Το Παιχνίδι των Ράζλερ
Τόμος 3ος
© Κώστας Βουλαζέρης
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris
http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris/koualanara
Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons - http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/
•Επιτρέπεται να το διανέμετε ελεύθερα, στην παρούσα του μορφή και μόνο.
•Δεν επιτρέπεται να το τροποποιήσετε ή να το αλλοιώσετε με οιονδήποτε τρόπο.
•Δεν επιτρέπεται να το χρησιμοποιήσετε για διαφημιστικούς ή εμπορικούς λόγους.
Περιεχόμενα
Ο Αυτοκράτορας
Τα Δόντια του Λύκου
Ένας Αυτοκράτορας στις Φλόγες
Η Πληγή και η Ασθένεια
Νυχτερινοί Επισκέπτες
Μνήμες και Γνωριμίες
Επαναφορά
Ένας Προφήτης Περιδιαβαίνει
Προετοιμασίες για Ταξίδι
Κομμάτια Ουρανόλιθου
Αλλαγές Συμπεριφοράς
Μία Άφιξη και μία Αναχώρηση
Η Πληγή
Ήανβαν
Σχέδια επί Σχεδίων
Από την Πληγή Πηγάζει η Δύναμή τους
Τα Αδηφάγα Στόματα του Βάλτου
Οι Ασθένειες των Βάλτων
Θύμα των Λύκων
Οράματα, Φωνές, και Καθοδήγηση
Πορφυρή Αλλαγή
Έλεγχος στο Ανάκτορο του Αρχέγονου Σεληνόφωτος
Νέοι Επισκέπτες στους Βάλτους
Η Προσταγή
Δευτερογενές Αίμα
Το Κοσμικό Κέλευσμα
Το Άνοιγμα και ο Ουρανόλιθος
Μερικές Ώρες Γαλήνης, Ανασυγκρότησης, και Συμφιλίωσης
Ένα Ισχυρό Κομμάτι στο Παιχνίδι
Ο Πολέμαρχος
Κατασκοπευτική Προσφορά
Πρωινές Κουβέντες
Πρωινό Ξύπνημα Δράκων
Συμβούλιο Πολέμου
Αναχώρηση
Χαλάζι
Επισκέψεις
Στου Δρακοδάσους τις Παρυφές
Παγερή Πορεία
Τα Νέα Φτάνουν Αργά
«Θα Βρέξει Φωτιά»
Κεφάλαιο 12
Συγκέντρωση στην Αγορά
Τείχος από Νερό και Πάγο
Ένα Χρέος Χρόνων
Ζήτημα Εμπιστοσύνης
Έρευνα
Ένα Ακατανόητο Ον
Από τις Σκιές
Έλκηθρα
Το Πέρασμα
Αναγνώριση
Πύρινη Βροχή
Γυμνός στο Σκοτάδι
Σκυλιά του Πολέμου
Το Παιχνίδι Αρχίζει
Ο Θάνατος στο Παλάτι
Ένας Σκοτεινός Άντρας μέσα στη Νύχτα
Διαβεβαιώσεις
Σχέδιο Μάχης
Δρακοφωτιά και Ατσάλι
Συγκέντρωση
Ο αέρας είχε δυναμώσει, και έκανε τις κάπες της ομάδας του Πρίγκιπα να ανεμίζουν πάνω απ’τους ώμους των περισσότερων, καθώς κατηφόριζαν τον Αρχοντόλοφο της Άζλεντεν. Η Νίθρα κρατούσε τη δική της κάπα κλειστή μπροστά της, και αναρωτιόταν πότε θα άκουγε τα αναμενόμενα λόγια από τον Δόλβεριν.
«Η φίλη σου μας είπε ψέματα.»
Ο αδελφός της Βασίλισσας είχε στραφεί να την κοιτάξει μέσα απ’την κουκούλα του.
«…Θα μπορούσε,» αποκρίθηκε η Νίθρα, παριστάνοντας τη σκεπτική. «Ή ίσως ο Άρχοντας να έχει άγνοια…»
«Αποκλείεται!» είπε ο Δόλβεριν. «Πώς είναι δυνατόν να μην ξέρει κάτι που συνέβη τόσο κοντά στην πόλη του; Σχεδόν έξω από τα τείχη της Άζλεντεν, για την ακρίβεια!… Όχι, ο Ρίζγκιλιν δεν έχει άγνοια· η Ωθράγκι μάς είπε ψέματα· αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί!» Ήταν θυμωμένος, πράγμα που φαινόταν μονάχα στα έντονα λόγια του και στα γυαλιστερά του μάτια· το πρόσωπό του έμοιαζε ήρεμο, σαν του κυνηγού που δεν αφήνει τον θυμό να τον παρασύρει, αλλά, μέσα στο νου του, υπολογίζει την επόμενή του κίνηση.
«Ούτε κι εγώ,» αποκρίθηκε η Νίθρα.
«Δεν έχεις καμια υποψία;»
Κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Φερθήκαμε ανόητα,» μουρμούρισε ο Δόλβεριν, σα να μιλούσε στον εαυτό του. «Έπρεπε να σου είχα ζητήσει να χρησιμοποιήσεις Πειθώ επάνω της. Αλλά δεν το είχα σκεφτεί ότι μπορεί να ψευδόταν…
»Γιατί έπραξε όπως έπραξε; Δε βγάζει νόημα. Φαίνεται να ήθελε να μας μπερδέψει… Χμμμ. Θα μπορούσε να είναι, κάπως, σύμμαχος των Κτηνών;»
«Τι εννοείτε, Πριγκ– Δόλβεριν;» ρώτησε η Νίθρα. «Τι εννοείς ‘σύμμαχος των Κτηνών’; Έχουν τα Κτήνη συμμάχους που είναι άνθρωποι; Είναι… ευφυή;»
«Μέχρι στιγμής, δεν έχω καμία τέτοια ένδειξη,» τη διαβεβαίωσε ο Πρίγκιπας. «Καμία απολύτως. Μα, θα μπορούσαν να είναι, δε θα μπορούσαν; Ήδη σου είπα, Νίθρα, ότι δεν έχουμε να κάνουμε με φυσιολογικά όντα· ο Κύριός μας μας έχει προειδοποιήσει γι’αυτό. Ο εχθρός μας έχει παραφυσική και διαβολική υπόσταση. Επιπλέον, θυμάσαι τον Νουτκάλι, τον προφήτη που σου ανέφερα;» Η Ομιλήτρια ένευσε. «Αν εκείνος είναι σύμμαχος των Κτηνών, ή αν έχει κάποια σχέση μαζί τους, τότε θα ήταν πιθανό να έχει και η Αλλάρνα. Αλλά» –ο Δόλβεριν ακούμπησε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του– «σύντομα θα μάθουμε, στο πανδοχείο.»
Δε θα τη βρούμε εκεί, σκέφτηκε η Νίθρα. Ούτε θα την ξαναδούμε, μάλλον. Κι ευτυχώς που της είπα να φύγει· τελικά, τα πράγματα ήρθαν όπως τα περίμενα. Αν είχε μείνει πίσω, θα είχε μεγάλα προβλήματα μ’αυτούς τους λύκους…
*
«Απορώ, ρε μάγκα μου, τι δουλειές να είχανε αυτοί με τον Άρχοντα…» είπε ο Σαμόλθιρ, καθώς εκείνος, ο Φένταρ, και η Χρυσοδάκτυλη στέκονταν σε μια πάροδο, παρακολουθώντας την ομάδα των οκτώ μυστηριωδών ταξιδιωτών να κατεβαίνει από τον Αρχοντόλοφο, βαδίζοντας πάνω στον Μεγάλο Δρόμο της Άζλεντεν. «Και ειδικά η Νίθρα, που υποτίθεται ότι την κυνηγάνε εδώ. Ε;…» Στράφηκε, να κοιτάξει τους συντρόφους του.
«Το πράγμα γίνεται ολοένα και πιο παράξενο,» αποκρίθηκε ο Φένταρ. «Και ο πληροφοριοδότης μου είναι σιωπηλός τώρα.»
«Πώς κι έτσι;» έκανε η Χρυσοδάκτυλη.
«Ίσως να τον έχεις τρομάξει.»
«Κόφτε τις αηδίες κι ας τους ακολουθήσουμε,» είπε ο Σαμόλθιρ, «να δούμε πού θα μας οδηγήσουνε, τούτη τη φορά.»
Ο Φένταρ ένευσε, και τους ακολούθησαν μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της Άζλεντεν, όπου η ησυχία που επικρατούσε ήταν κάτι που ο Σαμόλθιρ ο Κυματοπαλαιστής δεν είχε συνηθίσει. Αντιθέτως, είχε συνηθίσει ν’ακούει φωνές και φασαρίες από κάθε οικοδόμημα κι από κάθε σοκάκι· το γεγονός ότι τώρα τα πάντα ήταν σιωπηλά τον ενοχλούσε, όχι μονάχα επειδή αυτό του χαλούσε την εικόνα που είχε κατά νου για την Άζλεντεν (αν και πάντοτε είναι άσχημο να σου χαλάνε το οικείο και να σε ρίχνουν απότομα στο καινούργιο), αλλά κι επειδή φοβόταν μήπως οι Μυστηριώδεις Οκτώ (όπως τους έβλεπε) αντιλαμβάνονταν εκείνον και τους συντρόφους του: μήπως άκουγαν τα βήματά τους επάνω στο πλακόστρωτο. Γιαυτό κιόλας είπε στον Φένταρ και στη Χρυσοδάκτυλη:
«Βαδίζετε όσο πιο σιγανά μπορείτε.»
«Μην ανησυχείς, αφεντικό,» αποκρίθηκε η Μιρλίμια· «αυτή είν’η δουλειά μου.» Και, πράγματι, τα βήματά της έμοιαζαν γατίσια. «Για τον κύριο, δεν ξέρω….» Λοξοκοίταξε τον Φένταρ, που τη λοξοκοίταξε, επίσης.
«Δεν επικρατεί τόση ησυχία που να μας ακούσουν, Σιγκαντάρο,» είπε ο τυχοδιώκτης, τονίζοντας το παλιό όνομα του Σαμόλθιρ, σαν να ήθελε να του υπενθυμίσει ότι, πριν από μερικά χρόνια, δε θα χρειαζόταν να του το εξηγήσει κανείς αυτό, αλλά θα το παρατηρούσε από μόνος του. «Ούτε βρισκόμαστε τόσο κοντά τους.»
Ο Κυματοπαλαιστής δεν αποκρίθηκε.
Οι Μυστηριώδεις Οκτώ οδήγησαν εκείνον και την ομάδα του στον Πορφυρό Κόρακα, μπήκαν στην τραπεζαρία, και ανέβηκαν τη σκάλα που έβγαζε στα ενοικιαζόμενα δωμάτια.
«Πάνε για ύπνο τόσο νωρίς;…» παραξενεύτηκε ο Σαμόλθιρ.
Η Χρυσοδάκτυλη έριξε μια ματιά τριγύρω, στα τραπέζια. «Η Αστρογέννητη δεν έχει επιστρέψει ακόμα,» είπε, με κάποια ανησυχία στη φωνή της.
«Ας καθίσουμε,» πρότεινε ο Φένταρ. «Κι ας περιμένουμε.»
*
«Δεν ανοίγει,» είπε ο Δόλβεριν, έχοντας ήδη χτυπήσει τρεις φορές την πόρτα της Αλλάρνα.
«Ίσως να έφυγε, Λύκαρχε,» υπέθεσε ο Νέλβακιν.
«Ή ίσως να έχει λουφάξει μέσα,» πρόσθεσε η Γριξίλα, και τα μάτια της στένεψαν.
Ο Δόλβεριν έπιασε το πόμολο και έσπρωξε την πόρτα, η οποία άνοιξε εύκολα, για ν’αποκαλύψει ένα άδειο δωμάτιο. Οι Λυκολάτρες μπήκαν, ψάχνοντας τη ντουλάπα και κοιτώντας κάτω απ’το κρεβάτι.
«Δεν είναι εδώ,» ανέφερε ο Νέλβακιν. «Έχει φύγει.»
«Πού μπορεί να πήγε;» ρώτησε ο Δόλβεριν τη Νίθρα, η οποία στεκόταν στο κατώφλι.
«Δεν έχω ιδέα,» αποκρίθηκε εκείνη. «Δεν την ήξερα και τόσο καλά· στο δρόμο τη συνάντησα. Και… αμφιβάλλω ότι είχε άμεση σχέση μ’αυτά τα Κτήνη.»
«Τότε, γιατί μας είπε ψέματα;» απαίτησε ο Δόλβεριν. «Είναι λογικό; Εσύ θα το έκανες;»
Η Νίθρα ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ δεν είμαι αυτή.»
«Όχι,» επέμεινε ο Πρίγκιπας. «Κάτι μας έκρυβε. Επίτηδες μας είπε ψέματα.»
«Μα, δεν ήξερε ότι θα σας συναντούσε,» είπε η Νίθρα. «Με βρήκε τυχαία στην ακρογιαλιά, και μετά, επίσης τυχαία, πέσαμε επάνω σας.»
«Ναι…» Ο Δόλβεριν σταύρωσε τα χέρια μπροστά του, σκεπτικός. Το βλέμμα του εστιάστηκε στο πάτωμα· το πρόσωπό του κρύφτηκε τελείως από τη σκιά της κουκούλας του. «Δε βγάζει νόημα… Γιατί;» Ύψωσε πάλι τη ματιά του, για να κοιτάξει τη Νίθρα. «Ίσως να τα γνώριζε όλ’αυτά… με κάποιο τρόπο. Ίσως να ήταν όλα προσχεδιασμένα.»
Ωχ… Μου φαίνεται πως μπέρδεψα τα πράγματα πάρα πολύ, σκέφτηκε η Νίθρα. Έπρεπε να είχα βρει καλύτερη δικαιολογία για την Αλλάρνα. Κάποιες φορές, είμαι ΤΕΛΕΙΩΣ ανόητη! Ή, ίσως να έφταιγε η κατάσταση στην οποία βρισκόμουν εκείνη την ημέρα, μετά από την τρικυμία. Ήταν άρρωστη, και το κεφάλι της την πονούσε· σίγουρα, δε σκεφτόταν τόσο καθαρά, όσο σκεφτόταν τώρα.
Αναστέναξε. «Πραγματικά, Δόλβεριν, δεν ξέρω τι μπορεί να συμβαίνει,» είπε στον Λυκολάτρη Πρίγκιπα. «Αλλά δεν είναι λιγάκι… παράξενο να τα είχε προσχεδιάσει;»
«Παράξενο, ναι,» συμφώνησε εκείνος. «Όμως υπάρχουν πιο παράξενες δυνάμεις στον κόσμο απ’ό,τι νομίζεις, Νίθρα
»Πάμε τώρα,» είπε· «πρέπει να ερευνήσουμε.»
«Τι;»
«Τα μέρη έξω απ’την Άζλεντεν.»
Ευτυχώς, δε θέλει να ψάξει για την Αλλάρνα…
«Δε θα έχει νόημα να ψάξουμε για την Ωθράγκι μέσα στην πόλη,» πρόσθεσε ο Πρίγκιπας, σαν να είχε διαβάσει το μυαλό της· «μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε, και κατά πάσα πιθανότητα έφυγε από το πανδοχείο κουκουλωμένη.»
«Συμφωνώ,» είπε η Νίθρα.
«Αλλά, αν ποτέ την πιάσω στα χέρια μου, θα την ταΐσω στους λύκους,» δήλωσε ο Δόλβεριν, και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Έμοιαζε να το λέει κυριολεκτικά…
*
Η μυστηριώδης ομάδα κατέβηκε τη σκάλα του πανδοχείου «Ο Πορφυρός Κόραξ», διέσχισε την τραπεζαρία, και βγήκε. Στους ώμους τους είχαν όλοι τους σάκους, και φαίνονταν έτοιμοι για ταξίδι.
«Γρήγορα αποφάσισαν να φύγουν…» παρατήρησε ο Φένταρ.
Ο Σαμόλθιρ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του τυχοδιώκτη, προτού εκείνος σηκωθεί από την καρέκλα. «Περίμενε, ομορφόπαιδό μου· περίμενε λίγο. Δε χρειάζεται να δίνουμε στόχο, ότι τους παίρνουμ’ από πίσω.»
Ο Φένταρ κατένευσε. «Έχεις δίκιο.»
Η Χρυσοδάκτυλη λοξοκοίταξε το παράθυρο. «Φαίνεται να πηγαίνουν στο στάβλο, αφεντικό.»
«Θα φύγουν απ’την πόλη,» είπε ο Φένταρ. «Θα πάνε στους βάλτους Βενέβριαμ.» Έστρεψε κι εκείνος το βλέμμα του στο παράθυρο· και, σε λίγο, είδε την ομάδα των μυστηριωδών ταξιδιωτών να διασχίζει έφιππη το δρόμο, κατευθυνόμενη βόρεια, προς την πύλη.
«Πρέπει ν’αγοράσουμε άλογα και να τους ακολουθήσουμε τώρα,» είπε, έντονα.
«Αν καθυστερήσουμε, θα τους χάσουμε,» τον προειδοποίησε ο Σαμόλθιρ, την ίδια στιγμή που η Χρυσοδάκτυλη έλεγε: «Και η Αστρογέννητη; Δεν μπορούμε να την αφήσουμε πίσω!»
«Έχεις δίκιο,» είπε ο Φένταρ στον Κυματοπαλαιστή. «Πρέπει να τους ακολουθήσουμε αμέσως. Εξάλλου, για πόσο θα ταξιδέψουν μέσα στη νύχτα; Σύντομα, θα σταματήσουν· κι εμείς ίσως καταφέρουμε ν’αγοράσουμε ζώα καθοδόν.» Σηκώθηκε.
«Και η Αστρογέννητη;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη, πολύ εντονότερα από πριν.
«Το λοιπόν,» είπε η Σαμόλθιρ· «ακούστε πώς θα γίνει το πράμα: Εσείς οι δυο θα πάρετ’ από πίσω τους φίλους μας– Μόκο!» μούγκρισε στη Μιρλίμια, που πήγε να φέρει αντίρρηση. «Πληρώνω, και περιμένω καλή δουλειά από σας. Θα πας με τον Φένταρ, να τον βοηθήσεις–»
«Δε χρειάζομαι τη βοήθειά της–»
«Μόκο κι εσύ· θα έρθει μαζί σου. Κι εγώ θα περιμένω εδώ, μέχρι να επιστρέψει η Χρυσοδάκτυλη.»
«Θα χαθούμε έτσι, ηλίθιε ψευτοπειρατή!» διαφώνησε ο Φένταρ, που ακόμα στεκόταν, έτοιμος ν’αναχωρήσει.
«Θα μας αφήνεις το Σημάδι, εντάξει;» του είπε ο Σαμόλθιρ.
Ο Φένταρ μειδίασε, και τα δόντια του άστραψαν στο φως των λαμπών του Πορφυρού Κόρακα. «Δεν έχεις, τελικά, ξεχάσει τελείως την παλιά σου τέχνη. Εντάξει, Σιγκαντάρο,» –πρόφερε το όνομα σιγανά, μην τον ακούσει και κανένας τυχαίος– «το Σημάδι θα σε περιμένει.»
«Ποιο Σημάδι;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη. «Τι λέτε;»
«Θα σου εξηγήσω στο δρόμο. Έλα.»
Βγήκαν από το πανδοχείο.
Ο Σαμόλθιρ ξεφύσησε κι ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Ε, κοπελιά!» φώναξε σε μια σερβιτόρα. «Μια μπίρα μού φέρνεις;»
*
Οι Λυκολάτρες του Δόλβεριν κάλπασαν, για λίγο, δυτικά· ύστερα, ο αρχηγός τους ύψωσε το χέρι του, και σταμάτησαν.
«Είδες κάτι;» τον ρώτησε η Νίθρα, που καθόταν πίσω του.
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, «αλλά εδώ θ’αρχίσουμε την αναζήτησή μας. Κατέβα.»
Η Νίθρα αφίππευσε, καθώς και οι υπόλοιποι ιππείς γύρω της έκαναν το ίδιο. Ο άνεμος φυσούσε λυσσασμένα μέσα στη νύχτα, βουίζοντας δυνατά και παρασέρνοντας τα πάντα: φύλλα, χόρτα, χώματα. Η Ομιλήτρια αναρωτιόταν τι πίστευε ο Δόλβεριν ότι μπορούσε να βρει μ’όλο τούτο το χαλασμό.
Ο Πρίγκιπας ξεκαβαλίκεψε τελευταίος και πήρε το άλογό του από τα γκέμια. «Τα Κτήνη αφήνουν μεγάλα ίχνη, έχω ακούσει,» είπε, λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις της, για δεύτερη φορά. «Επίσης, κυκλοφορούνε νύχτα· δε θάχει νόημα να ψάξουμε γι’αυτά την ημέρα. Ωστόσο,» πρόσθεσε, ατενίζοντας το μέρος τριγύρω (μια σχετικά δενδρώδη, έρημη περιοχή, νότια από την οποία φαινόταν, μέσα στο φεγγαρόφωτο, το δάσος που είχε δείξει η Αλλάρνα, προτού μπουν στην Άζλεντεν), «φοβάμαι ότι ίσως η Ωθράγκι να μας έχει στήσει κάποια παγίδα…»
Εγώ δε θ’ανησυχούσα και τόσο γι’αυτό, συλλογίστηκε η Νίθρα, αλλά είπε: «Τότε, καλύτερα να είμαστε προσεκτικοί. Έχουν όλοι οι μαχητές σου όπλα; Εννοώ εκείνα τα συγκεκριμένα όπλα…»
Ο Δόλβεριν ένευσε. «Ναι. Αν τα Κτήνη ζυγώσουν, δεν έχουν ελπίδα εναντίον μας. Η Ισχύς του Λύκου είναι μαζί μας.»
Η Νίθρα παρατήρησε ότι οι Λυκολάτρες είχαν ήδη αρχίσει να περιφέρονται στην περιοχή, κοιτάζοντας το έδαφος, ψάχνοντας για αχνάρια. Έμεινε σιωπηλή, ακούγοντας τον άνεμο και κρατώντας την κάπα κοντά της, γιατί το κρύο ήταν διαπεραστικό.
*
«Τι κάνουν;» είπε η Χρυσοδάκτυλη.
«Προφανώς, ψάχνουν για ίχνη,» απάντησε ο Φένταρ.
Οι δύο τους βρίσκονταν κρυμμένοι πίσω από μερικές μεγάλες πέτρες, σε αρκετή απόσταση από τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες –περίπου μισό χιλιόμετρο μακριά.
«Ναι, το καταλαβαίνω αυτό!» σφύριξε, πικαρισμένη, η Χρυσοδάκτυλη. «Γιατί, όμως; Τι θέλουν να βρουν;»
«Όντως, τι;…»
Σε λίγο, και ενώ ακόμα οι μυστηριώδεις ταξιδιώτες ιχνηλατούσαν, η Χρυσοδάκτυλη είπε: «Θυμάσαι τι είχαμε ακούσει στην Άζλεντεν; Κάτι φήμες για Κτήνη; Τέρατα που τρώνε τον κόσμο;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Φένταρ, «και, μάλλον, ήταν ένας παραφουσκωμένος μύθος.»
«Ίσως και όχι…» Η Χρυσοδάκτυλη ατένισε συνοφρυωμένη τους ξεπεζεμένους ταξιδιώτες.
«Πιστεύεις ότι αναζητούν τα Κτήνη;» απόρησε ο Φένταρ.
«Γιατί όχι;»
«Γιατί ναι; Και τι δουλειά έχει η Νίθρα μαζί τους;»
«Την ξέρεις τόσο καλά, ώστε αυτό να σε παραξενεύει;»
«Όχι,» παραδέχτηκε ο Φένταρ. «Αλλά και πάλι….»
