«Και πολύ καλά έκανες, γιατί είναι ψεύτης. Είναι από τους καλύτερους ψεύτες, ο αδελφός μου. Από τους καλύτερους απατεώνες που θα συναντήσεις ποτέ.»
«Αν με ξαναεπισκεφτεί η φωνή του;» ρώτησε η Λιόλα.
«Αγνόησέ τον· θα φύγει. Όπως κι εγώ, δεν έχει χρόνο για χάσιμο. Εκατοντάδες πράγματα συμβαίνουν στην Κουαλανάρα· εκατοντάδες πράγματα που πρέπει, διαρκώς, να παρακολουθούμε.»
«Σχετικά με την υπόγεια σήραγγα… τι να κάνουμε;»
«Να μην την ανοίξετε,» προειδοποίησε ο Φανλαγκόθ. «Ο Νουτκάλι έχει, προφανώς, στήσει κάποια παγίδα.
»Τώρα, Βασίλισσα Λιόλα, άφησέ με, σε παρακαλώ. Έχω πολλά να σκεφτώ.»
«Το καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε εκείνη, και ζύγωσε την πόρτα. «Να με κρατάς ενήμερη, όμως, για ό,τι πιστεύεις πως μπορεί να αφορά εμένα ή το Βασίλειό μου.»
Ο Φανλαγκόθ ένευσε, και η Βασίλισσα του Νόρβηλ έφυγε απ’το δωμάτιό του.
Όταν ήταν μόνος, ο Ράζλερ πλησίασε το σάκο με τα ουρανολίθινα θραύσματα, ο οποίος βρισκόταν πλάι στο κρεβάτι. Έσκυψε και τον σήκωσε, αποθέτοντάς τον επάνω στο στρώμα. Τον άνοιξε και κοίταξε μέσα. Άλλα τέσσερα κομμάτια τού έμεναν.
Τι σπατάλη πολύτιμης ισχύος…
Μπορούσε, όμως, να αναβάλει αυτό που σκεφτόταν;
—Ωωω, Βάνμιρ, σ’το είχα πει! Δεν έπρεπε να της μιλήσω! Δεν έπρεπε!—
«Στάσου λίγο, Ρικνάβαθ. Τι έγινε; Πες μου, πρώτα, τι έγινε!» ζήτησε ο ακρίτης, καθώς στεκόταν στη μέση του δίκλινου δωματίου που εκείνος κι ο Μάηραν είχαν κλείσει στον Γλάρο.
—Αυτό που φοβόμουν έγινε! Η Λιόλα νόμισε ότι ήμουν ο Νουτκάλι, και… και τα πράγματα χειροτέρεψαν– Ποιος;—Η Ρικνάβαθ αισθάνθηκε μια άλλη παρουσία πίσω της, και στράφηκε, για να δει μια άυλη μορφή να γλιστρά μέσα από τον τοίχο του δωματίου –μια μορφή που ούτε ο Βάνμιρ ούτε ο Μάηραν μπορούσαν ν’αντικρίσουν. Το πλάσμα έμοιαζε με τα φαντάσματα του χιονιού, για τα οποία η Καρμώζ είχε ακούσει σε θρύλους και υπέθετε ότι ήταν μόνο αυτό: θρύλοι. Η φιγούρα που ατένιζε τώρα, όμως, ήταν πέρα για πέρα αληθινή και θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο φάντασμα, καθώς ήταν ανθρωπόμορφη αλλά ρευστή, συγχρόνως, και ημιδιαφανής. Τα χαρακτηριστικά της μπερδεύονταν, και ήταν αδύνατον να διακρίνεις πού βρισκόταν το στόμα, η μύτη, ή τα μάτια της· όπως επίσης ήταν αδύνατον να διακρίνεις αν φορούσε ρούχα ή όχι.
—Βάνμιρ!—Η φωνή που αντήχησε στο δωμάτιο δεν ήταν της Ρικνάβαθ, αλλά –ο ακρίτης την αναγνώρισε αμέσως– του Φανλαγκόθ—Καταραμένε προδότη! Τι έκανες;—Δυνατός αέρας είχε σηκωθεί.
Ο Μάηραν τράβηξε το σπαθί του, κοιτάζοντας τριγύρω, με γουρλωμένα μάτια. «Ποιος είναι, Άρχοντά μου;»
«Ο Φανλαγκόθ.»
«Μα…;»
—Απάντησέ μου!—απαίτησε ο Ράζλερ—Τι έκανες;—
«Ρικνάβαθ;» είπε ο Βάνμιρ. «Είσαι εδώ;» Αναρωτιόταν μήπως ο Φανλαγκόθ την είχε βλάψει, με κάποιο τρόπο· όμως, ευτυχώς, η ανησυχία του αποδείχτηκε αβάσιμη, γιατί εκείνη απάντησε:
—Ναι, εδώ είμαι—Η φωνή της έτρεμε· ήταν πολύ φοβισμένη.
—Βάνμιρ!—γρύλισε ο Φανλαγκόθ—Σε εμπιστεύτηκα, σου υποσχέθηκα τόσα πολλά, κι εσύ έτσι με ξεπληρώνεις; Θα μετανιώσεις γι’αυτό, σ’το υπόσχομαι!—
«Πώς είναι δυνατόν να βρίσκεσαι εδώ;» αποκρίθηκε ο ακρίτης. «Χρησιμοποιείς τον ουρανόλιθο;»
—Εκτός αν κάνεις κάτι για να διορθώσεις το λάθος σου…—συνέχισε ο Ράζλερ.
«Χρησιμοποιείς τον ουρανόλιθο, έτσι δεν είναι; Σπαταλάς τον ουρανόλιθο, για να έρθεις εδώ και να μιλήσουμε–»
—Σιωπή!—βρυχήθηκε ο Φανλαγκόθ—Διαθέτω δυνάμεις για τις οποίες δεν έχεις ιδέα, άθλιε Ωθράγκος!—
«Δε σε πιστεύω,» αποκρίθηκε απλά ο Βάνμιρ. «Σε φαντάζομαι τώρα να κάθεσαι σε μια πολυθρόνα, μ’ένα ουρανολίθινο κομμάτι στα χέρια… ένα κομμάτι που, σιγά-σιγά, συρρικνώνεται…»
—Άκουσέ με προσεκτικά: Όπως είπα, είμαι πρόθυμος να σου δώσω μία ευκαιρία να μετανοήσεις—
«Δε με απασχολεί να μετανοήσω, Φανλαγκόθ. Έρχομαι για να σε σκοτώσω.»
—Μην είσαι ανόητος! Ξέχασες όσα έχω να σε διδάξω; Σκότωσε τον Νουτκάλι και τον Λιζναγκάρ, και μετά, το παιχνίδι θα λήξει και θα κυβερνήσουμε μαζί. Θα σε κάνω σπουδαίο, Βάνμιρ, και θα σε μάθω πράγματα που κανείς θνητός δε γνωρίζει—
Ήταν δελεαστικό. Ήταν πολύ δελεαστικό. Αλλά, αν υπέκυπτε τώρα στην πρόταση του Φανλαγκόθ, τότε όλο το ταξίδι στους Αρχέτοπους και η θυσία της Ρικνάβαθ θα είχαν γίνει χωρίς λόγο… Επιπλέον, οι Ράζλερ ήταν μια επιδημία που μάστιζε την Κουαλανάρα· οι κάτοικοι των Αρχέτοπων τού το είχαν τονίσει αυτό. Μακροχρόνια, θα κατέστρεφαν τον κόσμο, και από την καταστροφή του οι Αρχέτοποι θα έπεφταν στο χέρι του Οφθαλμού που περίμενε, λαίμαργα, απέξω και είχε στείλει εδώ τους Απρόσωπους, για να προωθήσει το σχέδιό του. Και δεν ήταν μόνο αυτό: οι Ράζλερ, μέχρι να καταστρέψουν την Κουαλανάρα, θα κατέστρεφαν και τις ζωές τόσων και τόσων ανθρώπων…
Αν, όμως, ο Νουτκάλι και ο Λιζναγκάρ πεθάνουν, ψιθύρισε μια φωνή μέσα στο νου του, αν μόνο ο Φανλαγκόθ μείνει… η διαμάχη τους δε θα υφίσταται πια.
Θα ήθελε, όμως, να παραδώσει ολόκληρο τον κόσμο σε έναν και μοναδικό κυρίαρχο; Και ποιος του εγγυάτο πως ο Φανλαγκόθ, χωρίς να το γνωρίζει, δε θα εκπλήρωνε, στο τέλος, το σχέδιο του Οφθαλμού; Οι Μετουσιωμένοι είχαν πει ότι οι Ράζλερ έβλεπαν έως μια συγκεκριμένη απόσταση στο μέλλον· δεν μπορούσαν να προβλέπουν τα πάντα· έτσι, έπεφταν στην παγίδα του Οφθαλμού, του οποίου το βλέμμα έφτανε μακρύτερα. Ο Βάνμιρ, βέβαια, μάλλον δε θα ζούσε για να δει την εποχή που η Κουαλανάρα θα καταστρεφόταν· και, κατά πάσα πιθανότητα, ούτε τα παιδιά του, ούτε τα παιδιά των παιδιών του, ούτε τα τρισέγγονά του δε θα ζούσαν ως τότε. Ωστόσο, αυτό δε σήμαινε τίποτα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κοιτά τη ζωή μόνο βραχυπρόθεσμα.
Ο κόσμος είναι ένας τεράστιος ιστός…
«Είσαι πιόνι, Φανλαγκόθ,» είπε ο Βάνμιρ, «δίχως να το ξέρεις.»
Ο Ράζλερ γέλασε—Και θεωρείς ότι εσύ είσαι εκείνος που παίρνει τις αποφάσεις; Έχεις παρα—
«Όχι, δεν το νομίζω αυτό. Δεν παίζεις το δικό μου παιχνίδι. Ούτε το δικό σου παιχνίδι –το δικό σου και της οικογένειάς σου. Ούτε το παιχνίδι των κατοίκων των Αρχέτοπων. Αλλά το παιχνίδι μιας ακόμα ανώτερης δύναμης. Της δύναμης που δημιούργησε και εσένα και τον Νουτκάλι και τον Λιζναγκάρ.»
—Τι προσπαθείς να πεις; Ότι υπηρετούμε την Πρωτοπλασματική Μάζα; Η Πρωτοπλασμ—
«Όχι. Η Πρωτοπλασματική Μάζα είναι άνους· το γνωρίζω. Όχι, δεν παίζετε το δικό της παιχνίδι· παίζετε το παιχνίδι μιας οντότητας έξω από την Κουαλανάρα: μιας οντότητας την οποία, μέχρι στιγμής, μπορούμε ν’αντιληφτούμε μονάχα ως έναν τεράστιο Οφθαλμό, και η οποία έχει στείλει τους υπηρέτες της στους Αρχέτοπους.»
—Δεν ξέρεις τι λες, Ωθράγκος…—αντιγύρισε ο Φανλαγκόθ, αλλά ο Βάνμιρ θα ορκιζόταν ότι η φωνή του ακουγόταν φοβισμένη.
«Άκουσέ με καλά, Φανλαγκόθ, για να μάθεις γιατί πρέπει να πεθάνεις–»
—Δε θα πεθάνω από εσένα, προδότη της εμπιστοσύνης μου!—γρύλισε ο Ράζλερ—Τόλμησε να με ζυγώσεις και θα σε κάνω στάχτη!—
Ο Βάνμιρ συνέχισε, αγνοώντας τον: «Ο Οφθαλμός είναι που δημιούργησε το άνοιγμα στην Οντον’γκόκι. Έβαλε ιδέες στο μυαλό ενός Ράζλερ, τον οδήγησε σε ένα λάθος, κι έτσι η Πρωτοπλασματική Μάζα εισέβαλε στην ήπειρό σας. Η ίδια η αιωνιότητα εισέβαλε στο παρόν· ο κύκλος έσπασε, και εσείς δημιουργηθήκατε. Επειδή ο Οφθαλμός γνώριζε πως, με τη δημιουργία σας, η καταστροφή της Κουαλανάρα θα άρχιζε. Στο τέλος, θα διαλύσετε τον κόσμο, Φανλαγκόθ, με το παιχνίδι σας. Θα φτάσετε σε τέτοιο σημείο, που η ίδια η Πρωτοπλασματική Μάζα θα κομματιαστεί, και οι πολύτιμοι λίθοι που συγκρατεί εντός της –οι Αρχέτοποι– θα πέσουν στα χέρια της οντότητας που περιμένει απέξω.»
—Τι περίεργο παραμύθι… Ποιος σ’το είπε; Πιστεύεις ότι είμαστε τόσο ανόητοι, ώστε να φέρουμε την καταστροφή της Κουαλανάρα; Είσαι τρελός, Βάνμιρ! Δεν ξέρω πού πήγες και τι έκανες μέσα στους Αρχέτοπους, αλλά έχεις τρελαθεί. Και δε θ’αφήσω έναν τρελό να με νικήσει!—
«Δε βλέπεις τόσο μακριά όσο νομίζεις,» του είπε ο Βάνμιρ. Η φωνή του ήταν χαμηλή, αλλά έμοιαζε όπως την καταιγίδα που είναι έτοιμη να ξεσπάσει.
—Και βλέπεις εσύ;—
«Ο Οφθαλμός, ηλίθιε!» φώναξε ο Βάνμιρ. «Αυτός βλέπει πιο μακριά!»
—Ο ηλίθιος είσαι εσύ, Βάνμιρ! Θυμάσαι τι σου είχα πει στους βάλτους Βενέβριαμ; Θυμάσαι που σου είχα μιλήσει για τη Λιάμνερ-Κρωθ και τη Ναζ-Λορ –ότι κάποτε ήταν ενωμένες, ως μία ήπειρος; Θυμάσαι τα λόγια μου για τις δευτερογενείς φυλές; Θυμήσου τα όλα αυτά και, μετά, πες μου αν βλέπω αρκετά μακριά ή όχι!—
«Μιλάς για το παρελθόν, Φανλαγκόθ. Βλέπεις τόσο μακριά και στο μέλλον; Ο Οφθαλμός βλέπει!»
—Σε έχουν εξαπατήσει! Οι κάτοικοι των Αρχέτοπων σε χρησιμοποιούν εναντίον μου, γιατί απεχθάνονται εμένα και το είδος μου! Απεχθάνονται αυτό που συμβαίνει στην Οντον’γκόκι· φοβούνται μην επηρεάσει τα πολύτιμά τους βασίλεια! Διόρθωσε το λάθος σου όσο έχεις καιρό. Σε προειδοποιώ: Έτσι όπως τα έχεις καταφέρει, η Κουαλανάρα μετατρέπεται σε Αρχέτοπο, και κάθε ζωή επάνω της θα πεθάνει!—
«Το ξέρω. Αλλά ήταν ο μόνος τρόπος–»
—Τότε, είσαι πραγματικά τρελός…—
«Οι Μετουσιωμένοι θα σταματήσουν τη μετάλλαξη του κόσμου, όταν η δουλειά μου τελειώσει.»
—Τι θα κάνουν; Θα σταματήσουν;—Ο Φανλαγκόθ γέλασε—Οι Μετουσιωμένοι το επιθυμούσαν αυτό εδώ και εκατομμύρια χρόνια! Σύνελθε, Βάνμιρ, και βοήθησέ με να διορθώσουμε το λάθος σου. Δεν είναι –ακόμα– πολύ αργά. Και δε θα σου κρατήσω κακία· σ’το υπόσχομαι—
«Βρίσκομαι στη Νουάλβορ για να σε σκοτώσω. Αυτή είναι η αποστολή μου, και θα τη φέρω εις πέρας.»
—Πολύ καλά. Θα πρέπει, λοιπόν, να ξέρω ότι έχω να αντιμετωπίσω έναν παράφρονα, και θα τον αντιμετωπίσω ανάλογα—
Ο αέρας μέσα στο δωμάτιο έπαψε να φυσά· ο Φανλαγκόθ είχε φύγει.
Ο Βάνμιρ κάθισε στο κρεβάτι, ακουμπώντας τους πήχεις στα γόνατά του. Η όψη του έδειχνε κουρασμένη.
Ο Μάηραν θηκάρωσε το σπαθί του και κάθισε κι εκείνος αντίκρυ του Άρχοντα του Ράλτον.
—Εγώ φταίω, Βάνμιρ· με συγχωρείς—είπε η Ρικνάβαθ.
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, «δε φταις εσύ.» Αναστέναξε. «Εγώ σου ζήτησα να πας.»
—Τι σκέφτεσαι τώρα; Αναρωτιέσαι μήπως ο Φανλαγκόθ έχει δίκιο;—
Ο Βάνμιρ ξάπλωσε, ανάσκελα. «Έχω αποφασίσει τι πρέπει να κάνω, Ρικνάβαθ, κι αυτό δεν το αλλάζω. Όσο για το αν ο Ράζλερ έχει δίκιο, ναι, έχει, εν μέρει, δίκιο. Οι Μετουσιωμένοι δε νομίζω ότι θα σ’αφήσουν από τα χέρια τους, τώρα που σε έχουν· θα προσπαθήσουν να σε κρατήσουν, ώσπου ολόκληρη η Κουαλανάρα να μετατραπεί σε Αρχέτοπος.»
«Και δε μπορούμε να τους εμποδίσουμε, Άρχοντά μου;» ρώτησε, ανήσυχα, ο Μάηραν.
«Θα δείξει…»
«Δεν πρέπει να είστε τόσο αδιάφορος γι’αυτό!»
Ο Βάνμιρ τον αγριοκοίταξε. «Δεν είμαι αδιάφορος, Μάηραν. Έχω, όμως, βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Και, πρώτα απ’όλα, οφείλω να σκοτώσω τους Ράζλερ. Μετά… μετά, υπάρχει εκείνο το άνοιγμα στην Οντον’γκόκι, που θα πρέπει να κλείσει, οπωσδήποτε. Και μετά, έρχονται οι Μετουσιωμένοι…
»Ρικνάβαθ, δε μου λες: πώς τους αισθάνεσαι; Εννοώ, τους νιώθεις, κάπως, να σε κρατάνε; Νιώθεις τα δεσμά τους επάνω σου; Νιώθεις ότι θα μπορούσες, ίσως, να τα σπάσεις;»
—Δεν αισθάνομαι τίποτα τέτοιο. Τίποτα. Δεν έχω καμία αντίληψη του σώματός μου—
«Στους Αρχέτοπους μπορείς να διεισδύσεις;»
—Ναι—
«Γιατί δεν πας να κοιτάξεις τι γίνεται στα μέρη των Μετουσιωμένων; Ίσως να δεις το ίδιο σου το σώμα, και ίσως αυτό να σου δώσει κάποια –γενική, τουλάχιστον– ιδέα για το πώς θα ήταν δυνατόν να τους ξεφύγεις.»
—Οι Αρχέτοποι είναι πολύ μπερδεμένοι, Βάνμιρ—εξήγησε η Ρικνάβαθ—Δεν είναι απλά ένας χάρτης, πάνω απ’τον οποίο πετάς, όπως είναι η υπόλοιπη Κουαλανάρα. Οι Αρχέτοποι βρίσκονται μέσα στον κόσμο, και ο ένας μέσα στον άλλο, ή δίπλα στον άλλο, ή παράλληλα στον άλλο… Είναι, είναι σαν… Δεν μπορώ να το περιγράψω. Δε γίνεται να βρω λόγια ή παραδείγματα, για να το περιγράψω—
«Δηλαδή, είναι δύσκολο να βρεις τα μέρη των Μετουσιωμένων;»
—Ναι, αρκετά δύσκολο—
«Πρέπει να προσπαθήσεις, όμως.»
—Θα ήθελες να το κάνω τώρα;—
«Όχι, όχι τώρα. Τώρα, ένα πράγμα μόνο πρέπει να μας απασχολεί: Πώς να εισβάλω στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων.»
—Εγώ, γι’αρχή, θα σου πρότεινα ν’αλλάξεις πανδοχείο. Δεν είναι καλό ο Ράζλερ να ξέρει πού είσαι—
«Σωστά.» Ο Βάνμιρ σηκώθηκε απ’το κρεβάτι. «Μάηραν, φεύγουμε.»
«Γρήγορος είστε στις αποφάσεις σας, Άρχοντά μου…»
«Υπάρχει πρόβλημα;»
«Ένα αστείο έκανα.»
Αλλά όχι και τόσο καλό, σκέφτηκε ο Βάνμιρ, μαζεύοντας τα πράγματά του κι ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου.
«Πού θα πάμε τώρα;» ρώτησε ο Μάηραν, καθώς βάδιζαν στον μικρό διάδρομο.
«Έχεις κανένα άλλο πανδοχείο κατά νου;»
«Ναι, τον Χαριτωμένο Χορευτή.»
Κατέβηκαν τη σκάλα του Γλάρου και έφτασαν στην τραπεζαρία.
«Πάμε εκεί, τότε,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ. Σήμερα, θα κάνουμε βόλτα όλα τα πανδοχεία της Νουάλβορ!… συλλογίστηκε, εκνευρισμένος. Αντιλαμβανόταν, όμως, ότι, στην πραγματικότητα, ο εκνευρισμός του δεν προερχόταν από το γεγονός ότι άλλαζαν συνεχώς πανδοχείο, αλλά από τη λογομαχία του με τον Φανλαγκόθ και από το αδιέξοδο στο οποίο, αυτή τη στιγμή, βρισκόταν. Δεν υπήρχε φανερός τρόπος για να εισβάλει στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων…
*
Ο Βάνμιρ πέρασε ανάμεσα από τους πελάτες του Χαριτωμένου Χορευτή, χωρίς να κοιτάξει κανέναν. Στάθηκε μπροστά από τον πάγκο του πανδοχέα και ζήτησε ένα δίκλινο δωμάτιο για τον εαυτό του και τον Μάηραν. Ο άντρας με το πλατύγυρο, φτερωτό καπέλο τού έδωσε ένα κλειδί και πήρε τα χρήματά του, ευχαριστώντας τον και ευχόμενος καλή διαμονή. Ρώτησε, επίσης, μήπως οι κύριοι θα ήθελαν κάτι για φαγητό, αλλά ο Βάνμιρ αποκρίθηκε αρνητικά.
Ανέβηκε τις σκάλες και, βρίσκοντας το δωμάτιό του, ξεκλείδωσε και μπήκε. Ο Μάηραν έκλεισε την πόρτα και, ύστερα, κρέμασε την κάπα του στην κρεμάστρα.
—Βάνμιρ—είπε η Ρικνάβαθ—να επιστρέψω στο παλάτι, να ψάξω για εισόδους;—
Εκείνος κάθισε στο κρεβάτι. «Δεν ξέρω…»
—Θες να μάθεις ποιο είναι, κατά τη γνώμη μου, το δυσκολότερο;—
«Ποιο;»
—Να περάσεις από τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω από τους Δεκαεννέα Πύργους—
«Αν χρησιμοποιούσα την Ταχύτητα, πιστεύεις ότι θα τα κατάφερνα;»
—Αν οι ένοικοι του παλατιού γνώριζαν ότι θα ερχόσουν, ναι, γιατί θα είχαν ανοιχτή την πύλη. Έτσι, όμως, όπως έχουν τα πράγματα, είναι αυτοκτονία. Πριν προλάβεις να φωνάξεις ή να χτυπήσεις, για να σου ανοίξουν, οι εχθροί των Γάθνιν θα σ’έχουν τοξέψει—
Ο Μάηραν είχε σταθεί μπροστά στο παράθυρο του δωματίου, κοιτάζοντας έξω, και τώρα είπε: «Άρχοντά μου, νομίζω ότι έχω μια ιδέα. Ίσως να μην είναι καλή… αλλά αυτό εσείς θα το κρίνετε, φυσικά.»
«Πες μου, Μάηραν,» αποκρίθηκε, κουρασμένα, ο Βάνμιρ.
«Ορισμένοι πύργοι του παλατιού βρίσκονται κοντά στα τείχη της πόλης. Δείτε και μόνος σας, αν θέλετε.» Έδειξε.
Ο Βάνμιρ σηκώθηκε, για να κοιτάξει.
«Θα μπορούσατε ν’ανεβείτε στα τείχη και, χρησιμοποιώντας την Τηλεμεταφορά, να φτάσετε σε κάποιον εξώστη του παλατιού, ή να περάσετε μέσα από κάποιο ανοιχτό παράθυρο.»
«Θεωρητικά, θα μπορούσα. Αλλά–»
«Ναι, ξέρω, ίσως να μην είναι εύκολο ν’ανεβείτε στα τείχη.»
Ο Βάνμιρ ένευσε.
Ο Μάηραν έμεινε σιωπηλός, εξακολουθώντας να κοιτάζει έξω απ’το παράθυρο.
«Έχεις κάποιο σχέδιο;» τον ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Όχι. Αλλά νομίζω πως εσείς, Άρχοντά μου, αν προσπαθήσετε, θα καταφέρετε να εκπονήσετε ένα.»
Ο ακρίτης γέλασε. «Μάηραν, έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τις ικανότητές μου.»
«Γνωρίζω ότι είστε, αν μη τι άλλο… πολυμήχανος άνθρωπος, Άρχοντά μου.»
—Αυτό ξαναπές το—συμφώνησε η Ρικνάβαθ.
«Να πάτε κι οι δυο να πνιγείτε!» είπε ο Βάνμιρ, μειδιώντας. «Με κάνετε να ντρέπομαι.»
Τώρα ήταν η σειρά του Μάηραν να γελάσει, ενώ, συγχρόνως, και το γέλιο της Ρικνάβαθ αντηχούσε μέσα στο δωμάτιο.
Ο Βάνμιρ κοίταξε τα τείχη της πόλης, έξω απ’το παράθυρο.
Τη νύχτα, ο Ζάνμελ ανέλαβε τον επόμενο στόχο του: τον ευγενή που ονομαζόταν Θόρβαν ε Κάσμεγκωρ, ο οποίος είχε συνεννοηθεί με τον Χανραμάρ, προκειμένου ο τελευταίος να ρίξει τον Επόπτη Έντμιρ από την εξουσία και να πάρει τον έλεγχο του Βόρειου Φρουραρχείου της Νουάλβορ. Όλα αυτά, βέβαια, δεν είχαν σημασία για το δολοφόνο· ο Θόρβαν ήταν απλά ένα ακόμα θύμα για εκείνον. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι ο οίκος των Κάσμεγκωρ ήταν σαφώς καλύτερα φυλαγμένος από τον οίκο των Φίνγκωρ, καθότι οι Κάσμεγκωρ ήταν παλιά οικογένεια ευγενών και είχαν περισσότερα χρήματα, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να προφυλάσσουν τους εαυτούς τους από απειλές. Επίσης, ο Ζάνμελ υποπτευόταν ότι ίσως ο θάνατος του Σέλναρ ε Φίνγκωρ να τους είχε τρομοκρατήσει και τώρα να φυλάγονταν καλύτερα από πριν. Ό,τι κι αν συνέβαινε, όμως, το ζητούμενο ήταν ότι έπρεπε να περάσει από τους φρουρούς τους.
Πράγμα το οποίο κατόρθωσε, αν και με κάποια δυσκολία. Για έναν νεκρενοικημένο δολοφόνο, βέβαια, αυτοί οι φύλακες δε θα ήταν τίποτα· θα μπορούσε κανείς να τους παρομοιάσει με σκυλιά χωρίς μύτη και χωρίς αφτιά, και χωρίς μάτια, ίσως. Για έναν απλό αλλά καλά εκπαιδευμένο δολοφόνο, όμως, οι φρουροί ήταν ένα προκλητικό εμπόδιο.
Για τον Ζάνμελ ήταν και κάτι παραπάνω: μια ευκαιρία να δοκιμάσει τις δυνάμεις του και να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του. Τον εξέπλητταν τα πράγματα που μπορούσε να καταφέρει χωρίς τη βοήθεια του νεκραδελφού του. Και τώρα μόνο, που είχε χάσει τον Χέντραμ και είχε περάσει κάμποσος καιρός από τον χαμό του, καταλάβαινε τι εξάρτηση ήταν να είσαι νεκρενοικημένος, και, αληθινά, δεν ήξερε αν θα ήθελε να επιστρέψει σ’αυτή την κατάσταση. Ναι, ήταν μεγάλη υπόθεση να έχεις έναν νεκραδελφό στο πλευρό σου, μα καταντούσες να βασίζεσαι πιο πολύ σ’εκείνον παρά στις δικές σου, προσωπικές δυνάμεις. Και ο Ζάνμελ αντιλαμβανόταν, μέρα με τη μέρα, νύχτα με τη νύχτα, ότι οι προσωπικές του δυνάμεις ήταν περισσότερες απ’ό,τι πίστευε όταν είχε, αρχικά, χάσει τον Χέντραμ.
Το οίκημα του Θόρβαν βρισκόταν στη βορειοανατολική μεριά της μεγάλης αυλής, και ο Ζάνμελ κατευθύνθηκε προς τα εκεί, κινούμενος μέσα στις σκιές των δέντρων και των φυλλωμάτων. Συγχρόνως, αναρωτιόταν πώς ο Έπαρχος Κάβμαρ γνώριζε τόσα πολλά για τους ευγενείς της Νουάλβορ. Μάλλον, θα είχε επισκεφτεί το οίκημα του Θόρβαν σε κάποια δεξίωση· δεν εξηγείτο αλλιώς. Ή ίσως και να εξηγείτο. Ο Κάβμαρ δεν ήταν άνθρωπος που του έλειπαν οι κατάσκοποι, οι πληροφοριοδότες, ή οι διασυνδέσεις. Βέβαια, ένας από τους πιο βασικούς του κατασκόπους –ο άντρας που, μάλιστα, ονομαζόταν το Χέρι του Επάρχου μέσα στη Νουάλβορ– τον είχε προδώσει· αλλά αυτό ήταν ένα άλλο θέμα. Και ίσως να αποδείκνυε πως όποιος μπλέκεται σε αραχνοϊστούς οφείλει να περιμένει και μερικά δαγκώματα αραχνών, μικρότερων ή μεγαλύτερων –κι ορισμένα απ’αυτά τα δαγκώματα πιθανώς να είναι δηλητηριώδη…
Ο Ζάνμελ έφτασε πλάι στο οίκημα, και τράβηξε τη μία από τις δύο μικρές του βαλλίστρες. Βρισκόμενος με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, κοίταξε μέσα από ένα υαλόφραγμα. Το δωμάτιο πίσω από το κρύσταλλο φαινόταν ελαφρώς διαστρεβλωμένο, μα ο δολοφόνος μπορούσε να καταλάβει ότι επρόκειτο για το κεντρικό σαλόνι του σπιτιού, και ότι κανένας άνθρωπος δε βρισκόταν τώρα εκεί. Το πρόβλημα ήταν πως το υαλόφραγμα δεν άνοιγε, έτσι έπρεπε να μπει από αλλού.
Προχώρησε, αργά, εξακολουθώντας να είναι κοντά στον τοίχο, και έστριψε σε μια γωνία. Η ματιά του έπεσε σ’ένα παράθυρο. Τα πατζούρια ήταν κλειστά, αλλά όχι ερμητικά· σχεδόν κουφωτά. Υπήρχε ένα άνοιγμα δύο-τριών εκατοστών ανάμεσά τους, κι από εκεί ο Ζάνμελ μπορούσε να δει το μάνταλο που τα συγκρατούσε. Τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα του, το πέρασε μέσα από τη χαραμάδα, και σήκωσε, με προσοχή, τη σιδερένια ράβδο. Θόρυβος δεν ακούστηκε, πέραν από ένα σιγανό χρουκ, καθώς το μάνταλο τρίφτηκε στο ξύλινο πατζούρι.
Το τζάμι από πίσω ήταν, ευτυχώς, ανοιχτό (προφανώς, για να αερίζεται το δωμάτιο), έτσι ο Ζάνμελ παραμέρισε τα πατζούρια και μπήκε στο άδειο σαλόνι. Ο χώρος ήταν πολυτελώς διακοσμημένος, με πίνακες, χαλιά, καναπέδες, ένα πέτρινο τζάκι, και άλλα αντικείμενα, μεγάλα και μικρά, στα οποία ο δολοφόνος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Δεν τον απασχολούσαν τα πράγματα· οι άνθρωποι τον απασχολούσαν.
Ανέβηκε, αθόρυβα, τη σκάλα, που, όπως του είχε πει ο Κάβμαρ (και όπως ήταν λογικό, άλλωστε), οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες. Σταμάτησε στο δωμάτιο με το τραπέζι, το οποίο ήταν, ουσιαστικά, ένα μικρό σαλόνι. Η σκάλα συνέχιζε, οδηγώντας στην οροφή του χτιρίου, αλλά ο Ζάνμελ δεν ήθελε να πάει εκεί. Δεξιά του βρίσκονταν δύο πόρτες, και αριστερά άλλες δύο. Ο Έπαρχος της Νέλβορ τον είχε πληροφορήσει ότι η πόρτα επάνω αριστερά ήταν η πόρτα του υπνοδωματίου του στόχου του· έτσι, ο δολοφόνος την πλησίασε κι ακούμπησε τ’αφτί του στο ξύλο της. Από μέσα ερχόταν μονάχα ένα απαλό ροχαλητό. Ο Ζάνμελ έσκυψε και κοίταξε από την κλειδαρότρυπα. Είδε ένα κρεβάτι και μια λάμπα κρεμασμένη πλάι του. Δύο άνθρωποι κοιμόνταν: ο στόχος και η σύζυγός του. Αν και ο δολοφόνος δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπά τους, υπέθετε πως ήταν αυτοί.
Θηκάρωσε τη χειροβαλλίστρα του και τράβηξε το ξιφίδιο από τη μπότα του. Άνοιξε την πόρτα και, ακροπατώντας, μπήκε στο δωμάτιο. Καθώς πλησίαζε το κρεβάτι, παρατήρησε τους κοιμώμενους. Εμπιστευόταν, φυσικά, τον Κάβμαρ· δεν πίστευε ότι ο Έπαρχος τού είχε δώσει εσφαλμένες πληροφορίες σχετικά με τη θέση του υπνοδωματίου, αλλά ποτέ δεν έβλαπτε κανείς να είναι προσεκτικός. Ο Ζάνμελ δεν επιθυμούσε να σκοτώσει τον λάθος άνθρωπο· ή κάνεις τη δουλειά σου σωστά ή δεν την κάνεις.
Ο άντρας ήταν ξαπλωμένος στην αριστερή μεριά του κρεβατιού και γυρισμένος στο πλάι, με την πλάτη του στραμμένη στη σύζυγό του. Διέθετε μαύρα μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, και σε ορισμένα σημεία, μάλιστα, όπως στον κρόταφο που μπορούσε να δει ο Ζάνμελ, ήταν τελείως λευκά. Στο κέντρο του κεφαλιού του τα μαλλιά αραίωναν, και μια φαλάκρα σχηματιζόταν. Το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο. Αυτός είναι: ο στόχος μου. Ακριβώς όπως τον περιέγραψε ο Έπαρχος.
Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στη δεξιά μεριά, ανάσκελα. Τα μακριά της μαλλιά απλώνονταν γύρω απ’το κεφάλι της, και ήταν τόσο έντονα ξανθά που πρέπει, οπωσδήποτε, να τα είχε βάψει. Αν έκρινε κανείς από την όψη της, μάλλον, δεν είχε μεγάλη διαφορά ηλικίας από τον άντρα της.
Ο δολοφόνος ζύγωσε το στόχο του και τον κάρφωσε κάτω απ’το πηγούνι, αφήνοντας το ξιφίδιό του εκεί. Ο Θόρβαν τραντάχτηκε, καθώς αίμα πεταγόταν παντού γύρω· όμως δεν μπορούσε να βγάλει κανέναν ήχο, πέραν από ένα πνιχτό Γκραγκχχχ!…
Η σύζυγός του ξύπνησε. Ο Ζάνμελ, φυσικά, το περίμενε αυτό, και ήταν έτοιμος· είχε ήδη απλώσει το χέρι του, και άρπαξε τη γυναίκα από στόμα, κρατώντας τη γερά, ενώ εκείνη έσκουζε και κλοτσούσε τον αέρα. Το άλλο χέρι του δολοφόνου πήγε στον αυχένα της, και την έσφιξε, δυνατά, κάνοντάς τη να χάσει, τελικά, τις αισθήσεις της.
Ο Ζάνμελ τράβηξε το ξιφίδιό του από το πηγούνι του στόχου του –ο οποίος ήταν πλέον νεκρός–, το σκούπισε στο σεντόνι του κρεβατιού, και το θηκάρωσε πάλι στη μπότα του. Ύστερα, πήρε ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί από το εσωτερικό της τουνίκας του και το πέταξε πάνω στον Θόρβαν.
Όταν, το πρωί, οι Κάσμεγκωρ θα διάβαζαν το μήνυμα, θα έβλεπαν ότι έγραφε:
*
Περίπου την ίδια ώρα που ο Ζάνμελ σκότωνε τον Θόρβαν ε Κάσμεγκωρ, ένας άλλος άνθρωπος πέθαινε. Ένας στρατιώτης του Κεντρικού Φρουραρχείου ο οποίος φυλούσε σκοπιά στην αγορά.
Ο νεαρός –γιατί, από την εμφάνισή του, αποκλείεται να ήταν πάνω από δεκαεφτά χρονών– έβλεπε μια περιπολία τεσσάρων φρουρών να περνά από μπροστά του και, ύστερα, να χάνεται από το βλέμμα του, στρίβοντας· και, μόλις η περιπολία χάθηκε, ένας κουκουλοφόρος άντρας εμφανίστηκε αντίκρυ του. Δεν ήρθε, δεν πλησίασε: εμφανίστηκε. Ο στρατιώτης τρόμαξε, γιατί είχε ακούσει ιστορίες για φαντάσματα και δαιμονικά, που τριγύριζαν τούτες τις νυχτερινές ώρες στην πόλη. Η γλώσσα του ξεράθηκε. Έγλειψε τα χείλη του, για να καταφέρει να μιλήσει, να ρωτήσει «Τι θέλετε, κύριε;» μα, προτού προλάβει ν’αρθρώσει λέξη, κάποιος τον άρπαξε από πίσω, βουλώνοντάς του το στόμα, με μια τραχιά, δυνατή παλάμη. Και τότε, το κουκουλοφόρο δαιμόνιο τον κάρφωσε στην κοιλιά, δύο φορές, τρυπώντας την πανοπλία του.
Ο νεαρός φρουρός έπαψε να σπαρταρά, και ο Μάηραν τον τράβηξε μέσα στο σοκάκι, αφήνοντάς τον να σωριαστεί. Ο Βάνμιρ ακολούθησε τον ξανθομάλλη πολεμιστή και, σκουπίζοντας το ξιφίδιό του, το θηκάρωσε.
«Δεν έπρεπε να τον είχατε καρφώσει στην κοιλιά, Άρχοντά μου. Το αίμα θα φανεί.»
«Δε θα το προσέξουν μέσα στη νύχτα. Βγάλτου την πανοπλία και το χιτώνιο.»
Ο Μάηραν υπάκουσε, και ο Βάνμιρ τον βοήθησε. Όταν είχαν τελειώσει να γδύνουν τον δύσμοιρο στρατιώτη, ο ακρίτης φόρεσε την πανοπλία και το χιτώνιο που έφερε το σύμβολο της σιδερένιας γροθιάς και του πορφυρού ρόμβου.
Ο Μάηραν κοίταξε τον Βάνμιρ καταπρόσωπο και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Άρχοντά μου, καλή τύχη,» είπε, δίνοντάς του το χέρι.
Αντάλλαξαν μια δυνατή χειραψία.
«Σ’ευχαριστώ, Μάηραν. Για όλα.»
«Το καθήκον μου έκανα,» αποκρίθηκε εκείνος, μ’ένα χαμόγελο. Και μετά, είπε, υψώνοντας το βλέμμα του πάνω απ’το κεφάλι του ακρίτη: «Ρικνάβαθ, να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά· να τον προσέχεις.»
—Μην ανησυχείς γι’αυτό, Μάηραν—
Ο Βάνμιρ βγήκε απ’το σοκάκι και διέσχισε την αγορά, πηγαίνοντας προς το εσωτερικό τείχος της Νουάλβορ. Σκόπευε να πλησιάσει την πέτρινη σκάλα που βρισκόταν πιο κοντά στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων: αυτή μετά από τον Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ. Προτού, όμως, φτάσει εκεί, η Ρικνάβαθ τον προειδοποίησε—Οι Έξωθεν σ’ακολουθούν!—
—Πού βρίσκονται ακριβώς;—
—Πίσω σου—
—Τότε, πρέπει να κάνω κάτι για να με χάσουν. Έχε το νου σου στις περιπολίες και στους φρουρούς, Ρικνάβαθ—είπε ο Βάνμιρ, και, χρησιμοποιώντας την Ταχύτητα, έτρεξε μέσα στα νυχτερινά στενορύμια της Νουάλβορ, κάνοντας ζικ-ζακ στις γωνίες.
—Σε έχουν χάσει—τον πληροφόρησε, σε λίγο, η Καρμώζ, κι εκείνος σταμάτησε, ξεκινώντας να βαδίζει πάλι με τον κανονικό του ρυθμό—Προσπαθούν να σε οσμιστούν, όμως, οπότε μην καθυστερείς—
Ο Βάνμιρ πέρασε δίπλα από τον ψηλό Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ και πλησίασε την πέτρινη σκάλα του εσωτερικού τείχους. Στην αρχή της στεκόταν ένας φρουρός, ο οποίος τον ρώτησε: «Πού πας;»
Την ίδια στιγμή, η Ρικνάβαθ είπε—Έρχονται οι Απρόσωποι· βιάσου!—
«Έχω βάρδια,» απάντησε ο Βάνμιρ, ανεβαίνοντας. Ο στρατιώτης δεν έφερε αντίρρηση.
Ο ακρίτης έφτασε στην κορυφή του τείχους και προχώρησε ανατολικά. Δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν σκοποί. Θα πρέπει να ενεργήσω γρήγορα, γιατί, αν αρχίσω να κάνω πέρα-δώθε, θα τραβήξω την προσοχή τους και θα καταλάβουν ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει με μένα.
Πρόλαβε δεν πρόλαβε να τελειώσει το συλλογισμό του και κατάλαβε ότι, τελικά, αποκλείεται να ήταν εκείνος που θα τους τραβούσε την προσοχή. Κάτω από το τείχος και πίσω του –μάλλον, από την πέτρινη σκάλα όπου είχε ανεβεί– μια κραυγή ακούστηκε. Μια κραυγή πόνου.
Οι φρουροί στις επάλξεις στράφηκαν αμέσως, και έτρεξαν για να δουν τι γινόταν.
—Οι Έξωθεν—είπε η Ρικνάβαθ—Σκότωσαν το στρατιώτη στη σκάλα—
—Ναι, το κατάλαβα…—Ο Βάνμιρ αισθανόταν εξαιρετικά αγχωμένος. Ένιωθε σαν να βρισκόταν σ’ένα δωμάτιο όπου οι δύο αντικρινοί τοίχοι πλησιάζουν ο ένας τον άλλο –και, μάλιστα, με ταχύ ρυθμό.
Αλλά δεν είναι έτσι, είπε στον εαυτό του. Δεν είναι καθόλου έτσι. Είσαι δίπλα στον προορισμό σου…
Στάθηκε στη βόρεια μεριά του τείχους κι ατένισε το παλάτι, που τώρα δεν ήταν και πολύ μακριά· για την ακρίβεια, ένας από τους πύργους του βρισκόταν πολύ κοντά. Στον αντικρινό εξώστη, όμως, στέκονταν δύο πάνοπλοι φύλακες. Αναμφίβολα, οι Γάθνιν θα είχαν αυξήσει τις σκοπιές στο μέγιστο, μ’αυτά που συνέβαιναν στην πόλη.
Ενώ πίσω του ακουγόταν σαματάς –ήχος από όπλα και αγριεμένες ανθρώπινες φωνές–, ο Βάνμιρ ανέβηκε σε μία από τις επάλξεις. Εστίασε το βλέμμα του στον εξώστη κι επικαλέστηκε την Ταχύτητα. Αισθάνθηκε τα νεύρα του να τσιτώνονται. Ο κόσμος συρρικνώθηκε· έγινε μονάχα το σημείο που ο ακρίτης ατένιζε. Τα νεύρα του τσιτώθηκαν ακόμα περισσότερο· η ισχύς του Χαρίσματος των Ωθράγκος τον φόρτιζε.
Τηλεμεταφορά!
Ο Βάνμιρ άφησε τη συσσωρευμένη ενέργεια να εξαπολυθεί. Η Κουαλανάρα διαλύθηκε γύρω του…
…το Κοσμικό Χρώμα επικράτησε…
…η Κουαλανάρα αναδημιουργήθηκε· και τώρα, ο Βάνμιρ στεκόταν στον εξώστη του πύργου.
Οι φύλακες –ένας άντρας και μια γυναίκα, παρατήρησε, βρισκόμενος πλέον κοντά τους– στράφηκαν στο μέρος του, αιφνιδιασμένοι.
«Φίλος!» είπε αμέσως, υψώνοντας τα χέρια του, για να δείξει ότι δεν κρατούσε όπλο. «Είμαι φίλος. Ηρεμήστε.»
Η γυναίκα συνοφρυώθηκε. «Φοράς το έμβλημά τους…»
«Για να μπορέσω ν’ανεβώ στο τείχος και να τηλεμεταφερθώ εδώ. Δε βλέπετε το αίμα επάνω στο χιτώνιό μου; Σκότωσα έναν φρουρό, ώστε να πάρω τα ρούχα του.»
«Τι είσαι;» είπε ο άντρας. «Ταχυπομπός;»
«Κατά κάποιο τρόπο. Έχω νέα για τη Βασίλισσα Λιόλα. Πρέπει να της μιλήσω· είναι επείγον.»
«Θα πάρουμε τα όπλα σου, πρώτα,» είπε η γυναίκα.
«Δεν έχω πρόβλημα.»
Ο άντρας τον αφόπλισε και, ύστερα, άνοιξε μια πόρτα και φώναξε έναν άλλο φρουρό, λέγοντάς του να οδηγήσει τον ταχυπομπό στη Βασίλισσα Λιόλα.
«Βγάλε, όμως, το χιτώνιό σου,» είπε η πολεμίστρια στον Βάνμιρ, πριν φύγει. «Δεν είναι συνετό να φέρεις το έμβλημα των εχθρών μας εδώ μέσα.»
Ο ακρίτης υπάκουσε, βγάζοντας το χιτώνιο και ρίχνοντάς το πάνω στα όπλα του, που βρίσκονταν στο δάπεδο του εξώστη. Έπειτα, ακολούθησε τον άλλο φρουρό στο εσωτερικό των Δεκαεννέα Πύργων. Τα δαιδαλώδη περάσματα τυλίχτηκαν σαν φίδια γύρω του, αποπροσανατολίζοντάς τον. Τελικά, ο οδηγός του τον πήγε σε μια γέφυρα, η οποία ένωνε δύο πύργους και την οποία διέσχισαν.
«Είμαστε μακριά ακόμα;» ρώτησε ο Βάνμιρ, που φοβόταν μη συναντήσει τον Φανλαγκόθ προτού μιλήσει με τη Λιόλα.
«Όχι,» απάντησε ο φρουρός. «Αυτός είναι ο Βασιλικός Πύργος.»
*
Η Λιόλα καθόταν και διάβαζε, μπροστά σ’ένα ξύλινο αναλόγιο. Δε μπορούσε, όμως, να συγκεντρωθεί· ο νους της πήγαινε, συνεχώς, στον Ρόλμαρ, στην υπόγεια σήραγγα που είχαν ανακαλύψει οι δράκαρχοι, στη φωνή του Νουτκάλι που της είχε μιλήσει, και στον Φανλαγκόθ· και μετά, ξανά από την αρχή. Κύκλοι σκέψεων, από τους οποίους δε νόμιζε ότι θα κατάφερνε να ξεφύγει. Τελικά, παράτησε το βιβλίο, ήπιε μια κούπα ζεστό γάλα (για να καλμάρει τα νεύρα της), και έπεσε για ύπνο. Στην αρχή, όπως το περίμενε, δεν μπορούσε να κοιμηθεί –γύριζε μια απο δώ μια απο κεί, ανακατώνοντας τα σκεπάσματά της–, αλλά, ύστερα από κάποια ώρα, τα βλέφαρά της βάρυναν και βρέθηκε σε μια ληθαργική κατάσταση, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου–
–από την οποία την επανέφερε ένας δυνατός χτύπος στην εξώπορτα των διαμερισμάτων της, και μια αντρική φωνή: «Βασίλισσά μου! Με συγχωρείτε, Βασίλισσά μου, αλλά είναι επείγον.»
Η Λιόλα σηκώθηκε, παραμερίζοντας τα μαλλιά απ’το πρόσωπό της. Τύλιξε μια ρόμπα γύρω απ’το γαλανό της νυχτικό και βγήκε στο καθιστικό των διαμερισμάτων της. «Περάστε,» φώναξε.
Η πόρτα άνοιξε και ένας φρουρός μπήκε, υποκλινόμενος. «Μεγαλειοτάτη, χίλια συγνώμη, αλλά ο κύριος–»
Η Λιόλα γούρλωσε τα μάτια, καθώς ο κουκουλοφόρος άντρας έβγαλε την κουκούλα του. «Βάνμιρ…!»
«Τον περιμένατε, Βασίλισσά μου;» ρώτησε ο φρουρός.
«Περίπου…» αποκρίθηκε η Λιόλα. «Μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο στρατιώτης ξαναϋποκλίθηκε και έφυγε, κλείνοντας την πόρτα.
«Βάνμιρ…» είπε πάλι η Λιόλα, κοιτάζοντάς τον από πάνω ως κάτω, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν όντως αυτός κι όχι κάποια ψευδαίσθηση του φωτός.
«Καλησπέρα, Λιόλα,» αποκρίθηκε ο ακρίτης.
«Βρισκόσουν, τελικά, στην πόλη… Βάνμιρ, μια φωνή μού μίλησε και–»
«Σου έλεγε αλήθεια.»
«Θεοί!» Η Λιόλα κάθισε σε μια πολυθρόνα, γιατί νόμιζε ότι είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Πώς ήταν δυνατόν η φωνή να έλεγε αλήθεια; Η φωνή υποστήριζε ότι ο Φανλαγκόθ είχε χάσει τις μαντικές του ικανότητες!
«Θα ήθελες να σου εξηγήσω;»
«Ασφαλώς και θα ήθελα, Βάνμιρ. Σε παρακαλώ, κάθισε· πες μου τι συμβαίνει.»
Ο Άρχοντας του Ράλτον πήρε θέση κοντά της και άρχισε να της διηγείται όσα είχαν περάσει εκείνος, ο Μάηραν, και η Ρικνάβαθ, από τότε που μπήκαν στους Αρχέτοπους. Η Λιόλα –που, ανέκαθεν, ασχολείτο με τον μυστικισμό και με όλα τα απόκρυφα θέματα, τα οποία τη γοήτευαν από κοριτσάκι– άκουγε μαγεμένη, και έπρεπε να παραδεχτεί πως, παρότι αυτά που της έλεγε ο Βάνμιρ έμοιαζαν τελείως –μα τελείως– παράλογα, ήταν, ταυτοχρόνως, απολύτως λογικά· είχαν τη δική τους, εσωτερική λογική.
«Πού βρίσκεται τώρα, ο Φανλαγκόθ;» ρώτησε ο ακρίτης, όταν τελείωσε.
«Στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου,» είπε η Λιόλα. «Υποστήριξε ότι ήθελε να μείνει εκεί απόψε, για να διαλογιστεί· και ζήτησε κανείς να μην τον ενοχλήσει.»
«Αντιλαμβάνεσαι, φυσικά, ποιος είναι ο πραγματικός λόγος, έτσι;»
Η Βασίλισσα ένευσε. «Επιθυμεί να βρίσκεται κοντά στη μεγαλύτερη ποσότητα ουρανόλιθου που υπάρχει μέσα στο παλάτι, γιατί φοβάται ότι θα έρθεις να τον σκοτώσεις.»
«Ακριβώς.»
«Τι προτείνεις να κάνουμε; Όσο έχει πλάι του το πέτρωμα, ο Φανλαγκόθ είναι πανίσχυρος. Μπορεί να μας προκαλέσει μεγάλη ζημιά.»
«Πρέπει να τον απομακρύνουμε από εκεί,» είπε ο Βάνμιρ.
«Πώς; Να στείλω τους φρουρούς του παλατιού, για να τον συλλάβουν;»
«Νομίζεις ότι θα τον προλάβουν απ’το να προκαλέσει σπασμωδική καταστροφή;»
Η Λιόλα κούνησε το κεφάλι, αρνητικά.
«Πόσες είσοδοι υπάρχουν στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Μία.»
«Μία;»
«Ναι,» είπε η Λιόλα. «Η αίθουσα πιάνει σχεδόν όλη την περιφέρεια του πύργου.»
«Παράθυρα, όμως, υπάρχουν.»
«Ναι, υπάρχουν…»
«Και είναι όλα κλειστά;»
«Δεν το νομίζω,» αποκρίθηκε η Λιόλα. «Σίγουρα, ορισμένα θα είναι ανοιχτά, για να μπαίνει αέρας.»
«Και υπάρχουν εξώστες ή παράθυρα άλλων πύργων που να βλέπουν στα ανοιχτά παράθυρα της αίθουσας;»
«Φυσικά. Δε θα δυσκολευτούμε να βρούμε κάτι τέτοιο. Στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων είσαι, Βάνμιρ…»
Ο ακρίτης ένευσε.
«Τι έχεις, λοιπόν, στο μυαλό σου; Να τηλεμεταφερθείς μέσα;»
«Ναι, και να κρυφτώ ανάμεσα στα έπιπλα της αίθουσας. Έτσι, θα πλησιάσω τον Ουρανολίθινο Θρόνο πρώτος, ώστε να σταματήσω τον Φανλαγκόθ απ’το να τον αγγίξει.»
«Τα ουρανολίθινα θραύσματα, όμως, τα κουβαλά μαζί του συνεχώς,» είπε η Λιόλα.
Ο Βάνμιρ ύψωσε τα χέρια. «Γι’αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.»
«Και σκοπεύεις να πας μόνος στην αίθουσα;»
Εκείνος ένευσε ξανά.
«Όχι, Βάνμιρ,» διαφώνησε η Λιόλα· «υπάρχει και καλύτερος τρόπος.»
Ο ακρίτης ύψωσε ένα του φρύδι, ερωτηματικά.
«Θα τηλεμεταφερθείς μέσα στην αίθουσα, θα κρυφτείς ανάμεσα στα έπιπλα και στις σκιές της, όπως είπες, και θα πλησιάσεις τον Ουρανολίθινο Θρόνο. Συγχρόνως, όμως, εγώ και αρκετοί στρατιώτες θα βρισκόμαστε απέξω, και, όταν είσαι κοντά στο θρόνο, η Ρικνάβαθ θα μας ειδοποιήσει και θα μπούμε κι εμείς. Συμφωνείς;»
—Εγώ συμφωνώ—είπε η Καρμώζ—Είναι ασφαλέστερο, Βάνμιρ—
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Άρχοντας του Ράλτον. «Θα κινηθούμε όπως προτείνεις, Λιόλα.»
Προτού βάλουν το σχέδιό τους σε εφαρμογή, ο Βάνμιρ και η Λιόλα έστειλαν τη Ρικνάβαθ στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, για να δει ποια από τα παράθυρα ήταν ανοιχτά και, γενικότερα, πώς ήταν η κατάσταση εκεί.
Όταν επέστρεψε, είπε—Τα παράθυρα είναι κλειστά· όλα. Στο δωμάτιο δεν υπάρχει κανένας, εκτός από τον Φανλαγκόθ κι έναν άλλο άντρα—
«Ποιος είναι αυτός ο άλλος άντρας;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
—Δεν ξέρω. Ένας ξανθός τύπος, με γένια—
«Ο Σέρκιλ,» είπε η Λιόλα, «ο πειρατής που ο Ράζλερ έφερε μαζί του από τη Νήσο Άγκρεμ. Τον ακολουθεί παντού.»
«Ρικνάβαθ, σίγουρα όλα τα παράθυρα είναι κλειστά;»
—Ναι. Έκανα τον κύκλο, και τα κοίταξα ένα-ένα—
«Ο Φανλαγκόθ φαίνεται, λοιπόν, πως είχε προβλέψει τι θα σκεφτόμουν. Αλλά, Λιόλα, η αίθουσα ήταν άδεια, όταν τον άφησες εκεί;»
Η Βασίλισσα ένευσε. «Μου ζήτησε να μείνει μόνος, για να διαλογιστεί.»
«Μάλιστα…» Ο Βάνμιρ δάγκωσε το κάτω του χείλος. «Δεν μπορούμε έτσι να βάλουμε σ’εφαρμογή το σχέδιο μας…»
Η Λιόλα αναστέναξε. «Αυτό παρατηρώ κι εγώ.»
«Ρικνάβαθ, πού βρίσκεται ο Φανλαγκόθ μέσα στην αίθουσα;»
—Είναι καθισμένος στον Ουρανολίθινο Θρόνο—
«Κι αυτός ο Σέρκιλ;»
—Στέκεται λίγο πιο πέρα. Μπροστά από το βάθρο—
«Χμμ…»
«Τι σκέφτεσαι, Βάνμιρ;» θέλησε να μάθει η Λιόλα, ακουμπώντας το σαγόνι στο δεξί της χέρι.
«Θα τον συναντήσω μόνος–»
«Μην είσαι ανόητος.»
—Βάνμιρ, έχει δίκιο!—
«Αν μπω στην αίθουσα μαζί με φρουρούς του παλατιού, τότε ο Φανλαγκόθ θα χρησιμοποιήσει τον ουρανόλιθο για να τηλεμεταφέρει τον εαυτό του και τον θρόνο μακριά από εδώ.»
«Πόσο μακριά;» έθεσε το ερώτημα η Λιόλα.
«Δεν έχει σημασία πόσο μακριά. Σημασία έχει ότι θα τον χάσουμε πάλι· και ο χρόνος μας είναι περιορισμένος –η Κουαλανάρα μετατρέπεται σε Αρχέτοπο, όσο καθυστερούμε.»
«Πότε θα ολοκληρωθεί αυτή η μεταμόρφωση;»
«Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά υποθέτω ότι θα χρειαστούν κάποιοι μήνες.»
«Και δε θα βρεις τον Φανλαγκόθ ως τότε;»
«Αν γνωρίζει ότι τον κυνηγάω, θα κρυφτεί καλύτερα. Κι επιπλέον, τώρα τον έχω στο χέρι μου· δε θα τον αφήσω να φύγει!»
«Κατανοητό,» είπε η Λιόλα· «αλλά ποιος μας εγγυάται πως, όταν μπεις στην αίθουσα μόνος, δε θα τηλεμεταφερθεί μακριά, ούτως ή άλλως;»
«Κανείς. Όμως πιστεύω πως δε θα το κάνει, εκτός αν βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Πρώτα, θα προσπαθήσει να με σκοτώσει.»
—Και θα τα καταφέρει, Βάνμιρ! Έχει τον ουρανόλιθο κοντά του· δεν μπορείς να του αντισταθείς!—
«Έχω ένα σχέδιο.»
Η Λιόλα συνοφρυώθηκε. «Τι σχέδιο;»
*
Η Λιόλα και η Ρικνάβαθ δε συμφώνησαν απόλυτα με το σχέδιο του –για την ακρίβεια, δε συμφώνησαν καθόλου–, αλλά εκείνος δεν το βρήκε συνετό να το ακυρώσει. Εξάλλου, δεν είχαν κάτι καλύτερο να του προτείνουν, και ο Φανλαγκόθ έπρεπε να πεθάνει. Έτσι, τώρα ο Βάνμιρ πλησίαζε την Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, με το σπαθί του ξεθηκαρωμένο και έχοντας βγάλει την πανοπλία του νεαρού φρουρού που είχε σκοτώσει στην πόλη· ήξερε ότι το βάρος της περισσότερο θα τον παρακώλυε, στη συγκεκριμένη σύγκρουση, παρά θα τον βοηθούσε.
Εκατέρωθεν της μεγάλης, διπλής πόρτας της βασιλικής αίθουσας στέκονταν δύο πολεμιστές, οι οποίοι αγριοκοίταξαν τον Βάνμιρ, καθώς εκείνος τους ζύγωσε με το ξίφος του γυμνολέπιδο.
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε ο ένας.
«Διαταγή από τη Βασίλισσα Λιόλα, να εγκαταλείψετε το πόστο σας,» αποκρίθηκε ο ακρίτης, και τους έδωσε ένα κομμάτι χαρτί, με τη βασιλική σφραγίδα επάνω. Εκείνοι το κοίταξαν παραξενεμένοι, αλλά δεν μπορούσαν να φέρουν αντίρρηση· αποχώρησαν, αφήνοντας τον Βάνμιρ μόνο.
Ο Άρχοντας του Ράλτον πήρε μια βαθιά ανάσα, και επικαλέστηκε την Ταχύτητα. Η ισχύς τον φόρτισε, τα νεύρα του τεντώθηκαν, η περιφερειακή του όραση θόλωσε. Ύψωσε τα χέρια του και, χωρίς ν’απελευθερώσει την ενέργεια –πράγμα όχι εύκολο· χρειάστηκε αρκετό αυτοέλεγχο, καθώς είχε συγκεντρώσει πολλή δύναμη εντός του–, έσπρωξε τη διπλή πόρτα της αίθουσας, ανοίγοντάς την, μ’έναν κρότο.
Ο Φανλαγκόθ ήταν εκεί όπου είχε πει η Ρικνάβαθ, καθισμένος στο θρόνο· αλλά, μόλις είδε τον Βάνμιρ, έκανε να σηκωθεί, λέγοντας τ’όνομά του. Εκείνος δεν περίμενε ο Ράζλερ να ολοκληρώσει την κίνησή του: έχοντας το βλέμμα του εστιασμένο στον προορισμένο του, χρησιμοποίησε την Τηλεμεταφορά.
Το Κοσμικό Χρώμα επικράτησε για μια στιγμιαία αιωνιότητα και, ύστερα, το απέραντο δωμάτιο αναδημιουργήθηκε γύρω από τον Βάνμιρ· αλλά ο ακρίτης τώρα βρισκόταν πίσω από τον Ουρανολίθινο Θρόνο.
Ο Φανλαγκόθ, πάραυτα, στράφηκε στο μέρος του, σαν κάποιος να του είχε φωνάξει. Μάλλον, διατηρούσε ακόμα ένα μέρος της μαντικής του δύναμης· ένα μέρος που τον προειδοποιούσε για τον κίνδυνο γύρω του.
Ο Βάνμιρ, όμως, ο οποίος σκόπευε να πιάσει τον εχθρό του απροετοίμαστο, είχε ήδη στρέψει το ξίφος του κατά του Ράζλερ, κι εκείνος δεν πρόλαβε ν’αποφύγει τη λεπίδα. Τη δέχτηκε στο πλάι του κεφαλιού, και σωριάστηκε, με μια κραυγή, κατρακυλώντας πάνω στα σκαλοπάτια του βάθρου.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑαααααααααρρ!» αντήχησε μια άλλη φωνή από δίπλα, και ο Βάνμιρ είδε, με τις άκριες των ματιών του, τον Σέρκιλ να έρχεται καταπάνω του, ξεσπαθωμένος. Αλλά ο ακρίτης δεν είχε χρόνο γι’αυτόν, γιατί έβλεπε ότι ο Φανλαγκόθ δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του –αν και το πρόσωπό του είχε γεμίσει αίμα–, και ο σάκος με τα ουρανολίθινα θραύσματα κρεμόταν από τον ώμο του, καθώς ο Ράζλερ προσπαθούσε, ζαλισμένος, να σηκωθεί. Η σπαθιά του Βάνμιρ θα έπρεπε, κανονικά, να τον είχε σκοτώσει, ή να τον είχε αναισθητοποιήσει, τουλάχιστον· μα ο Φανλαγκόθ δεν ήταν ένας συνηθισμένος άνθρωπος: η Πρωτοπλασματική Μάζα, που τον είχε μεταλλάξει, του είχε προσδώσει δυνάμεις υπεράνθρωπες.
Ο Άρχοντας του Ράλτον πήδησε πάνω απ’το θρόνο, επικαλούμενος την Ταχύτητα κι αγνοώντας τον ερχόμενο Σέρκιλ. Έπρεπε να ριψοκινδυνέψει να δεχτεί την επίθεση του πειρατή, προκειμένου να προλάβει τον Ράζλερ απ’το να χρησιμοποιήσει τον ουρανόλιθο. Ευτυχώς γι’αυτόν ο Σέρκιλ δεν είχε συνηθίσει ν’αντιμετωπίζει ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν την Ταχύτητα. Το απότομο τρέξιμο του Βάνμιρ τον αιφνιδίασε, και δεν πρόλαβε να σπαθίσει, ενώ ο ακρίτης περνούσε από πλάι του και έφτανε τον Φανλαγκόθ, αρπάζοντας το λουρί του σάκου του και τραβώντας το. Ο Ράζλερ προσπάθησε να τον εμποδίσει, και το κομμάτι δέρμα σχίστηκε ανάμεσά τους· ο σάκος τινάχτηκε στον αέρα και τα ουρανολίθινα θραύσματα εκτοξεύτηκαν τριγύρω.
Ο Βάνμιρ είδε –πάλι, με τις άκριες των ματιών του– τον Σέρκιλ να έρχεται καταπάνω του, και τώρα δεν μπορούσε να τον αποφύγει. Το σπαθί του πειρατή σφύριξε προς το μέρος του· ο ακρίτης πλαγιοπάτησε, και η λεπίδα αστόχησε. Το ξίφος του Βάνμιρ, όμως, βρήκε το στόχο του, τρυπώντας τον αντίπαλό του στα πλευρά. Ο Σέρκιλ άρπαξε τη λάμα, με το αριστερό χέρι, σα να ήθελε να την τραβήξει έξω· τα δόντια του έτριζαν και τα μάτια του είχαν διασταλθεί. Ο Βάνμιρ τον βοήθησε, τραβώντας εκείνος το σπαθί του από τη σάρκα του πειρατή και κλοτσώντας τον πέρα, όπου και σωριάστηκε.
Ο Φανλαγκόθ, όμως, δεν ήταν πλέον δίπλα στον Άρχοντα του Ράλτον. Είχε σηκωθεί και είχε πάει παραπέρα, υψώνοντας το Μάτι του Κυκλώνα προς το μέρος του Βάνμιρ.
Όχι! Ο ακρίτης χίμησε και χτύπησε το λευκό σκήπτρο, με το σπαθί του, παραμερίζοντάς το, αλλά μην καταφέρνοντας να το πετάξει απ’το χέρι του Φανλαγκόθ ή να το σπάσει. Ο Ράζλερ οπισθοχώρησε, προσπαθώντας πάλι να στρέψει τον γυαλιστερό λίθο στην άκρη του σκήπτρου προς τον Βάνμιρ. Ο ακρίτης, αυτή τη φορά, άρπαξε το Μάτι του Κυκλώνα, με το ελεύθερό του χέρι, γυρίζοντάς το στην οροφή της αίθουσας.
Ο Φανλαγκόθ έτριζε τα δόντια, καθώς άρχισαν να παλεύουν για το σκήπτρο. Ο Βάνμιρ θα περίμενε ο Ράζλερ να ήταν εξασθενημένος από τη σπαθιά που είχε δεχτεί στο κεφάλι, όμως εκείνος έμοιαζε να έχει περισσότερη δύναμη από τον Ωθράγκος! Και, όταν έπιασε το Μάτι του Κυκλώνα και με το δεύτερο χέρι, ο Βάνμιρ αισθάνθηκε ότι θα έχανε πολύ γρήγορα τον αγώνα, εκτός αν κι αυτός έκανε το ίδιο. Έτσι, άφησε το ξίφος του να πέσει και άρπαξε το σκήπτρο και με το δεξί του χέρι.
«Δε σου αξίζει τίποτα λιγότερο απ’ό,τι έπαθε ο αδελφός σου, όταν τόλμησε να μου εναντιωθεί!» γρύλισε ο Φανλαγκόθ. Τα μάτια του γυάλιζαν από οργή, και, καθώς η όψη του ήταν γεμάτη με αίμα, φάνταζε σαν δαίμονας βγαλμένος από εφιάλτη.
Το σκήπτρο γλιστρούσε απ’τα δάχτυλα του Βάνμιρ. Δεν έχει νόημα να του αντιστέκομαι έτσι… Άλλο τρόπο πρέπει να βρω… Πήρε το ένα του χέρι από το Μάτι του Κυκλώνα και τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη ζώνη του, μπήγοντάς το, με μια σπασμωδική κίνηση, στα πλευρά του Φανλαγκόθ. Το χτύπημα ήταν άτεχνο, επιπόλαιο, και απερίσκεπτο –όπως θα το χαρακτήριζε ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ, ο πατέρας του Βάνμιρ–, καθώς ο ακρίτης δεν είχε ούτε καν σημαδέψει –δε νόμιζε πως είχε το χρόνο για να σημαδέψει· το λευκό σκήπτρο θα του γλιστρούσε απ’το άλλο χέρι, εκτός αν δρούσε αμέσως–, αλλά ο Ράζλερ τινάχτηκε όπισθεν, μουγκρίζοντας, και το Μάτι του Κυκλώνα εκτοξεύτηκε παραδίπλα, φεύγοντας απ’τη λαβή και των δυο τους.
Δεν ήταν, όμως, μόνο το σκήπτρο που έφυγε απ’τη λαβή του Βάνμιρ, αλλά και το όπλο που είχε χρησιμοποιήσει για να καρφώσει τον Φανλαγκόθ. Ο Ράζλερ έπιασε το μανίκι του ξιφιδίου και το τράβηξε από το σώμα του, καθώς ο ακρίτης τον κοιτούσε εξαντλημένος, νιώθοντας τα χέρια του να τρέμουν από τη σύντομή τους πάλη. Ωστόσο, ο Φανλαγκόθ δεν είχε πρόθεση να επιτεθεί στον εχθρό του με ατσάλι· το βλέμμα του στράφηκε στα δεξιά του, όπου βρισκόταν ένα ουρανολίθινο θραύσμα.
Έτρεξε και το άρπαξε, γελώντας.
Δέκα χιλιάδες κατάρες…! σκέφτηκε ο Βάνμιρ.
«Τώρα, Βάνμιρ,» γρύλισε ο Φανλαγκόθ, «θα μάθεις πώς αντιμετωπίζω τους τρελούς –ειδικά αυτούς που μ’έχουν προδώσει!» Ύψωσε το ελεύθερό του χέρι και φωτιά δημιουργήθηκε εκεί. Το τραύμα στα πλευρά του δεν έμοιαζε να τον ενοχλεί.
Ο Βάνμιρ επικαλέστηκε την Ταχύτητα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και τηλεμεταφέρθηκε προς το πρώτο σημείο που είδε.
Ένα διάπυρο βέλος εξαπολύθηκε από τη χούφτα του Φανλαγκόθ, πέρασε από το μέρος όπου στεκόταν ο ακρίτης πριν από μια στιγμή, και χτύπησε μια από τις κολόνες της αίθουσας, τραντάζοντάς την και κάνοντας κομμάτια πέτρας να εκτοξευτούν.
«Πού πηγαίνεις, προδότη;» κραύγασε ο Ράζλερ. «Ήρθε η ώρα να ΨΗΘΕΙΣ!»
«Εδώ είμαι, Φανλαγκόθ,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, ξεπροβάλλοντας πίσω από μια άλλη κολόνα, στην αντικρινή μεριά της αίθουσας. Θα ξοδέψεις όλο σου τον ουρανόλιθο για να με πετύχεις;
Ο Φανλαγκόθ τον ατένισε με στενεμένα μάτια, και το θραύσμα στο χέρι του γυάλισε με γαλαζόγκριζη ισχύ.
Ο Βάνμιρ επικαλέστηκε την Ταχύτητα, αλλά ο Ράζλερ δεν εκτόξευε κανένα πύρινο βλήμα εναντίον του· πήρε ο ίδιος φωτιά. Το δέρμα του φάνηκε να μετατρέπεται σε φλόγες, και τα ρούχα του κάηκαν. Το ουρανολίθινο κομμάτι στο χέρι του διαλύθηκε.
Ο Φανλαγκόθ έτρεξε καταπάνω στον ακρίτη, ο οποίος, χρησιμοποιώντας την Ταχύτητα, έτρεξε επίσης, για ν’απομακρυνθεί από τις μετακινούμενες φλόγες.
«Έλα στην αγκαλιά μου, Βάνμιρ! Έλα στην αγκαλιά του αφέντη σου!» ούρλιαξε ο Ράζλερ, που έμοιαζε να έχει μετατραπεί σε ζωντανή φωτιά.
Ο Βάνμιρ δε σκόπευε ν’ανταποκριθεί στο αίτημά του, έτσι συνέχισε να τρέχει. Οι δυο τους άρχισαν να διαγράφουν την περιφέρεια της τεράστιας αίθουσας, ανατρέποντας αντικείμενα και έπιπλα, και πυρπολώντας οτιδήποτε εύφλεκτο στο πέρασμά τους. Η κατάσταση ίσως να ήταν αστεία, αν δεν ήταν τόσο, μα τόσο, τρομακτική.
Τι μου θυμίζει αυτό;… Τι μου θυμίζει;… σκέφτηκε ο Βάνμιρ, λαχανιασμένος –περισσότερο από τον τρόμο, παρά από το τρέξιμο, αν και η Ταχύτητα είχε αρχίσει πλέον να τον καταβάλλει, τόσες φορές που την είχε επικαλεστεί απόψε– και θυμούμενος τη νύχτα που εκείνος, η Ρικνάβαθ, ο Φανλαγκόθ/Λιόλα, και ο Νεκρομέμνων ο δολοφόνος είχαν συναντηθεί εδώ και τα πάντα είχαν αρπάξει φωτιά, όπως και τώρα.
«Δεν μπορείς να τρέχεις για πάντα, Ωθράγκος!» ούρλιαξε ο Ράζλερ, ξέφρενος.
Ο Βάνμιρ, όμως, τον είχε πια αφήσει πολύ πίσω, και πήδησε πάνω στον Ουρανολίθινο Θρόνο, παύοντας να χρησιμοποιεί την Ταχύτητα.
Ο Φανλαγκόθ ξεπρόβαλε μέσα από τις φλόγες, γελώντας. Ο ακρίτης τον παρατήρησε· το δέρμα του, το σώμα του, φαίνεται να υπάρχουν κάτω από τη φωτιά που τον τυλίγει. Τράβηξε απότομα ένα ξιφίδιο από τη μπότα του και το εκτόξευσε καταπάνω στον Ράζλερ. Εκείνος, καθώς ήταν αποπροσανατολισμένος και κουρασμένος από το κυνηγητό, δεν πρόλαβε να τ’αποφύγει. Το δέχτηκε στον ώμο, και παραπάτησε, μουγκρίζοντας.
Εξακολουθείς, λοιπόν, να είσαι θνητός κάτω απ’αυτές τις τρισκατάρατες φλόγες, ελεεινό καθίκι! σκέφτηκε ο Βάνμιρ και, πηδώντας από τον Ουρανολίθινο Θρόνο, έτρεξε προς τον εχθρό του. Άρπαξε το ξίφος του από κάτω και το ύψωσε, εφορμώντας. Η πολεμική κραυγή των ακριτών γλίστρησε, μανιασμένα, απ’τα χείλη του:
«Ράααααααλτοοοοοοοοοοοοον!»
Ο Φανλαγκόθ τράβηξε το ξιφίδιο απ’τον ώμο του και στράφηκε στον Βάνμιρ, την ώρα που εκείνος τον έφτανε. Το σπαθί του Ωθράγκος κατέβηκε, κάθετα, για να τον κόψει στα δύο, αλλά εκείνος έκανε όπισθεν, και η λεπίδα τον χάραξε στο στήθος, χωρίς να τον τρυπήσει βαθιά.
Ο Ράζλερ συσπειρώθηκε, ατενίζοντας τον αντίμαχό του με προσοχή.
«Θες να μου ορμήσεις, Φανλαγκόθ;» γρύλισε ο Βάνμιρ, περιμένοντας την κίνησή του. «Όρμα μου! Το ατσάλι μου σε περιμένει, μπασταρδεμένο μετάλλαγμα της Πρωτοπλασματικής Μάζας!»
«Όχι,» σφύριξε ο Ράζλερ· «έχω καλύτερους τρόπους για να σε αντιμετωπίσω…» Και πήδησε προς ένα από τα ουρανολίθινα θραύσματα που βρισκόταν τυλιγμένο στις φλόγες.
Ο Βάνμιρ έτρεξε να τον προλάβει.
Ο Φανλαγκόθ έπεσε μπρούμυτα, και το χέρι του απλώθηκε, για να πιάσει το κομμάτι–
Το ξίφος του Βάνμιρ τού διαπέρασε τα πλευρά.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΡΡΝΝ!» Η κραυγή του Ράζλερ αντήχησε στην άδεια, φλεγόμενη Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, αλλά η γροθιά του έκλεισε γύρω απ’το πολύτιμο θραύσμα. Και ο Βάνμιρ τώρα καταλάβαινε ότι ο εχθρός του θα κοιτούσε ή να θεραπεύσει το σώμα του ή να φύγει.
Τράβηξε το σπαθί του έξω απ’τον Φανλαγκόθ, ενώ, συγχρόνως, παρατηρούσε κάτι που του έκανε εντύπωση: το τραύμα στο κεφάλι του Ράζλερ είχε ήδη αρχίσει να γιατρεύεται (!). Από τι είναι φτιαγμένοι, ο Μαύρος Άνεμος να τους πάρει; Από τι είναι φτιαγμένοι;
Το ουρανολίθινο κομμάτι άστραψε μέσα στη χούφτα του Φανλαγκόθ, και μια ακτινοβολία τον τύλιξε.
«Ας δούμε αν ξαναφυτρώνουν και τα χέρια σας!» φώναξε ο Βάνμιρ και, κατεβάζοντας το σπαθί του πάνω στον καρπό του Ράζλερ –τον καρπό του χεριού που κρατούσε τον ουρανόλιθο–, τον ακρωτηρίασε.
Το ουρλιαχτό του Φανλαγκόθ τράνταξε την αίθουσα, και η ακτινοβολία έπαψε να τον τυλίγει.
Ο Βάνμιρ κλότσησε τον Ράζλερ στα τραυματισμένα του πλευρά, κι εκείνος διπλώθηκε. Αλλά ακόμα ζούσε.
«Βάνμιρ!…» έκρωξε. «Οι Μετουσιωμένοι! Αυτοί είν’οι εχθροί σου…!»
Ο Άρχοντας του Ράλτον τον σπάθισε στο κεφάλι, ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που ο Φανλαγκόθ έπαψε να ουρλιάζει και να κινείται.
Ήταν νεκρός.
Πρέπει να είναι νεκρός. Δεν μπορεί να ζει ακόμα!
Ο Βάνμιρ κοιτούσε το ακίνητο σώμα του Φανλαγκόθ, καθώς οι φλόγες που ο ίδιος ο Ράζλερ είχε δημιουργήσει χόρευαν επάνω του. Το κεφάλι του ήταν σπασμένο από τις απανωτές σπαθιές του Ωθράγκος· το κρανίο φαινόταν να έχει τσακιστεί, να έχει κάνει λακκούβα. Αλλά ήταν νεκρός; Ο Βάνμιρ δεν τολμούσε ν’απομακρυνθεί, από φόβο μήπως ο εχθρός του πεταγόταν πάλι επάνω, αναγεννημένος από κάποια ανόσια δύναμη: από τη δύναμη της Πρωτοπλασματικής Μάζας.
Μετά, όμως, είδε τις φλόγες να σβήνουν από το καταχτυπημένο κορμί του Φανλαγκόθ, σαν η πηγή ενέργειας που της έτρεφε –η ζωτική ενέργεια του Ράζλερ;– να είχε πεθάνει. Και το μαύρο δέρμα του μάντη σχίστηκε, κάνοντας ρωγμές, που συναντιόνταν και διακλαδίζονταν, κι από τις οποίες αίμα κυλούσε. Ο Βάνμιρ δεν είχε ποτέ ξανά δει κάτι τέτοιο να συμβαίνει σε νεκρό, και, ξαφνιασμένος κι αηδιασμένος, αισθάνθηκε τα σωθικά του να αναποδογυρίζουν· στράφηκε, διπλώθηκε, και ξέρασε. Από τι σκατά ήταν φτιαγμένοι οι Ράζλερ, τελικά; Ούτε να πεθάνουν φυσιολογικά δεν μπορούσαν, οι δαιμονισμένοι!
—Βάνμιρ!—Η φωνή της Ρικνάβαθ—Φύγε απ’την αίθουσα, Βάνμιρ! Τα πάντα φλέγονται! δε βλέπεις;—
Ο ακρίτης ορθώθηκε, σκουπίζοντας το στόμα του, με το πίσω του μανικιού του. «Ήθελα να βεβαιωθώ ότι είναι νεκρός,» μουρμούρισε.
«Βάνμιρ!» Αυτή η φωνή δεν ήταν της Ρικνάβαθ, αλλά της Λιόλα. Ο Άρχοντας του Ράλτον γύρισε κι αντίκρισε την κόρη του μακαρίτη Βασιληά Άργκελ στην ανοιχτή είσοδο της Αίθουσας του Ουρανολίθινου Θρόνου. Επικέντρωσε το βλέμμα του πλάι της και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα –ήταν, πραγματικά, εξουθενωμένος από όλα όσα είχαν συμβεί· εξαντλημένος σχεδόν σε σημείο λιποθυμίας–, επικαλέστηκε το Χάρισμα, αφήνοντάς το να φορτίσει το σώμα του, να το γεμίσει με την ενέργειά του… Και μετά, ο Βάνμιρ απελευθέρωσε την ενέργεια, για να τηλεμεταφερθεί.
Η Λιόλα τον είδε να εξαφανίζεται από το κέντρο της αίθουσας, όπου ήταν περιστοιχισμένος από φωτιές, και να εμφανίζεται δίπλα της, παραπατώντας και στηριζόμενος στον τοίχο. Βρομούσε από τον ιδρώτα, το αίμα, και τον εμετό.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε, περνώντας το χέρι του στους ώμους της, για να τον βοηθήσει.
«Τι κάνεις εδώ, Λιόλα;» είπε, κουρασμένα, ο Βάνμιρ.
«Βρισκόμουν κοντά στην αίθουσα, σε περίπτωση που χρειαζόσουν κάτι,» εξήγησε εκείνη. «Είναι νεκρός;»
«Ναι,» ένευσε ο Βάνμιρ, «έτσι νομίζω.» Τώρα που η αναμέτρησή του με τον Φανλαγκόθ είχε τελειώσει και που το σώμα του είχε αποφορτιστεί, νόμιζε ότι μετά δυσκολίας μπορούσε να στέκεται.
Η Λιόλα στράφηκε στους στρατιώτες και τους υπηρέτες που είχε πάρει μαζί της, προτού έρθει εδώ, και είπε στους δεύτερους: «Οδηγήστε τον Άρχοντα Βάνμιρ στον Πύργο των Ξένων, και φροντίστε να ετοιμαστεί ένα λουτρό γι’αυτόν και να του δοθούν καινούργια ρούχα και ό,τι άλλο ζητήσει.»
«Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε ένας υπηρέτης. «Μπορείτε να βαδίσετε, Άρχοντά μου;» ρώτησε τον Βάνμιρ, «ή θέλετε να σας βοηθήσουμε.»
Εκείνος έκανε μια αρνητική χειρονομία. «Θα βαδίσω.» Πήρε το χέρι του από τους ώμους της Λιόλα και περπάτησε, για να βεβαιωθεί ότι, όντως, μπορούσε.
«Ακολουθήστε μας, τότε,» είπε ο υπηρέτης.
Ο Βάνμιρ τούς ακολούθησε, ενώ πίσω του άκουγε τη Λιόλα να λέει στους στρατιώτες: «Φέρτε νερό. Η βασιλική αίθουσα έχει πάρει φωτιά· τι κάθεστε;» Οι πολεμιστές έσπευσαν να υπακούσουν, περνώντας, βιαστικά, μπροστά από τον Άρχοντα του Ράλτον και τους υπηρέτες.
Ο Βάνμιρ, νομίζοντας ότι βάδιζε μέσα σε όνειρο, οδηγήθηκε στον Πύργο των Ξένων και σε ένα δωμάτιο, όπου του ετοίμασαν το λουτρό, όπως είχε ζητήσει η Λιόλα, και του έδωσαν καινούργια ρούχα.
«Θα θέλατε κάτι άλλο, Άρχοντά μου;» τον ρώτησε ο υπηρέτης που είχε μιλήσει και με τη Βασίλισσα· τουλάχιστον, ο Βάνμιρ νόμιζε ότι ήταν αυτός, γιατί, μέσα στην κούρασή του, θα μπορούσε να κάνει και λάθος.
«Όχι,» απάντησε. «Τίποτα.»
«Φαγητό; Ποτό;»
«…Ναι.»
«Προτιμάτε κάτι ιδιαίτερο;»
«Οτιδήποτε. Πεινάω.» Κάθισε, βαριά, σε μια πολυθρόνα, η οποία έτριξε.
Οι υπηρέτες τού ετοίμασαν το λουτρό· έπειτα, υποκλίθηκαν και έφυγαν από το δωμάτιο. Ο Βάνμιρ σηκώθηκε από την πολυθρόνα και πήγε στο μπάνιο, όπου γδύθηκε και βυθίστηκε στο ζεστό νερό και στη σαπουνάδα.
Ο ύπνος τον πήρε, και ξύπνησε όταν οι υπηρέτες ξαναήρθαν και χτύπησαν την πόρτα του λουτρού, για ν’ανακοινώσουν ότι το φαγητό του ήταν εδώ. «Ευχαριστώ,» τους είπε ο Βάνμιρ. «Μπορείτε να πηγαίνετε.» Και, ακούγοντάς τους να φεύγουν, κοιμήθηκε πάλι.
*
Όταν οι στρατιώτες έσβησαν τις φλόγες, η Λιόλα μπήκε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, ακούγοντας στάχτες και καμένα θραύσματα να τρίζουν κάτω από τις μπότες της. Στον αέρα απλωνόταν η μυρωδιά του καψίματος. Η Βασίλισσα, όμως, αδιαφορούσε για τις ζημιές που είχαν γίνει στο μεγάλο δωμάτιο –αυτές μπορούσαν εύκολα να επιδιορθωθούν–· το βλέμμα της ήταν στραμμένο στ’απομεινάρια του Φανλαγκόθ. Ο Ράζλερ ήταν νεκρός πέραν πάσης αμφιβολίας: το σώμα του είχε τραύματα από λεπίδες, καθώς και ρωγμές, που η Λιόλα αδυνατούσε να καταλάβει από τι είχαν προκληθεί, όμως έμοιαζαν μ’εκείνες που δημιουργούνται στη γη ύστερα από έναν καταστροφικό σεισμό, σαν αυτούς που η Βασίλισσα είχε διαβάσει μόνο σε βιβλία· το κεφάλι του ήταν τσακισμένο, παραμορφωμένο από απανωτά χτυπήματα· το δεξί του χέρι ήταν ακρωτηριασμένο στο σημείο του καρπού, και το κομμένο απομεινάρι βρισκόταν κοντά σ’ένα ουρανολίθινο θραύσμα, με τα δάχτυλα ακόμα να το σφίγγουν.
Ο Σέρκιλ ο πειρατής βρισκόταν λίγο παραπέρα, νεκρός κι αυτός, αλλά μόνο από ένα τραύμα στα πλευρά. Ο Φανλαγκόθ πρέπει να είχε αντέξει πολύ περισσότερο από τον υπηρέτη του· υπερφυσικά, υπεράνθρωπα περισσότερο. Όχι, βέβαια, πως η Λιόλα δεν το περίμενε τούτο από τον Ράζλερ…
Αναστέναξε. Τελείωσε, λοιπόν. Είναι νεκρός. Δεν υπάρχει πλέον. Κατά κάποιο τρόπο, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο ένας από τους Ράζλερ που τυραννούσαν την Κουαλανάρα είχε πεθάνει· δε θα εκμεταλλευόταν άλλες καταστάσεις, δε θα χρησιμοποιούσε άλλους ανθρώπους. Και, παρότι ο Φανλαγκόθ είχε βοηθήσει εκείνη και τους Γάθνιν, η Λιόλα δεν μπορούσε να πει ότι λυπόταν στο ελάχιστο για τον θάνατό του, γιατί δεν τους είχε βοηθήσει παρά για να προωθήσει τους δικούς του σκοπούς, και γιατί την ίδια την είχε εξαπατήσει τρεις φορές, μία παριστάνοντας τη Λιάμνερ Κρωθ, μία όταν χάθηκε ο ήλιος και ζήτησε να τον συνοδέψουν στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων, και μία πριν από μερικές ώρες, όταν υποστήριξε ότι η Ρικνάβαθ δεν ήταν η Ρικνάβαθ αλλά ο Νουτκάλι.
Ένα πράγμα, όμως, παραξένευε τη Λιόλα: Αφού είχε χάσει τις μαντικές του ικανότητες, πώς ήξερε τι απέγινε η Φερνάλβιν; Χρησιμοποίησε τον ουρανόλιθο, για να το μάθει; Ή, μήπως, ήταν ψέματα αυτά που μας είπε; Μήπως η Έπαρχος είναι νεκρή;
Καλύτερα να μην εκμυστηρευτώ αυτή μου την υποψία στον θείο Ζάρναβ…
Αλλά μετά, ετούτες οι σκέψεις διαλύθηκαν σαν καπνός από το μυαλό της, καθώς το βλέμμα της σταμάτησε στο λευκό σκήπτρο που ήταν πεσμένο τυχαία μέσα στην αίθουσα: το Μάτι του Κυκλώνα, το επικίνδυνο αντικείμενο που είχε παγιδεύσει την ψυχή του Ρόλμαρ σ’έναν γκρίζο κόσμο και είχε αφήσει το σώμα του σε στάση.
Η Λιόλα το πλησίασε με προσοχή, βαδίζοντας αργά, σα να φοβόταν ότι μπορεί, λόγω κάποιας παρενέργειας, να λειτουργούσε από μόνο του και να παγίδευε και τη δική της ψυχή. Ωστόσο, φτάνοντας κοντά του, είδε πως δεν της φαινόταν ως τίποτα περισσότερο από ένα λευκό, κοντό ραβδί μ’έναν γυαλιστερό λίθο στην κορυφή του.
Αν το αγγίξω;…
Η Λιόλα έσκυψε και άπλωσε το χέρι της. Τα δάχτυλά της ακούμπησαν, διστακτικά, το λείο στέλεχος του Ματιού του Κυκλώνα. Η Βασίλισσα κράτησε την αναπνοή της, για λίγο, απλώνοντας τις αισθήσεις της. Δεν αισθάνθηκε, όμως, τίποτα το ενοχλητικό· τίποτα που να την προειδοποιεί για κίνδυνο. Το χέρι της έκλεισε γύρω από το λευκό σκήπτρο. Πάλι τίποτα δεν αισθάνθηκε, τίποτα ανησυχητικό· έτσι, το σήκωσε από το δάπεδο και το κράτησε εμπρός της, κοιτάζοντάς το με προσοχή, αλλά έτοιμη να το πετάξει, σε περίπτωση που νόμιζε ότι πήγαινε να την επηρεάσει κάπως.
Θα μπορούσα, άραγε, να το χειριστώ, όπως το χειριζόταν ο Φανλαγκόθ; Ή πρέπει να έχει κανείς υπεράνθρωπες δυνάμεις για να το κάνει αυτό;
Θα ήταν ενδιαφέρον να μάθει. Πέρασε το Μάτι του Κυκλώνα στη ζώνη της και κοίταξε τριγύρω, στο πάτωμα, για τα ουρανολίθινα θραύσματα. Είδε πως τρία είχαν απομείνει, και πρόσταξε τους υπηρέτες που είχαν συγκεντρωθεί στην αίθουσα να τα μαζέψουν, να τα βάλουν σ’έναν σάκο, και να της τα δώσουν. Εκείνοι υπάκουσαν, έτσι, σε λίγο, η Λιόλα τα είχε κρεμασμένα στον ώμο της και έφυγε από το πυρπολημένο δωμάτιο, κατευθυνόμενη προς τον Βασιλικό Πύργο και τα διαμερίσματά της.
*
Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο του. «Πρίγκιπά μου;»
Τα μάτια του Νόρβορ άνοιξαν και, στο φως της φωτιάς του τζακιού, αντίκρισαν τη Σαντάνρα να στέκεται πάνω απ’το κρεβάτι του.
«Με συγχωρείτε που σας ξυπνάω, Πρίγκιπά μου, αλλά έχω σημαντικά νέα. Πολύ σημαντικά.»
Ο Νόρβορ ανακάθισε, παραμερίζοντας τα καστανόξανθα μαλλιά απ’το μέτωπό του. «Πες μου.»
«Η Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου έπιασε φωτιά–»
«Πότε;»
«Πριν από λίγο· αλλά μην ανησυχείτε: οι στρατιώτες έσβησαν τις φλόγες. Η αδελφή σας, η Βασίλισσα, ήταν εκεί. Επίσης, απ’ό,τι άκουσα, ο μάγος είναι νεκρός.»
Ο Νόρβορ συνοφρυώθηκε. «Ο Φανλαγκόθ;»
Η Σαντάνρα ένευσε. «Και ο υπηρέτης του, ο Σέρκιλ.»
«Νεκρός κι αυτός;»
«Ναι.»
«Ποιος τους σκότωσε;»
«Δεν ξέρω ακριβώς. Όλα τούτα τα έμαθα από τους υπηρέτες που πήγαν να καθαρίσουν την αίθουσα.»
Ο Νόρβορ σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ντύνεται. Η Σαντάνρα τον βοήθησε. «Πού θα πάτε, Πρίγκιπά μου, αν επιτρέπεται;» ρώτησε.
«Να μιλήσω με τη Λιόλα. Είπες ότι ήταν εκεί, σωστά;»
«Ναι, έτσι άκουσα.»
Ο Νόρβορ τελείωσε με το ντύσιμό του, πέρασε το θηκαρωμένο του σπαθί στη ζώνη του, και την έδεσε γύρω απ’τη μέση του. Για καλό και για κακό· ποτέ δε βλάπτει να είναι κανείς οπλισμένος…
«Τι θα θέλατε από εμένα, Πρίγκιπά μου;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο, Σαντάνρα. Κάνε ό,τι νομίζεις,» αποκρίθηκε ο Νόρβορ, διασχίζοντας τα διαμερίσματά του κι ανοίγοντας την εξώπορτα.
Η Λιόλα είχε μόλις φτάσει στα δικά της διαμερίσματα, όταν η πόρτα της χτύπησε και ακούστηκε η φωνή του αδελφού της.
«Πέρασε,» του είπε, και ο Νόρβορ μπήκε στο καθιστικό, αντικρίζοντας τη Βασίλισσα να στέκεται στο κέντρο του δωματίου, ντυμένη με μαύρη τουνίκα, μπλε παντελόνι, και μελανές μπότες. Από τη ζώνη της κρεμόταν ένα ξιφίδιο και ένα λευκό σκήπτρο –το Μάτι του Κυκλώνα, μα τους θεούς! Στον ώμο της ήταν περασμένος ένας σάκος που θα μπορούσε –και έχω μια υποψία ότι έτσι είναι– να περιέχει τα ουρανολίθινα κομμάτια. Τα ξανθά της μαλλιά ήταν δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της.
«Λιόλα,» είπε ο Νόρβορ, κλείνοντας την πόρτα. «Τι έγινε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου;»
«Πώς το έμαθες;» ρώτησε εκείνη, βγάζοντας το σάκο από τον ώμο της κι αφήνοντάς τον πάνω στον καναπέ.
«Τι σημασία έχει αυτό; Το έμαθα.»
Τι μου κρύβεις, αδελφούλη; σκέφτηκε η Λιόλα. Και –πιο σημαντικό– γιατί μου το κρύβεις; «Ο Φανλαγκόθ είναι νεκρός.»
«Το άκουσα.»
«Φαίνεται, λοιπόν, πως τα ξέρεις όλα,» είπε η Λιόλα, κάπως ενοχλημένη. Έλυσε τα μαλλιά της και τ’άφησε ν’απλωθούν στους ώμους της. «Τι ήρθες να μάθεις, τότε;»
«Μόνο αυτά τα δύο πράγματα ξέρω,» αντιγύρισε ο Νόρβορ: «ότι ο Φανλαγκόθ είναι νεκρός και ότι η αίθουσα πήρε φωτιά. Γιατί είσαι τόσο εκνευρισμένη;»
Ίσως να έχει δίκιο. Είμαι εκνευρισμένη, δεν είμαι; «Κάθισε,» του πρότεινε. «Αν θες να μάθεις τι συνέβη, έχεις πολλά ν’ακούσεις.» Έτσι κι αλλιώς, δε φαίνεται πως θα κοιμηθούμε απόψε…
Ο Νόρβορ πήρε θέση στον καναπέ.
«Θέλεις καφέ;»
«Όχι ιδιαίτερα.»
«Εγώ, όμως, θέλω,» είπε η Λιόλα.
«Τότε, θέλω κι εγώ.»
Η Λιόλα μειδίασε. «Εντάξει.» Τράβηξε το λευκό σκήπτρο από τη μέση της και το άφησε πάνω στο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ. «Μην το πειράξεις αυτό,» τόνισε στον αδελφό της.
«Είναι επικίνδυνο;»
«Νομίζεις ότι δεν είναι;»
Ο Νόρβορ ανασήκωσε τους ώμους. «Ξέρω γω; Τόση ώρα το είχες επάνω σου…»
«Δεν έχει σημασία αυτό,» αποκρίθηκε η Λιόλα. Κλότσησε τις μπότες της και βάδισε, ξυπόλυτη, προς μια πόρτα. «Θες κριθάρι στον καφέ;»
«Δεν έχουμε υπηρέτες εδώ μέσα;»
«Έχουν μπόλικη δουλειά απόψε· και δε βλάπτει να χρησιμοποιείς και τα χεράκια σου, πού και πού. Θες κριθάρι ή όχι;»
«Όχι.»
«Ζάχαρη;»
«Λίγη.»
*
Ο Ζάνμελ μπήκε στο δωμάτιό του, στον Χαριτωμένο Χορευτή. Ο Κάβμαρ και η Αϊλρέηκ τον περίμεναν, όπως και την προηγούμενη φορά.
«Νεκρός,» δήλωσε ο δολοφόνος.
Ο Έπαρχος χαμογέλασε. Ξεδίπλωσε το χαρτί του, πήρε την πένα από το μελανοδοχείο, και διέγραψε το όνομα Θόρβαν ε Κάσμεγκωρ. «Πώς ήταν τα πράγματα;»
«Τι εννοείς;» Ο Ζάνμελ άρχισε να ξεθηκαρώνει τα όπλα του και να τ’ακουμπά στο ξύλινο τραπέζι.
«Δυσκολεύτηκες;»
«Ναι. Αλλά δεν ήταν κάτι που δε μπορούσα ν’αντιμετωπίσω. Έχω, πάντως, την εντύπωση ότι αυτός ο στόχος φυλαγόταν καλύτερα από τον προηγούμενο.»
«Φυσικό δεν είναι;» παρενέβη η Αϊλρέηκ. «Όσο πληθαίνουν οι νεκροί, τόσο πιο προσεκτικοί θα γίνονται οι ζωντανοί.»
«Ναι,» συμφώνησε ο Κάβμαρ. «Ωστόσο, οι Κάσμεγκωρ πάντοτε είχαν πολλούς φρουρούς, άρα το γεγονός δε με εκπλήττει.»
«Δηλαδή, πιστεύετε, Έπαρχε, πως αποκλείεται να φοβήθηκαν;» ρώτησε η Αϊλρέηκ.
Ο Κάβμαρ κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν αποκλείεται. Και, όπως είπες κι εσύ, όσο πληθαίνουν οι νεκροί, τόσο πιο προσεκτικοί θα γίνονται οι ζωντανοί.
»Αυτό, Ζάνμελ, σημαίνει πως οι επιχειρήσεις θα είναι, σταδιακά, και επικινδυνότερες, η μία κατόπιν της άλλης.»
«Πόσους θα σκοτώσουμε ακόμα, προτού αρχίσουμε να εκβιάζουμε τους υπόλοιπους;»
«Άλλον έναν,» είπε ο Κάβμαρ. «Άλλον έναν προτού αρχίσουν οι εκβιασμοί. Ωστόσο, οι δολοφονίες δε θα πάψουν· γιατί, αν πάψουν, οι εχθροί μας θα χαλαρώσουν, και δεν το θέλουμε αυτό.»
«Ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ θα κινήσει ουρανό και γη για να μας βρει,» είπε η Αϊλρέηκ, με κάποιο φόβο στη φωνή της. «Για πόσο θα καταφέρουμε να του κρυβόμαστε;»
«Για όσο χρειαστεί. Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.» Τα μάτια του Κάβμαρ γυάλιζαν, καθώς μιλούσε· και ο Ζάνμελ αναγνώριζε αυτή τη γυαλάδα: ήταν η φλογερή επιθυμία της εκδίκησης. Ο Έπαρχος, ακόμα κι αν πίστευε ότι μπορούσε να φύγει εύκολα από τη Νουάλβορ, δε θα το έκανε· ήθελε να ξεπληρώσει το Χέρι για την προδοσία του –ήθελε να το ξεπληρώσει πλήρως.
«Σε ακολούθησε κανένας, Ζάνμελ, καθώς ερχόσουν εδώ;» ρώτησε η Αϊλρέηκ.
«Ευτυχώς, όχι,» απάντησε ο δολοφόνος. Και ρώτησε τον Έπαρχο: «Με την Αρχόντισσα Ρικέλθη και τους άλλους τι γίνεται;»
«Τίποτα το ιδιαίτερο. Στα δωμάτια που τους έδωσε ο Ράνιρ είναι.»
«Πιστεύεις ότι μπορεί να μας προδώσουν;» Ο Ζάνμελ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού.
Ο Κάβμαρ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Η Ρικέλθη θέλει να βοηθήσει τους δικούς της, που βρίσκονται στους Δεκαεννέα Πύργους, και η Λαθέμη ακόμα νομίζει ότι το πεπρωμένο της είναι να γίνει Βασίλισσα του Νόρβηλ.» Γέλασε.
Ο Ζάνμελ δεν κατάλαβε αυτό το τελευταίο. Το πεπρωμένο της;
Ο Κάβμαρ παρατήρησε την απορία στα μάτια του δολοφόνου. «Θα σας πω κάτι που δεν ξέρει πολύς κόσμος. Αλλά δε θέλω να το πείτε πουθενά.» Κοίταξε μια την Αϊλρέηκ μια τον Ζάνμελ.
«Τ’ορκίζομαι στη Μεγάλη Θεά, Έπαρχε,» δήλωσε η Νότια Ρουζβάνη.
Ο δολοφόνος απλά ένευσε.
«Η Αρχόντισσα Λαθέμη έχει ένα γενετήσιο σημάδι επάνω της, το οποίο, όταν ήταν μικρή, την παραξένεψε· έτσι, επισκέφτηκε μια μάντισσα, που της είπε ότι η μοίρα της είναι, κάποτε, να βασιλέψει.»
«Κι εσύ πώς το…;» Ο Ζάνμελ σταμάτησε να μιλά, σκύβοντας το κεφάλι και τρίβοντας τον δεξή του κρόταφο.
«Τι έχεις;» ρώτησε η Αϊλρέηκ, συνοφρυωμένη.
Εκείνος ύψωσε πάλι το κεφάλι, βλεφαρίζοντας. «Δεν ξέρω… Κάτι ένιωσα.»
«Είσαι κουρασμένος–»
«Όχι, δεν είν’ αυτό. Κάτι… κάτι…» Κάτι χάθηκε, σκέφτηκε. Του είχε γεννηθεί η εντύπωση πως κάτι χάθηκε. Μήπως είχε απλά θυμηθεί το νεκραδελφό του; Όχι· όχι, δεν ήταν αυτό. Ο Χέντραμ δεν είχε καν περάσει απ’το νου του. Το παράξενο συναίσθημα είχε έρθει από το πουθενά. Τώρα, όμως, είχε φύγει, και ο Ζάνμελ ένιωθε εντάξει… αν και νόμιζε –κι ετούτο ήταν ακόμα πιο παράξενο από το αρχικό του συναίσθημα– ότι κάποιος είχε κόψει ένα νήμα από πάνω του. «Τέλος πάντων. Δεν είναι τίποτα. Ζαλίστηκα λιγάκι.»
«Θα κοιμηθείς και θα σου περάσει,» είπε ο Κάβμαρ.
«Ήδη μου έχει περάσει,» αποκρίθηκε ο Ζάνμελ. «Ήταν κάτι που ήρθε κι έφυγε.»
«Τι ήθελες να με ρωτήσεις;»
«Α, ναι… Πώς τα έμαθες εσύ όλα αυτά για την Αρχόντισσα Λαθέμη, Έπαρχε;»
«Από τους κατασκόπους μου, φυσικά· από πού αλλού;»
«Τη θεωρείς επικίνδυνη;» ρώτησε ο Ζάνμελ.
«Αρκετά,» είπε ο Κάβμαρ. «Αν της δοθεί η ευκαιρία να καθίσει στο θρόνο, δε θα διστάσει καθόλου να το κάνει. Εξάλλου… είναι το πεπρωμένο της.» Σηκώθηκε από την καρέκλα. «Για την ώρα, όμως, δε μας ενοχλεί. Όποιος θέλει να πολεμήσει τον Λώντιρ είναι φίλος μου.» Βάδισε ως την πόρτα. «Καληνύχτα, Ζάνμελ. Αϊλρέηκ.»
«Καληνύχτα, Έπαρχε,» αποκρίθηκε η Νότια Ρουζβάνη, και ο Κάβμαρ έφυγε.
Η Αϊλρέηκ πήγε και κάθισε δίπλα στον Ζάνμελ, αγγίζοντας το χέρι του. «Είσαι καλά;»
«Ναι· δεν ήταν τίποτα αυτό που ένιωσα.» Αν και ήταν πολύ παράξενο… πρόσθεσε νοερά. Ξάπλωσε, ανάσκελα, κι αισθάνθηκε κάτι να κινείται από κάτω του.
«Πρόσεχε!» τον προειδοποίησε η Αϊλρέηκ.
Ο Ζάνμελ ανακάθισε, και είδε τα σκεπάσματα του κρεβατιού να ανασαλεύουν. Τα σήκωσε και τράβηξε από μέσα την κάχελ’κικ, κρατώντας την από το κατώτατο σημείο του κεφαλιού της, ώστε να μη μπορεί να τον δαγκώσει (όχι πως πίστευε ότι θα τον δάγκωνε· νόμιζε ότι τον είχε πλέον συνηθίσει, και ότι διαισθανόταν πως η αφέντρα της τον συμπαθούσε).
Στράφηκε στην Αϊλρέηκ, προτείνοντας της το φίδι. «Κάτι ξέχασες.»
Η Ρουζβάνη γέλασε, και πήρε την κάχελ’κικ στο δεξί χέρι, όπου εκείνη τυλίχτηκε στον πήχη της κυράς της.
*
Κάποιος είχε πεθάνει.
Δεν ήταν όνειρο, όχι ακριβώς. Ήταν μια ιδέα: κάτι που πέρασε σαν αστραπή από το νου· κάτι που ήδη γνώριζε, μα δεν είχε ακόμα συνειδητοποιήσει.
Και ήταν η πρώτη φορά που τρόμαζε από μια τέτοια αποκάλυψη, από έναν θάνατο, ύστερα από τόσους που είχε δει και ύστερα από τόσους που είχε ο ίδιος προκαλέσει.
Ο Ζάνμελ τινάχτηκε πάνω, βγάζοντας μια άναρθρη κραυγή.
Χχχσσσσσσσσς! άκουσε από δίπλα, και στράφηκε αμέσως για να δει την κάχελ’κικ ορθωμένη.
Τα μάτια της Αϊλρέηκ είχαν, επίσης, ανοίξει. «Τι είναι, αγάπη μου;» ρώτησε. «Ονειρευόσουν;» Ανασηκώθηκε και φίλησε τον δεξή, τραυματισμένο του ώμο, δίπλα από τον επίδεσμο.
«Όχι…» είπε ο Ζάνμελ, νιώθοντας μπερδεμένος.
«Όχι; Τότε, τι σε ξύπνησε;»
«Δεν ξέρω… Νομίζω ότι… κάποιος πέθανε.» Αισθανόταν το στόμα του ξερό.
«Τι εννοείς, κάποιος πέθανε;»
«Δεν ξέρω,» είπε ξανά ο Ζάνμελ. «Αυτή την αίσθηση έχω.»
Η Αϊλρέηκ αναστέναξε, σιγανά. «Έλα, ξάπλωσε. Έχουν συμβεί πολλά τούτες τις μέρες· κι εγώ νιώθω άνω-κάτω.»
Ο Ζάνμελ ξάπλωσε, αλλά σκέφτηκε: Όχι, δεν είναι αυτό. Έχω δει και χειρότερα πράγματα. Δεν είναι αυτό… Κάτι άλλο είναι.
Κάποιος πέθανε.
Αλλά πώς το κατάλαβα;
Ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ είχε προσκαλέσει όλους τους συνδέσμους του, όλους τους ανθρώπους –ευγενείς, στρατιωτικούς, εμπόρους– που συγκεντρώνονταν στο Ναό, και τους είχε ζητήσει να προσκαλέσουν κι εκείνοι τους δικούς τους συνδέσμους: αυτούς που έκαναν το θέλημά τους μέσα στη φρουρά της πόλης, καθώς και άλλους γόνους ευγενικών οικογενειών ή πραματευτές. Επίσης, τους είχε επισημάνει να φέρουν και αρκετούς στρατιώτες, ειδικά από εκείνους που είχαν πολιορκήσει το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων, προτού απομακρυνθούν έντρομοι από εκεί, λόγω της «θεϊκής παρέμβασης».
Έτσι τώρα, καθώς ξημέρωνε και το πρωινό φως σταδιακά αυξανόταν, κατερχόμενο από τον ανήλιαγο ουρανό, ένα μεγάλο πλήθος βρισκόταν συγκεντρωμένο μπροστά από το Ναό του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, στη Δυτική Περιφέρεια της Νουάλβορ. Κανείς τους δεν ήξερε τον ακριβή λόγο για τον οποίο ήταν όλοι τους εδώ· το μόνο που ήξεραν ήταν ότι ο Αρχιερέας το είχε ζητήσει, κι επειδή άπαντες σέβονταν τον Αρχιερέα και τον θεωρούσαν άτομο μεγάλης επιρροής και άξιο της εκτίμησής τους –και ευνοούμενο του ίδιου του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, επιπλέον–, είχαν έρθει. Καθώς συζητούσαν αναμεταξύ τους, μεγάλο σούσουρο είχε σηκωθεί έξω από το Ναό. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο τι μπορεί να συνέβαινε. Γιατί τους είχαν φέρει εδώ, αφού οι πόρτες της Οικίας του Οχτακέρατου Άρχοντα ήταν κλειστές; Μήπως, τελικά, επρόκειτο για κάποια φάρσα; Τι ήθελε να δείξει ο Αρχιερέας –ο άνθρωπος που ονομαζόταν Απέθαντος– μ’ετούτο;
Ένα παράθυρο άνοιξε, ψηλά στο Ναό, και μια μορφή παρουσιάστηκε, λουσμένη στο φως. Η ακτινοβολία της ήταν τόσο δυνατή, που με δυσκολία μπορούσε κανείς να την κοιτάζει. Το πλήθος έπαψε να μουρμουρίζει· το σούσουρο πέθανε, όπως ένα φίδι που μια λόγχη το τρυπά, ξαφνικά, στο κεφάλι. Άπαντες ατένιζαν την περίλαμπρη μορφή, χάσκοντας. Και τότε, εκείνη βροντοφώναξε:
«ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑ, ΚΑΙ ΕΙΔΕ ΤΗ ΔΕΙΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΤΩΝ ΤΟΥ, ΚΙ ΕΞΟΡΓΙΣΤΗΚΕ Μ’ΑΥΤΗΝ. Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΤΩΡΑ ΘΑ ΠΕΣΕΙ ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΟΛΩΝ ΣΑΣ!»
Μια πύρινη σφαίρα ήρθε από τον ουρανό, χτυπώντας ένα οικοδόμημα με μεγάλο πάταγο και πυρπολώντας το. Ουρλιαχτά ακούστηκαν από το πλήθος, το οποίο είχε πανικοβληθεί. Ορισμένοι γύρισαν και έκαναν να τρέξουν, να φύγουν, αλλά η φωνή της περίλαμπρης μορφής τούς σταμάτησε:
«ΜΗΝ ΤΟΛΜΗΣΕΤΕ ΝΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΘΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΥΨΙΣΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΑ, ΔΙΟΤΙ Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΑ ΔΕΚΑΠΛΑΣΙΑΣΤΕΙ, ΚΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΦΩΤΙΑ ΘΑ ΠΕΣΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΘΕΡΕΣ!
»ΓΟΝΑΤΙΣΤΕ, ΑΝ ΕΠΙΘΥΜΕΙΤΕ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ!»
Κάποιοι γονάτισαν αμέσως· κάποιοι άλλοι φάνηκαν διστακτικοί αλλά, τελικά, έπεσαν κι αυτοί στα γόνατα· κάποιοι αρνήθηκαν να υπακούσουν, αν και έτρεμαν· κάποιοι βρίσκονταν στα πρόθυρα της λιποθυμίας· κάποιοι συνέχιζαν να τρέχουν…
Η περίλαμπρη φιγούρα στο παράθυρο σήκωσε ένα αντικείμενο, και με τα δύο χέρια, μα κανείς δεν μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς ήταν. Επρόκειτο, μήπως, για κάποιο όπλο; Κάτι που θα πετούσε επάνω τους και θα τους σκότωνε; Ίσως αυτοί που είχαν τρέξει να ήταν συνετοί!
Ο απεσταλμένος του θεού ύψωσε το αντικείμενο πάνω απ’το κεφάλι του και φάνηκε να το αναποδογυρίζει. Νερό τον έλουσε, και η λάμψη του έσβησε… και όλοι είδαν ότι αυτό που κρατούσε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένας κουβάς.
Ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ γέλασε, και το γέλιο του αντήχησε στους δρόμους γύρω από το Ναό. Αφήνοντας τον κουβά να πέσει από το παράθυρο και να χτυπήσει, καμπανίζοντας, στο πλακόστρωτο, φώναξε:
«Ο ΥΨΙΣΤΟΣ ΑΡΧΩΝ ΕΠΙΘΥΜΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙ ΟΤΙ ΣΑΣ ΕΚΑΝΕ ΕΝΑ ΑΣΤΕΙΟ!» Και ξέσπασε πάλι σε γέλιο.
Μουρμουρητά άρχισαν αμέσως ν’ακούγονται από κάτω, καθώς και μερικές οργισμένες φωνές.
Ο Λώντιρ, στάζοντας νερό, ακούμπησε τα χέρια του στο περβάζι, και είπε, ώστε να τον ακούσουν όλοι: «Δείτε, λοιπόν, πόσο εύκολο είναι κανείς να σας κοροϊδέψει μ’ένα γελοίο κόλπο! Ποιος ανάμεσά σας εξακολουθεί να πιστεύει ότι αυτό που συνέβη στους Δεκαεννέα Πύργους ήταν θαύμα;»
Σιγή πλάκωσε.
«Αν ήταν θαύμα,» φώναξε ο Αρχιερέας, «τότε μη φοβάστε, γιατί κι εγώ μπορώ να κάνω τέτοια ‘θαύματα’!»
Και αποσύρθηκε από το παράθυρο, κλείνοντας και τα δύο πατζούρια.
Οι πόρτες του Ναού άνοιξαν, για όσους πιστούς επιθυμούσαν να εισέλθουν.
*
Ο Λώντιρ κατέβηκε τις σκάλες και πήγε στα διαμερίσματά του. Η ιέρεια που ονομαζόταν Ζιάθραλ τού έδωσε μια πετσέτα. Εκείνος έβγαλε τα μουσκεμένα του ρούχα και σκουπίστηκε, στεγνώνοντας τον εαυτό του. Ο κουβάς με το νερό ήταν αναγκαίος, για να φύγει η σκόνη του Γκρίζου Σκύλου από πάνω του: η σκόνη που έκανε το φως να αντανακλάται με τόσο μεγάλη δύναμη ώστε ο Αρχιερέας να λάμπει σαν «απεσταλμένος των θεών».
Η Ιέρεια Ζιάθραλ τού έφερε καινούργια ρούχα και τον βοήθησε να τα φορέσει, ενώ εκείνος στεκόταν μπροστά από έναν μεγάλο, αργυρό καθρέφτη που στο πλαίσιό του είχε λαξεμένες μορφές ψαριών και ερπετών, μπερδεμένες αναμεταξύ τους, και στην κορφή του βρισκόταν ένα ορθάνοιχτο μάτι. Ο Λώντιρ ήταν τώρα ντυμένος με βαθυγάλαζο πουκάμισο, αμάνικο, μαύρο πανωφόρι, μαύρο παντελόνι και ζώνη, και έναν πορφυρό μανδύα. Στα πόδια του δένονταν κοντές, δερμάτινες μπότες. Από τη μέση του κρεμόταν ένα ξιφίδιο μέσα σε σκαλιστό θηκάρι.
«Το τέχνασμά μου λειτούργησε άψογα, μου φαίνεται…»
Ο Λώντιρ είδε, από τον καθρέφτη, τον Γκρίζο Σκύλο να μπαίνει στο δωμάτιο. «Είναι αγένεια να μη χτυπάς την πόρτα, μάγε.»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ήταν κλειδωμένη.»
Η Ζιάθραλ άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά του Λώντιρ, ενώ εκείνος εξακολουθούσε να είναι στραμμένος στον καθρέφτη, και μέσα από το κρύσταλλο παρατήρησε ότι τα μάτια του Γκρίζου Σκύλου περιεργάζονταν την ιέρεια, από τα κορακίσια, σγουρά της μαλλιά στη λεπτή της μέση, που το αραχνοΰφαντο της πέπλο άφηνε να φαίνεται, στους τουρλωτούς της μηρούς, στις γυμνασμένες της γάμπες, στα αργυροβαμμένα νύχια των ποδιών της…
«Ζιάθραλ,» είπε ο Λώντιρ, «θα αφιερώσεις μια νύχτα στον φίλο μας το μάγο; Θα του προσφέρεις τα δώρα του Πολύμορφου Άρχοντα;»
«Εάν το επιθυμεί ο Πανιερότατος,» αποκρίθηκε η ιέρεια.
Ο Γκρίζος Σκύλος καθάρισε το λαιμό του. «Μπορείς να κρατήσεις τις γυναίκες του Ναού για τον εαυτό σου. Είμαι πολύ γέρος για τα… δώρα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ.»
Ο Λώντιρ γέλασε, στρεφόμενος στον μάγο και γυρίζοντας την πλάτη στον καθρέφτη –η Ζιάθραλ είχε τελειώσει με το χτένισμα των βρεγμένων μαλλιών του. «Ανοησίες!» είπε, εύθυμα, ο Αρχιερέας. «Τα δώρα του Κυρίου μου προσφέρονται, απλόχερα, στους πάντες–»
Η εξώπορτα χτύπησε, και μια φωνή ακούστηκε: «Φέρνω νέα, Πανιερότατε.»
«Πέρνα.»
Ένας από τους φύλακες του Ναού μπήκε. Υποκλίθηκε και είπε: «Ο Άρχοντας Θόρβαν ε Κάσμεγκωρ είναι νεκρός, κι επάνω του βρέθηκε τούτο το μήνυμα–»
«–το οποίο γράφει ‘Ο Επουράνιος Άρχων δεν γνωρίζει έλεος αλλά γνωρίζει δικαιοσύνη’;»
«Μάλιστα, Πανιερότατε…» αποκρίθηκε, κάπως μαζεμένα, ο πολεμιστής, γιατί τα μάτια του Λώντιρ έμοιαζαν ήδη να έχουν αρχίσει να πιάνουν φωτιά και, μόλις άκουσε αυτή τη θετική απάντηση του φρουρού, οι γροθιές του σφίχτηκαν και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ζάρωσαν.
«Ο δολοφόνος δεν πιάστηκε;» γρύλισε.
«Όχι, Πανιερότατε–»
«Ούτε τον είδε κανένας; Ούτε κανένας ξέρει πού μπορεί να πήγε; Ούτε κανένας τον ακολούθησε, ως ένα σημείο, τουλάχιστον;» Ο φρουρός κουνούσε το κεφάλι σε κάθε ερώτηση του Αρχιερέα. «Είστε τελείως κρετίνοι;» φώναξε ο Λώντιρ. «Δώσε μου το μήνυμα!» Άπλωσε το χέρι.
Ο πολεμιστής τού το έδωσε, λέγοντας: «Οι Κάσμεγκωρ ζητούν τη συμβουλή σας, Πανιερότατε. Τι πρέπει να κάνουν;»
«Πώς έγινε ο φόνος;»
«Ο Άρχοντας Θόρβαν δολοφονήθηκε στο κρεβάτι του, από μαχαιριά στο σαγόνι –η λεπίδα πέρασε από το σαγόνι και χτύπησε τον εγκέφαλο. Η σύζυγος του Άρχοντα είδε μια σκοτεινή –αντρική, νομίζει– μορφή, αλλά, προτού προλάβει να φωνάξει, ο άγνωστος τής έκλεισε το στόμα και την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της.»
«Τότε,» είπε ο Λώντιρ, ενώ τα μάτια του στένευαν, «η μόνη συμβουλή που έχω να δώσω στους Κάσμεγκωρ είναι να φρουρούν καλύτερα την ίδια τους την οικία! Δεν καταλαβαίνω τι περιμένουν από εμένα –να χτυπήσω τα δάχτυλά μου και να πιαστεί ο δολοφόνος;»
Ο πολεμιστής του Ναού δεν απάντησε.
Ο Αρχιερέας κούνησε το κεφάλι και άνοιξε το μήνυμα. Ναι, σκέφτηκε, ο ίδιος γραφικός χαρακτήρας, όπως και την προηγούμενη φορά… Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτά είναι τα γράμματα του Έπαρχου Κάβμαρ, αν και έχει προσπαθήσει να τα αλλάξει πολύ· είναι πιο καλλιγραφικά, πιο… περίεργα. Σαν να έρχονται από κάποιον «απεσταλμένο των θεών»…
Αν νομίζουν ότι οι θεοί θα τους σώσουν, είναι γελασμένοι!
«Μπορείς να πηγαίνεις,» είπε ο Λώντιρ στον φρουρό του, κι εκείνος υποκλίθηκε και έφυγε. «Κι εσύ, μάγε· πήγαινε.»
Ο Γκρίζος Σκύλος αποχώρησε, αμίλητος και, φυσικά, δίχως να υποκλιθεί· ποτέ δεν υποκλινόταν.
Κάβμαρ… πού κρύβεσαι; σκέφτηκε ο Λώντιρ. Πού έχεις καταχωνιαστεί; Και ποιος σε βοηθάει; Έσφιξε το μήνυμα μέσα στη γροθιά του. Θα σε βρω, όπου κι αν είσαι. Θα γυρίσω την πόλη ανάποδα, όπως ένα μπαούλο, και θα την αδειάσω στα πόδια μου! Κι όταν σε δω εκεί, ανάμεσα στ’άλλα σκουπίδια που θα έχουν πέσει, θα σε πατήσω –και θα σε λιώσω!
*
Τη νύχτα, η Ρικνάβαθ τον είχε ξυπνήσει—Βάνμιρ! Σήκω! Μην κοιμάσαι στο λουτρό· θα πνιγείς—
Τα μάτια του άνοιξαν και βλεφάρισε. «Ε;…»
—Θα πνιγείς—επανέλαβε η Καρμώζ—Πήγαινε να κοιμηθείς στο κρεβάτι σου—
Ο Βάνμιρ μούγκρισε, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, και είπε: «Ρικνάβαθ, είσαι η μαμά μου;» Αλλά βγήκε από το λουτρό και τύλιξε μια ρόμπα γύρω του. Πήγε στο κρεβάτι και ξάπλωσε μπρούμυτα, όπου τον πήρε πάλι ο ύπνος…
…μέχρι το πρωί, που ένας χτύπος στην πόρτα του και μια φωνή –δεν κατάλαβε ακριβώς τι έλεγε– τον ξύπνησαν.
«Ποιος είναι;» ρώτησε.
«Ο πατέρας σας, ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ, Άρχοντά μου, και η μητέρα σας επιθυμούν να σας επισκεφτούν,» αποκρίθηκε μια γυναίκα. «Να τους πω να έρθουν;»
Ο Βάνμιρ σηκώθηκε απ’το κρεβάτι. Οι γονείς του; Στους Δεκαεννέα Πύργους; Τι έκαναν εδώ; «Ναι, πες τους να έρθουν σε λίγο. Θέλω να ντυθώ, πρώτα.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.» Βήματα ακούστηκαν ν’απομακρύνονται.
Ο Βάνμιρ φόρεσε τα καινούργια ρούχα που του είχαν φέρει οι υπηρέτες χτες βράδυ: λευκό πουκάμισο και μπλε πανωφόρι και παντελόνι. Ύστερα, έριξε μια ματιά έξω απ’το παράθυρό του, προς τη θάλασσα, αναλογιζόμενος πόσα είχε περάσει ώσπου να φτάσει εδώ… Και εξακολουθώ να φοβάμαι να συναντήσω τον πατέρα μου, συνειδητοποίησε, παραξενεμένος με τον ίδιο του τον εαυτό. Ή, μάλλον, δεν είναι φόβος· όχι ακριβώς. Είναι, ίσως, δισταγμός. Ή μπορεί απλά να ντρέπομαι για ό,τι έχω κάνει…
Η πόρτα χτύπησε.
«Περάστε,» είπε ο Βάνμιρ, στρεφόμενος και βλέποντας τον Άρχοντα Άραντιρ να μπαίνει, με το ξύλινό του πόδι να κάνει έναν ρυθμικό ήχο στο πέτρινο πάτωμα.
«Καλημέρα, πατέρα.»
Ο Άραντιρ έκλεισε την πόρτα, ενώ τα γαλανά του μάτια ήταν καρφωμένα στο γιο του. «Βάνμιρ…» είπε, κι ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του. «Βάνμιρ.»
Ο Βάνμιρ δεν ήξερε τι ν’αποκριθεί. Υπήρχαν τόσα πολλά αντικρουόμενα συναισθήματα εντός του, και δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς θα αντιδρούσε ο πατέρας του σ’ό,τι κι αν έλεγε. Η εμπειρία του τον είχε διδάξει ότι ο Άραντιρ πάντοτε αντιδρούσε αρνητικά…
Ο Βάνμιρ έσμιξε τα χείλη, κοίταξε το πάτωμα· μετά, ατένισε πάλι τον Άρχοντα-Φύλακα του Ράλτον και είπε: «Καταλαβαίνω ότι είναι λογικό να με έχεις μισήσει, πατέρα… Κι εγώ το ίδιο, υποθέτω, θα ένιωθα… κι ακόμα και τώρα, πολλές φορές μισώ τον εαυτό μου για ό,τι συνέβη… Ίσως να ήταν λάθος… Σίγουρα, δεν ήθελα να σου κάνω κακό· δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Ήθελα να βοηθήσω, όπως μπορούσα.»
Ο Άραντιρ ύψωσε το χέρι του, σαν για να διακόψει τα λόγια του γιου του. «Τα κατάφερες. Μην αναιρείς τόσο εύκολα τις αποφάσεις σου.» Τα γαλανά μάτια εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν, έντονα και διαπεραστικά. «Η απόφασή σου έσωσε, πράγματι, το Ράλτον· κι απ’ό,τι μαθαίνω, έχεις κάνει και πολλά άλλα από τότε.» Δίστασε λίγο να συνεχίσει, και ο Βάνμιρ αντιλήφτηκε ότι ο πατέρας του αισθανόταν το ίδιο αμήχανα μ’εκείνον· αλλά, τελικά, ο Άραντιρ είπε: «Είναι, ξέρεις, δύσκολο να παραδεχτούμε ορισμένα πράγματα… Αρχικά, όταν με έβγαλαν από το μέρος όπου με είχες κλειδώσει, και έφυγα από το Ράλτον για να σε αναζητήσω, δεν ήξερα τι θα έκανα, αν σε έβρισκα. Ίσως και να σε είχα σκοτώσει. Μετά, πέρασε χρόνος… σκέφτηκα περισσότερα. Τώρα, δε νομίζω ότι έχω τη διάθεση για αίμα. Κι εξάλλου, όπως σου είπα, τα κατάφερες· έσωσες το Ράλτον από την απειλή. Δεν είμαι βέβαιος πως θα τα κατάφερνα το ίδιο καλά, δεδομένων των περιστάσεων.
»Αλλά σε προειδοποιώ, γιε μου, αν με ξαναπροδώσεις στο μέλλον, δεν ξέρω πόσο η λογική μου θα συγκρατήσει το χέρι μου.»
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Καταλαβαίνω…»
«Για την ώρα, θέλω απλά να σε αγκαλιάσω.» Ο Άραντιρ πλησίασε και τον έσφιξε στην αγκαλιά του –μια ενέργεια που έπιασε τον Βάνμιρ απροετοίμαστο. Ο πατέρας του δεν ήταν άνθρωπος που έδειχνε τόσο συναισθηματισμό· ήταν πιο πιθανό να σε γρονθοκοπήσει απ’το να σε φιλήσει –πολύ πιο πιθανό.
Ο Βάνμιρ γέλασε, καθώς κρατούσε τον Άραντιρ από τους ώμους και κοίταζε το πρόσωπό του. «Χαίρομαι,» είπε. «Χαίρομαι, αληθινά.»
«Είσαι καλύτερος αγωνιστής απ’ό,τι πίστευα, Βάνμιρ,» παραδέχτηκε ο Άραντιρ. «Σκληρότερος από τις πέτρες.»
Εκείνος μειδίασε, πλατιά. «Ελπίζω πως όχι. Γιατί αυτό θα ήταν τρομακτικό.»
«Η μητέρα σου θέλει να σε δει,» είπε ο Άραντιρ. «Και ο Άσιλθαρ, επίσης. Να τους φωνάξω να μπουν;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ. «Αλλά πες μου πρώτα, τι κάνετε εδώ, στους Δεκαεννέα Πύργους;»
«Δεν ξέρεις; Ήρθαμε για την κηδεία του Βασιληά Άργκελ. Προτού όμως γίνει η κηδεία, αρχίσανε όλ’αυτά, με την εξέγερση…» Το γαλανό βλέμμα του Άραντιρ σκιάστηκε· ανησυχία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Παγιδευτήκαμε στο παλάτι, όπως και πολλοί άλλοι καλεσμένοι. Και ο Ρόλμαρ… Σου είπαν ότι ήρθε ο Ρόλμαρ; Ήρθε μαζί με τη Βασίλισσα Λιόλα και τον μαυρόδερμο μάγο που τώρα μου λένε ότι σκότωσες.»
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Ναι, το γνωρίζω.»
«Ο Ρόλμαρ ήρθε και έφυγε,» συνέχισε ο Άραντιρ, με ανησυχία στη φωνή του. «Έφυγε πολύ γρήγορα. Πήγε στο Ένρεβηλ, για να ζητήσει βοήθεια από τον Πρίγκιπα Ήλμον που έχει ξεσηκώσει το λαό εκεί κατά του Τυράννου, του Βασιληά Σάρναλ.»
«Θα ήθελα να μάθω περισσότερο γι’αυτό…»
«Θα μάθεις. Αλλά να φωνάξω τώρα τη μητέρα σου και τον Άσιλθαρ;»
Ο Βάνμιρ κατένευσε, και ο Άραντιρ πλησίασε την πόρτα, για να την ανοίξει.
*
Ο Κάβμαρ κρυβόταν στη σοφίτα του Χαριτωμένου Χορευτή τις περισσότερες ώρες της ημέρας, όμως ήθελε να βγαίνει και κάπου-κάπου, γιατί θα έσκαγε εκεί μέσα. Έτσι, τα πρωινά και τα μεσημέρια το είχε καθιερώσει να κάθεται σε κάποιο σκοτεινό μέρος της τραπεζαρίας –με διαφορετική κάπα κάθε φορά και έχοντας την κουκούλα του στο κεφάλι, ώστε να τον περνάνε για περαστικό, για ταξιδιώτη– και να τρώει ή να καπνίζει, ή και τα δύο.
Σήμερα, ανακάλυψε πόσο επικίνδυνη μπορούσε να γίνει αυτή του η συνήθεια.
Η εξώπορτα του Χαριτωμένου Χορευτή άνοιξε και φρουροί μπήκαν, φορώντας χιτώνια με το έμβλημα της Αδελφότητας της Ελευθερίας πάνω από τις πανοπλίες του. Ο Ράνιρ, που στεκόταν πίσω από το μπαρ και μιλούσε με κάποιον, αιφνιδιάστηκε απ’την εισβολή. Φόρεσε το πλατύγυρο, φτερωτό καπέλο του και, καθώς άπαντες στρέφονταν για να κοιτάξουν τους στρατιώτες, εκείνος τους πλησίασε.
«Συμβαίνει κάτι, παλικάρι μου;» ρώτησε τον άντρα που φαινόταν για διοικητής τους. «Θέλετε κάπου να κάτσετε;»
«Όχι,» του απάντησε εκείνος. «Βρισκόμαστε εν ώρα υπηρεσίας, κι ήρθαμε να κάνουμε έναν τυπικό έλεγχο. Κάνε στη μπάντα, πανδοχέα.»
Τυπικό έλεγχο… σκέφτηκε ο Κάβμαρ. Ύποπτο ακούγεται. Σηκώθηκε από τη θέση του και πλησίασε τη σκάλα του πανδοχείου, ανεβαίνοντάς την, ενώ πίσω του άκουγε τον Ράνιρ να λέει:
«Τι έλεγχο; Τρέχει τίποτα;»
«Ψάχνουμε για έναν άνθρωπο. Έναν εγκληματία.»
Η τραπεζαρία άρχισε να βουίζει από τα μουρμουρητά.
«Τρομάζεις τους πελάτες μου–»
Ο Κάβμαρ δεν άκουσε άλλα, καθώς έφτανε στον πρώτο όροφο του πανδοχείου, αλλά σκέφτηκε: Ο Ράνιρ προσπαθεί να εξαγοράσει χρόνο για μένα. Συνέχισε ν’ανεβαίνει, γρήγορα, ώσπου βρέθηκε στον τρίτο όροφο και χτύπησε, δυνατά, την πόρτα του Ζάνμελ.
«Ποιος είναι;» ρώτησε η Αϊλρέηκ από μέσα.
«Εγώ.»
Η πόρτα άνοιξε, και ο Κάβμαρ είπε: «Ελάτε μαζί μου. Και εσύ και ο Ζάνμελ. Τώρα.»
Η Νότια Ρουζβάνη και ο δολοφόνος, που έμοιαζαν να κοιμόνταν πριν από λίγο, ντύθηκαν βιαστικά και βγήκαν στον διάδρομο. Ο Κάβμαρ έριξε μια ματιά τριγύρω, για να βεβαιωθεί ότι κανένας δεν τους παρακολουθούσε, και τους οδήγησε στο αποθηκάκι του Ράνιρ.
«Τι συμβαίνει, Έπαρχε;» ρώτησε ο Ζάνμελ.
«Θα σου πω μετά. Τα όπλα σου τα μάζεψες από το δωμάτιο;»
«Όχι. Γιατ–;»
«Μάζεψέ τα, γρήγορα.»
Ο Ζάνμελ υπάκουσε, και επέστρεψε κοντά στον Κάβμαρ και την Αϊλρέηκ. Ο πρώτος άνοιξε το αποθηκάκι και την κρυφή είσοδο μέσα του, και σκαρφάλωσε τη σκάλα η οποία οδηγούσε στη σοφίτα. Ο δολοφόνος και η Νότια Ρουζβάνη τον ακολούθησαν· ο Ζάνμελ, που ανέβηκε τελευταίος, έκλεισε και τις πόρτες.
*
«Ανοίξτε! Φρουρά!»
Η Ρικέλθη ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και ατένισε τον Έζβαρ, με γουρλωμένα μάτια. Εκείνος καθόταν παραδίπλα, σε μια καρέκλα, έχοντας ξυπνήσει πριν από λίγο και διαβάζοντας το βιβλίο «Αρχετοπικές Περιπλανήσεις και Παρατηρήσεις Πάσης Φύσεως Περί των Αρχέτοπων» του Βόραθνογκ του Βράχου. Τώρα, όμως, δεν κοιτούσε τον τόμο στα χέρια του· το βλέμμα του είχε στραφεί στην πόρτα…
…η οποία χτύπησε πάλι. «Φρουρά! Ανοίξτε!»
«Έζβαρ!» ψιθύρισε, έντονα, η Ρικέλθη.
Εκείνος ορθώθηκε, και κοίταξε έξω απ’το παράθυρο. Από κάτω, είδε πως φρουροί ήταν συγκεντρωμένοι. «Αν ήρθαν για μας, δε νομίζω ότι μπορούμε να τους ξεφύγουμε. Ψυχραιμία.»
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το πράττεις, σκέφτηκε η Ρικέλθη. Άπλωσε το μη-τραυματισμό της χέρι, τράβηξε ένα στιλέτο από το φόρεμά της –που ήταν ριγμένο δίπλα στο κρεβάτι–, και το έκρυψε κάτω απ’τα σκεπάσματα.
«Ανοίξτε! Σας προειδοποιούμε!» Ο στρατιώτης κοπανούσε την πόρτα δυνατότερα.
Ο Έζβαρ την άνοιξε. «Τι συμβαίνει;» απαίτησε, άγρια.
«Ένας τυπικός έλεγχος, κύριε,» εξήγησε ο άντρας. «Παραμερίστε, παρακαλώ.»
Ο Έζβαρ οπισθοχώρησε, αφήνοντας τον φρουρό να μπει και να κοιτάξει μέσα στο δωμάτιο.
«Τι ψάχνετε;» ρώτησε η Ρικέλθη, καταλαβαίνοντας πως δεν έψαχναν για εκείνη, γιατί, αν συνέβαινε αυτό, το βλέμμα του στρατιώτη δε θα την προσπερνούσε έτσι γρήγορα. Κι επιπλέον, πώς να ξέρουν ότι βρίσκομαι στην πόλη;
«Έναν εγκληματία, κυρία,» απάντησε ο φρουρός, και άνοιξε την ντουλάπα του δωματίου. Διαπιστώνοντας ότι κανένας δεν ήταν κρυμμένος μέσα, την έκλεισε. Κοίταξε κάτω απ’το κρεβάτι, αλλά ούτε εκεί, φυσικά, βρήκε κανέναν να κρύβεται.
«Τι εγκληματία;»
«Ίσως να τον έχετε δει. Αν ναι, θα μας βοηθήσετε ιδιαίτερα, και η φρουρά θα σας ανταμείψει, ασφαλώς. Πρόκειται για έναν άντρα γύρω στα πενήντα, με ξανθά μαλλιά και γένια –μάλλον βαμμένα– και γαλαζόγκριζα μάτια.»
Ο Έπαρχος Κάβμαρ! σκέφτηκε η Ρικέλθη. Αναζητούν τον Έπαρχο Κάβμαρ! Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δεν τον έχω δει, λυπάμαι…»
«Καλή σας ημέρα, και μας συγχωρείτε για την ενόχληση,» είπε ο στρατιώτης, και έφυγε.
Ο Έζβαρ έκλεισε, και η Ρικέλθη τού έκανε νόημα να πλησιάσει το κρεβάτι. Εκείνος υπάκουσε.
«Κατάλαβες για ποιον ψάχνουν;» του ψιθύρισε η Αρχόντισσα.
«Νομίζω πως ναι.»
Η Ρικέλθη αναστέναξε. «Ευτυχώς, δεν έχουν ιδέα για μας ή τη Λαθέμη.»
*
Αφού ερεύνησαν όλο το πανδοχείο, από τον τρίτο όροφο ως το υπόγειο, οι φρουροί συγκεντρώθηκαν στην τραπεζαρία.
«Τι έγινε, μάγκες; Σχολάσαμε;» είπε ο Ράνιρ.
«Όλα εντάξει, πανδοχέα,» αποκρίθηκε ο αρχηγός των στρατιωτών. «Να έχεις, όμως, κατά νου την περιγραφή που σου είπα. Άμα τον δεις, έλα να μας ειδοποιήσεις. Θα πληρωθείς καλά.»
«Μη φοβάσαι, αδελφέ· θα τόχω υπόψη.»
Οι φρουροί έφυγαν από τον Χαριτωμένο Χορευτή.
Στα τσακίδια, σκέφτηκε ο Ράνιρ.
*
«Άρχοντά μου, η Βασίλισσα θέλει να σας δει στα διαμερίσματά της,» είπε ο υπηρέτης.
«Τώρα;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
«Εντάξει. Αλλά περίμενε λίγο απέξω, γιατί χρειάζομαι κάποιον να με οδηγήσει ως εκεί.»
«Ασφαλώς.»
Ο Βάνμιρ στράφηκε στην οικογένειά του. «Η Λιόλα με ζητά, για κάποιο λόγο.»
«Μη διστάζεις,» του είπε ο Άραντιρ. «Δεν πρόκειται να εξαφανιστούμε· εδώ θα είμαστε, στους Δεκαεννέα Πύργους, θέλοντας και μη.»
Ο Βάνμιρ ένευσε, χαμογελώντας, και βγήκε απ’το δωμάτιο. Ο υπηρέτης, όπως είχε υποσχεθεί, τον περίμενε απέξω, και, κάνοντάς του ένα ευγενικό νόημα, ξεκίνησε να βαδίζει. Ο ακρίτης τον πήρε στο κατόπι.
—Να συνεχίσω την αναζήτησή μου για τους άλλους δύο Ράζλερ;—ρώτησε η Ρικνάβαθ, καθοδόν.
—Ναι. Κι επίσης, δες πού βρίσκονται οι Έξωθεν—
—Αυτό ίσως να μην είναι εύκολο. Μπορεί να κρύβονται παντού μέσα στην πόλη—
—Μπορεί, όμως, και οι φρουροί του εσωτερικού τείχους να τους σκότωσαν—
—Δεν τους σκότωσαν, Βάνμιρ—
—Τους είδες να φεύγουν;—
—Ναι. Οι στρατιώτες τούς απώθησαν, αν και πολλοί απ’αυτούς σκοτώθηκαν στη συμπλοκή—
—Οι Απρόσωποι τραυματίστηκαν;—ρώτησε ο Βάνμιρ.
—Ναι, και οι δύο. Ωστόσο, πιστεύω ότι είχαν καλές πιθανότητες να υπερισχύσουν, αν προσπαθούσαν· αλλά, μάλλον, δε θέλησαν να συνεχίσουν τον αγώνα, γιατί κατάλαβαν ότι σε είχαν πια χάσει—
—Προς τα πού κατευθύνθηκαν;—
—Δεν τους ακολούθησα. Πήγα μαζί σου, στη Βασίλισσα Λιόλα—
—Μάλιστα…—είπε, σκεπτικά, ο Βάνμιρ—Λοιπόν· άσε τους Έξωθεν καλύτερα. Δε νομίζω ότι μπορούν να με πλησιάσουν εδώ όπου βρίσκομαι, έτσι κι αλλιώς. Επικεντρώσου στην εύρεση των Ράζλερ. Και μην ξεχάσεις να περάσεις κι από τους Αρχέτοπους, για να δεις σε τι κατάσταση είναι το σώμα σου και αν μπορείς να ξεφύγεις από τους Μετουσιωμένους, σε περίπτωση που το θελήσεις—
Η παρουσία της Ρικνάβαθ τον εγκατέλειψε. Ο λαβύρινθος των Δεκαεννέα Πύργων δεν είχε, όμως, φτάσει ακόμα στο τέλος του. Ο υπηρέτης συνέχιζε να οδηγεί τον Βάνμιρ μέσα στο δαιδαλώδες παλάτι, και οι σκέψεις του ακρίτη άρχισαν να πηγαίνουν από το ένα πρόβλημα στο άλλο: σκεφτόταν τον Νουτκάλι και τον Λιζναγκάρ (πού είχαν κρυφτεί; πού μπορεί να είχαν κρυφτεί;), το άνοιγμα στην Οντον’γκόκι (πώς θα το έκλεινε; πώς θα έδιωχνε την Πρωτοπλασματική Μάζα από την ήπειρο;), τον Οφθαλμό-Έξω-Από-Την-Κουαλανάρα και τους Απρόσωπους (ποιοι ήταν πραγματικά; τι εμπόδια μπορούσαν να ρίξουν στο δρόμο του;), τους Μετουσιωμένους (πώς θα τους αποτίναζε από τη Ρικνάβαθ; πώς θα απέτρεπε τη μεταμόρφωση ολόκληρης της Κουαλανάρα σε Αρχέτοπο;).
Ο υπηρέτης σταμάτησε μπροστά από μια πόρτα και χτύπησε. «Μεγαλειοτάτη;» είπε, δυνατά. «Ο Άρχοντας Βάνμιρ βρίσκεται εδώ.»
Η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας τη Λιόλα, ντυμένη μ’ένα φαρδύ, γαλάζιο φόρεμα και με τα μαλλιά της λυτά. «Καλημέρα, Βάνμιρ,» είπε. «Πώς κοιμήθηκες;»
«Σαν νεκρός,» αποκρίθηκε εκείνος.
Η Λιόλα μειδίασε. «Έλα, πέρασε.» Στον υπηρέτη έκανε νόημα να φύγει, κι αυτός υποκλίθηκε κι αποχώρησε.
Ο Βάνμιρ μπήκε στο καθιστικό.
«Έλα να σου δείξω τι έχω,» είπε η Λιόλα, και τον οδήγησε στο γραφείο της, όπου βρισκόταν ακουμπισμένο το Μάτι του Κυκλώνα. Το λευκό σκήπτρο γυάλιζε στο φως που έμπαινε από το παράθυρο, και ο λίθος στην κορυφή του γυάλιζε ακόμα περισσότερο. Η Βασίλισσα το άγγιξε, με τις άκριες των δαχτύλων, σα να δίσταζε να φέρει το χέρι της σε πλήρη επαφή μαζί του. «Τι γνωρίζεις γι’αυτό;»
Ο Βάνμιρ στάθηκε αντίκρυ της. «Ό,τι γνωρίζεις κι εσύ, υποθέτω…» Ανασήκωσε τους ώμους.
«Γνωρίζεις πώς θα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε;»
«Όχι,» παραδέχτηκε ο Βάνμιρ. «Ξέρεις εσύ;» Το Μάτι του Κυκλώνα είναι πολύ επικίνδυνο, Λιόλα· ίσως θα ήταν καλύτερα να το αφήσεις ήσυχο…
«Ήλπιζα ότι εσύ θα ήξερες· ότι ο Φανλαγκόθ θα σου είχε αναφέρει κάτι, αφού ήσουν πιο αγαπητός σ’αυτόν από εμένα.»
Ο Βάνμιρ κούνησε το κεφάλι. «Δεν μου είχε πει τίποτα, και δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ. Τι νιώθεις όταν το αγγίζεις;»
Η Λιόλα σήκωσε το σκήπτρο. «Τίποτα.» Το πρότεινε σ’εκείνον.
Ο Βάνμιρ το πήρε στο δεξί χέρι. Ούτε κι αυτός αισθανόταν κάτι. «Ίσως να είναι από τα πράγματα που πρέπει να διαθέτεις υπεράνθρωπες δυνάμεις για να τα χρησιμοποιήσεις, όπως ο ουρανόλιθος.»
«Είσαι βέβαιος γι’αυτό, Βάνμιρ;» είπε η Λιόλα, προβληματισμένη. «Μπορεί κι εμείς να έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε τον ουρανόλιθο, με κάποιο τρόπο. Ο Φανλαγκόθ, βέβαια, ακόμα κι αν ήξερε τον τρόπο αυτό, ποτέ δε θα μας τον φανέρωνε, για ευνόητους λόγους…»
«Χμ, ναι, έτσι είναι. Ωστόσο, σε κανένα βιβλίο δεν έχω διαβάσει για μεθόδους χρήσης του ουρανόλιθου.» Άφησε το Μάτι του Κυκλώνα πάνω στο γραφείο και κάθισε σε μια καρέκλα.
«Ούτε κι εγώ,» παραδέχτηκε η Λιόλα, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο. «Αλλ’αυτό δε σημαίνει τίποτα. Φαντάσου τι όπλο θα είχαμε στα χέρια μας, Βάνμιρ, έτσι και καταφέρναμε να χρησιμοποιήσουμε τον ουρανόλιθο ή το Μάτι του Κυκλώνα, ή και τα δύο! Κατ’αρχήν, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους υπόλοιπους Ράζλερ, δε θα μπορούσαμε; Θα μαντεύαμε τη θέση τους.»
Ο Βάνμιρ το συλλογίστηκε. «Τη Βίβλο της Μαντείας την έχεις διαβάσει;»
Η Λιόλα ένευσε, ακουμπώντας τη ράχη της στο περβάζι του παραθύρου. «Λέει τίποτα για τον ουρανόλιθο; Δε νομίζω…»
«Δε λέει τίποτα γι’αυτόν, αλλά μου έδωσες μια ιδέα. Όταν οι Ποιμένες της Στέπας έρχονταν να πολιορκήσουν το Κάστρο Ράλτον, μαζί με το Μεγάλο Θηρίο τους και τη Ρικνάβαθ, είχα κάνει μια μαντεία, όπως τη διάβασα στη Βίβλο– Ή, μάλλον, για να λέμε τα πράγματα σωστά, έμαθα για τον ερχομό των Ποιμένων μέσω της μαντείας που έκανα. Την όλη ιστορία με τους υποχθόνιους ριβογκάμι τη θυμάσαι;»
«Όχι καλά· στο περίπου.»
«Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Πάντως, αυτοί ήταν που, έμμεσα, με παρακίνησαν να κάνω, τότε, τη μαντεία, γιατί ήθελα να μάθω από πού έρχονταν τα δύο τέρατα που τους κυνηγούσαν. Τελικά, έμαθα ότι ήταν παιδιά του Μεγάλου Θηρίου, το οποίο είχε αντιμετωπίσει ο πατέρας μου πριν από χρόνια.»
«Τι σχέση έχουν τούτα με το τωρινό μας πρόβλημα;»
«Σκέφτομαι να χρησιμοποιήσω μαντεία, για να βρω τους άλλους δύο Ράζλερ. Το θρόνο μαντείας μου τον είχα αφήσει εδώ, στο παλάτι, αν θυμάμαι καλά…»
Η Λιόλα ένευσε. «Ναι, εδώ είναι.»
Η εξώπορτα των διαμερισμάτων χτύπησε. «Μεγαλειοτάτη! Επείγοντα νέα!»
Η Βασίλισσα του Νόρβηλ πήγε ν’ανοίξει. Ο Βάνμιρ βάδισε ως την πόρτα του γραφείου και κοίταξε από εκεί.
Ένας στρατιώτης ανέφερε στη Λιόλα: «Οι εχθροί μας επέστρεψαν, Βασίλισσά μου. Ο στρατός τους έρχεται από την Οδό Μεγαλειωδών Σκιών, για να πολιορκήσει το παλάτι.»
Υπέροχα… συλλογίστηκε η Λιόλα. Ποιος θα κάνει «θαύμα» τώρα για να τους διώξει;
Ο Φεν’τρούτακ Μαρ σταμάτησε να τρέχει μέσα στα χιονισμένα βουνά, και στράφηκε πίσω του, στους δύο Απρόσωπους που τον κυνηγούσαν.
«Άσε με κάτω!» κλαψούρισε ο Νάνος, που βρισκόταν στον ώμο του. «Άσε τον καλό σου υπηρέτη κάτω!…»
«Βούλωστο. Κάνεις τα πράγματα χειρότερα για τον εαυτό σου.»
Ο Φεν’τρούτακ, στεκόμενος στην πλαγιά, περίμενε τους Έξωθεν να τον πλησιάσουν και να σταματήσουν εμπρός του.
—φΕν’ΤρΟύΤαΚ μΑρ—είπε ο ένας απ’αυτούς—ΠρΕπΕι Να ΜιΛήΣοΥμΕ—
«Και τι έχουμε να πούμε; Ποιοι είστε;»
—ΕίΜαΣτΕ Με Το ΜέΡοΣ σΟυ—είπε ο άλλος Απρόσωπος. Και των δύο οι φωνές έμοιαζαν να έρχονται από μεγάλο βάθος και διαστρεβλωμένες, σαν να περνούσαν από έναν μακρύ, στριφτό αγωγό.
«Γιατί;»
—Θα Σε ΒοΗθΗσΟυΜε Να ΝιΚήΣεΙς ΤοΥς ΜεΤοΥσΙωΜεΝοΥς—
«Και σας ρωτάω: Γιατί;» μούγκρισε ο Φεν’τρούτακ, οργισμένος που δεν του απαντούσαν, αλλά έλεγαν τα δικά τους.
—ΚοΙνΟ σΥμΦέΡοΝ—
«Τι ακριβώς ζητάτε; Ποιος σας έχει στείλει εδώ;»
—δΕν ΕίΜαΣτΕ αΥτΟ πΟυ ΒλΕπΕιΣ—
—ΕίΜαΣτΕ αΠό ΜαΚρΙά—
«Το δεύτερο το είχα καταλάβει… και το πρώτο το υποψιαζόμουν. Αλλά εξακολουθείτε να μην απαντάτε στις ερωτήσεις μου!»
—τΙ θΕλΕιΣ νΑ αΠαΝτΗσΟυΜε;—
«Τι ζητάτε εδώ –αυτό θέλω να μου πείτε!»
—Η κΥρΑ μΑς ΜαΣ έΣτΕιΛε—
«Γιατί;» Τα λόγια τους είχαν αρχίσει να γίνονται τόσο ενοχλητικά! Και ο τρόπος που μιλούσαν ήταν ακόμα ενοχλητικότερος. «Και ποια είναι η Κυρά σας;»
—δΕν ΕίΝαΙ εΔώ ΣτΗν ΚοΥαΛαΝάΡα—
«Ναι, το αντιλαμβάνομαι!» γρύλισε ο Φεν’τρούτακ.
—ΕπΙθΥμΕιΣ τΟ κΑκΟ τΩν ΜεΤοΥσΙωΜέΝωΝ ή ΟχΙ;—
«Γιατί με ρωτάτε; Φαίνεται πως με γνωρίζετε καλύτερα απ’ό,τι σας γνωρίζω εγώ!»
—η ΕπΙκΟιΝωΝίΑ μΑς ΕίΝαΙ εΛεΙπΗς…—
«Αυτό είναι βέβαιο.»
—Θα ΕχΕιΣ τΗ βΟήΘεΙά ΜαΣ κΑτΑ τΩν ΜεΤοΥσΙωΜέΝωΝ. δΕν ΕίΝαΙ αΡκΕτΟ;—
Ο Βάνμιρ έτρωγε μεσημεριανό στα βασιλικά διαμερίσματά, μαζί με τη Λιόλα. Συγχρόνως, όμως, είχε στο δεξί του γόνατο στηριγμένη τη Βίβλο της Μαντείας και διάβαζε, για να ξαναθυμηθεί τι ακριβώς είχε κάνει εκείνη τη μέρα στο Κάστρο Ράλτον και να μπορέσει να το επαναλάβει, προκειμένου να εντοπίσει τον Νουτκάλι και τον Λιζναγκάρ. Τελικά, συμπέρανε πως δεν είχε νόημα καν να προσπαθήσει. Έκλεισε το δερματόδετο βιβλίο και το πέταξε σε μια πολυθρόνα, παραδίπλα.
«Δε γίνεται τίποτα,» είπε.
«Γιατί;» ρώτησε η Λιόλα, καθισμένη αντίκρυ του. «Τι διάβασες;» Σήκωσε το κρασοπότηρό της και ήπιε μια μικρή γουλιά κρασί.
Ένας βροντερός γδούπος αντήχησε στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων. Κάποια από τις πολιορκητικές μηχανές του εχθρού το είχε χτυπήσει.
«Κάτι που είχα ξεχάσει… και απορώ, μάλιστα, πώς το είχα ξεχάσει.» Ο Βάνμιρ έκοψε ένα κομμάτι από το ψητό κρέας στο πιάτο του και το μάσησε. Κατάπιε και είπε: «Για να γίνει η μαντεία, πρέπει να έχω πρόσβαση στην Πρωτοπλασματική Μάζα. Όμως δε νομίζω αυτό να είναι εφικτό, ύστερα απ’ό,τι έχουν κάνει οι Μετουσιωμένοι.»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος; Ίσως να καταφέρεις να έρθεις σε επαφή.»
Ο Βάνμιρ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Αν μπορούσα να το κάνω εγώ, θα μπορούσαν να το κάνουν και οι Ράζλερ. Μην ξεχνάς ότι τις δυνάμεις τους τις αντλούν από την Πρωτοπλασματική Μάζα, και οι Αρχέτοποι είναι, κατά κάποιο τρόπο, η αντίθετη… η αντίθετη μορφή ύπαρξης από αυτήν. Η Μάζα κινείται διαρκώς, οι Αρχέτοποι είναι στάσιμοι. Ο χρόνος δεν κυλάει εκεί, Λιόλα· σέρνεται.»
«Και τώρα σέρνεται κι εδώ;»
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Ναι. Οι Αρχέτοποι δεν βρίσκονται μέσα στο χωροχρονικό συνεχές της Πρωτοπλασματικής Μάζας.»
«Ο κόσμος μας, όμως, δεν έχει μετατραπεί ακόμα σε Αρχέτοπο· έτσι δεν είπες;»
«Η μεταμόρφωση έχει αρχίσει· απλά, δεν έχει ολοκληρωθεί. Και, υποθέτω, τα βασικά πράγματα γίνονται γρηγορότερα. Για παράδειγμα, χάνουμε επαφή με την Πρωτοπλασματική Μάζα, γιατί, αν εξακολουθούσαμε να είχαμε επαφή, τότε η μεταμόρφωση ποτέ δε θα ολοκληρωνόταν. Πρέπει, λοιπόν, πρώτα να δημιουργηθούν τα τείχη που θα αποκόψουν την πρόσβαση στη Μάζα.»