Η Χρυσοδάκτυλη παρέμεινε σιωπηλή, για αρκετή ώρα, καθώς παρακολουθούσαν τους ιχνηλατούντες να εργάζονται επισταμένα.
Είναι πολύ καλύτερα όταν δε μιλάει, έκρινε ο Φένταρ, ενώ, συγχρόνως, πάσχιζε να καταλάβει τι ακριβώς έκαναν οι άνθρωποι μισό χιλιόμετρο παραπέρα. Αναζητούσαν τα Κτήνη, όπως είχε υποθέσει η Μιρλίμια; Ήταν επαγγελματίες τους οποίους είχε προσλάβει ο Άρχοντας για αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά; Και τέλος, ήταν τα Κτήνη πραγματικότητα, τελικά;
«Φένταρ, κοίτα.» Η Χρυσοδάκτυλη άγγιξε τον ώμο του, και έδειξε –προς τα ανατολικά –προς τα πίσω (!).
«Τι υπάρχει εκεί;»
«Νομίζω ότι κάποιος μας παρακολουθεί, όλους.»
«Τι!» Ο Φένταρ στράφηκε, απότομα, και κοίταξε.
Πράγματι, παρατήρησε, επάνω στην κεντρική δημοσιά βρισκόταν ένας καβαλάρης, σκοτεινός μέσα στη νύχτα, και ατένιζε προς τη μεριά τους. Θα μπορούσε να παρακολουθεί εκείνον και τη Χρυσοδάκτυλη, ή τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες… ή και εμάς και αυτούς. Το χέρι του Φένταρ πήγε, ενστικτωδώς, στη λαβή του σπαθιού του.
«Δε μ’αρέσει καθόλου τούτο,» μουρμούρισε. «Καθόλου.»
*
«Λύκαρχε, βρήκαμε κάτι,» δήλωσε ο Νέλβακιν, πλησιάζοντας. «Μεγάλα ίχνη.»
«Ας τα δούμε, τότε,» είπε ο Δόλβεριν.
Ο Νέλβακιν προχώρησε, τραβώντας το άλογό του απ’τα γκέμια. Ο Πρίγκιπας τον ακολούθησε, φωνάζοντας και στους υπόλοιπους να έρθουν. Η Νίθρα βάδισε κοντά του, νιώθοντας ανήσυχη. Τι θα γινόταν, αν αυτά τα θηρία βρίσκονταν εδώ κοντά; Παρά τις διαβεβαιώσεις του Δόλβεριν, ότι, με τα ευλογημένα απ’τον Λύκο όπλα τους, μπορούσαν να νικήσουν τα Κτήνη, η Ομιλήτρια φοβόταν μια τέτοια συνάντηση. Γιατί, όση υπεροχή και να τους προσφέρουν αυτές οι λεπίδες, οι εχθροί τους, σίγουρα, δε θα είναι αβοήθητοι… Εκτός κι αν ο Λύκος κατέχει περισσότερη δύναμη απ’ό,τι πίστευα. Ήταν ψέματα, τελικά, όσα ήξερε –όσα της είχαν πει; Ο Λύκος δεν ήταν ένας δειλός προδότης που κρυβόταν στις σκιές;
«Αυτά είναι τα ίχνη, Λύκαρχε,» είπε ο Νέλβακιν.
Ο Δόλβεριν άφησε τα γκέμια του αλόγου του και γονάτισε στο ένα πόδι, ακουμπώντας το δεξί χέρι στο γόνατο και κοιτάζοντας τη γη. Τα ίχνη ήταν μεγάλα· δε φαινόταν να μπορούσε να τα είχε κάνει ένας λύκος ή οποιοδήποτε άλλο φυσιολογικό αγρίμι. Ακόμα κι η Νίθρα, που δεν ήξερε τίποτα από ιχνηλασία, το καταλάβαινε.
Το αχνάρι τούτο μοιάζει να φανερώνει ζώο μεγέθους… τουλάχιστον σαν άλογο, τουλάχιστον… Κι επίσης, φαίνεται να έχει νύχια, μακριά κι επικίνδυνα. Αισθάνθηκε ένα ρίγος να διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της.
Κοίταξε λίγο παραπέρα στο έδαφος, και είδε κι άλλα ίχνη, παρόμοια.
«Πόσα πλάσματα βρίσκονται εδώ κοντά;» ρώτησε, με το στόμα της ξερό.
«Αυτά τα ίχνη είναι από ένα Κτήνος, Νίθρα,» εξήγησε ο Δόλβεριν, καθώς σηκωνόταν όρθιος. Έπιασε πάλι το άλογό του απ’τα γκέμια και τράβηξε ένα ξιφίδιο από το εσωτερικό της τουνίκας του: ένα Δόντι του Λύκου, που η λεπίδα του ιρίδιζε κάτω απ’την αστροφεγγιά και το ατσάλι της έμοιαζε ζωντανό.
Η Νίθρα παρατήρησε πως και οι υπόλοιποι Λυκολάτρες είχαν ξεθηκαρώσει παρόμοια όπλα.
«Η ώρα ζυγώνει ν’αντιμετωπίσουμε αυτό για το οποίο ήρθαμε, αδέλφια,» είπε ο Δόλβεριν, και βάδισε προς τη μεριά όπου πήγαιναν τα ίχνη. Οι Λυκολάτρες τον ακολούθησαν. Το ίδιο κι η Νίθρα, παρότι τα γόνατά της έπρεπε να παραδεχτεί πως έτρεμαν.
Ο άνεμος ούρλιαζε, σαν οι ευλογημένες από τον Λύκο λεπίδες να τον τραυμάτιζαν.
*
Ο Φένταρ είδε τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες να συγκεντρώνονται γύρω από ένα σημείο και, μετά, ν’απομακρύνονται. Πρέπει να τους ακολουθήσουμε. Αλλά ας δούμε, πρώτα, τι κάνει κι ο άλλος μας φίλος.... Έριξε μια ματιά πάνω απ’τον ώμο του, προς τ’ανατολικά.
«Είναι ακόμα εκεί;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη, χωρίς να στραφεί η ίδια.
«Ναι. Και δεν κινείται. Πράγμα που μπορεί να σημαίνει ένα από τα δύο ακόλουθα. Πρώτον: παρακολουθεί εμάς, τελικά, και όχι αυτούς που εμείς παρακολουθούμε· δεύτερον: μας παρακολουθεί και τους δύο, και περιμένει να δει τι θα κάνουμε όλοι, προτού ενεργήσει.»
«Δε νομίζω πως έχουμε και πολλές επιλογές από τη μεριά μας,» είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Ή επιστρέφουμε στην πόλη ή τους ακολουθούμε.»
«Τους ακολουθούμε.»
«Το περίμενα ότι θα τόλεγες αυτό.»
«Είδες που, κατά βάθος, με καταλαβαίνεις;» Ο Φένταρ τράβηξε ένα ξιφίδιο και χάραξε, γρήγορα, ένα σημάδι σχήματος Λ επάνω στην πέτρα πίσω απ’την οποία κρύβονταν. Ύστερα, σηκώθηκε από τη θέση του και βάδισε.
Η Χρυσοδάκτυλη προχώρησε δίπλα του. «Αυτό είναι το Σημάδι;»
«Ναι. Πού βρίσκεται ο πισινός φίλος;»
«Περίμενα κάτι πιο περίεργο.» Και, ρίχνοντας μια διακριτική ματιά όπισθεν: «Ο φίλος μας έρχεται, αργά.»
«…Μας κατασκοπεύει,» είπε ο Φένταρ, σκεπτικός.
«Όλους μας; Ή μόνο εμάς;»
«Αναρωτιέμαι… Κινήσαμε κανενός την περιέργεια, όσο βρισκόμασταν στην Άζλεντεν;»
«Δε νομίζω.»
«Ούτε κι εγώ. Συνεπώς, παρακολουθεί τους άλλους και, αφού είδε πως τους παρακολουθούμε κι εμείς, τώρα μας παρακολουθεί όλους μαζί.»
«Υπάρχει και μια άλλη εξήγηση.»
«Η οποία είναι;»
«Μπορεί αυτός ο τύπος να είναι άγγελος, σταλμένος απ’το θεό σου, για να σε προστατέψει.»
«Θα σε στείλω εσένα στο θεό σου, Χρυσοδάκτυλη!» μούγκρισε ο Φένταρ.
Η Μιρλίμια κάγχασε, σιγανά, μέσα στην κουκούλα της.
«Σε θεά πιστεύω,» εξήγησε.
*
Το τοπίο έμοιαζε στοιχειωμένο, καταραμένο, δαιμονοκατοικημένο. Από εκείνα τα μέρη για τα οποία μιλάνε τα παραμύθια. Όμως η Νίθρα ήταν σίγουρη πως για όλες τούτες τις σκέψεις δεν ευθύνονταν παρά η φαντασία κι ο φόβος της.
Η αγροικία ήταν έρημη κι ερειπωμένη. Οι περισσότεροι ξύλινοι φράκτες ήταν σπασμένοι και ένα μέρος του σπιτιού –ένας ολόκληρος τοίχος, καμωμένος από πέτρα και λάσπη– είχε καταρρεύσει. Διάφοροι σκελετοί ζώων –η Νίθρα δεν μπορούσε να διακρίνει τι ζώων· ίσως, μάλιστα, μερικά από αυτά τα ζώα να ήταν, στην πραγματικότητα, άνθρωποι– απλώνονταν τριγύρω. Επάνω τους κρέμονταν κομμάτια σάρκας.
«Αποκρουστικό,» είπε ένας Λυκολάτρης, στραβώνοντας τα χείλη. Η Ομιλήτρια δε γνώριζε το όνομά του.
«Τριών ημερών, το πολύ,» έκρινε ο Νέλβακιν.
Ο Δόλβεριν έγνεψε καταφατικά, με το κουκουλωμένο του κεφάλι. «Ναι,» αποκρίθηκε, «και φαίνονται κάμποσα ίχνη τριγύρω. Ας τα ερευνήσουμε προσεκτικά, να δούμε προς τα πού πήγαν τα Κτήνη, φεύγοντας.»
«Ο Άρχοντας δε μας είπε τίποτα για τούτο το συμβάν…» παρατήρησε η Γριξίλα.
«Πιθανώς να μην ήξερε,» είπε ο Λυκολάτρης που είχε μιλήσει πρώτος.
«Ή, μπορεί να μας το έκρυβε, Ρένκορ.»
Ρένκορ. Πρέπει να θυμάμαι τα ονόματά τους, όταν τα λένε, για να τους μάθω, σκέφτηκε η Νίθρα.
«Μας είπε όλα τ’άλλα· γιατί να μας κρύψει αυτό;» έθεσε το ερώτημα ο Λυκολάτρης.
«Αφού η φρουρά φοβάται να πλησιάσει τα μέρη όπου έχουν επιτεθεί τα Κτήνη, τότε ίσως να μην έχει έρθει ούτε εδώ,» υπέθεσε η Νίθρα.
«Τέρμα τα λόγια,» είπε ο Δόλβεριν. «Θα ερευνήσουμε τώρα. Και να είστε έτοιμοι. Ίσως τα Κτήνη να μη βρίσκονται και τόσο μακριά…»
*
Ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη κρύφτηκαν πίσω από κάτι δέντρα, παρακολουθώντας τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες να ιχνηλατούν μέσα στα χαλάσματα και τα σκέλεθρα.
«Αυτή την καταστροφή πρέπει να την προκάλεσαν τα Κτήνη των Βάλτων,» είπε η Μιρλίμια. «Δεν μπορεί να ήταν τίποτ’άλλο. Είδες που σ’το έλεγα;»
«Ναι,» μούγκρισε ο Φένταρ, «ίσως και νάχεις δίκιο, τελικά. Ίσως ο Άρχοντας να τους κάλεσε, για να ερευνήσουν την υπόθεση. Αλλά, και πάλι, δεν καταλαβαίνω τι δουλειά έχει η Νίθρα μαζί τους!»
«Μπορούμε να τη ρωτήσουμε, όταν την αρπάξουμε. Αυτή εκεί πρέπει να είναι…» Η Χρυσοδάκτυλη κάρφωσε το βλέμμα της στην κουκουλοφόρο φιγούρα που στεκόταν ανάμεσα στα συντρίμμια ακίνητη, χωρίς να ιχνηλατεί όπως οι υπόλοιποι.
«Προτείνεις να ορμήσουμε τώρα;»
«Καταλαβαίνω,» ένευσε η Μιρλίμια· «είναι πολύ ριψοκίνδυνο. Αυτοί έχουν άλογα, ενώ εμείς όχι.»
«Ακριβώς. Να υποθέσω πως τούτη είναι μία από τις σπάνιες φορές που σκέφτεσαι λογικά;»
«Δεν είσαι καλός στις υποθέσεις. Πάντα σκέφτομαι λογικά.»
«Και τι προτείνει το λογικό σου μυαλό;»
«Να περιμένουμε. Έχει να προτείνει κάτι άλλο το δικό σου, παράλογο μυαλό;»
«Όχι. Αλλά πού είναι ο πισινός μας φίλος;»
Η Χρυσοδάκτυλη κοίταξε όπισθεν, διακριτικά, όπως και πριν. «Αρκετά μακριά. Έχει αφιππεύσει, και παρακολουθεί.»
*
Η ώρα δεν περνούσε γρήγορα εκεί, ανάμεσα στα συντρίμμια και τους σκελετούς, που ο άνεμος έκανε πολλά από τα κομμάτια σάρκας τα οποία κρέμονταν επάνω τους να κυματίζουν. Η Νίθρα νόμιζε ότι θα ξερνούσε από τα θεάματα και την αποφορά, αλλά κρατήθηκε. Περιμένοντας, ακίνητη…
Τελικά, ο Δόλβεριν –ναι, ο Δόλβεριν πρέπει να ήταν, παρότι το πρόσωπό του βρισκόταν τυλιγμένο στη σκιά της κουκούλας του– της έκανε νόημα να πλησιάσει, και εκείνη πλησίασε, αποφεύγοντας να πατήσει επάνω στα σκέλεθρα ή στα συντρίμμια, σα να φοβόταν ότι μπορεί να κολλούσε κάποια μόνιμη ασθένεια, ή κατάρα.
«Ξέρουμε προς τα πού πήγαν,» είπε ο Πρίγκιπας.
«Προς τα πού;»
Ο Δόλβεριν έδειξε δυτικά, ένα πετρώδες μέρος με αρκετά αλλά αραιά δέντρα.
«Θα πάμε;» ρώτησε η Νίθρα.
«Ναι.» Ο Πρίγκιπας τράβηξε άλλο ένα ξιφίδιο από την τουνίκα του –άλλο ένα ξιφίδιο ίδιο με το προηγούμενο– και της το έδωσε. «Κράτα το, για ασφάλεια.»
Η Νίθρα το πήρε, παρότι το χέρι της έτρεμε και φοβόταν πως ίσως, αγγίζοντας το όπλο, να έπεφτε επάνω της καμια πραγματική κατάρα –μια κατάρα της Μεγάλης Μητέρας.
Το μανίκι του ξιφιδίου ήταν… κανονικό, διαπίστωσε, παραξενεμένη. Δεν είχε τίποτα το περίεργο στην αφή. Η λεπίδα, όμως… η λεπίδα γυάλιζε και ιρίδιζε, σαν να ήταν ζωντανή.
Έγλειψε τα χείλη και ρώτησε: «Από τι είναι φτιαγμένο;»
«Από ατσάλι και αίμα,» απάντησε ο Δόλβεριν και προχώρησε, τραβώντας το άλογό του από τα χαλινάρια.
Αίμα; σκέφτηκε η Νίθρα. Αίμα! Τι εννοεί; Τον ακολούθησε, καθώς οι Λυκολάτρες συγκεντρώνονταν γύρω τους.
Και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς τα πετρώδη μέρη, δυτικά, όπου τους οδηγούσαν τα αφύσικα ίχνη.
*
«Φεύγουν πάλι!…» μούγκρισε ο Φένταρ. «Να δούμε, στο τέλος, που θα μας πάνε!
»Ο πισινός τι γίνεται;»
«Δεν κινείται.»
«Κατάλαβα· περιμένει εμάς να προχωρήσουμε πρώτοι. Ας προσχωρήσουμε, λοιπόν…» Την κοίταξε ερωτηματικά.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Ας προχωρήσουμε.»
Ο Φένταρ χάραξε πάλι το Σημάδι στον κορμό του δέντρου. Βγήκαν από την κάλυψή τους και βάδισαν, παρακολουθώντας τους μυστηριώδεις ταξιδιώτες.
«Τα Σημάδια είναι το ένα πολύ μακριά απ’το άλλο,» είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Είσαι σίγουρος ότι τ’αφεντικό θα μπορεί να τ’ακολουθήσει και να μας βρει;»
«Ναι. Είναι καλός ιχνηλάτης, ο Σιγκαντάρο ο Ανθρωποκυνηγός.» Έριξε μια ματιά πίσω. «Ο οπίσθιος φίλος έρχεται, τραβώντας τ’άλογό του από τα γκέμια. Έχει αρχίσει να μ’εκνευρίζει…»
«Μην κάνεις καμια ανοησία,» τον προειδοποίησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Κοπελιά,» είπε ο Φένταρ, «όταν εγώ μαχόμουν στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ, εσύ έπαιζες ακόμα στην κούνια σου.»
Η Χρυσοδάκτυλη αναποδογύρισε τα μάτια. «Δεν έχουμε τόσο μεγάλη ηλικιακή διαφορά! Πόσο είσαι;»
«Να κοιτάς τη δουλειά σου.»
*
«Στη σπηλιά πηγαίνουμε;»
«Ποια σπηλιά;» ρώτησε ο Δόλβεριν, σταματώντας και κάνοντας νόημα και στους υπόλοιπους να σταματήσουν.
Η Νίθρα έδειξε.
«Δε βλέπω καμία σπηλιά εκεί.»
«Υπάρχει, όμως. Τη βλέπω εγώ.»
«Είχα ακούσει ότι τα μάτια σου είναι καλύτερα από των υπόλοιπων ανθρώπων,» είπε ο Δόλβεριν. «Τελικά, φαίνεται, αληθεύει…»
Δεν το θυμόμουν, σκέφτηκε η Νίθρα. Δε θυμόμουν ότι λεγόταν κάτι τέτοιο για μένα. Μεγάλη Μητέρα, πόσα άλλα μπορεί να έχω ξεχάσει! Ξαφνικά, αισθάνθηκε άσχημα που επικαλείτο το όνομα της Λιάμνερ Κρωθ, ενώ βαστούσε ένα Λυκοευλογημένο ξιφίδιο στο δεξί χέρι… καμωμένο από ατσάλι και αίμα.
«Θα μπούμε;»
«Αν εκεί οδηγούν τα ίχνη, ναι,» απάντησε ο Δόλβεριν. «Και…» πρόσθεσε, ρίχνοντας μια ματιά στο έδαφος, «…μάλλον, εκεί φαίνεται να οδηγούν.»
«Τα Κτήνη πρέπει να φωλιάζουν στο εσωτερικό του σπηλαίου, Λύκαρχε,» είπε ο Νέλβακιν.
«Έτσι υποθέτω κι εγώ…»
«Πόσα είναι;» ρώτησε η Νίθρα.
«Τρία, κατά πάσα πιθανότητα,» δήλωσε ο Δόλβεριν, και προχώρησε, σφίγγοντας τα ηνία του αλόγου του στο αριστερό χέρι και το ιριδίζον Δόντι του Λύκου στο δεξί.
*
Ο Φένταρ είχε αφήσει άλλα δύο Σημάδια, καθώς εκείνος κι η Χρυσοδάκτυλη προχωρούσαν μέσα στη βραχώδη περιοχή: το πρώτο πάνω σ’έναν βράχο και το δεύτερο πάνω σ’έναν κορμό. Τώρα, ο τυχοδιώκτης και η Μιρλίμια δολοφόνος βρίσκονταν σ’ένα χαμήλωμα του εδάφους, κρυμμένοι πίσω από τις φυλλωσιές ενός αειθαλούς δέντρου και κοιτάζοντας την ομάδα των μυστηριωδών ταξιδιωτών να ανηφορίζει και να κατευθύνεται προς ένα σκοτεινό μέρος.
«Σπηλιά είναι;» είπε, αργά, η Χρυσοδάκτυλη.
«Θα μπορούσε… Ο πισινός;»
«Περιμένει και κοιτάζει. Δεν έχει ανεβεί στο άλογό του. Και βρίσκεται ψηλότερα από εμάς.»
«Άστον να περιμένει.»
Η ομάδα σταμάτησε μπροστά από τη σπηλιά (;) και έδεσε τα άλογά της στα τριγυρινά δέντρα. Ο Φένταρ δεν μπορούσε τώρα να καταλάβει ποιος απ’όλους ήταν η Νίθρα.
Σκοπεύουν να μπουν; Κι αν ναι, γιατί; Πιστεύουν ότι τα Κτήνη πιθανώς να κρύβονται εκεί μέσα; Έριξε μια ματιά στο έδαφος, διακρίνοντας τα ίχνη που πρέπει ν’ακολουθούσαν από ώρα οι μυστηριώδεις ταξιδιώτες· δεν ήταν η πρώτη φορά που τα έβλεπε: τα είχε εντοπίσει από πριν, από τότε που εκείνος και η Χρυσοδάκτυλη πέρασαν την κατεστραμμένη αγροικία. Ναι, σκέφτηκε, μάλλον αυτό πιστεύουν, και ίσως να σκοπεύουν να τα σκοτώσουν. Είναι εφτά, χωρίς να υπολογίζουμε τη Νίθρα· μπορούν να τα καταφέρουν. Τα Κτήνη δεν πρέπει νάναι πολλά. Δύο; τρία; Όχι περισσότερα.
*
Ο Δόλβεριν κοίταξε μέσα στο σκοτεινό άνοιγμα.
Η Νίθρα κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του. Λυκολάτρες βρίσκονταν ολόγυρά της και εκατέρωθεν του Πρίγκιπα.
Ένα δυνατό ρουθούνισμα ακούστηκε απ’το εσωτερικό της σπηλιάς. Και, ύστερα, ένα ζευγάρι κιτρινιάρικα μάτια άνοιξαν και τους κοίταξαν, στενεύοντας. Ένα αδύναμο γρύλισμα αντήχησε. Το σπήλαιο πρέπει να ήταν μεγάλο.
«Ανάψτε καμια λάμπα,» πρόσταξε ο Δόλβεριν.
«ΓΓΡΡΡΡΡΑΑΑΡΡ!» ήρθε ένα πολύ δυνατότερο γρύλισμα από μέσα.
Πάραυτα, δύο ακόμα ζευγάρια μάτια άνοιξαν.
Τρία Κτήνη, σκέφτηκε η Νίθρα. Τρία. Κι εμείς είμαστε οκτώ. Ή, μάλλον, εφτά (δε μετρούσε ο εαυτός της· δεν ήξερε και τόσο καλά να μάχεται)· πρέπει να μπορούμε να τα νικήσουμε… εύκολα…
Τα μάτια ζύγωσαν, και δόντια φάνηκαν ν’αστράφτουν μέσα στο σκοτάδι.
«Υποχωρήστε,» είπε, αργά, ο Δόλβεριν, πισωπατώντας, καθώς η Γριξίλα άναβε μια λάμπα. «Δε μας συμφέρει να σταθούμε στο άνοιγμα.»
Οι Λυκολάτρες ανοίχτηκαν, σχηματίζοντας ένα ημικύκλιο γύρω από την είσοδο της σπηλιάς· όλοι τους έφεραν Δόντια του Λύκου, ενώ η Γριξίλα βαστούσε και τη λάμπα της στο αριστερό χέρι. Η Νίθρα κρύφτηκε πίσω από τον Πρίγκιπα, προετοιμάζοντας και το δικό της όπλο, σε περίπτωση που χρειαζόταν η βοήθειά της.