«Λογικό ακούγεται…»
Ο Βάνμιρ ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Επομένως, αφού δεν μπορώ να κάνω τη μαντεία, είμαι τελείως άχρηστος στο παλάτι. Δεν έχει νόημα να κάθομαι άλλο εδώ· δε θα βρω έτσι τους Ράζλερ.»
Η Λιόλα συνοφρυώθηκε. «Σκοπεύεις να φύγεις;»
«Το σκέφτομαι.»
«Περίμενε, τουλάχιστον, τη Ρικνάβαθ να επιστρέψει και να σου πει πού βρίσκεται ο επόμενός σου στόχος.»
Ο Βάνμιρ σταύρωσε τα χέρια εμπρός του. «Δεν ξέρω, Λιόλα.» Αναστέναξε. «Κι εν τω μεταξύ;»
«Εν τω μεταξύ, μπορείς να μας βοηθήσεις να καθυστερήσουμε τους εχθρούς μας. Έχω ακούσει ότι οι εφευρέσεις σου είναι… καταλυτικές.»
«Ορισμένοι θα τις αποκαλούσαν αυτοκαταστροφικές.»
Η Λιόλα γέλασε. «Είμαι πρόθυμη να το ριψοκινδυνέψω, για να παραμείνουν οι Δεκαεννέα Πύργοι όρθιοι.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, μ’ένα κατεργάρικο μειδίαμα, «αλλά μην πεις ότι δε σε προειδοποίησα, Βασίλισσα του Νόρβηλ.»
«Τι είχες κάνει στο Ράλτον, για ν’αντιμετωπίσεις τους Ποιμένες της Στέπας;»
«Δε θέλεις να μάθεις…»
«Βάνμιρ, μιλάω σοβαρά.»
«Θα το πίστευες ότι χρησιμοποίησα εξαγριωμένα, κερασφόρα πρόβατα;»
«Κερασφόρα πρόβατα…» είπε η Λιόλα.
«Ναι, καθώς επίσης και υαλόβομβες.»
«Τι είναι οι υαλόβομβες; Μπορείς να τις φτιάξεις εδώ;»
«Εξαρτάται από τα υλικά που έχεις,» είπε ο Βάνμιρ, και της εξήγησε τι ήταν η συγκεκριμένη του εφεύρεση.
*
Η Ρικνάβαθ καταδύθηκε στο πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο σύμπαν των Αρχέτοπων, που βρισκόταν στο κέντρο της Κουαλανάρα, και προσπάθησε να φτάσει στα μέρη των Μετουσιωμένων. Πέρασε πάνω από ατελείωτα δάση αφύσικης γαλήνης, πάνω από μια κρυσταλλένια λίμνη όπου μονάχα ένα ψάρι κολυμπούσε (και το οποίο πρέπει, σίγουρα, να ήταν κάτοικος των Αρχέτοπων, με πολύ περισσότερη ευφυία από ό,τι ένα κανονικό ψάρι), μέσα από μια σκοτεινή σήραγγα, ανάμεσα από δύο χιονισμένες βουνοκορφές, πάνω από άλλα (ή μήπως ήταν τα ίδια;) ατελείωτα δάση, πάνω από βαλτότοπους, πάνω από μια έρημο… μα δε μπορούσε να βρει πουθενά τα μέρη των Μετουσιωμένων.
Απελπίστηκε. Άδικα χρονοτριβώ, σκέφτηκε. Θα μπορούσα τώρα να ψάχνω για τους Ράζλερ. Μακάρι, βέβαια, να ήξερα και πού έπρεπε να ψάξω… Ο αδελφός και ο πατέρας του Φανλαγκόθ μπορούσαν να είναι οπουδήποτε. Ο πρώτος βρισκόταν, αρχικά, στο Νούφρεκ της Λιάμνερ-Κρωθ, αλλά, μετά από την εξαφάνιση του ήλιου, μάλλον είχε τρομάξει και είχε αναζητήσει ασφάλεια κάπου άλλου· πού, όμως; Πού; Η Ρικνάβαθ δεν είχε την παραμικρή ιδέα.
Και ο Λιζναγκάρ; Αυτός ήταν στα δικά της μέρη, στη Βόρεια Βάλγκριθμωρ, στην Αυτοκρατορία των Καρμώζ· μα, μόλις εξαφανίστηκε ο ήλιος, έφυγε, όπως ο Νουτκάλι. Θα μπορούσαν να είχαν πάει στο ίδιο μέρος;
Στην Οντον’γκόκι, ίσως; Μονάχα η καταραμένη ήπειρος του Νότου τής ερχόταν στο μυαλό. Μα, αν είναι στην Οντον’γκόκι, αποκλείεται να τους εντοπίσω ποτέ, ανάμεσα σ’όλα τα υπόλοιπα διαρκώς μεταλλασσόμενα τερατουργήματα. Και ο Βάνμιρ ποτέ δε θα μπορέσει να πάει εκεί, ώστε να τους σκοτώσει.
Άρα, αφού οι Ράζλερ ήταν τόσο ασφαλείς στην ήπειρό τους, λογικά, σ’αυτήν δε θα έτρεχαν να κρυφτούν;
Απόγνωση, ξανά.
Μην τα χάνεις, Ρικνάβαθ, πρόσταξε τον εαυτό της. Θυμήσου ότι αυτοί δε σκέφτονται όπως εσύ. Δεν ξέρουν, κατ’αρχήν, τι έχει συμβεί στον κόσμο· δεν ξέρουν ούτε τι έχουν κάνει οι Μετουσιωμένοι ούτε ότι ο Βάνμιρ τούς κυνηγά. Και ίσως να προσπαθούν να βρουν μια λύση…
Μια λύση; Η Ρικνάβαθ δεν το είχε ξανασκεφτεί τούτο. Κι όμως, έβγαζε νόημα. Ο Νουτκάλι κι ο Λιζναγκάρ μπορεί να προσπαθούσαν να βρουν τρόπο για να επαναφέρουν την Κουαλανάρα στην κανονική της κατάσταση. Κι αν ίσχυε τούτο, τότε θα έπρεπε, πρώτα, να μάθουν για τους Μετουσιωμένους, κι έπειτα… τι; Να τους σκοτώσουν; Να παρεμποδίσουν το έργο τους; Πώς;
Κι ο Βάνμιρ αυτό θέλει, στο τέλος: να τους σταματήσει. Γιατί πιστεύει ότι δε θα ελευθερώσουν τον κόσμο, όταν οι Ράζλερ είναι νεκροί. Άρα, αν μάθαινα πώς σκοπεύει ο Νουτκάλι ή ο Λιζναγκάρ να τους νικήσει, θα μπορούσα να εξηγήσω τον τρόπο στον Βάνμιρ– Αλλά πρέπει, πρώτα, να βρω τους Ράζλερ…
Η Ρικνάβαθ συνειδητοποίησε ότι είχε σταματήσει πάνω από την αρχετοπική έρημο, χαμένη στους συλλογισμούς της. Χωρίς να κάνει τίποτα. Καλύτερα να συνεχίσω την αναζήτησή μου γι’αυτό που ήρθα, ή να φύγω.
Στα μέρη των Μετουσιωμένων… πώς θα έφτανε εκεί; Θυμήθηκε κάτι που είχε πει ο Σάηρεντιλ και οι άλλοι κάτοικοι των Αρχέτοπων: ότι οι Μετουσιωμένοι κατοικούσαν στην Καρδιά του Κόσμου.
Στην Καρδιά του Κόσμου…
Κάτω;
Στο κέντρο;
Η Ρικνάβαθ προσπάθησε να προσανατολιστεί, και ύστερα, βούτηξε μέσα στις άμμους της ερήμου, κατεβαίνοντας, κατεβαίνοντας, κατεβαίνοντας, περνώντας από πολλούς Αρχέτοπους, κι αγνοώντας τους όλους, αναζητώντας την Καρδιά του Κόσμου, στο βάθος των πάντων.
Σε κάποια στιγμή, νόμισε ότι είδε τον Αετό, μα δε σταμάτησε για να του μιλήσει· πήγαινε τόσο γρήγορα που τον προσπέρασε, προτού προλάβει καν να συνειδητοποιήσει την παρουσία του.
Όταν φτάσω στην Καρδιά, πώς θα την αναγνωρίσω;
Αλλά, όταν έφτασε –πράγμα που δεν άργησε να γίνει–, την αναγνώρισε αμέσως. Γιατί, μέσα στους απέραντους δασότοπους, είδε ένα σημείο απ’όπου πανίσχυρο φως προερχόταν, φως σχεδόν όμοιο με του ήλιου. Η Ρικνάβαθ, όμως, διαπίστωσε ότι δεν την τύφλωνε –μάλλον, επειδή, στην άυλή της κατάσταση, δεν είχε μάτια για να ερεθιστούν. Πλησίασε το φως και παρατήρησε ότι εντός του βρισκόταν λουσμένο το σώμα της, με τα χέρια τεντωμένα δεξιά κι αριστερά και τα πόδια ενωμένα. Τα μαύρα του μαλλιά φούσκωναν γύρω του, σαν στέμμα, και τραύματα δεν είχε.
Αντιλαμβάνονται οι Μετουσιωμένοι ότι βρίσκομαι πλάι τους; αναρωτήθηκε η Ρικνάβαθ. Ή η δουλειά τους τους κρατά τόσο απορροφημένους που δεν έχουν καταλάβει τίποτα;
Ζύγωσε το σώμα της. Το κοίταξε από κοντά. Αν μπορούσε να αισθανθεί, θα αισθανόταν την ίδια της την αναπνοή πάνω στο πρόσωπό της. Ρίγησε (παραξενεμένη, γι’ακόμα μια φορά, πώς ήταν δυνατόν να ριγεί σε αυτή την άυλη κατάσταση)· ήταν τρομακτικό να κοιτάζεις τον εαυτό σου από έξω…
Και τώρα σκεφτόταν να διεισδύσει μέσα, το οποίο ήταν ακόμα πιο τρομακτικό. Αλλά άξιζε να το κάνει· και οι Μετουσιωμένοι δε φαινόταν να έχουν καταλάβει τίποτα για την παρουσία της.
Η Ρικνάβαθ βυθίστηκε στο σώμα της, και είδε ζωτικά όργανα, ιστούς, και κόκαλα, όπως και στα σώματα των άλλων ανθρώπων. Ύστερα, όμως, βυθίστηκε ακόμα περισσότερο, στο μέρος που αποκαλούσε ‘βασίλειο της ψυχής’… κι εκεί δεν είδε τίποτα το οποίο έμοιαζε μ’αυτό που έχουν οι άλλοι άνθρωποι. Εκθαμβωτικό φως πλημμύριζε τα πάντα, προερχόμενο από ένα συγκεκριμένο σημείο στο βάθος, ένα σημείο που έμοιαζε με οκτάγωνο.
Στους άλλους ανθρώπους, το οκτάγωνο ήταν κύκλος, και μέσα του υπήρχε μια μικρή ποσότητα κοσμικής ισχύος: η ψυχή, υπέθετε η Ρικνάβαθ. Γύρω από την ψυχή, απλωνόταν ένα άπειρο, σκοτεινό κενό, που, όμως, φωτιζόταν, κάπου-κάπου, από ξαφνικές λάμψεις, σαν αστραπές, –εκπορευόμενες από τον φωτεινό κύκλο– ή από αργοκίνητες λωρίδες ιριδίζοντος φωτός –οι οποίες πάλι από τον φωτεινό κύκλο εκπορεύονταν.
Οι Μετουσιωμένοι, λοιπόν, έχουν εισβάλει εκεί όπου, κανονικά, έπρεπε να βρίσκεται το φως της ψυχής μου… Κατάλαβε τι είχε συμβεί: Είχαν διώξει την ψυχή της από το οκτάγωνο –που στους άλλους ανθρώπους ήταν κύκλος– και είχαν θρονιαστεί εκεί, σφετεριστές ενός ξένου χώρου… Αλλά η ψυχή της πού ήταν τώρα; Μα βέβαια! η ψυχή της ήταν η άυλη υπόσταση που περιφερόταν στην Κουαλανάρα.
Και τι κάνουν οι Μετουσιωμένοι; Η Ρικνάβαθ παρατήρησε πιο προσεκτικά, και είδε ότι από τις γωνίες του οκταγώνου φωτεινές ακτίνες εξαπολύονταν, κάνοντας το συγκεκριμένο σημείο να μοιάζει με άστρο, αν το κοίταζε κανείς έχοντας αυτό κατά νου. Από εκεί επηρεάζουν την Κουαλανάρα; Από εκεί τη μεταμορφώνουν σε Αρχέτοπο;
Και γιατί το φως της ψυχής μου κατοικεί σε οκτάγωνο, ενώ των άλλων ανθρώπων σε κύκλο; Από τούτο πρέπει να εξαρτιόταν η ιδιομορφία της, συνειδητοποίησε η Ρικνάβαθ. Γιαυτό ήταν τόσο ανοιχτή σε κοσμικές ενέργειες· γιαυτό μπορούσε να χειριστεί τη δύναμη του ουρανόλιθου· γιαυτό όλοι οι θεοί την επιθυμούσαν για ιέρειά τους· γιαυτό έβλεπε οράματα… γιαυτό οι πάντες ήθελαν να τη χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς.
Θα μπορούσα, άραγε, να αποτινάξω τους Μετουσιωμένους από το οκτάγωνο και να κυριαρχήσω πάλι στο σώμα μου; Δύσκολο να απαντήσει τώρα. Της έμοιαζε ότι ήταν από τα πράγματα που έπρεπε να τα δοκιμάσεις για να μάθεις· και δεν τολμούσε να δοκιμάσει –όχι ακόμα, τουλάχιστον.
Εγκατέλειψε την Καρδιά του Κόσμου, επιστρέφοντας στην Κουαλανάρα και στην αναζήτησή της για τους Ράζλερ.
*
Η Ταμάλθα ε Όνζριν καθόταν στη βιβλιοθήκη της οικίας της και διάβαζε μια περγαμηνή που της είχαν φέρει από τη Λιάμνερ-Κρωθ. Το κείμενο ήταν γραμμένο από τις ιέρειες της Μεγάλης Θεάς και μιλούσε για τη φύση των οφθαλμών, για τις ασθένειες που μπορούσαν να τους προσβάλουν, και για τις θεραπείες αυτών των ασθενειών. Τα περισσότερα η Ταμάλθα τα γνώριζε ήδη, αλλά είχε, μέχρι στιγμής, ανακαλύψει και δύο πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, για να εμπλουτίσει τις γνώσεις της.
Η φυσιολογία του ανθρώπου πάντοτε την γοήτευε, έτσι ασχολείτο μ’αυτήν από μικρή ηλικία. Μεγαλώνοντας, είχε διδαχτεί την τέχνη του θεραπευτή, αλλά δε θεωρούσε τον εαυτό της μια απλή θεραπεύτρια· ήξερε πράγματα και λεπτομέρειες άγνωστα στους περισσότερους θεραπευτές. Όλοι οι Όνζριν τη δική της πόρτα χτυπούσαν, όποτε είχαν κάποιο πρόβλημα.
Βέβαια, το πρόβλημα που είχαν τις δύο τελευταίες ημέρες η Ταμάλθα δεν μπορούσε να τους το λύσει. Δεν υπάρχει φάρμακο ή μέθοδος που να εξαφανίζει τον φόβο· και η οικογένειά της φοβόταν: φοβόταν ότι η οργάνωση –γιατί, σίγουρα, περί διαβολικής οργάνωσης επρόκειτο– που είχε σκοτώσει τον Σέλναρ ε Φίνγκωρ, και ακόμα και τον Θόρβαν ε Κάσμεγκωρ, ίσως να σκότωνε και κάποιον απ’αυτούς. Η Ταμάλθα, ασφαλώς, δεν το πολυπίστευε. Γιατί κάποιος να χτυπούσε τους Όνζριν; Γιατί να χτυπούσε τους Όνζριν, όταν υπήρχαν πολύ πιο δυνατοί οίκοι, με σαφώς μεγαλύτερη επιρροή και περισσότερα χρήματα; Οι Όνζριν απλά είχαν δηλώσει σύμμαχοι της Αδελφότητας της Ελευθερίας, βλέποντας ότι αυτό τους συνέφερε περισσότερο· δεν ήταν βασικοί παίκτες σ’ετούτο το παιχνίδι. Ωστόσο, ο σύζυγος της Ταμάλθα είχε επιμείνει να διπλασιάσουν τις φρουρές στο σπίτι τους –να δώσουν κι άλλο χρυσάφι, δηλαδή, από το λιγοστό που διέθεταν–, και οι φρουρές είχαν διπλασιαστεί.
Πάνοπλοι πολεμιστές περιφέρονταν γύρω από την οικία.
Αυτό, όμως, δεν απέτρεψε τον Ζάνμελ απ’το να εισβάλει. Σκότωσε έναν φύλακα –αναγκαίο κακό· δε νόμιζε ότι μπορούσε να το αποφύγει–, άνοιξε ένα παράθυρο, και μπήκε σ’ένα σκοτεινό γραφείο. Βαδίζοντας αιλουροειδώς, εξερεύνησε το σπίτι μέσα στα μεσάνυχτα, ενώ ησυχία επικρατούσε παντού… και, τελικά, εντόπισε το στόχο του. Χαράζοντας την πόρτα της βιβλιοθήκης, στον τρίτο όροφο της οικίας, είδε την Ταμάλθα να κάθεται και να διαβάζει μια περγαμηνή στο φως της λάμπας που κρεμόταν από το ταβάνι.
Το θύμα του Ζάνμελ ήταν μια τριανταπεντάρα γυναίκα, με μακριά καστανά μαλλιά που τώρα είχε δεμένα κότσο. Στη μύτη της στηριζόταν ένα ζευγάρι γυαλιά, που ο αργυρός σκελετός τους γυάλιζε. Φορούσε μια κίτρινη ρόμπα πάνω από ένα λευκό νυχτικό. Τα πόδια της ήταν σταυρωμένα στο γόνατο, και το αριστερό, που πατούσε στο ξύλινο δάπεδο, καλυπτόταν από μια βαθυγάλαζη, γούνινη παντόφλα· το δεξί, που κρεμόταν στον αέρα, κάνοντας αργά πέρα-δώθε, ήταν γυμνό και η δική του παντόφλα βρισκόταν πεσμένη παραδίπλα.
Δυστυχώς, η Ταμάλθα δεν είχε γυρισμένη την πλάτη στον Ζάνμελ· αν ο δολοφόνος έμπαινε, θα τον έβλεπε αμέσως. Έτσι, εκείνος ξεθηκάρωσε τη μία χειροβαλλίστρα του και σήκωσε την ασφάλεια.
Άνοιξε την πόρτα και βάδισε μέσα στο δωμάτιο.
Η Ταμάλθα ύψωσε το βλέμμα, και τα μάτια της γούρλωσαν. Το στόμα της σχημάτισε ένα Ο, αλλά, προτού προλάβει να φωνάξει, το βέλος του δολοφόνου είχε εκτοξευτεί, πετυχαίνοντάς τη ανάμεσα στα φρύδια και σκοτώνοντάς την ακαριαία.
Ο Ζάνμελ πλησίασε τη νεκρή γυναίκα και επάνω στο βλήμα που ήταν καρφωμένο στο κεφάλι της πέρασε ένα κομμάτι χαρτί με το συνηθισμένο μήνυμα. Ύστερα, έφυγε από την οικία των Όνζριν.
Μαθαίνοντας και για την τρίτη δολοφονία, ο Λώντιρ εξοργίστηκε. Όχι μόνο οι άνθρωποί του –φρουροί και κατάσκοποι, έμποροι και απατεώνες, ευγενείς και ζητιάνοι– δεν είχαν εντοπίσει τον Έπαρχο Κάβμαρ, ύστερα από μια ολόκληρη ημέρα ολικού αναποδογυρίσματος της πόλης, μα οι φόνοι φαινόταν να συνεχίζονται σαν να μη συνέβαινε απολύτως τίποτα! Λες, τελικά, ο δολοφόνος να μην είχε καμία σχέση με τον Έπαρχο; Λες κάποιοι από τους συμμάχους του Λώντιρ να μηχανορραφούσαν εναντίον του; Λες ο Νουτκάλι να έπαιζε μαζί του;
Ό,τι κι αν είναι, δε θα ηττηθώ! σκέφτηκε, τσαλακώνοντας το μήνυμα που είχε βρεθεί πάνω στο κουφάρι της Ταμάλθα ε Όνζριν και πετώντας το στις φλόγες του τζακιού. Πρακτικά, έχω νικήσει! Μονάχα το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων εξακολουθεί να μου αντιστέκεται… κι αυτοί οι ηλίθιοι στο Βόρειο Φρουραρχείο. Αλλά δεν ανησυχώ για δαύτους· θα παραδοθούν, τελικά, ή θα πεθάνουν της πείνας, σαν ποντίκια φυλακισμένα σ’ένα πέτρινο δωμάτιο! Κι ακόμα και οι Δεκαεννέα Πύργοι, κι αυτοί δεν μπορεί να κρατήσουν για πάντα. Θα τους γκρεμίσω όλους, πέτρα-πέτρα, άμα χρειαστεί!
Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν η φανερή αντίσταση, αλλά η κρυφή: ο δολοφόνος, ή οι δολοφόνοι– όποιος, τέλος πάντων, ευθυνόταν για τους φόνους! Κάποιος κρυβόταν κάτω απ’τη μύτη του Λώντιρ, μέσα στην ίδια του την πόλη, και μηχανορραφούσε εναντίον του –ενώ εκείνος δεν μπορούσε να τον βρει.
Αδύνατον! Αν είναι καταχωνιασμένος στη Νουάλβορ, θα τον εντοπίσω! συλλογίστηκε, αρχίζοντας να αντιλαμβάνεται ότι είχε δημιουργήσει ένα χάος που είχε ξεφύγει από τον έλεγχό του.
Οργάνωση! Αυτή ήταν η λύση. Το καθεστώς που οραματιζόταν είχε ανάγκη από περισσότερη οργάνωση. Τώρα, όμως, δεν προλάβαινε να οργανώσει τίποτα. Πρώτα, έπρεπε να εξολοθρευτούν οι εχθροί.
Και σαν να μην έφταναν οι δολοφονίες ή το γεγονός ότι ο Κάβμαρ είχε δραπετεύσει και δολοπλοκούσε τώρα εναντίον του· σαν να μην έφταναν όλα τούτα, οι στρατιώτες της φρουράς είχαν αρχίσει να φοβούνται τόσο πολύ που έβλεπαν δαιμόνια, τελώνια, και στοιχειά! Προχτές το βράδυ, κάποιοι στο εσωτερικό τείχος δέχτηκαν επίθεση από (όπως υποστήριξαν) δύο σκοτεινούς δαίμονες: δύο πλάσματα που η μορφή τους άλλαζε και δεν μπορούσες να τους δεις καλά για να τους χτυπήσεις… Ανοησίες! Τα πτώματα, όμως, ήταν αληθινά· στρατιώτες είχαν πεθάνει σ’αυτή τη συμπλοκή, όπως είχαν τονίσει οι κατάσκοποι του Λώντιρ. Επομένως, τι μπορεί να είχε συμβεί; Μήπως ήταν κι ετούτη άλλη μια κίνηση των εχθρών του, για να προκαλέσουν πανικό ανάμεσα στη φρουρά; Αν συνεχίζονταν αυτές οι εμφανίσεις «δαιμόνων», ο Λώντιρ θα μάθαινε…
Αλλά, για την ώρα, είχε πάλι προστάξει τους ανθρώπους του να ερευνήσουν την πόλη για τον Έπαρχο της Νέλβορ· γιατί διαισθανόταν πως, αν τον έβρισκε και τον αιχμαλώτιζε, τα περισσότερα από τα προβλήματά του θα λύνονταν.
Και, ενώ ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ συλλογιζόταν όλα τούτα στα άδυτα του Ναού της Δυτικής Περιφέρειας, ο Κάβμαρ βρισκόταν στον Χαριτωμένο Χορευτή, στο δωμάτιο της Αρχόντισσας Ρικέλθης, και μαζί μ’αυτήν, την Έπαρχο Λαθέμη, και τον Άρχοντα Φάντραν, σχεδίαζαν την επόμενή τους κίνηση, τη δεύτερη φάση του σχεδίου τους: τον εκβιασμό των προσώπων-κλειδιών που θα έπρεπε να πάρουν με το μέρος τους, για να διασπάσουν τις δυνάμεις του Λώντιρ και να τον χτυπήσουν εκ των έσω.
Ο Ζάνμελ και η Αϊλρέηκ ήταν, επίσης, στο δωμάτιο. Ο δολοφόνος είχε την πλάτη του ακουμπισμένη σε μια γωνία και τα χέρια του σταυρωμένα εμπρός του, παρακολουθώντας τους τέσσερις ευγενείς να συζητούν γύρω από ένα μικρό, ξύλινο τραπέζι, ενώ μερικά χαρτιά, ένα μελανοδοχείο, και μια πένα βρίσκονταν ανάμεσά τους. Η Νότια Ρουζβάνη στεκόταν μπροστά από το παράθυρο, κοιτάζοντας έξω απ’το πανδοχείο, τους δρόμους της πόλης, για να προειδοποιήσει τον Έπαρχο Κάβμαρ και τους υπόλοιπους, σε περίπτωση που η φρουρά ζύγωνε ξανά.
Ο Έζβαρ, ο ερημίτης του Δρακοδάσους, καθόταν αντίκρυ του Ζάνμελ, φτιάχνοντας τη χορδή του τόξου που είχε αγοράσει από την αγορά της Νουάλβορ. Έμοιαζε να μη δίνει σημασία στην κουβέντα των δολοπλόκων μισό μέτρο παραδίπλα, αλλά ο δολοφόνος μπορούσε να καταλάβει ότι τ’αφτιά του ήταν τεντωμένα και παρακολουθούσε τα πάντα. Και το ίδιο αντιλαμβανόταν κι η Ρικέλθη· ήταν βέβαιη πως ο Έζβαρ άκουγε πολύ καλά τι έλεγαν και το επεξεργαζόταν στο μυαλό του, μα δε μιλούσε, μη θεωρώντας τον εαυτό του αρκετά «εξειδικευμένο» σ’αυτά τα ζητήματα. Ωστόσο, αναμφίβολα, θα μου πει την άποψή του όταν είμαστε μόνοι, σκέφτηκε η Αρχόντισσα της Έριγκ, ρίχνοντάς του μια λοξή ματιά και ξαναστρέφοντας, μετά, την προσοχή της στον Κάβμαρ. Ο Έπαρχος της Νέλβορ ήταν ένα ελεεινό κάθαρμα (ή, τουλάχιστον, ένα ελεεινό κάθαρμα που δε βρισκόταν στο δικό της στρατόπεδο –κι αυτό ήταν, κυρίως, που την ενοχλούσε), μα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελούσε έναν καλό σύμμαχο. Γιατί ποιος θα ήταν καλύτερος να βοηθήσει στην κατατρόπωση αυτού του Λώντιρ από έναν άνθρωπο που, παλιότερα, είχε συνεργαστεί μαζί του, ή από έναν άνθρωπο που ο Αρχιερέας είχε προδώσει κι εκείνος επιθυμούσε εκδίκηση; Η εκδίκηση είναι, πάντοτε, ισχυρό κίνητρο –η Φερνάλβιν παραλίγο να με σκοτώσει, στέλνοντας τον Νεκρομέμνονα εναντίον μου. Ήμουν υπερβολικά τυχερή που επιβίωσα από αυτό το περιστατικό!
Η Λαθέμη, δυστυχώς, δεν είχε και πολλά να προσφέρει στη συζήτηση· κατοικώντας εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Νουάλβορ, γνώριζε ελάχιστα για τους ανθρώπους εδώ. Και ο Φάντραν τα ίδια: καταγόταν από το Κάστρο Όρκτον, που βρισκόταν στην άκρη του κόσμου, μπροστά από τις ατελείωτες Στέπες. Ήταν ευφάνταστος και τολμηρός άνθρωπος (αυτό και η Ρικέλθη και ο Κάβμαρ μπορούσαν να το διακρίνουν), μα δεν ήξερε τίποτα σχετικά με τους ευγενείς της πρωτεύουσας, ή τους εμπόρους που σύχναζαν εδώ, ή τους στρατιωτικούς. Γι’αυτόν όλα τούτα ήταν τόσο μπλεγμένα όσο οι Ουρές του Σάλ’γκρεμ’ρωθ· αλλά δε δίσταζε να λέει, συνεχώς, τη γνώμη του και να τους ενοχλεί, διασπώντας τον ειρμό των σκέψεών τους. Η Ρικέλθη ήθελε, ορισμένες φορές, να τον κλοτσήσει· σκεπτόμενη, όμως, ότι της είχε σώσει τη ζωή, όταν οι μαχητές της Αδελφότητας της Ελευθερίας τούς επιτέθηκαν, συγκρατούσε τον εαυτό της. Ο Κάβμαρ δεν ήταν τόσο υπομονετικός: Ύστερα από μια μωρολογία του Φάντραν –η οποία ίσως να ήταν αστεία υπό άλλες συνθήκες–, κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι και είπε στον σύζυγο της Λαθέμης: «Να κρατάς τις απόψεις σου για τον εαυτό σου –εκτός αν ξέρεις για τι πράγμα μιλάς!» Ο Φάντραν φάνηκε να θυμώνει και να είναι έτοιμος ν’αποκριθεί, αλλά η Έπαρχος της Βένεριγκ τον κάρφωσε με το βλέμμα της και τον κλότσησε κάτω απ’το τραπέζι· οπότε, εκείνος είπε μονάχα: «Συνεχίστε· να μη σας διακόπτω…» Υπήρχε, φυσικά, σαρκασμός στα λόγια του, όμως όλοι προτίμησαν να τον αγνοήσουν.
Ο σχεδιασμός της δεύτερης φάσης του σχεδίου τους τελείωσε ως το μεσημέρι, και τότε ο Κάβμαρ στράφηκε στον Ζάνμελ. «Θέλω να παραδώσεις μηνύματα σε δύο ανθρώπους,» τον πληροφόρησε. «Πρόκειται για τα δύο άτομα που εγώ κι η Αρχόντισσα Ρικέλθη θα προσπαθήσουμε το βράδυ να φέρουμε με το μέρος μας.»
Ο δολοφόνος ένευσε, ενθυμούμενος τα δύο άλλα μηνύματα που είχε μαζί του –αυτά της Επάρχου Φερνάλβιν και της Αρχόντισσας Ζιάθραλ–, τα οποία δεν είχε καταφέρει ακόμα να παραδώσει, αφού ήταν αδύνατον να ζυγώσει τους Δεκαεννέα Πύργους. Μία λύση μόνο υπήρχε: να μεταμφιεστεί φρουρός και να ανεβεί στο τείχος· αλλά και πάλι θα ήταν δύσκολο να εκτοξεύσει, με τη βαλλίστρα του, δύο βέλη. Οι άλλοι φύλακες θα τον ρωτούσαν γιατί είχε ρίξει δίχως λόγο… Αν, βέβαια, είχε τον Χέντραμ μαζί του· αν ήταν ακόμα νεκρενοικημένος….
Ο Κάβμαρ έδωσε στον Ζάνμελ δύο τυλιγμένα κομμάτια χαρτί, λέγοντάς του σε ποιους έπρεπε να τα πάει. «Δε χρειάζεται, ασφαλώς, να πλησιάσεις· στείλτα από απόσταση, με τη βαλλίστρα. Και μη σκοτώσεις κανέναν· δε θέλουμε νεκρούς ετούτη τη φορά.»
Ο δολοφόνος ένευσε ξανά. «Πότε πρέπει να παραδοθούν;»
«Το συντομότερο δυνατό.»
Ο Ζάνμελ πλησίασε την πόρτα του δωματίου, και η Αϊλρέηκ είπε: «Να πηγαίνω κι εγώ, Έπαρχε;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κάβμαρ. «Η συζήτησή μας τελείωσε, έτσι κι αλλιώς· θα επιστρέψουμε όλοι στα δωμάτιά μας.» Κοίταξε τη Λαθέμη και τον Φάντραν. «Βγείτε μετά από τον Ζάνμελ και την Αϊλρέηκ, μην τυχόν και κινήσουμε υποψίες.» Εκείνοι δεν έφεραν αντίρρηση.
Ο δολοφόνος και η Νότια Ρουζβάνη έφυγαν από το δωμάτιο και, ύστερα από λίγο, η Κυρά της Βένεριγκ και ο σύζυγός της τους ακολούθησαν.
«Αρχόντισσα Ρικέλθη, θα ήθελα να μιλήσουμε ιδιαιτέρως,» είπε ο Κάβμαρ.
Το είχα καταλάβει, σκέφτηκε εκείνη· αλλιώς, δε θα τους έδιωχνες όλους πριν από εσένα. «Ιδιαιτέρως είμαστε…»
Ο Έπαρχος λοξοκοίταξε τον Έζβαρ.
«Τον εμπιστεύομαι με τη ζωή μου,» τόνισε η Ρικέλθη.
Ας είναι, συλλογίστηκε ο Κάβμαρ, και είπε: «Τι νομίζεις για την Έπαρχο Λαθέμη;»
Η Ρικέλθη ύψωσε το δεξί φρύδι. «Θα έπρεπε να νομίζω κάτι συγκεκριμένο;»
Ο Κάβμαρ δε μίλησε, εξακολουθώντας να περιμένει μια απάντηση.
«Νομίζω ότι θύμωσε που αρνηθήκαμε να τη συμπεριλάβουμε στην… ενεργό δράση του σχεδίου μας. Ωστόσο, πρέπει να καταλαβαίνει ότι, λόγω της άγνοιάς της για τη Νουάλβορ, θα ήταν επικίνδυνο αυτή ή ο Φάντραν να μιλήσουν στα άτομα που θέλουμε να φέρουμε με το μέρος μας.»
«Συμφωνώ. Αλλά δεν εννοώ μονάχα τούτο, Ρικέλθη· εννοώ κάτι περισσότερο…» Ο Κάβμαρ περιεργάστηκε το πρόσωπό της.
«Τι περισσότερο; Δεν την εμπιστεύομαι, αν εννοείς αυτό. Όμως ούτε εσένα εμπιστεύομαι, και το ξέρεις.»
«Εμένα θα έπρεπε να μ’εμπιστεύεσαι–»
«Αλήθεια;»
«Δεν έχω τίποτα να χάσω,» είπε ο Κάβμαρ. «Είτε νικήσουμε τον Λώντιρ είτε όχι, εγώ ηττημένος είμαι. Όταν τούτη η περιπέτεια φτάσει στο τέλος της, θα πρέπει να εγκαταλείψω το Νόρβηλ. Δε νομίζω ότι οι Γάθνιν, έχοντας πάλι την εξουσία στα χέρια τους, θα με συγχωρήσουν και θ’αγκαλιαστούμε όλοι μαζί, υποσχόμενοι να οδηγήσουμε το Βασίλειο σ’ένα λαμπρό μέλλον.» Γέλασε, ξερά. «Όχι, θα κηρύξουν τον πόλεμο στη Νέλβορ, αν μείνω. Θα ζητήσουν από τις Παλαιές Οικογένειες να με παραδώσουν, κι αυτές θα υπακούσουν –είμαι βέβαιος–, καθότι δε θα μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο· όλο το Νόρβηλ θα είναι στραμμένο εναντίον τους. Ίσως να μπορούσαν να με προστατέψουν, αν η προσβολή μου κατά του Οίκου των Γάθνιν ήταν μικρή· αλλά δεν είναι. Προσπάθησα να πάρω τον Ουρανολίθινο Θρόνο –εσχάτη προδοσία.» Και επιχείρησα να δηλητηριάσω τη Νιρκένα, πρόσθεσε νοερά. Γι’αυτό οι Γάθνιν είναι ικανοί να με κυνηγήσουν ως τα πέρατα της Κουαλανάρα. Γιατί πρόκειται για πιο προσωπική προσβολή από την προσπάθειά μου να σφετεριστώ την εξουσία… πολύ πιο προσωπική.
«Ένας απελπισμένος άνθρωπος δεν είναι πάντοτε και αξιόπιστος,» είπε η Ρικέλθη. «Ωστόσο, είμαι πεπεισμένη ότι επιθυμείς, πάση θυσία, να καταστρέψεις το Χέρι που σε πρόδωσε. Τα χέρια είναι επικίνδυνα, όταν αποκτούν δικό τους μυαλό και πάνε να σου βγάλουν τα μάτια.»
Ο Κάβμαρ μειδίασε. «Δε λες τίποτα, Αρχόντισσα Ρικέλθη…!»
«Γιατί, όμως, με ρώτησες για τη Λαθέμη;»
«Δεν έχεις ακούσει για το σημάδι της, έτσι;»
Η Ρικέλθη συνοφρυώθηκε. «Ποιο σημάδι;»
«Έχει ένα γενετήσιο σημάδι επάνω της, το οποίο μια μάντισσα τής είπε πως σημαίνει ότι, κάποτε, θα βασιλέψει στο Νόρβηλ.»
«Με κοροϊδεύεις…»
«Φυσικά και όχι. Πώς νομίζεις ότι κατάφερα να φέρω τη Λαθέμη με το μέρος μου; Γνωρίζοντας για το σημάδι, της πρότεινα μια συμμαχία κατά των Γάθνιν, την οποία δεν μπορούσε να αρνηθεί, καθώς πίστευε ότι, ύστερα απ’όσα θα συνέβαιναν, εκείνη θα καθόταν στον Ουρανολίθινο Θρόνο.»
«Η Λαθέμη ξέρει πως ξέρεις για το σημάδι της και για την προφητεία;»
Ο Κάβμαρ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δεν τα λέει σε κανέναν αυτά. Ο σύζυγός της, ωστόσο, υποθέτω πως πρέπει να τα γνωρίζει· αλλά ελάχιστοι άλλοι, πέραν εκείνου.»
Η Ρικέλθη γέλασε. «Προφητείες!… Πώς πιστεύει σ’αυτές τις–;» Αλλά σταμάτησε τα λόγια της, γιατί θυμήθηκε τα οράματα της Ρικνάβαθ των Καρμώζ, καθώς και τη μαντεία που είχε κάνει ο Βάνμιρ, για να προβλέψει τον ερχομό του στρατού των Ποιμένων της Στέπας. Τους Ράζλερ πια άστους· ήταν, σαφώς, ξεχωριστή περίπτωση…
Ο Κάβμαρ την κοίταξε ερωτηματικά.
«Σκέφτηκα κάτι,» εξήγησε εκείνη.
«Τους Ράζλερ;»
Η Ρικέλθη ένευσε. «Και αυτούς.»
«Μη φοβάσαι· η προφητεία για τη Λαθέμη δεν είναι αληθινή.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Μου το είπε ο Νουτκάλι.»
«Κι εμπιστεύεσαι τον Νουτκάλι;» απόρησε η Ρικέλθη.
«Όχι. Όμως έχω μάθει κάτι απ’αυτόν: ότι το μέλλον ποτέ δεν είναι προκαθορισμένο. Υπάρχουν… νήματα που οδηγούν προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, και τα νήματα μπορούν πάντα ν’αλλάξουν θέση. Αυτό κάνουν κι οι Ράζλερ: αλλάζουν θέσεις στα νήματα. Στρέφουν το μέλλον, και τον κόσμο, προς τα εκεί όπου επιθυμούν.»
«Αλλά δε βλέπω να έχει βγει τίποτα καλό από τούτο.»
«Δε μπορώ παρά να συμφωνήσω…»
Θα διαφωνούσες, όμως, αν κέρδιζες αυτή τη μάχη, σκέφτηκε η Ρικέλθη. «Αφού, λοιπόν, θεωρείς ότι το μέλλον δεν είναι προκαθορισμένο, γιατί ανησυχείς για τη Λαθέμη;»
«Γιατί η Λαθέμη πιστεύει, πραγματικά, ότι το πεπρωμένο της είναι να βασιλέψει, και θα προσπαθήσει να καθίσει στο Θρόνο του Νόρβηλ.»
«Δεν έχει ελπίδες–»
«Καλύτερα να βεβαιωθείς γι’αυτό,» της τόνισε ο Κάβμαρ.
«Προτείνεις να τη σκοτώσουμε;»
«Όταν έρθει η ώρα να χτυπήσουμε τον Λώντιρ, μεγάλη αναταραχή θα επικρατήσει στη Νουάλβορ· και, μέσα σε τέτοιες αναταραχές, πολλά συμβαίνουν. Να το έχεις υπόψη σου. Εσένα σ’ενδιαφέρει περισσότερο απ’ό,τι εμένα· εγώ δε θα είμαι εδώ, όταν τελειώσει αυτή η ιστορία.» Σηκώθηκε όρθιος. «Πηγαίνω τώρα. Το βράδυ θα κινηθούμε όπως κανονίσαμε.»
Η Ρικέλθη ένευσε, και ο Κάβμαρ έφυγε από το δωμάτιο.
«Αυτός ο άνθρωπος,» είπε ο Έζβαρ, «με κάνει ν’ανατριχιάζω. Δεν πίστευα ότι στις πόλεις υπάρχουν τόσο επικίνδυνα φίδια…»
Η Ρικέλθη μειδίασε. «Έλα τώρα, Έζβαρ· γνωρίζεις εμένα πολλά χρόνια…»
«Πράγματι,» συμφώνησε ο ερημίτης. Τώρα, είχε το τόξο του ακουμπισμένο στα γόνατα, και κοίταζε την Αρχόντισσα από την αντικρινή μεριά του δωματίου –η οποία δεν ήταν και πολύ μακριά.
«Ξέρεις τι εκτιμώ σ’εσένα;»
«Τι;»
«Ότι πάντα μιλάς ευθέως.»
«Μα, κι εσύ το έχεις αυτό, Ρικέλθη.»
«Τώρα ψεύδεσαι.»
«Σε μένα, τουλάχιστον, πάντα ευθέως μιλάς.»
«Σε σένα. Όχι σε άλλους.» Ακόμα και στα παιδιά μου έχω πει ψέματα, κατά καιρούς, σκέφτηκε, καθώς σηκωνόταν από τη θέση της, για να ξεπιαστεί. Αλλά ήταν αναγκαίο. Κι επιπλέον, τώρα δεν είναι η ώρα ν’αναρωτιέμαι για τις μεθόδους μου!
«Πεινάς, Έζβαρ; Να κατεβούμε για φαγητό;»
*
«Ο Κάβμαρ θέλει να με εκτοπίσει,» είπε η Λαθέμη, όταν εκείνη κι ο Φάντραν μπήκαν στο δωμάτιό τους.
«Γιατί, τότε, συμφωνούσες μαζί του;»
«Γιατί δεν γνωρίζουμε τίποτα για την πόλη! Κι αυτό είναι μεγάλο μειονέκτημα…» Η Λαθέμη κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. «Τι γίνεται αν ο Κάβμαρ επιχειρήσει να μας σκοτώσει;»
«Δεν έχει λόγο να το κάνει,» είπε ο Φάντραν, που στεκόταν ακόμα όρθιος.
«Δεν έχει;» αντιγύρισε, ειρωνικά, η Λαθέμη. «Ξέρεις τι νομίζω εγώ; Ότι, μέσα στην αναστάτωση που θα επικρατήσει, θα προσπαθήσει να πάρει την εξουσία.»
Ο Φάντραν ρουθούνισε. «Αποκλείεται· δεν έχει τέτοια δύναμη. Θέλει μονάχα να πάρει εκδίκηση από τον άνθρωπο που τον πρόδωσε. Και μετά, θα φύγει από το Νόρβηλ. Έχοντας προδώσει τους Γάθνιν, δεν μπορεί να μείνει άλλο εδώ.»
«Το ίδιο ισχύει και για μας,» του θύμισε η Λαθέμη, με σκοτεινή όψη στο πρόσωπό της. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο στο πάτωμα.
«Όχι,» διαφώνησε ο Φάντραν. «Μπορούμε πάντα να κάνουμε κάποια συμφωνία με τους Γάθνιν–»
«Και ο Κάβμαρ δεν μπορεί;» είπε απότομα η Λαθέμη, υψώνοντας τη ματιά της, για να τον ατενίσει.
«Δε θα το δεχτούν. Είναι σύζυγος της Πριγκίπισσας Νιρκένα, και την πρόδωσε· αυτός κανόνισε τα πάντα μέσα στη Νουάλβορ. Η προδοσία του, σίγουρα, θα φαίνεται πιο άσχημη στα μάτια τους από τη δική μας. Εμείς ερχόμαστε από μακριά, από το Βορρά· θα δεχτούν να κάνουν συμφωνία μαζί μας.»
«Μα, δε θέλω να κάνουν συμφωνία μαζί μας!» έτριξε τα δόντια η Λαθέμη. «Το πεπρωμένο μου είναι να βασιλέψω στο Νόρβηλ! Και κάτσε κάτω! Δε μπορώ να τεντώνω το λαιμό μου για να σε βλέπω!»
Ο Φάντραν κάθισε πλάι της. «Ίσως εκείνη η μάντισσα να έκανε λάθος…»
«Δεν έκανε λάθος! Το σημάδι είναι επάνω μου,» τόνισε η Λαθέμη. «Είναι επάνω μου.» Και, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί γι’αυτό, ξεκούμπωσε το φόρεμά της και το κατέβασε ως τη μέση, μαζί με το μεσοφόρι της.
«Θεοί!» έκανε ο Φάντραν. «Δεν υπάρχει πλέον!»
«Τι!» Η Λαθέμη λύγισε το λαιμό της, για να κοιτάξει την πίσω μεριά των αριστερών της πλευρών. Το σημάδι ήταν εκεί· δεν είχε φύγει. Ήταν εκεί. Εκεί. Όπως πάντα. Μια καμπύλη που έμοιαζε με στέμμα, και κάτω από την καμπύλη ένα σχήμα το οποίο θύμιζε δύο ενωμένα φτερά.
«Πώς τολμάς να με τρομάζεις έτσι!» σφύριξε η Λαθέμη στον Φάντραν, κι έκανε να τον χαστουκίσει.
Εκείνος έπιασε το χέρι της. «Σκέψου και την περίπτωση ότι μπορεί νάναι τυχαίο,» της τόνισε.
«Το σημάδι μου; Τυχαίο;»
«Ναι· γιατί όχι, Λαθέμη; Επειδή μια παλαβή μάντισσα σού είπε ότι σημαίνει κάτι; Η Φαρλεσία είναι τρελή· όλοι στη Βένεριγκ το ξέρουν!»
«Δεν είναι τρελή!» αντιγύρισε η Λαθέμη, τραβώντας το χέρι της πίσω, γιατί ο Φάντραν δεν το είχε αφήσει ακόμα. «Έτσι νομίζουν, επειδή βλέπει οράματα.»
«Πόσες από τις προβλέψεις της έχουν βγει αληθινές; Μια φορά τη ρώτησα αν θα είχε καλοκαιρία στο κυνήγι, κι εκείνη μου έδωσε θετική απάντηση, αλλά, όταν φύγαμε από την πόλη, έβρεξε.»
«Ναι, ’ντάξει, μου τις έχεις ξαναπεί αυτές τις ανοησίες! Συμπτωματικό ήταν. Κι εξάλλου, δεν είναι μετεωρολόγος. Και το σημάδι μου είναι… είναι τόσο φανερό.» Το κοίταξε ξανά, αγγίζοντάς το με το δάχτυλό της. «Μια κορόνα και δύο φτερά.»
«Έχεις και πιο σημαντικά πράγματα επάνω σου…» είπε ο Φάντραν. Το ένα του χέρι άγγιξε τα δεξιά της πλευρά και το άλλο τον ώμο της, και, προτού εκείνη προλάβει να φέρει αντίρρηση, την ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έσκυψε, για να φιλήσει τα στήθη της.
«Άσε τις αηδίες!» Η Λαθέμη τον απομάκρυνε, τραβώντας τον από τα μαλλιά.
«Θεωρείς τα κάλλη σου ‘αηδ–;» Το χαστούκι της έκανε τ’αφτί του να βουίξει.
«Θεωρώ παράξενο το ότι με θυμάσαι όποτε με δεις γυμνή, ενώ τον υπόλοιπο καιρό διασκεδάζεις μ’όποια τσούλα βρεις μπροστά σου!» είπε η Λαθέμη, σηκώνοντας το μεσοφόρι και το φόρεμά της.
«Δεν είναι έτσι…» είπε ο Φάντραν, κρατώντας τ’αφτί του.
«Δεν … είναι … έτσι;» Τα μάτια της γυάλισαν, επικίνδυνα.
«…Ίσως και να έχει κάποια βάση αυτό που λες…»
«Και τώρα,» συνέχισε η Λαθέμη, «τώρα που σου μιλάω για το σημαντικότερο θέμα της ζωής μου, εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάς το στήθος μου;»
«Το λες σα να προσπάθησα να σε μαχαιρώσω!» μούγκρισε ο Φάντραν, και σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού, πηγαίνοντας στην κρεμάστρα, για να πάρει την κάπα του και να τη ρίξει στους ώμους.
«Πού πας;»
«Να πάρω καθαρό αέρα–»
«Ναι,» είπε η Λαθέμη, «και να βρεις και καμια τσούλα, να ξεδώσεις επάνω της, το δίχως άλλο!»
«Οι περισσότερες ‘τσούλες’ μού φέρονται καλύτερα, και δεν έχουν αυταπάτες ότι θα βασιλέψουν–»
Η Λαθέμη πετάχτηκε πάνω, για να τον χαστουκίσει. Εκείνος έπιασε πάλι το χέρι της· και ύστερα, έπιασε και τ’άλλο της χέρι, καθώς κι αυτό πήγε να τον χαστουκίσει. Το γόνατό της αστόχησε για μερικούς πόντους τα αχαμνά του, χτυπώντας τον στο μηρό. Ο Φάντραν την έσπρωξε πίσω, ρίχνοντάς την στο κρεβάτι· και, σφίγγοντας τους καρπούς της, κατάφερε, μετά από μια σύντομη πάλη, να την ακινητοποιήσει.
«Άσε με!» σφύριξε η Λαθέμη. «Θα φωνάξω, και θ’ακουστεί η φασαρία, και…» Το πρόσωπό της συσπάστηκε. «Γιατί θες πάντα να με ντροπιάζεις έτσι, ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να σε πνίξει;» Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της· δεν μπορούσε να τα συγκρατήσει. «Σ’αγαπώ, και θάπρεπε να με λατρεύεις, αλλά ποτέ… ποτέ δεν… ποτέ…»
Ο Φάντραν άφησε τους καρπούς. «Ποτέ δε με άφησες να σε λατρέψω, Λαθέμη.» Σηκώθηκε από πάνω της και κάθισε παραδίπλα.
«Όχι… λες ψέματα… δεν είναι έτσι…» Σκούπισε τα μάγουλά της, με την ανάστροφη του δεξιού της χεριού, και ανασηκώθηκε. «Εσύ πάντα με αγνοείς!»
Την κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. «Δε σε αγνοώ.»
«Με αγνοείς! Πριν από λίγο, σου μιλούσα για το σημάδι, κι εσύ κοιτούσες το στήθος μου! Τόση σημασία έχουν τα λόγια μου για σένα;»
«Τα λόγια σου έχουν σημασία για μένα, όπως και όλα τ’άλλα που έχεις: το πρόσωπό σου, τα χέρια σου, το στήθος σου–»
«Δεν καταλαβαίνεις…» αναστέναξε η Λαθέμη.
«Εντάξει, θέλεις να συζητήσουμε; Ας συζητήσουμε!» είπε ο Φάντραν, και ξάπλωσε, ανάσκελα, στο κρεβάτι. «Ας συζητήσουμε.»
Η Λαθέμη αναστέναξε πάλι, κι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.
Εκείνος έτριψε τον βραχίονά της. «Τι θέλεις να πούμε;»
«Τίποτα…» μουρμούρισε η Λαθέμη.
*
Ο Οίκος των Φίνγκωρ είχε πένθος, ύστερα από τη δολοφονία του Σέλναρ. Ωστόσο, όλοι τους αισθάνονταν και μια παράξενου είδους ανακούφιση: την ανακούφιση ότι η σκιά του θανάτου πέρασε από πάνω τους, και είχε πάει να μαζέψει άλλων τις ψυχές· εκείνους, μάλλον, δε θα τους ξαναενοχλούσε, όπως έδειχναν τα πράγματα.
Έτσι, ο Σίλφαρ, ο αδελφός του Σέλναρ, κατατρόμαξε όταν δέχτηκε την επιστολή. Είχε πάρει το μεσημεριανό του και είχε βγει στο εργαστήρι του, στον κήπο, για ν’ασχοληθεί με την τέχνη του, την αγγειοπλαστική. Τελείωνε ένα πιθάρι που αν ο Σέλναρ ζούσε θα έκανε όμορφα σχέδια επάνω του, της τεχνοτροπίας που μονάχα εκείνος μπορούσε να κάνει –η σκέψη τούτη μελαγχολούσε τον Σίλφαρ. Όμως ξέχασε τη μελαγχολία του, όταν ένα βέλος εκτοξεύτηκε και καρφώθηκε στον τοίχο, πλάι απ’το κεφάλι του. Τα μάτια του γούρλωσαν, η αναπνοή του κόπηκε, και παραλίγο να κατουρήσει το παντελόνι του. Είχε επιστρέψει ο δολοφόνος; Και είχε αστοχήσει, ετούτη τη φορά;
Από απόσταση, άκουσε φωνές. Οι φρουροί της οικίας πρέπει να είχαν εντοπίσει τον κακοποιό!
Ο Σίλφαρ αμέσως κρύφτηκε πίσω απ’το ημιτελές πιθάρι, με τα χέρια του γεμάτα πηλό. Αν εκτοξευόταν άλλο βέλος, δεν μπορούσε να τον πετύχει εδώ.
Αφουγκράστηκε, προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε, αλλά το μόνο που μπορούσε να καταλάβει ήταν ότι οι φρουροί φώναζαν. Τελικά, βήματα ήρθαν προς το εργαστήρι του, μαζί με τον ελαφρύ κουδουνιστό ήχο αρματωσιάς. Ο Σίλφαρ κοίταξε από την άκρη του πιθαριού και είδε έναν από τους φύλακες της οικίας Φίνγκωρ.
«Άρχοντά μου,» είπε ο άντρας. «Ήρθα να δω αν είστε καλά.»
Ο Σίλφαρ ορθώθηκε, με επιφύλαξη. «Καλά είμαι.» Κοίταξε το βέλος στον τοίχο και, για πρώτη φορά, παρατήρησε ότι είχε ένα κομμάτι χαρτί τυλιγμένο επάνω του. «Τον πιάσατε;»
«Δυστυχώς όχι, Άρχοντά μου. Μας ξέφυγε.»
«Άνθρωπος ήταν;» ρώτησε ο Σίλφαρ, γιατί είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν φήμες ότι ο δολοφόνος ήταν δαίμονας, όπως αυτοί που λεγόταν πως είχαν επιτεθεί σε μερικούς στρατιώτες, στην ανατολική μεριά του εσωτερικού τείχους της Νουάλβορ.
«Λογικά, ναι, Άρχοντά μου…»
Ο Σίλφαρ ξετύλιξε το χαρτί από το βέλος. «Είδατε το πρόσωπό του;»
«Όχι· ήταν κουκουλωμένος, κι έφυγε γρήγορα, προτού προλάβουμε να τον ακολουθήσουμε. Ωστόσο, πρέπει να κάναμε αρκετή φασαρία, ώστε να τραβήξαμε την προσοχή κατασκόπων· και μπορεί αυτοί να τον βρουν. Όποιος κι αν είναι, θα έχει ένα μέρος για να ξεκουράζεται, κι εκεί θα τον πιάσουν.»
(Οι κατάσκοποι του Χεριού είχαν, πράγματι, ειδοποιηθεί από την φασαρία, καθώς βρίσκονταν σε πλήρη ετοιμότητα τις τρεις τελευταίες ημέρες που γίνονταν οι φόνοι· και είχαν πάρει τον Ζάνμελ στο κατόπι, μέσα στα ήσυχα στενορύμια της Περιφέρειας Παλατιών. Ήταν δύο και έρχονταν από διαφορετικές μεριές, ώστε, αν ο δολοφόνος δει τον έναν, να μη δει και τον άλλο. Το σχέδιό τους δούλεψε, γιατί ο Ζάνμελ, όντως, πρόσεξε μόνο τον ένα, και τον σκότωσε πίσω από τον Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ.
Μετά, όμως, δεν πήγε στον Χαριτωμένο Χορευτή, γιατί είχε ακόμα ένα μήνυμα να παραδώσει, σ’έναν έμπορο. Έτσι, ο κατάσκοπος τον παρακολούθησε να κατευθύνεται στην Πύλη του Γλάρου, να πλησιάζει ένα σπίτι, και να εκτοξεύει ένα βέλος μέσα απ’το παράθυρο, καρφώνοντάς το στο κέντρο ενός τραπεζιού. Κατά την επιστροφή, ο Ζάνμελ αντιλήφτηκε τον άνθρωπο του Λώντιρ και τον σκότωσε μες στη μέση της Οδού Κάρων, γυρίζοντας απότομα προς το μέρος του και ρίχνοντάς του με μια χειροβαλλίστρα. Οι φρουροί αμέσως μαζεύτηκαν, μα δεν κατάφεραν να πιάσουν τον δολοφόνο· οι πανοπλίες κι οι ασπίδες τους τους έκαναν πολύ αργοκίνητους για τον Ζάνμελ.)
Ο Σίλφαρ κράτησε το χαρτί ανοιχτό μπροστά του, και, καθώς το διάβαζε, τα μάτια του γούρλωσαν και τρομοκρατήθηκε.
Μην πεις σε κανέναν γι’αυτό το μήνυμα, γιατί θα πεθάνεις όπως ο αδελφός σου.
Μόλις αρχίσει να σκοτεινιάζει, θα πας στο πανδοχείο «Οι Καραβόγατοι», στο λιμάνι. Μόνος. Αν διαπιστώσουμε ότι έχεις έστω και έναν άλλο μαζί σου –που θα το διαπιστώσουμε, αν ισχύει, να είσαι βέβαιος–, μεγάλο κακό θα βρει εσένα και την οικογένειά σου.
Αν κάνεις ό,τι σου λέμε, να ξέρεις ότι δεν έχουμε καμία έχθρα μ’εσένα ή με τους Φίνγκωρ.
Ο Σίλφαρ αποφάσισε πως θα ήταν συνετό να κάνει ό,τι του έλεγαν. Έτσι, όταν το φως άρχισε να χάνεται, σταδιακά, από τον ανήλιαγο ουρανό, βγήκε από την οικία Φίνγκωρ για να πάει έναν «περίπατο». Έφτασε στην Οδό Κάρων, όπου εμπορεύματα μεταφέρονταν προς την αγορά, πέρασε την Πύλη του Γλάρου, και, βρισκόμενος πλέον στο λιμάνι, δε δυσκολεύτηκε να εντοπίσει το πανδοχείο «Οι Καραβόγατοι», το οποίο δεν είχε ποτέ παλιότερα επισκεφτεί. Μπαίνοντας στην τραπεζαρία, ήταν σχεδόν βέβαιος ότι μια συμμορία από μαχαιροβγάλτες θα τον περίμενε, όμως δεν είδε τίποτα το ασυνήθιστο. Ψαράδες, ταξιδιώτες, και έμποροι κάθονταν στα τραπέζια, τρώγοντας, πίνοντας, και συζητώντας. Το γέλιο ενός κοιλαρά ναυτικού αντηχούσε κάθε τόσο μέσα σ’όλο το δωμάτιο.
Ο Σίλφαρ κάθισε, υπομονετικά, κοιτάζοντας τριγύρω και λέγοντας στον εαυτό του ότι αποκλείεται να τον είχαν φέρει εδώ για να τον σκοτώσουν· αν ήθελαν να τον σκοτώσουν, θα το είχαν ήδη κάνει. Κι αν μπορούσε, με την παρουσία του σε τούτο το πανδοχείο, να εξασφαλίσει την ασφάλεια της οικογένειάς του, τότε αυτό ήταν καλό, σωστά; Μάλλον, οι αποστολείς του μηνύματος ζητούσαν να κάνουν κάποια συμφωνία μαζί του. Τι συμφωνία, όμως; Σύντομα θα μάθαινε…
Η Αρχόντισσα Ρικέλθη είχε δει τον Σίλφαρ να μπαίνει στην τραπεζαρία των Καραβόγατων, αλλά δεν είχε σηκωθεί από το τραπέζι της, για να τον συναντήσει. Περίμενε τον Έζβαρ να έρθει, πρώτα, και να της πει ότι κανένας δεν ακολουθούσε τον ευγενή.
Ο ερημίτης άνοιξε την εξώπορτα και βάδισε προς το μέρος της Αρχόντισσας της Έριγκ, καθίζοντας στο τραπέζι της. «Όλα εντάξει, νομίζω.»
Η Ρικέλθη σηκώθηκε, διέσχισε την τραπεζαρία, και κάθισε στο τραπέζι του Σίλφαρ.
«Ο Άρχοντας Σίλφαρ ε Φίνγκωρ;» ρώτησε μέσα απ’το σκοτάδι της κουκούλας της. Δεν ήθελε, φυσικά, να δει ο ευγενής το πρόσωπό της. Αν και δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι θα την αναγνώριζε, είχαν αποφασίσει με τον Κάβμαρ να διατηρήσουν ένα μυστήριο, όσον αφορά το ποια και το πόσα ήταν τα μέλη της οργάνωσής τους. Έτσι, εκτός από την κουκούλα της, η Ρικέλθη φορούσε και μια απλή, μαύρη μάσκα, η οποία κάλυπτε το επάνω μέρος του προσώπου της –σαν τις μάσκες που φορούσαν στην Εορτή της Αποκρύψεως, προς τιμή της Πάνσοφης Βιρκάνθα, τη σκοτεινότερη νύχτα του χειμώνα. Φέτος, δεν καταφέραμε να τη γιορτάσουμε στην Έριγκ, μ’όλα αυτά που συνέβησαν, είχε σκεφτεί η Ρικέλθη, όταν φορούσε τη μάσκα της, στο δωμάτιό της στον Χαριτωμένο Χορευτή. Χίλιες κατάρες στην ψυχή του Μόρντεναρ· η Εορτή της Αποκρύψεως ήταν από τις αγαπημένες της γιορτές.
Ο Σίλφαρ ένευσε. «Ναι, εγώ είμαι.»
«Χαιρόμαστε που ήρθες, Άρχοντά μου,» είπε η Ρικέλθη. «Έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση για εσένα…»
«Εκείνο που θέλω είναι να μην ενοχλήσετε άλλο την οικογένειά μου.»
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτό. Ο πόλεμός μας δεν είναι με τους Φίνγκωρ, αλλά με την Αδελφότητα της Ελευθερίας και τον Αρχιερέα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ.»
«Εντάξει,» είπε ο Σίλφαρ, ξεροκαταπίνοντας, «αλλά τι ζητάτε από εμένα;»
«Τη συνεργασία σου.»
«Επάνω σε τι;»
Μια σερβιτόρα πλησίασε το τραπέζι. «Θα πάρετε κάτι;»
«Δύο μπίρες,» είπε η Ρικέλθη, και η κοπέλα έφυγε. «Άρχοντά μου, αν δεν κάνω λάθος, οι Φίνγκωρ έχουν κάποιες διασυνδέσεις στη φρουρά της Νουάλβορ.»
«Λίγες, σας διαβεβαιώνω!»
«Το γνωρίζω ήδη. Νομίζεις ότι δε θα ήξερα κάτι τέτοιο, προτού έρθω να μιλήσω μαζί σου;»
«Ασφαλώς. Με συγχωρείτε.»
«Χρειαζόμαστε τις διασυνδέσεις του Οίκου σου. Θέλουμε, εν ολίγοις, να είμαστε βέβαιοι ότι θα κινητοποιήσεις αυτούς τους ανθρώπους όταν σ’το ζητήσουμε.»
«Να τους κινητοποιήσω για ποιο σκοπό;» Ο Σίλφαρ είχε πλέον ηρεμήσει κάπως. Το βλέμμα του είχε γίνει πιο σταθερό, και δεν τραύλιζε στο ελάχιστο· ένας συνωμοτικός τόνος χρωμάτιζε στη φωνή του.
«Για να χτυπήσουν όσους είναι ακόμα πιστοί στην Αδελφότητα της Ελευθερίας.»
Ο Σίλφαρ συνοφρυώθηκε. «Όσους είναι ακόμα πιστοί;»
Η σερβιτόρα επέστρεψε, φέρνοντας τις μπίρες στο τραπέζι· η Ρικέλθη την πλήρωσε κι εκείνη έφυγε.
«Ναι, Άρχοντά μου, είναι πολλοί αυτοί που έχουν στραφεί κατά της Αδελφότητας και του Αρχιερέα. Πώς αλλιώς νομίζεις ότι θα γίνονταν οι δολοφονίες; Ένας άνθρωπος θα τις έκανε;» Γέλασε, κοφτά.
«Δηλαδή, πόσοι παραμένουν πιστοί στην Αδελφότητα και πόσοι είναι μαζί σας; Και εσείς ποιοι είστε;»
«Δεν μπορούμε να σου αποκαλύψουμε τόσα πολλά. Όπως καταλαβαίνεις, πρέπει να υπάρχει μια μυστικότητα. Πάντως, να ξέρεις ότι είμαστε αρκετοί για να χτυπήσουμε ανοιχτά τους εχθρούς μας και να έχουμε καλές πιθανότητες νίκης. Όμως αυτό δε μας αρκεί· θέλουμε να είμαστε σίγουροι για τη νίκη μας. Έτσι, χρειαζόμαστε όλες τις δυνάμεις που μπορούμε να συγκεντρώσουμε. Χρειαζόμαστε ακόμα και τις διασυνδέσεις του Οίκου των Φίνγκωρ.»
Ο Σίλφαρ ήπιε μια γουλιά μπίρα και έγλειψε τα χείλη, νευρικά. «Καταλαβαίνω.»
«Μπορούμε, λοιπόν, να βασιστούμε σ’εσένα;»
«Εάν η οικογένειά μου θα είναι ασφαλής–»
«Η οικογένειά σου θα είναι ασφαλής μέχρι να μας προδώσεις.»
«Δε θα σας προδώσω.»
«Καλώς,» είπε η Ρικέλθη. «Αυτό θέλαμε ν’ακούσουμε. Επίσης, να έχεις υπόψη πως δεν πρέπει να μιλήσεις σε κανέναν για όσα συζητήσαμε εδώ.»
«Ούτε στους άλλους Φίνγκωρ;»
«Προπάντων σ’αυτούς.»
«Εντάξει, αλλά να κάνω μια ερώτηση;»
Η Ρικέλθη ένευσε, ενώ αισθανόταν να δελεάζεται από τη μπίρα μπροστά της. Σίγουρα, μια γουλιά δε θα την πείραζε… Μετά, όμως, ο Σίλφαρ μίλησε και οι σκέψεις της στράφηκαν αλλού· το ποτό ξεχάστηκε, όπως έπρεπε να ξεχαστεί.
«Πώς θα σας υπηρετήσω, όταν δε γνωρίζω ποιοι είναι οι σύμμαχοί μου; Θέλω να πω… δε θα ήταν καλό να με ενημερώσετε ποιοι άλλοι είναι με το μέρος σας, ώστε να έχω κάποια επαφή;»
«Όχι,» είπε η Ρικέλθη, «αυτό δεν είναι καθόλου απαραίτητο. Φρόντισε μονάχα να χρηματοδοτήσεις επαρκώς τις διασυνδέσεις σου και να τις έχεις σε ετοιμότητα, και, όταν έρθει ο καιρός για δράση, θα ειδοποιηθείς.»
Ο Σίλφαρ ανασήκωσε τους ώμους. «Όπως νομίζετε· εγώ δεν έχω τίποτα να χάσω από τούτο. Εκείνο που, βασικά, θέλω είναι ο Οίκος μου να είναι ασφαλής από τους δολοφόνους σας.»
«Το είπαμε αυτό, δεν το είπαμε; Μείνε πιστός σ’εμάς και εσύ κι οι δικοί σου θα ζήσετε με τα βουνά.»
*
Η Αρχόντισσα Ρικέλθη επέστρεψε στον Χαριτωμένο Χορευτή και συνάντησε τον Έπαρχο Κάβμαρ στη σοφίτα του.
«Πώς πήγε η συνάντησή σου;» τον ρώτησε.
«Καλύτερα απ’ό,τι περίμενα. Η δική σου;»
«Εξαίσια.»
«Ωραία. Ας ανταλλάξουμε εμπειρίες,» είπε ο Κάβμαρ, καθώς ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι του, με μια κούπα τσάι στα χέρια. Τα μάτια του κοίταζαν έξω απ’τα παράθυρα της σοφίτας, που, όπως είχε ανακαλύψει, ήταν ένα πολύ καλό παρατηρητήριο των γύρω δρόμων.
«Δεν κατεβαίνεις στο δωμάτιό μου; Θα με πιάσει η μέση μου εδώ μέσα.» Ο χώρος ήταν φρικτά χαμηλοτάβανος, έκρινε η Αρχόντισσα.
«Γερνάς, Ρικέλθη–»
«Πώς τολμάς, παλιάνθρωπε! Μια ηλικία είμαστε,» είπε εκείνη, και κάθισε οκλαδόν δίπλα απ’το κρεβάτι.
«Το ξέρεις πως αυτό δεν ισχύει· αν δε λαθεύω, μου ρίχνεις τρία ολόκληρα χρόνια!» αποκρίθηκε ο Κάβμαρ, υπομειδιώντας.
«Άε στο Στόμα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ!» είπε η Ρικέλθη, κάνοντας μια ημικυκλική χειρονομία προς τη μεριά του. «Πανάθλιε κανάγια!…»
«Τσάι;» Ο Κάβμαρ ύψωσε τη σκεπαστή καράφα που του είχε φέρει ο Ράνιρ.
«Ναι.»
Ο Έπαρχος γέμισε μια κούπα (είχε ζητήσει δύο από τον πανδοχέα, γιατί γνώριζε ότι, αργά ή γρήγορα, η Ρικέλθη θα ερχόταν) και της την έδωσε.
Εκείνη ήπιε. «Λοιπόν. Πες μου για τη συνάντησή σου.»
Οι πέντε ημέρες που ακολούθησαν ήταν πέντε ημέρες συνεχούς ανησυχίας και σχεδιασμού για όλους μέσα στη Νουάλβορ.
Οι συνωμότες που κρύβονταν στον Χαριτωμένο Χορευτή έπρεπε να υποστούν άλλες δύο έρευνες από τους στρατιώτες της φρουράς. Ο Έπαρχος Κάβμαρ βρισκόταν διαρκώς στη σοφίτα του και ο Ζάνμελ είχε τα όπλα του κρυμμένα κάτω από το στρώμα του κρεβατιού του, επειδή, αν κάποιος έκανε έρευνα στο δωμάτιο και έβρισκε μικρές βαλλίστρες και παρόμοια σύνεργα δολοφόνου, αναμφίβολα, θα τον συλλάμβαναν. Στην τραπεζαρία κατέβαινε περισσότερο ο Έζβαρ, που δεν ήταν και τόσο πιθανό κάποιος να τον αναγνωρίσει. Η Λαθέμη και ο Φάντραν έμεναν, κατά κύριο λόγο, κλεισμένοι στο δωμάτιό τους, γιατί τα νέα ότι είχαν γλιτώσει από την ενέδρα της Αδελφότητας της Ελευθερίας πρέπει να είχαν φτάσει στον Λώντιρ, και δεν αποκλείεται να έψαχνε και γι’αυτούς· έτσι, όποτε η φρουρά έκανε έρευνα στον Χαριτωμένο Χορευτή, έτρεμαν μήπως κάποιος τους αναγνωρίσει. Την τελευταία φορά, μάλιστα, κρύφτηκαν στη σοφίτα, μαζί με τον Κάβμαρ, και η Κυρά της Βένεριγκ ρώτησε πότε, επιτέλους, θα έβαζαν το σχέδιό τους σε εφαρμογή. Δεν υπήρχε άλλος χρόνος για χάσιμο· αν δεν δρούσαν σύντομα, στο τέλος θα τους έβρισκαν! «Ο καιρός ζυγώνει,» της απάντησε ο Κάβμαρ, και την επομένη –αντιλαμβανόμενος κι εκείνος ότι, όντως, δεν υπήρχε άλλος χρόνος για χάσιμο– δήλωσε πως ήταν ώρα να επικοινωνήσουν με τις διασυνδέσεις τους, ώστε να ξεκινήσει η επίθεση.
Στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων, ο Βάνμιρ είχε καταφέρει να κατασκευάσει υαλόβομβες με τα υλικά που υπήρχαν, και οι καταπέλτες τις εκτόξευαν κατά των πολιορκητών, μαζί με ό,τι άλλα βλήματα είχαν στη διάθεσή τους. Οι πολιορκητές, βέβαια, απαντούσαν με ανάλογο τρόπο, και σε έναν από τους εξωτερικούς πύργους είχαν δημιουργηθεί βαθιές κι επικίνδυνες ρωγμές. Η Βασίλισσα Λιόλα πρόσταξε την άμεση εκκένωσή του, ώστε να μην είναι άνθρωποι μέσα σ’αυτόν, σε περίπτωση που γκρεμιζόταν ολόκληρος ή κάποιο τμήμα του. Οι δράκαρχοι δήλωσαν πως ήταν έτοιμοι να αναλάβουν δράση, όποτε η Μεγαλειοτάτη το επιθυμούσε, και πρότειναν να βγουν από τη σήραγγα που είχαν εντοπίσει και να επιτεθούν στους πολιορκητές από τα νώτα. Η Λιόλα, όμως, ήταν διστακτική· αποκρινόταν πως όφειλαν να περιμένουν. Ρώτησε τους ταχυπομπούς της αν ο Ρόλμαρ πρέπει, λογικά, να είχε φτάσει πλέον στην πρωτεύουσα του Ένρεβηλ, και εκείνοι της απάντησαν θετικά: ναι, αν όλα είχαν πάει καλά, θα είχε παραδώσει το μήνυμά του, εδώ και κάποιες ημέρες.
Ο Βάνμιρ, όποτε δεν ασχολείτο με τις υαλόβομβες (που, δηλαδή, δε χρειαζόταν να πολυασχολείται μ’αυτές, αφότου έδειξε στους μηχανικούς του παλατιού πώς να τις κατασκευάζουν), αναρωτιόταν σχετικά με τους δύο εναπομείναντες Ράζλερ, τους Μετουσιωμένους, τους Έξωθεν και τον Οφθαλμό, και το άνοιγμα στην Οντον’γκόκι. Ζήτησε από τη Λιόλα να του δώσει πλήρη πρόσβαση στον Πύργο της Γνώσης, για τις έρευνές του, και εκείνη τού την έδωσε, δίχως τον παραμικρό δισταγμό. Επίσης, ο Βάνμιρ μίλησε με τους αστρονόμους των Δεκαεννέα Πύργων και δανείστηκε ένα τηλεσκόπιο για να ατενίζει τους καινούργιους αστερισμούς της Κουαλανάρα· είχε ένα προαίσθημα ότι ίσως αυτό να τον βοηθούσε να φτάσει σε κάποιες λύσεις. Τον είχε παραξενέψει ιδιαίτερα εκείνο το άστρο που του είχε δείξει ο Καπετάν Πολύμαχος, το οποίο βρισκόταν βορειοανατολικά και έμοιαζε με δίνη. Ρώτησε τους αστρονόμους γι’αυτό, αλλά του απάντησαν πως δεν ήξεραν τι ακριβώς ήταν. «Σας φαίνεται για κανονικό αστέρι;» είπε ο Βάνμιρ. «Έχετε ξαναδεί, παλιότερα, κάτι τέτοιο;» Εκείνοι κούνησαν τα κεφάλια τους αρνητικά. Όχι, δεν τους φαινόταν για κανονικό αστέρι, ούτε ποτέ παλιότερα είχαν δει τίποτα παρόμοιο.
Η Ρικνάβαθ επισκέφτηκε τον Βάνμιρ τρεις φορές, αλλά πάντα με απογοητευτικά νέα σχετικά με τους Ράζλερ· δεν είχε ακόμα βρει ούτε τον Νουτκάλι ούτε τον Λιζναγκάρ. Ωστόσο, μίλησε στον ακρίτη γι’αυτό που είχε δει στην Καρδιά του Κόσμου· του εξήγησε πως η ψυχή των άλλων ανθρώπων κατοικούσε μέσα σ’ένα κυκλικό σχήμα, ενώ η δική της σ’ένα οκτάγωνο, και μέσα σ’αυτό το οκτάγωνο βρίσκονταν τώρα οι Μετουσιωμένοι—Και το οκτάγωνο, αν το κοιτάξεις μ’έναν συγκεκριμένο τρόπο (μη με ρωτάς τι εννοώ, λέγοντας «συγκεκριμένο τρόπο»· ούτε εγώ δεν ξέρω τι εννοώ), μοιάζει με αστέρι—
«Αστέρι; Σαν κι αυτό, Ρικνάβαθ;» Ήταν βράδυ, και η Δίνη (όπως είχε ονομάσει ο Βάνμιρ το παράξενο άστρο) φαινόταν καθαρά στον ουρανό· έτσι, υψώνοντας το χέρι του, την έδειξε στην Καρμώζ.
—Όχι, δε μοιάζει καθόλου—
Μια ιδέα τού ήρθε. «Ρικνάβαθ, μπορείς να πας στον ουρανό; Μπορείς να πλησιάσεις τ’αστέρια;»
—Ίσως· δεν το έχω προσπαθήσει—
«Μπορείς να το προσπαθήσεις, και να μου πεις τι είναι αυτό το συγκεκριμένο άστρο;»
—Θα δοκιμάσω—υποσχέθηκε η Ρικνάβαθ, και πέταξε προς τον ουρανό, ολοένα και πιο ψηλά, μέχρι που αισθάνθηκε ότι έφτασε στα όριά της. Αισθάνθηκε ότι ο ουράνιο θόλος τής έφερνε αντίσταση, σαν να επρόκειτο για μια γυάλα που την έκλεινε μέσα· και είχε την εντύπωση πως, αν επιχειρούσε να διαπεράσει τη γυάλα, κι αν τα κατάφερνε, τότε θα έβγαινε σ’ένα σύμπαν όπου η ψυχή της θα ήταν τόσο ασύμβατη με τον περιβάλλοντα χώρο, που δε θα μπορούσε να επιβιώσει.
Τα αστέρια, καθώς τα κοίταζε τώρα από το ανώτατο σημείο της Κουαλανάρα όπου βρισκόταν, της έμοιαζαν με αντανακλάσεις πάνω σε κρύσταλλο. Σαν ο ουρανός να ήταν καθρέφτης… Καθρέφτης;… Αυτή η λέξη δεν μπορούσε παρά να της φέρει στο μυαλό τους Έξωθεν, οι οποίοι ήταν –κατά τα φαινόμενα– αντικατοπτρισμοί από κάποιον άλλο κόσμο. Όπως και τα αστέρια…
Προσπάθησε να εισβάλει σ’ένα άστρο, αλλά γλίστρησε από μέσα του, σαν να ήταν ανύπαρκτο. Δεν είναι τίποτα· η σκιά μιας σκιάς. Μετά, όμως, ζύγωσε τη Δίνη, και διαπίστωσε ότι αυτή δεν ήταν σκιά· ήταν πραγματική, και τρομακτική. Ήταν ένας οφθαλμός, ένας πελώριος οφθαλμός: ο Οφθαλμός-Έξω-Από-Την-Κουαλανάρα. Και η Ρικνάβαθ έβλεπε μέσα από αυτόν, λες και επρόκειτο για σήραγγα, με τοιχώματα λευκού, περιστρεφόμενου υγρού. Έτσι, κοίταξε και προσπάθησε να διακρίνει, και της δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρχε μια τρομερή διαφορά μεγέθους από το ένα πέρας της σήραγγας στο άλλο. Η αντικρινή μεριά φάνταζε πολύ μεγαλύτερη, παρότι βρισκόταν πιο μακριά –κάτι που η λογική υποδείκνυε ότι δεν όφειλε να συμβαίνει. Η Ρικνάβαθ, όμως, εστίασε το βλέμμα της και είδε ότι στο τέλος της σήραγγας υπήρχε ένα δωμάτιο από γκρίζες πέτρες. Καθρέφτες κρέμονταν στους τοίχους του, και ανθρώπινες μορφές αιωρούνταν σε ορισμένα σημεία ανάμεσα στα κάτοπτρα –σημεία που η Καρμώζ υπέθετε ότι δεν ήταν τυχαία. Ωστόσο, μία φιγούρα δεν αιωρείτο, παρά βημάτιζε. Τα μάτια της στράφηκαν στη Ρικνάβαθ, και το πρόσωπό της ήταν τόσο ΤΕΡΑΣΤΙΟ που, σύντομα, εκείνη μπορούσε να δει μονάχα ένα μάτι: τον Οφθαλμό… ο οποίος κάλυψε τη Δίνη. Η Δίνη ήταν τώρα ο Οφθαλμός, και ο Οφθαλμός ήταν η Δίνη.
Το μάτι είχε κάτι το γυναικείο, νόμιζε η Ρικνάβαθ· αλλά δεν κάθισε για να το διαπιστώσει. Τρομοκρατημένη από αυτό το διαπεραστικό βλέμμα, έφυγε, προτού της συμβεί τίποτα κακό, όπως στην ήπειρο Οντον’γκόκι. Επέστρεψε στον Βάνμιρ και του είπε όλα όσα είχε δει.
«Ποιοι ήταν οι αιωρούμενοι άνθρωποι, Ρικνάβαθ; Μπορεί να ήταν οι Έξωθεν; Οι Απρόσωποι;»
—Ναι, αυτό πιστεύω κι εγώ—
Ο Βάνμιρ βυθίστηκε σε ακόμα περισσότερες σκέψεις από πριν. Η πολιορκία γύρω από τους Δεκαεννέα Πύργους δεν ήταν παρά μια μικρή ενόχληση γι’αυτόν· κάτι που συνέβαινε κάπου αλλού, μακριά, και δεν τον αφορούσε.
Εν τω μεταξύ, στο Φρουραρχείο της Βόρειας Περιφέρειας της Νουάλβορ, οι υπερασπιστές είχαν πιο άμεσες έγνοιες, καθώς, μέρα με τη μέρα, έβλεπαν τα τρόφιμά τους να τελειώνουν. Οι εχθροί δεν είχαν κάνει ούτε μία έφοδο εναντίον τους, και ο φόβος του Νάδμαρ, ξαδέλφου του Επόπτη Έντμιρ, ότι ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ μπορεί να έστελνε τους ανθρώπους του να επιτεθούν από τους υπονόμους, αποδείχτηκε αβάσιμος. Η Αδελφότητα της Ελευθερίας δε σκόπευε να χαραμίσει κανέναν από τους μαχητές της· «θα μας αφήσουν να πεθάνουμε της πείνας, σαν τα ποντίκια,» είπε ο Έντμιρ, «εκτός αν παραδοθούμε.»
«Ίσως, τελικά, θα ήταν συνετό να παραδοθούμε…» μουρμούρισε η Ζιάθραλ, μια νύχτα, που εκείνη, η Φερνάλβιν, ο Έντμιρ, και ο Άνγκεδβαρ βρίσκονταν στην τραπεζαρία του φρουραρχείου, τρώγοντας μερικές μπουκιές από τα λιγοστά τους τρόφιμα.
«Ο Ζάνμελ μάς είπε να κρατήσουμε,» διαφώνησε η Έπαρχος της Έριγκ. «Κάτι συμβαίνει μέσα στην πόλη.»
«Εγώ δε βλέπω να συμβαίνει τίποτα,» είπε η Ζιάθραλ, «κι εμείς ψοφάμε της πείνας.»
«Θ’αντέξουμε όσο μπορούμε ν’αντέξουμε,» είπε ο Έντμιρ, «και μετά, αν φτάσουμε στο απροχώρητο….» Αναστέναξε.
Πλησίαζαν να φτάσουν στο απροχώρητο –στο σημείο πέραν του οποίου δε θα είχαν απολύτως τίποτα να φάνε–, όταν ο Έπαρχος Κάβμαρ έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του.
Ο Ζάνμελ, η Ρικέλθη, και ο Έζβαρ πήγαν μέσα στο δειλινό να κινητοποιήσουν τις διασυνδέσεις που είχαν αποκτήσει τις τελευταίες ημέρες. Όλοι τους φορούσαν μάσκες που κάλυπταν το πάνω μέρος του προσώπου, καθώς και κουκούλες. Επισκέφτηκαν τους συνδέσμους στα σπίτια τους, χωρίς να ανησυχούν ότι μπορεί να τους έστηναν παγίδα, γιατί, αν δεν είχαν καταφέρει να επηρεάσουν αρκετά αυτούς τους ανθρώπους ώστε να τους φοβούνται, τότε το σχέδιό τους, αναμφίβολα, θα αποτύχαινε. Έτσι, καθώς οι σκιές πύκνωναν, οι τρεις τους χτύπησαν πόρτες και ζήτησαν να μιλήσουν με τον τάδε κύριο ή την τάδε κυρία, κι αφότου μετέφεραν το προφορικό μήνυμα που είχαν να μεταφέρουν, αποχώρησαν, για να επισκεφτούν άλλους. Οι μισοί από τους ανθρώπους του Χεριού βρίσκονταν τώρα στο δικό τους χέρι· και κατά συνέπεια, και οι μισοί από τους μαχητές της Αδελφότητας της Ελευθερίας θα υπηρετούσαν τους δικούς τους σκοπούς.
Την αυγή της επόμενης ημέρας, η επίθεση ξεκίνησε.
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κυρίως γιατί η κοιλιά της γουργούριζε. Πεινούσε. Ήθελε οπωσδήποτε κάτι να φάει· αλλά τι να φας, όταν τα τρόφιμα σού έχουν τελειώσει και βρίσκεσαι περικυκλωμένη από εκατοντάδες εχθρούς, έτοιμους να σε βιάσουν και να σε κομματιάσουν; Ωστόσο, ύπνος αποκλείεται να την έπαιρνε απόψε, όσο κι αν το προσπαθούσε.
Ήταν βλακεία που επιλέξαμε, τελικά, να αντισταθούμε, σκέφτηκε η Ζιάθραλ, καθώς κατέβαινε στην τραπεζαρία του στρατώνα, παραπατώντας στα σκαλοπάτια. Στη μέση της κρεμόταν το Θαλάσσιο Εύρημα, κι εκείνη έσφιγγε τη λαβή του, με το αριστερό χέρι· ήταν ίσως η μόνη παρηγοριά που της είχε απομείνει. Βέβαια, γνώριζε πολύ καλά πως ένα ξίφος δε θα την έσωζε από τούτη την άθλια κατάσταση, ούτε θα της έδινε πίσω τη Φάλμα και τον Δάρβαν. Τι να κάνω; Τι να κάνω;
Βάνραλ, Επουράνιε Άρχοντα, το ξέρω ότι ποτέ δεν ήμουν πιστή, αλλά–
Οι συλλογισμοί της διακόπηκαν, καθώς, φτάνοντας στην τραπεζαρία, διαπίστωσε πως δεν ήταν η μόνη που βρισκόταν εδώ. Περίμενε να βρει το μέρος άδειο μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, μα μια σκιερή μορφή καθόταν δίπλα απ’τις φλόγες του τζακιού· και, όταν η Ζιάθραλ μπήκε, η άλλη γυναίκα πήρε το βλέμμα της απ’τη φωτιά και στράφηκε, για να την κοιτάξει.
«Φερνάλβιν…»
Η Κεντροφύλαξ του Βασιλείου χαμογέλασε, μελαγχολικά. «Δε σε βρίσκει ύπνος κι εσένα;»
«Πεινάω, βασικά,» είπε η Ζιάθραλ, στεκόμενη στη μέση του μεγάλου δωματίου, ανάμεσα στις σκιές.
Το χαμόγελο της Φερνάλβιν πλάτυνε, αλλά εξακολούθησε να είναι μελαγχολικό. «Έλα, κάθισε.»
Η Ζιάθραλ ζύγωσε, και πήρε θέση πλάι στην Έπαρχο, επάνω στο πέτρινο πεζούλι, μπροστά απ’το τζάκι. Η ανδραδέλφη της πάντοτε την τρόμαζε. Ήταν τόσο δυνατή και αρχοντική γυναίκα… μια βασίλισσα του πολέμου. Η Ζιάθραλ ένιωθε μικρή και ασήμαντη πλάι της. Και η Ρικέλθη τής προκαλούσε δέος, αλλά όχι αυτού του είδους το δέος. Η πεθερά της ήταν μια επικίνδυνη, μαύρη γάτα που βάδιζε, αθέατη, τη νύχτα, με τα νύχια της ποτισμένα στο δηλητήριο· η Φερνάλβιν έμοιαζε με άγρια ορεσίβια τίγρη, που η οργή της μπορούσε να φέρει ξαφνική και ολοκληρωτική καταστροφή. Κι εγώ… εγώ είμαι μια λιλιπούτεια γάτα του καναπέ· το νιαούρισμά μου κάνει τα ποντίκια να γελάνε.
Τις μισούσε και τις δύο γι’αυτό, και την πεθερά της και την ανδραδέλφη της. Και, όταν είχε κλέψει τον Πρίγκιπα Ζάρναβ από τη δεύτερη, όταν τον είχε παρασύρει στο κρεβάτι της, είχε αισθανθεί καλά –Ορίστε, Φερνάλβιν! εγώ μπορώ να ικανοποιήσω τον άντρα σου καλύτερα από εσένα· πολύ, πολύ καλύτερα–, προτού τα πράγματα αρχίσουν να περιπλέκονται, βέβαια…
Τώρα, αισθανόταν ενοχές· αισθανόταν ότι δεν έπρεπε να είχε κάνει ό,τι είχε κάνει· γιατί, σε λίγες μέρες (ή ακόμα και σε λίγες ώρες!), ίσως να πέθαιναν, και εκείνη και η Φερνάλβιν. Ήθελε να ζητήσει συγνώμη, αλλά δεν το τολμούσε. Η Έπαρχος δε γνώριζε τίποτα για τη σχέση της Ζιάθραλ με τον Ζάρναβ· και πώς θ’αντιδρούσε αν το μάθαινε;… Η Ζιάθραλ ρίγησε. Δε θα το απέκλειε η ανδραδέλφη της να την άρπαζε από τα μαλλιά και να έβαζε το πρόσωπό της μέσα στη φωτιά του τζακιού.
«Ζιάθραλ–»
Η φωνή της Φερνάλβιν την τρόμαξε· έκανε απότομα πίσω, τα μάτια της τρεμόπαιξαν.
«Σε διέκοψα από κάτι που σκεφτόσουν;»
«Όχι,» είπε η Ζιάθραλ, «όχι.»
«Μπορώ να έχω το ξίφος σου;» Η Φερνάλβιν άπλωσε το δεξί χέρι, με την παλάμη ανοιχτή. «Για μερικές στιγμές μονάχα.»
Η Ζιάθραλ το ξεθηκάρωσε και της το έδωσε.
Η Έπαρχος το κράτησε, με τα δύο χέρια, εμπρός της· οι φλόγες του τζακιού αντανακλούνταν επάνω στη λεπίδα, κάνοντάς τη να μοιάζει εξωπραγματική, μαγική… σαν κάτι σπαθιά για τα οποία η Ζιάθραλ είχε διαβάσει, μικρή, σε παραμύθια: σπαθιά καμωμένα από φωτιά, που τα χειρίζονταν γενναίοι και έντιμοι πολεμιστές, οι οποίοι νοιάζονταν πάνω απ’όλα για την υστεροφημία τους και για τη γυναίκα που αγαπούσαν όπως τη ζωή τους. Αργότερα, καθώς μεγάλωσε, ανακάλυψε πως δεν υπήρχαν σπαθιά καμωμένα από φωτιά, ούτε πολεμιστές που νοιάζονταν για την υστεροφημία τους και που αγαπούσαν τη γυναίκα τους όπως τη ζωή τους.
Το Εύρημα, όμως, έμοιαζε πραγματικά μαγικό στα χέρια της Φερνάλβιν, καθώς η Έπαρχος σηκώθηκε από τη θέση της κι έκανε μερικές κινήσεις μάχης μέσα στην άδεια τραπεζαρία. Η λεπίδα κινιόταν έτσι που η Ζιάθραλ θα ορκιζόταν ότι ήταν καμωμένη από φλόγες… από φλόγες και σκιά.
Η μαγεία του ξίφους φαίνεται πως προέρχεται από τον ξιφομάχο, συλλογίστηκε, παρατηρώντας τη Φερνάλβιν. Εκείνος φορτίζει το όπλο.
Η Κεντροφύλαξ κατέβασε το Εύρημα και πλησίασε το τζάκι, για να καθίσει πάλι δίπλα στη Ζιάθραλ. «Ήταν του πατέρα σου, έτσι;»
Εκείνη ένευσε. Αλλά εγώ ποτέ δε θα μπορούσα να το χειριστώ όπως εσύ. Ο πατέρας μου ίσως να γελούσε, αν μ’έβλεπε να κραδαίνω το ξίφος του…
«Τι υπέροχο όπλο…» είπε η Φερνάλβιν, κρατώντας το οριζοντίως, με το ένα χέρι στο μανίκι και τ’άλλο στη λάμα. «Έξοχο.» Κοίταξε τη Ζιάθραλ με κάποιο δισταγμό. «Θα σε πείραζε να το ακονίσω; Η λεπίδα, νομίζω, χρειάζεται λίγο ακόνισμα ακόμα, για να φτάσει στο μέγιστο της δύναμής της.»
Η Ζιάθραλ ανασήκωσε τους ώμους. Τι να έλεγε;
Η Φερνάλβιν έβγαλε ένα ακόνι από τα ρούχα της κι άρχισε να το τρίβει πάνω στη λεπίδα. Χσσσσσσσσστ. Χσσσσσσσσσσσσσσστ. Χσσσσσσσσστ. Για αρκετή ώρα, αυτός ήταν ο μοναδικός θόρυβος που ακουγόταν στην τραπεζαρία, εκτός από το τρίξιμο των ξύλων της φωτιάς. Μετά, η Έπαρχος επέστρεψε το Εύρημα στη Ζιάθραλ.
Εκείνη δεν το θηκάρωσε, και κάτι την ώθησε να πει: «Φερνάλβιν. Αν υπάρξει ανάγκη, εσύ θα το χειριστείς καλύτερα από εμένα.»
Η Έπαρχος φάνηκε ξαφνιασμένη.
«Κράτησέ το.» Η Ζιάθραλ το έτεινε προς το μέρος της. Γιατί το κάνω αυτό; Είναι ένας τρόπος για να της ζητήσω συγνώμη;
Η Φερνάλβιν δίστασε, όμως πήρε το Εύρημα. «Εντάξει,» είπε. «Αλλά μόνο μέχρι να φύγουμε από εδώ.»
«Αν φύγουμε από εδώ…»
«Θα φύγουμε.»
Η Ζιάθραλ κοίταξε το πάτωμα. Πού τη βρίσκει τόση αυτοπεποίθηση;
«Ζιάθραλ,» είπε η Φερνάλβιν, μεταξύ αστείου και σοβαρού, «αν ήσουν στρατιώτης μου, στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ, θα σε πλάκωνα στο ξύλο για ανυπακοή.»
Εκείνη την κοίταξε με έκπληξη. Τι λέει–!
«Γιατί θα έριχνες το ηθικό των υπόλοιπων πολεμιστών, με τον τρόπο σου,» εξήγησε η Φερνάλβιν, ακουμπώντας το Εύρημα στα γόνατά της και χαϊδεύοντας το μήκος της λεπίδας του, σαν να ήταν εραστής.
«Έχεις δίκιο· είμαι απελπιστική…»
«Όχι.» Η Φερνάλβιν ακούμπησε το δεξί της χέρι στον ώμο της Ζιάθραλ. «Έχω δει και χειρότερα.»
Εκείνη γέλασε· και άρχισαν να μιλάνε για μικροπράγματα, μέχρι την αυγή. Η Ζιάθραλ είπε στην Έπαρχο πόσο φοβόταν ότι δε θα ξανάβλεπε ποτέ την κόρη της ή τον Δάρβαν· είχε φτάσει ως εδώ και δεν μπορούσε να πάει ως το παλάτι, για να τους συναντήσει. Και η Φερνάλβιν είπε στη νύφη της πως αισθανόταν άσχημα που ο Ζάρναβ δεν ήξερε τίποτα για το πού βρισκόταν και τι της είχε συμβεί· θα είχε μελαγχολήσει από την ανησυχία του. Μακάρι ο Νεκρομέμνων– ο Ζάνμελ, διόρθωσε τον εαυτό της, να είχε καταφέρει να του παραδώσει το μήνυμά της. Κι επίσης, είπε ότι θα ευχόταν ο Άνγκεδβαρ να μην ήταν εδώ μαζί της, στο φρουραρχείο, αποκλεισμένος από τους εχθρούς· καλύτερα να βρισκόταν έξω από τη Νουάλβορ, μακριά απ’τον κίνδυνο… «Αν και, κανονικά, δε θα έπρεπε να σκέφτομαι έτσι, Ζιάθραλ. Ο γιος μου είναι μεγάλος, και άξιος πολεμιστής· το έχει αποδείξει.»
«Θα πρέπει να είσαι περήφανη γι’αυτόν…»
Η Φερνάλβιν μειδίασε. «Είμαι.»
Τότε, καθώς είχε έρθει η αυγή, φασαρία ακούστηκε από τους δρόμους της Νουάλβορ και, ύστερα, από τους διαδρόμους του φρουραρχείου. Οι δύο γυναίκες σηκώθηκαν από τη θέση τους πλάι στο τζάκι κι έτρεξαν να μάθουν τι συνέβαινε.
«Κάποιοι επιτίθενται στους εχθρούς μας, Αρχόντισσά μου!» είπε ένας στρατιώτης στη Φερνάλβιν.
Η Ζιάθραλ και η Έπαρχος ανέβηκαν στις επάλξεις, κι από κάτω τους είδαν πως ο άντρας έλεγε αλήθεια: όντως, κάποιοι επιτίθονταν στους πολιορκητές· κάποιοι μέσα από την πόλη. Είχαν πέσει στα νώτα και στα πλευρά τους και τους χτυπούσαν. Η Φερνάλβιν, όμως, όφειλε να παρατηρήσει ότι οι επιτιθέμενοι έμοιαζαν πολύ στην εμφάνιση με τους πολιορκητές· ήταν ντυμένοι σαν μέλη της φρουράς της Νουάλβορ. Πώς είναι δυνατόν; Υπήρξε διαμάχη ανάμεσά τους; –Ό,τι κι αν είναι, εμείς μπορούμε να επωφεληθούμε από τούτο!
«Πού είναι ο Διοικητής Έντμιρ; Φωνάξτε τον Διοικητή Έντμιρ! Ήρθε η ώρα να βγούμε από του φρουραρχείο!»
«Φερνάλβιν,» είπε η Ζιάθραλ, πιάνοντας τον πήχη της Επάρχου, «μπορεί αυτό να είναι που έλεγε ο Ζάνμελ! Μπορεί αυτό να είναι που περιμέναμε!»
«Πιθανώς.»
*
«Μεγαλειοτάτη!» είπε ο στρατιώτης. «Οι εχθροί μας δέχονται επίθεση!»
Η Λιόλα, που είχε μόλις ξυπνήσει και η αλήθεια ήταν πως παραπατούσε, γιατί χτες είχε κοιμηθεί αργά, ρώτησε: «Ποιος πρόσταξε να τους επιτεθούμε;»
«Όχι, Βασίλισσά μου, δεν τους επιτιθέμεθα εμείς. Κάποιοι άλλοι τους επιτίθενται.»
«Μέσα από την πόλη;»
«Μάλιστα.»
«Ετοιμάστε τον στρατό του παλατιού,» πρόσταξε η Λιόλα.
«Για έξοδο, Μεγαλειοτάτη;»
«Ναι,» είπε η Λιόλα. «Για πιθανή έξοδο.»
Ο στρατιώτης υποκλίθηκε, βιαστικά, και έφυγε.
Η Λιόλα, τυλίγοντας σφιχτά τη ρόμπα γύρω της, βγήκε σ’ένα μπαλκόνι και έστρεψε το βλέμμα της στους πολιορκητές των Δεκαεννέα Πύργων. Χάος επικρατούσε ανάμεσά τους· κάποιοι, πράγματι, τους επιτίθονταν απ’όλες τις μεριές. Και έμοιαζε να τους έχουν πιάσει απροετοίμαστους.
Προδοσία, σκέφτηκε η Λιόλα. Τους πρόδωσαν! Γέλασε. Όταν οι εχθροί σκοτώνονται αναμεταξύ τους, τότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσεις. Η Βασίλισσα του Νόρβηλ δεν ήξερε πολλά για την τέχνη του πολέμου –σίγουρα, όχι τόσα όσα η Κεντροφύλαξ Φερνάλβιν ή ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ–, αλλά αυτό το ήξερε.
Μπήκε πάλι στα διαμερίσματά της κι άρχισε να ετοιμάζεται, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
*
Η οδομαχία ήταν άγρια στην Οδό Κάρων και σ’όλη την αγορά. Ο Ζάνμελ, ο Κάβμαρ, ο Έζβαρ, η Ρικέλθη (που επέμενε να έρθει, παρότι οι άλλοι της πρότειναν να μείνει πίσω, γιατί το χέρι της ήταν χτυπημένο και γιατί δεν ήταν εξασκημένη στις πολεμικές τέχνες), η Λαθέμη, και ο Φάντραν περνούσαν με προσοχή, μη θέλοντας να εμπλακούν σε καμία από τις συμπλοκές. Γύρω τους εμπορεύματα ανατρέπονταν· έμποροι προσπαθούσαν να κρυφτούν πίσω από κασόνια ή βαρέλια· τυχαίοι άνθρωποι χτυπιόνταν και έπεφταν αιμόφυρτοι στο πλακόστρωτο, όπου οι πιο άτυχοι απ’αυτούς ποδοπατούνταν· ρυάκια αίματος κυλούσαν στις άκριες των δρόμων· οι πολίτες κλειδαμπαρώνονταν στα σπίτια τους, αν και αυτό, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν αποδεικνυόταν αρκετή ασφάλεια, καθώς αφηνιασμένοι φρουροί κλοτσούσαν τις πόρτες, για να εισβάλουν και να βιάσουν ή να ληστέψουν· κραυγές πολέμου ή πόνου αντηχούσαν παντού, μαζί με γδούπους και την κλαγγή των όπλων.
«Για όνομα των θεών…» μουρμούρισε η Ρικέλθη. «Τι είναι αυτό που προκαλέσαμε;…»
«Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαμε να κάνουμε,» αποκρίθηκε ο Κάβμαρ. «Η εναλλακτική ήταν ν’αφήσουμε τον Λώντιρ να νικήσει.»
«Η Νουάλβορ, όμως…» είπε η Ρικέλθη, αλλά δε συνέχισε, παρά μόνο μέσα στο μυαλό της: Πότε θα συνέλθει η Νουάλβορ από τούτο το χτύπημα; Και μετά, θυμήθηκε: Ο Κάβμαρ είναι Έπαρχος της Νέλβορ· ίσως να χαίρεται, επειδή η πόλη του θα είναι συγκριτικά ισχυρότερη από την πρωτεύουσα, ύστερα από τούτη την καταστροφή… Αλλά τι νόημα μπορεί να έχει γι’αυτόν τώρα; Ο Κάβμαρ θα πρέπει να φύγει απ’το Βασίλειο, όταν όλα τελειώσουν… Ή, μήπως, σχεδιάζει κάτι άλλο; Τα μάτια της λοξοκοίταξαν τον Έπαρχο.
*
Η Φερνάλβιν ήταν ντυμένη με φολιδωτή αρματωσιά και κράνος, και κρατούσε ξίφος και ασπίδα. Δεξιά της στεκόταν ο γιος της, Άνγκεδβαρ, κι αριστερά της η πολεμίστρια Ηλφίρα, κι οι δυο τους παρόμοια εξοπλισμένοι. Οι φρουροί του Επόπτη Έντμιρ, και ο ίδιος ο Επόπτης, βρίσκονταν γύρω από την Έπαρχο της Έριγκ. Αντίκρυ τους ήταν η κεντρική είσοδος του φρουραρχείου. Στο τέλος, του σχηματισμού βρίσκονταν η Ζιάθραλ και η Κάρλα· η πρώτη το μετάνιωνε τώρα, που είχε δώσει το Εύρημα στην ανδραδέλφη της: θα αισθανόταν πολύ καλύτερα αν είχε ανά χείρας το σπαθί του πατέρας της, αντί για ένα άλλο ξίφος.
«Είναι όλοι εδώ;» ρώτησε η Φερνάλβιν.
Ο Έντμιρ κατένευσε. «Όλοι, Αρχόντισσά μου.»
«Τότε, ας αρχίσει η επίθεση!» Η Έπαρχος έκανε νόημα ν’ανοίξουν την πύλη της εισόδου, και η πύλη άνοιξε.
Οι υπερασπιστές εξόρμησαν από το Βόρειο Φρουραρχείο της Νουάλβορ, πέφτοντας πάνω στους πολιορκητές τους.
«Νόρβηλ!» φώναξε η Φερνάλβιν, σπαθίζοντας έναν εχθρό στο κεφάλι και τσακίζοντας το κράνος του. «ΝΟΡΒΗΛ!»
Οι πολεμιστές της μιμήθηκαν την πολεμική της κραυγή, σπέρνοντας τρόμο στις καρδιές των παγιδευμένων αντιπάλων τους: Νόρβηλ! Νόρβηλ! Νόοοοορβηηηηηηηηλ!
*
Η Λιόλα μπήκε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, αρματωμένη για μάχη, και οι περισσότεροι θα ορκίζονταν ότι ετούτη ήταν η μοναδική φορά που την είχαν δει ντυμένη έτσι, με τόσο ατσάλι επάνω της.
«Βασίλισσά μου. Διατάξτε,» είπε ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ, που κι εκείνος φορούσε την αρματωσιά του, όπως κι οι πιο πολλοί ευγενείς που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στη βασιλική αίθουσα.
«Δρακοβασιληά Κέλσοναρ.» Η Λιόλα έστρεψε το βλέμμα της στους δράκαρχους.
«Μάλιστα, Βασίλισσα Λιόλα,» αποκρίθηκε εκείνος, με βραχνή φωνή, μέσα απ’το κράνος του που έμοιαζε με κεφαλή δράκου.
«Ήρθε η ώρα να χρησιμοποιήσετε το πέρασμα. Βγείτε από εκεί και χτυπήστε τους εχθρούς μας.»
«Μετά χαράς.»
Οι δράκαρχοι αποχώρησαν από την αίθουσα, ενώ βλέμματα τούς ακολουθούσαν.
«Βασίλισσά μου,» είπε πάλι ο Φέλναθαρ. «Διατάξτε.» Υπήρχε κάποια ανυπομονησία στη φωνή του, σα να βιαζόταν να επιτεθεί.
«Θα περιμένουμε λίγο,» αποκρίθηκε η Λιόλα, «για να δώσουμε χρόνο στους δράκαρχους να βγουν, και μετά, θα κάνουμε έξοδο. Να είναι όλος ο στρατός του παλατιού σε ετοιμότητα.»
«Είναι ήδη, Μεγαλειοτάτη.»
*
Η ομάδα του Έπαρχου Κάβμαρ άφησε πίσω της την αγορά, διέσχισε την Κεντρική Περιφέρεια, και έφτασε κοντά στον ποταμό Σάλερεκ. Σε τούτες τις περιοχές της πόλης δεν γίνονταν και τόσες οδομαχίες όπως στις προηγούμενες που είχαν περάσει· και, από το σημείο όπου τώρα στέκονταν, μπορούσαν να δουν ότι στην αντικρινή μεριά της Κάτω Γέφυρας βρίσκονταν συγκεντρωμένοι πολεμιστές του Λώντιρ: φρουροί της Δυτικής Περιφέρειας (τους διοικητές των οποίων οι διασυνδέσεις του Κάβμαρ και της Ρικέλθης αδυνατούσαν να επηρεάσουν, γιατί αυτούς τους έλεγχε όλους ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ) και απατεώνες και μαχαιροβγάλτες.
«Δε νομίζω ότι θα μπορέσουμε να περάσουμε από τούτους,» είπε ο Φάντραν. «Όχι χωρίς επιπλέον βοήθεια, τουλάχιστον.»
«Αν, όμως, σκοτώσουμε τον Λώντιρ, θα κόψουμε το κεφάλι του φιδιού,» αποκρίθηκε ο Κάβμαρ, στενεύοντας τα μάτια, καθώς ατένιζε τους γεφυροφύλακες.
«Ίσως,» είπε ο Φάντραν. «Αλλά δε γίνεται να τον σκοτώσουμε, όταν δεν μπορούμε να τον πλησιάσουμε!»
Ο Κάβμαρ γρύλισε, όπως το θηρίο που του αρπάζουν τη λεία από τα δόντια. «Πάμε στην Πάνω Γέφυρα,» πρότεινε.
«Κι εκεί τα ίδια θα είναι,» είπε ο Ζάνμελ. «Όπως και στη Λιμανογέφυρα. Θα μπορούσα, όμως, να βουτήξω στο ποτάμι και να κολυμπήσω απέναντι…»
«Όχι. Ο Λώντιρ είναι και δικός μου!» διαφώνησε ο Κάβμαρ. «Θέλω να τον δω να πεθαίνει!»
«Επιπλέον, ίσως σκοπευτές να φυλάνε τις όχθες,» είπε η Ρικέλθη στον Ζάνμελ. «Μπορεί να σε τοξέψουν, προτού καν βγεις από το νερό. Δε συμφέρει αυτό το σχέδιο. Καλύτερα να κατευθυνθούμε στο Βόρειο Φρουραρχείο. Τώρα που η πολιορκία θα διαλυθεί εκεί, το μέρος θα είναι ασφαλές.»
«Αποκλείεται να πάω εκεί,» δήλωσε ο Κάβμαρ. «Ξεχνάς ότι έχω μια μικρή αντιδικία με τους Γάθνιν;»
*
Η κεντρική πύλη του Παλατιού των Δεκαεννέα Πύργων σηκώθηκε, και πολεμιστές εξήλθαν, έφιπποι και πεζή, επιτιθέμενοι στους πολιορκητές, οι οποίοι βρίσκονταν ήδη μπλεγμένοι σε μάχη με τους απρόσμενους εχθρούς τους.
Η Λιόλα, ο Φέλναθαρ, ο Νόρβορ, και η Ασριτέλα οδηγούσαν το κέντρο των μαχητών τους, ενώ ο Ζάρναβ, η Μιάνη, και ο Δάρβαν ηγούνταν της δεξιάς πτέρυγας, και ο Άρδαν, ο Άραντιρ, ο Άσιλθαρ, και ο Βάνμιρ της αριστερής.
Οι πολιορκητές του παλατιού βρέθηκαν κλεισμένοι ανάμεσα στον στρατό της Βασίλισσας και στους ανθρώπους που τους είχαν προδώσει. Το ηθικό τους δεν άργησε να σμπαραλιαστεί, και πολλοί απ’αυτούς άρχισαν να πετάνε τα όπλα τους και να φωνάζουν Παραδίνομαι! Παραδίνομαι!
*
Στο Βόρειο Φρουραρχείο, οι μαχητές της Αδελφότητας της Ελευθερίας δεν παραδόθηκαν τόσο γρήγορα· πολέμησαν σκληρά, αλλά, στο τέλος, πέταξαν κι αυτοί τα όπλα, καθώς βρίσκονταν περικυκλωμένοι από αντιπάλους.
«Αφοπλίστε τους αιχμαλώτους!» πρόσταξε ο Επόπτης Έντμιρ τους φρουρούς του. «Οδηγήστε τους στα κελιά!»
Η Φερνάλβιν, όμως, δεν είχε το βλέμμα της στραμμένο στους ηττημένους πολεμιστές, αλλά στους απρόσμενους συμμάχους που είχαν έρθει για να λύσουν την πολιορκία. Κοίταξε τους ανθρώπους που βρίσκονταν στις πρώτες γραμμές τους, ψάχνοντας για τον Ζάνμελ, ψάχνοντας για κάποιο γνωστό πρόσωπο… αλλά τίποτα.
«Ποιος είναι ο διοικητής σας;» τους ρώτησε, μεγαλόφωνα.
Τρεις άντρες και μία γυναίκα ξεχώρισαν από τους υπόλοιπους. Όλοι είχαν βγάλει τα κράνη τους και τα κρατούσαν παραμάσκαλα, εκτός από έναν· η προσωπίδα του, όμως, ήταν σηκωμένη, και η Φερνάλβιν έβλεπε πως ούτε αυτόν τον γνώριζε.
«Δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος;» απόρησε η Έπαρχος, καθώς οι τέσσερις έρχονταν να σταθούν εμπρός της.
«Εσύ ποια είσαι;» τη ρώτησε ο άντρας με το κράνος.
«Η Φερνάλβιν ε Νίλγκωρ, Έπαρχος-Κεντροφύλαξ της Έριγκ.»
«Αρχόντισσά μου…» Ο πολεμιστής έκανε μια σύντομη υπόκλιση, και οι άλλοι τρεις τον μιμήθηκαν.
«Δεν υπάρχει κάποιος ανώτερος από εσάς;» επανέλαβα την ερώτησή της η Φερνάλβιν.
Ο πολεμιστής έβγαλε το κράνος του. «Όχι ακριβώς. Μας πρόσταξαν όλους να έρθουμε εδώ και να χτυπήσουμε τους πολιορκητές.»
«Ποιος σας πρόσταξε;» είπε η Φερνάλβιν, καθώς η Ζιάθραλ ερχόταν να σταθεί πλάι της.
Ο πολεμιστής δίστασε να μιλήσει· ένας από τους άλλους, όμως, αποκρίθηκε, καθαρίζοντας το λαιμό του: «Αρχόντισσά μου, αυτό που κάναμε δεν ήταν ακριβώς… ξέρετε… μέσα στα κανονικά πλαίσια. Πληρωθήκαμε καλά.»
«Και δε γνωρίζαμε ότι η έκταση της επίθεσης θα ήταν τόσο μεγάλη,» είπε η διοικήτρια, «αν και το υποπτευόμασταν. Λογικά, δε θα μας έστελναν να χτυπήσουμε τους πολιορκητές του Βόρειου Φρουραρχείου, αν κάποιος δεν ετοίμαζε ολική αντίσταση.»
«Ποιος είναι αυτός ο κάποιος;» θέλησε να μάθει η Ζιάθραλ.
«Δε γνωρίζω,» είπε η διοικήτρια, και οι άλλοι τρεις διοικητές κούνησαν τα κεφάλια τους.
*
«Μα, δε γίνεται να καταφέρουμε να τον πλησιάσουμε!» είπε η Ρικέλθη στον Κάβμαρ.
Ο Έπαρχος αναστέναξε και κοίταξε τριγύρω, σα να περίμενε να του έρθει έμπνευση από τον ουρανό. Και ίσως να του ήρθε, γιατί είπε, δείχνοντας: «Το τείχος! Το εσωτερικό τείχος! Αν ανεβούμε εκεί, μπορούμε να περάσουμε πάνω απ’τον ποταμό και να βγούμε στη Δυτική Περιφέρεια.»
«Δε θα είναι εύκολο,» τόνισε η Λαθέμη. «Θα υπάρχουν κι εκεί φρουροί.»
«Αν θέλεις, μπορείς πάντα να επιστρέψεις στο πανδοχείο,» αντιγύρισε ο Κάβμαρ. «Σε αναγκάσαμε να έρθεις εδώ;»
«Δε θ’αφήσω μόνους τους συντρόφους μου,» είπε η Λαθέμη, ενώ σκεφτόταν: Δε σ’εμπιστεύομαι αρκετά για να σ’αφήσω μόνο, Κάβμαρ. Με απέκλεισες από τις διασυνδέσεις που δημιουργήσατε με τη Ρικέλθη, αλλά δε θα μ’αποκλείσεις κι από την τελική φάση του σχεδίου. Επιπλέον, ήθελε κι εκείνη να βεβαιωθεί ότι ο Λώντιρ θα πέθαινε. Δεν τον γνώριζε καθόλου αυτόν τον άνθρωπο που ονόμαζαν Απέθαντος και ήταν Αρχιερέας του Ναού του Σάλ’γκρεμ’ρωθ στη Δυτική Περιφέρεια, μα, απ’ό,τι είχε ακούσει, καταλάβαινε ότι ήταν άξιος φόβου· και τέτοιους ανθρώπους καλύτερα κανείς να τους ξεπαστρεύει, το συντομότερο δυνατό.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κάβμαρ, υπομειδιώντας ειρωνικά, «το ήξερα ότι, κατά βάθος, είσαι υπερβολικά έντιμη γυναίκα, Λαθέμη. Αλλά ας μη χάνουμε άλλο χρόνο. Τι λες κι εσύ, Ζάνμελ;» Τον ενδιέφερε πραγματικά η γνώμη του δολοφόνου, γιατί… καλύτερο άνθρωπο στο να σκοτώνει, να διεισδύει, και να εξαφανίζεται δεν ξέρω.
Ο Ζάνμελ ένευσε. «Συμφωνώ, Έπαρχε.»
Κατευθύνθηκαν νότια και έφτασαν στη σκάλα του εσωτερικού τείχους, η οποία βρισκόταν δίπλα στον Σάλερεκ και δίπλα στην τοξοειδή γέφυρα που σχημάτιζε το τείχος πάνω από τον ποταμό. Αυτή η γέφυρα –που ήταν ψηλότερη από όλες τις άλλες γέφυρες της Νουάλβορ, φυσικά– βρισκόταν νότια της Κάτω Γέφυρας και βόρεια της Λιμανογέφυρας, και χρησιμοποιείτο μόνο από τη φρουρά.
Την πέτρινη σκάλα φρουρούσαν δύο μαχητές, στεκόμενοι στην κορυφή της. Οι επάλξεις, όμως, ήταν σχεδόν άδειες, καθότι οι περισσότεροι στρατιώτες πρέπει να είχαν κατεβεί στους δρόμους της πόλης, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν την κατάσταση που ήταν εκτός ελέγχου.
Ο Κάβμαρ και οι σύντροφοί του σταμάτησαν σ’ένα σοκάκι, ατενίζοντας τους φρουρούς που όφειλαν να ξεπαστρέψουν για ν’ανεβούν στο εσωτερικό τείχος.
«Θα τους φροντίσω εγώ,» είπε ο Έζβαρ, βγάζοντας το τόξο του και περνώντας ένα βέλος. Τέντωσε τη χορδή και ύψωσε το τηλέμαχο όπλο, σημαδεύοντας.
Ο ένας από τους δύο στρατιώτες τον πρόσεξε, και τον έδειξε, ξαφνιασμένος. Προτού προλάβει, όμως, να υψώσει την ασπίδα του, ο Έζβαρ έβαλε, και το βέλος του τρύπησε το στήθος του άντρα, σωριάζοντάς τον.
Ο άλλος σήκωσε την ασπίδα του, βγάζοντας μια προειδοποιητική κραυγή προς όποιον τον άκουγε.
«Ανεβείτε!» φώναξε ο Έζβαρ στους συντρόφους του, κι εξαπέλυσε άλλο ένα βέλος, πετυχαίνοντας τον πολεμιστή στην κνήμη.
Ο Ζάνμελ έτρεξε, ξεσπαθώνοντας, ενώ ο Κάβμαρ, ο Φάντραν, η Λαθέμη, και, τελευταία, η Ρικέλθη τον ακολουθούσαν. Ο στρατιώτης του τείχους είχε αναγκαστεί να γονατίσει, από το τραύμα στο πόδι του· προσπάθησε, όμως, να σηκωθεί και ν’αντιμετωπίσει το δολοφόνο. Το ξίφος του πήγε για την κοιλιά του Ζάνμελ· εκείνος απέκρουσε και κλότσησε τον αντίπαλό του κατακέφαλα, αναισθητοποιώντας τον.
Ο Έζβαρ έτρεξε ν’ανεβεί κι αυτός στο τείχος.
Ο Κάβμαρ έστρεψε το βλέμμα του στη γέφυρα, και ατένισε δύο στρατιώτες να πλησιάζουν. «Εχθροί από εκεί!» προειδοποίησε.
«Και από εκεί!» είπε η Λαθέμη, δείχνοντας από την άλλη μεριά, ανατολικά.
Ο Έπαρχος κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του, για να δει ότι άλλοι δύο έρχονταν. «Αυτοί, όμως, δεν έχουν βαλλίστρες.»
«Πέστε κάτω, για όνομα των θεών!» φώναξε ο Φάντραν, καθώς οι στρατιώτες για τους οποίους είχε προειδοποιήσει ο Κάβμαρ σταματούσαν στη μέση της γέφυρας, υψώνοντας τα τηλέμαχά τους όπλα.
Η Λαθέμη άρπαξε την ασπίδα του ενός νεκρού στρατιώτη και κρύφτηκε από πίσω. Η Ρικέλθη γονάτισε πλάι στις επάλξεις, κολλώντας στις κρύες πέτρες. Ο Ζάνμελ λύγισε τα γόνατα, έτοιμος να πεταχτεί προς όπου τον συνέφερε. Ο Φάντραν καλύφτηκε δίπλα στη σύζυγό του. Ο Κάβμαρ πήρε την ασπίδα του άλλου στρατιώτη, τη στιγμή που τα βέλη εκτοξεύονταν.
Το πρώτο βλήμα αστόχησε το κεφάλι του Ζάνμελ για μερικά εκατοστά. Το δεύτερο χτύπησε στις επάλξεις, ακριβώς πάνω από το κεφάλι της Ρικέλθης.
Οι βαλλιστροφόροι άρχισαν, πάραυτα, να οπλίζουν, ενώ οι άλλοι δύο στρατιώτες, που έρχονταν από τα ανατολικά, εφορμούσαν, κραυγάζοντας.
Ο ένας σωριάστηκε, μ’ένα βέλος του Έζβαρ καρφωμένο επάνω του· ο ερημίτης είχε μόλις ανεβεί τη σκάλα.
Ο Ζάνμελ συνάντησε τον άλλο φρουρό, αποκρούοντας το χτύπημά του και καρφώνοντάς τον στο λαιμό, με το ξιφίδιο στ’αριστερό του χέρι.
Ο Κάβμαρ γονάτισε μπροστά απ’τη Ρικέλθη, για να την προστατέψει με την ασπίδα του. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στους στρατιώτες επάνω στη γέφυρα, οι οποίοι όπλιζαν τις βαλλίστρες τους σαν να είχαν γεννηθεί για να κάνουν αυτή την καταραμένη δουλειά.
Ο Ζάνμελ έπεσε στο πάτωμα, καθώς τα εχθρικά βέλη εκτοξεύονταν· ο Έζβαρ έσκυψε, χρησιμοποιώντας τα τοιχώματα της σκάλας για κάλυψη. Το πρώτο βλήμα, που πήγαινε για τον ερημίτη, εξοστρακίστηκε στις πέτρες· το δεύτερο καρφώθηκε στην ασπίδα του Κάβμαρ.
«Μη φοβάστε!» είπε ο Έζβαρ. «Τους έχω. Τα όπλα τους είναι πολύ αργά στην όπλιση.» Ορθώθηκε, περνώντας ένα βέλος στη χορδή του τόξου του και εκτοξεύοντάς το. Πέτυχε τον έναν βαλλιστροφόρο στον ώμο, σωριάζοντάς τον, και ο άλλος αναγκάστηκε να γονατίσει και να καλυφτεί.
«Την ασπίδα σου, Έπαρχε!» είπε ο Ζάνμελ. Ο Κάβμαρ τού την έδωσε, και ο δολοφόνος εφόρμησε καταπάνω στον φρουρό, υψώνοντας το ξίφος του. Εκείνος δεν είχε προλάβει να οπλίσει τη βαλλίστρα· τη σήκωσε και προσπάθησε να τη φέρει στο κεφάλι του Ζάνμελ, ο οποίος την απέκρουσε, με την ασπίδα του, και κάρφωσε τον άντρα στα σωθικά.
«Ελάτε!» φώναξε στους συντρόφους του, και γύρισε, για να σπαθίσει στο λαιμό τον στρατιώτη που ο Έζβαρ είχε τραυματίσει στον ώμο και που τώρα είχε αρχίσει να σηκώνεται.
Ο Κάβμαρ πρώτος και μετά οι υπόλοιποι, ακολούθησαν τον Ζάνμελ, καθώς εκείνος διέσχιζε την πέτρινη γέφυρα. Ο αέρας ήταν δυνατός εδώ πάνω, και από κάτω τους τα νερά του Σάλερεκ βούιζαν.
Ο δολοφόνος έφτασε στη δυτική μεριά του τείχους και κοίταξε κάτω, για να δει έναν στρατιώτη να φεύγει ολοταχώς, ενώ δύο άλλοι –μια γυναίκα κι ένας άντρας– ανέβαιναν την πέτρινη σκάλα. Ο πολεμιστής βαστούσε ασπίδα και κοντό δόρυ, ενώ η πολεμίστρια είχε στα χέρια της μια οπλισμένη βαλλίστρα.
Ο Ζάνμελ στάθηκε στην άκρη του τείχους, δίχως να υψώσει τη δική του ασπίδα. Κι εκείνο που περίμενε συνέβη: η γυναίκα έβαλε καταπάνω του. Ο δολοφόνος, πανέτοιμος για την επίθεση, σήκωσε στιγμιαία την ασπίδα και το βέλος καρφώθηκε εκεί.
Έτρεξε στη σκάλα, κι απέκρουσε το δόρυ του προπορευόμενου στρατιώτη, με το σπαθί του, παραμερίζοντάς το και κλοτσώντας. Ο άντρας παρενέβαλε την ασπίδα του στο δρόμο του μποτοφορεμένου ποδιού του Ζάνμελ, αλλά αυτό δε σταμάτησε το δολοφόνο από το να πετύχει εκείνο που ήθελε: η κλοτσιά έσπρωξε τον στρατιώτη, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και να κατρακυλήσει στα σκαλοπάτια, παίρνοντας και την πολεμίστρια μαζί του.
Ο Κάβμαρ και οι υπόλοιποι βρίσκονταν πίσω από τον Ζάνμελ, και τον ακολούθησαν, καθώς εκείνος κατέβαινε, γρήγορα, τη σκάλα· γιατί οι δύο στρατιώτες, παρότι είχαν σωριαστεί, δεν είχαν χάσει τις αισθήσεις τους: προσπαθούσαν να ορθωθούν, δυσκολευόμενοι κάπως από τις πανοπλίες που φορούσαν.
Ο Ζάνμελ πήδησε τα τελευταία σκαλοπάτια και προσγειώθηκε εμπρός τους, σπαθίζοντας τη γυναίκα στο κεφάλι. Το κράνος της δεν έσπασε, αλλά αίμα πετάχτηκε απ’το πρόσωπό της και, πέφτοντας, δεν ξανασηκώθηκε. Ο άλλος πολεμιστής τράβηξε το σπαθί του, κι έκανε να έρθει απ’τα πλάγια στον δολοφόνο–
Ένα ξιφίδιο καρφώθηκε στο στήθος του, και σωριάστηκε.
Ο Φάντραν κατέβηκε τη σκάλα και τράβηξε το όπλο του από το σώμα του νεκρού. «Καλύτερα να είμαστε πιο διακριτικοί στο μέλλον,» τόνισε. «Τώρα θ’αρχίσουν να μας κυνηγάνε.»
Ο Ζάνμελ ένευσε. «Απο δώ,» είπε, και οδήγησε τους συντρόφους του σ’ένα σοκάκι. Είχε περάσει αρκετό καιρό στη Δυτική Περιφέρεια και ήξερε καλά ετούτα τα μέρη· όχι άριστα, αλλά καλά.
*
Η Πριγκίπισσα Νιρκένα ατένιζε τη μάχη από ένα παράθυρο των Δεκαεννέα Πύργων, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά. Τα πάντα της φαίνονταν γκρίζα και μπερδεμένα· οι αντιμαχόμενοι πολεμιστές δεν ήταν παρά μια σκουρόχρωμη θάλασσα από κάτω της, γεμάτη ταραχή και φωνές. Φωνές που τρυπούσαν το κεφάλι της Νιρκένα, χειροτερεύοντάς τον φρικτό της πονοκέφαλο.
«Τι συμβαίνει, Ακάρθα;» ρώτησε τη σύζυγο του αδελφού της, η οποία στεκόταν πλάι της, μαζί με τον Πρίγκιπα Δάτμιν. «Πες μου, τι συμβαίνει;»
«Νομίζω ότι νικάμε… εύκολα, μάλιστα,» αποκρίθηκε εκείνη. «Η Λιόλα πολεμάει μαζί με τους καβαλάρηδες της πρώτης γραμμής, Νιρκένα! Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό· μπορεί να τη χτυπήσουν!… Και μου είχε υποσχεθεί ότι θα πρόσεχε…» Αναστέναξε. «Ποτέ δεν την κατάλαβα την κόρη μου, Νιρκένα.»
Ούτε εκείνη εσένα, νομίζω, σκέφτηκε η Πριγκίπισσα, αλλά δε μίλησε.
«Εσύ δεν ανησυχείς για τη Μιάνη;»
«Όχι· ξέρω ότι μπορεί να φροντίζει τον εαυτό της. Έχω βεβαιωθεί γι’αυτό, από όταν ήταν μικρή,» είπε η Νιρκένα. Ωστόσο, παρότι ήταν σίγουρη ότι η κόρη της γνώριζε καλά την τέχνη του πολέμου –πολύ καλύτερα από εκείνη, αναμφίβολα· η Πριγκίπισσα δε θεωρούσε τον εαυτό της πολεμίστρια, στο ελάχιστο–, έπρεπε να παραδεχτεί, τουλάχιστον σιωπηλά, ότι, ναι, αισθανόταν κάποια ανησυχία… η οποία ίσως και να προερχόταν από το γεγονός ότι δεν μπορούσε να δει καθαρά τι γινόταν εκεί κάτω· ή ίσως να προερχόταν απλά από τον δαιμονισμένο πονοκέφαλό της.
«Οι δράκαρχοι!» είπε, ξαφνικά, η Ακάρθα. «Λίγο αργά έφτασαν, ασφαλώς· μάλλον, δε χρειάζεται και τόσο η βοήθειά τους…»
«Έχει τελειώσει η μάχη;» απόρησε η Νιρκένα. «Από τώρα;»
«Ναι. Οι πολιορκητές παραδίνονται. Εξάλλου, ήταν καταδικασμένοι από την αρχή…»
*
«Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει ανώτερος ανάμεσά σας;» έκανε ο Πρίγκιπας Ζάρναβ, αγριοκοιτάζοντας τους διοικητές των μαχητών που τους είχαν βοηθήσει να νικήσουν τους πολιορκητές. «Πώς ήρθατε εδώ;»
«Μας διέταξαν, Άρχοντά μου,» απάντησε μια γυναίκα. «Πληρωθήκαμε γι’αυτό. Αλλά δεν ξέραμε για τους υπόλοιπους.»
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Λιόλα, που ήταν η μόνη έφιππη ανάμεσα στους ανθρώπους που την περιστοίχιζαν. «Δεν ξέρατε ότι όλοι θα συγκεντρωθείτε εδώ, για να χτυπήσετε τους πολιορκητές του παλατιού;»
«Γνωρίζαμε ότι θα ήταν κι άλλοι, Αρχόντισσά μου,» είπε ένας διοικητής, που ήταν αμφίβολο αν είχε καταλάβει ότι απευθυνόταν στη Βασίλισσα του Νόρβηλ· «μας το είχαν τονίσει ότι δε θάμασταν μόνοι· μα δε γνωρίζαμε ποιοι θα ήταν στο πλευρό μας.»
«Ποιος σας πρόσταξε να έρθετε; Ποιος σας πλήρωσε;» απαίτησε ο Ζάρναβ.
Οι διοικητές αλληλοκοιτάχτηκαν, διστακτικά.
«Γιατί μας κρύβετε τους ανώτερούς σας;» τους πίεσε ο Ζάρναβ, αγριεμένος.
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείτε,» τους διαβεβαίωσε η Λιόλα. «Είμαι η Λιόλα, θυγατέρα του Βασιληά Άργκελ ε Γάθνιν και τώρα, με το θάνατό του, Βασίλισσα όλου του Νόρβηλ. Σας υπόσχομαι ότι δεν πρόκειται να κάνω κακό στους ανθρώπους που με βοήθησαν να διαλύσω την πολιορκία γύρω απ’το παλάτι μου. Θα έπρεπε να είμαι παράφρων για να το κάνω αυτό!»
Οι διοικητές είπαν τρία ονόματα ευγενών, και τα δύο η Λιόλα τα αναγνώρισε: ανήκαν σε μέλη της Αδελφότητας της Ελευθερίας (!)· τα είχε διαβάσει στις επιστολές που έστελναν στους Δεκαεννέα Πύργους.
«Αποφάσισαν, ξαφνικά, να συμμαχήσουν μαζί μας;» αναρωτήθηκε ο Νόρβορ, που κι εκείνος είχε αναγνωρίσει τα ονόματα.
«Ίσως να πρόκειται για κάποιο κόλπο,» υπέθεσε ο Ζάρναβ.
«Αν πρόκειται για κόλπο,» είπε ο Δάρβαν, «τότε δεν μπορώ να καταλάβω ποιο είναι αυτό.»
«Ό,τι κι αν συμβαίνει,» τόνισε η Λιόλα, «μας βολεύει.» Και ρώτησε τους διοικητές: «Δε σας είπαν γιατί έπρεπε να επιτεθείτε στους πολιορκητές του παλατιού;»
«Όχι, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκαν μερικοί από αυτούς, ενώ άλλοι κούνησαν τα κεφάλια.
«Πρέπει να έχουν κάποια διαμάχη αναμεταξύ τους, τα μέλη της Αδελφότητα,» μουρμούρισε ο Ζάρναβ.
«Επομένως, τώρα είναι η ευκαιρία να τους κατατροπώσουμε,» είπε η Λιόλα, έχοντας τη φωνή της χαμηλή. Και στους διοικητές και τους μαχητές των διοικητών φώναξε, υψώνοντας το ξίφος της: «Θα κυνηγήσω τους ανθρώπους που πρόδωσαν τον Οίκο των Γάθνιν και το Βασίλειό μου! Σε όσους με ακολουθήσουν υπόσχομαι λάφυρα από τις οικίες των προδοτών και χρυσάφι από εμένα, ως ανταμοιβή!»
Πολλοί από τους πολεμιστές ζητωκραύγασαν –ορισμένοι φώναξαν Χαίρε, Βασίλισσα Λιόλα! ή Ζήτω η Βασίλισσα της Νουάλβορ!– και οι διοικητές φάνηκαν ευχαριστημένοι.
«Βασίλισσά μου,» είπε ο Δάρβαν, «δε θα το έκρινα συνετό να επιτεθούμε και στους ευγενείς που αποφάσισαν να εναντιωθούν στην Αδελφότητα.»
«Συμφωνώ,» αποκρίθηκε η Λιόλα. «Δεν πρότεινα κάτι τέτοιο, έτσι κι αλλιώς. Των υπόλοιπων, όμως, οι περιουσίες θα δημευτούν και οι ίδιοι θα εξοριστούν από το Βασίλειο, ή θα εκτελεστούν.»
«Σίγουρα, θα υπάρχουν κι άλλοι με το μέρος μας, πέραν από αυτούς που ανέφεραν οι διοικητές,» είπε ο Δάρβαν. «Ολόκληρη η πόλη είναι ανάστατη.»
«Δε θα δυσκολευτούμε να μάθουμε ποιοι είναι οι φίλοι μας και ποιοι οι εχθροί μας.»
«Λιόλα, εγώ θα ήθελα να κατευθυνθώ στο Βόρειο Φρουραρχείο, να μάθω αν η Φερνάλβιν βρίσκεται, όντως, εκεί. Ίσως να χρειάζεται τη βοήθειά μου,» είπε ο Ζάρναβ.
«Θα έρθω μαζί σου,» προθυμοποιήθηκε ο Δάρβαν, και ο Πρίγκιπας-Έπαρχος της Έριγκ ένευσε, συμφωνώντας.
«Κι εγώ,» δήλωσε η Μιάνη.
«Εντάξει,» είπε η Λιόλα. «Πάρτε ιππείς και στρατιώτες και πηγαίνετε. Εν τω μεταξύ, εγώ κι οι υπόλοιποι θα επισκεφτούμε τις οικίες των ευγενών της Αδελφότητας της Ελευθερίας, να μάθουμε ποιοι είναι υπέρ και ποιοι κατά μας, και να τους αντιμετωπίσουμε ανάλογα.
»Αρχιστράτηγε,» πρόσθεσε, στρεφόμενη στον Φέλναθαρ, «φρόντισε να μείνουν και αρκετοί πολεμιστές στο παλάτι, ώστε να προσφέρουν προστασία στη μητέρα μου, στην Πριγκίπισσα Νιρκένα, και στους άλλους στους Δεκαεννέα Πύργους, σε περίπτωση που υπάρξει ανάγκη –αν και, για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει.»
Ο Φέλναθαρ έκλινε το κεφάλι, και πήγε να δώσει διαταγές στους μαχητές του.
*
«Αποκλείεται αυτοί να έρχονται τυχαία απο δώ,» είπε ο Κάβμαρ, ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ’τον ώμο του, στους έξι οπλισμένους φρουρούς οι οποίοι είχαν μόλις στρίψει τη γωνία.
«Όχι, καθόλου τυχαία,» συμφώνησε ο Ζάνμελ, καθώς διέσχιζαν έναν στενό δρόμο, δεξιά κι αριστερά του οποίου υπήρχαν σφαγεία που ανέδιδαν μια αποπνιχτική οσμή.
Η Λαθέμη, που είχε βάλει ένα μαντήλι μπροστά στο πρόσωπό της, είπε: «Δεν έπρεπε νάχαμε αφήσει τις άλλες ασπίδες!» Ο Ζάνμελ τούς είχε προτρέψει να πετάξουν τις ασπίδες τους, για να μη δίνουν στόχο· γιατί μια ομάδα που κουβαλούσε ασπίδες της φρουράς, σίγουρα, θα τραβούσε την προσοχή· θα ήταν, είχε πει ο δολοφόνος, σαν να φώναζαν στους εχθρούς τους Εδώ είμαστε! Ελάτε! Να, όμως, που αυτοί τούς είχαν βρει ούτως ή άλλως… Η Λαθέμη, βέβαια, είχε επιμείνει να κρατήσει τη δική της ασπίδα, έχοντας την κρυμμένη μέσα στην κάπα της.
«Δε θα ήταν καλό για μας να εμπλακούμε σε μάχη,» είπε ο Έζβαρ· «η φασαρία θα προσελκύσει περισσότερους.»
«Αυτοί, πάντως,» πρόσθεσε η Ρικέλθη, κοιτώντας κι εκείνη πάνω απ’τον ώμο της, «δε φαίνεται να βιάζονται να μας πιάσουν· δεν τρέχουν.»
«Πράγμα το οποίο μπορεί να σημαίνει μονάχα ένα πράγμα,» είπε ο Ζάνμελ: «έρχονται κι άλλοι, από την αντικρινή μεριά.»
«Σκατά…» υποτονθόρυσε η Ρικέλθη.
«Πσσσσσσσστ!» ακούστηκε ένα εσπευσμένο σύριγμα από τα δεξιά τους, και, πάραυτα, όλοι τους στράφηκαν, για να δουν μια κουκουλοφόρο μορφή να τους κάνει νόημα μέσα από ένα κρεοπωλείο.
«Έχουμε συμμάχους εδώ μέσα;» απόρησε η Λαθέμη, καθώς σταματούσαν.
«Κανέναν που γνωρίζουμε,» αποκρίθηκε ο Ζάνμελ. «Ωστόσο, καλό θα ήταν να ακολουθήσουμε τον απρόσμενό μας φίλο.» Και βάδισε προς το κρεοπωλείο.
Οι άλλοι τον ακολούθησαν.
Οι φρουροί πίσω τους φώναξαν, αλλά εκείνοι τούς αγνόησαν.
Η κουκουλοφόρος μορφή παραμέρισε, για να περάσουν ο Ζάνμελ και οι σύντροφοί του. Το δωμάτιο όπου βρέθηκαν δε φωτιζόταν καλά, αλλά, από το λιγοστό φως που έμπαινε, μπορούσαν να δουν ότι κομμάτια κρέατος και αίματα υπήρχαν πάνω σε πάγκους, καθώς και στο πάτωμα, ενώ άλλα κομμάτια κρέμονταν από τσιγκέλια.
Ο μυστηριώδης αρωγός τους έκλεισε την πόρτα, την αμπάρωσε, και είπε: «Ακολουθήστε με,» πηγαίνοντας σε μια ξύλινη σκάλα, στην αντικρινή, δεξιά γωνία του χώρου. Η φωνή του –τώρα όλοι μπορούσαν να το καταλάβουν– ήταν γυναικεία.
Ο Ζάνμελ τον πήρε στο κατόπι, ξεθηκαρώνοντας ένα ξιφίδιο.
«Μη φοβάστε,» είπε η γυναίκα, ανεβαίνοντας τη σκάλα κι ανοίγοντας μια καταπακτή. «Σας βοηθάω να ξεφύγετε, αν δεν τόχετε ακόμα προσέξει.»
Τι μου θυμίζει η φωνή της; αναρωτήθηκε ο Ζάνμελ, καθώς την ακολουθούσε, βγαίνοντας στη στέγη του οικοδομήματος.
Η γυναίκα οδήγησε τους συντρόφους πάνω από μια πέτρινη καμάρα και, έπειτα, σε μια καθοδική σκάλα και σ’έναν δρόμο που ο δολοφόνος αναγνώριζε.
«Ποια είσαι;» ρώτησε, πιάνοντας τον ώμο της και περιστρέφοντάς την.
«…Ζάνμελ!» σφύριξε εκείνη· το όνομά του έμοιαζε με κατάρα, καθώς έβγαινε από τα χείλη της.
«Αμάντριν,» είπε ο δολοφόνος, υπομειδιώντας μέσα στη σκιά της κουκούλας του. «Πώς είναι ο Βασιληάς;»
«Τη γνωρίζεις αυτή τη γυναίκα;» απόρησε ο Κάβμαρ.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ζάνμελ· «μα δεν ξέρω αν, τελικά, κάναμε καλά που την ακολουθήσαμε–»
«Τι!» σφύριξε η Λαθέμη. «Μας οδή–;»
«Τ’αφεντικό μου θέλει να σας μιλήσει,» είπε η Αμάντριν. «Και για σένα, Ζάνμελ, πρέπει να πω ότι είχ’ ανησυχήσει, όταν χάθηκες. Νόμιζε ότ’ οι ρουφιάνοι του Χεριού σε μαγκώσανε σε καμια κλεισούρα.»
«Θα έπρεπε νάναι πολύ τυχεροί για να το πετύχουν αυτό, ή εγώ πολύ άτυχος.»
Η Αμάντριν ρουθούνισε αποδοκιμαστικά. Στράφηκε απ’την άλλη, νεύοντάς τους ν’ακολουθήσουν.
Ο Ζάνμελ έκανε να προχωρήσει, αλλά η Λαθέμη τον διέκοψε: «Θα πάμε εκεί όπου–;»
«Δεν υπάρχει φόβος,» της είπε εκείνος. «Εξάλλου, τώρα μπλέξαμε· δε θα μας αφήσουν να φύγουμε απο δώ. Αλλά ίσως να είναι και καλύτερα από το αν μας στρίμωχναν οι φρουροί. Ίσως ο Βασιληάς να αποδειχτεί, τελικά, με το μέρος μας,» πρόσθεσε, καθώς βάδιζε.
«Ποιος είναι αυτός ο Βασιληάς;» ρώτησε η Ρικέλθη, πηγαίνοντας πλάι στον Ζάνμελ.
«Μαζί τον είχαμε δει, κάποτε,» της θύμισε ο δολοφόνος. «Μας είχε συστηθεί ως Άργκελ ο Βασιληάς.»
Ο κοντός, ευτραφής άντρας ήρθε στο μυαλό της Ρικέλθης. «Και τι σχέση έχεις εσύ με δαύτον;»
«Μου πρόσφερε δουλειά, τότε· και μετά, όταν συνήλθα από την απώλεια του Χέντραμ, αποφάσισα να τη δεχτώ.»
«Ναι,» ένευσε ο Κάβμαρ, «μου έχεις μιλήσει εν συντομία γι’αυτόν. Του είχες υποσχεθεί ότι θα σκότωνες το Χέρι, αλλά, ύστερα, ο Άργκελ συμμάχησε με τον Λώντιρ…»
Η Αμάντριν άνοιξε μια πόρτα και τους έκανε νόημα να περάσουν· έτσι, μπήκαν σ’ένα δωμάτιο με τραπέζι αλλά όχι καρέκλες. Πάτωμα δεν υπήρχε· πατούσαν στο χώμα, και η οροφή είχε μπόλικες τρύπες.
«Περιμένετε εδώ,» είπε η Αμάντριν. «Μην προσπαθήσετε να φύγετε· δε θα σας αφήσουν.» Έκλεισε την πόρτα, φεύγοντας.
«Ο Βασιληάς, δηλαδή, είναι σύμμαχος του ανθρώπου που πηγαίνουμε να σκοτώσουμε!» είπε η Λαθέμη, συνεχίζοντας την κουβέντα από εκεί όπου την είχε αφήσει ο Κάβμαρ.
«Δε νομίζω, όμως, ότι σκόπευε ποτέ να παραμείνει πιστός σ’αυτόν, ό,τι κι αν συνέβαινε,» τόνισε ο Ζάνμελ.
«Και τι σημαίνει τούτο; Σημαίνει ότι θα μας βοηθήσει;»
«Αν ήθελε να εξυπηρετήσει το Χέρι, δε θα μας έφερνε εδώ. Θα επέτρεπε στους φρουρούς να μας πιάσουν· και όχι μόνο αυτό, αλλά, αν έμοιαζε πως καταφέρναμε να τους ξεφύγουμε, θα μας εμπόδιζε.»
«Ο Ζάνμελ μιλάει λογικά,» είπε η Ρικέλθη στη Λαθέμη, η οποία έμεινε σιωπηλή.
«Ας είμαστε, όμως, σε ετοιμότητα, για καλό και για κακό,» πρότεινε ο Φάντραν.
«Αυτό εξυπακούεται,» είπε ο Κάβμαρ, καθίζοντας πάνω στο τραπέζι και κάνοντας το χώμα να τρίξει κάτω από τα πόδια του επίπλου.
Σε λίγο, η Λαθέμη ρώτησε: «Γιατί έχουν αυτό το μπαούλο εκεί πέρα;»
«Δεν ξέρω,» απάντησε ο Ζάνμελ, «και δε μας αφορά.»
Η Έπαρχος άφησε την ασπίδα της πάνω στο τραπέζι και πλησίασε το μπαούλο, ανοίγοντάς το με το πόδι. «Ουγκχ!» έκανε, βάζοντας το μαντήλι μπροστά στο στόμα της. «Είναι τρελοί εδώ πέρα;»
Το μπαούλο ήταν γεμάτο με σκοτωμένους ποντικούς.
«Οι τροφικές προτιμήσεις ορισμένων ανθρώπων είναι, πραγματικά, αξιοπερίεργες,» σχολίασε ο Κάβμαρ.
Η Λαθέμη έκλεισε το μπαούλο, με το πόδι, κι απομακρύνθηκε.
Η πόρτα άνοιξε, και η Αμάντριν είπε: «Ζάνμελ, τ’αφεντικό θέλει να σου μιλήσει. Άσε τα όπλα σου εδώ και έλα.»
Ο δολοφόνος αυτοαφοπλίστηκε. «Με τους συντρόφους μου τι θα γίνει;»
«Θα περιμένουν εδώ.»
Ο Ζάνμελ βγήκε απ’το δωμάτιο και η Αμάντριν έκλεισε πάλι την πόρτα. Μια ομάδα αντρών τον περίμενε στο δρόμο, κι ένας απ’αυτούς τον έψαξε για όπλα, αλλά δε βρήκε τίποτα. Έτσι, τον οδήγησαν στον πάνω όροφο ενός αξιοπρεπούς (σε σχέση με τα υπόλοιπα της Δυτικής Περιφέρειας) οικοδομήματος, όπου ο Άργκελ ο Βασιληάς τον περίμενε, καθισμένος σε μια πολυθρόνα.
«Χα-χα-χα! Χα! Για κοίτα, ο Ζάνμελ!» είπε. «Πού γυρόφερνες, βρε αδελφέ;»
Ο δολοφόνος πήρε θέση αντίκρυ του· οι φρουροί που τον είχαν φέρει εδώ δεν έφυγαν. «Είχα δουλειές που δεν αναβάλλονταν.»
«Φαντάζομαι, φαντάζομαι… Χε-χε, ναι…» Ο Άργκελ σούφρωσε τα φρύδια. «Τι σε ξαναφέρνει εδώ, λοιπόν;»
«Δουλειές, επίσης.»
«Αντιλαμβάνεσαι, βέβαια, ότι δε μ’αρέσει οι άνθρωποί μου να την κάνουν απροειδοποίητα, χμ;»
«Λογικό είναι.»
«Συμφωνούμε, τότε!» μειδίασε ο Άργκελ· αλλά υπήρχε κάτι επικίνδυνο στο μειδίαμά του, που αποκάλυπτε δύο σειρές από κιτρινισμένα δόντια, με τρύπες εδώ κι εκεί.
«Σ’ενδιαφέρει να μάθεις γιατί επέστρεψα;»
«Οι άνθρωποι του Χεριού σε κυνηγάνε. Ναι, θα μ’ενδιέφερε πολύ.»
«Οι άνθρωποι του Χεριού; Εσύ δεν υπηρετείς πλέον το Χέρι;» ρώτησε ο Ζάνμελ.
«Σχετικό είναι αυτό,» αποκρίθηκε ο Άργκελ, υψώνοντας ένα φρύδι. «Σχετικό. Χε-χε-χε-χε…!»
«Επέστρεψα για να ολοκληρώσω τη δουλειά που είχα αφήσει στη μέση,» δήλωσε ο Ζάνμελ, σταυρώνοντας τα πόδια στο γόνατο.
Τα μάτια του Άργκελ στένεψαν. «Για να τον σκοτώσεις.»
«Ναι.»
«Και έφερες και παρέα;»
Ο Ζάνμελ ένευσε.
«Είναι τόσο καλοί όσο εσύ;»
«Όχι.»
«Είσαι ειλικρινής,» είπε ο Άργκελ, υψώνοντας τον δείκτη του δεξιού χεριού. «Πραγματικά ενάρετος! Χα-χα-χα-χα! Χα!»
«Γνωρίζεις τι γίνεται έξω από τη Δυτική Περιφέρεια αυτή τη στιγμή;»
«Κάτι έχουν πάρει τ’αφτιά μου, γιαυτό δε σας παρέδωσα στο Χέρι. Η Αδελφότητα έχει… εσωτερικά προβλήματα, χμ; Οι Γάθνιν τούς επηρέασαν, υποθέτω. Έτσι είναι;»
«Ναι. Ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ έχει χάσει τη δύναμή του. Σύντομα, ο βασιλικός στρατός θα είναι εδώ, στη Δυτική Περιφέρεια, για να τσακίσει και τους τελευταίους ανθρώπους που υπηρετούν τον Απέθαντο.»
«Χμμμμ…» έκανε ο Άργκελ, τρίβοντας το σαρκώδες του σαγόνι και σουφρώνοντας τα χείλη.
«Ωστόσο, όσοι πάψουν εγκαίρως να τον υπηρετούν θα έχουν καλύτερη μοίρα· ίσως και πολύ καλύτερη.»
«Για στάσου, γιατί μου το παίζεις περίεργος τώρα. Τι ακριβώς θες να μου πεις; Είσαι κατάσκοπος των Γάθνιν, κατά βάθος; Ήσουν από την αρχή –από τότε που ήρθες σε μένα;»
«Κατά βάθος, ναι.»
«Έπρεπε να τόχα καταλάβει ότι ήσουν ή πολύ τρελός ή πολύ επιτήδειος, για νάσαι κανονικός… και ήσουν και πολύ καλός στη δουλειά σου: σίγουρα, όχι άνθρωπος του δρόμου. Τέλος πάντων, πού θες να καταλήξεις;»
«Στο ότι δε σε συμφέρει να μας σκοτώσεις ή να μας παραδώσεις στο Χέρι. Αντιθέτως, σε συμφέρει υπερβολικά να μας βοηθήσεις να φτάσουμε στο Ναό του Σάλ’γκρεμ’ρωθ και να σκοτώσουμε τον Αρχιερέα.»
«Χμμμμ, ναι… Και τι είπαμε πως θα κερδίσω απ’όλα τούτα;»
«Εκτός απ’το γεγονός ότι δε θα θεωρηθείς σύμμαχος του Χεριού;»
«Ναι.»
«Οι Γάθνιν, αναμφίβολα, θ’ακούσουν μερικά καλά λόγια για το άτομό σου… αν και μπορεί να μην τους αρέσει το ότι αποκαλείς τον εαυτό σου ‘Βασιληά’ –ειδικά αφού το όνομά σου είναι Άργκελ.»
«Αυτό αλλάζει! Εκεί θα τα χαλάσουμε; Χε-χε-χε-χε… Έχω, όμως, μια απορία,» πρόσθεσε, παίρνοντας σοβαρό ύφος: «Τι γίνεται άμα η… επανάσταση των Γάθνιν αποτύχει;»
«Δεν μπορεί να αποτύχει.»
«Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μην πεις! Χα-χα-χα!»
«Επιμένω,» είπε ο Ζάνμελ.
Ο Άργκελ έμπλεξε τα παχιά δάχτυλα των χεριών του αναμεταξύ τους. «Σε εννοώ.»
«Και ποια είναι η απάντησή σου;»
«Θα το σκεφτώ…»
«Δεν υπάρχει χρόνος για σκέψη. Πρέπει να πάμε στο Ναό το συντομότερο δυνατό.»
«Το γοργόν και χάριν έχει, ε; Χα-χα! Χα! Χμμμ… Καλώς, λοιπόν. Σας συμπαθώ.»
«Θα έχουμε τη βοήθειά σου, για να φτάσουμε στο Ναό;»
Ο Άργκελ ένευσε. «Μέχρις εκεί και όχι παραπέρα.»
«Αυτό είναι που μας χρειάζεται. Αν και δε θα λέγαμε όχι σε λίγη επιπλέον βοήθεια…»
Ο Βασιληάς ύψωσε το ένα του φρύδι, ερωτηματικά.
«Οι Γάθνιν θα το εκτιμήσουν,» δήλωσε ο Ζάνμελ.
«Ζητάς να σου πασάρω τίποτα παλικάρια μου;»
«Δε θάταν κακό…»
«Χμμμμ…» Ο Άργκελ έτριψε το μάγουλό του. «Γιατί αισθάνομαι ότι έχεις βάλει το χέρι σου μέσα στο βρακί μου;»
«Πού να ξέρω; Εσύ πρέπει να ξέρεις καλύτερα από μένα. Τα χέρια μου είναι και τα δύο εδώ,» είπε ο Ζάνμελ, υψώνοντάς τα.
«Α-χα-χα-χα! Χωρατατζή…!» Τα κιτρινισμένα δόντια του γυάλισαν στο φως της λάμπας. «Έστω, φίλε μου! Έστω… Θα έχεις τη συμπαράστασή μου, γιατί η καρδιά μου σ’έχει συμπαθήσει, κατά βάση· χε-χε…»
«Ωραία,» είπε ο Ζάνμελ. «Μπορώ να επιστρέψω στους συντρόφους μου τώρα;»
«Σαφώς, σαφώς. Κι εντός ολίγου, η Αμάντριν θάρθει να σας βρει· έχει καλώς;»
Ο Ζάνμελ ένευσε, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του. «Χάρηκα που τα ξαναείπαμε, Άργκελ.»
«Η χαρά ήταν όλη δικιά μου!» αποκρίθηκε, εύθυμα, ο Βασιληάς. Ύψωσε ένα ποτήρι κρασί προς τον δολοφόνο, και ήπιε.
Ένας φρουρός άνοιξε την πόρτα, και ο Ζάνμελ βγήκε απ’το δωμάτιο και από το σπίτι, επιστρέφοντας στο ρημαγμένο οικοδόμημα όπου βρίσκονταν ο Έπαρχος Κάβμαρ και οι υπόλοιποι.
«Ωχ,» είπε η Λαθέμη. «Το βλέπω στην όψη σου: κάτι κακό συνέβη.»
«Αντιθέτως,» διαφώνησε ο δολοφόνος, «κάτι καλό συνέβη. Τουλάχιστον, φαίνεται καλό…»
«Δηλαδή;» ρώτησε ο Κάβμαρ.
«Ο Άργκελ είναι πρόθυμος να μας βοηθήσει, καθώς βλέπει ότι τα πράγματα είναι άσχημα στην πόλη, και του τόνισα ότι οι Γάθνιν, σίγουρα, θα νικήσουν ετούτο τον αγώνα. Προτιμά, λοιπόν, να είναι με τους νικητές, παρά με τους ηττημένους.»
«Έξυπνος άνθρωπος,» σχολίασε ο Κάβμαρ, σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός του.
«Θα μας οδηγήσει ως τον Ναό του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, κρυφά από τους ανθρώπους του Λώντιρ, και, μάλιστα, θα μας προσφέρει και μερικούς από τους πολεμιστές του.»
«Πόσους;» ρώτησε ο Φάντραν.
«Δεν ξέρω. Αλλά, υποθέτω, θα είναι αρκετοί.»
«Δεν τον εμπιστεύομαι,» δήλωσε η Λαθέμη. «Με τίποτα δεν τον εμπιστεύομαι!»
«Και λοιπόν;» είπε ο Κάβμαρ, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Τι μπορείς να κάνεις γι’αυτό;»
«Τίποτα…» παραδέχτηκε εκείνη, μισογρυλίζοντας.
Η πόρτα άνοιξε, διακόπτοντάς τους.
«Ελάτε,» είπε η Αμάντριν. «Είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε.»
Φτάνοντας στο Βόρειο Φρουραρχείο, ο Δάρβαν περίμενε να δει πολλά πράγματα, αλλά εκείνο που, σίγουρα, δεν περίμενε να δει ήταν τη Ζιάθραλ να έρχεται προς το μέρος του. Πώς είχε καταλήξει εδώ; Είχε μπει στην πόλη προτού αρχίσει η εξέγερση της Αδελφότητας της Ελευθερίας, ή μετά;
Κατέβηκε απ’το άλογό του και την αγκάλιασε, γελώντας, ενώ εκείνη γέμιζε το πρόσωπό του με φιλιά.
«Πώς είναι η Φάλμα;» τον ρώτησε. «Είναι καλά;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν, «καλά. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;»
«Δεν πήρες το μήνυμά μου;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Ποιο μήνυμα;»
«Δε θα κατάφερε ο Ζάνμελ να το παραδώσει…»
«Ποιος είναι ο Ζάνμελ;»
«Έχω πολλά να σου πω. Έλα.» Τον τράβηξε από το χέρι, προς το φρουραρχείο και προς τη Φερνάλβιν, τον Άνγκεδβαρ, την Ηλφίρα, τον Ζάρναβ, και τη Μιάνη. Ο Πρίγκιπας φαινόταν το ίδιο χαρούμενος με τον Δάρβαν, που έβλεπε την οικογένειά του ζωντανή και καλά.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Έπαρχος της Έριγκ το σύζυγό της. «Ποιος διοικεί αυτούς τους στρατιώτες; Βρισκόμασταν υπό πολιορκία, μέχρι που ήρθαν. Εσείς κανονίσατε να γίνει τούτη η προδοσία μέσα στην Αδελφότητα της Ελευθερίας;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ζάρναβ, «δεν είχαμε ιδέα.»
«Τότε,» είπε η Φερνάλβιν στη Ζιάθραλ, «οι σύμμαχοι του Ζάνμελ πρέπει να τα κανόνισαν.»
«Ποιος είναι, επιτέλους, αυτός ο Ζάνμελ;» θέλησε να μάθει ο Δάρβαν.
«Ο άνθρωπος που ως τώρα γνωρίζαμε ως Νεκρομέμνων.»
«Ζει, δηλαδή;»
Η Φερνάλβιν ένευσε. «Και έχει κάποιους συμμάχους, οι οποίοι είναι εχθροί της Αδελφότητας της Ελευθερίας.»
«Νόμιζα ότι εμείς ήμασταν οι μόνοι εχθροί της Αδελφότητας,» είπε ο Δάρβαν.
«Προφανώς, υπάρχουν κι άλλοι,» είπε ο Ζάρναβ. «Φερνάλβιν, οι στρατιώτες που έλυσαν τη δική μας πολιορκία, στους Δεκαεννέα Πύργους, μας είπαν μερικά ονόματα ανθρώπων που τους πλήρωσαν για να επιτεθούν, και όλα ήταν από μέλη της Αδελφότητας –μέλη τα οποία ήταν γραμμένα στις επιστολές που μας έστελναν στο παλάτι.»
«Έγινε διαίρεση, για κάποιο λόγο,» είπε η Μιάνη. «Αλλά αναρωτιέμαι ποιος θα μπορούσε να είναι ο λόγος αυτός. Έτσι όπως βλέπω την κατάσταση, μονάχα ένα σύνολο ανθρώπων επωφελείται: εμείς, ο Οίκος των Γάθνιν. Δεν μπορεί οι εχθροί της Αδελφότητας να μην καταλαβαίνουν πως, με τις ενέργειές τους, ουσιαστικά, μας παραδίδουν την πόλη…»
*
Καλπασμός γέμισε την Οδό Οπληφόρων, καθώς η έφιππη συνοδεία της Βασίλισσας κατευθυνόταν στην Οικία Σέντριν, στο ύψωμα με τις φτελιές όπου κατέληγε ο δρόμος. Μαζί με τη Λιόλα, βρίσκονταν ο Βάνμιρ και ο Άρχοντας Άρδαν, της Μπένριγκ· οι υπόλοιποι άρχοντες και οι δράκαρχοι είχαν πάει να βρουν άλλους προδότες του Βασιλείου και να τους συλλάβουν.
«Περικυκλώστε το σπίτι!» πρόσταξε η Λιόλα τους ιππείς της, κι εκείνοι απλώθηκαν γύρω από την οικία.
Ο φρουρός στην πόρτα του κήπου ταράχτηκε, βλέποντάς τους, και τους έστρεψε την πλάτη, πηγαίνοντας προς το εσωτερικό του σπιτιού.
«Μείνε εκεί πού είσαι!» του φώναξε η Λιόλα, τραβώντας τα ηνία του αλόγου της, καθώς έφτανε μπροστά από την Οικία Σέντριν. Ο άντρας την αγνόησε.
Ένας ιππέας ύψωσε τη βαλλίστρα του, για να του ρίξει, αλλά η Βασίλισσα τον σταμάτησε, μ’ένα ύψωμα του χεριού, και κατέβηκε απ’το άλογό της. «Δε θα χρειαστεί αυτό. Μπορούμε να μπούμε και χωρίς τη βοήθεια του θυροφύλακα.» Άνοιξε την πόρτα του κήπου, και οι συνοδοί της, που είχαν επίσης αφιππεύσει, την ακολούθησαν μέσα.
Ο Βάνμιρ τράβηξε το σπαθί του, και άκουσε κι άλλους να ξεθηκαρώνουν τα όπλα τους.
«Έχε το νου σου,» του είπε η Λιόλα· «η Βανρίλια κέρδισε τους περσινούς Αγώνες Ταχυδρομίας, κι εσύ είσαι ο μόνος ανάμεσά μας που κατέχει την Ταχύτητα.»
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Δεν το είχα ακούσει,» παραδέχτηκε.
«Δε με παραξενεύει,» αποκρίθηκε η Λιόλα, υπομειδιώντας. Ο αδελφός του Ρόλμαρ ήταν πάντοτε στον κόσμο του. Η Πριγκίπισσα δεν τον συμπαθούσε παλιά, αλλά τελευταία είχε ανακαλύψει ότι είχαν πολλά κοινά. Ο Βάνμιρ είναι ακριβώς όπως θα μπορούσα να είμαι σε μια άλλη ζωή· σε μια ζωή που η μελέτη των απόκρυφων και των μυστηρίων με είχε απορροφήσει πολύ περισσότερο. Αν κάποιος άνθρωπος σ’όλο το Νόρβηλ άξιζε τον τίτλο «μάγος», αυτός ήταν ο Βάνμιρ· η Λιόλα δεν αμφέβαλλε καθόλου για τούτο.
Πλησίασαν την κεντρική είσοδο της οικίας και την άνοιξαν, μπαίνοντας σ’ένα μεγάλο σαλόνι, στολισμένο πλούσια, με πίνακες, αγάλματα, πανάκριβα χαλιά, και έπιπλα.
«Αρχόντισσα Βανρίλια!» φώναξε η Λιόλα, γιατί ο χώρος ήταν άδειος. «Αρχόντισσα Βανρίλια!»
Στην κορυφή της σκάλας που ήταν στρωμένη με πράσινο χαλί μια μελαχρινή γυναίκα παρουσιάστηκε, ντυμένη με μακρύ, γαλανό φόρεμα. Η όψη της Βανρίλια ε Σέντριν ήταν κάτωχρη. Αλλά δε φαινόταν πρόθυμη να χρησιμοποιήσει την Ταχύτητα για να φύγει, αλλιώς έπρεπε ως τώρα να το είχε κάνει. Και η Λιόλα συνειδητοποιούσε το λόγο: ο πλούτος που είχε συγκεντρώσει ήταν περιώνυμος· πώς θα τον άφηνε; τι θα έκανε, όταν η κεντρική εξουσία του Βασιλείου την καταδίωκε; Μάλλον, βρισκόταν εδώ για να κλείσει κάποια συμφωνία.
«Είμαι η Βασίλισσα Λιόλα,» είπε η Λιόλα, «νόμιμη κληρονόμος του Ουρανολίθινου Θρόνου, και έχω έρθει για να σας συλλάβω, Αρχόντισσά μου, για εσχάτη προδοσία.»
«Αυτό δε θα ήταν συνετό, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε η Βανρίλια· «έχω πολλά να προσφέρω στο Νόρβηλ, και ο δεσμός μου με την Αδελφότητα της Ελευθερίας είναι πολύ λεπτός και ασθενής…»
«Ναι, φαντάζομαι,» είπε η Λιόλα· «όπως ήταν και με τον Οίκο των Γάθνιν.»
«Δεν μπορούσα να πάω ενάντια στο ρεύμα, Βασίλισσά μου· θα με σκότωναν.»
«Ήταν δική σου η επιλογή, τότε.
»Συλλάβετέ την,» πρόσταξε η Λιόλα τους στρατιώτες της.
Δύο αρματωμένοι άντρες άρχισαν ν’ανεβαίνουν τη σκάλα.
Η Βανρίλια εστίασε το βλέμμα της σ’ένα ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού, και ο Βάνμιρ παρατήρησε το σώμα της να τσιτώνεται μέσα από το γαλανό φόρεμά της. Επικαλείται την Ταχύτητα, για να τηλεμεταφερθεί! Η Λιόλα δεν του είχε πει ότι η Αρχόντισσα Σέντριν ήταν τόσο καλή· ελάχιστοι άνθρωποι μπορούσαν να χειριστούν την Τηλεμεταφορά.
Ο Βάνμιρ αμφέβαλλε αν οι στρατιώτες που ανέβαιναν τη σκάλα είχαν καταλάβει τι προσπαθούσε να κάνει η Βανρίλια· δεν επιτάχυναν καθόλου το βήμα τους. Εκείνος, όμως, ήξερε πώς μπορούσε να σταματήσει άμεσα την Αρχόντισσα. Χρησιμοποιώντας τη δική του Ταχύτητα, έτρεξε στο παράθυρο, και το έκλεισε–
–την ίδια στιγμή που η Βανρίλια εξαφανιζόταν από τη θέση της, στην κορυφή της σκάλας–
Η Λιόλα βλεφάρισε, ξαφνιασμένη, και οι στρατιώτες που πήγαιναν να συλλάβουν την Αρχόντισσα Σέντριν αναφώνησαν–
Κρύσταλλο ακούστηκε να σπάει.
Όλοι στράφηκαν.
Ο Βάνμιρ στεκόταν δίπλα από το σπασμένο παράθυρο, και έξω, στον κήπο, ήταν σωριασμένη μια αιμόφυρτη φιγούρα, ντυμένη με γαλανό φόρεμα.
«Μα τον Ζικαράθορ!…» έκανε η Λιόλα. «Βάνμιρ… Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει Ταχύτητα, έτσι;»
Ο ακρίτης ένευσε. «Τηλεμεταφορά.» Άνοιξε το σπασμένο παράθυρο και, πηδώντας πάνω από το περβάζι, βγήκε στον κήπο. Πλησίασε τη Βανρίλια, που ήταν πεσμένη μπρούμυτα, και γονάτισε πλάι της, γυρίζοντάς την ανάσκελα. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο με αίμα και κρύσταλλα· ένα από τα κρύσταλλα είχε μπηχτεί, σαν λεπίδα, στο δεξί της μάτι. Το αριστερό της μάτι ήταν, επίσης, κατεστραμμένο από το χτύπημα. Ο λαιμός της είχε σκιστεί. Ο Βάνμιρ έπιασε το σφυγμό της και διαπίστωσε ότι η γυναίκα ήταν νεκρή.
Ορθώθηκε, στρεφόμενος στη Λιόλα, που στεκόταν πίσω από το παράθυρο. «Δε θα χρειαστεί να τη συλλάβουμε,» της είπε.
*
Η πόρτα του Ναού του Σάλ’γκρεμ’ρωθ ήταν ανοιχτή και πολεμιστές και μαντατοφόροι έμπαιναν και έβγαιναν. Εκατέρωθέν της στέκονταν δύο φρουροί με αρματωσιές τις οποίες ο Ζάνμελ θεωρούσε γελοίες: είχαν επάνω τους κέρατα και σκαλίσματα, και ακόμα και δυο μικρά φτερά στην πλάτη. Αποκλείεται άνθρωπος να μπορούσε να πολεμήσει, φορώντας αυτά τα πράγματα.
«Δεν υπάρχει άλλη είσοδος;» ρώτησε η Λαθέμη, καθώς εκείνη, οι σύντροφοί της, και οχτώ πολεμιστές του Άργκελ του Βασιληά (συμπεριλαμβανομένης της Αμάντριν, η οποία είχε δηλώσει πως θα τους συνόδευε μόνο και δε θα μπλεκόταν σε καμία σύγκρουση) βρίσκονταν σ’ένα σοκάκι, αντίκρυ του Ναού.
«Όχι,» απάντησε ο Ζάνμελ. «Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να μπει κανείς.»
«Δεν είναι δυνατόν,» κούνησε το κεφάλι η Λαθέμη. «Όλοι οι ναοί–»
«Ετούτος ο Ναός δεν είναι σαν όλους τους ναούς,» τόνισε ο Ζάνμελ. «Πίστεψέ με, Έπαρχε, έχω προσπαθήσει να εισβάλω και παλιότερα. Δεν υπάρχει άλλη είσοδος.»
«Ας μπούμε από εδώ, λοιπόν,» είπε η Ρικέλθη, και ξεθηκάρωσε το λεπίδι μέσα απ’το δρακοκέφαλο μπαστούνι της, κρατώντας το με το αριστερό της χέρι, που δεν ήταν επιδεμένο.
«Θα σου πρότεινα να μείνεις πίσω,» της ψιθύρισε ο Έζβαρ, «αλλά το ξέρω ότι δε θα το κάνεις· γιαυτό προσπάθησε, τουλάχιστον, να είσαι κοντά μου.»
Η Ρικέλθη αναποδογύρισε τα μάτια. Τι νομίζει ότι είναι; Μπαμπάς μου;
«Έπαρχε;» Ο Ζάνμελ στράφηκε στον Κάβμαρ, μ’ένα ερωτηματικό βλέμμα.
«Για να σκοτώσουμε τον Λώντιρ δεν ήρθαμε;» αποκρίθηκε εκείνος. «Η ώρα έφτασε.» Στο χέρι του βαστούσε, ξεθηκαρωμένο, το σπαθί του.
«Περιμένετε να φύγουν κι αυτοί!» προειδοποίησε η Αμάντριν, καθώς μια ομάδα οπλισμένων μαχητών φαινόταν να έρχεται από το εσωτερικό του Ναού.
Ο Ζάνμελ ένευσε, και κοιτούσε τους πολεμιστές καθώς περνούσαν τη μεγάλη πόρτα, έβγαιναν στο δρόμο, και βάδιζαν βιαστικά, μέχρι να χαθούν πίσω από μια γωνία.
«Οι άνθρωποί σου,» είπε στην Αμάντριν, «θα επιτεθούν στους φρουρούς της εισόδου.» Τράβηξε τις μικρές βαλλίστρες του. «Τώρα.»
Η Αμάντριν έκανε νόημα στους μαχητές του Άργκελ να εφορμήσουν, κι εκείνοι υπάκουσαν. Καθώς η ομάδα του Έπαρχου Κάβμαρ έβγαινε στον κεντρικό δρόμο μπροστά απ’το Ναό, την ακολούθησαν· διαιρέθηκαν, οι μισοί δεξιά κι οι μισοί αριστερά της, και επιτέθηκαν στους φρουρούς της εισόδου, πιάνοντάς τους απροετοίμαστους, σωριάζοντάς τους, και κοπανώντας τους, με τσεκούρια, ρόπαλα, και ξίφη.
Ο Ζάνμελ μπήκε πρώτος στην Οικία του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, αντικρίζοντας στο τέλος του μικρού διαδρόμου δύο άλλους φρουρούς, όπως και τότε που είχε πρωτοέρθει εδώ. Οι άντρες φάνηκαν ξαφνιασμένοι, βλέποντάς τον, κι εκείνος ύψωσε τις χειροβαλλίστρες του και έριξε, πετυχαίνοντας τον έναν στο στήθος και τον άλλο στο στομάχι. Ο πρώτος σωριάστηκε, ανάσκελα· ο δεύτερος διπλώθηκε. Ο δολοφόνος πέρασε ανάμεσά τους, ακολουθούμενος από τους συντρόφους του.
Και βρέθηκε στη μεγάλη αίθουσα του Ναού, στο κέντρο της οποίας ορθωνόταν το τερατόμορφο άγαλμα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, και δίπλα στο άγαλμα στέκονταν δύο άντρες: ο ένας ήταν ο Λώντιρ, φορώντας το κρανιόσχημο προσωπείο του Απέθαντου· ο άλλος ήταν κάποιος που κάτι θύμιζε στον Ζάνμελ–
Τον θυμήθηκε! Ο μεγαλόσωμος ιερέας που είχε δει στην τελετή· αυτός με το λαξευτό μπαστούνι και το κερασφόρο διάδημα· αυτός που είχε βγάλει τη δυνατή φωνή «ΟΙ ΧΟΡΕΥΤΡΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!» Τα μαλλιά του ήταν καστανά και μακριά, και δεμένα αλογοουρά, όπως και τότε. Το κερασφόρο διάδημα ήταν, επίσης, στο κεφάλι του, και φορούσε το μακρύ, μαύρο ράσο με τα στριφτά κεντήματα. Δεν είχε, όμως, μαζί του το μπαστούνι του, αλλά ένα μεγάλο ξίφος, το οποίο κρατούσε ανάστροφα, ακουμπώντας τα χέρια του στο ξύλινο, δερματοτυλιγμένο μανίκι.
Αντικρίζοντάς τον έτσι, ο Ζάνμελ κατάλαβε και κάτι ακόμα· κάτι που δεν είχε συνειδητοποιήσει την προηγούμενη φορά: Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν Ωθράγκος· ήταν Ρογκάνος.
«Τι συμβαίνει;» φώναξε ο Απέθαντος. «Ποιοι είστε εσείς;»
Ο Ζάνμελ έβγαλε την κουκούλα της κάπας του, και οι σύντροφοί του τον μιμήθηκαν.
«ΚΑΒΜΑΡ!» βροντοφώναξε ο Αρχιερέας, και η οργισμένη του φωνή αντήχησε μέσα στην αίθουσα και στο Ναό. «Σκοτώστε τον!» πρόσταξε τους φρουρούς που βρίσκονταν στο μεγάλο δωμάτιο. «Σκοτώστε τους όλους!»
Ο Έζβαρ πρόλαβε να εκτοξεύσει ένα βέλος, προτού οι εχθροί πέσουν επάνω τους· και δεν αστόχησε: διαπέρασε το στήθος ενός, σκοτώνοντάς τον.
«Λώντιρ!» κραύγασε ο Κάβμαρ, αποκρούοντας μια σπαθιά και σχίζοντας την κοιλιά της γυναίκας που του είχε επιτεθεί. «Σ’το είχα πει ότι θα πληρώσεις!»
«Θα με συγχωρήσεις που δεν το θυμάμαι, Έπαρχε!» αντιγύρισε το Χέρι. «Σε είχα για νεκρό!»
Οι πολεμιστές του Άργκελ του Βασιληά εισέβαλαν στην αίθουσα, επιτιθέμενοι στους ναοφύλακες.
Ο Ζάνμελ είχε πετάξει τις χειροβαλλίστρες του και είχε τραβήξει ξίφος και ξιφίδιο, για ν’αντιμετωπίσει τους εχθρούς του, αποκρούοντας με τη μεγάλη λεπίδα και σπαθίζοντας με τη μικρή.
Ο Έζβαρ είχε, επίσης, αφήσει το τόξο του και ξεθηκαρώσει το δικό του ξίφος, αντιμετωπίζοντας όποιον του επιτιθόταν, ενώ προσπαθούσε να έχει τη Ρικέλθη πίσω του.
Η Λαθέμη και ο Φάντραν μάχονταν πλάτη-πλάτη, βαστώντας κι οι δύο τα σπαθιά τους δίλαβα.
Ο Αρχιερέας και ο Ρογκάνος άρχισαν ν’απομακρύνονται, πηγαίνοντας προς το βάθος της αίθουσας.
«ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ, ΛΩΝΤΙΡ!» φώναξε ο Κάβμαρ. «ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ!» Χτύπησε έναν αντίπαλο στο πρόσωπο, κι έτρεξε, για να προλάβει τον Απέθαντο.
Ο Λώντιρ τράβηξε μια χειροβαλλίστρα μέσα από τα ράσα του. Την ύψωσε, σημάδεψε, και πάτησε τη σκανδάλη. Ο Έπαρχος, με το που τον είδε να σηκώνει το τηλέμαχο όπλο, έπεσε στο πλάι, κυλώντας στο πάτωμα, και το βέλος αστόχησε.
Ένας πολεμιστής ήρθε πάνω από τον Κάβμαρ, υψώνοντας το σπαθί του· αλλά δεν πρόλαβε να το κατεβάσει, καθώς ο Ζάνμελ πετάχτηκε πίσω του και τον κάρφωσε, και με τα δύο του όπλα, στην πλάτη.
«Πρόσεχε, Έπαρχε,» είπε ο δολοφόνος. «Θα τον προλάβουμε· δεν μπορεί να μας ξεφύγει τώρα.»
Ο Κάβμαρ σηκώθηκε, παρατηρώντας ότι οι λιγοστοί φρουροί της αίθουσας που είχαν απομείνει αποκλείεται να νικούσαν.
Τότε, όμως, κάτι απρόσμενο συνέβη.
Ένας πανίσχυρος βρυχηθμός έσεισε το μεγάλο δωμάτιο. Ο Κάβμαρ κι ο Ζάνμελ, και όλοι οι άλλοι, αισθάνθηκαν το κεφάλι τους να τρίζει, τα πόδια τους να λύνονται, τα σωθικά τους ν’αναποδογυρίζουν. Και σωριάστηκαν στα χέρια και στα γόνατα.
Με τις άκριες των ματιών του, ο Έπαρχος είδε ότι την τρομερή φωνή είχε βγάλει ο ιερέας που βρισκόταν στο τέλος της αίθουσας, μαζί με τον Λώντιρ. Ένας Ρογκάνος! σκέφτηκε, καθώς πάσχιζε να μη λιποθυμήσει. Ένας Ρογκάνος με το Χάρισμα της Κραυγής! Τι κάνει εδώ, στη Βάλγκριθμωρ, ένας τέτοιος άνθρωπος;
«Έπαρχε…!» έκρωξε ο Ζάνμελ· ο βρυχηθμός είχε τελειώσει, αλλά ένα δυνατό βουητό εξακολουθούσε να γεμίζει τ’αφτιά του δολοφόνου, όπως και ο χώρος εξακολουθούσε να κλυδωνίζεται γύρω του –ή, μάλλον, εκείνος νόμιζε ότι το δωμάτιο κλυδωνιζόταν· οι αισθήσεις του είχαν τρελαθεί! «Τι…;»
«Ο Ρογκάνος!» αποκρίθηκε ο Κάβμαρ, ο οποίος ίσα που είχε ακούσει τον Ζάνμελ. «Έχει την Κραυγή, ο μπάσταρδος!…» Υψώνοντας το βλέμμα του, είδε τον Λώντιρ να στηρίζει τον μεγαλόσωμο ιερέα, καθώς οι δυο τους έφευγαν από την αίθουσα. Κουράστηκε από τη χρήση του Χαρίσματός του· δε θα μπορεί να το ξαναχρησιμοποιήσει σύντομα. Τώρα είναι η ευκαιρία μας! Ο Κάβμαρ στηρίχτηκε στο σπαθί του και, τρίζοντας τα δόντια –προσπαθώντας να αγνοήσει το βουητό στ’αφτιά του και τον χώρο που ταλαντευόταν γύρω του–, ορθώθηκε.
«Έπαρχε!» μούγκρισε ο Ζάνμελ. «Περίμενε!» Και σηκώθηκε κι εκείνος, πιάνοντας μια κολόνα του Ναού. «Περίμενε!» Στράφηκε, να κοιτάξει τους συντρόφους του: ο Έζβαρ βρισκόταν στα τέσσερα πάνω από τη Ρικέλθη, η οποία φαινόταν να έχει χάσει τις αισθήσεις της· ο Φάντραν σερνόταν στο πάτωμα, προσπαθώντας να φτάσει το σπαθί του· η Λαθέμη ήταν στα γόνατα, κρατώντας, με τα δύο χέρια, το κεφάλι, ενώ τα χείλη της συσπώνταν (ο Ζάνμελ, φυσικά, δεν μπορούσε ν’ακούσει αν έβγαζαν κάποιον ήχο)· οι πολεμιστές του Άργκελ του Βασιληά και οι ναοφύλακες βρίσκονταν σωριασμένοι στο δάπεδο, άλλοι λιπόθυμοι άλλοι πασχίζοντας να σηκωθούν. Αυτός ο Ρογκάνος πρέπει να είναι πολύ ισχυρός στο Χάρισμα της φυλής του, σκέφτηκε ο δολοφόνος. Αλλά, βέβαια, δεν ήξερε και πολλούς άλλους Ρογκάνους με το Χάρισμα, για να τον συγκρίνει· για την ακρίβεια, δεν ήξερε κανέναν.
«Θα ξεφύγουν!» γρύλισε ο Κάβμαρ. «Μην καθυστερείς!» Ο Ζάνμελ είδε ότι αίμα έτρεχε απ’το αριστερό ρουθούνι του Έπαρχου.
Παίρνοντας το ξιφίδιό του από κάτω (το σπαθί του το κρατούσε· δεν του είχε πέσει), τον ακολούθησε, καθώς εκείνος άρχιζε να βαδίζει προς τη μεριά της αίθουσας απ’όπου ο Απέθαντος και ο Ρογκάνος είχαν βγει.
Ο Ζάνμελ και ο Κάβμαρ παραμέρισαν μια κουρτίνα και μπήκαν στον διάδρομο πίσω της, ο οποίος φωτιζόταν από δαυλούς και τελείωνε σε μια διακλάδωση.
«Χίλιες κατάρες!» μουρμούρισε ο Κάβμαρ. «Μ’αυτό το δαιμονισμένο βούισμα δεν μπορούμε ν’αφουγκραστούμε, ν’ακούσουμε τα βήματά τους…» Ωστόσο, έτρεξε, προσπαθώντας να μη ζαλιστεί και πέσει. Μονάχα η διακλάδωση υπήρχε για να φύγουν οι εχθροί του· ή δεξιά θα είχαν πάει ή αριστερά. Θα τους έβλεπε, αν βιαζόταν.
Ο Ζάνμελ –που δεν είχε καταλάβει τι μουρμούρισε ο Έπαρχος, αν και είδε τα χείλη του να κινούνται– τον ακολούθησε, καταπόδας. Το έδαφος ταρακουνιέται από κάτω μας, μα τους θεούς! σκέφτηκε. Πώς θα αντιμετωπίσουμε τον Λώντιρ σ’αυτά τα χάλια; Ωστόσο, έπρεπε να παραδεχτεί πως, καθώς ο χρόνος κυλούσε, θα ήταν ολοένα και καλύτερα· ήδη νόμιζε ότι αισθανόταν πιο καλά από πριν. Μπορεί το Χάρισμα του Ρογκάνου να ήταν δυνατό, μα τα αποτελέσματά του δεν πρέπει να διαρκούσαν για πολύ… Το πρόβλημα είναι ότι εμείς δεν ξέρουμε πόσο καιρό έχουμε στη διάθεσή μας…
Ο Κάβμαρ, φτάνοντας στη διακλάδωση, κοίταξε δεξιά κι αριστερά –κι από τα δεξιά είδε μια σκιά! Ο Απέθαντος κι ο Ρογκάνος πρέπει μόλις να είχαν στρίψει. Τους κυνήγησε, στρίβοντας κι εκείνος.
Αντίκρισε έναν διάδρομο που τελείωνε σε μια στριφτή, πέτρινη σκάλα, την οποία πλησίαζαν ο Λώντιρ και ο μεγαλόσωμος ιερέας του· ο δεύτερος πήγαινε σχετικά αργά, σα να ζαλιζόταν. Αριστερά υπήρχαν δύο πόρτες που, καθώς ο Κάβμαρ έστριβε, άνοιγαν, για να βγουν ρασοφόροι άντρες και γυναίκες. Στα χέρια τους κρατούσαν ό,τι πιο εκκεντρικό μαχαίρι και ξιφίδιο μπορούσε κανείς να φανταστεί: με στριφτή λεπίδα· με λεπίδα που άνοιγε εκατέρωθεν, σαν λουλούδι· με λεπίδα και στα δύο άκρα· με πριονοειδή λεπίδα. Τα κεφάλια των ανθρώπων που βαστούσαν αυτά τα παράξενα όπλα ήταν κουρεμένα με εξίσου παράξενους τρόπους, και βαμμένα με διάφορα χρώματα.
Ιερείς και δόκιμοι, σκέφτηκε ο Κάβμαρ, καθώς ο Ζάνμελ ερχόταν στο πλευρό του.
«Παραμερίστε!» πρόσταξε ο δολοφόνος, και σπάθισε έναν, χτυπώντας τον στο σαγόνι κι εκτοξεύοντας αίμα στο ταβάνι.
«Θάνατος!» σύριξαν πολλοί από τους ρασοφόρους, και χίμησαν καταπάνω στον Ζάνμελ και στον Κάβμαρ. Δεν μπορούσαν, όμως, να τους κυκλώσουν, γιατί ο διάδρομος ήταν στενός.
Ο Έπαρχος άρχισε να σπαθίζει σαν λυσσασμένος. Ο δολοφόνος δεν περίμενε ότι ο σύντροφός του θα πολεμούσε έτσι, αλλά, βέβαια, δεν τον είχε δει και ποτέ ξανά να πολεμά.
Οι ρασοφόροι προσπαθούσαν να τους πλησιάσουν και να τους σκοτώσουν, με τα μαχαίρια και τα ξιφίδιά τους, όμως αυτό ήταν δύσκολο, καθώς οι λεπίδες των αντιπάλων τους ήταν μακρύτερες και τους χτυπούσαν προτού μπορέσουν να φτάσουν σε κατάλληλη απόσταση ώστε να επιτεθούν. Επιπλέον, η πολεμική εκπαίδευση των ρασοφόρων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, έκρινε ο Ζάνμελ. Ο Λώντιρ τούς έστειλε εναντίον μας μόνο και μόνο για να μας καθυστερήσει, κι αυτοί είναι αρκετά φανατικοί ώστε να έρχονται και να πεθαίνουν!
«Πίσω, ανόητοι!» φώναξε ο Κάβμαρ, που κι εκείνος στο ίδιο συμπέρασμα με τον Ζάνμελ είχε φτάσει. «Πίσω! –θα σας σκοτώσουμε όλους!» Το σπαθί του ήταν αιματοβαμμένο ως τη λαβή και τα ρούχα του πιτσιλισμένα απ’το αίμα, το περισσότερο από το οποίο ήταν των εχθρών του· ωστόσο, δύο μαχαιριές τον είχαν πετύχει, η μία στον αριστερό πήχη κι η άλλη στα δεξιά πλευρά· αλλά τα τραύματα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από γρατσουνιές· δεν είχε αφήσει κανέναν να τον πλησιάσει αρκετά, ώστε να μπήξει τη λεπίδα του.
Και τώρα, οι ιερείς και οι δόκιμοι (ούτε ο Κάβμαρ ούτε ο Ζάνμελ μπορούσε να διακρίνει ποιοι ακριβώς ήταν ιερείς και ποιοι δόκιμοι· όλοι ίδιοι τους έμοιαζαν, και το ίδιο τρελοί), καθώς άκουσαν τη φωνή του Έπαρχου, φάνηκε να συνειδητοποιούν την κατάσταση, να βλέπουν, επιτέλους, τα κουφάρια που συγκεντρώνονταν στο πέτρινο πάτωμα, να προσέχουν το αίμα που είχε πιτσιλίσει τους τοίχους και το ταβάνι, και να πανικοβάλλονται, να τρομοκρατούνται, συμπεραίνοντας ότι ήταν αδύνατο να κατατροπώσουν τους εχθρούς τους, όπως, αναμφίβολα, τους είχε ζητήσει ο Αρχιερέας τους. Έτσι, ορισμένοι απ’αυτούς στράφηκαν και μπήκαν στις ανοιχτές πόρτες, ουρλιάζοντας· και ύστερα, οι υπόλοιποι μιμήθηκαν το παράδειγμά τους. Οι πόρτες έκλεισαν και αμπαρώθηκαν. Ο Κάβμαρ και ο Ζάνμελ άκουσαν τις αμπάρες να πέφτουν· τα αποτελέσματα της Κραυγής του Ρογκάνου είχαν αρχίσει να περνάνε.
Ο Έπαρχος πήγε στη στριφτή, πέτρινη σκάλα κι άρχισε ν’ανεβαίνει.
*
Ο Λώντιρ βρισκόταν επάνω, με την πλάτη στον τοίχο, και περίμενε τους εχθρούς του. Το ξίφος του ήταν υψωμένο πάνω απ’τον ώμο του, τ’αφτιά του τεντωμένα, τα μάτια του καρφωμένα στη σκιά που έπεφτε στα σκαλοπάτια. Αντιλαμβανόταν ότι, τώρα που ο Κάβμαρ και ο Νεκρομέμνων είχαν δεχτεί την Κραυγή του Άγκμαρολ, οι αισθήσεις τους θα ήταν θολωμένες, και προπάντων η ακοή τους· έτσι, το μόνο που όφειλε εκείνος να κάνει ήταν να μην τον δουν –η σκιά του να πέφτει από την άλλη μεριά–, και ο πρώτος που θα ζύγωνε θα πέθαινε…
Ο Έπαρχος, σκέφτηκε, στενεύοντας τα μάτια κάτω από την κρανιόσχημη μάσκα του, ο Έπαρχος προπορεύεται. Ω ναι, θα το φχαριστηθώ πολύ αυτό…
Έλα, Κάβμαρ… έλα στο σκαλοπάτι που θέλω…
Η δεξιά μπότα του Έπαρχου πάτησε στο σκαλοπάτι –και το ξίφος του Λώντιρ κατέβηκε.
Ο Κάβμαρ, όμως, δεν ήταν τελείως απροετοίμαστος γι’αυτό. Το περίμενε ότι ο Αρχιερέας πιθανώς να κρυβόταν επάνω, για να τον σκοτώσει· έτσι, είχε το σπαθί του μισοϋψωμένο, και το παρενέβαλε στο δρόμο της λεπίδας του Λώντιρ, παραμερίζοντάς την και κάνοντάς την ν’αστοχήσει την καρδιά του και να σχίσει το στήθος του διαγώνια. Η τουνίκα του κουρελιάστηκε και αίμα την έβαψε. Ο Κάβμαρ έχασε την ισορροπία του και έπεσε όπισθεν, προς τον Ζάνμελ, ο οποίος έκανε στο πλάι και στήριξε τον Έπαρχο, με το αριστερό του χέρι.
«Κρατήσου,» του είπε, και ανέβηκε εκείνος πρώτος, για να συναντήσει τον Λώντιρ, που βρισκόταν στην κορυφή της σκάλας.
«Δολοφόνε,» γρύλισε εκείνος, «δεν περίμενα να σε δω εδώ –όχι ύστερα από το θάνατο του νεκραδελφού σου–»
«Νόμιζες ότι αυτό θα τελείωνε έτσι;» αντιγύρισε ο Ζάνμελ, ζυγώνοντας με επιφύλαξη· οι αισθήσεις του ήταν ακόμα θολωμένες από την Κραυγή του Ρογκάνου, και ο Αρχιερέας, σίγουρα, δεν ήταν ανεκπαίδευτος όπως οι ρασοφόροι τους οποίους είχε στείλει στο θάνατό τους. «Η ζωή σου είναι δική μου, Λώντιρ!»
«Γελοίε!» φώναξε εκείνος. «Είμαι ήδη νεκρός· δεν μπορείς να με σκοτώσεις! Δεν μπορείς να σκοτώσεις τον Απέθαντο!» Και σπάθισε καρφωτά τον Ζάνμελ, ο οποίος απέκρουσε και τα ξίφη τους διασταυρώθηκαν. Ο Λώντιρ έσπρωξε, κι ο δολοφόνος αισθάνθηκε τα πόδια του να είναι έτοιμα να φύγουν από το σκαλοπάτι. Κατέβασε το ξιφίδιό του πάνω στη λεπίδα του σπαθιού του Αρχιερέα, παραμερίζοντάς την.
Ο Λώντιρ πήδησε πίσω, καθώς ο Ζάνμελ έφτανε στην κορυφή της στριφτής σκάλας. «Εσύ σκότωνες τους ανθρώπους μου;» γρύλισε. «Εσύ;»
«Εγώ,» είπε ο δολοφόνος. Ο Αρχιερέας βρισκόταν στα δεξιά του, ενώ στ’άριστερά του ήταν ο Ρογκάνος, βαστώντας το μεγάλο του σπαθί δίλαβα· τα δόντια του ήταν σφιγμένα και γυάλιζαν στο αλλόκοτο πράσινο φως του δαυλού που ήταν κρεμασμένος στον τοίχο.
«Είσαι καλύτερος απ’ό,τι πίστευα. Ο Νουτκάλι έπρεπε να με είχε προειδοποιήσει για σένα!»
«Τι κρίμα που δε σε προειδοποίησε· πιθανώς, σε βαρέθηκε. Ήρθε η ώρα να πας να συναντήσεις τον θεό σου με τις πολλές ουρές.» Ο Ζάνμελ έφυγε από το κεφαλόσκαλο, βηματίζοντας πάνω στο πλακόστρωτο πάτωμα του μικρού δωματίου όπου είχε βρεθεί. Ο Κάβμαρ ανέβηκε πίσω του· το στέρνο του είχε μια μακριά, διαγώνια χαρακιά και η τουνίκα του ήταν ποτισμένη στο αίμα, αλλά η φωτιά στα μάτια του Έπαρχου εξακολουθούσε να είναι το ίδιο εκδικητική και μανιασμένη όπως πριν.
«Προσπαθήστε όσο θέλετε,» σφύριξε ο Αρχιερέας μέσα απ’το προσωπείο του Απέθαντου· «δεν μπορώ να πεθάνω!»
«Σκοπεύουμε να προσπαθήσουμε πολύ, Λώντιρ,» είπε ο Κάβμαρ.
Ο Απέθαντος κοίταξε τον Ρογκάνο ιερέα. «Άγκμαρολ!»
Εκείνος ένευσε και επιτέθηκε στον Ζάνμελ, διαγράφοντας με το σπαθί του ένα επικίνδυνο ημικύκλιο. Ο δολοφόνος διασταύρωσε τα όπλα του, αποκρούοντας τη βαριά λεπίδα· η ορμή της, όμως, τον έκανε να παραπατήσει και να πέσει ανάσκελα. Την ίδια στιγμή, ο Λώντιρ ορμούσε στον Κάβμαρ, γρυλίζοντας: «Τώρα, Έπαρχε, θα τελειώσω το έργο που άρχισα!»
Τα σπαθιά τους μπλέχτηκαν και ο Κάβμαρ προσπάθησε να γρονθοκοπήσει τον αντίπαλό του στην κοιλιά, αλλά ο Αρχιερέας απομακρύνθηκε εγκαίρως, πλαγιοπατώντας… και οι λεπίδες τους χωρίστηκαν πάλι.
Ο Ζάνμελ κύλησε στο πάτωμα, και το σπαθί του Άγκμαρολ χτύπησε τις πλάκες, μ’ένα δυνατό καμπάνισμα. Ο δολοφόνος πάτησε στα μποτοφορεμένα του πόδια, με μια ευέλικτη κίνηση, και σπάθισε τον Ρογκάνο, σχίζοντας το ράσο του και τραυματίζοντάς τον στα πλευρά.
Πράσινες σπίθες πετάχτηκαν τριγύρω, καθώς ο Κάβμαρ αστόχησε τον Λώντιρ, πετυχαίνοντας τον δαυλό στον τοίχο.
«Σ’το είπα, Έπαρχε –δεν μπορώ να πεθάνω!» ούρλιαξε ο Αρχιερέας. Έσκυψε κι επιτέθηκε καρφωτά· κι αν δεν υπήρχαν οι πράσινες σπίθες απλωμένες στο χώρο, θα είχε διαπεράσει τον αντίμαχό του· όμως πέτυχε μόνο τον αέρα, τυφλωμένος από τις λάμψεις καθώς ήταν.
Ο Κάβμαρ σπάθισε, χτυπώντας το προσωπείο του Λώντιρ, το οποίο έσπασε κατά το ήμισυ, αλλά το πρόσωπο από πίσω δεν τραυματίστηκε.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααααρρρ!» γκάριξε ο Ρογκάνος, και ο Ζάνμελ είχε την εντύπωση πως ο αντίπαλός του πρέπει να χρησιμοποίησε το Χάρισμα που ονομαζόταν Κραυγή, γιατί αισθάνθηκε μια αόρατη δύναμη να χτυπά το κεφάλι του, να κάνει όλα του τα νεύρα να κλονίζονται. Ωστόσο, η τωρινή φωνή του Άγκμαρολ δεν ήταν τόσο έντονη όσο αυτή στην κεντρική αίθουσα του Ναού· ο ιερέας, καθότι μάλλον εξουθενωμένος από εκείνη την Κραυγή που τους είχε σωριάσει όλους, δεν μπορούσε να βγάλει άλλη μία αντίστοιχης ισχύος.
Ταυτόχρονα, το μεγάλο σπαθί ερχόταν προς τον Ζάνμελ, παρότι ο χειριστής του παραπατούσε από την κόπωση κι από το τραύμα στα πλευρά του. Ο δολοφόνος τ’απέφυγε, σκύβοντας, αλλά η πλάτη του κοπάνησε στον πέτρινο τοίχο του δωματίου, ενώ το κεφάλι του βούιζε.
Εν τω μεταξύ, ο Λώντιρ και ο Κάβμαρ ξιφομαχούσαν κοντά στη στριφτή σκάλα, και το πόδι του Έπαρχου γλίστρησε στο κεφαλόσκαλο, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του και αναγκάζοντάς τον ν’απλώσει τ’αριστερό χέρι, για να πιαστεί από κάπου –πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στον Αρχιερέα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ να τον καρφώσει στα πλευρά και να τον κλοτσήσει, στέλνοντάς τον να κατρακυλήσει στα πέτρινα σκαλοπάτια.
Ο Ζάνμελ το είδε αυτό να συμβαίνει, καθώς ο Άγκμαρολ τον ζύγωνε, υψώνοντας το σπαθί του πάνω απ’τον δεξή ώμο. Ο Ρογκάνος ήταν στα όρια της λιποθυμίας, παρατηρούσε ο δολοφόνος –αν είναι να κάνω κάτι, πρέπει να το κάνω γρήγορα· μετά, θα μου επιτεθούν και οι δύο. Καθώς η εχθρική λεπίδα κατέβαινε προς το κεφάλι του, ο Ζάνμελ έσκυψε και κινήθηκε εμπρός, μπήγοντας το ξιφίδιό του στο διάφραγμα του ιερέα και σπρώχνοντάς τον πίσω. Ο Άγκμαρολ σωριάστηκε, και το μεγάλο σπαθί έφυγε απ’τα χέρια του, όπως και το ξιφίδιο είχε φύγει απ’τα χέρια του δολοφόνου και προεξείχε τώρα από το σώμα του Ρογκάνου.
«Μόλις σκότωσες έναν εξόριστο πρίγκιπα της Ναζ-Λορ,» είπε ο Λώντιρ, κοιτάζοντας τον Ζάνμελ μέσα από τη σπασμένη του μάσκα. Το προσωπείο ήταν κομμένο διαγωνίως, έτσι που μόνο το αριστερό μάτι και μάγουλο του Αρχιερέα φαίνονταν· το υπόλοιπό του πρόσωπο έμοιαζε με κρανίο. Μισός νεκρός μισός ζωντανός.
«Αν ήταν πρίγκιπας, καλά θα έκανε να είχε μείνει στο βασίλειό του,» αποκρίθηκε ο δολοφόνος, ξέπνοα. «Τώρα, έχω άλλον έναν να σκοτώσω.»
«Ο εργοδότης σου είναι νεκρός!» σφύριξε ο Λώντιρ. «Ζύγωσε και σε περιμένει η ίδια μοίρα. Εγώ δεν μπορώ να πεθάνω!»
«Είμαι, τότε, περίεργος να μάθω τι θα συμβεί όταν έχω το σπαθί μου στα σωθικά σου,» είπε ο Ζάνμελ, και επιτέθηκε.
*
Ο Έζβαρ, που η ακοή του είχε πια καθαρίσει κάπως, ακολουθούσε τους ήχους της μάχης. Ο Κάβμαρ και ο Ζάνμελ είχαν φύγει μόνοι τους, και πίστευε ότι, μάλλον, θα χρειάζονταν κάποια βοήθεια· έτσι, είχε ζητήσει από τον Φάντραν και τη Λαθέμη να φυλάνε τη Ρικέλθη –η οποία είχε λιποθυμήσει από την Κραυγή του Ρογκάνου– και είχε τρέξει προς τη μεριά όπου πήγαν ο Έπαρχος κι ο δολοφόνος. Τώρα, καθώς έστριβε σε μια γωνία –απο δώ πρέπει να ακουγόταν η φασαρία· δεν μπορεί να έκανε λάθος–, είδε έναν διάδρομο γεμάτο κουφάρια και αίματα. Ανάμεσα στους νεκρούς, όμως, δεν ήταν οι σύντροφοί του.
Ιερείς, σκέφτηκε, παρατηρώντας τα ράσα, τις παράξενες κομμώσεις, και τα αλλόκοτα όπλα. Ιερείς του Σάλ’γκρεμ’ρωθ.
Στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια στριφτή, πέτρινη σκάλα… Ναι, από εκεί ερχόταν ο θόρυβος· αλλά από επάνω ή από κάτω; Τ’αφτιά του βούιζαν· δεν ήταν σίγουρος. Πλησίασε–
Κάποιος κατρακύλησε πάνω στα σκαλοπάτια και κατέληξε εμπρός του. Η τουνίκα του ήταν κουρελιασμένη και ποτισμένη στο αίμα· μια διαγώνια χαρακιά υπήρχε στο στέρνο του, μα, κυρίως, φαινόταν να αιμορραγεί από μια πληγή στα πλευρά.
«Έπαρχε!» Ο Έζβαρ γονάτισε στο ένα πόδι πλάι του.
Ο Κάβμαρ έπιασε τον ώμο του ερημίτη, αιματοβάφοντάς τον. «Βιάσου!… Ο Ζάνμελ…! Σκοτώστε τον Λώντιρ! –Ανέβα!»
*
Ο Λώντιρ άκουσε βήματα να έρχονται από τη σκάλα. Όχι! Δεν μπορεί ο τρισκατάρατος ο Έπαρχος ν’ανέβαινε! Δεν μπορεί ο δαιμονισμένος να είχε σηκωθεί και ν’ανέβαινε πάλι, εκατό χιλιάδες κατάρες στη μαύρη του ψυχή!
Ο Αρχιερέας προσπάθησε ν’απομακρυνθεί από τη σκάλα, ενώ αντιμετώπιζε τον δολοφόνο που, παλιά, όταν ήταν νεκρενοικημένος, ονομαζόταν Νεκρομέμνων. Τι διάολος με σπαθί ήταν κι αυτός! Ύστερα από την Κραυγή που είχε δεχτεί, ύστερα από τη συμπλοκή με τους ιερείς και τους δόκιμους του Ναού, ύστερα από τη δεύτερη, ασθενέστερη Κραυγή του Άγκμαρολ, ύστερα από τη μονομαχία με τον ίδιο τον Ρογκάνο ιερέα, ακόμα άντεχε, και πολεμούσε δύο φορές καλύτερα από τον Έπαρχο Κάβμαρ! Ο Λώντιρ φοβόταν ότι ο δολοφόνος μπορεί να εκπλήρωνε την υπόσχεσή του, και να του έμπηγε το σπαθί του στα σωθικά.
Και τώρα που ανέβαινε και κάποιος άλλος, είτε ήταν ο Κάβμαρ είτε όχι–
Πρέπει να φύγω!
Ο Λώντιρ σπάθισε τον δαυλό με την πράσινη φωτιά, απλώνοντας ξανά σπίθες σ’όλο το δωμάτιο…
Ο Ζάνμελ πετάχτηκε πίσω, καλύπτοντας το πρόσωπό του, με το αριστερό χέρι. Ο Αρχιερέας πρέπει να είχε τρελαθεί! Ή, μάλλον, όχι· ήταν απλά πονηρός, συμπέρανε ο δολοφόνος: προσπαθούσε να υποχωρήσει.
Είδε τον Λώντιρ ν’ανοίγει μια πόρτα και να φεύγει, κλείνοντάς την πίσω του.
Ο Έζβαρ ανέβηκε στο κεφαλόσκαλο.
Ούτε που τον άκουσα! σκέφτηκε ο Ζάνμελ. Τ’αφτιά μου δεν είναι καλά, μ’όλες αυτές τις κωλοΚραυγές!…
«Πού είναι ο Έπαρχος;» ρώτησε.
«Κάτω, άσχημα τραυματισμένος. Μου ζήτησε να έρθω, να σε βοηθήσω να σκοτώσεις τον Λώντιρ.»
Ο Ζάνμελ έτρεξε στην πόρτα απ’την οποία είχε βγει ο Αρχιερέας, και την άνοιξε. «Πήγαινε στον Έπαρχο!» προέτρεψε τον Έζβαρ, αρχίζοντας να καταδιώκει τον Απέθαντο.
*
Ο Λώντιρ, έχοντας φτάσει στο ψηλότερο σημείο του Ναού, άνοιξε ένα από τα λιγοστά παράθυρα που υπήρχαν στο χτίριο –το παράθυρο απ’το οποίο είχε κάνει το «θαύμα» του, με τη βοήθεια του Γκρίζου Σκύλου.
Ο Ζάνμελ ερχόταν, με το αιματοβαμμένο του ξίφος στο χέρι. «Τι θα κάνεις τώρα, Απέθαντε;» του φώναξε. «Θα πηδήξεις;»
Ο Λώντιρ ανέβηκε στο περβάζι. «Με καταλαβαίνεις, δολοφόνε!» γέλασε. «Αντίο!» Και έδωσε σάλτο.
Ο Ζάνμελ τον είδε να πετάγεται σε μια οροφή που δε βρισκόταν και πολύ μακριά απ’το Ναό. Εύκολο άλμα. Ανέβηκε κι εκείνος στο περβάζι και πήδησε.
Τα μποτοφορεμένα του πόδια πάτησαν στη στέγη, και οι πέτρες της τραντάχτηκαν από κάτω του. Ετοιμόρροπο ήταν το καταραμένο το οικοδόμημα…
Ο Λώντιρ είδε ότι ο δολοφόνος τον καταδίωκε και έτρεξε πάλι, πηδώντας σ’άλλη οροφή. «Δεν το βάζεις ποτέ κάτω;» του φώναξε.
«Θα σε σκοτώσω, Λώντιρ! Το είπα ότι θα σε σκοτώσω!» αποκρίθηκε ο Ζάνμελ, στο κατόπι του.
«Έλα, τότε! Έλα εκεί που θα πάω, αν σ’αρέσει!» γέλασε ο Αρχιερέας. Τα άλματά του, από το ένα ρημαγμένο χτίριο της Δυτικής Περιφέρειας στο άλλο, τον οδηγούσαν ανατολικά.
Με πηγαίνει στην Πάνω Γέφυρα, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι οι πολεμιστές του! συνειδητοποίησε ο Ζάνμελ. Όχι, δεν μπορώ να τον αφήσω! Τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη ζώνη του (άλλο ένα θα του έμενε μετά απ’αυτό) και το εκτοξεύεσαι, γνωρίζοντας ότι η βολή ήταν υπερβολικά αβέβαιη.
Το όπλο, ωστόσο, πέτυχε την αριστερή ωμοπλάτη του Λώντιρ, κι εκείνος κραύγασε. Άφησε το σπαθί του να πέσει και πέρασε το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασκάλη, για να πιάσει το μανίκι του ξιφιδίου και να ξεκαρφώσει τη λεπίδα από πάνω του.
Ο Ζάνμελ δεν έχασε ούτε στιγμή· τώρα θα τον προλάβαινε! Βρέθηκε στην ίδια οροφή με τον Λώντιρ, μόλις εκείνος είχε τραβήξει το ξιφίδιο από το σώμα του. Ο Αρχιερέας ύψωσε το όπλο και το πέταξε, πανικόβλητα, καταπάνω στον δολοφόνο, αστοχώντας τελείως.
Ο Ζάνμελ χίμησε στον Λώντιρ, αλλά αυτός απέφυγε τη σπαθιά και πήδησε στην κοντινότερη οροφή –βόρεια. Ωραία! Τον έβγαλα από την ανατολική του πορεία, σκέφτηκε ο δολοφόνος, ακολουθώντας τον. Και δεν πρόλαβε να πάρει και το ξίφος του από κάτω…
Σπάθισε πάλι. Χτύπησε μια καμινάδα, αλλά όχι τον Λώντιρ, ο οποίος προσπάθησε να πάει ανατολικά, κάνοντας ένα παράτολμο άλμα και πετυχαίνοντάς το. Ο Ζάνμελ τον μιμήθηκε.
Ο Αρχιερέας πήδησε βόρεια ξανά, γιατί το επόμενο ανατολικό χτίριο ήταν ψηλότερο από αυτό στο οποίο βρίσκονταν οι δυο τους τώρα. Ο Ζάνμελ τον ακολούθησε. Ο Λώντιρ πήγε στην ανατολική μεριά του μεγάλου οικοδομήματος που είχαν φτάσει –το οποίο, μάλλον, ήταν αποθήκη– και ετοιμάστηκε να πηδήσει απέναντι –άλλο ένα παράτολμο άλμα.
Ο Ζάνμελ τον σπάθισε στα πλευρά, και ο Αρχιερέας ούρλιαξε, στρεφόμενος στον δολοφόνο· δεν έπεσε, όμως. Έχει λυσσάξει, σκέφτηκε ο Ζάνμελ, και του επιτέθηκε ξανά. Αλλά ήταν κι εκείνος κουρασμένος, έτσι ο Λώντιρ σταμάτησε τη σπαθιά του, χτυπώντας τον στον καρπό και γρονθοκοπώντας τον στην κοιλιά. Ύστερα, στράφηκε ανατολικά και πήδησε. Το άλμα του τον πήγε σ’ένα οικοδόμημα επικίνδυνα πλάι στον ποταμό.
Πώς έχει ακόμα δυνάμεις; απόρησε ο Ζάνμελ, τρίζοντας τα δόντια και πηδώντας ξοπίσω του. Ήταν αλήθεια, τελικά, ότι ήταν Απέθαντος; Όχι, δεν μπορεί να ήταν αλήθεια! Θα βάλω, πρώτα, το ξίφος μου στα σωθικά του και, μετά, θα πω ότι δεν πεθαίνει! Σπάθισε, πετυχαίνοντας τον Αρχιερέα στο γοφό. Εκείνος παραπάτησε, και βρέθηκε στην άκρη του χτιρίου. Το βλέμμα του στράφηκε στον ποταμό, από κάτω. Έβηξε, φτύνοντας αίμα.
«…Δολοφόνε!» έκρωξε. «Δεν μπορείς να με σκοτώσεις!» Και βούτηξε στον Σάλερεκ.
Αδύνατον να επιζήσει και απ’αυτό! σκέφτηκε ο Ζάνμελ, ξέπνοος και κατάκοπος.
Παρατήρησε τον ποταμό, αλλά δεν είδε ούτε το κεφάλι του Λώντιρ να βγαίνει στην επιφάνεια του νερού (σε περίπτωση που ήταν ζωντανός και ήθελε ν’αναπνεύσει) ούτε το σώμα του (σε περίπτωση που ήταν νεκρός και η άνωση τον έσπρωχνε). Όχι, εκείνο που είδε ήταν κάτι το παράξενο, κάτι ίσως το τρομακτικό.
Στο σημείο όπου έπεσε ο Αρχιερέας, ένας δίσκος αίματος δημιουργήθηκε και, μετά, συρρικνώθηκε, σαν να αναδιπλωνόταν προς το κέντρο, μέχρι που τίποτα δεν έμεινε από αυτόν.
*
Το νερό του ποταμού ήταν παγωμένο, και τον τραβούσε κάτω… κάτω… κάτω…
Τα μέλη του είχαν παραλύσει, σκοτάδι είχε τυλίξει τον κόσμο…
Μετά, κάτι ακούμπησε στην πλάτη του, δύο χέρια τυλίχτηκαν γύρω του. Και είχε την εντύπωση ότι ένα γυναικείο σώμα σφιγγόταν επάνω του. Μια εξωπραγματικά μακριά γλώσσα έγλειψε το μάγουλό του.
Σάλ’γκρεμ’ρωθ, Κύριέ μου… πού βρίσκομαι;
Το πρόσωπο ενός άντρα φάνηκε. Μικρά κέρατα περιστοίχιζαν τα μάτια του, και τα χείλη του χαμογελούσαν σαρδόνια.
Είμαι νεκρός;
Ο Ζάνμελ κατέβηκε από την οροφή του οικοδομήματος και πλησίασε την όχθη του ποταμού, ψάχνοντας για κάποιο ίχνος του Λώντιρ μέσα στο νερό· όμως δεν είδε τίποτα, θαρρείς κι ο Αρχιερέας του Σάλ’γκρεμ’ρωθ είχε εξαφανιστεί. Ούτε αίμα δεν είχε αφήσει πίσω του. Ένα απόκοσμο συναίσθημα τρόμου γέμισε τον Ζάνμελ. Είναι, τελικά, απέθαντος, όπως λέγανε; Θα το ανακαλύψουμε σύντομα, υποθέτω…
Θηκάρωσε το σπαθί του και άρχισε να κατευθύνεται νότια, διασχίζοντας τους κακοδιατηρημένους δρόμους της Δυτικής Περιφέρειας. Δεν πρόφτασε, όμως, να βαδίσει πολύ και άκουσε κραυγές, από τη μεριά της Πάνω Γέφυρας, όπου και πλησίαζε. Επιτάχυνε το βήμα του και έφτασε σε μια γωνία απ’την οποία μπορούσε, άνετα, να κοιτάξει τι συνέβαινε. Γύρω του ορισμένοι είχαν χαράξει παραθυρόφυλλα και πόρτες, και κοιτούσαν κι αυτοί, από τις χαραμάδες· γιατί το θέαμα ήταν κάτι που δεν έβλεπες κάθε μέρα, και πόσο μάλλον στη Δυτική Περιφέρεια της Νουάλβορ.
Στη μέση της Πάνω Γέφυρας βρίσκονταν οι δράκαρχοι και οι δράκοι τους, καθώς και μερικοί ασπιδοφόροι με λίγα βέλη καρφωμένα στις ασπίδες τους. Οι πολεμιστές που φυλούσαν τη γέφυρα είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή, φρενήρεις και ουρλιάζοντας.
Χα-χα-χα-χα· πράγματι, ένα θέαμα που δεν το βλέπεις συχνά! σκέφτηκε ο Ζάνμελ, υπομειδιώντας· και έστριψε τη γωνία πίσω από την οποία κρυβόταν, για να ζυγώσει, αργοβαδίζοντας, το δυτικό άκρο της γέφυρας.
Εν τω μεταξύ, οι δράκαρχοι και οι ασπιδοφόροι τους ζύγωναν το ίδιο σημείο, προχωρώντας με προσοχή πάνω στη γέφυρα, γιατί ήταν γνωστό πως γλιστρούσε σαν ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να την είχε φτύσει.
«Ποιος είσαι;» φώναξε ένας από τους δράκαρχους, με βραχνή φωνή. Στο κεφάλι του φορούσε ένα αργυρό στέμμα, λαξεμένο με πολλές μορφές περιπλεγμένων δράκων, ο ένας εκ των οποίων ύψωνε το λαιμό του, κρατώντας ανάμεσα στα σαγόνια του ένα φανταχτερό ρουμπίνι.
«Άρχοντα Χάφναρ,» είπε ο Ζάνμελ, «δε με αναγνωρίζεις;»
Ο Χάφναρ πέρασε μπροστά από τον Κέλσοναρ και ζύγωσε τον δολοφόνο. «Ο Νεκρομέμνων…» είπε. «Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;»
«Είχα μια αποστολή, την οποία πιστεύω και εύχομαι πως έχω ολοκληρώσει. Τώρα, αν θέλετε, Άρχοντές μου, θα πρότεινα να με ακολουθήσετε. Στο Ναό του Σάλ’γκρεμ’ρωθ βρίσκονται κάποιοι οι οποίοι πιθανώς να χρειάζονται τη βοήθειά σας. Ανάμεσά τους είναι και η μητέρα σου, Χάφναρ.»
«Η μητέρα μου; Ελπίζω να έχεις μια πολύ καλή εξήγηση γι’αυτό, δολοφόνε.»
«Μη φοβάσαι, οι εξηγήσεις μου θα σε υπερκαλύψουν,» είπε ο Ζάνμελ. «Αλλά ας βιαστούμε, καλύτερα.»
*
Όταν ο Έζβαρ κατέβηκε τη στριφτή, πέτρινη σκάλα, βρήκε τον Κάβμαρ στα όρια του θανάτου.
«Πού…;» έκρωξε ο Έπαρχος, βήχοντας και φτύνοντας αίμα. «Ο Ζάνμελ;…»
«Κυνηγά τον Λώντιρ,» εξήγησε ο Έζβαρ, γονατίζοντας δίπλα του. «Μου ζήτησε να σας βοηθήσω, Άρχοντά μου.» Αν και, απ’ό,τι καταλάβαινε, ο πνεύμονας του Κάβμαρ είχε τραυματιστεί και ήταν, επομένως, καταδικασμένος…
«…Όχι.» Ο Έπαρχος έτριξε τα δόντια του, που ήταν βαμμένα κόκκινα από το αίμα. «Είμαι νεκρός… δε βλέπεις; Έπρεπε να τον–» Έβηξε· το σώμα του συσπάστηκε.
«Στηριχτείτε επάνω μου, Άρχοντά μου,» είπε ο Έζβαρ, προσπαθώντας να βάλει το χέρι του Κάβμαρ στους ώμους του.
Ο Έπαρχος, όμως, ύψωσε το άλλο του χέρι, και έδειξε· δε φαινόταν να μπορεί να μιλήσει –ο βήχας τον εμπόδιζε.
Ο Έζβαρ έστρεψε το κεφάλι, αιφνιδιασμένος, και είδε ρασοφόρους άντρες και γυναίκες να βγαίνουν από τις πόρτες του διαδρόμου, κρατώντας μαχαίρια και ξιφίδια διαφόρων σχημάτων. Ω όχι…
Ένας όρμησε καταπάνω στον ερημίτη, με μια δυνατή κραυγή. Εκείνος τον κλότσησε στην κοιλιά, κάνοντάς τον να διπλωθεί, και τράβηξε το σπαθί του, ενώ άφηνε τον Κάβμαρ να πέσει στο πάτωμα.
Οι υπόλοιποι ρασοφόροι χίμησαν, τσιρίζοντας και γρυλίζοντας, σαν ζώα. Ο Έζβαρ σπάθισε έναν στο πρόσωπο, χτύπησε έναν άλλο στο στήθος, αλλά ένας τρίτος έπεσε στα πόδια του και τύλιξε τα χέρια του γύρω από τα γόνατα του ερημίτη. Εκείνος άπλωσε το ελεύθερό του χέρι και πιάστηκε από την κουπαστή της σκάλας πίσω του, για να μη σωριαστεί. Ωστόσο, δεν έπαψε να μάχεται· το ξίφος του μπήχτηκε σ’ένα στέρνο.
«Αφήστε τον γέρο, ρε κόπανοι! Εμείς δε σας κάνουμε;» αντήχησε μια αντρική φωνή μες στον διάδρομο, και ο Έζβαρ γέλασε, άθελά του, καθώς, υψώνοντας το βλέμμα, είδε τον Φάντραν και τη Λαθέμη να ορμούν στους ρασοφόρους, σπαθίζοντας δεξιά κι αριστερά, γεμίζοντας το χώρο με περισσότερα κουφάρια και αίμα. Μετά, όμως, σκέφτηκε τη Ρικέλθη. Την είχαν αφήσει στη μεγάλη αίθουσα; Μόνη; Ήταν τρελοί;
Ένα ξιφίδιο μπήχτηκε στον μηρό του, και ο Έζβαρ μούγκρισε. Το σπαθί του ήταν ακόμα παγιδευμένο στο στέρνο του εχθρού που είχε καρφώσει, έτσι το άφησε και γρονθοκόπησε στο σαγόνι τη γυναίκα που τον είχε τραυματίσει. Ύστερα, τράβηξε ένα ξιφίδιο απ’τη ζώνη του και το έμπηξε στο μάτι του άντρα ο οποίος του αγκάλιαζε τα γόνατα. Ο ρασοφόρος ούρλιαξε και πετάχτηκε πίσω. Η γονατιά του Έζβαρ τον βρήκε στη μύτη, αναισθητοποιώντας τον, με το πρόσωπό του καταματωμένο.
Κανένας εχθρός δεν ήταν όρθιος πλέον· ο ερημίτης μπορούσε να δει αντίκρυ του τον Φάντραν και τη Λαθέμη, χωρίς εμπόδια ανάμεσα. Μα τους θεούς, σκέφτηκε, πρέπει να έχουν συγκεντρωθεί πάνω από είκοσι πτώματα εδώ μέσα. Η οσμή ήταν αποπνιχτική.
«Έπαρχε,» είπε, σκύβοντας, «κρατηθείτε επάνω μου….» Αλλά η φωνή του έχασε τη δύναμή της, γιατί είδε πως ο Κάβμαρ ήταν, μάλλον, νεκρός· δεν έμοιαζε ν’αναπνέει.
«Βοηθήστε με να τον σηκώσουμε,» ζήτησε από τη Λαθέμη και τον Φάντραν. Ο δεύτερος πλησίασε και, θηκαρώνοντας το σπαθί του, πέρασε τα χέρια του κάτω απ’τις μασκάλες του Έπαρχου, ενώ ο Έζβαρ έπιασε τους αστραγάλους του.
«Ζει;» ρώτησε η Λαθέμη.
«Δε νομίζω,» είπε ο Έζβαρ, «αλλά δεν είμαι και σίγουρος. Τη Ρικέλθη πού την αφήσατε;»
«Στην αίθουσα,» απάντησε ο Φάντραν. «Δεν είναι κανένας εκεί, δεν υπάρχει κίνδυνος.»
Πάνσοφη Βιρκάνθα, είναι τρελοί! συλλογίστηκε ο Έζβαρ.
«Πού είναι ο Ζάνμελ;» ρώτησε η Λαθέμη, καθώς έβγαιναν από τον γεμάτο κουφάρια διάδρομο.
«Δεν ξέρω· έφυγε, κυνηγώντας τον Λώντιρ.»
Μεταφέροντας τον Κάβμαρ ανάμεσά τους, ο Έζβαρ και ο Φάντραν επέστρεψαν στη μεγάλη αίθουσα του Ναού, ακολουθούμενοι από τη Λαθέμη, και από έξω άκουσαν φασαρία, σαν πολλοί άνθρωποι να φώναζαν μαζί, πανικόβλητα.
«Τι είναι πάλι τούτο;» μουρμούρισε ο ερημίτης, κάτω απ’την ανάσα του. Αφήνοντας τα πόδια του Κάβμαρ, έβγαλε το τόξο του απ’την πλάτη και πέρασε ένα βέλος. Το βλέμμα του, όμως, δεν πήγε στην πύλη του Ναού, αλλά ερεύνησε, πρώτα, τον χώρο για τη Ρικέλθη, και την είδε να βρίσκεται ξαπλωμένη κάτω απ’το τερατόμορφο άγαλμα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ.
Πολεμιστές μπήκαν από την κεντρική είσοδο της μεγάλης αίθουσας. Κρατούσαν όλοι τους όπλα, αγχέμαχα και τηλέμαχα, αλλά οι όψεις τους ήταν κάτωχρες.
«Πανιερότατε!» φώναξε ένας. «Πανιερότατε!»
«Ποιοι είστε εσείς;» είπε ένας άλλος, δείχνοντας τον Έζβαρ, τη Λαθέμη, και τον Φάντραν.
«Σύμμαχοι του Αρχιερέα σας!» απάντησε αμέσως η Έπαρχος της Βένεριγκ. «Τι συμβαίνει;»
«Οι δράκαρχοι είναι στην Πάνω Γέφυρα, και έρχονται! Φωνάξτε τον Πανιερότατο! Θα ξέρει πώς να τους αντιμετωπίσουμε!»
«Δε γνωρίζουμε πού είναι,» είπε η Λαθέμη.
«Τι έγινε εδώ μέσα;» ρώτησε μία πολεμίστρια, κοιτάζοντας τα πτώματα στην αίθουσα. «Σας επιτέθηκαν;»
«Κλείστε την πόρτα, ανόητοι!» πρόσταξε ο Φάντραν. «Θέλετε να μπουν οι δράκαρχοι εδώ; Κλείστε την και ανεβείτε επάνω. Ο Αρχιερέας εκεί πρέπει να είναι, και ίσως να σας χρειάζεται!»
«Να μας χρειάζεται; Τι θες να πεις;» ρώτησε ο πολεμιστής που είχε μιλήσει πρώτος.
«Μην αργείτε!» φώναξε ο Φάντραν.
Ένας τους έκλεισε την είσοδο του Ναού και την αμπάρωσε, και μετά, όλοι οι πολεμιστές έτρεξαν προς το βάθος της αίθουσας.
«Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό, Άρχοντά μου,» είπε ο Έζβαρ. «Θα βρουν τον Ζάνμελ εκεί πάνω.»
«Αν δεν το έκανα, θα καταλάβαιναν ότι τους λέγαμε ψέματα,» αντιγύρισε ο Φάντραν.
Ο Έζβαρ κούνησε το κεφάλι και, επιστρέφοντας το βέλος του στη φαρέτρα, πήγε στην είσοδο του Ναού και την άνοιξε πάλι. Και, στεκόμενος εκεί, ατένισε τους δράκαρχους να έρχονται, μαζί με τον Ζάνμελ (!). Πώς βγήκε;
Στο βάθος του δρόμου, ο Έζβαρ μπορούσε να δει μια πυρκαγιά σ’ένα οικοδόμημα. Μάλλον, κάποιοι είχαν προσπαθήσει να σταματήσουν την πορεία των δράκαρχων, και είχαν ανακαλύψει πόσο επικίνδυνη ήταν η δρακοφωτιά.
*
Τι χτυπήματα ήταν αυτά; Σαν βήματα, αλλά ήταν βήματα;
Το κεφάλι της ακόμα βούιζε…
Στην πλάτη της, κάτι κρύο· κρύα πέτρα…
Θυμήθηκε, και τα βλέφαρά της άνοιξαν. Από πάνω της, ορθωνόταν ένα πανύψηλο τέρας, γεμάτο με κέρατα και ουρές.
Ούρλιαξε.
«Μητέρα!» Κάποιος γονάτισε πλάι της. «Ηρέμησε, μητέρα. Όλα τελείωσαν· είμαστε εδώ.»
Και η Ρικέλθη βρέθηκε στην αγκαλιά του γιου της. Το μασκοφόρο πρόσωπο του Χάφναρ την κοιτούσε από κοντά. Αλλά εκείνη πήρε τα μάτια της από αυτόν και τα έστρεψε πάλι στο τέρας… το οποίο, τώρα το καταλάβαινε, δεν ήταν αληθινό παρά ένα άγαλμα: το άγαλμα στο κέντρο της αίθουσας του Ναού του Σάλ’γκρεμ’ρωθ.
«…Πού…;» ψέλλισε. «Χάφναρ…;» Κοίταξε το γιο της, για να βεβαιωθεί ότι ήταν αυτός. «Δεν ήσουν μαζί μας…»
«Μπορείς να σηκωθείς, μητέρα;»
«Ναι, έτσι νομίζω.» Η Ρικέλθη ορθώθηκε, με λίγη βοήθεια από τον Χάφναρ. Κοίταξε γύρω της, για να δει τον Έζβαρ, τον Φάντραν, τη Λαθέμη, τον Ζάνμελ, τους άλλους δράκαρχους… «Πού… πού είναι ο Έπαρχος;» ρώτησε τον δολοφόνο.
Εκείνος στράφηκε στον Έζβαρ, ο οποίος αποκρίθηκε: «Πολύ φοβάμαι πως είναι νεκρός.»
«Δε σου είπα να τον–;»
«Ο πνεύμονάς του είχε τρυπηθεί· δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.»
«Είσαι βέβαιος ότι δεν ζει;» ρώτησε ο Ζάνμελ. «Πού είναι τώρα;»
«Εκεί.» Ο Έζβαρ έδειξε, και ο δολοφόνος πλησίασε τον Έπαρχο, γονατίζοντας δίπλα του.
«Ποιος είναι αυτός;» θέλησε να μάθει ο Νίσαρελ.
«Ο Έπαρχος Κάβμαρ,» απάντησε η Ρικέλθη.
«Ο Έπαρχος Κάβμαρ;»
Εκείνη ένευσε. «Ναι. Θα σας εξηγήσουμε τι συνέβη.»
Ο Ζάνμελ ορθώθηκε. «Δεν έχει σφυγμό,» δήλωσε. «Είναι νεκρός.» Και, παρότι δεν συμπαθούσε τον Έπαρχο, έπιασε τον εαυτό του να αισθάνεται κάποια λύπη για το θάνατό του. Εξάλλου, είχαν περάσει πολλά μαζί, οι δυο τους. Είχαν γλιτώσει από πολλούς κινδύνους· είχαν βάλει σε εφαρμογή, και φέρει σε επιτυχία, ένα σωρό σχέδια…
Έσκυψε και έκλεισε τα μάτια του νεκρού. Αντίο, Έπαρχε Κάβμαρ. Είθε οι θεοί να σε κρίνουν με δικαιοσύνη.
«Τι έγινε με τον Λώντιρ, Ζάνμελ;» ρώτησε ο Έζβαρ, διακόπτοντας τον δολοφόνο από τον σιωπηλό του αποχαιρετισμό.
«Έπεσε στον ποταμό.»
«Και;» είπε ο Έζβαρ. «Είναι νεκρός;»
Ο Ζάνμελ ορθώθηκε. «Δεν ήταν φυσιολογικό αυτό που συνέβη–»
Βήματα ακούστηκαν να έρχονται από το βάθος της αίθουσας –βιαστικά βήματα.
«Οι πολεμιστές του Λώντιρ!» είπε η Λαθέμη.
Οι δράκαρχοι καβάλησαν τους δράκους τους, πιάνοντάς τους από τα κέρατα.
Οι μαχητές παρουσιάστηκαν, και σταμάτησαν απότομα, καθώς αντίκρισαν αυτό το θέαμα. «Η πύλη!» φώναξε κάποιος. «Ήταν κλειστή!»
«Παραδοθείτε,» είπε, βραχνά, ο Κέλσοναρ, «αλλιώς θα καείτε.» Ο ήρεμος τόνος στη φωνή του προκάλεσε μια αίσθηση παγωνιάς στις ράχες όλων μέσα στην αίθουσα· ακόμα και στις ράχες των υπόλοιπων δράκαρχων. Όσο για τους πολεμιστές του Λώντιρ, αυτοί δεν αισθάνθηκαν απλώς μια παγωνιά να τους διαπερνά· αισθάνθηκαν μια παγωνιά να τους παραλύει και να τους γεμίζει τρόμο. Ο ένας κατόπιν του άλλου, έριξαν τα όπλα τους στο πέτρινο δάπεδο.
*
«Έξω απ’το πανδοχείο μου!» φώναξε ο Ράνιρ, δείχνοντας την είσοδο της τραπεζαρίας, απ’την οποία οι τέσσερις στρατιώτες είχαν μόλις μπει, με φανερές διαθέσεις να προκαλέσουν φασαρία· ήδη είχαν κλοτσήσει την πόρτα για να την ανοίξουν, είχαν ανατρέψει ένα τραπέζι, και ο ένας από δαύτους ζύγωνε τώρα μια σερβιτόρα, με μεγάλες δρασκελιές. «ΕΞΩ!»
«Πρόσεχε τα λόγια σου, ταβερνιάρη!» αντιγύρισε ο άντρας, αρπάζοντας τη σερβιτόρα απ’το μπράτσο και τραβώντας την κοντά του. «Μιλάς στη ΦΡΟΥΡΑ! Σκάσε και φρόντισε να μας διασκεδάσεις –με ό,τι έχει τούτο το μπουρδέλο!»
«Και κανείς δε φεύγει,» πρόσθεσε ένας άλλος, κλείνοντας την εξώπορτα και τραβώντας το σύρτη. «Θα κάνουμε διεξοδικό έλεγχο!»
«Μπίρα, ταβερνιάρη!» είπε ένας τρίτος, κλοτσώντας μια καρέκλα. «Μπίρα –τσακίσου!»
Ο Μάηραν καθόταν σε μια γωνία της τραπεζαρίας και τα παρακολουθούσε όλα τούτα, ενώ ένιωθε το θυμό να βράζει μέσα του. Βλέποντας, όμως, ότι οι στρατιώτες υπεραριθμούσαν τέσσερις προς έναν σε σχέση μ’εκείνον, συγκρατούσε τον εαυτό του. Το δεξί του χέρι έσφιξε το μανίκι του θηκαρωμένου του ξίφους.
«Δεν είμαι ‘ταβερνιάρης’,» γρύλισε ο Ράνιρ, «και σας είπα να βγείτε έξω!»
«Θες, λοιπόν, νάχεις φασαρίες με τη φρουρά, παλιάτσο;» Ο στρατιώτης που είχε αρπάξει τη σερβιτόρα τής έστριψε το χέρι και την κόλλησε, μπρούμυτα, πάνω σ’ένα τραπέζι. «Κάν’τη δουλειά σου και όλα θα παν’ καλά!»
Ο Ράνιρ σήκωσε μια οπλισμένη βαλλίστρα που έκρυβε κάτω από τον πάγκο του μπαρ. Σημάδεψε και έριξε στον άντρα, βρίσκοντάς τον στο στήθος και σωριάζοντάς τον. «Το πανδοχείο μου είναι το πανδοχείο μου, κι όποιος διαφωνεί μ’αυτό θα πάει να βρει το άδικό του με τους θεούς!»
«Θα φτύσεις αίμα για τούτο, λεχρίτη!» γρύλισε ένας στρατιώτης, καθώς κι οι τρεις τους χιμούσαν στον Ράνιρ, ξεσπαθωμένοι.
Ο Μάηραν έκρινε ότι τώρα όφειλε να δράσει. Σηκώθηκε όρθιος, ανατρέποντας το τραπέζι του και τραβώντας το ξίφος του. Οι φρουροί, αρχικά, δεν τον αντιλήφτηκαν, γιατί, γενικότερα, επικρατούσε πανικός ανάμεσα στους λιγοστούς πελάτες της τραπεζαρίας· όταν, όμως, σπάθισε έναν από τους στρατιώτες στην πλάτη, δεν μπόρεσαν παρά να τον προσέξουν. Ο χτυπημένος έχασε την ισορροπία του, γρυλίζοντας «Ποιος καριόλ–;» και ύστερα, σώπασε, καθώς συνάντησε το πάτωμα. Η αρματωσιά του κουδούνισε, δυνατά.
«Βρομόσκυλο!» γκάριξε ο ένας από τους δύο εναπομείναντες φρουρούς, και επιτέθηκε στον Μάηραν, ο οποίος απέκρουσε τη σπαθιά και αντεπιτέθηκε· το λεπίδι του βρήκε τον άντρα στον μηρό, κάνοντάς τον να παραπατήσει. Ο Ράνιρ σήκωσε μια καρέκλα και την κοπάνησε στο κεφάλι του στρατιώτη, σωριάζοντάς τον, αλλά όχι αναισθητοποιώντας τον· το κράνος του τον είχε γλιτώσει.
Ο άλλος φρουρός επιχείρησε να χτυπήσει τον Μάηραν στο κεφάλι, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο με το ξίφος του· εκείνος, όμως, έσκυψε και πισωπάτησε. Ύψωσε το δικό του σπαθί και περίμενε την κίνηση του αντίμαχού του. Ο στρατιώτης τού επιτέθηκε, κραυγάζοντας. Ο Μάηραν απέφυγε το χτύπημά του –το οποίο ήταν κάθετο και η λεπίδα μπήχτηκε σε μια καρέκλα– και τον σπάθισε στο κεφάλι, στέλνοντάς τον σ’ένα τραπέζι, που ανατράπηκε, μαζί μ’όλα τα φαγητά και τα ποτά επάνω του –οι τρεις άντρες που έτρωγαν εκεί είχαν προ πολλού απομακρυνθεί και πλησιάσει τον νότιο τοίχο του πανδοχείου, πηγαίνοντας αργά προς το παράθυρο, μήπως και κατορθώσουν να φύγουν.
Ο πολεμιστής τον οποίο ο Ράνιρ είχε χτυπήσει με την καρέκλα σηκώθηκε στο ένα γόνατο, στηριζόμενος στο σπαθί του. Ο πανδοχέας αμέσως τον κλότσησε κατάμουτρα, κάνοντάς τον να χάσει τις αισθήσεις του αυτή τη φορά.
Στράφηκε στον Μάηραν και είπε, ανασηκώνοντας την άκρη του πλατύγυρου καπέλου του: «Νάσαι καλά, ρε φίλε· φχαριστώ.»
«Δεν κάνει τίποτα, πανδοχέα,» απάντησε εκείνος. «Υποχρέωσή μου.»
«Δε θα τόλεγα, μάγκα μου· το συνετό θα ήτανε να τη σκαπουλάρεις, μόλις έβλεπες την ευκαιρία. Έχει τσαμπέ φαΐ και κρεβάτι για ένα μήνα, όποτε γουστάρεις. Τώρα, θα σου έκανε κόπο να με βοηθήσεις να τους βγάλω απο δώ μέσα; Απ’την πίσω πόρτα, καλύτερα.»
Ο Μάηραν σκούπισε το σπαθί του στο χιτώνιο ενός φρουρού και το θηκάρωσε. «Ευχαρίστως, φίλε μου.»
Ο ήχος οπλών ακούστηκε επάνω στο πλακόστρωτο, έξω απ’το πανδοχείο. Ιππείς ζύγωναν.
«Γαμώ τα Οκτώ Κέρατα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ!» μούγκρισε ο Ράνιρ κάτω απ’την ανάσα του, και ζύγωσε τον πάγκο του μπαρ, για να οπλίσει τη βαλλίστρα του. «Φυλάξου, αδελφέ. Έλα εδώ κοντά.»
Μια πελάτισσα άρχισε να ουρλιάζει και να οδύρεται.
«Μην τα παίζουμε!» φώναξε ο Ράνιρ. «Η κατάσταση είναι, κατά βάθος, υπό έλεγχο, να πούμε…»
Κάποιος προσπάθησε ν’ανοίξει την πόρτα, από την έξω μεριά, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς ήταν αμπαρωμένη.
«Ανοίξτε! Εν ονόματι της Βασίλισσας Λιόλα ε Γάθνιν, ανοίξτε!» είπε μια αντρική φωνή.
«Μην ανησυχείς, πανδοχέα· δε θα υπάρξουν άλλα προβλήματα,» διαβεβαίωσε ο Μάηραν τον Ράνιρ, και άνοιξε την πόρτα.
Ο Βάνμιρ μπήκε στην τραπεζαρία. «Το περίμενα ότι θα σ’έβρισκα εδώ, Μάηραν,» είπε, «μα δεν περίμενα ότι εσύ θα μου άνοιγες κιόλας.» Μειδίασε.
«Προθυμοποιήθηκα να βοηθήσω τον πανδοχέα, Άρχοντά μου,» εξήγησε ο Μάηραν, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Μερικοί αχρείοι εισέβαλαν, με εγκληματικές και άνομες διαθέσεις.» Έδειξε, με το βλέμμα του, τους τέσσερις ακίνδυνους πλέον φρουρούς, ή ό,τι είχε απομείνει απ’αυτούς.
«Αχά…» είπε ο Βάνμιρ. «Θα έπρεπε, όμως, να είσαι προσεκτικότερος· έκανες την τραπεζαρία του ανθρώπου άνω-κάτω…»
«Άρχοντά μου!»
«Αστειευόμουν, προφανώς, Μάηραν.»
«Α…» είπε εκείνος, και γέλασε. «Κάνετε, πάντως, περίεργα αστεία, Άρχοντά μου.»
«Δεν έχεις δει τα αληθινά περίεργα αστεία μου, Μάηραν.»
«Και θα προτιμούσα να μην τα δω,» μειδίασε ο πολεμιστής.
Μια φωνή ακούστηκε πίσω απ’τον Βάνμιρ: «Μη φοβάστε· δεν είμαι εδώ για να προκαλέσω πρόβλημα. Μια φίλη μου βρίσκεται στο πανδοχείο, και θέλω να μάθω αν είναι καλά.»
Ο ακρίτης στράφηκε, για δει ότι οι στρατιώτες του (οι στρατιώτες που του είχε δώσει η Λιόλα, όταν εκείνος της είπε ότι ήθελε να πάει στον Χαριτωμένο Χορευτή, για να συναντήσει τον Μάηραν) εμπόδιζαν έναν άντρα απ’το να πλησιάσει· και ο άντρας αυτός δεν του ήταν άγνωστος.
«Αφήστε τον,» πρόσταξε. «Αφήστε τον.»
Ο δολοφόνος πλησίασε. «Ο Άρχοντας Βάνμιρ, σωστά;»
«Άκουσα ότι σε είχαν χάσει, Νεκρόμεμνον…»
«Με είχαν χάσει,» αποκρίθηκε εκείνος. «Και θα σε παρακαλούσα να με αποκαλείς Ζάνμελ από εδώ και στο εξής. Το όνομα Νεκρομέμνων δεν το χρησιμοποιώ πλέον –και δε θα το χρησιμοποιήσω ποτέ ξανά. Τώρα, θα μπορούσα να περάσω;»
Ο Βάνμιρ παραμέρισε, και ο δολοφόνος μπήκε, λέγοντας: «Ίσως θα ήθελες να πας στο Βόρειο Φρουραρχείο, Άρχοντά μου· είναι πολύς κόσμος τώρα συγκεντρωμένος εκεί: οι δράκαρχοι, η Έπαρχος Φερνάλβιν, η Αρχόντισσα Ρικέλθη…»
«Στάσου λίγο!»
Ο Ζάνμελ σταμάτησε να βαδίζει.
«Πώς τα ξέρεις όλ’αυτά; Τι ακριβώς…;»
«Θα τα μάθεις σύντομα,» είπε ο δολοφόνος. «Αν θέλεις να με περιμένεις, μπορούμε να πάμε μαζί στο φρουραρχείο. Θα πάρω μια φίλη μου, από επάνω, και θα κατεβώ αμέσως.»
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Θα περιμένω, Νε– Ζάνμελ.»
Σε λίγο, ο δολοφόνος επέστρεψε, μαζί με μία μαυρόδερμη γυναίκα, η οποία είχε ένα φίδι τυλιγμένο στο χέρι της.
«Να σου γνωρίσω, Άρχοντα Βάνμιρ, την Αϊλρέηκ. Νότια Ρουζβάνη, εμπόρισσα.»
«Χαίρω,» είπε ο ακρίτης.
«Παρομοίως, Άρχοντά μου.»
«Είναι δηλητηριώδες το φίδι;» ρώτησε ο Βάνμιρ, κοιτάζοντας με περιέργεια το ερπετό στο χέρι της μαυρόδερμης γυναίκας.
Εκείνη χαμογέλασε. «Δε χρειάζεται να φοβάστε την κάχελ’κικ, Άρχοντά μου.»
«Κάχελ’κικ, είπες; Όχι, δε ρωτάω γι’αυτό –δε ρωτάω επειδή φοβάμαι μη με τσιμπήσει. Απλά, μόλις άκουσα ότι είσαι Νότια Ρουζβάνη, το σκέφτηκα ότι το φίδι θα είναι από τη Νότια Λιάμνερ-Κρωθ, και τώρα που είπες κάχελ’κικ… έχω ακούσει κάτι γι’αυτά τα φίδια–»
Ο Μάηραν καθάρισε το λαιμό του. «Ίσως θα έπρεπε να πηγαίνουμε στο Βόρειο Φρουραρχείο, Άρχοντά μου, κι αυτά μπορείτε να τα πείτε μετά με την κυρία.»
«Ναι, μάλλον…» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, αν και έμοιαζε ενοχλημένος που ο πολεμιστής τον είχε διακόψει. «Πάμε στο φρουραρχείο.»
Καθώς έβγαιναν απ’τον Χαριτωμένο Χορευτή, ο Ζάνμελ χαιρέτησε τον Ράνιρ, μ’ένα ύψωμα του χεριού. «Σ’ευχαριστούμε και πάλι, πανδοχέα.»
«Τίποτα, ρε. Ξαναπέρνα, να τα πούμε· θέλω να μάθω όλα τα σχετικά κουτσομπολιά.» Έκλεισε το μάτι. «Με πιάνεις;»
Ο Ζάνμελ γέλασε. «Το υπόσχομαι.»
«Είπες ότι η Αρχόντισσα Ρικέλθη είναι στο φρουραρχείο;» ρώτησε ο Βάνμιρ τον δολοφόνο, ενώ βάδιζαν στο δρόμο, περιστοιχισμένοι από τους δέκα στρατιώτες που η Λιόλα είχε παραχωρήσει στον ακρίτη του Ράλτον.
«Ναι.»
«Πώς βρέθηκε εκεί; Νόμιζα ότι ήταν εκτός πόλης.»
«Θα σου πει η ίδια.»
*
Μέχρι το βράδυ, τα περισσότερα μέλη της Αδελφότητας της Ελευθερίας είχαν συλληφθεί. Ορισμένοι, όπως ήταν αναμενόμενο, κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν, είτε από το λιμάνι είτε από τις πύλες· ορισμένοι –υπέθετε η Λιόλα– γλίτωσαν γιατί ο Οίκος των Γάθνιν δεν είχε κανένα στοιχείο γι’αυτούς και δεν τους ήξερε (ωστόσο, με τις ανακρίσεις των υπολοίπων, ίσως να αποκαλυπτόταν κάτι, στο τέλος)· και ορισμένοι –δύο, για την ακρίβεια– σκοτώθηκαν, προτιμώντας να επιτεθούν στους βασιλικούς στρατιώτες.
Η Λιόλα συνάντησε τον Ζάνμελ και τη Ρικέλθη, κι αυτοί την ενημέρωσαν σχετικά με όλα όσα είχαν συμβεί πίσω από τις σκιές, προκειμένου να χάσει ο Λώντιρ τη δύναμή του. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα χρωστούσε τη νίκη της στον Έπαρχο Κάβμαρ· ήταν τόσο ειρωνικό! Η Βασίλισσα νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει το γέλιο του εξ αγχιστείας θείου της από τον κόσμο των νεκρών. Αναμφίβολα, κι εκείνος θα το έβρισκε πολύ ειρωνικό. Αναρωτιέμαι πώς θα το δει η θεία Νιρκένα… σκέφτηκε η Λιόλα, όταν, το βράδυ, πήγαινε προς το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων. Η Νιρκένα, όμως, το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει αχνά, χωρίς να πει τίποτα. Περίεργο. Η Λιόλα θα περίμενε να καταραστεί, που δεν είχε την ηθική ικανοποιήσει να εκτελέσει τον σύζυγό της η ίδια για ό,τι είχε διαπράξει. Από την άλλη, όμως, η θεία ποτέ δεν ήταν απότομη. Ίσως να βλέπει περισσότερη ειρωνεία σε όλα τούτα απ’ό,τι εγώ…
Όταν οι εξηγήσεις και οι εξιστορήσεις τελείωσαν, η Βασίλισσα του Νόρβηλ ένιωθε το κεφάλι της φουσκωμένο και, πραγματικά, το μόνο που επιθυμούσε ήταν να πάει στο υπνοδωμάτιό της και να κοιμηθεί. Ωστόσο, είχε ένα ακόμα πολύ σημαντικό θέμα να επιλύσει.
«Έπαρχε Λαθέμη,» είπε, καθισμένη στον Ουρανολίθινο Θρόνο. «Έπαρχε Φάντραν. Πλησιάστε.»
Η Κυρά της Βένεριγκ και ο σύζυγός της ζύγωσαν, για να σταθούν κάτω από το βάθρο. Εκείνος έμοιαζε σφιγμένος και το βλέμμα του ήταν ανήσυχο –ασταθές. Εκείνη, όμως, δεν έδειχνε να φοβάται, και στα μάτια της η Λιόλα νόμιζε ότι μπορούσε να διακρίνει κάποιο μυστικό, κάποιο κρυμμένο όπλο. Σα να ξέρει κάτι που εγώ αγνοώ…
«Συμμετείχατε στον συνασπισμό κατά του Στέμματος,» είπε η Βασίλισσα. «Χρηματοδοτήσατε τον Μόρντεναρ…»
«Όχι μόνοι μας, Μεγαλειοτάτη,» τόνισε ο Φάντραν.
«Οι συνεργάτες σας είναι νεκροί· μόνο εσείς ζείτε. Αλλά, επειδή, εν τέλει, βοηθήσατε τον Οίκο των Γάθνιν να υπερισχύσει, είμαι πρόθυμη να σας αφήσω να ζήσετε κι άλλο, διατηρώντας την εξουσία σας στην Βένεριγκ. Ωστόσο, να γνωρίζετε ότι θα σας παρακολουθώ, πολύ στενά. Εύχομαι, εφεξής, να γίνετε οι πιστότεροι των υπηκόων μου.»
«Δε χρειάζεται να φοβάστε, Βασίλισσα Λιόλα,» αποκρίθηκε η Λαθέμη. «Έχουμε ήδη μετανοήσει για την προδοσία μας, και σκοπεύουμε να σας το αποδείξουμε, με έργα.»
«Χαίρομαι που το ακούω, Αρχόντισσά μου. Μπορείτε να πηγαίνετε· οι υπηρέτες του παλατιού θα σας φιλοξενήσουν στον Πύργο των Ξένων.»
Η Λαθέμη και ο Φάντραν υποκλίθηκαν και αποχώρησαν.
Αμέσως μόλις είχαν φύγει, η Ρικέλθη ζήτησε να μιλήσει στη Βασίλισσα ιδιαιτέρως· έτσι, η Λιόλα κατέβηκε απ’τον Ουρανολίθινο Θρόνο και ακολούθησε την Αρχόντισσα της Έριγκ σ’ένα απομακρυσμένο σημείο της απέραντης αίθουσας.
Η Ρικέλθη κάθισε σε μια ξύλινη πολυθρόνα με μεγάλο μαξιλάρι στον πάτο και στην πλάτη, και η Βασίλισσα κάθισε αντίκρυ της σ’ένα παρόμοιο κάθισμα.
«Πρέπει να μάθεις κάτι σημαντικό για τη Λαθέμη: κάτι που μου αποκάλυψε ο Έπαρχος Κάβμαρ, όταν κρυβόμασταν στον Χαριτωμένο Χορευτή.»
Το μυστικό της Κυράς της Βένεριγκ; Αυτό που εκείνη γνωρίζει κι εγώ αγνοώ; σκέφτηκε η Λιόλα, και ανασήκωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Έχει ένα γενετήσιο σημάδι επάνω της, και μια μάντισσα τής είπε πως αυτό το σημάδι προφητεύει ότι, κάποτε, θα βασιλέψει.»
Η Λιόλα συνοφρυώθηκε. «Και η Λαθέμη πιστεύει σ’αυτή την προφητεία;»
«Ναι. Εξαιτίας της προφητείας ο Κάβμαρ κατάφερε να την πείσει να μπει στη συμμαχία του. Φυσικά, εκείνη δεν ήξερε ότι ο θείος σου γνώριζε για το σημάδι της· δεν το αποκαλύπτει παρά σε ελάχιστους –οι κατάσκοποί του ήταν που ξετρύπωσαν αυτή την πληροφορία.»
«Δηλαδή, η Λαθέμη νόμιζε ότι, μετά απ’όσα συνέβαιναν, εκείνη θα βασίλευε στο Νόρβηλ;»
Η Ρικέλθη ένευσε.
Η Λιόλα γέλασε. «Αποκλείεται ο Κάβμαρ να την άφηνε.»
«Εννοείται· θα τη δολοφονούσε. Να την προσέχεις, πάντως, γιατί ακόμα πιστεύει στην προφητεία.»
«Θα το έχω υπόψη μου,» είπε η Λιόλα, σοβαρά.
«Τώρα, αν δε με χρειάζεσαι τίποτε άλλο, θα ήθελα να αποσυρθώ. Είμαι πτώμα, κι αυτές τις ημέρες βρισκόμασταν, συνεχώς, σε υπερένταση.»
«Φαντάζομαι. Και σας ευχαριστώ.»
«Όταν μπεις στο χορό, χορεύεις,» μειδίασε η Ρικέλθη, καθώς σηκωνόταν. «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε πίσω.»
Η Βασίλισσα την αγκάλιασε, κι εκείνη αποχώρησε από την Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, μαζί με τον Έζβαρ.
Μάλιστα… σκέφτηκε η Λιόλα, καθώς βημάτιζε προς το κέντρο του τεράστιου δωματίου. Γενετήσιο σημάδι και προφητεία… Ίσως, τελικά, να πρέπει να τη δολοφονήσω, όπως θα έκανε ο Κάβμαρ.
Αλλά όχι τώρα. Τώρα, οφείλω να συνεφέρω το Βασίλειό μου από όσα πέρασε… και να κάνω, επιτέλους, την κηδεία του πατέρα μου.
Αλήθεια, τι θα έλεγε ο Βασιληάς Άργκελ, αν ήταν ακόμα ζωντανός; Θα ήταν περήφανος για εκείνη και τον Νόρβορ; Ή θα τους αποκαλούσε ανόητους, που δεν είχαν σταματήσει τα σχέδια του Κάβμαρ από πιο νωρίς, προτού προκληθεί όλη τούτη η καταστροφή;
Η Λιόλα παρατήρησε ότι οι περισσότεροι είχαν αρχίσει να φεύγουν από την αίθουσα του θρόνου, έτσι κι εκείνη αποχώρησε, προτρέποντας και τους υπόλοιπους να αποχωρήσουν. Είχαν άπαντες φτάσει στα όρια των δυνάμεών τους, σήμερα· χρειάζονταν ανάπαυση.
Η Βασίλισσα πήγε στα διαμερίσματά της, αναρωτούμενη τι να γινόταν ο Ρόλμαρ. Είχε φτάσει στο Ένρεβηλ; Είχε παραδώσει το μήνυμα στον θείο Ήλμον; Η Ρικέλθη είχε πει ότι συνάντησε τον Ταχυπομπό Φάλμορ στο δρόμο και ότι εκείνος την πληροφόρησε πως η επανάσταση κατά του Τυράννου είχε πετύχει, αλλά ο Τύραννος δεν ήταν νεκρός· είχε εξαφανιστεί. Ωστόσο, αφού ο Σάρναλ είχε ηττηθεί, τα πράγματα πρέπει να ήταν καλύτερα στο γειτονικό Βασίλειο· ο Ρόλμαρ θα έφτανε με περισσότερη ασφάλεια στην πρωτεύουσα.
Η Ρικέλθη είχε, επίσης, δώσει ένα μήνυμα στην Πριγκίπισσα Νιρκένα: ένα μήνυμα από τον Ήλμον. Τι να έγραφε, άραγε; Η θεία θα μπορεί να το διαβάσει; Βλέπει για να το διαβάσει; Τέλος πάντων… υποθέτω πως, αν δεν μπορεί, θα ζητήσει τη βοήθειά μας.
Η Λιόλα δεν άντεχε να σκέφτεται άλλο· το κεφάλι της ήταν βαρύ και το σώμα της το ίδιο. Γδύθηκε, βιαστικά, και ξάπλωσε στο μεγάλο κρεβάτι του υπνοδωματίου της, ενώ η φωτιά του τζακιού έκανε τα ξύλα να τρίζουν. Κοιμήθηκε, προτού καλά-καλά αισθανθεί το στρώμα από κάτω της.
*
Την επομένη, λίγες ώρες πριν το μεσημέρι, ο Έζβαρ επισκέφτηκε την Πριγκίπισσα Νιρκένα στα διαμερίσματά της. Εκείνη ξαφνιάστηκε όταν άκουσε ποιος ήταν που χτυπούσε την πόρτα της. Τι μπορεί να ήθελε ο Ερημίτης του Δρακοδάσους από εκείνη;
«Υψηλοτάτη, μήπως ενοχλώ;»
«Όχι, καθόλου,» είπε η Νιρκένα, αφήνοντας επάνω στο γραφείο το μήνυμα που προσπαθούσε να διαβάσει. Επρόκειτο για την επιστολή του αδελφού της, Ήλμον. Δεν την είχε ανοίξει χτες, γιατί ήξερε ότι, μες στη νύχτα, αποκλείεται να κατάφερνε να καταλάβει λέξη· την είχε αφήσει για το πρωί, που θα είχε περισσότερο φως. Ωστόσο, και πάλι δυσκολευόταν υπερβολικά· η όρασή της ήταν θολή και διαστρεβλωμένη, και το κεφάλι της την πέθαινε. Αχ, να περνούσε, τουλάχιστον, αυτός ο διαολεμένος πονοκέφαλος!…
«Πριγκίπισσά μου,» είπε ο Έζβαρ, κάνοντας μερικά βήματα μέσα στο δωμάτιο, «θα μπω απευθείας στο λόγο της επίσκεψής μου, αν μου επιτρέπετε.»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνη, έχοντας όλη της την προσοχή εστιασμένη επάνω του, προκειμένου να καταλαβαίνει τι έλεγε.
«Πιστεύω ότι έχω ένα βοτάνι που μπορεί να σας βοηθήσει…»
«Να με… βοηθήσει;»
«Να βοηθήσει τον οργανισμό σας να καταπολεμήσει τα αποτελέσματα του δηλητηρίου.» (Η Νιρκένα αισθάνθηκε ένα κύμα ελπίδας να τη διαπερνά. Υπήρχε κάτι τέτοιο; Θα ήταν σαν θαύμα!) «Φοβάμαι, βέβαια, πως ορισμένες βλάβες είναι ανεπανόρθωτες. Ωστόσο, ίσως καταστείλει τον πόνο. Ίσως ακόμα και να ξεθολώσει, κάπως, την όρασή σας.»
Η Νιρκένα ξεροκατάπιε. Μακάρι να ήταν αλήθεια! «Κύριε Έζβαρ, θα σας πλήρωνα δέκα χιλιάδες διπλές κορόνες για ένα τέτοιο φάρμακο.»
«Δε χρειάζομαι πληρωμή, Αρχόντισσά μου,» είπε ο ερημίτης. «Το έχω ήδη έτοιμο, καθώς φαντάστηκα ότι θα θέλατε να δοκιμάσετε.» Πλησίασε και άφησε επάνω στο γραφείο της μια κούπα, η οποία ανέδιδε μια οξεία μυρωδιά που της θύμιζε δυόσμο και υάκινθο, συγχρόνως.
«Πόσο πρέπει να πιω;»
«Όλο.»
Η Νιρκένα σήκωσε την κούπα και με τα δύο χέρια.
«Οφείλω, βέβαια, να σας προειδοποιήσω ότι είναι πικρό,» είπε ο Έζβαρ.
Και ήταν όντως πικρό, πάρα πολύ πικρό· αλλά η Πριγκίπισσα δε δίστασε καθόλου: το ήπιε μονομιάς, και έγλειψε τα χείλη, σα να μην ήθελε να της ξεφύγει ούτε σταγόνα.
«Σ’ευχαριστώ,» είπε στον Έζβαρ, επιστρέφοντάς του την κούπα. «Πότε θα…;»
«Αν λειτουργήσει, θα λειτουργήσει ως το βράδυ, ή ως το πρωί.»
«Και μετά, θα πρέπει να το πίνω τακτικά;»
Ο Έζβαρ ένευσε. «Μία κούπα κάθε ημέρα. Θα σας εξηγήσω πώς να το φτιάχνετε· μην ανησυχείτε.»
Η πρόβλεψη του ερημίτη αποδείχτηκε σωστή. Όταν η νύχτα έπεσε στη Νουάλβορ, η Νιρκένα άρχισε να νιώθει καλύτερα. Ο πονοκέφαλός της μειώθηκε, αισθητά, αν και η όρασή της δε βελτιώθηκε.
Εν τω μεταξύ, η Πριγκίπισσα είχε δώσει στη Λιόλα την επιστολή του Ήλμον, για να της τη διαβάσει, και είδαν ότι το μήνυμα δεν έγραφε και πολύ περισσότερα πράγματα από όσα είχε αναφέρει ο Ταχυπομπός Φάλμορ στην Αρχόντισσα Ρικέλθη: μιλούσε για την κατάσταση στο Ένρεβηλ και έλεγε πόσο λυπόταν ο γράφων για το θάνατο του Άργκελ, και ότι ήξερε πόσο περισσότερο απ’όλους πρέπει να λυπόταν η Νιρκένα για τον θάνατο του αδελφού της.
Όχι, δεν ξέρεις, Ήλμον· δεν ξέρεις… συλλογίστηκε η Πριγκίπισσα, καθώς δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Δεν μπορείς να ξέρεις.
Η Λιόλα παραξενεύτηκε από αυτή τη συγκεκριμένη αναφορά του θείου της. Γιατί πίστευε ο Ήλμον ότι η Νιρκένα πρέπει να λυπόταν περισσότερο από την υπόλοιπη οικογένεια; Ήταν, βέβαια, πάντα πάρα πολύ κοντά στον πατέρα, μα πώς μπορεί ο θείος να υπονοεί ότι κι εγώ δε λυπάμαι αρκετά για τον θάνατό του; Ή ο Νόρβορ, ή ο Δάτμιν, ή η μαμά; Ή ο θείος Ζάρναβ;
Τέλος πάντων. Δεν τον γνώριζε καλά τον Ήλμον, έτσι κι αλλιώς. Ανέκαθεν, εξαφανισμένος ήταν· ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του…
Ο Κένκορ τούς συνάντησε στον διάδρομο, μπροστά από τα βασιλικά διαμερίσματα. Οι λάμπες δεξιά κι αριστερά φώτιζαν την ανησυχία στο πρόσωπό του, μα δεν κατάφερναν να κάνουν την όψη του να φαίνεται λιγότερο ωχρή.
«Δόξα τη Θεά,» είπε. «Είσαι ζωντανή.»
Η Νίθρα ήταν στα χέρια του Άλαντμιν. Είχε μπορέσει να φτάσει ως το παλάτι, χρησιμοποιώντας το εβένινο ραβδί της για στήριξη, μα, ύστερα, οι δυνάμεις της την είχαν εγκαταλείψει· οπότε, ο Αρχικατάσκοπος είχε παραδώσει τη λιπόθυμη Πάρνα σ’έναν φρουρό, προστάζοντάς τον να την πάει σ’ένα απ’τα κελιά, και είχε σηκώσει τη Βασίλισσα στην αγκαλιά του, διασχίζοντας, γρήγορα, τους διαδρόμους του παλατιού και κατευθυνόμενος προς τα διαμερίσματά της.
«Φώναξε έναν θεραπευτή,» είπε ο Άλαντμιν στον Κένκορ, περνώντας από δίπλα του.
«Είναι τραυματισμένη;» ρώτησε εκείνος.
«Δεν είμαι τραυματισμένη,» μουρμούρισε η Νίθρα, σα να παραμιλούσε· «ο ώμος μου πονάει.» Αισθανόταν να ζαλίζεται· το κεφάλι της ήταν τόσο ελαφρύ… Καλύτερα ο Άλαντμιν να την άφηνε να περπατήσει· της προκαλούσε ίλιγγο, έτσι όπως τη μετέφερε.
Ο Κένκορ άνοιξε την εξώπορτα των βασιλικών διαμερισμάτων, λέγοντας: «Θα φέρω έναν θεραπευτή.»
Ο Άλαντμιν πέρασε το κατώφλι και πήγε τη Νίθρα στο υπνοδωμάτιο, αποθέτοντάς την στο μεγάλο κρεβάτι.
«…Ο ώμος μου…» μουρμούρισε πάλι εκείνη.
Η Πάρνα είχε προστάξει τη Νίθρα να βάλει τα χέρια της πίσω από την πλάτη, για να της δέσει τους καρπούς, και ο Άλαντμιν έβλεπε ότι αυτή η κίνηση μόνο καλό δεν είχε κάνει στον τραυματισμένο ώμο της Βασίλισσας. Η πληγή είχε ανοίξει ξανά, και αίμα φαινόταν να έχει μουσκέψει την τουνίκα της.
«Σήκω λίγο,» της είπε. «Σήκω.» Και, καθώς εκείνη υπάκουσε, προσπάθησε να της βγάλει τη μουσκεμένη τουνίκα.
«…Όχι! Ο ώμος μου –πονάει, Άλαντμιν!…»
«Αιμορραγείς,» εξήγησε εκείνος. «Πρέπει να το βγάλεις αυτό.»
Η Νίθρα δεν έφερε άλλη αντίρρηση, αφήνοντάς τον να της βγάλει την τουνίκα και το μεσοφόρι της. Η εφελκίδα της πληγής είχε σπάσει και αίμα είχε γεμίσει τον ώμο της· σε μερικά σημεία είχε ξεραθεί, σε άλλα ακόμα κυλούσε. Ο Άλαντμιν έφερε ένα μαντήλι, μουσκεμένο με κρύο νερό, και έκανε να πλύνει το τραύμα–
«Αα! Μη!» Η Νίθρα τον έσπρωξε, με το αριστερό της χέρι. «Άστο, Άλαντμιν –πονάω, σου λέω!» Ρυάκια ιδρώτα διέσχιζαν το πρόσωπό της, και από τον τρόπο που τα μάτια της τον κοίταζαν, ο Άλαντμιν καταλάβαινε ότι η Νίθρα δεν είχε πλήρη συνείδηση του τι συνέβαινε.
Ευτυχώς, τότε ο Κένκορ μπήκε στο υπνοδωμάτιο, μαζί με μια θεραπεύτρια –αυτή που είχε ξαναπεριποιηθεί τα τραύματα της Βασίλισσας.
«Άρχοντά μου,» είπε η γυναίκα, βλέποντας τον Άλαντμιν να σηκώνεται από τη θέση του δίπλα στη Νίθρα. «Τι συμβαίνει;»
«Η πληγή άνοιξε,» εξήγησε εκείνος, «από μια κίνηση του ώμου. Έφερε το χέρι της πίσω απ’την πλάτη, απότομα.»
Η θεραπεύτρια κάθισε εκεί όπου πριν καθόταν ο Άλαντμιν και πήρε το μουσκεμένο μαντήλι, για να πλύνει το τραύμα. Η Νίθρα την έσπρωξε, ζητώντας της να φύγει και να την αφήσει ήσυχη. Εκείνη έβγαλε μια σκόνη από το σάκο της, την έτριψε στα δάχτυλά της, και έβαλε τη Βασίλισσα να τη μυρίσει· οπότε, η Νίθρα έπεσε σε μια αδρανή κατάσταση, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, και μονάχα μουρμούριζε. Οι αισθήσεις της είχαν θολώσει: τους έβλεπε όλους σαν σκιές κάτω απ’το νερό· τους άκουγε σαν μέσα από ένα βαθύ πηγάδι· και ένιωθε τον πόνο στον ώμο της πολύ απόμακρο, λες και δεν ήταν δικός της αλλά κάποιας άλλης.
Η θεραπεύτρια έπλυνε το τραύμα της Βασίλισσας, του έβαλε βότανα, και το επέδεσε. Σηκώθηκε και είπε στον Άλαντμιν: «Αφήστε την τώρα να κοιμηθεί, Άρχοντά μου.»
Εκείνος ένευσε.
«Αν δε με χρειάζεστε τίποτε άλλο….»
«Μπορείς να πηγαίνεις,» είπε ο Αρχικατάσκοπος, και η θεραπεύτρια έφυγε.
«Τι συνέβη;» ρώτησε ο Κένκορ τον Άλαντμιν.
«Κάθισε· θα σου πω.»
*
Έτρεχε μέσα στο σκοτεινιασμένο δάσος, νιώθοντας την καρδιά της να βροντοχτυπά… ή, μήπως, ήταν ο ώμος της, ο δεξής της ώμος, που βροντοχτυπούσε; Είχε αλλάξει θέση η καρδιά της; Το φως που πλημμύριζε το μέρος ήταν ένα αλλόκοτο αντιφέγγισμα, όχι αυτό των άστρων ή του φεγγαριού, αλλά μια μενεξεδιά ακτινοβολία, προερχόμενη από παντού.
Όπως από παντού έρχονταν και τ’αλυχτήματα των λύκων.
Κι εκείνη έτρεχε, για να τους ξεφύγει, παρότι ήξερε πως δεν ήταν αυτοί που θα έπρεπε να φοβάται περισσότερο, αλλά η γυναίκα που δεν ήταν λύκος, η οποία κρατούσε ένα επικίνδυνο τόξο στα χέρια της και τα μάτια της γυάλιζαν με ενθουσιασμό, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου της πρόδιδαν ψυχρή αποφασιστικότητα.
Ναι, η Νίθρα την είχε δει μερικές φορές (πόσες, δεν μπορούσε να θυμηθεί) ανάμεσα στα δέντρα και στις φυλλωσιές. Αλλά η κυνηγός πάντοτε χανόταν, μέσα στη γαλήνη, σαν η ίδια η σιγαλιά να την καταβρόχθιζε.
Και η λύκαινα βρισκόταν τώρα στο κατόπι της Νίθρα, η οποία αισθανόταν τα πόδια της πληγιασμένα απ’τα αγκάθια του δάσους, και ιδιαίτερα την ενοχλούσε η δεξιά της κνήμη, μ’ένα επίμονο κέντρισμα, ενώ ένα φίδι είχε τυλιχτεί γύρω της. Το φίδι! Πρέπει να την τσιμπούσε!
Η Νίθρα σταμάτησε να τρέχει, για να κοιτάξει κάτω. Συγχρόνως, όμως, στράφηκε, για να μην πέσει η λύκαινα στην πλάτη της· μα το άγριο θηρίο είχε ήδη σαλτάρει και βρισκόταν στον αέρα, πέφτοντας καταπάνω της, σωριάζοντάς την ανάσκελα και πλακώνοντάς την.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑαααααααααααα!» Η Νίθρα άρχισε να κλοτσά και να γρονθοκοπεί, παλεύοντας να πετάξει τη λύκαινα από πάνω της.
Τα σκεπάσματά της έπεσαν στο χαλί.
Ο Άλαντμιν, που είχε αποκοιμηθεί στο ανάκλιντρο παραδίπλα, ξύπνησε, για να δει τη Νίθρα ανασηκωμένη επάνω στο κρεβάτι. Τα πορφυρά της μαλλιά έπεφταν ανακατωμένα στο πρόσωπό της, και βαριανάσαινε. Το αριστερό της χέρι πήγε στον επίδεσμο, στη δεξιά της κνήμη. Ήταν γυμνή. Ο Άλαντμιν σηκώθηκε από το ανάκλιντρο, πήρε τη ρόμπα της από την κρεμάστρα, και την έριξε στους ώμους της. Κάθισε πλάι της και την αγκάλιασε· η Νίθρα ακούμπησε το κεφάλι της κοντά στο λαιμό του.
«Νόμιζα ότι ένα φίδι είχε τυλιχτεί γύρω απ’το πόδι μου,» ψιθύρισε.
Ο Άλαντμιν φίλησε το μέτωπό της. «Κυκλοφορούν πολλά φίδια σ’ετούτο το Βασίλειο, Νίθρα,» είπε, «αλλά δε θ’άφηνα κανένα να τυλιχτεί στο πόδι σου.»
Η Νίθρα μειδίασε· γέλασε κοφτά. «Άλαντμιν, σ’αγαπώ.» Ύψωσε το βλέμμα της, για να τον κοιτάξει· το αριστερό της χέρι χάιδεψε το μάγουλό του, τα χείλη της φίλησαν τα χείλη του. Μετά, ρώτησε: «Τι έγινε αφότου γυρίσαμε στο παλάτι; Δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο σαν όνειρο… και ύστερα, νόμιζα ότι χάθηκα σ’ένα δάσος, ένα επικίνδυνο δάσος· αυτό σίγουρα ήταν όνειρο.»
«Η Πάρνα μεταφέρθηκε στα μπουντρούμια,» είπε ο Άλαντμιν, «και μια θεραπεύτρια περιποιήθηκε το τραύμα στον ώμο σου, που είχε πάλι ανοίξει.»
Η Νίθρα αναστέναξε και προσπάθησε να περάσει τα χέρια της μέσα στα μανίκια της ρόμπας. Το αριστερό μπήκε εύκολα, αλλά το δεξί– «Μεγάλη Θεά!» έτριξε τα δόντια. «Δεν μπορώ να το σηκώσω.»
Ο Άλαντμιν τη βοήθησε και, ύστερα, της έφερε τον πάνινο βρόχο. Εκείνη τον κρέμασε από το λαιμό της και ακούμπησε το χέρι της στο κύρτωμά του· ο πόνος στον δεξή της ώμο μειώθηκε κάπως. Η Νίθρα ανέπνευσε πιο ελεύθερα.
«Θέλεις να σου φέρουν τίποτα να φας;» τη ρώτησε ο Άλαντμιν.
Η Νίθρα αναστέναξε. «Δεν έχω όρεξη για φαγητό, αλλά, υποθέτω, πρέπει να φάω κάτι. Και πρέπει να κάνω κι ένα μπάνιο, και να μιλήσω και με την Πάρνα.»
«Όλα με τη σειρά τους. Σήκω πρώτα.» Ο Άλαντμιν τής έδωσε το χέρι του, αλλά εκείνη δεν το χρειαζόταν· σηκώθηκε σχετικά άνετα.
Οι υπηρέτες ετοίμασαν το λουτρό για τη Βασίλισσά τους, γεμίζοντας τη λεκάνη με ζεστό νερό, σαπούνι, και αρωματικά έλαια· και, καθώς εκείνη πλενόταν, της έφεραν πρόγευμα: καρύδια, μέλι, γάλα, φρεσκοψημένο ψωμί, και βούτυρο. Η Νίθρα τελείωσε το μπάνιο της, σκουπίστηκε με το ένα χέρι, φόρεσε καθαρά εσώρουχα και ρόμπα, και βγήκε, για να καθίσει στο τραπέζι που την περίμενε. Ο Άλαντμιν τής έκανε παρέα καθώς έτρωγε· ο ίδιος, όμως, δεν έφαγε πολύ και, γενικά, έμοιαζε σκεπτικός. Η Νίθρα, αντιθέτως, ανακάλυψε ότι είχε περισσότερη όρεξη απ’ό,τι, αρχικά, νόμιζε· καταβρόχθισε σχεδόν τα πάντα που βρίσκονταν απλωμένο εμπρός της και έγλειψε τα δάχτυλά της από το βούτυρο και το μέλι.
«Θέλω να μιλήσω με την Πάρνα τώρα,» είπε, πίνοντας τις τελευταίες γουλιές γάλατος από την αργυρή της κούπα.
«Θα κατεβώ στα μπουντρούμια,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν, «να δω σε τι κατάσταση βρίσκεται.»
*
Η Πάρνα είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, αλλά, ξυπνώντας μέσα σ’ένα σκοτεινό, υπόγειο κελί, μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Η Νίθρα και ο Άλαντμιν την είχαν μεταφέρει σε κάποια μπουντρούμια. Απορώ γιατί δε με σκότωσαν. Τι θέλουν από εμένα; Πληροφορίες; Πληροφορίες για το πώς να εντοπίσουν και να ξεπαστρέψουν τους Λυκολάτρες; Δεν πρόκειται να μιλήσω! Όσο και να προσπαθήσουν, δεν πρόκειται να μιλήσω! Και θα σπάσω τα ίδια μου τ’αφτιά, προτού αφήσω τη Νίθρα να χρησιμοποιήσει τα Χαρίσματά της επάνω μου!
Εκείνο, όμως, που δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει ήταν πώς το σχέδιό της είχε αποτύχει. Πώς ο καταραμένος ο Άλαντμιν είχε καταφέρει να λυθεί; Πώς; Ήταν βέβαιη πως είχε δέσει τα σχοινιά στα χέρια και στα πόδια του πολύ καλά, και εκείνος δεν είχε καμία λεπίδα κρυμμένη επάνω του –τον είχε ψάξει!
Η Πάρνα έκανε πέρα-δώθε μέσα στο κελί, καθώς όλα τούτα βασάνιζαν το μυαλό της· τελικά, όμως, κάθισε σε μια γωνιά και περίμενε, έχοντας ακουμπισμένους τους πήχεις στα γόνατά της. Αργά ή γρήγορα, κάποιος θα ερχόταν να της μιλήσει, αλλιώς δε θα την είχαν κρατήσει ζωντανή.
Έσφιξε τη δεξιά της γροθιά. Νίθρα, ελεεινή, τρισάθλια σκύλα, έπρεπε να σε είχα σκοτώσει αμέσως! Έτσι, τουλάχιστον, ακόμα κι αν ο Άλαντμιν με αιχμαλώτιζε στο τέλος, θα είχα πάρει την εκδίκησή μου· θα είχα εκδικηθεί για τον Δόλβεριν!
Δόλβεριν… ω, Δόλβεριν… Να πεθάνεις έτσι! Και να μην καταφέρω ούτε καν να αποδώσω δικαιοσύνη για το φόνο σου…
Δεν ήξερε τι ώρα ήταν, όταν άκουσε βήματα να πλησιάζουν το κελί της. Ύψωσε το βλέμμα της, χωρίς να σηκωθεί. Στο καγκελωτό παραθυράκι της πόρτας φάνηκε το πρόσωπο του Άλαντμιν.
«Πώς είσαι, Πάρνα;» ρώτησε.
Εκείνη έμεινε σιωπηλή.
«Η Νίθρα θέλει να σου μιλήσει.»
Η Πάρνα διατήρησε τη σιωπή της για μερικές στιγμές, αλλά, μετά, αποκρίθηκε: «Πες της να πάει να γαμηθεί.»
«Αυτό δε θα ήταν και τόσο ευγενικό να το πω στη Βασίλισσα του Νούφρεκ.»
Η Πάρνα δε μίλησε.
«Την έχεις παρεξηγήσει. Δε συμβαίνει αυτό που πιστεύεις. Η Νίθρα δεν σκότωσε τον Δόλβεριν.»
Το βλέμμα που του έριξε ήταν γεμάτο μίσος. «Είσαι συνεργός της· ό,τι κι αν πεις, δεν έχει σημασία για μένα. Μιλάς σαν να μιλάς σε τοίχο.»
«Είσαι τόσο βέβαιη ότι η Νίθρα είναι δολοφόνος, που αρνείσαι καν ν’ακούσεις τι έχουν οι άλλοι να σου πουν; Την είδες η ίδια να σκοτώνει τον Δόλβεριν;»
Η Πάρνα δε μίλησε.
«Ούτε εσύ την είδες ούτε κανένας άλλος,» είπε ο Άλαντμιν. «Επομένως, τι σε κάνει τόσο σίγουρη ότι η Νίθρα τον σκότωσε; Πες μου, Πάρνα! –τι σε κάνει τόσο σίγουρη;»
Η Λύκαρχος σηκώθηκε, απότομα. «Τα ψέματά της φτάνουν! Άλλα είπε στον Θόρενλορ, άλλα στη μητέρα μου, άλλα στον Έπαρχο Τάκμιν! Και είναι προφανές ότι σχεδίαζε από την αρχή να καθίσει στο θρόνο. Ήθελε να εκδικηθεί την Καλβάρθα κι όλη της την οικογένεια, επειδή την εξόρισαν από το Νούφρεκ!»
«Την Καλβάρθα, ναι. Με τον Δόλβεριν, όμως, δεν είχε ποτέ τίποτα. Τον Δόλβεριν πάντα τον αγαπούσε, και τον θεωρούσε άξιο να διοικήσει–»
«Αλλά θεωρούσε τον εαυτό της καλύτερο, ε;»
«Όχι. Άκουσέ με και μην–»
«Ποιο από τα ψέματά της να πιστέψω, Άλαντμιν;»
«Να πιστέψεις αυτά που είπε στον Θόρενλορ, γιατί ήταν αλήθεια,» τόνισε ο Αρχικατάσκοπος.
Η Πάρνα γέλασε. «Ναι… αυτά που τώρα σας συμφέρει.»
Ο Άλαντμιν κούνησε το κεφάλι. «Αυτή είναι η αλήθεια, Πάρνα. Η αλήθεια.»
«Και γιατί δεν είπε και στη μητέρα μου την αλήθεια; Γιατί δεν της είπε ότι ο Δόλβεριν είναι νεκρός; Γιατί, μάλιστα, είπε, συγκεκριμένα, πως ο Δόλβεριν θα ήταν καλή επιλογή για να καθίσει στο θρόνο;»
«Γιατί το πιστεύει!»
«Μα ήταν νεκρός, όταν το είπε αυτό! Γιατί το είπε, Άλαντμιν; Γιατί;»
«Έλα να τη ρωτήσεις η ίδια.»
«Καλό αστείο, αλλά δε σκοπεύω να την αφήσω να χρησιμοποιήσει την Πειθώ της επάνω μου.»
«Τόσο ισχυρογνώμων που είσαι στο συγκεκριμένο θέμα, δε νομίζω ότι καμία Πειθώ θα μπορούσε να σε μεταστρέψει,» είπε ο Άλαντμιν. «Οπότε, μην ανησυχείς· είσαι ασφαλής.»
Η Πάρνα ρουθούνισε, αποδοκιμαστικά, και κάθισε πάλι στη γωνία του κελιού.
«Η Νίθρα δεν σκότωσε τον Δόλβεριν· τα Κτήνη των Βάλτων τον σκότωσαν. Ο Νουτκάλι τον σκότωσε.»
«Τότε, γιατί είπε ψέματα στη μάνα μου, Άλαντμιν;» φώναξε η Πάρνα.
«Διότι δεν της είχε αναφέρει τίποτα για τον Φανλαγκόθ και τον Νουτκάλι· είχε πει ότι είναι Εκλεκτή της Λιάμνερ Κρωθ.»
«Άλλο ένα ψέμα!» σφύριξε η Πάρνα.
«Αναγκαίο, όμως.»
«Όλοι έτσι δε λένε;»
«Ναι, γιαυτό πρέπει κανείς να μπορεί να κρίνει,» τόνισε ο Άλαντμιν.
«Οι επιτηδευμένες σου προσβολές δε με θίγουν. Φύγε από μπροστά μου, προδότη!»
Ο Άλαντμιν αναστέναξε. «Λυπάμαι που το λέω αυτό, Πάρνα, αλλά ή θα έρθεις μαζί μου με το καλό ή με τη βία.»
Εκείνη δεν αποκρίθηκε.
«Όπως επιθυμείς.» Το πρόσωπο του Αρχικατάσκοπου χάθηκε από το καγκελωτό παραθυράκι.
Σε λίγο, η πόρτα άνοιξε και τρεις στρατιώτες μπήκαν, επιχειρώντας ν’αρπάξουν την Πάρνα και να τη βγάλουν από το κελί. Εκείνη πάλεψε να τους ξεφύγει, αλλά τη χτύπησαν, με ξύλινα ρόπαλα, και τη σώριασαν στο πέτρινο πάτωμα. Το ελαφρύ τραύμα στο πλάι του κεφαλιού της (το οποίο της είχε προκαλέσει ο Άλαντμιν, όταν πάλεψαν μέσα στο σιδηρουργείο) άνοιξε ξανά. Οι στρατιώτες τράβηξαν τα χέρια της πίσω απ’την πλάτη και της πέρασαν αλυσίδα, ενώ εκείνη τους έβριζε με τις χειρότερες βρισιές που γνώριζε. Ένας τους την κλότσησε, άγρια, στην πλάτη, και η Πάρνα γρύλισε, νιώθοντας όλο της το σώμα να παραλύει· σωριάστηκε πάλι στο δάπεδο, το μάγουλό της άγγιξε μια κρύα πλάκα.
«Τι κάνεις, εσύ εκεί;» φώναξε, εξαγριωμένος, ο Άλαντμιν, από κάπου όπου η Λύκαρχος δεν μπορούσε να τον δει. «Ζώο! Δε σας είπα, όχι άσκοπα χτυπήματα; Είσαι κουφός, στρατιώτη;»
«Με συγχωρείτε, Άρχοντά μου…» μουρμούρισε μια τραχιά φωνή.
«Φύγε απο δώ!» γρύλισε ο Άλαντμιν. «Εξαφανίσου! Θα συζητήσουμε το θέμα μετά.»
Η Πάρνα είδε ένα ζευγάρι μπότες να φεύγουν.
«Οι άλλοι δύο, σηκώστε την σαν άνθρωποι και οδηγήστε την στα διαμερίσματα της Βασίλισσας. Κουνηθείτε!»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε κάποιος, και η Πάρνα αισθάνθηκε χέρια να την τραβάνε από την αλυσίδα της. Ορθώθηκε μετά δυσκολίας, νιώθοντας ακόμα την πλάτη της μουδιασμένη· οι στρατιώτες, όμως, δεν την πίεσαν: την άφησαν να σηκωθεί με την ησυχία της. Και ύστερα, την έβγαλαν από το κελί, ενώ εκείνη παραπατούσε. Τον Άλαντμιν δεν τον είδε πουθενά· πρέπει να ήταν κάπου πίσω της.
Η Πάρνα δεν τους έφερε αντίσταση, καθώς την οδήγησαν επάνω σε σκάλες και μέσα σε διαδρόμους. Με τις άκριες των ματιών της, έβλεπε φρουρούς και υπηρέτες να την παρατηρούν, και, αν έκρινε από τις όψεις τους, μάλλον τους τρόμαζε τους περισσότερους.
Τα μάτια της, όμως, δεν κοίταζαν μονάχα αυτούς, αλλά και τα ξιφίδια που κρέμονταν από τις ζώνες των στρατιωτών οι οποίοι τη συνόδευαν. Αν κατάφερνε ν’αρπάξει ένα από αυτά και να το μπήξει στο στήθος της Νίθρα, όταν ήταν κοντά της….
Μια πόρτα άνοιξε και οι στρατιώτες την έσπρωξαν μέσα σ’ένα μεγάλο καθιστικό, πολυτελώς στολισμένο, όπως θα περίμενε κανείς στα βασιλικά διαμερίσματα. Αντίκρυ της Λυκολάτρισσας, η Βασίλισσα του Νούφρεκ καθόταν σε μια πολυθρόνα, με το δεξί της χέρι περασμένο μέσα σ’έναν πάνινο βρόχο ο οποίος κρεμόταν από το λαιμό της. Φορούσε ένα μακρύ, μεταξωτό, μπλε φόρεμα, και τα πορφυρά της μαλλιά έπεφταν λυτά στους ώμους της· μια κοκάλινη χτένα τα κρατούσε μακριά από το μέτωπό της.
Τα χέρια της Πάρνα βρίσκονταν αλυσοδεμένα πίσω από την πλάτη της, αλλά η αλυσίδα ήταν αρκετά μακριά, είχε διαπιστώσει η Λύκαρχος: έτσι, αν έστριβε τον κορμό της προς τα δεξιά ή προς τ’αριστερά, μπορούσε να χειριστεί όπλο, έστω και αδέξια. Και άξιζε μια προσπάθεια, για να σκοτώσει αυτή την ψυχρή φόνισσα.
Άρπαξε το ξιφίδιο του στρατιώτη που βρισκόταν δεξιά της –και που, επί του παρόντος, έκανε υπόκλιση μπροστά στη σκύλα– και έτρεξε καταπάνω στη Νίθρα. Η αλυσίδα της ξέφυγε από το χέρι του ξαφνιασμένου άντρα που την κρατούσε χαλαρά καθώς υποκλινόταν.
«Όχι!» αντήχησε η φωνή του Άλαντμιν.
Η Νίθρα ύψωσε το αριστερό της χέρι και είπε: «Πίσω, Πάρνα! Πίσω!»
Και η Πάρνα αισθάνθηκε το ίδιο της το σώμα να αντιδρά, να αρνείται να υπακούσει στη θέλησή της –και να πετάγεται πίσω, όπως είχε προστάξει η Βασίλισσα.
Οι στρατιώτες έπεσαν αμέσως επάνω στη Λύκαρχο, χτυπώντας τη με τα ρόπαλά τους και προσπαθώντας να πάρουν το ξιφίδιο απ’το χέρι της.
«Ανφρακιανοί μπάσταρδοι!» ούρλιαξε η Πάρνα, σπαθίζοντας τον έναν στα τυφλά. «Θα σας σκοτώσω και τους δύο!»
«Άσε το όπλο σου να πέσει, Πάρνα! Άσε το όπλο σου να πέσει!» Η φωνή της Νίθρα ήχησε σαν τη φωνή της ίδιας της Λιάμνερ Κρωθ μέσα στο δωμάτιο, και η Λυκολάτρισσα υπάκουσε, παρά τη θέλησή της. Το ουρλιαχτό που βγήκε από τα χείλη της ήταν θηριώδες· η οργή την είχε τυφλώσει.
«Βγείτε απ’το δωμάτιο,» πρόσταξε η Νίθρα τους στρατιώτες. Εκείνοι δίστασαν, αλλά η Βασίλισσα επανέλαβε την προσταγή της. Οι δύο άντρες έφυγαν, και ο Άλαντμιν μπήκε, με το σπαθί του γυμνολέπιδο.
«Σε έφερα εδώ για να συζητήσουμε, Πάρνα,» είπε, «αλλιώς θα σε είχαμε ήδη σκοτώσει.»
«Δεν έχω τίποτα να πω μαζί σας!» γρύλισε η Λυκολάτρισσα, και τα μάτια της ήταν κατακόκκινα, καθώς ατένιζαν τη Νίθρα· τα δόντια της έτριζαν, οι φλέβες χτυπούσαν στον κρόταφό της, και ο λαιμός της ήταν σφιγμένος.
Μοιάζει, σκέφτηκε η Βασίλισσα, σαν τους Λυκοπαρμένους, για τους οποίους λένε οι ιέρειες της Μεγάλης Θεάς –τους ανθρώπους που τους έχει καταλάβει ο Λύκος τόσο πολύ, ώστε ν’αρχίσουν να μεταμορφώνονται οι ίδιοι σε λύκους. Η Νίθρα, φυσικά, δεν πίστευε αυτές τις προκαταλήψεις –υπήρχαν μονάχα για να τρομάζουν τον απλό λαό, και να τον κρατάνε στην Ιερά Οδό της Θεάς–, αλλά όφειλε να παρατηρήσει ότι, αν κάποιος θρησκόληπτος ατένιζε τη γυναίκα εμπρός της, σίγουρα για Λυκοπαρμένη θα την περνούσε.
«Πάρνα…» είπε η Βασίλισσα.
«Φόνισσα,» γρύλισε η Πάρνα. «Αν το άχρηστο τομάρι σου έχει την παραμικρή αξιοπρέπεια, διάλεξε όπλο κι ας λύσουμε εδώ και τώρα τη διαφορά μας!»
«Δυστυχώς, θα πρέπει να αρνηθώ,» αποκρίθηκε η Νίθρα, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία της και να απαντήσει με ήρεμο και ευγενικό τρόπο. «Φοβάμαι ότι δεν είμαι ξιφομάχος–»
«Μα δε χρειάζεται να είσαι ξιφομάχος· μπορώ να σε σκοτώσω και με τα ίδια μου τα χέρια, αν έτσι το προτιμάς!» Η αλυσίδα της Πάρνα κροτάλισε πίσω της, καθώς οι γροθιές της σφίχτηκαν και παρουσιάστηκαν δίπλα στα πλευρά της.
«Κι επιπλέον,» συνέχισε η Νίθρα, σαν η Λύκαρχος να μην την είχε διακόψει, «δεν έχουμε καμία διαφορά να λύσουμε. Δεν σκότωσα τον Δόλβεριν, και… και με προσβάλλει το γεγονός ότι τολμάς να λες ότι εγώ τον σκότωσα!» φώναξε. «Δε με προσβάλλουν οι άδειες κι ανούσιες βρισιές σου, Πάρνα, αλλά αυτό –αυτό με προσβάλλει!»
«Ωραία, τότε! Λύσε με και προσπάθησε να με σκοτώσεις με όποιο όπλο θέλεις. Αλλά μη χρησιμοποιείς τα σιχαμένα Χαρίσματά σου επάνω μου –δε θα σε ωφελήσουν, φόνισσα!»
Η Νίθρα ορθώθηκε. «Ανόητη Λυκολάτρισσα, αν ήθελα να σε σκοτώσω, δε θα χρειαζόμουν όπλα!» Και, επικαλούμενη το Κοσμικό Κέλευσμα, πρόσταξε: «Λύσου απ’τη μέση της και τυλίξου γύρω απ’το λαιμό της.»
Η Πάρνα είδε τη ζώνη της να λύνεται, να πετάγεται επάνω, σαν να είχε ξαφνικά αποκτήσει δική της ζωή και βούληση, και να αρχίζει να την πνίγει. Αισθάνθηκε το λάρυγγά της να συνθλίβεται από μια υπερφυσική δύναμη, και έκρωξε άναρθρα, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγει.
«Μην την πνίξεις,» είπε η Νίθρα, και η ζώνη χαλάρωσε.
Η Πάρνα διπλώθηκε, βήχοντας σπασμωδικά· και, όταν μπόρεσε, είπε: «Είναι λάθος… είναι λάθος, φόνισσα, που μ’αφήνεις να ζήσω. Κάθε στιγμή που ζω… έχω μια ευκαιρία ακόμα να σε σκοτώσω.»
Η Νίθρα κάθισε πάλι στην πολυθρόνα της. «Δε θ’ακούσεις τι έχω να πω;»
«Η Πειθώ σου–»
«Δε θα χρησιμοποιήσω Πειθώ επάνω σου.»
«Κι εγώ πού το ξέρω;»
«Θα πρέπει να μ’εμπιστευτείς–»
Η Πάρνα γέλασε, ξερά. «Ναι, φόνισσα…»
«–αλλά, ακόμα κι αν ήθελα να χρησιμοποιήσω Πειθώ πάνω σ’ένα αγρίμι σαν κι εσένα, δε νομίζω ότι θα πετύχαινα και πολλά, στην κατάσταση που βρίσκεσαι. Η Πειθώ επηρεάζει τους λογικούς, όχι τους αλλόφρονες.»
«Δεν πιστεύω ούτε μία –ούτε μία!– λέξη που βγαίνει από το στόμα σου.»
«Πάρνα,» είπε ο Άλαντμιν, «θα σε ρωτήσω πάλι: Γιατί είσαι τόσο πεπεισμένη ότι η Νίθρα σκότωσε τον Δόλβεριν;»
«Σου είπα!» Τα μάτια της γυάλισαν, καθώς στράφηκε να τον κοιτάξει.
«Μου είπες ότι η Νίθρα είπε άλλα στον Θόρενλορ, άλλα στην Αρχόντισσα Ομάλθα, και άλλα στον Έπαρχο Τάκμιν. Αυτό δεν αποδεικνύει ότι σκότωσε τον Δόλβεριν· ή, αν το αποδεικνύει, πώς το αποδεικνύει;»
«Στη μητέρα μου, είπε ότι είναι ζωντανός! Δεν είμαι τόσο ηλίθια, Άλαντμιν· δεν μπορείς να με μπερδέψεις, λέγοντάς μου τα ίδια πράγματα!»
«Πάρνα,» είπε η Νίθρα, «δεν είπα στη μητέρα σου ότι είναι ζωντανός.»
«Ψεύτρα!»
«Της είπα, νομίζω, ότι θα ήταν καλή επιλογή για το θρόνο–»
«Ενώ τον είχες ήδη δολοφονήσει!»
«Δεν τον είχα δολοφονήσει,» επέμεινε η Νίθρα. «Η αλήθεια είναι αυτά που είπα στον Θόρενλορ–»
«Στον Θόρενλορ, που μετά τον πρόδωσες, στέλνοντας στρατό εναντίον του!»
«Δεν τον έστειλα εγώ· ο Τάκμιν τον έστειλε· και δυστυχώς, τότε, δεν μπορούσα να τον αποτρέψω. Τώρα, όμως, έχω ανακαλέσει τους συγκεκριμένους μαχητές και, καθώς μιλάμε, προελαύνουν προς την Έρλεν. Θα τους δεις όταν έρθουν· ή μπορείς, αν θες, να ρωτήσεις τους Λυκολάτρες.»
«Λες και θα μ’αφήσεις να φύγω…»
«Δε σκοπεύω να σε κρατήσω εδώ. Δε σε θέλω εχθρό μου, Πάρνα· ούτε εσένα ούτε τους Λυκολάτρες. Κι αυτό, αν μ’άκουγαν οι ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ να το λέω, θα με αποκαλούσαν αντίθεη, θα με αφόριζαν, και θα φρόντιζαν για την εκθρόνισή μου.»
«Και τι θέλεις; Να σε λυπηθώ;»
«Δε χρειάζομαι τη λύπησή σου· εκείνο που χρειάζομαι είναι να καταλάβεις ότι δε σκότωσα τον Δόλβεριν, και να λήξει ετούτη η γελοία υπόθεση! Έχω σημαντικότερα προβλήματα στο κεφάλι μου. Ο Βασιληάς Σίλγκερομ του Άνφρακ, σύντομα, θα βρίσκεται μέσα στα σύνορα του Νούφρεκ –αν δεν βρίσκεται ήδη.»
«Με συγχωρείς που σε αποσπώ από τα σημαντικά σου προβλήματα,» είπε ειρωνικά η Πάρνα, στενεύοντας τα μάτια, «αλλά αισθάνομαι ολίγον εξοργισμένη από τους φόνους σου… Σκότωσέ με, και τελείωνε μαζί μου!»
«Γιατί είσαι έτσι προκατειλημμένη προς εμένα; Δε σου απέδειξα ότι δεν είμαι εναντίον των Λυκολατρών; Δεν σου είπα ότι έχω προστάξει το στράτευμα του Τάκμιν να υποχωρήσει; Και, για τελευταία φορά, Πάρνα… δεν σκότωσα τον Πρίγκιπα Δόλβεριν. Με προσβάλλει το γεγονός ότι πιστεύεις κάτι τέτοιο. Τον είδα να πεθαίνει από τα Κτήνη των Βάλτων, και ορκίστηκα να εκδικηθώ για το θάνατό του.»
«Και τι έκανες;»
«Έδιωξα τον Νουτκάλι από το Νούφρεκ. Βλέπεις τον ψευδοπροφήτη πουθενά στο Βασίλειό μου; Αν τον δεις, ειδοποίησέ με, για να τον κυνηγήσω σαν σκύλο.»
Η Πάρνα έμεινε σιωπηλή, κοιτάζοντας το χαλί. Μήπως είχε παρεξηγήσει τη Νίθρα; Μήπως, τελικά, δεν είχε σκοτώσει εκείνη τον Δόλβεριν;
Είπε ότι πρόσταξε τους στρατιώτες να υποχωρήσουν… το έχει κάνει, άραγε; Μπορώ να το μάθω, αν πάω εκεί. Αν με αφήσει ελεύθερη. Θα με αφήσει, αναρωτιέμαι, ή είναι όλο λόγια;
Αλλά, αν δε σκόπευε να την αφήσει, γιατί να έμπαινε στον κόπο να προσπαθεί να την πείσει ότι δε σκότωσε τον Δόλβεριν; Δε θα ήταν πιο απλό να τη δολοφονήσει κι αυτήν, όπως τον Πρίγκιπα; Εκτός αν ήθελε να την κρατήσει φυλακισμένη… Γιατί, όμως; Αν η Ομάλθα μάθαινε –και κάποτε, αναμφίβολα, θα το μάθαινε– ότι η Βασίλισσα κρατούσε την κόρη της στα μπουντρούμια, αυτό θα διέλυε το Νούφρεκ· δεν ήταν κανείς να παίζει με την Έπαρχο της Βόλγκρεν: όλοι το ήξεραν τούτο, ακόμα κι η Νίθρα.
Λες, λοιπόν, να έχω άδικο;
Η Πάρνα ύψωσε το βλέμμα της, για να κοιτάξει τη Βασίλισσα. «Θα με ελευθερώσεις; Θέλω να διαπιστώσω μόνη μου αν, όντως, απέσυρες τους στρατιώτες του Τάκμιν από τα δάση.»
Η Νίθρα παρατήρησε –επιτέλους– λογική στα μάτια της Λύκαρχου· η οργή της έμοιαζε να την έχει εγκαταλείψει. «Θα σε ελευθερώσω.»
Ίσως να πρόκειται για κόλπο, συλλογίστηκε η Πάρνα, καθώς καχυποψία γέμιζε το βλέμμα της. Αλλά, αν είναι κόλπο, θα το ανακαλύψω. Θα δούμε ποια είναι η πιο έξυπνη, Νίθρα…
«Και…» πρόσθεσε η Βασίλισσα, «θα το σκεφτείς, τουλάχιστον, ότι μπορεί να μη σκότωσα τον Δόλβεριν;»
«Το έχω ήδη σκεφτεί.»
Κάτι είναι κι αυτό, παρατήρησε η Νίθρα.
Το μεσημέρι, οι κατάσκοποι της της ανέφεραν κάτι ανησυχητικό: ένας Ανφρακιανός στρατός τριάντα χιλιάδων μαχητών (σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους) προέλαυνε προς τη Βόλγκρεν. Πόσο μακριά βρισκόταν; ρώτησε αμέσως η Ομάλθα, αν και αντιλαμβανόταν ότι δεν κινδύνευε από το στράτευμα, αφού η πόλη της ήταν υπό την κατοχή των δυνάμεων του Έπαρχου Τάκμιν.
«Σε τρεις-τέσσερις ημέρες πρέπει, λογικά, να είναι εδώ, Αρχόντισσά μου,» απάντησε ο κατάσκοπος.
Η Ομάλθα αναρωτήθηκε αν ο Διοικητής Βάθλιν –ένας Ανφρακιανός άντρας, ανώτατος αρχηγός των δυνάμεων του Έπαρχου Τάκμιν στη Βόλγκρεν– γνώριζε για το ερχόμενο φουσάτο. Αν δε γνώριζε, πάντως, η Αρχόντισσα δεν σκόπευε να τον ενημερώσει για τίποτα· θα το μάθαινε όταν ήταν η ώρα να το μάθει.
Και ούτε κανένας άλλος ήταν ανάγκη να το ξέρει ακόμα. Μονάχα στο σύζυγό της το ανέφερε, όταν αποσύρθηκαν στα διαμερίσματά τους, μετά από το μεσημεριανό γεύμα.
Ο Κένκορ καθόταν σε μια πολυθρόνα, μπροστά απ’το παράθυρο, έχοντας το πόδι του ριγμένο επάνω στον δεξή, ξύλινο βραχίονα του καθίσματος, και καπνίζοντας αρωματικό καπνό απ’τη μακριά του πίπα, που ήταν λαξευμένη στο σχήμα λυκοκεφαλής. «Νέα από τη Νίθρα ακόμα δεν έχουμε,» παρατήρησε, έχοντας ακούσει ό,τι είχε να του πει η Έπαρχος.
Η Ομάλθα διέσχισε το δωμάτιο, κρατώντας ένα ποτήρι με νερωμένο κρασί στα χέρια, και κάθισε στο πέτρινο περβάζι του παραθύρου. «Εννοείς αν πήρε τον έλεγχο του Βασιλείου…»
Ο Κένκορ ένευσε. «Απ’αυτό θα εξαρτηθεί αν πρέπει ν’ανησυχήσουμε για το ερχόμενο στράτευμα. Γιατί, αν η Νίθρα έχει πάρει τον έλεγχο, τότε θα πρέπει να το αποκρούσουμε. Αν, όμως, ο Τάκμιν είναι ακόμα Βασιληάς, τότε δε χρειάζεται να κάνουμε τίποτα, εφόσον οι δυνάμεις κατοχής του βρίσκονται στην πόλη μας.»
«Κατ’αρχήν, δεν είμαστε βέβαιοι ότι η Έρλεν έχει πέσει. Ίσως η Καλβάρθα να εξακολουθεί να κάθεται στο θρόνο.»
«Πραγματικά, το πιστεύεις αυτό, με τις δυνάμεις που διαθέτει η Νίθρα;»
Η Ομάλθα δίστασε λίγο· μετά, είπε: «Όχι,» και ήπιε μια γουλιά κρασί.
Ο Κένκορ άλλαξε θέμα. «Η Πάρνα χάθηκε πάλι.»
«Το ξέρω,» είπε η Ομάλθα. «Δεν την καταλαβαίνω καθόλου πια, Κένκορ. Φοβάμαι ότι κάτι της συμβαίνει.»
«Πάντοτε ήταν περίεργη.»
«Ναι, αλλά…» Η Ομάλθα κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Κάτι με ενοχλεί.» Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο. «Ίσως νάναι κι αυτός ο ανήλιαγος ουρανός…»
*
Το απόγευμα, ενώ σκοτείνιαζε, ένας ιππέας έφτασε στη Βόλγκρεν, δηλώνοντας ότι ερχόταν από την Έρλεν και ότι έφερνε σημαντικά μαντάτα για την Έπαρχο Ομάλθα αλλά και για τον Γενικό Διοικητή Βάθλιν. Έτσι, η Κυρά της Πόλης των Μύθων και ο αρχηγός των δυνάμεων κατοχής συνάντησαν τον αγγελιαφόρο στη μεγάλη αίθουσα του Ανακτόρου του Αρχέγονου Σεληνόφωτος.
«Αρχόντισσά μου,» είπε εκείνος, υποκλινόμενος μπροστά στην Ομάλθα που καθόταν στο Θρόνο του Δάσους· και: «Άρχοντά μου,» υποκλινόμενος στον Διοικητή Βάθλιν, ο οποίος στεκόταν δίπλα απ’το θρόνο. «Οφείλω, αρχικά, να σας ενημερώσω ότι ο Έπαρχος Τάκμιν Άνραλεν, της Σάλγκρινεβ, είναι νεκρός, και Βασίλισσα του Νούφρεκ είναι η Νίθρα Ρίνκιλ. Ο Στρατάρχης Ρέλγκριν Κόβρεν την υποστηρίζει, και σας προστάζει, Διοικητή Βάθλιν, να πράξετε το ίδιο. Επίσης, σας ζητά να επιτρέψετε στους μαχητές της Βόλγκρεν να ξαναοπλιστούν. Ο στρατός σας εδώ δεν είναι πλέον δύναμη κατοχής, αλλά αποτελεί μέρος του Νουφρεκιανού στρατεύματος.»
«Όπως προστάζει ο Στρατάρχης,» αποκρίθηκε ο Βάθλιν, αλλά η Ομάλθα μπορούσε να δει την έκπληξη στο πρόσωπό του. Αναμφίβολα, ο διοικητής αναρωτιόταν πώς ήταν ποτέ δυνατόν ο Στρατάρχης Ρέλγκριν να είχε παραδώσει την εξουσία στη Νίθρα, ύστερα από το θάνατο του Τάκμιν. Αλλά κι εγώ αναρωτιέμαι. Ακόμα και με το Χάρισμα της Πειθούς, κάτι τέτοιο πρέπει να ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Από την άλλη, βέβαια, η Νίθρα είναι Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς… και όσα πράττει το αποδεικνύουν. Η Ομάλθα αισθανόταν εντυπωσιασμένη. Γνώριζε ότι ορισμένες από τις ιέρειες μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τη Μεγάλη Μητέρα, καθώς επίσης και όλες οι Ιερές Αναζητήτριες, αλλά Εκλεκτή της Λιάμνερ Κρωθ δεν είχε δει ποτέ στη ζωή της. Είχε ακούσει ότι υπήρχαν μονάχα σε θρύλους· αλλά, τελικά, φαίνεται πως κάθε θρύλος κρύβει και τη δική του αλήθεια…
«Επίσης,» συνέχισε ο αγγελιαφόρος, με επίσημο τόνο και ύφος, «η Βασίλισσα Νίθρα προστάζει όλες τις πρώην δυνάμεις κατοχής, καθώς και πέντε χιλιάδες από τους μαχητές της Βόλγκρεν, να κατευθυνθούν στην Έρλεν.»
Όχι! σκέφτηκε η Ομάλθα, αλλά δεν άφησε το ξάφνιασμα να φανεί στο πρόσωπό της. Αν στείλουμε τόσους μαχητές στην πρωτεύουσα, δε θα μπορούσε να αμυνθούμε κατά του ερχόμενου Ανφρακιανού στρατού. Η Νίθρα, μάλλον, δε γνωρίζει πόσο κοντά μας είναι ο εχθρός.
«Μαντατοφόρε,» είπε η Έπαρχος, «αυτό που ζητά η Βασίλισσα είναι αδύνατο.»
«Δε σας καταλαβαίνω, Αρχόντισσά μου…»
«Το μεσημέρι, πληροφορήθηκα ότι ένα Ανφρακιανό στράτευμα τριάντα χιλιάδων μαχητών πλησιάζει τη Βόλγκρεν.» Μουρμουρητά άρχισαν ν’αντηχούν στην αίθουσα του θρόνου. «Αν στείλω στην Έρλεν δέκα χιλιάδες στρατιώτες –υπολογίζοντας και τις πρώην δυνάμεις κατοχής–, τότε οι πέντε χιλιάδες που θ’απομείνουν εδώ θα είναι ανίκανες να υπερασπιστούν την πόλη και τα εδάφη μου.»
«Θα επιθυμούσατε να μεταφέρω κάποιο μήνυμα στη Βασίλισσα, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ο αγγελιαφόρος, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση.
«Όχι,» αποκρίθηκε η Ομάλθα· «θα πάω στην Έρλεν αυτοπροσώπως. Πότε φεύγεις, μαντατοφόρε;»
«Αύριο, με την αυγή, Αρχόντισσά μου.»
«Θα συνταξιδέψουμε, λοιπόν.» Στρεφόμενη σ’έναν από τους υπηρέτες της, είπε: «Συνοδέψτε τον αγγελιαφόρο στον ξενώνα και φροντίστε για την πρέπουσα φιλοξενία του.»
Ο υπηρέτης υποκλίθηκε, και εκείνος κι ο μαντατοφόρος της Βασίλισσας βγήκαν από τη μεγάλη αίθουσα. Ο Διοικητής Βάθλιν τούς μιμήθηκε, καθώς ο Κένκορ, ο Σέλφελιν, και η Τάλρυ πλησίαζαν την καθισμένη στο Θρόνο του Δάσους Έπαρχο της Βόλγκρεν.
«Γιατί δε μας το είχες πει αυτό, μητέρα;» ρώτησε ο δεύτερος. Ο γιος της πάντα ήθελε να τα γνωρίζει όλα. Ήταν το πρώτο της παιδί και επίσημός της διάδοχος, και έπαιρνε αυτό το ρόλο πολύ σοβαρά.
«Ποιο πράγμα;»
«Μιλάω για τον ερχόμενο Ανφρακιανό στρατό.»
«Θα το μαθαίνατε, αργά ή γρήγορα,» αποκρίθηκε η Ομάλθα. «Και, αν ο Τάκμιν εξακολουθούσε να είναι Βασιληάς, δε θα είχε μεγάλη σημασία. Τώρα, όμως, το καθεστώς άλλαξε…»
«Μητέρα,» είπε η Τάλρυ, «αφού ο προδότης είναι νεκρός, δε θα έπρεπε, κανονικά, η Καλβάρθα να κάθεται πάλι στο θρόνο;»
«Κανονικά, ναι.»
«Δηλαδή, η Νίθρα είναι επίσης προδότρια!» είπε, έντονα, η Τάλρυ, σαν όλοι, εκτός από εκείνη, να το είχαν παραβλέψει τούτο.
«Κατά κάποιο τρόπο…»
«Και θα την υποστηρίξεις; Θα υποστηρίξεις μια προδότρια;»
«Θα είναι, αναμφίβολα, καλύτερη από την Καλβάρθα.»
«Μα, μητέρα–!» έκανε η Τάλρυ.
«Σιωπή,» τη διέκοψε η Ομάλθα. «Δε θα μου υποδείξει η κόρη μου πώς να διοικήσω.»
Η Τάλρυ κοκκίνισε, από μια μίξη προσβολής και θυμού.
«Ξέρεις τι με παραξενεύει εμένα, Ομάλθα;» είπε ο Κένκορ. «Η υπόθεση με τον Δόλβεριν. Όταν η Νίθρα ήταν εδώ, θυμάσαι τι μας είπε; Ότι πιστεύει πως ο Δόλβεριν θα ήταν καλός για να καθίσει στον Θρόνο του Αετού.»
Η Ομάλθα ένευσε, καταλαβαίνοντας τι προβλημάτιζε το σύζυγό της. «Το θυμάμαι.»
«Τι έγινε, ξαφνικά; Έπαψε να είναι αρκετά καλός για να βασιλέψει;»
«Φαίνεται πως η Νίθρα σχεδίαζε περισσότερα απ’όσα μας αποκάλυψε,» είπε η Ομάλθα. «Ή ίσως ο Δόλβεριν να σκοτώθηκε, στην πολιορκία.»
«Ίσως.»
«Ναι, κι εγώ το αμφιβάλλω. Και γιαυτό θα πάω στην Έρλεν: όχι μόνο για να εξηγήσω, προσωπικά, την κατάστασή μας στη Νίθρα, αλλά και για να μάθω τι έχει συμβεί στην πρωτεύουσα, από πρώτο χέρι.»
«Και, όταν φτάσει εδώ το Ανφρακιανό φουσάτο, μάλλον θα λείπεις,» είπε ο Σέλφελιν.