Τα άλογα χρεμέτισαν, σαν να είχαν νιώσει από μακριά την παρουσία των Κτηνών και να είχαν τρομάξει.
Μια μεγάλη λυκίσια μουσούδα βγήκε απ’το άνοιγμα της σπηλιάς, καθώς και δύο μπροστινά πόδια με γαμψά νύχια. Το τρίχωμα του τέρατος ήταν μαύρο και από κάτω του φαίνονταν εξανθήματα και εκζέματα, σαν το πλάσμα να ήταν άρρωστο. Τα δόντια του ήταν γυμνωμένα, και έμοιαζαν πολύ με του λύκου. Γενικά, το Κτήνος των Βάλτων είχε την εμφάνιση ενός τρομακτικά μεγαλόσωμου, παραφυσικού λύκου.
«Επάνω του!» πρόσταξε ο Δόλβεριν, και εκείνος κι οι μαχητές του χίμησαν στο θηρίο, χτυπώντας το από τριγύρω, με τα ξιφίδιά τους.
Το Κτήνος γρύλισε κι επιχείρησε να δαγκώσει έναν –για να δεχτεί, τελικά, την ιριδίζουσα λεπίδα του Λυκολάτρη μέσα στο στόμα του, ενώ και οι υπόλοιποι το τρυπούσαν με τα Δόντια τους.
Η Νίθρα είδε φωτιά (!) να πετάγεται από τα σημεία όπου τα ξιφίδια διαπερνούσαν το πετσί του τέρατος, σαν το δέρμα και το τρίχωμά του να καίγονταν από την επαφή.
Τα ουρλιαχτά του Κτήνους γέμισαν τη νύχτα. Αλλά όχι για πολύ…
*
«Τι στους Ογδόντα Δαίμονες του Σάλ’γκρεμ’ρωθ συμβαίνει εκεί πάνω;» έκανε ο Φένταρ, ατενίζοντας τους μυστηριώδεις άγνωστους να παλεύουν μ’ένα μαυρότριχο, τερατώδες πλάσμα μεγαλύτερο από άλογο.
«Είναι μάγοι!» είπε η Χρυσοδάκτυλη, παρατηρώντας πως τα όπλα τους πετούσαν φωτιά εκεί όπου πετύχαιναν το θηρίο. «Μάγοι!…»
«Γαμώ τα Οκτώ Κέρατα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ…!» μούγκρισε ο Φένταρ. «Πού έχουμε μπλέξει; Τι πράματα είν’αυτά…;» Έριξε μια ματιά πίσω, για να δει τις αντιδράσεις του «οπίσθιου φίλου», και τον ατένισε να παρατηρεί ήρεμος το θέαμα, πλάι στο άλογό του και τυλιγμένος στις σκιές της νύχτας.
Όλοι τους τρελοί είναι, εδώ…
*
Το Κτήνος των Βάλτων έπεσε, λουσμένο στο αίμα του.
Η Νίθρα παρατήρησε, έκπληκτη, ότι κανένας από τους Λυκολάτρες του Δόλβεριν δε φαινόταν να είχε τραυματιστεί. Αλλά τώρα δυνατά γρυλίσματα και αλυχτήματα ακούγονταν από το εσωτερικό της σπηλιάς, και τα άλλα δύο Κτήνη δεν έμοιαζαν πρόθυμα να βγουν. Οι φωνές τους θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν… τρομαγμένες.
«Περιμένετε!» πρόσταξε ο Δόλβεριν, ελαφρώς λαχανιασμένος. «Περιμένετε… Μη μπείτε· μας έχουν στήσει καρτέρι. Διαθέτουν κάποια ευφυία, φαίνεται.»
Τα άλογα εξακολουθούσαν να χρεμετίζουν.
Η Νίθρα πλησίασε τον Δόλβεριν, για να κοιτάξει μέσα στη σπηλιά. Είδε δύο ζευγάρια μάτια να πηγαίνουν πέρα δώθε, και δόντια ν’αστράφτουν, πού και πού, από κάτω τους.
«Πώς θα ενεργήσουμε, Λύκαρχε;» ρώτησε η Γριξίλα.
«Πέτα τη λάμπα μέσα. Αν υπάρχει κάτι εύφλεκτο, θα πιάσει φωτιά.»
Η Λυκολάτρισσα υπάκουσε, εκτοξεύοντας τη λάμπα στο εσωτερικό της σπηλιάς.
Ένας ήχος θραύσης ακούστηκε, και φλόγες απλώθηκαν, για λίγο, φανερώνοντας τη μορφή ενός Κτήνους, το οποίο δε διέφερε και πολύ από το προηγούμενο.
Το τέρας πάτησε τη φωτιά, σβήνοντάς τη.
«Δε φοβούνται τη φωτιά,» παρατήρησε ο Δόλβεριν. «Ευφυέστερα απ’ό,τι νόμιζα, επομένως…
»Μιλάτε;» τα ρώτησε.
Μια φωνή αντήχησε στο κεφάλι της Νίθρα, καθώς και στα κεφάλια των υπόλοιπων, αν έκρινε εκείνη από την έκφρασή τους:
—Καλήν εσπέραν, Λύκαρχε Δόλβεριν… Αποτελεί αγένεια να επιτίθεσαι, όταν δε σε έχουμε πειράξει…—
Η φωνή ήταν βραχνή και λαρυγγώδης, σαν υπόκωφο γρύλισμα. Επίσης, η Νίθρα δεν μπορούσε να καταλάβει ποιο από τα δύο Κτήνη μιλούσε. Ή, μήπως, μιλούσαν και τα δύο μαζί;…
«Έχετε τρόπους επικοινωνίας, λοιπόν…» είπε ο Δόλβεριν, έκπληκτος. Προφανώς, δεν πίστευε ότι τα θηρία θα του απαντούσαν. «Πείτε μου, τότε: Τι κάνετε σ’αυτά τα μέρη; Πώς ήρθατε εδώ; Και γιατί επιτίθεστε στους κατοίκους της περιοχής;»
—Γρρρρ… Πρίγκιπα Δόλβεριν, Λύκαρχε… Εμείς είμαστε άγγελοι ενός θεού ανώτερου της Λιάμνερ Κρωθ· ενός Θεού της Αλλαγής· ενός εξοργισμένου θεού. Ήρθαμε για να ανατρέψουμε το Παλιό και να φέρουμε το Καινούργιο στο Βασίλειο Νούφρεκ—
«Δε σας πιστεύω,» είπε, ευθέως, ο Δόλβεριν.
—Χα-χα-χα-χα-χα!… Και τι είμαστε, τότε; Τι νομίζεις εσύ, Πρίγκιπα του Βασιλείου και Λύκαρχε συγχρόνως; Είμαστε… λύκοι; Είμαστε… καλοθρεμμένοι λύκοι; Που μιλάνε; Χα-χα-χα-χα!… Χα-χα-χα-χα!—
«Είστε άγγελοι, δηλαδή;» Ακόμα υπήρχε δυσπιστία στη φωνή του Δόλβεριν. «Θα μπορούσα να ρωτήσω το όνομα του θεού που υπηρετείτε;»
—Ο θεός μας θα αποκαλυφθεί όταν είναι έτοιμος να αποκαλυφθεί. Ίσως, μάλιστα, να είναι και γνωστός σ’εσάς, δίχως να το αντιλαμβάνεστε… Ναι, χα-χα-χα, ίσως να είναι γνωστός… Γγγρρρρ… Πρίγκιπα Δόλβεριν, είσαι κι εσύ υποστηρικτής μας, αλλά πάλι δίχως να το αντιλαμβάνεσαι. Μάχεσαι για την αλλαγή: για την εξώθηση του Παλιού, για την είσοδο του Καινούργιου. Ξέρουμε τι κρύβεται στην καρδιά σου. Ξέρουμε, Λύκαρχε… Θα μπορούσαμε ακόμα και να σε βοηθήσουμε—
«Δε χρειάζομαι τη βοήθεια τεράτων που σκοτώνουν το λαό μου,» αντιγύρισε, ψυχρά, ο Δόλβεριν. «Θα προτιμήσω να έχω το αίμα σας επάνω στο Δόντι μου, παρά τη βοήθειά σας στο πλευρό μου.» Τα μάτια του γυάλισαν μέσα στη σκιά της κουκούλας του.
—Μοιάζεις τόσο γενναίος, Λύκαρχε του Βασιλείου Νούφρεκ…—Τα ζευγάρια μάτια άρχισαν ν’απομακρύνονται το ένα από το άλλο, σε αντίθετες μεριές της σπηλιάς—Αλλά είσαι αρκετά γενναίος, ώστε να εισβάλεις εδώ, στη φωλιά μας; Ή, αρκετά… ανόητος; Πιθανώς να νικήσεις –χειρίζεσαι ισχυρά όπλα· φορτισμένα από άλλον έναν Θεό της Αλλαγής–, μα πόσοι από τους συντρόφους σου θα πεθάνουν σ’αυτή την επίθεση; Ίσως ακόμα κι εσύ ο ίδιος—
«Αν φοβόμουν το θάνατο, δε θα είχα έρθει εδώ.»
«Το ίδιο ισχύει και για μας!» πρόσθεσε ο Νέλβακιν, υψώνοντας το αιματοβαμμένο Δόντι του.
—Είναι, όμως, φρόνιμο να πολεμήσετε εκείνους που σας υποστηρίζουν, Λυκολάτρες;—
«Ο Κύριός μας δεν πιστεύει ότι μας υποστηρίζετε,» είπε ο Δόλβεριν.
—Λαθεύει. Είναι μπερδεμένος—
«Χα! Δεν το νομίζω, τέρας!»
«Λύκαρχε, ίσως τώρα θα ήταν η κατάλληλη ώρα να μπούμε,» πρότεινε η Γριξίλα. «Οι μισοί από δεξιά, οι άλλοι μισοί από αριστερά.»
«Νίθρα, μείνε πίσω,» είπε ο Δόλβεριν, και πέρασε το κατώφλι του σπηλαίου. Οι Λυκολάτρες τον ακολούθησαν, χωριζόμενοι, τρεις και τρεις, ενώ εκείνος βρισκόταν στη μέση.
«ΓΓΓΓΓΓΓΓΓΡΡΡΡΡΑΑΑΑΑΡΡΡΡ!» Τα Κτήνη όρμησαν, εκατέρωθεν.
Η Νίθρα κράτησε την αναπνοή της, βλέποντας δόντια και μάτια να αστράφτουν, ενώ τα Λυκοευλογημένα ξιφίδια φώτιζαν στα χέρια των μαχητών του Δόλβεριν, σαν μικροί δαυλοί.
Ο Πρίγκιπας όρμησε στο τέρας που είχε έρθει από τ’αριστερά, σπαθίζοντας εναντίον του και εκτοξεύοντας φωτιά, καθώς η λεπίδα διαπερνούσε το πετσί του Κτήνους.
Ουρλιαχτά και φωνές αντηχούσαν.
—Θα ΠΛΗΡΩΣΕΤΕ γι’αυτό, Λυκολάτρες! Θα δείτε πώς θα πληρώσετε!…—
Μια διαπεραστική κραυγή ήρθε απ’τα δεξιά. Η Νίθρα στράφηκε, καταλαβαίνοντας ότι ήταν η Γριξίλα που είχε φωνάξει, και είδε τη Λυκολάτρισσα να σωριάζεται, αιμόφυρτη, ενώ το φλογερό ξιφίδιο έφευγε απ’το χέρι της. Οι άλλοι δύο που είχαν μείνει δεν έμοιαζαν αρκετοί, για να συγκρατήσουν το Κτήνος, παρότι φαινόταν καθαρά πως το είχαν τραυματίσει σε μπόλικα σημεία. Το τέρας πήδησε προς τα εμπρός, σωριάζοντας τον έναν Λυκολάτρη και δαγκώνοντας το κεφάλι του, ενώ κλοτσούσε τον άλλο, με το πίσω πόδι.
Η Νίθρα έβλεπε τη σύγκρουση σπαστά, καθώς τα Δόντια του Λύκου άλλοτε φώτιζαν δυνατότερα κι άλλοτε ασθενέστερα. Είχε την εντύπωση πως, όσο πιο άγρια μαχόταν ο χειριστής τους, τόσο ισχυροποιείτο η λάμψη τους, κι αντιστρόφως.
Έσφιξε το δικό της ξιφίδιο, κι αισθάνθηκε μια ξαφνική θερμότητα να προέρχεται απ’τη λεπίδα.
Το Κτήνος των Βάλτων στράφηκε στον Λυκολάτρη που είχε κλοτσήσει, καθώς εκείνος ορθωνόταν. Αίματα έτρεχαν από τα σαγόνια του τέρατος, κι έμοιαζε ακόμα να μασά το κεφάλι του άντρα που είχε δαγκώσει και κόψει απ’τη ρίζα του λαιμού.
Μου έχει στραμμένα τα νώτα, παρατήρησε η Νίθρα. Αλλά τα πίσω του πόδια είν’επικίνδυνα· το απέδειξε πριν από λίγο. Ρίγησε στη σκέψη ότι μπορεί να την κλοτσούσε όπως τον Λυκολάτρη. Θα μου είχε σπάσει όλα τα κόκαλα, αν ήμουν εγώ…
Έτσι, κινήθηκε πλευρικά –γιατί έπρεπε να βοηθήσει, αλλιώς θα επέρχονταν κι άλλοι θάνατοι.
Το Κτήνος χίμησε στον Λυκολάτρη, μ’έναν δυνατό βρυχηθμό. Ο άντρας ύψωσε το ξιφίδιό του και το σπάθισε, τραυματίζοντάς το. Φλόγες πετάχτηκαν, και το τέρας πετάχτηκε πίσω, ουρλιάζοντας.
Η Νίθρα έτρεξε· άρπαξε στο αριστερό χέρι το πεσμένο Δόντι της Γριξίλα και χίμησε πάνω στα πλευρά του Κτήνους –μπήγοντας και τις δυο της λεπίδες εκεί.
«ΓΓΓΓΓΓΡΡΡΡΡΡΡΑΑΑΑΡΡΡΡ!»
Ο πόνος του τέρατος ήταν μεγάλος. Το σώμα του τινάχτηκε προς τα πάνω. Ορθώθηκε, πατώντας στα πίσω του πόδια, ενώ τα μπροστινά κλότσησαν τον αέρα· ο Λυκολάτρης απομακρύνθηκε, για ν’αποφύγει τα επικίνδυνα νύχια. Η Νίθρα πετάχτηκε όπισθεν, άθελά της, αφήνοντας τα Δόντια του Λύκου μπηγμένα μέσα στο Κτήνος.
Ο Λυκολάτρης επιτέθηκε, κραυγάζοντας, και έχωσε τη λεπίδα του στο λαιμό του τέρατος, ενώ ένα νυχάτο πόδι τον πετύχαινε στον ώμο, ξεσχίζοντας την κάπα, το πανωφόρι, και τη σάρκα του και γεμίζοντάς τον με αίμα.
Φωτιά πετάχτηκε, και το Κτήνος απεβίωσε, μ’ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό, σωριαζόμενο στα πόδια του μαχητή.
Ξαφνικά, η Νίθρα άκουσε έναν άλλο βρυχηθμό. Μέσα στο κεφάλι της. Μια ανάμνηση επέστρεφε!
Ένα δυνατό μουγκρητό πίσω από έναν τοίχο. Από κάπου βαθιά. Πέτρες παντού τριγύρω. Σε κάποια χώρα–
Μια ατελείωτη έκταση.
Νύχτα.
Κρύο.
Τυλιγμένη στην κάπα της, με κουκούλα.
Η Στέπα.
Κρύφτηκε, κοιτάζοντας.
Δύο άνθρωποι δε στέκονταν εκεί, σ’εκείνο το ψηλό σημείο;…
Ένα χέρι στον ώμο της. «Νίθρα; Είσαι καλά;»
Στράφηκε, για να δει τον Δόλβεριν, λαχανιασμένο και με την κουκούλα του ριγμένη στους ώμους.
«Ναι· δεν είμαι τραυματισμένη.» Σηκώθηκε όρθια.
Κοίταξε τριγύρω. Το άλλο Κτήνος ήταν νεκρό, τρυπημένο σε πάμπολλα σημεία, με τη σάρκα και το τρίχωμά του καμένα. Δύο Λυκολάτρες σήκωναν τη Γριξίλα και την έβγαζαν από τη σπηλιά. Ο Λυκολάτρης που είχε δεχτεί την κλοτσιά του πρώτου θηρίου, και που ο ώμος του ήταν ξεσχισμένος από τα νύχια του, στεκόταν τώρα πάνω από το νεκρό σώμα του Κτήνους και τραβούσε τα δύο Δόντια του Λύκου έξω από τα πλευρά του.
Τα δύο Δόντια που εγώ κάρφωσα εκεί, σκέφτηκε η Νίθρα, με κάποια περηφάνια αλλά και αηδία συγχρόνως. Είχε υπηρετήσει το Λύκο απόψε. Και τον είχε, μάλιστα, υπηρετήσει καλά, απ’ό,τι φαινόταν. Αλλά έπρεπε να επιλέξω· έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα σ’αυτόν και σ’εκείνον τον άλλο… το Θεό της Αλλαγής… Τουλάχιστον, ο Λύκος είναι γηγενής, συλλογίστηκε, κι αμέσως φοβήθηκε μήπως είχε βλαστημήσει πολύ χυδαία και θα προκαλούσε την οργή της Μεγάλης Θεάς…
Τα μεγάλα τραπέζια της βασιλικής αίθουσας είχαν μισοκαεί από τη φωτιά, έτσι ο Βασιληάς Άργκελ πρόσταξε να φέρουν επειγόντως ένα καινούργιο, ώστε εκείνος και οι υπόλοιποι να μπορέσουν να συνεδριάσουν, όσο οι υπηρέτες θα καθάριζαν το μέρος. Επίσης, έδωσε διαταγή να φωνάξουν την Αρχόντισσα Ρικέλθη και τον κύριο Έζβαρ.
«Ελπίζω να συμφωνείς κι εσύ μ’αυτό, Άρχοντα Βάνμιρ,» είπε ο Μονάρχης του Νόρβηλ.
«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε εκείνος. «Όταν είπα ‘ιδιαιτέρως’, δεν εννοούσα να είμαστε μόνο οι δυο μας. Εννοούσα, ωστόσο, ότι δεν θα ήθελα να έχουμε και… λιγότερο υποψιασμένα άτομα στο δωμάτιο.» Έριξε μια επιτηδευμένη ματιά στους υπηρέτες που καθάριζαν. «Γιατί, σίγουρα, έχουμε να κουβεντιάσουμε μάλλον ασυνήθιστα πράγματα.»
«Το φαντάζομαι,» είπε ο Άργκελ. «Θα διώξω τους υπηρέτες μόλις συγυρίσουν, κάπως, το μέρος. Εκτός κι αν πιστεύεις ότι υπάρχει λόγος μεγάλης βιασύνης, Άρχοντα Βάνμιρ.»
«Όχι· δεν υπάρχει πλέον λόγος βιασύνης, Μεγαλειότατε. Ο κίνδυνος πέρασε.»
Η Πριγκίπισσα Λιόλα έγνεψε καταφατικά, για να καθησυχάσει τον πατέρα της. «Ναι,» είπε, «ο κίνδυνος πέρασε. Και θα ήθελα να μάθω και πώς είναι ο Ρόλμαρ. Πρέπει, λογικά, να έχει ξυπνήσει πλέον, αν όλα όσα μας είπε ο Βάνμιρ είναι αλήθεια…»
«Δεν καταλαβαίνω,» είπε ο Άργκελ. «Νικήσατε τον Εχθρό; Ήταν εκείνος που είχε, τελικά… παγιδεύσει τον Άρχοντα Ρόλμαρ;»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε,» απάντησε ο Βάνμιρ. «Εκείνος ευθυνόταν γι’αυτό. Αλλά δεν τον ‘νικήσαμε’ ακριβώς… Θα σας εξηγήσουμε εκτενέστερα· μην ανησυχείτε.»
«Μεγαλειότατε! Λιόλα. Τι συμβαί–»
Στράφηκαν, για να κοιτάξουν τον ομιλητή, ο οποίος είχε διακόψει απότομα τα λόγια του και ατένιζε έντονα έναν απ’αυτούς.
«Βάνμιρ!» έκανε.
«Πριγκίπισσα, μου φαίνεται μια χαρά,» χαμογέλασε πλατιά ο Βάνμιρ, αντικρίζοντας τον αδελφό του.
Η Λιόλα πλησίασε –κουτσαίνοντας από το δεξί πόδι, όπου την είχε πετύχει το βέλος του Βάνμιρ– και αγκάλιασε τον Ρόλμαρ, σφιχτά. «Φοβόμουν ότι θα μας έλεγε ψέματα,» είπε.
«Ποιος;» τη ρώτησε εκείνος. Και, ύστερα: «Λιόλα, πρέπει να σου εξηγήσω κάτι πολύ σημαντικό –και πρέπει να μ’ακούσεις.»
Η Πριγκίπισσα τον άφησε απ’την αγκαλιά της. Ένευσε. «Ξέρω.»
«Τι ξέρεις;»
«Η Λιάμνερ Κρωθ δεν είναι αληθινή.»
«Ναι. Πώς–;»
«Με συγχωρείτε, αλλά τι ακριβώς λέτε;» τους διέκοψε ο Άργκελ.
«Θα σου εξηγήσουμε μετά, πατέρα,» είπε η Λιόλα. «Είναι κι αυτό μέρος της όλης σκευωρίας.»
Ο Βασιληάς σταύρωσε τα χέρια μπροστά του. «Εντάξει, περιμένω…»
Η Βασίλισσα Ακάρθα έριξε ένα παραξενεμένο βλέμμα στην κόρη της.
«Πού είναι η θεία Φερνάλβιν, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε ο Βάνμιρ τον Ζάρναβ. «Γιατί δεν ήρθε στην αίθουσα;»
«Δε σου είπαμε, Βάνμιρ;»
«Όχι. Τι να μου πείτε;»
«Η Φερνάλβιν πήγε στη Σέρνιντοκ.»
«Στη Σέρνιντοκ; Την πόλη που βρίσκεται δυτικά της κεντρικής δημοσιάς, μέσα στα βουνά;»
«Ναι, εκεί, όπου διοικεί ο Άρχων Μόρντεναρ, Ήρωας του Βασιλείου.»
«Τι πήγε να κάνει;»
«Συναντήσαμε προβλήματα στο δρόμο, Βάνμιρ,» εξήγησε ο Ζάρναβ. «Για την ακρίβεια, κάποιους στρατιώτες του Άρχοντα Μόρντεναρ, οι οποίοι είχαν κατασφάξει μερικούς εμπόρους επάνω στην κεντρική δημοσιά–»
«Τι!» έκανε ο Ρόλμαρ. «Γιατί;»
«Διότι είναι ακόλουθοι του Άνκαραζ,» του είπε ο Ζάρναβ.
«Ποιος είν’ο–;»
«Θα σου εξηγήσουμε ύστερα, αδελφέ,» τον διέκοψε ο Βάνμιρ. «Πρίγκιπά μου, παρακαλώ, πείτε μου.»
«Επιτεθήκαμε στους ληστές,» συνέχισε ο Ζάρναβ, «και λίγοι από αυτούς γλίτωσαν, κατευθυνόμενοι δυτικά. Έναν, ωστόσο, τον αιχμαλωτίσαμε. Και η Φερνάλβιν τον ήξερε. Τον λένε Θάνεμιρ, και ήταν υποστράτηγός της στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ.»