«Θα υπάρχουν, όμως, αρκετές δυνάμεις στην πόλη, ώστε να την προφυλάξουν για καιρό· και, επιστρέφοντας, θα έχω στο πλευρό μου το στρατό της Βασίλισσας. Πιστεύω ότι μπορείτε να κρατήσετε τη Βόλγκρεν ως τότε.»
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτό, μητέρα.»
«Εγώ ανησυχώ, πάντως,» δήλωσε η Τάλρυ.
«Εσύ πάντα ανησυχείς,» της είπε ο Σέλφελιν.
Η Τάλρυ ήταν έτοιμη ν’απαντήσει, αλλά η Ομάλθα τούς διέκοψε: «Αρκετά. Πρέπει να ετοιμαστώ για το ταξίδι.» Σηκώθηκε απ’το Θρόνο του Δάσους.
«Ποιος θα σε συνοδέψει;» τη ρώτησε ο Σέλφελιν.
«Θα πάρω μαζί μου δύο σωματοφύλακες. Δε νομίζω ότι θα χρειαστώ περισσότερη προστασία.»
*
«Η Νίθρα Ρίνκιλ με τρομάζει,» είπε ο Κένκορ, βηματίζοντας μέσα στο υπνοδωμάτιο, ενώ η Ομάλθα ετοίμαζε το σάκο της, για το ταξίδι στην Έρλεν. Δε θα έπαιρνε μαζί της άχρηστα πράγματα· μόνο τα απαραίτητα: μια αλλαξιά ταξιδιωτικά ρούχα για παν ενδεχόμενο, τρεις αλλαξιές εσώρουχα, ένα επίσημο φόρεμα, για να παρουσιαστεί στην Αυλή της Βασίλισσας, ένα φιαλίδιο με διακριτικό άρωμα, μερικά κοσμήματα, και ένα ξιφίδιο κι ένα ξίφος, μήπως και υπήρχε ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Φαγητό θα κανόνιζαν να πάρουν οι σωματοφύλακές της.
«Κι εμένα,» αποκρίθηκε η Ομάλθα. «Αλλά είμαι βέβαιη πως κάπου θέλεις να καταλήξεις…»
«Αν σκότωσε τον Δόλβεριν, προκειμένου να αποκτήσει το θρόνο, ή αν έχει φυλακίσει αυτόν, την Καλβάρθα, και τον Μέριλεβ, δε θα ήταν φρόνιμο να της εναντιωθείς. Ούτε καν να υπονοήσεις ότι θα μπορούσες να της εναντιωθείς.»
«Νομίζεις ότι θα με δολοφονήσει, αν το κάνω;»
«Είμαι σχεδόν σίγουρος.»
«Μην ανησυχείς,» είπε η Ομάλθα· «δε θα της εναντιωθώ.» Στράφηκε να τον κοιτάξει. «Αν διοικεί καλά, Κένκορ, αυτό μου αρκεί. Ύστερα από το θάνατο της Σιγκέλθα, το Βασίλειο πηγαίνει απ’το κακό στο χειρότερο· φτάσαμε στο σημείο να κινδυνεύουμε να υποταχθούμε στους Ανφρακιανούς. Η Καλβάρθα δεν ήταν ικανή Βασίλισσα· η Νίθρα θα είναι καλύτερη: και ανήκει στον Οίκο των Ρίνκιλ, μην ξεχνάς.»
«Δεν το ξεχνάω· αλλά, αφού κάθισε στο θρόνο εξοστρακίζοντας όλους τους άλλους διαδόχους, αργά ή γρήγορα, θα έχουμε πρόβλημα, γιατί κάποιοι θα προσπαθήσουν να την εκθρονίσουν. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που εποφθαλμιούν το στέμμα· πόσο μάλλον όταν ο μονάρχης δεν είναι νόμιμος διάδοχος.»
«Η Νίθρα είναι Εκλεκτή της Λιάμνερ Κρωθ.»
«Εύχομαι αυτό να μπορεί να τους συγκρατήσει.»
«Έχει θεϊκές δυνάμεις, Κένκορ,» είπε η Ομάλθα, «και το έχει αποδείξει. Εγώ πιστεύω πως, αν η Θεά πορεύεται στο πλευρό της, είναι αδύνατον να χάσει το θρόνο. Και θα κυβερνήσει καλά.»
Ο σύζυγός της δεν αποκρίθηκε· κάθισε δίπλα στο τζάκι και άναψε τη πίπα του.
Η Ομάλθα έβαλε τα τελευταία πράγματα στο σάκο της και τον έκλεισε. Πέρασε ένα ξίφος κι ένα ξιφίδιο σε μια μαύρη, πλατιά ζώνη και την κρέμασε στην κρεμάστρα, δίπλα στη ντουλάπα. Ύστερα, πλησίασε τον Κένκορ, πλάι στη φωτιά, και στάθηκε από πάνω του, λέγοντας: «Μην ανησυχείς τόσο. Αν κάτι πάει στραβά, θα βρούμε τρόπο να το αντιμετωπίσουμε… όπως πάντα.»
Ο Κένκορ έτριψε την κνήμη της πάνω απ’το νυχτικό. «Άμα είσαι καλά, δεν ανησυχώ για τίποτα.» Έβγαλε το τσιμπούκι του απ’το στόμα, φυσώντας καπνό απ’τα ρουθούνια.
Η Ομάλθα κάθισε κοντά του. «Δώσε μου ένα φιλί, προτού φύγω.»
Ο Κένκορ άφησε τη λυκόσχημη πίπα του παραδίπλα· πέρασε το δεξί του χέρι πίσω απ’το λαιμό της και, φέρνοντας το πρόσωπό της μπροστά στο δικό του, τα χείλη τους συναντήθηκαν. Προτού χωρίσουν, η Ομάλθα βρισκόταν ξαπλωμένη ανάσκελα, στο χαλί πλάι στο τζάκι, και εκείνος ήταν από πάνω της.
«Είπα, ένα φιλί,» τον πείραξε, τσιμπώντας τα πλευρά του.
«Το φιλί είναι υποκειμενικός όρος, αγάπη μου. Αυτό είναι φιλί.» Φίλησε τα χείλη της, πεταχτά. «Αλλά κι αυτό φιλί είναι.» Τη φίλησε, πιο έντονα και πιο χρονοβόρα· η γλώσσα του έπαιξε με τη δική της.
«Το δεύτερο είναι καλύτερο από το πρώτο,» σχολίασε η Ομάλθα και, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω του, τον τράβηξε ακόμα πιο κοντά της.
Αργότερα, κοιμήθηκαν πλάι στη φωτιά του τζακιού, σκεπασμένοι με την κουβέρτα που ο Κένκορ έφερε από το κρεβάτι. Ο γαλήνιος ύπνος τους, όμως, δεν κράτησε για πολύ, γιατί κάποιος χτύπησε την εξώπορτα των διαμερισμάτων, ζητώντας την Αρχόντισσα της Βόλγκρεν.
Τι είναι πάλι αυτό; αναρωτήθηκε η Ομάλθα, καθώς γλιστρούσε έξω απ’την κουβέρτα και φορούσε, βιαστικά, το νυχτικό και τη ρόμπα της. Βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο και διέσχισε το καθιστικό. Άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε έναν υπηρέτη.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε· και πρέπει, από την όψη της, να φαινόταν ότι ήταν ενοχλημένη, γιατί ο άντρας θέλησε αμέσως να δικαιολογηθεί.
«Με συγχωρείτε που σας ανησυχώ τέτοια ώρα, Αρχόντισσά μου. Δε θα το έκανα αν δε μου έλεγαν ότι είναι επείγον. Ένας στρατός έχει φτάσει στην πόλη, ερχόμενος από την Ήανβαν.»
Η Ομάλθα συνοφρυώθηκε. «Από την Ήανβαν;» Τι σχέση είχε η Ήανβαν, η οποία βρισκόταν, κυριολεκτικά, στην άλλη άκρη του Νούφρεκ;
«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου. Λένε ότι είναι εδώ για να ενισχύσουν τον Αρχιστράτηγο Σάνλον κατά του προδότη Έπαρχου Τάκμιν. Τουλάχιστον, αυτές τις διαταγές έχουν…»
Λίγο αργά έφτασαν, σκέφτηκε η Ομάλθα. Αλλά, βέβαια, η Ήανβαν βρισκόταν μακριά, άρα τούτο δεν ήταν παράλογο. Κι εξάλλου, η πολιορκία θα μπορούσε να είχε κρατήσει ως τώρα, αν η Νίθρα δεν είχε παρέμβει.
Πριν από περίπου δέκα ημέρες, άλλος ένας στρατός είχε έρθει στη Βόλγκρεν, δηλώνοντας πως ήταν εδώ για να βοηθήσει κατά του Τάκμιν –ένας στρατός από την Άζλεντεν· πέντε χιλιάδες μαχητές. Η Ομάλθα είχε προστάξει τον διοικητή αυτού του φουσάτου να επιστρέψει στην πόλη του, γιατί η δική της πόλη είχε ήδη κατακτηθεί, όπως θα μπορούσε να δει από τις σημαίες που κυμάτιζαν στα τείχη της. Ο άντρας τής είχε ρίξει ένα βλέμμα που υποδήλωνε ότι, μάλλον, αναρωτιόταν αν η Έπαρχος της Βόλγκρεν ήταν προδότρια του Βασιλείου, σε συμμαχία με τον Έπαρχο Τάκμιν. Ωστόσο, δεν έφερε αντίρρηση, φυσικά, και την επόμενη ημέρα αποχώρησε.
Ετούτη τη φορά, όμως, δε με συμφέρει να διώξω το φουσάτο… «Θα κατεβώ στην αίθουσα του θρόνου, για να μιλήσω με τον αρχηγό του στρατεύματος,» είπε στον υπηρέτη. «Ζήτησέ του να με περιμένει εκεί.»
«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος.
Η Ομάλθα έκλεισε την πόρτα και στράφηκε στο εσωτερικό των διαμερισμάτων της, για να δει τον Κένκορ να στέκεται στο κατώφλι του υπνοδωματίου.
«Περισσότεροι πολεμιστές για την προστασία της Βόλγκρεν;» της είπε.
Η Ομάλθα μειδίασε. «Πρέπει να διαβάζεις το μυαλό μου.»
*
Το Ανάκτορο του Αρχέγονου Σεληνόφωτος ήταν ήσυχο, καθώς η Ομάλθα βάδιζε μέσα στους διαδρόμους, ντυμένη μ’ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα, με σχίσιμο στη δεξιά κνήμη και φαρδιά μανίκια με κρόσσια. Στ’αφτιά της γυάλιζαν αργυρά σκουλαρίκια στο σχήμα ημισελήνων, και τα γκρίζα της μαλλιά ήταν καλοχτενισμένα και πιασμένα μ’ένα ξύλινο πιαστράκι πίσω απ’το κεφάλι της. Δε θα κατέβαινε στην αίθουσα του θρόνου με το νυχτικό της, ασφαλώς· όφειλε να διατηρεί μια εικόνα για τον εαυτό της. Το παρουσιαστικό είναι η μισή δύναμη ενός άρχοντα.
Οι φρουροί στην είσοδο έκλιναν τα κεφάλια, καθώς η Έπαρχος της Βόλγκρεν πέρασε ανάμεσά τους, μπαίνοντας στη μεγάλη αίθουσα. Στο κέντρο του δωματίου στεκόταν ένας ψηλόλιγνος άντρας, ο οποίος αμέσως στράφηκε στο μέρος της μόλις άκουσε τα βήματά της. Ήταν μελαχρινός, με μακριά μαλλιά και γένι, και ντυμένος στρατιωτικά, με πανοπλία και χιτώνιο.
«Η Αρχόντισσα Ομάλθα Λάνσεν!» ανακοίνωσε, μεγαλόφωνα, ένας από τους φρουρούς.
Ο άγνωστος άντρας υποκλίθηκε, έχοντας το δεξί χέρι στη μέση. «Αρχόντισσά μου.»
«Χαίρετε, κύριε…»
«Άρυμεβ,» συστήθηκε ο πολεμιστής. «Στρατηγός του στρατεύματος από την Ήανβαν. Ήρθαμε, Αρχόντισσά μου, προκειμένου να σας ενισχύσουμε κατά των δυνάμεων του Επάρχου Τάκμιν, αλλά, καθώς βλέπουμε, η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά.»
«Ναι, κύριε Στρατηγέ,» αποκρίθηκε η Ομάλθα, «έχει αλλάξει. Παρακαλώ, όμως, καθίστε.» Έδειξε το τραπέζι, με μια ευγενική χειρονομία, ενώ, συγχρόνως, παρατηρούσε ότι το κράνος του άντρα ήταν ήδη ακουμπισμένο εκεί και μια κούπα βρισκόταν πλάι του. «Θα θέλατε οι υπηρέτες μου να σας φέρουν κάτι;»
«Όχι, όχι· ευχαριστώ, Αρχόντισσά μου. Μου έχουν φέρει κρασί,» είπε ο Άρυμεβ, και κάθισε εκεί όπου –υπέθετε η Ομάλθα– καθόταν και πριν.
Η Έπαρχος της Βόλγκρεν πήρε θέση κοντά του. «Ο Έπαρχος Τάκμιν είναι νεκρός,» τον πληροφόρησε, «και η Βασίλισσα Νίθρα Ρίνκιλ κάθεται στο Θρόνο του Αετού. Ο Στρατάρχης Ρέλγκριν, ο οποίος μέχρι πρότινος υπηρετούσε τον Τάκμιν τώρα υπηρετεί εκείνη· γιατί η Βασίλισσα Νίθρα δεν είναι μια τυχαία γυναίκα, θα πρέπει να ξέρετε, κύριε Στρατηγέ: είναι Εκλεκτή της Λιάμνερ Κρωθ.»
«Ιέρεια, Αρχόντισσά μου; Νόμιζα ότι οι ιέρειες απαγορεύεται να έχουν, συγχρόνως, και πολιτικά αξιώματα.»
«Όχι, δεν είναι ιέρεια· είναι κάτι τελείως διαφορετικό, και ανώτερο, υποθέτω.»
Ο Άρυμεβ ήπιε μια γουλιά κρασί, μοιάζοντας συλλογισμένος.
«Έχω, όμως, ένα πρόβλημα, κύριε Στρατηγέ, στο οποίο ελπίζω να με βοηθήσετε.»
«Θα κάνω ό,τι δύναμαι, Αρχόντισσά μου. Ωστόσο, αυτό εξαρτάται και από τη φύση του προβλήματός σας· οι διαταγές μου ήταν σαφείς όταν ήρθα εδώ, και τώρα που δεν υφίσταται πλέον εχθρός….»
«Εχθρός υφίσταται,» τον διαβεβαίωσε η Ομάλθα· «αυτό είναι και το πρόβλημά μου.»
Ο Άρυμεβ ύψωσε το δεξί του φρύδι, ερωτηματικά. «Τι εχθρός;»
«Ένα Ανφρακιανό φουσάτο τριάντα χιλιάδων μαχητών βρίσκεται μερικές ημέρες μακριά της Βόλγκρεν. Η Βασίλισσα Νίθρα, μη γνωρίζοντάς το αυτό, ζήτησε να στείλω στην πρωτεύουσα δέκα χιλιάδες μαχητές. Προφανώς, αν το πράξω, θα αφήσω την πόλη μου απροστάτευτη: εύκολη βορά για τους Ανφρακιανούς. Έτσι, αύριο κιόλας φεύγω για την Έρλεν, ώστε να μιλήσω προσωπικά με τη Βασίλισσα. Από εσάς, κύριε Στρατηγέ, θα ήθελα να μείνετε εδώ μέχρι να επιστρέψω, και να βοηθήσετε στην προστασία της πόλης, αν υπάρξει ανάγκη.»
«Πόσοι είναι οι πολεμιστές σας, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε ο Άρυμεβ.
«Δεκαπέντε χιλιάδες, αυτή τη στιγμή.»
«Με τους δικούς μου, θα είναι είκοσι. Αν οι Ανφρακιανοί αριθμούν τριάντα χιλιάδες, αποκλείεται να πάρουν τη Βόλγκρεν. Φτάνει να μη μείνουμε για πολύ καιρό κλεισμένοι πίσω απ’τα τείχη και αρχίσουν τα παράπλευρα προβλήματα, όπως ασθένειες και έλλειψη τροφίμων.»
«Μην ανησυχείτε γι’αυτό· δε σκοπεύω ν’αργήσω. Όταν επιστρέψω, θα έχω στρατό στο πλευρό μου.»
«Πολύ καλά,» είπε ο Άρυμεβ· «συμφωνώ να μείνω στην πόλη σας, Αρχόντισσά μου.»
«Έχετε τις ευχαριστίες μου.» Η Ομάλθα σηκώθηκε όρθια, δίνοντάς του το χέρι της.
Ο Άρυμεβ σηκώθηκε επίσης, και αντάλλαξαν μια σύντομη αλλά δυνατή χειραψία. «Η Λιάμνερ Κρωθ μαζί σας, Αρχόντισσά μου. Και με συγχωρείτε που σας σήκωσα μια τέτοια ώρα· είχα έρθει βιαστικά. Πρόσταξα τους μαχητές μου να μην κατασκηνώσουν απόψε, αφού βρισκόμασταν τόσο κοντά στη Βόλγκρεν και η βοήθειά μας ίσως να ήταν κρίσιμη.»
«Είστε πολύ πιστός στο καθήκον σας, κύριε Στρατηγέ. Δε θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, όποια ώρα κι αν ερχόσασταν στο παλάτι μου.»
Η Ομάλθα επέστρεψε στα διαμερίσματά της και βρήκε τον Κένκορ καθισμένο πάλι κοντά στη φωτιά.
«Η άμυνα της πόλης μας μόλις βελτιώθηκε κατά πέντε χιλιάδες πολεμιστές,» τον πληροφόρησε, βγάζοντας τα παπούτσια της.
«Δεν έφερε καμια αντίρρηση ο Στρατηγός;»
«Όχι· ήταν πολύ συνεργάσιμος. Αλλά τώρα νομίζω ότι πρέπει να κοιμηθώ λίγο· η αυγή δεν είναι μακριά.»
Ο μικρός της γιος, Νίτβοριν, δήλωσε το πρωί ότι ήθελε να έρθει μαζί της στην Έρλεν, και η Ομάλθα δεν του το αρνήθηκε. Θα ήταν καλύτερα στην πρωτεύουσα, υπέθετε, απ’ό,τι εδώ, όπου σύντομα θα έφτανε το φουσάτο των Ανφρακιανών· κι επιπλέον, ο Νίτβοριν είχε ήδη ετοιμαστεί. Όταν η Έπαρχος τον συνάντησε στην αίθουσα του θρόνου, φορούσε ταξιδιωτικά ρούχα και είχε ένα σάκο περασμένο στον ώμο, ενώ από τη ζώνη του κρεμόταν ένα λαξευτό ξιφίδιο.
«Εντάξει,» του είπε η Ομάλθα, «έλα. Αλλά δε θα κάνεις του κεφαλιού σου· θα ρωτάς πρώτα.»
«Ναι,» απάντησε εκείνος, μοιάζοντας ενοχλημένος από τον τρόπο της μητέρας του. Και ίσως να έχει δίκιο, σκέφτηκε εκείνη· δεν είναι τόσο μικρός πλέον. Έχει κλείσει τα δεκαπέντε, και δε μου έχει δώσει ποτέ λόγο για να πιστεύω ότι κάνει του κεφαλιού του… σε αντίθεση με την Πάρνα, η οποία έχει σχεδόν τα διπλάσιά του χρόνια! Πού είναι αυτή η κοπέλα;
Η Ομάλθα έσκυψε και φίλησε το μάγουλο του Νίτβοριν. Ύστερα, χαιρέτησε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της και βγήκε στον κήπο του Ανακτόρου του Αρχέγονου Σεληνόφωτος, πηγαίνοντας στον στάβλο, όπου την περίμεναν ο αγγελιαφόρος της Βασίλισσας και οι δύο σωματοφύλακές της.
«Καλημέρα, Αρχόντισσά μου,» είπε ο πρώτος, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση.
«Το άλογό σας είναι έτοιμο, Αρχόντισσά μου,» είπε ένας σταβλίτης, τραβώντας το ζώο από τα γκέμια.
Η Ομάλθα χάιδεψε τη μακριά, μαύρη χαίτη του και αποκρίθηκε: «Ετοίμασε άλλο ένα άλογο για το γιο μου.»
Σε λίγο, οι πέντε τους βγήκαν έφιπποι από τον κήπο του παλατιού, διέσχισαν τις κεντρικές οδούς της πόλης, και πέρασαν την ανατολική πύλη και τη γέφυρα του Δασοπόταμου, συναντώντας τη δημοσιά και ακολουθώντας την μέσα από τα δάση. Ως το τέλος της ημέρας, είχαν βγει από την Επαρχία της Βόλγκρεν και βρεθεί στην Επαρχία της Έρλεν. Κατασκήνωσαν παράπλευρα του λιθόστρωτου δρόμου, ανάβοντας φωτιές και στήνοντας σκηνές. Δεν απείχαν πλέον παρά άλλης μίας ημέρας ιππασία από την πρωτεύουσα του Νούφρεκ.
Πριν από δύο ώρες, είχαν περάσει δίπλα από έναν χωματόδρομο, κάθετο στη δημοσιά, τον οποίο η Αρχόντισσα Ομάλθα δεν είχε ούτε καν προσέξει. Αυτόν το δρόμο, όμως, η κόρη της, Πάρνα, είχε ακολουθήσει το πρωί, καβάλα στο άλογο που της έδωσε η Βασίλισσα Νίθρα όταν την άφησε να φύγει από την Έρλεν. Και τώρα, είχε φτάσει στα δάση της Βόλγκρεν και, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις της ως Λυκομύστης, ακολουθούσε τα Σημάδια που την καθοδηγούσαν. Ταξίδευε εδώ με τρόπους που ένας όχι μυημένος ήταν αδύνατον να ταξιδέψει. Ωστόσο, η νύχτα είχε πλέον πέσει και η Πάρνα έπρεπε να ξεκουραστεί, Λυκομύστης ή μη. Επίσης, το άλογό της χρειαζόταν ανάπαυση.
Κατέβηκε από τη ράχη του ζώου και ήταν έτοιμη να του λύσει τη σέλα, όταν άκουσε θόρυβο, τον οποίο απόρησε πώς δεν είχε ακούσει από πριν. Πρέπει να ήμουν πολύ βουτηγμένη στις σκέψεις μου. Κακό αυτό, αν τύχει να παρουσιαστεί κίνδυνος. Η Πάρνα έδεσε το άλογό της σ’ένα κλαρί και αφουγκράστηκε.
Φωνές πολλών ανθρώπων. Σίγουρα, όχι Λυκολατρών· οι Λυκολάτρες δε θα έκαναν τέτοια φασαρία. Στρατιώτες, μάλλον.
Η Νίθρα μού είπε ψέματα! Οι πολεμιστές του Τάκμιν δεν έχουν φύγει. Αλλά, τότε, γιατί να με στείλει εδώ; Μήπως με παρακολουθεί κάποιος; Η Πάρνα τράβηξε τα Δόντια του Λύκου από τη μέση της (ο Άλαντμιν τής τα είχε επιστρέψει, προτού εγκαταλείψει την Έρλεν) και περιστράφηκε, κοιτάζοντας γύρω-γύρω, προσεκτικά, μέσα στις σκιές και πίσω απ’τις φυλλωσιές. Η γαλήνη που επικρατούσε ετούτες τις ημέρες την ξάφνιασε γι’ακόμα μια φόρα… και δεν πρόσεξε τίποτα να χαλάει αυτή τη γαλήνη. Όχι, δε με ακολουθούν… Τι συνέβαινε, τότε;
Θηκάρωσε τα Δόντια και κατευθύνθηκε, αθόρυβα, προς τη μεριά απ’όπου έρχονταν οι φωνές, προχωρώντας σκυφτή και προσπαθώντας να καλύπτεται πίσω απ’τη βλάστηση. Λίγο παρακάτω, ατένισε φωτιές και σταμάτησε. Γύρω από τις φωτιές, στρατιώτες βρίσκονταν κατασκηνωμένοι. Η Πάρνα ήταν σε ψηλότερο επίπεδο εδάφους απ’αυτούς. Έπεσε στα τέσσερα, πίσω από έναν θάμνο, παρατηρώντας τους. Δεν πρέπει να ήταν περισσότεροι από πεντακόσιοι στο σύνολό τους. Είχαν δύο σημαίες καρφωμένες στο χώμα, αλλά δεν κυμάτιζαν, γιατί δεν είχε αέρα απόψε, έτσι το έμβλημα επάνω τους δε φαινόταν· η Πάρνα, όμως, δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ήταν το έμβλημα του Έπαρχου Τάκμιν.
Η Νίθρα μού είπε ψέματα. Γιατί;
Άκουσε ένα βήμα πίσω της, και στράφηκε, ξεθηκαρώνοντας ένα Δόντι του Λύκου.
«Ποια είσαι;» σφύριξε ένας άντρας, έχοντας το τόξο του τεντωμένο. Δεν μπορεί να ήταν από το στρατό του Τάκμιν.
Η Πάρνα κατέβασε την κουκούλα της κάπας της και τον ζύγωσε.
Εκείνος την αναγνώρισε. «Λύκαρχε Πάρνα…» είπε, ξαφνιασμένος και κατεβάζοντας το όπλο του.
«Ποιοι είναι αυτοί οι στρατιώτες;» τον ρώτησε η Πάρνα, θηκαρώνοντας το Δόντι στη ζώνη της.
«Μαχητές του Έπαρχου Τάκμιν· νόμιζα ότι θα το ήξερες.»
«Δεν έχουν φύγει;»
«Γιατί να έχουν φύγει;» απόρησε ο άντρας. «Έχουν βαλθεί να μας ξεπαστρέψουν όλους!» Τώρα, υπήρχε οργή στη φωνή του. «Κινούνται με προσοχή μέσα στα δάση, Λύκαρχε, γιατί μας φοβούνται, αλλά δεν μπορούμε να τους απωθήσουμε· είναι πάρα πολλοί. Ακόμα και με τη βοήθεια που έχουμε από άλλα άντρα λύκων, δεν είναι δυνατόν να τους εμποδίζουμε για πάντα.»
Γιατί η Νίθρα μού είπε ψέματα; «Τους έχετε προκαλέσει απώλειες;»
Ο άντρας ένευσε. «Πολλές. Αλλά αυτό δεν κάνει τα πράγματα ευκολότερα για μας· απλά, κάνει εκείνους πιο επιφυλακτικούς.»
«Ο Λύκαρχος Θόρενλορ είναι καλά;»
«Ναι.»
«Πού βρίσκεται τώρα;»
«Στο άντρο του. Πηγαίνεις να τον συναντήσεις;»
«Ναι,» είπε η Πάρνα, κι άρχισε να βαδίζει προς τα εκεί όπου είχε αφήσει το άλογό της.
Ο άντρας την ακολούθησε. «Θα ήθελες, Λύκαρχε, να μείνω κοντά σου, σε περίπτωση που αρχίσεις να γίνεσαι σκιά;»
«Τι πράγμα;» Η Πάρνα τον κοίταξε παραξενεμένη πάνω απ’τον ώμο της.
«Υπάρχουν άνθρωποι που χάνονται στον ύπνο τους. Εξαφανίζονται. Γίνονται σκιές. Αν, όμως, κάποιος προλάβει και τους ξυπνήσει, τότε σώζονται. Δεν ξέρουμε γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά σ’το ορκίζομαι, Λύκαρχε, δεν το βγάζω απ’το μυαλό μου. Ίσως οι ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ να έχουν ρίξει κάποια διαβολική κατάρα επάνω μας…»
Η Πάρνα θυμήθηκε κάτι που της είχε πει ο Λύκαρχος Σάρενλιν, την τελευταία φορά που τον είχε συναντήσει: «Ένας από τους Λυκολάτρες μου κοιμόταν, με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ένα δέντρο, και άρχισε να χάνεται, να γίνεται σκιά, μέχρι που ένας άλλος τον σκούντησε και τον ξύπνησε.»
«Σε πιστεύω. Το έχω ξανακούσει. Αλλά, όχι, δε νομίζω ότι οι ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ έχουν ρίξει κατάρα επάνω μας.»
«Τι νομίζεις, τότε, Λύκαρχε;» ρώτησε ο άντρας, καθώς έφταναν κοντά στο άλογο της Πάρνα.
Ο Σάρενλιν είπε πως φταίει η εξαφάνιση του ήλιου… «Δεν είμαι βέβαιη, αλλά τον τελευταίο καιρό ο κόσμος… έχει αλλάξει. Δεν το νιώθεις; Ο ήλιος δεν είναι πλέον στον ουρανό, ούτε το φεγγάρι, κι αυτή η αφύσικη γαλήνη» –κοίταξε τριγύρω, τους κορμούς, τις φυλλωσιές, το σκοτάδι– «κυριαρχεί σ’όλη την ύπαιθρο. Ναι, στην ύπαιθρο περισσότερο απ’ό,τι στις πόλεις…»
Ο άντρας δεν αποκρίθηκε· έμοιαζε φοβισμένος. Αναμφίβολα, αισθανόταν κι εκείνος ότι κάτι είχε αλλάξει. Κάτι ριζικό, στην ίδια τη φύση του κόσμου.
Η Πάρνα έβγαλε τη σέλα του αλόγου της, για να το ξεκουράσει, και, ύστερα, κάθισε κάτω από ένα δέντρο, σηκώνοντας την κουκούλα της στο κεφάλι και τυλίγοντας την κάπα γύρω της.
«Θα σας φρουρούμε, Λύκαρχε,» της είπε ο άντρας. «Υπάρχουν κι άλλοι εδώ, εκτός από εμένα.» Και, μ’ετούτα τα λόγια, χάθηκε μέσα στη σιγαλιά των δασών.
Η Πάρνα έδιωξε απ’το νου της όλες τις σκέψεις και κοιμήθηκε. Ωστόσο, ακόμα και καθώς κοιμόταν, μία από αυτές τις σκέψεις διαρκώς επέστρεφε, σαν επίμονο κουνούπι που πλησιάζει ξανά και ξανά για να τραφεί, όσες φορές κι αν το απομακρύνεις: Μου είπε ψέματα η Νίθρα; Αλλά η σκέψη δεν ερχόταν έτσι, με ευθύ τρόπο, παρά με πλάγιο, μέσα από όνειρα, στα οποία η Πάρνα αντίκριζε το πρόσωπο της Νίθρα και νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει τους συλλογισμούς της –ότι είχε σκοτώσει τον Δόλβεριν και είχε ευχαριστηθεί σκοτώνοντάς τον, ότι ήθελε να καταστρέψει τους Λυκολάτρες, ότι τους κορόιδευε όλους και εκείνοι ήταν τόσο ηλίθιοι, τόσο αφελείς, που κανένας δεν μπορούσε να ξεφύγει από την παγίδα της. Ή, η Πάρνα άκουγε τη Νίθρα να της ψιθυρίζει μέσα στο σκοτάδι, να της υπόσχεται πως θα διώξει τους στρατιώτες από τα δάση, πως θα βοηθήσει τους Λυκολάτρες, ενώ η Λύκαρχος γνώριζε ότι όλα τούτα ήταν ψέματα, ψέματα· μα, για κάποιο λόγο, δεν μπορούσε να αντιδράσει.
Το πρωί, ξύπνησε χωρίς κανένας να τη σκουντήσει ή να της μιλήσει. Άνοιξε τα μάτια και σηκώθηκε από τη θέση της δίπλα στο δέντρο. Τεντώθηκε, για να ξεπιαστεί, και σέλωσε το άλογό της, λύνοντάς το από το κλαρί όπου το είχε δέσει.
«Λύκαρχε.» Η Πάρνα άκουσε τα βήματα ενός Λυκολάτρη· η φωνή, όμως, δεν ήταν ίδια μ’εκείνου που της είχε μιλήσει χτες.
«Ναι.» Στράφηκε να τον αντικρίσει, καθώς καβαλίκευε το άλογό της.
«Ο στρατός του Έπαρχου φεύγει. Υποχωρεί.»
«Ολόκληρος;»
«Οι μονάδες που μπορούμε να δούμε, τουλάχιστον.»
Μήπως, τελικά, η Νίθρα είπε αλήθεια; Η Πάρνα αισθάνθηκε οργισμένη. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω την αλήθεια και το ψέμα πλέον! Όλα έχουν μπλεχτεί τόσο πολύ! Χτύπησε τα πλευρά του αλόγου της, με τα μποτοφορεμένα της πόδια, και, δίχως άλλη κουβέντα στον Λυκολάτρη που την είχε ενημερώσει για την υποχώρηση, άρχισε να ταξιδεύει προς το άντρο του Θόρενλορ.
Ακολουθώντας τα μονοπάτια, έφτασε στον προορισμό της πριν από το μεσημέρι. Το μέρος ήταν ένα σύμπλεγμα δέντρων, που όμοιό του η Πάρνα δεν είχε αντικρίσει πουθενά αλλού στο Νούφρεκ. Τα κλωνάρια, οι κορμοί, και οι φυλλωσιές έφτιαχναν κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινο οικοδόμημα: με μικρό παλάτι, γεμάτο περάσματα και εξώστες.
Καθώς αφίππευε, είδε ότι ο Θόρενλορ στεκόταν κοντά στην είσοδο, μιλώντας σε μια Λυκολάτρισσα, η οποία ένευσε και έφυγε, τρέχοντας… περνώντας δίπλα από την Πάρνα, που άφησε το άλογό της και διέσχισε τον φυτικό διάδρομο, ζυγώνοντας τον μυητή της στη θρησκεία του Λύκου. Έβγαλε την κουκούλα της, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό της.
Το χαμόγελο του Θόρενλορ ήταν τεράστιο, και ο Λύκαρχος την αγκάλιασε, γελώντας. «Είσαι ζωντανή!» αναφώνησε, και τη φίλησε στα χείλη. «Σήμερα φαίνεται πως είναι η μέρα όλων των καλών μαντάτων! Το πρωί, έμαθα ότι οι δυνάμεις του Έπαρχου Τάκμιν υποχωρούν, Πάρνα.»
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, νεύοντας, «κι εγώ το έμαθα, καθώς ερχόμουν. Και το ίδιο μού είχε πει κι η Νίθρα: ότι τους πρόσταξε να φύγουν από τα εδάφη σας.»
«Η Νίθρα; Πώς…; Πού συνάντησες τη Νίθρα; Και, κατ’αρχήν, τι έγινε με τη μονομαχία σου με την Τέμμιθα; Είναι νεκρή, έτσι;»
«Ναι, είναι νεκρή. Πάμε να καθίσουμε, και θα σου τα πω όλα.» Αισθανόταν όπως παλιά, όταν ο Θόρενλορ ήταν μυητής και εραστής της. Τότε, οι μέρες ήταν πιο ξέγνοιαστες, και το αίσθημα της συντροφικότητας ισχυρότερο –για εκείνη, τουλάχιστον. Τώρα, πολλά είχαν αλλάξει… και τον τελευταίο καιρό ακόμα κι ο ίδιος ο κόσμος μεταλλασσόταν, σαν να είχε βαρεθεί πια να κινείται, να είχε γεράσει, και να είχε αποφασίσει να γαληνέψει, να ρίξει μια βαριά σιωπή παντού γύρω του.
Ο Θόρενλορ οδήγησε την Πάρνα πάνω σ’ένα μεγάλο δέντρο, όπου μπορούσε κανείς ν’ανεβεί εύκολα, σχεδόν όπως θ’ανέβαινε στη ράμπα ενός πλοίου. Εκείνος κάθισε με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό και τα πόδια του τεντωμένα πάνω σ’ένα κλαδί· εκείνη καβάλησε ένα άλλο κλαδί, πλάι του, σταυρώνοντας τα πόδια της στον αστράγαλο και στηριζόμενη στις παλάμες της. Ο Θόρενλορ τής έδωσε ένα μήλο και η Πάρνα το δάγκωσε, ξεκινώντας να του διηγείται όλα όσα της είχαν συμβεί από τότε που προκάλεσε την Τέμμιθα σε μονομαχία.
«Ίσως η Νίθρα να λέει αλήθεια,» είπε ο Λύκαρχος, όταν άκουσε την ιστορία της. «Οι στρατιώτες, όντως, υποχωρούν· και, όταν εγώ είχα μιλήσει μαζί της, μου φάνηκε ότι λυπόταν αληθινά για το θάνατο του Δόλβεριν.»
«Έλα τώρα, Θόρενλορ· είναι Ομιλήτρια: μπορεί να προσποιηθεί ευκολότερα από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο!»
«Έχεις δίκιο, αλλά και πάλι δεν μπορούμε να την κατηγορήσουμε δίχως να είμαστε βέβαιοι. Πιστεύεις ότι θα ήταν σωστό;»
Ο Θόρενλορ είχε αρχίσει να της μιλά με το γνωστό δασκαλίστικο ύφος του –το ύφος που η Πάρνα δε συμπαθούσε. Αναστέναξε, και του είπε: «Δεν ξέρω…»
«Επιπλέον,» πρόσθεσε εκείνος, «πότε άλλοτε νομίζεις ότι ο μονάρχης του Νούφρεκ ήταν με το μέρος μας; Κανένας δεν είχε υποστηρίξει τους Λυκολάτρες.»
«Ούτε η Νίθρα θα μας υποστηρίξει ανοιχτά· θα το δεις.»
«Δεν πιστεύω, όμως, και να οργανώσει διωγμούς εναντίον μας.»
«Θα το κάνει το ιερατείο,» είπε η Πάρνα.
«Το ιερατείο πάντοτε το κάνει.»
«Είσαι με τη Νίθρα, λοιπόν;»
«Δε βλέπω λόγο να είμαι κατά της,» είπε ο Θόρενλορ. «Βλέπεις εσύ, Πάρνα; Ξέχνα, για λίγο, ότι μπορεί να σκότωσε τον Δόλβεριν. Βλέπεις κανένα λόγο να είμαστε κατά της;»
Σωστά, σκέφτηκε η Λύκαρχος· αν δεν είχα αυτή την υποψία, ότι τον δολοφόνησε, δε θα υπήρχε λόγος να είμαι κατά της… «Όχι,» παραδέχτηκε. «Αλλά, μέχρι να βεβαιωθώ ότι δεν τον σκότωσε, ποτέ δε θα την εμπιστευτώ. Εξάλλου, μην ξεχνάς πως, αν και δε στρέφεται εναντίον μας, δεν λατρεύει το Λύκο. Λατρεύει τη Λιάμνερ Κρωθ, και δηλώνει Εκλεκτή της. Εν ολίγοις, υποστηρίζει το ιερατείο της Θεάς και όλα τα κακά που ενυπάρχουν εκεί.»
«Είναι βασίλισσα του Νούφρεκ, Πάρνα…»
«Αναρωτιέμαι πότε θα εμφανιστεί ένας μονάρχης που θα υποστηρίξει ανοιχτά τη θρησκεία του Λύκου. Πιστεύεις ότι αυτή η ημέρα θα έρθει κάποτε, Θόρενλορ;»
«Μόνο όταν το ιερατείο της Λιάμνερ Κρωθ χάσει τη δύναμή του και οι ακόλουθοι του Λύκου πολλαπλασιαστούν.»
«Μιλάς σαν τους εναρμονισμένους αναμένοντες,» παρατήρησε η Πάρνα.
Ο Θόρενλορ μειδίασε. «Όχι,» διαφώνησε, «γιατί δεν είπα ότι πρέπει κιόλας να περιμένουμε μέχρι να συμβούν αυτά. Μπορούμε πάντα να δραστηριοποιηθούμε, για να επισπεύσουμε τα γεγονότα. Και, με τη Νίθρα στο θρόνο, έχουμε μεγάλο πλεονέκτημα.» Έβγαλε ένα μήλο από το σάκο του και το δάγκωσε.
Ο Ανιχνευτής σταμάτησε το άλογό του μπροστά στο Βασιληά. «Μια συνοδεία μάς πλησιάζει, Μεγαλειότατε. Φέρουν τη σημαία του Νούφρεκ.»
«Τον αετό με το στέμμα στα νύχια;»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
Ο Τάκμιν δε θα είχε στις σημαίες του το παλιό έμβλημα του Νούφρεκ, σκέφτηκε ο Βασιληάς Σίλγκερομ, κάνοντας νόημα στο στράτευμά του, που προέλαυνε επί της μεγάλης δημοσιάς, να σταματήσει.
«Πόσο μεγάλη είναι η συνοδεία;» ρώτησε τον ανιχνευτή.
«Μία άμαξα και δώδεκα καβαλάρηδες.»
«Αιχμαλωτίστε τους,» πρόσταξε ο Σίλγκερομ τη Στρατηγό Ερνάλυ, η οποία ίππευε πλάι του, ντυμένη με πανοπλία και κάπα, όπως κι εκείνος. Το κράνος της κρεμόταν από τη σέλα του αλόγου της και τα μαύρα, σγουρά της μαλλιά, που ήταν κομμένα αρκετά εκατοστά πάνω απ’τον ώμο, ανέμιζαν στο σιγανό, απογευματινό αεράκι. Το σταδιακά μειούμενο φως του ανήλιαγου ουρανού έκανε την ουλή στο δεξί της μάγουλο να μοιάζει πιο βαθιά και σκοτεινή. Ήταν βετεράνος, η Στρατηγός Ερνάλυ· είχε πολεμήσει κατά των μαυρόδερμων λαών της Χρ’νταλ, και εμπλακεί σε κάμποσες αψιμαχίες κατά των Ερνεφήκιων και των ανθρώπων της ερήμου. Ο Σίλγκερομ την εμπιστευόταν με τη ζωή του και με τη σταθερότητα του Βασιλείου του, και την αγαπούσε περισσότερο από τη σύζυγό του, Βασίλισσα Ρυάνκα, η οποία ήξερε για τη σχέση του Βασιληά με τη Στρατηγό, αλλά δε θύμωνε μαζί του, όποια γυναίκα κι αν έπαιρνε στο κρεβάτι του· γιατί κι εκείνη, φυσικά, είχε τους δικούς της εραστές, που ο Σίλγκερομ γνώριζε.
Η Ερνάλυ ένευσε και μετέφερε τη διαταγή του μονάρχη στους διοικητές της. Εκατό ιππείς εγκατέλειψαν το υπόλοιπο στράτευμα και κάλπασαν επάνω στη δημοσιά, ενώ ο Βασιληάς του Άνφρακ και η Στρατηγός του περίμεναν. Σε λίγο, κραυγές ακούστηκαν από απόσταση· αλλά, δυστυχώς, από ετούτο το σημείο όπου βρισκόταν ο Σίλγκερομ δεν υπήρχε ορατότητα, για να δει τι συνέβαινε· ευχόταν, μόνο, οι μαχητές του να μην είχαν επιτεθεί στη συνοδεία: δεν ήθελε νεκρούς. Αφουγκράστηκε, προσπαθώντας ν’ακούσει τον ήχο του ατσαλιού, μα αυτός δεν ήρθε στ’αφτιά του, και οι φωνές, σύντομα, έπαψαν. Τους αιχμαλώτισαν δίχως φασαρίες.
Οι ιππείς επέστρεψαν, φέρνοντας μαζί τους τη συνοδεία, η οποία ήταν ακριβώς όπως την είχε περιγράψει ο ανιχνευτής: μία άμαξα και δώδεκα καβαλάρηδες.
«Ποιος βρίσκεται στην άμαξα;» ρώτησε ο Σίλγκερομ τον διοικητή των ιππέων, ο οποίος ζύγωσε αυτόν και την Ερνάλυ.
«Ο Έπαρχος Τάκμιν, Μεγαλειότατε. Νεκρός.»
Ο Σίλγκερομ έσφιξε τη λαβή της σέλας του. Ο Τάκμιν; Νεκρός;
«Έτσι μας είπαν, Άρχοντά μου,» πρόσθεσε, βιαστικά, ο διοικητής, βλέποντας το αγριεμένο πρόσωπο του Βασιληά του. Όταν ο Σίλγκερομ θύμωνε, τα γαλανά του μάτια έμοιαζαν με δύο λίμνες φλεγόμενου νερού, και το γενειοφόρο του πρόσωπο μετατρεπόταν από αυτό ενός ήρεμου, στωικού ανθρώπου σ’αυτό ενός ξανθού δαίμονα-εκδικητή της Θεάς, σαν εκείνους που έλεγαν οι ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ ότι έρχονταν από τα υπόγεια βάθη της ηπείρου για να τιμωρήσουν τους απίστους και τους βλάσφημους.
«Η άμαξα,» είπε ο Σίλγκερομ, «να έρθει κοντά μου.»
Ο ιππέας έκλινε το κεφάλι κι απομακρύνθηκε, δίνοντας μια διαταγή. Η άμαξα πέρασε ανάμεσα από τους καβαλάρηδες και ζύγωσε τον Βασιληά του Άνφρακ· ο οδηγός της –ένας λιγνός, νευρώδης άντρας, με κοντά, μαύρα μαλλιά και καπέλο– έδειχνε φοβισμένος.
«Ποιον μεταφέρεις;» τον ρώτησε ο Σίλγκερομ.
«Τη σορό του Έπαρχου Τάκμιν Άνραλεν, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Βασιληάς αφίππευσε. «Δείξτη μου.»
«Βρίσκεται σε κατάσταση σήψης, Άρχοντά μου. Έχουν, βέβαια, οι ιέρειες προσπ–»
«Δείξτη μου.»
«Όπως επιθυμείτε.» Ο οδηγός κατέβηκε από τη θέση του και άνοιξε την πόρτα της άμαξας, αποκαλύπτοντας ένα ξύλινο φέρετρο στο εσωτερικό.
Ο Σίλγκερομ μπήκε και σήκωσε το σκέπασμα, κοιτάζοντας μέσα, τον νεκρό. Το πρόσωπο ήταν διαστρεβλωμένο από τα φαρμάκια των ιερειών της Θανής, αλλά ο Βασιληάς το αναγνώριζε. Ήταν, πέραν πάσης αμφιβολίας, ο άντρας στον οποίο είχε Ορκιστεί η κόρη του.
Έκλεισε το φέρετρο και βγήκε από την άμαξα. «Πού πηγαίνεις, οδηγέ;» ρώτησε.
«Στη Σάλγκρινεβ, Άρχοντά μου, για να παραδώσω τη σορό στην Έπαρχο Φόλνα, τη σύζυγο τ–»
«Ποιος σε πρόσταξε;»
«Η Βασίλισσα Νίθρα, Άρχοντά μου.»
Τα μάτια του Σίλγκερομ στένεψαν. «Ποια είναι η Βασίλισσα Νίθρα;»
«Η νέα Βασίλισσα του Νούφρεκ–»
«Πώς σκοτώθηκε ο Τάκμιν και πώς έγινε Βασίλισσα αυτή η Νίθρα;» απαίτησε ο Σίλγκερομ.
«Εμ, έγινε μάχη, Άρχοντά μου, στην Έρλεν, και–»
Ο Σίλγκερομ ύψωσε το χέρι του, σταματώντας τον. «Περίμενε.» Στράφηκε στη Στρατηγό Ερνάλυ. «Στρατοπεδεύστε.»
«Μάλιστα, Βασιληά μου,» ένευσε εκείνη, και κατέβηκε απ’τη σέλα του αλόγου της, κάνοντας νόημα στους στρατιώτες και φωνάζοντας.
«Θα μείνεις μαζί μας απόψε, οδηγέ,» είπε ο Σίλγκερομ στον άντρα με το καπέλο. «Ελπίζω να μην έχεις πρόβλημα με την παρέα μας.»
«Κανένα απολύτως, Μεγαλειότατε!» αποκρίθηκε εκείνος, μοιάζοντας τώρα να έχει συνειδητοποιήσει ότι μιλούσε στον Μονάρχη του Άνφρακ. Στην αρχή, δεν πρέπει να το είχε καταλάβει, αλλά, μετά, άκουσε την Ερνάλυ να λέει Βασιληά μου και, έχοντας δει και το έμβλημα στις σημαίες του στρατεύματος, έκανε αμέσως τον παραλληλισμό.
Ο Σίλγκερομ τον χτύπησε στον ώμο, με το γαντοφορεμένο του χέρι. «Καλώς. Πώς είναι τ’όνομά σου;»
«Βάνκελιν, Άρχοντά μου.»
«Απόψε, θα δειπνήσεις με το Βασιληά του Άνφρακ, Βάνκελιν.»
«Μεγάλη μου τιμή, Άρχοντά μου.» Ο άντρας έβγαλε το καπέλο του και έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
Το δείπνο ετοιμάστηκε στη σκηνή του Σίλγκερομ, και γύρω απ’το τραπέζι κάθισαν ο Βασιληάς του Άνφρακ, η Στρατηγός Ερνάλυ, η Ιέρεια Ναρμάλθα, αφιερωμένη στη Βασίλισσα του Πολέμου και στην Θεά-Ευγενή, ο Ομιλητής Ωάρθιν, και, ασφαλώς, ο Βάνκελιν, που τους κοίταζε όλους με μάτια διασταλμένα και φανερή συστολή στο πρόσωπό του.
«Μίλησέ μας, λοιπόν, για το θάνατο του Έπαρχου Τάκμιν και για την καινούργια Βασίλισσα, φίλε μου,» τον προέτρεψε ο Σίλγκερομ. «Πεθαίνουμε για νέα.»
«Ο Έπαρχος σκοτώθηκε στην πολιορκία της Έρλεν, Μεγαλειότατε,» απάντησε ο Βάνκελιν. Σήκωσε το κρασοπότηρό του, μ’ένα χέρι που έτρεμε ελαφρώς, και ήπιε. «Δηλαδή, όταν είχε παρθεί το παλάτι. Μέσα στο παλάτι τον σκότωσαν, και η Βασίλισσα Νίθρα έγινε Βασίλισσα.»
Η Βασίλισσα Νίθρα έγινε Βασίλισσα, σκέφτηκε ο Σίλγκερομ. Αυτός ο άνθρωπος, σίγουρα, δεν πρέπει να έχει πολύ Ρουζβάνικο αίμα εντός του… Του έλειπε μια στοιχειώδη ευφράδεια λόγου, για Ρουζβάνος. «Γιατί; Ποια είναι η Νίθρα;»
Ο Βάνκελιν καθάρισε το λαιμό του. «Είναι Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς, Μεγαλειότατε. Έριξε τις πύλες της Έρλεν, με τη φωνή της…»
Ο Σίλγκερομ κοίταξε την Ιέρεια Ναρμάλθα, ερωτηματικά. Εκείνη είπε: «Μάλλον, πρόκειται για κάποια απατεώνισσα, Βασιληά μου. Τελικά, το Νούφρεκ, όντως, χρειάζεται μια καλύτερη εξουσία, αν συμβαίνουν τέτοια πράγματα.»
«Ποιος την όρισε ‘Εκλεκτή’, φίλε μου;» ρώτησε ο Ωάρθιν τον Βάνκελιν. «Το ιερατείο;»
«Όχι, Άρχοντά μου. Ή, μάλλον, θα έπρεπε να πω, δεν ξέρω ακριβώς. Όμως οι ιέρειες την αποδέχονται. Η Νίθρα κάνει θαύματα!»
Η Ιέρεια Ναρμάλθα μειδίασε, ειρωνικά. «Τι είδους θαύματα;»
«Έριξε τις πύλες της Έρλεν, με τη φωνή της!» επανέλαβε ο Βάνκελιν. «Και έχει κάνει κι άλλα θαύματα, λένε. Λένε ότι μπορεί, με τη φωνή της, να κάνει οτιδήποτε· είναι ευλογημένη από τη Θεά.»
Ο Σίλγκερομ και οι σύμβουλοί του αλληλοκοιτάχτηκαν, παραξενεμένοι από αυτά που άκουγαν.
«Ο Στρατάρχης Ρέλγκριν Κόβρεν είναι νεκρός, όπως κι ο Έπαρχος;» θέλησε να μάθει ο Βασιληάς.
«Όχι, Μεγαλειότατε· ζει.»
«Και τι κάνει για όλα τούτα; Έχει αρχίσει να υποχωρεί προς τη Σάλγκρινεβ;»
«Όχι· υποστηρίζει τη Βασίλισσα Νίθρα. Ο στρατός του διασφάλισε την εξουσία της στην Έρλεν, όταν ο Έπαρχος σκοτώθηκε.»
Ο στρατός μου, θέλεις να πεις! μούγκρισε εντός του ο Σίλγκερομ. Οι μισθοφόροι ήταν δικοί του· εκείνος τους είχε πληρώσει… και τώρα υπηρετούσαν μια «Εκλεκτή» Νίθρα, η οποία ήταν εναντίον του!
«Για ποιο λόγο συμμάχησε με τη Βασίλισσα Νίθρα; Τι του υποσχέθηκε;» ρώτησε ο Ωάρθιν. Και ο Σίλγκερομ ήταν βέβαιος ότι ο Ομιλητής χρησιμοποιούσε την Πειθώ του επάνω στον Βάνκελιν, σε περίπτωση που εκείνος έλεγε ψέματα… αν και ο Βασιληάς δεν πίστευε, πραγματικά, ότι θα τους έλεγε ψέματα, έτσι φοβισμένος όπως έμοιαζε.
«Είναι Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς. Δε χρειαζόταν να του υποσχεθεί κάτι. Η Βασίλισσα Νίθρα είναι ιερό πρόσωπο–»
«Η Αρχιέρεια της Έρλεν τι λέει για τη Νίθρα;» ρώτησε η Ναρμάλθα.
«Δεν ξέρω ακριβώς, Σεβασμιότατη, αλλά την αποδέχεται, όπως και όλο το ιερατείο.»
«Το βέβαιο, Βασιληά μου,» είπε η Ερνάλυ, «είναι ότι, αφού το Νούφρεκ έχει καινούργια εξουσία και αφού ο στρατός του Στρατάρχη Ρέλγκριν έχει στραφεί εναντίον μας, δεν μπορούμε να συνεχίσουμε την ανατολική μας προέλαση με μόνο τριάντα χιλιάδες μαχητές. Θα μας συνθλίψουν.»
Ο Σίλγκερομ ένευσε. Οι τριάντα χιλιάδες μαχητές του υποτίθεται ότι θα ενίσχυαν τους πολεμιστές του Τάκμιν, όχι ότι θα τους αντιμετώπιζαν! «Και πώς προτείνεις να κινηθούμε;»
«Να καλέσουμε ενισχύσεις και να υποχωρήσουμε στη Σάλγκρινεβ, που είναι δικό μας έδαφος.»
«Συμφωνώ,» είπε ο Σίλγκερομ. Και στράφηκε στον Βάνκελιν. «Η συνοδεία σου θα έρθει μαζί μας.»
«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε.»
*
Ο Ρέλγκριν την είχε επισκεφτεί στα διαμερίσματά της, για να δει πώς ήταν και να μάθει αν ήθελε την άποψή του επάνω σε κάποιο στρατιωτικό θέμα, ή αν ήθελε να συζητήσουν κάτι άλλο, ή αν ήθελε… οτιδήποτε· θα έκανε οτιδήποτε για εκείνη, είπε, όπως έλεγε συνήθως. Και η Νίθρα μπορούσε να διακρίνει την αγάπη, τη λατρεία, και τον πόθο αναμιγμένα στο βλέμμα και στη φωνή του. Μια Ομιλήτρια ήταν εκπαιδευμένη να βλέπει τέτοια πράγματα τόσο εύκολα όσο ένας παρατηρητής βλέπει ένα εχθρικό στράτευμα να διασχίζει μια ανοιχτή πεδιάδα· και στην περίπτωση του Ρέλγκριν, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο απλά.
Πόσο, όμως, μπορώ να εξακολουθήσω να του αρνούμαι τον εαυτό μου; Η Νίθρα ήξερε –μέρος της εκπαίδευσής της ως Ομιλήτρια ήταν κι αυτό– ότι η αγάπη είναι ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα. Κάποιος που αγαπά δύσκολα επηρεάζεται από την Πειθώ· δύσκολα, λοιπόν, θα κατόρθωνε κανείς να πείσει τον Ρέλγκριν να στραφεί εναντίον της, τώρα που τη λάτρευε. Ωστόσο, το μίσος είναι ένα επίσης ισχυρό συναίσθημα· και η αγάπη, η ανεκπλήρωτη αγάπη, μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε μίσος. Υπήρχαν πολλές τέτοιες περιπτώσεις, για τις οποίες η Νίθρα είχε διαβάσει· ακόμα και παραδείγματα από την Ιστορία υπήρχαν: προδοσίες μοναρχών και αρχόντων, λόγω αγάπης μεταλλαγμένης σε μίσος. Και ένας άνθρωπος που μισεί είναι το ίδιο δύσκολο να επηρεαστεί από την Πειθώ, όσο ένας άνθρωπος που αγαπά. Αν ο Ρέλγκριν στρεφόταν εναντίον της, δε θα κατάφερνε να τον μεταστρέψει.
Δεν πρέπει να περάσω τη διαχωριστική γραμμή. Και νόμιζε ότι την πλησίαζε. Μπορούσε σχεδόν να τη δει, σαν υπαρκτό σύνορο, εμπρός της. Θα με μισήσει, αν εξακολουθήσω να τον απομακρύνω. Θα θεωρήσει ότι, τελικά, εκείνον χρησιμοποιώ, και όχι τον Άλαντμιν, όπως του είχα πει…
Η Νίθρα είχε στραφεί στο παράθυρο, καθώς ετούτες οι σκέψεις περνούσαν από το νου της. Το βλέμμα της είχε χαθεί στη νυχτερινή Έρλεν, η οποία έμοιαζε άλλη πόλη ύστερα από το σκοτείνιασμα του ανήλιαγου ουρανού· έμοιαζε να χάνεται μες στο σκοτάδι, να χάνεται στο άπειρο, ενώ μικρές φωτεινές τρύπες έσχιζαν τυχαία σημεία ενός μεγάλου, μελανού αλλά αραχνοΰφαντου πέπλου… τυχαία σημεία, ή ίσως όχι και τόσο τυχαία· μια συμμετρία διακρινόταν μέσα στην τυχαιότητά τους.
Ο Ρέλγκριν ήρθε πίσω της, παραμερίζοντας τα πορφυρά της μαλλιά και φιλώντας το λαιμό της. Το χέρι του τύλιξε τη μέση της.
Η Νίθρα έβλεπε τη γραμμή πολύ, πολύ κοντά. Και το άγγιγμά του δεν της ήταν δυσάρεστο· από την αρχή, δεν της ήταν καθόλου δυσάρεστο. Ωστόσο, ο Άλαντμιν… Ο Άλαντμιν θα μάθαινε τι είχε συμβεί ανάμεσα σ’εκείνη και τον Ρέλγκριν –όλα όσα συνέβαιναν στο παλάτι και στην Έρλεν τα μάθαινε· τίποτα δεν του ξέφευγε– και θα εξοργιζόταν… Πρέπει, όμως, να καταλάβει ότι δε γίνεται αλλιώς…
Ο Ρέλγκριν την έσφιγγε τώρα επάνω του· τη φιλούσε πιο παθιασμένα· τα χέρια του ξεκούμπωναν τα κουμπιά του φορέματός της. Η Νίθρα αισθανόταν να ζαλίζεται· το σώμα της ούρλιαζε να απαλλαγεί από το φορτίο των ρούχων και ν’αφεθεί στο άγγιγμά του.
Ο Άλαντμιν δεν πρέπει νάναι τόσο ζηλιάρης! Είναι υπερβολικός! Κτητικός, ορισμένες φορές. Δε θα είμαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία βασίλισσα με δύο ή περισσότερους εραστές. Και δεν μπορώ να απομακρύνω τον Ρέλγκριν· δεν γίνεται!
Στράφηκε μέσα στην αγκαλιά του και τον φίλησε στα χείλη. Το σώμα της εφάρμοζε τέλεια επάνω στο δικό του. Τα ρούχα τους μαζεύτηκαν σ’ένα σωρό γύρω απ’τα πόδια τους, και η Νίθρα τράβηξε τον Ρέλγκριν στο μεγάλο κρεβάτι του υπνοδωματίου, καβαλώντας τον σαν άλογο, με το αριστερό της χέρι σφιγμένο στα μαλλιά του, καθώς τα χείλη και η γλώσσα του σέρνονταν στα στήθη και στο λαιμό της…
Όταν κατέρρευσαν, ιδρωμένοι και λαχανιασμένοι, στο στρώμα, ο Ρέλγκριν διέτρεξε τα δάχτυλά του στην πλάτη της, και της ζήτησε κι άλλο…
*
«Ο Αρχιστράτηγος Ρέλγκριν δεν είναι στο δωμάτιό του, ξέρεις…» είπε η Αρτλάνα στον Άλαντμιν, συναντώντας τον έξω απ’το γραφείο του, όπου, σκόπιμα, τον περίμενε.
«Τι θες να πεις;» απόρησε ο Αρχικατάσκοπος. Ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκε, περνώντας δίπλα από την Ομιλήτρια.
«Έχεις δουλειά;» ρώτησε η Αρτλάνα, κάνοντας μερικά βήματα πίσω του, χωρίς να απομακρυνθεί πολύ από το κατώφλι. Το γραφείο ημιφωτιζόταν από τη φωτιά του τζακιού· ορισμένα μπρούντζινα και αργυρά αντικείμενα γυάλιζαν. Το παράθυρο ήταν μισόκλειστο.
«Πάντα έχω δουλειά, Αρτλάνα. Αλλά υποθέτω πως είσαι εδώ για κάποιο λόγο.»
«Α, δεν είναι τίποτα το σπουδαίο…» αποκρίθηκε εκείνη, μορφάζοντας, δήθεν αδιάφορα. «Απλά, ο Ρέλγκριν πήγε στα βασιλικά διαμερίσματα, πριν από κάποιες ώρες, κι ακόμα να φύγει… και πρέπει νάναι περασμένα μεσάνυχτα –αν και, βέβαια, έτσι όπως έχει χαθεί το φεγγάρι απ’τον ουρανό, είναι δύσκολο κανείς να υπολογίσει την ώρα –ειδικά το βράδυ–, οπότε ίσως να κάνω και λάθος.» Χαμογέλασε και βγήκε, κλείνοντας την πόρτα.
…Ο Ρέλγκριν πήγε στα βασιλικά διαμερίσματα, πριν από κάποιες ώρες, κι ακόμα να φύγει…
Μάλλον, θα είχαν πράγματα να πουν, εκείνος κι η Νίθρα…
Ο Άλαντμιν κάθισε στην πολυθρόνα, πίσω απ’το γραφείο του, νιώθοντας λιγάκι ζαλισμένος.
…Ο Ρέλγκριν πήγε στα βασιλικά διαμερίσματα, πριν από κάποιες ώρες, κι ακόμα να φύγει…
Ο Άλαντμιν ήξερε τι ήθελε ο Ρέλγκριν… αλλά η Νίθρα κι εγώ συμφωνήσαμε ότι θα τον χρησιμοποιήσει μόνο, για να έχουμε το στρατό με το μέρος μας. Μετά, θα τον σκοτώσουμε.
Δεν μπορεί να είχε αλλάξει γνώμη.
…Ο Ρέλγκριν πήγε στα βασιλικά διαμερίσματα, πριν από κάποιες ώρες, κι ακόμα να φύγει…
Ή με περνά για τόσο ανόητο, που δε θα το μάθω; Όχι, σίγουρα όχι. Η Νίθρα γνώριζε ότι ο Άλαντμιν θα το μάθαινε–
Πώς, όμως, θα το μάθαινε, αν δε βρισκόταν ο ίδιος στα διαμερίσματά της; Οι κατάσκοποί του θα του έλεγαν ότι ο Ρέλγκριν έμεινε μαζί της όλο το βράδυ–
…Ο Ρέλγκριν πήγε στα βασιλικά διαμερίσματα, πριν από κάποιες ώρες, κι ακόμα να φύγει…
Η Αρτλάνα, όμως, δεν ήταν κατάσκοπός του!
Αλλά τι σημασία είχε αυτό; Αν ο Ρέλγκριν ήταν εκεί….
Αν είναι εκεί, μπορώ να το μάθω πολύ εύκολα, μα τα Δόντια του Λύκου!
Σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα και βγήκε απ’το γραφείο του, ανεβαίνοντας τις σκάλες του παλατιού και πηγαίνοντας στα βασιλικά διαμερίσματα. Οι φρουροί στις γωνίες του διαδρόμου δεν τον σταμάτησαν· όλοι ήξεραν ότι ο Αρχικατάσκοπος ήταν έμπιστος άνθρωπος της Βασίλισσας. Έτσι, ο Άλαντμιν άνοιξε την εξώπορτα και μπήκε στο καθιστικό. Τα μάτια του κοίταξαν το χώρο και είδε ότι μπροστά από το παράθυρο ένα μάτσο ρούχα ήταν στοιβαγμένα. Πλησίασε, παρατηρώντας ότι τα ρούχα δεν ήταν μόνο γυναικεία, αλλά και αντρικά.
Η Αρτλάνα είχε πει αλήθεια.
Ο Άλαντμιν αισθάνθηκε έναν καυτό θυμό να τον καταλαμβάνει. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να καλμάρει τον εαυτό του. Όταν πίστευε ότι ήταν αρκετά ήρεμος, άνοιξε πάλι τα βλέφαρα και βάδισε προς το υπνοδωμάτιο, του οποίου η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Στάθηκε στο κατώφλι και κοίταξε μέσα. Πίσω από τις κουρτίνες του μεγάλου κρεβατιού είδε δύο ξαπλωμένους ανθρώπους, μα ήταν αδύνατον να διακρίνει τα χαρακτηριστικά τους στο ημίφως.
Παραμέρισε, αθόρυβα, την πόρτα και πλησίασε. Άπλωσε το χέρι, αργά, και άγγιξε την κουρτίνα, τραβώντας την.
Ο Ρέλγκριν κοιμόταν μπρούμυτα, μπροστά του, και η Νίθρα κοιμόταν ανάσκελα, παραδίπλα· το πρόσωπό της ήταν στραμμένο από την άλλη και τα μαλλιά της ανακατωμένα· το δεξί της χέρι δεν ήταν περασμένο στον πάνινο βρόχο. Ήταν γυμνή, εκτός από μερικά κοσμήματα: τρία δαχτυλίδια, που γυάλιζαν στα δάχτυλά της, και ένα περικάρπιο στον αριστερό καρπό.
Ένα ψυχρό αεράκι μπήκε από το χαραγμένο παράθυρο, κάνοντας τις κουρτίνες ν’ανασαλέψουν και χτυπώντας το πρόσωπο του Άλαντμιν όπως το παγωμένο νερό λούζει το νεοσφυρηλατημένο μέταλλο.
Το χέρι του πήγε στη λαβή του ξιφιδίου στη ζώνη του. Το τράβηξε, χωρίς να κάνει περισσότερο θόρυβο από ένα ελαφρύ χρρρρρ, καθώς η λεπίδα έβγαινε απ’το θηκάρι. Ο Ρέλγκριν δεν τον είχε αντιληφτεί στο ελάχιστο· ο Άλαντμιν μπορούσε εύκολα να τον σκοτώσει, σχίζοντάς του το λαιμό. Και μετά, μπορούσε να σκοτώσει ακόμα και τη Νίθρα, αν κινιόταν γρήγορα, προτού εκείνη συνέλθει και προλάβει να χρησιμοποιήσει τα Χαρίσματά της.
Έσφιξε το μανίκι του ξιφιδίου, υψώνοντάς το πάνω από τον κοιμισμένο Αρχιστράτηγο.
Αντιδράς σπασμωδικά, του είπε μια φωνή. Και είχε δίκιο. Τι θα γινόταν αν σκότωνε τον Ρέλγκριν; Ποιος θα τον αντικαθιστούσε; Ποιος θα έπαιρνε τα ηνία του στρατού; Όχι, δεν μπορώ να τον σκοτώσω· πρέπει να έχω, πρώτα, έτοιμο τον αντικαταστάτη του…
Θηκάρωσε πάλι το ξιφίδιό του, κοιτάζοντας τη Νίθρα. Γιατί το έκανες αυτό; Ήταν αλήθεια, τελικά, όσα του είχες πει, τότε; Ο Άλαντμιν δεν είχε ξεχάσει τα λόγια της: «Τον χρησιμοποιώ μονάχα, επειδή το δίκτυό του απλώνεται σ’όλο το Βασίλειο.»
Είναι αλήθεια;
Στράφηκε και έφυγε από τα βασιλικά διαμερίσματα.
Επιστρέφοντας στο γραφείο του, βρήκε την Αρτλάνα να κάθεται στην πολυθρόνα, μ’ένα ποτήρι κρασί στο δεξί χέρι κι ένα αχνό, στραβό μειδίαμα στο πρόσωπό της.
«Δεν είχα δίκιο;» τον ρώτησε.
«Πώς– πώς μπήκες εδώ μέσα;» απαίτησε ο Άλαντμιν.
Η Αρτλάνα ανασήκωσε τους ώμους. «Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη… Αλλά μη φοβάσαι, δεν ψαχούλεψα το μέρος· όχι πολύ,» γέλασε.
Ο Άλαντμιν τράβηξε το ξιφίδιο απ’τη ζώνη του και το εκτόξευε, με μια τάχιστη κίνηση του καρπού. Η λεπίδα στριφογύρισε στον αέρα και μπήχτηκε στην πλάτη της πολυθρόνας, δίπλα απ’το κεφάλι της Ομιλήτριας.
Τα μάτια της Αρτλάνα γούρλωσαν, καθώς κοίταζαν, με τις άκριες, το όπλο που είχε καρφωθεί μερικά εκατοστά δεξιά από το μάγουλό της. Το ποτήρι με το κρασί γλίστρησε απ’το χέρι της, σπάζοντας στο πάτωμα. Για λίγο, η Ομιλήτρια φαινόταν να έχει χάσει τη λαλιά της· αλλά ύστερα ορθώθηκε, απότομα, και γρύλισε: «Αυτό είναι το ευχαριστώ για την πληροφορία μου, Αρχικατάσκοπε;» Πέταξε μια περγαμηνή από το γραφείο.
«Βγες έξω, Αρτλάνα!» σφύριξε ο Άλαντμιν, δείχνοντας την πόρτα.
«Τι συνέβη; Ανακάλυψες, ξαφνικά, ότι η πολυαγαπημένη σου Νίθρα δεν–»
«Βγες – έξω,» επανέλαβε εκείνος.
Η Αρτλάνα πήρε μια βαθιά ανάσα και βάδισε προς το μέρος του. «Αν τύχει να θελήσεις ποτέ τη βοήθειά μου, ξέρεις πού να με βρεις,» είπε, και, περνώντας από δίπλα του, έφυγε, κλείνοντας την πόρτα.
Ο Άλαντμιν αναστέναξε. Πλησίασε την πολυθρόνα, τράβηξε το ξιφίδιό του από την πλάτη της, και κάθισε, τυλιγμένος σε μαύρες σκέψεις.
Ο Άλαντμιν δεν κοιμήθηκε εκείνο τη νύχτα· ο ύπνος τον πήρε όταν ήταν πλέον αυγή. Τότε, όμως, η πόρτα του γραφείου του χτύπησε, εσπευσμένα, και μια αντρική φωνή ακούστηκε:
«Άρχοντά μου; Είστε μέσα; Φέρνω σημαντικά νέα!»
Τα μάτια του Άλαντμιν άνοιξαν και σηκώθηκε από την πολυθρόνα, νιώθοντας πιασμένος. Γέμισε ένα ποτήρι νερό, από την καράφα στο τραπεζάκι δίπλα, και ήπιε.
Η πόρτα χτύπησε πάλι. «Άρχοντά μου; Είστε μέσα;»
«Ναι. Πέρασε.»
Ένας άντρας μπήκε –κατάσκοπός του από τα δυτικά του Νούφρεκ, και Λυκολάτρης, επίσης. «Με συγχωρείτε που σας ανησυχώ τόσο νωρίς, Άρχοντά μου, αλλά ήρθα στην Έρλεν όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί τα νέα μου είναι επείγοντα και σημαντικά. Ένα Ανφρακιανό στράτευμα έχει εισβάλει και προελαύνει ανατολικά. Το εντόπισα μερικές δεκάδες χιλιόμετρα έξω από τη Σάλγκρινεβ.»
Ο πόλεμος είχε αρχίσει, λοιπόν. «Πόσο μεγάλο είναι;»
«Τριάντα χιλιάδες, τους υπολογίζω, Άρχοντά μου.»
Τριάντα χιλιάδες, σκέφτηκε ο Άλαντμιν. Αδύνατον να μας νικήσουν. Θα τους τσακίσουμε, αν τολμήσουν να πλησιάσουν την Έρλεν. Ήπιε νερό. Ωστόσο, η Βόλγκρεν είναι στο δρόμο τους, και θα την πολιορκήσουν. Αλλά όχι για πολύ.
«Δε μου λες,» ρώτησε τον κατάσκοπο, «από πού πέρασαν για να εισβάλουν στο Νούφρεκ; Από τη Σάλγκρινεβ, κανονικά;»
«Ναι· από πού αλλού θα μπορούσαν να περάσουν;»
Από τη σήραγγα, κάτω από τον ποταμό Τάρφαν. Αυτή ήταν μια πληροφορία που ο Άλαντμιν είχε μάθει από τους πολεμιστές του στρατού του Τάκμιν. Οι περισσότεροι ήταν Ανφρακιανοί και ένα μεγάλο μέρος τους είχε μπει στο Νούφρεκ από αυτή τη σήραγγα, ώστε να μην τους αντιληφτεί η Βασίλισσα, ενώ οι υπόλοιποι είχαν μπει κανονικά, από τη Σάλγκρινεβ, προκειμένου να «αντιμετωπίσουν τους ληστές που είχαν συγκεντρωθεί, τελευταία, στην Επαρχία του Τάκμιν». Η σήραγγα ήταν ένα τρομακτικό μέρος, σύμφωνα με τα λόγια των στρατιωτών· τα τοιχώματά της ήταν πλινθόκτιστα και είχαν επάνω λαξεύματα ασυνήθιστης τεχνοτροπίας και ανέγνωρες γραφές. Ορισμένοι ψιθύριζαν πως επρόκειτο για κατοικία υποχθόνιων δαιμόνων· ο Άλαντμιν, όμως, υπέθετε ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από τα απομεινάρια κάποιου αρχαίου πολιτισμού. Αλλά τον παραξένευε το πώς ο Τάκμιν είχε καταφέρει να μάθει για τη σήραγγα, και κατέληγε ότι πιθανώς ο Νουτκάλι να του την είχε δείξει.
«Θέλετε τίποτε άλλο από εμένα, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο κατάσκοπος, βλέποντας τον Άλαντμιν συλλογισμένο.
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος.
Ο άντρας γύρισε και έκανε να φύγει.
«Ή, μάλλον, στάσου. Θέλω να πας πάλι δυτικά και να παρακολουθήσεις τις κινήσεις του Ανφρακιανού στρατεύματος.»
«Θα το έκανα ούτως ή άλλως, Άρχοντά μου.»
«Καλώς. Μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο κατάσκοπος έφυγε.
Ο Άλαντμιν τελείωσε το νερό του και άφησε το ποτήρι δίπλα στην καράφα. «Πόλεμος…» μουρμούρισε. Τώρα χρειαζόμαστε τους πολεμιστές σου, Ρέλγκριν, περισσότερο από ποτέ. Μα δε χρειαζόμαστε κι εσένα τον ίδιο. Όχι, φίλε μου, εσένα μπορούμε εύκολα να σε αντικαταστήσουμε. Και νομίζω πως έχω τον κατάλληλο άνθρωπο για να πάρει τη θέση σου…
*
«Βλέπω εφιάλτες μ’αυτόν τον παλαβό που έχω μπλέξει!» μούγκρισε ο Φένταρ, καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι και βάδιζε μέσα στο δωμάτιο, περνώντας το χέρι του μέσα απ’τα μαλλιά του και ξεφυσώντας. Ο Διοικητής Αίθριν, ο δάσκαλός του στην τεχνική Αντιπειθούς, του είχε πει ότι, αυτή τη φορά, το μάθημά τους θα άρχιζε τα μεσάνυχτα, έτσι ο Φένταρ τον είχε συναντήσει τότε, και εκείνος τον είχε κρατήσει ξύπνιο σχεδόν μέχρι την αυγή, λέγοντάς του, πραγματικά, ασυναρτησίες –ο άνθρωπος ήταν, σίγουρα, τρελός! Όταν, όμως, το μάθημα τους –που μονάχα ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ θ’αποκαλούσε κάτι τέτοιο «μάθημα»!– τελείωσε, ο Αίθριν είπε στον Φένταρ ότι τα πήγαινε καλά· βελτιωνόταν, λέει, αλλά ήθελε ακόμα προσπάθεια. Πώς σκατά «βελτιώνομαι», δεν το έχω καταλάβει!
Επιστρέφοντας στο δωμάτιό του, βρήκε τη Χρυσοδάκτυλη να κοιμάται στο μεγάλο κρεβάτι και έπεσε για ύπνο δίπλα της, πιστεύοντας ότι δεν τον είχε καταλάβει. Εκείνη, όμως, μουρμούρισε «Γεια,» και χώθηκε στην αγκαλιά του. Πολλά ζητάω, να μη με καταλάβει η Χρυσοδάκτυλη, σκέφτηκε ο Φένταρ· αυτή θα καταλάβαινε και μια γάτα, αν ερχόταν στο κρεβάτι της. Μετά, κοιμήθηκε…
…προτού ξυπνήσει από έναν έντονο εφιάλτη, όπου κυριαρχούσε ο Αίθριν και οι ασυναρτησίες που έλεγε.
«Τι είναι;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη, στηριζόμενη στους αγκώνες.
Ο Φένταρ ζύγωσε τη φρουτιέρα, πήρε ένα κεράσι, και το δάγκωσε. «Τίποτα· απλά παραφρονώ.»
«Τι σου κάνει πια αυτός ο άνθρωπος;» μειδίασε η Χρυσοδάκτυλη.
«Γελάς; Ο τύπος δεν είναι με τα καλά του.» Ο Φένταρ έφαγε άλλο ένα κεράσι.
«Τι ακριβώς σου μαθαίνει;»
«Την τεχνική Αντιπειθούς –πώς να μην επηρεάζομαι από την Πειθώ των Ρουζβάνων.»
«Ναι, το ξέρω αυτό. Εννοώ, πώς γίνεται το μάθημα, τι σου λέει.»
«Κατ’αρχήν,» εξήγησε ο Φένταρ, «αυτό απαγορεύεται να σ’το πω. Είναι παράνομο. Ο Διοικητής Σάβμιν, που είχε μάθει στη Βασίλισσα Καλβάρθα να αντιστέκεται στην Πειθώ, θα εκτελεστεί, μόλις το προστάξει η Νίθρα· και πρέπει να το προστάξει, αργά ή γρήγορα. Ακόμα κι ένας μονάρχης δεν μπορεί να παραβεί αυτό το νόμο.
»Αλλά, τέλος πάντων, Χρυσοδάκτυλη, και να ήθελα να σου πω τι ακριβώς μαθαίνω, δε θα μπορούσα. Δεν έχω καταλάβει τίποτα. Μην ξεχνάς ότι δεν κάνω μαθήματα παρά μερικές ημέρες, και, σύμφωνα μ’ό,τι λέει ο δάσκαλος της παραφροσύνης, χρειάζονται τουλάχιστον έξι μήνες για να μάθει κανείς τα βασικά. Επιπλέον, εγώ είμαι Ωθράγκος, πράγμα το οποίο με κάνει… χμ… δοκιμαστικό είδος, ας πούμε. Οι πολεμιστές της Βασιλικής Φρουράς είναι, κανονικά, όλοι Ρουζβάνοι.» Ο Φένταρ έφαγε ένα κεράσι.
Η Χρυσοδάκτυλη χασμουρήθηκε. «Καταλαβαίνω…»
Η εξώπορτα χτύπησε, διακριτικά αλλά έντονα.
«Ποιος είναι τέτοια ώρα;» μόρφασε ο Φένταρ, και βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο, για ν’ανοίξει.
«Αρχικατάσκοπε,» είπε, βλέποντας τον Άλαντμιν στον κατώφλι του. «Ούτε εσύ φαίνεται να κοιμήθηκες καλά.» Ο Ρουζβάνος είχε μαύρους κύκλους στα μάτια και η όψη του έδειχνε κουρασμένη.
«Μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι σημαντικό;»
«Πόσο σημαντικό; Έχω τα χάλια μου σήμερα. Ο Αίθριν με κράτησε όλη τη νύχτα ξύπνιο· το κεφάλι μου είναι έτοιμο να εκραγεί και νομίζω ότι στο κρανίο μου πρέπει, σίγουρα, να υπάρχουν ρωγμές. Πέρασε, ωστόσο.» Παραμέρισε από το κατώφλι, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα.
Ο Άλαντμιν μπήκε, και ο Φένταρ έκλεισε.
«Είμαστε μόνοι εδώ μέσα;» ρώτησε ο Αρχικατάσκοπος.
«Όχι,» είπε η Χρυσοδάκτυλη, βγαίνοντας απ’το υπνοδωμάτιο, ντυμένη με μια ρόμπα.
Η Μιρλίμια, σκέφτηκε ο Άλαντμιν. Ίσως να μου φανεί χρήσιμη, για να σκοτώσω τον Ρέλγκριν… ή ίσως όχι. Το ζητούμενο είναι, μπορώ να τους εμπιστευτώ και τους δύο μ’ετούτο το μυστικό;
«Να φύγω;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη.
Ο Άλαντμιν δίστασε λίγο, αλλά μετά είπε: «Όχι, μείνε.»
«Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν, Αρχικατάσκοπε;» θέλησε να μάθει ο Φένταρ, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο. «Κάθισε κιόλας, άμα θες.»
Ο Άλαντμιν δεν κάθισε, παρά βημάτισε κι εκείνος, πηγαίνοντας να σταθεί δίπλα από το σβηστό τζάκι. «Φένταρ,» είπε, «πώς θα σου φαινόταν να αναλάβεις τη διοίκηση του στρατού του Ρέλγκριν;»
Να αναλάβω τη διοίκηση του στρατού;… Αστειεύεται; «Υποθετική είναι η ερώτηση;»
«Καθόλου,» απάντησε ο Άλαντμιν. «Ο Αρχιστράτηγος Ρέλγκριν πρέπει να πεθάνει· αυτό είναι αποφασισμένο από καιρό. Αλλά θέλουμε, πρώτα, να βρούμε έναν άνθρωπο άξιο της εμπιστοσύνης μας, ώστε να τον αντικαταστήσει. Και εσύ, Φένταρ, νομίζω ότι έχεις πολλούς… θαυμαστές ανάμεσα στο στράτευμα. Έχω ακούσει να σε αποκαλούν ‘ήρωα’, ή να λένε ότι είσαι ο καλύτερος διοικητής που έχουν γνωρίσει, ακόμα και οι παλαίμαχοι.» Κι αυτό ήταν αλήθεια· δεν το έλεγε μόνο και μόνο για να κολακέψει τον Ωθράγκος: πραγματικά, τα είχε ακούσει τούτα. Γιαυτό κιόλας έκρινε ότι ο Φένταρ θα ήταν καλή επιλογή για να πάρει τη θέση του Ρέλγκριν. «Τι λες, λοιπόν;»
«Πότε θα σκοτώσετε τον Αρχιστράτηγο;»
«Όταν έρθει η ώρα,» είπε ο Άλαντμιν. «Εκείνο που θέλω να ξέρω είναι αν είσαι πρόθυμος…»
Ο Φένταρ έσμιξε τα χείλη, διστακτικός. «Κατ’αρχήν,» αποκρίθηκε, «αυτό… αυτό δε μου αρέσει γενικότερα. Δε θα δολοφονούσα έναν συμπολεμιστή, για να πάρω τη θέση του. Το ξέρω ότι ο Αρχιστράτηγος δε με συμπαθεί –εύκολα το διακρίνει κανείς αυτό–, αλλά και πάλι, Άλαντμιν, αγωνιστήκαμε μαζί στην πολιορκία της Έρλεν.»
«Δε θα σου ζητηθεί να τον δολοφονήσεις, Φένταρ. Ο Ρέλγκριν θα πεθάνει με κάποιον ‘παράξενο τρόπο’, κι εσύ θα αναλάβεις τη διοίκηση του στρατεύματος. Η Βασίλισσα θα σε υποστηρίξει, καθότι σε εμπιστεύεται, και οι στρατιώτες δε θα φέρουν αντίρρηση, αφού σε θεωρούν ήρωα και καλό διοικητή.»
Ο Φένταρ αναστέναξε. «Έχω ορκιστεί να υπηρετώ τη Νίθρα τώρα. Αν αυτή είναι η επιθυμία της….»
«Όχι έτσι, φίλε μου,» είπε ο Άλαντμιν. «Δε θέλουμε να το κάνεις… με μισή καρδιά. Θέλουμε να το κάνεις καλά.»
«Μην ανησυχείς γι’αυτό, Αρχικατάσκοπε· μπορώ να διοικήσω έναν στρατό.»
Ο Άλαντμιν ένευσε. «Το ξέρω. Το έχω δει.»
«Ποιος θα σκοτώσει τον Ρέλγκριν;» ρώτησε ο Φένταρ.
«Η Χρυσοδάκτυλη, ίσως. Μπορείς να το αναλάβεις, Χρυσοδάκτυλη;»
«Μπορώ,» αποκρίθηκε η Μιρλίμια δολοφόνος, που είχε μισοξαπλώσει στο ανάκλιντρο και ατένιζε καρτερικά τους δύο άντρες.
Ο Φένταρ τής έριξε ένα βλέμμα που έμοιαζε να λέει ότι απορούσε πώς ήταν δυνατόν να απαντά έτσι, απλά και σχεδόν αδιάφορα.
«Ωραία,» είπε ο Άλαντμιν. «Αλλά όσα συζητήσαμε θα τα ξεχάσετε, προς το παρόν. Δε θα μιλήσετε σε κανέναν γι’αυτά. Ούτε καν στη Νίθρα· ούτε σε μένα. Σε κανέναν. Όταν έρθει η ώρα να δράσουμε, θα σας ειδοποιήσω.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε ο Φένταρ, και η Χρυσοδάκτυλη κατένευσε.
«Καλή σας ημέρα,» τους χαιρέτησε ο Άλαντμιν, και έφυγε.
Ο Φένταρ αναστέναξε πάλι.
«Τι είναι; Γιατί κάνεις έτσι; Σου χαρίζουν χρυσάφι και το ψάχνεις για χαρακιές;» απόρησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Ένας άνθρωπος θα δολοφονηθεί, για να πάρω το χρυσάφι μου!» αντιγύρισε εκείνος.
Η Μιρλίμια γέλασε. «Φένταρ, έχουν δολοφονηθεί δεκάδες –εκατοντάδες– άνθρωποι για να πάρεις το χρυσάφι σου. Τώρα σε πείραξε;»
«Μιλάς για μάχες! Οι μάχες είναι άλλο πράγμα–»
«Αλήθεια; Τι διαφορά έχουν;»
«Πολεμάς τον άλλο πρόσωπο με πρόσωπο–!»
«Έλα τώρα, Φένταρ· το ξέρεις ότι δεν είναι έτσι. Πόσες φορές έχεις στήσει παγίδα στους εχθρούς σου;»
«Μα, είναι μάχη. Πόλεμος.»
«Και στον πόλεμο δεν πειράζει όταν σκοτώνεις εκατοντάδες ανθρώπους, αλλά πειράζει όταν σκοτώσεις έναν;»
Ο Φένταρ κούνησε το κεφάλι. «Δεν καταλαβαίνεις…!»
«Προφανώς, όχι.»
*
Η Νίθρα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη, και η Αλλάρνα τη βοηθούσε να ντυθεί και να χτενιστεί, ώστε να μην κουράζει τον τραυματισμένο της ώμο. Η Ωθράγκι είχε, τελικά, δεχτεί τη θέση στο υπηρετικό προσωπικό του παλατιού την οποία της είχε προτείνει η Βασίλισσα του Νούφρεκ, και δεν έμοιαζε καθόλου δυσαρεστημένη με την απόφασή της.
Η Νίθρα είχε ξυπνήσει πριν από την αυγή, μην ξέροντας τι ακριβώς ήταν αυτό που την είχε κάνει ν’ανοίξει τα μάτια της και νιώθοντας ένα πολύ άσχημο συναίσθημα να την κυριεύει· νόμιζε ότι μπορούσε να αισθανθεί μια βαριά, απειλητική σκιά να πέφτει επάνω της, ενώ κοιμόταν. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έκλεισε το χαραγμένο παράθυρο, καθότι μια ψύχρα ερχόταν από εκεί. Ύστερα, έριξε μια ρόμπα επάνω της και ξύπνησε τον Ρέλγκριν, λέγοντάς του πως θα ήταν καλύτερα να φύγει, γιατί, αν ο Άλαντμιν μάθαινε–
«Δε με νοιάζει για τον Άλαντμιν!» είχε πει εκείνος, διακόπτοντάς την και τυλίγοντας τα χέρια του γύρω απ’τη μέση της, για να την τραβήξει κοντά του. «Θα τον σκοτώσω, αν τολμήσει να κάνει οτιδήποτε.» Φίλησε το αριστερό της στήθος, μέσα από το άνοιγμα της ρόμπας της.
«Όχι, Ρέλγκριν,» τόνισε η Νίθρα, χρησιμοποιώντας την Πειθώ· «δεν πρέπει να τον σκοτώσεις. Τον χρειάζομαι. Μου είναι απαραίτητος στη διοίκηση του Βασιλείου μου. Τώρα, σε παρακαλώ, πήγαινε· μη μου προκαλείς πρόβλημα, πολυαγαπημένε μου.» Πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες της και γέμισε τα χείλη του μ’ένα δυνατό φιλί.
Ο Ρέλγκριν, ευτυχώς, δεν έφερε άλλη αντίρρηση. Ντύθηκε και έφυγε· κι αν έκρινε η Νίθρα από την όψη και το βλέμμα του, δεν ήταν διόλου δυσαρεστημένος.
Το έχει μάθει ο Άλαντμιν; αναρωτιόταν τώρα η Βασίλισσα του Νούφρεκ, καθώς η Αλλάρνα χτένιζε τα μακριά, πορφυρά της μαλλιά. Έχει μάθει τι συνέβη χτες βράδυ; Αν το είχε μάθει, όμως, δε θα ερχόταν εδώ, στα διαμερίσματά της, εξοργισμένος;
Ίσως και όχι, κατέληξε η Νίθρα. Ο θυμός δεν είναι πάντοτε ένα συναίσθημα που κανείς εξωτερικεύει άμεσα· και ιδιαίτερα ο έντονος θυμός. Επομένως, ο Άλαντμιν μπορεί να ήξερε για εκείνη και τον Ρέλγκριν, αλλά να σώπαινε, κάνοντας μαύρες σκέψεις και σχεδιάζοντας… πώς να τον σκοτώσει… ίσως, πώς να σκοτώσει κι εμένα. Αλλά θα έφτανε ως εκεί; Θα έφτανε στο σημείο να προσπαθήσει να σκοτώσει κι εκείνη; Δε μ’αγαπά; Η αγάπη μπορεί να μεταλλαχτεί σε μίσος, το γνώριζε καλά τούτο· όχι, όμως, η αγάπη του Άλαντμιν. Ο Άλαντμιν– Σταμάτησε τις σκέψεις της, που είχαν αρχίσει να κυλάνε σαν σπασμένος τροχός στην πλαγιά ενός λόφου. Το θεωρώ δεδομένο. Το θεωρώ δεδομένο ότι με αγαπά. Λάθος μου. Ήταν λάθος οτιδήποτε θεωρούσε κανείς δεδομένο· το ήξερε καλά και αυτό. Γιατί έπεφτε στην παγίδα; Γιατί ήταν τόσο δύσκολη η αντικειμενική κριτική του εαυτού της;
Καλύτερα να του μιλήσω, να του πω τι συνέβη. Ακόμα κι αν δεν το έχει μάθει –που θα το μάθει, αργά ή γρήγορα–, καλύτερα να του το πω. Θα την καταλάβαινε· πρέπει να την καταλάβαινε.
Είσαι πρόθυμη να χρησιμοποιήσεις Πειθώ επάνω του; ρώτησε μια μικρή φωνή μέσα στο μυαλό της.
Όχι, απάντησε η Νίθρα, όχι, ποτέ. Ποτέ δε θα χρησιμοποιούσα Πειθώ επάνω στον Άλαντμιν.
Τη χρησιμοποίησες, όμως, επάνω στον Ρέλγκριν. Νομίζεις ότι ο Ρέλγκριν σ’αγαπά λιγότερο;
Αυτό είναι διαφορετικό!
Ποια η διαφορά;
Η Νίθρα κούνησε το κεφάλι, φεύγοντας μπροστά απ’τον καθρέφτη (νόμιζε ότι το ίδιο της το είδωλο ήταν που της έκανε τούτες τις ηλίθιες ερωτήσεις!) και λέγοντας στην Αλλάρνα: «Εντάξει, φτάνει! Δε χρειάζονται άλλο χτένισμα. Θέλω να μ–» …να μου φωνάξεις τον Άλαντμιν, σκεφτόταν να πει, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει, γιατί η εξώπορτα των διαμερισμάτων της ακούστηκε να χτυπά.
Αυτός είναι, συλλογίστηκε η Νίθρα, νιώθοντας τους χτύπους της καρδιάς της, ξαφνικά, να πολλαπλασιάζονται. –Σταμάτα, ανόητη! Ηρέμησε!
«Ν’ανοίξω;» ρώτησε, διστακτικά, η Αλλάρνα.
Η Νίθρα, πολύ μουδιασμένη για να μιλήσει, ένευσε.
Η Αλλάρνα πήγε στην εξώπορτα και άνοιξε.
«Καλημέρα. Είναι μέσα η Βασίλισσα Νίθρα;» ρώτησε μια γυναικεία φωνή. «Η Έπαρχος Ομάλθα, της Βόλγκρεν, βρίσκεται στο παλάτι, και επιθυμεί να της μιλήσει.»
Η Νίθρα πλησίασε αμέσως, για να δει μια πολεμίστρια να στέκεται στο κατώφλι.
«Μεγαλειοτάτη,» είπε η γυναίκα, υποκλινόμενη. «Η Έπαρχος Ομάλθα–»
«Το άκουσα,» τη διέκοψε η Νίθρα. «Πού είναι; Στην αίθουσα του θρόνου;»
«Μάλιστα, Βασίλισσά μου. Λέει ότι θέλει να σας μιλήσει για κάτι επείγον.»
«Απάντησέ της ότι κατεβαίνω αμέσως.»
Η πολεμίστρια υποκλίθηκε ξανά, και έφυγε.
Η Νίθρα κάθισε σε μια καρέκλα, και η Αλλάρνα τη βοήθησε να δέσει τα παπούτσια της. Ύστερα, έριξε τον κατακόκκινο μανδύα στους ώμους της Βασίλισσας, περνώντας τα πορφυρά της μαλλιά από πάνω. Η Νίθρα κούμπωσε μόνη της την αγκράφα, και δέχτηκε το εβένινο μπαστούνι από την Αλλάρνα, αν και δεν το χρειαζόταν και τόσο πολύ πλέον.
Κατέβηκε στην αίθουσα του θρόνου, αναρωτούμενη τι μπορεί να ήθελε η Έπαρχος της Βόλγκρεν στο παλάτι. Μήπως η Πάρνα, που ήταν κόρη της, της είχε πει πράγματα τα οποία την είχαν στρέψει εναντίον της Βασίλισσας; Της είπε ότι σκότωσα τον Δόλβεριν; Η σκύλα! Αν της είπε αυτό το πράγμα–! Όχι, Νίθρα, διατήρησε την ψυχραιμία σου. Ακόμα κι έτσι να είναι, πρέπει να σκέφτεσαι καθαρά. Μπορείς να λύσεις την παρεξήγηση.
Φτάνοντας στο μεγάλο δωμάτιο, είδε ότι η Αρχόντισσα Ομάλθα την περίμενε, καθισμένη σε μια πολυθρόνα. Ένα αγόρι ήταν δίπλα της, το οποίο η Νίθρα δεν έκανε πάνω από δεκαπέντε ή δεκάξι χρονών.
Η Έπαρχος της Βόλγκρεν σηκώθηκε, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση στη Βασίλισσα και δίνοντάς της το χέρι. «Καλημέρα, Νίθρα,» είπε.
Η Νίθρα έσφιξε το χέρι της Επάρχου, αποκρινόμενη: «Καλημέρα, Αρχόντισσα Ομάλθα. Τι σας φέρνει εδώ;»
«Τα νέα για την καινούργια Βασίλισσα,» αποκρίθηκε εκείνη, «και όχι μόνο. Αλλά να σου συστήσω: Από εδώ ο μικρότερός μου γιος, Νίτβοριν.»
Ο Νίτβοριν υποκλίθηκε. «Μεγαλειοτάτη.»
«Χαίρω πολύ, Νίτβοριν,» είπε η Νίθρα. «Παρακαλώ, καθίστε.»
Η Ομάλθα και ο γιος της κάθισαν, και εκείνη πήρε θέση αντίκρυ τους.
«Δε φανταζόμουν ότι ο θρόνος ήταν ο στόχος σου, Νίθρα,» είπε η Έπαρχος. «Στη Βόλγκρεν, διαφορετική εντύπωση μού είχες δώσει.»
Σαν να της έχει μιλήσει η Πάρνα… σκέφτηκε η Νίθρα· αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει και πολλά από την όψη της Ομάλθα: ήταν πολύ φυλαγμένη. «Οι περιστάσεις με ανάγκασαν, Αρχόντισσά μου. Αλλά μην αμφιβάλλετε ότι έχω μόνο καλό στο νου μου για το Βασίλειο.»
«Τι απέγιναν η Καλβάρθα και η οικογένειά της;»
«Η Καλβάρθα είναι αιχμάλωτη μου. Ο πατέρας της, ο Άρχων Κάμρεβ, είναι φιλοξενούμενος εδώ, στο παλάτι· και το εννοώ, φιλοξενούμενος, όχι φυλακισμένος. Ο Μέριλεβ είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι επιθυμεί, και ο Δόλβεριν… Τι έχετε ακούσει για τον Δόλβεριν, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε η Νίθρα, φορτίζοντας τα λόγια της με λίγη Πειθώ, διακριτικά.
«Τίποτα. Θα έπρεπε να είχα ακούσει κάτι συγκεκριμένο;»
Τελικά, η Πάρνα, μάλλον, δεν της έχει μιλήσει, σκέφτηκε η Νίθρα, νιώθοντας ένα βάρος να φεύγει από πάνω της. «Ο Πρίγκιπας Δόλβεριν έμαθα ότι πήγε στους βάλτους Βένεβριαμ, κι από τότε, δεν έχει επιστρέψει.»
«Πιστεύεις ότι είναι νεκρός;»
«Εύχομαι πως όχι.»
«Αν ζει, είσαι πρόθυμη να παραδώσεις την εξουσία του Νούφρεκ σ’αυτόν;»
«Ασφαλώς. Πάντοτε θεωρούσα ότι ο Δόλβεριν έπρεπε να είναι Βασιληάς σ’ετούτη τη χώρα.»
«Και ο Μέριλεβ; Γιατί δεν του παραδίδεις την εξουσία;»
«Τον Μέριλεβ, για να είμαι ειλικρινής, Αρχόντισσά μου,» είπε η Νίθρα, «δεν τον εμπιστεύομαι. Η Μεγάλη Θεά μού ανέθεσε να θεραπεύσω το Βασίλειο μας, και δε νομίζω ότι είναι ικανός να με βοηθήσει σ’αυτή την αποστολή.»
«Μάλιστα…» είπε η Ομάλθα. «Εύχομαι να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς, Βασίλισσά μου, και τη δική μου υποστήριξη θα την έχεις. Πότε θα γίνει η στέψη σου;»
«Σήμερα σκεφτόμουν να ξεκινήσω τις προετοιμασίες: να στείλω επιστολές στους έπαρχους του Νούφρεκ και όλα τα σχετικά.» Υπάρχουν, όμως, και σημαντικότερα προβλήματα που με βασανίζουν. «Ωστόσο, έχω κι άλλα στο μυαλό μου. Το Άνφρακ, σύντομα, θα εκστρατεύσει εναντίον μας, Αρχόντισσά μου. Ο Έπαρχος Τάκμιν είχε καλέσει ενισχύσεις– Ξέρετε κάτι γι’αυτό;» ρώτησε, παρατηρώντας την έκφραση στο πρόσωπο της Ομάλθα.
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είμαι εδώ, Νίθρα,» εξήγησε η Κυρά της Βόλγκρεν. «Και θα σε παρακαλούσα να μου μιλάς στον ενικό, Βασίλισσά μου. Αν έπρεπε κάποιος να μιλάει στον πληθυντικό, είμαι εγώ, και με συγχωρείς αν φάνηκα αγενής.»
«Όχι, δεν το θεωρώ αγένεια… Ομάλθα,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Μίλησέ μου για το λόγο του ταξιδιού σου.»
«Οι κατάσκοποί μου μου ανέφεραν ότι ένα Ανφρακιανό φουσάτο τριάντα χιλιάδων μαχητών βρίσκεται μερικές ημέρες δρόμο από την πόλη μου. Και σχεδόν μόλις το έμαθα αυτό, έφτασε ο αγγελιαφόρος σου και μου ζήτησε να στείλω τους μαχητές μου στην Έρλεν. Γνωρίζοντας, όμως, για τους ερχόμενους Ανφρακιανούς, δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, Βασίλισσά μου, καθότι θα άφηνα το λαό μου απροστάτευτο. Έτσι, λοιπόν, ήρθα να σε ενημερώσω, προσωπικά, πως αδυνατώ να εκτελέσω τη διαταγή σου, και να σου ζητήσω βοήθεια, για να πολεμήσω τον εχθρό.»
Ο Άλαντμιν πώς δεν έχει μάθει ακόμα ότι ο Ανφρακιανός στρατός εισέβαλε στο Βασίλειο; «Φυσικά και η Βόλγκρεν θα έχει τη βοήθειά μου,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Τα στρατεύματα του Νούφρεκ ήδη συγκεντρώνονται στην Έρλεν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον Βασιληά Σίλγκερομ.»
«Χαίρομαι που το ακούω.»
«Η Βόλγκρεν πόσο μπορεί να κρατήσει;»
«Αυτή τη στιγμή, έχω είκοσι χιλιάδες υπερασπιστές πίσω από τα τείχη, επομένως θεωρώ ότι μπορούμε να κρατήσουμε για αρκετό καιρό· τουλάχιστον, μέχρι να αρχίσουν τα παράπλευρα προβλήματα της πολιορκίας: έλλειψη τροφίμων, ασθένειες, και τα συναφή.»
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείς γι’αυτά· δε θ’αργήσουμε τόσο. Εν τω μεταξύ, μπορείτε, εσύ κι ο γιος σου, να μείνετε στο παλάτι μου, όσο επιθυμείτε· εκτός αν θέλετε να επιστρέψετε στη Βόλγκρεν, ασφαλώς.»
«Δε νομίζω ότι προλαβαίνουμε, προτού ξεκινήσει η πολιορκία,» είπε η Ομάλθα.
«Πολύ καλά, τότε. Θεωρήστε το παλάτι μου δικό σας.» Η Νίθρα σηκώθηκε από τη θέση της. «Πρέπει να πηγαίνω τώρα, Αρχόντισσά μου. Θα σας δω πάλι αργότερα.»
Η Ομάλθα και ο Νίτβοριν σηκώθηκαν, επίσης, και η πρώτη είπε: «Σ’ευχαριστώ, Βασίλισσα Νίθρα.»
Η Νίθρα πλησίασε έναν από τους υπηρέτης της αίθουσας του θρόνου και πρόσταξε: «Βρες τον Αρχικατάσκοπο Άλαντμιν και πες του να έρθει στα διαμερίσματά μου. Το συντομότερο δυνατό.»
*
Η Νίθρα έκανε πέρα-δώθε, καθώς περίμενε. Έφτανε ως το αναμμένο τζάκι και, μετά, πήγαινε στο μισάνοιχτο παράθυρο· έπειτα, στον πίνακα, στο ανάκλιντρο, στην πόρτα· στο τζάκι, στο παράθυρο, στον πίνακα, στο ανάκλιντρο….
Στο μυαλό της προετοίμαζε τα λόγια της, στην περίπτωση που (πρώτον) ο Άλαντμιν είχε μάθει γι’αυτό που συνέβη με τον Ρέλγκριν και (δεύτερον) στην περίπτωση που δεν το είχε μάθει. Στην πρώτη περίπτωση, η Νίθρα δε θα προσπαθούσε να του το φέρει με πλάγιο τρόπο και τέτοιες ανοησίες· θα προσπαθούσε να τον κάνει να καταλάβει τους λόγους της. Στη δεύτερη περίπτωση, θα έπρεπε, αρχικά, να μαλακώσει την οργή. Και σε καμία περίπτωση, δε σκόπευε να χρησιμοποιήσει Πειθώ. Ήθελε ο Άλαντμιν να την εμπιστεύεται πραγματικά, όχι να τον ξεγελάσει.
Η εξώπορτα, τελικά, άνοιξε και ο Αρχικατάσκοπος μπήκε. Ήταν καλοντυμένος, με γκρίζο, υφασμάτινο παντελόνι, μαύρο, δερμάτινο πανωφόρι, λευκό πουκάμισο, και φαρδιά, πέτσινη ζώνη, από την οποία κρεμόταν ένα στολισμένο ξιφίδιο. Αλλά η όψη του Άλαντμιν ήταν κουρασμένη, σαν να μην είχε κοιμηθεί, και το βλέμμα του, όταν στράφηκε στη Νίθρα, δεν μπορούσε να κρύψει την οργή του. Εκείνη νόμιζε ότι δύο μυτερά βέλη είχαν, ξαφνικά, εκτοξευτεί καταπάνω της.
Ωστόσο, ο Αρχικατάσκοπος δεν είπε τίποτα πέραν από: «Με ζήτησες, Νίθρα…»
Ξέρει τα πάντα. «Άλαντμιν… ήθελα να σου μιλήσω.»
«Κι εγώ.»
«Μάλλον, πρόκειται για το ίδιο θέμα…»
«Όχι, δε νομίζω. Ήθελα να σε ενημερώσω ότι οι κατάσκοποί μου μου είπαν ότι ένα Ανφρακιανό στράτευμα τριάντα χιλιάδων μαχητών έχει περάσει τα σύνορα και προελαύνει ανατολικά.»
«Το γνωρίζω. Μόλις μου το ανέφερε η Αρχόντισσα Ομάλθα, της Βόλγκρεν, η οποία ήρθε στο παλάτι. Άστο αυτό, όμως, Άλαντμιν. Άκουσε με, για λίγο, σε παρακαλώ. Ξέρω πως ξέρεις τι έγινε χτες βράδυ με τον Ρέλγκριν–» Ω Μεγάλη Θεά, τα μάτια του! Ποτέ ξανά δεν την είχαν κοιτάξει έτσι. «Και το ήξερα ότι θα μάθαινες, αλλά, πίστεψέ με –δεν γινόταν αλλιώς–»
«Δε γινόταν αλλιώς;» σφύριξε ο Άλαντμιν.
«Δεν είναι ηλίθιος, Άλαντμιν. Ο Ρέλγκριν δεν είναι ηλίθιος, και χρειαζόμαστε το στρατό του–»
«Και έπρεπε να κοιμηθείς μαζί του, για να διασφαλίσεις–!» φώναξε εκείνος.
«Δεν είναι δυνατόν να παίζω για πάντα! Θα καταλάβαινε ότι κάτι παράξενο συμβαίνει, ύστερα από όσα του είχα πει. Θα καταλάβαινε ότι τον χρησιμοποιούσα, και τότε θα χάναμε το στράτευμα–»
«Είσαι Ομιλήτρια, Νίθρα· μη μου λες αυτές τις βλακείες! Μπορούσες, με κάποιο τρόπο, να τον–»
«Σταμάτα να είσαι τόσο ζηλιάρης! Μου υποσχέθηκες ότι θα σταματήσεις αυτό το πράγμα–»
«Δεν ήξερα, τότε, ότι σκόπευες να πλαγιάσεις μαζί του. Και μόνο που το σκέφτομαι…!» γρύλισε.
Η Νίθρα έσφιξε το πανωφόρι του μέσα στις γροθιές της. «Αμφιβάλλεις ότι σ’αγαπώ;»
«Ναι.» Ο Άλαντμιν την έσπρωξε, απομακρύνοντάς την.
Η Νίθρα παραπάτησε, μα δεν έπεσε. «Ανόητε!» φώναξε. «Τότε, γιατί δε χρησιμοποιώ Πειθώ επάνω σου; Άμα πιστεύεις ότι σε κοροϊδεύω, τότε πες μου –γιατί δε χρησιμοποιώ Πειθώ;» Δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της.
«Ίσως και να το κάνεις· πού να ξέρω;»
«Πώς μπορείς να το υποθέτεις αυτό; Ύστερα από όλα όσα… Πώς μπορείς να το υποθέτεις αυτό, Άλαντμιν; Ακόμα και τη ζωή μου έχω ριψοκινδυνέψει για σένα! Όταν η Πάρνα με φώναξε, απειλώντας ότι θα σε σκοτώσει, ήρθα. Πώς μπορείς…;» Του έστρεψε την πλάτη, νιώθοντας τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Τα χέρια της σφίχτηκαν επάνω στη ζώνη της. Είχε τρελαθεί ο Άλαντμιν; Δεν καταλάβαινε τίποτα;
Τον άκουσε ν’αναστενάζει και να βηματίζει, αργά, μέσα στο δωμάτιο. Η Νίθρα δεν κινήθηκε· έκλεισε μόνο τα μάτια, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσει τον εαυτό της. Ο Άλαντμιν τη ζύγωσε από πίσω κι αγκάλιασε τους ώμους της· εκείνη μπορούσε να αισθανθεί το σώμα του χαλαρωμένο, σαν η ένταση να είχε φύγει από μέσα του.
Της ψιθύρισε: «Με συγχωρείς. Δεν αμφισβητώ ότι μ’αγαπάς, Νίθρα…» Το σώμα του σφίχτηκε ξανά. «Δεν μπορώ, όμως, να ξέρω ότι αυτός ο άνθρωπος μοιράζεται το κρεβάτι σου.»
«Δε θα το έκανα για να σε πληγώσω, Άλαντμιν. Ήταν αναγκαίο…» Αλλά όχι κι απόλυτα δυσάρεστο, έτσι; σφύριξε μια λεπτή φωνή μέσα στο μυαλό της. Η Νίθρα την έδιωξε βίαια, όπως κανείς θα κλοτσούσε καταπρόσωπο ένα κοντό, δαιμονικό πλάσμα.
«Δεν τον χρειαζόμαστε πλέον,» είπε ο Άλαντμιν· «θα τον σκοτώσω.»
Η Νίθρα στράφηκε, για να τον κοιτάξει. «Όχι! Τι λες τώρα; Δε γίνεται να τον σκοτώσεις! Ο στρατός του– Θα… θα επικρατήσει χάος. Ο Ρέλγκριν πιστεύει σε μένα, και τους προστάζει· όταν πεθάν–»
«Υπάρχει άνθρωπος για να τον αντικαταστήσει,» τόνισε ο Άλαντμιν. «Πολύ ικανός άνθρωπος.»
«Όχι,» επέμεινε η Νίθρα. «Δεν πρέπει να τον σκοτώσεις. Όχι ακόμα.»
«Αν μ’αγαπάς,» ψιθύρισε ο Άλαντμιν, περνώντας τα δάχτυλά του μέσα στα πορφυρά της μαλλιά, «θα μ’αφήσεις να το χειριστώ αυτό το ζήτημα με το δικό μου τρόπο.» Έφερε το πρόσωπό της κοντά στο πρόσωπό του και φίλησε, δυνατά, τα χείλη της.
Η Νίθρα δεν αποτραβήχτηκε, φοβούμενη μήπως την παρεξηγούσε, αν και ήθελε να του απαντήσει, να επιμείνει ότι αυτό δεν ήταν, σε καμία περίπτωση, σωστό!
Όταν τα χείλη τους χώρισαν, του είπε, αγγίζοντας το μάγουλό του: «Άλαντμιν, μην τον σκοτώσεις. Θα τον σκοτώσουμε όταν έρθει η ώρα.» Την έθλιβε, και μόνο που το έλεγε τούτο. Ο Ρέλγκριν την αγαπούσε, αληθινά, και ήταν λάθος να πεθάνει γι’αυτό· κανένας δε θα πρέπει να πεθαίνει επειδή αγαπά. Η Νίθρα θα προτιμούσε να τον εξοστρακίσει με κάποιον άλλο τρόπο. Ο Άλαντμιν, ωστόσο… Ο Άλαντμιν…
«Δε μπορώ να ξαναδώ αυτό το σκυλί να μοιράζεται το κρεβάτι σου,» της αποκρίθηκε.
«Θα προκαλέσεις μεγάλο πρόβλημα!» τόνισε η Νίθρα. «Θα καταστρέψεις το Βασίλειο, μ’ετούτα τα καμώματα! Έλα στα συγκαλά σου!»
Ο Άλαντμιν γέλασε. «Δεν καταστρέφονται έτσι τα βασίλεια, αγάπη μου. Και μη φοβάσαι, τα έχω σχεδιάσει όλα. Δε θα υπάρξει κανένα απολύτως πρόβλημα· σ’το υπόσχομαι.» Απομακρύνθηκε, βαδίζοντας προς την εξώπορτα.
Η Νίθρα ήταν έτοιμη να του φωνάξει να περιμένει, για να προσπαθήσει να τον λογικέψει· όμως σταμάτησε τον εαυτό της. Δε γίνεται τίποτα, σκέφτηκε, βλέποντάς τον ν’ανοίγει την πόρτα και να βγαίνει, κλείνοντάς την πίσω του. Τίποτα. Εκτός κι αν ήμουν πρόθυμη να χρησιμοποιήσω Πειθώ επάνω του… Είναι τόσο εξοργισμένος που μονάχα ένα πράγμα μπορεί να τον γαληνέψει: ο θάνατος του Ρέλγκριν.
Η Νίθρα κάθισε, βαριά, στο ανάκλιντρο. Πώς είναι δυνατόν να τα θαλάσσωσα τόσο πολύ, και τόσο άσχημα;…
Το Ανφρακιανό φουσάτο διέλυε την κατασκήνωσή του, όταν τροχασμός ακούστηκε από τ’ανατολικά.
«Καβαλάρηδες έρχονται, Βασιληά μου,» ανέφερε ένας πολεμιστής στον Σίλγκερομ, ο οποίος στεκόταν έξω απ’τη σκηνή του, καθώς δύο στρατιώτες τη μάζευαν. «Καμια τριανταριά, πάνω-κάτω.»
«Μάλιστα…» είπε ο Μονάρχης του Άνφρακ. Ήπιε μια γουλιά γάλα από τη χρυσοποίκιλτη κούπα στο δεξί του χέρι. «Όλο ενδιαφέρουσες συναντήσεις έχουμε, τελευταία, φαίνεται… Αφήστε τους να ζυγώσουν, κι όταν είναι κοντά, σταματήστε τους.»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.» Ο στρατιώτης υποκλίθηκε και έφυγε.
«Τι συμβαίνει, Βασιληά μου;» ρώτησε η Ερνάλυ, πλησιάζοντας τον Σίλγκερομ, ντυμένη με την αρματωσιά και την κάπα της, έτοιμη να ξεκινήσει τη δυτική προέλαση.
Ο Σίλγκερομ τής είπε για τους καβαλάρηδες που ζύγωναν.
«Δεν κρατούν σημαία;»
«Όχι.»
«Πιθανώς, τότε, να πρόκειται για τη συνοδεία κάποιου ευγενή,» υπέθεσε η Ερνάλυ.
«Ας πάμε να μάθουμε.» Ο Σίλγκερομ έδωσε την κούπα του σ’έναν υπηρέτη και βάδισε ανατολικά, όπου συγκεντρώνονταν κάμποσοι στρατιώτες του –έφιπποι, πεζοί, και βαλλιστροφόροι– για να εμποδίσουν τους ερχόμενους καβαλάρηδες.
Η Ερνάλυ ακολούθησε το Βασιληά της, ακουμπώντας το αριστερό της χέρι στο μανίκι του θηκαρωμένου της ξίφους.
Οι ιππείς ήταν, όντως, γύρω στους τριάντα, όπως είχε πει ο στρατιώτης στον Σίλγκερομ, και, όταν είδαν το στράτευμα εμπρός τους, τράβηξαν τα χαλινάρια και σταμάτησαν. Για λίγο, κανείς τους δεν κινήθηκε· ύστερα, όμως, ένας ύψωσε το χέρι και έδειξε· και μετά, κάλπασαν όλοι προς το φουσάτο, για να σταματήσουν πάλι μερικά μέτρα απόσταση από τους πολεμιστές του Μονάρχη του Άνφρακ.
«Είμαστε ιέρειες της Μεγάλης Θεάς!» δήλωσε μια έφιππη γυναίκα. «Ποιος ηγείται εδώ;»
«Εγώ,» είπε ο Σίλγκερομ, περνώντας ανάμεσα από τους μαχητές του, με τη Στρατηγό Ερνάλυ στο πλευρό του.
«Βασιληά μου!» είπε μια άλλη γυναίκα, και εκείνη κι άλλες τρεις –που, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους της συνοδείας τους, δεν ήταν οπλισμένες– αφίππευσαν.
«Σεβασμιότατη,» χαιρέτησε ο Σίλγκερομ, αναγνωρίζοντας την Ιέρεια Νολβάκρυ, όπως είχε αναγνωρίσει και την Ιέρεια Χοέρνα, η οποία είχε μιλήσει πρώτη.
«Έχουμε να σας ανακοινώσουμε βαρυσήμαντα γεγονότα, Βασιληά μου,» δήλωσε η Χοέρνα. «Ο Έπαρχος Τάκμιν, πρέπει με μεγάλη μας λύπη να σας πληροφορήσουμε, είναι νεκρός.»
«Το γνωρίζω,» είπε ο Σίλγκερομ. «Έχω και τη σορό του μαζί μου.» Οι ιέρειες τον κοίταξαν ερωτηματικά, κι εκείνος εξήγησε: «Συνάντησα τη συνοδεία που τη μετέφερε στη Σάλγκρινεβ.»
«Για την Εκλεκτή Νίθρα γνωρίζετε, Βασιληά μου;» ρώτησε η Νολβάκρυ.
«Λίγα πράγματα. Από εσάς περιμένω να μάθω περισσότερα, ωστόσο.»
«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε. Θα σας ενημερώσουμε γι’αυτή την… ιδιάζουσα περίπτωση.»
«Για πού κατευθύνεστε;» ρώτησε ο Σίλγκερομ. «Κι εσείς στη Σάλγκρινεβ πηγαίνετε;»
«Θα περάσουμε και από εκεί,» είπε η Νολβάκρυ, «αλλά δε θα μείνουμε για πολύ. Προορισμός μας είναι η Βάρλιν και η Ιερά Μητριάρχης.»
«Πρέπει να μάθει για τη Νίθρα,» εξήγησε η Χοέρνα.
«Θεωρείτε πως είναι, πραγματικά, Εκλεκτή;» ρώτησε ο Σίλγκερομ.
«Σίγουρα, έχει Χαρίσματα, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Νολβάκρυ. «Την είδαμε, με τα ίδια μας τα μάτια, να τα χρησιμοποιεί, και δε νομίζουμε ότι επρόκειτο για κάποια απάτη.»
«Ωστόσο,» πρόσθεσε η Χοέρνα, «δεν έχουμε ακόμα βεβαιωθεί.»
«Αν και, λογικά, μόνο η Μεγάλη Μητέρα θα μπορούσε να δώσει σε μία θνητή τέτοιες δυνάμεις…» είπε η Νολβάκρυ.
Αν αυτή η Νίθρα είναι, αληθινά, Εκλεκτή, συλλογίστηκε ο Σίλγκερομ, πώς θα αντιδράσει η Ιερά Μητριάρχης; Επί του παρόντος, είχε συμφωνήσει με την εκστρατεία κατά του Νούφρεκ, ώστε το εν λόγω Βασίλειο να διοικηθεί από μια σωστή εξουσία και να καταπολεμηθεί η Λυκολατρία που έδειχνε να έχει ιδιαίτερη άνθιση εκεί, σε τούτους τους καιρούς. Τι θα σκεφτόταν, όμως, τώρα που μια Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς βασίλευε σ’αυτά τα εδάφη; Θα εξακολουθούσε να συναινεί με την κατάκτηση του Νούφρεκ, ή θα πρότεινε στον Σίλγκερομ να σταματήσει την εκστρατεία του, γιατί «η Εκλεκτή ήταν παραπάνω από ικανή να καταπολεμήσει τη Λυκολατρία, εφόσον η ίδια η Λιάμνερ Κρωθ την είχε επιλέξει»; Ο Βασιληάς του Άνφρακ δεν ήθελε να συμβεί αυτό, καθότι για εκείνον η κατάκτηση του Νούφρεκ δεν αποτελούσε θρησκευτικό ζήτημα, αλλά πολιτικό. Δεν τον ενδιέφερε τι θα γινόταν με τους Λυκολάτρες –ας λάτρευαν το Λύκο τους όσο ήθελαν, κρυμμένοι στα δάση και στα βουνά· ήταν τρελοί, έτσι κι αλλιώς! Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν τα εδάφη του Νούφρεκ και οι ακτές του, που έβλεπαν στη θάλασσα Νερεν’γκέρ. Ω ναι, είχε πολύ καλή γεωπολιτική θέση το Νούφρεκ, και ο Σίλγκερομ δε σκόπευε να το αφήσει να γλιστρήσει από τα χέρια του, αν μπορούσε να κάνει κάτι για να το κρατήσει. Έτσι, η Νίθρα έπρεπε να πάψει να είναι Εκλεκτή…
*
Δε μπορώ ν’αφήσω αυτό το πράγμα να συμβεί, σκεφτόταν η Νίθρα, κάνοντας πέρα-δώθε μέσα στα διαμερίσματά της. Ο Ρέλγκριν πρέπει να απομακρυνθεί, αλλά όχι μ’ετούτο τον τρόπο. Πρέπει να τον απομακρύνω αλλιώς…
Κάθισε πίσω απ’το γραφείο της, κοιτάζοντας ένα αγαλματίδιο της Θεάς-Ευγενούς, το οποίο στεκόταν δίπλα απ’το μελανοδοχείο. Τι περιμένω; αναρωτήθηκε. Καμια θεϊκή έμπνευση; Το σίγουρο είναι πως η Λιάμνερ Κρωθ δεν πρόκειται να δώσει σ’εμένα καμία θεϊκή έμπνευση· δεν είμαι πραγματική της Εκλεκτή. Αλλά ακόμα κι αν ήμουν, γιατί η Μεγάλη Μητέρα ν’ασχοληθεί μ’ένα τέτοιο μικροζήτημα; Η Θεά είναι η ήπειρος· σημαντικότερα θέματα βασανίζουν τη συνείδησή της.
Ωραία ώρα βρήκα ν’ασχοληθώ με τη θεολογία!… συλλογίστηκε, ειρωνικά. Έστρεψε πάλι το νου της στον Ρέλγκριν και στο πώς να τον απομακρύνει. Ο Άλαντμιν είπε ότι έχει βρει αντικαταστάτη του. Άραγε, είναι αλήθεια; Φοβόταν πως ίσως, αν έδιωχνε τον Αρχιστράτηγο, το στράτευμα να διαλυόταν· κι αν τούτο συνέβαινε τώρα που οι Ανφρακιανοί είχαν εισβάλει στο Βασίλειό της, τα πράγματα θα ήταν πολύ, πολύ δύσκολα. Με το στρατό του Ρέλγκριν, όμως, υπό τον έλεγχό της, δεν είχε ν’ανησυχεί για πολλά· θα εμπόδιζε εύκολα τους εχθρούς, οι οποίοι δεν ήταν παρά τριάντα χιλιάδες –σαφώς λιγότεροι από τις συνολικές δυνάμεις του Νούφρεκ.
Αλλά μην ξεχνάς, είπε στον εαυτό της, ότι ο Βασιληάς Σίλγκερομ νομίζει πως έχει στείλει αυτούς τους μαχητές ως ενισχύσεις στον Τάκμιν. Μόλις πληροφορηθεί τι έγινε στην Έρλεν, μόλις μάθει ότι εγώ άρχω τώρα, θα ανακαλέσει το φουσάτο του, αφού είναι προφανές ότι δεν μπορεί να τα βάλει μαζί μου. Και μετά, τι θα γίνει; Θα φέρει περισσότερους στρατιώτες στα σύνορά μου, για να χτυπήσει το Νούφρεκ, ή θα προτιμήσει να αφήσει το θέμα να λήξει;
Όχι, δε θα το άφηνε να λήξει. Αποκλείεται. Στο κάτω-κάτω, ο Τάκμιν ήταν Ορκισμένος στη θυγατέρα του, και η Νίθρα τούς είχε στερήσει το Θρόνο του Νούφρεκ· ήταν προσβολή κατά της οικογένειάς του. Θα πρέπει να τον απωθήσω ή με στρατιωτική δύναμη ή μέσω διπλωματίας. Και προτιμούσε, φυσικά, τον δεύτερο τρόπο–
Αλλά όλ’αυτά που σκέφτομαι τώρα δε με βοηθάνε να βρω μια λύση για το ζήτημα του Ρέλγκριν, συνειδητοποίησε· κι αυτό είναι, για την ώρα, που επείγει.
Πρέπει να τον απομακρύνω από την Έρλεν. Πρέπει να τον κάνω να χαθεί.
Το απλούστερο που ερχόταν στο νου της ήταν να βάλει ορισμένους ανθρώπους να τον απαγάγουν και να τον κλειδαμπαρώσουν σε κάποιο κελί, μακριά από την πρωτεύουσα. Και, όταν ετούτη η κρίση έληγε, θα τον ελευθέρωνε πάλι· ή, αν αυτό δε συνέφερε, πιθανώς να τον απέλαυνε σε κάποιο γειτονικό βασίλειο· ή– Άστο για τότε! Αυτό μπορεί να αποφασιστεί εύκολα. Το τωρινό, και το σημαντικότερο, πρόβλημα ήταν πώς θα απήγαγε τον Ρέλγκριν και πού θα τον πήγαινε. Ή, μάλλον, για το πού θα τον πήγαινε είχε μια ιδέα· για το πώς θα τον απήγαγε δεν είχε καμία. Δεν ήξερε ποιον να εμπιστευτεί, για να κάνει ετούτη τη δουλειά. Κανονικά, θα την ανέθετε στον Άλαντμιν, πράγμα το οποίο, όπως είχαν έρθει τα πράγματα, αδυνατούσε να κάνει.
Επιπλέον, ο Άλαντμιν δεν έπρεπε να μάθει πού θα μεταφερόταν ο Ρέλγκριν, γιατί δεν αποκλείεται να προσπαθούσε, ακόμα κι εκεί, να τον σκοτώσει… αν και ίσως να υπερβάλλω. Πιστεύω ότι του αρκεί ο Ρέλγκριν να είναι μακριά μου. Τέλος πάντων, καλύτερα θα ήταν ο Άλαντμιν να μη μάθει το σχέδιό της. Άρα, για να κατορθώσει ό,τι είχε στο νου της, έπρεπε να βρει έναν άνθρωπο ο οποίος ήταν, κατά πρώτον, έμπιστος και, κατά δεύτερον, καλός στο να κάνει τη δουλεία του γρήγορα, αποτελεσματικά, και αθόρυβα.
Η Χρυσοδάκτυλη, ίσως… Ναι, η Χρυσοδάκτυλη θα μπορούσε, νομίζω, να το κάνει, και χωρίς βοήθεια από κανέναν άλλο. Κι αν της ζητήσω να μην πει τίποτα στον Άλαντμιν, θα υπακούσει…
Σίγουρα, όμως; Ή, μήπως, θα την πρόδιδε;
Όχι, η δολοφόνος δεν είχε καμία ιδιαίτερη πίστη στον Αρχικατάσκοπο: δεν ήταν κατάσκοπός του, δεν ήταν καν Ρουζβάνη. Η Νίθρα, βέβαια, μπορούσε πάντα να χρησιμοποιήσει και την Πειθώ επάνω της· αλλά η Πειθώ, γενικά, δεν ήταν καλή γι’αυτές τις δουλειές. Δεν ήταν καλή όταν έπρεπε να κάνεις κάτι να διαρκέσει. Ήταν καλή για να ξεγελάσεις κάποιον, όπως η Νίθρα είχε ξεγελάσει τον Αρχιστράτηγο Σάνλον, προκειμένου ν’απομακρύνει τα στρατεύματά του από τη Βόλγκρεν. Όχι, φυσικά, πως, και τότε, δεν είχε κάποια επιχειρήματα· τα επιχειρήματα πάντοτε είναι χρήσιμα. Ωστόσο, επρόκειτο, κατά βάση, για κόλπο· δεν αποσκοπούσε να κερδίσει τη μακροχρόνια εμπιστοσύνη του Αρχιστράτηγου.
Αλλά τι σκέφτομαι τώρα; Δεν έχω άλλη επιλογή από τη Χρυσοδάκτυλη. Πρέπει να της μιλήσει… και ό,τι ήθελε προκύψει.
*
Η Χρυσοδάκτυλη στεκόταν στο μπαλκόνι, με τα χέρια της ακουμπισμένα στην κουπαστή. Η πλάτη και οι ώμοι της γυάλιζαν από τον ιδρώτα που είχε ποτίσει τον μπεζ στηθόδεσμό της· πρέπει να είχε μόλις επιστρέψει από εξάσκηση, συμπέρανε η Νίθρα, καθώς την πλησίαζε. Η Μιρλίμια φόνισσα φορούσε ένα μαύρο, εφαρμοστό παντελόνι και ένα ζευγάρι μαύρες, μαλακές, δερμάτινες μπότες. Στη ζώνη της ήταν θηκαρωμένα δύο ξιφίδια. Τα κοντά, ξανθά της μαλλιά ήταν βρεγμένα από τον ιδρώτα κι έμοιαζαν να κολλάνε στο κεφάλι της.
«Βασίλισσά μου,» είπε η Χρυσοδάκτυλη, χωρίς να γυρίσει, καθώς η Νίθρα πέρασε το κατώφλι της μπαλκονόπορτας.
Η Μιρλίμια είναι σα νάχει μάτια στην πλάτη! ή αφτιά κοφτερότερα από της γάτας… πράγμα το οποίο την κάνει ιδανική για την αποστολή που έχω να της αναθέσω…
Η Νίθρα στάθηκε δίπλα στη Χρυσοδάκτυλη, ακουμπώντας τον αριστερό της αγκώνα στην κουπαστή· το δεξί της χέρι, φυσικά, κρεμόταν από τον πάνινο βρόχο που ήταν περασμένος γύρω από το λαιμό της. «Ωραία θέα από εδώ, ε;» Το μπαλκόνι έβλεπε ανατολικά, προς το λιμάνι και τη θάλασσα Νερεν’γκέρ, η οποία γυάλιζε κάτω από το διάχυτο φως του ανήλιαγου ουρανού. Ένα πλοίο ερχόταν από το Βορρά κι ένα άλλο έφευγε, κατευθυνόμενο ανατολικά. Οι φωνές των γλάρων ήταν δυνατές σήμερα, καθώς τα πουλιά διέγραφαν κύκλους στον αέρα.
«Ναι,» απάντησε η Μιρλίμια, λιγομίλητη όπως πάντα.
«Θέλω να μου κάνεις μια δουλειά, Χρυσοδάκτυλη,» είπε η Νίθρα.
«Τι δουλειά;»
«Μια απαγωγή. Θα απαγάγεις κάποιον και θα τον μεταφέρεις εκεί όπου θα σου πω.»
«Υπάρχουν άνθρωποι ικανότεροι από εμένα γι’αυτού του είδους τις δουλειές,» είπε η Χρυσοδάκτυλη, παίρνοντας το βλέμμα της από τη θάλασσα και στρέφοντάς το στη Νίθρα.
«Σε εμπιστεύομαι περισσότερο από αυτούς,» αποκρίθηκε η Βασίλισσα, επικαλούμενη την Πειθώ, «γιατί το θεωρώ πολύ σημαντικό να γίνουν τα πάντα γρήγορα και αθέατα.»
«Ποιον πρέπει ν’απαγάγω;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Τον Αρχιστράτηγο Ρέλγκριν.»
Η Μιρλίμια βλεφάρισε, ξαφνιασμένη… αλλά, ίσως, όχι τόσο όσο θα έπρεπε. Ή, μήπως, κάνω λάθος;
«Σ’εκπλήσσει τούτο;» Η Νίθρα φόρτισε τα λόγια της με Πειθώ, προκειμένου να κάνει τη Χρυσοδάκτυλη ν’αποκαλύψει όλη την αλήθεια.
«Όχι,» είπε εκείνη. «Αλλά νόμιζα ότι θα τον σκοτώνατε.»
Νόμιζε ότι θα τον σκοτώναμε; Πρέπει να της μίλησε ο Άλαντμιν. «Το σχέδιο άλλαξε· δε θα τον σκοτώσουμε. Θέλω να τον απαγάγεις, και θέλω να το κάνεις χωρίς κανένας να μάθει τίποτα. Μονάχα εσύ κι εγώ θα ξέρουμε για την υπόθεση.»
Τα μάτια της Χρυσοδάκτυλης στένεψαν, κοιτάζοντας τη Νίθρα με περιέργεια.
Ναι, ο Άλαντμιν πρέπει να της έχει μιλήσει· και τώρα την παραξενεύει το γεγονός ότι της λέω πως μόνο εγώ κι εκείνη οφείλουμε να γνωρίζουμε για την αποστολή της. Η Νίθρα νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει την απορία στο μυαλό της Μιρλίμιας: Και ο Αρχικατάσκοπος Άλαντμιν δεν οφείλει να γνωρίζει;
Ωστόσο, η Χρυσοδάκτυλη ένευσε καταφατικά.
«Μπορείς να τα καταφέρεις, έτσι;» ρώτησε η Νίθρα.
«Νομίζω. Αλλά δε θα έχω καμία βοήθεια; Από κανέναν;»
«Όχι. Σου είπα, η αποστολή είναι, και πρέπει να παραμείνει, μυστική. Ίσως, βέβαια, να έχεις βοήθεια από εμένα, αν υπάρχει ανάγκη…»
«Το πρόβλημα είναι να τον κουβαλήσω,» εξήγησε η Χρυσοδάκτυλη. «Είναι μεγαλόσωμος άντρας, και θα με δυσκολέψει –πολύ.»
«Έχεις δίκιο σ’αυτό. Δεν μπορείς να τον απαγάγεις υπό την απειλή όπλου, χωρίς να τον αναισθητοποιήσεις;»
«Ίσως και να μπορώ, αλλά δεν έχει νόημα, γιατί δε θα βγούμε, φυσικά, από την κεντρική πύλη του παλατιού, Βασίλισσά μου,» είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Θα χρειαστεί να σκαρφαλώσουμε. Κι εκεί περιπλέκονται τα πράγματα· ο αιχμάλωτος ίσως καταφέρει να μου ξεφύγει.»
Η Νίθρα συνοφρυώθηκε, σκεπτική. Ύστερα, είπε: «Τότε, φαίνεται πως η βοήθειά μου είναι απαραίτητη. Αλλά ανάλυσέ μου, πρώτα, τι έχεις στο μυαλό σου; Πώς σκοπεύεις να τον απαγάγεις; Θα εισβάλεις στο δωμάτιό του;»
«Αν εισβάλω στο δωμάτιό του –πράγμα το οποίο γίνεται εύκολα–, θα είναι υπερβολικά δύσκολη η απαγωγή. Το δωμάτιο βρίσκεται ψηλά, και θα πρέπει να τον κατεβάσω από το παράθυρο.»
«Αχά… Ας πούμε ότι έχω λύση γι’αυτό· ας πούμε ότι μπορείς να τον κατεβάσεις από το παράθυρο. Τι θα πρέπει να γίνει μετά;»
«Μετά, θα πρέπει να περάσουμε από τον κήπο, δίχως να μας παρατηρήσει κανείς. Δίχως, τουλάχιστον, να παρατηρήσει κανείς ότι έχω τον Αρχιστράτηγο μαζί μου και ότι τον κρατάω παρά τη θέλησή του. Αυτό είναι αρκετά πιο εφικτό από το κατέβασμα. Ωστόσο, υπάρχει μια δυσκολία κι εδώ: ο κήπος του παλατιού είναι καμένος από την πολιορκία. Η βλάστηση θα με βοηθούσε· τώρα, όμως, δεν έχω καμία κάλυψη. Πρέπει να βασιστώ στο ότι, αν κάποιος φρουρός μας δει, θα μας αγνοήσει.»
«Εντάξει,» είπε η Νίθρα. «Ας πούμε ότι το καταφέρνεις κι αυτό· μετά, τι γίνεται;»
«Πολλά ‘ας πούμε’ έχει όλη αυτή η ιστορία, Βασίλισσά μου,» σχολίασε η Χρυσοδάκτυλη· αλλά συνέχισε: «Μετά, θα τον μεταφέρω ως το τείχος του κήπου, και θα πρέπει να σκαρφαλώσουμε… το οποίο πάλι είναι πρόβλημα, ασφαλώς.»
«Ας πούμε ότι περνάς και το τείχος. Μετά;»
«Μετά, θα πρέπει να τον βγάλω από μία από τις πύλες της πόλης, για να τον πάω εκεί όπου θέλετε.»
Η Νίθρα σούφρωσε τα χείλη, καθώς τα επεξεργαζόταν όλα τούτα στο νου της. «Από μία από τις πύλες, ε;»
«Ναι,» ανασήκωσε τους ώμους η Χρυσοδάκτυλη, «εκτός αν έχετε κάποιο πλοίο έτοιμο, οπότε θα μπορούσα να φύγω απ’το λιμάνι.»
Πλοίο… Καλή ιδέα! Η Νίθρα μειδίασε, στραβά.
«Τι είναι;» απόρησε η Μιρλίμια.
«Τίποτα,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Όλα είναι τέλεια. Αυτό το βράδυ ξεκινάμε, Χρυσοδάκτυλη.
»Αλλά, έχε το νου σου: δεν πρέπει να πεις λέξη για όλα όσα συζητήσαμε. Σε κανέναν. Ούτε στον Φένταρ.»
Η Μιρλίμια την κοίταξε έτσι που το βλέμμα της έμοιαζε να λέει: Ετούτα τα λόγια κάτι μου θυμίζουν· κάτι πολύ πρόσφατο…
Και η Νίθρα συλλογίστηκε: Τελικά, το μυαλό μου δε λειτουργεί και τόσο διαφορετικά από το μυαλό του Άλαντμιν… αν και μέχρι πρότινος δε με θεωρούσα μυστικοπαθή.
Αλλά, εκτός από αυτό το σχόλιο που υποδηλωνόταν από το βλέμμα της Χρυσοδάκτυλης, υπήρχε και μια ερώτηση εκεί, την οποία η Νίθρα δεν ήταν βέβαιη αν θα έπρεπε να αποκωδικοποιήσει ως Τα ξέρει ο Αρχικατάσκοπος όλα τούτα; ή ως Γιατί να μην πω τίποτα ούτε στον Φένταρ;
Για το πρώτο, η Βασίλισσα σκέφτηκε: Άστη ν’αναρωτιέται· το τι ξέρει ο Άλαντμιν και τι όχι δεν την αφορά. Και για το δεύτερο: Θα πρέπει να μ’εμπιστευτεί. Αν με προδώσει, θα την κάνω να μετανιώσει γι’αυτό…
«Εντάξει, Χρυσοδάκτυλη;»
«Φυσικά,» αποκρίθηκε η Μιρλίμια. «Μην ανησυχείς, Νίθρα· τίποτα δε θα διαρρεύσει από εμένα.»
Τα βήματα της Χρυσοδάκτυλης δεν ακούγονταν μέσα στο διάδρομο, αν και η Μιρλίμια δολοφόνος δε φαινόταν να κάνει καμία προσπάθεια για να βαδίζει αθόρυβα. Αν κάποιος την έβλεπε, θα έλεγε πως έμοιαζε να κάνει τη νυχτερινή της βόλτα. Η ώρα, βέβαια, ήταν λίγο αργά για νυχτερινή βόλτα· πλησίαζαν τα μεσάνυχτα. Η Χρυσοδάκτυλη το γνώριζε αυτό επειδή είχε κοιτάξει ένα μεγάλο, μηχανικό ρολόι (κανένα από τα ηλιακά ρολόγια, φυσικά, δε λειτουργούσε πλέον· όλα έδειχναν την ίδια ώρα: την ώρα που ο ήλιος είχε χαθεί από τον ουρανό) και επειδή είχε πια μάθει κάπως να υπολογίζει το χρόνο σ’ετούτη την ανήλιαγη κατάσταση που βρισκόταν ο κόσμος.
Πλησίασε μια πόρτα, την άνοιξε, και μπήκε στη βιβλιοθήκη του παλατιού. Αφουγκράστηκε, μήπως κανείς άλλος ήταν εδώ, μα δεν άκουσε τον παραμικρό θόρυβο. Έκλεισε και πέρασε ανάμεσα από τα ράφια και τα βιβλία. Η μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης πλημμύριζε το χώρο.
Η Χρυσοδάκτυλη άνοιξε τα πατζούρια ενός παραθύρου και, ύστερα, το τζάμι. Έβγαλε το μισό της σώμα έξω, στον ψυχρό, νυχτερινό αέρα που ερχόταν απ’τη θάλασσα, και κοίταξε επάνω. Το βλέμμα της επικεντρώθηκε σ’ένα άλλο παράθυρο, που βρισκόταν στον αμέσως επόμενο όροφο του παλατιού. Ο δρόμος είναι εύκολος, συλλογίστηκε, παρατηρώντας τα πιασίματα που υπήρχαν.
Βγήκε στο περβάζι κι άρχισε να σκαρφαλώνει.
*
Ο κήπος ήταν καμένος –τα απομεινάρια των φυτών που, παλιά, βασίλευαν εδώ έτριζαν κάτω από τα μποτοφορεμένα πόδια της Νίθρα–, αλλά, επίσης, σκοτεινός. Και τούτο το βαθύ σκοτάδι που είχε κυριαρχήσει μετά την εξαφάνιση του ήλιου και της σελήνης ήταν, πραγματικά, χρήσιμο, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κανένας φρουρός δε θα μας παρατηρήσει, εκτός κι αν περνάει από κοντά. Βέβαια, θα έπρεπε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά· το να είσαι πολύ σίγουρος για τον εαυτό σου είναι ο μόνος βέβαιος τρόπος για ν’αποτύχεις. Η Νίθρα κοίταξε τριγύρω, επιφυλακτικά, μέσα από την κουκούλα της κάπας της. Δεν είδε κανέναν να ζυγώνει. Έγλειψε τα χείλη και έστρεψε τη Ματιά της ψηλά, στο παράθυρο του δωματίου του Ρέλγκριν. Το Χάρισμά της διαπερνούσε εύκολα το σκοτάδι, σαν να επρόκειτο για αραχνοΰφαντο πέπλο, που άνθρωποι και πράγματα βρίσκονταν ή μετακινούνταν πίσω του· έτσι, δε δυσκολεύτηκε να προσέξει τη Χρυσοδάκτυλη, η οποία σκαρφάλωνε πάνω στον τοίχο του παλατιού, ζυγώνοντας το δωμάτιο του Αρχιστράτηγου.
Είναι εντυπωσιακή, σκέφτηκε η Νίθρα, παρατηρώντας τις κινήσεις της. Πολύ εντυπωσιακή. Θα μου φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη στη διοίκηση του Βασιλείου μου.
*
Η Χρυσοδάκτυλη πέρασε ένα λεπτό στιλέτο μέσα στη χαραμάδα του παραθύρου και σήκωσε το μάνταλο. Παραμέρισε το τζάμι και μπήκε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο Ρέλγκριν, ροχαλίζοντας σιγανά. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι του, και η μορφή του φωτιζόταν από το φως της φωτιάς του τζακιού.
Η Χρυσοδάκτυλη τον πλησίασε. Άπλωσε το χέρι της και του έσφιξε τον ώμο. Ο άντρας ξύπνησε κι ανασηκώθηκε· την ίδια στιγμή, η δολοφόνος κατέβασε τη λαβή του στιλέτου της, με δύναμη, στον κρόταφό του, αναισθητοποιώντας τον.
Θηκάρωσε το όπλο της και τράβηξε τον Ρέλγκριν έξω από τα σκεπάσματα. Είναι ΒΑΡΥΣ, μα τον Ερποχθόνιο! Τρίζοντας τα δόντια της, τον έσυρε ως το παράθυρο και κατάφερε να τον σηκώσει και να τον ρίξει πάνω στο περβάζι. Πρέπει να ζητήσω επιπλέον πληρωμή από τη Νίθρα, σκέφτηκε, για να προσλάβω έναν καλό θεραπευτή για τη μέση μου!…
Από κάτω, η Νίθρα είδε τη Χρυσοδάκτυλη να βγάζει το μισό σώμα του Ρέλγκριν από το παράθυρο. Το κεφάλι του άντρα έπεφτε, παράλυτα, στο πλάι. Εντάξει· τώρα μπορώ να τον κατεβάσω. Επικαλούμενη το Κοσμικό Κέλευσμα, πρόσταξε το σώμα του Αρχιστράτηγου, με σταθερή αλλά όχι δυνατή φωνή: «Βγες από το παράθυρο και κατέβα, ομαλά, στα πόδια μου.»
Πρόλαβε δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή της και αισθάνθηκε το έδαφος να τραντάζεται, ενώ από πάνω άκουσε ένα τόσο δυνατό ΚΡΑΚ! που νόμισε ότι ο ουράνιος θόλος είχε, ξαφνικά, θρυμματιστεί και τα θρύψαλά του θα έπεφταν να την τραυματίσουν. Παραπάτησε, ζαλισμένη, σκόνταψε κι έπεσε στα γόνατα· τα χέρια της κρατούσαν τις πλευρές του κεφαλιού της, που πήγαινε να σπάσει.
«Νίθρα!» Η σφυριχτή φωνή της Χρυσοδάκτυλης ήχησε σαν από πολύ, πολύ μακριά.
Η Βασίλισσα έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα, παλεύοντας να συνέλθει. Το έδαφος είχε αρχίσει να σταματά να τραντάζεται από κάτω της. Ο ουρανός δε θρυμματιζόταν πλέον. Μεγάλη Θεά, τι συνέβη; Έγινε, ξαφνικά, η αντίσταση τόσο ισχυρή;
Όχι, αυτό που είχε νιώσει δεν ήταν η αντίσταση του αλλαγμένου κόσμου, του κόσμου που προσπαθούσε να μοιάσει στους Αρχέτοπους· ήταν μια αντίσταση παρόμοια με εκείνη που είχε αισθανθεί όταν, στην Ήανβαν, είχε επιχειρήσει να Κελεύσει τον ουρανό να βρέξει.
Αλλά τι έκανα τώρα; Αυτό που πήγα να κάνω δεν ήταν τόσο σπουδαίο… Γιατί είχε συμβεί ό,τι είχε συμβεί; Τι διαφορά είχε το σώμα του Ρέλγκριν από οτιδήποτε άλλο είχε ποτέ της Κελεύσει;
Ήταν έμβιο. Ζούσε. Αίμα έτρεχε στις φλέβες του. Ένας οργανισμός λειτουργούσε κάτω από το δέρμα.
Η Νίθρα σηκώθηκε στα πόδια της· τα γόνατά της έτρεμαν ακόμα, αλλά τα αγνόησε, πεισματικά. Ύψωσε το βλέμμα, για να κοιτάξει τη Χρυσοδάκτυλη, στο παράθυρο.
Πρέπει να τον τυλίξει με κάτι. Με κάποιο σεντόνι. Πώς θα της το φωνάξω; Θα τραβήξουμε την προσοχή.
Μια ιδέα τής ήρθε. Μια ιδέα που δεν της άρεσε καθόλου. Αλλά, αφού δεν είχε καμία καλύτερη….
Ζύγωσε τον τοίχο του παλατιού, έλυσε την κάπα της, και την έριξε κάτω, στο έδαφος. Πάτησε πάνω και την Κέλευσε: «Ύψωσέ με ως το παράθυρο που κοιτάζω.»
Το ενισχυμένο ένδυμα τη σήκωσε στον αέρα, και η Νίθρα πήδησε, γρήγορα, μέσα στο υπνοδωμάτιο του Ρέλγκριν, περνώντας δίπλα απ’τον αναισθητοποιημένο Αρχιστράτηγο και τη Χρυσοδάκτυλη. Την κάπα της την άρπαξε, προτού πέσει.
«Τι έγινε, Νίθρα;» ρώτησε η Μιρλίμια.
«Δε μπορώ να τον κατεβάσω όπως νόμιζα. Τύλιξέ τον σ’ένα σεντόνι.»
Η Χρυσοδάκτυλη υπάκουσε.
«Δέσε το καλά γύρω του, αλλιώς θα πέσει και θα σκοτωθεί.»
Η Μιρλίμια το έδεσε, με τους καλύτερους και ασφαλέστερους κόμπους που ήξερε.
Η Νίθρα πήρε βαθιά ανάσα· το κεφάλι της ακόμα πονούσε. «Ωραία.» Επικαλέστηκε το Κοσμικό Κέλευσμα, προστάζοντας το σεντόνι: «Κατέβασέ τον, ομαλά, στο έδαφος, κάτω απ’το παράθυρο.»
Ο Ρέλγκριν βγήκε από το παλάτι, αιωρούμενος, και προσγειώθηκε στο χώμα.
«Τι διαφορά–;» έκανε να ρωτήσει η Χρυσοδάκτυλη.
«Άστο αυτό,» τη διέκοψε η Νίθρα. Έριξε την κάπα της στο πάτωμα, πάτησε επάνω της, και την Κέλευσε να την κατεβάσει πλάι στον Αρχιστράτηγο, πράγμα το οποίο έγινε.
Η Χρυσοδάκτυλη κοιτούσε παραξενεμένη, νομίζοντας ότι βρισκόταν μέσα σε κάποιο παραμύθι, σαν αυτά που έλεγαν οι γιαγιάδες. Η ζωή είναι το πιο μεγάλο και αλλόκοτο παραμύθι, τελικά, συλλογίστηκε, και βγήκε κι εκείνη απ’το παράθυρο, κατεβαίνοντας με τον παλιό, καλό τρόπο των χεριών και των ποδιών.
Η Νίθρα γονάτισε και φόρεσε την κάπα της. Αισθανόταν όλο της το σώμα να τρέμει από τη χρήση του Κοσμικού Κελεύσματος, και ήξερε ότι θα χρειαζόταν να το χρησιμοποιήσει, τουλάχιστον, άλλη μία φορά.
Η Χρυσοδάκτυλη κατέβηκε πλάι της και έπιασε τον Ρέλγκριν από τις μασκάλες. «Πιάστον τον από τα πόδια,» είπε. «Εκτός άμα σκέφτεσαι να τον μεταφέρουμε με τον δικό σου τρόπο.»
Η Νίθρα έπιασε τα πόδια του Αρχιστράτηγου· ο τραυματισμένο της ώμος την πόνεσε, αλλά καλύτερα αυτό, παρά να σπαταλούσε κι άλλο τις δυνάμεις της· ήταν συνετότερο να τις κρατήσει για μετά, που θα έπρεπε να επικαλεστεί το Κέλευσμα.
Έτσι, κουβαλώντας τον Ρέλγκριν ανάμεσά τους, οι δύο γυναίκες κατευθύνθηκαν προς το τείχος, που βρισκόταν πέρα από τους στάβλους. Ο κήπος δεν τους προσέφερε κάλυψη, καμένος καθώς ήταν, αλλά το σκοτάδι ήταν πυκνό και τις βόλευε. Επίσης, η σιγαλιά ήταν τόσο… τόσο δυνατή, θα μπορούσε να πει κάποιος… που, αν κανείς τις πλησίαζε, θα τον άκουγαν.
Όπως και τον άκουσαν.
«Φρουρός!» σφύριξε η Χρυσοδάκτυλη. «Πάμε πίσω από κείνο το κάρο!»
Η Νίθρα υπάκουσε, εμπιστευόμενη τη Μιρλίμια απόλυτα σε τέτοια ζητήματα. Μετέφεραν τον Ρέλγκριν πίσω από το κάρο –το οποίο περιείχε άχυρα– και κρύφτηκαν εκεί, γονατίζοντας.
Η Βασίλισσα του Νούφρεκ προσπαθεί ν’αποφύγει τους ίδιους της τους φρουρούς! σκέφτηκε η Νίθρα, αυτοσαρκαστικά. Αν ήμουν σαν την Καλβάρθα, θα έπρεπε ν’αρχίσω να μαστιγώνομαι!
Τα βήματα πλησίασαν πολύ.
«Δε θα μας δει,» ψιθύρισε η Χρυσοδάκτυλη.
Ο φρουρός πέρασε.
Η Νίθρα κοίταξε τη Μιρλίμια, ερωτηματικά.
«Το Προαίσθημα,» εξήγησε εκείνη.
Σωστά…
Ο Ρέλγκριν μούγκρισε.
Η Χρυσοδάκτυλη, πάραυτα, τράβηξε ένα της ξιφίδιο.
Η Νίθρα έσκυψε, πλάι στ’αφτί του, και ψιθύρισε έντονα, χρησιμοποιώντας την Πειθώ: «Κοιμήσου. Είσαι κουρασμένος και το κρεβάτι είναι μαλακό. Κοιμήσου.»
Ο Ρέλγκριν κοιμήθηκε.
Η Χρυσοδάκτυλη θηκάρωσε το ξιφίδιο και τον έπιασε από τις μασκάλες, ενώ η Νίθρα από τα πόδια.
Πέρασαν πίσω από το μεγάλο, βασιλικό στάβλο, πατώντας αγριόχορτα· εδώ το μέρος δεν ήταν τόσο καμένο, όπως στα υπόλοιπα σημεία. Έφτασαν κοντά στο τείχος και άφησαν τον Ρέλγκριν στη γη.
Η Νίθρα καθάρισε το λαιμό της και Κέλευσε το σεντόνι: «Ύψωσέ τον πάνω από το τείχος και άφησέ τον, μαλακά, από την άλλη μεριά.»
Το σεντόνι την υπάκουσε, ενώ εκείνη αισθανόταν πυρωμένες λόγχες να περνούν μέσα απ’το κεφάλι της. Η Χρυσοδάκτυλη τη στήριξε, για να μην πέσει.
«Απο δώ και περά μπορώ να συνεχίσω μόνη μου,» της είπε. «Πήγαινε να ξεκουραστείς.»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Θα έρθω. Ίσως να με χρειαστείς.»
Η Χρυσοδάκτυλη σκαρφάλωσε στην κορυφή του τείχους και έδωσε το δεξί της χέρι στη Βασίλισσα. Εκείνη το έπιασε, με το αριστερό της (δεν ήθελε να ζορίσει τον τραυματισμένο της ώμο), και πάτησε γερά στις πέτρες. Δυσκολεύτηκε ν’ανεβεί, αλλά τα κατάφερε και, μαζί με τη Χρυσοδάκτυλη, πήδησε από την άλλη μεριά του τείχους, δίπλα στον Ρέλγκριν.
Η Νίθρα έπιασε τα πόδια του Αρχιστράτηγου και η Μιρλίμια δολοφόνος τις μασκάλες του, και τον τράβηξαν, γρήγορα, μέσα σε μια πάροδο… όπου μια σκοτεινή φιγούρα, τυλιγμένη σε κάπα, τις περίμενε.
«Μοιάζεις έτοιμη να λιποθυμήσεις,» είπε, ατενίζοντας τη Βασίλισσα.
Η Νίθρα ξεφύσησε, αφήνοντας τα πόδια του Ρέλγκριν. «Είμαι έτοιμη να λιποθυμήσω, Κένκορ.»
Ο αδελφός της έπιασε τους αστραγάλους του Αρχιστράτηγου. «Επίστρεψε στο παλάτι,» της είπε.
«Όχι· θα σας συνοδέψω μέχρι το σκάφος, και μετά, θα επιστρέψουμε μαζί.»
Η Χρυσοδάκτυλη και ο Κένκορ άρχισαν να προχωρούν, κατευθυνόμενοι ανατολικά, προς το Βασιλικό Λιμάνι. Η Νίθρα τούς ακολουθούσε, βαριανασαίνοντας και προσπαθώντας να συνέλθει από τη δοκιμασία που είχε υποστεί. Εκείνο που, κυρίως, της είχε στοιχίσει και που ακόμα δεν είχε ξεπεράσει ήταν το χτύπημα του Κοσμικού Κελεύσματος, όταν πρόσταξε το σώμα του Ρέλγκριν να κατεβεί. Αν και, κανονικά, θα έπρεπε να είμαι ευγνώμων. Μπορούσα να έχω χάσει τις αισθήσεις μου, σκέφτηκε, ενθυμούμενη τι είχε συμβεί στην Ήανβαν. Κι αν είχα χάσει τις αισθήσεις μου, τότε όλο μου το σχέδιο θ’αποτύχαινε. Βέβαια, άλλο ήταν το να Κελεύσεις ένα ανθρώπινο σώμα να κατεβεί κι άλλο το να Κελεύσεις τον ουρανό να βρέξει, υπέθετε· οπότε, λογικά, τα παράπλευρα αποτελέσματα δε θα έπρεπε να είναι και τα ίδια. Αφού, όταν είχε επιχειρήσει το δεύτερο, είχε λιποθυμήσει, τότε, επιχειρώντας το πρώτο, το οποίο ήταν σαφώς μικρότερο εγχείρημα, μάλλον δε θα λιποθυμούσε. Ωστόσο, ο κόσμος είχε αλλάξει, κυριολεκτικά, από τις ημέρες που η Νίθρα βρισκόταν στην Ήανβαν· φαινόταν να προσπαθεί να προσομοιώσει τους Αρχέτοπους· έτσι, ποτέ δεν ξέρεις… Όφειλε να είναι προσεκτική. Έπρεπε εξαρχής να είχε πει στη Χρυσοδάκτυλη να τον τυλίξει με σεντόνι! Τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε…
«Σας είδε κανένας φρουρός;» ρώτησε ο Κένκορ, κοιτάζοντας τη Νίθρα πάνω απ’τον ώμο του. «Σας κυνήγησαν;»
«Όχι,» απάντησε εκείνη.
«Τότε, γιατί δείχνεις τόσο ταλαιπωρημένη;»
«Θα σου εξηγήσω μετά, Κένκορ. Πάντως, δε συνέβη αυτό που νομίζεις. Έκανα μια βλακεία που δεν έπρεπε να είχα κάνει.»
Ο Κυματόλυκος ήταν αραγμένος στην αποβάθρα, και ο Σαμόλθιρ τούς περίμενε, καθισμένος στην πλώρη και καπνίζοντας την πίπα του. Η Χρυσοδάκτυλη, ο Κένκορ, και η Νίθρα σταμάτησαν μέσα σ’ένα σκοτεινό δρομάκι, και η τρίτη κοίταξε έξω, το λιμάνι, για να δει αν βρισκόταν καμία περιπολία κοντά. Η Βασίλισσα του Νούφρεκ, σκέφτηκε ξανά, προσπαθεί ν’αποφύγει τους ίδιους της τους φρουρούς!
Η Ματιά της έπεσε πάνω σε μια τετραμελή, ένοπλη ομάδα που ερχόταν από το βάθος. Έκανε νόημα στους συντρόφους της να μείνουν πίσω, και η Χρυσοδάκτυλη κι ο Κένκορ τράβηξαν τον Ρέλγκριν πιο βαθιά μέσα στις σκιές. Τότε, εκείνος άρχισε πάλι να μουγκρίζει. Η Μιρλίμια τράβηξε ένα ξιφίδιο, αλλά η Νίθρα την πρόλαβε, σκύβοντας και ψιθυρίζοντας, έντονα, στ’αφτί του: «Κοιμήσου, Ρέλγκριν. Κοιμήσου.» Η Πειθώ φόρτιζε τα λόγια της, και ο άντρας σώπασε, όπως και την προηγούμενη φορά.
Η Βασίλισσα κοίταξε έξω απ’το στενορύμι, και είδε τους φρουρούς να πλησιάζουν. Πέρασαν από κάποια απόσταση μπροστά της, δίχως να την παρατηρήσουν, και, έπειτα, έστριψαν αριστερά.
«Τώρα!» είπε η Νίθρα στους συντρόφους της, και βάδισε, βιαστικά, προς τον Κυματόλυκο.
Ο Κένκορ και η Χρυσοδάκτυλη την ακολούθησαν, μεταφέροντας τον Ρέλγκριν ανάμεσά τους.
Ο Σαμόλθιρ τούς είδε και σηκώθηκε όρθιος. Η κάπα του ανέμιζε ανάλαφρα στο νυχτερινό αεράκι που παρέσερνε τον καπνό της πίπας του.
Η Νίθρα, ο αδελφός της, και η Μιρλίμια δολοφόνος ανέβηκαν τη ράμπα του πλοίου και βρέθηκαν στο κατάστρωμα, όπου ο Καπετάνιος τούς συνάντησε, μαζί με δύο ναύτες.
«Αφήστε τον στα κοπέλια μου,» είπε στον Κένκορ και στη Χρυσοδάκτυλη, κι εκείνοι απόθεσαν τον Ρέλγκριν στα σανίδια του Κυματόλυκου.
«Σ’ευχαριστώ, Καπετάνιε,» είπε η Νίθρα. «Γι’ακόμα μια φορά, με υποχρεώνεις.»
«Ελπίζω η ανταμοιβή μου να εξακολουθεί να με περιμένει, στην επιστροφή,» μειδίασε εκείνος, δαγκώνοντας την πίπα του.
Η Νίθρα δεν είχε προστάξει ακόμα να μεταφέρουν το σεντούκι με το χρυσάφι στον Κυματόλυκο, γιατί ο Σαμόλθιρ δε σχεδίαζε να φύγει από τώρα· τον φιλοξενούσε στο παλάτι της, έχοντας την ανταμοιβή του στο θησαυροφυλάκιο, για ασφάλεια, και υποσχόμενη πως θα του την έδινε όταν ήταν να εγκαταλείψει το λιμάνι της Έρλεν για να πάει στη Βάλγκριθμωρ. Τώρα, κανονικά, θα μπορούσε να του παραδώσει τα χρήματα και ο Σαμόλθιρ να φύγει, αφότου μετέφερε τον Ρέλγκριν εκεί όπου η Νίθρα ήθελε. Ωστόσο, η Βασίλισσα είχε προτιμήσει να μη γίνει η παράδοση της ανταμοιβής, γιατί πιθανώς ο Άλαντμιν να μάθαινε γι’αυτό και να παραξενευόταν. Έτσι, είχε πει στον Σαμόλθιρ ότι, λόγω μυστικότητας, έπρεπε να τον πληρώσει μετά. Εκείνος δεν είχε φέρει καμία αντίρρηση.
«Μην ανησυχείς για τίποτα, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε τώρα η Βασίλισσα. «Θα είχες ήδη το χρυσάφι σου, αν αυτό εξαρτιόταν μόνο από εμένα. Αλλά, δυστυχώς, όλα τούτα όφειλαν να γίνουν όσο το δυνατόν πιο κρυφά κι αθόρυβα.»
«Καταλαβαίνω, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Σαμόλθιρ.
«Καλό ταξίδι,» του ευχήθηκε η Νίθρα, δίνοντάς του το αριστερό της χέρι. «Η Θεά μαζί σου.»
«Τυχεροί ήμασταν, θα έλεγα,» παρατήρησε ο Κένκορ, καθώς αυτός κι η αδελφή του επέστρεφαν στο παλάτι, βαδίζοντας μέσα στους δρόμους της Βασιλικής Περιφέρειας πολύ πιο χαλαρά απ’ό,τι βάδιζαν πριν, και νιώθοντας κι οι δύο ένα βάρος να έχει φύγει από πάνω τους.
«Ναι, αρκετά…»
«Τι συνέβη, αλήθεια; Τι ‘βλακεία’ έκανες;»
«Χρησιμοποίησα το Κοσμικό Κέλευσμα όπως δεν έπρεπε να το είχα χρησιμοποιήσει.»
«Αυτό δε μου λέει και πολλά.»
«Φυσικό είναι,» είπε η Νίθρα.
«Δε θα μου εξηγήσεις λίγο περισσότερο;»
Είμαι, πραγματικά, κουρασμένη για εξηγήσεις, σκέφτηκε· αλλά απάντησε: «Προσπάθησα να προστάξω κάτι που δε γινόταν να προστάξω· κι όταν το προσπαθώ αυτό, αισθάνομαι ότι ολόκληρο το σύμπαν γυρίζει και με χτυπά… και τώρα που ο κόσμος είναι έτσι –που χάθηκε ο ήλιος, δηλαδή–, τα πράγματα είναι ακόμα δυσκολότερα στη χρήση του Κοσμικού Κελεύσματος.»
Ο Κένκορ έδειχνε μπερδεμένος.
Η Νίθρα αναστέναξε. «Άστο. Απλά, θέλω να ξεκουραστώ τώρα. Είμαι χάλια.»
Πλησιάζοντας την κεντρική πύλη του κήπου του παλατιού, η Νίθρα έβγαλε την κουκούλα της κάπας της και πρόσταξε τους φρουρούς ν’ανοίξουν. Εκείνοι, αναγνωρίζοντας τη Βασίλισσά τους, υπάκουσαν.
Ο Άλαντμιν θα μάθει για την επιστροφή μου, σκέφτηκε η Νίθρα, καθώς αυτή κι ο Κένκορ διέσχιζαν τον κήπο, αλλά τώρα πλέον δε μ’ενδιαφέρει. Έχω απομακρύνει τον Ρέλγκριν· η διαμάχη τους έχει τελειώσει. Εύχομαι μόνο να μου είπε αλήθεια ο Άλαντμιν, όταν υποστήριξε ότι έχει κάποιον ικανό άνθρωπο για να πάρει στα χέρια του τη διοίκηση του στρατού. Γιατί, αν δεν έχει… Δε θέλω, καλύτερα, να σκέφτομαι τι θα γίνει, αν δεν έχει.
Ο Άλαντμιν μπήκε στα βασιλικά διαμερίσματα, για να βρει τη Νίθρα να τον περιμένει, καθισμένη σε μια πολυθρόνα και ντυμένη μ’ένα μακρύ, μενεξεδί φόρεμα· τα πόδια της ήταν σταυρωμένα στο γόνατο, και φορούσε μαύρα, δερμάτινα σανδάλια με τακούνι.
Τι έχει να μου πει τώρα; αναρωτήθηκε, στεκόμενος εμπρός της. «Καλημέρα, Βασίλισσά μου,» είπε.
Ο τόνος της φωνής του ήχησε ψυχρός, και η Νίθρα αναστέναξε, σιγανά, γιατί δεν ήταν βέβαιη αν αυτό που θα του έλεγε θα τον χαροποιούσε ή θα τον δυσαρεστούσε. Μάλλον, θα τον δυσαρεστούσε, υπέθετε, γνωρίζοντας πόσο οργισμένος ήταν. Αναμφίβολα, θα προτιμούσε να τακτοποιήσει ο ίδιος το ζήτημα με τον Ρέλγκριν.
«Καλημέρα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε, επίσημα, η Νίθρα. «Επιθυμείτε να πλησιάσετε, για να σας ασπαστώ;»
Ο Άλαντμιν γέλασε, άθελά του. Ζύγωσε και, σκύβοντας, τη φίλησε στα χείλη.
«Κάθισε κοντά μου,» ζήτησε η Νίθρα.
Δεν υπήρχε καρέκλα δίπλα στην πολυθρόνα, έτσι ο Άλαντμιν κάθισε στο χαλί, στα πόδια της, και περίμενε να του πει το λόγο για τον οποίο τον είχε καλέσει εδώ· γιατί, απ’ό,τι μπορούσε να καταλάβει από την έκφρασή της, δεν τον είχε καλέσει μόνο για να τον «ασπαστεί».
«Ο Ρέλγκριν δεν είναι πλέον στο παλάτι,» δήλωσε η Νίθρα.
Ο Άλαντμιν βλεφάρισε, ξαφνιασμένος. Τι εννοεί; Πού έχει πάει;
Η Νίθρα είδε την απορία στο βλέμμα του. «Τον απομάκρυνα.»
«Πώς τον απομάκρυνες; Πού τον πήγες; Πότε;»
«Χτες βράδυ.»
Τα μάτια του Άλαντμιν στένεψαν. Και πώς κανένας μου κατάσκοπος δεν πρόσεξε τίποτα; Μέσα στο ίδιο το παλ–
«Τα είχα κανονίσει, ώστε να γίνουν τα πάντα με πλήρη μυστικότητα,» εξήγησε η Νίθρα, σαν να μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. «Τον έστειλα μακριά από εδώ, για να μην υπάρξει άλλη διαμάχη μεταξύ σας.»
«Δεν είναι νεκρός, δηλαδή.»
«Όχι.»
«Νίθρα–»
«Δεν το έβρισκα αναγκαίο να πεθάνει–»
«Γιατί; Σ’ενδιαφέρει για τη ζωή του;» απαίτησε ο Άλαντμιν.
«Δεν είναι… δίκαιο.»
Ο Άλαντμιν γέλασε. «Έλα τώρα, Νίθρα· ακούγεσαι σαν ιέρεια!» Ήταν πάλι θυμωμένος, πράγμα φανερό από τη φωνή και το πρόσωπό του.
Τίποτα δεν τον ικανοποιεί! Τι άλλο θέλει; Γιατί ζηλεύει τόσο; «Εσύ γιατί επέμενες η Πάρνα να μείνει ζωντανή;» αντιγύρισε η Νίθρα. «Θα έπρεπε να υποθέσω ότι είσαι ερωτευμένος μαζί της;»
«Παραλογίζεσαι–»
«Ίσως· αλλά κι εσύ το ίδιο κάνεις.» Αναστέναξε. «Δε θέλω άλλο αίμα στα χέρια μου, Άλαντμιν. Αρκετά. Αρκετοί άνθρωποι έχουν σκοτωθεί εξαιτίας μου· αρκετοί έχουν ταλαιπωρηθεί. Θέλω, κάποτε, να τελειώσει αυτός ο φαύλος κύκλος. Θέλω να βασιλέψω όσο καλύτερα μπορώ, όχι όσο χειρότερα μπορώ.»
«Πού είναι τώρα, ο Ρέλγκριν;» ρώτησε ο Άλαντμιν, αλλά η φωνή του είχε μαλακώσει, όπως και η όψη του.
«Φυλακισμένος, και μακριά από εδώ.»
«Σε ποιο μέρος;»
«Αυτό δε θα σου το πω.»
Ο Άλαντμιν ορθώθηκε. «Δε μ’εμπιστεύεσαι αρκετά; Τι φοβάσαι; ότι μπορεί να τον σκοτώσω;»
«Ναι,» απάντησε απλά η Νίθρα.
Ο Άλαντμιν κούνησε το κεφάλι.
«Είναι καλύτερα έτσι. Δεν… δεν μπαίνεις στον πειρασμό.»
«Είσαι Εκλεκτή της Θεάς· υποθέτω, ξέρεις από τέτοια.» Δεν υπήρχε θυμός στη φωνή του.
Η Νίθρα μειδίασε.
Ο Άλαντμιν γονάτισε στο ένα γόνατο εμπρός της. «Τι μετάνοια οφείλω, λοιπόν, να κάνω, Σεβασμιότατη;»
«Πιστεύεις ότι η μετάνοιά σου θα πρέπει να μοιάζει μ’αυτές που επιβάλλει το ιερατείο;» ρώτησε η Νίθρα.
«Εσύ είσαι η Εκλεκτή,» είπε πάλι ο Άλαντμιν· «γνωρίζεις το θέλημα της Θεάς.»
«Η μετάνοια έχει αρκετά βήματα.»
«Ποιο είναι το πρώτο;»
«Ένα φιλί. Εδώ.» Η Νίθρα έδειξε το αριστερό της μάτι.
Ο Άλαντμιν τεντώθηκε και τη φίλησε, καθώς το βλέφαρό της έκλεινε. «Και το δεύτερο βήμα;»
«Άλλο ένα φιλί. Εδώ.» Η Νίθρα έδειξε το σημείο ανάμεσα στα μάτια της.
Ο Άλαντμιν υπάκουσε, με τα χέρια του ν’ακουμπούν στους βραχίονες της πολυθρόνας.
«Εδώ.» Η Νίθρα έδειξε το δεξί της μάτι· και, αφού εκείνος τη φίλησε ξανά, «Εδώ,» ψιθύρισε, κι άγγιξε τα χείλη της. Ο Άλαντμιν έκανε το τέταρτο βήμα της μετάνοιάς του, και ρώτησε: «Το πέμπτο;» Η Νίθρα πέρασε τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού μέσα στα μαλλιά του. «Το τέταρτο βήμα είναι διπλό,» είπε. «Το απαιτεί η Θεά;» ρώτησε ο Άλαντμιν. «Ναι,» απάντησε εκείνη, και τα χείλη του κόλλησαν επάνω στα δικά της. «Το επόμενο βήμα εξακολουθεί να θεωρείται πέμπτο;» είπε ο Άλαντμιν, μετά. «Ασφαλώς, τέκνον μου. Εδώ.» Άγγιξε το κοίλο σημείο του λαιμού της· και, όταν τη φίλησε κι εκεί, είπε: «Εδώ.» Ανάμεσα στα στήθη της, το φόρεμα είχε ένα τριγωνικό άνοιγμα που έμοιαζε με πτηνό που φτερουγίζει, και δύο δάχτυλα της Νίθρα το έδειξαν. Ο Άλαντμιν έσκυψε και φίλησε το εκτεθειμένο δέρμα, ενώ αισθανόταν τα πόδια της να τυλίγονται πίσω από τα λυγισμένα του γόνατα. «Το έβδομο βήμα;» τη ρώτησε. «Εδώ,» του είπε, αγγίζοντας την κοιλιά της. Εκείνος ανταποκρίθηκε. «Το όγδοο;» «Εδώ,» έδειξε το σημείο ανάμεσα στους μηρούς της. Ο Άλαντμιν τη φίλησε, νιώθοντας τη θερμότητα κάτω απ’το φόρεμα και το εσώρουχό της. Έπειτα, ρώτησε, με τη φωνή του βραχνή: «Το ένατο βήμα;»
«Δεν υπάρχει ένατο βήμα.»
Ο Άλαντμιν ύψωσε το βλέμμα, για να την κοιτάξει καταπρόσωπο. «Κι αν αισθάνομαι ιδιαίτερα αμαρτωλός και θέλω να μετανοήσω περισσότερο;»
Η Νίθρα γέλασε. «Δεν μπορείς,» είπε· και, καθώς το ύφος της σοβάρεψε: «Πρέπει να σε ρωτήσω κάτι πολύ σημαντικό.»
Ο Άλαντμιν αισθάνθηκε τα πόδια της να χαλαρώνουν πίσω από τα λυγισμένα του γόνατα. «Τι;»
«Απομάκρυνα τον Ρέλγκριν γιατί μου είπες ότι έχεις κάποιον ικανό άνθρωπο ώστε να αναλάβει τα καθήκοντά του. Ελπίζω αυτό να αληθεύει…»
«Αληθεύει.»
«Ποιος είναι;»
«Ο Φένταρ.»
«Ο Φένταρ; Άλαντμιν–!»
«Μη βιάζεσαι να κρίνεις. Οι περισσότεροι στρατιώτες έχουν τον Φένταρ περί πολλού· τον θεωρούν ήρωα και πολύ καλό διοικητή.»
«Θα τον δεχτούν, όμως, ως Αρχιστράτηγο;» είπε η Νίθρα.
«Πιστεύω πως ναι. Και του έχω μιλήσει ήδη.»
«Τι σου είπε; Συμφώνησε;»
«Με κάποιο δισταγμό, αλλά, ναι, συμφώνησε,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν. «Εσύ δεν τον θεωρείς αρκετά ικανό, Νίθρα;»
«Τον θεωρώ. Δηλαδή, έτσι νομίζω, ότι είναι ικανός. Αλλά εγώ δεν ξέρω και πολλά από στρατιωτικά ζητήματα, Άλαντμιν, οπότε δεν είμαι και ο καλύτερος άνθρωπος για να κρίνω. Πάντως, ότι τον εμπιστεύομαι, τον εμπιστεύομαι… Δεν είναι, όμως, η ικανότητά του που με ανησυχεί, ούτε η αξιοπιστία του. Η αντίδραση των υπόλοιπων στρατιωτικών με ανησυχεί, Άλαντμιν. Ο Φένταρ δεν είναι καν Ρουζβάνος.»
«Επέλεξες, ωστόσο, να τον κάνεις διοικητή της Βασιλικής Φρουράς…»
«Ναι, αλλά αυτή είναι μια κάπως… περιορισμένη θέση. Θέλω να πω ότι δεν διοικεί τόσο πολλούς ανθρώπους, ως διοικητής της Βασιλικής Φρουράς. Ως Αρχιστράτηγος του Βασιλείου, όμως….»
«Αλήθεια, τι θα πεις στο στρατό και στους ευγενείς για την εξαφάνιση του Ρέλγκριν;» θέλησε να μάθει ο Άλαντμιν.
«Ότι τον έστειλα σε κάποια σημαντική και επείγουσα αποστολή, την οποία αδυνατώ να τους αποκαλύψω.»
Ο Άλαντμιν φάνηκε σκεπτικός. «Επομένως,» είπε, «δεν είναι ανάγκη να κάνεις αμέσως τον Φένταρ Αρχιστράτηγο. Μπορείς, για αρχή, να τον κάνεις αντικαταστάτη του Ρέλγκριν, πράγμα το οποίο δε θα προκαλέσει τόσες αντιδράσεις, σωστά;»
Η Νίθρα ένευσε. «Ναι, αυτό θα ήταν συνετότερο. Και, καθώς περνάει ο καιρός, ο αντικαταστάτης θα γίνει μόνιμος, αφού ο Ρέλγκριν θα πάθει κάποιο ‘τραγικό ατύχημα’ στην αποστολή του.»
*
Τα μάτια του άνοιξαν, και είδαν σκοτάδι.
Το κεφάλι του πονούσε φρικτά. Κάποιος τον είχε χτυπήσει στον κρόταφο.
Πού είμαι;
Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ανακάλυψε ότι τα χέρια και τα πόδια του ήταν δεμένα.
Μεγάλη Θεά, τι συμβαίνει; Πού είμαι; Πού είμαι; Ο Ρέλγκριν αισθάνθηκε πανικός να τον καταλαμβάνει. Πάλεψε με τα δεσμά του, για να τα σπάσει, μα δεν κατόρθωσε τίποτα, παρά να λαχανιάσει και ο πόνος στο κεφάλι του να δυναμώσει.
Ποιος μου το έκανε αυτό; Κάποιος εισέβαλε στο παλάτι, με χτύπησε, και με απήγαγε…
Και γιατί θυμάμαι τη φωνή της Νίθρα στ’αφτί μου; «Κοιμήσου, Ρέλγκριν. Κοιμήσου.» Όνειρο ήταν; Ονειρευόμουν;
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι το μέρος όπου βρισκόταν ταλαντευόταν. Πώς είναι δυνατόν; Πρέπει να ζαλίζομαι!
Πάλεψε πάλι με τα δεσμά του, βίαια και αδιαφορώντας για το γεγονός ότι τα σχοινιά δάγκωναν τη σάρκα του, πληγιάζοντάς την. Κανένα αποτέλεσμα, όμως. Κανένα απολύτως. Ήταν πολύ καλά δεμένος.
«Πού είμαι;» ούρλιαξε μέσα στο σκοτάδι. «Πού είμαι; ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ; ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ; ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ;»
Φως τον έλουσε, και ο Ρέλγκριν έπαψε να φωνάζει. Έστρεψε το βλέμμα του επάνω, και στένεψε τα μάτια, γιατί η ακτινοβολία τον τύφλωνε. Καθώς η όρασή του καθάριζε, είδε μια τετράγωνη τρύπα και μια σκοτεινή φιγούρα.
«Ποιος είσαι;» απαίτησε. «Γιατί είμαι εδώ; Τι μέρος είναι αυτό; Λύστε με, Λυκοκαταραμένοι μπάσταρδοι! Λύστε με!»
Η σκοτεινή φιγούρα γονάτισε και είπε, με αντρική φωνή: «Σε πηγαίνουμε ταξίδι. Μην κάνεις φασαρία, και να θεωρείς τον εαυτό σου τυχερό που δεν είσαι νεκρός.» Η τρύπα έκλεισε.
Ο Ρέλγκριν ούρλιαξε, άναρθρα, και πάλεψε με τα δεσμά του, τρίζοντας τα δόντια. Αίμα έτρεχε από τους καρπούς και τους αστραγάλους του· μπορούσε να το αισθανθεί να κυλά πάνω στο δέρμα του.
Ποιος ευθυνόταν για τούτο; Ποιος ευθυνόταν; Ποιος Λυκοκαταραμένος μπάσταρδος τον είχε απαγάγει;
Ο Άλαντμιν! Αυτός πρέπει να ήταν. Ο Αρχικατάσκοπος. Αποκλείεται να ήταν άλλος. Και, ναι, όλα τούτα θύμιζαν πολύ τις υποχθόνιες, διαβολικές του μεθόδους. Μπορεί, μάλιστα, να είχε συμμαχήσει με την Αρτλάνα, για να φέρει σε πέρας το σχέδιό του.
«Κοιμήσου, Ρέλγκριν. Κοιμήσου.» Ναι, αυτή η φωνή ίσως, τελικά, να μην ήταν της Νίθρα, αλλά δική της. Ίσως να είχε χρησιμοποιήσει την Πειθώ της επάνω του, για να μην ξυπνήσει και ξεφύγει. Τι «ίσως»; –σίγουρα. Σίγουρα, αυτό είχε γίνει.
Θα τους κρεμάσω ανάποδα, και τους δύο, γρύλισε εσωτερικά ο Ρέλγκριν, ώσπου το αίμα να τους πάει στο κεφάλι και να ψοφήσουνε σαν τα ποντίκια!
Πήρε καθιστή θέση και σύρθηκε μέσα στον σκοτεινό χώρο όπου βρισκόταν… ο οποίος, μάλλον, ήταν το αμπάρι κάποιου πλοίου. Ο Ρέλγκριν δεν είχε ποτέ ξανά στη ζωή του βρεθεί σε καράβι, έτσι δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τα πλεούμενα. Αν ήταν να ξεφύγει από εδώ, θα έπρεπε να το καταφέρει ανακαλύπτοντας πράγματα που μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Και το πρώτο πράγμα που είχε έρθει στο μυαλό του ήταν να εντοπίσει κάποιο σίδερο, για να κόψει τα σχοινιά που τον κρατούσαν δέσμιο.
Συνάντησε κάτι και σταμάτησε. Το αισθανόταν ξύλινο, οπότε υπέθεσε ότι ήταν κιβώτιο. Σύρθηκε επάνω στην επιφάνειά του, ψάχνοντάς το, με τα δεμένα του χέρια, αλλά και με το υπόλοιπό του σώμα (το οποίο, καθότι γυμνό, ένιωθε και το παραμικρό τσίμπημα), μήπως βρει κάποιο μεταλλικό σημείο.
Δε βρήκε κανένα, και καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα του. Απομακρύνθηκε απ’το κιβώτιο και, σερνόμενος, συνέχισε να ερευνά τον χώρο φυλάκισής του… μέχρι που εξαντλήθηκε και δεν μπορούσε να σέρνεται άλλο. Κατέρρευσε στα σανίδια, βαριανασαίνοντας και νιώθοντας μουδιασμένος παντού. Ο ύπνος τον πήρε, άθελά του.
Όνειρα δεν είδε, και ο ήχος βημάτων τον ξύπνησε. Άνοιξε τα βλέφαρα κι αντίκρισε δύο φιγούρες να στέκονται από πάνω του: έναν άντρα και μια γυναίκα. Ο άντρας κρατούσε λάμπα. Ο Ρέλγκριν τούς αναγνώριζε και τους δύο.
«Προδότες!» γρύλισε, καθώς ανασηκωνόταν. «Όταν αυτό μαθευτεί, η Βασίλισσα Νίθρα θα σας κρεμάσει!»
Η Χρυσοδάκτυλη, που σπάνια ήταν πολύ εκδηλωτική, δεν μπόρεσε παρά να γελάσει. Η Νίθρα είναι που σε έστειλε εδώ, ηλίθιε, σκέφτηκε.
«Εντάξει,» είπε ο Σαμόλθιρ, «αλλά τώρα ήσυχα, μάγκα μου, άμα θες να τα πάμε καλά.» Τράβηξε ένα μαχαίρι από τη ζώνη του και, σκύβοντας, έκοψε τα δεσμά στα πόδια του Ρέλγκριν. «Σήκω πάνω.»
Εκείνος πήρε, αργά, γονατιστή θέση και, ύστερα, επιχείρησε να τιναχτεί καταπάνω στην κοιλιά του Σαμόλθιρ. Το Προαίσθημα, όμως, ειδοποίησε τη Χρυσοδάκτυλη και, προτού καν ο Ρέλγκριν προλάβει να κινηθεί, η Μιρλίμια τον κλότσησε στο στομάχι, κάνοντάς τον να διπλωθεί, βογκώντας.
«Είπαμε,» μούγκρισε ο Σαμόλθιρ, «ήσυχα. Σήκω τώρα, κι ανέβα τη σκάλα της καταπακτής. Άντε, σβέλτα.»
Ο Ρέλγκριν ορθώθηκε και βάδισε, παραπατώντας. «Δε μπορώ ν’ανεβώ με τα χέρια μου δεμένα,» είπε. «Λύστε με.»
«Κάνε μια προσπάθεια πρώτα, γέρο μου!» αποκρίθηκε ο Σαμόλθιρ, κεντρίζοντάς τον στα πλευρά, με το μαχαίρι του.
Ο Ρέλγκριν γρύλισε, αλλά υπάκουσε, και, σύντομα, βρισκόταν επάνω, στο κατάστρωμα, για να δει ότι το φως ήταν δυνατό –εκτυφλωτικό. Πόσο καιρό ήμουν κλεισμένος εκεί κάτω; αναρωτήθηκε. Μία ημέρα; Περισσότερο; Βλεφάρισε, για να συνηθίσει την ακτινοβολία, και ατένισε μια πετρώδη νησίδα, πάνω στην οποία ήταν χτισμένο ένα γκρίζο φρούριο. Το πλοίο κατευθυνόταν προς τα εκεί.
«Πού στο Λύκο με πηγαίνετε;» ρώτησε, νιώθοντας τον σκληρό, ψυχρό θαλασσινό αέρα να μαστιγώνει το γυμνό του σώμα.
«Στο μέρος που βλέπεις,» του απάντησε η Χρυσοδάκτυλη, έχοντας κι εκείνη ανεβεί και σταθεί πίσω του.
«Τι μέρος είναι; Πού ακριβώς είμαστε;»
«Φυλακές είναι.»
«Και για πόσο νομίζει ο εργοδότης σου ότι θα μπορέσει να με κρατήσει εκεί;» γρύλισε ο Ρέλγκριν. «Η Νίθρα θα μάθει για τούτη την προδοσία!»
Ο Χρυσοδάκτυλη έμεινε σιωπηλή.
Ο Κυματόλυκος πλησίασε την προβλήτα του φρουρίου και αγκυροβόλησε. Δύο στρατιώτες βγήκαν από μια πύλη, ντυμένοι με φολιδωτές αρματωσιές. Στις ζώνες τους είχαν περασμένα εκατέρωθεν ένα ξίφος κι ένα ρόπαλο. Τα χιτώνια που φορούσαν ήταν μαύρα και είχαν ραμμένο επάνω τους, με λευκή κλωστή, ένα κύμα.
Ο Ρέλγκριν κατάλαβε πού βρισκόταν. Η Φυλακή των Κυμάτων ήταν περιώνυμη. Αισθάνθηκε ένα παγερό χέρι να σφίγγει την καρδιά του, γεμίζοντάς τον τρόμο.
Οι ναύτες έριξαν μια ράμπα στην προβλήτα, και ένας έσπρωξε τον Ρέλγκριν, για να βγει. Ίσως θα ήταν καλύτερα να βουτήξω στη θάλασσα, σκέφτηκε εκείνος, αν και γνώριζε ότι ετούτα τα νερά ήταν επικίνδυνα· οι ιστορίες που είχε ακούσει έλεγαν πως εδώ υπήρχαν ανθρωποφάγα ψάρια, τα οποία έκοβαν δάχτυλα, αφτιά, γεννητικά όργανα, ακόμα και χέρια ή πόδια ολόκληρα.
Ο Ρέλγκριν διέσχισε τη σανίδα και στάθηκε μπροστά στους δύο φρουρούς. Η Χρυσοδάκτυλη τον ακολούθησε, και είπε: «Σας φέρνω έναν κρατούμενο, αλλά πρέπει να μιλήσω με το διοικητή σας πρώτα.»
«Με ποιου τη διαταγή στέλνεται αυτός ο κρατούμενος εδώ;»
«Είπα, πρέπει να μιλήσω στο διοικητή σας.»
«Ελάτε μαζί μας, τότε.» Οι φρουροί έπιασαν τον Ρέλγκριν από τους βραχίονες κι άρχισαν να βαδίζουν προς το εσωτερικό του φρουρίου. Η Χρυσοδάκτυλη τούς πήρε στο κατόπι.
Οι διάδρομοι της Φυλακής των Κυμάτων φωτίζονταν από δάδες κρεμασμένες στους τοίχους, και δεν υπήρχε καμία άλλη διακόσμηση. Τα πάντα έμοιαζαν ξερά και άχαρα. Οι στρατιώτες ανέβασαν τον Ρέλγκριν πάνω σε μερικές σκάλες και σταμάτησαν μπροστά από μία βαριά, ξύλινη πόρτα. Ένας απ’αυτούς χτύπησε, με τη γροθιά.
«Κύριε διοικητά! Μια κυρία θέλει να σας μιλήσει.»
«Ας περάσει!» ακούστηκε μια φωνή από μέσα.
Ο στρατιώτης άνοιξε, και η Χρυσοδάκτυλη μπήκε σ’ένα ευρύχωρο δωμάτιο, μ’ένα γραφείο στο κέντρο, μια μικρή, παλιά βιβλιοθήκη στα δεξιά, μια πόρτα κι έναν πίνακα στ’αριστερά, και ένα ανοιχτό παράθυρο στο βάθος. Από το ταβάνι κρεμόταν ένα πολύφωτο με οκτώ σβηστά κεριά. Το πάτωμα κάλυπτε ένα χαλί με σκηνές κυνηγιού. Στον αριστερό τοίχο, δίπλα στον πίνακα, βρισκόταν ένα μισοτελειωμένο γλυπτό δελφινιού, και πλάι στο γλυπτό στεκόταν ένας κοντός, μελαχρινός άντρας με αχτένιστα μαλλιά και αξύριστα γένια. Φορούσε λευκό, ποτισμένο στον ιδρώτα πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, ενώ ήταν ξυπόλυτος. Στο δεξί χέρι βαστούσε σφυρί και στ’αριστερό καλέμι.
Η τοποθεσία, υποθέτω, εμπνέει τους καλλιτέχνες… συλλογίστηκε η Χρυσοδάκτυλη, καθώς άκουγε την πόρτα να κλείνει πίσω της.
«Καλησπέρα,» είπε ο άντρας, αφήνοντας το καλέμι και το σφυρί σ’ένα τραπεζάκι παραδίπλα. «Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω;»
«Φέρνω έναν κρατούμενο,» αποκρίθηκε η Χρυσοδάκτυλη. Τράβηξε ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί από τη ζώνη της και το έδωσε στον άντρα. «Με διαταγή της Βασίλισσας Νίθρα.»
Ο διοικητής άνοιξε το χαρτί και το κοίταξε. «Εντάξει…»
«Η Βασίλισσα, όπως αναφέρει και στο έγγραφο που έχετε στα χέρια σας, επιθυμεί να φερθείτε στον κρατούμενο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν είναι κοινός εγκληματίας· βρίσκεται εδώ για ιδιαίτερους λόγους, τους οποίους η Μεγαλειότητά Της δεν κρίνει σκόπιμο να εξηγήσει. Επίσης, ο κρατούμενος δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να μάθει ότι εκείνη τον έστειλε εδώ.»
Ο διοικητής ένευσε. «Ναι, κανένα πρόβλημα.»
Ο άνθρωπος έμοιαζε λιγάκι αδιάφορος, ή ήταν η ιδέα της; «Τα θυμάστε καλά αυτά που σας είπα, έτσι;»
«Σαφώς. Εξάλλου, τα γράφει κι εδώ,» είπε, υψώνοντας το χαρτί.
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Χρυσοδάκτυλη. «Σας χαιρετώ.» Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
«Πήγαινε να μιλήσεις με το διοικητή σου,» είπε στον έναν από τους στρατιώτες. «Θα σου δώσει ειδικές οδηγίες για τον κρατούμενο.»
Ο άντρας χτύπησε την πόρτα και μπήκε.
Η Χρυσοδάκτυλη έφυγε, αφήνοντας τον Ρέλγκριν μόνο, μαζί με τον φρουρό.
Η απουσία του Αρχιστράτηγου Ρέλγκριν έγινε αισθητή, και βαβούρα αρχίνησε ανάμεσα στους στρατιωτικούς της Έρλεν· πιθανές εκδοχές τού τι μπορεί να συνέβαινε ακούγονταν από πολλούς. Ο Άλαντμιν μετέφερε τα νέα στη Νίθρα, όταν βράδιαζε. «Αν σκοπεύεις να τους πεις κάτι, καλύτερα να το κάνεις σύντομα,» της είπε.
«Ειδοποίησε τον Φένταρ, για να μην είναι απροετοίμαστος,» αποκρίθηκε εκείνη. «Και δήλωσε ότι αύριο, το πρωί, η Βασίλισσα θα δεχτεί όλους τους στρατιωτικούς διοικητές στην αίθουσα του θρόνου.»
Η Νίθρα κοιμήθηκε ανήσυχα εκείνη τη νύχτα, και, με την αυγή, μία υπηρέτρια την ξύπνησε, όπως είχε προστάξει.
«Σ’ευχαριστώ,» είπε η Βασίλισσα στην κοπέλα, καθώς παραμέριζε τα σκεπάσματα και καθόταν στην άκρη του κρεβατιού. «Μπορείς να πηγαίνεις.»
«Το πρωινό σας σας περιμένει απέξω, Βασίλισσά μου,» την πληροφόρησε η υπηρέτρια, πλησιάζοντας την πόρτα του υπνοδωματίου. «Δε θα θέλατε να σας βοηθήσω να ντυθείτε;»
«Όχι.»
Η κοπέλα έφυγε, και η Νίθρα σηκώθηκε και έκανε την πρωινή της τουαλέτα, χρησιμοποιώντας κυρίως το αριστερό της χέρι και αναρωτούμενη, εκνευρισμένα, πότε αυτό το καταραμένο τραύμα στον δεξή της ώμο θα έπαυε να την ενοχλεί. Μοιάζει με κάτι πληγές που ακούς σε παραμύθια, οι οποίες ποτέ δεν κλείνουν, γιατί έχουν προκληθεί από κάποιο μαγεμένο λεπίδι!
Φόρεσε ένα μεταξωτό, μαύρο φόρεμα, περίτεχνα κεντημένο, πέρασε βραχιόλια και δαχτυλίδια στα χέρια της, κρέμασε ένα ζευγάρι μακριά σκουλαρίκια στ’αφτιά της, τα οποία ήταν σκαλισμένα ως μορφές δράκων (και είχαν, φυσικά, έρθει από το Ωθράγκικο Βασίλειο Νόρβηλ –πράγμα που της θύμισε τον Ρόλμαρ, το Κάστρο Ράλτον, τις ατελείωτες Στέπες, το Δρακοδάσος, τη Νουάλβορ και το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων –τι περίοδος της ζωής της κι αυτή!), φόρεσε ένα μπρούντζινο περιδέραιο στο λαιμό, και–
Η εξώπορτα χτύπησε. Η Νίθρα σηκώθηκε και βγήκε από την κρεβατοκάμαρά της. «Ποιος είναι;»
«Η Χρυσοδάκτυλη, Βασίλισσά μου.»
«Πέρασε, Χρυσοδάκτυλη.» Πολύ νωρίς δε γύρισε; Μήπως είχε συμβεί κάτι κακό; Μήπως ο Ρέλ–
Η πόρτα άνοιξε και η Μιρλίμια δολοφόνος μπήκε, κλίνοντας το κεφάλι σε χαιρετισμό. «Καλημέρα, Νίθρα.»
«Καλημέρα. Τον μεταφέρατε;»
«Ναι, μην ανησυχείς. Αυτό ήρθα να σου αναφέρω, ότι όλα πήγαν καλά.»
Η Νίθρα δεν είχε καταλάβει, μέχρι στιγμής, ότι κρατούσε την αναπνοή της. «Ωραία.» Κάθισε στο τραπέζι που της είχαν ετοιμάσει οι υπηρέτες. «Έλα να φας μαζί μου, αν θέλεις.»
«Μόλις φτάσαμε,» εξήγησε η Χρυσοδάκτυλη. «Θα προτιμούσα να πάω να κοιμηθώ.»
«Όπως επιθυμείς. Σ’ευχαριστώ ιδιαιτέρως, Χρυσοδάκτυλη.»
«Βρίσκομαι στην υπηρεσία σου, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε η Μιρλίμια και αποχώρησε.
Η Νίθρα τελείωσε το πρωινό της σιωπηλά, αναλογιζόμενη τι θα έλεγε στους στρατιωτικούς διοικητές που θα συγκεντρώνονταν στην αίθουσα του θρόνου. Ή, μάλλον, όχι… όχι τόσο τι θα έλεγε, αλλά πώς θα το έλεγε. Γιατί πάντα το πώς είναι που έχει σημασία.
Ήπιε μια τελευταία γουλιά από το γάλα στην κούπα της και βγήκε από τα διαμερίσματά της, παραξενεμένη που ο Άλαντμιν δεν είχε έρθει να της μιλήσει. Κατέβηκε τις σκάλες του παλατιού και έφτασε στη μεγάλη βασιλική αίθουσα, όπου ένα πλήθος ανθρώπων –τους περισσότερους από τους οποίους δε θυμόταν ούτε καν εξ όψεως, παρότι την υπηρετούσαν– την περίμενε. Ο Άλαντμιν, παρατήρησε, ήταν ανάμεσά τους, όπως και ο Φένταρ, ο Αίθριν, και η Αρτλάνα, μαζί μ’έναν άντρα τον οποίο η Νίθρα δε γνώριζε κι αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν.
«Η Αυτής Μεγαλειότης Νίθρα, Βασίλισσα του Νούφρεκ και Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς!» ανακοίνωσε, με δυνατή φωνή, ένας υπηρέτης.
Η Αυτής Μεγαλειότης Νίθρα, σκέφτηκε η Νίθρα. Μου έρχεται να γελάσω, πανάθεμά με… Παρέμεινε, όμως, σοβαρή και αρχοντική, καθώς περνούσε ανάμεσα από τους στρατιωτικούς, οι οποίοι υποκλίνονταν στο πέρασμά της. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια του βάθρου στο πέρας της αίθουσας και κάθισε στον πρόχειρο θρόνο ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον Θρόνο του Αετού. (Η Νίθρα είχε ήδη δώσει διαταγή να φτιαχτεί ένας καινούργιος Θρόνος του Αετού, και οι καλύτεροι τεχνίτες της Έρλεν δούλευαν πυρετωδώς, για να βγάλουν ό,τι καλύτερο είχε ποτέ βγει από τα χέρια τους.)
«Καλή σας ημέρα,» χαιρέτησε τους παρευρισκόμενους, βλέποντας δεκάδες αντρικά και γυναικεία μάτια να είναι στραμμένα επάνω της. Μπορούσε να διακρίνει βλέμματα συμπάθειας, βλέμματα αντιπάθειας, βλέμματα ερωτηματικά, βλέμματα απαιτητικά, βλέμματα αφοσίωσης, βλέμματα αδιαφορίας… «Αναμφίβολα, όλοι θα επιθυμείτε να μάθετε πού βρίσκετε ο καλός μας Αρχιστράτηγος Ρέλγκριν Κόβρεν… Κατ’αρχήν, συγχωρέστε με που δεν μπόρεσα να σας ενημερώσω νωρίτερα, αλλά έπρεπε να ασχοληθώ με πιο επείγοντα ζητήματα. Τώρα, όμως, που είστε άπαντες συγκεντρωμένοι, μπορώ να σας πω ότι δεν πρέπει να ανησυχείτε για τον Αρχιστράτηγο Ρέλγκριν· η απουσία του δεν οφείλεται σε κάτι δυσάρεστο που του έχει συμβεί, αλλά σε μία αποστολή που έχει αναλάβει για εμένα. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, ο πιστός μου φίλος Φένταρ των Ωθράγκος, που είναι ήδη Διοικητής του Πρώτου Τάγματος της Βασιλικής Φρουράς, και τον οποίο γνωρίζω ότι κι εσείς εκτιμάτε, θα αναλάβει τα καθήκοντα Αναπληρωτή Αρχιστράτηγου του Νούφρεκ.»
Μουρμουρητά ακούστηκαν απ’όλη την αίθουσα, καθώς η Νίθρα έκανε μια παύση. Ο Φένταρ είδε πολλούς να τον κοιτάζουν και, μέσα στη βαβούρα, δεν μπορούσε να καταλάβει τις διαθέσεις τους· πάντως, αισθανόταν βέβαιος ότι δεν ήταν απόλυτα φιλικές. Αντιλαμβανόταν ότι πολλοί θα σκέφτονταν πως είχε πάρει τη θέση μόνο και μόνο επειδή ήταν φίλος της Βασίλισσας προτού γίνει Βασίλισσα. Από την άλλη, όμως, ήξερε ότι επίσης πολλοί τον θεωρούσαν καλό διοικητή, ορισμένοι ακόμα και ήρωα. Ωστόσο, εξακολουθώ να είμαι Ωθράγκος, όχι Ρουζβάνος. Και ήδη έχουν υποχρεωθεί να ανεχτούν έναν Ωθράγκος ως Διοικητή του Πρώτου Τάγματος της Βασιλικής Φρουράς· θα ανεχτούν τον ίδιο Ωθράγκος και ως Αναπληρωτή Αρχιστράτηγο;
«Διοικητή Φένταρ,» είπε η Νίθρα, καθώς ορθωνόταν, «πλησίασε.»
Ο Φένταρ ξεχώρισε μέσα από τους υπόλοιπους στρατιωτικούς και στάθηκε κάτω από το θρόνο. Η πανοπλία του γυάλιζε στο φως που έμπαινε από τα παράθυρα της μεγάλης αίθουσας.
«Τράβηξε το ξίφος σου, Διοικητή Φένταρ, και γονάτισε ενώπιον μου.»
Ο Ωθράγκος ξεσπάθωσε και γονάτισε στο ένα γόνατο, κρατώντας το όπλο οριζοντίως εμπρός του. Υπέθετε ότι έτσι έπρεπε να το κρατήσει, ελπίζοντας να μην έκανε κανένα τραγικό λάθος. Δε γνώριζε τόσο καλά τα έθιμα των Ρουζβάνων.
Τελικά, όμως, αποδείχτηκε ότι δεν διέφεραν και πάρα πολύ από αυτά των Ωθράγκος.
Η Νίθρα –γλιστρώντας το δεξί της χέρι έξω από τον πάνινο βρόχο– πήρε το ξίφος από τον Φένταρ και το ύψωσε πάνω απ’το κεφάλι του, συνεχίζοντας να το κρατά σε οριζόντια θέση. Ο Ωθράγκος μπορούσε να δει τις φλέβες στο αριστερό της χέρι –το οποίο κρατούσε τη λαβή– να είναι τεντωμένες, ενώ το δεξί χέρι ίσα που φαινόταν ν’ακουμπά τη λεπίδα· η Νίθρα δεν ήθελε να πιέσει τον τραυματισμένο της ώμο.
«Εν ονόματι της Θεάς-Προστάτιδος, και εν ονόματι της Βασίλισσας του Πολέμου· εν ον–»
«Βασίλισσά μου!» Μια οργισμένη φωνή αντήχησε στην αίθουσα. «Αυτό είναι εξωφρενικό, Βασίλισσά μου!» Η Νίθρα έστρεψε το βλέμμα της σ’έναν διοικητή, ο οποίος είχε υψώσει το χέρι του και έδειχνε κατηγορηματικά τον Φένταρ. «Αυτός ο άνθρωπος, αν και άξιος μαχητής και διοικητής, απ’όσο έχω ακούσει, δεν είναι Ρουζβάνος! Είναι αλλογενής!» Ορισμένοι άλλοι επιφώνησαν, καταφατικά· και ο άντρας συνέχισε: «Δεν είναι πιστός στη Θεά! Δεν είναι παιδί της Θεάς! Δεν μπορεί στο όνομά της–!»
«Δε σου ΕΠΙΤΡΕΠΩ, στρατιώτη!» Η φωνή της Νίθρα διέκοψε τα λόγια του, σαν αστραπή. Το αριστερό της χέρι είχε κατεβεί στο πλευρό της και βαστούσε το σπαθί του Φένταρ λες και σκεφτόταν να το χρησιμοποιήσει. «Μπορείς να εκφράσεις την άποψή σου, αλλά δεν μπορείς να διακόπτεις την τελετή και τη Βασίλισσά σου!»
Ορισμένοι επιφώνησαν, καταφατικά.
Σιγή έπεσε για λίγο, και ύστερα, ο διοικητής είπε: «Μεγαλειοτάτη, με συγχωρείτε. Παραφέρθηκα. Θα μπορούσα να μιλήσω; Είμαι βέβαιος πως η διαφωνία δεν είναι μόνο δική μου, αλλά και πολλών άλλων μέσα σ’ετούτη την αίθουσα.»
Ορισμένοι πάλι επιφώνησαν… οδηγώντας τη Νίθρα να πιστέψει ότι μπορεί να το έκαναν κι επίτηδες, για να προκαλέσουν φασαρία!
«Καλώς,» είπε στους συγκεντρωμένους στρατιωτικούς. «Αφού νομίζετε ότι ο Διοικητής Φένταρ δεν μπορεί να χριστεί Αναπληρωτής Αρχιστράτηγος του Βασιλείου στο όνομα της Λιάμνερ Κρωθ, θα χριστεί στο όνομα όποιου θεού επιθυμεί εκείνος, αλλά και στο όνομα της Μεγάλης Θεάς, συγχρόνως, διότι ορκίζεται να προστατέψει το λαό της.»
«Βασίλισσά μου,» είπε μια διοικήτρια, «ίσως θα ήταν συνετότερο να καλέσουμε μία ιέρεια, για να λύσει ετούτο το λεπτό ζήτημα.»
«Είμαι Εκλεκτή της Μεγάλης Μητέρας,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Έχω ακούσει τη φωνή της, και γνωρίζω το θέλημά της!» Όπως επίσης γνωρίζω πως, αν μπλέξουμε με τις ιέρειες, ο Φένταρ ποτέ δε θα γίνει Αναπληρωτής Αρχιστράτηγος του Νούφρεκ…
Σιγή έπεσε ξανά.
Η Νίθρα περίμενε, αλλά κανείς δε μίλησε· έτσι, καθώς ο Φένταρ εξακολουθούσε να είναι γονατισμένος εμπρός της, τον ρώτησε: «Σε ποιου θεού το όνομα θα επιθυμούσες να ορκιστείς, πέραν από το όνομα της Λιάμνερ Κρωθ;»
«Δεν είμαι πολύ θρήσκος άνθρωπος, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος, πράγμα το οποίο ήταν αλήθεια, «αλλά, αν ένας θεός μού ταιριάζει, αυτός είναι, σίγουρα, ο Άνκαραζ, ο Άρχων της Μάχης, και σ’αυτού το όνομα θα ορκιστώ.»
«Πολύ καλά,» είπε η Νίθρα, και ύψωσε πάλι το σπαθί από πάνω του, κρατώντας το οριζοντίως. Με δυνατή φωνή, άρθρωσε: «Εν ονόματι της Θεάς-Προστάτιδος, και εν ονόματι της Βασίλισσας του Πολέμου· εν ονόματι του Βαλγκριθμώριου Θεού Άνκαραζ, Άρχοντα της Μάχης· εν ονόματι του λαού του Νούφρεκ, και εν ονόματι του Θρόνου του Αετού και του Οίκου των Ρίνκιλ, εγώ, η Βασίλισσα Νίθρα Ρίνκιλ, Εκλεκτή της Μεγάλης Μητέρας, σε χρίζω, Φένταρ των Ωθράγκος, Αναπληρωτή Αρχιστράτηγο του Βασιλείου!»
Η Νίθρα έστρεψε το σπαθί σε κάθετη θέση. «Σήκω, Αναπληρωτή Αρχιστράτηγε Φένταρ, και λάβε το ξίφος σου από το χέρι μου.»
Ο Φένταρ ορθώθηκε και πήρε το όπλο. Το θηκάρωσε, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση μπροστά της.
*
Κατέβηκε απ’το άλογό της και το πήρε από τα χαλινάρια, οδηγώντας το προς την πύλη της Έρλεν. Η μακριά, πράσινη κάπα της ανέμιζε στον βορινό αγέρα, μαζί με τα καστανά μαλλιά της, τα οποία είχε αφήσει λυτά. Ετούτη τη φορά, η Πάρνα ερχόταν στην πρωτεύουσα του Νούφρεκ όχι σαν εκδικήτρια-δολοφόνος, αλλά σαν διαπραγματευτής…
Καθοδόν, είχε συναντήσει μια γνωστή της: τη Θύσρα, μια Λυκολάτρισσα που ακολουθούσε τα πιστεύω των εναρμονισμένων αναμενόντων. Ήταν νύχτα και η Πάρνα είχε δει μια φωτιά πάνω σ’έναν λοφίσκο. Ασυνήθιστο. Οι ταξιδιώτες, κανονικά, σταματούσαν στις πλευρές της δημοσιάς, όταν δεν μπορούσαν να βρουν κάποιο πανδοχείο για τη νύχτα· επομένως, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήταν ένας απλός ταξιδιώτης σταματημένος εκεί. Η Πάρνα βγήκε από τον κεντρικό δρόμο, κρατώντας το κουρασμένο από την ημέρα άλογό της από τα ηνία και βαδίζοντας ανάμεσα σε πυκνούς, πλατύφυλλους θάμνους. Η ησυχία ήταν εκκωφαντική, καθώς άρχισε ν’ανεβαίνει τον λοφίσκο· ο μόνος ήχος ήταν αυτός των χόρτων που έσπαγαν κάτω απ’τα μποτοφορεμένα πόδια της και κάτω απ’τις οπλές του ζώου. Ο ουρανός ήταν μαύρος και, για κάποιο λόγο, της θύμιζε καθρέφτη. Οι αστερισμοί, φυσικά, δε βρίσκονταν στις σωστές τους θέσεις· δεν ήταν καν οι ίδιοι αστερισμοί με παλιά.
Φτάνοντας στην κορυφή, αντίκρισε δύο καστανά μάτια να την κοιτάζουν, πλαισιωμένα από ένα μακρύ πρόσωπο, το οποίο, με τη σειρά του, πλαισιωνόταν από μακριά, σγουρά, ξανθά μαλλιά, που επάνω τους μικρά φυτικά φιογκάκια ήταν δεμένα. Η Θύσρα καθόταν οκλαδόν, δίπλα στη φωτιά της, ντυμένη με μια δερμάτινη, καφετιά φούστα κι ένα δερμάτινο, καφετί πανωφόρι, που τα μανίκια του έφταναν ως τους αγκώνες της. Στους καρπούς της φορούσε βραχιόλια από κόκαλα. Πλάι της ήταν ακουμπισμένο ένα τόξο, μια φαρέτρα, και τα σανδάλια της. Στα γόνατά της βρισκόταν το σπαθί της, μισοτραβηγμένο από το θηκάρι, γιατί, προφανώς, δεν ήξερε ποιος ερχόταν. Βλέποντας πως ήταν η Πάρνα, θηκάρωσε πάλι το όπλο και χαμογέλασε, λέγοντας τ’όνομά της και χαιρετώντας την με το χαιρετισμό των εναρμονισμένων αναμενόντων: «Ο Λύκος να οδηγεί πάντοτε τα βήματά σου στη φωτιά μου και στην Ειρηνική Οδό.»
«Καλησπέρα, Θύσρα,» αποκρίθηκε η Πάρνα, δένοντας τ’άλογό της σ’ένα χαμόδεντρο και καθίζοντας αντίκρυ της. «Πώς είναι τα πράγματα;»
«Πολύ άσχημα,» είπε εκείνη. «Οι λύκοι μού φέρνουν νέα για στρατούς από τη Δύση, γεμάτους ατσάλι, σίδερο, και φασαρία· ενώ, συγχρόνως, τα μηνύματα στον ουρανό και στο περιβάλλον δεν είναι θετικά. Αισθάνομαι ένα ψύχος, σαν ο κόσμος να παγώνει.» Η Πάρνα την είδε ν’αναριγά.
«Τι νομίζεις ότι συμβαίνει; Ακόμα κι οι αστερισμοί έχουν αλλάξει…»
Η Θύσρα σήκωσε τους ώμους και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν έχω καταλάβει ακόμα.»
«Το ξέρεις ότι άνθρωποι χάνονται στα λημέρια του Θόρενλορ και του Σάρενλιν;»
«Και όχι μόνο εκεί. Έχω ακούσει γι’αυτή τη… σκιοποίηση σχεδόν παντού.»
«Ορισμένοι λένε ότι είναι η κατάρα της Λιάμνερ Κρωθ: η οργή της κατά του Κυρίου μας.»
Η Θύσρα κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό, και δε νομίζω ότι περιορίζεται στη Λιάμνερ-Κρωθ· μου φαίνεται ότι απλώνεται σ’ολάκερη την Κουαλανάρα. Επιπλέον, έχω ακούσει πως ακόμα κι οι ιέρειες της Θεάς είναι ανήσυχες. Αν επρόκειτο για έργο της Κυράς τους, τότε δε θα τις απασχολούσε· θα ήξεραν τι συμβαίνει.»
«Οι περισσότερες είναι τόσο διεφθαρμένες που αμφιβάλλω αν έχουν καμία επαφή με τη Λιάμνερ Κρωθ, Θύσρα.»
«Μπορεί,» αποκρίθηκε ήρεμα εκείνη. «Ωστόσο, υπάρχουν και ιέρειες αληθινές και πιστές στη Θεά. Τις έχω δει, με τα ίδια μου τα μάτια. Και, όταν βγαίνουν στο κυνήγι εναντίον μας, είναι κάτι που οφείλεις να φοβάσαι.»
Αλλά όχι να το αντιμετωπίζεις, σκέφτηκε η Πάρνα, σύμφωνα με την ιδεολογία των εναρμονισμένων αναμενόντων –μια ιδεολογία που εκείνη ποτέ δε θα κατανοούσε. Ωστόσο, δε βρισκόταν εδώ για να διαφωνήσει με τη Θύσρα επάνω στα πιστεύω της.
«Εσύ, Πάρνα, θεωρείς ότι αυτό που συμβαίνει είναι κατάρα της Λιάμνερ Κρωθ;»
«Όχι.»
Η Θύσρα ένευσε, γαλήνια. «Αυτό περίμενα κι εγώ από εσένα. Θα με εντυπωσίαζε αν το θεωρούσες.
»Αλλά, αλήθεια, τι κάνεις σ’ετούτα τα μέρη; Για πού ταξιδεύεις;»
«Για την Έρλεν,» απάντησε η Πάρνα. «Έχω δουλειές εκεί, με τη Βασίλισσα.»
«Με τη Βασίλισσα;» είπε η Θύσρα. «Τελικά, κατόρθωσες με κάποιο τρόπο να με εντυπωσιάσεις, Λύκαρχε της Βόλγκρεν. Η Νίθρα λένε πως είναι Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς· τι δουλειές μπορεί να έχει μια Λυκολάτρισσα μαζί της;»
Σκατά Εκλεκτή είναι, σκέφτηκε η Πάρνα, όμως αποκρίθηκε: «Τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται.»
«Ποτέ δεν είναι όπως φαίνονται,» συμφώνησε η Θύσρα. «Αλλά υποθέτω ότι δε θέλεις να συζητήσεις για τις δουλειές σου.» Χαμογέλασε, καλοπροαίρετα. Έβγαλε μια μακριά, ξύλινη πίπα από το σάκο της, τη γέμισε με καπνό, πήρε ένα αναμμένο ξύλο από τη φωτιά, και την άναψε. Κάπου μακριά, ένας λύκος αλύχτησε· η φωνή του αντήχησε πεντακάθαρα μέσα στη γαλήνια νύχτα.
«Όταν ήμουν κοντά στην Έρλεν,» είπε στην Πάρνα, «είδα κάτι ασυνήθιστο στο Ναό της Κυνηγού…»
Η Λύκαρχος συνοφρυώθηκε, χωρίς να μιλήσει. Δε χρειαζόταν να ζητήσει από τη Θύσρα να συνεχίσει· εννοείται πως τα νέα την ενδιέφεραν.
«Αυξημένη κίνηση. Ιέρειες πήγαιναν κι έρχονταν–»
«Αυτό δεν είναι παράξενο.»
«Δεν πήγαιναν στη φύση, για να κυνηγήσουν, το οποίο όντως δεν θα ήταν παράξενο. Πήγαιναν στην πόλη, κάθε λίγο και λιγάκι.»
Ναι, τούτο ήταν πράγματι περίεργο, έπρεπε να παραδεχτεί η Πάρνα. Τι δουλειά είχαν οι ιέρειες της Κυνηγού μέσα στην Έρλεν; Αυτές έμεναν στο ναό τους και στην ύπαιθρο· πήγαιναν στην πόλη μια στο τόσο, για να εφοδιαστούν και μόνο.
«Σ’έβαλα σε σκέψεις;»
«Οφείλω να πω πως ναι,» ένευσε η Πάρνα.
«Ξέρεις τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό;»
«Όχι. Εσύ; Έχεις κάποια ιδέα;»
Η Θύσρα κούνησε το κεφάλι, αρνητικά.
«Ο Ναός της Κυνηγού είναι, περίπου, μισή λεύγα βόρεια της Έρλεν, σωστά;»
«Σωστά. Σκέφτεσαι να πας από εκεί;»
«Δεν ξέρω… Δεν ξέρω αν θα έπρεπε.» Έγλειψε τα χείλη της, διστακτική, γιατί αυτό που σκόπευε να πει φοβόταν ότι η συνομιλήτριά της δε θα το δεχόταν. «Θα μπορούσες να πλησιάσεις εσύ το Ναό, και να παρακολουθήσεις;»
«Πάρνα…» Η Θύσρα ρούφηξε καπνό και τον άφησε να βγει, αργά, από το στόμα και τα ρουθούνια της. «Δε θα κάνω την κατάσκοπό σου.»
Εναρμονισμένοι αναμένοντες! γρύλισε εντός της η Πάρνα. Γιατί ζείτε, ρε γαμώτο; Γιατί ζείτε; «Εντάξει,» αποκρίθηκε, «το καταλαβαίνω.» Αν και, φυσικά, δεν το καταλάβαινε. Για εκείνη, οι εναρμονισμένοι αναμένοντες ήταν τόσο υπερβολικοί όσο και οι ακραίοι Λυκολάτρες.
Τώρα, καθώς η Πάρνα πλησίαζε τη δυτική πύλη της Έρλεν, θυμόταν πάλι τη χτεσινοβραδινή της συζήτηση με τη Θύσρα, και αναρωτιόταν τι μπορεί να συνέβαινε στο Ναό της Κυνηγού. Οι ιέρειες που βρίσκονταν στην υπηρεσία της Θεάς-Κυνηγού απομακρύνονταν από την Οικία τους μόνο για να κυνηγήσουν στην ύπαιθρο… ή και άλλου. Η Πάρνα είχε ακούσει ότι, ορισμένες φορές, αναλάμβαναν αποστολές δολοφονίας. Φυσικά, αυτό δεν ήταν ευρέως γνωστό, γιατί οι ιερωμένες –αυτές οι «άγιες γυναίκες»– υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να σκοτώνουν τα παιδιά της Λιάμνερ Κρωθ, εκτός αν είχαν προκαλέσει ύβρη, ή αν ήταν Λυκολάτρες, καθώς οι Λυκολάτρες πάντα προκαλούσαν ύβρη, και μόνο με την ύπαρξή τους. Η Θεά είχε καταραστεί τον Λύκο, και όποιος τον ακολουθούσε ήταν κι αυτός αμέσως καταραμένος. Η Πάρνα απορούσε πώς υπήρχαν κι αυτοί οι λίγοι Λυκολάτρες που υπήρχαν, όταν όλη η ήπειρος ήταν στραμμένη εναντίον τους…
Οι ιέρειες-κυνηγοί, πάντως, είτε το δήλωναν επισήμως είτε όχι, αναλάμβαναν, κάπου-κάπου, και καμια δολοφονία. Ήταν γνωστό σε όσους τα έψαχναν αυτά τα πράγματα. Και το γεγονός ότι τώρα πηγαινοέρχονταν στην Έρλεν δεν μπορούσε παρά να βάλει στο μυαλό της Πάρνα την υποψία πως αυτές οι κατά τα άλλα άγιες γυναίκες σχεδίαζαν να δολοφονήσουν κάποιον εντός της πρωτεύουσας του Νούφρεκ. Κάποιον ο οποίος δεν ήταν εύκολος στόχος· γιατί, αν ήταν, θα είχαν πάει μία φορά στην πόλη και θα τον είχαν τοξέψει. Επομένως, δυσκολεύονταν να τον φτάσουν, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι το πρόσωπο πρέπει να ήταν σημαντικό και καλά φρουρούμενο. Κάποιος από το παλάτι, ίσως…
Ο Άλαντμιν, αναμφίβολα, θα ενδιαφερόταν για τούτη την πληροφορία.
Η Πάρνα είχε πλέον περάσει την πύλη και βάδιζε μέσα στους πνιγμένους στον κόσμο, πρωινούς δρόμους της Έρλεν. Αριστερά της ορθωνόταν ο πανύψηλος Ναός της Προστάτιδας-Θεάς. Αλήθεια, οι ιέρειες πώς κι έχουν αποδεχτεί τη Νίθρα; αναρωτήθηκε. Σίγουρα, θα τις ενοχλεί το γεγονός ότι η Θεά δεν επέλεξε μία από αυτές. Εξάλλου, ποια γυναίκα θα μπορούσε να είναι καλύτερη Εκλεκτή παρά μία η οποία είναι ήδη αφιερωμένη, ψυχή τε και σώματι, στη Μεγάλη Μητέρα;
Οι στρατιώτες στην Πύλη του Αετού, η οποία έβγαζε στη Βασιλική Περιφέρεια της Έρλεν, τη σταμάτησαν, για να την ελέγξουν. Η Πάρνα δεν αρνήθηκε· είχε κρύψει τα Δόντια του Λύκου κάτω απ’τη σέλα του αλόγου της, και, όπως περίμενε, οι φρουροί δεν τα βρήκαν.
«Πού πηγαίνεις;» τη ρώτησε ένας.
«Στο παλάτι,» απάντησε εκείνη, περνώντας.
Τα βλέμματά τους την ακολούθησαν, καθώς απομακρυνόταν.
Στην πύλη του κήπου του παλατιού, έπρεπε να υποστεί μία από τα ίδια. «Η Βασίλισσα Νίθρα με περιμένει,» είπε στους φύλακες. «Ονομάζομαι Πάρνα. Αρχόντισσα Πάρνα,» τόνισε, για να τους δώσει να καταλάβουν ότι ήταν ευγενής· ωστόσο, δεν πρόσθεσε το όνομα του Οίκου της –Λάνσεν–, γιατί δεν ήθελε να τους ενημερώσει για το ποια ακριβώς ήταν.
Οι στρατιώτες την άφησαν να μπει στον κήπο και ένας σταβλίτης προθυμοποιήθηκε να πάρει το άλογό της. Η Πάρνα τον σταμάτησε. «Θα το φροντίσω εγώ,» δήλωσε, «μέχρι να ειδοποιήσετε τη Βασίλισσα και να μπορεί να με δεχτεί. Είναι ευαίσθητο ζώο.»
«Όπως επιθυμείτε, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε το αγόρι, και την οδήγησε στους βασιλικούς στάβλους.
Η Πάρνα φρόντισε το άλογό της μόνη της… και, συγχρόνως, πήρε τα Δόντια από τη σέλα και τα έριξε στο σάκο της, χωρίς κανείς να την προσέξει.
Μια υπηρέτρια την πλησίασε. «Η Μεγαλειοτάτη μπορεί να σας δεχτεί, Αρχόντισσά μου. Θα θέλατε, όμως, πρώτα να σας οδηγήσω στον ξενώνα, όπου μπορείτε να φρεσκαριστείτε, προτού παρουσιαστείτε στην Αυλή;» Δε χρειαζόταν και πολλή διαίσθηση, για να καταλάβει η Πάρνα πως η γυναίκα της έλεγε, με ευγενικό τρόπο, ότι ήταν βρόμικη από το δρόμο.
Και έχει δίκιο, σκέφτηκε η Λύκαρχος, ρίχνοντας μια ματιά στα ρούχα και στις μπότες της. Ένευσε καταφατικά στην υπηρέτρια, και εκείνη την οδήγησε σ’ένα δωμάτιο του ξενώνα του παλατιού.
«Εάν θέλετε καινούργια ρούχα, Αρχόντισσά μου,» είπε, «υπάρχουν στη ντουλάπα. Το λουτρό είναι έτοιμο.»
«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε η Πάρνα.
Έβγαλε τις μπότες και την ταξιδιωτική της ενδυμασία, και πλύθηκε. Ύστερα, περιποιήθηκε τα τραύματά της (τα περισσότερα από τη Βάπτιση του Αίματος είχαν επουλωθεί, μόνο ένα, στον αριστερό πήχη, ήταν ακόμα ευαίσθητο· και η πληγή στον αριστερό της ώμο, από το βέλος της τώρα νεκρής Τέμμιθα, είχε κλείσει και δεν την ενοχλούσε τόσο πλέον –παραπάνω από δεκαπέντε ημέρες είχαν περάσει, από τότε που την είχε δεχτεί), φόρεσε τα ρούχα που βρήκε στη ντουλάπα (ένα πράσινο φόρεμα το οποίο της ήταν λιγάκι φαρδύ, μια πλατιά ζώνη, έναν λευκό μανδύα, και μαύρα παπούτσια με τακούνι), και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Στο διάδρομο, ένας υπηρέτης τη συνάντησε. «Αρχόντισσά μου, η Βασίλισσα θα σας μιλήσει ιδιαιτέρως.»
Ιδιαιτέρως; Μάλλον, επειδή είμαι Λυκολάτρισσα, δεν μπορεί να με δεχτεί στην αίθουσα του θρόνου. Ένευσε και ακολούθησε τον υπηρέτη, ο οποίος την οδήγησε στα βασιλικά διαμερίσματα, όπου η Νίθρα και ο Άλαντμιν την περίμεναν, καθισμένοι σ’ένα ξύλινο τραπέζι. Μόλις την είδαν, σηκώθηκαν και της πρότειναν να καθίσει κι εκείνη. Η Πάρνα πήρε θέση αντίκρυ τους.
«Η μητέρα σου είναι εδώ,» της είπε η Νίθρα.
Η Αρχόντισσα Ομάλθα; Εδώ; «Για ποιο λόγο;»
«Ένα Ανφρακιανό φουσάτο τριάντα χιλιάδων μαχητών ζυγώνει τα τείχη της Βόλγκρεν· η μητέρα σου ήρθε στην πρωτεύουσα για να ζητήσει βοήθεια, την οποία και θα της προσφέρω, ασφαλώς.»
«Θα ήθελα να μην τη συναντήσω, αν είναι δυνατόν,» είπε η Πάρνα.
Η Νίθρα ένευσε. «Το φαντάστηκα.
»Αλλά πες μου τώρα, Πάρνα, τι έμαθες από τους Λυκολάτρες; Έχει υποχωρήσει ο στρατός του Τάκμιν από τα δάση τους;»
«Όταν έφτασα, δεν είχε υποχωρήσει ακόμα. Αλλά, με το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας, έμαθα ότι η υποχώρηση άρχισε. Οπότε, μου είπες αλήθεια…» Ακόμα, όμως, υπήρχε καχυποψία στη φωνή της –πράγμα το οποίο και η Νίθρα και ο Άλαντμιν μπορούσαν ν’ακούσουν καθαρά.
«Χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε αυτό,» είπε η Βασίλισσα. «Δε θέλω να έχω τους Λυκολάτρες για εχθρούς μου.»
«Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να τους έχεις και φίλους σου,» αποκρίθηκε η Πάρνα.
«Τι εννοείς;»
«Θα στραφεί η Βασίλισσα του Νούφρεκ εναντίον του ιερατείου της Λιάμνερ Κρωθ;»
«Αχά… καταλαβαίνω τι θες να πεις. Ναι, προφανώς, δεν μπορώ να στραφώ εναντίον του ιερατείου, Πάρνα,» αποκρίθηκε η Νίθρα.
«Θα μπορούσες, όμως, να βοηθήσεις τη θρησκεία του Λύκου να αναπτυχθεί… δε θα μπορούσες;» Η Λύκαρχος ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Πού το πηγαίνεις, Πάρνα;» είπε ο Άλαντμιν. «Έχουμε ήδη αρκετές συγκρούσεις με το ιερατείο, και η κατάσταση είναι αποσταθεροποιημένη στο Βασίλειο…»
«Δε ζητώ να αναγνωριστεί επίσημα η θρησκεία του Λύκου.»
«Τι ζητάς, τότε;» ρώτησε η Νίθρα.
«Ζητώ να τη βοηθήσεις να αναπτυχθεί.»
«Το οποίο τι σημαίνει; Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να σταματήσω τους διωγμούς που οργανώνει κατά καιρούς το ιερατείο.»
«Το ξέρω αυτό, ναι,» παραδέχτηκε η Πάρνα. «Από την άλλη, βέβαια, σε θεωρούν Εκλεκτή· θα μπορούσες να απαιτήσεις πολλά.»
«Υπάρχουν και όρια. Αν απαιτούσα να πάψουν να κυνηγάνε Λυκολάτρες, θ’άρχιζαν να πιστεύουν ότι ‘έχασα τη χάρη της Θεάς’.»
«Ναι, ξέχασα,» είπε η Πάρνα, «έτσι είναι οι ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ: όταν συμφωνείς μαζί τους, έχεις τη χάρη της Θεάς· όταν διαφωνείς, αυτομάτως τη χάνεις.» Γέλασε, κοφτά και ξερά. «Τέλος πάντων, εγώ δε σου ζητάω κάτι τόσο… επικίνδυνο για τη βασιλεία σου. Ωστόσο, νομίζω ότι χρωστάς κάποια πράγματα στους Λυκολάτρες, και οφείλεις να τους ξεπληρώσεις.»
Δε μ’αρέσει αυτός ο τόνος, σκέφτηκε η Νίθρα. Ούτε αυτά τα οποία υπονοείς, Πάρνα. «Συνέχισε. Τι ακριβώς θέλετε από εμένα;»
«Να μας επιτρέψεις να ιδρύσουμε έναν ναό του Λύκου μέσα στην Έρλεν.»
«Τα έχεις χάσει τελείως!» είπε ο Άλαντμιν, αγριοκοιτάζοντάς την.
Η Πάρνα τού επέστρεψε το άγριο βλέμμα. «Δε ζήτησα ο ναός να είναι σε φανερή θέση!» αντιγύρισε. «Εννοείται πως θα είναι κρυφός.»
Η Νίθρα ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα. Αν αρνηθώ, οι Λυκολάτρες θα γίνουν εχθροί μου. Αν, όμως, δεχτώ… Αν δεχτώ… «Τι έχω να κερδίσω, συμφωνώντας στην ίδρυση αυτού του ναού;»
«Τι θα ήθελες να κερδίσεις;» έθεσε το ερώτημα η Πάρνα· και η Νίθρα παρατήρησε ότι η Λύκαρχος μπορούσε να γίνει διπλωματική, όταν το επιθυμούσε. Δεν ήταν πάντα η λυσσασμένη λύκαινα που είχε αιχμαλωτίσει τον Άλαντμιν και είχε επιχειρήσει να τη σκοτώσει. Και, όταν είναι διπλωματική, μου δίνει την εντύπωση πως είναι πιο επικίνδυνη…
«Οι Λυκολάτρες είναι εξαίρετοι για… διακριτικές αποστολές. Έχουν μάθει να καλύπτουν καλά τα ίχνη, να γλιστρούν στις σκιές. Αυτό θα μπορούσε να μου φανεί πολύ χρήσιμο.»
«Δεν είναι αρκετό το κατασκοπευτικό σου δίκτυο;»
«Το κατασκοπευτικό μου δίκτυο δεν εκτείνεται στα δάση ή στα βουνά… εκτός κι αν κάνω λάθος, οπότε ο Άλαντμιν μπορεί να με διορθώσει.»
Ο Αρχικατάσκοπος κούνησε το κεφάλι. «Δεν κάνεις λάθος. Ωστόσο, ήδη έχω επαφές με τους Λυκολάτρες. Ή, μάλλον, εκείνοι έχουν επαφές μαζί μου.»
«Ναι,» είπε η Νίθρα, «ακριβώς. Εκείνο που θα ήθελα, λοιπόν, Πάρνα, είναι να γίνεται το αντίστροφο: ο Άλαντμιν να έχει επαφές μαζί σας, όχι εσείς με αυτόν.»
«Εννοείς να ενσωματωθούμε με το βασιλικό κατασκοπευτικό δίκτυο;»
«Κατά μία έννοια, ναι.»
«Και, όταν αποφασίσεις να μας εξοντώσεις, θα μπορείς να το κάνεις απλά και γρήγορα…»
«Δεν έχω πρόθεση να σας εξοντώσω,» δήλωσε η Νίθρα. «Σας χρειάζομαι, για πολλούς λόγους. Κατά πρώτον, μπορείτε να εντοπίσετε κινήσεις που, πιστεύω, το κατασκοπευτικό δίκτυο του Άλαντμιν δεν μπορεί –κινήσεις μέσα στην ύπαιθρο. Κατά δεύτερον, μπορείτε να φυλάτε τα νώτα μου από εχθρούς, ανάμεσα στους οποίους δεν είναι μόνο ευγενείς, αλλά πιθανώς και άτομα από το ιερατείο της Λιάμνερ Κρωθ τα οποία δε βλέπουν με τόσο καλό μάτι την Εκλεκτή, αν και τη φοβούνται. Κατά τρίτον, οι Λυκολάτρες του Νούφρεκ έχετε επαφές με τους Λυκολάτρες του Άνφρακ, τους Λυκολάτρες του Κάρνακ, και τους Λυκολάτρες του Ερνέφηκ· αυτό με βολεύει, διότι σημαίνει ότι το κατασκοπευτικό μου δίκτυο θα εκτείνεται σ’όλη τη Λιάμνερ-Κρωθ–»
«Στάσου λίγο, Νίθρα, δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τόσο μεγάλα πράγματα. Κατ’αρχήν, για την ώρα, έχω μιλήσει μόνο με τον Θόρενλορ, και πιστεύω ότι, ναι, εκείνος θα συμφωνούσε, πιθανώς, να κάνει μια τέτοια συμμαχία μαζί σου· και όχι μόνο ο Θόρενλορ, αλλά και άλλοι κεντρώοι Λυκολάτρες. Ωστόσο, υπάρχουν και οι ακραίοι, οι οποίο αμφιβάλλω ότι θα συμφωνούσαν· γι’αυτούς, αφού είσαι Βασίλισσα του Νούφρεκ και επισήμως υποστηρίζεις το ιερατείο της Λιάμνερ Κρωθ, είσαι εχθρός. Τέλος, είναι και οι εναρμονισμένοι αναμένοντες, που δε λαμβάνουν καμία δράση, αλλά θεωρούν ότι το ιερατείο θα καταστραφεί από μόνο του, εκ των έσω· έτσι, δεν έχουν παρά να περιμένουν την τελική του πτώση. Ούτε αυτοί νομίζω ότι θα είναι πρόθυμοι να κάνουν καμία συμμαχία.»
Η Νίθρα φάνηκε σκεπτική. Ώστε είναι διαιρεμένοι και οι Λυκολάτρες… Κατά κάποιο τρόπο, της θύμιζαν τις ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ, που άλλες λάτρευαν τη Θεά έτσι, άλλες αλλιώς, και όλες διαφωνούσαν μεταξύ τους επάνω σε θεολογικά ζητήματα.
«Δηλαδή, μου λες ότι, αν πάρω το ρίσκο να σας αφήσω να ιδρύσετε ναό του Λύκου μέσα στην πρωτεύουσα μου, το μόνο που θα κερδίσω θα είναι να έχω ορισμένους από εσάς ως συμμάχους;» Φορτίζοντας τα λόγια της με Πειθώ, προσπάθησε να κάνει το αίτημα της Πάρνα ν’ακουστεί παράλογο στα ίδια της τ’αφτιά.
«Εμ…» Η κόρη της Αρχόντισσας Ομάλθα τα έχασε, για λίγο, αλλά δεν άργησε να ανασυγκροτηθεί. «Κοίτα, οι κεντρώοι Λυκολάτρες δεν είναι λίγοι· για την ακρίβεια, είναι περισσότεροι από τους ακραίους ή τους εναρμονισμένους αναμένοντες. Οπότε, δε θα χάσεις. Και ακόμα και οι ακραίοι μπορεί να εκτιμήσουν αυτή την κίνηση από μέρους σου, αν και δε θα σε αποδεχτούν ποτέ· έτσι είναι τα πιστεύω τους: αφού υποστηρίζεις το ιερατείο, είσαι εχθρός τους. Οι εναρμονισμένοι θα εκλάβουν την ίδρυση του ναού ως ένα σημάδι ότι ο τροχός γυρίζει και η ώρα του Λύκου ζυγώνει.»
Ίσως η πρότασή της να έχει ενδιαφέρον, τελικά… συλλογίστηκε η Νίθρα. «Θα το σκεφτώ,» είπε. «Αλλά αφότου λύσω το πρόβλημα με τους Ανφρακιανούς.»
Η Πάρνα ένευσε, κατανοώντας. Και ρώτησε: «Θα ήθελες ένα δείγμα τού τι υπηρεσίες μπορούν να σου προσφέρουν οι Λυκολάτρες;»
Παράξενο αυτό που λέει. «Ναι, θα ήθελα.»
«Ερχόμενη στην Έρλεν, έμαθα ότι η κίνηση από το Ναό της Κυνηγού προς την πρωτεύουσα και από την πρωτεύουσα προς το Ναό της Κυνηγού είναι ασυνήθιστα αυξημένη.»
Η Νίθρα συνοφρυώθηκε. «Ασυνήθιστα αυξημένη;»
«Ναι· οι ιέρειες πηγαινοέρχονται συχνότερα απ’ό,τι συνήθως.»
«Και ποιο είναι το σύνηθες;»
«Το σύνηθες είναι να κάθονται στο Ναό τους και να βγαίνουν μόνο για δύο λόγους: για να κυνηγήσουν στην ύπαιθρο και για να πάνε στην πόλη, ώστε να εφοδιαστούν με ό,τι δεν μπορούν να παράγουν μόνες τους. Όπως καταλαβαίνεις, δεν πηγαίνουν στην πόλη και τόσο συχνά.»
«Μου μοιάζει περίεργο που μια Λυκολάτρισσα γνωρίζει τόσο καλά τέτοια πράγματα…»
«Δε θα έπρεπε,» είπε η Πάρνα. «Οι Λυκολάτρες μαθαίνουν πολλά που είναι άγνωστα σε άλλους.»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Και τι μπορεί να σημαίνει το γεγονός ότι έρχονται πιο συχνά στην Έρλεν, τελευταία;»
«Δεν ξέρω ακριβώς. Πάντως, εικάζω ότι σκοπεύουν να δολοφονήσουν κάποιον.»
«Να δολοφονήσουν;»
Η Πάρνα μειδίασε λοξά. «Δεν το ξέρεις, ε; Οι ιέρειες-κυνηγοί δεν κυνηγούν μόνο ζώα, αλλά ορισμένες φορές και ανθρώπους. Σπάνια, φυσικά· και ο περισσότερος κόσμος δε γνωρίζει γι’αυτές τους τις δραστηριότητες.»
Η Νίθρα κοίταξε τον Άλαντμιν, ερωτηματικά. Εκείνος ένευσε. «Είναι αλήθεια,» είπε. «Το κάνουν· αλλά σπάνια, όπως τόνισε κι η Πάρνα.»
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση,» συνέχισε η Λυκολάτρισσα, «πρέπει να δυσκολεύονται να φτάσουν στο θήραμά τους· αλλιώς, θα το είχαν σκοτώσει και δε θα πηγαινοέρχονταν. Άρα, το θήραμα είναι καλά προστατευμένο εντός της Έρλεν. Μπορεί να βρίσκεται ακόμα και μέσα στο παλάτι. Μπορεί να είσαι ακόμα κι εσύ, Νίθρα…»
Το βλέμμα του Άλαντμιν σκοτείνιασε, και ο Αρχικατάσκοπος σκέφτηκε: Ναι, η Πάρνα δεν έχει άδικο… Το ήξερα ότι αυτή η ιστορία με τις ιέρειες δε θα πήγαινε καλά. Η Νίθρα τις έχει εξοργίσει, κι εκείνες δε θα δεχτούν την κοροϊδία καμίας βασίλισσας.
«Θα πρέπει να το ελέγξουμε,» είπε.
«Γιαυτό σας ενημέρωσα κι εγώ,» ένευσε η Πάρνα.
«Δεν πιστεύω ότι έχουν στόχο εμένα,» δήλωσε η Νίθρα, αν και εντός της πολύ φοβόταν πως ίσως να την είχαν στόχο.
«Καλύτερα να βεβαιωθούμε για το τι συμβαίνει,» τόνισε ο Άλαντμιν.
«Μπορώ να το κοιτάξω εγώ,» προθυμοποιήθηκε η Πάρνα. «Εξάλλου, δε θα επιστρέψω στη Βόλγκρεν, τώρα που ο Ανφρακιανός στρατός πλησιάζει. Ίσως, ώσπου να φτάσω, η πόλη να βρίσκεται υπό πολιορκία.
»Αλήθεια, Νίθρα, πότε θα εκστρατεύσεις κατά των Ανφρακιανών;»
«Μόλις τα στρατεύματά μου έχουν συγκεντρωθεί στην Έρλεν, πράγμα που δε θ’αργήσει να γίνει.»
*
Η Νίθρα κάλεσε την Αρτλάνα στη βασιλική αίθουσα. Ήθελε να της μιλήσει από πριν, από τότε που έχρισε τον Φένταρ Αναπληρωτή Αρχιστράτηγο του Βασιλείου, μα μια υπηρέτρια είχε έρθει και της είχε ψιθυρίσει πως κάποια Αρχόντισσα Πάρνα ήταν στο παλάτι και επιθυμούσε να τη δει· οπότε, η Βασίλισσα είχε αναβάλει τα σχέδιά της και είχε πάει να συναντήσει τη Λύκαρχο.
Η Αρτλάνα έκανε μια σύντομη υπόκλιση μπροστά στο θρόνο. «Μεγαλειοτάτη.»
«Αρτλάνα,» είπε η Νίθρα, «ένας άντρας βρισκόταν κοντά σου, όταν έκανα τον Φένταρ Αναπληρωτή. Ποιος ήταν; Δεν τον έχω ξαναδεί, και δε μου φάνηκε για στρατιωτικός.»
«Είναι ένας καινούργιος Ομιλητής, Βασίλισσά μου. Ήρθε να με βρει και να μου μιλήσει, για να μπει στο Τάγμα των Βασιλικών Ομιλητών.»
«Πώς τον λένε;»
«Γέμκορ.»
«Ευγενής;»
«Φοβάμαι πως όχι. Ανήκει στην οικογένεια ενός έμπορου, απ’ό,τι μου είπε, και δε γνωρίζει πολλά για το Χάρισμα. Ωστόσο, ξέρει ότι το έχει και επιθυμεί να μπει στο Τάγμα των Βασιλικών Ομιλητών.»
«Θα τον εκπαιδεύσεις;»
«Με μεγάλη μου χαρά,» δήλωσε η Αρτλάνα.
«Με τους παλιούς Ομιλητές τι γίνεται; Έχει κανένας τους επικοινωνήσει με το παλάτι; Θέλω να ξέρουν ότι δεν τους κρατάω κακία επειδή υπηρετούσαν την Καλβάρθα. Είναι καλοδεχούμενοι στο Τάγμα, αν κι οι ίδιοι επιθυμούν να έρθουν.»
«Δύο από αυτούς με συνάντησαν χτες το απόγευμα,» είπε η Αρτλάνα, «και ήθελα να το συζητήσω μαζί σου.»
«Επιθυμούν να επιστρέψουν στο Τάγμα;»
«Ναι.»
«Θα τους δεχτώ σήμερα το απόγευμα. Ποιοι είναι;»
Η Αρτλάνα τής είπε.
*
«Η Αρχιέρεια δεν μπορεί να ενοχλείται με μικροζητήματα, τέκνον μου. Θα ήταν προτιμότερο να μιλήσεις σε μένα.» Η ιέρεια ήταν μια ψηλή γυναίκα, με μακριά, μαύρα μαλλιά, και ντυμένη με ράσο· στο πρόσωπό της υπήρχε μια ήρεμη έκφραση. Εμπρός της στεκόταν μια ξανθιά γυναίκα, με κομμένα ως τον ώμο, σγουρά μαλλιά· φορούσε λευκό πουκάμισο, μαύρο, δερμάτινο γιλέκο, καφέ παντελόνι, και ομόχρωμες μπότες, ενώ από την πλατιά της ζώνη κρεμόταν ένα θηκαρωμένο ξίφος.
«Πρόκειται για την Εκλεκτή Βασίλισσα Νίθρα, Σεβασμιότατη, και είναι πολύ σημαντικό· η Αρχιέρεια πρέπει να το μάθει.»
Τα λεπτά χείλη της ιέρειας σφίχτηκαν. «Πολύ καλά· θα την ειδοποιήσω. Περίμενε εδώ.»
Η πολεμίστρια έκλινε το κεφάλι, και η ιέρεια έφυγε, αφήνοντάς τη στον σηκό. Μετά από λίγο, επέστρεψε και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει· εκείνη υπάκουσε και βρέθηκε, τελικά, σ’ένα μεγάλο δωμάτιο, στο τέλος του οποίου καθόταν μια γηραιά γυναίκα, ντυμένη με άμφια. Τριγύρω ήταν άλλες γυναίκες, που διάβαζαν ή έγραφαν. Δύο Ιερές Αναζητήτριες στέκονταν στην πόρτα, πάνοπλες και αναδίδοντας μια αύρα δύναμης μόνο με την παρουσία τους.
Η ιέρεια και η πολεμίστρια ζύγωσαν τη γηραιά γυναίκα, και η δεύτερη γονάτισε στο ένα γόνατο.
«Σεβάσμια Μητέρα,» είπε, και φίλησε το δαχτυλίδι της Αρχιέρειας, καθώς εκείνη πρότεινε το χέρι της.
«Η Θεά μαζί σου, τέκνον μου. Πώς ονομάζεσαι, και τι σε φέρνει ενώπιόν μας;»
«Ονομάζομαι Βανκάμυ, Σεβάσμια Μητέρα,» αποκρίθηκε η πολεμίστρια. «Είμαι διοικήτρια στο στρατό του Στρατάρχη Ρέλγκριν, τον οποίο η Βασίλισσά μας πρόσφατα έκανε Αρχιστράτηγο του Βασιλείου. Και έρχομαι εδώ γιατί το αισθάνθηκα υποχρέωσή μου να σας ενημερώσω πως η Βασίλισσα Νίθρα έχρισε έναν Ωθράγκος, όχι μόνο Διοικητή του Πρώτου Τάγματος της Βασιλικής Φρουράς (πράγμα που έχει συμβεί εδώ και αρκετές ημέρες), αλλά και Αναπληρωτή Αρχιστράτηγο του Βασιλείου, τώρα που ο Άρχοντας Ρέλγκριν λείπει σε αποστολή.»
«Γνωρίζομε ότι τον έχρισε διοικητή της Βασιλικής Φρουράς, τέκνον μου,» είπε η Αρχιέρεια Σαρφιάνα. «Αλλά για το ότι τον έχρισε Αναπληρωτή Αρχιστράτηγο δεν είχαμε ακούσει τίποτα…»
«Σήμερα συνέβη αυτό, Σεβάσμια Μητέρα,» αποκρίθηκε η Βανκάμυ. «Από χτες, είχαμε αρχίσει ν’ανησυχούμε για την εξαφάνιση του Άρχοντα Ρέλγκριν, έτσι το πρωί μας συγκέντρωσε όλους τους στρατιωτικούς διοικητές στην αίθουσα του θρόνου και μας μίλησε. Μας είπε ότι ο Αρχιστράτηγος βρίσκεται σε αποστολή, στην οποία η ίδια τον έχει στείλει, αλλά δε μας εξήγησε για τι αποστολή πρόκειται. Και μετά, δήλωσε πως ως αντικαταστάτη του ορίζει τον Φένταρ των Ωθράγκος… κι αυτό μας παραξένεψε όλους, Σεβάσμια Μητέρα, διότι, αν και αναγνωρίζουμε ότι είναι καλός και ικανός διοικητής (όπως φάνηκε στην πολιορκία της Έρλεν), δεν είναι ένας από εμάς. Είναι αλλογενής. Και ένας αλλογενής μπορεί, έστω, να είναι διοικητής της Βασιλικής Φρουράς… σε αυτό δεν έφεραν πολλοί αντίρρηση, γιατί πίστευαν ότι του άξιζε, αν κι εγώ, προσωπικά, έχω τους ενδοιασμούς μου… Ωστόσο, ο Φένταρ δεν μπορεί να είναι Αρχιστράτηγος του Βασιλείου και να διοικεί τόσους Ρουζβάνους, ενώ ο ίδιος δεν έχει Ρουζβάνικο αίμα εντός του.
»Επιπλέον, Σεβάσμια Μητέρα,» συνέχισε η Βανκάμυ, καθώς η Σαρφιάνα την άκουγε σιωπηλά, «καθώς η Βασίλισσα Νίθρα είχε αρχίσει να χρίζει τον Φένταρ στο όνομα της Μεγάλης Θεάς, ένας από εμάς έφερε αντίρρηση, λέγοντας ότι αυτό δεν ήταν σωστό. Και ακόμα κι εγώ η ίδια πρότεινα να καλέσουμε μια ιέρεια, για να λύσει ετούτο το ζήτημα. Αλλά η Βασίλισσα αποκρίθηκε πως είναι Εκλεκτή και, επομένως, γνωρίζει το θέλημα της Λιάμνερ Κρωθ. Έτσι, όρκισε τον Φένταρ και στο όνομα της Μεγάλης Θεάς και στο όνομα ενός αλλότριου θεού της Βάλγκριθμωρ, που ονομάζεται Άνκαραζ, Άρχοντας της Μάχης.»
«Αυτά είχες να μας πεις;» ρώτησε η Σαρφιάνα, με γαλήνια όψη.
«Μάλιστα, Σεβάσμια Μητέρα.»
«Έχεις τις ευλογίες μας, και τις ευλογίες της Μεγάλης Μητέρας, τέκνον μου,» είπε η Σαρφιάνα, διαγράφοντας το σημείο της Θεάς μπροστά από το σκυμμένο κεφάλι της πολεμίστριας. «Μπορείς να πηγαίνεις.»
Η Βανκάμυ ορθώθηκε, υποκλίθηκε, και αποχώρησε.
«Αυτή ήταν μεγάλη ύβρη, Σεβάσμια Μητέρα,» είπε η ιέρεια στη Σαρφιάνα.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Αρχιέρεια, μπλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών της αναμεταξύ τους. «Ναι… Και με κάνει, αληθινά, να αναρωτιέμαι αν, όντως, η Βασίλισσά μας είναι Εκλεκτή και αν, όντως, γνωρίζει το θέλημα της Θεάς.» Είτε, όμως, είναι Εκλεκτή είτε όχι, σκέφτηκε, θα πεθάνει, μ’ένα βέλος καρφωμένο επάνω της. Οι κυνηγοί δεν αποτυχαίνουν…
Η Πριγκίπισσα Φόλνα περίμενε πώς και πώς να μάθει νέα του Τάκμιν. Κάθε τόσο, ανέβαινε σ’έναν απ’τους εξώστες του παλατιού της Σάλγκρινεβ και κοιτούσε ανατολικά, πιστεύοντας ότι, αργά ή γρήγορα, θα έβλεπε κάποιον αγγελιαφόρο να έρχεται, μεταφέροντας μήνυμα από τον σύζυγό της, σχετικά με το πώς πήγαινε ο πόλεμος.
Ωστόσο, καθώς τώρα στεκόταν πάλι στον πέτρινο εξώστη και το φως στον ουρανό είχε μειωθεί –αυτό το αλλόκοτο φως που ερχόταν από κάποια ακατονόμαστη πηγή στους αιθέρες και το οποίο την τρόμαζε–, είδε να έρχεται κάτι που δεν περίμενε. Ο στρατός του πατέρα της, που είχε περάσει από εδώ πριν από μερικές ημέρες, επέστρεφε.
Γιατί; αναρωτήθηκε, ανήσυχα, η Φόλνα. Γιατί γυρίζει πίσω; Υποτίθεται ότι θα πήγαινε να ενισχύσει τον Τάκμιν. Ο Τάκμιν είχε ζητήσει βοήθεια από τον Βασιληά Σίλγκερομ, γιατί θεωρούσε πως μόνος του δε θα κατάφερνε να θριαμβεύσει· και ο Μονάρχης του Άνφρακ είχε, πάραυτα, ανταποκριθεί στο κάλεσμά του. Τι τον έκανε να υποχωρήσει; Η Φόλνα αισθάνθηκε την καρδιά της να σφίγγεται, καθώς ένα κακό, κάκιστο, προαίσθημα τύλιξε την ψυχή της, σαν μελανός μανδύας.
Μεγάλη Θεά, κάνε να μην έχει συμβεί τίποτα άσχημο!
Η Πριγκίπισσα Έπαρχος της Σάλγκρινεβ σήκωσε το μακρύ της φόρεμα και έτρεξε, φεύγοντας από τον εξώστη και κατεβαίνοντας τις σκάλες του παλατιού, πηγαίνοντας στη μεγάλη αίθουσα και ειδοποιώντας τους υπηρέτες ότι ο πατέρας της, ο Βασιληάς, ερχόταν κι έπρεπε αμέσως να ετοιμάσουν τα πάντα για να τον υποδεχτούν. Η ίδια στάθηκε μπροστά από το τζάκι, αναμένοντας και σφίγγοντας το ύφασμα της φούστας του γκρίζου της φορέματος μέσα στις μικρές, δαχτυλιδοστόλιστες γροθιές της.
Ο πατέρας της δεν άργησε να παρουσιαστεί. Μπήκε στη μεγάλη αίθουσα μαζί με αρκετούς άλλους, ανάμεσα στους οποίους η Φόλνα μπορούσε να διακρίνει τη Στρατηγό Ερνάλυ, που πάντοτε βρισκόταν πιστή στο πλευρό του Βασιληά του Άνφρακ, την Ιέρεια Ναρμάλθα, τον Ομιλητή Ωάρθιν, δύο στρατιωτικούς διοικητές που τώρα της διέφευγαν τα ονόματά τους, και τέσσερις ιέρειες κι έξι Ιερές Αναζητήτριες, οι οποίες είχαν ξαναπεράσει από εδώ, πριν από πολλές ημέρες, πηγαίνοντας να βρουν τον Τάκμιν. Είχαν κι αυτές επιστρέψει, λοιπόν; Γιατί; Κάτι κακό θα είχε γίνει… κάτι κακό, πολύ κακό. Η Φόλνα το ένιωθε. Το ήξερε.
«Πατέρα,» είπε, με το στόμα της ξερό, καθώς πλησίαζε τον Σίλγκερομ. «Τι σε φέρνει ξανά στη Σάλγκρινεβ;»
Ο Βασιληάς έκανε νόημα στους υπόλοιπους να μείνουν πίσω και συνάντησε την κόρη του στο κέντρο της μεγάλης αίθουσας. Μπορούσε να δει ότι η όψη της ήταν χλομή, και γνώριζε ότι τα νέα που της έφερνε θα την πλήγωναν αφάνταστα. Η Φόλνα αγαπούσε τον Τάκμιν· δεν ήταν μονάχα ένας πολιτικός γάμος. Και, αν και ο Σίλγκερομ ενδιαφερόταν, κυρίως, για τη γεωπολιτική θέση της Σάλγκρινεβ, είχε χαρεί που η θυγατέρα του βρήκε έναν άνθρωπο με τον οποίο μπορούσε να ταιριάξει: με τον οποίο θα ήταν ευτυχισμένη. Τα νέα για το θάνατό του θα τη συντρίψουν. Και έχει ήδη καταλάβει ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά· το βλέπω στα μάτια της…
Ο Σίλγκερομ αγκάλιασε τους ώμους της και την κράτησε κοντά του. «Πρέπει να μιλήσουμε μόνοι,» της ψιθύρισε.
«Γιατί; Τι έγινε;» Τι τρόμος καθρεπτιζόταν στο βλέμμα της! Υποπτεύεται. Υποπτεύεται ότι είναι νεκρός.
«Οδήγησέ με σ’ένα δωμάτιο όπου θα είμαστε μόνοι,» επέμεινε ο Σίλγκερομ.
Η Φόλνα αναστέναξε, συλλογιζόμενη: Αυτό που φοβόμουν συνέβη. Αυτό που φοβόμουν… Και δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά της. «Πατέρα, είναι νεκρός;»
«Φόλν–»
«Είναι νεκρός;»
«Φόλνα, πρέπει να μιλήσουμε μόνοι. Σε παρακαλώ· είναι τόσοι άνθρωποι εδώ πέρα.»
Η Πριγκίπισσα κατάπιε δάκρυα, σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της. Ίσως να μην είναι νεκρός. Ίσως να έχω άδικο. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να διαβάσει κανείς την όψη του πατέρα; Κρατώντας τον Σίλγκερομ από τον πήχη, τον οδήγησε πάνω στις σκάλες του παλατιού, μέχρι που έφτασαν στα διαμερίσματά της.
«Πες μου τώρα τι έγινε. Έπαθε τίποτα ο Τάκμιν;» Μάλλον, η ανησυχία μου είναι μόνο. Η ανησυχία μου. Και η σκέψη ότι μέσα μου μεγαλώνει το παιδί του… Δεν το ήξερε προτού ο σύζυγός της φύγει από τη Σάλγκρινεβ· δεν το ήξερε ότι ήταν έγκυος, τότε. Το είχε ανακαλύψει λίγες ημέρες μετά, και είχε καταχαρεί. Το Νούφρεκ θα γινόταν δικό τους, και το παιδί τους θα κυβερνούσε ύστερα από εκείνους! Και φοβάμαι πολύ τώρα. Φοβάμαι ότι αυτό δε θα συμβεί. Αλλά η ανησυχία μου είναι μόνο. Η ανησυχία μου– Γιατί, όμως, ο πατέρας αργεί τόσο να μιλήσει; Συνοφρυώθηκε.
Ο Σίλγκερομ είδε την έκφρασή της και έγλειψε τα ξεραμένα του χείλη. Θα της κοστίσει, αλλά δεν μπορώ να της το κρύψω, σκέφτηκε· θα είναι ανόητο να της το κρύψω. Καθάρισε το λαιμό του, και είπε: «Φόλνα, πρέπει να δείξεις θάρρος…»
Τα λόγια του τη χτύπησαν σαν παγωμένο νερό. Πρέπει να δείξω θάρρος; Όχι, δεν είναι αυτό που νόμιζε. Αποκλείεται να ήταν. Ο πατέρας θα αναφερόταν σε κάτι που για εκείνον ήταν σημαντικό αλλά εκείνη δεν την ένοιαζε και τόσο –όχι όσο ο θάνατος του Τάκμιν, τουλάχιστον. Μάλλον, απέτυχε να πάρει κάποιο οχυρό, ή σκέφτεται ότι ο στρατός του δε θα είναι αρκετός για να κυριεύσει το Νούφρεκ στο χρόνο που υπολόγιζε.
«Πες μου,» τον προέτρεψε. «Το ξέρεις ότι μπορώ ν’ακούσω το οτιδήποτε.»
Ω, μα δεν έχει καταλάβει τίποτα ακόμα; συλλογίστηκε, μελαγχολικά, ο Σίλγκερομ. Δεν έχει καταλάβει τι πρόκειται να της πω; Αναστέναξε. Δεν μπορώ να το καθυστερήσω άλλο· δεν έχει νόημα. «Φόλνα,» είπε, αργά και μαλακά, «ο Τάκμιν… σκοτώθηκε στη μάχη.»
Τα μάτια της γούρλωσαν, και πισωπάτησε, κουνώντας το κεφάλι. «…Όχι. Όχι, κάνεις λάθος! Πρέπει να κάνεις λάθος!» Τα χέρια της είχαν πάει στην κοιλιά της· τα δάχτυλά της κέντριζαν τη σάρκα της, κάτω απ’το γκρίζο φόρεμα. «Κάνεις λάθος!»
«Όχι, Φόλνα. Λυπάμαι, δεν κάνω λάθος. Έχω τη σορό του μαζί μου.»
Η Πριγκίπισσα ούρλιαξε, άναρθρα, λυγίζοντας τη μέση και κρύβοντας το πρόσωπό της πίσω από τα χέρια της. Διπλώθηκε, κλαίγοντας με λυγμούς… και ύστερα, έπεσε στο πάτωμα, ξερνώντας. Τώρα, το ένα της χέρι ακουμπούσε στο χαλί και το άλλο έσφιγγε την κοιλιά της.
Ο Σίλγκερομ παρέλυσε. «Μεγάλη Θεά… Φόλνα!» Πήγε από πάνω της, προσπαθώντας να τη σηκώσει, αγκαλιάζοντάς την, κρατώντας τη κοντά του. «Φόλνα μου… σε παρακαλώ. Λυπάμαι.» Αλλά εκείνη έμοιαζε άρρωστη· εξακολουθούσε να βήχει και να φτύνει.
Μεγάλη Θεά, τι έπαθε; σκέφτηκε, πανικόβλητα, ο Βασιληάς του Άνφρακ· και, αφήνοντας την κόρη του στον καναπέ, έτρεξε στην πόρτα, ανοίγοντάς την και φωνάζοντας τους υπηρέτες. «Φέρτε βοήθεια! Η Πριγκίπισσα Φόλνα δεν είναι καλά! Φέρτε βοήθεια!»
Δύο γυναίκες ήρθαν, βιαστικά, καθώς ο Σίλγκερομ πλησίαζε πάλι την κόρη του, για να διαπιστώσει ότι είχε λιποθυμήσει. «Φροντίστε την,» είπε, με τρεμάμενη φωνή.
*
Ο Σίλγκερομ καθόταν, αμίλητος, σε μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, κρατώντας μια κούπα κρασί στο δεξί χέρι και πίνοντας καμια γουλιά, πού και πού. Κανείς δεν τολμούσε να τον πλησιάσει· η όψη του τους τρόμαζε. Έτσι, τον άφηναν ήσυχο, να πολεμήσει μόνος την οργή και τον πόνο του.
Μονάχα η Ερνάλυ βρήκε, τελικά, το θάρρος να τον ζυγώσει. Πήγε κοντά του και γονάτισε στο ένα γόνατο, παίρνοντας το αριστερό του χέρι ανάμεσα στα δικά της και φιλώντας το. «Άρχοντά μου,» ψιθύρισε, «θα μπορούσα να κάνω κάτι;»
Το γαλανό βλέμμα του Σίλγκερομ στράφηκε στο μέρος της, και ο Βασιληάς χάιδεψε το μάγουλό της, ακραγγίζοντάς το. «Όχι, γλυκιά μου, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα τώρα…» Ήπιε μια μικρή γουλιά κρασί, και αναστέναξε. «Το περίμενα ότι θα της στοίχιζε. Τον αγαπούσε πολύ… Δεν ήθελα να την πληγώσω… Την αγαπώ κι εγώ. Πολύ.»
«Καταλαβαίνω,» είπε η Ερνάλυ, σιγανά. «Αλλά δεν είναι δικό σου το φταίξιμο. Το σχέδιο σου ήταν καλό. Δεν μπορούσες να είχες προβλέψει τον ερχομό αυτής της Νίθρα.»
Μια υπηρέτρια πλησίασε, κάνοντας βαθιά υπόκλιση μπροστά στο Βασιληά. «Μεγαλειότατε. Η θυγατέρα σας επιθυμεί να σας μιλήσει.»
Ο Σίλγκερομ σηκώθηκε, και η Ερνάλυ ορθώθηκε πλάι του. «Θέλεις να έρθω μαζί σου;» τον ρώτησε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά, κι ακολούθησε την υπηρέτρια, η οποία τον οδήγησε στα διαμερίσματα της Πριγκίπισσας Φόλνα και στην κρεβατοκάμαρά της.
Ο Σίλγκερομ είδε την κόρη του ξαπλωμένη κάτω από τα σκεπάσματα. Η όψη της ήταν κάτωχρη και τα μάτια της κοκκινισμένα από το κλάμα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, σιωπηλός. Εκείνη τον κοίταξε. «Πατέρα,» ψιθύρισε, «πώς πέθανε;»
«Δε γνωρίζω ακριβώς. Αλλά μου είπαν ότι η Βασίλισσα Νίθρα τον σκότωσε.»
«Ποια είναι η Βασίλισσα Νίθρα;» Η Φόλνα τώρα έμοιαζε να έχει αποδεχτεί το θάνατο του Τάκμιν. Αν και η βαθιά της λύπη ήταν φανερή, μπορούσε, τουλάχιστον, να μιλήσει λογικά, χωρίς να κλαίει και να ουρλιάζει.
«Η Βασίλισσα Νίθρα… λένε ότι είναι Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς. Αλλά εγώ δεν είμαι καθόλου βέβαιος γι’αυτό. Ακόμα και οι ιέρειες έχουν τις αμφιβολίες τους.» Και της διηγήθηκε όλα όσα ήξερε· όλα όσα του είχαν πει οι ιερωμένες Νολβάκρυ, Χοέρνα, Μασμάρλυ, και Λαρέσσα.
Η Φόλνα έμεινε άφωνη, ακούγοντάς τα. Αλλά, τελικά, είπε: «Είναι ψεύτρα. Μάγισσα. Ίσως να υπηρετεί και τον Λύκο. Πρέπει να τη σκοτώσεις, πατέρα! Πρέπει!»
«Η Ιερά Μητριάρχης θ’αποφασίσει για τη μοίρα της,» αποκρίθηκε ο Σίλγκερομ. «Οι ιέρειες πηγαίνουν να της μιλήσουν για το ζήτημα της Νίθρα. Όμως,» πρόσθεσε, και τα μάτια του στένεψαν, «είναι, αναμφίβολα, απειλή, και η ενέργειές της έχουν προσβάλει τον Οίκο μου. Δε θα το ξεχάσω αυτό.» Ούτε θ’αφήσω ολόκληρη την εκστρατεία κατά του Νούφρεκ να πάει χαμένη! γρύλισε εντός του.
«Σκότωσέ τη,» επέμεινε η Φόλνα. «Πρέπει να πεθάνει. Και το ίδιο κι αυτός ο προδότης, ο Στρατάρχης Ρέλγκριν. Δεν περίμενα τέτοια αχαριστία από μέρος του. Στον Τάκμιν χρωστάει τα πάντα, το κάθαρμα. Τα πάντα.»
Ο Σίλγκερομ δε μίλησε· μονάχα έσμιξε τα χείλη του, σκεπτικός. Όλο αστάθμητοι παράγοντες. Όλο αστάθμητοι παράγοντες! Πρώτα η εμφάνιση της Νίθρα, μετά η προδοσία του Ρέλγκριν… Πανωλεθρία!
Αισθάνθηκε τη Φόλνα να σφίγγει τον καρπό του. «Πατέρα, πρέπει να σου πω κάτι σημαντικό…»
Την κοίταξε καταπρόσωπο, περιμένοντας. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τι πράγμα μπορεί να μιλούσε.
Η Φόλνα ξεροκατάπιε, αλλά η φωνή της ήταν σταθερή όταν μίλησε. «Είμαι έγκυος το παιδί του Τάκμιν.»
Τα νέα χαροποίησαν τον Σίλγκερομ. Ο Τάκμιν μπορεί να είναι νεκρός, όμως εξακολουθεί να υπάρχει διάδοχος για το θρόνο, όταν κατακτήσουμε το Νούφρεκ. Η κόρη μου θα είναι τέλεια βασίλισσα. Χαμογέλασε. «Τότε, ένα μέρος του είναι ακόμα ζωντανό,» είπε.
Η Φόλνα δάκρυσε. «Ναι,» αποκρίθηκε, «ένα μέρος του είναι ακόμα ζωντανό.»
Μετά είπε: «Θα ήθελα να δω τη σορό του, πατέρα.»
«Δεν είναι όπως τον θυμάσαι. Ο θάνατος αλλάζει τους ανθρώπους… Μη χαλάσεις την εικόνα που έχεις γι’αυτόν στο μυαλό σου.» Ο Σίλγκερομ παραμέρισε μια τρίχα από το μέτωπό της. «Το τωρινό του πρόσωπο δεν είναι το πραγματικό του πρόσωπο.»
Η Φόλνα δίστασε για λίγο. Έπειτα, ένευσε. Ο πατέρας της είχε δίκιο. Καλύτερα να τον έχω στο μυαλό μου όπως ήταν. Άγγιξε την κοιλιά της, κάτω απ’τα σκεπάσματα. Θα είναι μαζί μου για πάντα…
*
Ο Σίλγκερομ έκανε βόλτα σ’έναν εξώστη, νιώθοντας τον νυχτερινό αγέρα να δροσίζει το ξαναμμένο του πρόσωπο, όταν είδε την Ιέρεια Μασμάρλυ να τον πλησιάζει.
«Καλησπέρα, Μεγαλειότατε,» τον χαιρέτησε. «Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι οι υπόλοιπες ιέρειες κι εγώ θα φύγουμε με την αυγή· έτσι, ίσως να μην μπορέσουμε να σας δούμε. Ήρθα να σας αποχαιρετήσω και να ρωτήσω μήπως υπάρχει κάτι τελευταίο που θα επιθυμούσατε να μας πείτε, πριν από την αναχώρησή μας.»
«Μια ερώτηση θέλω μόνο να κάνω,» είπε ο Σίλγκερομ: «Πιστεύετε ότι, πραγματικά, η Νίθρα είναι Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς; Πιστεύετε ότι η Ιερά Μητριάρχης θα την υποστηρίξει;»
«Αντιλαμβάνομαι την ανησυχία σας, Βασιληά μου, αλλά είναι δύσκολο να απαντήσω με σαφή και απόλυτο τρόπο, καθότι κι η ίδια δεν είμαι σίγουρη,» αποκρίθηκε η Μασμάρλυ, κάνοντας πίσω, νευρικά, τα μακριά, μαύρα μαλλιά της.
Ο Σίλγκερομ αναστέναξε. «Τι πιστεύετε ρώτησα, Σεβασμιότατη, όχι αν είστε σίγουρη. Είναι η Νίθρα Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς;»
Η Μασμάρλυ ανασήκωσε τους ώμους. «Θα μπορούσε… Κοιτάξτε, Βασιληά μου, διαθέτει δυνάμεις, Χαρίσματα που κανένας δεν έχει ξαναδεί. Ποιος άλλος θα μπορούσε να της έχει προσφέρει αυτά τα Χαρίσματα, αν όχι η Μεγάλη Θεά;»
«Αποδεικνύει, όμως, ετούτο ότι είναι και Εκλεκτή της; Ίσως η Λιάμνερ Κρωθ να την προίκισε με όλα αυτά, αλλά η Νίθρα να ψεύδεται όταν λέει πως έχει ακούσει τη Θεά να της μιλάει. Επίσης, Σεβασμιότατη,» πρόσθεσε ο Σίλγκερομ, επιθυμώντας να σπείρει καχυποψία στη σκέψη της ιέρειας και, κατ’επέκταση, στη σκέψη ολάκερου του ιερατείου, «νομίζετε πως το γεγονός ότι η Νίθρα έχει κάποιες ανέγνωρες δυνάμεις την καθιστά και πάνω από κάθε άλλη ιέρεια; Πάνω ακόμα και από την Ιερά Μητριάρχη;»
«Ασφαλώς και όχι, Βασιληά μου!» είπε αμέσως η Μασμάρλυ.
Αλλά ο Σίλγκερομ συνέχισε: «Διότι, αν είναι Εκλεκτή, αν η ίδια η Μεγάλη Μητέρα την επέλεξε ανάμεσα σε όλους τους Ρουζβάνους για να κάνει το θέλημά της, τότε αυτό δε σημαίνει πως τη θεωρεί και ικανότερη από τους υπόλοιπους γηγενής της ηπείρου; Ικανότερη από κάθε ιερωμένη;»
«Βασιληά μου, υποθέτετε πολλά–»
«Απλώς αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να σημαίνει η εμφάνιση της Νίθρα επί της Λιάμνερ-Κρωθ, Σεβασμιότατη,» τόνισε ο Σίλγκερομ. «Διαφωνείτε ότι αυτό ίσως να είναι το θέλημα της Θεάς;»
«Δεν ξέρω,» αποκρίθηκε η Μασμάρλυ. «Γνωρίζω μόνο ό,τι είδαν τα μάτια μου, κι αυτό σας το είπα. Η φωνή της Νίθρα έριξε τις πύλες–»
«Ναι, δεν το ξέχασα. Ωστόσο, η μεγάλη δύναμη δε συνεπάγεται πάντοτε και μεγάλη σοφία, σωστά;»
«Σίγουρα, Βασιληά μου.»
«Εγώ θα είμαι πολύ επιφυλακτικός με τη Νίθρα,» δήλωσε ο Σίλγκερομ, στρεφόμενος στην ανατολή, αφήνοντας το βλέμμα του να χαθεί στον σκοτεινό ορίζοντα. «Γιατί δε θα μου φαινόταν παράξενο αν, τελικά, όλα τούτα δεν ήταν παρά ένα κόλπο, ώστε να παραγκωνίσει τις αληθινές ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ και να καθίσει η ίδια στο θρόνο τους.»
«Αυτό θα αποτελούσε μέγιστη ύβρη, Μεγαλειότατε!»
«Ναι, συμφωνώ απόλυτα…» Ο Σίλγκερομ εξακολουθούσε να κοιτάζει ανατολικά, έχοντας ακουμπήσει τους αγκώνες του στην πέτρινη κουπαστή.
Η Μασμάρλυ έμεινε, για λίγο, σιωπηλή· ύστερα είπε: «Σας καληνυχτίζω, Βασιληά μου· και σας αποχαιρετώ, σε περίπτωση που δε σας δούμε αύριο, προτού φύγουμε.»
«Καληνύχτα, Σεβασμιότατη,» αποκρίθηκε ο Σίλγκερομ, και είδε την ιέρεια να αποχωρεί, με την άκρια του ματιού του.
Νίθρα Ρίνκιλ, συλλογίστηκε, αγναντεύοντας πέρα, προς την κατεύθυνση της Έρλεν, η οποία βρισκόταν κάπου πίσω από τα σκοτάδια, και πίσω από τα δάση της Βόλγκρεν, στις ακτές της θάλασσας Νερεν’γκέρ, αναρωτιέμαι πώς να είναι το πρόσωπό σου… Πώς να είναι το πρόσωπο της «Εκλεκτής»…
Μια βροντή ακούστηκε, και ο Σίλγκερομ παρατήρησε ότι μαύρα σύννεφα είχαν συγκεντρωθεί στον ουρανό. Πήρε τους αγκώνες του από την πέτρινη κουπαστή και μπήκε στο παλάτι, πηγαίνοντας στο δωμάτιό του, καθώς άρχιζε να βρέχει.
Η Ερνάλυ ήταν καθισμένη μπροστά από τη φωτιά του τζακιού, διαβάζοντας ένα δερματόδετο βιβλίο. Μόλις τον είδε να περνά το κατώφλι, έκλεισε τον τόμο και είπε: «Υπέθεσα ότι θα ήθελες παρέα, Βασιληά μου.»
Ο Σίλγκερομ ζύγωσε, καθώς εκείνη σηκωνόταν από την καρέκλα. «Το μυαλό μου, Ερνάλυ, είναι τόσο μπερδεμένο που νομίζω ότι περιπλανιέμαι μέσα στην ομίχλη…» Η βροχή χτυπούσε στο τζάμι του παραθύρου, σαν να ήθελε να τονίσει τα λόγια του. «Πες μου τη γνώμη σου: πώς πρέπει να κινηθούμε τώρα; Πώς θα πάρουμε το Νούφρεκ;»
Η Ερνάλυ άφησε το βιβλίο επάνω στην πολυθρόνα. «Ύστερα από μια τόσο ταραγμένη ημέρα,» είπε, «δε νομίζω ότι θα ήταν συνετό να ταλαιπωρήσεις το νου σου κι άλλο. Ξάπλωσε,» πρότεινε, πιάνοντας το χέρι του και οδηγώντας τον προς το ανάκλιντρο· «θα σου τρίψω την πλάτη.»
Ο Σίλγκερομ γδύθηκε και ξάπλωσε. Τα δυνατά, επιδέξια δάχτυλά της άρχισαν να πιέζουν το δέρμα του και να κάνουν τους μύες του να χαλαρώνουν, ως δια μαγείας. Η Ερνάλυ είχε μάθει την τεχνική από κάποιον Νότιο Ρουζβάνο. Τον είχε αιχμαλωτίσει σε μια από τις συγκρούσεις στη Χρ’νταλ, κι εκείνος είχε παζαρέψει για την ελευθερία του, προσφέροντας ως αντάλλαγμα τις γνώσεις του. Δεν ήταν κάτοικος της Χρ’νταλ, είχε πει στην Ερνάλυ, αλλά ερχόταν από τη Θ’Νάβελ και τυχαία είχε βρεθεί μέσα στη συμπλοκή. Η τεχνική που είχε διδάξει στη Στρατηγό δε χρησίμευε μόνο για να χαλαρώνει τους μύες, όπως είχε εξηγήσει εκείνη στο Βασιληά, αλλά μπορούσε να φανεί χρήσιμη και στη μάχη. Δεν ήταν, ωστόσο, εύκολο να τη μάθει κανείς· η ίδια είχε κάνει ένα χρόνο για να τα καταφέρει, και δεν ήξερε παρά τα πολύ βασικά.
Μακάρι αυτή η τεχνική να μπορούσε να χαλαρώσει και το νου, ευχόταν τώρα ο Σίλγκερομ, καθώς οι σκέψεις του δεν έλεγαν να σταματήσουν. Στριφογύριζαν μέσα στο κεφάλι του, ζαλίζοντάς τον και γεμίζοντάς τον με απορίες, στις οποίες αδυνατούσε να δώσει απάντηση.
Ο Άλαντμιν γέλασε. «Έχεις άγχος,» είπε, κοιτάζοντας τη Νίθρα να βαδίζει μέσα στο καθιστικό, πηγαίνοντας μια απο δώ και μια απο κεί, με μια κούπα νερωμένο κρασί στο αριστερό χέρι. Καθώς περπατούσε, το νυχτικό της αναδευόταν γύρω από το σώμα της. Πού και πού, σήκωνε το άλλο της χέρι, για να παραμερίσει τα πορφυρά μαλλιά της· είχε περάσει πλέον ένα δεκαπενθήμερο από τότε που είχε τραυματιστεί ο ώμος της, και είχε βγάλει τον πάνινο βρόχο.
Σταμάτησε να βηματίζει και ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. «Δεν έχω άγχος.»
Ο Άλαντμιν, που ήταν μισοξαπλωμένος στο ανάκλιντρο, μειδίασε. «Έχεις.»
«Δεν έχω!»
«Έχεις.»
«Δεν έχω!» επέμεινε η Νίθρα, και μετά, γέλασε, καταλαβαίνοντας ότι κάνανε σαν παιδάκια… όχι πως αυτό δεν είχε πλάκα, έπρεπε να παραδεχτεί. Πλησίασε τον Άλαντμιν και κάθισε δίπλα του στο ανάκλιντρο. «Γιατί να έχω άγχος; Πέρασα τόσα και τόσα, για να καθίσω στο θρόνο· γιατί να έχω άγχος τώρα, στη στέψη μου;»
Ο Άλαντμιν πήρε την κούπα απ’το χέρι της και ήπιε. «Δεν ξέρω· εσύ πες μου…»
Η Νίθρα έσμιξε τα χείλη. «Μα, δεν έχω άγχος, έτσι κι αλλιώς– Εντάξει! ίσως να έχω. Λίγο. Και ούτε κι εγώ ξέρω γιατί. Είναι χαζό…»
«Φοβάσαι;»
Η Νίθρα συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη από την ερώτησή του. «Θα έπρεπε;»
«Μιλάω για τις ιέρειες-κυνηγούς,» εξήγησε ο Άλαντμιν. «Φοβάσαι ότι θα σου επιτεθούν κατά τη διάρκεια της στέψης;»
Η Νίθρα κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Και, γενικά, δεν είμαι τόσο σίγουρη όσο εσύ ότι προσπαθούν να με σκοτώσουν. Εκτός…» Σταμάτησε τα λόγια της και κοίταξε, ερευνητικά, το πρόσωπό του. Της έκρυβε κάτι; «Εκτός αν η Πάρνα σού ανέφερε τίποτα που θα έπρεπε να λάβω υπόψη μου…»
«Από τότε που άρχισε να παρακολουθεί το Ναό της Κυνηγού, έχει δει τις ιέρειες να μπαινοβγαίνουν τρεις φορές στην πόλη: μία έρχεται και μία φεύγει, σα ν’αλλάζουν βάρδιες.»
«Πόσες ημέρες τις παρακολουθεί; Έξι; εφτά;»
«Εφτά, με τη σημερινή. Και είναι παράξενο το γεγονός ότι, μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, έχουν κάνει τόσες μετακινήσεις.»
«Αυτό δε σημαίνει ότι θέλουν να με σκοτώσουν.»
«Το σίγουρο είναι,» είπε ο Άλαντμιν, «ότι θέλουν να σκοτώσουν κάποιον που βρίσκεται στο παλάτι, γιατί εδώ κοντά τριγυρίζουν περισσότερο. Και ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα μ’αυτές, έτσι;»
Η Νίθρα σήκωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Δεν μπορείς να τις συλλάβεις, ούτε να τις σκοτώσεις, χωρίς να προκαλέσεις αφάνταστες αντιδράσεις από όλο το ιερατείο της Λιάμνερ Κρωθ.»
«Δολοφόνοι εκ του ασφαλούς…» σχολίασε η Νίθρα, παίρνοντας την κούπα από τον Άλαντμιν και πίνοντας κρασί.
«Ακριβώς.»
«Στο παλάτι, πάντως, μένουν πάρα πολλοί άνθρωποι· πώς είσαι τόσο βέβαιος ότι εγώ είμαι ο στόχος τους;»
«Ποιος άλλος να είναι, Νίθρα;»
Ανασήκωσε τους ώμους της, δίχως να μιλήσει.
Ο Άλαντμιν πήρε την κούπα και ήπιε. Το κρασί είχε σχεδόν τελειώσει· άλλη μια γουλιά έμενε.
«Εντάξει,» είπε, τελικά, η Νίθρα, «ας πούμε ότι θέλουν να με σκοτώσουν. Γιατί;»
«Η Αρχιέρεια τούς το ζήτησε.» Ο Άλαντμιν ήπιε την τελευταία γουλιά κρασιού και άφησε την κούπα στο χαλί.
«Το ξέρεις αυτό, ή το υποθέτεις;»
«Το υποθέτω, και θεωρώ την υπόθεσή μου λογική. Δεν έπρεπε να τις είχες εξαγριώσει έτσι, εκείνη τη νύχτα.»
Η Νίθρα αχνομειδίασε. Ακόμα θυμόταν τις εκφράσεις στα πρόσωπα των ιερειών, και προπάντων την έκφραση στο πρόσωπο της Αρχιέρειας Σαρφιάνα. «Ίσως,» παραδέχτηκε. «Αλλά όφειλα, κάπως, να εδραιώσω την εξουσία μου, και είχα δύο επιλογές, Άλαντμιν: ή θα άφηνα το ιερατείο να με ελέγχει ή θα επέβαλα τη δική μου κυριαρχία, ως Εκλεκτή της Θεάς.»
«Μπορούσες να το κάνεις και πιο διακριτικά.»
Η Νίθρα κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορούσα. Το ξέρεις ότι θεωρείται αμάρτημα να χρησιμοποιήσεις Πειθώ επάνω στις ιέρειες.»
«Και τα άλλα που τους έκανες δε θεωρούνται αμαρτήματα;»
«Τα άλλα μου Χαρίσματα είναι πρωτόγνωρα, θεόσταλτα· δεν τα έχει χρησιμοποιήσει κανένας άλλος μέχρι στιγμής. Και ήταν ο μόνος τρόπος για να τους αποδείξω ότι, πράγματι, είμαι Εκλεκτή της Λιάμνερ Κρωθ.»
«Τέλος πάντων…»
«Διαφωνείς.» Δεν ήταν ερώτηση.
«Διαφωνώ,» είπε ο Άλαντμιν.
«Ίσως νάχεις κάποιο δίκιο,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Αλλά ό,τι έγινε έγινε. Δεν ξεγίνεται.»
Ο Άλαντμιν ένευσε.
«Πιστεύεις, λοιπόν, ότι θα πρέπει να έχω καλή φρούρηση στην τελετή της στέψης μου;»
«Αναμφίβολα, και όχι μόνο για τις ιέρειες-κυνηγούς. Υπάρχουν κι άλλοι που σε θέλουν νεκρή, και η αναστάτωση θα τους διευκολύνει. Ολόκληρη περιφορά θα κάνεις· μπορεί να σ’την έχουν στήσει οπουδήποτε.»
«Εγώ φοβάμαι περισσότερο το Ναό,» δήλωσε η Νίθρα. «Εκεί μέσα απαγορεύονται οι φρουροί· ο μονάρχης μπαίνει μόνος του. Και ούτε οι κατάσκοποί σου, υποθέτω, έχουν πρόσβαση…»
«Ναι, δεν έχουν πρόσβαση,» είπε ο Άλαντμιν. «Αλλά δε νομίζω ότι θα επιχειρήσουν να σε σκοτώσουν μες στο Ναό της Προστάτιδας-Θεάς, Νίθρα. Το σκάνδαλο θα ήταν τεράστιο. Αίμα στο εσωτερικό του Ιερού Οίκου της Λιάμνερ Κρωθ; Τι θα έλεγε τούτο για τις ιέρειες; Ότι δεν μπορούν να περιφρουρήσουν αποτελεσματικά το χώρο τους; Ότι σχεδιάζουν φόνους εκεί μέσα;»
«Και πού θεωρείς πιο πιθανό να προσπαθήσουν να με δολοφονήσουν;»
«Όταν θα κάνεις το γύρο της αγοράς. Εκεί μπορούν να κρυφτούν πάνω σε στέγες, μέσα σε σοκάκια, πίσω από παράθυρα…»
«Θα φροντίσεις να έχει γίνει ο κατάλληλος έλεγχος, όμως· σωστά;»
Ο Άλαντμιν ένευσε. «Ασφαλώς, αλλά έχε κι εσύ το νου σου. Η Ματιά σου ίσως να δει κάτι που μου έχει ξεφύγει.»
«Πάλι τα ίδια…» μουρμούρισε η Νίθρα, ενθυμούμενη τους Λεπιδοφόρους Γέρακες να την κυνηγάνε στην Ήανβαν, και μετά στην Άζλεντεν, και μετά στα δάση της Βόλγκρεν, στα λημέρια των Λυκολατρών… Αλήθεια, δε θα πρέπει να τους έχω κι αυτούς υπόψη μου; αναρωτήθηκε. Επειδή κατάφερα να τους διώξω μία φορά, τούτο δε σημαίνει πως δε θα ξανάρθουν. Αλλά, αν σκόπευαν να ξανάρθουν, ο Φανλαγκόθ δε θα την ειδοποιούσε; Δε θα της έδινε πάλι τα ονόματα των νεκραδελφών τους, ώστε εκείνη να τους ξαποστείλει;
Ο Ράζλερ, βέβαια, ήταν σιωπηλός τον τελευταίο καιρό– Τον τελευταίο καιρό; Όχι μόνο. Για την ακρίβεια, είχε να της μιλήσει πριν από την πολιορκία της Έρλεν. Ή, όχι· πριν από την κατάληψη της Βόλγκρεν. Τελευταία φορά που είχε επικοινωνήσει μαζί της πρέπει να ήταν τότε που της έδωσε τα ονόματα των νεκραδελφών των Λεπιδοφόρων Γεράκων…
Την είχε εγκαταλείψει;
Τέλος πάντων, δεν τον χρειαζόταν κιόλας. Τα κατάφερνε μια χαρά και μόνη της. Εκτός, φυσικά, κι αν οι νεκρενοικημένοι φονιάδες σχεδίαζαν να ξανάρθουν…
«Τι σ’απασχολεί, Νίθρα;» Η φωνή του Άλαντμιν διέκοψε τους συλλογισμούς της.
«Τίποτα, τίποτα…» αποκρίθηκε, δαγκώνοντας το κάτω της χείλος. Αλλά, μετά, είπε: «Οι Λεπιδοφόροι Γέρακες.»
Ο Άλαντμιν συνοφρυώθηκε. «Πιστεύεις ότι είναι εδώ;»
«Δεν ξέρω· ο Φανλαγκόθ δε μου έχει πει κάτι. Πάντως, δεν μπορώ παρά ν’αναρωτιέμαι…»
«Κανένας δε θα σε πλησιάσει στην τελετή στέψης,» τόνισε ο Άλαντμιν. «Θα το φροντίσω αυτό.»
«Ξεχνάς πόσο καλοί είναι οι νεκρενοικημένοι δολοφόνοι. Όταν θέλουν να φτάσουν έναν στόχο, τον φτάνουν.»
«Δεν πιστεύω στα θαύματα. Ό,τι συμβαίνει στην Έρλεν το μαθαίνω, Νίθρα.»
Θα το ανακαλύψουμε αυτό, αύριο, σκέφτηκε εκείνη. Το άγχος της για την τελετή της στέψης είχε μόλις μεγαλώσει. Κακώς, είπε στον εαυτό της. Κακώς ανησυχείς. Ο Άλαντμιν έχει δίκιο: τόσοι άνθρωποι θα σε φρουρούνε, και έχεις και τη Ματιά· τίποτα δε θα μπορεί να σ’αγγίξει.
Σηκώθηκε από την άκρη του ανακλίντρου και βημάτισε, άσκοπα, μέσα στο καθιστικό. Δε θέλω ν’ανησυχώ γι’αυτές τις αηδίες συνέχεια, που να πάρει ο Λύκος! Δε θέλω συνέχεια να φοβάμαι ότι κάποιος μπορεί να σχεδιάζει να με δολοφονήσει! Κάτι πρέπει να κάνω για να φέρω σε ισορροπία το Βασίλειό μου.
Μετά, όμως, αναρωτήθηκε μήπως το να είσαι Βασίλισσα σημαίνει ότι, υποχρεωτικά, πρέπει συνέχεια ν’ανησυχείς για το αν κάποιος σχεδιάζει να σε δολοφονήσει…
«Μη σκέφτεσαι άλλο,» της είπε ο Άλαντμιν. «Κοιμήσου, για να είσαι φρέσκια αύριο.»
Η Νίθρα αποφάσισε ότι αυτό ήταν το καλύτερο που είχε να κάνει, για την ώρα.
*
Η Τελετή της Στέψης ήταν πνιγμένη σε παλιά έθιμα. Ο αιτών μονάρχης (όπως ονομαζόταν, εθιμοτυπικά, το προς στέψη πρόσωπο) όφειλε να είναι ντυμένος μ’έναν μακρύ χιτώνα ή φόρεμα, λευκό και μεταξωτό, που είχε κεντημένο, με χρυσή κλωστή, το Σημείο της Θεάς στο στήθος και στην πλάτη: έναν κύκλο με μια βούλα στο κέντρο. Τα παπούτσια του αιτούντος μονάρχη έπρεπε να είναι απλά και μαύρα, ενώ απαγορευόταν να φορά κοσμήματα, και τα μαλλιά του όφειλαν να είναι λυτά. Διότι μονάχα ταπεινά μπορούσε κανείς να πλησιάσει τη Λιάμνερ Κρωθ και τις ιέρειές της.
Η Νίθρα ντύθηκε ανάλογα και, με τη συνοδεία υπηρετών και στρατιωτών της καινούργιας Βασιλικής Φρουράς, βγήκε απ’το παλάτι, καθισμένη σ’ένα ψηλό, μαύρο άλογο. Οι κεντρικές οδοί της πρωτεύουσας ήταν άδειες από κόσμο, και σιωπηλές. Κανείς δεν έκανε φασαρία· απαγορευόταν. Σύμφωνα με το έθιμο, ο αιτών μονάρχης πήγαινε βουβός στο Ναό και στη Θεά, και όλοι έπρεπε να είναι επίσης βουβοί, ωσάν αβέβαιοι για την ετυμηγορία του ιερατείου. Σε παλιότερα χρόνια, αυτό δεν ήταν προσποιητό: πραγματικά, το ιερατείο είχε τέτοια δύναμη· μπορούσε να μη δεχτεί τον αιτούντα μονάρχη, αλλά να τον διώξει από το Ναό, αρνούμενο να του προσφέρει την εξουσία. Σε μετέπειτα εποχές, όμως, τούτο είχε πάψει να υφίσταται, με σιωπηλή συμφωνία ανάμεσα στις ιέρειες και στους διοικούντες, καθότι μπορούσε να προκαλέσει τρομερές κοινωνικοπολιτικές αναταραχές στο Βασίλειο. Έτσι, τώρα όλοι ήξεραν ότι το ιερατείο θα αναγνώριζε σίγουρα τον αιτούντα μονάρχη· ωστόσο, το έθιμο ήταν έθιμο, και το τηρούσαν.
Καθώς όδευε προς το Ναό, μαζί με τη συνοδεία της, η Νίθρα έβλεπε τους πολίτες της Έρλεν να την κοιτάζουν από παράθυρα, μπαλκόνια, πόρτες, και παράπλευρους δρόμους. Τα πρόσωπα των περισσότερων χαμογελούσαν και τα μάτια τους γυάλιζαν, γιατί η στέψη ήταν ένα γεγονός που όλοι απολάμβαναν και που δεν το έβλεπαν κάθε μέρα· στοίχημα ήταν αν κάποιος έβλεπε πάνω από δύο ή τρεις στέψεις στη ζωή του. Πάντως, κανένας δε μιλούσε· κανένας δεν έβγαζε άχνα. Σιγαλιά παντού, εκτός από τα βήματα των συνοδών της Νίθρα κι εκτός από τα βήματα των αλόγων τους.
…Σιγαλιά…
Τόσο εκκωφαντική σιγαλιά.
Η Νίθρα την αισθανόταν να πιέζει την ψυχή της, ενώ ο ανήλιαγος ουρανός απλωνόταν εφιαλτικός από πάνω της. Το φως που εξέπεμπε ερχόταν διάχυτο, αλλά πάντοτε από μία και μόνο γωνία, κάνοντας τους ανθρώπους, τα ζώα, και τα αντικείμενα να ρίχνουν τις ίδιες, μεσημεριανές σκιές, είτε ήταν πρωί, είτε μεσημέρι, είτε δειλινό.
…Κι εγώ πηγαίνω στο Ναό, για να με χρίσουν οι ιέρειες, επισήμως, Βασίλισσα του Νούφρεκ…
Ένιωσε το σώμα της να τρέμει, ακούσια, για μια στιγμή. Τι φοβάμαι; Δεν υπάρχει περίπτωση να τολμήσουν να μου αρνηθούν την εξουσία. Όλοι το γνωρίζουν αυτό.
Καθώς πλησίαζε το Ναό, τα μάτια της δεν ήταν στραμμένα σ’αυτόν, αλλά στα τριγυρινά οικοδομήματα, ψάχνοντας με τη Ματιά, μήπως κάποιος βρισκόταν σκαρφαλωμένος εκεί, σημαδεύοντάς την. Όμως δεν είδε κανέναν επίδοξο δολοφόνο· το μέρος έμοιαζε ασφαλές. Και η Χρυσοδάκτυλη, που ίππευε πλάι της, έδειχνε ήρεμη· το Προαίσθημα δεν την ειδοποιούσε για κακό.
Η συνοδεία σταμάτησε μπροστά από το Ναό της Προστάτιδας Θεάς, και η Νίθρα αφίππευσε και πέρασε την πύλη του περιβόλου, ενώ ένα αεράκι είχε σηκωθεί, κάνοντας τα πορφυρά της μαλλιά ν’ανεμίζουν πάνω απ’τους ώμους της. Οι φρουροί και οι υπηρέτες της είχαν μείνει πίσω, ασφαλώς, πράγμα που την έκανε να αισθάνεται εκτεθειμένη. Έδιωξε το συναίσθημα. Είμαι η Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς, σκέφτηκε, σαν να προσπαθούσε να κάνει ακόμα και τον εαυτό της να τον πιστέψει.
Δύο ιέρειες τη συνάντησαν, σιωπηλά, και τη συνόδεψαν στο εσωτερικό του Ναού, δίχως υποκλίσεις ή οποιονδήποτε άλλο χαιρετισμό· η Νίθρα ήταν τώρα, σύμφωνα με το έθιμο, αιτούσα μονάρχης, όχι ακόμα Βασίλισσα του Νούφρεκ. Καθώς οι ιερωμένες την οδηγούσαν, εκείνη συνειδητοποίησε ότι ήξερε πού την πήγαιναν· είχε ξανάρθει εδώ. Με πάνε στην αίθουσα που είχα βρεθεί και την άλλη φορά, όταν μίλησα με την Αρχιέρεια. Αυτή την τεράστια αίθουσα, που σ’έκανε να πιστεύεις τον εαυτό σου τόσο μικρό κι ασήμαντο, ενώ οι ιέρειες κάθονταν σε υπερυψωμένες θέσεις.
Οι συνοδοί της Νίθρα τη σταμάτησαν μπροστά από την κλειστή μεγάλη, δίφυλλη πόρτα, εκατέρωθεν της οποίας στέκονταν, ανέκφραστα, δύο Ιερές Αναζητήτριες.
«Αφαίρεσε την ενδυμασία σου,» πρόσταξε η μία ιέρεια.
Η Νίθρα βλεφάρισε. Η ιερωμένη που είχε έρθει στο παλάτι, για να της πει πώς όφειλε να ετοιμαστεί για την τελετή, δεν της είχε αναφέρει τίποτα τέτοιο. Άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει, αλλά αμέσως το έκλεισε, γιατί θυμήθηκε κάτι άλλο που της είχε πει η ιερωμένη: «Ό,τι κι αν σε προστάξουν, οφείλεις να υπακούσεις, δίχως ερωτήσεις. Αυτός είναι ο Νόμος της Θεάς. Ο αιτών μονάρχης είναι σιωπηλός και υπάκουος, ώσπου να στεφθεί.»
Η Νίθρα έπιασε το φόρεμά της από τις άκριες και το τράβηξε πάνω απ’το κεφάλι της, αφήνοντάς το να πέσει στο πάτωμα. Ύστερα, έβγαλε τα απλά, δερμάτινά της παπούτσια. Ήταν γυμνή τώρα· ούτε ρούχα ούτε κόσμημα δεν υπήρχαν επάνω της.
Οι Ιερές Αναζητήτριες άνοιξαν τη δίφυλλη θύρα, και η Νίθρα είδε τη μακριά αίθουσα να παρουσιάζεται εμπρός της, γεμάτη με ιέρειες, καθισμένες δεξιά κι αριστερά, σε υπερυψωμένες θέσεις, ενώ η Αρχιέρεια Σαρφιάνα βρισκόταν στο θρόνο της, στο πέρας του δωματίου. Στα γόνατά της ήταν το Στέμμα του Νούφρεκ, το οποίο της είχε δοθεί χτες το μεσημέρι, για καθαγιασμό, όπως υποδείκνυε το έθιμο.
Ένα ρίγος διαπέρασε τη Νίθρα, πατόκορφα, καθώς δεκάδες μάτια είχαν στραφεί επάνω στο γυμνό της σώμα· και, για μια στιγμή, ήθελε να γυρίσει και να φύγει, τρέχοντας. Προχώρησε, όμως, περνώντας το κατώφλι, πατώντας σταθερά στα πόδια της.
Η δίφυλλη πόρτα έκλεισε, με θόρυβο.
Η Νίθρα κράτησε το βλέμμα της επικεντρωμένο στη Σαρφιάνα, στο τέλος της αίθουσας, αν και, με τις άκριες των ματιών της, μπορούσε να δει και τις υπόλοιπες ιέρειες, δεξιά κι αριστερά. Καμια τους δε μιλούσε, ούτε καν η Αρχιέρεια… και η Νίθρα περίμενε, βέβαιη πως το έκαναν επίτηδες. Στο μυαλό της ήρθαν διάφορες φήμες, ότι οι ιέρειες συνευρίσκονταν με ορισμένους βασιληάδες του Νούφρεκ, κατά τη στέψη… ή ακόμα και με βασίλισσες, κάποιες φορές. Αναμφίβολα, δεν ίσχυαν αυτά τα πράγματα, αλλά η Νίθρα μπορούσε να καταλάβει από πού εκπήγαζαν.
«Πλησίασε, τέκνον μου,» είπε, τελικά, η Αρχιέρεια, καθώς σηκωνόταν από το θρόνο, κρατώντας στα χέρια της το στέμμα.
Η Νίθρα βάδισε προς το μέρος της Σαρφιάνα, κοιτάζοντας, με τη Ματιά, το πρόσωπό της. Δες πώς με ατενίζει… Με μισεί. Με μισεί θανάσιμα. Θα προτιμούσε να περάσει μια αλυσίδα στο λαιμό μου και να με πνίξει, αντί ν’αποθέσει μια κορόνα στο κεφάλι μου.
Η Νίθρα βημάτιζε, σταθερά και χωρίς βιασύνη προς τον υπερυψωμένο θρόνο. Σκόνταψε, της έλεγαν τα σκληρά μάτια της Σαρφιάνα. Σκόνταψε και ντροπιάσου μπροστά μας. Σκόνταψε και σπάσε το κεφάλι σου!
Η Νίθρα μειδίασε, αχνά: ένα λεπτό, χλευαστικό μειδίαμα, μόνο για την Αρχιέρεια, το οποίο της αποκρινόταν ότι μπορούσε να πάει να πνιγεί στη θάλασσα Νερεν’γκέρ, ή να πηδηχτεί με τον Λύκο.
«Γονάτισε, τέκνον μου,» είπε η Σαρφιάνα, ήρεμα, παρά το μίσος που καθρεπτιζόταν στην όψη της.
«Αν σου ζητηθεί να γονατίσεις,» είχε πει στη Νίθρα η ιέρεια που της είχε εξηγήσει τι έπρεπε να φορέσει και πώς έπρεπε να φερθεί, «οφείλεις να το κάνεις και με τα δύο γόνατα.» Έτσι τώρα, καθώς εκείνη βρισκόταν πλέον κάτω από το θρόνο της Αρχιέρειας, λύγισε και τα δύο γόνατα και γονάτισε, ακουμπώντας τα χέρια της επάνω τους και σκύβοντας το κεφάλι. Δεν μπορούσε πια να δει την όψη της Σαρφιάνα, αλλά ήταν βέβαιη πως η ιερωμένη απολάμβανε ετούτη τη στιγμή έκδηλης εξουσίας επί της Βασίλισσας του Νούφρεκ.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια του θρόνου της και στάθηκε μπροστά στη Νίθρα.
«Αν η Αρχιέρεια ζυγώσει και σταθεί μπροστά σου, οφείλεις να σκύψεις και να φιλήσεις τα πόδια της.»
Η Νίθρα έκανε όπως της είχαν πει να κάνει.
«Πώς ονομάζεσαι, τέκνον μου;» ρώτησε η Σαρφιάνα.
«Νίθρα Ρίνκιλ, Σεβάσμια Μητέρα,» αποκρίθηκε, με σταθερή και δυνατή φωνή. Δε σε φοβάμαι, Σαρφιάνα. Και δε νομίζω ότι αυτός είναι ο κατάλληλος τρόπος για να συμπεριφέρονται οι ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ σε μια Εκλεκτή. Αλλά θα το παραβλέψω, για τώρα…
«Προσέρχεσαι αιτώντας το Στέμμα από την Θεά;»
«Μάλιστα, Σεβάσμια Μητέρα.»
«Τι φρονείς ότι σε καθιστά άξια και δικαιωματική ενώπιον της Μεγάλης Μητέρας;»
Πώς τολμάς, θλιβερή σκύλα; Είναι κι αυτό μέρος της τελετής, ή δική σου προσθήκη; Είμαι η Εκλεκτή της! «Το βασιλικό αίμα που κυλά στις φλέβες μου, και η φωνή της Θεάς που αντηχεί στ’αφτιά μου, Σεβάσμια Μητέρα.»
Μουρμουρητά ακούστηκαν δεξιά κι αριστερά της Νίθρα, από τις θέσεις όπου κάθονταν οι ιέρειες, κι εκείνη αισθάνθηκε ένα λόγχισμα δικαίωσης να περνά από μέσα της. Νόμιζε, λοιπόν, η Σαρφιάνα ότι θα την κρατούσε εδώ καμια ώρα, ρωτώντας την βλακείες; Η Νίθρα θα την έκανε να μη θέλει να τη ρωτήσει τίποτε άλλο!
«Η κρίση σου φαίνεται ορθή εις την Μεγάλη Μητέρα,» είπε η Αρχιέρεια, διαδικαστικά· ο τόνος της φωνής της έδινε στη Νίθρα την εντύπωση ότι, όντως, ήθελε τώρα να ξεμπερδεύει. «Εν ονόματι της Ζωοδότειρας Λιάμνερ Κρωθ, εγώ, η Αρχιέρεια Σαρφιάνα, στέφω σε, Νίθρα Ρίνκιλ, Βασίλισσα του Νούφρεκ!» Και απόθεσε το στέμμα στο πορφυρό της κεφάλι. «Σήκω, Μεγαλειοτάτη.»
Η Νίθρα ορθώθηκε, αντικρίζοντας τη Σαρφιάνα καταπρόσωπο. Το μίσος εξακολουθούσε να υπάρχει στα μάτια της.
Οι ιέρειες κατέβηκαν από τα ψηλά τους καθίσματα και πλησίασαν. Τρεις απ’αυτές κουβαλούσαν ενδύματα, και η Νίθρα άπλωσε τα χέρια της, αφήνοντάς τες να τη ντύσουν. Της φόρεσαν ένα μακρύ, κατακόκκινο φόρεμα, με χρυσά κρόσσια και σιρίτια· τύλιξαν μια πάνινη, μενεξεδιά ζώνη γύρω από τη μέση της και την έπιασαν με μια ολόχρυση καρφίτσα, λαξεμένη σαν το πρόσωπο της Θεάς, με μικρά ρουμπίνια για μάτια· στα πόδια της έδεσαν μαύρα σανδάλια, από τόσο μαλακό και λείο δέρμα που η Νίθρα το αισθανόταν σαν χάδι επάνω της· στους ώμους της έριξαν έναν βαθυγάλαζο μανδύα σαν τον νυχτερινό ουρανό, με αργυρά άστρα κεντημένα στο μετάξι του· στο λαιμό της πέρασαν ένα πολύτιμο περιδέραιο και στα χέρια της βραχιόλια και δαχτυλίδια· στ’αφτιά της κρέμασαν σκουλαρίκια. Και, καθώς γίνονταν αυτά, μια άλλη ιέρεια έμπλεκε τη μακριά, πορφυρή κόμη της Νίθρα σε πολλές, περίτεχνες πλεξούδες, που ενώνονταν σε μία, μεγάλη και πλατιά.
Τα μάτια της Σαρφιάνα ατένιζαν συνεχώς τη νεόχριστη Βασίλισσα, δίχως να φεύγουν ούτε στιγμή από πάνω της, και εκείνη της επέστρεφε το βλέμμα, λες κι επρόκειτο για μονομαχία ψυχής και πνεύματος.
Όταν το ντύσιμο τελείωσε, η Αρχιέρεια ύψωσε το χέρι της και είπε: «Οι ευλογίες της Θεάς μαζί σου, κόρη μου.»
Η Νίθρα φίλησε το δαχτυλίδι της Σαρφιάνα, αποκρινόμενη: «Ευχαριστώ, Σεβάσμια Μητέρα.»
*
Η Βασίλισσα του Νούφρεκ βγήκε, στεμμένη, από τον Ναό της Προστάτιδας Θεάς. Οι άνθρωποι της συνοδείας της, που περίμεναν απέξω, ύψωσαν τις γροθιές τους, φωνάζοντας: «Ζήτω η Βασίλισσα Νίθρα! Ζήτω η Βασίλισσα Νίθρα!» Και, συγχρόνως, οι πολίτες τριγύρω άρχισαν να πανηγυρίζουν, ενθουσιωδώς.
Σάλπιγγες ήχησαν.
Η Νίθρα ανέβηκε στο μαύρο της άλογο, και η περιφορά της στην πόλη ξεκίνησε. Οι σιωπηλοί δρόμοι είχαν τώρα γεμίσει ζωή, φωνές, κραυγές, αλαλαγμούς, χτυπήματα, και φασαρία. Ο κόσμος έραινε με ποικιλόχρωμα άνθη τη Βασίλισσα, όταν εκείνη περνούσε κάτω από μπαλκόνια και παράθυρα. Η Νίθρα έπιασε μερικά και τα έβαλε στα μαλλιά και στη λαιμόκοψη του φορέματός της, φωνάζοντας «Ευχαριστώ! Ευχαριστώ!» ενώ χαιρετούσε τον κόσμο, υψώνοντας μια το δεξί της χέρι μια το αριστερό, και χαμογελώντας. «Ευχαριστώ! Η Θεά να είναι μαζί σας! Η Θεά να σας φυλά!»
Πρόσεχε, ανόητη, την προειδοποίησε το υποσυνείδητό της. Πρόσεχε. Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να σε τοξέψουν. Και πλησιάζεις και την αγορά…
Η Νίθρα συνέχισε να χαιρετά τον κόσμο, αλλά, συγχρόνως, χρησιμοποίησε τη Ματιά της, ψάχνοντας πάνω σε στέγες και μπαλκόνια, πίσω από πόρτες και παράθυρα, μέσα σε σκιερά σοκάκια και οικοδομήματα… αναζητώντας κάποιον με τεντωμένο τόξο ή οπλισμένη βαλλίστρα, που να τη σημαδεύει. Μα δε βρήκε κανέναν.
Το πλακόστρωτο των οδών της Έρλεν είχε σχεδόν κρυφτεί πλέον από τα άνθη που πετούσε ο κόσμος, και η συνοδεία της Νίθρα πατούσε επάνω τους, σαν να επρόκειτο για ένα ατελείωτο χαλί, ενώ η βροχή λουλουδιών δεν έπαυε.
«Ευχαριστώ! Η Θεά να σας ευλογεί! Ευχαριστώ!»
Η συνοδεία μπήκε στην αγορά και ξεκίνησε να κάνει το γύρο. Η Νίθρα τσιτώθηκε, επικεντρώνοντας όλες της τις δυνάμεις στη Ματιά, χωρίς όμως να θέλει να δείξει στο λαό της ότι τον αγνοούσε· εξακολουθούσε να χαιρετά και να φωνάζει και να χαμογελά. Τα μαλλιά, το φόρεμά της, και ο μανδύα της είχαν γεμίσει με άνθη.
«Ευχαριστώ! Ευχαριστώ πολύ! Σας αγαπώ!»
Η συνοδεία πέρασε από τη νότια μεριά της αγοράς και έστριψε, συνεχίζοντας τον κύκλο και διασχίζοντας τώρα την ανατολική μεριά. Η Νίθρα νόμιζε ότι εδώ η βροχή λουλουδιών είχε δυναμώσει.
«Βασίλισσα Νίθρα!» άκουγε τον κόσμο να φωνάζει. «Βασίλισσα Νίθρα! Βασίλισσα Νίθρα!»
Ύψωσε και τα δύο της χέρια, χαιρετώντας τους όλους.
Η Ματιά της δεν είχε, όμως, πάψει να ερευνά τα πάντα…
…και πρόσεξε έναν άντρα να σηκώνει μια βαριά πέτρα και να την εκσφενδονίζει καταπάνω της.
Η Νίθρα έσκυψε, αγκαλιάζοντας το λαιμό του αλόγου της. Η πέτρα σφύριξε πάνω απ’το κεφάλι της, αλλά δεν την πέτυχε.
Μερικοί στρατιώτες κυνήγησαν τον άντρα, που είχε λιθοβολήσει τη Βασίλισσά. Εκείνος έτρεξε, προσπαθώντας να τους ξεφύγει μέσα στην αγορά, αλλά τον περικύκλωσαν, τον έβαλαν κάτω, κι άρχισαν να τον ξυλοκοπούν, με τα πέρατα των δοράτων τους και με κλοτσιές.
«Όχι!» φώναξε η Νίθρα, πλησιάζοντας έφιππη. «Σταματήστε! Σταματήστε! Αφήστε τον να σηκωθεί.»
Οι στρατιώτες υπάκουσαν, παραμερίζοντας κι επιτρέποντας στον άντρα να πάρει γονατιστή θέση· ήταν πολύ ζαλισμένος για να ορθωθεί. Στο πρόσωπό του υπήρχε αίμα, και είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται μώλωπες.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε η Νίθρα.
Ο άντρας δεν τολμούσε να την κοιτάξει κατάματα. «Κάναμορ λέγομαι… Σε παρακαλώ, Βασίλισσά μου, σκότωσέ με γρήγορα.»
Η Νίθρα τον κοίταξε, ερευνητικά. Δεν ήταν μικρός σε ηλικία· πρέπει να ήταν, τουλάχιστον, τριάντα· τριάντα-πέντε, μάλλον, ή τριάντα-έξι. Μεγάλος άνθρωπος. Και δεν έμοιαζε με δολοφόνο. Σίγουρα, όποιος την ήθελε νεκρή δε θα έστελνε έναν απλό πολίτη να τη λιθοβολήσει.
«Γιατί μου πέταξες την πέτρα, Κάναμορ;»
«Οι αδελφές μου είναι νεκρές εξαιτίας σου!» αποκρίθηκε ο άντρας, και το χτυπημένο του πρόσωπο σφίχτηκε, τα δόντια του έτριξαν, μερικά δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά του. «Ήταν κι οι δύο στο στρατό.»
«Μικρότερες από εσένα;»
«Ναι… Αλλά τελείωνε μαζί μου γρήγορα!»
Νομίζει ότι θα τον σκοτώσω. «Έχεις παιδιά;»
«Ναι.»
«Πόσα;»
«Δύο αγόρια κι ένα κορίτσι.»
«Τι δουλειά κάνεις;»
«Επιπλοποιός είμαι, Βασίλισσά μου.»
«Λυπάμαι για τις αδελφές σου, Κάναμορ,» είπε η Νίθρα. «Και σε διαβεβαιώνω πως εσύ και η οικογένειά σου θα αποζημιωθείτε από το παλάτι. Το ξέρω ότι το ασήμι δε φέρνει πίσω τους νεκρούς, αλλά φοβάμαι πως αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω για να επανορθώσω.»