«Το άθλιο κι ελεεινό κάθαρμα…!» μούγκρισε ο Άργκελ προς έκπληξη όλων, που δεν είχαν συνηθίσει να ακούνε τον ευγενικό Βασιληά του Νόρβηλ να βρίζει έτσι. Η Βασίλισσα Ακάρθα, ειδικά, έμοιαζε πολύ σοκαρισμένη· η Πριγκίπισσα Έπαρχος Νιρκένα, εν αντιθέσει, είχε ένα λεπτό και πονηρό μειδίαμα στα χείλη.
«Ο Θάνεμιρ τώρα είναι στρατιωτικός διοικητής στη Σέρνιντοκ, υπηρετώντας τον Μόρντεναρ,» είπε ο Ζάρναβ στον Βάνμιρ, γιατί ο Άργκελ αυτά τα ήξερε ήδη. «Έτσι, η Φερνάλβιν αποφάσισε να πάει στη Σέρνιντοκ, ώστε να συζητήσει με τον… Ήρωα του Βασιλείου για τις ληστείες του επί της κεντρικής δημοσιάς. Οπότε, χωρίσαμε: εγώ και οι υπόλοιποι συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε νότια, ενώ εκείνη και ο Άνγκεδβαρ κατευθύνθηκαν δυτικά, μαζί με τους μαχητές της Αρχόντισσας Ρικέλθης και ορισμένους οδοφύλακες που πλησίασαν, ακούγοντας για την καταστροφή.»
«Τους μαχητές της Αρχόντισσας Ρικέλθης;» παραξενεύτηκε ο Βάνμιρ. «Τι σχέση έχει η–;»
«Α, ξέχασα να σου πω: η Ρικέλθη ήρθε λίγο αφότου εσύ έφυγες· το βράδυ της ίδιας ημέρας, νομίζω.»
«…Επέζησε, τελικά.»
«Ναι, έτσι φαίνεται.»
«Και σκοπεύω να επιζήσω για πολύ ακόμα.»
Η Ρικέλθη βγήκε πίσω από μια κολόνα της μεγάλης αίθουσας, στηριζόμενη στο δρακοκέφαλο ραβδί της. Ο ερημίτης του Δρακοδάσους, Έζβαρ, στεκόταν στην είσοδο του δωματίου.
«Καλησπέρα, θεία,» χαιρέτησε ο Βάνμιρ. «Πόση ώρα στεκόσουν εκεί και κρυφάκουγες;»
«Μόλις ήρθα, Βάνμιρ,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη, μ’ένα μικρό χαμόγελο. «Πάντα σκέφτεσαι το χειρότερο για μένα…»
«Φυσικά και όχι, αλλά κάποιες φορές είμαι, φοβάμαι, εκ φύσεως καχύποπτος,» είπε εκείνος, ανταποδίδοντας το μικρό χαμόγελο.
«Έζβαρ!» χαιρέτησε ο Ερφάνιρ ο δαιμονολόγος, με τη χαρακτηριστικά αδύναμη φωνή του. «Έλα εδώ, πλησίασε· νομίζω ότι βρήκαμε τον νεκρενοικημένο δολοφόνο που κυνηγούσε τη φίλη σου!»
Η Ρικέλθη συνοφρυώθηκε.
Ο Έζβαρ ζύγωσε και υποκλίθηκε μπροστά στο Βασιληά και τους υπόλοιπους. «Και πού είναι;» ρώτησε τον Ερφάνιρ.
«Εδώ.» Ο δαιμονολόγος πλησίασε κάτι σκεπασμένο μ’ένα μαύρο κομμάτι ύφασμα. «Το θέαμα είναι λιγάκι άσχημο, οπότε να είσαι έτοιμος.» Έσκυψε και τράβηξε το ύφασμα, αποκαλύπτοντας έναν άντρα με το κεφάλι του χωρισμένο στα δύο και το μυαλό χυμένο τριγύρω.
Η Ρικέλθη έβαλε το αριστερό χέρι μπροστά στα χείλη της.
Η μούρη του Έζβαρ στράβωσε. «Δεν περιμένεις, φυσικά, να τον αναγνωρίσω σ’αυτά τα χάλια, Ερφάνιρ! Ποιος το έκανε αυτό; Και πώς είσαι βέβαιος ότι είναι ο νεκρενοικημένος;»
«Εγώ τον σκότωσα,» δήλωσε η Ρικνάβαθ, που, παρότι η επιρροή του Άνκαραζ την είχε εγκαταλείψει, εξακολουθούσε πλέον να κατανοεί τη λαλιά των Ωθράγκος· προφανώς, ήταν κάτι που είχε μάθει και δεν μπορούσε έτσι απλά να το ξεχάσει. Αλλά το γεγονός ότι καταλάβαινε τα όσα άκουγε δεν την έκανε να μιλά και ορθά την εν λόγω γλώσσα· οι λέξεις έβγαιναν σπαστά απ’τα χείλη της.
«Τον έλεγαν Νεκρομέμνονα,» είπε ο Βάνμιρ. «Επομένως, δεν μπορούσε να είναι τίποτ’άλλο από νεκρενοικημένος δολοφόνος.»
«Ναι,» ένευσε ο Έζβαρ· «συνήθως, τέτοια ονόματα παίρνουν.»
«Οπότε, η φίλη σου είναι ασφαλής, υποθέτω,» του είπε ο Ερφάνιρ.
Ο Βάνμιρ στράφηκε στην Αρχόντισσα Ρικέλθη. «Από τον νεκρενοικημένο, τουλάχιστον.»
Τα μάτια της Ρικέλθης στένεψαν.
Ο Βάνμιρ χαμογέλασε. Ποτέ δεν τον συμπαθούσε, η θεία του.
«Να προστάξω τώρα να πάρουν το κουφάρι;» ρώτησε ο Άργκελ.
«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε,» απάντησε ο Έζβαρ.
Ο Βασιληάς έκανε νόημα στους υπηρέτες, οι οποίοι, υποκλινόμενοι, υπάκουσαν, σκεπάζοντας τον νεκρό και σηκώνοντάς τον στα χέρια, για να τον βγάλουν από την αίθουσα.
Ο Άργκελ κοίταξε το καινούργιο τραπέζι, που ήταν στημένο σε μια από τις μη-καμένες άκριες του δωματίου. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε την κουβέντα μας,» είπε στους υπόλοιπους.
«Θα παρακαλούσα οι υπηρέτες να φύγουν, Μεγαλειότατε,» ζήτησε ο Βάνμιρ. «Και οι φρουροί.»
Ο Άργκελ ανασήκωσε ένα φρύδι. «Και οι φρουροί;»
«Μεγαλειότατε, εμπιστευτείτε με· δε σχεδιάζω τίποτα κακό. Ό,τι πούμε πρέπει να μείνει μεταξύ μας.»
—Πες του ν’ανάψει και μια μεγάλη φωτιά στο τζάκι—είπε ο Ράζλερ μέσα στο μυαλό του.
—Γιατί;—
—Θα τη χρειαστώ—
—Σε τι πράγμα; Δεν πιστεύω να—
—Ζήτησες από το Βασιληά να σε εμπιστευτεί, Βάνμιρ· τώρα πρέπει εσύ να εμπιστευτείς εμένα—
«Καλώς,» είπε ο Άργκελ, γνέφοντας. Απομακρύνθηκε λίγο από τον Άρχοντα του Ράλτον και τους υπόλοιπους και έκανε να μιλήσει στους υπηρέτες και στους στρατιώτες. Όμως ο Βάνμιρ τον διέκοψε:
«Μεγαλειότατε, με συγχωρείτε. Μπορείτε να πείτε να μας ανάψουν μια φωτιά στο τζάκι, εκεί;» Έδειξε, δίπλα στο τραπέζι.
Ο Άργκελ στράφηκε, συνοφρυωμένος. «Σε τι θα μας χρειαστεί;»
«Κατ’αρχήν, για να μην κρυώνουμε. Κατά δεύτερον… εμπιστευτείτε με.»
Η Ακάρθα τον κοίταξε καχύποπτα. Ο Άργκελ επίσης.
«Τι θα κάνεις;» απαίτησε η Βασίλισσα. «Μάγια;»
—Τι διάολο θα κάνεις, Ράζλερ;—
—«Μάγια»…—αποκρίθηκε εκείνος, μιμούμενος τέλεια τη φωνή της Βασίλισσας—Θα τους δείξω πράγματα, ανόητε. Πράγματα που μπορώ να τους δείξω μόνο μέσα απ’τη φωτιά—
«Μεγαλειοτάτη. Μεγαλειότατε,» είπε ο Βάνμιρ επίσημα. «Θα μας χρειαστεί για να σας δείξουμε κάποια πράγματα μέσα από τις φλόγες. Δεν είναι τίποτα το επικίνδυνο. Δείτε το ως μαντεία.»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Άργκελ, και η Ακάρθα τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα.
Ο Βασιληάς στράφηκε πάλι στους υπηρέτες και στους φρουρούς. «Βγείτε,» πρόσταξε. «Όλοι. Δε θέλω κανείς να μείνει στην αίθουσα. Κλείστε και την πόρτα πίσω σας. Όποιον πιάσω να κρυφακούει, θα του κόψω τ’αφτιά. Αλλά, προτού φύγετε, ας ανάψει κάποιος το τζάκι.» Το έδειξε. «Γρήγορα.»
Οι άνθρωποι του παλατιού υποκλίθηκαν, μουρμουρίζοντας «Μάλιστα, Βασιληά μου», «Ως προστάξετε, Μεγαλειότατε», και «Όπως επιθυμείτε, Μεγάλε Άρχοντα της Αστροφώτιστης Νουάλβορ». Ένας πλησίασε το τζάκι και το άναψε σε χρόνο μηδέν, ενώ οι άλλοι έφευγαν από την αίθουσα· ύστερα, εγκατέλειψε κι αυτός το δωμάτιο, και μια γενικότερη σιγή απλώθηκε.
«Ας καθίσουμε, λοιπόν,» πρότεινε ο Άργκελ, κάνοντας μια ευγενική χειρονομία προς το τραπέζι.
Οι υπόλοιποι υπάκουσαν, και ο Βασιληάς πήρε θέση τελευταίος, στην κορυφή του τραπεζιού.
«Λιόλα, Βάνμιρ, κύριε Ερφάνιρ, κυρία Ρικνάβαθ, σας ακούμε,» είπε, μπλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών του αναμεταξύ τους.
«Θα μιλήσω ακόμα μία φορά για τα περασμένα γεγονότα, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, «ώστε να τα μάθουν και όσοι δεν τα γνωρίζουν.» Έριξε μια ματιά στον Ρόλμαρ.
«Ασφαλώς,» είπε ο Άργκελ· «όπως επιθυμείς.»
Ο Βάνμιρ μίλησε για τη Ρικνάβαθ –αν και δεν μπήκε σε λεπτομέρειες, σχετικά με το Μεγάλο Θηρίο και την επίθεση στο Ράλτον–, για τον Άνκαραζ, και για τον Εχθρό. Ύστερα, συνέχισε, εξηγώντας τι έγινε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου και στο σπίτι του δαιμονολόγου Ερφάνιρ. Τέλος, έδωσε το λόγο στην Πριγκίπισσα Λιόλα, η οποία είπε:
«Είναι αλήθεια. Νόμιζα, όντως, ότι η Λιάμνερ Κρωθ, η θεά των Ρουζβάνων, επικοινωνούσε μαζί μου. Είχα προσπαθήσει να την επικαλεστώ, κι εκείνη είχε απαντήσει. Μου είχε υποσχεθεί διάφορα πράγματα…» Το βλέμμα της κατέβηκε στην επιφάνεια του τραπεζιού· αναστέναξε. Έμοιαζε ακόμα να μην μπορεί να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί· έμοιαζε ακόμα να θεωρεί ότι ο Βάνμιρ ήθελε να την κοροϊδέψει, για να νικήσει ο Άνκαραζ.
«Και έκανες εκείνη τη συμφωνία με τον Εχθρό, ώστε να τελειώσουν όλα…» είπε ο Άργκελ στον Βάνμιρ.
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε· δεν υπήρχε άλλος τρόπος επίλυσης του προβλήματος. Αν δεν είχα κάνει τη συμφωνία, ο Ρόλμαρ θα βρισκόταν ακόμα παγιδευμένος στο Μάτι του Κυκλώνα.»
«Ο Ουρανολίθινος Θρόνος, όμως, ίσως τώρα να βρίσκεται σε κίνδυνο, Βάνμιρ, εξαιτίας σου,» τόνισε ο Άργκελ, καρφώνοντάς τον μ’ένα βλέμμα που έμοιαζε να ήθελε να διεισδύσει στα άδυτα της ψυχής, του νου, και του υποσυνειδήτου του αυτοεξόριστου Άρχοντα από το Ράλτον.
«Δεν είναι έτσι, Μεγαλειότατε–»
«Δε σε ελέγχει ο Εχθρός;»
«Δε δύναμαι να ελέγχω κανέναν, παρά μόνον εκείνους που οι ίδιοι μού προσφέρουν τον έλεγχο του εαυτού τους, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα.»
Άπαντες στράφηκαν στο αναμμένο τζάκι, και παρατήρησαν ότι οι φλόγες είχαν πάρει τη μορφή ενός… παραθύρου, μέσα στο οποίο φαινόταν ένας άντρας, καθισμένος σε ξύλινο θρόνο και ντυμένος στο χρυσάφι και στο ασήμι, βαστώντας ένα λευκό σκήπτρο στο δεξί χέρι… το οποίο ο Ρόλμαρ αναγνώριζε, γιατί στην κορυφή του υπήρχε ο γυαλιστερός λίθος που τον είχε παγιδέψει: Το Μάτι του Κυκλώνα! Ρίγησε, καθώς οι εφιαλτικές αναμνήσεις επανέρχονταν στο νου του. Ήταν όλα σαν όνειρο. Θεοί…
Ο άντρας που είχε εμφανιστεί μέσα στη φωτιά διέθετε μαύρο δέρμα, και το κεφάλι του ήταν γυμνό από μαλλιά και μούσια.
«Χαίρετε,» είπε, μιλώντας άπταιστα τη Γλώσσα των Ωθράγκος. «Ονομάζομαι Φανλαγκόθ. Αυτοκράτορας Φανλαγκόθ. Και είμαι γόνος του τελευταίου Αυτοκρατορικού Οίκου της Οντον’γκόκι.»
«Χαίρετε, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ,» αποκρίθηκε ο Άργκελ, ύστερα από λίγα λεπτά αμηχανίας. «Δε σας έχω ξανακούσει. Ποια είναι η Αυτοκρατορία σας; Σίγουρα, πρέπει να είναι πολύ μακριά από εδώ…»
Ο Ράζλερ γέλασε. «Βασιληά Άργκελ,» είπε, «το Νόρβηλ είναι μέρος της Αυτοκρατορίας μου.»
«Αλήθεια;» αποκρίθηκε, μ’αρκετή δόση ειρωνείας στη φωνή του, ο Άργκελ. «Από πότε;»
«Από πολύ παλιά, παρότι οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν,» εξήγησε ο Φανλαγκόθ. «Μην το παίρνετε αυτό αρνητικά, Βασιληά μου. Είμαι καλός με τους υπηκόους μου. Εξάλλου, δε γίνεται αλλιώς: ένας από εμάς θα έπρεπε να είναι Αυτοκράτορας σε τούτα τα μέρη.»
«Ένας από εσάς;»
«Όπως σας εξήγησε και ο Βάνμιρ, Βασιληά Άργκελ, δεν είμαι μόνος σε τούτο τον κόσμο· έχω και συγγενείς… δυστυχώς ή ευτυχώς. Μάλλον, δυστυχώς.» Χαμογέλασε. «Φαίνεται πως δεν κατανοείτε το αστείο μου. Δεν πειράζει.» Έκανε μια αδιάφορη κίνηση με το Μάτι του Κυκλώνα (ο Ρόλμαρ ρίγησε, ατενίζοντας τον λίθο). «Η ουσία είναι ότι ένας πολύ σημαντικός πόλεμος διαδραματίζεται στην Κουαλανάρα, ο οποίος κρύβεται πίσω από άλλους πολέμους και διάφορα γεγονότα που πιθανώς να φαίνονται ασήμαντα, μα για μένα και την οικογένειά μου δεν είναι.»
«Και τι θέλεις τώρα; Ήδη κορόιδεψες την κόρη μου, και παραλίγο να τη σκοτώσεις· περιμένεις ευχαριστώ γι’αυτό; Για να μην αναφέρω καλύτερα τα γεγονότα με τους ακόλουθους του Άνκαραζ… Αυτοκράτορά μου.»
«Ήταν αναγκαίο να κοροϊδέψω την κόρη σας, Βασιληά Άργκελ· δυστυχώς, εκείνη τη στιγμή, δεν μπορούσα να ενεργήσω διαφορετικά. Όσον αφορά τους ακόλουθους του Άνκαραζ, εγώ δε φταίω γι’αυτούς. Ο Θεός του Αίματος φαίνεται να με φοβάται… για κάποιο λόγο. Ή, ίσως όλα τούτα να είναι μια πρόφαση· αργά ή γρήγορα, θα προσπαθήσει να σας πάρει την εξουσία, Βασιληά μου…»
«Δε θα επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο,» δήλωσε ο Άργκελ.
«Τα γεγονότα βρίσκονται ήδη εν εξελίξει,» τον πληροφόρησε ο Φανλαγκόθ. «Και ό,τι κι αν κάνετε, δεν μπορείτε να δώσετε γρήγορο και αναίμακτο τέλος. Ωστόσο, δε θα προσφέρω άλλες συμβουλές δωρεάν, παρότι το Βασίλειό σας αποτελεί μέρος της Αυτοκρατορίας μου. Θέλω κάτι από εσάς, Βασιληά Άργκελ· κάτι πολύ σημαντικό.» Τα μάτια του Ράζλερ στένεψαν, και φλόγες θα νόμιζε κανείς πως τρεμόπαιξαν εντός τους. «Δείτε το ως φόρο υποτέλειας.»
«Περιμένω ν’ακούσω τον… φόρο.»
«Ο ουρανόλιθος, Βασιληά Άργκελ,» δήλωσε, ήρεμα, ο Φανλαγκόθ. «Τον θέλω όλο. Ακόμα και τα κομμάτια που δεν βρίσκονται στον θρόνο σας.»
«Τι εννοείς; Δεν υπάρχουν άλλα–»
«Δεν ξέρετε πού είναι, θέλετε να πείτε, Βασιληά Άργκελ· αλλά εγώ γνωρίζω. Τέλος πάντων, ας μη χρονοτριβούμε… Η απάντησή σας;»
«Θα πρέπει να μου εξηγήσεις περισσότερα, προτού σου απαντήσω.»
Ο Φανλαγκόθ αναστέναξε. «Εντάξει,» συγκατένευσε. «Κατ’αρχήν, δε χρειάζεται να πάρετε τον ίδιο τον θρόνο και να τον φέρετε σε μένα· αυτό δε θα έχει κανένα νόημα απολύτως. Εκείνο που, ουσιαστικά, ζητώ από εσάς είναι μια υπόσχεση, ότι ο υπηρέτης μου στο Νόρβηλ, ο Βάνμιρ, θα μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να αγγίξει το θρόνο, ώστε να αντλήσει τη δύναμή του και να μου την προσφέρει.»
«Για ποιο λόγο θέλεις τη δύναμη του ουρανόλιθου;» ρώτησε ο Άργκελ.
«Ο ουρανόλιθος αποτελεί σημαντικό όπλο ενάντια στον αδελφό μου, Νουτκάλι, και στον πατέρα μου, Λιζναγκάρ. Και δεν πρόκειται να τον χρησιμοποιήσω αλόγιστα, αφού, όπως θα παρατηρήσατε και ο ίδιος, εξαντλείται. Προσέξτε μόνο την εγκοπή που δημιουργήθηκε επάνω στον θρόνο, εκεί όπου τον άγγιξε η κόρη σας.»
«Τι ακριβώς μπορείς να κάνεις μέσω του ουρανόλιθου;» Η ερώτηση δεν προήλθε από τον Άργκελ, αλλά από τη Νιρκένα
«Αγαπητή Βασίλισ– Με συγχωρείτε· Πριγκίπισσα, ήθελα να πω: Πριγκίπισσα Νιρκένα.»
Για μια στιγμή, η όψη της Νιρκένα είχε αγριέψει και τα μάτια του Άργκελ είχαν στενέψει.
Ο Ρόλμαρ το παρατήρησε τούτο, και απόρησε. Τι ήθελε να πει αυτός ο Ράζλερ; Σίγουρα δεν του «ξέφυγε»…
Ο Φανλαγκόθ συνέχισε: «Ο ουρανόλιθος μού δίνει δυνάμεις για να αντιμετωπίσω τους εχθρούς μου, όπως ήδη εξήγησα. Δε νομίζω πως χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες τώρα. Φτάνει να γνωρίζετε ότι μπορώ να –και θα– προστατέψω το Νόρβηλ σε περίπτωση ανάγκης. Δηλαδή, σε περίπτωση που ο αδελφός μου ή ο πατέρας μου έρθουν εδώ, για ν’αρπάξουν εκείνο που δικαιωματικά πλέον μου ανήκει.»
«Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ,» είπε ο Άργκελ, «θα πρέπει να επιμείνω σ’αυτό που ρώτησε η Νιρκένα: Τι ακριβώς μπορείτε να κάνετε με τον ουρανόλιθο;»
«Βασιληά μου, έχουμε πολύ σημαντικότερα –και επείγοντα– θέματα να συζητήσουμε–»
«Παραταύτα, θα ήθελα να ξέρω.»
«Είστε πολύ επίμονος.»
«Η ασφάλεια του Βασιλείου μου διακυβεύεται… Και, ουσιαστικά, δεν γνωρίζω τίποτα για εσάς, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ.» Ο Ρόλμαρ παρατήρησε ότι ο Άργκελ είχε αρχίσει τώρα να μιλά στον πληθυντικό στον Ράζλερ. Γιατί, άραγε; Είχε απλά ο μονάρχης ηρεμήσει, κι επομένως ανακτήσει τους παλιούς, ευγενικούς του τρόπους, ή κάτι άλλο συνέβαινε;
«Το θέμα θα ήταν κουραστικό, να το αναλύσω τώρα,» αποκρίθηκε ο Φανλαγκόθ, «και οι περισσότεροι, άλλωστε, δε θα το κατανοούσαν. Πιστεύω πως αρκεί να σας πω ότι, με τη δύναμη του ουρανόλιθου, μπορώ να αλλοιώσω την ίδια την πραγματικότητα· μπορώ να κάνω πράγματα που δεν έχει κάνει ποτέ κανείς στην Ιστορία της Κουαλανάρα. Όπως σας εξήγησε ο Βάνμιρ, έχω την ικανότητα να βλέπω στο μέλλον, και όχι μόνο στο μέλλον, μα και στο παρελθόν και στο παρόν, και σ’όλες τις πιθανές εκδοχές του καθενός από αυτά. Ωστόσο, δε δύναμαι να τα αλλοιώνω· είμαι υποχρεωμένος ν’ακολουθώ δρόμους και να προσπαθώ να ‘στρίψω’ σε κάποια εφικτά σημεία, ώστε να αλλάξω πορεία. Ο ουρανόλιθος, βέβαια, δε μου προσφέρει τη δύναμη να τα μεταβάλλω όλα τούτα, όμως μου επιτρέπει να μεταβάλλω και να παράγω ύλη, δημιουργώντας έτσι καινούργιους, ανύπαρκτους μέχρι στιγμής δρόμους στο χωροχρονικό συνεχές.»
«Φοβάμαι πως με χάσατε τελείως…» παραδέχτηκε ο Άργκελ. «Και ίσως επίτηδες,» πρόσθεσε.