Ο άντρας την κοιτούσε με δυσπιστία και μάτια γουρλωμένα. Έμοιαζε να έχει χάσει τα λόγια του.
Οι στρατιώτες της φαίνονταν το ίδιο έκπληκτοι. Ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη, όμως, αντάλλαξαν ένα βλέμμα, υπομειδιώντας.
Η Νίθρα έστρεψε το άλογό της, και η συνοδεία συνέχισε να κάνει τον κύκλο της αγοράς. Η βροχή λουλουδιών και οι ζητωκραυγές, που είχαν για λίγο πάψει, ξανάρχισαν, εντονότερα από πριν. Ο λαός έδειχνε να λατρεύει τη νέα του Βασίλισσα. Αλλά η Νίθρα αναρωτιόταν πόσοι άνθρωποι υπήρχαν ακόμα οι οποίοι έκαναν παρόμοιες σκέψεις με τον Κάναμορ, όμως δεν είχαν τη γενναιότητα να τη λιθοβολήσουν… Θα φροντίσω να αποζημιωθούν όλοι όσοι έχασαν δικούς τους στην πολιορκία της Έρλεν. Θα τους αποδείξω ότι ενδιαφέρομαι γι’αυτούς. Ήθελε να γίνει καλή βασίλισσα, που νοιάζεται για το λαό της, και ήλπιζε να το πετύχει, ενώ καταλάβαινε πόσο δύσκολο ήταν… πόσο δύσκολο ήταν να τους κρατάς όλους ευχαριστημένους.
Η συνοδεία της έστριψε κι άρχισε να διασχίζει τη βόρεια μεριά της αγοράς, ενώ ο κόσμος την έραινε με άνθη. Η Ματιά της Νίθρα έψαχνε για δολοφόνους, ενώ τα χέρια της χαιρετούσαν τους πολίτες της Έρλεν και τα χείλη της φώναζαν: «Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ! Η Θεά να σας ευλογεί!» και, κάπου-κάπου, έστελνε φιλιά στη πλήθος.
Η συνοδεία ολοκλήρωσε τον κύκλο της αγοράς και πήρε το μεγάλο δρόμο που οδηγούσε στην Πύλη του Αετού… το δρόμο όπου χάος επικρατούσε. Χάος από άνθη και ζητωκραυγές. Η ένταση ήταν τέτοια που η Νίθρα νόμιζε ότι η απειλητική, αρχετοπική σιγαλιά που είχε πλακώσει την Κουαλανάρα θα θρυμματιζόταν σαν καθρέφτης, και οι φωνές του κόσμου θα έκαναν τον ήλιο να εμφανιστεί πάλι στον ουρανό και να λάμψει όπως δεν είχε λάμψει ποτέ.
Πέρασε κάτω από την αψίδα της Πύλης του Αετού, ενώ σάλπιγγες ανήγγειλαν τον ερχομό της. Το παλάτι δεν ήταν μακριά, και η πύλη του κήπου άνοιξε, για να την υποδεχτεί. Σ’όλο τον πλακόστρωτο δρόμο, στρατιώτες ήταν παρατεταγμένοι, χτυπώντας τα δόρατά τους πάνω στις ασπίδες τους και φωνάζοντας: «Ζήτω η Βασίλισσα Νίθρα! Ζήτω η Βασίλισσα Νίθρα! Ζήτω η Βασίλισσα Νίθρα!»
Μπαίνοντας στον κήπο, η Νίθρα αφίππευσε, όπως και όλοι όσοι ήταν έφιπποι μέσα στη συνοδεία της. Ένας υπηρέτης και μια υπηρέτρια υποκλίθηκαν βαθιά εμπρός της και προπορεύτηκαν, οδηγώντας την στο εσωτερικό του παλατιού και αναγγέλλοντας τον ερχομό της μέσα στη βασιλική αίθουσα. Το μεγάλο δωμάτιο ήταν γεμάτο άρχοντες κι αρχόντισσες του Βασιλείου, που παρατάχτηκαν έτσι ώστε να δημιουργούν ένα διάδρομο ανάμεσά τους, ο οποίος κατέληγε στον Θρόνο του Αετού: τον καινούργιο Θρόνο του Αετού, που έμοιαζε στη Νίθρα ομορφότερος και μεγαλοπρεπέστερος από τον προηγούμενο. Βάδισε κατά μήκος του διαδρόμου που της είχαν φτιάξει οι υπήκοοί της, και εκείνοι άρχισαν να γονατίζουν, ένας-ένας, στο πέρασμά της, ορκιζόμενοι έτσι πίστη και υποταγή στη νέα τους Βασίλισσα… πράγμα που η Νίθρα γνώριζε, βέβαια, πως για αρκετούς από αυτούς ήταν, αναμφίβολα, προσποιητό. Αλλά, εντάξει, ποιος της είχε πει ποτέ ότι όλα τούτα ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα; Ήταν ένα μεγάλο ψέμα, από την αρχή που βγήκε από το παλάτι για να πάει στο Ναό, ως τώρα που επέστρεψε για να καθίσει στο θρόνο. Ήταν ένα έθιμο, μια γιορτή, ένας λόγος για να πανηγυρίσει ο κόσμος και να συγκεντρωθούν οι σημαντικοί άρχοντες κι αρχόντισσες του Βασιλείου. Μετά από κάθε στέψη, το ξεφάντωμα και οι οινοποσίες τράνταζαν, κυριολεκτικά, την Έρλεν για ολόκληρη την υπόλοιπη ημέρα, και πιθανώς και τη νύχτα. Η Κυρά του Τραγουδιού και της Χαράς μοίραζε απλόχερα τη χάρη της σ’όλους τους Ρουζβάνους.
Η Νίθρα ανέβηκε στο βάθρο και κάθισε στο Θρόνο του Αετού. Οι υπήκοοί της ορθώθηκαν, έχοντας τα βλέμματά τους στραμμένα επάνω της.
«Ας αρχίσει η γιορτή!» φώναξε η Βασίλισσα. «Μουσικοί!» Πρόλαβε δεν πρόλαβε να το πει κι εκείνοι ξεκίνησαν να παίζουν, γεμίζοντας τη μεγάλη αίθουσα με μια αρμονική, γλυκιά μελωδία. Η Νίθρα σηκώθηκε από το θρόνο. «Υπηρέτες! Φέρετε φαγητά και ποτά για τους καλεσμένους μου!»
Η γιορτή άρχισε στη βασιλική αίθουσα της Έρλεν, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι όλοι οι ισχυροί ευγενείς του Νούφρεκ. Η Νίθρα, καθισμένη στο Θρόνο του Αετού, μπορούσε να δει τον Άρχοντα Ρίζγκιλιν, της Άζλεντεν, μ’εκείνη την τρομακτική γυαλάδα στα μάτια του, ακριβώς όπως τον θυμόταν από τη φορά που είχε επισκεφτεί την πόλη του, μαζί με τον Δόλβεριν· τον Πρίγκιπα Μέριλεβ, τον αδελφό της Καλβάρθα, ντυμένο εκκεντρικά, ως συνήθως· τον Πρίγκιπα (και πρώην-Βασιληά) Κάμρεβ, τον πατέρα της Καλβάρθα, που έμοιαζε κουρασμένος και καθόλου ευδιάθετος, και έβηχε κάπου-κάπου, βασανιζόμενος από τη χρόνιά του ασθένεια· την Πριγκίπισσα Έπαρχο Κονθάρα, της Ήανβαν, και τον σύζυγό της, Φένερμιν (που ήταν πολύ όμορφος άντρας για την ηλικία του, όφειλε να παρατηρήσει η Νίθρα, καθώς η Ματιά της αποκάλυπτε ότι ο εν λόγω Άρχοντας πρέπει να ήταν, πάνω-κάτω, συνομήλικος της Κονθάρα –δηλαδή, από σαράντα-έξι ως πενήντα)· τον Πρίγκιπα Νάζρεν και τη σύζυγό του, Φάλρα (τους οποίους η Νίθρα ήξερε ότι έπρεπε να προσέχει ιδιαιτέρως, καθότι ο Νάζρεν είχε επιχειρήσει, παλιότερα, ν’αρπάξει το θρόνο, σκοτώνοντας –με «ατύχημα»– τη Σιγκέλθα, και μόνο ο Άλαντμιν τον είχε σταματήσει, έχοντας την ανέλπιστη βοήθεια των Λυκολατρών)· την Έπαρχο Ομάλθα, της Βόλγκρεν, και το σύζυγό της, Κένκορ, ο οποίος είχε έρθει στην πρωτεύουσα μόλις μαθεύτηκε ότι το Ανφρακιανό στράτευμα είχε υποχωρήσει προς τη Δύση (στη Βόλγκρεν είχε αφήσει το γιο του, Σέλφελιν, που ήταν, εξάλλου, νόμιμος διάδοχος του Θρόνου του Δάσους)· την Αρχόντισσα Τάλρυ, κόρη της Ομάλθα, και τον σύζυγό της, Ακενέμιν· τον Νίτβοριν, το μικρότερο παιδί της Επάρχου της Βόλγκρεν, ο οποίος έμοιαζε ενθουσιασμένος με τη στέψη και τη γιορτή· τον εύθυμο και σωματώδη Έπαρχο Χάλρηθιν, της Ένρεκεβ, και τη σύζυγό του, Δαράλβη, που ήταν από το Κάρνακ· τον γερασμένο Έπαρχο Άνεριν, της Λίριανθ, που η σύζυγός του είχε πεθάνει στη γέννα, πριν από τρία χρόνια, κι από τότε δεν είχε ξαναπαντρευτεί· και φυσικά, η Νίθρα έβλεπε τον πατέρα και τη μητέρα της, Ένκεριν και Νάλρα, καθώς και τ’αδέλφια της, Κένκορ και Ζόφρα. Ο αδελφός της την ατένιζε σοβαρά, αλλά με φανερή υπερηφάνεια στο πρόσωπό του· η αδελφή της έδειχνε να μη μπορεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της, όπως ο Νίτβοριν, ο γιος της Ομάλθα. Επίσης, στην αίθουσα βρίσκονταν και πολλοί άλλοι: κατώτεροι άρχοντες, στρατιωτικοί διοικητές, φρουροί, υπηρέτες, γελωτοποιοί, μουσικοί, χορευτές, και θαυματοποιοί. Η ατμόσφαιρα ήταν εύθυμη, και, καθώς το μεγάλο τραπέζι γέμιζε με δεκάδες φαγητά, ποτά, και γλυκίσματα, όσοι είχαν θέση εκεί οδηγιόνταν, ευγενικά, από τους υπηρέτες. Αυτό ήταν το τραπέζι που στην κορυφή του θα καθόταν και η Βασίλισσα· στην αίθουσα, όμως, υπήρχαν άλλα δύο τραπέζια, για τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους, τα οποία δεν υστερούσαν και πολύ στην αφθονία φαγητών και ποτών.
Όταν άπαντες οδηγήθηκαν στις θέσεις τους, δεν κάθισαν, περιμένοντας τη Νίθρα να καθίσει πρώτη, όπως όφειλαν. Εκείνη κατέβηκε απ’το Θρόνο του Αετού και πήρε θέση στην κορυφή του μεγάλου τραπεζιού, προτρέποντας και τους υπόλοιπους να καθίσουν και να ξεκινήσει η γιορτή και το φαγοπότι. Τώρα ήταν μεσημέρι, και το ξεφάντωμα θα κρατούσε ως το βράδυ κι ακόμα πιο μετά. Για την ακρίβεια, θα κρατούσε ώσπου άντεχαν ακόμα να στέκονται όρθιοι.
Μελωδίες γέμιζαν τη βασιλική αίθουσα, καθώς οι καλεσμένοι της Βασίλισσας έτρωγαν. Χορευτές χόρευαν στο κέντρο του μεγάλου δωματίου, προσελκύοντας το μάτι με τις αέρινες κινήσεις τους και με τα εντυπωσιακά τους νούμερα, και κάνοντας τους συνδαιτυμόνες να ξεχνούν τα φαγητά και τα ποτά τους, καθώς παρακολουθούσαν, συνεπαρμένοι. Τα σώματα των χορευτών και των χορευτριών ήταν σφιχτά, καλλίγραμμα, και αλειμμένα με έλαια, που τα έκαναν να γυαλίζουν, ενώ ποικιλόχρωμα πέπλα ανέμιζαν γύρω τους. Δύο από τους άντρες ήταν Μιρλίμιοι, παρατήρησε η Νίθρα. Μικρόσωμοι κι αυτοί, σαν τους Ρουζβάνους, μα με χαρακτηριστικά που, αν τα πρόσεχες, ήταν τόσο, μα τόσο, διαφορετικά. Η Ματιά της τους αποκάλυπτε αμέσως σ’εκείνη, αλλά η Βασίλισσα αμφέβαλε ότι κανείς άλλος τούς είχε παρατηρήσει, μέσα στον γρήγορο χορό… εκτός ίσως από τη Χρυσοδάκτυλη. Η δολοφόνος είχε τα μάτια της καρφωμένα επάνω τους.
Όταν ο χορός τελείωσε, η μουσική άλλαξε· από έντονη και εύθυμη έγινε χαμηλή και αργόσυρτη, χωρίς κανένα θέαμα να τη συνοδεύει. Και οι συνδαιτυμόνες είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν αναμεταξύ τους και να φάνε δίχως να χύνουν τα φαγητά και τα ποτά τους στο τραπεζομάντιλο.
«Υπέροχος χορός, Μεγαλειοτάτη!» είπε ο Έπαρχος Χάλρηθιν, υψώνοντας την κούπα του.
«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Νίθρα, υψώνοντας κι εκείνη τη δική της κούπα.
Μετά από μισή ώρα, η μουσική χαμήλωσε ακόμα περισσότερο, και έγινε θρηνητική, μελαγχολική. Η Βασίλισσα απόρησε με την επιλογή των μουσικών, όμως, ύστερα, είδε έναν μαυρόδερμο Ρουζβάνο να πηγαίνει στο κέντρο της αίθουσας, φορώντας μόνο μια φούστα και έχοντας όλο του τον κορμό καλυμμένο με δερματοστιξίες φιδιών και πουλιών. Στο δεξί του χέρι βαστούσε μια γαλάζια σφαίρα και στ’αριστερό μία μελανή, τις οποίες άρχισε να παίζει στον αέρα, διαγράφοντας κύκλους και βαδίζοντας αργά. Τίποτα το αληθινά εντυπωσιακό. Στη συνέχεια, όμως, άφησε τη γαλάζια σφαίρα να πέσει στο πέτρινο πάτωμα και να σπάσει, κι από μέσα της ελευθερώθηκε ένα γαλάζιο πουλί με πορφυρές λωρίδες, το οποίο τιτίβιζε δυνατά. Φωνές θαυμασμού και χειροκροτήματα ήρθαν από τα τραπέζια. Ο Νότιος Ρουζβάνος έριξε και την άλλη του σφαίρα στο πάτωμα και, καθώς έσπασε κι αυτή, ένας μελανός καπνός τύλιξε εκείνον και το πουλί, που δεν είχε προλάβει ν’απομακρυνθεί, και τώρα, βρισκόμενο μέσα στη θολούρα, έμοιαζε ζαλισμένο. Οι συνδαιτυμόνες είδαν τον μαυρόδερμο άντρα ν’αρπάζει το πτηνό στη δεξιά του γροθιά και να εξαφανίζεται στα βάθη του καπνού, ο οποίος, εντός ολίγου, διαλύθηκε, παρουσιάζοντας ξανά τον Νότιο Ρουζβάνο… που τώρα κρατούσε μια πορφυρή σφαίρα στο δεξί του χέρι. Την έπαιξε, για μερικές στιγμές, στον αέρα και, μετά, την έσπασε ανάμεσα στα δάχτυλά του, σαν να ήταν αβγό. Ένα άλλο πουλί ελευθερώθηκε, πορφυρόφτερο αλλά με γαλάζιες λωρίδες· ή, μήπως, ήταν το προηγούμενο πτηνό και οι χρωματισμοί του είχαν αντιστραφεί; Οι συνδαιτυμόνες φώναζαν, γελούσαν, και χειροκροτούσαν.
Το πουλί άρχισε να πετά μέσα στην αίθουσα, και ο μαυρόδερμος άντρας φώναξε στη Νότια Γλώσσα: «Χλάμεβ Τσάτμα νότετ λιλ τούκας φέτβε ξάσμετ!» Και μετέφρασε, στη Βόρεια Γλώσσα: «Δίνει Τύχη Θεάς σε όποιον πλησιάσει πρώτο!»
Άπαντες παρακολουθούσαν το πτηνό σιωπηλά, καθώς φτερούγιζε ξέφρενα… αλλά αυτό, τελικά, βγήκε από ένα ανοιχτό παράθυρο, και δεν επέστρεψε.
«Δεν είπα ότι τυχερός είναι στο αίθουσα!» δήλωσε ο Νότιος Ρουζβάνος, ανασηκώνοντας τους ώμους, και ορισμένοι από τους καλεσμένους της Βασίλισσας ξέσπασαν σε γέλιο.
Ο θαυματοποιός συνέχισε με άλλο ένα κόλπο, τρώγοντας φωτιές και φτύνοντάς τες στον αέρα. Μετά, αποχώρησε και η μουσική δυνάμωσε πάλι. Όταν πέρασε κάποια ώρα, οι χορευτές επέστρεψαν, για να προσελκύσουν τα βλέμματα, όπως και πριν.
Οι ιέρειες ήρθαν το απόγευμα, σύμφωνα με το έθιμο. Όλο το πρωί υποτίθεται πως προσεύχονταν για την καινούργια Βασίλισσα… Υποτίθεται. Η Νίθρα ήταν σίγουρη γι’αυτό. Ή, μάλλον, ίσως και να προσεύχονταν ορισμένες… για το κακό μου. Ειδικά η Σαρφιάνα, σκέφτηκε, καθώς ατένιζε την Αρχιέρεια της Προστάτιδας Θεάς να μπαίνει στην αίθουσα του θρόνου, μαζί με τις άλλες Αρχιέρειες που βρίσκονταν στην Έρλεν –την Αρχιέρεια της Θεάς-Κυνηγού, την Αρχιέρεια της Θεάς-Ευγενούς, την Αρχιέρεια της Βασίλισσας του Πολέμου, την Αρχιέρεια της Θανής, την Αρχιέρεια της Κυράς του Τραγουδιού και της Χαράς– και μαζί με τις ιέρειές τους. Η Αρχιέρεια της Προστάτιδας Θεάς θεωρείτο στο Νούφρεκ ανώτερη από όλες τις υπόλοιπες, έτσι βάδιζε και πρώτη. Η Νίθρα σηκώθηκε, για να τη χαιρετήσει επίσημα· και, όταν ο χαιρετισμός τελείωσε, οι υπηρέτες οδήγησαν τη Σαρφιάνα και τις άλλες ιερωμένες στο τραπέζι που είχε ετοιμαστεί ειδικά γι’αυτές.
Μετά από το φαγοπότι τους, οι ευγενείς ξεκουράστηκαν και άρχισαν να χορεύουν αναμεταξύ τους. Πρώτοι προθυμοποιήθηκαν να σηκωθούν η Αρχόντισσα Ομάλθα και ο Άρχοντας Κένκορ, για να χορέψουν τον Χορό του Μυστηρίου, που ήταν παραδοσιακός στη Βόλγκρεν· έτσι, έφυγαν από την αίθουσα για να ετοιμαστούν. Οι ιέρειες της Λιάμνερ Κρωθ θεωρούσαν τον συγκεκριμένο χορό, ουσιαστικά, Λυκολατρικό έθιμο· πίστευαν ότι οι Λυκολάτρες είχαν, κάπως, καταφέρει να ξεγελάσουν τους ανθρώπους της Βόλγκρεν, ώστε να τους βάλουν, εν αγνοία τους, να τελούν ένα μυστήριο της λατρείας του Ακατονόμαστου. Ωστόσο, ο λαός σ’όλη την Επαρχία της Βόλγκρεν αρνείτο να το παραδεχτεί αυτό, κι ακόμα και οι περισσότερες ιέρειες που ήταν από εκείνα τα μέρη διαφωνούσαν. Οπότε, το ιερατείο της Έρλεν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Η Ομάλθα και ο Κένκορ επέστρεψαν, ντυμένοι με μακριά, μαύρα ράσα και κουκούλες που έκρυβαν τα πρόσωπά τους, ώστε να είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιος ήταν ποιος. Μαζί τους ήρθαν μια ντουζίνα χορευτές, κι αυτοί ντυμένοι με μακριά ράσα και κουκούλες, αλλά κόκκινου χρώματος. Οι μουσικοί άρχισαν να παίζουν την κατάλληλη μελωδία, η οποία ήταν αργόσυρτη και μυστηριώδης, με ξαφνικές εξάρσεις, ικανές να τρομάξουν. Παρομοίως, ο Χορός του Μυστηρίου ήταν άλλοτε αργός, άλλοτε γρήγορος, άλλοτε φρενήρης. Η κοκκινοντυμένη ντουζίνα περιτριγύριζε τους μαυροντυμένους πρωταγωνιστές, προσπαθώντας να τους χωρίσει, ενώ εκείνοι αγωνίζονταν να βρουν το δρόμο τους ο ένας προς τον άλλο. Όταν ο χορός ήταν αργός, η Ομάλθα και ο Κένκορ έμοιαζαν χαμένοι σε μια θάλασσα κόκκινων ράσων, κινούμενοι με επιφύλαξη, ψάχνοντας για διεξόδους, καθώς οι αντίπαλοι τούς έκλειναν ένα-ένα όλα τα ανοίγματα ανάμεσά τους. Μετά, ο χορός γινόταν γρήγορος –ακολουθώντας το πρόσταγμα της μουσικής– και οι κοκκινοντυμένοι εχθροί στρέφονταν εναντίον των μαυροντυμένων πρωταγωνιστών, με φανερά δολοφονικές διαθέσεις, καθώς έβγαζαν πραγματικά ξιφίδια από τα ρούχα τους και προσπαθούσαν να τους μαχαιρώσουν, ενώ εκείνοι απέφευγαν τις επικίνδυνες λεπίδες με ευέλικτες κινήσεις. (Υπήρχαν περιπτώσεις που άνθρωποι είχαν τραυματιστεί σ’αυτό το στάδιο του χορού, όπως και στο επόμενο.) Όταν ο ρυθμός της μουσικής γινόταν φρενήρης, το ίδιο γινόταν και ο ρυθμός του Χορού του Μυστηρίου: οι κοκκινοντυμένοι αντίπαλοι καταδίωκαν από παντού τους μαυροντυμένους πρωταγωνιστές· ράσα ανέμιζαν ολόγυρα και λεπίδες άστραφταν: ήταν δύσκολο κανείς να παρακολουθήσει τις κινήσεις. Στη Νίθρα, όμως, που είχε τη Ματιά, δεν ξέφευγε ούτε μία· και δεν μπορούσε παρά να θαυμάζει τους χορευτές, καθότι πίστευε πως η ίδια ποτέ δε θα κατάφερνε να χορέψει αυτό το χορό, φοβούμενη ότι κάποιο ξιφίδιο θα την τρυπούσε. Επίσης, είχε ακούσει ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να κρατάς την κουκούλα στο κεφάλι σου, ειδικά κατά το τελευταίο, φρενήρες στάδιο.
Όταν η Ομάλθα και ο Κένκορ τελείωσαν τα τρία στάδια τρεις φορές, συναντήθηκαν ανάμεσα στους κοκκινοντυμένους χορευτές και ένωσαν τα χέρια, οπότε εκείνοι πέταξαν τα ξιφίδια στο δάπεδο και σκόρπισαν, ηττημένοι. Το αρχοντικό ζεύγος της Βόλγκρεν έβγαλε τις μαύρες κουκούλες και υποκλίθηκε, καθώς άπαντες χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν. Η Νίθρα μπορούσε να δει τον ιδρώτα που γυάλιζε στο μέτωπο της Ομάλθα και του Κένκορ.
Μετά, ακολούθησαν κι άλλοι χοροί του Νούφρεκ (η Νίθρα χόρεψε ένα με τον Άλαντμιν, ένα με τον Φένταρ, και ένα –αφού εκείνος επέμενε– με τον Πρίγκιπα Νάζρεν… και έπρεπε να παραδεχτεί ότι αισθανόταν άβολα στην παρουσία του θείου της· είχε την εντύπωση ότι την κοιτούσε στα μάτια ένα πολύ επικίνδυνο φίδι, από εκείνα που κατοικούν στις ζούγκλες της Νότιας Λιάμνερ-Κρωθ και λέγεται ότι μπορούν να σε μαγέψουν και να σε δηλητηριάσουν μόνο με το βλέμμα τους), όμως κανένας δεν ξεπέρασε σε χειροκροτήματα και επευφημίες τον Χορό του Μυστηρίου, ο οποίος ήταν ο εντυπωσιακότερος… μέχρι στιγμής· γιατί, καθώς το βράδυ έπεφτε, η Αρχόντισσα Κονθάρα και ο Άρχοντας Φένερμιν δήλωσαν ότι θα χόρευαν το Χορό του Βάλτου. Αμέσως, ήχησαν μπόλικα χειροκροτήματα και έντονα επιφωνήματα, και το αρχοντικό ζεύγος της Ήανβαν πήγε να ετοιμαστεί, ενώ και οι χορευτές θα ετοιμάζονταν ανάλογα.
Όταν επέστρεψαν στην αίθουσα, η Κονθάρα και ο Φένερμιν ήταν ντυμένοι ελαφριά και ξυπόλυτοι. Φορούσαν κι οι δύο τα ίδια ρούχα: πράσινο, εφαρμοστό παντελόνι και πράσινη, εφαρμοστή τουνίκα χωρίς μανίκια· στη μέση τους δενόταν μια καφετιά ζώνη. Τα μαλλιά τους (κι οι δύο είχαν πλούσια, μακριά μαλλιά, έντονα βαμμένα, αν και της Κονθάρα ήταν καστανά ενώ του Φένερμιν ξανθά) τα είχαν δέσει σφιχτό κότσο πίσω απ’το κεφάλι τους.
Οι χορευτές είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, μία εξαμελή και μία δωδεκαμελή. Αυτοί της εξαμελούς ομάδας βαστούσαν δαυλούς και βρίσκονταν γονατισμένοι στο ένα γόνατο, κατά τη διάρκεια του χορού· ονομάζονταν δαυλοφόροι. Αυτοί της δωδεκαμελούς ομάδας κρατούσαν, ανά δύο, από ένα μελανόχρωμο πέπλο τεντωμένο ανάμεσά τους και λίγα εκατοστά πάνω από το δάπεδο, καθώς είχαν τα γόνατά τους λυγισμένα, αλλά δεν ήταν γονατισμένοι όπως τους άλλους· ονομάζονταν πεπλοφόροι.
Η μουσική, που μεγάλο μέρος της αποτελούσε ο ήχος των τυμπάνων, ήταν γρήγορη και αγχώδης, δίνοντας την αίσθηση ότι κίνδυνος παραμόνευε παντού. Η Κονθάρα και ο Φένερμιν χόρευαν ανάμεσα στα πέπλα και στις φωτιές· άλλοτε συναντιόνταν και άλλοτε χώριζαν, αλλά πάντα είχαν τα πόδια τους στο έδαφος όταν μετακινούνταν. Γλιστρούσαν αρμονικά στο πάτωμα, εκτός όταν πηδούσαν πάνω από τα πέπλα ή τις φλόγες· και, όποτε ήθελαν να στραφούν, κρατούσαν το ένα πόδι σταθερό. Οι πεπλοφόροι πότε έστριβαν τα πέπλα τους, σαν να προσπαθούσαν να βάλουν τρικλοποδιά στους πρωταγωνιστές του χορού, πότε τα ύψωναν, σαν να προσπαθούσαν να τους τυλίξουν… μια ψευδαίσθηση, ασφαλώς, αφού όλοι ήξεραν ακριβώς τις κινήσεις που έπρεπε να κάνουν· δεν ήταν αγώνας, αλλά χορός, που προσπαθούσε να δείξει τους κινδύνους των βάλτων Βενέβριαμ, νότια της Ήανβαν, με τρόπο διασκεδαστικό και ενθουσιώδη. Οι δαυλοφόροι δεν ανεβοκατέβαζαν τους δαυλούς τους· τους κρατούσαν σε ένα συγκεκριμένο ύψος, ενώ οι ίδιοι άλλαζαν θέσεις ακριβώς όπως οι πρωταγωνιστές, κρατώντας το ένα τους πόδι σταθερό.
Όταν ο Χορός του Βάλτου τελείωσε, τα χειροκροτήματα, οι ζητωκραυγές, και τα επιφωνήματα έκαναν την Ομάλθα και τον Κένκορ να ζηλέψουν. Η Κονθάρα και ο Φένερμιν υποκλίθηκα τρεις φορές και πήγαν να καθίσουν σε ανάκλιντρα, ενώ υπηρέτες τούς έφερναν δροσιστικά ποτά. Η Νίθρα μπορούσε να δει τη λαχανιασμένη τους αναπνοή και τον ιδρώτα να γυαλίζει επάνω τους. Νόμιζε ότι ήταν πιο κουρασμένοι από το αρχοντικό ζεύγος της Βόλγκρεν. Παράξενο, αν σκεφτεί κανείς ότι η Ομάλθα και ο Κένκορ ήταν μεγαλύτεροι απ’αυτούς, κατά μια πενταετία, περίπου. Ίσως, όμως, ο Χορός του Βάλτου να ήταν πιο κουραστικός· σίγουρα, είχε περισσότερα άλματα και δυσκολότερα βήματα, έκρινε η Νίθρα. Ο Χορός του Μυστηρίου δεν είχε κανένα άλμα και τα βήματά του ήταν πιο ελεύθερα· σε ορισμένες στιγμές, η Βασίλισσα θα έπαιρνε όρκο ότι το αρχοντικό ζεύγος της Βόλγκρεν αυτοσχεδίαζε.
Μετά το τέλος των χορών, η μουσική ήταν απαλή και όλοι, ακόμα κι οι ιέρειες, έπιναν σαν να είχαν διασχίσει τις ερήμους της Νότιας Λιάμνερ-Κρωθ. Αναπόφευκτα, μέθυσαν και τα γέλια κι οι φωνές τους αντηχούσαν σ’ολόκληρο το παλάτι μέσα στη νύχτα, ενώ οι γελωτοποιοί περιφέρονταν ξέφρενα στην αίθουσα του θρόνου, κάνοντας ό,τι τους κατέβαινε, πράγμα που έφερνε ακόμα περισσότερα γέλια και φωνές.
Η Νίθρα γελούσε και γελούσε και γελούσε, λέγοντας ανοησίες με τον Άλαντμιν, τον Φένταρ, τη Χρυσοδάκτυλη, τον Σαμόλθιρ, τον Κένκορ τον αδελφό της, τον Κένκορ τον σύζυγο της Ομάλθα, την ίδια την Ομάλθα, την Κονθάρα (η οποία επέμενε πως, Βασίλισσα ή μη, αν η Νίθρα συνέχιζε να πασπατεύει τον άντρα της, θα την έγδερνε ζωντανή και θα κρεμούσε το τομάρι της πάνω απ’την πύλη της Ήανβαν, όπως οι στρατιώτες της είχαν κάποτε κρεμάσει το τομάρι ενός Κτήνους των Βάλτων –και όλοι, φυσικά, γελούσαν ξέφρενα, ακόμα κι η Κονθάρα, και ακόμα κι η Νίθρα, που, μέσα στο μεθύσι της, αναρωτιόταν τι εννοούσε η θεία της όταν της έλεγε πως «πασπάτευε τον άντρα της»· το είχε κάνει;), και άλλους, των οποίων τα πρόσωπα και τα λόγια μπλέκονταν, δημιουργώντας ένα αμάλγαμα, ένα ηχητικό και οπτικό χάος.
«Οι ιέρειες της Κυράς του Τραγουδιού φταίνε!» φώναξε κάποιος (ο Άλαντμιν; ήταν ο Άλαντμιν; αναρωτήθηκε η Νίθρα). «Μας έχουν σίγουρα ρίξει κάτι στα ποτά! Χα-χα-χα-χα-χαχαχαχαχαχα…!»
Οι υπόλοιποι τού απάντησαν με περισσότερα γέλια.
«Δε γκξέρω,» είπε ο Σαμόλθιρ, «χα-χα-χα-χα, αλλ’αυτό το πράμα είναι καλό!» Ήπιε βαθιά από την κούπα του. «Χαχαχαχα!…»
Κάποια στιγμή, η Νίθρα κοιμήθηκε· ή, μάλλον, έχασε τις αισθήσεις της. Δεν ήξερε ποια ακριβώς ήταν αυτή η στιγμή· δεν ήξερε ούτε καν ποια περίπου ήταν –βράδυ; ξημερώματα; πρωί; μεσημέρι; Δεν είχε ιδέα. Ένας γλυκός λήθαργος την τύλιξε, γεμάτος με παράξενα όνειρα που, αργότερα, δε θυμόταν.
Όταν ξύπνησε, βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρά της και το κεφάλι της πονούσε αφόρητα. Ήταν ημίγυμνη και τα σκεπάσματα άνω-κάτω. Συνειδητοποίησε πως ο ήχος μιας πόρτας που έκλεινε την είχε συνεφέρει. Δεν επρόκειτο, όμως, για την πόρτα του υπνοδωματίου· μάλλον, ήταν η εξώπορτα των διαμερισμάτων. Ποιος είχε έρθει;
«Ποιος είναι;» φώναξε η Νίθρα, νομίζοντας ότι η φωνή της ακουγόταν φρικτή… πράγμα το οποίο μπορεί να σήμαινε πως είτε ήταν φρικτή (λόγω της μέθης) είτε κάτι δεν πήγαινε καλά με την ακοή της (λόγω της μέθης).
«Εγώ,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν, μπαίνοντας στο δωμάτιο, ντυμένος με τη ρόμπα του.
«Μοιάζεις ξεμέθυστος,» είπε η Νίθρα, κι απ’τον τρόπο που εκείνος ζάρωσε το μέτωπό του, κατάλαβε πως έκανε κάποια προσπάθεια για να κατανοήσει τα λόγια της. Μάλλον, η φωνή της ήταν φρικτή, τελικά. Ή, βέβαια, μπορεί να ήταν και η φωνή της φρικτή και η ακοή της χάλια. Αλλά ήταν αυτό σημαντικό θέμα; Κατά πάσα πιθανότητα… ναι; όχι;
«Δεν είμαι,» είπε ο Άλαντμιν. «Δεν είμαι ξεμέθυστος. Ήπια κάτι για να συνέλθω… μια ιέρεια μού το έδωσε. Έπρεπε να μιλήσω σ’έναν κατάσκοπό μου που ήρθε να με βρει. Ο Ανφρακιανός στρατός είναι στη Σάλγκρινεβ, Νίθρα· έχει σταματήσει εκεί. Κι ο Βασιληάς Σίλγκερομ είναι μαζί.»
Η Νίθρα γέλασε, επηρεασμένη ακόμα από τα ποτά. «Αυτό σου είπε ο κατάσκοπός σου;»
«Ναι.»
«Χα-χα-χα-χα-χα-χα!» Γιατί της φαινόταν τόσο αστείο; «Έλα στο κρεβάτι.» Τέντωσε το χέρι της προς τον Άλαντμιν. «Πρέπει να το συζητήσουμε επί… επί μακρόν –χαχαχαχα…»
Κατά το απόγευμα, η Νίθρα συνήλθε από το μεθύσι· και, καθώς το φως περνούσε από τις κουρτίνες του παραθύρου, καθόταν στο κρεβάτι, με μια κούπα εύοσμο καφέ στα χέρια. Τα πορφυρά της μαλλιά ήταν πιασμένα πρόχειρα πίσω απ’το κεφάλι της, με μια ξύλινη φουρκέτα, και το βλέμμα της ήταν στραμμένο στον Άλαντμιν, ο οποίος ντυνόταν μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη.
«Πρέπει να κινηθώ εναντίον του,» δήλωσε η Νίθρα. «Εναντίον του Σίλγκερομ. Είπες ότι κι αυτός είναι με το στρατό, ε;»
Ο Άλαντμιν ένευσε. «Έτσι μου ανέφερε ο κατάσκοπός μου.»
«Με βολεύει…»
Ο Άλαντμιν την ατένισε, μέσα απ’τον καθρέφτη, να κατεβάζει το βλέμμα και να κοιτάζει το σεντόνι που την τύλιγε: ένα σεντόνι γεμάτο με κεντητά λουλούδια που είχαν κεφαλή και στα δύο άκρα και μπλέκονταν αναμεταξύ τους, φτιάχνοντας ποικιλόμορφα σχήματα: ρόμβους, κύκλους, εξάγωνα, οκτάγωνα… Οι γραμμές στο μέτωπο της Νίθρα είχαν ζαρώσει ελαφρώς και τα φρύδια της σμίξει. Ο καφές στα χέρια της έμοιαζε ξεχασμένος. Τι σκέφτεται; Τι σχεδιάζει; αναρωτήθηκε ο Άλαντμιν. Με βολεύει, είπε. Σκοπεύει να σκοτώσει τον Σίλγκερομ; Να τον αιχμαλωτίσει; Να κάνει κάποια συμφωνία μαζί του; Γνωρίζοντας καλά τη Νίθρα, υπέθετε το τελευταίο. Όλο συμφωνίες ήταν. Και οι πολλές συμφωνίες είναι επικίνδυνες, εκτός αν τις χειρίζεσαι σωστά… την καθεμία ξεχωριστά, και την καθεμία σε σχέση με τις υπόλοιπες. Μέχρι στιγμής, τα καταφέρνει καλά, όφειλε να παραδεχτεί ο Άλαντμιν. Αλλά, όσο οι συμφωνίες πληθαίνουν....
Στράφηκε να την κοιτάξει, αφήνοντας το ντύσιμό του μισοτελειωμένο· φορούσε ένα μαύρο, μεταξωτό παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο με τα μισά κουμπιά θηλυκωμένα. Το βλέμμα της Νίθρα υψώθηκε, παρατηρώντας την κίνησή του· τα μυστηριώδη της μάτια γυάλισαν στο απογευματινό φως που κατάφερνε να διαπεράσει τις κουρτίνες του υπνοδωματίου. Ο Άλαντμιν πλησίασε κι ακούμπησε τους πήχεις του στα κάγκελα του κρεβατιού, αντικρίζοντάς την. «Σε βολεύει…» Έμπλεξε τα δάχτυλα των χεριών του αναμεταξύ τους. «Πώς;»
Η Νίθρα ήπιε μια γουλιά καφέ. «Δεν έχω αποφασίσει ακόμα,» αποκρίθηκε. «Αλλά θα προσπαθήσω να λύσω ετούτο τον πόλεμο χωρίς άλλες αιματοχυσίες.»
«Ελπίζω ο Σίλγκερομ να σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο…»
«Το αμφιβάλλω,» είπε η Νίθρα. «Μάλλον, σκοπεύει να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις του στη Σάλγκρινεβ και να προελάσει μέσα στο Νούφρεκ. Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βιαστούμε: να φτάσουμε στα δυτικά σύνορα προτού προλάβει να φέρει εκεί τους στρατούς του. Έτσι, θα έχουμε πιθανότητες διαπραγμάτευσης μαζί του.»
«Νομίζεις ότι θα καταφέρουμε να τον τρομάξουμε αρκετά;»
Η Νίθρα μειδίασε πάνω απ’την άκρη της κούπας της. «Δεν ξέρω. Δε νομίζω ότι είναι άνθρωπος που τρομάζει εύκολα. Αλλά, σίγουρα, νομίζω ότι είναι καιροσκόπος και συμφεροντολόγος, το οποίο ίσως να μπορέσω να χρησιμοποιήσω προς όφελός μου. Υποθέτω ότι θέλει το Νούφρεκ, κατά πρώτον, για τα εδάφη του και, κατά δεύτερον, για τις ακτές του στη θάλασσα Νερεν’γκέρ. Τι πιστεύεις για την υπόθεσή μου, Άλαντμιν;» Ήπιε.
«Πρέπει νάναι σωστή.»
«Τα εδάφη του Βασιλείου μου δεν μπορώ να του τα προσφέρω. Για τις ακτές, όμως, ίσως να μπορούσαμε να φτάσουμε σε κάποια συμφωνία…»
Κι άλλη συμφωνία, σκέφτηκε ο Άλαντμιν. Ναι, όπως το είχα φανταστεί.
Η Νίθρα παρατήρησε το κατέβασμα των ματιών του και τη σκιά που πέρασε από το πρόσωπό του, και αναρωτήθηκε: Γιατί δείχνει ν’ανησυχεί; Έχει κάποια πληροφορία; «Άλαντμιν;»
Την κοίταξε πάλι. Η όψη του έμοιαζε κουρασμένη.
«Δεν πιστεύεις ότι θα ήταν καλή ιδέα;» τον ρώτησε η Νίθρα.
«Αρκετά καλή, μου φαίνεται.»
«Τι σ’ανησυχεί, τότε, αγάπη μου;»
«Τίποτα το πολύ συγκεκριμένο,» είπε ο Άλαντμιν.
«Αν ξέρεις κάτι που δεν το ξέρω–»
«Αν ήξερα κάτι, θα το ήξερες κι εσύ.» Τα λόγια του ήταν μαλακά αλλά γεμάτα αφοσίωση· η Νίθρα χαμογέλασε άθελά της, νιώθοντας τα μάγουλά της να θερμαίνονται, σαν να έπρεπε να ντρέπεται για κάποιο λόγο. Μου αξίζει αυτό; Μου αξίζει τόση αφοσίωση από έναν άνθρωπο; Ο Ρέλγκριν ήρθε στο μυαλό της, ο οποίος τώρα βρισκόταν στη Φυλακή των Κυμάτων. Κι εκείνου η αφοσίωση και η αγάπη του ήταν μεγάλη… Και ο Ρόλμαρ του Ράλτον την είχε αγαπήσει, όταν η Νίθρα ήταν στο Νόρβηλ, και είχε αποφασίσει να τη βοηθήσει. Τι να γινόταν ο Ρόλμαρ τώρα;
Όλα τούτα πέρασαν από το μυαλό της σαν ξαφνική θύελλα, που δεν άργησε να κοπάσει, και που την άφησε μ’ένα κρύο, παγερό συναίσθημα βαθιά μέσα της. Γιατί; Δε θα έπρεπε, κανονικά, να της είχε προκαλέσει ένα ακριβώς αντίθετο συναίσθημα; Γιατί; Φοβόταν; Φοβόταν ότι κάτι θα συνέβαινε και στον Άλαντμιν…
…που τώρα έπαιρνε τα χέρια του από τα κάγκελα του κρεβατιού και την πλησίαζε, για να καθίσει κοντά της.
«Τι θέλεις να γίνει, λοιπόν;» τη ρώτησε. «Ο στρατός του Νούφρεκ είναι καταυλισμένος γύρω από την Έρλεν. Θέλεις να δώσω διαταγή να ξεκινήσει αύριο, προς τη Σάλγκρινεβ;» Γιατί μοιάζει τόσο μουδιασμένη; αναρωτήθηκε, κοιτάζοντάς την. Σίγουρα, δεν είναι από τη μέθη. Του φαινόταν ότι, ξαφνικά, η Νίθρα είχε… ζαρώσει κάτω απ’το σεντόνι. «Κρυώνεις;»
Εκείνη βλεφάρισε. «Κρυώνω;» Δεν καταλάβαινε τι σχέση είχε αυτό με την προηγούμενή του ερώτηση.
«Απλά, σε είδα… κάπως. Έτσι νόμιζα.»
«Όταν ένας σωστός υπήκοος νομίζει ότι η Βασίλισσά του κρυώνει, δεν πρέπει να κάνει κάτι για να τη ζεστάνει;» τον πείραξε η Νίθρα, μ’ένα στραβό μειδίαμα.
Ο Άλαντμιν σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού και έπιασε το σεντόνι με τα δικέφαλα λουλούδια, τραβώντας το. Η Νίθρα προσπάθησε, προς στιγμή, να τον εμποδίσει, γελώντας, αλλά το ύφασμα γλίστρησε από τα δάχτυλά της και κατέληξε στο πάτωμα. Ο Άλαντμιν, βλέποντάς τη ντυμένη μόνο με τα εσώρουχά της, αισθάνθηκε την επιθυμία να φουντώνει εντός του· η θέα της ήταν πάντοτε μεθυστική για εκείνον. Η Νίθρα πρόλαβε ν’αφήσει την κούπα με τον καφέ στο κομοδίνο, καθώς ο Άλαντμιν έσκυβε, φιλώντας το λαιμό και τα στήθη της και, μετά, κολλώντας τα χείλη του πάνω στα δικά της, για να διεκδικήσει ένα αργόσυρτο, δυνατό φιλί. Αισθάνεσαι πιο ζεστά τώρα; τη ρώτησε· η αναπνοή του ήταν καυτή πάνω στο πρόσωπό της. Και η Νίθρα απάντησε: Λιγάκι, έχοντας τα δάχτυλά της μπλεγμένα μέσα στα μαλλιά του· μπορείς, όμως, να κάνεις και περισσότερα, πολύ, πολύ περισσότερα. Ένα γρήγορο φιλί στα χείλη του. Αλλά, πρώτα, αγάπη μου… δεν μπορώ να το καθυστερήσω άλλο… και η φωνή της έχασε τη ρευστή, μαλακή χροιά που είχε στον έρωτα… «Πρώτα, πρέπει να προστάξουμε τους στρατούς του Νούφρεκ να αρχίσουν τις προετοιμασίες. Εγώ πρέπει να τους προστάξω, καθώς αύριο θα πάω μαζί τους.»
Ο Άλαντμιν ανασηκώθηκε, στηριζόμενος στις παλάμες του. «Δεν είναι ανάγκη να πας η ίδια. Ο Φένταρ μπορεί να τους οδηγήσει ως τη Σάλγκρινεβ, και μετά–»
Η Νίθρα κούνησε το κεφάλι. «Όχι· θα είναι καλύτερα ν’αρχίσω τις διαπραγματεύσεις με τον Σίλγκερομ το συντομότερο δυνατό. Κι επιπλέον, θυμάσαι τι μου είπες προχτές; Για τον Φένταρ;»
Ο Άλαντμιν γύρισε, καθίζοντας πάλι στην άκρη του κρεβατιού. Θυμόταν. Τις είχε πει ότι πολλοί στρατιωτικοί διοικητές δυσανασχετούσαν για τη θέση που είχε δώσει η Βασίλισσα στον Ωθράγκος. Μάλιστα, ορισμένοι είχαν και το θράσος να ισχυρίζονται πως, αφού η Νίθρα δεν ήταν στεμμένη από τις ιέρειες όταν έχρισε τον Φένταρ Αναπληρωτή Αρχιστράτηγο, δεν ίσχυε το αξίωμα που του είχε προσφέρει, και μπορούσε να αμφισβητηθεί (!). Άλλοι πάλι είχαν αρχίσει ν’αναρωτιούνται, πολύ έντονα, σε τι είδους αποστολή είχε πάει ο Άρχοντας Ρέλγκριν, ώστε να μην έχει επιστρέψει ακόμα· μήπως επρόκειτο για κάποια απάτη;… Ο Άλαντμιν είχε προσπαθήσει να διαλύσει, όσο μπορούσε, αυτές τις φήμες, μα δε νόμιζε ότι είχε καταφέρει να τις εξαλείψει τελείως. Ψέματα· ήταν σίγουρος ότι δεν είχε καταφέρει να τις εξαλείψει.
«Φυσικά και θυμάμαι.»
«Χρειάζεται να είμαι με το στρατό, για να τον κρατάω ενωμένο,» είπε η Νίθρα, καθώς έπαιρνε καθιστή θέση επάνω στο κρεβάτι, λυγίζοντας τα γόνατα και διπλώνοντας τα πόδια.
Ο Άλαντμιν ένευσε. «Να προστάξω, λοιπόν, τους διοικητές να συγκεντρωθούν στη βασιλική αίθουσα;»
«Ναι· θα τους μιλήσω προτού δύσει– προτού πέσει το σκοτάδι. Και μετά…» είπε, διατρέχοντας τα χέρια της στους ώμους του και γλιστρώντας τα μέσα στο πουκάμισό του, «μπορείς να ζεστάνεις την παγωμένη μου καρδιά.»
*
Οι διοικητές ήταν ολίγον εξαντλημένοι από το χτεσινό ξεφάντωμα, αλλά όχι τόσο ώστε να μη μπορούν να κατανοήσουν και να εκτελέσουν τις διαταγές της Βασίλισσάς τους. Η καρδιά της Νίθρα αποδείχτηκε πως δεν ήταν καθόλου παγωμένη, αλλά ο Άλαντμιν και πάλι με χαρά του τη ζέστανε ακόμα περισσότερο. Το πρωί ο ήλιος δε βγήκε από την ανατολή, αλλά ξημέρωσε παρά αυτή τη μικρή λεπτομέρεια…
…και η Νίθρα, ντυμένη με φολιδωτή αρματωσιά (δε νόμιζε ότι θα μπορούσε να αντέξει βαρύτερη θωράκιση) και πορφυρή κάπα, στάθηκε σ’έναν εξώστη του παλατιού κι ατένισε τους στρατούς της, παρατεταγμένους στα δυτικά των τειχών της Έρλεν. Ήταν μεγαλειώδες θέαμα, και αριθμούσαν εξήντα χιλιάδες στο σύνολό τους, σύμφωνα με ό,τι της είχαν αναφέρει (η Νίθρα δεν είχε την εμπειρία να υπολογίζει, με το μάτι, τον αριθμό ενός στρατεύματος). Και στη Βόλγκρεν θα στρατολογήσουμε κι άλλους. Είκοσι χιλιάδες ακόμα βρίσκονταν εκεί, και η Βασίλισσα σκόπευε να πάρει μαζί της τουλάχιστον τις δεκαπέντε. Ενάντια σ’έναν στρατό εβδομήντα-πέντε χιλιάδων μαχητών, το φουσάτο των τριάντα χιλιάδων του Σίλγκερομ θα είναι ανίσχυρο.
Ωστόσο, η Νίθρα ήξερε ότι το Άνφρακ ήταν μεγάλο βασίλειο, και ο Βασιληάς του μπορούσε, αν ήθελε, να συγκεντρώσει, συν τω χρόνω, πολύ περισσότερους πολεμιστές απ’ό,τι εκείνη. Τον συμφέρει, όμως, να χτυπηθεί έτσι μαζί μου; Το όφελος αντισταθμίζει το κόστος; Το ξεπερνάει; Δεν το νομίζω. Και ο Σίλγκερομ μού έχει δώσει την εντύπωση ότι είναι έμπορος, κατά βάθος… Υπολογίζει τα πάντα. Αν θεωρήσει την προσφορά μου επωφελή, θα τη δεχτεί. Πρέπει, επομένως, να τον κάνω να τη θεωρήσει επωφελή. Και ήξερε ότι η Πειθώ, σ’αυτή την περίπτωση, δεν μπορούσε παρά να τη βοηθήσει πλαγίως· τα επιχειρήματά της όφειλαν να είναι ισχυρά από μόνα τους. Ο Σίλγκερομ αποκλείεται να συζητήσει μαζί μου χωρίς Ομιλητή στο πλευρό του. Ο Ομιλητής θα προσπαθούσε να λυγίσει τη Νίθρα, ώστε να δεχτεί τους όρους του Βασιληά του, ενώ, συγχρόνως, θα απέκρουε τις δικές της επιθέσεις, όπως ένας επιδέξιος ξιφομάχος, προειδοποιώντας τον Σίλγκερομ για κάθε κίνδυνο. Πρέπει να νικήσω τον Ανφρακιανό Ομιλητή, όποιος κι αν είναι. Πρέπει οι όροι, κατά βάθος, να ευνοούν εμένα.
Η Πειθώ, όμως, δεν ήταν το μοναδικό όπλο στη διάθεσή της. Το Κοσμικό Κέλευσμα, που έριχνε πύλες (Άραγε, μπορώ ακόμα να ρίξω πύλες; Η αντίσταση του κόσμου αυξάνεται σταδιακά, με κάθε ανήλιαγη ημέρα που περνάει…), ήταν από μόνο του ένα πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις –μια χειροπιαστή αλλά, ταυτόχρονα, απόκοσμη απειλή για τον Σίλγκερομ. Η φήμη της Νίθρα, που, αναμφίβολα, θα είχε φουσκώσει –όπως τη διαβεβαίωνε και ο Άλαντμιν, από όσα άκουγε– σ’όλα τα μήκη και τα πλάτη του Νούφρεκ, και ίσως ακόμα παραπέρα, ήταν άλλο ένα πλεονέκτημα. Όπως επίσης πλεονέκτημα ήταν και ο τίτλος της ως Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς, ο οποίος την έθετε πάνω από κάθε ιέρεια και απαιτούσε σέβας για το πρόσωπό της.
Θα πρέπει να ελέγξω το έδαφος και να δω τι χαρτιά μπορώ να παίξω…
«Νίθρα;»
Στράφηκε, για ν’αντικρίσει τον Φένταρ, ντυμένο με την πανοπλία των διοικητών της Βασιλικής Φρουράς.
«Είσαι έτοιμη να ξεκινήσουμε;»
Η Νίθρα ένευσε. «Πάμε.»
Κατεβαίνοντας τις σκάλες του παλατιού, συνάντησαν τον Άλαντμιν, ο οποίος θα έμενε πίσω. «Χρειάζομαι στην Έρλεν κάποιον που να μπορώ να εμπιστευτώ απόλυτα,» του είχε πει, χτες βράδυ, η Νίθρα, «και ο Κένκορ δεν έχει ούτε την ίδια εμπειρία ούτε την ίδια επιρροή που έχεις εσύ, Άλαντμιν. Μείνε.» Είχε τονίσει την τελευταία λέξη, διότι εκείνος ήταν διστακτικός. Μ’αγαπά πολύ, αλλά αυτό δεν πρέπει να θολώνει την κρίση του. Ο νους του λειτουργεί σαν ένας περίπλοκος αλλά τέλειος μηχανισμός, και πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεί έτσι. Τον αγαπώ επειδή είναι έτσι, επειδή είναι ο Άλαντμιν.
Επί του παρόντος, ο Αρχικατάσκοπος έσφιξε το χέρι της και της είπε: «Να προσέχεις. Δε θα είμαι μακριά.»
Η Νίθρα τού έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα. Άλλα λέγαμε χτες–
Ο Άλαντμιν μειδίασε. «Μη φοβάσαι, θα μείνω.»
Η Νίθρα ένευσε, και τον φίλησε. «Θα προσέχω.»
«Έχε τα μάτια σου ανοιχτά, Φένταρ,» είπε ο Άλαντμιν.
«Τα μάτια μου είναι πάντα ανοιχτά,» απάντησε ο Ωθράγκος. «Και η Χρυσοδάκτυλη ποτέ δε χαλαρώνει, έτσι κι αλλιώς.»
Η Νίθρα και ο Φένταρ έφυγαν από το παλάτι, αφήνοντας τον Άλαντμιν μόνο του σε αίθουσες και γαλαρίες που του έμοιαζαν πιο άδειες από ποτέ. Ίσως γι’αυτό να έφταιγε το γεγονός ότι προχτές ολάκερη η πρωτεύουσα ξεφάντωνε για τη στέψη της νέας Βασίλισσας του Νούφρεκ· ίσως να έφταιγε το ότι η Νίθρα είχε απομακρυνθεί πάλι, λόγω ανάγκης, όπως και την προηγούμενη φορά, που εκείνος έπρεπε να τη στείλει εκτός Νούφρεκ, προκειμένου να γλιτώσει το θάνατο που της ετοίμαζε η Καλβάρθα· ίσως να έφταιγε το ανεξήγητο ρίγος που διέτρεχε τη ράχη του…
Κατευθύνθηκε προς το γραφείο του και, καθοδόν, συνάντησε την Αρχόντισσα Κονθάρα, της Ήανβαν.
«Αρχόντισσά μου,» είπε, «νόμιζα ότι θα ετοιμαζόσασταν να φύγετε.»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη, «δε θα φύγω ακόμα. Λέω να μείνω, για κάποιο καιρό, στην Έρλεν. Μέχρι, τουλάχιστον, να τελειώσει η… διένεξη με το Άνφρακ.
»Θα μπορούσα, όμως, να σου μιλήσω ιδιαιτέρως; Ποτέ δεν ξέρεις ποιος ίσως να κρυφακούει…»
«Ελάτε,» είπε ο Άλαντμιν, και μπήκαν στο γραφείο του. «Καθίστε, Αρχόντισσά μου.»
Η Κονθάρα πήρε θέση αντίκρυ στον Αρχικατάσκοπο, σταυρώνοντας τα πόδια της στο γόνατο. «Θα ήθελα να σε διαβεβαιώσω ότι υποστηρίζω πλήρως τη Βασίλισσα Νίθρα.»
«Δεν το αμφισβήτησα ποτέ, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν, αν και η αλήθεια ήταν πως την Κυρά της Ήανβαν δεν την εμπιστευόταν. Με τίποτα δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί.
«Δε με εμπιστεύεσαι, όμως,» τόνισε η Κονθάρα, σα να είχε διαβάσει το μυαλό του.
Ωραία, σκέφτηκε ο Άλαντμιν, φαίνεται πως καταλαβαινόμαστε. «Θέλετε να καταλήξετε κάπου;» μόρφασε, απλώνοντας τα χέρια του πάνω απ’τη λεία, ξύλινη επιφάνεια του γραφείου.
«Ναι· στο ότι θα έπρεπε να με εμπιστεύεσαι,» είπε η Κονθάρα. «Είμαι πρόθυμη να σε βοηθήσω όπως μπορώ. Να το έχεις υπόψη σου αυτό, Αρχικατάσκοπε.»
«Ευχαριστώ πολύ, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν, τυπικά.
Η Κονθάρα αχνομειδίασε. «Υπάρχουν άνθρωποι που οφείλεις να προσέχεις περισσότερο από εμένα. Εγώ είμαι με το μέρος της Νίθρα· για την ώρα, τουλάχιστον. Πιστεύω πως, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, είναι η καλύτερη επιλογή για Βασίλισσα. Ορισμένοι άλλοι, όμως, όπως ο αδελφός μου, Νάζρεν, και ο ανιψιός μου, Μέριλεβ, δεν το πιστεύουν· και μπορώ να σε βοηθήσω να τους αντιμετωπίσεις, αν χρειαστεί.»
«Ο Πρίγκιπας Νάζρεν ποτέ δεν πίστευε ότι κανένας είναι άξιος να καθίσει στο θρόνο, εκτός από τον εαυτό του, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Άλαντμιν. «Αυτό μου είναι περισσότερο γνωστό απ’ό,τι νομίζετε. Αλλά, επίσης, έχω ακούσει φήμες… οι κακές γλώσσες, αναμφίβολα… να λένε πως κι εσείς επιθυμούσατε ανέκαθεν τα ηνία του Νούφρεκ.»
Η Κονθάρα γέλασε. «Οι κακές γλώσσες, πράγματι…» Το γέλιο της έσβησε, αλλά στη θέση του έμεινε ένα χαριτωμένο χαμόγελο. «Άλαντμιν, η Νίθρα, σίγουρα, θα σου ανέφερε πόσο… διστακτική ήμουν να αποδεχτώ την εξουσία της, σωστά;» Ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
Ο Αρχικατάσκοπος ανασήκωσε τους ώμους. «Σωστά.»
«Παρ’όλ’αυτά, αποφάσισα ότι με συμφέρει περισσότερο να την υποστηρίξω. Με συμφέρει. Δεν είπα ποτέ πως την υποστηρίζω επειδή επιθυμώ τη ζεστασιά του κρεβατιού της. Όμως αυτό δε με κάνει λιγότερο αξιόπιστη. Να το θυμάσαι, σε περίπτωση που χρειαστείς συμμάχους.» Η Κονθάρα σηκώθηκε από την πολυθρόνα της, και ο Άλαντμιν επίσης, για να τη χαιρετήσει δια χειραψίας. «Θα τα ξαναπούμε, σύντομα.»
Όταν ήταν μόνος, διαλογίστηκε επί των όσων του είχε πει η Κυρά της Ήανβαν· και το ερώτημα που διαρκώς περιστρεφόταν στο μυαλό του ήταν: Μπορώ να την εμπιστευτώ; Η Νίθρα φαίνεται να την εμπιστεύτηκε σ’αρκετά μεγάλο βαθμό…
Ο Άλαντμιν, βέβαια, θα παρακολουθούσε την Κονθάρα, όσο εκείνη βρισκόταν στην Έρλεν, και θα μάθαινε αν έκανε τίποτα ύποπτες κινήσεις· όμως ένας Ομιλητής θα μπορούσε να καταλάβει πολύ καλύτερα και ευκολότερα τις διαθέσεις της. Γιατί, καμια φορά, ο εχθρός δε χρειάζεται παρά να κάνει μία κίνηση, για να σε χτυπήσει, αποτελεσματικά και τελειωτικά, και το μόνο που μπορεί να προβλέψει αυτή την κίνηση είναι η αποκωδικοποίηση των διαθέσεών του.
Τολμάω να μιλήσω στην Αρτλάνα; Τολμάω να της ζητήσω να… διαβάσει το νου της Κυράς της Ήανβαν; Είναι πιο έμπιστη από την Κονθάρα, ή λιγότερο;
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι είχε μπλέξει σ’ένα περίπλοκο δίχτυ…
Η πόρτα χτύπησε. «Άρχοντά μου;» είπε μια αντρική φωνή. «Έχω ένα μήνυμα για σας.»
«Πέρασε.»
Ένας στρατιώτης μπήκε και άφησε ένα τυλιγμένο κομμάτι περγαμηνή στο γραφείο του Αρχικατασκόπου.
«Από ποιον είναι;»
«Από μια γυναίκα, Άρχοντά μου. Ήρθε στη δυτική πύλη, μας το έδωσε, και μας ζήτησε να σας το παραδώσουμε. Ύστερα, έφυγε βιαστικά.»
«Σ’ευχαριστώ, στρατιώτη· μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο Άλαντμιν ξετύλιξε την περγαμηνή, καθώς ο πολεμιστής εγκατέλειπε το δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα, ευγενικά.
Οι δύο κυνηγοί έφυγαν, ακολουθώντας το θήραμα. Κι εγώ ακολουθώ αυτές.
Π.
Η Πάρνα, όπως το περίμενε.
Άφησε την περγαμηνή πάνω στο γραφείο, σκεπτόμενος: Δε θα έπρεπε να με εκπλήσσει ετούτη η κίνησή τους. Όσο η Νίθρα ταξιδεύει μαζί με το στρατό, θα προσπαθήσουν να βρουν ευκαιρία να την τοξέψουν…
Ωστόσο, δε χρειάζεται ν’ανησυχώ, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. Η Πάρνα τις παρακολουθεί, και η Χρυσοδάκτυλη κι ο Φένταρ είναι καλοί φρουροί· έχουν προστατέψει τη Νίθρα από πολλά.
Οι Αναζητήτριες της Κυνηγού, όμως, ήταν πολύ επικίνδυνες. Θα μπορούσε η Πάρνα να τα βάλει με δύο από αυτές; Μάλλον όχι. Και εκείνες θα τόξευαν τη Νίθρα όταν βρίσκονταν άλλοι κοντά της; Μάλλον όχι, επίσης· θα περίμεναν να τη βρουν μόνη, αφύλαχτη.
Ο Άλαντμιν αισθάνθηκε μια παρόρμηση να φύγει από την Έρλεν, να πάει στη Βασίλισσά του. Αλλά κυριάρχησε επάνω στον εαυτό του. Μπορώ να κάνω κάτι που θα τη βοηθήσει περισσότερο. Έβγαλε ένα χαρτί κι άρχισε να της γράφει ένα μήνυμα. Έτσι, και θα την προειδοποιούσε και θα έμενε εδώ, στην πρωτεύουσα, όπως εκείνη ήθελε, και όπως ήταν φρόνιμο, άλλωστε.
Η Νίθρα διάβασε το μήνυμα του Άλαντμιν, καθισμένη στη σέλα του αλόγου της. Μάλιστα, συλλογίστηκε. Οι Αναζητήτριες της Κυνηγού βρίσκονται στο κατόπι μου. Η Ματιά της ερεύνησε την ύπαιθρο, βόρεια και νότια της δημοσιάς όπου προέλαυνε το φουσάτο της· δεν είδε, όμως, κανέναν να την παρακολουθεί. Οι ιέρειες ήξεραν για τα Χαρίσματά της και, μάλλον, θα βρίσκονταν σε σημεία όπου δεν υπήρχε ορατότητα. Αλλά, όταν είναι να με δολοφονήσουν, τότε θα πρέπει να βγουν από τις τρύπες τους…
Ενημέρωσε τον Φένταρ και τη Χρυσοδάκτυλη για τις κυνηγούς, αλλά τους ζήτησε να μην προκαλέσουν αναστάτωση ανάμεσα στο στρατό· απλά, να είναι προετοιμασμένοι.
«Πόσο επικίνδυνες θεωρούνται;» ρώτησε ο Ωθράγκος.
«Αρκετά επικίνδυνες,» είπε η Νίθρα. «Δεν ξέρω ακριβώς, δεν τις έχω αντιμετωπίσει ξανά…»
«Αποκλείεται να είναι σαν τους Λεπιδοφόρους Γέρακες,» γνωμοδότησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Είσαι σίγουρη;» είπε ο Φένταρ.
«Ναι… εκτός αν είναι κι αυτές νεκρενοικημένοι δολοφόνοι.»
«Όχι,» είπε η Νίθρα, «αν μη τι άλλο, δεν είναι νεκρενοικημένοι δολοφόνοι. Δε νομίζω να υπάρχουν τέτοιοι στη Λιάμνερ-Κρωθ, έτσι κι αλλιώς.»
Το βράδυ, έστησαν την κατασκήνωσή τους κοντά σε μερικούς λόφους, ενώ ένας δυνατός βόρειος άνεμος φυσούσε, διώχνοντας τη ζέστη της ημέρας και φέρνοντας ξαφνικό ψύχος. Η Νίθρα μπήκε στη σκηνή που της ετοίμασαν και, με τη βοήθεια μιας πολεμίστριας, έβγαλε την αρματωσιά της. Αισθάνθηκε το σώμα της ελεύθερο, έχοντας ξεφορτωθεί το περιττό βάρος· είχε μουδιάσει, ιππεύοντας όλη την ημέρα μ’αυτά τα μέταλλα επάνω της.
«Θέλετε να σας ετοιμάσουμε ένα λουτρό, Βασίλισσά μου;» ρώτησε η υπηρέτρια που τακτοποιούσε μερικά τελευταία πράγματα στο εσωτερικό της σκηνής.
«Όχι,» απάντησε η Νίθρα. «Μπορείτε να πηγαίνετε.»
Οι δύο κοπέλες υποκλίθηκαν και έφυγαν, καληνυχτίζοντας τη Μεγαλειοτάτη.
Η Νίθρα κλότσησε τις μπότες από τα πόδια της και τεντώθηκε, κοιτάζοντας το στρώμα ανυπόμονα. Ωστόσο, το φαγητό που είχε αποθέσει η υπηρέτρια επάνω στο λυόμενο τραπέζι ήταν εξίσου δελεαστικό… κι επιπλέον, πρέπει να φάω κάτι, προτού κοιμηθώ.
Πλησίασε το ανάκλιντρο μπροστά από το γεύμα της, όταν η κουρτίνα της σκηνής παραμερίστηκε και η Χρυσοδάκτυλη παρουσιάστηκε.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε η Νίθρα.
Η Μιρλίμια βάδισε μέσα στη σκηνή. «Όχι, αλλά σκέφτηκα να κοιμηθώ εδώ, σε περίπτωση που κάτι συμβεί.»
«Εντάξει,» είπε η Νίθρα, καθίζοντας στο ανάκλιντρο. «Έχεις φάει;»
«Όχι. Δε σε πειράζει να φάω μαζί σου…»
«Καθόλου.»
Η Χρυσοδάκτυλη πήρε θέση αντίκρυ της.
«Κάποτε,» είπε η Νίθρα, γεμίζοντας δύο ποτήρια με κρασί, «όταν ήμασταν σ’εκείνο το λημέρι των Λυκολατρών, αφήσαμε μια παρτίδα μισοτελειωμένη.»
«Το θυμάμαι.»
«Θα ήθελες να την τελειώσουμε απόψε;»
«Γιατί όχι;» είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορείς να με νικήσεις.»
«Αν δε μας διέκοπτε ο Άλαντμιν, θα σε είχα νικήσει εκείνη τη φορά.»
Η Μιρλίμια ήπιε μια μικρή γουλιά κρασί και, γεμίζοντας ένα πιάτο με φαγητό, ξεκίνησε να τρώει. «Ελπίζω να μην καταλήξω στην κρεμάλα, αν χάσεις, Μεγαλειοτάτη,» είπε.
Η Νίθρα μειδίασε.
*
Η Πάρνα κοντοκάθισε, παρακολουθώντας τις δύο Αναζητήτριες μέσα στο σκοτάδι. Οι γυναίκες είχαν κρυφτεί πίσω από έναν χορταριασμένο λόφο, σε σημείο όπου ο στρατός της Βασίλισσας του Νούφρεκ δεν μπορούσε να τις δει, και δεν είχαν ανάψει φωτιές. Βέβαια, η Πάρνα σκεφτόταν ότι, μάλλον, δεν τις απασχολούσε να μην τις προσέξει κάποιος φρουρός· περισσότερο τις απασχολούσε να μην τις προσέξει η Νίθρα, γιατί, σίγουρα, ήξεραν για τη Ματιά της.
Αναρωτιέμαι πώς σκοπεύουν να πλησιάσουν, για να την τοξέψουν… Θα μπορούσαν, ασφαλώς, να πλησιάσουν και χωρίς κανένα ιδιαίτερο σχέδιο. Άλλωστε, κανείς δε θα σταματούσε δύο Ιερές Αναζητήτριες. Ωστόσο, αν αυτές οι Αναζητήτρια σκότωναν, μετά, τη Βασίλισσα, αυτό δεν μπορεί παρά να προκαλούσε μεγάλη αναστάτωση και αντιδράσεις απ’όλους· ακόμα και από τις ιέρειες που βρίσκονταν μέσα στο φουσάτο.
Θα περιμένω, και θα δω… σκέφτηκε η Πάρνα, τυλίγοντας την κάπα σφιχτά γύρω της και ξαπλώνοντας πίσω από τους θάμνους. Τις Αναζητήτριες τις κοίταζε από ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα στα φυλλώματα. Η μία απ’αυτές είχε πέσει για να κοιμηθεί, αλλά η άλλη ήταν καθισμένη οκλαδόν, φρουρώντας. Αν κατάφερνα να τη σκοτώσω γρήγορα, η δεύτερη θα πέθαινε προτού προλάβει να σηκωθεί… Θα καταφέρω, όμως, να τη σκοτώσω γρήγορα; Η Πάρνα αποφάσισε να το αφήσει για άλλη μέρα.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε λίγες ώρες, κι από τον ύπνο της την ξύπνησε η φωνή της κυνηγού που είχε φυλάξει την πρώτη σκοπιά. Η Λύκαρχος άνοιξε τα μάτια της και, μέσα στο σκοτάδι, είδε τη μορφή της Αναζητήτριας να σκύβει πάνω από τη σύντροφό της και να την ταρακουνά. Εκείνη πετάχτηκε όρθια και μίλησαν, σε έντονους τόνους. Η Πάρνα κατάφερε ν’ακούσει καθαρά μόνο ένα πράγμα που είπαν: Γινόσουν σκιά!
Κατάλαβε, και σκέφτηκε: Αν εγώ αρχίσω να γίνομαι σκιά, ποιος θα με σώσει; Το απομάκρυνε από το μυαλό της, γιατί τη γέμιζε με τέτοιο τρόμο που όμοιό του δεν είχε αισθανθεί ποτέ ξανά.
*
Ώσπου να φτάσουν στα σύνορα της Επαρχίας της Βόλγκρεν, η Νίθρα είδε δύο φορές τις Αναζητήτριες. Τη μία φορά, τις διέκρινε βόρεια της δημοσιάς, στην πλαγιά ενός λόφου, να παρακολουθούν το στρατό, κρυμμένες πίσω από φυλλωσιές. Την άλλη φορά, τις ατένισε στα νότια, μέσα σ’ένα μικρό δάσος. Ποτέ, όμως, δεν τις είδε να πλησιάζουν. Προφανώς, δεν είχαν βρει ακόμα τη στιγμή που περίμεναν, για να κινηθούν.
Η Νίθρα παρατήρησε, επίσης, την Πάρνα, η οποία ακολουθούσε τις κυνηγούς, και ανησύχησε για τη Λυκολάτρισσα, παρά τα όσα είχαν συμβεί αναμεταξύ τους· διότι ήξερε πως, αν οι Αναζητήτριες την έβλεπαν, θα την κυνηγούσαν σαν ελάφι, και οι πιθανότητες να μην τη σκοτώσουν, οι πιθανότητες να τους ξεφύγει ή εκείνη να σκοτώσει αυτές– Η Νίθρα δεν ήθελε να σκέφτεται τις πιθανότητες· ήταν πολύ μικρές, έτσι κι αλλιώς.
Έχει θάρρος. Έχει, ίσως, παραπάνω θάρρος απ’ό,τι της χρειάζεται. Σε συγχωρώ, Πάρνα, για ό,τι έκανες εναντίον μου. Με ξεπληρώνεις με τις τωρινές σου πράξεις· με καθιστάς υπόχρεη προς εσένα. Πραγματικά, όμως, δεν έπρεπε να είχες ακολουθήσει τις Αναζητήτριες. Το μήνυμα του Άλαντμιν ήταν αρκετό. Μια προειδοποίηση, μόνο αυτό χρειαζόμουν. Τι σκοπεύεις να κάνεις; Να τις σκοτώσεις; Πολύ ριψοκίνδυνο…
Τι ωθούσε, άραγε, την Πάρνα σ’αυτό; Σίγουρα, όχι η αγάπη της για τη Νίθρα, ούτε η αφοσίωσή της στο πρόσωπο της Βασίλισσας. Πρέπει να ήταν το μίσος της κατά των ιερειών της Λιάμνερ Κρωθ. Από την άλλη, όμως, η Πάρνα δεν ήταν ανάμεσα στους ακραίους Λυκολάτρες· ασπαζόταν τα πιστεύω των κεντρώων, και οι κεντρώοι –απ’ό,τι είχε καταλάβει η Νίθρα– δεν έκρυβαν τόσο μεγάλη οργή εντός τους· ήταν διπλωματικότεροι.
Παράξενο…
Ωστόσο, αυτό ήταν το λιγότερο που όφειλε να την απασχολεί. Το βασικό της πρόβλημα ήταν πώς να διώξει τις Αναζητήτριες. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να στείλει στρατιώτες να τις συλλάβουν, γιατί θα γινόταν σκάνδαλο: Η Βασίλισσα του Νούφρεκ να συλλαμβάνει τις ιερές πολεμίστριες της Μεγάλης Θεάς; Ανήκουστο! Και θα προκαλέσει περισσότερες διενέξεις με το ιερατείο απ’ό,τι ήδη έχω… Οπότε, τι να κάνω;
Μπορούσε να στείλει τη Χρυσοδάκτυλη, για να επιτεθεί στις Αναζητήτριες, μέσα στη νύχτα, αλλά και πάλι δίσταζε. Την εκτιμούσε πολύ τη Μιρλίμια· φοβόταν μην τη σκοτώσουν, πράγμα το οποίο δε θα ήταν απίθανο. Η Χρυσοδάκτυλη ήταν, αναμφίβολα, καλή, μα και οι Αναζητήτριες δεν πήγαιναν πίσω…
Όχι, σκέφτηκε, καθώς ίππευε μες στο απόγευμα, στην αρχή του φουσάτου της, περιτριγυρισμένη από τη Βασιλική Φρουρά, δε θα τη βάλω σε τέτοιο κίνδυνο, εκτός αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
Το μεσημέρι, είχαν περάσει τα σύνορα της Επαρχίας της Βόλγκρεν και τα εδάφη που τώρα διέσχιζαν ήταν δασώδη, σκιερά, και μυστηριώδη. Όταν έπεσε η νύχτα, σταμάτησαν νότια της δημοσιάς και καταυλίστηκαν. Η Νίθρα μπορούσε ν’ακούσει τη δυνατή σιγαλιά ετούτων των τόπων, πολλοί απ’τους οποίους βρίσκονταν στα σύνορα των Αρχέτοπων… και, καθώς ολόκληρος ο κόσμος μοιάζει να μεταμορφώνεται σε Αρχέτοπο, είναι φυσικό αυτά τα μέρη να επηρεάζονται πρώτα και πολύ πιο έντονα.
Τι μυστήριο κι ετούτο… Αλλά, όχι, δε θα ασχολιόταν τώρα μ’αυτό· είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι, πριν απ’όλα, θα φρόντιζε για την ασφάλεια και τη σταθερότητα του Βασιλείου της.
Ωστόσο, η έντονη σιγαλιά την έκανε να βγει απ’τη σκηνή της και να κοιτάξει το στρατόπεδο που την περιέβαλλε, σα να ήθελε να βεβαιωθεί ότι βρισκόταν ακόμα εκεί και δεν είχε, ξαφνικά, εξαφανιστεί μέσα στην ομίχλη, όπως γίνεται στα παραμύθια. Τα εδάφη της Βόλγκρεν μοιάζουν με άλλο κόσμο, παρατήρησε η Νίθρα. Πάντοτε έμοιαζαν με άλλο κόσμο, όφειλε να παραδεχτεί, πάντοτε η Επαρχία της Βόλγκρεν ήταν σκοτεινή και μυστηριώδης –ένας ρομαντικός, σχεδόν μυθικός τόπος–, αλλά τώρα πλέον αυτή η αίσθηση είχε δεκαπλασιαστεί. Με τρομάζει… Αισθανόταν και η ίδια λιγότερο αληθινή, λιγότερο υπαρκτή…
Καθώς στεκόταν στην είσοδο της σκηνής της, κρατώντας την κουρτίνα παραμερισμένη, το βραδινό αεράκι τη διαπερνούσε γλυκά και στα ρουθούνια της ερχόταν η οσμή των δέντρων και των αγριολούλουδων του δάσους… ενώ στ’αφτιά της ήρθαν βήματα. Κάποιος βάδιζε προς το μέρος της. Η Νίθρα στράφηκε και είδε τη Χρυσοδάκτυλη, η οποία την επισκεπτόταν κάθε νύχτα στη σκηνή της. Η Βασίλισσα μπορούσε πλέον να ορκιστεί ότι ορισμένοι στρατιώτες κοίταζαν παράξενα εκείνη και τη Μιρλίμια, νομίζοντας ότι ήταν ερωμένες.
Η Νίθρα μειδίασε στραβά, ατενίζοντας τώρα τη Χρυσοδάκτυλη. Εκείνη δε ρώτησε γιατί· απλά ζύγωσε και στάθηκε δίπλα της, σιωπηλά.
Η Βασίλισσα έστρεψε τη Ματιά της στα δάση που τους περιέβαλλαν. Κοίταξε ανάμεσα από τις σκηνές του στρατοπέδου, ανάμεσα από κορμούς και φυλλωσιές, μέσα από πυκνές, νυχτερινές σκιές… και είδε κίνηση. Έντονη κίνηση. Κάποιος έτρεχε.
Μια τούφα καστανών μαλλιών…
Ένα βέλος…
…καρφώθηκε σ’ένα δέντρο.
Κι άλλες κινήσεις. Δεν έτρεχε μονάχα ένας. Μονάχα μία. Η Πάρνα.
Την καταδίωκαν.
Οι Αναζητήτριες την είδαν!
«Νίθρα;» Η Χρυσοδάκτυλη άγγιξε τον ώμο της, και η Βασίλισσα τινάχτηκε, στρεφόμενη στη Μιρλίμια. «Πού ταξιδεύεις;»
«Η Πάρνα κινδυνεύει!»
Η Χρυσοδάκτυλη συνοφρυώθηκε, παραξενεμένη. «Πώς το ξέρεις;»
«Την είδα. Από εκεί.» Το βλέμμα της στράφηκε πάλι στα δυτικά.
«Δε φαίνεται τίποτα,» είπε η Μιρλίμια, ακολουθώντας τη ματιά της Ρουζβάνης. «Μόνο σκοτάδι μετά απ’τον καταυλισμό μας. Εγώ, τουλάχιστον, δε βλέπω κάτι άλλο.»
«Εγώ, όμως, είδα. Οι Αναζητήτριες την κυνηγούν, Χρυσοδάκτυλη· είμαι βέβαιη!» ψιθύρισε, έντονα, η Νίθρα.
Η Μιρλίμια έμεινε σιωπηλή, ατενίζοντας τα μυστηριώδη μάτια της Βασίλισσας και αναρωτούμενη πόσο μακριά μπορούσαν να κοιτάξουν. Η Νίθρα την τρόμαζε, κάποιες φορές. Πολλές φορές.
«Πρέπει να τη βοηθήσω.» Η Νίθρα στράφηκε και μπήκε στη σκηνή.
Η Χρυσοδάκτυλη την ακολούθησε. «Τι θα κάνεις;»
«Θα έρθεις μαζί μου, Χρυσοδάκτυλη,» της είπε εκείνη, δένοντας το σπαθί της στη μέση της. «Είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να πάρω μαζί μου.»
«Δεν καταλαβαίνω. Μου φαίνεται παράτολμο.»
Η Νίθρα έριξε την κάπα της στους ώμους και φόρεσε την κουκούλα. «Τι δεν καταλαβαίνεις; Δε γίνεται να βάλω τους στρατιώτες μου να επιτεθούν στις Αναζητήτριες της Μεγάλης Θεάς, προκειμένου να σώσουν μια Λυκολάτρισσα.» Βγήκε απ’τη σκηνή, και η Χρυσοδάκτυλη την ακολούθησε πάλι. Δε συμφωνούσε με την απόφαση της Νίθρα, και η ανησυχία της δεν ήταν για τον εαυτό της –είχε περάσει από πολλούς κινδύνους, ώστε ν’ανησυχεί τώρα για μια εξόρμηση στα νυχτερινά δάση–, αλλά για τη Βασίλισσα. Ωστόσο, φύσει στωική και λιγομίλητη, δεν έφερε αντίρρηση. Θα έχει τους λόγους της, συλλογίστηκε, και εύχομαι να είναι καλοί…
Πάντως, καθώς διέσχιζαν το στρατόπεδο, η Χρυσοδάκτυλη δεν μπορούσε να διώξει από το μυαλό της τη σκέψη ότι η Νίθρα κατευθυνόταν προς την Κοιλιά του Ερποχθόνιου. Αν και ήταν αμφίβολο ότι ο Ερποχθόνιος υπήρχε στη Λιάμνερ-Κρωθ –ήταν Μιρλίμιος δαίμονας–, η παρομοίωση εξακολουθούσε να ισχύει. Οι Ρουζβάνοι, μάλλον, θα έλεγαν ότι η Βασίλισσά τους πήγαινε στο Στόμα του Λύκου. Οι Αναζητήτριες την ήθελαν νεκρή, κι εκείνη, αντί να προσπαθεί να τις αποφύγει, είχε αποφασίσει να τις πλησιάσει…
«Φόρεσε την κουκούλα σου,» είπε η Νίθρα στη Χρυσοδάκτυλη, κι εκείνη υπάκουσε. «Δε θέλω να μας αντιληφτούν οι στρατιώτες μου. Ή, τουλάχιστον, ας μας αντιληφτούν όσο το δυνατόν λιγότεροι.»
Όταν έφτασαν στη δυτική άκρη του στρατοπέδου, οι φρουροί που βρίσκονταν εκεί, βαστώντας βαλλίστρες και δόρατα, τους έριξαν παραξενεμένα βλέμματα, μα κανείς δεν προσπάθησε να τις σταματήσει. Η δουλειά τους ήταν να εμποδίζουν πιθανούς εχθρούς και κατασκόπους από το να μπαίνουν στο στρατόπεδο, όχι να εμποδίζουν τους ανθρώπους του στρατοπέδου από το να βγαίνουν.
Η Νίθρα χρησιμοποίησε τη Ματιά, μέσα από τη κουκούλα της. Ή, μάλλον, εστιάστηκε στη χρήση της Ματιάς· δεν κοίταξε απλά το δάσος: επικεντρώθηκε στο να παρατηρήσει κάθε λεπτομέρεια, και αισθάνθηκε ότι κι αυτό το Χάρισμα τής απομυζούσε δύναμη, ακριβώς όπως και τα άλλα της Χαρίσματα. Είδε το σκοτάδι να διαλύεται εμπρός της, τις φυλλωσιές να είναι ασήμαντες· το βλέμμα της έμοιαζε να τρέχει. Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, το ίδιο και τα μηλίγγια της.
Μια σκιά…
…μιας γυναίκας.
Με τόξο.
Άλλη μία.
Μάτια γυαλίζουν στο σκοτάδι…
Ένα βέλος τραβιέται από μια φαρέτρα–
«Απο δώ, Χρυσοδάκτυλη!» είπε η Νίθρα, βαδίζοντας εσπευσμένα. «Απο δώ.»
Η Μιρλίμια την ακολούθησε, ξεθηκαρώνοντας ένα ξιφίδιο από τη ζώνη της και τεντώνοντας τις αισθήσεις της, επικαλούμενη το Προαίσθημα.
Η βαθιά σιγαλιά τις κατάπιε, καθώς προχωρούσαν μέσα στα δάση.
Μια κραυγή αντήχησε, και η Νίθρα είδε μια δυνατή λάμψη, σαν ξαφνική φωτιά να πετάχτηκε…
…Και μια λεπίδα: η φωτιά και η λεπίδα, ήταν ένα…
Τα Δόντια του Λύκου!
Άρχισε να τρέχει, παραμερίζοντας τη βλάστηση, και με τα δύο χέρια.
«Όχι!» Η Χρυσοδάκτυλη την άρπαξε απ’τον ώμο. «Θα σ’ακούσουν!»
Σωστά, σκέφτηκε η Νίθρα.
Αλλά πολύ αργά…
Η Ματιά της ταξίδεψε με εξωπραγματική ταχύτητα–
Ένα μακρύ, γυναικείο πρόσωπο στράφηκε.
Τα μάτια στένεψαν, τα χείλη πιέστηκαν.
Οι Αναζητήτριες δεν είναι τόσο μακριά… Η Ματιά την είχε μπερδέψει· δεν μπορούσε να υπολογίζει καλά την απόσταση.
Τράβηξε το σπαθί της και βάδισε, επιφυλακτικά. «Πρόσεχε, Χρυσοδάκτυλη,» μουρμούρισε.
Εσύ έτρεχες, σκέφτηκε η Μιρλίμια, μα δεν το είπε. «Πού είναι; Τις βλέπεις;» ρώτησε, ψιθυριστά.
Η Νίθρα ύψωσε το χέρι, για να δείξει. «Η μία σκαρφαλώνει σε δέντρο. Ετοιμάζει το τόξο της.»
«Δεν μπορεί να μας σημαδέψει εδώ πού είμαστε… έτσι;»
«Όχι, δε νομίζω.» Ναι, η Ματιά τη μπέρδευε. Εγώ βλέπω την Αναζητήτρια καθαρά.
Περπάτησε, με το ξίφος της κατεβασμένο, αλλά σε ετοιμότητα. Δεν είχε καμια σπουδαία ικανότητα ως ξιφομάχος –στη Μιρλίμια δολοφόνο βασιζόταν, σε περίπτωση συμπλοκής–, όμως ποτέ δε βλάπτει κανείς να φυλάγεται.
Καθώς βάδιζαν μέσα στην πυκνή βλάστηση και στο σκοτάδι των Βολγκρένιων δασών, η Χρυσοδάκτυλη άρχισε να νιώθει το Προαίσθημα να την κεντρίζει, φωνάζοντάς της: Κίνδυνος! Κίνδυνος! Και μετά: Επάνω δεξιά!
Και ο κίνδυνος δεν ήταν για τη Νίθρα.
Η Χρυσοδάκτυλη πετάχτηκε στο πλάι, και το βέλος πέρασε ανάμεσα σ’εκείνη και τη Ρουζβάνη, για να καρφωθεί σ’ένα δέντρο.
«Ακινητοποίησέ την!» Κέλευσε η Νίθρα το δέντρο πάνω στο οποίο ήταν σκαρφαλωμένη η Αναζητήτρια, και είδε τα κλαδιά του φυτού να προσπαθούν να την τυλίξουν. Η γυναίκα, όμως, κατάφερε να πηδήσει μακριά, μ’ένα δυνατό τίναγμα, και να γλιτώσει.
Η Νίθρα παραπάτησε από τη ζάλη που την είχε χτυπήσει, ύστερα από την επίκληση του Κοσμικού Κελεύσματος. Έμπηξε το σπαθί της στο χώμα, για να στηριχτεί.
Και η Αναζητήτρια τράβηξε, αστραπιαία, ένα βέλος από τη φαρέτρα της, το πέρασε στη χορδή, και τη σημάδεψε.
Αλλά αστόχησε, γιατί η Χρυσοδάκτυλη πετάχτηκε πάνω στη Νίθρα, σωριάζοντάς τη μέσα σε κάτι θάμνους.
Η Μιρλίμια ορθώθηκε, πάραυτα, για να δει την Αναζητήτρια να χάνεται στις σκιές, μ’ένα τίναγμα της κάπας της.
«Νίθρα!» σφύριξε. «Πού πάει;»
Η Ρουζβάνη σηκώθηκε, με το ζόρι. Το καταραμένο Κοσμικό Κέλευσμα γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο στη χρήση του! Έτριξε τα δόντια. «Τι είπες;» ρώτησε.
«Η Αναζητήτρια έτρεξε απο κεί.» Η Χρυσοδάκτυλη έδειξε. «Τη βλέπεις;»
Η Ματιά διαπέρασε σκοτάδι και φυλλωσιές. Τη βλέπω. Μια ξανθιά γυναίκα έτρεχε, με το τόξο της στο χέρι. Τα πόδια της έμοιαζαν να κινούνται όπως αυτά μιας ελαφίνας.
«Ναι.» Η Νίθρα άρχισε να την ακολουθεί, τρέχοντας.
Η Χρυσοδάκτυλη έτρεξε πλάι της. «Έχει σταματήσει; Μας σημαδεύει; Πες μου!»
«Όχι· απομακρύνεται.» Μάλλον, θα μας οδηγήσει στην Πάρνα.
Η Νίθρα κοίταξε πέρα από την Αναζητήτρια. Το δάσος θόλωσε. Σκιές… ελάχιστη αστροφεγγιά… κηλίδες απόλυτου σκότους… κορμοί… φυλλωσιές… μικρά, νυκτόβια ζωάκια… νυχτοπούλια… Μια τοξότρια, μπροστά από μια σπηλιά, στην πλαγιά ενός λοφίσκου. Ακίνητη, αλλά με το τόξο της τεντωμένο. Μέσα στη σπηλιά–
Η Νίθρα σκόνταψε και σωριάστηκε, με μια κραυγή που δεν κατάφερε να συγκρατήσει, καθώς ο νους της ήταν στραμμένος αλλού. Το σπαθί έφυγε απ’το χέρι της.
Η Χρυσοδάκτυλη σταμάτησε απότομα. Μπορεί και βλέπει δεκάδες μέτρα μακριά, αλλά όχι μισό μέτρο μπροστά της! γρύλισε από μέσα της η Μιρλίμια, παρατηρώντας πως η Νίθρα είχε μπλεχτεί στις ρίζες ενός μεγάλου δέντρου.
–Το Προαίσθημα!
Η Χρυσοδάκτυλη τινάχτηκε παραδίπλα, και το βέλος αστόχησε.
Νυχτοπούλια φτερούγισαν παντού τριγύρω.
Ελαφριά βήματα ακούστηκαν να ζυγώνουν.
Η Νίθρα ύψωσε τη ματιά της και είδε την Αναζητήτρια να έρχεται καταπάνω της, μ’ένα ακόντιο υψωμένο πάνω απ’τον δεξή ώμο.
«Ρίξτο στον ουρανό!» Πρόσταξε, νιώθοντας το λαιμό της, συγχρόνως, να πνίγεται από τη χρήση του Χαρίσματός της.
Το ακόντιο εξαπολύθηκε πάνω απ’τα δέντρα, και η Αναζητήτρια σταμάτησε στη μέση της πορείας της, με τα μάτια γουρλωμένα. Αλλά, αμέσως, έβγαλε το τόξο της από την πλάτη.
Η Νίθρα Κέλευσε το όπλο, έχοντας ανασηκωθεί στο ένα γόνατο: «Έλα στο χέρι μου!»
Η Αναζητήτρια το κράτησε, και με τις δύο γροθιές, τρίζοντας τα δόντια, καθώς εκείνο προσπαθούσε να φύγει από τη λαβή της.
Η Χρυσοδάκτυλη τη ζύγωσε, κρατώντας δύο ξιφίδια. Τα μποτοφορεμένα της πόδια έμοιαζαν να μην πατάνε στο έδαφος.
Η κυνηγός άφησε το τόξο –το οποίο πήγε στα χέρια της Νίθρα– κι απέφυγε τις λεπίδες της Μιρλίμιας φόνισσας, κλοτσώντας την στην κοιλιά και χτυπώντας την, με τον αγκώνα, στο πλάι του κεφαλιού.
Αν μπορεί να κάνει ΑΥΤΟ στη Χρυσοδάκτυλη, τότε τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ό,τι νόμιζα! σκέφτηκε η Νίθρα.
Η Αναζητήτρια στράφηκε και έτρεξε.
Η Νίθρα σήκωσε το σπαθί της από κάτω και ζύγωσε τη Μιρλίμια, η οποία ορθωνόταν, ζαλισμένη.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε.
«Ναι,» μούγκρισε η Χρυσοδάκτυλη μέσα από σφιγμένα δόντια. Τα μάτια της φλέγονταν, και η Νίθρα μπορούσε να καταλάβει ότι τώρα είχε πάρει αυτό τον θανατηφόρο αγώνα προσωπικά.
Η Βασίλισσα προχώρησε, ξαναχρησιμοποιώντας τη Ματιά.
…Η Αναζητήτρια έτρεχε. Τώρα που είχε χάσει το τόξο της, μάλλον δε θα επέστρεφε· θα πήγαινε κατευθείαν στη σύντροφό της. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .η οποία δε βρισκόταν πολύ μακριά, αν η Νίθρα υπολόγιζε σωστά την απόσταση (πράγμα αμφίβολο): Στεκόταν, ακόμα, μπροστά από τη σπηλιά, με το τόξο της τεντωμένο· αλλά τώρα πρέπει να είχε ακούσει την άλλη να έρχεται: τα μάτια της κοιτούσαν στο πλάι. Η Νίθρα παρατήρησε ότι η Ματιά της έβλεπε τα πρόσωπα σκοτεινά μέσα στη νύχτα, αλλά τα μάτια τα έβλεπε πάντα πολύ, πολύ καθαρότερα, σα να φωσφόριζαν.
Ποιος βρισκόταν, όμως, μες στη σπηλιά;
Διαπέρασε το πέπλο του σκοταδιού και, ναι, όπως το περίμενε, αντίκρισε την Πάρνα, παγιδευμένη, κρυμμένη πίσω από μια βραχώδη προεξοχή, να κοιτάζει έξω με επιφύλαξη, μην μπορώντας να βγει χωρίς να την τοξέψουν.
Η Λύκαρχος άνοιξε το στόμα της και έβγαλε έναν δυνατό ήχο που έμοιαζε με τ’αλύχτημα λύκου.
Η Αναζητήτρια με το τεντωμένο τόξο φάνηκε ν’ανησυχεί.
Η φίλη της την πλησίασε, μιλώντας της–
Είμαστε κοντά.
Η Νίθρα διέκοψε τη χρήση της Ματιάς και στάθηκε ακίνητη, τεντώνοντας το χέρι, για να προειδοποιήσει τη Χρυσοδάκτυλη. Η Μιρλίμια δεν ξαφνιάστηκε· τα πόδια της έπαψαν να τρέχουν σαν κάποιος να της το είχε πει από πριν.
«Τις βλέπω,» ψιθύρισε.
Ναι, σκέφτηκε η Νίθρα, τώρα ο οποιοσδήποτε μπορεί να τις δει. Καμια φορά, η Ματιά τής προκαλούσε σύγχυση όταν μιλούσε με τους άλλους· ιδιαίτερα παλιά, που δεν ήξερε ότι είχε αυτό το Χάρισμα και δεν το είχε αναπτύξει. (–Εκεί είναι, δεν το βλέπεις; –Μα, τι λες; –Πάμε πιο κοντά. –Α, ναι· έχεις δίκιο. Τι δυνατά μάτια που έχεις, Νίθρα!)
Οι Αναζητήτριες στράφηκαν στο μέρος τους.
«Κι εκείνες μας βλέπουν,» είπε η Νίθρα στη Χρυσοδάκτυλη, και καλύφτηκαν πίσω από έναν κορμό η καθεμία.
Η τοξοφόρος Αναζητήτρια άρχισε να τις ζυγώνει, επιφυλακτικά, με το όπλο της τεντωμένο. Η άλλη τράβηξε το σπαθί της και πήγε προς το άνοιγμα της σπηλιάς.
*
Δεν το περίμενα ότι θα έρχονταν τόσο γρήγορα! σκέφτηκε η Πάρνα. Πριν λίγο, είχε βγάλει τη Φωνή των Λύκων, ελπίζοντας ότι κάποιος Λυκολάτρης θα την άκουγε και θα τη βοηθούσε. Ωστόσο, αμφέβαλλε ότι η βοήθεια θα ερχόταν τόσο γρήγορα· η Φωνή δεν είχε προλάβει να βγει απ’το λαιμό της και η μία από τις Αναζητήτριες είχε στραφεί απ’την άλλη, με το τόξο της τεντωμένο και βαδίζοντας προσεκτικά.
Πρέπει να ήμουν τυχερή· πρέπει κάποιος Λυκολάτρης να περνούσε από εδώ κοντά, συμπέρανε η Πάρνα, καθώς έβλεπε τη δεύτερη Αναζητήτρια να μπαίνει στη σπηλιά, με το σπαθί της γυμνολέπιδο.
Η Λύκαρχος πετάχτηκε έξω απ’την κρυψώνα της και, μ’ένα γρύλισμα, επιτέθηκε, κραδαίνοντας τα Δόντια του Λύκου. Οι λεπίδες της συναντήθηκαν με το ξίφος της κυνηγού, και μικρές ανίσχυρες φλόγες πετάχτηκαν τριγύρω· τα όπλα γυάλιζαν στα χέρια της Πάρνα.
«Ώστε η Βασίλισσα έχει συμμαχήσει με τους ακόλουθους του Ακατονόμαστου!» είπε η Αναζητήτρια. «Τώρα είναι φανερό από πού πηγάζουν τα… Χαρίσματά της!»
Δεν έχεις ιδέα, σκέφτηκε η Πάρνα, προσπαθώντας να παραμερίσει το σπαθί της αντιπάλου της, με το ένα Δόντι, και να την καρφώσει, με το άλλο.
Η Αναζητήτρια απέφυγε τη φλογερή λεπίδα που πήγαινε για την κοιλιά της, και έβαλε τρικλοποδιά στην Πάρνα, σωριάζοντάς την.
*
Η κυνηγός έβαλε κατά της Νίθρα, αστοχώντας το μάτι της για μερικούς πόντους και σχίζοντας το φλοιό του κορμού πίσω απ’τον οποίο ήταν καλυμμένη.
Σκίζες πετάχτηκαν, τυφλώνοντας τη Βασίλισσα, που γρύλισε και διπλώθηκε, αφήνοντας το σπαθί της να πέσει και τρίβοντας τα κλειστά της βλέφαρα.
Η Χρυσοδάκτυλη είδε τι είχε συμβεί, και κατάλαβε ότι, αν η κυνηγός πλησίαζε τώρα τη Νίθρα, στο Νούφρεκ θα έπρεπε να κάνουν, σύντομα, άλλη Τελετή Στέψης. Έτσι, βγήκε απ’την κρυψώνα της, τρέχοντας καταπάνω στην Αναζητήτρια.
Εκείνη, έχοντας ήδη περάσει βέλος στη χορδή του τόξου της (Τι ταχύτητα έχει μ’αυτό το όπλο!), έβαλε κατά της Μιρλίμιας. Το Προαίσθημα και μόνο έσωσε τη Χρυσοδάκτυλη· το βέλος πέρασε πλάι απ’το αριστερό της χέρι, και η δολοφόνος χίμησε στην Αναζητήτρια, σπαθίζοντας καρφωτά με τα ξιφίδιά της.
Εκείνη, πετώντας το τόξο της, άρπαξε τους καρπούς της Μιρλίμιας και, με μια σπρωξιά, τη σώριασε ανάσκελα. Η Χρυσοδάκτυλη κύλησε στο πλάι, καθώς η αντίμαχός της ξεσπάθωνε· και, μόλις σηκώθηκε, ξεκίνησαν να ξιφομαχούν.
*
Η Αναζητήτρια πάτησε την Πάρνα στην κοιλιά, κι εκείνη αισθάνθηκε όλο τον αέρα να φεύγει από μέσα της, καθώς ένας δυνατός πόνος απλωνόταν από το κέντρο του σώματός της προς τα έξω. Ήξερε, όμως, πως, αν δε δρούσε αμέσως, το λεπίδι της αντιπάλου της θα τη λιάνιζε. Έτσι, τα Δόντια του Λύκου κινήθηκαν σχεδόν χωρίς η Πάρνα να σκεφτεί, και σπάθισαν το γόνατο της κυνηγού, προτού εκείνη προλάβει να χτυπήσει τη Λυκολάτρισσα με το ξίφος της.
«Αααααα!» ούρλιαξε, αιφνιδιασμένη, καθώς τα Λυκοευλογημένα όπλα έκαιγαν το παντελόνι και τη σάρκα της. Πετάχτηκε πίσω, παραπατώντας, και κοπάνησε σ’ένα απ’τα πέτρινα τοιχώματα της σπηλιάς.
Η Πάρνα προσπάθησε να σηκωθεί, παρότι ο πόνος ήταν ακόμα δυνατός μέσα της. Προσπάθησε να βάλει τα γόνατά της από κάτω της, να δώσει ώθηση στο κορμί της.
Η Αναζητήτρια ήρθε, κουτσαίνοντας, προς το μέρος της και, υψώνοντας το σπαθί της με τα δύο χέρια, το κατέβασε καταπάνω στη Λύκαρχο. Εκείνη ύψωσε τα Δόντια της, διασταυρωμένα, και το σταμάτησε, ενώ φλόγες πετάγονταν.
«Καμια απ’τις σκοτεινές σου μαγείες δε θα σε σώσει, Λυκολάτρισσα!» γρύλισε η κυνηγός, πιέζοντας την Πάρνα, η οποία ένιωθε τα χέρια της να υποχωρούν.
*
Η Νίθρα άκουγε τη Χρυσοδάκτυλη να μονομαχεί με την Αναζητήτρια· άκουγε τον ήχο που έκαναν οι λεπίδες, καθώς συναντιόνταν ξανά και ξανά. Κι εγώ κάθομαι εδώ και τρίβω τα μάτια μου! σκέφτηκε, οργισμένη, και βλεφάρισε, προσπαθώντας να δει, να ξεθολώσει την όρασή της.
Το ένα της χέρι άγγιξε τον κορμό, και η Νίθρα γύρισε, για να κοιτάξει τι γινόταν.
Κάποιος την άρπαξε από πίσω, κλείνοντάς της το στόμα, με μια δυνατή παλάμη.
Μεγάλη Θεά!
Η Νίθρα τον χτύπησε, με τους αγκώνες της, αλλά εκείνος δε χαλάρωσε τη λαβή του· πίεσε το πρόσωπό της ακόμα περισσότερο, κλείνοντάς της τη μύτη μαζί με το στόμα. Τώρα, εκτός από τα δάκρυα που της είχαν φέρει οι σκλήθρες, χρώματα άρχιζαν, επίσης, να θολώνουν την όρασή της.
Ο άντρας –πρέπει να ήταν άντρας· έτσι υπέθετε η Νίθρα, τουλάχιστον– την έσπρωξε, ρίχνοντάς τη στο χορτάρι και πέφτοντας επάνω της. Τα χρώματα θόλωσαν τελείως την όρασή της…
…και μετά, μαύρο…
…παντού.
*
Η προσποίηση της Χρυσοδάκτυλης πέτυχε. Η Αναζητήτρια έκανε ν’αποκρούσει το ξιφίδιό της σε λάθος ύψος, έτσι η Μιρλίμια την κάρφωσε στον δεξή μηρό, κι εκείνη παραπάτησε. Ωστόσο, απέφυγε τ’άλλο όπλο της δολοφόνου, προτού τη χτυπήσει καταπρόσωπο. Σπάθισε ημικυκλικά, αποσκοπώντας ν’απομακρύνει τη Χρυσοδάκτυλη και κατορθώνοντάς το, γιατί εκείνη αναγκάστηκε να πηδήσει όπισθεν, προκειμένου να μη χτυπηθεί από τη μακριά λεπίδα.
Με την άκρια του ματιού της, είδε έναν άντρα να ζυγώνει, έχοντας το τόξο του τεντωμένο.
«Αναζητήτρια!» είπε ο άγνωστος, μοιάζοντας ν’αναγνωρίζει την κυνηγό από την ενδυμασία της: δερμάτινα ρούχα και ένα χιτώνιο από πάνω, στο στήθος του οποίου ήταν κεντημένο ένα τόξο με βέλος περασμένο στη χορδή.
Η Αναζητήτρια στράφηκε –και η βολή του άντρα την πέτυχε στον δεξή ώμο, σωριάζοντάς την.
«Εσύ φώναξες;» ρώτησε ο άγνωστος τη Χρυσοδάκτυλη, περνώντας άλλο ένα βέλος στη χορδή του τόξου του.
Η Μιρλίμια τον κοίταξε παραξενεμένη.
Ο άγνωστος τη σημάδεψε. «Ποια είσαι; Ποιος με φώναξε;» απαίτησε.
Η Χρυσοδάκτυλη αντιλαμβανόταν ότι από τέτοια απόσταση –σχεδόν εξ επαφής– αποκλείεται να κατάφερνε ν’αποφύγει το βέλος του…
*
Τα χέρια της Πάρνα δε θα κρατούσαν για πολύ· το ξίφος της Αναζητήτριας βρισκόταν ολοένα και πιο κοντά της· μόλις η δύναμή της την εγκατέλειπε, η κόψη του θα έσκιζε τη σάρκα της.
Ο Λύκος, όμως, χρησιμοποιεί όλα τα όπλα που έχει στη διάθεσή του. Όλα. Και τα φυσικά όπλα είναι, ορισμένες φορές, τα καλύτερα.
Η Πάρνα τέντωσε το λαιμό της και δάγκωσε, δυνατά, τον δεξή καρπό της Αναζητήτριας.
Εκείνη ούρλιαξε, όπως πριν –μια φωνή που αποκάλυπτε ανάμικτο πόνο και αιφνιδιασμό–, και τινάχτηκε πίσω. «Λυσσασμένη σκύλα!» σύριξε, σπαθίζοντας τυχαία.
Η Πάρνα έκανε έναν γρήγορο ελιγμό, αποφεύγοντας τη λεπίδα, η οποία χτύπησε τον τοίχο της σπηλιάς, εκτοξεύοντας σπίθες και μικρά πέτρινα θραύσματα.
Η κυνηγός ξανασπάθισε, κάθετα, γρυλίζοντας. Είχε –προς στιγμή, τουλάχιστον– χάσει την ψυχραιμία της, και η Λύκαρχος σκόπευε να το εκμεταλλευτεί αυτό. Καθώς ακόμα βρισκόταν κάτω, απέφυγε το ξίφος της Αναζητήτριας, κυλώντας καταπάνω της και πέφτοντας, με τον ώμο, στα γόνατά της, το ένα εκ των οποίων ήταν ήδη τραυματισμένο.
Όπως η Πάρνα υπολόγιζε, η αντίμαχός της σωριάστηκε.
Και τώρα, είμαστε στο ίδιο επίπεδο… Τα Δόντια του Λύκου γυάλισαν στα χέρια της.
*
Η Χρυσοδάκτυλη πισωπάτησε ένα βήμα. «Δε σε φώναξα εγώ. Αν είσαι, όμως, Λυκολάτρης, μια φίλη σου κινδυνεύει μέσα στη σπηλιά.»
«Κι εσύ ποια είσαι;» ρώτησε ο άντρας.
«Δεν είμαι εχθρός σου. Αντιμετώπιζα την Αναζητήτρια, δεν το είδες;»
Και, σαν τα λόγια της Μιρλίμιας να την επικαλέστηκαν, η πεσμένη κυνηγός άρχισε να σηκώνεται, παρότι το βέλος του αγνώστου προεξείχε απ’τον δεξή της ώμο. Το αριστερό της χέρι τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα της, αναμφίβολα για να το εκτοξεύσει.
Αλλά δεν πρόλαβε. Άλλο ένα βέλος τη χτύπησε, στο στήθος, και η Αναζητήτρια σωριάστηκε.
*
Η Πάρνα χίμησε στην Αναζητήτρια, καθώς εκείνη έκανε ν’ανασηκωθεί. Το ένα Δόντι κράτησε το σπαθί της κάτω και το άλλο κατέβηκε προς το στήθος της· η κυνηγός, όμως, έπιασε τον καρπό της Λύκαρχου, σταματώντας το.
«Η φίλη μου είναι πίσω σου!» είπε, ξέπνοα. «Σε σημαδεύει στην πλάτη!»
«Τι διαφορά έχει, τότε; Τουλάχιστον, θα σκοτώσω εσένα!» αντιγύρισε η Πάρνα.
Η Αναζητήτρια σήκωσε τα γόνατά της, προσπαθώντας να αποτινάξει τη Λυκολάτρισσα, αλλά εκείνη δεν την άφησε, κρατώντας την επιδέξια από κάτω της. Ωστόσο, ελάττωσε –επίτηδες– την πίεση που ασκούσε στο σπαθί της Αναζητήτριας, και η αντίμαχός της άρχισε να σηκώνει τη λεπίδα, ενώ τα δύο όπλα εξακολουθούσαν να είναι διασταυρωμένα.
Η Πάρνα κατέβασε απότομα το Δόντι, τρυπώντας τα δεξιά πλευρά της κυνηγού. Το σώμα της Αναζητήτριας συσπάστηκε κι ένα μουγκρητό βγήκε από μέσα της. Η λεπίδα την έκαιγε. Και το μουγκρητό μετατράπηκε σε διαπεραστικό ουρλιαχτό, όπως και η πρώτη σύσπαστη σε δυνατό σφαδασμό.
Η Πάρνα κατέβασε και το άλλο της Δόντι, καρφώνοντας την Αναζητήτρια στο λαιμό.
Οι σφαδασμοί έπαψαν, και η Λύκαρχος μπορούσε, για λίγο, ν’ακούσει μόνο τη λαχανιασμένη της αναπνοή.
Ύστερα, βήματα αντήχησαν πίσω της.
Η άλλη. Δεν έχω πιθανότητας επιβίωσης τώρα…
Στράφηκε, αργά… για να δει έναν άντρα να στέκεται στην είσοδο της σπηλιάς!
Η βοήθεια που κάλεσα. Η Πάρνα ορθώθηκε και βάδισε προς το μέρος του.
«Λύκαρχε Πάρνα!» είπε εκείνος, αναγνωρίζοντάς την, καθώς βρέθηκε μπροστά του. Ήταν ο Λυκολάτρης τον οποίο είχε συναντήσει πριν από αρκετές ημέρες, όταν κατευθυνόταν στο άντρο του Θόρενλορ, για να μάθει αν όντως η Νίθρα είχε προστάξει υποχώρηση των στρατευμάτων της.
*
Η Χρυσοδάκτυλη, βλέποντας ότι η Πάρνα ήταν ασφαλής και μιλούσε με τον Λυκολάτρη, πήγε να συναντήσει τη Νίθρα, απορώντας γιατί η Βασίλισσα δεν είχε πλησιάσει…
…και την είδε πεσμένη μπρούμυτα, πίσω απ’τον κορμό του δέντρου όπου καλυπτόταν.
Η Μιρλίμια έτρεξε, ανήσυχη, αναρωτούμενη τι είχε συμβεί. Γονάτισε στο ένα γόνατο δίπλα στη Νίθρα και τη γύρισε ανάσκελα· πουθενά, όμως, δεν μπορούσε να δει τραύμα επάνω της. Άγγιξε το λαιμό της και διαπίστωσε ότι είχε σφυγμό· ήταν ζωντανή. Την ταρακούνησε, και τα βλέφαρά της πετάρισαν.
«Χρυσοδάκτυλη!» αναφώνησε η Νίθρα. «Χρυσοδάκτυλη!» Τα χέρια της έσφιξαν τους βραχίονες της Μιρλίμιας. «Τον είδες; Ποιος ήταν; Τον σκότωσες;»
Η Χρυσοδάκτυλη συνοφρυώθηκε, μην καταλαβαίνοντας.
Η Νίθρα παραμέρισε τα πορφυρά της μαλλιά απ’το μέτωπό της και ορθώθηκε, κοιτάζοντας τριγύρω. Στο χορτάρι, είδε το κουφάρι μιας Αναζητήτριας –μάλλον, αυτή κατά της οποίας μαχόταν η Χρυσοδάκτυλη– και, λίγο παραπέρα, στην είσοδο της σπηλιάς, ατένισε την Πάρνα να μιλά μ’έναν άγνωστο άντρα.
«Ποιος είν’αυτός;»
«Ένας Λυκολάτρης. Εσύ τι έπαθες; Λιποθύμησες;»
Η Νίθρα αγνόησε την ερώτηση, βαδίζοντας προς το μέρος της Πάρνα, η οποία στράφηκε, και το ίδιο κι ο Λυκολάτρης. Τα χέρια του σφίχτηκαν επάνω στο τόξο.
«Εσύ με χτύπησες;» τον ρώτησε η Βασίλισσα.
«Νίθρα!» εξεπλάγη η Πάρνα. «Εσύ είσαι;»
Δεν πρέπει να μπορεί να με διακρίνει καθαρά μες στο σκοτάδι. «Ναι.»
Ο άντρας συνοφρυώθηκε. «Νίθρα; Ποια Νίθρα;»
«Η καινούργια Βασίλισσα,» του είπε η Πάρνα· και προς τη Νίθρα: «Πώς βρέθηκες εδώ;»
«Είδα ότι χρειαζόσουν βοήθεια, ότι οι Αναζητήτριες σε κυνηγούσαν.»
«Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Λυκολάτρης, «με συγχωρείτε. Δεν ήξερα ότι ήσασταν εσείς, ούτε ότι ήσασταν με το μέρος μας, και δεν ήθελα να το ριψοκινδυνέψω.» Έκανε μια σύντομη υπόκλιση, κατεβάζοντας το κεφάλι.
«Θα πρέπει να αισθάνομαι τυχερή που δε με σκότωσες…» σχολίασε η Νίθρα.
«Δεν ήμουν βέβαιος ότι ήσασταν εχθρός, έτσι θέλησα μόνο να σας αναισθητοποιήσω,» εξήγησε ο άντρας. «Και πάλι, με συγχωρείτε.»
«Η άλλη Αναζητήτρια είναι νεκρή;» ρώτησε η Νίθρα την Πάρνα.
Εκείνη ένευσε, και είπε: «Δεν το περίμενα αυτό από εσένα…»
«Ποιο πράγμα;»
«Να έρθεις να με βοηθήσεις.»
«Εμένα ήθελαν,» αποκρίθηκε η Νίθρα· «επομένως, το σωστό ήταν εγώ να τις αντιμετωπίσω, όχι εσύ, και σίγουρα όχι και τις δύο μαζί. Επιπλέον… γιατί τις ακολούθησες, Πάρνα; Τόσο σημαντικό ήταν για σένα να τις σκοτώσεις;»
«Το θεώρησα αρκετά σημαντικό να σε κρατήσω ζωντανή,» δήλωσε η Λυκολάτρισσα. «Υποστηρίζεις τους ακόλουθους του Λύκου και οι ακόλουθοι του Λύκου υποστηρίζουν εσένα, Βασίλισσα Νίθρα.»
«Η ειδοποίηση που μου έστειλε ο Άλαντμιν ήταν αρκετή· δεν έπρεπε να βάλεις σε κίνδυνο τη ζωή σου. Σ’ευχαριστώ, όμως, Λύκαρχε Πάρνα.» Έτεινε το χέρι της και αντάλλαξαν μια χειραψία.
«Βασίλισσά μου,» είπε η Χρυσοδάκτυλη, «καλύτερα να επιστρέψουμε στο στρατόπεδο, προτού η απουσία σου γίνει αντιληπτή κι αρχίσουν να σε ψάχνουν.»
«Ναι,» συμφώνησε η Νίθρα, νεύοντας. «Πάρνα, θέλεις να έρθεις μαζί μας;»
Η Λύκαρχος κούνησε το κεφάλι. «Όχι· θα μείνω εδώ για το βράδυ. Θα συναντηθούμε στη Βόλγκρεν, Νίθρα.»
«Στη Βόλγκρεν, τότε,» αποκρίθηκε η Βασίλισσα και, στρεφόμενη, ακολούθησε τη Χρυσοδάκτυλη μέσα στο νυχτερινό δάσος.
«Μπορείς να μας οδηγήσεις στο στρατόπεδο, έτσι;» είπε η Μιρλίμια, καθώς βάδιζαν. «Δε θα χαθούμε…;»
«Όχι, δε θα χαθούμε. Από εδώ βλέπω τις φωτιές.»
Κανένας δεν είχε παρατηρήσει ακόμα την απουσία της Βασίλισσας. Οι φρουροί που σταμάτησαν τη Νίθρα και τη Χρυσοδάκτυλη εξεπλάγησαν, βλέποντας τα πρόσωπά τους, και υποκλίθηκαν, αφήνοντάς τες να περάσουν. Εκείνες άκουσαν μερικούς ψίθυρους πίσω τους, καθώς απομακρύνονταν, αλλά δεν έδωσαν σημασία. Ήταν φυσικό οι στρατιώτες να παραξενεύονται όταν η μονάρχισσά τους παρουσιάζεται, ξαφνικά, μέσα από τα σκοτεινά δάση, μαζί με τη Μιρλίμια δολοφόνο σύντροφό της.
Επέστρεψαν στη βασιλική σκηνή, έχοντας τις κουκούλες τους στα κεφάλια και τυλιγμένες στις κάπες τους. Όσο λιγότεροι τις έβλεπαν, τόσο το καλύτερο. Κι εκείνοι οι φρουροί που τις είχαν σταματήσει ας διέδιδαν ό,τι φήμες ήθελαν. Σύντομα, οι φήμες θα ξεθύμαιναν, έτσι κι αλλιώς.
Η Νίθρα και η Χρυσοδάκτυλη ξάπλωσαν στα στρώματα της σκηνής και κοιμήθηκαν σαν νεκρές. Το πρωί, η Βασίλισσα ξύπνησε από τους θορύβους του στρατοπέδου, και παρατήρησε πως η Μιρλίμια ήταν ήδη σηκωμένη. Χασμουρήθηκε, σκεπτόμενη ότι ήθελε, οπωσδήποτε, να κάνει ένα μπάνιο· ωστόσο, καλύτερα να περίμενε ώσπου να φτάσουν στη Βόλγκρεν. Εξάλλου, βρίσκονταν πλέον κοντά. Δεν υπήρχε λόγος να καθυστερήσει την αναχώρηση του στρατού.
«Βασίλισσά μου;» ακούστηκε η φωνή του Φένταρ έξω απ’τη σκηνή. «Θα μπορούσα να σου μιλήσω;»
Η Νίθρα σηκώθηκε από το στρώμα της, καθώς η Χρυσοδάκτυλη περίμενε στο κέντρο της σκηνής, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Πέρασε, Φένταρ.»
Ο Ωθράγκος παραμέρισε την κουρτίνα της εισόδου και μπήκε. «Καλημέρα, Νίθρα,» είπε. «Να σε απασχολήσω για λίγο;»
Η Νίθρα ένευσε και μισοξάπλωσε στο ανάκλιντρο. Η Χρυσοδάκτυλη παρέμεινε όρθια και σιωπηλή.
Ο Φένταρ άφησε το χρυσό, αετόσχημο κράνος του –το οποίο κρατούσε παραμάσκαλα– στο τραπέζι και κάθισε σε μια καρέκλα. Πήρε ένα μήλο απ’τη φρουτιέρα και το δάγκωσε. «Ορισμένοι στρατιώτες μας έχουν εξαφανιστεί,» είπε.
Η Νίθρα βλεφάρισε, αλλά δε μίλησε, περιμένοντάς τον να συνεχίσει.
«Μερικοί λένε ότι έγιναν σκιές,» εξήγησε ο Φένταρ. «Άλλοι λένε ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει. Κάποιοι ψιθυρίζουν για μαγεία.»
«Δε βρέθηκε κανένας απ’αυτούς που εξαφανίστηκαν;» ρώτησε η Νίθρα. «Πόσοι έχουν εξαφανιστεί;»
Ο Φένταρ κούνησε το κεφάλι. «Κανένας δε βρέθηκε, όχι. Και δεν είναι πολλοί αυτοί που έχουν εξαφανιστεί. Τέσσερις, μέχρι στιγμής· αλλά και πάλι δε σε παραξενεύει;»
«Πολύ,» παραδέχτηκε η Νίθρα. «Έχει γίνει έρευνα;»
«Κάποιοι στρατιώτες ψάξανε τριγύρω, για ίχνη, μα κανείς δε βρήκε τίποτα. Είναι σαν, κυριολεκτικά, να χάθηκαν από προσώπου γης.»
«Αδύνατον…»
«Έτσι νομίζω κι εγώ,» είπε ο Φένταρ, «αλλά δεν έχω κανένα στοιχείο που να με βοηθάει να μάθω τι έγινε.»
«Πού βρίσκονταν οι εξαφανισθέντες;»
«Ο πρώτος ήταν ένας φρουρός στη νότια μεριά του στρατοπέδου, που τον πήρε ο ύπνος στο πόστο του. Αυτό συνέβη τη δεύτερη ημέρα αφότου φύγαμε από την Έρλεν. Ο δεύτερος είχε κοιμηθεί έξω απ’τη σκηνή του, την τέταρτη ημέρα της προέλασής μας. Ο τρίτος και ο τέταρτος χάθηκαν χτες βράδυ: ένας πολεμιστής και μια πολεμίστρια που είχαν μεθύσει και είχαν κοιμηθεί κοντά στα δάση.»
«Δηλαδή, όλοι εξαφανίστηκαν στον ύπνο τους…»
Ο Φένταρ ένευσε. «Ή, τουλάχιστον, τελευταία φορά που τους είδαν οι άλλοι κοιμόνταν.»
«Και κανένας δεν ήταν μέσα σε σκηνή.»
«Ναι.»
«Θα μπορούσε κάποιος να τους απήγαγε… Αλλά γιατί;»
«Ακριβώς: γιατί; Τέσσερις τυχαίοι στρατιώτες ήταν. Κι επιπλέον, ποιος θα μπορούσε να μπει τόσο εύκολα στο στρατόπεδο και να φύγει;»
«Ένας άνθρωπος εκπαιδευμένος σ’αυτή τη δουλειά,» είπε η Χρυσοδάκτυλη.
«Αλλά, και πάλι, δε βγάζει νόημα,» είπε η Νίθρα.
«Σε δύο περιπτώσεις, λένε ότι τους είδαν να γίνονται σκιές,» την πληροφόρησε ο Φένταρ.
«Τους εξαφανισμένους;»
«Ναι.»
«Ποιες δύο περιπτώσεις;»
«Τις δύο τελευταίες: ο στρατιώτες που κοιμήθηκε έξω απ’τη σκηνή, καθώς και ο πολεμιστής κι η πολεμίστρια που κοιμήθηκαν κοντά στο δάσος.»
«Ποιος τους είδε να γίνονται σκιές;»
«Δυο στρατιώτες, στην περίπτωση του πρώτου, και ένας νυχτερινός φρουρός, στην περίπτωση των άλλων δύο. Βέβαια, μάλλον, ήταν κάποιο παιχνίδισμα του φωτός, υποθέτω… Ωστόσο οι δύο στρατιώτες επιμένουν: είδαν τον τύπο που κοιμήθηκε έξω απ’τη σκηνή να γίνεται σκιά και να ξεθωριάζει, και το πρωί δεν ήταν πια εκεί.»
Η Νίθρα νόμιζε ότι βαθιά μέσα της ήξερε τι συνέβαινε, αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Δάγκωσε το κάτω της χείλος.
«Τέλος πάντων.» Ο Φένταρ σηκώθηκε από την καρέκλα, παίρνοντας το μισοφαγωμένο μήλο μαζί του. «Είπα να σε ενημερώσω.»
«Σ’ευχαριστώ, Φένταρ.»
Ο Ωθράγκος έκανε μια σύντομη υπόκλιση και βγήκε από τη σκηνή.
*
Ο στρατός της Βασίλισσας έφτασε στη Βόλγκρεν λίγο μετά το μεσημέρι, και η Αρχόντισσα Ομάλθα, που ήταν ήδη εκεί, έχοντας έρθει πρώτη με τη συνοδεία της, υποδέχτηκε τη Νίθρα στο Ανάκτορο του Αρχέγονου Σεληνόφωτος. Η Βασίλισσα τής είπε ότι θα χρειαζόταν δεκαπέντε χιλιάδες από τους πολεμιστές που βρίσκονταν στην πόλη, και εκείνη δεν έφερε αντίρρηση· τώρα πλέον το Ανφρακιανό φουσάτο είχε υποχωρήσει στη Σάλγκρινεβ, και η Βόλγκρεν δεν κινδύνευε άμεσα.
Υπηρέτες οδήγησαν τη Νίθρα στο δωμάτιο που είχε ετοιμαστεί γι’αυτήν, το οποίο διακοσμούσαν δύο αγάλματα με πανάρχαια όψη. Το ένα απεικόνιζε τη Θεά-Κυνηγό, ντυμένη όπως τις Αναζητήτριές της, με δερμάτινα ρούχα και ένα χιτώνιο που είχε επάνω του κεντημένο το τόξο και το βέλος· μια φαρέτρα ήταν περασμένη στους ώμους της, και ένα τόξο βρισκόταν στα χέρια της. Η Νίθρα ανατρίχιασε, συναντώντας τα μάτια της Θεάς· της έμοιαζαν αληθινά, ύστερα από την πρόσφατή της εμπειρία στα νυχτερινά δάση της Βόλγκρεν. Το άλλο άγαλμα απεικόνιζε την Κυρά της Σελήνης: μια καλοσυνάτη έκφανση της Λιάμνερ Κρωθ, ντυμένη με μακρύ πέπλο, η οποία αγκάλιαζε το ολόγιομο φεγγάρι, υπομειδιώντας· το πρόσωπό της, όμως, έδειχνε να φανερώνει πως, παρά την καλοκάγαθη όψη της, η Θεά μπορούσε, ακόμα και σ’αυτή τη μορφή, να οργιστεί εύκολα. Η Κυρά της Σελήνης λατρευόταν κυρίως στη Βόλγκρεν, έτσι η Νίθρα δεν είχε δει πολλά είδωλά της, κι αυτό το κοίταξε με ενδιαφέρον –ενώ, συγχρόνως, προσπαθούσε ν’αποφεύγει να κοιτάζει το άγαλμα της Κυνηγού–, καθώς δύο υπηρέτριες ετοίμαζαν το λουτρό.
Όταν οι κοπέλες έφυγαν, η Νίθρα πλύθηκε και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, τυλιγμένη σε μια μακριά πετσέτα… για να δει ότι η Πάρνα την περίμενε εκεί, στεκόμενη δίπλα στο παράθυρο.
«Αυτό το δωμάτιο,» είπε η Λύκαρχος, «μοιάζει με κακόγουστο αστείο.» Έδειξε, με το βλέμμα, το άγαλμα της Κυνηγού.
Η Νίθρα γέλασε. «Ναι, το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ.» Πήγε πίσω απ’το παραβάν και ξετύλιξε την πετσέτα από γύρω της, αρχίζοντας να στεγνώνει τα μαλλιά της. «Η μητέρα σου, όμως, δε νομίζω να το έκανε επίτηδες. Δεν ξέρει τίποτα για το… νυχτερινό μας περιστατικό, έτσι;»
«Όχι, δεν ξέρει.»
Η Νίθρα έριξε την πετσέτα πάνω στο παραβάν. «Άλλη φορά, πάντως, θα το εκτιμούσα αν χτυπούσες την πόρτα, προτού μπεις στο δωμάτιό μου.»
«Δεν μπήκα από την πόρτα· απ’το παράθυρο μπήκα.»
Η Νίθρα φόρεσε τα εσώρουχά της. «Το συνηθίζεις αυτό, γενικά;»
«Μόνο όταν επισκέπτομαι βασίλισσες.»
Η Νίθρα χαμογέλασε, καθώς φορούσε τη ρόμπα της και την έδενε στη μέση με την πάνινη ζώνη. «Δεν ήθελες να ξέρουν ότι ήρθες να μου μιλήσεις; Γιατί;»
«Το προτιμώ έτσι. Έχω περίεργους συγγενείς.»
«Εγώ να δεις.» Ξεμπλέκοντας τα μαλλιά της από τη λαιμόκοψη της ρόμπας της, η Νίθρα βγήκε από το παραβάν.
«Φαντάζομαι· η Καλβάρθα είναι ξαδέλφη σου.» Η Πάρνα είχε μισοξαπλώσει πάνω στο ένα από τα δύο ανάκλιντρα. Φορούσε ένα μακρύ, γκρίζο φόρεμα με σχίσιμο στο δεξί πόδι, μαύρα σανδάλια, και δύο δαχτυλίδια στο αριστερό χέρι. Τα καστανά της μαλλιά ήταν καλοχτενισμένα και πιασμένα με μια ξύλινη χτένα. Η Νίθρα πρώτη φορά την έβλεπε έτσι. Τώρα θυμίζει άνθρωπο, όφειλε να παρατηρήσει. Τις άλλες φορές, θύμιζε αγρίμι.
Κάθισε στο τραπέζι, όπου ένα πλούσιο γεύμα την περίμενε. «Να σου κάνω μια ερώτηση για ένα περίεργο ζήτημα;»
Η Πάρνα ανασήκωσε τον έναν ώμο. «Κάνε.»
«Ίσως εσύ, ή κάποιος άλλος Λυκολάτρης, να έχετε παρατηρήσει κάτι. Καθώς ο στρατός μου προέλαυνε προς τη Βόλγκρεν, τέσσερις πολεμιστές εξαφανίστηκαν.» Και της ανέφερε όσα είχε αναφέρει και σ’εκείνη ο Φένταρ.
Προτού η Νίθρα ολοκληρώσει, η Πάρνα την κοιτούσε με τέτοιο τρόπο που έλεγε, καθαρά, ότι καταλάβαινε, ότι ήξερε· και, όταν η Βασίλισσα τελείωσε, είπε: «Δεν έχει συμβεί μόνο στο στρατό σου. Παντού συμβαίνει. Μερικοί άνθρωποι που κοιμούνται στην ύπαιθρο γίνονται σκιές και εξαφανίζονται, εκτός αν κάποιος σταματήσει τη σκιοποίησή τους, ταρακουνώντας τους.»
Η Νίθρα συνοφρυώθηκε. «Και πού νομίζεις ότι οφείλεται αυτό;»
«Στην εξαφάνιση του ήλιου: σ’αυτή την αλλαγή που έχει υποστεί ο κόσμος.»
Ναι… σκέφτηκε η Νίθρα, σταματώντας να τρώει. Τι μας είχε πει ο Αετός, τότε, στους Αρχέτοπους; Δε μας είχε πει να μην κοιμηθούμε εκεί, γιατί μπορεί να χαθούμε; Λες να συμβαίνει το ίδιο κι εδώ; Εξάλλου, η Κουαλανάρα μοιάζει να μεταμορφώνεται σε Αρχέτοπο. Τα σημάδια είναι φανερά.
«Διαφωνείς;» ρώτησε η Πάρνα.
«Έχεις πάει ποτέ στους Αρχέτοπους;» της είπε η Νίθρα.
«Στους Αρχέτοπους; Έχω ακούσει γι’αυτούς, αλλά δεν έχω πάει. Δεν είμαι καν βέβαιη αν πρόκειται για παραμύθι ή όχι. Πάντως, μερικοί Λυκολάτρες υποστηρίζουν πως έχουν πάει.»
«Τι ξέρεις για τους Αρχέτοπους;»
«Ότι είναι μαγικά μέρη. Μέρη έξω απ’τον κόσμο μας, όπου μπορεί κανείς να χαθεί για πάντα. Αλλά γιατί ρωτάς, Νίθρα;»
«Διότι, αν θυμάσαι, σου είπα πως έχω περάσει από τους Αρχέτοπους. Πήγα εκεί για να ξεφύγω από τους Λεπιδοφόρους Γέρακες, οι οποίοι με κυνηγούσαν, και κατέληξα στα δάση της Βόλγκρεν.»
Η Πάρνα ένευσε. «Ναι, τώρα που το λες, το θυμάμαι. Έχουν, όμως, αυτά καμία σχέση με τη σκιοποίηση, ή με την εξαφάνιση του ήλιου;»
«Ο κόσμος μας, Πάρνα, νομίζω ότι μετατρέπεται σε Αρχέτοπο.»
Η Λύκαρχος την κοίταξε με παραξενεμένο ύφος, που απαιτούσε περισσότερες εξηγήσεις.
«Κατά πρώτον, υπάρχει αυτή η γαλήνη παντού, η οποία μου θυμίζει την απόλυτη γαλήνη των Αρχέτοπων· δεν είναι, βέβαια, τόσο ισχυρή, αλλά πλησιάζει. Κατά δεύτερον, όπως και στους Αρχέτοπους, έτσι κι εδώ δεν υπάρχει ήλιος· το φως κατέρχεται διάχυτο απ’τον ουρανό. Κατά τρίτον, αν κάποιος κοιμηθεί μέσα στους Αρχέτοπους, τότε κινδυνεύει να τον… αφομοιώσουν.»
«Και αυτό πιστεύεις ότι είναι η σκιοποίηση που παθαίνουν ορισμένοι άνθρωποι;»
«Ναι.»
«Δεν είναι, όμως, λογικά όλα αυτά, Νίθρα. Γιατί ο κόσμος μας να μεταμορφώνεται σε Αρχέτοπο; Υπάρχει κάποιος λόγος; Συνέβη κάτι που δεν κατάλαβα;»
«Σίγουρα,» είπε η Βασίλισσα, «συνέβη κάτι που δεν κατάλαβες… ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε κανέναν άλλος στο Νούφρεκ, τουλάχιστον.»
«Τότε, ίσως κάποιος θα έπρεπε ν’αναζητήσει να μάθει τι έχει συμβεί.»
«Συμφωνώ, και σκοπεύω ν’ασχοληθώ η ίδια με το ζήτημα. Αλλά, πρώτα, πρέπει ν’αντιμετωπίσω τους Ανφρακιανούς. Δεν μπορώ ν’αφήσω το Βασίλειο σε κίνδυνο πολέμου και ν’αρχίσω να κυνηγάω φαντάσματα.»
«Τι θα κάνεις με τον Βασιληά Σίλγκερομ;» θέλησε να μάθει η Πάρνα.
«Θα προσπαθήσω να τον διώξω από τα σύνορά μας, όσο πιο αναίμακτα γίνεται,» αποκρίθηκε η Νίθρα.
Η Πάρνα σηκώθηκε από το ανάκλιντρο, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο.
«Μίλησες στους άλλους Λύκαρχους, για το θέμα που συζητήσαμε στην Έρλεν;» τη ρώτησε η Νίθρα.
«Δεν πρόλαβα,» είπε η Πάρνα, πλησιάζοντας το μισάνοιχτο παράθυρο. «Θα τους μιλήσω, όμως, σύντομα.»
Η Νίθρα την κοίταξε παραξενεμένη. «Θα φύγεις όπως ήρθες;»
«Ναι.» Η Πάρνα έβγαλε τα σανδάλια της και τα κρέμασε στη ζώνη. Άνοιξε το παράθυρο και πάτησε στο περβάζι.
«Σ’ευχαριστώ και πάλι για τη βοήθειά σου,» είπε η Νίθρα.
Η Πάρνα την κοίταξε πάνω απ’τον ώμο. «Όσο η Βασίλισσα του Νούφρεκ είναι καλή μ’εμάς, θα είμαστε κι εμείς καλοί με τη Βασίλισσα του Νούφρεκ.» Και βγήκε απ’το παράθυρο.
Η Νίθρα σηκώθηκε απ’την καρέκλα της και το πλησίασε, χωρίς βιασύνη, για να δει την Πάρνα να γαντζώνεται επάνω στις πέτρες του Ανακτόρου του Αρχέγονου Σεληνόφωτος και να κινείται σαν αγριόγατα. Ετούτο το αρχαίο οικοδόμημα, σίγουρα, ενδεικνυόταν για τέτοιου είδους σκαρφαλώματα, αλλά η Νίθρα υπέθετε πως, έτσι και δεν ήξερες καλά την κάθε εσοχή και προεξοχή, θα κατέληγες, πολύ γρήγορα, στον κήπο από κάτω, με τα πόδια σου σπασμένα. Αναρίγησε, κοιτάζοντας την Πάρνα. Η γυναίκα ήταν παλαβή, αλλά η Βασίλισσα αισθανόταν ότι τη συμπαθούσε, κατά βάθος· κατά πολύ βάθος, ίσως…
Επέστρεψε στο φαγητό της, αναλογιζόμενη τους Αρχέτοπους, την εξαφάνιση του ήλιου, και τη σκιοποίηση –όπως την έλεγε η Πάρνα– των ανθρώπων.
Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο άγαλμα της Κυράς της Σελήνης, και σκέφτηκε: Αναρωτιέμαι τι ερμηνεία δίνουν οι ιέρειες σου στην εξαφάνιση του φεγγαριού. Ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να μιλήσω μαζί τους, όταν βρω το χρόνο. Δηλαδή, μετά από τις διαπραγματεύσεις μου με το Βασιληά Σίλγκερομ.
Και, αλήθεια, καλύτερα να επικέντρωνε τις σκέψεις της σ’αυτές τις διαπραγματεύσεις, παρά σε υπερκόσμια ζητήματα. Τα τελευταία μπορούσαν να περιμένουν –τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε η Νίθρα–· οι Ανφρακιανοί, όμως, αναμφίβολα, θα ήταν ανυπόμονοι να κατακτήσουν το Βασίλειό της. Επιπλέον, ο Σίλγκερομ, μάλλον, δε θα είχε πάρει και πολύ καλά την ήττα του, ούτε το γεγονός ότι ο γαμπρός του ήταν νεκρός. Θα πρέπει να εξαντλήσω τη διπλωματικότητά μου μαζί του.
Ήπιε μια γουλιά από το κρασί της.
Ο Άλαντμιν τι να κάνει τώρα, άραγε; Ελπίζω τα πάντα να είναι ήρεμα στην Έρλεν…
Ο στρατός σταμάτησε ανατολικά της πόλης.
Η Νίθρα ακούμπησε τα χέρια στη λαβή της σέλας της, ατενίζοντας τη Σάλγκρινεβ. Η πύλη ήταν κλειστή και οι επάλξεις επανδρωμένες. Δόρατα, κράνη, κι αρματωσιές γυάλιζαν στο πρωινό φως. Σημαίες ανέμιζαν, επιδεικνύοντας το έμβλημα του Άνφρακ (το στέμμα με το γυναικείο χέρι από κάτω του), πράγμα το οποίο ήταν θράσος στα μάτια της Νίθρα. Η Σάλγκρινεβ ήταν πόλη του δικού της Βασιλείου· ήταν πόλη του Νούφρεκ, όχι του Άνφρακ.
Πίσω από τη Σάλγκρινεβ και πέρα από τον ποταμό Τάρφαν, φαίνονταν στρατοπεδευμένοι πολεμιστές. Η Νίθρα μπορούσε να διακρίνει τις σκηνές τους, τις σημαίες τους, και τους ίδιους. Ορισμένοι είχαν σηκωθεί και κοίταζαν το δικό της στρατό, μιλώντας αναμεταξύ τους και δείχνοντας.
Οι μαχητές του Σίλγκερομ αποκλείεται να ήταν πλέον μόνο τριάντα χιλιάδες, συμπέρανε η Νίθρα. Σίγουρα, είχε καλέσει κι άλλους, μέχρι το φουσάτο της να φτάσει εδώ. Αναρωτιέμαι πόσοι να είναι τώρα. Θα τολμήσουν να μας επιτεθούν κατά μέτωπο; Ο Σίλγκερομ είχε ήδη χάσει τόσους μισθοφόρους σ’ετούτο τον πόλεμο: μισθοφόρους που είχε προσφέρει στον Τάκμιν και οι οποίοι είχαν καταλήξει στην υπηρεσία της Νίθρα, με το θάνατο του Έπαρχου και τη συναίνεση του Ρέλγκριν. Πόσους ακόμα μπορούσε ο Βασιληάς του Άνφρακ να τραβήξει από το Βασίλειό του; Πόσο αίμα ακόμα μπορούσε να ρουφήξει από τη χώρα του;
Και πόσο αίμα μπορώ εγώ να ρουφήξω από τη δική μου χώρα; Πόσους πολεμιστές ακόμα μπορώ να καλέσω στην υπηρεσία μου; Το Νούφρεκ, βέβαια, είχε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με το Άνφρακ: Παρότι ήταν μικρότερο κράτος, είχε πιο κλειστά σύνορα. Στα βόρειά του βρίσκονταν τα Καρνάκια Όρη, που ήταν δύσβατα, έτσι μια εισβολή από το Κάρνακ δεν ήταν τόσο πιθανή· στα νοτιοανατολικά του ήταν οι βάλτοι Βενέβριαμ και η έρημος· στα νοτιοδυτικά του ορθωνόταν η Ράχη της Θεάς. Ουσιαστικά, μόνο με το Άνφρακ γειτνίαζε άμεσα, στο κενό ανάμεσα στα Καρνάκια Όρη και στη Ράχη της Θεάς, και το σύνορο ήταν ο ποταμός Τάρφαν, στις όχθες του οποίου βρισκόταν χτισμένη η Σάλγκρινεβ.
Το Άνφρακ, εν αντιθέσει, γειτνίαζε άμεσα με πολλές χώρες. Στα βόρειά του, τα Καρνάκια Όρη τελείωναν δεκάδες λεύγες πριν από την ακτή, αφήνοντας ένα μεγάλο άνοιγμα για το Κάρνακ· στα ανατολικά του, συνόρευε με το Νούφρεκ· στα νοτιοανατολικά, με το Ερνέφηκ· και στα νότια με τη Χρ’νταλ. Το Άνφρακ ήταν περικυκλωμένο από άλλα έθνη, κι έπρεπε να κρατά πολύ ετοιμοπόλεμο στρατό, ώστε να περιφρουρεί τα σύνορά του. Πόσο από αυτό το στρατό μπορούσε ο Σίλγκερομ να στρέψει εναντίον της Νίθρα, δίχως να βάλει σε κίνδυνο το Βασίλειό του; Ή, πόσα χρήματα μπορούσε να ξοδέψει, για να μισθώσει ακόμα περισσότερους μαχητές;
Το Νούφρεκ είναι μικρότερο, αλλά το μέγεθός του δεν αποτελεί μειονέκτημα, φαίνεται.
Ο Σίλγκερομ, όμως, ήταν πολυμήχανος άνθρωπος, είχε ακούσει η Νίθρα. Ύπουλος. Και ήθελε πάντα να κερδίζει. Έτσι, δε θ’άφηνε το Νούφρεκ εύκολα από τα χέρια του. Κι αν είναι να προσπαθήσει κάποια στρατιωτική απάτη, γνωρίζω ποια, μάλλον, θα είναι αυτή. Ο Άλαντμιν τής είχε μιλήσει για το πέρασμα κάτω από τον ποταμό Τάρφαν, διαμέσου του οποίου έρχονταν οι μισθοφόροι από το Άνφρακ, χωρίς κανένας κατάσκοπος να τους αντιλαμβάνεται. Δε θα μπορούσε ο Σίλγκερομ να χρησιμοποιήσει το ίδιο πέρασμα, προκειμένου να χτυπήσει το στράτευμά της από τα νώτα;
Σήμερα, με την αυγή, λίγο προτού το φουσάτο της αρχίσει να διασχίζει τα τελευταία χιλιόμετρα που το χώριζαν από τη Σάλγκρινεβ, η Νίθρα είχε προστάξει τους ανιχνευτές της να πάνε βόρεια, για να ελέγξουν το πέρασμα, να δουν αν κάποιος ερχόταν από εκεί.
Ωστόσο, μια αιφνιδιαστική επίθεση από τους μαχητές του Σίλγκερομ δεν ήταν το μόνο πράγμα που όφειλε να προσέξει. Όταν ο αρχηγός των ανιχνευτών έφυγε από τη σκηνή της, ο Φένταρ, που επίσης βρισκόταν εκεί, της είπε πως οι στρατιώτες της ήταν ανήσυχοι. Σχεδόν οι μισοί απ’αυτούς ήταν Ανφρακιανοί και δεν αισθάνονταν καλά που η Νίθρα τούς έφερνε σε τέτοια θέση ώστε να πρέπει να πολεμήσουν συμπατριώτες τους. Ειδικά τώρα, που έλειπε ο Αρχιστράτηγος Ρέλγκριν. Εμένα, αν και με εκτιμούν για τις ικανότητές μου, είπε ο Φένταρ, δε με εμπιστεύονται. Επομένως, προειδοποίησε τη Νίθρα ότι δεν απέκλειε την πιθανότητα ανταρσίας.
«Και τι προτείνεις για ν’αποφύγουμε αυτό το δυστυχές ενδεχόμενο;» τον ρώτησε εκείνη.
«Να διαιρέσουμε τους Ανφρακιανούς: να μην είναι οι μονάδες τους η μία κοντά στην άλλη.»
«Έπρεπε να το είχες σκεφτεί από πριν, όμως.»
«Το είχα σκεφτεί, και το έχω πράξει.»
«Κι ακόμα ανησυχείς;»
«Ναι, γιατί, μέσα στο στρατόπεδο, όσο απομονωμένοι κι αν είναι ο ένας από τον άλλο, η επικοινωνία δεν είναι αδύνατη.»
«Μέσα στη μάχη, όμως;» έθεσε το ερώτημα η Νίθρα.
«Μέσα στη μάχη, ναι, δε θα έχουν τη δυνατότητα επικοινωνίας.»
«Ωραία, λοιπόν· φρόντισε κι εκεί να είναι διαιρεμένοι.»
«Θα το φροντίσω,» τη διαβεβαίωσε ο Φένταρ. «Ωστόσο, ξέρεις τι λέγαμε στη Φεν εν Ρωθ; ‘Όλα τα σχέδια είναι άριστα, μέχρι την πρώτη σύγκρουση.’»
«Θα προσπαθήσω να μη φτάσουμε σ’αυτή την πρώτη σύγκρουση.»
Και τώρα, καθώς καθόταν στη σέλα του αλόγου της κι ατένιζε την οχυρωμένη Σάλγκρινεβ, θυμόταν πάλι τα λόγια που είχε πει. «Θα προσπαθήσω να μη φτάσουμε σ’αυτή την πρώτη σύγκρουση.» Πρέπει να το έχω στο μυαλό μου. Δεν είχε έρθει εδώ για να χτυπηθεί με τον Σίλγκερομ, αλλά για να μιλήσει μαζί του.
Ο στρατός της άρχισε να παρατάσσεται έξω από τη Σάλγκρινεβ, πέρα από το βεληνεκές των πολεμικών μηχανών της πόλης, ενώ η Νίθρα κοίταζε ακόμα τις επάλξεις, περιμένοντας κάποιον να εμφανιστεί, για να μιλήσουν. Ωστόσο, κανένας δε φαινόταν να έρχεται, έτσι έστρεψε το βλέμμα της στα βόρεια, ψάχνοντας να δει αν επέστρεφαν οι ανιχνευτές της. Μα, δεν τους είδε, και σκέφτηκε: Είναι ακόμα πολύ νωρίς. Αν ο Άλαντμιν μού είπε σωστά τη θέση του υπόγειου περάσματος, τότε, μάλλον, κατά το απόγευμα πρέπει να επιστρέψουν. Κι ελπίζω να μπορέσουν να το βρουν (πράγμα που, απ’ό,τι είχε καταλάβει, δεν ήταν και τόσο εύκολο)· γιατί, αν δεν μπορέσουν, θα συνεχίσουν να ψάχνουν, και θ’αργήσουν ακόμα περισσότερο.
Η Νίθρα αναστέναξε και κατέβηκε απ’το άλογό της. Η Χρυσοδάκτυλη, ο Φένταρ, και η Βασιλική Φρουρά τη μιμήθηκαν.
«Στείλτε έναν μαντατοφόρο στη Σάλγκρινεβ,» πρόσταξε η Βασίλισσα, «να πει ότι ζητώ να μιλήσω με τον Βασιληά Σίλγκερομ.»
Σε λίγο, μια ιππεύτρια έφυγε από το παρατεταγμένο στράτευμα του Νούφρεκ, κατευθυνόμενη προς την ανατολική πύλη της Σάλγκρινεβ. Η Νίθρα την παρακολουθούσε από την ξύλινη, σκεπαστή εξέδρα που οι στρατιώτες είχαν φτιάξει γι’αυτήν και τους διοικητές του φουσάτου της. Την είδε να φτάνει κάτω από τις επάλξεις των ψηλών τειχών της πόλης και να φωνάζει· ο άνεμος, όμως, ήταν αντίθετος και η φωνή της δεν ερχόταν στη Βασίλισσα. Οι υπερασπιστές της Σάλγκρινεβ τής απάντησαν, και η ιππεύτρια επέστρεψε στους Νουφρεκιανούς, ξεκαβαλικεύοντας και πλησιάζοντας την εξέδρα.
Έκανε μια υπόκλιση και είπε: «Μεγαλειοτάτη. Σύντομα, θα λάβετε απάντηση από τον Βασιληά Σίλγκερομ.»
Η Νίθρα ένευσε. «Σ’ευχαριστώ. Μπορείς να πηγαίνεις.»
Η γυναίκα απομακρύνθηκε.
«Θα δεχόσασταν μια συμβουλή, Βασίλισσά μου;» ρώτησε ο Διοικητής Αίθριν.
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Μ’ενδιαφέρουν όλες οι συμβουλές που έχει κανείς να μου προσφέρει, κύριε διοικητά.»
«Τότε, θα σας πρότεινα να μην μπείτε, σε καμία περίπτωση, στη Σάλγκρινεβ, ό,τι εγγυήσεις κι αν σας δώσει ο Βασιληάς Σίλγκερομ. Το γνωρίζω πως, κανονικά, όταν ένας Ομιλητής έχει πάει να διαπραγματευτεί με κάποιον, είναι σπίλωση εκείνος να τον κρατήσει αιχμάλωτο ή να τον σκοτώσει· όμως εσείς δεν είστε μονάχα Ομιλήτρια. Είστε η Βασίλισσα του Νούφρεκ, και η Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς… και τον Βασιληά Σίλγκερομ ποτέ δε θα τον εμπιστευόμουν αρκετά, ώστε να σας παραδώσω στα χέρια του. Θα προτιμήσει, νομίζω, να πληγεί η τιμή του, παρά να χάσει ένα τόσο σημαντικό πλεονέκτημα στον πόλεμο με το Βασίλειό μας.»
«Το ιερατείο, όμως, πώς θα δει αυτή του την ενέργεια;» είπε η Νίθρα. «Ίσως το ότι θα αιχμαλωτίσει μια Ομιλήτρια να είναι μόνο ζήτημα τιμής, αλλά το ότι θα αιχμαλωτίσει την Εκλεκτή της Λιάμνερ Κρωθ τι είναι; Δεν είναι ζήτημα που προσβάλλει την πίστη μας στη Μεγάλη Μητέρα, κύριε διοικητά;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Αίθριν. «Αλλά…» Φάνηκε διστακτικός, σαν κάτι να πέρασε από το μυαλό του το οποίο προτίμησε να μην εκστομίσει. «Αλλά εγώ εξακολουθώ να προτείνω πως δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να μπείτε στη Σάλγκρινεβ, Μεγαλειοτάτη.»
Γιατί; συλλογίστηκε η Νίθρα, αν και, ουσιαστικά, συμφωνούσε μαζί του. Γιατί το λες αυτό; Τι σκέφτεσαι; Σκέφτεσαι ότι το ιερατείο, η Ιερά Μητριάρχης, μπορεί, τελικά, να μην θεωρήσει προσβολή την αιχμαλωσία μου;
Έμεινε σιωπηλή, αγναντεύοντας τα τείχη της Σάλγκρινεβ.
Ύστερα από κάποια ώρα, η πύλη της πόλης άνοιξε λίγο και ένας ιππέας βγήκε, καλπάζοντας προς το στρατόπεδο. Όταν έφτασε, αφίππευσε και μίλησε με τους στρατιώτες, οι οποίοι τον οδήγησαν στην ξύλινη, σκεπαστή εξέδρα της Νίθρα.
«Βασίλισσα Νίθρα,» είπε ο άντρας, υποκλινόμενος, «σας φέρνω μήνυμα από τον Βασιληά Σίλγκερομ του Άνφρακ. Δηλώνει πως δέχεται να μιλήσει μαζί σας, όταν ο ουρανός αρχίσει να σκοτεινιάζει. Θα σας συναντήσει στη μισή απόσταση από τα τείχη της Σάλγκρινεβ έως το στρατόπεδό σας.»
«Σ’ευχαριστω, μαντατοφόρε. Πες στο Βασιληά σου πως συμφωνώ.»
Ο άντρας υποκλίθηκε πάλι και έφυγε. Η Νίθρα τον είδε να πηγαίνει στο άλογό του, να το καβαλικεύει, και να καλπάζει προς την πύλη της Σάλγκρινεβ.
«Φένταρ, έλα μαζί μου,» είπε η Βασίλισσα, κατεβαίνοντας από την εξέδρα.
Ο Ωθράγκος την ακολούθησε ως τη σκηνή της, όπου ένα γεύμα την περίμενε. «Τι θα ήθελες, Νίθρα;»
«Να σε ρωτήσω τι συμβαίνει με τις εξαφανίσεις,» αποκρίθηκε εκείνη, παίρνοντας θέση σ’ένα ανάκλιντρο. Τράβηξε μια βεντάλια από το φόρεμά της κι άρχισε να κάνει αέρα. Εκεί, στην εξέδρα, είχε ανάψει. Οι ημέρες είχαν πλέον αρχίσει να γίνονται ζεστές.
«Άλλοι τρεις άνθρωποι χάθηκαν,» ανέφερε ο Φένταρ, δίχως να καθίσει, «κατά την προέλαση μας από τη Βόλγκρεν ως εδώ.»
«Και ο στρατός τι λέει;» ρώτησε η Νίθρα.
«Υπάρχει κάποια ανησυχία, κυρίως στις μονάδες των εξαφανισμένων στρατιωτών, αλλά δε νομίζω ότι είναι κάτι που μπορεί να αποσταθεροποιήσει ολόκληρο το στράτευμα. Το φαινόμενο δεν έχει, ευτυχώς, μεγάλη έκταση, και το φουσάτο μας είναι μεγάλο. Μη βλέπεις που εγώ έχω –ελπίζω– μάθει για όλες τις εξαφανίσεις· υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ακούσει ούτε για μία απ’αυτές.»
«Αχά…» Η Νίθρα σηκώθηκε απ’το ανάκλιντρο, παύοντας να κάνει αέρα στον εαυτό της. Έκλεισε τη βεντάλια, κρύβοντάς τη μέσα στο φόρεμά της, και γέμισε μια κούπα με χυμό ροδάκινου. Ήπιε μια γουλιά.
«Αν πρέπει να έχεις κάτι στο μυαλό σου,» συνέχισε ο Φένταρ, «αυτό είναι το γεγονός ότι βάζεις Ανφρακιανούς να πολεμήσουν Ανφρακιανούς, όπως σου είπα και το πρωί.»
«Δε θα τους βάλω να πολεμήσουν κανέναν,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Όχι αν περνά απ’το χέρι μου.» Κάθισε στο τραπέζι. «Μείνε να φας μαζί μου, Φένταρ. Φέρε και τη Χρυσοδάκτυλη.» Μειδίασε. «Όπως τον παλιό, καλό καιρό.»
«Τον παλιό, καλό καιρό που μας κυνηγούσαν οι Λεπιδοφόροι Γέρακες, ε;» γέλασε ο Ωθράγκος.
Η Νίθρα τού επέστρεψε το γέλιο. «Ναι,» είπε.
*
Όταν ο ουρανός άρχισε να σκοτεινιάζει, η πύλη της Σάλγκρινεβ άνοιξε και ο Σίλγκερομ βγήκε, έφιππος, με τη συνοδεία καμιας εικοσάδας επίσης έφιππων στρατιωτών. Σταμάτησαν στη μισή απόσταση από τα τείχη έως το στρατόπεδο, όπως ο Βασιληάς του Άνφρακ είχε υποσχεθεί.
«Πρέπει να σε φοβάται πολύ, για να φέρνει τόσους μαχητές μαζί του,» είπε ο Φένταρ στη Νίθρα, φορώντας το αετόσχημο κράνος του.
«Σίγουρα, θα έχει ακούσει διάφορους μύθους για τα Χαρίσματά μου,» αποκρίθηκε εκείνη. «Πάρε κι εσύ είκοσι στρατιώτες της Βασιλικής Φρουράς και πάμε να τον συναντήσουμε.» Ανέβηκε στο άλογό της, μ’ένα ανέμισμα του μαύρου μανδύα της. Ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ, μπλε φόρεμα, μελανές μπότες, και ένα αργυρό περιδέραιο· τίποτα το πολύ φανταχτερό. Τα πορφυρά της μαλλιά ήταν χαλαρά δεμένα πίσω απ’το κεφάλι της.
Ο Φένταρ συγκέντρωσε τους στρατιώτες του και ξεκίνησαν, βγαίνοντας από το στρατόπεδο, για να συναντήσουν τους Ανφρακιανούς που τους περίμεναν.
Η Νίθρα δεν είχε ξαναδεί τον Σίλγκερομ από κοντά, και βρήκε την εμφάνισή του εντυπωσιακή. Ήταν ξανθός, με μούσι και γαλανά μάτια, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα το ξεχωριστό. Το ξεχωριστό ήταν ο τρόπος με τον οποίο ορθωνόταν επάνω στη σέλα του αλόγου του, ο τρόπος με τον οποίο κοιτούσε, και ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε. Ήταν, πέραν πάσης αμφιβολίας, χαρισματικός άνθρωπος, και έξυπνος. Επικίνδυνος αντίπαλος.
«Βασίλισσα Νίθρα,» είπε. «Επιτέλους, σας συναντώ.»
«Καλησπέρα, Βασιληά Σίλγκερομ,» αποκρίθηκε εκείνη, παρατηρώντας ότι η Πριγκίπισσα Φόλνα βρισκόταν, έφιππη, δίπλα στον πατέρα της και την ατένιζε με βλέμμα παγερό και δολοφονικό. Επίσης δίπλα στον Σίλγκερομ, αλλά από την άλλη μεριά, βρισκόταν ένας ασπρομάλλης άντρας που η Νίθρα δεν αναγνώριζε, όμως υπέθετε ότι ήταν Ομιλητής. «Βλέπω πως έχετε… οικειοποιηθεί την πόλη μου και τα σύνορά μου.»
«Εφόσον η θυγατέρα μου είναι Έπαρχος της Σάλγκρινεβ,» είπε ο Σίλγκερομ, «θα έλεγα πως ετούτη η πόλη είναι και δική μου.»
«Βρίσκεται, ωστόσο, εντός των συνόρων του Βασιλείου μου, και τη θέλω πίσω.»
Ο Σίλγκερομ την ατένισε ερευνητικά, υπομειδιώντας. «Βασίλισσά Νίθρα, μη μου πείτε πως ζητήσατε να μιλήσουμε για να μου δηλώσετε το προφανές.»
«Όχι, δε σας κάλεσα γι’αυτό το λόγο. Σας κάλεσα προκειμένου να βρούμε μια λύση σ’ετούτο το ζήτημα, δίχως να χρειαστεί να χυθεί αίμα Νουφρεκιανών και Ανφρακιανών–»
«Λίγο αργά δεν το σκέφτηκες αυτό;» Ήταν η Φόλνα που μίλησε.
Η Νίθρα έστρεψε το βλέμμα της στην ξανθομάλλα Πριγκίπισσα. «Ελπίζω να μην είναι ακόμα πολύ αργά, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε, ήρεμα.
Η Φόλνα έτριξε τα δόντια, και τα μάτια της γυάλισαν. «Σε προκαλώ σε μονομαχία, Νίθρα Ρίνκιλ,» φώναξε, πιάνοντας τη λαβή του ξίφους που κρεμόταν από τη σέλα της, «για το φόνο του συζύγου μου, Τάκμιν Άνραλεν!»
Ο Σίλγκερομ έριξε στην κόρη του ένα οργισμένο, προειδοποιητικό βλέμμα, μα εκείνη μάλλον δεν το είδε, ή δεν έδωσε σημασία· τα δικά της μάτια ήταν καρφωμένα στη Νίθρα.
«Ανακάλεσε, σε παρακαλώ, Πριγκίπισσα Φόλνα,» είπε η Βασίλισσα του Νούφρεκ, χρησιμοποιώντας Πειθώ, «γιατί δεν σκότωσα τον Έπαρχο Τάκμιν.» Για όνομα της Θεάς, ο μισός πληθυσμός πάνω στη Λιάμνερ-Κρωθ φαίνεται να νομίζει ότι δολοφόνησα κάποιον!
«Και τι έκανες;» αντιγύρισε η Φόλνα. «Έβαλες άλλους να τον σκοτώσουν;» Τράβηξε το σπαθί της.
Οι φρουροί της Νίθρα τη μιμήθηκαν, και αμέσως και οι φρουροί του Σίλγκερομ.
«Όχι!» είπε η Βασίλισσα του Νούφρεκ, κάνοντας στους πολεμιστές της νόημα να θηκαρώσουν τα όπλα τους.
Ο Σίλγκερομ έκανε παρόμοιο νόημα στους δικούς του.
Άπαντες, κι από τις δύο πλευρές, θηκάρωσαν… εκτός από την Πριγκίπισσα Φόλνα, η οποία είπε: «Η πρόκλησή μου εξακολουθεί να ισχύει!»
«Φόλνα,» μούγκρισε ο Σίλγκερομ. «Δεν είμαστε βάρβαροι. Και τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, έτσι κι αλλιώς!»
Εκείνη, όμως, δε μίλησε. Συνέχισε ν’ατενίζει τη Βασίλισσα του Νούφρεκ με τον ίδιο τρόπο.
Δεν το είχα υπολογίσει αυτό, σκέφτηκε η Νίθρα. Να πάρει ο Λύκος, πού να το ήξερα; Και φοβόταν ότι όλη τούτη η κατάσταση θα έστρεφε τη συζήτησή της με τον Σίλγκερομ προς άλλη κατεύθυνση: προς μια κατεύθυνση τελείως διαφορετική από αυτή που επιθυμούσε η Νίθρα.
«Ο Έπαρχος Τάκμιν,» είπε, φορτίζοντας τα λόγια της με Πειθώ (αν και γνώριζε ότι, έτσι οργισμένη όπως ήταν η Φόλνα, λίγο μπορούσε να βοηθήσει το συγκεκριμένο της Χάρισμα), «σκοτώθηκε στη μάχη, μέσα στο βασιλικό παλάτι της Έρλεν. Και, μάλιστα, πέθανε σώζοντάς με από βέβαιο θάνατο.»
«Ψεύδεσαι!» γρύλισε η Φόλνα, και αφίππευσε. «Κατέβα απ’τ’άλογό σου, Βασίλισσα Νίθρα!» φώναξε, δείχνοντάς την, με την αιχμή του ξίφους της. «Σε προκαλώ σε μονομαχία, για το θάνατό του συζύγου μου!»
«Άσε εμένα να την αναλάβω,» ψιθύρισε η Χρυσοδάκτυλη στη Νίθρα.
Εκείνη ύψωσε το χέρι. «Όχι,» είπε στη Μιρλίμια. «Αυτό δεν είναι σωστό. Δεν πρέπει να συμβεί.» Και προς τη Φόλνα, με δυνατότερη φωνή και με τη χρήση της Πειθούς: «Δε σου λέω ψέματα. Ο Έπαρχος Τάκμιν σκοτώθηκε στη μάχη, και όχι από το δικό μου χέρι, ούτε με δική μου διαταγή. Σκοτώθηκε υπερασπίζοντάς με, και τον τιμώ γι’αυτό. Ήταν γενναίος άνθρωπος.»
«Πώς τολμάς!» φώναξε η Πριγκίπισσα. «Σου ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ να μιλάς έτσι για εκείνον! Τώρα, κατέβα απ’το άλογό σου, γιατί, μα τη Βασίλισσα του Πολέμου, θα σε χτυπήσω εκεί όπου βρίσκεσαι!»
Δε γίνεται τίποτα με την Πειθώ, σκέφτηκε η Νίθρα, απογοητευμένα. Τίποτα απολύτως. Που να δαγκώσει και να ξεσκίσει ο Λύκος, δεν το είχα προβλέψει αυτό! Αλλά πρέπει να βρω μια λύση… Τράβηξε το σπαθί από τη σέλα του αλόγου της.
«Νίθρα,» της ψιθύρισε, έντονα, η Χρυσοδάκτυλη, «άσε εμένα να το αναλάβω!»
«Έχει δίκιο,» της ψιθύρισε, απ’την άλλη μεριά, ο Φένταρ. «Ονόμασε τη Χρυσοδάκτυλη πρόμαχό σου.»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Νίθρα, «γιατί, τότε, κι ο Σίλγκερομ θα απαιτήσει πρόμαχο για την κόρη του. Αν, όμως, η ίδια η Βασίλισσα του Νούφρεκ δεχτ–»
«Όποιος κι αν είναι, μπορώ να τον αντιμ–» άρχισε η Χρυσοδάκτυλη.
«Δεν είναι εκεί το θέμα!» γρύλισε η Νίθρα. «Δε θέλω να καταλήξω σε πόλεμο· δεν το καταλαβαίνεις; Αφήστε με να το χειριστώ όπως νομίζω!» Κατέβηκε απ’τη σέλα της και πλησίασε την Πριγκίπισσα Φόλνα, η οποία στεκόταν ανάμεσα στις δύο έφιππες ομάδες.
«Κάνεις μεγάλο λάθος,» της είπε, δίχως να χρησιμοποιεί την Πειθώ· έτσι κι αλλιώς, δε φαινόταν να έχει κανένα νόημα. «Δεν σκότωσα τον Τάκμιν.» Γιατί αισθάνομαι ότι τα έχω ξαναπεί αυτά, με την Πάρνα; Τουλάχιστον, η Λυκολάτρισσα ήταν ελαφρώς λογικότερη!
«Δε με νοιάζει αν τον σκότωσες η ίδια!» φώναξε η Φόλνα. «Πέθανε εξαιτίας σου! Θα σε σκοτώσω!» Και, καθώς άπαντες κρατούσαν την αναπνοή τους και κανείς δε μιλούσε, η Ανφρακιανή Πριγκίπισσα ύψωσε το ξίφος της δίλαβα κι επιτέθηκε στη Βασίλισσα του Νούφρεκ.
Η Νίθρα σήκωσε το σπαθί της και σταμάτησε τη λεπίδα. Παραπάτησε, αλλά, ευτυχώς, δεν έπεσε.
«Όχι!» φώναξε ο Φένταρ. «Παραμέριζε τη λεπίδα· μην την–»
Φωνές διαμαρτυρίας ακούστηκαν απ’την ομάδα του Σίλγκερομ, ζητώντας του να πάψει να μιλά. Ορισμένοι, μάλιστα, τον έβρισαν.
Η Νίθρα στένεψε τα μάτια, παρατηρώντας την Φόλνα να κάνει κύκλο γύρω της, σαν αρπακτικό. Δε μοιάζει καλύτερη από μένα στην τέχνη του ξίφους, σκέφτηκε, αλλά είναι, σίγουρα, επικίνδυνη. Οργισμένη. Και θέλει να με σκοτώσει.
Εγώ, όμως, δεν πρέπει να τη σκοτώσω.
Έγλειψε τα χείλη, προετοιμάζοντας τον εαυτό της να χρησιμοποιήσει το Κοσμικό Κέλευσμα. Έπρεπε να το επικαλεστεί χωρίς κανένας να καταλάβει ότι κάτι παράξενο συνέβη…
Η Φόλνα χίμησε, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο με τη λεπίδα της, από τ’αριστερά της Νίθρα προς τα δεξιά· ένα χτύπημα που θα την έκοβε απ’τον ώμο ως τα πλευρά, αν εκείνη δεν το απέκρουε, παραμερίζοντας το εχθρικό ξίφος, όπως της είχε πει ο Φένταρ. (Ναι, το παραμέρισμα ήταν πολύ καλύτερο από την άλλη μέθοδο που είχε χρησιμοποιήσει. Γιατί κανένας, παλιότερα, δεν της το είχε αναφέρει;)
«Φύγε απ’τα χέρια της!» μουρμούρισε πίσω απ’τα δόντια, Κελεύοντας το σπαθί της Πριγκίπισσας.
Το μανίκι του όπλου έφυγε απ’τα χέρια της Φόλνα, με τέτοιο τρόπο που φάνηκε πως η κόρη του Σίλγκερομ έχασε τη λαβή της λόγω της απόκρουσης της Βασίλισσας του Νούφρεκ. Ακόμα κι η ίδια πρέπει να το πίστεψε.
Το σπαθί περιστράφηκε στον αέρα και προσγειώθηκε, μ’έναν ντουπ, στο υγρό χώμα.
Η Φόλνα έτρεξε να το αρπάξει, αλλά η Νίθρα –αγνοώντας τον πόνο στο κεφάλι της, μετά τη χρήση του Κοσμικού Κελεύσματος– την κυνήγησε, αρπάζοντάς την απ’τα μαλλιά και τραβώντας την κάτω. Η Πριγκίπισσα έχασε την ισορροπία της και έπεσε.
«Βασίλισσα Νίθρα!» φώναξε ο Σίλγκερομ.
Η Νίθρα πάτησε τον ώμο της Φόλνα, μην αφήνοντάς τη να σηκωθεί απ’το χώμα και βάζοντας την κόψη του σπαθιού της στο λαιμό της Πριγκίπισσας.
«Βασίλισσα Νίθρα!» φώναξε πάλι ο Σίλγκερομ. «Μη σκοτώσεις την κόρη μου. Σε προειδοποιώ!»
«Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου,» αποκρίθηκε εκείνη. Πήρε το μποτοφορεμένο της πόδι από τον ώμο της Πριγκίπισσας και βάδισε προς τη συνοδεία της.
Η Φόλνα σηκώθηκε από το χώμα, με τις γροθιές της σφιγμένες και το πρόσωπό της κατακόκκινο. Έτρεξε στο άλογό της, το καβάλησε, και κάλπασε προς την πύλη της Σάλγκρινεβ, μπαίνοντας στην πόλη.
Η Νίθρα θηκάρωσε το σπαθί της στο θηκάρι της σέλας της και ίππευσε. Ήταν καταϊδρωμένη και τα χέρια της έτρεμαν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει τον εαυτό της. Έπρεπε να συνεχίσει τη συζήτησή με τον Σίλγκερομ τώρα… ή, μήπως, να το άφηνε για αύριο; Όχι. Τώρα είναι καλύτερα. Τώρα που θυμάται πεντακάθαρα ότι δε σκότωσα την κόρη του, ενώ θα ήταν τόσο εύκολο να σπαθίσω το λαιμό της.
«Είσαι τελείως ανόητη,» της ψιθύρισε ο Φένταρ.
«Σ’ευχαριστώ, Φένταρ,» αντιγύρισε, καυστικά, εκείνη. Πήρε το φλασκί από τη σέλα της και ήπιε μια γουλιά νερό.
«Βασίλισσα Νίθρα,» ρώτησε ο Σίλγκερομ, «θα επιθυμούσατε να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας μια άλλη στιγμή;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Τώρα είναι η καλύτερη στιγμή, πιστεύω.
»Με συγχωρείτε που αναγκάστηκα να μονομαχήσω με τη θυγατέρα σας, αλλά δε μου άφησε πολλά περιθώρια. Πάντως, σας διαβεβαιώνω πως, εξαρχής, ο σκοπός μου δεν ήταν να τη σκοτώσω.»
«Το εκτιμώ αυτό, Βασίλισσα Νίθρα,» δήλωσε ο Σίλγκερομ. «Για τι θα επιθυμούσατε, λοιπόν, να συζητήσουμε;»
«Για τον πόλεμο, ασφαλώς. Δε θέλω άλλο πόλεμο, και πιστεύω πως μπορούμε να κάνουμε μια συμφωνία που να μας συμφέρει και τους δύο. Να μας συμφέρει περισσότερο από το αν βάζαμε τις χώρες μας να χτυπηθούν και να τραυματιστούν κι άλλο.»
«Τι έχετε να προτείνετε;»
«Γι’αρχή, θα πρότεινα να στήσουμε μια σκηνή εδώ, ώστε να μπορέσουμε να καθίσουμε και να μιλήσουμε με ηρεμία.»
«Με βρίσκετε σύμφωνο.»
Οι στρατιώτες της Νίθρα έστησαν μια μικρή σκηνή, και η Βασίλισσα του Νούφρεκ κι ο Βασιληάς του Άνφρακ μπήκαν και κάθισαν σε λυόμενες καρέκλες, μ’ένα ξύλινο τραπέζι ανάμεσά τους. Δίπλα στον Σίλγκερομ στέκονταν ο Ομιλητής του –ένας ασπρομάλλης αλλά όχι γηραιός άντρας, τον οποίο ο μονάρχης σύστησε ως Ωάρθιν– και δύο στρατιωτικοί (τη γυναίκα με τα μαύρα, σγουρά μαλλιά τη σύστησε ως Στρατηγό Ερνάλυ, και τον ξανθομάλλη άντρα ως Διοικητή Χάλρομ), ενώ δίπλα στη Νίθρα βρίσκονταν ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη –τους οποίους εκείνη σύστησε ως Αναπληρωτή Αρχιστράτηγο του Βασιλείου της και ως μια φίλη και πιστή πολεμίστρια.
Ένας υπηρέτης έφερε δροσιστικά ποτά σε όλους.
«Αντιλαμβάνομαι ότι επιθυμείτε πρόσβαση στις ανατολικές ακτές του Νούφρεκ,» είπε η Βασίλισσα, χρησιμοποιώντας Πειθώ. «Και είμαι πρόθυμη να σας την προσφέρω.»
Ο Ομιλητής Ωάρθιν έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στ’αφτί του Σίλγκερομ, ο οποίος αποκρίθηκε: «Ποια ακριβώς είναι η προσφορά σας;»
«Κατά πρώτον, οι δασμοί θα είναι χαμηλότεροι για τους εμπόρους που έρχονται από το Άνφρακ, ώστε να μπορούν να έχουν ευκολότερη πρόσβαση στα λιμάνια του Νούφρεκ. Κατά δεύτερον, το ένα πέμπτο των εσόδων από τους δασμούς των λιμανιών του Νούφρεκ θα πηγαίνει σ’εσάς. Όπως βλέπετε είμαι πολύ γενναιόδωρη, Βασιληά Σίλγκερομ,» είπε, φορτίζοντας τα λόγια της με Πειθώ, «έτσι θα ήθελα, ει δυνατόν, και κάποιο αντάλλαγμα από το Άνφρακ, πέραν του ότι δε θα επιτεθεί στο Βασίλειό μου, ασφαλώς…» Είδε τον Ωάρθιν να συνοφρυώνεται, αλλά όχι να σκύβει για να ψιθυρίσει στον μονάρχη του.
«Τι είδους αντάλλαγμα;» ρώτησε ο Σίλγκερομ.
«Κάτι παρόμοιο. Μείωση δασμών και από το μέρος σας, πιθανώς.»
«Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Ωάρθιν, «όταν λέτε πως το Άνφρακ δε θα επιτεθεί στο Νούφρεκ, εννοείτε, επίσης, ότι τα στρατεύματά μας θα πρέπει να αποσυρθούν από τη Σάλγκρινεβ και να σας την παραδώσουν;» Η Νίθρα παρατήρησε πως κι εκείνος φόρτιζε τα λόγια του με Πειθώ, έχοντας αντιληφτεί το σκεπτικό της –ότι προσπαθούσε να κάνει τον Σίλγκερομ να θεωρήσει δεδομένη την αποχώρηση των στρατευμάτων από τη Σάλγκρινεβ.
Τα μάτια του Βασιληά στένεψαν, καθώς άκουσε τα λόγια του Ομιλητή. «Ναι, αυτό είναι μάλλον σημαντικό, Βασίλισσα Νίθρα,» είπε.
«Η παραμονή αλλότριων στρατευμάτων εντός των συνόρων του Βασιλείου μου είναι προφανές, πιστεύω, πως δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο από πόλεμο…»
«Η θυγατέρα μου είχε Ορκιστεί στον Έπαρχο Τάκμιν και, επομένως, είναι νόμιμη Έπαρχος της Σάλγκρινεβ.»
«Δε διαφωνώ,» είπε η Νίθρα. «Ούτε θέλω να απομακρύνω την Πριγκίπισσα Φόλνα από τη θέση της. Ωστόσο, η Σάλγκρινεβ ανήκει στο Νούφρεκ, Βασιληά μου, όχι στο Άνφρακ.»
«Το πού ανήκει μια συνοριακή πόλη μπορεί πάντοτε να αλλάξει εύκολα,» τόνισε ο Ωάρθιν.
«Όχι όταν είναι εδώ και αιώνες ξεκάθαρο ότι ανήκει στο Νούφρεκ!» αντιγύρισε η Νίθρα. «Θα επιθυμούσατε να ανατρέξουμε σε ιστορικές πηγές, κύριε Ωάρθιν;»
Προτού, όμως, αποκριθεί ο Ομιλητής, ο Σίλγκερομ είπε: «Βασίλισσα Νίθρα, μετά από όσα έχουν συμβεί, δεν είμαι πρόθυμος να αποσύρω τα στρατεύματά μου από τη Σάλγκρινεβ.»
«Εκείνο που έχει συμβεί, Βασιληά μου, είναι ότι επιχειρήσατε να εισβάλετε στο Νούφρεκ με απάτη.» Χρησιμοποίησε έντονα την Πειθώ της, αλλά και διακριτικά συγχρόνως· μια αρκετά κοπιαστική νοητική δραστηριότητα. Έπρεπε να μεταστρέψει τον Σίλγκερομ στο θέμα της Σάλγκρινεβ· ήταν, σίγουρα, το σημαντικότερο θέμα, αν σκόπευε να σταματήσει τον πόλεμο. «Ορκίσατε την κόρη σας, Πριγκίπισσα Φόλνα, στον Έπαρχο Τάκμιν ως βήμα καλής θέλησης. Αλλά, όπως αποδείχτηκε, μόνο βήμα καλής θέλησης δεν ήταν. Συγκεντρώσατε το στρατό σας στην Επαρχία της Σάλγκρινεβ, με προφάσεις και μέσω μιας υπόγειας σήραγγας, για την οποία μην αμφιβάλλετε καθόλου πως γνωρίζω. Και, όταν νομίζατε πως είχατε περάσει από τα σύνορα αρκετούς πολεμιστές και πως η ώρα ήταν κατάλληλη, επιτεθήκατε στο Νούφρεκ, που ήταν πλήρως απροετοίμαστο για την εισβολή σας. Το σχέδιό σας, όμως, απέτυχε και ο άνθρωπος που μας πρόδωσε είναι νεκρός: όχι από το δικό μου χέρι, σας διαβεβαιώνω. Και τώρα, αντί εμείς, λόγω των υποχθόνιων τακτικών σας, να είμαστε απρόθυμοι να διαπραγματευτούμε μαζί σας, σας προσφέρουμε μια συμφωνία αμφοτέρωθεν συμφέρουσα. Αυτό είναι το δικό μας βήμα καλής θέλησης –και είναι ειλικρινές.»
«Παρουσιάζετε την κατάσταση μονόπλευρα, Βασίλισσα Νίθρα,» είπε ο Ωάρθιν. «Ο Βασιληάς Σίλγκερομ έχασε τον γαμπρό του σε τούτο τον πόλεμο, καθώς και πολλούς μισθοφόρους του.»
«Γιαυτό προτείνω να μη συνεχιστεί ο πόλεμος: ώστε να μην έχει απώλειες ούτε το Νούφρεκ ούτε το Άνφρακ.» Ο καταραμένος Ομιλητής! Θα προσπαθούσε να διαλύσει κάθε της προσπάθεια; Τόσο πολύ ήθελε αίμα να χυθεί σ’ετούτο τον τόπο;
«Βασίλισσα Νίθρα, είμαι πρόθυμος να δεχτώ τη συμφωνία που προτείνετε,» δήλωσε ο Σίλγκερομ, «αλλά όχι να σας παραδώσω τη Σάλγκρινεβ. Εκεί όπου η κόρη μου κυβερνά είναι και δικό μου Βασίλειο.»
«Έχετε περίεργη αντίληψη του ‘Βασιλείου σας’. Με όλο το σεβασμό, Βασιληά μου.» Όχι, σκέφτηκε, μη γίνεσαι εριστική. Δε θα κερδίσεις αυτή τη συζήτηση έτσι. «Θα καταλαβαίνετε, αναμφίβολα, πως οι Νουφρεκιανοί είναι αδύνατον να δεχτούν Ανφρακιανή κυριαρχία σ’όλη την Επαρχία της Σάλγκρινεβ. Κάτι τέτοιο θα έκλεβε τα μισά εδάφη του βόρειου τμήματος του Νούφρεκ.»
«Με τον πόλεμο, όμως, πόσα εδάφη θα χάσετε;» έθεσε το ερώτημα ο Σίλγκερομ.
«Αν δε λαθεύω, ο πόλεμος θα σας τραυματίσει περισσότερο απ’ό,τι εμάς.»
«Τι σας κάνει να το πιστεύετε αυτό, Βασίλισσά μου;»
«Δεν είμαι αγεωγράφητη, Βασιληά Σίλγκερομ,» είπε η Νίθρα. «Γνωρίζω πολύ καλά τη γεωπολιτική θέση του Βασιλείου σας. Τα σύνορά σας είναι μεγάλα. Από παντού περιστοιχίζεστε από άλλα έθνη. Αυτό δεν ισχύει για το Νούφρεκ. Εμείς συνορεύουμε άμεσα μονάχα μ’εσάς. Μπορούμε να συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις εδώ, στην Επαρχία της Σάλγκρινεβ και στα δάση της Βόλγκρεν. Ποτέ δε θα καταφέρετε να περάσετε, ενώ η οικονομία σας θα πλήττεται και θα πλήττεται, με αποτέλεσμα να μην μπορείτε να περιφρουρήσετε τα ανοιχτά σας σύνορα.» Από τον τρόπο που ο Σίλγκερομ την κοίταζε, η Νίθρα καταλάβαινε ότι τα επιχειρήματα και η Πειθώ της είχαν εισχωρήσει βαθιά στο νου του.
Ο Ωάρθιν καθάρισε το λαιμό του. «Ωστόσο, δε θα πρέπει να ξεχνάμε πόσο μεγαλύτερο είναι το Άνφρακ από το Νούφρεκ. Περισσότερο από το διπλάσιο.»
Ο Λύκος να σου δαγκώσει τ’αχαμνά, άχρηστε μπάσταρδε! γρύλισε η Νίθρα εντός της.
«Κι επομένως,» κατέληξε ο Ομιλητής, «η οικονομία του είναι σαφώς ισχυρότερη, όπως και τ’αποθέματά του σε οτιδήποτε. Δε θα ήταν φρόνιμο να δείξει ότι φοβάμαι ένα μικρό έθνος, όπως το Νούφρεκ· έτσι δεν είναι, Μεγαλειότατε;»
Ο Σίλγκερομ δεν αποκρίθηκε αμέσως· έμοιαζε συλλογισμένος.
«Τι αποφασίζετε, Βασιληά μου;» ρώτησε η Νίθρα. «Θα συνεχιστεί ο πόλεμος; Θα χαθούν κι άλλες ζωές; Θα σπαταληθούν κι άλλα χρήματα; Ή όχι;»
«Τολμώ να πω πως υπεραπλουστεύετε την κατάσταση, Μεγαλειοτάτη,» τόνισε ο Ωάρθιν.
«Δεν είναι δυνατόν, Βασίλισσα Νίθρα,» είπε ο Σίλγκερομ, «να εγκαταλείψω την κόρη μου μέσα σ’ένα Βασίλειο που οι άρχοντες του δολοφόνησαν τον σύζυγό της.»
«Μα, σας διαβεβαίωσα ήδη, ο Έπαρχος Τάκμιν δεν δολοφονήθηκε. Σκοτώθηκε στη μάχη της Έρλεν. Και εγώ, προσωπικά, δεν έχω τίποτα εναντίον της Πριγκίπισσας Φόλνα, αν αποδεχτεί την κυριαρχία μου. Θα την αφήσω να διοικήσει την Επαρχία της Σάλγκρινεβ, όπως κάθε άλλος έπαρχος διοικεί την επαρχία του.» Παρότι η Πειθώ ενίσχυε τα λόγια της, η Νίθρα μπορούσε να δει ότι οι υποσχέσεις της δεν πετύχαιναν να επηρεάσουν τον Σίλγκερομ· το παρατηρούσε στα μάτια του. Και ήξερε γιατί συνέβαινε αυτό: Ο Βασιληάς του Άνφρακ αμφέβαλλε ότι η Φόλνα θα δεχόταν την κυριαρχία της Νίθρα.
«Όχι,» αποκρίθηκε, σταθερά, «η Σάλγκρινεβ φοβάμαι πως δεν είναι διαπραγματεύσιμη. Η πόλη Σάλγκρινεβ, τουλάχιστον, καθώς και τα περίχωρά της. Η υπόλοιπη επαρχία είναι δική σας.»
Πολύ έξυπνο, Βασιληά Σίλγκερομ, σκέφτηκε η Νίθρα. «Και πού θα είναι, τότε, τα σύνορα; Μέχρι στιγμής, ήταν ο ποταμός Τάρφαν.»
«Θα τα ορίσουμε τα σύνορα. Δε θα είναι δύσκολο.»
«Η πρόταση του Βασιληά μου ακούγεται λογική,» είπε ο Ωάρθιν.
Βούλωστο, γελοίε, σκέφτηκε η Νιθρά. Πραγματικά, πιστεύεις ότι θα επηρεάσεις εμένα με την Πειθώ σου; «Τέτοιου είδους σύνορα εύκολα αμφισβητούνται, Βασιληά Σίλγκερομ. Κι επιπλέον, η Σάλγκρινεβ είναι η μεγαλύτερη και ισχυρότερη πόλη ετούτης της Επαρχίας. Αν δεν ανήκει πλέον στο Νούφρεκ, θα πρέπει ή η Επαρχία να ονομαστεί αλλιώς ή η πόλη.»
«Σίγουρα, αυτό δεν είναι κανένα μεγάλο πρόβλημα…» είπε ο Σίλγκερομ.
«Σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα, είναι. Η συμφωνία που προτείνω, Βασιληά μου, δε βασίζεται στη διαίρεση του Βασιλείου μου, αλλά στις κοινές, και αμφοτέρωθεν συμφέρουσες, υποχωρήσεις.»
«Συμφωνώ με όσα προτείνετε, αλλά η Σάλγκρινεβ δεν είναι για διαπραγμάτευση. Ανήκει στην κόρη μου τώρα, άρα και στο Άνφρακ.»
Πώς μπορώ να του αλλάξω γνώμη; σκέφτηκε η Νίθρα. Τι μπορώ να του υποσχεθώ που θα τον δελεάσει; Ή… πώς μπορώ να τον απειλήσω; «Το ιερατείο δε θα δει με καλό μάτι αυτή σας την κίνηση, Βασιληά μου, σας προειδοποιώ. Η Ιερά Μητριάρχης θα διαφωνήσει με την επίθεσή σας κατά του έθνους μου. Είμαι Εκλεκτή της Μεγάλης Θεάς· μην το ξεχνάτε.»
«Θα περιμένω, πρώτα, να μάθω την άποψη της ίδιας της Ιεράς Μητριάρχη,» αποκρίθηκε ο Σίλγκερομ. «Μέχρι στιγμής, δε γνώριζε καν για την ύπαρξή σας…»
«Άκουσα πως κάποιες ιέρειες πήγαν να την ενημερώσουν.»
«Δε μου έχει έρθει, όμως, κανένα νέο ακόμα,» δήλωσε ο Σίλγκερομ. «Δώστε μου τη Σάλγκρινεβ και η συμφωνία μας έκλεισε, Βασίλισσα Νίθρα. Τι λέτε;»
«Δεν μπορώ να το δεχτώ.»
«Τότε, δε νομίζω πως έχουμε κάτι περισσότερο να συζητήσουμε.»
Η Νίθρα αισθάνθηκε τα σωθικά της να σφίγγονται. Δεν μπορεί! Δεν μπορεί να τελειώσει έτσι! Πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος! Έπαιξε το τελευταίο της χαρτί. «Δεν ακούσατε τι συνέβη στην Έρλεν και στην Βόλγκρεν, Βασιληά Σίλγκερομ;» ρώτησε, προσπαθώντας να κάνει τα λόγια της πιο απειλητικά, μέσω της Πειθούς. «Δεν ακούσατε για τις πύλες που έπεσαν;» Ναι, είχε ακούσει· η Νίθρα είδε την απάντηση ν’αντανακλάται στα μάτια του: ένας φόβος· ο φόβος των άγνωστων μαγικών δυνάμεων. «Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι δε θα συμβεί το ίδιο και στη Σάλγκρινεβ;»
«Οι πύλες και τα τείχη δεν είναι η μόνη προστασία μιας πόλης!» αντιγύρισε, κάπως σπασμωδικά, ο Σίλγκερομ. «Έχω συγκεντρώσει αρκετό στρατό στη Σάλγκρινεβ και πίσω από τον ποταμό Τάρφαν, ώστε να μη φοβάμαι κανενός είδους πολιορκητικό κόλπο.»
Αν δεν ήταν η Πριγκίπισσα Φόλνα μπλεγμένη, θα μπορούσα να τον πείσω, συλλογίστηκε η Νίθρα. Αλλά τώρα είναι διστακτικός μόνο και μόνο επειδή σκέφτεται πως εκείνη ποτέ δε θ’αποδεχτεί την κυριαρχία μου.
«Δεν είναι ‘πολιορκητικό κόλπο’· είναι η χάρη της Θεάς.»
Ο Ωάρθιν έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στ’αφτί του Σίλγκερομ.
Επίσης, αν δεν ήταν αυτός ο Λυκοκαταραμένος Ομιλητής!…
«Δεν διαπραγματεύομαι τη Σάλγκρινεβ, Βασίλισσα Νίθρα,» δήλωσε ξανά ο Σίλγκερομ. «Η Σάλγκρινεβ –η πόλη Σάλγκρινεβ– μου ανήκει. Αν συμφωνείτε σ’αυτό, τότε δεν έχουμε πόλεμο.»
«Θα τον μετανιώσετε τούτο τον πόλεμο,» είπε η Νίθρα, ήρεμα.
Ο Σίλγκερομ σηκώθηκε από τη θέση του. «Ένας απ’τους δυο μας θα τον μετανιώσει· είμαι βέβαιος.» Της έδωσε το χέρι του, και η Νίθρα, που είχε σηκωθεί επίσης, το έσφιξε. «Σας ευχαριστώ και πάλι που αντιμετωπίσατε όπως αντιμετωπίσατε τη θυγατέρα μου.»
Καλύτερα να την είχα σκοτώσει, τελικά… σκέφτηκε, πικρά, η Βασίλισσα του Νούφρεκ, καθώς ο Σίλγκερομ έφευγε από τη σκηνή, ακολουθούμενος από τον Ομιλητή Ωάρθιν, τη Στρατηγό Ερνάλυ, και τον Διοικητή Χάλρομ.
Απέτυχα.
Απέτυχα πλήρως.
Έκλεισε τα μάτια της, αναστενάζοντας βαριά.
Δεν κατάφερα να αποτρέψω τον πόλεμο. Και το Νούφρεκ θα αιμορραγήσει για την αποτυχία μου.
Έσφιξε τη γροθιά της.
Ένα χέρι άγγιξε τον ώμο της. Το χέρι του Φένταρ.
Η Νίθρα άνοιξε τα βλέφαρα και είπε, νιώθοντας το στόμα της ξερό: «Πάμε.» Δεν είχε τίποτε άλλο να πει. Τα λόγια ήταν περιττά, και ούτε ήθελε ο Φένταρ κι η Χρυσοδάκτυλη ν’αρχίσουν να της λένε Έκανες ό,τι μπορούσες, Δεν υπήρχε άλλη διέξοδος, και παρόμοιες αηδίες. Είχε αποτύχει· αυτή ήταν η αλήθεια. Και τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Βγήκε απ’τη σκηνή και καβάλησε το άλογό της, ενώ ατένιζε το Βασιληά Σίλγκερομ και τους δικούς του να πηγαίνουν στην πύλη της Σάλγκρινεβ και να μπαίνουν στην πόλη. Η συνοδεία της Νίθρα ετοιμάστηκε γρήγορα και κάλπασαν στο στρατόπεδό τους, καθώς είχε βραδιάσει.
Ένας στρατιώτης υποκλίθηκε μπροστά στη Βασίλισσα, ενώ εκείνη αφίππευε. «Μεγαλειοτάτη, οι ανιχνευτές σας επέστρεψαν, και ο αρχηγός τους επιθυμεί να σας μιλήσει.»
«Να με συναντήσει στη σκηνή μου,» είπε η Νίθρα. Και προς τον Φένταρ: «Δώσε διαταγή να ξεκινήσει η πολιορκία. Φρόντισε τα πάντα όσο καλύτερα μπορείς. Όπως είπαμε.» Δε θέλω οι Ανφρακιανοί μισθοφόροι να κάνουν ανταρσία, πρόσθεσε νοερά.
Ο Ωθράγκος φάνηκε πως κατάλαβε τι εννοούσε, και ένευσε.
Η Νίθρα κατευθύνθηκε προς τη σκηνή της, διασχίζοντας βιαστικά το στρατόπεδο. Με τις άκριες των ματιών της, μπορούσε να δει τους στρατιώτες να την κοιτάζουν, και μπορούσε να κατανοήσει ότι είχαν αντιληφτεί πως κάτι δεν πήγε καλά με τις διαπραγματεύσεις.
Μπήκε στη σκηνή της παραμερίζοντας την κουρτίνα. Έλυσε τον μαύρο μανδύα της και τον πέταξε πάνω στο ανάκλιντρο. Ύστερα, κάθισε σε μια καρέκλα και, μπλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών της αναμεταξύ τους, περίμενε τον αρχηγό των ανιχνευτών: έναν ψηλόλιγνο, μελαχρινό άντρα με μουστάκι, που ονομαζόταν Γατράμιν… και ο οποίος ήρθε σύντομα.
«Μεγαλειοτάτη,» είπε, υποκλινόμενος. «Δεν υπάρχει κανένα σημάδι του εχθρού από αυτή τη μεριά του ποταμού Τάρφαν.»
«Βρήκατε τη σήραγγα, σωστά;»
«Σαφώς, Βασίλισσά μου.»
«Ελέγξατε το εσωτερικό της;»
«Όχι, εκτός από την αρχή,» εξήγησε ο Γατράμιν. «Και κανένας εχθρός δεν ήταν μέσα.» Η Νίθρα έβλεπε στα μάτια του και άκουγε στον τόνο της φωνής του ότι ο αρχιανιχνευτής δεν αισθανόταν και πολύ άνετα, απαντώντας σ’ετούτη την ερώτηση.
«Γιατί δεν ερευνήσατε ολόκληρη τη σήραγγα;»
Ο Γατράμιν βλεφάρισε. Έσφιξε τα χείλη, διστακτικά. «Δεν το θεωρήσαμε απαραίτητο, Βασίλισσά μου.»
«Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος, κύριε διοικητά;»
«Ο εχθρός, πάντως, δεν βρίσκεται κοντά, Μεγαλειοτάτη. Είμαι πεπεισμένος γι’αυτό.»
«Άλλη ήταν η ερώτησή μου.»
Ο Γατράμιν μετατόπισε το βάρος του από το δεξί πόδι στο αριστερό. «Η αλήθεια είναι πως το μέρος έφερνε άσχημες… εμ… προκαλούσε άσχημες εντυπώσεις στο μυαλό των ανιχνευτών μου. Και στο δικό μου μυαλό, οφείλω να παραδεχτώ. Φαινόταν στοιχειωμένο.»
Η Νίθρα ύψωσε ένα φρύδι. «Στοιχειωμένο; Κατά ποιο τρόπο;»
«Στους τοίχους υπάρχουν λαξεύματα, Βασίλισσά μου. Διαβολικά λαξεύματα, και κάτι πράγματα που μοιάζουν με γραφή, αλλά που δεν μπορούσε κανένας μας να διαβάσει. Κι εκτός αυτών… Φοβάμαι, Μεγαλειοτάτη, ότι μπορεί να με θεωρήσετε τρελό, όμως σας διαβεβαιώνω πως τούτο δε συνέβη μόνο σε μένα· συνέβη και σ’αρκετούς ανιχνευτές μου…»
«Συνέχισε, κύριε διοικητά,» τον παρότρυνε η Νίθρα, βλέποντάς τον να διστάζει. «Κάθισε κιόλας, αν θέλεις.» Έδειξε την καρέκλα, αντίκρυ της.
«Ευχαριστώ, Μεγαλειοτάτη,» αποκρίθηκε εκείνος, καθίζοντας.
«Λοιπόν;»
«Σε κάποιες στιγμές, νομίζαμε ότι ακούγαμε ήχους από τη γη. Βαθιά κάτω από τη γη. Σαν…» Κοίταξε την οροφή της σκηνής, προσπαθώντας να περιγράψει εκείνο που είχε βιώσει. «Σαν μέταλλα να τρίβονταν το ένα πάνω στ’άλλο. Και, όχι, σίγουρα δεν ήταν ο εχθρός. Το θόρυβο δεν τον προκαλούσαν όπλα που ακονίζονται ή συγκρούονται, ή πανοπλίες. Και ούτε ερχόταν συνέχεια. Ερχόταν πού και πού, και χανόταν, ανεξήγητα. Σας μιλώ ειλικρινώς, Βασίλισσά μου.»
«Σε πιστεύω,» τον διαβεβαίωσε η Νίθρα, σκεπτικά. «Έχεις τίποτ’άλλο να μου αναφέρεις;»
«Μονάχα ένα πράγμα: ότι άφησα δύο από τους ανιχνευτές μου κοντά στην είσοδο της σήραγγας, ώστε να μας ειδοποιήσουν, σε περίπτωση που δουν εχθρικά στρατεύματα να έρχονται από αυτή τη μεριά.
»Α, ναι, και κάτι ακόμα. Καθώς κατευθυνόμασταν προς το πέρασμα, βρήκαμε στο δρόμο μας ένα φυλάκιο δίπλα στον ποταμό Τάρφαν, το οποίο ήταν εγκαταλειμμένο.»
«Είχε γίνει κάποια μάχη εκεί; Το ελέγξατε;»
«Το ελέγξαμε,» αποκρίθηκε ο Γατράμιν, «αλλά, όχι, δεν είχε γίνει καμία μάχη. Οι στρατιώτες, φαίνεται, απλά έφυγαν για να πάνε στην Σάλγκρινεβ, υποθέτω. Πράγμα το οποίο είναι λογικό, αφού, μάλλον, η Έπαρχος Φόλνα θα συγκέντρωσε όλους τους πολεμιστές της πίσω από τα τείχη της πόλης της, γνωρίζοντας πως έρχεστε να την πολεμήσετε. Ωστόσο, σκέφτηκα ότι ίσως να θέλατε να σας το αναφέρω.»
Η Νίθρα ένευσε. «Καλά έκανες. Και, πιστεύω, έχεις δίκιο στην υπόθεσή σου.»
«Με χρειάζεστε τίποτε άλλο, Βασίλισσά μου;»
«Όχι· μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο Γατράμιν σηκώθηκε, υποκλίθηκε, και έφυγε από τη σκηνή.
Η Νίθρα ακούμπησε το σαγόνι στη γροθιά της. Παράξενο μέρος κι αυτή η σήραγγα, σκέφτηκε. Ο Άλαντμιν έχει δίκιο, που πιστεύει πως ο Νουτκάλι πρέπει να την έδειξε στον Έπαρχο Τάκμιν. Ίσως θα έπρεπε να την ελέγξω…
Τώρα, όμως, ήταν πολύ κουρασμένη, και το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί.
Απέξω, μπορούσε ν’ακούσει τους στρατιώτες της να συναρμολογούν πολιορκητικές μηχανές, και αναστέναξε. Πόλεμος. Ο πόλεμος που ήθελα ν’αποφύγω.
Ο Λύκος να σε κατασπαράξει, Σίλγκερομ! Ο Λύκος να σε κατασπαράξει! Το Νούφρεκ είχε υποφέρει από την προδοσία του Έπαρχου Τάκμιν, και τώρα θα υπέφερε ξανά.
Το Άνφρακ, όμως, ήταν ανοιχτό από παντού γύρω, και η Νίθρα σκόπευε να το χρησιμοποιήσει αυτό προς όφελός της. Το Κάρνακ μπορεί να το χτυπήσει από τα βόρεια, το Ερνέφηκ από τα νοτιοανατολικά, η Χρ’ντάλ από τα νότια. Και τα δύο πρώτα βρίσκονται κοντά μου. Στο Κάρνακ μπορώ να ταξιδέψω πολύ εύκολα, με πλοίο· και το Νούφρεκ πάντοτε είχε καλές σχέσεις με τους Καρνάκιους. Όσο για το Ερνέφηκ, κι εκεί θα πάω. Ετούτη την εποχή, η Ράχη της Θεάς δεν είναι αδιάβατη, όπως το χειμώνα.
Όλα τούτα, όμως, ήταν σχέδια για μια άλλη μέρα.
Η Νίθρα έφαγε λίγο από το φαγητό που οι υπηρέτες είχαν στρώσει στο τραπέζι της και, ύστερα, πήγε για ύπνο…
…όπου όνειρα την τυράννησαν, όνειρα τα οποία, το πρωί, δε θυμόταν…
Ο ήχος που κάνουν οι καταπέλτες όταν χτυπούν τα τείχη την ξύπνησε, και ανακάθισε πάνω στο στρώμα, νιώθοντας τα νεύρα της τσιτωμένα και έναν υποβόσκοντα πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Σηκώθηκε και ντύθηκε. Αγνοώντας το πρωινό που ήταν στρωμένο στο τραπέζι, ήπιε μόνο δυο γουλιές από την κούπα με το γάλα και βγήκε απ’τη σκηνή της.
Η πολιορκία είχε αρχίσει. Ο στρατός της είχε περικυκλώσει τη Σάλγκρινεβ απ’όλη την ανατολική μεριά του ποταμού Τάρφαν, και οι καταπέλτες εκτόξευαν λίθους στα τείχη και στους πύργους της πόλης, τραντάζοντάς τα. Οι υπερασπιστές αντεπιτίθονταν, εκτοξεύοντας κι εκείνοι βλήματα και προσπαθώντας να προκαλέσουν ζημιά στις πολιορκητικές μηχανές των αντιπάλων τους. Ο Ανφρακιανός στρατός που βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του ποταμού Τάρφαν κοιτούσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα· ήταν εκτός βεληνεκούς.
«Φέρτε μου τ’άλογό μου,» πρόσταξε η Νίθρα έναν στρατιώτη· και, όταν το ζώο ήταν εμπρός της, σελωμένο και χαλινωμένο, το καβάλησε και πήγε στο πέρας του στρατοπέδου της, ατενίζοντας την ανατολική πύλη της Σάλγκρινεβ.
Ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη στέκονταν στο ίδιο μέρος, κι έστρεψαν τα βλέμματά τους στη Βασίλισσα.
Αλλά δεν ήταν οι μόνοι. Όσοι στρατιώτες βρίσκονταν εκεί κοντά την κοιτούσαν, περιμένοντας να δουν τι θα έκανε. Περιμένοντας να τη δουν να ρίχνει την πύλη της Σάλγκρινεβ, όπως είχε ρίξει την πύλη της Βόλγκρεν και τις πύλες της Έρλεν.
Μπορώ, όμως; αναρωτήθηκε η Νίθρα. Ή η αρχετοπική σιγαλιά θα με εμποδίσει; Επίσης, η πύλη ήταν αρκετά μακριά της, και υπέθετε πως κι αυτό έπαιζε ρόλο. Μάλλον, αν βρισκόταν πιο κοντά, θα μπορούσε να την καταστρέψει ευκολότερα· μα δεν τολμούσε, φυσικά, να πλησιάσει τα τείχη της Σάλγκρινεβ, γιατί θα την τόξευαν.
Κατέβηκε απ’το άλογό της. Καλύτερα να μην είμαι πάνω στη σέλα, όταν θα το κάνω αυτό.
Εστίασε τη Ματιά της στην πύλη –φέρνοντάς την έτσι πλασματικά πιο κοντά– και ύψωσε το δεξί χέρι, δείχνοντάς την. Ο μαύρος της μανδύας και το λευκό της φόρεμα ανέμιζαν, μαζί με τα πορφυρά της μαλλιά, καθώς, επικαλούμενη το Κοσμικό Κέλευσμα, πρόσταξε, με δυνατή φωνή: «ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΟΥ!»
Η πύλη έτριξε τόσο δυνατά, που ο τριγμός της αντήχησε χιλιόμετρα γύρω από τη Σάλγκρινεβ. Και ύστερα, η μεγάλη πόρτα έσπασε· τα κομμάτια της εκτοξεύτηκαν προς τυχαίες κατευθύνσεις, χτυπώντας τους υπερασπιστές στις επάλξεις. Ένα, μάλιστα, πετάχτηκε αρκετά μακριά ώστε να φτάσει τους πολιορκητές που περικύκλωναν την πόλη, ευτυχώς χωρίς να τραυματίσει κανέναν.
Η Νίθρα αισθάνθηκε σαν ένα άλλο από τα κομμάτια να έφτασε ακόμα πιο μακριά, στο στρατόπεδο και σ’εκείνη, πέφτοντας στο κεφάλι της και ρίχνοντάς τη στα γόνατα. Η αναπνοή της κόπηκε, και νόμιζε ότι το κρανίο της είχε ραγίσει και αιμορραγούσε.
Ο Φένταρ γονάτισε πλάι της, αγκαλιάζοντάς την και σηκώνοντάς την στα πόδια της. Δεν την άφησε, όμως, να σταθεί μόνη, γιατί ήταν φανερό ότι δε μπορούσε· όχι αμέσως, τουλάχιστον.
«Το Κοσμικό Κέλευσμα…» μουρμούρισε η Νίθρα. «Δυσκολεύει…»
Είναι σαν να ήρθε η συντέλεια του κόσμου, σκέφτηκε. Πόλεμος στο Νούφρεκ… ενώ τα πάντα… τα πάντα παγώνουν, και ο ήλιος και το φεγγάρι έχουν χαθεί… χάθηκαν, όπως οι άνθρωποι χάνονται, όταν γίνονται σκιές…
«Μην επιτεθείτε ακόμα στη Σάλγκρινεβ,» είπε στον Φένταρ. «Μην περάσετε την πύλη, εννοώ.»
«Δε θα πρόσταζα έφοδο,» αποκρίθηκε εκείνος. «Χρειαζόμαστε κι άλλα ανοίγματα. Φαίνεται να έχουν μαζέψει πολύ στρατό εκεί μέσα. Και περιμένουν κι άλλοι πίσω από τον ποταμό.»
Η Νίθρα πήρε μια βαθιά ανάσα, νιώθοντας τα πνευμόνια της, που είχαν σφιχτεί με τη χρήση του Κοσμικού Κελεύσματος, να ανοίγουν. Τα γόνατά της ήταν τώρα πιο δυνατά, και ο πόνος στο κεφάλι της όχι τόσο έντονος.
Έκανε νόημα στη Χρυσοδάκτυλη να πλησιάσει, κι εκείνη ήρθε κοντά.
«Θα πάμε ένα σύντομο ταξίδι,» της είπε η Νίθρα, «μέχρι τη σήραγγα.»
«Αυτή που περνά κάτω απ’τον ποταμό;» απόρησε ο Φένταρ.
«Ναι.»
«Δε σου είπαν οι ανιχνευτές ότι δεν υπάρχει κίνδυνος, για την ώρα;»
«Μου το είπαν, αλλά, επίσης, μου είπαν κι άλλα πράγματα: ότι το μέρος είναι στοιχειωμένο· ότι ακούγονται αλλόκοτοι μεταλλικοί θόρυβοι από τα βάθη της γης, σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα.»
Ο Φένταρ συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος.
«Ό,τι κι αν είναι, νομίζω, αξίζει να ρίξω μια ματιά.»
«Να πάρεις κι άλλους μαζί σου. Εμπιστεύομαι τη Χρυσοδάκτυλη με τη ζωή μου, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να τύχει.»
«Συμφωνώ,» είπε η Νίθρα. «Θα έπαιρνα κι άλλους, έτσι κι αλλιώς.»
«Μαχητές της Βασιλικής Φρουράς;»
«Ναι, και τον Διοικητή Αίθριν.»
Ο Φένταρ ένευσε, μοιάζοντας ικανοποιημένος.
«Αλήθεια,» ρώτησε η Νίθρα, «πώς πηγαίνουν τα μαθήματά σου μαζί του;»
«Νομίζω καλύτερα από την αρχή, αλλά όχι και πολύ καλύτερα. Εκείνος θα μπορεί να σου εξηγήσει περισσότερο και πιο αναλυτικά· είμαι σίγουρος.»
«Καταλαβαίνεις πώς χρησιμοποιείται η τεχνική Αντιπειθούς, ή όχι;»
«Μόλις και μετά βίας. Ένα μήνα κάνω μαθήματα, και ο Αίθριν λέει ότι χρειάζεται πολύς περισσότερος χρόνος, ακόμα και για τους Ρουζβάνους.»
Η Νίθρα άρχισε να βαδίζει προς τη σκηνή της και ο Φένταρ την ακολούθησε, υποβαστάζοντάς την. Η Χρυσοδάκτυλη τούς πήρε στο κατόπι, αμίλητη.
«Ειδοποιήστε τον Διοικητή Αίθριν,» είπε η Βασίλισσα σε μια πολεμίστρια, καθώς έφτανε στην είσοδο της σκηνής· «θέλω να του μιλήσω.»
Ο Αίθριν ήρθε, ντυμένος με την πανοπλία του και τον μενεξεδή του μανδύα, που τον αναγνώριζε ως διοικητή της Βασιλικής Φρουράς. Έκανε υπόκλιση μπροστά στη Νίθρα, η οποία ήταν μισοξαπλωμένη στο ανάκλιντρο, και την καλημέρισε.
«Ο στρατός είναι εντυπωσιασμένος μ’εσάς, Βασίλισσά μου,» της είπε. «Και οι ιέρειες που μας συνοδεύουν το ίδιο.»
Ελπίζω αυτό να κρατήσει τους στρατιώτες μου ενωμένους, σκέφτηκε η Νίθρα, που ο χειρότερός της φόβος τώρα ήταν να συμβεί εκείνο το οποίο είχε προβλέψει ο Φένταρ: οι Ανφρακιανοί να κάνουν ανταρσία.
«Η Θεά βρίσκεται με το μέρος μου, κύριε διοικητά. Πες τους να προσεύχονται σ’εκείνη, για να μου προσφέρει τη χάρη της.»
Ο Αίθριν έκλινε το κεφάλι, καταφατικά.
«Θέλω να ετοιμάσεις μια ομάδα μαχητών της Βασιλικής Φρουράς,» του είπε η Νίθρα. «Έξι ανθρώπους, για να έρθουν μαζί μου. Και θέλω κι εσύ να με συνοδέψεις.»
«Πού πηγαίνουμε, Βασίλισσά μου;»
«Στο πέρασμα κάτω από τον ποταμό. Πρέπει να ελέγξω κάτι.»
Ο Αίθριν έκλινε πάλι το κεφάλι και στράφηκε, για να βγει από τη σκηνή.
Η Νίθρα, όμως, τον πρόλαβε. «Α, και ζήτα από έναν απ’τους ανιχνευτές να έρθει κι αυτός. Έχουν ξαναπάει εκεί και ξέρουν το δρόμο.»
«Τι νομίζεις ότι συμβαίνει;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη, όταν ο Αίθριν είχε φύγει. Η Μιρλίμια ήταν ο μόνος άλλος άνθρωπος στη σκηνή, αλλά η Νίθρα την είχε σχεδόν ξεχάσει, έτσι ήσυχα όπως καθόταν στη γωνία, οκλαδόν, επάνω σε δύο μεγάλα μαξιλάρια. Και το γεγονός ότι είχε τώρα μιλήσει, για να ρωτήσει κάτι, ήταν περίεργο: πολύ αντίθετο στη φύση της.
«Στο πέρασμα, εννοείς;»
Η Χρυσοδάκτυλη ένευσε.
«Στους βάλτους Βένεβριαμ, έβλεπα φαντάσματα,» εξήγησε η Νίθρα, «μέσω της Ματιάς. Ίσως κάτι παρόμοιο να συμβαίνει κι εκεί.»
«Είπες ότι οι ανιχνευτές άκουσαν κάτι, όχι ότι είδαν.»
«Ναι, αλλά εγώ μπορεί και να δω. Αυτοί δεν έχουν τη Ματιά.»
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Χρυσοδάκτυλη, «ας πούμε, λοιπόν, ότι είναι στοιχειωμένο. Και τι μ’αυτό; Τι σ’ενδιαφέρει;»
«Μπορεί, κάποτε, να μου φανεί χρήσιμο το πέρασμα,» είπε η Νίθρα. «Επιπλέον, θέλω να το δω. Ο Άλαντμιν υποθέτει πως είναι κάτι που ο Νουτκάλι έδειξε στον Τάκμιν, άρα ίσως να έχει κάποια σχέση με τον Ράζλερ… Δεν ξέρω. Πάντως, σίγουρα, θα είναι καλό να το ελέγξω. Μπορώ να δω πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούν.
»Εσύ τι υποθέτεις, Χρυσοδάκτυλη; Τι νομίζεις ότι είναι οι μεταλλικοί ήχοι που ακούγονται από τα βάθη της γης;»
«Νομίζω ότι οι ανιχνευτές κάνουν κάποιο λάθος. Μάλλον, οι εχθροί θα ακόνιζαν, εκείνη την ώρα, τα όπλα τους απ’την άλλη άκρη του περάσματος, ή θα συναρμολογούσαν κανένα πολιορκητικό μηχάνημα.»
«Κι όμως,» τόνισε η Νίθρα, «ο Γατράμιν μού είπε ότι είναι βέβαιος πως δεν επρόκειτο για ακόνισμα όπλων, ούτε για το τρίξιμο πανοπλίας.»
Η Χρυσοδάκτυλη ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί να έκανε λάθος…»
«Επίσης,» συνέχισε η Νίθρα, «γιατί να συναρμολογούν μια μηχανή πολιορκίας εκεί πέρα; Είναι πολύ μακριά από τη Σάλγκρινεβ. Σε τι θα τους χρειαστεί;»
«Δεν ξέρω. Ίσως θάπρεπε να ρωτήσεις τον Φένταρ γι’αυτό.»
Η Νίθρα κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Πιστεύω ότι οι ήχοι από τα βάθη είναι, πραγματικά, κάτι το ασυνήθιστο.»
Η Χρυσοδάκτυλη δε συνέχισε την κουβέντα.
Μια υπηρέτρια παραμέρισε την κουρτίνα της σκηνής και ρώτησε: «Βασίλισσά μου, έμαθα ότι θα φύγετε. Θα θέλατε να σας ετοιμάσουμε κάτι να φάτε, πριν από την αναχώρησή σας;»
Η Νίθρα συνειδητοποίησε ότι η κοιλιά της ήταν άδεια, έτσι αποκρίθηκε στην κοπέλα πως, ναι, ήθελε να της ετοιμάσουν φαγητό για δύο –για εκείνη και τη Χρυσοδάκτυλη.
Η ομάδα της ήταν έτοιμη. Ο Αίθριν και έξι μαχητές της Βασιλικής Φρουράς (πέντε άντρες και μία γυναίκα) στέκονταν πλάι στα σελωμένα και χαλινωμένα τους άλογα, κρατώντας τα από τα ηνία. Κοντά τους βρισκόταν και μια γυναίκα που, σίγουρα, δεν ήταν από το τάγμα τους· φορούσε πέτσινη πανοπλία, κάπα, και ψηλές μπότες· ένα κοντόσπαθο ήταν περασμένο στη ζώνη της κι ένα τόξο και μια φαρέτρα στους ώμους της· τα μαλλιά της ήταν μαύρα και δεμένα κότσο, και κρατούσε κι εκείνη το άλογό της από τα ηνία. Μάλλον, ήταν ανιχνεύτρια, από αυτούς που βρίσκονταν στην ομάδα του Γατράμιν όταν πήγαν να ερευνήσουν το πέρασμα.
Άπαντες υποκλίθηκαν, καθώς η Βασίλισσα πλησίαζε μαζί με τη Χρυσοδάκτυλη.
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε, Μεγαλειοτάτη,» είπε ο Αίθριν, παίρνοντας ένα άλλο άλογο από τα γκέμια και ζυγώνοντας τη Νίθρα.
«Σ’ευχαριστώ,» αποκρίθηκε εκείνη, πιάνοντας τη λαβή της σέλας και ανεβαίνοντας.
Η Χρυσοδάκτυλη καβάλησε ένα άλλο άλογο, και οι υπόλοιποι τη μιμήθηκαν.
«Βασίλισσά μου,» είπε η ανιχνεύτρια, «ο Διοικητής Γατράμιν είχε έναν χάρτη της περιοχής, με τη θέση της σήραγγας σημειωμένη επάνω…»
«Το ξέρω,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Εγώ του τον έδωσα.» Και σε μένα τον έδωσε ο Άλαντμιν. Τράβηξε ένα κομμάτι περγαμηνή από τη ζώνη της. «Τον έχω μαζί μου. Αλλά δε θα θυμώσουν να μας οδηγήσεις εκεί, ακόμα και χωρίς το χάρτη;»
«Ίσως,» είπε η ανιχνεύτρια. «Όμως δεν είμαι σίγουρη. Τα μέρη είναι… περίεργα. Υπάρχουν πολλά σημεία που μπορεί κανείς να μπερδευτεί. Ο τόπος είναι γεμάτος λοφίσκους και δάση, με παραπλανητικά περάσματα ανάμεσά τους.»
«Μάλιστα,» είπε η Νίθρα, καθώς ξεκινούσαν να ιππεύουν, βγαίνοντας από το στρατόπεδο και κατευθυνόμενοι βόρεια. «Πώς είναι τ’όνομά σου, ανιχνεύτρια;»
«Δάνμηρα, Βασίλισσά μου.»
Στην αρχή, τα εδάφη όπου ίππευαν ήταν πεδινά και εύφορα, και τα άλογά τους ταξίδευαν γρήγορα, ξεκούραστα και ανεμπόδιστα. Η Νίθρα, όμως, μπορούσε να δει στον ορίζοντα (και υπέθετε ότι ίσως κι οι άλλοι να μπορούσαν, αλλά με τη Ματιά ποτέ δεν ήταν βέβαιη) σειρές από λόφους και λοφίσκους, καθώς και δασώδεις περιοχές· κι εκεί δε φαινόταν κανένα χωριό ή οικισμός, όπως εδώ, που, στρέφοντας το βλέμμα σου δεξιά ή αριστερά, έβλεπες σπίτια από απόσταση και καπνό να βγαίνει από τις καμινάδες τους. Ανθρώπους, ωστόσο, δεν έβλεπες να τριγυρίζουν έξω. Μάλλον, όλοι οι ντόπιοι είχαν φοβηθεί τους συγκεντρωμένους στρατούς.
Αλλά δε θα έπρεπε να φοβούνται τον δικό μου στρατό, συλλογίστηκε η Νίθρα. Είμαστε εδώ για να προφυλάξουμε το Νούφρεκ, όχι για να το λεηλατήσουμε. Κι όμως, ακόμα και καθώς ετούτες οι σκέψεις περνούσαν από το νου της, ήξερε πως ορισμένες καταστροφές ήταν αναπόφευκτες· κάποιοι από τους στρατιώτες της θα έκαναν αποτρόπαιες πράξεις, ειδικά όταν τα πράγματα με τον εχθρό άρχιζαν ν’αγριεύουν, ή όταν η παραμονή του στρατεύματος σ’ετούτα τα μέρη γινόταν μακροχρόνια. Ο Φένταρ τής είχε μιλήσει, πολλές φορές, γι’αυτούς τους κινδύνους.
Ο πόλεμος φέρνει μονάχα καταστροφή. Έπρεπε να τον είχα αποφύγει. Και τώρα, πρέπει να τον κάνω να τελειώσει γρήγορα. Πόσο γρήγορα, όμως, μπορώ να το καταφέρω αυτό; Όχι αρκετά γρήγορα, ήταν βέβαιη…
Όταν έφτασαν στους λοφότοπους, ο ρυθμός τους μειώθηκε αξιοσημείωτα, καθώς τα άλογά τους δεν μπορούσαν να ταξιδεύουν με την ίδια ταχύτητα. Οι καβαλάρηδες όφειλαν να τα οδηγούν προσεκτικά, αν δεν ήθελαν τα ζώα να σπάσουν κανένα πόδι, πράγμα που θα καθυστερούσε το ταξίδι πολύ περισσότερο.
Η Νίθρα έδωσε το χάρτη της στη Δάνμηρα, ώστε η ανιχνεύτρια να είναι η οδηγός τους εδώ μέσα, όπου έπρεπε να παραδεχτεί η Βασίλισσα πως τα περάσματα ήταν, όντως, μπερδεμένα και, καθώς η νύχτα έπεφτε, έμοιαζαν να μπερδεύονται ακόμα περισσότερο.
«Δείτε, Μεγαλειοτάτη,» είπε η ανιχνεύτρια, σε μία στιγμή, «το μονοπάτι που ακολουθούμε τώρα είναι ευδιάκριτο. Από εδώ πρέπει να περνούσαν μεγάλες ομάδες ανθρώπων για κάποιον καιρό. Τα κλαδιά είναι κομμένα και η βλάστηση του εδάφους λιγότερο αναπτυγμένη απ’ό,τι τριγύρω.» Η Δάνμηρα έδειχνε, καθώς μιλούσε. «Δεκάδες, ίσως εκατοντάδες, πόδια την έχουν πατήσει. Κι αν προσέξετε, θα δείτε, επίσης, ότι το μονοπάτι διακλαδίζεται σε κάμποσα σημεία. Αλλά, βέβαια, ο χάρτης σας μας οδηγεί από εδώ.»
«Τα μονοπάτια πρέπει να ανοίχτηκαν από τους Ανφρακιανούς πολεμιστές που έφερνε ο Τάκμιν σ’ετούτα τα μέρη,» είπε ο Αίθριν.
Η Νίθρα ένευσε, σιωπηλά.
«Μπορούμε να κινηθούμε λίγο γρηγορότερα εδώ,» είπε η Δάνμηρα. «Όσο παραμένουμε στο μονοπάτι, ο δρόμος μας θα είναι ανεμπόδιστος. Θα σας ειδοποιήσω, όταν είναι να κόψουμε ταχύτητα πάλι.»
Και όντως, όταν ήταν ν’ανεβούν σ’ένα λόφο, τους ειδοποίησε.
«Γιατί πάμε απο δώ;» ρώτησε ο Αίθριν. «Αφήνουμε το μονοπάτι πίσω μας έτσι.»
«Από εδώ μάς δείχνει ο χάρτης, κύριε διοικητά,» αποκρίθηκε η Δάνμηρα, ενώ ανηφόριζαν τη μικρή πλαγιά. «Αμέσως μετά, θα περάσουμε κοντά από ένα χωριό, και θα διασχίσουμε ένα ρέμα, παρακλάδι του ποταμού Τάρφαν.»
Ένας λύκος ακούστηκε ν’αλυχτεί, καθώς τα χρώματα του περιβάλλοντος είχαν αρχίσει να σκουραίνουν.
Φτάνοντας στην κορυφή του λόφου, είδαν από κάτω τους μερικά σπίτια, δίπλα σ’ένα μικρό ποτάμι. Καπνός υψωνόταν από τις καμινάδες ορισμένων. Δέντρα περιέβαλλαν το χωριό, σαν προστατευτικό τείχος.
«Θα πάμε από εκεί.» Η Δάνμηρα έδειξε ένα άνοιγμα ανάμεσα σε δύο λοφίσκους. «Βόρεια.»
Το χωριό πρέπει να ήταν βορειοανατολικά, συμπέρανε η Νίθρα.
Η έφιππη ομάδα κατέβηκε την πλαγιά του λόφου και, διασχίζοντας μια δενδρώδη περιοχή, πέρασε από τη δίοδο που είχε δείξει η Δάνμηρα, για να βρεθεί μπροστά στο ρέμα, το οποίο προερχόταν από τον Τάρφαν και οδηγούσε στο χωριό. Τα άλογα εύκολα έφτασαν στην αντίπερα όχθη, καθότι το νερό δεν ήταν βαθύ· η Νίθρα υπέθετε ότι δε θα ξεπερνούσε το ύψος των γονάτων της.
«Και τώρα,» είπε η Δάνμηρα, «είμαστε στο τελευταίο σκέλος του ταξιδιού μας. Όταν δούμε την παλιά βελανιδιά, θα στρίψουμε αριστερά. Έχετε τα μάτια σας ανοιχτά… αν και δε νομίζω ότι μπορεί να μου ξεφύγει. Είναι χαρακτηριστική.»
Κουκουβάγιες βρίσκονταν επάνω στη βελανιδιά. Πολλές κουκουβάγιες. Πιασμένες στα τεράστια κλωνάρια της. Κρυμμένες μέσα στις βαθιές της κουφάλες, ώστε να φαίνεται μονάχα η γυαλάδα των ματιών τους. Ολόκληρο το δέντρο έμοιαζε ζωντανό.
Η Ματιά της Νίθρα εντόπισε μια Αρχετοπική Είσοδο πίσω από τη βελανιδιά. Επίσης, άπαντες παρατήρησαν ότι η σιγαλιά του κόσμου είχε, ξαφνικά, δυναμώσει· και κοίταζαν τριγύρω, ανήσυχα, δίχως να ξέρουν τι ακριβώς ήταν αυτό που τους ενοχλούσε.
Οι κουκουβάγιες ήταν παράξενα σιωπηλές, σκέφτηκε η Νίθρα. Αλλά πρόλαβε δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το συλλογισμό της και, καθώς η έφιππη ομάδα άφηνε την παλιά, μεγάλη βελανιδιά πίσω της, ένα κούκου-βάου! ακούστηκε, σαν τα πτηνά να ήθελαν να τους αποχαιρετήσουν. Η Βασίλισσα αισθάνθηκε το σώμα της να τραντάζεται, ακούσια. Η φωνή ήταν πολύ ξαφνική μέσα στη σχεδόν απόλυτη σιωπή· την είχε τρομάξει.
Μετά, όμως, ηρέμησε, νιώθοντας καλύτερα που απομακρυνόταν από το επιβλητικό δέντρο με τις κουκουβάγιες. Έμοιαζε να έχει κάτι το διαβολικό και το επικίνδυνο.
Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και γεμάτος με ανέγνωρους αστερισμούς, όταν η Νίθρα πρόσεξε τα πουλιά που έκαναν κύκλους πάνω από την περιοχή στην οποία εκείνη κι οι σύντροφοί της κατευθύνονταν. Χρησιμοποίησε εντονότερα τη Ματιά και είδε ότι επρόκειτο για κοράκια.
Κοράκια; Συγκεντρωμένα κοράκια; Τι μπορεί να σημαίνει τούτο; αναρωτήθηκε. Ωστόσο, δεν είπε τίποτα τους συντρόφους της· έμεινε σιωπηλή.
«Κοράκια!» είπε, μετά από λίγη ώρα, ο Αίθριν, δείχνοντας τον ουρανό.
Η Δάνμηρα ύψωσε τη ματιά της. «Όχι…» μουρμούρισε.
Η Χρυσοδάκτυλη έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στη Νίθρα.
«Ναι,» της είπε εκείνη. «Τα είχα δει.»
«Τι συμβαίνει, ανιχνεύτρια;» ρώτησε ο Αίθριν.
«Εκεί είναι οι δύο συνάδελφοί μου,» εξήγησε η Δάνμηρα. «Ο Σάβμιν και ο Ράνσιν, τους οποίους είχαμε αφήσει για να παρακολουθούν τη σήραγγα.»
«Ας το ελέγξουμε,» είπε η Νίθρα, και επιτάχυναν την πορεία των ήδη κουρασμένων τους αλόγων.
Ανέβηκαν στον δεντρόφυτο λόφο, πάνω απ’τον οποίο έκοβαν βόλτες τα κοράκια.
Η Δάνμηρα αφίππευσε, και φώναξε (όχι πολύ δυνατά, από φόβο μην την ακούσει κάποιος που δεν έπρεπε): «Σάβμιν! Ράνσιν!» Τράβηξε το κοντόσπαθό της και παραμέρισε μερικές φυλλωσιές.
Ο Αίθριν ξεσπάθωσε, επίσης, και την ακολούθησε, έφιππος. Η Νίθρα ήταν δίπλα του, με το χέρι της στη λαβή του σπαθιού που κρεμόταν από τη ζώνη της. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν, έχοντας τα όπλα τους ανά χείρας· εκτός από τη Χρυσοδάκτυλη, που έμοιαζε ήρεμη αλλά ήταν πανέτοιμη.
Δύο παραμορφωμένα κουφάρια βρίσκονταν στο έδαφος, ανάμεσα στα δέντρα. Κοράκια ήταν επάνω τους, τσιμπολογώντας κομμάτια σάρκας. Μια αποπνικτική αποφορά απλωνόταν.
«Αυτοί είναι…» είπε η Δάνμηρα.
Ο Αίθριν αφίππευσε, πλησιάζοντας τα πτώματα και χτυπώντας τα κοράκια, με το σπαθί του, για να τ’απομακρύνει και να μπορέσει να δει καλύτερα τους νεκρούς. Ένα βέλος ήταν καρφωμένο επάνω στον έναν, και δύο επάνω στον άλλο.
Η Νίθρα κατέβηκε απ’το άλογό της, βλέποντας πως κι όλοι οι υπόλοιποι κατέβαιναν. «Τι κατασκευής είναι τα βέλη;» ρώτησε. «Ανφρακιανής;»
Ο Αίθριν έδιωξε μερικά ακόμα κοράκια, με το σπαθί του, και γονάτισε δίπλα από τον πρώτο νεκρό. Άγγιξε τα φτερά του καρφωμένου βέλους και είπε: «Ναι, μάλλον.» Τράβηξε το βλήμα έξω απ’την πληγή, χωρίς δυσκολία, γιατί τα αρπακτικά είχαν ήδη ανοίξει πολύ το τραύμα, με τα ράμφη τους. Σηκώθηκε όρθιος, κοιτάζοντας την κατασκευή του βέλους. «Ναι. Ανφρακιανό, σίγουρα.»
«Δεν υπήρχαν Ανφρακιανοί εδώ, όταν ερευνήσαμε το μέρος,» είπε η Δάνμηρα.
«Τότε, ήρθαν μετά,» αποκρίθηκε ο Αίθριν, πετώντας το βέλος στο έδαφος. «Υποθέτω πως έστειλαν μερικούς ανιχνευτές τους, για να ελέγξουν τα εδάφη από την άλλη μεριά της σήραγγας, και, βρίσκοντας τους δύο δικούς μας, τους σκότωσαν, αιφνιδιάζοντάς τους. Απ’ό,τι βλέπω, δεν πρέπει να έγινε συμπλοκή. Αυτός,» έδειξε τον ανιχνευτή με τα δύο βέλη καρφωμένα επάνω του, «πέθανε αμέσως· δεν πρόλαβε να τραβήξει κανένα του όπλο. Αυτός,» έδειξε τον άλλο, «δεν πέθανε αμέσως –πρόλαβε να ξεθηκαρώσει το σπαθί του, όπως βλέπετε–, μα τον σκότωσαν γρήγορα. Έχει ένα τραύμα –από ξίφος, μου φαίνεται– στην κοιλιά.»
«Υπάρχει περίπτωση οι εχθρικοί ανιχνευτές να βρίσκονται ακόμα εδώ;» ρώτησε η Νίθρα.
«Ναι,» απάντησε ο Αίθριν. «Αλλά ίσως και όχι. Ίσως να επέστρεψαν στους δικούς τους, για να τους ειδοποιήσουν ότι τώρα το έδαφος είναι ελεύθερο και μπορούν να περάσουν.»
«Πότε σκοτώθηκαν αυτοί;»
«Εδώ και καμια μέρα. Μάλλον, χτες βράδυ.»
Η Δάνμηρα κατένευσε, συμφωνώντας.
«Οδήγησέ με στη σήραγγα,» της είπε η Νίθρα. «Θέλω να δω τι συμβαίνει εκεί. Και καλύτερα να πλησιάσουμε προσεκτικά. Πόσο μακριά είμαστε;»
«Δίπλα είμαστε, Βασίλισσά μου.»
«Ωραία. Θα πάμε πεζοί. Δέστε τ’άλογά σας κάπου εδώ, και ξεκινάμε.»
Τα έδεσαν και ξεκίνησαν, έχοντας όλοι –εκτός από τη Νίθρα και τη Χρυσοδάκτυλη– τα όπλα τους στα χέρια. Ο Αίθριν και οι μαχητές του κρατούσαν ξίφη και ασπίδες· η Δάνμηρα είχε το τόξο της έτοιμο, μ’ένα βέλος περασμένο στη χορδή.
Κατέβηκαν τη δεντρόφυτη πλαγιά και ζύγωσαν το σκοτεινό άνοιγμα που φαινόταν στον αντικρινό λόφο. Αν είχαν έρθει οι Ανφρακιανοί, δε θα είχαν ανάψει φωτιές; σκέφτηκε η Νίθρα. Θα κάθονταν στο σκοτάδι; Χρησιμοποίησε τη Ματιά, για να διαπεράσει το πέπλο του σκότους, μα δεν είδε κανέναν άνθρωπο να περιμένει κρυμμένος.
«Δεν υπάρχει κίνδυνος μέσα,» είπε στους συντρόφους της.
«Πώς το γνωρίζετε, Βασίλισσά μου;» ρώτησε ο Αίθριν.
«Το γνωρίζω,» απάντησε εκείνη. «Δεν είναι κανείς κρυμμένος μέσα στη σήραγγα. Ανάψτε καμια λάμπα.»
Ένας στρατιώτης άναψε, καθώς έφταναν στην αρχή του υπόγειου περάσματος. Μια πέτρινη, λαξευτή είσοδος αποκαλύφτηκε. Πίσω της, το έδαφος ήταν στρωμένο με πανάρχαιες πλάκες, ραγισμένες και βρόμικες. Στους τοίχους, μορφές ήταν σκαλισμένες, οι οποίες έδειχναν ανθρώπους, σε διάφορες στάσεις, να ασχολούνται με μηχανήματα. Η Νίθρα διέκρινε τεράστιους τροχούς, αλυσίδες, γρανάζια, κυλίνδρους.
Πήρε τη λάμπα από το στρατιώτη και βάδισε πρώτη.
«Προσέχετε, Βασίλισσά μου,» είπε ο Αίθριν, ακολουθώντας την. «Ποτέ δεν ξέρετε…»
Η Νίθρα ύψωσε τη λάμπα της μπροστά από έναν τοίχο, παρατηρώντας τα λαξεύματα. Ύστερα, έκανε ένα βήμα όπισθεν και είδε ότι στην κορυφή του τοίχου υπήρχε μια ανέγνωρη γραφή. Δεν ήταν ούτε Ρουζβάνικα, ούτε Ωθράγκικα, ούτε καμία άλλη σημερινή γλώσσα.
Ένας υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε… από κάτω… από τα βάθη της γης.
Οι μαχητές της Βασιλικής Φρουράς και ο Αίθριν κοκάλωσαν, αφουγκραζόμενοι. Η Δάνμηρα κοίταξε το έδαφος. Η Χρυσοδάκτυλη έμοιαζε ήρεμη.
«Διαισθάνεσαι κίνδυνο;» τη ρώτησε η Νίθρα.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι.
Τι είναι αυτό που ακούσαμε, τότε; αναρωτήθηκε η Βασίλισσα· και, κρατώντας τη λάμπα της ψηλά, προχώρησε πιο βαθιά μέσα στο πέρασμα.
Οι σύντροφοί της την ακολούθησαν, σιωπηλά.
Η Ματιά της ερευνούσε κάθε σπιθαμή του μέρος, καθώς η Νίθρα βάδιζε με προσοχή.
Ο θόρυβος ήρθε ακόμα μία φορά από τη γη, και μετά, η Βασίλισσα είδε την είσοδο. Την Αρχετοπική Είσοδο, στην εσοχή ενός μισογκρεμισμένου τμήματος του δεξιού τοιχώματος, όπου τα λαξεύματα ήταν σπασμένα και δεν έβγαζαν νόημα παρά μόνο με τη χρήση της φαντασίας.
Για δες…
«Ανάψτε άλλη μια λάμπα,» πρόσταξε, και ένας από τους πολεμιστές υπάκουσε.
«Τι συμβαίνει, Βασίλισσά μου;» ρώτησε ο Αίθριν.
«Τίποτα,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Περιμένετε πίσω, μια στιγμή.»
Μπήκε στην εσοχή του μισογκρεμισμένου τοιχώματος. Και ήταν βαθιά εσοχή, παρατήρησε. Πήγαινε, τουλάχιστον, μισό μέτρο μέσα και, μετά, έκανε στροφή.
Η αρχετοπική σιγαλιά είχε κυριαρχήσει τώρα στο περιβάλλον, και η Νίθρα έγλειψε τα χείλη της, νευρικά. Πόσο πολύ πιο δυνατή είναι από τη σιωπή που έχει τυλίξει την Κουαλανάρα…
Έστριψε στη γωνία, τρίβοντας την πλάτη της επάνω στις πέτρες· το μέρος ήταν ιδιαίτερα στενό.
Σταμάτησε, απότομα.
Βρισκόταν στην άκρη ενός χάσματος!
Από κάτω της, μηχανικοί θόρυβοι ακούγονταν –μέταλλα που τρίβονται πάνω σε μέταλλα– και φωνές σε μια άγνωστη γλώσσα. Τα πάντα κρύβονταν από μια αφύσικη ομίχλη, μια θολούρα… την οποία η Νίθρα δε δυσκολεύτηκε, με τη Ματιά της, να διαπεράσει (αν και παρατήρησε ότι ήταν πιο δύσκολο να τη διαπεράσει από την κανονική ομίχλη, ή από το σκοτάδι) και να δει ανθρώπους, ψηλούς και λιγνούς, με δέρμα γκρίζο (!), που παρόμοιό του δεν είχε ξαναντικρίσει. Αυτοί οι αλλόκοτοι άνθρωποι περιφέρονταν ανάμεσα σε διάφορα μηχανικά κατασκευάσματα, τα οποία ήταν επίσης πρωτοφανή για τη Βασίλισσα.
Και το πιο παράξενο απ’όλα ήταν ότι ετούτος ο λαός έμενε μέσα σ’έναν Αρχέτοπο.
«Μεγαλειοτάτη;» ακούστηκε η φωνή του Αίθριν πίσω της.
Η Νίθρα στράφηκε, για να δει τον διοικητή να ζυγώνει, κρατώντας μια λάμπα –αν και, βέβαια, δεν υπήρχε λόγος για λάμπα στον Αρχέτοπο· το μέρος ήταν αυτόφωτο, όπως όλοι οι Αρχέτοποι.
«Δε σας είπα να μείνετε πίσω;»
«Ανησυχήσαμε, Βασίλισσά μου,» εξήγησε ο Αίθριν. Και ρώτησε: «Τι είναι αυτό το μέρος;»
«Πλησίασε,» του έγνεψε η Νίθρα.
Ο Αίθριν ήρθε κοντά της, και αναφώνησε, αντικρίζοντας το χάσμα και τις ομίχλες.
«Τι βλέπεις;» τον ρώτησε η Βασίλισσα.
«Δε βλέπω και πολλά. Πάντως, νομίζω ότι μπορώ να διακρίνω ανθρώπινες μορφές να κινούνται εκεί κάτω, και… Μηχανήματα είναι αυτά; Μοιάζουν μ’εκείνα στους τοίχους…»
Η Νίθρα ένευσε. «Ναι, μοιάζουν.»
«Ποιοι μένουν εδώ πέρα;» απόρησε ο Αίθριν. «Ποιοι είναι ποτέ δυνατόν να μένουν εδώ πέρα;»
«Δαίμονες,» αποκρίθηκε η Νίθρα. «Μονάχα δαίμονες μπορεί να μένουν εδώ.» Ήθελε να τον τρομάξει, ώστε να τον κάνει να μην ενδιαφερθεί περισσότερο για τούτο τον Αρχέτοπο. «Πάμε.» Γύρισε απ’την άλλη και προχώρησε μέσα στο στενό πέρασμα.
Ο Αίθριν την ακολούθησε.
Η Χρυσοδάκτυλη και οι υπόλοιποι τούς περίμεναν στη σήραγγα. Η Νίθρα νόμισε ότι, ξαφνικά, ο κάθε θόρυβος έγινε εκκωφαντικός γύρω της, ύστερα από την απόλυτη σιγαλιά του Αρχέτοπου, η οποία έσπαγε μόνο από το κροτάλισμα των αλλόκοτων μηχανημάτων, πού και πού.
«Υπάρχει κάτι εκεί μέσα, Βασίλισσά μου;» ρώτησε η Δάνμηρα.
Η Νίθρα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, τίποτα,» είπε. «Ας βγούμε. Θέλω να δω κάτι… κάτι που θα έπρεπε να είχα σκεφτεί από την αρχή.»
Καθώς βάδιζαν, όμως, κατά μήκος του περάσματος, ένα άλλο πράγμα απασχολούσε το νου της: Ο Νουτκάλι, άραγε, ήξερε γι’αυτό τον Αρχέτοπο; Αν εκείνος είχε πει στον Τάκμιν για την υπόγεια σήραγγα, τότε πρέπει να ήξερε. Δεν μπορεί να του είχε διαφύγει· σίγουρα, θα είχε ερευνήσει τα πάντα.
Και ύστερα, το μυαλό της πήγε αλλού: Είναι επικίνδυνος αυτός ο γκριζόδερμος λαός με τα μηχανήματα; Βγαίνει ποτέ απο κεί μέσα; Έρχεται ποτέ στην επιφάνεια; Μάλλον, όχι· γιατί, αν ερχόταν, κάποτε θα είχε ακούσει γι’αυτόν, σωστά; Ένας άνθρωπος με γκρίζο δέρμα δεν περνά εύκολα απαρατήρητος. Επομένως, δε βγαίνουν ποτέ, υποθέτω. Πώς ζουν, όμως; Τι τρώνε; Από την άλλη, βέβαια, στους Αρχέτοπους ίσχυαν παράξενες συνθήκες. Ο Αετός ίσως να ξέρει για τους γκριζόδερμους…
Ο Αετός…
Μα, ο Αετός δεν είχε μιλήσει για εκείνους τους Βιρθήλους;
Τι είχε πει;
Η Νίθρα προσπάθησε να φέρει τα λόγια του στο νου της και διαπίστωσε πως, παρότι είχε περάσει καιρός από τότε που είχε συζητήσει μαζί του, τα θυμόταν πολύ καθαρά: Μια πρωτογενής παρακμασμένη φυλή, η οποία διέφυγε στους Αρχέτοπους, για ν’αποτρέψει τη φυσική της εξαφάνιση, και κατάφερε να ζήσει εδώ.
Και μετά, είχε πει και κάτι ακόμα, το οποίο είχε παραμείνει χαραγμένο στη μνήμη της Νίθρα: Χρειάζεται τις εφευρέσεις τους. Για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας μία από αυτές, άνοιξε την Πληγή στο σώμα της παλιάς μου φίλης.
Αναφερόταν στον Νουτκάλι, φυσικά. Ο Νουτκάλι χρειαζόταν τις εφευρέσεις των Βιρθήλων.
Ναι, οι Βιρθήλοι πρέπει να ήταν οι γκριζόδερμοι άνθρωποι που είχε δει η Νίθρα.
Και όλα δένουν. Ο Νουτκάλι ίσως από εδώ να τους γνώρισε, από ετούτη τη σήραγγα. Ή ίσως να βρήκε ετούτη τη σήραγγα μέσω αυτών. Ή– Τέλος πάντων, δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι ήταν λογικό.
Η ομάδα της βγήκε από το πέρασμα, και η Βασίλισσα ρώτησε τη Δάνμηρα: «Αν ανεβώ στην κορυφή αυτού του λόφου,» –κοιτούσε το λόφο όπου ήταν το άνοιγμα της σήραγγας– «μπορώ να δω την αντίπερα όχθη του Τάρφαν;»
«Ναι,» αποκρίθηκε η ανιχνεύτρια. «Ωστόσο, μέσα στη νύχτα–»
«Αν έχει συγκεντρωθεί στρατός, θα έχουν φωτιές.»
«Εκτός αν θέλουν να κρυφτούν,» τόνισε ο Αίθριν.
«Όπως και νάχει, η Θεά θα μου αποκαλύψει την παρουσία τους,» είπε η Νίθρα, δίνοντας τη λάμπα της σ’έναν πολεμιστή κι αρχίζοντας να σκαρφαλώνει την πλαγιά του λόφου. «Μείνετε κάτω,» πρόσταξε τους συντρόφους της. «Χρυσοδάκτυλη, εσύ έλα.»
Η Μιρλίμια υπάκουσε.
Και έφτασε στην κορυφή πριν από τη Βασίλισσα, καθότι πιο γρήγορη, ευέλικτη, και δυνατή.
Η Νίθρα ήταν λαχανιασμένη όταν στάθηκε πλάι στη Χρυσοδάκτυλη, η οποία είχε ακουμπήσει τον δεξή της ώμο στον κορμό ενός δέντρου και περίμενε.
Στον ποταμό, και πέρα απ’αυτόν, φαινόταν μονάχα σκοτάδι. Πυκνό σκοτάδι.
Η Νίθρα πήρε μερικές βαθιές ανάσες, για να χαλαρώσει, και, ύστερα, επικεντρώθηκε στη χρήση της Ματιάς, τόσο έντονα που είδε τους κυματισμούς του νερού επάνω στην επιφάνεια του Τάρφαν· και, όταν κοίταξε πέρα απ’αυτόν, διέκρινε τα δέντρα στις όχθες του και το χορτάρι… και μετά, ανθρώπους συγκεντρωμένους. Πολεμιστές. Η αστροφεγγιά αντανακλάτο σε πανοπλίες και όπλα. Άλογα ήταν σταβλισμένα πίσω από ένα ξύλινο μαντρί στρατοπέδου. Οι σημαίες ήταν κατεβασμένες και τυλιγμένες γύρω από τα κοντάρια.
Πόσοι είναι; Η Νίθρα προσπάθησε να τους υπολογίσει. Τον τελευταίο καιρό, είχε μάθει να υπολογίζει καλύτερα τον αριθμό των στρατευμάτων.
Δέκα χιλιάδες. Ή είκοσι. Μάλλον.
«Εκεί είναι,» είπε, παύοντας να χρησιμοποιεί τη Ματιά. «Οι Ανφρακιανοί.»
«Πολλοί;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Ναι. Στρατός. Δέκα ή είκοσι χιλιάδες, νομίζω.»
«Σκατά. Δε μπορείς να κλείσεις τη σήραγγα, με κάποιο τρόπο;»
«Με το Κοσμικό Κέλευσμα, εννοείς;» είπε η Νίθρα.
Η Χρυσοδάκτυλη ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι.»
Η Νίθρα έσμιξε τα χείλη. «Δεν ξέρω. Φοβάμαι να δοκιμάσω…» παραδέχτηκε. Ετούτο το μέρος βρίσκεται πολύ κοντά σ’έναν Αρχέτοπο, και στους Αρχέτοπους το Κοσμικό Κέλευσμα δε λειτουργεί. Τι θα μου συμβεί, αν προστάξω τις πέτρες να καταρρεύσουν;
Ωστόσο, δεν άξιζε να προσπαθήσει;
Άξιζε. Αλλά, κάποια στιγμή, θα το φάω το κεφάλι μου έτσι.
Άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά, και η Χρυσοδάκτυλη την ακολούθησε.
Όταν ήταν κάτω, η Νίθρα είπε: «Ο εχθρός είναι συγκεντρωμένος στην αντίπερα όχθη, χωρίς να έχει αναμμένες φωτιές. Δέκα ή είκοσι χιλιάδες αριθμούν.»
Ο Αίθριν και η Δάνμηρα την κοίταξαν παραξενεμένοι. Πώς τα γνώριζε όλ’αυτά η Βασίλισσα, αφού δεν υπήρχαν αναμμένες φωτιές;
Ένας μαχητής της Βασιλικής Φρουράς έκανε το σημείο της Θεάς στον αέρα.
«Θα πρέπει, λοιπόν, να επιστρέψουμε γρήγορα,» είπε ο Αίθριν, «και να ειδοποιήσουμε τον Φένταρ.»
«Ναι,» ένευσε η Νίθρα. «Αλλά απομακρυνθείτε, πρώτα. Χρυσοδάκτυλη, μόνο εσύ μείνε.»
Οι σύντροφοί της υπάκουσαν, πηγαίνοντας στην πλαγιά του αντικρινού λόφου, στην κορυφή του οποίου βρίσκονταν τα κουφάρια των δύο ανιχνευτών.
Η Νίθρα μισοΰψωσε τα χέρια της και επικέντρωσε τη ματιά της στις πέτρες πάνω από την είσοδο της σήραγγας. Πήρε μια βαθιά ανάσα και Κέλευσε: «Καταρρεύστε!»
Κάτι αόρατο αντέδρασε σαν δεμένο θηρίο που προσπαθεί κάποιος να το χτυπήσει: γύρισε και κλότσησε τη Νίθρα κατακέφαλα, γρυλίζοντας διαπεραστικά. Εκείνη παραπάτησε και η Χρυσοδάκτυλη την έπιασε, προτού σωριαστεί.
Σκοτάδι άρχισε να μαζεύεται γύρω απ’τη Βασίλισσα, ενώ τα πνευμόνια της είχαν κλείσει. Διπλώθηκε, βήχοντας σπασμωδικά, πασχίζοντας ν’αναπνεύσει αλλά μη μπορώντας.
Και το σκοτάδι πύκνωνε…
Μεγάλη Θεά!
«Νίθρα!» Η φωνή της Χρυσοδάκτυλης ακουγόταν λεπτή και μικρή, σαν να ερχόταν από μακριά, ή σαν τ’αφτιά της Βασίλισσας να είχαν βουλώσει. «Νίθρα. Τι έχεις;»
Η Νίθρα συνέχισε να βήχει. Τα πνευμόνια της… δεν έλεγαν ν’ανοίξουν!
Μεγάλη Θεά, βοήθησέ με!
Τώρα, έβλεπε μόνο σκοτάδι.
Αισθάνθηκε τη Χρυσοδάκτυλη να την αποθέτει στο δροσερό χορτάρι.
«Τι να κάνω, Νίθρα; Πες μου, τι να κάνω!»
Δεν υπήρχε αέρας, πουθενά.
…Τι ζέστη…
Άκουσε μια φούσκα νερού να σπάζει, και βούλιαξε στο έρεβος.
Περιστρεφόμενη και περιστρεφόμενη και περιστρεφόμενη….
Άκουσε μια φωνή: «Ξυπνήστε την, ή κουβαλήστε την. Δε γίνεται αλλιώς.»
Κάποιος βάδισε κοντά της· είδε δύο μποτοφορεμένα πόδια να την πλησιάζουν.
Μια άλλη φωνή: «Έχει ανοίξει τα μάτια της.»
Τα πόδια γονάτισαν δίπλα της, και η ίδια φωνή ρώτησε: «Είσαι καλά, Νίθρα; Μ’ακούς;»
«…Ναι,» μουρμούρισε εκείνη, και ανασηκώθηκε, για να δει το πρόσωπο της Χρυσοδάκτυλης. Βλεφάρισε, και κοίταξε ολόγυρα. Βλάστηση: δέντρα, θάμνοι, χορτάρι. Ο Αίθριν και οι μαχητές του βρίσκονταν κοντά, το ίδιο και η Δάνμηρα. Ήταν πρωί.
«Βασίλισσά μου,» ο διοικητής της Βασιλικής Φρουράς πλησίασε, βλέποντάς την ξύπνια, «πρέπει να φύγουμε. Να ειδοποιήσουμε τον Φένταρ. Οι Ανφρακιανοί έρχονται. Έχουν ήδη αρχίσει να μπαίνουν στο υπόγειο πέρασμα.»
«Ναι,» μουρμούρισε πάλι η Νίθρα. «Ναι.» Πέρασε το χέρι της στους ώμους της Χρυσοδάκτυλης, κι εκείνη τη βοήθησε να σηκωθεί. Η Βασίλισσα αισθανόταν το σώμα της μουδιασμένο, και το κεφάλι της την πονούσε λιγάκι, αλλά, κατά τα άλλα, ήταν καλά. Νόμιζε ότι μπορούσε, άνετα, να ιππεύσει· και ήταν βέβαιη πως το μούδιασμα κι ο πονοκέφαλος, σύντομα, θα περνούσαν. «Πού είναι το άλογό μου;»
Ένας στρατιώτης το έφερε. Η Νίθρα πιάστηκε απ’τη λαβή της σέλας και ανέβηκε. Ένα αεράκι φύσηξε, δροσίζοντας το μέτωπό της και κάνοντάς την να νιώσει καλύτερα.
«Διοικητή Αίθριν, ξεκινάμε,» είπε. Είχε την εντύπωση πως η φωνή της ακουγόταν πνιχτή, σαν ακόμα τα πνευμόνια της να μην είχαν ανοίξει τελείως, αλλά το αγνόησε.
Ο Αίθριν, οι μαχητές του, η Δάνμηρα, και η Χρυσοδάκτυλη καβαλίκεψαν. Έτσι, κατέβηκαν το λόφο και πήραν το δρόμο της επιστροφής.
«Τι έγινε με τους νεκρούς ανιχνευτές;» ρώτησε η Νίθρα.
«Τους θάψαμε, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε η Δάνμηρα. «Και προσευχήθηκα γι’αυτούς. Δεν είμαι ιέρεια, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα.»
Η Νίθρα ένευσε. «Η Θεά μάς ακούει όλους. Είμαστε όλοι παιδιά της.» Έχεις αρχίσει να μιλάς σαν τις ιέρειες, είπε στον εαυτό της. Καλύτερα να μη σου γίνει συνήθεια.
Στράφηκε στη Χρυσοδάκτυλη. «Όταν έχασα τις αισθήσεις μου, σε τι κατάσταση βρισκόμουν;»
«Άρχισες ν’αναπνέεις,» απάντησε η Μιρλίμια. «Αλλ’αποφάσισα να μη σε ξυπνήσω· να σ’αφήσω να ξεκουραστείς.»
Και έκανες καλά, σκέφτηκε η Νίθρα. Χρειαζόμουν ξεκούραση. Το Κοσμικό Κέλευσμα είναι επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, αν μπορώ να σκοτωθώ, χρησιμοποιώντας το. Ειδικά τώρα, που ο κόσμος μοιάζει να μετατρέπεται σε Αρχέτοπο. Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Δεν ήθελε να πεθάνει έτσι. Για κάποιο λόγο, αυτός ο θάνατος την τρόμαζε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο…
Όταν έφτασαν στην παλιά βελανιδιά, η Νίθρα παρατήρησε ότι τώρα οι κουκουβάγιες κοιμόνταν. Πίσω, όμως, από το αρχαίο δέντρο εξακολουθούσε να υπάρχει η Αρχετοπική Είσοδος. Η Δάνμηρα οδήγησε την ομάδα προς τα νότια, πηγαίνοντάς τη στο ρέμα που προερχόταν από τον Τάρφαν και, ύστερα, στο πέρασμα ανάμεσα στους δύο λοφίσκους. Δεν έκαναν καμία στάση καθ’όλη τη διάρκεια του σύντομου ταξιδιού τους και, λίγο πριν από το μεσημέρι, έφτασαν ανατολικά της Σάλγκρινεβ και στο Νουφρεκιανό στρατόπεδο.
Η Νίθρα αισθανόταν τώρα το σώμα της να έχει ξεμουδιάσει από τη χρήση του Κοσμικού Κελεύσματος, αλλά να έχει μουδιάσει από το κάθισμα στη σέλα. Ο πονοκέφαλος, ευτυχώς, της είχε περάσει. Κατέβηκε απ’το άλογο και κατευθύνθηκε προς τη σκηνή του Φένταρ, μαζί με τον Αίθριν και τη Χρυσοδάκτυλη.
«Είναι μέσα ο Αρχιστράτηγος;» ρώτησε μία φρουρό.
«Όχι, Μεγαλειοτάτη. Είναι στην εξέδρα.» Η γυναίκα έδειξε την ξύλινη, σκεπαστή εξέδρα, όπου μία μοναχική φιγούρα στεκόταν, ατενίζοντας δυτικά, την πολιορκία της Σάλγκρινεβ.
Η Νίθρα, ο Αίθριν, και η Χρυσοδάκτυλη πλησίασαν, περνώντας ανάμεσα από τις σκηνές του στρατοπέδου. Ο Φένταρ τούς παρατήρησε και στράφηκε στο μέρος τους.
«Πρέπει να προετοιμαστούμε για επίθεση,» είπε η Βασίλισσα. «Οι Ανφρακιανοί έρχονται από τη σήραγγα.»
«Και οι ανιχνευτές μας εκεί;» απόρησε ο Φένταρ. «Πώς δεν τους είδαν;»
«Είναι νεκροί.»
«Πότε θα βρίσκονται οι εχθροί εδώ, και πόσοι είναι;»
Ο Αίθριν είπε: «Βασίλισσά μου, αν μου επιτρέπετε.» Η Νίθρα ένευσε, κι ο διοικητής συνέχισε: «Υπολογίζω πως αύριο το μεσημέρι θα βρίσκονται εδώ. Επίσης, κοιτάζοντάς τους από την αντίπερα όχθη όπου ήμασταν, πιστεύω ότι αριθμούν γύρω στις είκοσι χιλιάδες.»
«Πρέπει να τους υποδεχτούμε με τον κατάλληλο τρόπο, λοιπόν,» είπε ο Φένταρ.
«Η γνώμη μου είναι πως δε θα επιτεθούν μόνοι τους. Όταν φτάσουν εδώ, θα κάνουν έξοδο και οι υπερασπιστές της Σάλγκρινεβ, μαζί με όλους όσους βλέπουμε να βρίσκονται πίσω από τον ποταμό,» τόνισε ο Αίθριν, δείχνοντας δυτικά.
«Συμφωνώ,» αποκρίθηκε ο Φένταρ. «Δε θα είχαν πιθανότητες νίκης, αν επιτίθονταν μόνοι τους.»
«Πόσο μεγάλος είναι, συνολικά, ο στρατός του Σίλγκερομ, Φένταρ;» ρώτησε η Νίθρα. «Πόσο τον υπολογίζεις;»
«Δεν πρέπει να είναι περισσότεροι από εμάς. Όχι πολύ περισσότεροι, τουλάχιστον. Ίσως, μάλιστα, να είναι και λιγότεροι. Αλλά η ουσία είναι πως δυο-τρεις χιλιάδες πάνω ή κάτω δεν κάνουν τη διαφορά σ’ένα τόσο μεγάλο πεδίο μάχης.»
Ύστερα, πρόσθεσε, αλλάζοντας θέμα και κοιτάζοντας αποκλειστικά και μόνο τη Νίθρα: «Θα πρότεινα να φύγεις, να πας στη Βόλγκρεν, προτού ετούτη η μάχη αρχίσει.»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι, απορώντας πώς ήταν δυνατόν ο Φένταρ να λέει κάτι τέτοιο. «Δε θ’αφήσω τους στρατιώτες μου τώρα. Τι επίδραση θα έχει στο ηθικό τους, αν με δουν να υποχωρώ;»
«Η σύγκρουση υποθέτω πως θα είναι άγρια,» την προειδοποίησε ο Ωθράγκος. «Και οι Ανφρακιανές μονάδες δεν αποκλείεται να μας προδώσουν, όπως ήδη σου έχω πει.»
«Είχες ένα σχέδιο γι’αυτούς!»
«Ακόμα το έχω. Αλλά κανένα σχέδιο δεν μπορεί να σε βεβαιώσει για τίποτα, Νίθρα. Στο πεδίο της μάχης, τα πάντα είναι πιθανά. Εξακολουθώ να προτείνω πως πρέπει να φύγεις.»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να φύγω, Φένταρ.»
Ο Ωθράγκος σταύρωσε τα χέρια εμπρός του, αναστενάζοντας. «Εντάξει, Μεγαλειοτάτη, αλλά να βρίσκεσαι κοντά στη Χρυσοδάκτυλη, γιατί στα ανοιχτά πεδία μάχης συμβαίνουν τα χειρότερα, κι εδώ πέρα είμαστε σε πεδιάδα. Δεν έχουμε ούτε κάλυψη, ούτε τείχη, ούτε το πλεονέκτημα του ανώτερου εδάφους· τίποτα απ’αυτά. Και καλύτερα ν’αρχίσουμε να εκπονούμε ένα αποτελεσματικό σχέδιο, όσο έχουμε χρόνο.» Στράφηκε, κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της εξέδρας.
Ο Αίθριν τον κοίταζε με τρόπο που έλεγε καθαρά ότι δεν ενέκρινε το ύφος με το οποίο ο Ωθράγκος μιλούσε στη Βασίλισσα. Η Νίθρα, όμως, ήξερε τον Φένταρ, και δεν τον παρεξηγούσε. Επίσης, αντιλαμβανόταν πως, από μια σκοπιά, από τη δική του σκοπιά, είχε δίκιο. Ήταν κάθε άλλο παρά άσχετος από πόλεμο. Κατά πάσα πιθανότητα, ήταν ο ικανότερος στρατιωτικός που βρισκόταν ετούτη τη στιγμή στο στράτευμά της.
Κατέβηκε από την εξέδρα, ακολουθώντας τον προς τη σκηνή του, που ήταν και το στρατηγείο.
*
Το σχέδιο δεν μπορούσε να είναι περίπλοκο, ούτε τίποτα το πολύ ιδιαίτερο. Όπως τους είπε ο Φένταρ, το πεδίο της μάχης δεν προσφερόταν για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, έκανε μια πρόταση την οποία όλοι οι στρατιωτικοί διοικητές αποδέχτηκαν: Πρότεινε το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος να παραταχθεί μπροστά από την πύλη της Σάλγκρινεβ, σε ημικυκλικό σχηματισμό, ώστε να «αγκαλιάσει» τον εχθρό όταν θα εφορμήσει. Συγχρόνως, το υπόλοιπο στράτευμα θα ήταν συγκεντρωμένο στη θέση του στρατοπέδου· οι τοξότες θα βρίσκονταν στο ανώτερο δυνατό σημείο του εδάφους, επάνω σε εξέδρες, ενώ οι πεζοί και οι ιππείς θα ήταν τριγύρω, σχηματίζοντας έναν δακτύλιο, περισσότερο ενισχυμένο στα βόρεια, απ’όπου θα έρχονταν οι Ανφρακιανοί που είχαν περάσει τη σήραγγα. Ο ημικυκλικός σχηματισμός μπροστά από την πύλη δεν έπρεπε, ωστόσο, να γίνει από τώρα, γιατί θα ήταν καλύτερα να πιάσουν τον εχθρό απροετοίμαστο. Έτσι, οι μαχητές που θα συμμετείχαν σ’αυτόν θα συγκεντρώνονταν, για την ώρα, στη δυτική μεριά του δακτυλίου και, μόλις εφορμούσε το φουσάτο των είκοσι χιλιάδων από τα βόρεια (ο Φένταρ υπέθετε πως πρώτο αυτό θα επιτίθετο και, τότε, θα γινόταν και η έξοδος από τη Σάλγκρινεβ), θα έβαζαν σε εφαρμογή το σχέδιο. Έπρεπε όλοι οι διοικητές να έχουν ξεκαθαρισμένο στο νου τους πού θα οδηγούσαν τις μονάδες τους· αν γίνονταν λάθη, οι συνέπειες θα ήταν άσχημες. Ο Φένταρ έδειξε επάνω στο χάρτη του τραπεζιού, τονίζοντας στον καθένα ξεχωριστά γιατί του δινόταν η θέση που του δινόταν και τι αναμενόταν από αυτόν και τους μαχητές του.
Το βράδυ, τα πάντα ήταν έτοιμα, αλλά η Νίθρα δεν μπορούσε να κοιμηθεί μέσα στη σκηνή της. Η υπερένταση ήταν μεγάλη. Φοβόταν πως αν τύχαινε να παρακοιμηθεί, οι εχθροί θα έπεφταν επάνω στο στρατό της προτού προλάβει να ξυπνήσει, να σηκωθεί, και να ντυθεί. Ένας εντελώς παράλογος φόβος, ήταν βέβαιη. Ωστόσο, οι περισσότεροι φόβοι είναι, κατά βάθος, παράλογοι –αιτίες για να αγχώνεται κανείς. Η Νίθρα ήπιε λίγο νερωμένο κρασί και προσπάθησε να διώξει τις κακές σκέψεις από το νου της.
Μακάρι ο Άλαντμιν να ήταν εδώ. Να είχε κάποιον άνθρωπο να μιλήσει…
Πώς να είναι, άραγε, τα πράγματα στην Έρλεν; Δεν είχε αυταπάτες· ήξερε ότι η πρωτεύουσα του Νούφρεκ ήταν, ίσως, το ίδιο επικίνδυνη με την επερχόμενη μάχη. Και όσοι μου εναντιώνονται θα έχουν τώρα στρέψει τα βλέμματά τους στο θρόνο… γνωρίζοντας ότι το βασικό τους εμπόδιο είναι ο Άλαντμιν.
Ο Φένταρ είχε δίκιο. Έπρεπε να φύγω, να γυρίσω, όχι στη Βόλγκρεν, αλλά στην Έρλεν–
Ανοησίες! Δε θ’αφήσω το στρατό μου τώρα, πριν από μια τόσο σημαντική σύγκρουση στα ίδια τα σύνορα του Βασιλείου μου. Αυτό θα το έκανε μια βασίλισσα σαν την Καλβάρθα… η οποία, μάλλον, δε θα είχε έρθει καθόλου εδώ· θα καθόταν στην Έρλεν, στέλνοντας μόνο τους στρατιωτικούς της. Αλλά η Καλβάρθα ήταν κάθε άλλο παρά καλή βασίλισσα. Κι εγώ δεν είμαι σαν αυτήν. Εκείνη, εξάλλου, δε χρειάστηκε να κερδίσει το θρόνο της.
Η Νίθρα αναρωτήθηκε αν το όλο κληρονομικό σύστημα ήταν σωστό. Πόσοι άχρηστοι άνθρωποι έπαιρναν έτσι την εξουσία, απλά και μόνο επειδή ήταν τα μεγαλύτερα παιδιά ενός μονάρχη… Σε παλιά ιστορικά βιβλία είχε διαβάσει ότι, πριν από χιλιετίες, στη Λιάμνερ-Κρωθ υπήρχε ένα άλλο σύστημα διακυβέρνησης, που ονομαζόταν «δημοκρατία», και οι άρχοντες ήταν αιρετοί. Όμως, είχε επίσης διαβάσει, η δημοκρατία κατέρρευσε γιατί, τελικά, οδήγησε τη χώρα στο χάος: σ’έναν πανηπειρωτικό πόλεμο, ο οποίος προκάλεσε τεράστιες καταστροφές και παραλίγο να αφανίσει ολοσχερώς όλους τους Ρουζβάνους.
Ωστόσο, ίσως να μην έφταιγε το σύστημα. Ίσως απλά να μην έγιναν οι σωστοί χειρισμοί–
Νίθρα, κοιμήσου επιτέλους!
Ήπιε κι άλλο κρασί, όχι νερωμένο αυτή τη φορά. Και, τελικά, κοιμήθηκε.
Το πρωί, σηκώθηκε δίχως να την ξυπνήσει κανένας, και ανησύχησε λίγο για το τι ώρα ήταν. Πλησίαζε το μεσημέρι; Παραμέρισε την κουρτίνα της εισόδου της σκηνής της και κοίταξε έξω. Έτσι όπως οι σκιές είχαν παραμείνει σε μία θέση –τη θέση όπου βρίσκονταν όταν χάθηκε ο ήλιος–, ήταν δύσκολο να κρίνεις αμέσως τι ώρα ήταν, όμως η Νίθρα υπέθεσε πως δεν είχε έρθει ακόμα το μεσημέρι, ούτε ήταν πολύ κοντά. Γιατί, αν ήταν, θα έπρεπε να είχε περισσότερη ζέστη και το φως θα έπρεπε να είναι εντονότερο.
Έκλεισε την κουρτίνα της σκηνής και ντύθηκε. Έπειτα, φώναξε μια υπηρέτριά της, για να τη βοηθήσει να φορέσει φολιδωτή αρματωσιά και κράνος, και να δέσει μια ασπίδα στο αριστερό της χέρι, όπως είχε επιμείνει ο Φένταρ. «Αν δεν εξοπλιστείς σωστά για μάχη, θα σε δέσω και θα σε κλειδώσω σ’ένα μπαούλο, ώσπου ετούτος ο πόλεμος να τελειώσει!» της είχε πει. Μα, τι νόημα έχει να κουβαλάς ασπίδα, αν δεν ξέρεις πώς να τη χειρίζεσαι! είχε διαφωνήσει η Νίθρα. «Έχει νόημα, γιατί μπορείς να παρεμβάλεις κάτι ανάμεσα σ’εσένα και τον εχθρό σου,» είχε απαντήσει ο Φένταρ· «κι απ’ό,τι είδα, όταν ξιφομαχούσες με την Πριγκίπισσα Φόλνα, δεν είσαι τόσο καλή στο ν’αποκρούεις με το σπαθί.»
Πώς τολμούσε να το λέει αυτό; Εξάλλου, η Νίθρα την είχε νικήσει τη Φόλνα, δεν την είχε νικήσει; Ο Αίθριν ίσως να είχε δίκιο: ο Φένταρ παραήταν θρασύς, ορισμένες φορές. Βέβαια, όταν της τα είπε αυτά, στη σκηνή του βρίσκονταν μόνο οι δυο τους και η Χρυσοδάκτυλη· δεν ήταν κανένας άλλος διοικητής, στρατιώτης, ή υπηρέτης παρών· αλλά και πάλι….
Ντυμένη με όλο της τον εξοπλισμό, η Νίθρα βγήκε απ’τη σκηνή της και ανέβηκε στην ψηλότερη εξέδρα, όπου ήδη στέκονταν ο Φένταρ, η Χρυσοδάκτυλη, ο Αίθριν, και μερικοί άλλοι διοικητές. Άπαντες τη χαιρέτησαν, με μικρές υποκλίσεις, καθώς πλησίασε.
«Κανένα σημάδι του εχθρού;» ρώτησε εκείνη.
«Ένας ανιχνευτής μάς είπε ότι σε λίγο θα βγουν από τους λοφότοπους,» απάντησε ο Φένταρ.
Η Νίθρα κοίταξε τριγύρω, τον δακτύλιο που είχε σχηματίσει ο στρατός της γύρω από εκείνη και τους τοξότες. Ο κύριος όγκος του φουσάτου βρισκόταν στη δυτική μεριά, έτοιμος να απλωθεί και να ζυγώσει την πύλη της Σάλγκρινεβ. Επίσης, το βόρειο μέρος ήταν σαφώς πιο ενισχυμένο από το ανατολικό ή το νότιο.
Το μεσημέρι πλησίαζε, καθώς οι Νουφρεκιανοί περίμεναν. Κανείς δε μιλούσε, παρά μονάχα χαμηλόφωνα. Η Νίθρα μπορούσε να νιώσει την ένταση στον αέρα. Στις επάλξεις της Σάλγκρινεβ, ο εχθρός έμοιαζε το ίδιο ανήσυχος. Πίσω από τον ποταμό, δεν υπήρχαν πλέον Ανφρακιανοί μαχητές· είχαν όλοι τους περάσει μέσα στην πόλη. Αναμένουν την άφιξη του βόρειου φουσάτου…
Και το βόρειο φουσάτο ήρθε. Βγαίνοντας από τους λοφότοπους, άρχισε να διασχίζει τα εδάφη προς το στράτευμα των Νουφρεκιανών.
«Σχηματισμός ψαλίδας!» φώναξε ο Φένταρ στους διοικητές του, και ο κύριος όγκος του στρατού, που βρισκόταν στα δυτικά, κατευθύνθηκε προς την πύλη της πόλης, ξεκινώντας να απλώνεται, ημικυκλικά.
«Τοξότες! Σημαδέψατε!» κραύγασε ένας άλλος διοικητής, και η Νίθρα είδε τόξα να τεντώνονται· άκουσε τις χορδές να τρίζουν και τα βέλη να σέρνονται πάνω στο ξύλο των τηλέμαχων όπλων. Όλοι οι τοξότες ήταν στραμμένοι στα βόρεια, ατενίζοντας το φουσάτο των είκοσι χιλιάδων που ερχόταν χωρίς να τρέχει, προελαύνοντας σταθερά.
Εν τω μεταξύ, ο «σχηματισμός ψαλίδας» ήταν έτοιμος. Και ο Σίλγκερομ δεν μπορούσε τώρα να αναβάλει την έξοδο. Εκτός αν ήταν πρόθυμος ν’αφήσει τους είκοσι χιλιάδες που ζύγωναν από τα βόρεια να σφαγιαστούν σαν πρόβατα…
Η Νίθρα αντιλήφτηκε ότι τα γαντοφορεμένα της χέρια έσφιγγαν, με δύναμη, την κουπαστή της εξέδρας.
Με μια δυνατή πολεμική κραυγή, που αντήχησε σαν κεραυνός πάνω από το πεδίο της μάχης–
ΑΝΦΡΑΚ! ΑΝΦΡΑΚ! ΑΝΦΡΑΚ!
–οι υπερασπιστές της Σάλγκρινεβ εφόρμησαν, βγαίνοντας από την πύλη και πέφτοντας πάνω στους αναμένοντες Νουφρεκιανούς.
Συγχρόνως, οι βόρειοι επιτιθέμενοι είχαν φτάσει εντός βεληνεκούς των τόξων, και, βγάζοντας κι αυτοί δυνατές πολεμικές κραυγές, εφόρμησαν, ενώ ο γενικός διοικητής των τοξοτών της Νίθρα πρόσταζε: «ΒΑΛΑΤΕ!» και ο ουρανός σκοτείνιαζε από τα βέλη. Οι εχθροί δε σταμάτησαν, παρά τις απώλειες που δέχτηκαν. Έπεσαν πάνω στο βόρειο μέρος του δακτυλίου και η αιματηρή σύγκρουση ξεκίνησε.
Ο Φένταρ είχε ήδη φύγει από την εξέδρα και, όπως κι άλλοι διοικητές, ανέβηκε στο άλογό του και κάλπασε δυτικά, προς τους στρατιώτες που αντιμετώπιζαν τους πολεμιστές οι οποίοι είχαν βγει από τη Σάλγκρινεβ.
Η Νίθρα έστρεψε το βλέμμα της εκεί, ατενίζοντας το μακελειό που είχε αρχινήσει.
Νόμιζε ότι ο σχηματισμός ψαλίδας δε λειτουργούσε τόσο αποτελεσματικά όσο θα έπρεπε. Είμαι, βέβαια, και άσχετη από τακτικές μάχης. Οπότε, ίσως να κάνω λάθος…
*
Ο Φένταρ αντιλήφτηκε από την πρώτη στιγμή –από τη στιγμή που οι Ανφρακιανοί εφόρμησαν από τη Σάλγκρινεβ– ότι ο σχηματισμός ψαλίδας δε θα είχε τόσο καλά αποτελέσματα όσο εξαρχής υπολόγιζε. Ο Σίλγκερομ, ή κάποιος από τους διοικητές του, ήταν πολύ καλός στρατηγός. Είχε προβλέψει το σχέδιο των Νουφρεκιανών, και είχε οργανώσει την επίθεσή του όσο καλύτερα μπορούσε. Είχε βάλει τους μαχητές να επιτεθούν σε σχηματισμό αντίστροφης ψαλίδας, έτσι που, καθώς ο Φένταρ κοίταζε από την εξέδρα, οι στρατοί φαίνονταν σαν δύο τρίγωνα που το ένα πήγαινε να εφαρμόσει επάνω στο άλλο. Το κέντρο του Σίλγκερομ συγκροτούσε βαρύ ιππικό –κατάφρακτοι καβαλάρηδες, με μεγάλες ασπίδες και λόγχες, τα άτια των οποίων ήταν επίσης πάνοπλα και φορούσαν κράνη με κέρατο ανάμεσα στα μάτια–, ενώ στις πλευρές του φουσάτου βρίσκονταν πολυάριθμες φάλαγγες στρατιωτών, με δόρατα και μεγάλες ασπίδες, χωρίς όμως να έχουν βαριές αρματωσιές.
Το σχέδιο των Ανφρακιανών ήταν πεντακάθαρο στο νου του Φένταρ: Σκόπευαν να τρυπήσουν το κέντρο του ημικυκλικού σχηματισμού των Νουφρεκιανών, με το ιππικό τους, ενώ οι φάλαγγες θα συγκρατούσαν τις πλευρές της ψαλίδας από το να κλείσουν γύρω τους: κι αυτό θα το κατάφερναν όχι μονάχα με τις ασπίδες και τα δόρατά τους, αλλά, κυρίως, με τον μεγάλο τους αριθμό. Ώσπου οι Νουφρεκιανοί να κατακόψουν τους αντιπάλους τους, το ιππικό θα είχε τσακίσει το κέντρο, διαλύοντας την παράταξη. Ο Βασιληάς του Άνφρακ είχε πολλούς αναλώσιμους, προφανώς…
Και καθώς αυτά θα συνέβαιναν, πίσω από το σχηματισμό αντίστροφης ψαλίδας του Σίλγκερομ θα ερχόταν ο κύριος όγκος του Ανφρακιανού φουσάτου: το πεζικό, το οποίο ο Φένταρ έβλεπε τώρα να βγαίνει από την πύλη, ενώ εκείνος και αρκετοί άλλοι διοικητές, μαζί με μερικές μονάδες στρατού, έσπευδαν να προσφέρουν ό,τι βοήθεια μπορούσαν.
*
Ο Σίλγκερομ χαμογελούσε, καθώς στεκόταν στις επάλξεις της Σάλγκρινεβ κι ατένιζε τη μάχη από κάτω. «Ερνάλυ, είσαι ιδιοφυΐα,» είπε. «Ιδιοφυΐα, αγαπητή μου.»
«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε η Στρατηγός, από τα δεξιά του.
«Πότε θα κατεβούμε, πατέρα;» ρώτησε η Φόλνα, από τ’αριστερά του. «Θέλω να βρω τη Νίθρα.» Η Πριγκίπισσα ήταν ντυμένη με φολιδωτή αρματωσιά και κράνος, και η δεξιά της γροθιά σφιγγόταν επάνω στο μανίκι του ξίφους που κρεμόταν από τη ζώνη της. Ο Σίλγκερομ τής είχε πει να μην έρθει στη μάχη, αλλά εκείνη επέμενε, κι ο Βασιληάς έβλεπε ότι δεν μπορούσε να της αλλάξει το μυαλό. «Να βρίσκεσαι, όμως, πάντοτε κοντά στους φρουρούς σου,» της είχε τονίσει. «Τη Νίθρα θα την αιχμαλωτίσουμε· μην ανησυχείς γι’αυτό.»
«Υπομονή, παιδί μου,» αποκρίθηκε τώρα ο Σίλγκερομ. «Μόλις περάσει η πρώτη καταιγίδα, θα βγούμε από την πόλη.»
*
«Ααααααααρρρρ!» Ο Φένταρ σπάθισε έναν από τους ιππείς, σχίζοντας την αρματωσιά του στον ώμο και σωριάζοντάς τον στο αιματοβαμμένο χορτάρι. Ωστόσο, ήξερε πως δεν μπορούσε πλέον να κάνει τίποτα για να διατηρήσει το σχηματισμό ψαλίδας, να περικυκλώσει τους Ανφρακιανούς, και να τους συνθλίψει. Το βαρύ ιππικό του Σίλγκερομ είχε ανοίξει την τρύπα που ο μονάρχης επιθυμούσε. Η ψαλίδα είχε σπάσει στα δύο και, ο Φένταρ προέβλεπε, σύντομα θα έσπαγε σε ακόμα περισσότερα κομμάτια. Ετούτη η μάχη θα χωριζόταν σε πολλές μικρότερες. Απόλυτο χάος.
«Σημαιοφόρε!» φώναξε σ’έναν έφιππο, πλησιάζοντάς τον. «Τη σημαία σου! Δος μου τη σημαία!» Εκείνος υπάκουσε, και ο Φένταρ πήρε το κοντάρι στο χέρι που ήταν δεμένη και η ασπίδα του.
«Σε μένα! Σε μένα!» άρχισε να φωνάζει, ιππεύοντας μέσα στη μάχη, και αρκετοί στρατιώτες μαζεύτηκαν πίσω του. Ωστόσο, αυτοί δεν ήταν από τους πολεμιστές που βρίσκονταν πριν στο σχηματισμό ψαλίδας· ήταν πολεμιστές από τα δυτικά και τα νότια του κεντρικού δακτυλίου οι οποίοι τον είχαν ακολουθήσει ως εδώ.
«ΣΕ ΜΕΝΑ!» κραύγασε. «Υποχωρήστε! Σε μένα! Συγκεντρωθείτε γύρω μου!»
Τότε, όμως, μια ίλη καβαλάρηδων ελαφρύτερα ντυμένων από τους προηγούμενους έπεσε πάνω σ’εκείνον και τους συμμαχητές του, κι ο Φένταρ δεν είχε πλέον χρόνο να καλεί τους στρατιώτες του στο πλευρό του. Έπρεπε ν’αγωνιστεί· και, πετώντας τη σημαία, το έκανε, επικαλούμενος το όνομα του Άρχοντα της Μάχης ξανά και ξανά, καθώς σπάθιζε τους εχθρούς του: «Άααανκαααααρααααζ! Άααααανκαααααραααζ! Άαααανκαααρααααζ!»
*
Δεν μπορεί το σχέδιο του Φένταρ να πήγε καλά, σκέφτηκε η Νίθρα. Δε θα έβλεπα αυτή την εικόνα, αν είχε πάει καλά.
«Χρυσοδάκτυλη,» είπε στη Μιρλίμια, η οποία ήταν η μόνη που είχε μείνει την εξέδρα, εκτός από τον διοικητή των τοξοτών, «θα ηττηθούμε;» Προσπάθησε να κάνει τη φωνή της να μην τρέμει. Αισθανόταν κρύο ιδρώτα να κυλά κάτω απ’την αρματωσιά της.
«Δεν ξέρω. Η μάχη είναι… αμφίρροπη.»
Η Νίθρα έστρεψε το βλέμμα της στα βόρεια, για να δει ότι κι εκεί η ίδια εικόνα επικρατούσε όπως και στα δυτικά. Μακελειό, σκόνη, και κραυγές.
Οι τοξότες δεν έριχναν πλέον, γιατί δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τους εχθρούς από τους φίλους.
Η Νίθρα είδε μια μονάδα να ξεμπλέκει από το σύννεφο της σκόνης και να εισβάλει στην καρδιά του δακτυλίου.
«Χτυπήστε τους!» πρόσταξε ο διοικητής των τοξοτών, και βέλη έπεσαν καταπάνω στους εχθρούς, σκοτώνοντας κάμποσους. Οι υπόλοιποι, όμως, χίμησαν στους βόρειους τοξότες, κατακόπτοντάς τους, καθώς εκείνοι υποχωρούσαν, πανικόβλητοι.
Η Νίθρα είδε ότι μονάδες από την ανατολική μεριά του δακτυλίου –οι οποίες βρίσκονταν, ουσιαστικά, στην εφεδρεία, για να πάνε όπου παρουσιαζόταν ανάγκη– έρχονταν, ολοταχώς, για να συγκεντρωθούν γύρω από την εξέδρα της και να χτυπηθούν με τους επιτιθέμενους Ανφρακιανούς.
Ένας εχθρός επιχείρησε ν’ανεβεί τα λίγα σκαλοπάτια και να πλησιάσει τη Βασίλισσα. Η Χρυσοδάκτυλη τον σκότωσε, εκτοξεύοντας ένα της στιλέτο, το οποίο του καρφώθηκε στο μάτι.
Ένας άλλος επιχείρησε ν’ανεβεί αμέσως μετά απ’αυτόν. Η Χρυσοδάκτυλη τον σκότωσε, με τον ίδιο τρόπο.
*
Ο Φένταρ έβλεπε ότι δεν μπορούσε πια να επαναφέρει τάξη στο στράτευμα, με καμία δύναμη. Οι μαχητές του είχαν σκορπιστεί απο δώ κι απο κεί, σε μικρές ομάδες, και πολεμούσαν εναντίον των αντιπάλων, οι οποίοι βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση. Κι αυτό ήταν που έδινε κάποιο θάρρος στον Ωθράγκος: τουλάχιστον, ούτε οι Ανφρακιανοί δεν είχαν τάξη, κι επομένως, ο στρατός του ίσως ακόμα να μπορούσε να τους νικήσει… και, πιθανώς, να πάρει και τη Σάλγκρινεβ.
Ο ίδιος ο Βασιληάς Σίλγκερομ είχε έρθει στο πεδίο της μάχης, περιτριγυρισμένος από πάνοπλους ιππείς, ένας εκ των οποίων έφερε τη σημαία του Άνφρακ. Η έφιππη ομάδα περιφερόταν δώθε-κείθε, προσπαθώντας να κατορθώσει εκείνο που προσπαθούσε να κατορθώσει κι ο Φένταρ: να οργανώσει το στρατό… και αποτυχαίνοντας εξίσου οικτρά. Η κατάσταση είχε φύγει από τον έλεγχο.
Πώς τα κάναμε τόσο σκατά; αναρωτήθηκε ο Ωθράγκος, αποκρούοντας το χτύπημα ενός ιππέα, με την ασπίδα του, και διαπερνώντας του το στήθος. Πώς τα κάναμε τόσο σκατά και οι δύο; Σπάθισε έναν πεζό, περνώντας από δίπλα του.
Η απάντηση ήταν φανερή. Ο Φένταρ είχε εκπονήσει ένα σχέδιο για να συνθλίψει τον Σίλγκερομ, και ο Σίλγκερομ –ή κάποιος από τους στρατηγούς του– είχε προβλέψει αυτό το σχέδιο και είχε εκπονήσει ένα άλλο, για να το αποκρούσει, για να το διαλύσει πλήρως. Έτσι, οι δυνάμεις τους ήταν, περίπου, ίσες, και οι μεν είχαν, ταυτόχρονα, κομματιάσει τις δε.
Σκατά. Τελείως σκατά. Ο Φένταρ είχε δει, κάμποσες φορές, παρόμοιες περιπτώσεις στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ. Και ποτέ δεν ήταν καλό το αποτέλεσμα.
Για να δούμε, όμως, τι μπορούμε να βγάλουμε από την όλη υπόθεση… σκέφτηκε, εστιάζοντας το βλέμμα του στους ιππείς του Βασιληά Σίλγκερομ, οι οποίοι είχαν εμπλακεί με μερικούς Νουφρεκιανούς πεζούς.
Συγκέντρωσε γύρω του όσους πολεμιστές μπορούσε –πεζούς και ιππείς– και τους οδήγησε καταπάνω στον Μονάρχη του Άνφρακ.
*
Η Χρυσοδάκτυλη τράβηξε ένα κοντόσπαθο κι ένα ξιφίδιο, και, αποκρούοντας με το δεύτερο το ξίφος της αντίπαλης πολεμίστριας που προσπαθούσε ν’ανεβεί στην εξέδρα, την κάρφωσε, με το πρώτο, στο λαιμό, και την κλότσησε, στέλνοντάς τη να κατρακυλήσει πάνω στα σκαλοπάτια.
Η Νίθρα άκουσε κάποιον να έρχεται από την άλλη μεριά και, στρέφοντας το βλέμμα, είδε δύο στρατιώτες ν’ανεβαίνουν τη δεύτερη σκάλα της εξέδρας. «Πετάξτε τους κάτω!» Κέλευσε τα σκαλοπάτια, κι οι άντρες σωριάστηκε, φωνάζοντας έκπληκτοι.
Ένα βέλος σφύριξε δίπλα απ’το κεφάλι της.
«Πέσε κάτω!» της φώναξε η Χρυσοδάκτυλη, και η Νίθρα υπάκουσε, καλυπτόμενη πίσω απ’το κοντό, ξύλινο τοίχωμα της εξέδρας.
Η Μιρλίμια γονάτισε πλάι της. «Πρέπει να φύγουμε απο δώ. Δίνουμε στόχο.»
Βήματα ακούστηκαν στη σκάλα. Οι δύο στρατιώτες που η Νίθρα είχε σωριάσει επέστρεφαν, βαδίζοντας γρήγορα.
«Μείνε κάτω,» είπε η Χρυσοδάκτυλη, και πετάχτηκε όρθια, αποφεύγοντας το ξίφος του ενός πολεμιστή και καρφώνοντας το ξιφίδιό της κάτω απ’το σαγόνι του.
–Το Προαίσθημα την ειδοποίησε, και έσκυψε.
Το βέλος που θα πετύχαινε τον ώμο της βρήκε τον εχθρό της στο στέρνο, καθώς εκείνος κατέρρεε.
Ο άλλος πολεμιστής κατέβασε το τσεκούρι του καταπάνω στη Χρυσοδάκτυλη. Το Προαίσθημα την είχε, ασφαλώς, προειδοποιήσει και πάλι, αλλά ο χρόνος δεν ήταν αρκετός. Η λεπίδα τη βρήκε στ’αριστερά πλευρά, σωριάζοντάς την.
«Σκότωσέ τον!» Κέλευσε η Νίθρα τον πέλεκυ του στρατιώτη, και το όπλο έφυγε απ’το χέρι του και τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο άντρας κατέρρευσε, αιμόφυρτος και με τα μάτια του ορθάνοιχτα.
Η Νίθρα ζύγωσε τη Χρυσοδάκτυλη, προχωρώντας στα τέσσερα. Η Μιρλίμια δεν ήταν νεκρή, ούτε είχε χάσει τις αισθήσεις της, αλλά το δεξί της χέρι κρατούσε το τραύμα της και τα δόντια της ήταν σφιγμένα.
«Νίθρα,» μούγκρισε. «Φύγε. Όταν βρεις άνοιγμα, φύγε. Μη σκέφτεσαι εμένα.»
«Δε βλέπω κανένα άνοιγμα,» αποκρίθηκε εκείνη. «Και έχω εμπιστοσύνη στο στρατό μου. Τώρα, έλα πιο απο δώ. Μπορείς να σηκωθείς;»
Η Χρυσοδάκτυλη ανασηκώθηκε και σύρθηκε πιο κοντά στο ξύλινο τείχος της εξέδρας.
*
Οι πολεμιστές του Φένταρ συγκρούστηκαν με τους ιππείς του Σίλγκερομ, και σαν η συμπλοκή τους να έγινε πόλος έλξης τράβηξε κι άλλες μονάδες από γύρω, Ανφρακιανούς και Νουφρεκιανούς. Ο Φένταρ, σε λίγο, δεν ήξερε ποιους αντιμετώπιζε, και ήταν βέβαιος πως κι οι υπόλοιποι είχαν παρόμοιο πρόβλημα μ’εκείνον. Ήταν λες και η Φεν εν Ρωθ να είχε, ξαφνικά, μεταφερθεί σε τούτο το μέρος. Ο πόλεμος είναι παντού τα ίδια σκατά. Δεν έχει σημασία που εδώ δε λατρεύουν τον Άνκαραζ, αλλ’αυτή τη Βασίλισσα του Πολέμου, μια έκφανση της Λιάμνερ Κρωθ· όχι, δεν έχει καμία σημασία. Η ίδια θεότητα είναι, κατά βάθος. Η ίδια αιμοδιψής θεότητα.
«ΑΝΚΑΡΑΑΑΑΖ!» Σπάζοντας το δόρυ ενός πολεμιστή και ποδοπατώντας τον κάτω απ’τις οπλές του αλόγου του, ο Φένταρ προσπάθησε να φτάσει τον Σίλγκερομ, έχοντας το βλέμμα του εστιασμένο πάνω στο Βασιληά. Σκοτώνοντάς τον, ακόμα κι αν η μάχη χανόταν, το Νούφρεκ, σίγουρα, θα είχε κερδίσει μια πολύ μεγάλη νίκη –ή, τουλάχιστον, θα ήταν μια ικανοποίηση για όσους επιζούσαν από ετούτη την καταραμένη ημέρα.
Το δρόμο του Φένταρ, όμως, έκλεισε μια καβαλάρισσα, ντυμένη με αρθρωτή πανοπλία και κράνος, όπως εκείνος. Στο αριστερό της χέρι βαστούσε ασπίδα και στο δεξί ξίφος, ματοβαμμένο ως τη λαβή. Τα μάτια της κάτι θύμιζαν στον Ωθράγκος, καθώς τα έβλεπε μέσα απ’την σχισμάδα του κράνους της.
«Στρατηγέ Ερνάλυ,» είπε. Την είχε δει δίπλα στον Σίλγκερομ, όταν ο μονάρχης και η Νίθρα είχαν συζητήσει.
«Ο Φένταρ, των Ωθράγκος…» αποκρίθηκε η γυναίκα, αναγνωρίζοντάς τον κι εκείνη. «Δε θα έπρεπε να έχεις τόσο υψηλή θέση μέσα σ’ένα στράτευμα των Ρουζβάνων, αλλογενή μισθοφόρε.»
«Θα προσπαθήσεις να διορθώσεις το λάθος;»
«Μετά χαράς.» Η Ερνάλυ επιτέθηκε, σπιρουνίζοντας το άλογό της.
Το σπαθί της συνάντησε την ασπίδα του Φένταρ, κι εκείνος προσπάθησε να χτυπήσει την αντίμαχό του στον ώμο, αλλά κατάφερε μόνο να γδάρει την αρματωσιά της· δε βρισκόταν σε κατάλληλη θέση, για να τη σπαθίσει σωστά.
Γύρισε τον ίππο του, τραβώντας τον, δυνατά, από τα χαλινάρια, και αντάλλαξε μερικά ακόμα χτυπήματα μαζί της. Κρατιόταν στη σέλα της με δεξιοσύνη, παρατήρησε ο Φένταρ· δε θα κατόρθωνε να τη ρίξει απ’το άλογό της.
«Είσαι καλός, Ωθράγκος,» του είπε η Ερνάλυ. «Αλλά το στράτευμά σου είναι χαμένο. Μπορείς να παραδοθείς και να έρθεις μαζί μας. Θα σε πληρώνουμε το ίδιο όπως και η Νίθρα… κι επιπλέον, στο πλευρό μας δεν θα πεθάνεις.»
Ο Φένταρ γέλασε. «Σ’όλους τους πολέμους που έχω αγωνιστεί, μεγάλους και μικρούς, ποτέ δεν έχω αλλάξει παρατάξεις–»
Η Ερνάλυ σπάθισε. «Τότε, ίσως να έχει έρθει ο καιρός να κάνεις την αρχή!»
Ο Φένταρ απέκρουσε, με το ξίφος του, κι επιχείρησε να τη χτυπήσει με την ασπίδα. «–ούτε σκοπεύω τώρα ν’αρχίσω ν’αλλάζω!»
«Καλά λένε, λοιπόν, πως,» η Ερνάλυ απέκρουσε την ασπίδα του με τη δική της και κρατήθηκε πάλι με δεξιοσύνη στη σέλα της, «οι Ωθράγκος είναι στενόμυαλοι και δυσκίνητοι.»
«Όχι.» Ο Φένταρ τη σπάθισε, ανάστροφα, ξεμπλέκοντας το ξίφος του από το δικό της· η λεπίδα του σύρθηκε από τα δεξιά της πλευρά ως τ’αριστερό της στήθος, σπάζοντας κομμάτια από την πανοπλία της και εκτοξεύοντας αίμα. «Απλά, δεν είμαστε προδότες!»
Η Ερνάλυ κραύγασε, καθώς κρατιόταν, γερά, από τα χαλινάρια του αλόγου της. Το ζώο χρεμέτισε, αγριεμένα, κάνοντας πίσω και κλοτσώντας τον αέρα.
Ο Φένταρ δεν μπορούσε τώρα να ξαναεπιτεθεί, έτσι απομακρύνθηκε, για να μην τον χτυπήσουν οι οπλές, κι έκανε το γύρω της πολεμίστριας.
Εκείνη δεν έπεσε από τη σέλα της, παρότι τραυματισμένη. Το τραύμα της, βέβαια, δεν ήταν βαθύ, αλλά, σίγουρα, ήταν επώδυνο και ξαφνικό, και θα είχε ρίξει μια άλλη ιππεύτρια.
Ο Φένταρ έμπηξε τα τακούνια των μποτών του στα πλευρά του αλόγου του κι εφόρμησε, κραυγάζοντας. Η Ερνάλυ ύψωσε την ασπίδα της και δέχτηκε εκεί όλη την ορμή της επίθεσής του. Ωραία! συλλογίστηκε ο Ωθράγκος. Ωραία! καθώς πίεζε το άλογό του να συνεχίσει, σπρώχνοντάς το καταπάνω στο δικό της –μια ριψοκίνδυνη κίνηση, που θα τρόμαζε και τα δύο ζώα, παρότι εκπαιδευμένα στη μάχη.
Η Ερνάλυ έχασε, αυτή τη φορά, την ισορροπία της κι έπεσε στο χώμα. Ο Φένταρ πάλεψε, για να κρατήσει τον ίππο του υπό έλεγχο, ενώ το άλογο της Ανφρακιανής έφευγε, τρέχοντας.
Η πολεμίστρια έκανε να σηκωθεί–
–και ο Ωθράγκος την έχασε απ’τα μάτια του, καθώς στρατιώτες συγκεντρώθηκαν γύρω του, επιτιθέμενοι με μακριά δόρατα. Ο Φένταρ απέκρουσε ένα, έκοψε ένα άλλο, σπάθισε έναν άντρα στο λαιμό, αποκεφαλίζοντάς τον… και οι δικοί του πολεμιστές ήρθαν στο πλευρό του, πολλαπλασιάζοντας το μακελειό.
Πού είχε πάει ο Βασιληάς Σίλγκερομ; Τώρα, ο Φένταρ δεν μπορούσε να τον δει πουθενά…
*
«Μπορούμε να τους προσπεράσουμε, πατέρα! Μπορούμε να φτάσουμε στη Νίθρα!» έλεγε η Φόλνα, καθώς εκείνη, ο Σίλγκερομ, και όσοι ιππείς είχαν απομείνει από τη συνοδεία του υποχωρούσαν προς την πύλη της Σάλγκρινεβ.
«Μην είσαι ανόητη! Το πεδίο της μάχης έχει μετατραπεί σε πεδίο χάους! Αδύνατον να φτάσουμε στο στρατόπεδό τους ζωντανοί. Και μέσα σ’όλο τούτο το σαματά έχασα απ’τα μάτια μου και την Ερνάλυ…»
Ο Σίλγκερομ σταμάτησε το άλογό του, μόλις έφτασαν στην πύλη, και κοίταξε πίσω, ψάχνοντας με το βλέμμα του για τη Στρατηγό. Όχι, σκέφτηκε, δεν μπορεί να τη σκότωσαν. Όχι… Ωστόσο, δεν την έβρισκε. Η σκόνη της μάχης θα φταίει…
*
Η Νίθρα έσχισε ένα κομμάτι απ’το μανδύα της και έδεσε το τραύμα της Χρυσοδάκτυλης όσο καλύτερα ήξερε –δηλαδή, όχι και πολύ καλά· δεν γνώριζε πολλά από ιατρική. Ωστόσο, προς το παρόν, δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’άλλο.
Αναρωτήθηκε αν το Κοσμικό Κέλευσμα είχε τη δυνατότητα να κλείνει πληγές, αλλά δεν επιχείρησε να το επικαλεστεί· δεν ήταν ώρα για πειραματισμούς τώρα.
«Πώς αισθάνεσαι;» ρώτησε τη Χρυσοδάκτυλη.
«Τραυματισμένη.»
Η Νίθρα μειδίασε, λεπτά, δίχως να μιλήσει.
Έριξε μια ματιά πάνω απ’την άκρη του ξύλινου τοιχώματος, για να δει πώς πήγαινε η μάχη, ποιος νικούσε. Έτσι, όμως, που ήταν μπλεγμένα τα πράγματα δεν μπορούσε να καταλάβει.
Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να παραμείνει καλυμμένη εδώ πέρα, περιμένοντας το χαλασμό να τελειώσει. Και μετά, ανάλογα με το ποιος αναδεικνυόταν νικητής, θα έβλεπε πώς θα δρούσε.
Ω, Χρυσοδάκτυλη, γιατί έπρεπε κι εσύ να τραυματιστείς τώρα; σκέφτηκε, κοιτάζοντας το ιδρωμένο πρόσωπο της Μιρλίμιας.
*
Όταν το σκοτάδι άρχισε να πέφτει, οι συμπλοκές ήταν ολιγάριθμες και σποραδικές. Η πεδιάδα είχε γεμίσει νεκρούς, και το χώμα είχε ποτιστεί από το αίμα. Οι στρατοί και των δύο παρατάξεων είχαν αποδεκατιστεί, χωρίς ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να είναι φανερά νικητής. Μοναδικοί νικητές θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα αρπακτικά και τα σαρκοφάγα, που ήδη είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται.
Ο Φένταρ νόμιζε ότι οι αναμνήσεις είχαν, με κάποιο μαγικό τρόπο, βγει απ’το κεφάλι του και πάρει υλική υπόσταση. Τόσο αίμα, θάνατος, και καταστροφή μόνο στη Φεν εν Ρωθ…
Παραπατώντας, βάδιζε ανάμεσα στα κουφάρια, μόνος του, προσπαθώντας να μη σκοντάψει. Η αρματωσιά του ήταν κομματιασμένη σε διάφορα σημεία. Το αριστερό του χέρι ήταν τραυματισμένο πάνω απ’τον βραχίονα. Στον δεξή του μηρό είχε καρφωθεί ένα βέλος, το οποίο ο ίδιος είχε τραβήξει έξω, γρυλίζοντας, τρίζοντας τα δόντια, και πληγιάζοντας τα χείλη του. Η μισή του ασπίδα είχε σπάσει. Το αετόσχημο κράνος του το είχε βγάλει και το είχε πετάξει, γιατί δεν άντεχε να το φορά άλλο. Ο μενεξεδής του μανδύας κρεμόταν κουρελιασμένος πίσω του, βρωμισμένος από το χώμα και το αίμα. Το άλογό του το είχαν τρυπήσει με δύο δόρατα, ένα από τα δεξιά κι ένα από τ’αριστερά, και κειτόταν τώρα κάπου στο πεδίο της μάχης· ο Φένταρ δε θυμόταν πού.
«Αυτός είναι!» άκουσε, καθώς παραπατούσε προς το Νουφρεκιανό στρατόπεδο. «Αυτός είναι!»
Στράφηκε και είδε δύο πολεμιστές να ορμούν καταπάνω του. Είχαν ακόμα κουράγιο για μάχη, οι δαιμονισμένοι; Ετούτη η μάχη θα ήταν, λοιπόν, και η τελευταία τους! σκέφτηκε ο Φένταρ, παίρνοντας πολεμική στάση.
Ο πρώτος εχθρός χίμησε, κατεβάζοντας έναν δίλαβο, μεγάλο πέλεκυ. Το όπλο συνάντησε την ασπίδα του Ωθράγκος, τσακίζοντάς την περισσότερο από πριν. Ωστόσο, σταμάτησε.
Ο δεύτερος εχθρός ήρθε από τα πλάγια, λογχίζοντας, με το δόρυ του. Ο Φένταρ έκανε ένα γρήγορο βήμα για ν’αποφύγει την αιχμή, και το όπλο γλίστρησε πάνω στ’απομεινάρια της αρματωσιά του. Οπότε, ο Ωθράγκος κατέβασε το ξίφος του, τσακίζοντας το στέλεχος του δόρατος.
Ο πελεκυφόρος ύψωσε το τσεκούρι του πάνω απ’το κεφάλι, γκαρίζοντας. Ο Φένταρ τον κλότσησε στην κοιλιά, κάνοντάς τον να διπλωθεί και να χάσει το βαρύ όπλο.
Ο άλλος πολεμιστής πέταξε το σπασμένο δόρυ και τράβηξε ένα ξιφίδιο, χιμώντας, σαν αγριόγατος, στον Ωθράγκος. Εκείνος ύψωσε την ασπίδα του κι ο άντρας, κυριολεκτικά, γαντζώθηκε πάνω της κι επιχείρησε να τον καρφώσει καταπρόσωπο. Ο Φένταρ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε, ανάσκελα· αλλά αυτό έκανε και τον εχθρό του ν’αστοχήσει. Το ξιφίδιο πέρασε δίπλα απ’το δεξί μάτι του Ωθράγκος και μπήχτηκε σ’ένα κουφάρι. Ο Φένταρ άφησε τη λαβή του σπαθιού του και γρονθοκόπησε τον αντίμαχό του, σπάζοντάς του το σαγόνι και γεμίζοντας την όψη του με αίμα. Ο Ρουζβάνος έπεσε στο πλάι, βογκώντας.
Ο Φένταρ προσπάθησε να σηκωθεί, παίρνοντας γονατιστή θέση. Το τραύμα στον μηρό του τον λόγχισε βαθιά.
Τότε, είδε τον άλλο στρατιώτη να ζυγώνει, έχοντας σηκώσει πάλι το τσεκούρι του πάνω απ’το κεφάλι, με τα δύο χέρια –και μένοντας έτσι ακάλυπτος…
«Ποτέ δε μαθαίνεις;» γρύλισε ο Φένταρ, τραβώντας το ξιφίδιο από τη μπότα του και μπήγοντάς το ανάμεσα στους μηρούς του άντρα, κι επάνω, προς την κοιλιά του, κόβοντας τη βασική αρτηρία εκεί. Ο πολεμιστής σωριάστηκε, σπαρταρώντας σαν ψάρι έξω απ’το νερό.
Ο Φένταρ θηκάρωσε το ξιφίδιό του, πήρε το σπαθί του από κάτω, και ορθώθηκε.
Ο άντρας με το σπασμένο σαγόνι προσπαθούσε να σηκωθεί. Ο Ωθράγκος τον σπάθισε στον αυχένα, αποτελειώνοντάς τον. «Οι Ρουζβάνοι είστε τόσο άχρηστα κορμιά,» μούγκρισε, «που καταλαβαίνω γιατί δε λατρεύετε τον Άνκαραζ. Δε θα σας έπαιρνε ποτέ στις Αιώνιες Στρατιές· θα τον καθυστερούσατε, με τις γκάφες σας!»
Στράφηκε στο στρατόπεδο των Νουφρεκιανών –ή ό,τι είχε απομείνει από αυτό– και βάδισε, αποφασιστικά. Ήθελε να μάθει ότι, τουλάχιστον, η Νίθρα ήταν καλά. Η Νίθρα και η Χρυσοδάκτυλη. Πράγμα το οποίο θεωρούσε δύσκολο, μέσα σε τούτο το μακελειό…
Και της το είχα πει. Φύγε, της είχα πει. Φύγε. Της το είχα πει…
Όταν, τελικά, έφτασε στο μέρος όπου οι στρατιώτες είχαν σχηματίσει τον δακτύλιο, είδε ότι ήταν μόνος του. Τελείως μόνος. Περιτριγυρισμένος από τους νεκρούς.
Εικόνες από τη Φεν εν Ρωθ πέρασαν μπροστά απ’τα πνευματικά του μάτια.
Κούνησε το κεφάλι, για να τις διώξει. Όχι, δεν είμαι στη Φεν εν Ρωθ. Πρέπει να βρω τη Νίθρα, και τη Χρυσοδάκτυλη.
Από τα δεξιά του άκουσε φωνές. Κάποιοι μιλούσαν, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν· ο αέρας δεν τον βοηθούσε. Προσπάθησε να δει ποιοι ήταν, μα ο κόσμος είχε σκοτεινιάσει. Μονάχα μερικές σκουρόχρωμες φιγούρες κατάφερε να διακρίνει· και μπορούσαν να είναι οποιοιδήποτε, φίλοι ή εχθροί.
Πήγε προς την εξέδρα της Βασίλισσας και φώναξε, νιώθοντας το λαιμό του ξερό: «Νίθρα; Νίθρα;»
Μια σκοτεινή φιγούρα ορθώθηκε. «…Φένταρ…» είπε· η φωνή της δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένας ψίθυρος.
Ο Ωθράγκος ανέβηκε τα σκαλοπάτια, και η Νίθρα τον αγκάλιασε, κλαίγοντας. «Είναι νεκρή,» ψέλλισε. «Δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Δε μπορούσα… Δοκίμασα και το Κέλευσμα, κι έχασα τις αισθήσεις μου, για κάποια ώρα…»
«Ποια είναι νεκρή; Ποια;» ρώτησε ο Φένταρ, αν και καταλάβαινε κι ένιωθε ένα ψύχος να τον διαπερνά.
«Χαίρομαι τόσο πολύ που εσύ είσαι ζωντανός…»
«Ποια είναι νεκρή, Νίθρα; Ποια είναι νεκρή;» επέμεινε εκείνος.
Η Βασίλισσα τον άφησε απ’την αγκαλιά της κι έκανε μερικά βήματα, σχεδόν παραπατώντας.
Ο Φένταρ είδε ότι κάποιος –δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του, λόγω του σκοταδιού– ήταν πεσμένος πλάι στο κοντό τοίχωμα της εξέδρας. Γύρω του υπήρχε αίμα· πολύ αίμα. Πλησίασε και γονάτισε. Κοίταξε το πρόσωπο.
«Όχι!» έκανε, πνιχτά. «Όχι!» Όλη η φόρτιση της μάχης, ο πόνος, και η απόγνωση βγήκαν τώρα από μέσα του, και ο Φένταρ έκλαψε πάνω από το πτώμα της Χρυσοδάκτυλης.
Η Νίθρα κάθισε δίπλα του, μη μπορώντας να στέκεται όρθια. Όταν η Μιρλίμια είχε χτυπηθεί, δεν το περίμενε ότι θα πέθαινε. Νόμιζε ότι ήταν μονάχα ένα τραύμα που, σύντομα, θα έκλεινε. Δεν έκλεισε, όμως. Παρότι η Νίθρα το έδεσε σφιχτά, η αιμορραγία δεν έλεγε να σταματήσει, πράγμα το οποίο διαπίστωσε ύστερα από κάποια ώρα.
«Πρέπει να φέρω έναν θεραπευτή,» είπε στη Χρυσοδάκτυλη.
«Μην κάνεις τέτοια βλακεία!» αποκρίθηκε εκείνη, δαγκώνοντας τα χείλη κι αρπάζοντας τον πήχη της Νίθρα. «Μείνε!… μέχρι να τελειώσει… Θα σε σκοτώσουν, χαζή!»
Και η Νίθρα έμεινε. Όμως δεν μπορούσε να βλέπει τη Χρυσοδάκτυλη να αργοπεθαίνει· δεν μπορούσε να τη βλέπει να αργοπεθαίνει, χωρίς να κάνει τίποτα για να τη βοηθήσει. Έτσι, επικαλέστηκε, μ’όλη την ψυχική της δύναμη, το Κοσμικό Κέλευσμα, και πρόσταξε το τραύμα: «Κλείσε! Κλείσε! Θεραπεύσου!»
Οπότε, ολόκληρο το σύμπαν γύρισε και τη χτύπησε κατακέφαλα. Η Νίθρα αισθάνθηκε το κρανίο της να τρίζει και το μυαλό της να κλυδωνίζεται όπως ένα κακοφτιαγμένο πλοίο μέσα στην καταιγίδα.
Λιποθύμησε και, όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις της, είδε ότι η νύχτα είχε αρχίσει να πέφτει στο πεδίο της μάχης, και η Χρυσοδάκτυλη ήταν νεκρή.
*
Αγρύπνησαν, ώσπου ήρθε η αυγή. Κι όταν φως έλουσε το πεδίο της μάχης, δεν άκουγαν πλέον την κλαγγή των όπλων, ούτε τις κραυγές των χτυπημένων ή των μανιασμένων, ούτε τα ποδοβολητά των αλόγων.
Ο Φένταρ πιάστηκε απ’την άκρη του τοιχώματος της εξέδρας και ορθώθηκε. Πλάι του, ορθώθηκε κι η Νίθρα. Και είδαν ότι κάποιοι στρατιώτες έρχονταν προς το μέρος τους… Δικοί μας στρατιώτες, παρατήρησε η Βασίλισσα. Η Ματιά της έβλεπε το έμβλημα στα χιτώνιά τους, παρότι ήταν λερωμένο με αίμα και χώμα. Ο Φένταρ άγγιξε τη λαβή του θηκαρωμένου του ξίφους, αλλά η Νίθρα τού έπιασε το χέρι.
«Δε θα χρειαστεί,» είπε. «Βρες μια σημαία μας. Ύψωσέ την εδώ.»
Ο Ωθράγκος ένευσε. Κατέβηκε απ’την εξέδρα και έψαξε τριγύρω. Δεν άργησε να βρει μια σημαία του Νούφρεκ, μπερδεμένη ανάμεσα στα κουφάρια. Έπιασε το κοντάρι της, με τα δύο χέρια, και την τράβηξε έξω, ελευθερώνοντάς την. Ανέβηκε πάλι στην εξέδρα και τη στερέωσε, αφήνοντάς τη να κυματίσει, μισοκουρελιασμένη, στον αδύναμο αγέρα.
Οι στρατιώτες που είχαν επιζήσει της μάχης συγκεντρώθηκαν, τελικά, μπροστά από τον Φένταρ και τη Νίθρα. Ο Ωθράγκος δεν τους υπολόγιζε πάνω από δέκα χιλιάδες, ενώ η Βασίλισσα καταλάβαινε μόνο ότι ήταν λίγοι. Πάρα πολύ λίγοι, σε σχέση μ’όσους είχε μαζί της φεύγοντας από τη Βόλγκρεν.
Ο Φένταρ είδε την απογοήτευση στο πρόσωπό της και της είπε: «Θα σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα, αν σου πω πως κι ο Σίλγκερομ είχε παρόμοιες απώλειες;»
«Όχι,» αποκρίθηκε, ψιθυριστά, η Νίθρα.
Ο Φένταρ στράφηκε στους συγκεντρωμένους πολεμιστές, που ήταν φανερό πως ζητούσαν καθοδήγηση. «Στρατοπεδεύστε όσο καλύτερα μπορείτε,» τους πρόσταξε. «Και κάψτε τους νεκρούς, αλλιώς θα πεθάνουμε όλοι απ’τις αρρώστιες.»
Οι στρατιώτες ξεκίνησαν να κάνουν όπως τους είπε.