«Σας είχα προειδοποιήσει,» αποκρίθηκε ο Φανλαγκόθ. «Πείτε μου, Βασιληά Άργκελ: θα μπορούσατε αυτή τη στιγμή ν’ανεβείτε σ’ένα άτι και, καβαλικεύοντάς το, να πηδήσετε από ένα απ’τα παράθυρα της αίθουσας; Χωρίς, φυσικά, να βγείτε από εδώ, ώστε να φέρετε ένα άλογο από τους στάβλους.»
Ο Άργκελ γέλασε. «Αυτό είναι παράλογο, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ. Ασφαλώς, αστειεύεστε ξανά…»
«Αν με τη δύναμη του ουρανόλιθου δημιουργούσα ένα άλογο, θα μπορούσε το ‘παράλογο’ να γίνει, τουλάχιστον, ‘εφικτό’;»
Ο Άργκελ φάνηκε σκεπτικός. «Υποθέτω πως ναι…»
«Έτσι, λοιπόν, ο ουρανόλιθος μού προσφέρει τη δυνατότητα να χαράζω δρόμους που, πριν, δεν υπήρχαν. Μπορώ να πολλαπλασιάσω το χωροχρονικό συνεχές της Κουαλανάρα, Βασιληά μου.»
«Νομίζω ότι καταλαβαίνω τώρα… κάπως,» αποκρίθηκε ο Άργκελ, γνέφοντας καταφατικά. «Κάπως.»
«Ωραία,» είπε ο Φανλαγκόθ. «Ας προχωρήσουμε, λοιπόν–»
«Πρέπει, όμως, να μάθω περισσότερα για εσάς.»
Ο Φανλαγκόθ αναστέναξε. «Το ήξερα ότι θα το λέγατε αυτό, Βασιληά μου. Ακούστε, λοιπόν: Είμαι γιος –πρώτος γιος– του τελευταίου Αυτοκράτορα της Οντον’γκόκι, Λιζναγκάρ–»
«Τελευταίου Αυτοκράτορα της Οντον’γκόκι;» είπε ο Ρόλμαρ. «Διατηρείται ακόμα αυτός ο τίτλος; Από ποιους; Η Οντον’γκόκι είναι, απ’όσο ξέρω, μια έρημη κι επικίνδυνη ήπειρος.»
«Δεν είναι απλά επικίνδυνη, Ρόλμαρ,» απάντησε ο Φανλαγκόθ, «και δεν είναι καθόλου έρημη. Όσον αφορά τον τίτλο του Αυτοκράτορα, αναφέρομαι στο παρελθόν: στον τελευταίο Αυτοκράτορα της Οντον’γκόκι, προτού γίνει η καταστροφή.»
«Αποκλείεται να ζεις τόσα χρόνια!» είπε ο Άργκελ, επιστρέφοντας στον ενικό –μάλλον, λόγω της έκπληξής του.
«Κι όμως, ζω,» δήλωσε ο Φανλαγκόθ.
«Ψεύδεσαι.»
«Καθόλου, Βασιληά του Νόρβηλ, καθόλου. Έχετε ακούσει για τη Μαύρη Κατάρα;»
«Νομίζω πως ήταν η αιτία καταστροφής της Οντον’γκόκι. Έτσι λένε, τουλάχιστον…»
«Αληθεύει. Έγινε κάποιο… πείραμα, ας πούμε, στην καρδιά της ηπείρου, το οποίο απέτυχε. Αποτέλεσμα του πειράματος ήταν η Μαύρη Κατάρα. Και αποτέλεσμα της Μαύρης Κατάρας είμαι εγώ, όπως με βλέπετε, καθώς επίσης και αρκετοί άλλοι παρόμοιοι μ’εμένα… Μεταλλαχτήκαμε, θα μπορούσατε να πείτε, Μεγαλειότατε. Ήρθαμε πολύ κοντά στην Πρωτοπλασματική Μάζα, και γίναμε ένα μ’αυτήν! Το συναίσθημα είναι υπέροχο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω. Ωστόσο…» πρόσθεσε, κάπως σιγανά, «δε θα σας πρότεινα να το δοκιμάσετε, αν μπορείτε να το αποφύγετε. Γιατί εμείς, τουλάχιστον, έχουμε τρελαθεί. Έχουμε χάσει το μυαλό μας. Ω ναι, το γνωρίζουμε, Βασιληά μου· μην εκπλήσσεστε απ’αυτό. Πολλές φορές, το ότι γνωρίζεις πως είσαι τρελός δε σου επιτρέπει κιόλας να μεταβάλεις την κατάστασή σου προς το πιο σώφρον. Είναι αδύνατον, από τη στιγμή που μπορείς να βλέπεις τα πάντα ως Ένα, από τη στιγμή που μπορείς να κοιτάζεις μέσα στο χωροχρονικό συνεχές, μέσα στην αληθινή φύση της Κουαλανάρα, όπως εσείς τώρα κοιτάτε εμένα. Λόγια δεν υπάρχουν για να το περιγράψουν…»
«Και τι συμβαίνει, επί του παρόντος, στην Οντον’γκόκι, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ; Είπατε ότι δεν έχει ερημώσει, όπως όλοι πιστεύουν…»
«Η Οντον’γκόκι έχει γίνει ένα… παράξενο για σας μέρος. Αλλάζει, μεταβάλλεται· το ίδιο και οι κάτοικοί της, όσο βρίσκονται εκεί. Υπάρχει μια τρύπα σ’ένα σημείο, η οποία βγάζει κατευθείαν στην Πρωτοπλασματική Μάζα, και η Πρωτοπλασματική Μάζα έχει εξαπλωθεί, έχει καλύψει την ήπειρο· ωστόσο, αδυνατεί να διασχίσει τους ωκεανούς της Κουαλανάρα και να καταβροχθίσει τα πάντα. Φαίνεται πως έχει περισσότερη δύναμη στην ξηρά παρά στη θάλασσα. Η θάλασσα, ίσως επειδή είναι φύσει αεικίνητη, μπορεί και της αντιστέκεται καλύτερα. Έτσι, η ισορροπία δεν έχει διαταραχτεί –όχι εντελώς, τουλάχιστον. Πάντως, η ουσία είναι πως το να πηγαίνεις στην Οντον’γκόκι είναι σαν να μπαίνεις μέσα στην ίδια την Πρωτοπλασματική Μάζα, ή σχεδόν…»
Ο Βάνμιρ αισθανόταν γοητευμένος απ’όσα άκουγε. Κοιτούσε τον Ράζλερ σαν μαγεμένος. Τα πράγματα που φαινόταν να ξέρει αυτό το πλάσμα! Τα πράγματα που φαινόταν να ξέρει! Ίσως θα μπορούσε να με μάθει κάτι… Κάτι –ό,τι είναι δυνατόν να κατανοήσω!
«Επαρκούν τούτα, Βασιληά Άργκελ;»
«Ας πούμε πως ναι. Αλλά έχω μια απορία, Αυτοκράτορά μου: Γιατί βρίσκεστε σε πόλεμο με τους συγγενείς σας; Με τον πατέρα και τον αδελφό σας;»
«Τα πράγματα άρχισαν ως έξης: Ο πατέρας επηρεάστηκε πρώτος απ’τη θανατηφόρα Κατάρα· τον κηδέψαμε κανονικά, ασφαλώς, μα δεν είχε πεθάνει.» Ο Φανλαγκόθ μειδίασε. «Μέσα στο μαυσωλείο, βάδιζε, φορτιζόμενος σταδιακά από τις δυνάμεις της Πρωτοπλασματικής Μάζας. Στην αρχή, βέβαια, ήταν νεκρός –ή, τουλάχιστον, έτσι φαινόταν–, γιαυτό κιόλας τον κηδέψαμε…
»Προτού, όμως, πεθάνει, ψάξαμε παντού στην Οντον’γκόκι για γιατρικό, ώστε να θεραπεύσουμε την ασθένειά του, η οποία σκαρφάλωνε σαν μαυρίλα επάνω στο δέρμα του –κι αυτή ήταν, τελικά, που τον σκότωσε (ή, μάλλον, που τον μετάλλαξε), γιατί δε βρήκαμε πουθενά θεραπεία. Σ’εκείνες τις αναζητήσεις, ο αδελφός μου, Νουτκάλι, χάθηκε· εξαφανίστηκε, και κανείς δεν ήξερε τι είχε γίνει· υποπτευόμασταν πολλά, μα κανένας δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Φυσικά, η Μαύρη Κατάρα τον είχε επηρεάσει…
»Για να μην τα πολυλογώ, ύστερα από τον φαινομενικό θάνατο του πατέρα, η ασθένεια άρχισε να εξαπλώνεται σ’ολάκερη την ήπειρο: μια μαυρίλα ακατονόμαστη, και συνοδευόμενη από τερατουργήματα –πλάσματα για τα οποία οι γλώσσες της Κουαλανάρα δεν έχουν ονόματα. Τα πλάσματα αυτά και η ασθένεια καταβρόχθισαν την Αυτοκρατορία μου· δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα για ν’αντισταθούμε. Στο τέλος, έδιωξα τη μητέρα και την αδελφή μου από την πρωτεύουσα Σιντοκάθ και έμεινα μόνος στο θρόνο, έχοντας ετοιμάσει ένα… ξόρκι. Χα-χα-χα-χα!… Τι ανόητος που ήμουν· νόμιζα ότι μ’αυτό θα σταματούσα τους εχθρούς μου. Μα τη Μάζα, το σκέφτομαι και είναι τόσο αστείο!
»Τέλος πάντων, περίμενα, καθισμένος στο Θρόνο του Δράκου. Η πόρτα της αίθουσας άνοιξε και είδα, προς έκπληξή μου, τον Νουτκάλι. Χρησιμοποίησα το ξόρκι μου επάνω του, κι εκείνος γέλασε… δικαιολογημένα, πρέπει να πω.» Ο Φανλαγκόθ χαμογέλασε πλατιά. «Και με προσκάλεσε να επισκεφτούμε τον πατέρα, στο μαυσωλείο.»
«Τι συνέβη εκεί;» ρώτησε ο Άργκελ.
«Τσακωθήκαμε. Εγώ κατηγορούσα τον πατέρα, που δε μας ειδοποίησε αμέσως, που συμμάχησε με τον ακατονόμαστο εχθρό· ο πατέρας κατηγορούσε εμένα και το Νουτκάλι, που δεν του βρήκαμε γιατρειά εγκαίρως· ο Νουτκάλι μάς είπε και τους δύο ηλίθιους, υποστηρίζοντας πως έτσι, μεταλλαγμένοι, ήμασταν καλύτερα, και πως, αφού εκείνος μπήκε θριαμβευτής στην αίθουσα του θρόνου, όφειλε να γίνει και ο νέος Αυτοκράτορας. Ο πατέρας τον κατηγόρησε ως προδότη· ο Νουτκάλι τον αποκάλεσε αχάριστο. ‘Ποτέ δε θα έβγαινες από το καταραμένο μαυσωλείο, αν εγώ δε σου άνοιγα την πόρτα, γέρο!’ θυμάμαι πως γρύλισε. Εγώ είπα πως κι οι δυο τους ήταν τρελοί και προδότες της Αυτοκρατορίας (πράγμα που είναι αλήθεια, εξάλλου!), επομένως εγώ όφειλα να γίνω Αυτοκράτορας –και είχα το δίκιο με το μέρος μου! Εκείνοι, όμως, αρνήθηκαν να υποκλιθούν ενώπιόν μου, όπως το περίμενα, και πόλεμος ξεκίνησε. Ορισμένα πλάσματα της Μάζας συμμάχησαν μ’εμένα, ορισμένα με τον Νουτκάλι, κι ορισμένα με τον πατέρα. Υπήρχε, ωστόσο, ένα πρόβλημα: κανείς δεν μπορούσε να νικήσει, γιατί, στην Οντον’γκόκι, κανείς δεν πεθαίνει!
»Συνεπώς, βρισκόμασταν σε τρομερό αδιέξοδο, χωρίς κανένας να υπερισχύει. Και αποφασίσαμε ότι η μάχη δε θα κρινόταν από το ποιος έλεγχε την Οντον’γκόκι, παρά από το ποιος έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Κουαλανάρα. Όλη τούτη η ιστορία είναι ένα παιχνίδι, βλέπετε· ένας πόλεμος, για τον οποίο κανείς άλλος στον κόσμο, εκτός από εμάς, δεν γνωρίζει! Χα-χα-χα-χα-χα…!
»Δεν καταλαβαίνετε το αστείο, παρατηρώ. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία. Η κατάσταση έτσι είναι, μέχρι στιγμής. Και θα πρέπει να θεωρείτε τους εαυτού σας τυχερούς, που βρίσκομαι εγώ εδώ και όχι ο αδελφός μου ή ο πατέρας μου.»
«Πού είναι αυτοί οι δύο;» ρώτησε ο Ρόλμαρ.
«Ο Νουτκάλι είναι στη Λιάμνερ-Κρωθ, και τα σχέδιά του μ’ανησυχούν –γι’αυτά, μάλιστα, θέλω να σας μιλήσω, αλλά όλο άσχετες ερωτήσεις μού κάνετε! Ο Λιζναγκάρ… Ο πατέρας δεν ξέρω πού βρίσκεται, επί του παρόντος, κι αυτό μ’ανησυχεί πολύ, γιατί σημαίνει ότι, πρώτον, κρύβεται καλά από τη Ματιά μου και, δεύτερον, έχει κατά νου κάτι πολύ μεγάλο και επικίνδυνο.»
Οι παρευρισκόμενοι γύρω απ’το τραπέζι αλληλοκοιτάχτηκαν, για λίγο, χωρίς κανείς να μιλά. Ύστερα, ο Βασιληάς Άργκελ ξεφύσησε κι ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα.
«Εντάξει, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ,» είπε, «έχετε την άδειά μου να χρησιμοποιήσετε τον ουρανόλιθο. Αλλά,» τόνισε, «μόνο αν υπάρχει άμεση ανάγκη.»
«Ασφαλώς, Βασιληά Άργκελ,» συμφώνησε ο Φανλαγκόθ. «Δεν είμαι ανόητος, ώστε να σπαταλώ κάτι τόσο πολύτιμο.»
«Κι ελπίζω να μη φέρετε την καταστροφή του Βασιλείου μου…»
«Κάθε άλλο, Βασιληά μου!» τον διαβεβαίωσε ο Ράζλερ. «Εγώ θέλω να διατηρήσω το Βασίλειό σας. Μου είναι πολύτιμο στον πόλεμό μου.»
«Είπες κάτι για τον αδελφό σου, όμως, και για τη γη των Ρουζβάνων. Τι ακριβώς συμβαίνει εκεί;» Ήταν ο Ρόλμαρ που μίλησε· και στο μυαλό του βρισκόταν η Νίθρα. Αναρωτιόταν αν ο Φανλαγκόθ ήξερε γι’αυτήν. Πρέπει να ξέρει· λογικά, πρέπει να ξέρει. Άλλωστε, αυτός δεν ήταν που προειδοποίησε τη Λιόλα για τον ερχομό μου; Και, για νάχουμε καλό ερώτημα, γιατί το έκανε αυτό; Αφού δεν ήταν, πραγματικά, η Λιάμνερ Κρωθ! Γιατί ήθελε ο Σάβμιν να πάρει τη Νίθρα; Πρέπει να τον ρωτήσω, αλλά ιδιαιτέρως…
«Αααα, επιτέλους!» είπε ο Φανλαγκόθ μέσα από τις φλόγες. «Επιτέλους, αρχίζουμε να μπαίνουμε στο θέμα. Στη Λιάμνερ-Κρωθ υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα, για το οποίο ευθύνεται ο αδελφός μου. Ο Νουτκάλι, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται ανάμεσα στους… διασκεδαστές της Βασίλισσας Καλβάρθα του Νούφρεκ· του αρέσουν κι αυτού τα αστεία, σαν κι εμένα –ή, μάλλον, περισσότερο από εμένα. Έτσι, λοιπόν, παριστάνει τον προφήτη στη Ρουζβάνη Βασίλισσα, και οι προφητείες που της λέει είναι ψευδείς, καθώς προσπαθεί να στρέψει τα γεγονότα προς όφελός του.»
«Ποιο είναι το όφελός του;» ρώτησε ο Ρόλμαρ.
«Υπομονή,» είπε ο Φανλαγκόθ. «Θα ερχόμουν και σ’αυτό. Ο Νουτκάλι ευελπιστεί να ενώσει την Αυτοκρατορία των Ρουζβάνων, την Αυτοκρατορία που διαλύθηκε χρόνια πριν. Και επιθυμεί, ασφαλώς, να είναι ο Αυτοκράτοράς της, άμεσα ή έμμεσα. Ύστερα, σκοπεύει να στρέψει τους Ρουζβάνους εναντίον των Ωθράγκος και να πάρει τον ουρανόλιθο για τον εαυτό του–»
«Τι!» έκανε ο Άργκελ.
«Ναι, Βασιληά του Νόρβηλ, έτσι είναι. Γιαυτό σου λέω ότι κινδυνεύεις.»
«Γιατί να μην του δώσω κατευθείαν τον τρισκατάρατο ουρανόλιθο και να ξεμπερδεύω μαζί του; Θα φέρεις, μήπως, εσύ κάποια αυτοκρατορία να με πολεμήσει, αν το κάνω;»
Ο Φανλαγκόθ γέλασε. «Αρχίζετε να αποκτάτε τη δική μου αίσθηση του αστείου, Βασιληά Άργκελ!» παρατήρησε. «Η απάντηση είναι όχι, φυσικά. Ωστόσο, ακόμα κι αν του δώσετε τον ουρανόλιθο, ο Νουτκάλι θα σας πολεμήσει, ούτως ή άλλως, επιθυμώντας να αποκτήσει μεγαλύτερο μέρος της Κουαλανάρα και να νικήσει εμένα και τον πατέρα στο παιχνίδι μας.»
«Πώς το ξέρω ότι δεν ψεύδεσαι;»
«Δοκιμάστε να του δώσετε τον ουρανόλιθο και θα δείτε τι θα συμβεί,» τον προκάλεσε ο Φανλαγκόθ.
«Καλά, συνέχισε…» είπε ο Άργκελ. «Αν και πρέπει να ομολογήσω ότι όσα λες μου φαίνονται μάλλον απίθανα! Γιατί οι Ρουζβάνοι να μας επιτεθούν; Θα ακούσουν, έτσι απλά, έναν τρελό Ράζλερ;»
«Βασιληά Άργκελ, μη σκέφτεστε τόσο απλά! Όπως γνωρίζω ότι πολύ καλά γνωρίζετε, μπορούν να… κατασκευαστούν διάφορες αιτίες πολέμου και αναταραχών. Και φανταστείτε τι μπορεί να κατασκευάσει ένας άνθρωπος σαν τον αδελφό μου, ο οποίο κοιτάζει διαρκώς στο χωροχρονικό συνεχές της Κουαλανάρα, ακριβώς όπως εγώ και ο πατέρας. Μη γελιέστε, Βασιληά μου, ο Νουτκάλι έχει τη δύναμη να στρέψει τους Ρουζβάνους εναντίον σας –εναντίον όλων των Ωθράγκος–, και θα το κάνει, είτε του δώσετε τον ουρανόλιθο είτε όχι.
»Αλλά το ζήτημα δεν είναι αυτό. Τούτα είναι, για την ώρα, μακρινά γεγονότα, που ίσως να επέλθουν, ίσως όχι…»
Ο Άργκελ αναστέναξε. «Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ, θα με κάνεις εμένα τρελό μ’όσα μου λες! Πού θέλεις να καταλήξεις;»
«Προς το παρόν, ο Νουτκάλι βρίσκεται στην αρχή της ολοκλήρωσης του σχεδίου που ονομάζει Επανένωση της Αυτοκρατορίας των Ρουζβάνων, και έχει κάνει κάτι που μ’έχει παραξενέψει, οφείλω να ομολογήσω. Έχει φέρει στην ήπειρο Λιάμνερ-Κρωθ πλάσματα από την Οντον’γκόκι.»
«Γιατί είναι τόσο παράξενο αυτό;»
«Διότι δεν είναι καθόλου εύκολο να γίνει τούτη η μεταφορά και, μάλιστα, τόσο ξαφνικά. Τον τελευταίο καιρό, οι Ρουζβάνοι του Νούφρεκ διαμαρτύρονται ότι κάποια ‘Κτήνη’ –προερχόμενα από τους βάλτους Βενέβριαμ– σκοτώνουν το λαό και προκαλούν καταστροφές στην ύπαιθρο. Τα Κτήνη αυτά είναι σαν λύκοι, αλλά πολύ μεγαλύτερα και γεμάτα με εξανθήματα και φλεγμονές, αποκρουστικά.»
«Μας περιγράφεις τα πλάσματα που έχει φέρει ο αδελφός σου, έτσι;»
«Φυσικά. Και είναι πολλά. Κανονικά, δε θα μπορούσε να τα μεταφέρει από την Οντον’γκόκι στη Λιάμνερ-Κρωθ· θα είχε μάθει όλη η Κουαλανάρα για τον ερχομό τους.»
«Πώς τα κατάφερε, λοιπόν;»
«Δείτε…»
Οι φλόγες του τζακιού τρεμόπαιξαν, και η εικόνα του Φανλαγκόθ χάθηκε, για να αντικατασταθεί από ένα βαλτώδες τοπίο, γεμάτο με λιμνάζοντα νερά, δέντρα, και κληματσίδες. Κι εκεί, στο κέντρο του τοπίου αυτού, βρισκόταν ένα πράγμα στρογγυλό: μια δίνη, η οποία περιστρεφόταν στον αέρα, έχοντας μαύρο χρώμα, διακοπτόμενο από ποικιλόχρωμες ασυνέχειες, πού και πού. Γύρω από τη δίνη βρίσκονταν συγκεντρωμένα πέντε από τα πλάσματα που είχε περιγράψει ο Ράζλερ, μοιάζοντας, όντως, με γιγαντόσωμους, μαυρότριχους λύκους που επάνω τους είχαν εξανθήματα και φλεγμονές αποκρουστικές στο μάτι. Εκείνη τη στιγμή, άλλο ένα από τούτα τα τέρατα έβγαινε μέσα από τη δίνη.
Η εικόνα του Φανλαγκόθ επανεμφανίστηκε. «Ο Νουτκάλι έχει δημιουργήσει ένα άνοιγμα, που ενώνει την ήπειρο Οντον’γκόκι μ’εκείνο το συγκεκριμένο σημείο της Λιάμνερ-Κρωθ.
»Επίσης, προσέξτε τη μαυρίλα που εξαπλώνεται…»
Ο Φανλαγκόθ χάθηκε ξανά, και ο βάλτος παρουσιάστηκε. Αλλά τώρα η δίνη φαινόταν από πιο κοντά, και γύρω της, επάνω στο λασπώδες νερό και στο έδαφος, η μαυρίλα για την οποία είχε μιλήσει ο Ράζλερ ήταν ευδιάκριτη· και, μάλιστα, έμοιαζε αφύσικη. Τέτοιο μαύρο χρώμα δεν θα μπορούσε κανείς να βρει πουθενά στην Κουαλανάρα.
Ο Φανλαγκόθ παρουσιάστηκε μέσα στις φλόγες. «Η Μαύρη Κατάρα θα έπληττε τη Λιάμνερ-Κρωθ, όπως ακριβώς έπληξε και την Οντον’γκόκι, αλλά η ίδια η ήπειρος, η ίδια η θεά Λιάμνερ Κρωθ, αντιστέκεται και δεν την αφήνει να εξαπλωθεί.
»Όμως εκείνο που παραξενεύει εμένα είναι το πώς κατάφερε ο Νουτκάλι να ανοίξει τη συγκεκριμένη πύλη στους βάλτους Βενέβριαμ, ώστε να έρθουν τα θηρία.»
«Δεν μπορείς να το ‘δείς’;» τον ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Κανονικά, θα μπορούσα,» είπε ο Φανλαγκόθ, «αλλά, όπως και ο πατέρας μου, έτσι κι ο αδελφός μου έχει τη δύναμη να μου κρύβει κάποια πράγματα, καλύπτοντας συγκεκριμένα χρονικά σημεία σε… ομίχλη, ας πούμε. Κι εγώ μπορώ να το κάνω, μην ανησυχείς…»
«Δεν έχεις καμια υποψία, σχετικά με το πώς τα κατάφερε;»
«Έχω, αλλά δεν είναι επί του προκειμένου.»
Ο Βάνμιρ συνοφρυώθηκε. «Μπορείς εσύ να δημιουργήσεις τέτοιο σχίσμα, μέσω του ουρανόλιθου;»
Ο Ράζλερ γέλασε. «Ναι, βέβαια…» Και πρόσθεσε, προτού μιλήσει ο Άργκελ: «Αλλά δε χρειάζεται να φοβάστε. Θα ήταν ανόητο να το κάνω. Όπως σας είπα, δεν έχει νόημα να μαχόμαστε σε μια ήπειρο σαν την Οντον’γκόκι, διότι εκεί κανείς δεν μπορεί να νικήσει.»
«Τότε, γιατί ο Νουτκάλι έκανε ό,τι έκανε;» ρώτησε ο Βασιληάς του Νόρβηλ.
«Επειδή, προφανώς, γνώριζε ότι η Λιάμνερ Κρωθ θα του αντιστεκόταν. Σκοπός του δεν ήταν να φέρει την Κατάρα, μονάχα τα πλάσματα της Μάζας.»
«Γιατί; Σε τι θα του χρειαστούν;»
«Έχει σχέδια.»
«Τι σχέδια;»
«Σχέδια μέσα σε σχέδια μέσα σε σχέδια. Θα μας πάρει ώρες, για να σας αναλύσω ένα μικρό μέρος αυτών. Δεν πιστεύω πως έχει νόημα.»
«Και τι έχει νόημα;» ρώτησε ο Άργκελ. «Γιατί μας τα λες όλ’αυτά;»
«Για να σας εξηγήσω ότι πρέπει, οπωσδήποτε, να κλείσουμε το άνοιγμα στους βάλτους Βενέβριαμ.»
«Εμείς;» απόρησε ο Άργκελ. «Εσύ έχεις τόσες υπεράνθρωπες δυνάμεις και–»
«Μη νομίζετε ότι είμαι παντοδύναμος, Βασιληά μου, γιατί δεν είμαι. Μπορώ απλά να κοιτάζω το χωροχρονικό συνεχές· αυτό είναι όλο, και δεν είναι λίγο. Όμως άλλο να κοιτάζεις από την κλειδαρότρυπα, άλλο ν’ανοίγεις την πόρτα. Έτσι, χρειάζομαι τη βοήθειά σας σ’ετούτο το πρόβλημα.»
«Πώς σκοπεύεις να κλείσεις το άνοιγμα;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Με τον ουρανόλιθο. Όμως πρέπει, πρώτα, κάποιος να πάει εκεί, στους βάλτους, για να το κατορθώσω· δεν έχω τη δύναμη να το κάνω από εδώ.»
«Δεν μπορείς να πας ο ίδιος στους βάλτους;» ρώτησε ο Ρόλμαρ.
«Θα με σκοτώσουν τα θηρία,» εξήγησε ο Φανλαγκόθ. «Σας είπα και πριν: δεν είμαι παντοδύναμος. Πρέπει, λοιπόν, να οργανωθεί μια ομάδα και να σταλεί στη Λιάμνερ-Κρωθ, προκειμένου να σφραγιστεί το άνοιγμα.»
«Πού μένεις αυτό τον καιρό, Ράζλερ;» Ήταν η Ρικνάβαθ που μίλησε.
Ο Φανλαγκόθ μειδίασε. «Το ξέρεις, έτσι δεν είναι; Το ξέρεις, στο περίπου…»
«Σ’ένα νησί βρίσκεσαι, και γύρω σου έχουν συγκεντρωθεί κάτι καθάρματα,» είπε η Ρικνάβαθ. «Το είδα σε όραμα.»
«Έχεις δίκιο: σε νησί κατοικώ, και γύρω μου, όντως, έχουν συγκεντρωθεί καθάρματα που με νομίζουν για δαίμονα και με υπηρετούν. Τους χρειάζομαι, βλέπεις.»
«Ποιο είναι το νησί;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Η Νήσος Άγκρεμ,» δήλωσε, ευθέως, ο Φανλαγκόθ.
«Το μεγαλύτερο νησί των Νήσων Λάβηθ,» είπε ο Άργκελ, «ανάμεσα στις ηπείρους Λιάμνερ-Κρωθ και Βάλγκριθμωρ.»
Ο Φανλαγκόθ ένευσε.
«Να υποθέσω ότι το μέρος είναι στρατηγικής σημασίας μέσα σ’αυτό το χωροχρονικό συνεχές;»
«Πράγματι, είναι, Βασιληά μου.»
Ο Ρόλμαρ ρώτησε: «Δηλαδή, μπορούμε να έρθουμε και να σε δούμε;»
Ο Φανλαγκόθ ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί όχι; Αν και τι νόημα θα είχε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που δύναμαι να επικοινωνώ μαζί σας όποτε το επιθυμώ;»
—Κάπως έτσι—πρόσθεσε, μιλώντας μέσα στο νου όλων τους—Όποτε θέλω, μπορώ να σας μιλήσω. Μπορώ να μιλήσω στον οποιοδήποτε. Μπορώ ν’αλλάξω και τη φωνή μου. Να την κάνω έτσι—Ακούστηκε σαν τον Άργκελ—Ή έτσι—Ακούστηκε σαν τον Βάνμιρ—Ή όπως θέλω—Μίλησε με μια άλλη, άσχετη φωνή.
«Πολύ ενδιαφέρον…» είπε ο Βασιληάς του Νόρβηλ. «Και πολύ επικίνδυνο,» τόνισε.
«Τα πάντα μπορούν να αποδειχτούν επικίνδυνα, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε ο Φανλαγκόθ. «Ακόμα κι ένα πιρούνι στα λάθος χέρια. Κι αυτή τη στιγμή, ο Νουτκάλι φοβάμαι πως κρατάει ένα σπαθί –το οποίο, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι επικινδυνότερο του πιρουνιού.»
«Οπότε, προτείνεις να στείλουμε μια ομάδα στη Λιάμνερ-Κρωθ…»
«Ναι. Και θα έλεγα ο Βάνμιρ να πάει, γιατί τον εμπιστεύομαι περισσότερο σε τέτοιες υποθέσεις–»
«Δεν ξέρεις καν τον αδελφό μου!» τον διέκοψε ο Ρόλμαρ. «Μόλις τον γνώρισες.»
«Ας μη λέμε αστεία!» αποκρίθηκε ο Φανλαγκόθ. «Τον γνωρίζω από τότε που έγινα αυτό που είμαι. Φυσικά και τον ξέρω πολύ καλά…
»Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα: Όσο θα λείπει ο Βάνμιρ, θα πρέπει κάποιος άλλος να είναι ο υπηρέτης μου εδώ, στο παλάτι: κάποιος πρόθυμος ν’αγγίξει τον ουρανόλιθο για μένα… Ποιος;»
«Εγώ,» είπε ο Άργκελ.
«Το ήξερα ότι θα προσφερόσασταν, Βασιληά μου.»
«Είναι, πιστεύω, καθήκον μου,» αποκρίθηκε ο Άργκελ. «Αν είναι κάποιος να το κάνει, αυτός θα πρέπει να είμαι εγώ.
»Λοιπόν;»
«Τι ‘λοιπόν’;»
«Τι θα γίνει;»
«Τίποτα. Εσείς τι περιμένατε, Βασιληά Άργκελ; Ότι θα νιώθατε κάτι παράξενο;»
«Για να είμαι ειλικρινής, ναι.»
«Δε χρειάζεται τίποτα τέτοιο. Απλά, θέλω να ξέρω ότι θα είστε πρόθυμος να αγγίξετε τον ουρανόλιθο, αν υπάρξει ανάγκη.»
Ο Άργκελ ένευσε. «Θα είμαι.
»Βέβαια,» πρόσθεσε, «δεν έχουμε ρωτήσει ακόμα τον Βάνμιρ.» Έστρεψε το βλέμμα του στον νεαρό Ωθράγκος. «Θέλεις να πας στη Λιάμνερ-Κρωθ, Βάνμιρ;»
Τι άλλες επιλογές έχω; Να επιστρέψω στο Ράλτον; σκέφτηκε εκείνος. Μάλλον όχι. Είμαι για πάντα εξόριστος από εκεί. «Θα σας απαντήσω συντόμως,» αποκρίθηκε. «Και, κατά πάσα πιθανότητα, η απάντησή μου θα είναι ναι. Για την ώρα, όμως, είμαι πολύ κουρασμένος, Μεγαλειότατε· θα ήθελα να ξεκουραστώ. Εκτός, φυσικά, κι αν έχει κάτι άλλο να μας πει ο… Αυτοκράτορας απο εδώ.»
«Τίποτα, για τώρα,» δήλωσε ο Φανλαγκόθ, λακωνικά και μη μοιάζοντας να προσβάλλεται από τον ειρωνικό τόνο του Ωθράγκος.
«Θα συμφωνήσω, λοιπόν, με τον Βάνμιρ,» είπε ο Βασιληάς Άργκελ. «Χρειαζόμαστε όλοι ξεκούραση απόψε, πιστεύω. Μπορούμε να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας αύριο. Και, αναμφίβολα, έχουμε πολλά να πούμε και πολλές αποφάσεις να πάρουμε.»
H Νίθρα κάθισε κατάκοπη σ’έναν βράχο, ακουμπώντας τα χέρια στα γόνατά της και βαριανασαίνοντας. Δεν ήξερε πώς ακριβώς αισθανόταν· δεν μπορούσε να κατονομάσει αυτό το συγκεκριμένο συναίσθημα, όμως υπέθετε πως ήταν κάτι ανάμεσα σε φόβο και εξουθένωση από τα συμβάντα που είχαν προηγηθεί –την αναμέτρηση με τα Κτήνη των Βάλτων και τις μνήμες που είχαν επιστρέψει στο νου της.
Ως πότε θα έρχονται τέτοιες σκόρπιες εικόνες στο μυαλό μου; αναρωτήθηκε, παραμερίζοντας τα μαλλιά απ’το μέτωπό της.
Ο Δόλβεριν την πλησίασε, βαστώντας ένα φλασκί και προσφέροντάς της το.
«Ευχαριστώ,» είπε η Νίθρα. Το πήρε στα χέρια και ύψωσε την άκρη, φέρνοντάς τη στα χείλη της. Ήπιε για μερικές στιγμές με κλειστά μάτια· ύστερα, τα άνοιξε, και παρατήρησε κάτι που την αναστάτωσε. Αμέσως, κατέβασε το φλασκί από μπροστά της.
«Κάποιος μας παρακολουθεί.»
«Τι!» έκανε ο Δόλβεριν. «Ποιος; Πού;»
Η Νίθρα έδειξε, με το ένα χέρι. «Εκεί, Πρίγκιπά μου. Εκεί.» Εκείνη και η ομάδα του Λύκαρχου βρίσκονταν επάνω σ’ένα ύψωμα, και στο ακριβώς αντικρινό ύψωμα στεκόταν μια σκιερή μορφή, βαστώντας το άλογό της από τα χαλινάρια. Δεδομένου ότι προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η Ανατολή, ο άγνωστος δεν μπορούσε παρά να τους κατασκόπευε, αφού από εκεί είχαν έρθει.
«Μα το Λύκο!» γρύλισε ο Δόλβεριν, γονατίζοντας στο ένα γόνατο πλάι της και κοιτάζοντας με στενεμένα μάτια. «Έχεις δίκιο, Νίθρα.
»Ποιος τον έστειλε αυτό τον τύπο;» είπε, σα να μονολογούσε. «Μπορείς να δεις τίποτ’άλλο; Τίποτα χαρακτηριστικό επάνω του;»
Η Νίθρα κούνησε το κεφάλι. «Όχι· είναι σκοτεινά.»
«Υπάρχουν άλλοι κοντά του;»
«Όχι, δε νομίζω.»
Ο Δόλβεριν έτρεξε προς τα άλογα της ομάδας.
«…Αλλά θα μπορούσα να κάνω και λάθος,» πρόσθεσε η Νίθρα, σίγουρη πως μονάχα ο αέρας την άκουσε. «Πρίγκιπά μου, όχι!» φώναξε. «Περιμένετε!»
Ο Δόλβεριν έλυσε ένα άλογο και το καβάλησε.
Η Νίθρα σηκώθηκε από το βράχο. «Περιμένετε!»
Ο Δόλβεριν έμπηξε τα τακούνια των μποτών του στα πλευρά του αλόγου του και κάλπασε προς την άγνωστη φιγούρα, η οποία φάνηκε επίσης να καβαλικεύει και να φεύγει.
«Πού πηγαίνει ο Λύκαρχος;» ρώτησε ο Νέλβακιν, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο της Νίθρα.
«Κάποιος μας παρακολουθούσε, από εκεί.» Έδειξε. «Του το είπα, κι εκείνος έφυγε, για να τον συναντήσει.»
«Διάολοι!…» γρύλισε ο Νέλβακιν και στράφηκε απ’την άλλη, αφήνοντας τον ώμο της και φωνάζοντας στους Λυκολάτρες.
*
«Πού πάει αυτός ο τρελός;» είπε ο Φένταρ, κοιτάζοντας τον καβαλάρη να κατεβαίνει από το ύψωνα, καλπάζοντας μανιωδώς.
«Μάλλον, αντιλήφθηκαν τον τύπο που μας παρακολουθούσε,» υπέθεσε η Χρυσοδάκτυλη, στρέφοντας το βλέμμα της πίσω.
Ο Φένταρ στράφηκε επίσης. «Ναι,» αποκρίθηκε, «πρέπει νάχεις δίκιο.» Δεν έβλεπε πουθενά τον οπίσθιο φίλο τους. «Τον είδαν κι εκείνος έφυγε. Κρύψου καλά εδώ, μη δούνε κι εμάς.»
*
Ο Δόλβεριν κάλπαζε, ακολουθώντας τον ήχο του καλπασμού του θηράματός του και ατενίζοντας τον καβαλάρη στην απόσταση: Η μορφή του ήταν αχνή στο φεγγαρόφωτο, αλλά η κουκούλα τού είχε φύγει απ’το κεφάλι, έτσι ο Λύκαρχος μπορούσε, τουλάχιστον, να διακρίνει ότι ο άγνωστος είχε μακριά, ξανθά μαλλιά. Σγουρά κιόλας… μάλλον.
«ΣΤΑΜΑΤΑ!» φώναξε ο Δόλβεριν. «Σταμάτα, γιατί, όταν σε πιάσω, θα σου ξεριζώσω το λαιμό!»
Ο άγνωστος δεν αποκρίθηκε, ούτε σταμάτησε, εξακολουθώντας να καλπάζει γοργά, κι έχοντας αναμφίβολα το προβάδισμα.
Ο Δόλβεριν τράβηξε το Δόντι του Λύκου που κρυβόταν μέσα στην τουνίκα του και το ύψωσε, με το ένα χέρι, έτοιμος να το εκτοξεύσει καταπάνω στην πλάτη του ιππέα. Το κατέβασε, όμως, διστάζοντας. Έτσι όπως έτρεχαν κι οι δυο τους, ήταν αμφίβολο αν θα τον πετύχαινε, κι επιπλέον, ήθελε πληροφορίες, όχι να τον σκοτώσει κατά λάθος.
Ποιος διάολος είναι; Ο Νουτκάλι αποκλείεται να ήταν, γιατί ο Ράζλερ δε διέθετε μαλλιά και ποτέ δεν έμοιαζε να φεύγει από την Αυλή της Καλβάρθα. Ωστόσο, θα μπορούσε νάναι κάποιος υπηρέτης του, κάποιος σύμμαχος των Κτηνών. Ή… Μα, φυσικά! Η Ωθράγκι! Η Ωθράγκι είναι. Έχει ξανθά, μακριά μαλλιά· ναι, αυτή πρέπει νάναι. Αλλά τα μαλλιά τού είχαν φανεί σγουρά, για μια στιγμή, κι απ’ό,τι θυμόταν η Αλλάρνα είχε λεία μαλλιά. Όμως ίσως να έκανα λάθος. Τώρα που τα βλέπω, δεν ξέρω. Είναι σγουρά; Ή το νομίζω, λόγω του καλπασμού, του ανέμου, και του φεγγαρόφωτου;
Έσφιξε τα ηνία του αλόγου μέσα στις γροθιές του και έσκυψε πάνω στη ράχη του ζώου. «Έλα!» γρύλισε κάτω απ’την ανάσα του. «Έλα! Πρέπει να τη φτάσουμε!»
Την; σκέφτηκε. Τι λέω; Είμαι σίγουρος ότι είναι γυναίκα, τελικά; Ή, μήπως, πρόκειται για άντρα;
Μεγάλε Λύκε, δώσε δύναμη σ’ετούτο το άλογο!
Ο Δόλβεριν είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος.
Εκείνος και το θήραμά του είχαν πλέον απομακρυνθεί πολύ από τη σπηλιά των Κτηνών, κατευθυνόμενοι βόρειο-ανατολικά. Εμπρός τους φαινόταν το δάσος που είχε δείξει η Ωθράγκι, υποστηρίζοντας ότι από εκεί είχαν έρθει τα θηρία που επιτέθηκαν στους εμπόρους του καραβανιού της –ψέματα, φυσικά.
Δε θα την προλάβω, όμως, παρατήρησε ο Δόλβεριν. Να πάρει! Το προβάδισμά της είναι πολύ μεγάλο. Δεν την προλαβαίνω… εκτός κι αν.... Σήκωσε πάλι το Δόντι του Λύκου.
Το εκτόξευσε. Η λεπίδα στριφογύρισε στον αέρα, λαμπυρίζοντας, και χτύπησε τα πόδια του αλόγου. Φωτιά πετάχτηκε, και το ζώο χρεμέτισε δυνατά και τρομαγμένα· ανασηκώθηκε, απότομα, και έριξε τον καβαλάρη του στο χορταριασμένο έδαφος, λίγο πριν από τις παρυφές του δάσους.
«Χα!» Ο Δόλβεριν τράβηξε το σπαθί του και έκανε κύκλους γύρω απ’τον πεσμένο ιππέα, με τη λεπίδα του έτοιμη να λιανίσει σε περίπτωση ανάγκης.
«Σήκω! Ποιος είσαι;»
Ο άγνωστος σηκώθηκε από το έδαφος –δεν έμοιαζε νάχει σπάσει κανένα κόκαλο– και ο Δόλβεριν αντίκρισε ένα γυναικείο πρόσωπο να τον κοιτάζει –ένα πρόσωπο το οποίο, σίγουρα, δεν ανήκε στην Ωθράγκι Αλλάρνα. Και, τελικά, τα μαλλιά ήταν σγουρά.
Ένα μακρύ ξίφος κρεμόταν από τη μέση της γυναίκας, κι εκείνη το τράβηξε, βαστώντας το δίλαβα και ατενίζοντας τον Πρίγκιπα με στενεμένα μάτια, που πρέπει να ήταν πράσινα.
«Έλα να μου επιτεθείς, λύκε!» γρύλισε.
Ο Δόλβεριν έπαψε να κάνει κύκλους γύρω της, τραβώντας τα γκέμια του αλόγου του. Παρατήρησε το ντύσιμό της: Φορούσε σκούρα-πράσινη κάπα, καφετιά τουνίκα, φαρδιά μαύρη ζώνη, μπεζ παντελόνι, και ψηλές μελανές μπότες… ενώ πάνω απ’την τουνίκα της έπεφτε ένα ελαφρύ, λευκό χιτώνιο, που προφανώς η μόνη του χρήση ήταν να φέρει αυτό το συγκεκριμένο σύμβολο το οποίο βρισκόταν κεντημένο επάνω του: μια πυραμίδα φτιαγμένη από όρθια ξίφη –το έμβλημα των Αναζητητριών της Λιάμνερ Κρωθ.
«Καλησπέρα, Εντιμότατη,» είπε ο Δόλβεριν, χωρίς να αφιππεύσει ή να θηκαρώσει το σπαθί του. «Δεν αναγνωρίζεις τον Πρίγκιπά σου;»
Η γυναίκα φάνηκε να τον παρατηρεί καλύτερα, για μια στιγμή· ύστερα, τα μάτια της γούρλωσαν, εξίσου στιγμιαία. «Σας αναγνωρίζω τώρα, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε. «Αλλά είμαι επίσης βέβαιη πως είδα μαγείες του Ακατονόμαστου να επιτελούνται ενώπιόν μου.» Το βλέμμα της στράφηκε στο Δόντι που βρισκόταν στο έδαφος, παλλόμενο από ιριδίζουσα ενέργεια. «Υπηρετείτε το Λύκο.» Επρόκειτο για κατηγορία, και κάθε ίχνος σεβασμού είχε χαθεί απ’τη φωνή της.
Ο άνεμος φύσηξε δυνατότερα, κάνοντας τα μακριά, ξανθά μαλλιά να χαϊδέψουν το πρόσωπό της.
«Γιατί μας παρακολουθείς;» ρώτησε ο Δόλβεριν.
«Υπηρετείτε, πράγματι, το Λύκο, Υψηλότατε;» είπε η Αναζητήτρια. Προφανώς, δεν ήθελε να το πιστέψει, και ήταν πρόθυμη να δεχτεί μια δικαιολογία… αν υπήρχε δικαιολογία.
«Ναι,» απάντησε ο Δόλβεριν. «Γιατί μας παρακολουθείς;»
Η Αναζητήτρια έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, εξακολουθώντας να βαστά το σπαθί της δίλαβα και έχοντας πάρει πολεμική στάση. «Δεν είναι ελαφρύ το αμάρτημα το οποίο παραδέχεστε, Υψηλότατε.»
«Ούτε είναι ελαφριά παράβαση να παρακολουθείς έναν πρίγκιπα του Βασιλείου,» αποκρίθηκε ο Δόλβεριν. «Τι θέλεις;»
«Δε βρισκόμουν εδώ για εσάς,» δήλωσε η Αναζητήτρια. «Αλλά τώρα που το έμαθα….» Έκανε κι άλλα βήματα προς τα πίσω.
«Σκέφτεσαι να τρέξεις; Δε θα πας μακριά. Για ποιο λόγο βρισκόσουν εδώ; Για τα Κτήνη;»
«Δεν είμαι υποχρεωμένη ν’απαντώ στις ερωτήσεις κανενός Λυκολάτρη! Ακόμα κι αν πρόκειται για έναν πρίγκιπα του Βασιλείου.»
«Εμείς, πάντως, για τα Κτήνη των Βάλτων βρισκόμαστε εδώ,» είπε ο Δόλβεριν, βλέποντας από απόσταση τρεις ιππείς να έρχονται –δικοί του άνθρωποι.
Η Αναζητήτρια πρόσεξε πού είχε πάει το βλέμμα του και κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, τους καβαλάρηδες. Ύστερα, στράφηκε πάλι στον Πρίγκιπα. «Δε φοβάμαι να πεθάνω,» δήλωσε. «Είναι, εξάλλου, συνηθισμένη τακτική των λύκων, να επιτίθενται πολλοί μαζί σε έναν.»
«Δεν έχει νόημα να σου επιτεθούμε, Αναζητήτρια,» είπε ο Δόλβεριν. «Εκτός κι αν εσύ μας επιτεθείς πρώτη. Αφού βρίσκεσαι εδώ λόγω των Κτηνών, ίσως να έχουμε πληροφορίες να ανταλλάξουμε.»