Ο Φένταρ κοίταξε τη Νίθρα, που είχε το βλέμμα της καρφωμένο στους νεκρούς, καθώς οι μαχητές του Βασιλείου της τους σήκωναν και τους συγκέντρωναν σε λόφους. Μια ιέρεια της Βασίλισσας του Πολέμου ήταν μαζί τους, αρθρώνοντας μερικές προσευχές για τις ψυχές των πεσόντων.
«Νίθρα, πρέπει τώρα να φύγεις. Δε μπορείς να μείνεις άλλο εδώ…»
Δε γύρισε τη ματιά της στο μέρος του. «Κι εσύ;»
«Θα μείνω, όπως κι ο στρατός πρέπει να μείνει. Άμα υποχωρήσουμε, ο Σίλγκερομ θα θεωρήσει ότι νίκησε, και θα διεκδικήσει όλη την Επαρχία της Σάλγκρινεβ.»
Η Νίθρα αναστέναξε. «Ναι, αλλά… Αλλά τι να κάνω, Φένταρ; Εννοώ…» Τώρα στράφηκε να τον κοιτάξει. «Εννοώ, πώς να συνεχίσω; Να φέρω κι άλλο στρατό; Και να γίνουν πάλι τα ίδια;»
«Σίγουρα, πρέπει να φέρεις κι άλλο στρατό. Όσο περισσότερο μπορείς. Αν καταφέρεις να συγκεντρώσεις τους μαχητές σου εδώ προτού ο Σίλγκερομ ανασυγκροτηθεί, τότε θα πάρεις την πόλη. Η πύλη είναι πεσμένη και οι πολεμιστές του Άνφρακ χτυπημένοι άσχημα.»
«Το ίδιο δεν ισχύει και για τους δικούς μας;»
«Είπα, να φέρεις καινούργιους μαχητές…»
Καινούργιο αίμα, σκέφτηκε η Νίθρα. Περισσότερο αίμα… Μετά, όμως, ένας άλλος συλλογισμός πέρασε απ’το νου της: Το Άνφρακ έχει ανοιχτά σύνορα. Αυτό πρέπει να εκμεταλλευτώ. Αυτό δεν έλεγα, εξαρχής, ότι θα εκμεταλλευτώ;
«Θα δω τι μπορώ να κάνω,» είπε. Και πρόσθεσε, διστακτικά: «Για τη Χρυσοδάκτυλη… Θα φροντίσεις εσύ για τη Χρυσοδάκτυλη;»
Ο Φένταρ ένευσε, αμίλητος.
«Θα χρειαστώ ένα άλογο,» είπε η Νίθρα, μετά από λίγο, «για να φύγω.»
«Θα σου βρούμε ένα, και κάποιους να σε συνοδέψουν.»
«Όχι· έχετε ανάγκη όλους τους πολεμιστές που βρίσκονται εδώ. Κι επιπλέον, δε νομίζω κανένας να με ληστέψει στο δρόμο. Δε μοιάζω για Βασίλισσα σ’αυτά τα χάλια. Θα πάω μέχρι τη Βόλγκρεν μόνη μου, κι εκεί η Αρχόντισσα Ομάλθα, υποθέτω, θα μου δώσει κανέναν-δύο σωματοφύλακες, για να ταξιδέψω προς την Έρλεν.»
«Εντάξει,» είπε ο Φένταρ, και την αγκάλιασε, σφιχτά. «Να προσέχεις πολύ.» Φίλησε το μέτωπό της.
«Κι εσύ.» Η Νίθρα αισθάνθηκε δάκρυα να μαζεύονται στις άκριες των ματιών της.
Το μεσημέρι, έφαγε ό,τι μπόρεσε να βρει από τις προμήθειες του στρατού, ντύθηκε με ταξιδιωτικά ρούχα, και καβάλησε το κουρασμένο άλογο που της έφερε ένας στρατιώτης.
«Είναι το πιο ακμαίο που έχουμε, Βασίλισσά μου,» της είπε. «Τα άλλα είναι ή σε χειρότερη κατάσταση ή κουτσά ή τραυματισμένα.»
Η Νίθρα χάιδεψε τη μακριά, μαύρη χαίτη του ζώου, το οποίο ρουθούνισε, σα να ήθελε να την ευχαριστήσει για το χάδι, ύστερα από την κόλαση που είχε περάσει. «Δεν πειράζει. Αυτός εδώ είναι ό,τι πρέπει, στρατιώτη. Σ’ευχαριστώ.»
Ο άντρας, που η αριστερή μεριά του προσώπου του ήταν τραυματισμένη και ένας επίδεσμος την τύλιγε κρύβοντας το ένα του μάτι, έκανε μια σύντομη υπόκλιση και απομακρύνθηκε.
Η Νίθρα χαιρέτησε τον Φένταρ εξ αποστάσεως, με το ύψωμα του χεριού, και ίππευσε ανατολικά. Οι οπλές του αλόγου της αντηχούσαν επάνω στη μεγάλη λιθόστρωτη δημοσιά του Νούφρεκ.
Όταν ο ήλιος χάθηκε από τον ουρανό και η αρχετοπική σιγαλιά απλώθηκε στην Κουαλανάρα, το σαυράκι ανακάλυψε, ξαφνικά, ότι δεν μπορούσε πλέον να μεταμορφωθεί, ούτε να χρησιμοποιήσει τη Ματιά του, για να κοιτάξει τις χρονορροές. Τι είχε συμβεί; Τι είχε συμβεί, επάνω που όλα του τα σχέδια πήγαιναν τόσο καλά;
Τρομοκρατήθηκε και έφυγε από το Παλάτι του Βράχου, εγκαταλείποντας τη Βασίλισσα Φέρνταναθ χωρίς καμία εξήγηση. Τρέχοντας μέσα στα χιόνια, κατευθύνθηκε σε μια Αρχετοπική Είσοδο που γνώριζε καλά, ελπίζοντας ότι θα βρισκόταν εκεί και δε θα είχε κι αυτή εξαφανιστεί.
Δεν είχε εξαφανιστεί. Ήταν στο σημείο όπου τη θυμόταν. Μια τρύπα ανάμεσα σε δύο πέτρες, τόσο μικρή που μονάχα ένα εξίσου μικρό πλάσμα θα μπορούσε να περάσει μέσα της. Όπως ένα σαυράκι.
Μπήκε στους Αρχέτοπους και έτρεξε, όχι τυχαία, αλλά γνωρίζοντας αρκετά μονοπάτια. Είχε μελετήσει ετούτα τα μέρη καλύτερα από τους γιους του, πολύ καλύτερα. Αν και, βέβαια, ο Νουτκάλι δεν τα πήγαινε άσχημα, έπρεπε να παραδεχτεί· είχε καταφέρει να κλείσει συμφωνία με τους Βιρθήλους. Πάντοτε πονηρός ήταν, ο Νουτκάλι· κατεργάρης· έξυπνος. Ο Φανλαγκόθ πάλι είχε άλλες ικανότητες. Ο Λιζναγκάρ, όμως, ήταν ο πατέρας τους, και τους ήξερε και τους δύο. Και όχι μόνον αυτό· ήταν και ο Πρώτος Υπηρέτης της Πρωτοπλασματικής Μάζας, προικισμένος με περισσότερες δυνάμεις, τις οποίες είχε ανακαλύψει πλήρως όταν έφυγε από την Οντον’γκόκι. Αντιλήφτηκε πως, εκεί όπου οι γιοι του δεν μπορούσαν να μεταμορφωθούν, εκείνος μπορούσε· απλά, επειδή δε βρισκόταν σε άμεση επαφή με τη Μάζα, η μεταμόρφωση έπαιρνε περισσότερο χρόνο. Επίσης, αντιλήφτηκε ότι, ενώ εκείνοι μπορούσαν να κρύψουν μονάχα ελάχιστα σημεία μέσα στο μπερδεμένο χωροχρονικό πλέγμα, εκείνος μπορούσε να καλύψει όλα του τα ίχνη. Επομένως, ο νικητής του παιχνιδιού ήταν, εξαρχής, προκαθορισμένος, ασχέτως αν οι γιοι του δεν το ήξεραν. Ο Λιζναγκάρ θα έλεγχε ολόκληρη την Κουαλανάρα, από το Βορρά ως το Νότο, από την Ανατολή ως τη Δύση, και ο Φανλαγκόθ κι ο Νουτκάλι θ’αναγκάζονταν ν’αποδεχτούν την εξουσία του και να παραδεχτούν την ήττα τους.
Κανονικά, έπρεπε να είχαν συμμαχήσει, οι ανόητοι, αν ήθελαν να τον νικήσουν. Το παιχνίδι δεν ήταν δίκαιο γι’αυτούς. Ο Λιζναγκάρ είχε το πλεονέκτημα…
…αλλά, τώρα πια, είχε πάψει να το έχει. Η Κουαλανάρα είχε παγώσει. Οι χρονορροές είχαν εξαφανιστεί, καθώς και η επαφή με την Πρωτοπλασματική Μάζα.
Τουλάχιστον, η Οντον’γκόκι είχε παραμείνει όπως ήταν; Γιατί, αν κι αυτή είχε αλλάξει –ο Λιζναγκάρ ένιωθε τρομοκρατημένος, για πρώτη φορά ύστερα από τη Μετάλλαξή του–, τότε εκείνος θα παρέμενε, για πάντα, παγιδευμένος σε τούτη τη μορφή μικρής σαύρας, έχοντας χάσει όλες του τις δυνάμεις.
Έτρεξε και έτρεξε και έτρεξε μέσα στους Αρχέτοπους, περνώντας μέσα από πυκνόφυλλα δάση, διασχίζοντας γέφυρες που συνέδεαν ψηλά βουνά, πηδώντας επάνω σε πέτρες για να αποφύγει βαλτόνερα, τρυπώνοντας σε λαγούμια και βγαίνοντας από την άλλη μεριά… ώσπου βρέθηκε μπροστά στο άνοιγμα, νιώθοντας τα σαυρίσια πόδια του να φλέγονται από την ξέφρενή του πορεία.
Το άνοιγμα οδηγούσε στην Οντον’γκόκι, και εδώ η πραγματικότητα των Αρχέτοπων διαβρωνόταν. Η πλήρη ακινησία τρωγόταν από την Πρωτοπλασματική Μάζα. Αργά. Τόσο αργά. Αλλά τρωγόταν. Και, στο τέλος, μετά από εκατοντάδες και εκατοντάδες και εκατοντάδες χρόνια, ο ένας κατόπιν του άλλου, οι Αρχέτοποι θα καταστρέφονταν. Όπως όφειλαν να καταστραφούν. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από λάθη των αναπλάσεων της Μάζας. Δεν προσέφεραν κάτι στην Κουαλανάρα· ήταν ένα βάρος στα σπλάχνα της. Η Μάζα, όμως… η Μάζα ήταν η Ζωή. Δίχως τη Μάζα τίποτα δεν μπορούσε να υπάρξει. Και η Οντον’γκόκι ήταν η Μάζα –η Ζωή– σ’όλο της το μεγαλείο! Δημιουργία, μετάλλαξη, θάνατος, ανάπλαση. Μια ατελείωτη παλέτα χρωμάτων. Το όνειρο ενός καλλιτέχνη.
Το οποίο ακόμα υπήρχε. Η αρχετοπική αλλαγή της Κουαλανάρα δεν το είχε επηρεάσει.
Το σαυράκι έτρεξε μέσα στο άνοιγμα και βγήκε κάτω από ένα πανύψηλο δέντρο της Οντον’γκόκι, το οποίο άγγιζε τον ουρανό, όπου τρεις ήλιοι –ένας πράσινος, τριγωνικός· ένας μαύρος, κυκλικός, τυλιγμένος από στριφτές, οφιοειδείς φλόγες· και ένας ασημένιος, κυβικός, που η επιφάνειά του έκανε ιριδισμούς– φεγγοβολούσαν.
Ο Λιζναγκάρ πήρε την ανθρώπινή του μορφή, και ύψωσε τα χέρια του πάνω απ’το κεφάλι, γελώντας.
Αισθανόταν καλά σε τούτο το περιβάλλον. Αισθανόταν ελεύθερος!
Μεταμορφώθηκε σ’ένα πελώριο πτηνό και πέταξε πάνω από μια πυκνή ζούγκλα, γεμάτη ζωντανά δέντρα, τα οποία υποκλίνονταν στο πέρασμά του ή τον χαιρετούσαν. Ο Λιζναγκάρ φύτρωσε δύο πλοκάμια από τις πλευρές του σώματός του και τα χαιρέτησε κι αυτός.
Αφέντη! Αφέντη! Αφέντη! του φώναζαν τα δέντρα. Καλωσόρισες! Καλωσόρισες! Καλωσόρισες!
Είσαι ο νικητής του παιχνιδιού, Αφέντη;
Όχι ακόμα, απάντησε ο Λιζναγκάρ. Κάτι συνέβη στον κόσμο. Σαν οι Αρχέτοποι να εξάπλωσαν την επιρροή τους. Τι γνωρίζετε γι’αυτό;
Δεν ήξεραν τίποτα. Δεν καταλάβαιναν για τι πράγμα τούς μιλούσε.
Οικοδομήστε μια πόλη για μένα! πρόσταξε. Και ένα παλάτι στο κέντρο, για να καθίσω.
Τα δέντρα επιμηκύνθηκαν, μπλέχτηκαν αναμεταξύ τους, σχημάτισαν, με τους κορμούς και τα φυλλώματά τους, εκείνο που τους είχε ζητήσει. Ένας βράχος έλιωσε και μετατράπηκε σε θρόνο, στην κορυφή των σκαλοπατιών, μπροστά από το παλάτι. Ο Λιζναγκάρ κατέβηκε απ’τον ουρανό –όπου τώρα ζωντανές φλόγες και ηλεκτρόπτερα χόρευαν– και, παίρνοντας μια μορφή ανάμεσα σε πτηνό και άνθρωπο, κάθισε.
«Ακούστε με!» φώναξε στην άδεια πόλη. «Η Κουαλανάρα έχει υποστεί μια… δυσάρεστη αλλαγή. Νομίζω ότι μεταβάλλεται σε Αρχέτοπο. Αποκόπτεται από την Πρωτοπλασματική Μάζα, τη Μητέρα όλων μας, την ίδια τη Ζωή. Είναι τραγικό, παιδιά μου!
»Ρωτήστε παντού μέσα στην Αυτοκρατορία μου. Ρωτήστε να μάθετε ποιος γνωρίζει τι συμβαίνει. Ρωτήστε να μάθετε ποιος ξέρει την αιτία. Ρωτήστε να μάθετε ποιος μπορεί να μας βρει λύση, ή να μας καθοδηγήσει προς μία λύση.»
Μάλιστα, Ύψιστε Άρχοντα. Μάλιστα, Ύψιστε Άρχοντα. Μάλιστα, Ύψιστε Άρχοντα, αποκρίθηκαν η πόλη, η γη, κι ο ουρανός. Οι ζωντανές φλόγες και τα ηλεκτρόπτερα πέταξαν στα πέρατα της Οντον’γκόκι. Σκουλήκια ορθώθηκαν, παίρνοντας ανθρώπινες μορφές με πόδια πελεκάνου, και έτρεξαν. Οι πλάκες των οδών πετάχτηκαν επάνω, έγιναν λίθινα ερπετά, και σύρθηκαν προς κάθε κατεύθυνση. Τα δέντρα ψιθύρισαν αναμεταξύ τους, θροΐζοντας.
Δύσκολα τα πράγματα, Αφέντη; ρώτησε ο θρόνος του Λιζναγκάρ.
«Πολύ δύσκολα, φίλε μου…» αποκρίθηκε εκείνος, μελαγχολικά. «Πολύ, πολύ δύσκολα…»
Ύψωσε πάλι τη φωνή του: «Και μάθετε αν οι γιοι μου, ο Νουτκάλι κι ο Φανλαγκόθ, βρίσκονται εδώ. Κι αν βρίσκονται, ζητήστε τους να έρθουν να μιλήσουμε.»
Ο πράσινος ήλιος μεταμορφώθηκε, αργά, καθώς η ώρα περνούσε· από τριγωνικός, έγινε σφαιρικός. Ο μαύρος ήλιος μετατράπηκε σε τέσσερις ομόκεντρους κύκλους. Ο ασημένιος ήλιος πήρε σχήμα Μ.
Και ένα ηλεκτρόπτερο ήρθε να φτερουγίσει μπροστά απ’το θρόνο του Λιζναγκάρ και να ψιθυρίσει στο ξαφνικά τριπλασιασμένο σε μέγεθος αφτί του: «Ξξξςςςς-ξξξξςς, Αφέντη! Ήμουνα στο Δάσος των Κεράτων, ξξξξςςς-ξξξςςς. Πέρασα κοντά από τη Θύρα, και μέσα της είδα έναν πελώριο μάτι, ξξξξξξξξςςςςςςςςς! Το μάτι μού ζήτησε να σου πω ότι επιθυμεί να συζητήσετε. Γνωρίζει, λέει, πώς μπορείς να λύσεις το πρόβλημα, ξξξξξξςςςς!»
«Πώς λέγεται αυτό το μάτι;»
«Δεν είπε, Αφέντη.»
«Ακόμα στη Θύρα βρίσκεται;»
«Νομίζω, ξξξξξξξςςςς…»
Ο Λιζναγκάρ μίκρυνε, μίκρυνε, μίκρυνε, μίκρυνε, και έλαμψε. Είχε μεταμορφωθεί κι εκείνος σε ηλεκτρόπτερο. «Πάμε, ξξξξξξςςςς!» είπε, και πέταξε.
Τα δύο ηλεκτρόπτερα διέσχισαν τη διαρκώς μεταβαλλόμενη Οντον’γκόκι, φτάνοντας στο Δάσος των Κεράτων και στη Θύρα.
Ο Λιζναγκάρ πήρε τη μορφή πελώριου, κερασφόρου βοδιού, με μάτια κατακόκκινα και οργισμένα. «Παρουσιάσου!» φώναξε, βλέποντας μέσα στο άνοιγμα μονάχα τη δίνη.
<<ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΞΑΝΑ;>> είπε η Θύρα.
«Όχι εσύ! Το μάτι. Με πληροφόρησαν ότι ένα μάτι με ζητά.»
Η Θύρα γέλασε, και τα μάτια επάνω στα κέρατα ανοιγόκλεισαν, σπασμωδικά. <<ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ ΜΑΤΙΑ ΕΔΩ… ΧΟ-ΧΟ-ΧΟ-ΧΟ!>>
Το βόδι στράφηκε στο ηλεκτρόπτερο. «Δε μου είπες ότι ήταν ένα μάτι μέσα στη Θύρα;»
«Ξξξξξξςςςς, ήταν, Αφέντη. Και μου μίλησε. Σε ζήτησε, ξξξξξςςς!»
Η δίνη σχίστηκε και πίσω της ένας πελώριος οφθαλμός παρουσιάστηκε, γύρω από τον οποίο μαύρες φιγούρες χόρευαν. Ο Λιζναγκάρ δυσκολευόταν να διακρίνει τη μορφή τους, κι αυτό δεν οφειλόταν στο ότι μεταλλάσσονταν, όπως τα πλάσματα της Οντον’γκόκι: όχι, είχαν σταθερή μορφή, απλά εκείνος δεν είχε τη δυνατότητα να τις δει καθαρά, σαν κάτι να παρεμβαλλόταν, κάποιο ακατονόμαστο παραπέτασμα.
«Εσύ με ζήτησες;» Το βόδι μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο με δερμάτινα φτερά στην πλάτη. Στο κεφάλι του υπήρχε μια ολόχρυση κορόνα, γεμάτη πολύτιμους λίθους. Το ντύσιμό του ήταν αυτό ενός πανίσχυρου αυτοκράτορα, κι από τη μέση του κρεμόταν ένα μεγάλο σπαθί, με αργυρά πλοκάμια να ανασαλεύουν στον προφυλακτήρα της λαβής του.
ΝΑΙ, ΕΓΩ, ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΛΙΖΝΑΓΚΑΡ.
«Ποιος είσαι; Από πού έρχεσαι;»
ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΕ ΛΕΣ «Ο ΟΦΘΑΛΜΟΣ-ΕΞΩ-ΑΠΟ-ΤΗΝ-ΚΟΥΑΛΑΝΑΡΑ», ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ· Ή, ΑΠΛΑ, «Ο ΟΦΘΑΛΜΟΣ». ΚΑΙ ΕΡΧΟΜΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΟΥ. ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΑ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑ.
«Η ανακρίβειά σου, Οφθαλμέ, είναι εντυπωσιακή,» αποκρίθηκε ο Λιζναγκάρ, και στα μάτια του άναψαν πραγματικές φωτιές, ενώ τα πλοκάμια του ξίφους του κινήθηκαν πιο γρήγορα, σαν να είχαν εξοργιστεί.
ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΙ ΣΕ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ.
«Και έχεις να προσφέρεις κάποια χρήσιμη πληροφορία;»
ΝΑΙ. ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΠΟΙΟΙ ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΥΑΛΑΝΑΡΑ, ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ.
«Και τι ζητάς ως αντάλλαγμα;»
ΤΙΠΟΤΑ.
Τα μάτια του Λιζναγκάρ στένεψαν, το μέτωπό του ζάρωσε. Τα πλοκάμια του ξίφους του τρίφτηκαν αναμεταξύ τους, σαν να απορούσαν.
Το ηλεκτρόπτερο έκανε νευρικά ξξξξξςςςςς, ξξξξξςςςςςς, ξξξξξξςςςς στον αέρα, φτερουγίζοντας γύρω απ’το κεφάλι του Αυτοκράτορά του.
ΤΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΑΛΑΝΑΡΑ.
«Μου φαίνεται παράξενος ο αναπάντεχος αλτρουισμός σου, αλλά συνέχισε να μιλάς. Ενδιαφέρομαι ν’ακούσω.»
ΟΙ ΜΕΤΟΥΣΙΩΜΕΝΟΙ ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ Η ΡΙΚΝΑΒΑΘ ΤΩΝ ΚΑΡΜΩΖ. ΜΕΣΩ ΑΥΤΗΣ, ΜΕΤΑΛΛΑΣΣΟΥΝ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΚΟΥΑΛΑΝΑΡΑ ΣΕ ΑΡΧΕΤΟΠΟ.
Έπρεπε να το είχα φανταστεί, σκέφτηκε ο Λιζναγκάρ. «Και πώς προτείνεις να λύσω το πρόβλημα;»
ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΥΣ, ΚΑΙ ΦΕΡΕ ΤΗ ΡΙΚΝΑΒΑΘ ΕΔΩ, ΣΕ ΜΕΝΑ.
«Χα! Άρα, θέλεις κάτι.»
ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ Η ΚΑΡΜΩΖ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΣΑΣ. ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ.
«Όχι για μένα, Οφθαλμέ. Εγώ προβλέπω τον κίνδυνο.»
ΤΟΤΕ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΕΣ ΝΑ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΥΝΕΒΗ, Ω ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΤΗ; Η φωνή ήταν γεμάτη ειρωνεία.
«Δεν προβλέπω τίποτα εκεί όπου δεν έχει πρόσβαση η Πρωτοπλασματική Μάζα. Αλλά μου φαίνεται ότι αυτό ήδη το γνωρίζεις…»
ΠΡΑΓΜΑΤΙ, ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΩ. ΑΛΛΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ Η ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΜΑΖΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΚΕΙ ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ…
«Αυταπατάσαι.»
ΠΟΣΟ ΜΑΚΡΙΑ ΦΤΑΝΕΙ Η ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ, ΛΙΖΝΑΓΚΑΡ;
«Αρκετά μακριά.»
ΝΑΙ, ΤΟ ΞΕΡΩ. ΑΛΛΑ, ΕΧΕ ΜΟΥ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ, Η ΚΑΡΜΩΖ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ, ΜΕ ΤΡΟΠΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΔΙΑΝΟΗΘΕΙΣ. ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕ ΤΟΥΣ ΜΕΤΟΥΣΙΩΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΔΩΣΕ ΤΗ ΣΕ ΜΕΝΑ!
<<ΜΗΝ ΤΟΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΨΕΥΤΗΣ ΘΑ ΣΕ ΞΕΓΕΛΑΣΕΙ!>>
«Σκασμός!» είπε ο Λιζναγκάρ στη Θύρα. Και στον Οφθαλμό: «Δυστυχώς, υπάρχει ένα πρόβλημα: δεν μπορώ να φτάσω στους Μετουσιωμένους. Δεν ξέρω το δρόμο.»
ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΓΙ’ΑΥΤΟ· ΕΝΑΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΜΟΥ ΘΑ ΣΕ ΟΔΗΓΗΣΕΙ, ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΟΥ ΑΠΕΧΘΑΝΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΜΕΤΟΥΣΙΩΜΕΝΟΥΣ.
«Ποιος;»
ΤΙ ΞΕΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΕΝ’ΤΡΟΥΤΑΚ ΜΑΡ;
Ο Λιζναγκάρ βλεφάρισε, προσπαθώντας να θυμηθεί. Τον είχε γνωρίσει σε κάποιο ταξίδι του, επάνω στις χρονορροές; Τον είχε γνωρίσει ταξιδεύοντας στο παρελθόν της Κουαλανάρα;
Ο Οφθαλμός γέλασε. ΒΛΕΠΕΙΣ; ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ. ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ, ΜΑ ΤΟΣΟ, ΠΑΛΙΑ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΕΝ’ΤΡΟΥΤΑΚ ΜΑΡ…
«Εσύ πώς ξέρεις γι’αυτόν;»
ΣΑΣ ΚΟΙΤΑΖΩ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, ΛΙΖΝΑΓΚΑΡ· ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΑΣ. ΑΛΛΑ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΜΑΣ ΤΩΡΑ: Ο ΦΕΝ’ΤΡΟΥΤΑΚ ΘΑ ΣΕ ΒΟΗΘΗΣΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΜΕΤΟΥΣΙΩΜΕΝΟΥΣ. ΘΑ ΣΕ ΟΔΗΓΗΣΕΙ Σ’ΑΥΤΟΥΣ, ΚΙ ΕΣΥ ΘΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ· ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΣΥΝΕΤΟΣ, ΘΑ ΠΑΡΑΔΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΡΜΩΖ ΣΕ ΜΕΝΑ.
«Κι αν δεν είμαι συνετός;»
ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΝΟΗΤΟΣ, ΘΑ ΤΗΝ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΖΗΣΕΙ. ΑΝ ΕΙΣΑΙ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ, ΕΠΙΦΥΛΑΚΤΙΚΟΣ, ΘΑ ΤΗ ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ.
«Πού θα βρω αυτόν τον Φεν’τρούτακ Μαρ, Οφθαλμέ;» ρώτησε ο Λιζναγκάρ.
Και ο Οφθαλμός-Έξω-Από-Την-Κουαλανάρα τού είπε.
«Βρισκόμαστε εδώ μετά από διαταγή της Βασίλισσας Θάρνιν, δικαιωματικής κατόχου του Βασάλτινου Θρόνου. Ορίστε και το πιστοποιητικό μας.»
Ο διοικητής της πύλης πήρε το χαρτί στα σημαδεμένα του χέρια και το ξετύλιξε, σμίγοντας τα φρύδια του και διαβάζοντάς το.
«Ποιος είναι ο Στρατηγός Άσθαν;» ρώτησε. «Εσείς;» Κοίταξε πατόκορφα τον άντρα εμπρός του, ο οποίος ήταν ψηλός –από τους ψηλότερους ανθρώπους που είχε δει ο διοικητής στη ζωή του–, γεροδεμένος, με μαύρα, κοντά μαλλιά και φρεσκοξυρισμένο πρόσωπο. Φορούσε ένα μαύρο, μεταξωτό πανωφόρι με ασημένια κουμπιά, πάνω από λευκό πουκάμισο· ένα μαύρο, δερμάτινο παντελόνι· γυριστές, καφετιές μπότες, που γυάλιζαν, σαν κάποιος να τις είχε πρόσφατα τρίψει· και έναν λευκό μανδύα, πλαισιωμένο από χρυσό σιρίτι. Από την πλατιά, καφέ ζώνη του άντρα κρεμόταν ένα μακρύ ξίφος. Το άλογο που ίππευε ήταν μελαχρινό και μυώδες.
«Ναι, εγώ είμαι ο Στρατηγός Άσθαν.»
«Και θα μείνετε εδώ ως Αντιπρόσωπος της νέας Βασίλισσας;»
«Με ρωτάτε πράγματα που ήδη γράφει το πιστοποιητικό μου, κύριε διοικητά;» αντιγύρισε ο Άσθαν, παίρνοντας ενοχλημένη έκφραση. «Παραμερίστε, παρακαλώ. Πρέπει να περάσουμε, ώστε να μιλήσουμε με την Έπαρχο Κερλάνα.»
Ο διοικητής της πύλης τού επέστρεψε το χαρτί, δίχως να μιλήσει, κι έγνεψε στους στρατιώτες του να κάνουν χώρο για τον Στρατηγό και τους συνοδούς του. Εκείνοι υπάκουσαν, και η ομάδα, που αποτελείτο από εικοσιπέντε ιππείς, ένα κάρο με έξι υπηρέτες, και τον Άσθαν, μπήκε στην Έλμας, καθώς το απογευματινό φως του ανήλιαγου ουρανού έλουζε την πόλη.
«Θα σας συνοδέψω, φυσικά,» τους είπε ο διοικητής της πύλης, προτού απομακρυνθούν. «Δώστε μου μια στιγμή μόνο, αν έχετε την καλοσύνη.»
«Ασφαλώς, κύριε διοικητά,» αποκρίθηκε, τυπικά, ο Άσθαν, και ο άντρας με τα σημαδεμένα χέρια μπήκε σ’ένα πέτρινο οικοδόμημα.
Η Λερβάρη, που καθόταν δίπλα στον οδηγό της άμαξας, έριξε ένα βλέμμα στον Άσθαν, χαμογελώντας διακριτικά. Ύστερα, η ματιά της πήγε στον Σάρναλ, τον κατάσκοπο που ήταν ντυμένος ιππέας και βρισκόταν κοντά στον Στρατηγό. Ο άνθρωπος αυτός τής φαινόταν πολύ παράξενος, και τον παρατηρούσε σ’όλο το ταξίδι από τη Φίρθμας ως εδώ… το οποίο δεν ήταν και μεγάλο, ωστόσο ο Σάρναλ είχε καταφέρει να την εντυπωσιάσει, μέσα σ’αυτό το μικρό χρονικό διάστημα. Και δεν ήταν επειδή έκανε κάτι· ήταν επειδή δεν έκανε τίποτα. Έμοιαζε να ταιριάζει απόλυτα με τους υπόλοιπους στρατιώτες, σαν να είχε ζήσει όλη του τη ζωή σε στρατώνες και σε στρατόπεδα. Σίγουρα, κανείς δε θα σκεφτόταν ότι ήταν κατάσκοπος. Η Λερβάρη αναρωτιόταν αν οι άλλοι στρατιώτες το ήξεραν, καθώς κι οι άλλοι υπηρέτες. Εκείνη, πάντως, δεν τους είχε πει κουβέντα. Έτσι κι αλλιώς, δεν πολυμιλούσε με τους στρατιώτες, και οι υπηρέτες έδειχναν να την αντιπαθούν, επειδή την είχαν δει να μοιράζεται τη σκηνή του Άσθαν, το μοναδικό βράδυ που κατασκήνωσαν στο δρόμο. Θεωρούσαν ότι είχε την «εύνοια του Στρατηγού» και, άρα, δεν ήταν «δική τους». Βέβαια, οι περισσότεροι ήταν καινούργιοι, που η Λερβάρη δεν τους ήξερε, και, κάπως, τους δικαιολογούσε. Ωστόσο, ο ένας ήταν παλιός, κι αυτόν δεν τον δικαιολογούσε, με τίποτα.
Ο Άσθαν αναδεύτηκε επάνω στη σέλα του, καθώς περίμενε τον διοικητή της πύλης να επιστρέψει. Ο άντρας με τα σημαδεμένα χέρια δεν του ενέπνεε εμπιστοσύνη, αλλά δεν πίστευε ότι είχε και κακό στο μυαλό του. Ένας στρατιωτικός ήταν· θα τους πήγαινε στην Αρχόντισσα, όπως όριζε η δουλειά του.
Ο Σάρναλ πλησίασε τον Άσθαν και του ψιθύρισε στ’αφτί: «Στρατηγέ, πες στην υπηρέτριά σου να πάψει να με κοιτάζει έτσι. Θ’αρχίσουν οι πάντες να με υποψιάζονται.»
Ο Άσθαν δεν είχε παρατηρήσει ότι η Λερβάρη κοιτούσε τον κατάσκοπο κάπως, αλλά ένευσε, σιωπηλά.
Ο διοικητής με τα σημαδεμένα χέρια επέστρεψε, έφιππος, και είπε: «Ονομάζομαι Θόρνελ, Στρατηγέ.»
«Χαίρω πολύ, Διοικητή Θόρνελ,» αποκρίθηκε ο Άσθαν, και ξεκίνησαν να πορεύονται επάνω στην κεντρική οδό, κατευθυνόμενοι ανατολικά.
Ο Άσθαν παρατήρησε πως η Έλμας έμοιαζε με όλες τις άλλες Ενρεβήλιες πόλεις από τις οποίες είχε περάσει, ερχόμενος στη Φίρθμας: Η αρχιτεκτονική των οικοδομημάτων διέφερε από αυτή του Νόρβηλ, αλλά όχι σε μεγάλο βαθμό· ουσιαστικά, είχε περισσότερες γωνίες.
Η κίνηση στο δρόμο ήταν πολλή, αλλά οι άνθρωποι παραμέριζαν για να περάσει η συνοδεία· και, όταν ο Διοικητής Θόρνελ έβλεπε ότι κάποιος δεν παραμέριζε εγκαίρως, άρχιζε να του φωνάζει και να τον απειλεί.
Ύστερα από ένα σημείο, όμως, ο κόσμος αραίωσε αξιοσημείωτα.
Ο Άσθαν έριξε στον Θόρνελ ένα ερωτηματικό βλέμμα, κι εκείνος είπε: «Από εκεί» –έδειξε πίσω, με τον αντίχειρά του– «είναι οι αγορές. Πάντα γίνεται χαλασμός.»
Ο Άσθαν κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Δεν μπορούσε να δει καμια αγορά. Οπότε, μάλλον, ο διοικητής θα εννοούσε ότι οι αγορές ήταν κάπου κοντά… Τέλος πάντων, θα ρωτήσω τη Λερβάρη, μετά.
Έστρεψε το βλέμμα του μπροστά, στον κεντρικό δρόμο που εκείνος και η συνοδεία του διέσχιζαν χωρίς να καθυστερούνται από το πλήθος. Και, σύντομα, είδε τη γέφυρα και τον ποταμό Λάηνηλ.
Η γέφυρα ήταν πέτρινη και φρουρούμενη. Ο Διοικητής Θόρνελ μίλησε με τους φρουρούς και εκείνοι άφησαν τη συνοδεία να περάσει, και να φτάσει σ’ένα νησί στη μέση του ποταμού, το οποίο ήταν τόσο γεμάτο με χτίρια, ώστε δεν υπήρχαν δρόμοι ανάμεσά τους· ωστόσο, ο Άσθαν μπορούσε να δει σκάλες (πέτρινες και σχοινένιες) και γέφυρες, για να μετακινείται ο κόσμος από το ένα οικοδόμημα στο άλλο. Ποντικότρυπες, μα τον Βάνραλ! σκέφτηκε, απορώντας τι είχε κάνει τους κατοίκους να ζουν εκεί μέσα. Τόσο σημαντικό ήταν ετούτο το νησάκι, ώστε να συγκεντρώνει όλους αυτούς;
(Το σημείωσε στο μυαλό του, για να ρωτήσει τη Λερβάρη, αργότερα.)
Μονάχα ένας δρόμος φαινόταν εδώ: αυτός που η συνοδεία του ακολουθούσε και ο οποίος οδηγούσε στην πέρα άκρη του νησιού, όπου πάλι υπήρχε γέφυρα και φρουροί. Όπως και πριν, ο Θόρνελ τούς μίλησε, και άφησαν την ομάδα να περάσει. Οπότε, ο Άσθαν είδε το παλάτι της Έλμας να ορθώνεται πάνω από τα υπόλοιπα οικοδομήματα, στα νοτιοανατολικά.
Διασχίζοντας την κεντρική οδό της πόλης, ο Νορβήλιος Στρατηγός και η συνοδεία του έφτασαν σ’ένα σημείο όπου ο δρόμος έστριβε και όπου φρουροί στέκονταν, πίσω από μια καγκελόπορτα που έμοιαζε εξαιρετικά βαριά και ισχυρή.
«Ο Στρατηγός Άσθαν,» είπε ο Θόρνελ, δείχνοντάς τον, με μια κόσμια χειρονομία, «βρίσκεται εδώ ως Αντιπρόσωπος της Βασίλισσας Θάρνιν, και επιθυμεί να μιλήσει με την Αρχόντισσα Κερλάνα.»
«Θα ειδοποιήσουμε την Αρχόντισσα,» αποκρίθηκε ένας στρατιώτης, καθώς άνοιγαν τη βαριά καγκελόπορτα. «Εν τω μεταξύ, μπορείτε να ξεκουραστείτε στο στρατώνα, Στρατηγέ.»
Ο Άσθαν και η συνοδεία του μπήκαν σ’έναν μικρό δρόμο, που εκατέρωθέν του βρίσκονταν στρατώνες και στο τέλος του ήταν η πύλη του παλατιού, ψηλή, βαριά (σαφώς βαρύτερη από την καγκελόπορτα), σιδερένια, και συμπαγής, με λαξεύματα επάνω.
Μια γυναίκα βγήκε απ’τον δυτικό στρατώνα, για να τους υποδεχτεί. «Χαίρετε, Στρατηγέ Άσθαν,» είπε, καθώς εκείνος αφίππευε. «Ελάτε μαζί μου. Αφήστε τ’άλογά σας και το κάρο σας στους ιπποκόμους μας.»
Την ακολούθησαν στο εσωτερικό του στρατώνα, και κάθισαν σ’ένα μεγάλο, ξύλινο τραπέζι, όπου οι υπηρέτες τούς προσέφεραν φαγητό.
«Η Αρχόντισσα δε θ’αργήσει να σας δεχτεί,» τους διαβεβαίωσε η γυναίκα που τους είχε φέρει εδώ.
Ο Άσθαν δεν είχε όρεξη για φαγητό, αλλά έφαγε μερικές κουταλιές από τη σούπα του, για να μην προσβάλει τους οικοδεσπότες.
Σύντομα, ένας υπηρέτης, ντυμένος με μακρύ, ανοιχτό χιτώνα, λευκό πουκάμισο, και μαύρο παντελόνι, μπήκε στο δωμάτιο και υποκλίθηκε μπροστά στον Άσθαν, λέγοντας: «Άρχοντά μου, η Αρχόντισσα Κερλάνα προσκαλεί εσάς και τη συνοδεία σας στο παλάτι.»
Η βαριά, λαξευτή πύλη ήταν τώρα ανοιχτή και πίσω της φαινόταν μια μεγάλη αίθουσα με κολόνες, όπου υπηρέτες συνάντησαν τον Άσθαν και τους συνοδούς του, και προθυμοποιήθηκαν να τους οδηγήσουν στον ξενώνα.
«Άρχοντά μου,» είπε στον Στρατηγό ο υπηρέτης με τον ανοιχτό χιτώνα –ένας πενηντάρης άντρας, που, σίγουρα, ήταν ανώτερος των υπόλοιπων υπηρετών εδώ μέσα, «θα επιθυμούσατε να δείτε αμέσως την Αρχόντισσα, ή θα προτιμούσατε να σας οδηγήσω στο δωμάτιό σας, πρώτα, ώστε να φρεσκαριστείτε;»
«Θα δω την Αρχόντισσα,» αποκρίθηκε ο Άσθαν. «Ωστόσο, μπορείτε να οδηγήσετε τη Λερβάρη στο δωμάτιό μου,» πρόσθεσε, ακουμπώντας το χέρι του στους ώμους της υπηρέτριας, «κι εκείνη θα φροντίσει για τα υπόλοιπα.»
«Όπως επιθυμείτε, Άρχοντά μου,» έκλινε το κεφάλι ο υπηρέτης. «Ελάτε μαζί μου, παρακαλώ.» Και προπορεύτηκε, ακολουθούμενος από τον Άσθαν.
Διέσχισαν ένα σύντομο διάδρομο, ανέβηκαν μια πλατιά σκάλα στρωμένη με χαλί, και μπήκαν σε μια αίθουσα, μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Στο πέρας της βρισκόταν ένας θρόνος, τόσο φαρδύς που θύμιζε Ρουζβάνικο ανάκλιντρο. Ήταν καμωμένος από πέτρα, αλλά γεμάτος μαξιλάρια, ενώ μεταξωτά υφάσματα τον κάλυπταν. Επάνω στα μαξιλάρια καθόταν μια γυναίκα, σε μισοξαπλωτή θέση, με το ένα πόδι στο πάτωμα και το άλλο στο θρόνο. Ήταν μελαχρινή, με δύο μακριές λευκές τούφες εκατέρωθεν του λεπτού της προσώπου. Τα μάτια της, όμως, ήταν πράσινα κι έμοιαζαν να έχουν μια χρυσαφιά απόχρωση μέσα τους. Φορούσε ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα, με πολλές πτυχές, κι απ’το λαιμό της κρεμόταν ένα αργυρό περιδέραιο, γεμάτο λαξευτούς δράκους –κατά πάσα πιθανότητα, Νορβήλιο. Ένα ξιφίδιο κρεμόταν από τη χαλαρά δεμένη ζώνη της, η οποία είχε ένα μικρό ρουμπίνι στην αγκράφα.
Ο Άσθαν πλησίασε το θρόνο κι έκανε μια σύντομη υπόκλιση, αγνοώντας τους άλλους ανθρώπους που βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά στη μεγάλη αίθουσα. Δεν τους έριξε παρά μια φευγαλέα ματιά· η παρουσία της Αρχόντισσας Κερλάνα είχε κάτι το ανεξήγητα μαγνητικό, που τραβούσε το βλέμμα όπως, μέσα στη νύχτα, η φωτιά τραβά τα έντομα.
«Ο Στρατηγός Άσθαν;» ρώτησε η γυναίκα, με φωνή μουσική αλλά σταθερή συγχρόνως, η οποία θύμιζε στον Άσθαν φωνή αοιδού. «Αντιπρόσωπος της Βασίλισσας Θάρνιν;»
«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος, βρίσκοντας την ίδια του τη φωνή, ξαφνικά, πολύ τραχιά στ’αφτιά του, αντιαισθητική. «Έχω διαταγή από την Μεγαλειοτάτη να παραμείνω στην πόλη σας, ωσότου το Βασίλειο τεθεί πλήρως υπό την νέα εξουσία.»
Η Κερλάνα αχνομειδίασε, σαν να είχε ακούσει κάτι το ελαφρώς αστείο, και πήρε καθιστή θέση επάνω στο θρόνο της. «Είστε ευπρόσδεκτος, Στρατηγέ Άσθαν. Θα είναι χαρά μας να σας φιλοξενήσουμε για όσο χρειαστεί· όπως θα είναι, επίσης, χαρά μας να προσφέρουμε ό,τι βοήθεια δυνάμεθα στη Βασίλισσα Θάρνιν.»
«Η Μεγαλειοτάτη εκτιμά την αφοσίωσή σας, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Άσθαν.
«Έχω πολλές ερωτήσεις να σας κάνω, Στρατηγέ,» είπε η Κερλάνα, «ωστόσο καταλαβαίνω ότι θα είστε κουρασμένος από το ταξίδι σας και θα θέλετε να αναπαυθείτε. Μπορούμε να συζητήσουμε περισσότερο το πρωί, που και εσείς και εγώ θα είμαστε ξεκούραστοι.»
«Όπως επιθυμείτε.» Ο Άσθαν έκλινε το κεφάλι.
«Ο κύριος Χάσνελ θα σας οδηγήσει στο δωμάτιο σας,» είπε η Κερλάνα, κοιτάζοντας τον πενηντάρη υπηρέτη. «Κι αν εκεί υπάρχει κάτι που σας δυσαρεστεί, παρακαλώ, ενημερώστε με αμέσως και θα φροντίσω γι’αυτό.»
«Ευχαριστώ πολύ, Αρχόντισσά μου. Δεν πιστεύω να υπάρξει κάποιο πρόβλημα, αλλά, εάν υπάρξει, θα σας ενημερώσω.»
*
Η Λερβάρη μπήκε στο δωμάτιο.
«Θα είναι ικανοποιημένος ο Στρατηγός;» ρώτησε η υπηρέτρια που την είχε φέρει εδώ.
Το δωμάτιο ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που είχε ο Άσθαν στον στρατώνα της Φίρθμας, πολύ μεγαλύτερο, με δύο παράθυρα στον τοίχο, ένα μεγάλο κρεβάτι στο κέντρο, ένα πέτρινο τζάκι απέναντι από το κρεβάτι, μια μικρή πόρτα που, μάλλον, έβγαζε στο λουτρό και στο αποχωρητήριο, ένα πολύφωτο με δώδεκα κεριά, μια ταπετσαρία με σκηνή κυνηγιού, και έναν ψηλό καθρέφτη. Ένα λεπτό, γκρίζο χαλί κάλυπτε το πάτωμα.
«Ναι, έτσι νομίζω,» αποκρίθηκε η Λερβάρη, που δεν έβλεπε κάποιο λόγο γιατί να μην ήταν ικανοποιημένος.
Η υπηρέτρια έκανε νόημα στους άλλους υπηρέτες να φέρουν τα πράγματα μέσα, κι εκείνοι υπάκουσαν.
«Ν’ανάψω το τζάκι;» ρώτησε τη Λερβάρη.
Η Λερβάρη κατένευσε, γιατί η νύχτα ήταν ψυχρή· ένας κρύος άνεμος ερχόταν από βόρεια, από τα βουνά.
Η υπηρέτρια άναψε φωτιά και είπε: «Θα ήθελε κάτι άλλο ο Στρατηγός, ή θα φροντίσεις εσύ για τα υπόλοιπα;»
«Θα φροντίσω εγώ,» αποκρίθηκε η Λερβάρη. «Φαγητό μόνο να φέρετε.»
«Ασφαλώς.»
Οι υπηρέτες που άφησαν το μπαούλο με τα ρούχα δίπλα στο κρεβάτι είχαν ήδη φύγει, και τώρα έφυγε και η υπηρέτρια που είχε ανάψει το τζάκι.
Η Λερβάρη, μένοντας μόνη, έκανε το γύρο του δωματίου, σα να ήθελε να το συνηθίσει. Έσπρωξε την πλευρική πόρτα και είδε ότι, όπως το περίμενε, οδηγούσε σε δύο άλλα μικρότερα δωμάτια, ένα αποχωρητήριο κι ένα λουτρό. Έπιασε το σωλήνα που ξεπρόβαλλε από τον τοίχο, για να δει αν είχε ζεστό νερό. Είχε, έτσι άνοιξε τη βρύση κι ετοίμασε το μπάνιο. Έπειτα, επέστρεψε στο δωμάτιο κι άρχισε να βγάζει τα ρούχα από το μπαούλο και να τα κρεμά στη ντουλάπα, η οποία βρισκόταν δίπλα στην ταπετσαρία.
Εν τω μεταξύ, το φαγητό ήρθε και, μετά από το φαγητό, ο Άσθαν. Η Λερβάρη δε μίλησε· δεν ήξερε τι ακριβώς να πει. Να τον ρωτούσε πώς είχε πάει η συνάντησή του με την Αρχόντισσα; Μα, δεν ήταν αυτή η θέση της…
Ο Άσθαν έβγαλε το μανδύα του και τον κρέμασε. «Ο Σάρναλ μού ζήτησε να μην τον κοιτάς όπως τον κοιτάς.»
«Μα… δεν…»
«Απλά μου το ανέφερε· αυτό είναι όλο.»
Η Λερβάρη ένευσε.
Ο Άσθαν την πλησίασε και ψιθύρισε στ’αφτί της: «Ίσως να μας παρακολουθούν εδώ μέσα, οπότε να προσέχεις τι λες, εντάξει;»
«Εντάξει, Άρχοντά μου.»
«Είπαμε, όχι άλλα ‘Άρχοντα μου’.»
Η Λερβάρη ένευσε.
«Δε μου λες,» ρώτησε ο Άσθαν, ψιθυριστά, «πρόσεξες τίποτα παράξενο σε τούτο το δωμάτιο; Κανένα μέρος απ’όπου κάποιος ίσως να μας κατασκοπεύει;»
Η Λερβάρη ανασήκωσε τους ώμους. «Όχι.»
Ο Άσθαν έριξε μια ματιά τριγύρω. Ο Σάρναλ θα μπορεί να μας πει αν υπάρχει… σκέφτηκε.
«Έχω έτοιμο το λουτρό,» τον πληροφόρησε η Λερβάρη.
«Ωραία. Θέλω να σου κάνω και μερικές ερωτήσεις, συγχρόνως. Έλα.»
Η Λερβάρη τον ακολούθησε στο μπάνιο.
Ο Άσθαν γδύθηκε και γλίστρησε μέσα στη σαπουνάδα.
«Θέλω να σε ρωτήσω μερικά πράγματα για την Έλμας,» είπε.
«Έχω φύγει χρόνια από εδώ–»
«Ναι, μου το έχεις πει.»
«Δεν ξέρω λεπτομέρειες.»
«Μην ανησυχείς, δε χρειάζομαι λεπτομέρειες. Όταν ο Διοικητής Θόρνελ μού είπε ότι βρισκόμασταν κοντά στις αγορές, σε ποιες αγορές αναφερόταν;»
«Στην Άνω και στην Κάτω Αγορά,» εξήγησε η Λερβάρη, μοιάζοντας ευχαριστημένη που ήξερε την απάντηση· ένα χαμόγελο διακρινόταν στις γωνίες του στόματός της. «Το σημείο που περάσαμε είναι ακριβώς ανάμεσα στις δύο. Η Άνω Αγορά βρίσκεται βόρεια της Οδού Γεφυρών –Οδός Γεφυρών ονομάζεται ο κεντρικός δρόμος που διασχίσαμε– και η Κάτω Αγορά νότιά της.»
«Και το νησί; Τι είναι το νησί;» ρώτησε ο Άσθαν, καθώς έτριβε τους ώμους του, μ’ένα σφουγγάρι.
Η Λερβάρη τού πήρε το σφουγγάρι και τον έτριψε εκείνη. «Ονομάζεται Σιθ-Έλμας, και είναι πανάρχαιο. Στα παλιά τα χρόνια, βέβαια, είχε άλλο όνομα, που αυτό δεν το θυμάμαι. Σιθ-Έλμας σημαίνει ‘στο μέσο της Έλμας’, στην αρχαία γλώσσα.»
«Γιατί είναι τόσο πυκνοκατοικημένο; Το ένα σπίτι είναι πάνω στ’άλλο. Και η αρχιτεκτονική των σπιτιών νομίζω ότι είναι διαφορετική απ’ό,τι στην υπόλοιπη πόλη.»
«Φυσικό είναι, γιατί, όπως σου είπα, το νησί είναι πολύ παλιό. Δηλαδή, άνθρωποι έμεναν εκεί από πολύ παλιά. Από προτού χτιστεί η Έλμας. Τα σπίτια είναι από εκείνο τον καιρό, κι επειδή το νησί είναι μικρό, ήταν χτισμένα το ένα πάνω στ’άλλο.»
«…Ίσως να ήταν και θέμα άμυνας,» είπε, σκεπτικά, ο Άσθαν.
«Θέμα άμυνας;»
«Δύσκολο να κατακτηθεί ένα τέτοιο μέρος. Αλλά, τώρα πλέον, γιατί υπάρχει;»
«Γίνεται εμπόριο,» εξήγησε η Λερβάρη. «Πολλοί έμποροι έχουν τις αποθήκες τους εκεί, ή τα καταστήματά τους. Επίσης, στη Σιθ-Έλμας υπάρχει και το Πανδοχείου του Ποταμού, που είναι πασίγνωστο, και τραβάει πολύ κόσμο.»
«Εγώ δεν το ξέρω.»
«Επειδή δεν είσαι από τούτα τα μέρη. Το Πανδοχείο του Ποταμού θεωρείται από τα καλύτερα στο Ένρεβηλ. Πολλοί πιστεύουν ότι έχει κι ένα συγκεκριμένο… χμμμ, ύφος, όπως είναι φτιαγμένο μέσα στα σπίτια της Σιθ-Έλμας.
»Υπάρχουν και διάφοροι θρύλοι για θησαυρούς,» πρόσθεσε, μ’ένα κοφτό γέλιο, η Λερβάρη, «ξεχασμένους μέσα σε κάποιο υπόγειο, ή θαμμένους ανάμεσα στα σπίτια.
»Α, και επίσης νομίζω πως έχω ακούσει ότι υπάρχει κάποιο ανακριτήριο εκεί…»
«Ανακριτήριο;» Ο Άσθαν την κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. «Του Τυράννου;»
Η Λερβάρη ένευσε. «Αλλά δεν ξέρω πού είναι. Το έχω μόνο ακουστά. Ίσως να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια φήμη.»
Ο Άσθαν στράφηκε πάλι μπροστά. «Οι φήμες είναι, συνήθως, παραφουσκωμένες, αλλά πάντοτε εμπεριέχουν αλήθεια… Αναρωτιέμαι αν υπάρχει ακόμα αυτό το ανακριτήριο.»
Η Λερβάρη δε μίλησε.
«Έχει προβλήτες στη Σιθ-Έλμας;» τη ρώτησε ο Άσθαν, ύστερα από λίγο.
«Ναι, έτσι ξέρω. Δεν έχω, όμως, ποτέ πάει η ίδια. Οι έμποροι τις χρησιμοποιούν, για να μεταφέρονται από το νησί στις αποβάθρες της πόλης και να φέρνουν εμπορεύματα. Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί ίσως να θέλω να πάω εκεί με βάρκα, χωρίς να περάσω από τη γέφυρα.»
«Ώστε να ερευνήσεις για το ανακριτήριο;»
«Ναι. Ή εγώ ή ο Σάρναλ.» Και στράφηκε να την κοιτάξει. «Μην τυχόν και σου ξεφύγει τίποτα γι’αυτό.»
«Φυσικά και όχι, Άρχοντά μου!»
Ο Άσθαν γύρισε απ’την άλλη. «Εξακολουθεί, πάντως, να με παραξενεύει αυτό το μέρος… Γιατί ένας έμπορος να στήσει το μαγαζί του εκεί και όχι στην αγορά;»
«Λεπτομέρειες δεν ξέρω· έφυγα μικρή από εδώ… Λένε, όμως, ότι στα καταστήματα της Σιθ-Έλμας βρίσκεις πράγματα που δε βρίσκεις αλλού.»
«Τι πράγματα;»
«Δεν ξέρω.»
«Μου φαίνεται ότι θα κάνω αύριο μια βόλτα στο νησί,» είπε ο Άσθαν. «Η ίδια του η ύπαρξη είναι ύποπτη.»
Διάβαζε την επιστολή του Άρχοντα Νάρφαν, της Σάργκμον, όταν ένας άντρας μπήκε στη μεγάλη αίθουσα του στρατώνα, ντυμένος σαν ανιχνευτής.
Ο Ήλμον πήρε τα μάτια του από τα γράμματα και κοίταξε τον νεόφερτο.
«Πρίγκιπά μου!» είπε εκείνος, υποκλινόμενος. Και ύστερα, παρατηρώντας τη Θάρνιν στη δεξιά μεριά του τραπεζιού: «Μεγαλειοτάτη,» την προσφώνησε, κάνοντας και σ’αυτήν μια υπόκλιση, καθώς και στους υπόλοιπους που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στο τραπέζι –τη Στρατηγό Βασθέφιν, τον Υποστράτηγο Λύβνιρ, και τους ιερείς Χάρναλιρ και Άντολβαρ. «Άρχοντές μου.
»Λαμβάνω την τιμή να σας αναφέρω ότι βρισκόμαστε στα ίχνη του Τυράννου.»
Κεραυνός εν αιθρία ήταν τα λόγια του. Σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο. Ο Ήλμον, που διάβαζε την επιστολή όρθιος, την άφησε να πέσει κι ακούμπησε τις γροθιές του στο ξύλο του τραπεζιού, στηριζόμενος επάνω τους. Τα μάτια του γυάλισαν.
«Συνέχισε, ανιχνευτή!» προέτρεψε τον άντρα. «Πού βρίσκεται ο Σάρναλ;»
Εκείνος καθάρισε το λαιμό του. «Σας είπα, Υψηλότατε, πως είμαστε στα ίχνη του, όχι πως γνωρίζουμε πού βρίσκεται.»
Η γυαλάδα χάθηκε απ’τα μάτια του Μαύρου Πρίγκιπα, και μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό του. Κάθισε. «Εντάξει. Πες μας τι ξέρετε ως τώρα.»
«Ο Τύραννος και η συνοδεία του κατευθύνθηκαν βόρεια, μέσα στα βουνά,» ανέφερε ο ανιχνευτής. «Η περιοχή που διέσχισαν είναι βραχώδης και ξερή, επομένως τα ίχνη που άφησαν δύσκολα μπορεί να τα βρει κανείς· κι αν δεν ήταν τόσο μεγάλη ομάδα, ούτε εμείς θα τα είχαμε εντοπίσει. Ωστόσο, τα εντοπίσαμε και τα ακολουθήσαμε· μετ’εμποδίων, οφείλω να ομολογήσω. Μέχρι στιγμής, μας έχουν οδηγήσει στον ποταμό Λάηνηλ, όπου ο Τύραννος, απ’ό,τι καταλαβαίνουμε, χρησιμοποίησε έναν συγκεκριμένο φυσικό πόρο για να περάσει. Πρέπει να γνωρίζει αυτά τα εδάφη καλά, ή να έχει μαζί του κάποιον που τα γνωρίζει.»
«Και μετά;»
«Για την ώρα, αυτές τις πληροφορίες έχουμε, Πρίγκιπά μου. Αλλά συνεχίζουμε να τον ακολουθούμε.»
«Έφυγε κανένας από τη συνοδεία του Τυράννου;» ρώτησε ο Ήλμον. «Βρήκατε ίχνη που να κατευθύνονται νότια, προς την Έλμας;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο ανιχνευτής. «Αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε συνέβη κάτι τέτοιο, Υψηλότατε. Τα ίχνη ενός, δύο, ή τριών ανθρώπων θα ήταν υπερβολικά δύσκολο να εντοπιστούν στα συγκεκριμένα εδάφη.»
«Μάλιστα…» μουρμούρισε ο Ήλμον, σκεπτικός· και ύστερα, είπε στον ανιχνευτή: «Συνεχίστε την έρευνά σας, και ενημερώστε με, μόλις μάθετε περισσότερα.»
Ο άντρας υποκλίθηκε και έφυγε.
«Νόμιζα ότι τον είχαμε χάσει,» είπε η Θάρνιν. «Αλλά φαίνεται πως, τελικά, έχουμε καλύτερους ανιχνευτές απ’ό,τι πίστευα.»
Ο Ήλμον ένευσε. «Και η αρχική μας υπόθεση αποδεικνύεται σωστή: ο Σάρναλ κατευθύνεται ανατολικά, για να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του.»
«Αναρωτιέμαι αν πιστεύει πως, εκτός από όσους άρχοντες μπορέσει να συσπειρώσει, θα έχει και βοήθεια από το Σάρενθαλ. Γιατί, λογικά, θα του χρειαστεί. Εμείς έχουμε το Νόρβηλ με το μέρος μας, που είναι αξιοσημείωτη δύναμη· άρα, ο Σάρναλ θα έχει ανάγκη την υποστήριξη ενός εξίσου ισχυρού έθνους.»
«Θα είναι, όμως, πρόθυμο το Σάρενθαλ να στραφεί εναντίον του Νόρβηλ;» έθεσε το ερώτημα η Στρατηγός Βασθέφιν.
Ο Ήλμον ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα και το σαγόνι του στη γροθιά του, καθώς θυμόταν ότι η Λιόλα, η κόρη του Άργκελ, είχε αρνηθεί να παντρευτεί τον γιο της Ταράθελ, μιας Σαρενθάλιας μεγαλεμπόρισσας. Κι αυτό ίσως να φάνηκε προσβλητικό στο Σάρενθαλ. Ίσως να φάνηκε ότι το Νόρβηλ τού γύρισε την πλάτη, αντί να συμμαχήσει μαζί του…
«Έχεις δίκιο,» έλεγε, εν τω μεταξύ, η Θάρνιν στη Βασθέφιν. «Η απόφαση δε θα είναι εύκολη. Επιπλέον, αν το Σάρενθαλ κάνει μια τέτοια κίνηση, τι αντίκτυπο θα έχει αυτό για τη φήμη του ανάμεσα στους υπόλοιπους Ωθράγκος; Θα γίνει γνωστό ότι υποστηρίζει έναν τύραννο, έναν σφετεριστή.»
«Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος, όμως…» είπε ο Ήλμον, με σκοτεινό ύφος.
Η Θάρνιν ύψωσε ένα της φρύδι. «Ξέρεις κάτι που δεν ξέρουμε;»
«Όχι ακριβώς. Αλλά φοβάμαι. Ίσως θα ήταν φρόνιμο ένας δικός μας αντιπρόσωπος να ταξιδέψει στη Σαρενθία…» Αλλά ποιος; σκέφτηκε. Εγώ δε μπορώ να φύγω από το Ένρεβηλ τώρα. Ούτε η Θάρνιν. Και ποιον άλλο να εμπιστευτώ;
«Ποιον προτείνεις;» ρώτησε η Βασίλισσα.
Ναι, η αναπόφευκτη ερώτηση: Ποιον; «Δεν είμαι βέβαιος, ακόμα.» Ποιον;
«Θα μπορούσα να πάω εγώ, Πρίγκιπά μου,» δήλωσε ο Άντολβαρ.
Χα! Καλό τ’αστείο σου, Σεβασμιότατε, αλλά δε θέλουμε πόλεμο τώρα. Ειρήνη θέλουμε με τους Σαρενθάλιους. «Χρειάζομαι έναν διπλωμάτη,» είπε ο Ήλμον, «όχι έναν ιερέα.»
«Δεν έχουμε και πολλούς διπλωμάτες ανάμεσα στους επαναστάτες…» παρατήρησε η Θάρνιν, κοιτάζοντας την επιφάνεια του τραπεζιού και δαγκώνοντας το κάτω της χείλος.
«Έχουμε!» είπε ο Ήλμον, σαν ξαφνικά να θυμήθηκε κάτι. «Φυσικά και έχουμε. Όχι πολλούς, σίγουρα, αλλά έναν. Ελπίζω μονάχα να δεχτεί.» Ύψωσε την επιστολή που κρατούσε, την επιστολή από τη Σάργκμον.
«Ο Άρχοντας Νάρφαν;» απόρησε η Θάρνιν. Ο Νάρφαν είχε, κατά καιρούς, βοηθήσει την Επανάσταση, και ποτέ δεν την είχε κυνηγήσει μέσα στην πόλη του, αλλά ο άνθρωπος ήταν, κατά βάση, καιροσκόπος και κερδοσκόπος. Η καινούργια Βασίλισσα δεν πίστευε ότι μπορούσαν να του εμπιστευτούν μια τόσο λεπτή αποστολή.
Ωστόσο, ο Ήλμον δε διαφώνησε μαζί της. «Όχι, δεν αναφέρομαι σ’αυτόν. Αναφέρομαι στη Φινκάλη.»
«Μα, η Φινκάλη δεν είναι διπλωμάτισσα.»
«Γνωρίζει, όμως, αρκετά από διπλωματία, θα έλεγα. Τόσο καιρό στηρίζει την Επανάσταση χωρίς ο σύζυγός της να γνωρίζει τίποτα. Και έχει κάνει δεκάδες δουλειές για εμάς μέσα στη Σάργκμον.»
«Ναι, αλλά ποτέ δεν βγήκε από την πόλη,» τόνισε η Θάρνιν.
«Πάντα υπάρχει πρώτη φορά για όλα…»
Η Βασίλισσα κούνησε το κεφάλι. «Δε νομίζω να το δεχτεί. Τι θα πει στο σύζυγό της; Πώς θα το κρύψει αυτό; Δεν είναι κάτι μικρό, όπως τα άλλα που έχει κάνει για μας.»
«Δε θα χρειαστεί να το κρύψει,» αποκρίθηκε ο Ήλμον. «Τώρα θα υπηρετήσει την επίσημη εξουσία, ως πρέσβειρα. Κι αν ο σύζυγός της διαφωνεί, τότε είναι προδότης του Βασιλείου, σωστά;» Τα μάτια του Πρίγκιπα στένεψαν, όπως στένευαν όταν είχε στο μυαλό του να ξεπαστρέψει κάποιον.
«Και πάλι,» επέμεινε η Θάρνιν, «θα της προκαλέσουμε πρόβλημα.»
«Πρόβλημα; Εμείς έχουμε μεγαλύτερο πρόβλημα, Βασίλισσά μου,» είπε ο Ήλμον. «Ποιον άλλο θα στείλουμε στο Σάρενθαλ; Ποιον καλύτερο;»
Η Θάρνιν δίστασε ν’απαντήσει, προσπαθώντας να σκεφτεί κάποιον… αλλά μη βρίσκοντας κανέναν. «Εντάξει,» αναστέναξε. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Όμως εξακολουθεί να μη μ’αρέσει. Κι επιπλέον, δεν είμαι απόλυτα βέβαιη για τη Φινκάλη. Δεν γνωρίζει το Σάρενθαλ· ούτε καν τη Σαρενθία, την πρωτεύουσα.»
«Γιαυτό θα στείλω τον Γάημιρ μαζί της,» είπε ο Ήλμον.
«Ο Γάημιρ ξέρει τη Φίρθμας.»
«Θα μάθει και τη Σαρενθία. Είναι αλήτης.»
Η Θάρνιν μειδίασε. «Ένας εξαίρετος αλήτης.»
«Ο άνθρωπος που σε βοηθά να κόψεις Αφτιά δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο,» συμφώνησε ο Ήλμον, μειδιώντας κι εκείνος. Κι οι δυο τους τον συμπαθούσαν τον Γάημιρ.
*
«Ελπίζω να μην είναι πολύ νωρίς, Άρχοντά μου,» είπε η υπηρέτρια που στεκόταν στο κατώφλι. «Η Αρχόντισσα Κερλάνα σάς προσκαλεί να πάρετε πρωινό μαζί της, σε μία ώρα.»
«Ευχαριστώ την Αρχόντισσα,» αποκρίθηκε ο Άσθαν. «Πες της ότι θα είμαι εκεί.»
Η υπηρέτρια υποκλίθηκε και έφυγε.
Ο Άσθαν έκλεισε, αργά, την πόρτα. Πρωινό… σκέφτηκε. Βαριόταν ανυπόφορα να πάρει πρωινό μαζί με την Αρχόντισσα– Ή, μάλλον, όχι· δεν ήταν καλό να λέει ψέματα στον εαυτό του. Φοβόταν. Η Κερλάνα τού προκαλούσε ένα παράξενο συναίσθημα: κάτι που παλιότερα δεν είχε νιώσει. Φόβο και θαυμασμό μαζί. Δέος. Ναι, δέος, θα μπορούσε μονάχα να το αποκαλέσει.
Αλλά γιατί του προκαλούσε αυτό το συναίσθημα; Γιατί; Ο Άσθαν δεν μπορούσε να προσδιορίσει την προέλευσή του. Απλά υπήρχε. Κι ετούτο το έκανε ακόμα χειρότερο. Κακώς με έστειλε ο Πρίγκιπας Ήλμον εδώ. Δεν κάνω για κατάσκοπος. Αλλά, βέβαια, είχε και τον Σάρναλ μαζί, κι ο Σάρναλ ήταν, αναμφίβολα, καλός στη δουλειά του.
Το πρόβλημα, όμως, ήταν πως εκείνος έπρεπε να μιλά με την Αρχόντισσα της Έλμας, όχι ο Σάρναλ.
Ο Άσθαν κούνησε το κεφάλι του, προσπαθώντας να διώξει τις μαύρες σκέψεις. Ίσως να μην ήταν τίποτα παραπάνω από μια πρώτη εντύπωση. Κι επιπλέον, δε φοβόταν και πολλούς ανθρώπους· γιατί τώρα να φοβάται την Κερλάνα;
Είμαι αγχωμένος, και φέρομαι ανόητα, σκέφτηκε.
Στράφηκε στο μεγάλο κρεβάτι του δωματίου, που στο άκρο του κοιμόταν η Λερβάρη, ντυμένη με το μακρύ νυχτικό της και τυλιγμένη με το σεντόνι. Δεν είχε ξυπνήσει από τον χτύπο στην πόρτα, γιατί ήταν ελαφρύς και διακριτικός. Ο Άσθαν, όμως, τον είχε ακούσει, καθώς οι αισθήσεις του πάντα βρίσκονταν σε εγρήγορση· ένας πολεμιστής δεν πρέπει ποτέ να πιάνεται απροετοίμαστος. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό… ήταν και κάτι άλλο: Ετούτο το μέρος, ετούτο το παλάτι, δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Και ακόμα δεν ήξερε αν κάποιος παρακολουθούσε το δωμάτιό του…
Αν με παρακολουθούν, ας προσπαθήσω, τουλάχιστον, να μη δείχνω ότι τους υποψιάζομαι.
Χωρίς ιδιαίτερη βιασύνη, πλύθηκε και ξυρίστηκε. Στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη και ντύθηκε. Η Λερβάρη δεν είχε ακόμα ξυπνήσει, κι εκείνος αποφάσισε να μην την ανησυχήσει· πρέπει να ήταν πολύ κουρασμένη. Φόρεσε τις μπότες του, ζώστηκε το σπαθί του, και έφυγε.
Στο διάδρομο, η υπηρέτρια που είχε έρθει και πριν τον συνάντησε και τον οδήγησε στο δωμάτιο όπου η Αρχόντισσα Κερλάνα έπαιρνε το πρωινό της. Αλλά η Έπαρχος δεν ήταν μόνη, όπως περίμενε ο Άσθαν· μαζί της βρισκόταν άλλη μία γυναίκα και δύο άντρες.
Άπαντες σηκώθηκαν, μόλις μπήκε ο Αντιπρόσωπος της καινούργιας Βασίλισσας του Ένρεβηλ.
«Καλημέρα, Στρατηγέ,» χαιρέτησε η Κερλάνα. «Ήταν όλα εντάξει με το δωμάτιό σας;» Σήμερα, ήταν ντυμένη μ’ένα έξωμο, πράσινο φόρεμα, αλλά στο λαιμό της εξακολουθούσε να κρέμεται το αργυρό περιδέραιο με τους λαξευτούς δράκους.
«Καλημέρα σας, Αρχόντισσά μου. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με το δωμάτιο, όπως και περίμενα ότι δε θα υπήρχε.»
«Να σας συστήσω,» είπε η Κερλάνα. «Από εδώ, ο σύζυγός μου, Έρκβερ.» Κοίταξε έναν γκριζομάλλη άντρα με γένια, ο οποίος έμοιαζε να είναι πολλά χρόνια μεγαλύτερός της.
«Χαίρω πολύ, Άρχοντά μου,» είπε ο Άσθαν.
«Παρομοίως,» αποκρίθηκε εκείνος, με φωνή βραχνή, σαν να τον πονούσε ο λαιμός του.
«Από εδώ,» σύστησε η Κερλάνα, «η Αρχιέρεια του Βάνραλ, Μιάρβη.» Κοίταξε μια μελαχρινή γυναίκα, που είχε τα μαλλιά της κότσο και φορούσε λευκό χιτώνα και γαλανό μανδύα, όπως όλοι οι κληρικοί του Άρχοντα των Ουρανών.
Δεν το ήξερα πως το ιερατείο έχει τόση δύναμη στην Έλμας, ώστε η Αρχιέρεια να βρίσκεται κοντά στην Αρχόντισσα της πόλης, σκέφτηκε ο Άσθαν, παραξενεμένος. Συνήθως, οι ιερείς του Βάνραλ δεν μπλέκονταν με την πολιτική εξουσία.
«Σεβασμιότατη…» Έκλινε το κεφάλι προς το μέρος της.
«Καλώς ορίσατε, Στρατηγέ.»
«Εμένα πάντα τελευταίο μ’αφήνεις, ξαδέλφη!» είπε, παραπονιάρικα, ένας ξανθός άντρας με μακριά μαλλιά, ενώ ένα μειδίαμα παιχνίδιζε στα σαρκώδη του χείλη.
«Και απο δώ, Στρατηγέ,» σύστησε η Κερλάνα, «ο ξάδελφός μου, Σάβελαν.»
«Χαίρω πολύ, κύριε,» είπε ο Άσθαν.
«Χαίρω κι εγώ. Και τώρα μπορούμε όλοι να καθίσουμε, υποθέτω!» Δεν το είπε με εκνευρισμένο τόνο, ή προσβλητικό, αλλά εύθυμα, σχεδόν χωρατεύοντας.
Ο Άσθαν (που όφειλε να αναρωτηθεί μήπως ο ξάδελφος της Αρχόντισσας ήταν ολίγο ελαφρόμυαλος) γέλασε ευγενικά κι αποκρίθηκε: «Μα, ασφαλώς. Θα αισθανόμουν άσχημα αν εξαιτίας μου στεκόσασταν.»
«Μη δίνετε σημασία στον ξάδελφό μου, Στρατηγέ,» είπε η Κερλάνα, καθώς κάθονταν. «Πάντα έτσι είναι.»
«Δε μ’ενοχλεί, Αρχόντισσά μου. Και σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Απ’ό,τι βλέπω…» έριξε μια επισταμένη ματιά στο τραπέζι, «το πρωινό σας είναι παραπάνω από πλούσιο.»
«Σας είχα πει από χτες ότι επιθυμούσα να συζητήσουμε,» αποκρίθηκε η Κερλάνα, καθώς δύο υπηρέτριες γέμιζαν τα πιάτα και τα ποτήρια τους. Ο Άσθαν παρατήρησε ότι κανείς δεν είχε φάει μπουκιά ως τώρα· τον περίμεναν. Ακόμα και στο πιάτο του Σάβελαν δε φαινόταν να υπάρχει ούτε ένα ψίχουλο.
«Με μεγάλη μου χαρά θα συζητήσω μαζί σας, Αρχόντισσά μου. Εξάλλου, γι’αυτό με έστειλε εδώ η Βασίλισσα.» Σήμερα, η Κερλάνα δεν του έμοιαζε ούτε τόσο τρομακτική, ούτε τόσο μυστηριώδης, ούτε τόσο μεγαλοπρεπής. Ήταν μια κανονική γυναίκα. Δεν του προκαλούσε δέος. Τελικά, η κούρασή του πρέπει να ήταν, χτες. Η κούραση μετά από το ταξίδι· και, πιθανώς, η αγωνία του για την πρώτη συνάντηση με την Αρχόντισσα της Έλμας. «Για τι θα θέλατε, λοιπόν, να μιλήσουμε;»
«Κατ’αρχήν, θα ήθελα να μάθω τι συνέβη στη Φίρθμας. Έχω ακούσει φήμες, μα είμαι βέβαιη πως εσείς θα μπορείτε να με ενημερώσετε καλύτερα.»
«Δεν υπάρχουν και τόσο πολλά πράγματα να σας πω,» αποκρίθηκε ο Άσθαν, δοκιμάζοντας λίγο από το γάλα του. «Η Επανάσταση κατόρθωσε να εκθρονίσει τον Τύραννο, με ένα, ομολογουμένως, πολύ ευφυές σχέδιο του Πρίγκιπα Ήλμον· και τώρα, η Βασίλισσα Θάρνιν κάθεται στο Βασάλτινο Θρόνο.»
«Ο Σάρναλ είναι νεκρός;»
Με ρωτάει αν είναι νεκρός… Ξέρει ή δεν ξέρει; Ο Άσθαν προσπάθησε να διαβάσει την έκφρασή της… και απέτυχε, οικτρά. Μια σκιά του χτεσινού δέους επέστρεψε. Καθάρισε το λαιμό του. «Το ελπίζουμε, Αρχόντισσά μου. Αλλά δεν είναι βέβαιο.»
«Δεν έχετε δει το πτώμα του, δηλαδή;» Αυτή την ερώτηση την έκανε μια βραχνή φωνή, και ο Άσθαν –που παρατήρησε ότι είχε πάλι το βλέμμα του επικεντρωμένο στην Κερλάνα και, άθελά του, αγνοούσε τους άλλους– στράφηκε, για ν’αντικρίσει τον σύζυγό της, Έρκβερ.
«Όχι, δεν έχουμε δει το πτώμα του, Άρχοντά μου. Ωστόσο, ψάχνουμε γι’αυτόν· αν είναι ζωντανός, θα τον βρούμε.»
«Μην είστε τόσο σίγουρος, αγαπητέ,» είπε ο Σάβελαν. «Ο Σάρναλ–»
«Σάβελαν!» σφύριξε η Κερλάνα στον ξάδελφό της, αγριοκοιτάζοντάς τον.
«–έχει κατασκόπους του παντού. Τα Αφτιά του Τυράννου –όπως τα λένε– είναι πανίσχυρος εχθρός. Και θα φροντίσουν να επιστρέψει ο αφέντης τους στο Βασάλτινο Θρόνο–»
«Σάβελαν!» φώναξε η Κερλάνα. «Αυτό είναι απρεπές!»
«Κύριε Σάβελαν,» τόνισε ο Άσθαν, «γνωρίζουμε για τα Αφτιά και, μην αμφιβάλλετε, έχουμε λάβει τα μέτρα μας. Διαθέτουμε κι εμείς τους δικούς μας κατασκόπους–»
«Δεν καταλαβαίνετε, όμως, Στρατηγέ, σε πόσο δύσκολη θέση βρισκόμαστε εμείς,» πετάχτηκε ο ξάδελφος της Αρχόντισσας της Έλμας. «Κι όταν λέω ‘εμείς’, εννοώ τους ευγενείς και το στρατό του Βασιλείου–»
«Σάβελαν, λέω, αρκετά!» Η Κερλάνα ορθώθηκε απότομα, σχεδόν ανατρέποντας την καρέκλα της.
«Φοβόμαστε, Στρατηγέ. Και δικαιολογημένα. Γιατί, άμα ο Τύραννος επιστρέψει, εμείς θα υποφέρουμε. Με καταλαβαίνετε;» Και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το χυμό φράουλας που είχε εμπρός του, σαν το στόμα του να είχε ξεραθεί.
«Καταλαβαίνω πλήρως,» τον διαβεβαίωσε ο Άσθαν. «Καταλαβαίνω ότι βρίσκεστε σε δύσκολη και επικίνδυνη θέση.»
Η Κερλάνα κάθισε πάλι, αναστενάζοντας. «Αγνοήστε, παρακαλώ, τον ξάδελφό μου, Στρατηγέ. Είναι αγενής, και ίσως δε θα έπρεπε να του είχα επιτρέψει καν να έρθει στο πρωινό.»
«Όχι, όχι,» αποκρίθηκε ο Άσθαν. «Όπως είπα, καταλαβαίνω αυτά που λέει ο ξάδελφός σας· και είμαι βέβαιος πως κι εσείς θα νιώθετε παρόμοια μ’εκείνον, Αρχόντισσά μου–»
«Δε σκοπεύω να προδώσω τη νέα Βασίλισσα, Στρατηγέ.»
«Δεν ήθελα να υπονοήσω κάτι τέτοιο.» Ο Άσθαν αισθανόταν σαν να είχε, ξαφνικά, μπερδευτεί μέσα σ’ένα ήδη μπερδεμένο νήμα. «Εννοώ ότι είναι λογικό να ανησυχείτε. Ωστόσο, δε θα έπρεπε να φοβάστε. Ο Σάρναλ δεν πρόκειται να επιστρέψει στην εξουσία.»
Ο Σάβελαν ρουθούνισε, χονδροειδώς. «Θα χρειαστούμε αποδείξεις γι’αυτό.»
«Θα έχετε αποδείξεις. Θα δείτε ότι η Βασίλισσα θα θέσει υπό τον έλεγχό της όλο το Ένρεβηλ, και ο Σάρναλ, σε περίπτωση που δεν βρεθεί και κρεμαστεί, θα διωχτεί… αν και δε νομίζω ότι κανένα βασίλειο των Ωθράγκος θα είναι πρόθυμο να του προσφέρει προστασία. Εσείς τι λέτε;»
Ο Έρκβερ έστριψε τα γένια του ανάμεσα στον δείκτη και στον μέσο του δεξιού του χεριού. «Έχετε δίκιο, Άρχοντά μου· ωστόσο, σκεφτείτε πως μπορεί να πλεύσει νότια, στη Λιάμνερ-Κρωθ ή στη Ναζ-Λορ.»
«Άμα πάει εκεί, καλά ξεκουμπίδια!» κάγχασε ο Σάβελαν. «Έχω ακούσει πως οι πιο άγριοι Ρογκάνοι τρώνε καρδιές, ενώ ορισμένες ιέρειες των Ρουζβάνων ευνούχισαν τους άντρες και–»
Η Κερλάνα χτύπησε τη γροθιά της πάνω στο τραπέζι. «Σταμάτα, επιτέλους!
»Αλλιώς,» πρόσθεσε, «θα μ’αναγκάσεις να σου ζητήσω να αποχωρήσεις.»
Ο ξάδελφός της δε μίλησε, τρώγοντας μια τάρτα.
«Ο Σάβελαν θα μπορούσε να γίνει επαγγελματίας γελωτοποιός, αν το επιθυμούσε, Στρατηγέ,» είπε η Κερλάνα.
Ο ξάδελφός της έβηξε, και ήπιε μια γουλιά από το χυμό φράουλάς του.
Ο Άσθαν προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο του. Πήρε κι εκείνος μια τάρτα από το πιάτο του και τη δάγκωσε. Το γλυκό της περιεχόμενο γέμισε το στόμα του.
«Ο Πρίγκιπας Ήλμον,» είπε ο Έρκβερ, «είναι Νορβήλιος, σωστά; Αδελφός του Βασιληά Άργκελ;»
«Ναι.» Ο Άσθαν αρκέστηκε σ’αυτή τη μονολεκτική απάντηση, μη θέλοντας ακόμα να τους πληροφορήσει ότι ο Άργκελ ήταν νεκρός.
«Επομένως, θα έχουμε βοήθεια κι από το Νόρβηλ, σωστά; Βοήθεια για ν’αντιμετωπίσουμε τον Σάρναλ.»
«Σαφώς. Ο Πρίγκιπας Ήλμον έχει ήδη φροντίσει γι’αυτό.» Ο Άσθαν προσπάθησε να δει αν τούτο τούς χαροποίησε ή τους δυσαρέστησε, αλλά πάλι δεν μπορούσε να κρίνει. Και απόρησε που, παρότι η Αρχιέρεια Μιάρβη ήταν στο τραπέζι, δεν είχε μιλήσει καθόλου· έτρωγε μόνο, αργά και με μικρές μπουκιές, ακούγοντας.
«Ξέρεις, Στρατηγέ,» πετάχτηκε ο Σάβελαν, «υπάρχουν κι άνθρωποι που λένε πως το Ένρεβηλ θα καταλήξει υποτελές στο Νόρβηλ, μετά από τούτη την υπόθεση…»
«Κάθε άλλο,» αποκρίθηκε ο Άσθαν. «Η Βασίλισσα Θάρνιν, που είναι δικαιωματική κληρονόμος του θρόνου, θα συνεχίσει να διοικεί μόνη της.»
«Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό. Κι εξάλλου, υπάρχουν κι άλλοι ‘δικαιωματικοί κληρονόμοι’.»
«Δε σας καταλαβαίνω, κύριε…»
«Δεν πρέπει να είσαι Ενρεβήλιος, Στρατηγέ.»
«Ομολογώ πως δεν είμαι.»
«Νορβήλιος, τότε;»
«Ναι.»
«Ο Οίκος της μακαρίτισσας Βασίλισσας Κυρκάνα, οι Σίντρακμεθ, είναι μεγάλη φάρα,» είπε ο Σάβελαν. «Κι ο Σάρναλ δεν τους ξεπάστρεψε όλους, όταν ανέβηκε στην εξουσία. Δεν μπορούσε να τους ξεπαστρέψει όλους. Μείνανε διάφοροι απο δώ κι απο κεί, στο Βασίλειο ή πέρα από τα σύνορά του. Δεύτερα ξαδέλφια, κυρίως. Όπως η Θάρνιν. Ίσως ορισμένοι απ’αυτούς να μην αποδεχτούν την εξουσία της.»
«Τι να σας πω, κύριε; Δεν ξέρω πού θέλετε να καταλήξετε.»
«Σας είπα, Στρατηγέ,» είπε η Κερλάνα, «αγνοήστε τον ξάδελφό μου. Συχνά, παραφέρεται…» Έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα στον Σάβελαν, ο οποίος σώπασε πάλι.
Και, για μερικές μπουκιές, σιγή έπεσε γύρω από το τραπέζι, σαν ο ξάδελφος της Αρχόντισσας να ήταν που έδινε όλη τη ζωντάνια.
Τελικά, η Κερλάνα ρώτησε: «Γιατί σας έστειλε εδώ η Βασίλισσα, Στρατηγέ; Έχει λόγο να μας εμπιστεύεται λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο μέσα στο Ένρεβηλ;»
Η ευθύτητα της ερώτησής της αιφνιδίασε τον Άσθαν, ο οποίος δίστασε προτού μιλήσει. Δεν έπρεπε να πει τώρα καμια ανοησία. «Όχι, Αρχόντισσά μου. Ο ρόλος μου εδώ είναι τυπικός. Και είμαι βέβαιος πως η Μεγαλειοτάτη θα έχει στείλει αντιπροσώπους της και σε άλλες πόλεις.» Το άφησε ασαφές αν όντως ίσχυε ή αν ήταν απλά μια δική του υπόθεση. Είμαι βέβαιος δε σημαίνει Αυτό που λέω ισχύει, σωστά;
«Δε θα γίνει, δηλαδή, κάποιος έλεγχος στην Έλμας;»
«Θα γίνουν έλεγχοι, αλλά όχι τίποτα το σπουδαίο. Εγώ και οι στρατιώτες μου θα κάνουμε μερικές βόλτες στην πόλη, για να δούμε αν όλα είναι εντάξει.
»Εκείνο που θα ήθελα να σας ρωτήσω, όμως, Αρχόντισσά μου, είναι το εξής: Υπάρχει κάποιο ανακριτήριο εδώ;»
«Φυσικά, αλλά είναι άδειο. Μόλις οι ανακριτές έμαθαν ότι ο Σάρναλ ηττήθηκε, αποχώρησαν, προτού οι φρουροί μου προλάβουν να τους συλλάβουν.»
Ο Άσθαν αναρωτήθηκε αν οι φρουροί έκαναν καμία προσπάθεια να τους συλλάβουν… «Και πού βρίσκεται το εγκαταλειμμένο ανακριτήριο;» ρώτησε, και ήπιε μια γουλιά γάλα.
«Στη Σιθ-Έλμας,» απάντησε η Κερλάνα, «το νησί στη μέση του ποταμού.»
«Ναι, το είδα το νησί, ερχόμενος προς το παλάτι. Μου φάνηκε παράξενο.»
«Τα οικοδομήματά του είναι πολύ παλιά, Στρατηγέ. Πανάρχαια. Και θεωρούνται διατηρητέα από τις αρχές της Έλμας.»
«Ενδιαφέρον,» είπε ο Άσθαν. Και ρώτησε: «Θα μπορούσε κάποιος άνθρωπός σας να με οδηγήσει στο ανακριτήριο;»
«Θα σας οδηγήσω εγώ η ίδια, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε η Κερλάνα.
«Αρχόντισσά μου, αυτό δεν είναι απαραίτητο…»
«Επιμένω.» Ένα βαθύ χαμόγελο χάραξε το πρόσωπό της, και ο Άσθαν ένιωσε πάλι εκείνη την αίσθηση δέους να επιστρέφει.
«Ανησύχησα,» είπε η Λερβάρη.
«Δε σου είπαν ότι είχα κατεβεί να πάρω πρωινό με την Αρχόντισσα;» ρώτησε ο Άσθαν.
«Μου το είπαν, μετά…» Έκλεισε το στόμα της και δε συνέχισε. Δεν έχω δικαίωμα να μιλάω έτσι, σκέφτηκε. Δεν είναι αυτή η θέση μου. Είμαι η υπηρέτριά του, όχι η γυναίκα του. Ωστόσο, αισθανόταν τόσο κοντά του… πιο κοντά απ’ό,τι είχε αισθανθεί με κανέναν άλλο άνθρωπο. Ήταν ένα ζεστό αλλά, συγχρόνως, παράξενο συναίσθημα. Νιώθει κι εκείνος το ίδιο;
Ο Άσθαν δε φάνηκε να πρόσεξε ότι η Λερβάρη έκανε ερωτήσεις που δεν έπρεπε να κάνει. Έριξε τον μανδύα του στους ώμους και τον έδεσε, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη. «Μπορείς να ειδοποιήσεις τους στρατιώτες μου;» της ζήτησε. «Πες τους ότι θα βγούμε για περιπολία αμέσως, και να με περιμένουν έξω από την πύλη του παλατιού. Αλλά όχι όλοι,» τόνισε, προτού η Λερβάρη φύγει. «Έξι μόνο. Κι ανάμεσά τους να είναι οπωσδήποτε κι ο Σάρναλ.»
Πού θα πάτε; σκέφτηκε να ρωτήσει εκείνη, αλλά πάλι έκλεισε το στόμα της. «Μάλιστα, Άρχοντ– Άσθαν,» είπε (γιατί ο Στρατηγός της είχε ζητήσει να μην τον αποκαλεί «Άρχοντά μου», όταν ήταν οι δυο τους) και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Πήγε στα διαμερίσματα που είχαν παραχωρηθεί στους στρατιώτες και τους βρήκε συγκεντρωμένους στο καθιστικό, ανάμεσα στα υπνοδωμάτια.
«Καλημέρα,» είπε. «Ο Στρατηγός προστάζει έξι από εσάς να συγκεντρωθείτε έξω απ’το παλάτι και να τον περιμένετε.»
Ορισμένοι τής έριξαν εχθρικά βλέμματα, σα να μην τη συμπαθούσαν καθόλου. Μα, τι τους είχε κάνει; Είχε πει κάτι που δεν έπρεπε;
Η Λερβάρη πλησίασε τον Σάρναλ, που έπινε το τσάι του καθισμένος σε μια γωνία του δωματίου, κοντά σ’έναν άλλο στρατιώτη. Η υπηρέτρια έσκυψε και του ψιθύρισε στ’αφτί: «Ο Στρατηγός θέλει να είσαι κι εσύ μαζί, οπωσδήποτε.»
Εκείνος ένευσε και σηκώθηκε.
Η Λερβάρη επέστρεψε στο δωμάτιο του Άσθαν και του ανέφερε ότι είχε φροντίσει για το θέμα.
«Θα πάμε στη Σιθ-Έλμας,» της είπε ο Στρατηγός, «να ελέγξουμε τι γίνεται με το ανακριτήριο εκεί. Θα είναι κι η Αρχόντισσα μαζί μας.» (Γιατί μου τα λέει αυτά; αναρωτήθηκε η Λερβάρη.) «Αν θέλεις, μπορείς να έρθεις.»
«Ε-εγώ;»
«Εκτός αν μιλάω στον καθρέφτη,» μειδίασε ο Άσθαν.
Η Λερβάρη ένευσε. «Θα έρθω.»
Γιατί μοιάζει τόσο νευρική; σκέφτηκε ο Άσθαν. Την έχει επηρεάσει κι αυτήν το μέρος; Είδε, μήπως, κάποιον να την παρακολουθεί, όσο έλειπα; «Πάμε, τότε.» Ακούμπησε το χέρι του στους ώμους της και βάδισαν προς την πόρτα. Προτού φτάσουν, έσκυψε και της ψιθύρισε: «Είδες τίποτα ύποπτο όσο έλειπα;»
Τα μάτια της γούρλωσαν, προς στιγμή. «Όχι. Γιατί;»
«Απλά αναρωτιόμουν.»
Η Λερβάρη άνοιξε την πόρτα και τον άφησε να περάσει. Κατέβηκαν τις σκάλες του παλατιού και βγήκαν από την κεντρική πύλη. Έξω, τους περίμενε η Αρχόντισσα Κερλάνα, έφιππη επάνω σ’ένα μαύρο άλογο. Δύο φρουροί ήταν εκατέρωθέν της, και στο πλευρό της βρισκόταν ο ξάδελφός της, Σάβελαν –όλοι τους έφιπποι, επίσης. Οι στρατιώτες του Άσθαν δεν είχαν φτάσει ακόμα.
«Θα ξεκινήσουμε, Στρατηγέ;» ρώτησε η Κερλάνα.
«Μισό λεπτό, αν έχετε την καλοσύνη, Αρχόντισσά μου, μέχρι να έρθουν οι άνθρωποί μου.»
«Ασφαλώς.»
Ένας ιπποκόμος πλησίασε, φέρνοντας στον Άσθαν το άλογό του, το οποίο εκείνος καβάλησε κι έδωσε το χέρι του στη Λερβάρη, για ν’ανεβεί πίσω του.
«Πόσοι θα είναι οι άνθρωποί σας;» ρώτησε η Κερλάνα.
«Έξι.»
«Ιπποκόμε, ετοίμασε έξι από τα άλογα της ομάδας του Άρχοντα Άσθαν.»
Το αγόρι υποκλίθηκε, μουρμουρίζοντας κάτι που κανείς δεν άκουσε, και έφυγε, βιαστικά.
«Τι νομίζεις ότι θα βρεις, Στρατηγέ, στο ανακριτήριο;» ρώτησε ο Σάβελαν. «Τίποτα κρυμμένα Αφτιά; Ή τίποτα στοιχεία που θα σε οδηγήσουν σε κρυμμένα Αφτιά;»
Γιατί έφερε η Αρχόντισσα κι αυτόν τον κρετίνο μαζί της; μούγκρισε εσωτερικά ο Άσθαν. «Ο έλεγχος είναι τυπικός, κύριε. Κι αν καταφέρουμε να βρούμε και κάποιο στοιχείο, ακόμα καλύτερα.»
Ο Σάβελαν δεν αποκρίθηκε· σιώπησε, για μια φορά.
Δόξα τοις θεοίς, σκέφτηκε ο Άσθαν, και περίμενε τους στρατιώτες, οι οποίοι δεν άργησαν να έρθουν, με τον Σάρναλ μέσα στην εξάδα, όπως είχε προστάξει.
«Θα κάνουμε μια έρευνα,» τους ενημέρωσε ο Στρατηγός, «στο ανακριτήριο του νησιού Σιθ-Έλμας.»
«Θα γίνουν συλλήψεις;» ρώτησε η μοναδική πολεμίστρια της ομάδας.
«Όχι· το μέρος είναι εγκαταλειμμένο.» Και προς την Κερλάνα: «Αρχόντισσά μου, οδηγήστε μας, παρακαλώ.»
Οι ιπποκόμοι έφεραν τα άλογα των στρατιωτών του Άσθαν και, όταν όλοι ήταν έφιπποι, βγήκαν στην Οδό Γεφυρών, έστριψαν δυτικά, και, χωρίς να καθυστερήσουν πουθενά, έφτασαν στην Σιθ-Έλμας, περνώντας πάνω απ’τον ποταμό Λάηνηλ.
«Φυλάτε τ’άλογά μας,» πρόσταξε η Κερλάνα τούς στρατιώτες της γέφυρας, καθώς αφίππευε. «Απο δώ και πέρα, Στρατηγέ, θα πρέπει να πάμε με τα πόδια. Όπως βλέπετε, οι… δρόμοι είναι στενοί.»
Στην πραγματικότητα, δε φαίνονταν να υπάρχουν δρόμοι, παρά μόνο δίοδοι, σκάλες, και γέφυρες που ένωναν τα οικοδομήματα. Το μέρος έκανε τον Άσθαν ν’ανατριχιάζει· έμοιαζε απόκοσμο.
Η Κερλάνα προπορεύτηκε, μαζί με τους φρουρούς της και τον Σάβελαν, και ο Στρατηγός, η Λερβάρη, κι οι μαχητές του ακολούθησαν. Ανέβηκαν μια πέτρινη σκάλα και μπήκαν σ’ένα αρκετά μεγάλο χτίριο, το εσωτερικό του οποίου ήταν κοινόχρηστο. Στο κέντρο του πετρόχτιστου χώρου ήταν ένα σιντριβάνι. Στο βάθος και αριστερά υπήρχαν σκάλες· σε άλλα σημεία υπήρχαν πόρτες. Μέσα από ένα παράθυρο, ο Άσθαν μπορούσε να δει ένα κατάστημα που έμοιαζε με βιβλιοπωλείο ή μαγαζί βοτανολόγου.
«Έχει εμπόρους εδώ;» ρώτησε την Κερλάνα, αν και ήξερε πως είχε εμπόρους· η Λερβάρη τού το είχε πει, χτες.
Η Αρχόντισσα της Έλμας τον κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, καθώς βάδιζε προς μία από τις σκάλες. «Ναι. Φέρνουν πραμάτεια από τα βόρεια, από τη Νίζβερ.»
Ο Άσθαν πήγε πλάι της, για να μπορούν να μιλάνε ευκολότερα. «Τη Νίζβερ; Της Φεν εν Ρωθ;»
«Φυσικά. Ο ποταμός Λάηνηλ είναι παρακλάδι του ποταμού Μάρνελ, Στρατηγέ.»
«Υπάρχουν, δηλαδή, νεκρομάντες εδώ;»
«Νεκρομάντες, μυστικιστές, ερευνητές… Πολλών ειδών άνθρωποι έρχονται από τη Νίζβερ, και πολλών ειδών αντικείμενα και ουσίες.» Το αχνό της μειδίαμα έκανε τον Άσθαν ν’αναρωτηθεί αν η Κερλάνα γνώριζε κάτι παραπάνω απ’όσα έλεγε. Και γι’ακόμα μια φορά, καθώς μιλούσε μαζί της, αισθανόταν παγιδευμένος από την παρουσία της, σαν όλοι οι άλλοι να είχαν εξαφανιστεί και μονάχα εκείνη να υπήρχε.
Η Λερβάρη, που βάδιζε πίσω από τον Στρατηγό και την Αρχόντισσα, είχε ξαφνικά θυμώσει. Η Κερλάνα τής φαινόταν επικίνδυνη γυναίκα, τόσο επικίνδυνη… Και ήταν γοητευτική, δεν ήταν γοητευτική; Και όμορφη. Και πλούσια, με καλούς τρόπους και ωραίο ντύσιμο. Και πνευματώδης. Όχι σαν εμένα… Ζήλευε; Όχι, αποκλείεται. Δεν ήταν η θέση της να ζηλεύει–
«Ποιο είναι τ’όνομά σου, όμορφη κοπελίτσα;» ρώτησε μια φωνή δίπλα της, και η Λερβάρη στράφηκε, ξαφνιασμένη, για να δει τον ξανθό τύπο με τα μακριά μαλλιά, ο οποίος συνόδευε την Κερλάνα και είχε μιλήσει με τον Άσθαν προτού ξεκινήσουν.
Τι μπορεί να ήθελε από εκείνη; «Εμ… Λερβάρη, Άρχοντά μου,» του είπε, καθώς έφταναν στην κορυφή της σκάλας και βρίσκονταν στην οροφή του οικοδομήματος, όπου ο αέρας φυσούσε δυνατότερα.
«Εγώ είμαι ο Σάβελαν, ξάδελφος της Αρχόντισσας Κερλάνα. Χάρηκα για τη γνωριμία. Τι κάνεις, όμως, εδώ; Σίγουρα, δεν είσαι φρουρός!» Γέλασε.
Η ομάδα πλησίασε μια γέφυρα φτιαγμένη από σχοινί και ξύλο, η οποία έτριξε με τρόπο τρομαχτικό, όταν ο Άσθαν πάτησε το μποτοφορεμένο του πόδι επάνω της.
«Όχι όλοι μαζί,» είπε η Κερλάνα, κοιτάζοντας πίσω. «Τρεις-τρεις.»
Πρώτοι πέρασαν εκείνη, ο Άσθαν, και ένας φρουρός της.
Και, καθώς περνούσαν, ο Σάβελαν ρώτησε τη Λερβάρη: «Τι κάνεις εδώ, λοιπόν;»
«Είμαι… Βοηθάω, κύριε.»
«Σε τι πράγμα, αν επιτρέπεται;»
«Είμαι προσωπική υπηρέτρια του Στρατηγού, κύριε. Μου ζήτησε να έρθω.»
«Μάλιστα, καταλαβαίνω. Ας περάσουμε.» Πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του και την τράβηξε, ευγενικά, προς τη γέφυρα.
Ο Σάρναλ τούς ακολούθησε· η Λερβάρη δεν πρόλαβε να αντιληφτεί για πότε ο κατάσκοπος είχε παρουσιαστεί πλάι της.
«Χα-χα-χα! Λατρεύω κάτι τέτοια μέρη!» είπε ο Σάβελαν, καθώς διέσχιζαν το κατασκεύασμα ξύλου και σχοινιού, που έτριζε κάτω απ’τα πόδια τους. «Σε κάνουν να νιώθεις πραγματικά ζωντανός, έτσι όπως κρέμεσαι πάνω απ’το κενό, ξέροντας ότι μπορεί από στιγμή σε στιγμή να πέσεις, αν παραπατήσεις.»
Τρελός είναι; σκέφτηκε η Λερβάρη, θέλοντας να πάρει το χέρι της από το δικό του. Την τρόμαζε.
Επάνω στην αντικρινή οροφή ήταν χτισμένο ένα άλλο σπίτι. Το επίπεδο στο οποίο τώρα στέκονταν ο Άσθαν, η Κερλάνα, και ο φρουρός της δεν ήταν παρά μια προεξοχή δύο μέτρων, σαν εξώστης χωρίς κάγκελα ή τοίχωμα. Η Λερβάρη, ο Σάβελαν, και ο Σάρναλ δεν άργησαν να φτάσουν δίπλα τους.
«Μην τρομάζεις τον κόσμο,» είπε η Κερλάνα στον ξάδελφό της, αυστηρά.
Εκείνος γέλασε. «Αστειευόμουν.»
«Ο Σάβελαν είναι ριψοκίνδυνος άνθρωπος, αγαπητή μου,» χαμογέλασε στη Λερβάρη η Αρχόντισσα της Έλμας.
Ο Άσθαν, εν τω μεταξύ, κοιτούσε το οικοδόμημα πίσω τους, το οποίο έμοιαζε με αποθήκη, αλλά στο ξύλο της πόρτας του είχε χαραγμένα σύμβολα που εκείνος δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του· πρέπει, όμως, να ήταν μυστικιστικά, υπέθετε. Και αναρωτιόταν: Βρίσκονται εδώ για να μην αφήνουν κάτι (κάποιο πνεύμα;) να μπει, ή για να μην αφήνουν κάτι να βγει; Νεκρομάντες… Δεν το περίμενε ότι τέτοιοι αποκρουστικοί άνθρωποι θα μαζεύονταν στην Έλμας.
Περίμεναν, μέχρι που να περάσουν και οι υπόλοιποι στρατιώτες της ομάδας τους, και ύστερα, η Κερλάνα τούς οδήγησε κατά μήκος του εξώστη, στρίβοντας σε μια γωνία και πηγαίνοντας τους σε μια άλλη γέφυρα, η οποία ήταν –ευτυχώς, σκέφτηκε η Λερβάρη– πέτρινη και σταθερή.
Από κάτω τους γινόταν κάποια συναλλαγή και άνθρωποι μιλούσαν. Ο Άσθαν έριξε μια ματιά, προσπαθώντας να καταλάβει τι πουλιόταν, μα δεν τα κατάφερε.
«Αναρωτιέστε, Στρατηγέ, αν είναι νεκρομάντες της Φεν εν Ρωθ;» του είπε η Κερλάνα.
«Οφείλω να ομολογήσω πως ναι. Είναι;»
«Δεν ξέρω. Μπορεί.»
Πέρασαν από ένα πέτρινο υπόστεγο, κάτω από το οποίο βρίσκονταν τρεις έμποροι με τους πάγκους τους. Ο πρώτος πουλούσε γυάλινα μπιχλιμπίδια (σφαίρες, σφαιρίδια, κυλίνδρους, κύβους, πυραμίδες, οκτάπλευρα)· ο δεύτερος είχε απλωμένα εμπρός του κρανία διαφόρων πλασμάτων (ζώων, πουλιών, ανθρώπων, ακόμα και ψαριών)· και ο τρίτος έδινε –αν είναι δυνατόν! σκέφτηκε ο Άσθαν– τρίχες, μακριές και κοντές, μπλεγμένες σε ομόχρωμες ή ανομοιόχρωμες πλεξούδες. Πληρώνεις για να τα πάρεις αυτά τα πράγματα;
Κατέβηκαν μια σκάλα, μπαίνοντας πάλι σ’ένα κοινόχρηστο οίκημα. Ανέβηκαν μια άλλη σκάλα και βάδισαν πάνω σ’ένα πέτρινο μπαλκόνι. Ο Άσθαν άρχισε ν’αναρωτιέται πότε θα έφταναν στο ανακριτήριο… άρχισε ν’αναρωτιέται μήπως η Αρχόντισσα τον οδηγούσε σε κάποια παγίδα… αλλά, τότε, έφτασαν.
Η Κερλάνα σταμάτησε μπροστά σ’ένα χτίριο που βρισκόταν στην άκρη του νησιού. «Εδώ είμαστε.» Έσπρωξε την πόρτα, ανοίγοντάς την.
«Νόμιζα ότι θα ήταν κλειδωμένα.» Ο Άσθαν τράβηξε το ξίφος του.
«Μην ανησυχείτε, Στρατηγέ· δεν είναι κανένας μέσα. Το έχω ερευνήσει το εσωτερικό,» είπε η Κερλάνα, μπαίνοντας.
«Πριν από πόσο καιρό;»
«Μόλις έμαθα ότι η Βασίλισσα Θάρνιν πήρε την εξουσία. Το ήξερα ότι οι ανακριτές θα έφευγαν άρον-άρον.»
«Και δε βρήκατε κανένα σημάδι για το πού πήγαν;»
«Κανένα απολύτως.»
Οι στρατιώτες του Άσθαν συγκεντρώθηκαν στο πρώτο δωμάτιο του ανακριτήριου, κι εκείνος τους είπε: «Θα ερευνήσουμε το μέρος διεξοδικά, και μετά θα έρθουμε πάλι εδώ. Χωριστείτε σε ομάδες των δύο. Λερβάρη, θα βοηθήσεις κι εσύ.»
Η κοπέλα ένευσε.
«Αρχόντισσά μου,» είπε ο Άσθαν, «φοβάμαι πως θα πρέπει να ζητήσω από εσάς, τον κύριο Σάβελαν, και τους φρουρούς σας να παραμείνετε εδώ. Για τυπικούς λόγους.»
«Ασφαλώς, Στρατηγέ.»
Ο Σάρναλ είχε ήδη πλησιάσει τον Άσθαν, και ξεκίνησαν την έρευνά τους μαζί. Η Λερβάρη πήγε με την πολεμίστρια της ομάδας.
«Αυτό συμβαίνει τελευταία φορά, Στρατηγέ,» είπε ο κατάσκοπος. «Όπως σου είχα τονίσει και πριν φύγουμε, εγώ παίρνω τις αποφάσεις. Εσύ είσαι το πρόσωπο· εγώ είμαι το μυαλό πίσω από το πρόσωπο.»
«Αναφέρεσαι στο γεγονός ότι σε κάλεσα;» ρώτησε ο Άσθαν, καθώς άνοιγε μια πόρτα και έμπαιναν σ’ένα γραφείο, που πρέπει να ανήκε στον διοικητή του ανακριτήριου.
«Ναι. Η τελευταία φορά, Στρατηγέ.»
«Εντάξει,» συμφώνησε ο Άσθαν. «Νόμιζα ότι θα ήθελες να έρθεις…»
«Ήθελα,» τον διαβεβαίωσε ο Σάρναλ, «αλλ’αυτό δεν έχει καμία σημασία. Είμαι σαφής;»
«Απόλυτα.» Ο Άσθαν άνοιξε μια ντουλάπα, βρίσκοντάς την άδεια.
«Άστο, δεν έχει νόημα να ψάχνουμε έτσι. Αφού σ’το είπε κι η ίδια η Αρχόντισσα: το έχουν ήδη καθαρίσει το μέρος. Δε θα βρούμε τίποτα.»
«Μπορεί να ξέχασαν κάτι.»
«Δε με κατάλαβες, Στρατηγέ· εννοώ ότι η Κερλάνα και οι δικοί της το καθάρισαν το μέρος.»
«Το θεωρείς βέβαιο ότι κρύβουν τους ανθρώπους του Τυράννου;»
«Είναι πασιφανές,» είπε ο Σάρναλ. «Επομένως, εκείνο για το οποίο πρέπει να ψάξουμε είναι τι λάθη ίσως να έκανε η Αρχόντισσα… αν και δε μου φαίνεται για άνθρωπος που κάνει λάθη.» Άνοιξε τα συρτάρια του γραφείου, τα οποία ήταν όλα άδεια. Άνοιξε ένα μπαούλο· άδειο κι αυτό. «Άδεια… τα πάντα άδεια, Στρατηγέ. Και είμαι σίγουρος πως τούτο δε συμβαίνει μονάχα εδώ.»
«Πού εδώ;»
«Σ’αυτό το δωμάτιο. Όλο το ανακριτήριο θα είναι άδειο· θα δεις.»
Πήγαν αλλού, στα διαμερίσματα των ανακριτών, και αποδείχτηκε ότι ο κατάσκοπος είχε δίκιο. Δεν υπήρχε το παραμικρό· τα πάντα είχαν κάνει φτερά.
«Μονάχα μία πιθανότητα υπάρχει να βρίσκεται κανένα στοιχείο ακόμα εδώ,» είπε ο Σάρναλ, «αλλά τρέχα γύρευε…»
Ο Άσθαν τον κοίταξε ερωτηματικά.
«Αν οι ανακριτές είχαν κάποια προσωπική κρυψώνα (κάποιο σανίδι στο πάτωμα, για παράδειγμα, που από κάτω του να βρίσκεται μια θυρίδα), και η Κερλάνα δεν ήξερε γι’αυτήν, τότε ό,τι κι αν είναι εκεί μέσα δε θα το έχει μαζέψει.»
Έφυγαν κι από τα διαμερίσματα των ανακριτών και στο δρόμο τους συνάντησαν δύο στρατιώτες, οι οποίοι τους ανέφεραν πως κι αυτοί είχαν βρει τα πάντα άδεια.
«Πάμε και στα υπόγεια,» είπε ο Σάρναλ στον Άσθαν, καθώς κατέβαιναν τις σκάλες. «Αλλά είμαι βέβαιος ότι χάνουμε το χρόνο μας.»
Στα κελιά, συνάντησαν τη Λερβάρη και την πολεμίστρια, που ερευνούσαν μαζί.
«Τι βρήκατε;» ρώτησε ο Άσθαν.
«Τίποτα, Στρατηγέ. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ κάτω,» αποκρίθηκε η πολεμίστρια.
«Ούτε επάνω υπάρχει τίποτα,» της είπε ο Σάρναλ.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους, χωρίς να μιλήσει.
Ο Άσθαν και ο κατάσκοπος άνοιξαν την πόρτα της αίθουσας βασανιστηρίων και μπήκαν σ’έναν χώρο γεμάτο με μηχανές φτιαγμένες για να τυραννούν το σώμα και να λυγίζουν το πνεύμα.
«Κάτι είναι μέσα στο σιδηρούν πέπλο,» παρατήρησε ο Σάρναλ.
Ο Άσθαν κοίταξε τον όρθιο μεταλλικό κύλινδρο που στηριζόταν στον τοίχο. Γνώριζε πώς λειτουργούσε: οι βασανιστές έκλειναν το θύμα τους στο εσωτερικό και περνούσαν μεγάλα καρφιά από τις οπές που υπήρχαν σ’όλο το μήκος του σιδηρού πέπλου. Ορισμένες φορές, μάλιστα, έριχναν στον βασανιζόμενο και βραστό λάδι, από το άνοιγμα επάνω, ή άλλα υγρά, κόπρανα, ούρα, ή έντομα.
«’Ντάξει,» είπε, «δε χρειάζεται να το ανοίξουμε.» Μέσα από τα ανοίγματα για τα μάτια, ο Άσθαν μπορούσε να δει ότι ένας νεκρός είχε μείνει μέσα στο σιδηρούν πέπλο.
«Έλα τώρα, Στρατηγέ,» αποκρίθηκε ο Σάρναλ· «σίγουρα, έχεις δει και χειρότερα θεάματα. Κι επιπλέον, αμφιβάλλω ότι τον άφησαν εκεί κατά τύχη…» Πλησίασε τον σιδερένιο κύλινδρο και, τραβώντας τα μάνταλα, τον άνοιξε.
Ένας ανθρώπινος σκελετός έπεσε, χτυπώντας στο πέτρινο πάτωμα και σπάζοντας. Έντομα πετάχτηκαν από πάνω του. Μέσα στο στόμα του υπήρχε ένα κομμάτι περγαμηνής.
Ο Σάρναλ το έβγαλε και το διάβασε. Ύστερα, το έδωσε στον Άσθαν.
Το μήνυμα έγραφε: Ένας ακόμα χειρότερος θάνατος περιμένει τον Μαύρο Πρίγκιπα και τα σκυλιά του.
«Τι σου έλεγα, Στρατηγέ;»
«Τι μου έλεγες;»
«Η Αρχόντισσα τα κανόνισε αυτά.»
Ο Άσθαν βλεφάρισε, αβέβαια. Πώς είσαι τόσο σίγουρος, πανάθεμά σε;
«Οι ανακριτές,» εξήγησε ο Σάρναλ, «θα έφυγαν εσπευσμένα από τούτο το μέρος, μόλις μάθανε ότι ο Βασιληάς τους ηττήθηκε. Σίγα μην κάθισαν να μας αφήσουν και μήνυμα. Επιπλέον…» Άπλωσε το χέρι του προς την περγαμηνή. «Μου επιτρέπεις, Στρατηγέ;» Ο Άσθαν τού την έδωσε. «Ναι, όπως το περίμενα,» είπε ο Σάρναλ, τρίβοντας το δάχτυλό του επάνω της. «Το μελάνι δεν είναι παλιό. Χτες βράδυ γράφτηκε το μήνυμα, νομίζω.»
Ο Άσθαν πέρασε τους αντίχειρές του στη ζώνη του. «Μάλιστα… Και πώς προτείνεις να κινηθούμε;»
«Κάνε σα να μη συνέβη τίποτα,» αποκρίθηκε ο Σάρναλ, βάζοντας την περγαμηνή μέσα στα ρούχα του. «Και μην της μιλήσεις γι’αυτό το μήνυμα. Δε χρειάζεται· θα το μάθει ότι το βρήκαμε.»
«Ποιος, όμως, είναι ο σκοπός της;» έθεσε το ερώτημα ο Άσθαν. «Πιστεύει ότι θα μας τρομάξει και θα φύγουμε;»
«Μια προειδοποίηση είναι: ‘Μην ψάχνετε πολύ, γιατί ιδού η μοίρα που σας περιμένει.’ Ωστόσο, ίσως και να λαθεύω· ίσως να έχει κάτι άλλο, πιο περίπλοκο στο μυαλό της. Θα πρέπει να το σκεφτώ.»
Έφυγαν από τον θάλαμο βασανιστηρίων και ανέβηκαν στο ισόγειο του ανακριτηρίου, όπου είχαν συγκεντρωθεί και οι υπόλοιποι.
«Τι βρήκατε;» ρώτησε ο Άσθαν.
«Τίποτα, Στρατηγέ,» ανέφερε ένας. «Τα πήραν όλα, προτού φύγουν.»
Ο Σάβελαν στράφηκε στον Άσθαν. «Σου τόχα πει, δε σου τόχα πει; Δεν πρόκειται να βρεις στοιχεία· ξέρουν πώς να καλύπτουν τα ίχνη τους. Γιαυτό τους φοβάμαι. Ο Σάρναλ δεν είναι τυχαίο που κατάφερε να κρατήσει το Βασίλειο τόσα χρόνια υπό την κυριαρχία του.»
«Τελικά, όμως, το έχασε, κύριε,» αποκρίθηκε ο Στρατηγός. «Και, παρότι δε βρήκαμε τίποτα, δε θα έλεγα πως η έρευνά μας πήγε χαμένη.» Αλλά δεν εξήγησε περισσότερο· θέλησε να τους αφήσει ν’αναρωτιούνται. Είπε στην Κερλάνα: «Αρχόντισσά μου, μπορούμε να επιστρέψουμε στο παλάτι. Αρκετά σας κρατήσαμε κι εσάς εδώ, σε τούτο το άχαρο μέρος.»
Η Κερλάνα μειδίασε, αινιγματικά. «Δεν αισθάνομαι κουρασμένη, Στρατηγέ. Βρίσκω όλες αυτές τις έρευνες μάλλον συναρπαστικές…»
«Θα κάνω μια περιπολία στην πόλη, αν δε σας πειράζει, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Άσθαν, όταν έφτασαν στην πύλη του παλατιού.
«Όπως επιθυμείτε,» αποκρίθηκε η Κερλάνα, αφιππεύοντας.
«Με χαρά μου, Στρατηγέ, θα έρθω μαζί σου,» είπε ο Σάβελαν.
«Θα προτιμούσα να πάω μόνος μου, κύριε,» απάντησε ο Άσθαν. Και προς έναν του στρατιώτη: «Εσείς πηγαίνετε να ξεκουραστείτε, αλλά πείτε σ’άλλους έξι να κατεβούν, για να με συνοδέψουν.»
Ο Σάρναλ ψιθύρισε στ’αφτί της Λερβάρης: «Έλα κι εσύ στο παλάτι· θέλω κάτι να σου πω.»
Η κοπέλα νόμισε ότι, ξαφνικά, μια αράχνη είχε περπατήσει στην πλάτη της, απ’τον αυχένα ως τη μέση. Τι να ήθελε να της πει ο κατάσκοπος; Ήλπιζε μόνο να μη σκόπευε να την μπλέξει πουθενά! «Άρχοντά μου,» είπε στον Άσθαν, «θα μπορούσα να πάω κι εγώ στο παλάτι; Θα φροντίσω όλα να είναι έτοιμα, όταν γυρίσετε.»
Εκείνος ένευσε. Και στους στρατιώτες του είπε: «Θα περιμένω εδώ, για τους άλλους.»
«Δεν πρέπει να κουράζεσαι τόσο, Στρατηγέ!» γέλασε ο Σάβελαν. «Η κούραση προκαλεί προβλήματα.»
Η Κερλάνα αναστέναξε. «Πάμε,» είπε στον ξάδελφό της, ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του.
«Εις το επανιδείν, Στρατηγέ,» είπε ο Σάβελαν, καθώς έμπαιναν στο παλάτι.
«Ελπίζω πως όχι,» μουρμούρισε ο Άσθαν, κάτω απ’την ανάσα του.
Η Λερβάρη ακολούθησε τον Σάρναλ και τους άλλους στρατιώτες στο εσωτερικό του παλατιού, κατευθυνόμενη προς τα διαμερίσματά τους. Καθοδόν, ο κατάσκοπος ήρθε δίπλα της και της ψιθύρισε: «Πρέπει να κάνεις μια δουλειά για μένα.»
Η Λερβάρη ξεροκατάπιε. Γαμώτο. Αυτό που φοβόμουν…
«Θα σε συναντήσω σε λίγο, στο δωμάτιο του Στρατηγού,» της είπε ο Σάρναλ, κι εκείνη έστριψε σ’έναν διάδρομο, προχωρώντας βιαστικά.
Σκατά! σκέφτηκε. Γιατί δε μ’αφήνει ήσυχη;
«Τι γίνεται, Λερβάρη; Δε μας μιλάς πια;»
Σταμάτησε να περπατά και στράφηκε, για να δει τον Φάνμαρ να τρώει ένα αχλάδι, καθισμένος στο περβάζι ενός παραθύρου. Ήταν ένας λεπτοκαμωμένος νέος, με σπαστά, καστανά μαλλιά και μεγάλα, ζωηρά μάτια. Επίσης, ήταν ο μόνος υπηρέτης από τη συνοδεία του Άσθαν τον οποίο η Λερβάρη γνώριζε από παλιά… και τον οποίο δεν μπορούσε να συγχωρέσει για τον τρόπο του, τις τελευταίες ημέρες.
«Γεια σου, Φάνμαρ. Δε σε είδα.»
«Ο Στρατηγός σ’έχει συνέχεια απασχολημένη, ε;» Της έκλεισε το μάτι.
Η Λερβάρη θύμωσε. «Είχαμε δουλειά έξω απ’το παλάτι!» είπε απότομα. «Εσύ τι κάνεις; Κάθεσαι δω και τρως τ’αχλάδια της Αρχόντισσας Κερλάνα;»
Ο Φάνμαρ μειδίασε. «Με συγχωρείς, αλλά τούτο τ’αχλάδι είν’ από τις δικές μας προμήθειες. Και δεν έχω και τι να κάνω τώρα. Εσύ πού είχες πάει;»
«Δεν ξέρω αν πρέπει να σου πω,» αποκρίθηκε η Λερβάρη, νιώθοντας μια ασυνήθιστη ικανοποίηση για τη μυστικότητα που δημιουργούσε γύρω από τον εαυτό της. «Κι επιπλέον, έχω δουλειά αυτή τη στιγμή.»
«Τι δουλειά;»
«Πρέπει να ετοιμάσω κάτι στο δωμ– Αλλά, έτσι κι αλλιώς, δε σ’αφορά. Θα σε δω αργότερα.» Στράφηκε και βάδισε.
Πήγε στο δωμάτιο του Άσθαν και έριξε μια ματιά τριγύρω. Έπειτα, σκούπισε λίγο το χώρο από τη σκόνη, για να μη βαριέται, όσο περίμενε τον Σάρναλ να έρθει να της μιλήσει. Συγχρόνως, σκεφτόταν τη συνάντησή της με τον Φάνμαρ. Ήμουν λίγο απότομη μαζί του, όφειλε να παραδεχτεί. Αλλά, σίγουρα, του άξιζε! Έτσι όπως με κοιτάζει, και αυτός και οι υπόλοιποι, είναι σαν… σαν… σαν δεν ξέρω κι εγώ τι! Κι αυτό το ηλίθιο σχόλιο –«Ο Στρατηγός σ’έχει συνέχεια απασχολημένη, ε;»! Ο βλάκας! Απλά τη ζήλευαν. Τη ζήλευαν όλοι τους, επειδή είχε την τύχη να βρίσκεται πιο κοντά στον Στρατηγό απ’ό,τι εκείνοι. Και δεν είναι κάτι που επιδίωξα. Τυχαία ήρθε. Όχι πως με πειράζει. Αλλά, αν κι αυτοί περιμένουν, ίσως κάτι παρόμοιο να τους τύχει. Ή ίσως όχι. Όμως γιατί, τέλος πάντων, τόση κακία;
Η Λερβάρη είχε πάψει να σκουπίζει και καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, όταν η πόρτα άνοιξε, απροειδοποίητα. Ο Σάρναλ μπήκε, χωρίς την πανοπλία του, αλλά με το σπαθί του ζωσμένο και μοιάζοντας, πέραν πάσης αμφιβολίας, για στρατιώτης. Τι ευκολία που είχε στην προσποίηση αυτός ο άνθρωπος!
Η Λερβάρη τον κοίταξε αμίλητη, παραμένοντας καθισμένη.
«Ξέρεις γιατί βρισκόμαστε στην Έλμας, έτσι;» τη ρώτησε ο Σάρναλ, ερχόμενος να καθίσει πλάι της.
Εκείνη ένευσε, αβέβαια.
«Για να μάθουμε αν ο Τύραννος ή κάποιος δικός του άνθρωπος έχει περάσει από εδώ κι έχει συνεννοηθεί με την Αρχόντισσα Κερλάνα,» συνέχισε ο Σάρναλ, σαν να μην είχε δει την κίνηση του κεφαλιού της υπηρέτριας. «Για να το καταφέρουμε, όμως, αυτό πρέπει να συντονίσουμε λιγάκι τις ενέργειές μας· και υπάρχουν μέρη στα οποία εσύ έχεις ευκολότερη πρόσβαση απ’ό,τι εγώ.»
Η Λερβάρη δεν το πίστευε τούτο. Πού μπορεί εκείνη να είχε ευκολότερη πρόσβαση από τον κατάσκοπο;
«Όπως,» είπε ο Σάρναλ, «στα δωμάτια του υπηρετικού προσωπικού.»
Η Λερβάρη κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δεν έχω πρόσβαση στα δωμάτια των υπηρετών ετούτου του παλατιού. Πώς το νόμ–;»
«Δεν έχεις ακόμα, αλλά μπορείς, άνετα, να αποκτήσεις. Και στα δωμάτια, και στην κουζίνα, και στις αποθήκες.»
Η Λερβάρη έπρεπε να παραδεχτεί πως ο κατάσκοπος είχε δίκιο. Θα την άφηναν να πάει εκεί· δε θα της το απαγόρευαν, ειδικά αν έλεγε ότι ήθελε να κάνει κάποια ερώτηση, ή να πάρει κάτι –κανένα αντικείμενο ή φαγητό– για τον Στρατηγό. «Εντάξει, ναι. Αλλά τι ακριβώς θέλεις;»
«Θέλω να μάθεις μήπως κάποιος περίεργος άνθρωπος ήρθε στο παλάτι, τις τελευταίες ημέρες.»
«Κάποιος κατάσκοπος του Τυράννου;»
«Ναι,» είπε ο Σάρναλ. «Οι υπηρέτες, σίγουρα, θα το πρόσεξαν· και ακόμα κι αν έχουν διαταγές να μην πουν τίποτα, πάλι θα ψιθυρίζουν αναμεταξύ τους· μπορείς, οπότε, να τους κρυφακούσεις. Ή μπορείς από την έκφρασή τους να καταλάβεις πράγματα· όταν του άλλου τα μάτια πηγαίνουν πέρα-δώθε, συνήθως, ψεύδεται. Επίσης, όταν κάποιος προσπαθεί ν’αποφύγει να μιλήσει για ένα θέμα, έχει κάτι να κρύψει. Με καταλαβαίνεις;»
«Εμ…» Η Λερβάρη αισθανόταν πανικοβλημένη. «Δεν… δεν είμαι κατάσκοπος, όμως!»
Ο Σάρναλ σηκώθηκε από τη θέση του, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο. «Κατάσκοπος ή μη, αυτή τη δουλειά πρέπει να μου την κάνεις–»
«Ο Στρατηγός…» είπε η Λερβάρη. «Θα ρωτήσω, πρώτα, το Στρατηγό, κι άμα συμφωνεί–»
«Ο Στρατηγός θα κάνει ό,τι του λέω εγώ,» τόνισε ο Σάρναλ. Και, ανοίγοντας την πόρτα απότομα, άρπαξε τον Φάνμαρ απ’το πέτο και τον τράβηξε μέσα στο δωμάτιο, σωριάζοντάς τον στο πάτωμα.
«Κρυφακούμε, κωλόπαιδο;» σφύριξε ο Σάρναλ, κλείνοντας την πόρτα και ρίχνοντας μια κλοτσιά στα πλευρά του υπηρέτη, ο οποίος διπλώθηκε, σκούζοντας: «Σας παρακαλώ, κύριε! Δεν το έκανα επίτηδες!»
«Α, ναι, καταλαβαίνω,» ειρωνεύτηκε ο Σάρναλ. «Έτυχε να περνάς έξω απ’το δωμάτιο και, σκοντάφτοντας, τ’αφτί σου κόλλησε πάνω στην πόρτα, ε;»
«Κύριε, δεν είχα κακό στο νου μου. Αλήθεια!»
«Σήκω όρθιος.»
Ο Φάνμαρ σηκώθηκε.
«Τι άκουσες;» τον ρώτησε ο Σάρναλ.
«Πολύ λίγα, κύριε, και τίποτα δεν κατάλαβα. Είμαι τελείως ηλίθιος, αλήθεια!»
«Ωραία,» είπε ο Σάρναλ· «βρίσκω τους ‘τελείως ηλίθιους’ ανθρώπους εξαιρετικά χρήσιμους. Κάτσε.» Έδειξε την άκρη του κρεβατιού, πλάι στη Λερβάρη.
Ο Φάνμαρ υπάκουσε, λοξοκοιτάζοντας την υπηρέτρια, η οποία τον αγριοκοίταξε, σκεπτόμενη: Τι πήγε κι έκανε, ο βλάκας! Τώρα μπλέξαμε όλοι μας. Ο Σάρναλ έχει τσαντιστεί πιο πολύ από πριν. Γαμώ τα Κέρατα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, γαμώ!
«Λοιπόν,» είπε ο κατάσκοπος, εύθυμα (σαν να του αρέσει ετούτη η κατάσταση, του ανώμαλου!), «πού είχαμε μείνει;»
«Σου έλεγα ότι δεν μπορώ να το αναλάβω, αν δε ρωτήσω το Στρατηγό…»
«Ανοησίες. Φυσικά και μπορείς να το αναλάβεις. Ο Στρατηγός δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα συμφωνήσει μαζί μου. Και τώρα, μάλιστα, έχεις και συνέταιρο…» Κοίταξε τον Φάνμαρ.
Τα μάτια του υπηρέτη γούρλωσαν. «Εε…;»
«Είσαι καλός στο να κρυφακούς,» του είπε ο Σάρναλ. «Επομένως, δεν αξίζει ν’αφήνεις τις φυσικές σου ικανότητες ανεκμετάλλευτες, νέε μου.»
Τι καθίκι που είναι αυτός ο κατάσκοπος, σκέφτηκε η Λερβάρη. Του αξίζει, όμως, του Φάνμαρ. Ποιος του είπε νάρθει και να μας παρακολουθεί; Ο χοντροκέφαλος!
«Κύριε,» τραύλισε ο υπηρέτης, «δ-δεν ξέρω τι πρέπει να κάνουμε… Τι γίνεται εδώ;»
«Μην ανησυχείς καθόλου,» του είπε ο Σάρναλ. «Θα σ’τα εξηγήσει όλα η Λερβάρη, που είναι από καιρό στο κόλπο.»
Από ΚΑΙΡΟ στο κόλπο; γρύλισε εντός της εκείνη.
«Αλλά, πρόσεχε,» πρόσθεσε ο κατάσκοπος, υψώνοντας το δάχτυλό του, «μην τυχόν και σου ξεφύγει τίποτα στους άλλους υπηρέτες, την έχεις κάτσει πολύ άγρια.»
«Το στόμα μου θάναι κλειστό!» είπε αμέσως ο Φάνμαρ.
Η Λερβάρη αναποδογύρισε τα μάτια. «Από πού πρέπει να ξεκινήσουμε, λοιπόν;» ρώτησε τον Σάρναλ.
«Απ’όπου νομίζετε. Σας έχω πλήρη εμπιστοσύνη, και περιμένω να φανείτε αντάξιοι της εμπιστοσύνης μου.» (Σκατά θα φανούμε, σκέφτηκε η Λερβάρη.) «Ό,τι ανακαλύψετε, ακόμα και το παραμικρό, θα έρθετε να μου το πείτε. Ή, μάλλον, όχι και οι δύο· εσύ μόνο,» έδειξε την υπηρέτρια, με το βλέμμα του. «Εσύ,» τώρα έδειξε τον Φάνμαρ, «ό,τι μαθαίνεις θα το αναφέρεις σ’εκείνη.»
Ο νεαρός ένευσε. «Μά’ιστα.»
«Κι εσύ, Λερβάρη, δε θα τρέχεις αμέσως να με βρεις. Θα φέρνεις την κατάσταση έτσι ώστε να συναντηθούμε ‘τυχαία’. Δε θα είμαστε τίποτα περισσότερο από μια υπηρέτρια κι ένας στρατιώτης οι οποίοι, πού και πού, ανταλλάσσουν καμια κουβέντα. Κατανοητό;»
«Ναι.» Θα τα σκατώσουμε. Αποκλείεται να μην τα σκατώσουμε…
«Σας αφήνω τώρα, κι ο Σνάρκαλ μαζί σας.» Ο Σάρναλ άνοιξε την πόρτα κι έφυγε, κλείνοντάς την αθόρυβα πίσω του.
Για μερικές στιγμές, κανένας δε μίλησε μέσα στο δωμάτιο, σαν κι οι δύο υπηρέτες να ήθελαν να συνέλθουν από ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.
Ο Φάνμαρ έσπασε πρώτος τη σιωπή. «Κοίτα τώρα που μ’έμπλεξες!» έκανε, καθώς σηκωνόταν.
«Τι!» διαμαρτυρήθηκε η Λερβάρη. «Εγώ σ’έμπλεξα;» Σηκώθηκε κι εκείνη. «Εσύ κρυφάκουγες, κοκορόμυαλε! Καλά να πάθεις.»
«Δεν το ήξερα πως ήσουν κατάσκοπος,» αντιγύρισε ο Φάνμαρ. «Αν τόξερα, θάχα μείνει μακριά.»
«Κι άμα δεν ήμουν κατάσκοπος, δηλαδή, έπρεπε να με παρακολουθείς;» φώναξε η Λερβάρη. Όχι πως είμαι κατάσκοπος, βέβαια! πρόσθεσε νοερά.
Σήκωσε τους ώμους του. «Από περιέργεια. Φέρεσαι παράξενα, και γιαυτό….» Άφησε τα λόγια του ατελείωτα.
«Η περιέργεια βγάζει μάτια, λένε!»
«Με συγχωρείς. Αν ήξερα ότι είσαι κατάσκοπος… Ποτέ δεν το είχα υποψιαστεί.»
«Μα, δεν είμαι κατάσκοπος!» τόνισε η Λερβάρη.
«Τότε, γιατί αυτός είπε ότι είσαι από παλιά στο κόλπο;»
«Βλακείες. Για να σε τρομάξει.»
Ο Φάνμαρ την κοίταξε ερευνητικά.
Δε με πιστεύει! σκέφτηκε η Λερβάρη. Δε με πιστεύει, ο κοκορόμυαλος! Νομίζει ότι του λέω ψέματα, για να καλύψω την ταυτότητά μου. Ας είναι… Ας πιστεύει ό,τι θέλει. Ίσως ν’αποδειχτεί καλό αυτό, μάλιστα…
«Με συγχωρείς…» ξανάπε ο Φάνμαρ, βλέποντας πως εκείνη δε μιλούσε.
«Συχωρεμένος,» αποκρίθηκε η Λερβάρη. «Αλλά όχι τέτοιες ανοησίες στο μέλλον. Και, όπως σου είπε κι ο Σάρναλ, το στόμα σου κλειστό, εντάξει;»
Ο Φάνμαρ ένευσε. Και ρώτησε: «Σάρναλ, τον λένε;»
«Ναι.»
«Ένας από τους στρατιώτες δεν είναι;»
«Ναι.»
«Τότε, γιατί μιλούσε σαν ο Στρατηγός νάναι… κατώτερός του;»
«Υπάρχει λόγος· μη ρωτάς πολλά.» Επίτηδες του απάντησε έτσι. Σήμερα, είχε ανακαλύψει ότι της άρεσε να το παίζει μυστηριώδης και γνώστρια μυστικών.
«Εντάξει…»
Η Λερβάρη κάθισε σε μια καρέκλα, μπλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών της, σκεπτική. Κι εκείνο που σκεφτόταν ο Φάνμαρ το ρώτησε: «Τι θα κάνουμε τώρα;»
«Γνωρίζεις κανέναν από τους υπηρέτες του παλατιού;»
«Όχι.»
«Ούτε κι εγώ. Άρα, πρέπει να κάνουμε γνωριμίες.»
«Πώς;»
Η Λερβάρη σηκώθηκε. «Βολτάροντας στο παλάτι. Βοηθώντας σε καμια δουλειά, οικειοθελώς. Μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. Όλο και κάτι θ’ακούσουμε έτσι.»
«Καλή ιδέα.» Ο Φάνμαρ μειδίασε. «Πρέπει νάσαι καλή κατάσκοπος, ε; Και τόσο καιρό δεν είχα καταλάβει τίποτα. Δεν το περίμενα ποτέ ότι θα γνώριζα μια κατάσκοπο!»
Τι λέει ο άνθρωπος; Θα παλαβώσω!
«Αλλά,» συνέχισε ο υπηρέτης, «τι υποτίθεται πως πρέπει ν’ακούσουμε; Τι μας ενδιαφέρει να μάθουμε;»
Η Λερβάρη άρχισε να του εξηγεί.
Το Ένρεβηλ ήταν ελεύθερο από τα νύχια του Τυράννου. Απ’όπου κι αν περνούσε, ο Ρόλμαρ άκουγε ότι ο Σάρναλ είχε εκθρονιστεί από έναν άντρα που ονομαζόταν Μαύρος Πρίγκιπας και ήταν αρχηγός της Επανάστασης. Τώρα, στον Βασάλτινο Θρόνο καθόταν η Βασίλισσα Θάρνιν, η οποία, μάλιστα, ανήκε στον Οίκο Σίντρακμεθ, την οικογένεια της τέως Βασίλισσας Κυρκάνα, που ο Σάρναλ είχε σκοτώσει.
Ο Μαύρος Πρίγκιπας, λέγανε, είχε δεσμούς με το Νόρβηλ· ήταν ευγενής εκεί, μεγάλος άρχοντας, συγγενής βασιλιάδων· και ο Ρόλμαρ –που από την αρχή το είχε υποψιαστεί– βεβαιώθηκε, στο τέλος, για την ταυτότητά του: επρόκειτο, φυσικά, για τον Ήλμον, τον αδελφό της Πριγκίπισσας Νιρκένα. Κι απ’ό,τι φαινόταν, είχε γίνει μύθος στο Ένρεβηλ. Τροβαδούροι τραγουδούσαν τα κατορθώματά του σε κάθε πανδοχείο και πλατεία.
Ωστόσο, όσα λέγονταν γι’αυτόν δεν ήταν καλά. Ο κόσμος ψιθύριζε κι άλλα πράγματα, κακά πράγματα: ότι ο Μαύρος Πρίγκιπας θα έφερνε τους στρατούς του Νόρβηλ στο Ένρεβηλ, για να το υποτάξει· είχε φύγει ένας τύραννος μόνο και μόνο για νάρθει ένας καινούργιος. Και η Βασίλισσα Θάρνιν; Κι αυτή στο κόλπο ήταν! Του χεριού τους. Οι Νορβήλιοι την έλεγχαν. Σιγά μην είχαν διώξει τον Σάρναλ από τη μεγαλοψυχία τους· ήθελαν εκείνοι να διοικήσουν το Ένρεβηλ, να το κάνουν δική τους κτήση.
Ο Ρόλμαρ αναρωτιόταν κατά πόσο αλήθευαν όλα τούτα. Σίγουρα, ο Οίκος των Γάθνιν δε σκόπευε να γίνει ένας καινούργιος τύραννος του Βασιλείου· ωστόσο, κάτι θα απαιτούσε για τη βοήθεια που είχε προσφέρει. Μια συμμαχία, πιθανώς. Και πώς θα έβλεπαν μια τέτοια συμμαχία τα άλλα έθνη των Ωθράγκος, το Σάρενθαλ και το Άρβενθλον; Ως απειλή;
Ο μακαρίτης Βασιληάς Άργκελ ήταν φιλόδοξος άνθρωπος. Τι είχε στο μυαλό του να κάνει; Μονάχα η Πριγκίπισσα Νιρκένα και ο Πρίγκιπας Ήλμον μού φαίνεται ότι θα το γνωρίζουν αυτό πλέον…
Πάντως, οι κακές φήμες για τον Μαύρο Πρίγκιπα δεν σκίαζαν τις καλές. Ο περισσότερος κόσμος απλά χαιρόταν που είχε γλιτώσει από τον Τύραννο και που είχαν φύγει οι τρισκατάρατοι ανακριτές του, «είθε ο Βάνραλ να έκαιγε τις ψυχές τους».
Δεν έλειπαν, όμως, και οι αρνητικές προβλέψεις, ότι ο Σάρναλ θα επέστρεφε, ή ότι οι άρχοντες που ήταν φανατικά με το μέρος του θα συμμαχούσαν, προκειμένου να διώξουν τη Βασίλισσα Θάρνιν και να διοικήσουν εκείνοι, ως συμβούλιο. Οι φήμες άλλαζαν ανάλογα με το ποια εκδοχή αποφάσιζε κανείς να πιστέψει, και οι εκδοχές ήταν δύο: ότι ο Μαύρος Πρίγκιπας είχε σκοτώσει τον Τύραννο, και ότι ο Τύραννος είχε ξεφύγει. Στην πρώτη περίπτωση, η σκιά στο νου του λαού ήταν μη συμμαχήσουν οι άρχοντες· στη δεύτερη περίπτωση, μην επιστρέψει ο ίδιος ο Σάρναλ.
Ο Ρόλμαρ αναρωτιόταν αν ήταν και τίποτα ξεκάθαρο σε τούτο το καταραμένο Βασίλειο. Τα πάντα έμοιαζαν να έχουν δύο ή περισσότερες εκδοχές, και όλος ο κόσμος βρισκόταν σε κατάσταση αναβρασμού.
Όσο, δε, πλησίαζε στη Φίρθμας τόσο περισσότερες μισθοφορικές ομάδες έβλεπε, οι οποίες όδευαν προς τα εκεί, για να πολεμήσουν στο πλευρό του Μαύρου Πρίγκιπα και της Βασίλισσας Θάρνιν. Κάποιες απ’αυτές τις ομάδες δεν αποτελούνταν παρά από νεαρούς με αυτοσχέδια δόρατα κι ασπίδες: ανθρώπους, δηλαδή, που σε μια πραγματική μάχη δε θ’άντεχαν πάνω από πέντε ανταλλαγές χτυπημάτων. Ο Μαύρος Πρίγκιπας, όμως, είχε καταφέρει να τους ξεσηκώσει, κι αυτό έλεγε κάτι για εκείνον: Πρέπει να ήταν μεγάλη ηγετική μορφή, όπως κι ο Άργκελ, ή ίσως ακόμα μεγαλύτερη.
Δεν έπρεπε, ωστόσο, να είχε εμπιστευτεί τους ιερείς του Άνκαραζ. Οι φήμες έλεγαν ότι είχε ακόλουθους του Θεού του Αίματος στο στράτευμά του, κι αν αυτό ίσχυε, ήταν ανοησία. Φτάνει μόνο να σκεφτόταν κανείς τι είχε κάνει ο Μόρντεναρ στο Νόρβηλ… Βέβαια, ο Ήλμον ίσως να μην ήξερε καν για τον Μόρντεναρ, και πιθανώς οι ακόλουθοι του Άνκαραζ στο Ένρεβηλ να μην είχαν καμία σύνδεση μ’αυτούς στο Νόρβηλ· αλλά, και πάλι, όλοι γνώριζαν ότι αυτοί ευθύνονταν για τα χάλια των Πολέμων της Φεν εν Ρωθ, και η θρησκεία τους είχε απαγορευτεί από τα βασίλεια των Ωθράγκος. Αυτό που έκανε ο Ήλμον –αν τελικά αλήθευε, γιατί πολλά λέγονταν στο Ένρεβηλ– ήταν παράνομο. Παραβίαζε μια συμφωνία που είχε γίνει από όλη τη Νότια Βάλγκριθμωρ.
Την αλήθεια θα τη μάθω μόνο στη Φίρθμας, υποθέτω, σκεφτόταν ο Ρόλμαρ, όχι μονάχα για το ζήτημα των ιερέων του Άνκαραζ, αλλά και για άλλα πράγματα.
Αν, δηλαδή, κατάφερνε να φτάσει εκεί…
Ορισμένες φορές, ένιωθε τόσο κουρασμένος από τη χρήση της Ταχύτητας, που ήταν έτοιμος να καταρρεύσει μες στη μέση του δρόμου. Ακόμα και με την κατάποση του πικρού σπόρου χίλντρου δεν έμοιαζε να γίνεται τίποτα. Όμως ο Ρόλμαρ δεν ήθελε να φανταστεί σε τι κατάσταση θα βρισκόταν χωρίς τους σπόρους. Μάλλον, θα είχε σωριαστεί ύστερα από την πρώτη ημέρα του ταξιδιού του, και δε θα μπορούσε να ξανασηκωθεί για πέντε μέρες. Τελικά, η συνεχή χρήση της Ταχύτητας δεν ήταν εύκολο πράγμα. Κουραστική δουλειά να είσαι ταχυπομπός. Ήθελε πολλή εκπαίδευση.
Και να σκεφτεί κανείς ότι εγώ μπορώ να χρησιμοποιήσω και την Τηλεμεταφορά… συλλογιζόταν ο Ρόλμαρ· κι έφτασε στο συμπέρασμα ότι το ένα δεν πρέπει να είχε σχέση με το άλλο. Ίσως να επρόκειτο, μάλιστα, για δύο διαφορετικά Χαρίσματα, ασύνδετα μεταξύ τους.
Ωστόσο, υπήρχε κανείς που να έχει την Τηλεμεταφορά αλλά όχι την Ταχύτητα; Ο Ρόλμαρ δεν είχε ποτέ ακούσει κάτι τέτοιο, και εκείνο που του είχε πει ο Βάνμιρ ήταν ότι η Τηλεμεταφορά είναι μια ακραία χρήση της Ταχύτητας, αλλά μονάχα ορισμένοι Ωθράγκος μπορούν να επικαλεστούν την Τηλεμεταφορά, λόγω φυσικών ορίων. Βέβαια, ο δίδυμός του ήταν και φαντασμένος άνθρωπος…
Τι να γινόταν τώρα, άραγε; Πού να βρισκόταν; Ο Ρόλμαρ τον σκεφτόταν πολλές φορές, όταν έτρεχε, τρώγοντας τη μία λεύγα κατόπιν της άλλης. Ο Φανλαγκόθ! Ο τρισκατάρατος Φανλαγκόθ φταίει για όλα!
Η Λιόλα ερχόταν στο μυαλό του όταν καθόταν να ξεκουραστεί, λαχανιασμένος από την Ταχύτητα και πίνοντας νερό όπως δεν είχε πιει ποτέ ξανά στη ζωή του. Ανησυχούσε γι’αυτήν και για τους υπόλοιπους Γάθνιν, που βρίσκονταν κλεισμένοι στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων, περικυκλωμένοι από εχθρούς. Όταν κοιμόταν, την ονειρευόταν και, ξυπνώντας, νόμιζε ότι θα τη βρει δίπλα του. Ή, μέσα στον ύπνο του, την άκουγε να φωνάζει και πεταγόταν επάνω, ταραγμένος, για ν’ανακαλύψει ότι δεν ήταν παρά ένας μεσημεριανός ή νυχτερινός εφιάλτης.
Όλα τούτα, όμως, δεν τον είχαν παραξενέψει· το θεωρούσε φυσικό ν’ανησυχεί για τη Λιόλα, δεδομένων των όσων συνέβαιναν στη Νουάλβορ. Εκείνο που τον είχε παραξενέψει ήταν το γεγονός ότι, μια νύχτα, ονειρεύτηκε τη Νίθρα. Αν και διαφορετική απ’ό,τι την ήξερε, την αναγνώρισε αμέσως. Στο όνειρό του, η Ρουζβάνη είχε πορφυρά μαλλιά, αντί για μαύρα, και φορούσε κορόνα στο κεφάλι. Έμοιαζε με βασίλισσα, και η αυλή της ήταν γεμάτη με λύκους, γεράκια, και ατσαλομάτες, ανέκφραστες ιέρειες. Σε κάποια στιγμή, κοίταξε στο πλάι και είδε τον Ρόλμαρ· του χαμογέλασε και τον φίλησε στο μάγουλο. Σ’ευχαριστώ, Ρόλμαρ, του ψιθύρισε…
…και μετά, εκείνος ξύπνησε, νομίζοντας ότι η φωνή της ακόμα αντηχούσε στ’αφτιά του.
Ο σπόρος του χίλντρου φαίνεται πως έχει διάφορες παρενέργειες. Δεν είμαι καθόλου καλά.
Καλά ήταν, όμως, μέχρι που έστριψε τον αριστερό του αστράγαλο.
Πλησίαζε τη Νίλμας –την τελευταία μεγάλη πόλη πριν από τη Φίρθμας– όταν του συνέβη το ατυχές γεγονός. Πάτησε σε μια ρωγμή ανάμεσα στις πλάκες της δημοσιάς και το πόδι του γύρισε. Έχασε τον έλεγχο της Ταχύτητας και βρέθηκε σωριασμένος στο πλάι του δρόμου.
«Γαμώ τις Ουρές του Σάλ’γκρεμ’ρωθ!…» μούγκρισε, προσπαθώντας να ανασηκωθεί. Τα κατάφερε, και έβγαλε τη μπότα και την κάλτσα του. Ο αστράγαλός του ήταν κατακόκκινος και είχε αρχίσει να πρήζεται. Έπρεπε να του βάλει παγωμένο νερό, όσο πιο γρήγορα μπορούσε· και, σύμφωνα με το χάρτη του, δε βρισκόταν μακριά από τον ποταμό Γάσπαρνηλ.
Πιάστηκε από έναν βράχο και σηκώθηκε, για να πάει, κουτσαίνοντας, μέχρι ένα δέντρο. Τράβηξε το ξίφος του και, σπαθίζοντας δύο φορές, έκοψε ένα χοντρό κλαδί, παίρνοντάς το για μπαστούνι.
«Τώρα που έχω πλησιάσει τόσο πολύ…!» μονολόγησε, οργισμένος, και βάδισε προς τη Νίλμας, καθώς η νύχτα έπεφτε.
Όταν είχε σκοτεινιάσει, έφτασε κοντά στην πόλη, στον ποταμό, και σε μερικά χωριά που βρίσκονταν στα περίχωρα. Το αριστερό του πόδι τον πονούσε και προσπαθούσε να μην το πατάει στο έδαφος, στηριζόμενος στο ραβδί του.
Ζυγώνοντας την όχθη του Γάσπαρνηλ, είδε μια φωτιά και πέντε σκιερές φιγούρες συγκεντρωμένες γύρω της. Η μία απ’αυτές τις φιγούρες είχε σπαθί και ακουμπούσε τα χέρια της στη λαβή του, καθώς η λεπίδα ήταν μπηγμένη στο μαλακό χώμα. Αποκλείεται να ήταν ληστές· βρίσκονταν πολύ κοντά στην πόλη. Ο Ρόλμαρ πλησίασε τον ποταμό, αγνοώντας τους.
Κάθισε σ’έναν βράχο και έβαλε το πρησμένο του πόδι μέσα στο κρύο νερό.
«Καλ’σπέρα, ταξιδιώτ’!» είπε μια αγορίστικη φωνή. «Μπορούμ’ να βοηθήσουμ’;»
Ο Ρόλμαρ στράφηκε στους πέντε γύρω από τη φωτιά. Τώρα που βρισκόταν πιο κοντά, μπορούσε να δει καλύτερα τις μορφές τους. Ήταν τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Κανένας δεν έμοιαζε νάναι πάνω από είκοσι χρονών –ή ακόμα και πάνω από δεκαοχτώ– και μονάχα ένας τους διέθετε πραγματικό όπλο: ο τύπος με το σπαθί, ο οποίος είχε μόλις μιλήσει στον Άρχοντα του Ράλτον. Οι υπόλοιποι διέθεταν αυτοσχέδια δόρατα, που θα έσπαγαν πολύ σύντομα, αν συγκρούονταν με αληθινά όπλα ή ασπίδες.
«Ευχαριστώ,» αποκρίθηκε ο Ρόλμαρ. «Αλλά νομίζω πως έκανα ό,τι είναι δυνατόν να γίνει για το πόδι μου.»
Οι πέντε ψιθύρισαν αναμεταξύ τους.
«Ληστές σε χτύπ’σαν;» ρώτησε η μία κοπέλα.
«Όχι,» είπε ο Ρόλμαρ.
«Φονιάδες του Τυράννου;» ρώτησε η άλλη, που έμοιαζε μικρότερη. «Έχουμ’ ακούσ’ ότι τριγυρίζουνε και σκοτώνουνε α’θρώπους.»
«Όχι,» απάντησε ο Ρόλμαρ, γελώντας. «Απλά έστριψα τον αστράγαλό μου σε μια λακκούβα του δρόμου.
»Εσείς τι κάνετε εδώ πέρα;»
«Πηγαίνουμ’ στη Φίρθμας,» είπε ο νεαρός με το σπαθί. «Να μπούμ’ στο στρατό του Μαύρου Πρίγκιπα!» Υπήρχε ενθουσιασμός στη φωνή του, και γύρω απ’τη φωτιά οι υπόλοιποι χαμογέλασαν.
Ο Ρόλμαρ την περίμενε αυτή την απάντηση. «Ωραία· ο Μαύρος Πρίγκιπας χρειάζεται γενναίους νέους σαν κι εσάς.»
«Γνωρίζεις το Μαύρο Πρίγκιπα;» ρώτησε, κάπως συνεσταλμένα, ένα αγόρι που πρέπει να ήταν γύρω στα δεκαπέντε.
«Όχι προσωπικά,» είπε ο Ρόλμαρ· όχι ακόμα, πρόσθεσε νοερά. «Αλλά έχω ακούσει πολλά γι’αυτόν.»
«Και πού πηγαίν’ς;» ρώτησε η μεγαλύτερη κοπέλα.
«Στη Φίρθμας. Έχω ένα μήνυμα να παραδώσω.»
Οι πέντε άρχισαν πάλι να ψιθυρίζουν αναμεταξύ τους, και δε συνέχισαν τη συζήτηση με τον Ρόλμαρ. Ποιος ξέρει τι υπέθεταν γι’αυτόν; Ίσως, μάλιστα, να νόμιζαν ότι ήταν ένας από τους «φονιάδες του Τυράννου» που τριγύριζαν και σκότωναν κόσμο.
Ο Άρχοντας του Ράλτον μούσκεψε το μαντήλι του μέσα στον ποταμό, το έστυψε ανάμεσα στα χέρια του, και το τύλιξε γύρω απ’τον πρησμένο του αστράγαλο. Άναψε μια φωτιά, τυλίχτηκε στην κάπα του, και κοιμήθηκε, νιώθοντας αρκετά ασφαλής με τέτοιους γενναίους φρουρούς κοντά του.
Το πρωί, το πόδι του ήταν χάλια. Το κρύο νερό το είχε βοηθήσει, αλλά δεν το είχε θεραπεύσει δια μαγείας. Ο Ρόλμαρ αποκλείεται να μπορούσε να χρησιμοποιήσει την Ταχύτητα σήμερα. Έτσι, μούσκεψε ξανά το μαντήλι του, το έδεσε σφιχτά γύρω απ’τον αστράγαλό του, και, παίρνοντας το μπαστούνι του, ξεκίνησε να οδοιπορεί, μαζί με τους πέντε νεαρούς μισθοφόρους.
«Πόσες ημέρες είναι ως τη Φίρθμας;» τους ρώτησε.
«Δύο,» του είπε εκείνος με το σπαθί. «Αλλά, έτσι χτυπημένος όπως είσαι, μου φαίνεται ότι θα κάνεις τουλάχιστον τρεις.»
Χίλιες κατάρες! Έχει δίκιο, σκέφτηκε ο Ρόλμαρ, καθώς περνούσαν την πύλη της Νίλμας. Πρέπει ν’αγοράσω άλογο. Με την Ταχύτητα, βέβαια, πήγαινε γρηγορότερα απ’ό,τι ιππεύοντας, αλλά, έτσι όπως είχαν στραβώσει τα πράγματα, η ιππασία ήταν ο καλύτερος τρόπος για να φτάσει το συντομότερο δυνατό στην πρωτεύουσα του Ένρεβηλ.
Χαιρέτησε τους νεαρούς και, ζητώντας κατευθύνσεις, πήγε στην αγορά της Νίλμας, η οποία δεν ήταν και πολύ δύσκολο να βρεθεί, αφού εκεί είχε την περισσότερη κίνηση. Ο Ρόλμαρ ρώτησε έναν καπνέμπορο πού πουλούσαν άλογα, κι εκείνος τού απάντησε πρόθυμα, υψώνοντας το χέρι του, για να του δείξει.
«Ευχαριστώ, φίλε μου.»
«Μπα, τίποτις· νάσαι καλά,» αποκρίθηκε ο έμπορος. «Μήπως ενδιαφέρεσαι, παρεμπιπτόντως, για μια προσφορά;» Ακούμπησε το χέρι του πάνω σ’ένα ξύλινο κουτί. «Καπνός απ’τη Ναζ-Λορ· γλυκός και δυνατός. Ρογκάνοι τον καπνίζουνε. Και τονε δίνω ένα κορονίδιο το σακουλάκι.» Έκλεισε το μάτι.
Ο Ρόλμαρ έφυγε από τον πάγκο του έμπορου έχοντας ένα σακούλι Ρογκάνικο καπνό μαζί του, καθώς και μια ξύλινη πίπα. Έβαλε λίγο από το χόρτο στο στόμιο της πίπας και την άναψε. Έτσι, πλησίασε τον στάβλο καπνίζοντας, και κοίταξε μέσα, για να δει έναν ξανθό άντρα.
«Καλημέρα, φίλε,» τον χαιρέτησε, και ζήτησε ν’αγοράσει ένα άλογο. Εκείνος τον ρώτησε τι ράτσας ήθελε και πόσα χρήματα ήταν διατεθειμένος να δώσει. Ο Ρόλμαρ τού απάντησε πως δεν τον ενδιέφερε η ράτσα, αρκεί το ζώο να μην του πέθαινε στο δρόμο, μέχρι να φτάσει στη Φίρθμας.
Ο ξανθός άντρας γέλασε. «Σε λάθος στάβλο ήρθες, άμα περιμένεις τα δικά μας άλογα να σου ψοφήσουνε στο δρόμο, ξένε!»
«Χαίρομαι που το ακούω,