«Δεν έχω ανάγκη ν’ανταλλάξω πληροφορίες μ’εσάς!»
«Τότε, γιατί μας ακολουθείς;»
«…Μου κινήσατε την περιέργεια,» απάντησε, παγερά, η γυναίκα.
«Δε σ’ενδιαφέρει να μάθεις τι βρήκαμε στη σπηλιά, δηλαδή;» είπε ο Δόλβεριν, ενώ, συγχρόνως, κοιτούσε τους τρεις ιππείς να ζυγώνουν. Ο Νέλβακιν, ο Άρανον, και η Νίθρα. Ο Πρίγκιπας έκανε νόημα στην Ομιλήτρια να φορέσει την κουκούλα της.
«Θα με σκοτώσετε, έτσι κι αλλιώς!» αντιγύρισε η Αναζητήτρια.
«Όχι αν δε χρειάζεται,» αποκρίθηκε ο Δόλβεριν, και αφίππευσε, καθώς οι δικοί του έφταναν.
«Λύκαρχε, τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Νέλβακιν. Ύστερα, πρόσεξε το σύμβολο στο χιτώνιο της σπαθοφόρου και η όψη του αγρίεψε.
«Η Αναζητήτρια…» άρχισε ο Δόλβεριν, περιμένοντας ν’ακούσει το όνομά της.
«…Λυρία,» συστήθηκε εκείνη.
«…ερευνά την υπόθεση των Κτηνών, όπως εμείς–»
«Μην καθυστερείτε το έργο σας, λύκοι!» σφύριξε η Λυρία, κοιτάζοντας όλους τους ιππείς που την περιστοίχιζαν και μοιάζοντας ν’αναρωτιέται ποιος θα χιμούσε πρώτος.
Όταν το βλέμμα της έφτασε στον ξεπεζεμένο Δόλβεριν, ο Πρίγκιπας επανέλαβε: «Δε θα σε σκοτώσουμε, αν δε χρειάζεται, Αναζητήτρια Λυρία.»
«Ψεύδεσαι, Πρίγκιπα των Λύκων,» αποκρίθηκε εκείνη. «Γιατί το ξέρεις πως, αν επιβιώσω, δε θα κρύψω τίποτα για σένα.»
«Γνωρίζω τις αρχές του τάγματός σου, Αναζητήτρια,» είπε ο Δόλβεριν, «και αντιλαμβάνομαι ότι είσαι από όρκο δεσμευμένη να μιλήσεις για μένα. Ωστόσο, αν δε λαθεύω, είσαι επίσης από όρκο δεσμευμένη να φέρεις σε πέρας την Αναζήτησή σου και να μην επιστρέψεις στο Ναό νωρίτερα από την ολοκλήρωσή της –εκτός κι αν είναι ανέφικτη. Αφού, λοιπόν, βρίσκεσαι εδώ για την υπόθεση των Κτηνών, είμαι βέβαιος πως δε θα εγκαταλείψεις τις έρευνές σου, για να γυρίσεις στην Έρλεν και να αναφέρεις ότι ο πρώτος αδελφός της Βασίλισσας είναι Λυκολάτρης. Σωστά;»
«‘Πολύ άσχημες θα είν’οι μέρες, όταν οι υπηρέτες του Λύκου θα αποκτήσουν μεγάλα αξιώματα,’» γνωμολόγησε η Λυρία, αναφερόμενη (υπέθετε ο Δόλβεριν) σε κάποια από τις προφητείες ή τις προειδοποιήσεις του τάγματός της. «Θα έπρεπε να ντρέπεστε, Πρίγκιπα Δόλβεριν! Ο Οίκος σας είμαι βέβαιη πως αλλιώς σας δίδαξε.»
«Θα λάβω την επίπληξη τούτη πολύ σοβαρά, Εντιμότατη,» αποκρίθηκε εκείνος, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και χαμογελώντας με το Χαμόγελο του Δόλβεριν.
«Όταν χλευάζεις εμένα, χλευάζεις τη Μεγάλη Θεά, και θα πρέπει να προσέχεις, Λυκολάτρη!» αντιγύρισε η Λυρία.
Ο Δόλβεριν θηκάρωσε το σπαθί του. «Θα πρότεινα να καθίσουμε και να συζητήσουμε,» είπε. «Θα σου αποκαλύψουμε τι μάθαμε στη σπηλιά, αν μας αποκαλύψεις κι εσύ τι έχεις μάθει μέχρι στιγμής.»
«Και μετά;»
«Νομίζεις ότι θα σε σκοτώσουμε, μετά…»
«Κατά πάσα πιθανότητα, στον ύπνο μου.»
Ο Δόλβεριν ανασήκωσε τους ώμους. «Τότε, μην κοιμηθείς. Αλλά, ούτως ή άλλως, δε θα το κάνουμε, γιατί οι δρόμοι μας συμπίπτουν: και οι δύο ψάχνουμε να βρούμε από πού έρχονται τα Κτήνη και γιατί.»
«Κάποτε, όμως, θα επιστρέψουμε στην Έρλεν…» τόνισε η Λυρία.
«Όταν επιστρέψουμε, τότε θα επιλύσουμε τούτο το ζήτημα αναμεταξύ μας. Συμφωνείς, Αναζητήτρια;»
Η Λυρία έμεινε, για λίγο, αμίλητη. Έριξε μια ματιά στους καβαλάρηδες γύρω της. Ύστερα, ατένισε τον Δόλβεριν από την κορυφή ως τις μπότες. «Εντάξει,» είπε, και θηκάρωσε το ξίφος της.
Ο Δόλβεριν κοίταξε τη Νίθρα. «Εσύ,» πρόσταξε, επίτηδες μην αποκαλώντας την με το όνομά της, «πήγαινε να ειδοποιήσεις τους άλλους και να τους φέρεις εδώ.»
*
«Επιστρέφει ένας,» είπε ο Φένταρ, αφουγκραζόμενος. «Αν είναι η Νίθρα, ίσως τώρα θα ήταν μια καλή ευκαιρία για να την αρπάξουμε.»
«Ριψοκίνδυνο, βέβαια…»
«Πιθανώς, αλλά όχι τόσο όσο πριν. Ο ένας απ’τους δυο μας θα ανεβεί στο άλογό της και θα την πάρει γρήγορα από εδώ· ο άλλος θα έρθει με τα πόδια στην Άζλεντεν.»
«Είναι, όμως, η Νίθρα που πλησιάζει;»
«Θα δούμε. Να είσαι έτοιμη. Εγώ θ’αρπάξω τα γκέμια του αλόγου, για να το σταματήσω· εσύ θα της χιμήσεις.»
Η Χρυσοδάκτυλη ένευσε, διστακτικά.
Ένας καβαλάρης φάνηκε μέσα στη νύχτα, κουκουλωμένος.
«Δεν πρέπει νάναι αυτή,» ψιθύρισε η Μιρλίμια.
Ο ιππέας πέρασε δίπλα από τους κρυμμένους, και ανέβηκε στο ύψωμα όπου βρισκόταν η σπηλιά. Αφίππευσε κι έβγαλε την κουκούλα του.
«Να πάρει!» γρύλισε ο Φένταρ. «Αυτή ήταν, τελικά…» Αγριοκοίταξε τη Χρυσοδάκτυλη.
«Πώς ήθελες να το καταλάβω; Μπορούσε να ήταν ο οποιοσδήποτε, δεν μπορούσε;»
*
«Ο Πρίγκιπας θέλει να πάμε να τον βρούμε,» είπε η Νίθρα στους δύο Λυκολάτρες που περιποιούνταν τα τραύματα της αναίσθητης Γριξίλα. «Ο καβαλάρης που μας παρακολουθούσε ήταν μια Αναζητήτρια–»
«Αναζητήτρια;» έκανε ο άντρας που λεγόταν Σαλνάβιν (η Νίθρα είχε μάθει πριν από λίγο το όνομα του). Ήταν αυτός ο οποίος είχε πολεμήσει το Κτήνος των Βάλτων μόνος του, όταν η Γριξίλα είχε πέσει και ο άλλος –ο Ρένκορ– είχε αποκεφαλιστεί. «Πώς βρέθηκε μια τέτοια εδώ;»
«Δεν ξέρω. Πάντως, απ’ό,τι είπε, ψάχνει κι εκείνη για τα τέρατα. Ο Πρίγκιπας θέλει ν’ανταλλάξουμε πληροφορίες μαζί της.»
«Νίθρα,» είπε ο άλλος Λυκολάτρης, «οι τίτλοι του Βασιλείου δεν έχουν νόημα ανάμεσά μας. Ο Δόλβεριν είναι Λύκαρχος.»
«Εσείς μπορείτε να τον αποκαλείτε όπως θέλετε,» αποκρίθηκε εκείνη, «αλλά για μένα είναι Πρίγκιπας.» Ανέβηκε στη σέλα του αλόγου της. «Καλύτερα να μην καθυστερούμε.»
Ο Λυκολάτρης (του οποίου το όνομα εκείνη δεν ήξερε, ακόμα) την αγριοκοίταξε. Ύστερα, έλυσε ένα από τα τρία άλογα και έκανε νόημα στον Σαλνάβιν να του δώσει την τραυματισμένη Γριξίλα. Εκείνος υπάκουσε και ο Λυκολάτρης την ανέβασε στη σέλα, μπροστά του. «Πάρε εσύ το επιπλέον άλογο,» είπε.
Ο Σαλνάβιν ένευσε και έδεσε το περιττό ζώο πίσω από τον ίππο του, προτού καβαλικέψει. «Μπορούμε να ξεκινήσουμε,» είπε στη Νίθρα. «Οδήγησέ μας.»
Εκείνη φόρεσε την κουκούλα της. «Μην αναφέρετε τ’όνομά μου μπροστά στην Αναζητήτρια,» ζήτησε, και έμπηξε τα τακούνια των μποτών της στα πλευρά του αλόγου, γυρίζοντάς το απ’την άλλη κι αρχίζοντας να καλπάζει.
Διέσχισαν τη βραχώδη περιοχή όπου βρισκόταν η σπηλιά των Κτηνών και, σύντομα, έφτασαν στις παρυφές του δάσους όπου, επί του παρόντος, ο Δόλβεριν και οι υπόλοιποι είχαν ανάψει φωτιά, μα δεν είχαν καθίσει τριγύρω, παρά στέκονταν όρθιοι, περιμένοντας μέσα στον άνεμο. Τα άλογά τους τα είχαν δέσει στα δέντρα, παράμερα.
«Ο Ρένκορ; Τον αφήσατε;» ρώτησε ο Πρίγκιπας, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του.
«Είναι, αναμφίβολα, νεκρός χωρίς το κεφάλι του, Λύκαρχε,» απάντησε ο Λυκολάτρης που η Νίθρα δεν ήξερε τ’όνομά του, «και η…» έριξε ένα λοξό βλέμμα στην Ομιλήτρια, «συμπολεμίστρια μας μας ζήτησε να βιαστούμε.»
«Επιστρέψτε για να τον φέρετε εδώ,» πρόσταξε, κάπως θυμωμένα, ο Δόλβεριν. «Θα τον κηδέψουμε.»
«Όπως επιθυμείς, Λύκαρχε,» είπε ο Λυκολάτρης. «Αλλά βοήθησέ με να κατεβάσω τη Γριξίλα.»
Ο Δόλβεριν πλησίασε και ο έφιππος άντρας τού έδωσε την τραυματισμένη γυναίκα, την οποία εκείνος πήρε στα χέρια και πήγε κοντά στη φωτιά, όπου την απόθεσε επάνω σε μια απλωμένη κάπα. Ο Σαλνάβιν έλυσε το άδειο άλογο από τη σέλα του ίππου του και κάλπασε δυτικά· ο άλλος Λυκολάτρης τον ακολούθησε, καταπόδας. Η Νίθρα δεν πήγε μαζί τους· αφίππευσε και κάθισε δίπλα στις φλόγες, όπως είχαν αρχίσει να κάνουν τώρα και οι υπόλοιποι.
«Πώς σκοπεύετε να κηδέψετε το φίλο σας;» ρώτησε η Λυρία τον Δόλβεριν. «Νομίζετε ότι η ψυχή του θα βρει ανάπαυση, ύστερα από τους δρόμους όπου τον έχετε οδηγήσει.»
«Έχουμε τους δικούς μας τρόπους να κηδεύουμε τους νεκρούς, Αναζητήτρια,» αποκρίθηκε ο Δόλβεριν πίσω απ’τις φλόγες. «Αλλά πιστεύω ότι τους ξέρεις ήδη… Έτσι, θα πρότεινα να σου πούμε καλύτερα κάτι που δεν ξέρεις. Αφότου μας πληρώσεις ανάλογα, ασφαλώς, με ισάξιες πληροφορίες. Τι σε φέρνει, λοιπόν, σε τούτα τα μέρη; Πώς ήξερες πού να έρθεις;»
«Η Μεγάλη Θεά,» είπε η Λυρία, «υποφέρει. Δεν της είναι εύκολο να μιλήσει. Έχει επικοινωνήσει μόνο με ελάχιστες από τις ιέρειές της· και εγώ είμαι ανάμεσά τους.» Υπήρχε κάποια περηφάνια στα λόγια της, παρατήρησε η Νίθρα. «Με κάλεσε, μέσω ενός ονείρου. Συζητήσαμε το θέμα με τις Αδελφές μου του Τάγματος, και αποφασίσαμε ότι έπρεπε να κατευθυνθώ νότια, για να ερευνήσω. Γιατί υπάρχει… μια Πληγή εκεί, στους βάλτους Βενέβριαμ, και η Θεά προσπαθεί να την καταπολεμήσει· προσπαθεί να καταπολεμήσει μια Ασθένεια, προτού εξαπλωθεί επάνω της.»
«Μια Πληγή…» είπε ο Δόλβεριν. «Μια Ασθένεια… Δεν καταλαβαίνω πώς σχετίζονται αυτά με τα Κτήνη.»
«Η Πληγή και η Ασθένεια τα προκαλούν.»
«Πώς, δηλαδή;»
Η Λυρία ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω· γιαυτό κιόλας ταξιδεύω στους βάλτους Βενέβριαμ, για να μάθω.»
«Τι άλλο γνωρίζεις;»
«Τίποτα. Εσείς πώς ήρθατε εδώ; Θέλετε να συμμαχήσετε με τα Κτήνη;»
«Προφανώς, αστειεύεσαι,» είπε ο Δόλβεριν. «Βρισκόμαστε εδώ για να τα αφανίσουμε. Η Θεά σου δεν είναι η μόνη που έχει νιώσει τον ερχομό τους. Και, μάλλον, όλοι κινδυνεύουμε από αυτά.»
«Και πώς σκοπεύετε να τα αφανίσετε;»
«Έχουμε τις μεθόδους μας.» Ο Δόλβεριν ύψωσε ένα Δόντι του Λύκου. Η λεπίδα του ξιφιδίου γυάλισε σαν ζωντανή στο φως της φωτιάς.
«Πρέπει να είναι υπερβολικά πολλά, για να τα σκοτώσετε όλα,» είπε η Λυρία. «Και, έτσι κι αλλιώς, δε νομίζω ότι μπορείτε να τα διώξετε μόνιμα, όχι μέχρι να θεραπευτεί η Πληγή επάνω στο σώμα της Θεάς.»
«Πώς θα θεραπευτεί;»
«Ούτε αυτό το γνωρίζω, ακόμα. Και, ασφαλώς, δεν ξέρω τι προκάλεσε το Τραύμα. Είναι πολύ παράξενα όλα τούτα…»
Ο Δόλβεριν κοίταξε τις φλόγες για λίγο, ύστερα είπε: «Στη σπηλιά βρήκαμε τρία από τα Κτήνη. Το πρώτο, μην ξέροντας τι όπλα είχαμε επάνω μας, βγήκε και το σκοτώσαμε εύκολα. Τα άλλα δύο, βλέποντας τη δύναμή μας, κρύφτηκαν μέσα και μας φοβέρισαν πως, αν μπαίναμε, θα μας χιμούσαν εκατέρωθεν και θα μας λιάνιζαν.»
«Σας φοβέρισαν;» τον διέκοψε η Λυρία.
Ο Δόλβεριν μειδίασε. «Ναι,» αποκρίθηκε. «Είναι ευφυή και μιλάνε.»
«Αδύνατον! Είναι ζώα.»
«Κι όμως. Μας μίλησαν. Μάλιστα, μας πρότειναν να συμμαχήσουμε μαζί τους εναντίον της Βασίλισσας» –τα μάτια της Λυρία στένεψαν και γυάλισαν–, «αλλά αρνηθήκαμε, πράγμα που τα εξόργισε, και μας απείλησαν με περισσότερη θέρμη από πριν. Έτσι, εισβάλαμε στη φωλιά τους και τους επιτεθήκαμε. Τα σκοτώσαμε, όπως ήταν φυσικό, όμως μία από εμάς τραυματίστηκε βαριά, καθώς βλέπεις, και ένας άλλος πέθανε. Ήταν μεγάλες απώλειες, δεδομένης της προετοιμασίας μας…»
«Έχετε κάποια υποψία, σχετικά με τη φύση των Κτηνών;» ρώτησε η Λυρία.
Ο Δόλβεριν κούνησε το κεφάλι. «Τίποτα, μέχρι στιγμής… Σίγουρα, πάντως, δεν είναι πλάσματα της ηπείρου μας. Ούτε έχω ποτέ ακούσει ή διαβάσει γι’αυτά.»
«Προέρχονται από το Τραύμα στο σώμα της Θεάς,» είπε η Λυρία.
«Τι είναι ακριβώς αυτό το ‘Τραύμα’;» θέλησε να μάθει ο Δόλβεριν.
Η Αναζητήτρια αναστέναξε, μοιάζοντας να προσπαθεί να βρει λέξεις. «Δεν είναι εύκολο να το περιγράψω…» Άλογα ακούστηκαν να έρχονται· προφανώς, ο Σαλνάβιν κι ο άλλος Λυκολάτρης επέστρεφαν, μαζί με το ακέφαλο πτώμα του Ρένκορ. «Στο όνειρό μου ήταν, πράγματι, σαν τραύμα, κι απο κεί μια μαυρίλα έβγαινε, μοιάζοντας με πύον, ενώ τριγύρω στριφογύριζαν τέρατα… που ήταν σα λύκοι.» Κοίταξε τον Δόλβεριν, ερωτηματικά.
«Ναι, τα Κτήνη που αντιμετωπίσαμε ήταν σα λύκοι,» συμφώνησε εκείνος, «και, όχι, δεν έχουν καμία σχέση με τον Κύριό μας.»
«Ας πούμε ότι σας πιστεύω.»
«Τι λόγο έχεις να μη μας πιστέψεις;»
Τα άλογα σταμάτησαν, και οι καβαλάρηδες αφίππευσαν. Ο ένας βαστούσε έναν νεκρό άντρα στα χέρια, τυλιγμένο σε κάπα· ο άλλος είπε: «Τον φέραμε, Λύκαρχε.»
Ο Δόλβεριν σηκώθηκε. «Ωραία, Σαλνάβιν,» αποκρίθηκε. «Ετοιμάστε τη φωτιά, για να τον κηδέψουμε.»
«Επιτρέψτε μου να απέχω απ’αυτή την… τελετουργία,» είπε η Λυρία.
*
Ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη δε βγήκαν από τη βραχώδη περιοχή· κρύφτηκαν εκεί, πίσω από μερικές μεγάλες πέτρες, και παρατηρούσαν τους ανθρώπους που είχαν κατασκηνώσει στις παρυφές του δάσους, στα βόρειο-ανατολικά. Τους είδαν να μαζεύουν ξύλα και να τα αποθέτουν στο έδαφος με ένα συγκεκριμένο τρόπο, σαν να ήθελαν να φτιάξουν ένα μεγάλο σχήμα, το οποίο ο Ωθράγκος και η Μιρλίμια αδυνατούσαν να διακρίνουν μέσα στη νύχτα, από τέτοια απόσταση. Ωστόσο, πρόσεξαν ότι ένας από τους κατασκηνωμένους απομακρύνθηκε και κάθισε καμια εκατοστή μέτρα στα νότια, ακονίζοντας το σπαθί του.
«Αυτός πρέπει νάναι καινούργιος,» είπε ο Φένταρ. «Πριν ήταν οκτώ στο σύνολο· και τώρα είναι πάλι οκτώ, παρότι ένας τους σκοτώθηκε στη μάχη με τα Κτήνη.» Όταν η Νίθρα και οι άλλοι δύο είχαν φύγει απ’τη σπηλιά, παίρνοντας μαζί τους την τραυματισμένη γυναίκα, ο Ωθράγκος και η Μιρλίμια είχαν πλησιάσει το μέρος της μάχης, για να δουν τι είχε συμβεί. Παρατήρησαν πως τρία από τα τέρατα ήταν σκοτωμένα, καθώς και ένας από τους Ρουζβάνους· το κεφάλι του έλειπε και δε φαινόταν πουθενά τριγύρω. Ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη δεν πείραξαν τίποτα· βγήκαν από τη σπηλιά, όπου μια τρομερή αποφορά απλωνόταν, και απομακρύνθηκαν πάλι. Προτού περάσει πολύ ώρα, δύο καβαλάρηδες επέστρεψαν (χωρίς κανένας τους να είναι η Νίθρα), ανέβηκαν στη σπηλιά, πήραν το πτώμα του συντρόφου τους, και έφυγαν. Τότε, ο Ωθράγκος και η Μιρλίμια αποφάσισαν πως δεν υπήρχε τίποτ’άλλο να κάνουν, παρά να τους ακολουθήσουν· άλλωστε, πόσο μακριά θα πήγαιναν μέσα στη νύχτα; Και πράγματι, δεν είχαν ξεμακρύνει πολύ· απλά, είχαν βγει απ’τα βραχώδη μέρη και είχαν σταματήσει. «Ο καινούργιος πρέπει να είναι εκείνος που μας κατασκόπευε όλους.»
Η Χρυσοδάκτυλη ένευσε. «Ναι, θα μπορούσε.»
«Σε παραξενεύει κάτι; Φαίνεσαι ν’αναρωτιέσαι…»
«Φένταρ, αν είναι ο ίδιος, τότε γιατί δεν τους έχει πει για εμάς; Σίγουρα, μας είχε δει…»
«Καλή ερώτηση. Αλλά πού το ξέρεις ότι δεν τους το έχει πει;»
«Αν τους το είχε πει, δε θα έρχονταν να μας αναζητήσουν;»
«Μπορεί,» είπε ο Φένταρ, «μπορεί και όχι.»
«Επιπλέον, είναι και κάτι ακόμα. Ποιος ήταν, τελικά, ο κατάσκοπος; Και γιατί δε μοιάζει αιχμάλωτος των φίλων μας; Επρόκειτο για δικό τους άνθρωπο, μήπως;»
«Γιατί ένας δικός τους να τους παρακολουθεί;»
«Καταλαβαίνω τι θες να πεις· όμως, αν εσύ έπιανες κάποιον που σε ακολουθούσε, θα τον άφηνες έτσι, λυτό, να περιφέρεται; Δε θα τον έδενες, τουλάχιστον;»
«Χμμμ… Λογικά, ναι. Εκτός κι αν, φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να μου φύγει.»
«Σου μοιάζει αυτό να ισχύει εδώ;»
Ο Φένταρ αναστέναξε. «Έχεις κάποιο δίκιο,» παραδέχτηκε. «Ο χρόνος θα δείξει, υποθέτω.»
«Ας είμαστε, όμως, προσεκτικοί· κάτι αλλόκοτο συμβαίνει.»
Έτσι, περίμεναν, κρυμμένοι πίσω απ’τα βράχια, και είδαν τους ανθρώπους που παρακολουθούσαν να τελειώνουν με την απόθεση των ξύλων στο έδαφος και να περιτριγυρίζουν με πέτρες το σχήμα το οποίο είχαν φτιάξει. Έπειτα, τους είδαν να σηκώνουν τον αποκεφαλισμένο τους σύντροφο και να τον αφήνουν κάπου στη μέση του λίθινου κύκλου. Γύρω-γύρω, κάρφωσαν αναμμένες δάδες στο χώμα. Ένας τους τράβηξε μία από αυτές τις δάδες και έβαλε φωτιά στα ξύλα.
Ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη διέκριναν τώρα ξεκάθαρα το σχήμα. Ήταν το κεφάλι ενός λύκου.
Έλα στα διαμερίσματά μου,» είπε η Πριγκίπισσα Λιόλα, και ο Ρόλμαρ την ακολούθησε μέσα στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του Παλατιού των Δεκαεννέα Πύργων. Στο δρόμο, αναγκάστηκε να τη συγκρατήσει πολλές φορές, για να μην πέσει· το δεξί της πόδι την ενοχλούσε πολύ, και δεν μπορούσε να περπατήσει με άνεση· τελικά, ο Ρόλμαρ πέρασε το χέρι του γύρω απ’τη μέση της, για να τη στηρίξει και να φτάσουν στον προορισμό τους.
«Ίσως θα έπρεπε να καλέσουμε έναν θεραπευτή,» της είπε, μόλις μπήκαν στο καθιστικό και την άφησε να ξαπλώσει στον καναπέ.
Η Λιόλα αναστέναξε. «Όχι,» αποκρίθηκε· «με φρόντισε ο δαιμονολόγος Ερφάνιρ, και έχω την εντύπωση ότι ήξερε τι έκανε.»
«Ο Βάνμιρ όφειλε να είναι προσεκτικότερος,» είπε ο Ρόλμαρ, πηγαίνοντας να σταθεί μπροστά στις φλόγες του τζακιού· προφανώς, κάποιος υπηρέτης το είχε ανάψει, όσο η Πριγκίπισσα-Διάδοχος έλειπε. «Τι θα γινόταν αν αστοχούσε και σε πετύχαινε λίγο προς τ’αριστερά…» Κούνησε το κεφάλι. «Πάντα τα ίδια μ’αυτό τον άνθρωπο… αν και κανονικά θα έπρεπε να του είμαι ευγνώμων, δε λέω…» Στράφηκε να την κοιτάξει. «Και είμαι ευγνώμων, Λιόλα. Αν δεν ήταν ο Βάνμιρ, τώρα θα ήμουν ακόμα φυλακισμένος.»
«Ρόλμαρ.» Η Πριγκίπισσα έγλειψε τα χείλη της. «Ίσως να με μισείς πλέον, αλλά πραγματικά λυπάμαι για όσα έγιναν. Δεν ήξερα τι έκανα· η Λιάμ– ο Φανλαγκόθ κατέλαβε το σώμα μου, εκείνη τη στιγμή, και σε έσπρωξε. Δε μπορούσα να δω τίποτα, να αισθανθώ τίποτα· δε λέω ψέματα.»
Ο Ρόλμαρ κάθισε δίπλα της. Πήρε το χέρι της μέσα στα δικά του και το φίλησε. «Το ξέρω. Το είχα αντιληφθεί αμέσως.»
«Πώς;»
«Τα μάτια εκείνα δεν ήταν τα δικά σου μάτια.»
«Στ’αλήθεια;»
Ο Ρόλμαρ ένευσε. «Ναι. Δε μιλάω μεταφορικά, Λιόλα. Τα μάτια σου είχαν αλλάξει.»
Η Πριγκίπισσα ρίγησε. «Θεοί… Πώς τον είχα πιστέψει;… Ή, μάλλον, ξέρω πώς. Ήταν τόσο πειστικός, τόσο πειστικός… Ακόμα και τώρα, απορώ μ’όσα έγιναν. Έχω την εντύπωση ότι ο αδελφός σου με ξεγέλασε. Αλλά το ξέρω πως δεν είναι έτσι.» Αναστέναξε πάλι. «Τον μισώ αυτόν τον τρελό Ράζλερ. Και δε θα ήθελα ο πατέρας μου να μπλεχτεί μαζί του, ούτε ο Βάνμιρ. Εύχομαι να ξέρουν τι πάνε να κάνουν.»
«Κι εγώ,» είπε ο Ρόλμαρ. Αλλά το αμφιβάλλω ότι ο Βάνμιρ ξέρει τι κάνει, πρόσθεσε νοερά. Πρέπει να του μιλήσω: γι’αυτό το ζήτημα, αλλά και για το άλλο –για τη Νίθρα. Ελπίζω να μπορεί να με φέρει σ’επικοινωνία με τον Φανλαγκόθ.
«Τι είναι;» ρώτησε η Λιόλα, υψώνοντας το χέρι, για ν’αγγίξει το μάγουλό του. «Τι σκέφτεσαι;»
«Τίποτα.» Ο Ρόλμαρ έσκυψε και φίλησε τα χείλη της. Ύστερα, ύψωσε πάλι το κεφάλι και κοίταξε την ενδυμασία της. «Αλήθεια, πού τα βρήκες αυτά τα ρούχα; Δε θα περίμενα η Πριγκίπισσα-Διάδοχος να τα έχει στην ντουλάπα της.»
Η Λιόλα χαμογέλασε. Φορούσε έναν παλιό μπεζ χιτώνα, με μια καφετιά, τριμμένη ζώνη περασμένη γύρω απ’τη μέση. «Δεν είναι δικά μου· του δαιμονολόγου είναι. Τα δικά μου κάηκαν στη φωτιά που έπιασε η μεγάλη αίθουσα· αλλά, για κάποιο παράξενο λόγο, εγώ δεν έπαθα ούτε το παραμικρό έγκαυμα. Προνόμιο τού να σε ελέγχει ο Φανλαγκόθ, υποθέτω…»
Ο Ρόλμαρ τη φίλησε ξανά.
«Τι αισθανόσουν, όταν βρισκόσουν παγιδευμένος στο Μάτι του Κυκλώνα;»
Ο Ρόλμαρ κοίταξε το κενό. «Μμμμ. Να μια δύσκολη ερώτηση ν’απαντήσει κανείς.» Ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είναι τόσο απλό να σ’το εξηγήσω. Νόμιζα ότι όλα στριφογύριζαν, και παντού υπήρχε ένα ατελείωτο γκρίζο. Ο χρόνος είχα την εντύπωση ότι δεν περνούσε…»
«Αυτό ήταν;»
«Ναι, κάπως έτσι. Άλλο, όμως, να σ’το λέω άλλο να το ζεις.»
«Πονούσες;»
Κούνησε το κεφάλι.
«Μπορούσες να σκεφτείς;»
«Ναι. Κι αυτό ήταν το χειρότερο· γιατί ήξερα πως ήμουν ανήμπορος ν’αντιδράσω με οποιονδήποτε τρόπο. Κι εγώ μισώ τον Φανλαγκόθ, Λιόλα.»
«Κάποιος πρέπει να τον σκοτώσει,» είπε η Πριγκίπισσα. «Αυτός ο άνθρ– αυτό το πλάσμα είναι πολύ επικίνδυνο για να είναι ζωντανό.»
«Τι θα μπορούσε να τον σκοτώσει, όμως;» έθεσε το ερώτημα ο Ρόλμαρ. «Πώς να σκοτώσεις κάποιον ο οποίος προβλέπει τον δολοφόνο του να πλησιάζει; Κι επιπλέον, αν ήταν να πεθάνει ο Φανλαγκόθ, θα έπρεπε να πεθάνει μαζί με τους άλλους δύο.»
«Τι εννοείς;»
«Μου δόθηκε η εντύπωση, Λιόλα, ότι, κατά κάποιο τρόπο, ο ένας εξισορροπεί τον άλλον· κανείς τους δεν επιχειρεί πολύ μεγάλα πράγματα, διότι φοβάται τις αντιδράσεις των υπολοίπων.»
«Ισορροπία δυνάμεων.»
Ο Ρόλμαρ ένευσε, αργά. «Κι αν η ισορροπία ανατραπεί, έκτροπα θα επακολουθήσουν, όπως πάντα όταν οι ισορροπίες ανατρέπονται.»
«Δηλαδή, είναι καλύτερα να πάμε με το ρεύμα,» είπε η Λιόλα. «Ν’ακολουθήσουμε τις εντολές του Φανλαγκόθ…»
«Κοίτα, δεν ακούγεται και πολύ καλό, αλλά τι άλλες επιλογές υπάρχουν τώρα, ε; Εκείνο που κάνει ο Νουτκάλι μού μοιάζει πιο επικίνδυνο. Και η Λιάμνερ-Κρωθ δεν είναι μακριά.»
Η Λιόλα χασμουρήθηκε. «Ναι… Είμαι, όμως, πολύ κουρασμένη, Ρόλμαρ. Θέλω να κοιμηθώ. Εσύ μου μοιάζεις αρκετά φρέσκος…»
Ο Ρόλμαρ γέλασε και σηκώθηκε στα μποτοφορεμένα του πόδια. «Μόλις ξύπνησα. Και δε νομίζω ότι θα ξανακοιμηθώ για αρκετές ημέρες. Εσύ, ωστόσο,» έσκυψε, για να της βγάλει τις δερμάτινες παντόφλες (τις οποίες πρέπει, επίσης, να της είχε δώσει ο Ερφάνιρ), «ξεκουράσου. Θέλεις να σε πάω στο κρεβάτι;»
«Όχι· καλά είμαι εδώ. Μη φύγεις, κάτσε…»
«Πρέπει να μιλήσω στον Βάνμιρ για κάτι.»
«Έλα εδώ, μετά.»
«Εντάξει.»
Ο Ρόλμαρ βγήκε απ’τα διαμερίσματα της Πριγκίπισσας.
*
«Εγώ είμαι, ο αδελφός σου.»
Σιγή από το εσωτερικό του δωματίου.
Ο Ρόλμαρ ξαναχτύπησε, δυνατότερα. «Άνοιξε! Τόσο κόπο έκανα να βρω τούτη την πόρτα, νυχτιάτικα.»
Σιγή.
«Βάνμιρ! Ο Ρόλμαρ είμαι! Άνοιξε!» Χτύπησε, ακόμα πιο δυνατά.
«…Τι;» ακούστηκε μια κοιμισμένη φωνή από μέσα. «Ποιος Ρόλμαρ;»
«Άνοιξε! Πρέπει να μιλήσουμε.»
«Πάντα τα βράδια σε πιάνουν οι κρίσεις συζήτησης, μα το Μαύρο Άνεμο…» Βήματα από το εσωτερικό.
Η πόρτα άνοιξε. Ο Βάνμιρ παρουσιάστηκε, με τα μαλλιά του αχτένιστα και ανακατεμένα (Όχι πως είναι και ποτέ καλύτερα!), και τα μάτια του μισόκλειστα από τον ύπνο (Αυτό είναι ασυνήθιστο· πρέπει, όντως, νάναι πολύ κουρασμένος).
«Τι είναι, Ρόλμαρ; Απέχω δυο ανάσες από το θάνατο…»
Πάντοτε αγενής! «Να περάσω;»
«Περνά…» Ο Βάνμιρ παραμέρισε, αναρωτούμενος αν τα μυαλά του αδελφού του είχαν σαλέψει εκεί, στο Μάτι του Κυκλώνα. Όχι πως ήταν και ποτέ σε καλύτερη κατάσταση, δηλαδή…
Ο Ρόλμαρ μπήκε. «Ευχαριστώ. Έχεις ένα ποτήρι κρασί;»
Τι λέει, ο άρρωστος! Ο Βάνμιρ έκλεισε την πόρτα και πήγε να ξαπλώσει, μπρούμυτα, στο κρεβάτι. «Δεν ξέρω…»
Ο Ρόλμαρ πλησίασε την κάβα του δωματίου, πήρε ένα μπουκάλι, και το άνοιξε. Γέμισε ένα ποτήρι με μακρύ πόδι, για τον εαυτό του. Ήπιε. «Καθόλου άσχημο. Θέλεις κι εσύ, Βάνμιρ;»
«Τσου…»
Ο Ρόλμαρ ήπιε ξανά, κοιτάζοντας τον αδελφό του, που ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι και μόνο που δε ροχάλιζε. Περιμένει να κάνουμε σοβαρή συζήτηση τώρα; «Σου είπα: πρέπει να σου μιλήσω.»
«…Λέγε.» Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να σηκωθεί.
Έστω… «Μπορείς να με φέρεις σε επικοινωνία με τον Φανλαγκόθ;»
«Τι εννοείς;»
«Μπορείς να τον καλέσεις εδώ, για να του μιλήσω;»
«Φανλαγκόθ!» φώναξε ο Βάνμιρ, γυρίζοντας ανάσκελα. «Έλα! Ο Ρόλμαρ θέλει να σου μιλήσει!»
Ο Ρόλμαρ περίμενε.
Τίποτα δε συνέβη.
«Με κοροϊδεύεις, αδελφέ;» μούγκρισε.
«Προφανώς, εκείνος δεν θέλει να σου μιλήσει…»
«Δεν υπάρχει κάποιος ειδικός τρόπος για να τον επικαλείσαι;»
«‘Ειδικός τρόπος’; Όχι.»
«Δηλαδή, συνεχώς μας ακούει;»
«Ξέρω γω…»
«Τότε, γιατί δεν απαντάει;»
«Κοίτα, Ρόλμαρ, δε νομίζω ότι μας ακούει συνέχεια, εντάξει;»
«Επομένως, θα υπάρχει τρόπος για να τον καλέσεις!»
«Δε νομίζω,» είπε ο Βάνμιρ και ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι. «Δεν είναι θεός, ξέρεις. Ένας άνθρωπος είναι… με λίγο διαφορετικές ικανότητες από εμάς.»
«Λίγο διαφορετικές ικανότητες!» έκανε ο Ρόλμαρ.
«Εντάξει, ίσως ‘πολύ διαφορετικές ικανότητες’. Αλλά τι σημασία έχει; Το θέμα είναι πως δε βρίσκεται συνέχεια μαζί μας. Υποθέτω πως επιλέγει πού θέλει να επικεντρωθεί κάθε φορά.»
«Δηλαδή, δεν υπάρχει τρόπος, για να του μιλήσω τώρα…»
«Όχι.»
«Καλά,» είπε ο Ρόλμαρ. Ήπιε ακόμα μια γουλιά κι άφησε το κρασοπότηρο πάνω στο γραφείο.
Ο Βάνμιρ συνοφρυώθηκε. «Τι ήθελες να του πεις, αλήθεια;»
«Τίποτα· απλά, ήθελα να ξέρω αν μπορείς να τον καλέσεις.»
«Άσε τα ψόφια, Ρόλμαρ· μ’εμένα μιλάς. Κάτι ήθελες να τον ρωτήσεις· κάτι πολύ σημαντικό, μάλιστα. Καλύτερα, λοιπόν, να μου το πεις, προτού συζητήσεις μαζί του.»
«Πιστεύεις ότι ίσως να έχεις την απάντηση;» Ο Ρόλμαρ σταύρωσε τα χέρια μπροστά του.
«Ίσως. Αλλά, ακόμα κι αν δεν την έχω, οφείλεις να μου το πεις. Μου χρωστάς, άλλωστε…»
Ορίστε, τώρα! αρχίσαμε τις ξιπασιές… «Ήθελα να τον ρωτήσω για τη Νίθρα. Γιατί προσπαθούσε να τη διώξει από τη Νουάλβορ και να τη στείλει στη Λιάμνερ-Κρωθ;»
«Εξήγησέ μου λίγο περισσότερο.»
«Όταν ήρθα στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων, η Λιόλα ήξερε ήδη ότι θα έφτανα με άμαξα και ότι θα έκρυβα μέσα τη Νίθρα, μεταμφιεσμένη σαν υπηρέτρια· η ‘Θεά της’ της το είχε αποκαλύψει. Και, αφού φυσικά ήταν θεά των Ρουζβάνων, πρόσταξε την Πριγκίπισσα να παραδώσει τη Νίθρα στον Σάβμιν. Όπως και έγινε.»
«Την πήρε ο διοικητής;»
«Ναι.»
Γλιτώσαμε από δαύτη! σκέφτηκε ο Βάνμιρ. «Και;»
«Απορώ γιατί το έκανε αυτό ο Ράζλερ. Εσένα δε σου φαίνεται παράξενο; Τι κέρδος είχε, να στείλει τη Νίθρα στη λαιμητόμο;»
«Ίσως να ήθελε να πείσει τη Λιόλα ότι είναι όντως η Λιάμνερ Κρωθ.»
Ναι, αυτό δεν το είχα σκεφτεί, συλλογίστηκε ο Ρόλμαρ. Όμως… «Δε νομίζω ότι είναι τόσο απλό, αδελφέ. Κάτι άλλο πρέπει να κρύβεται πίσω από τούτη του την ενέργεια.»
«Ναι,» παραδέχτηκε ο Βάνμιρ, «μάλλον έχεις δίκιο. Ο Φανλαγκόθ δεν κάνει τίποτα τυχαία. Πάντως, δεν μπορώ τώρα να υποθέσω κάτι… Είμαι πολύ κουρασμένος, ούτως ή άλλως. Ίσως, βέβαια, να είχε κάποια σχέση με τον αδελφό του, Νουτκάλι.»
«Τι σχέση;»
«Δεν έχω ιδέα. Και θέλω να κοιμηθώ, Ρόλμαρ.»
«Εντάξει, σ’αφήνω να κοιμηθείς.» Βάδισε ως την πόρτα, ενώ ο Βάνμιρ γύριζε πάλι μπρούμυτα. «Καληνύχτα, αδελφέ. Σ’ευχαριστώ, για όλα.»
«…Σοβαρέψου· ήταν ευχαρίστηση και διασκέδαση για μένα…»
Ο Ρόλμαρ μειδίασε και βγήκε απ’το δωμάτιο.
*
Ένα φίδι, περιτριγυρισμένο από δυνατές φλόγες.
Στριφογυρίζει, μπερδεύοντας τα ελαφριά της σεντόνια.
Το φίδι σφυρίζει, αποκαλύπτοντας μια διχαλωτή γλώσσα. Μετατρέπεται σ’έναν μαυρόδερμο άντρα και γελάει, για πολύ ώρα. Κάθεται σ’έναν θρόνο, λουσμένο στο φεγγαρόφωτο, και γαλαζόγκριζη ενέργεια τον στεφανώνει. Γελάει περισσότερο. Στρέφει το βλέμμα του σ’ένα παράθυρο και κοιτάζει απέξω, πέρα από τον ωκεανό. Βλέπει μια γυναίκα να ουρλιάζει, σκίζοντας τα ρούχα της, καθώς μια μαυρίλα απλώνεται επάνω στο δέρμα της. Ακούει έναν Λύκο να αλυχτάει μέσα στη νύχτα και να καλεί δυνατούς μαχητές σε πόλεμο.
Θηρία με κιτρινιάρικα μάτια και σώματα αποκρουστικά από τις φλεγμονές συγκεντρώνονται γύρω από τον Λύκο, και του επιτίθενται με μάνητα. Ένα απ’αυτά σπάει το τζάμι του παραθύρου και εισβάλει στην αίθουσα του θρόνου. Ο μαυρόδερμος άντρας σηκώνεται κι εξαπολύει φλόγες καταπάνω του, καίγοντάς το, καθώς εκείνο ουρλιάζει σπαραχτικά.
Στριφογυρίζει κι άλλο επάνω στο κρεβάτι της, παραμιλώντας, ιδρώνοντας.
Ένας άλλος μαυρόδερμος άντρας φαίνεται έξω από το παράθυρο. Αρχίζει να μιλά και ο λαός τρέμει, κοιτάζοντάς τον ως προφήτη. Ο Προφήτης λοξοκοιτάζει τον άντρα στον θρόνο, μειδιά κοροϊδευτικά, το αριστερό του μάτι γυαλίζει. Ένα μαύρο γεράκι φτερουγίζει πάνω απ’το κεφάλι του.
Αίμα καλύπτει τα πάντα.
Στρατοί προελαύνουν· περικυκλώνουν μια μεγάλη παραποτάμια πόλη που έχει μείνει χωρίς το φύλακά της· οι κάτοικοι κοιτάζουν με τρόμο· οι άρχοντες αισθάνονται απεγνωσμένοι. Ξίφη ακονίζονται και ακονίζονται και ακονίζονται.
Ένας σκιερός άντρας στέκεται πλάι σ’ένα άφυλλο δέντρο, ακουμπά με το ένα χέρι τον κορμό του, και γελά. Στο άλλο χέρι βαστά ένα αιματοβαμμένο ξίφος.
Στριφογυρίζει έντονα, σαν κάτι να την πνίγει· ένα μαξιλάρι καταλήγει στο πάτωμα.
Από έναν πύργο, παραμορφωμένοι άνθρωποι βγαίνουν, κρατώντας δυνατά δερμάτινα λουριά, περασμένα γύρω από τους μακρείς λαιμούς μεγάλων ερπετών. Τα ερπετά ξερνάνε φλόγες.
Στριφογυρίζει κι άλλο· το σεντόνι έχει τυλίξει τις κνήμες της, σαν φίδι.
Ένας ήρωας μάχεται εναντίον των δυνάμεων που κάποτε προάσπιζε· αντιπαλεύει το Νόμο· εποφθαλμιά ένα στέμμα, και έναν θρόνο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο… έναν θρόνο όπου κάθεται ένας μαυρόδερμος άντρας… έναν θρόνο όπου ο μαυρόδερμος άντρας μεταμορφώνεται σ’έναν λευκόδερμο βασιληά με πολλά σχέδια και μηχανορραφίες να αιωρούνται πάνω απ’την κορόνα του.
Ο βασιληάς ζυγώνει ένα βορινό παράθυρο: ατενίζει αίμα, καταστροφή, και φλόγες. Ζυγώνει ένα ανατολικό παράθυρο: ατενίζει έναν τύραννο που μαστιγώνει το λαό του· ατενίζει εύφορα εδάφη και εμπορικές πόλεις· ατενίζει μια επανάσταση, και νιώθει το θρόνο του τυράννου να σείεται, αλλά φοβάται ότι ο ίδιος ο τύραννος δεν έχει πόδια, παρά ρίζες, που φτάνουν βαθιά κάτω απ’τη γη, όπως αυτές των αρχέγονων δέντρων. Τέλος, ο βασιληάς ζυγώνει το νότιο παράθυρο, και τρέμει: ατενίζει θηρία με κίτρινα μάτια και δέρμα με φλεγμονές· ατενίζει την Αναταραχή και την Παραφροσύνη να πλήττουν ένα βασίλειο, και ανησυχεί για τη μεγάλη συγκέντρωση των παράφρονων στρατών.
Ηρεμεί, κάπως, παύοντας να στριφογυρίζει.
Πάγοι ακούγονται να σπάνε στο Βορρά.
Μια μικρή σαύρα κάθεται πάνω σ’έναν βράχο. Τα μάτια της ανοιγοκλείνουν. Τι τρομακτικό θέαμα!
Αρχίζει και πάλι να στριφογυρίζει.
Γνωστοί υποφέρουν.
Πέφτει απ’το κρεβάτι.
*
«Βάνμιρ;…»
Ξύπνησε, τρομαγμένος. Στο φως της φωτιάς του τζακιού είδε τη Ρικνάβαθ να στέκεται μπροστά του, μ’ένα μαξιλάρι στην αγκαλιά.
«Τι είναι;» τη ρώτησε. «Πώς μπήκες;»
«Ήταν ανοιχτά.»
«Ανοιχτά!»
«Ναι. Μάλλον, δεν είχες κλείσει καλά. Αλλά έκλεισα εγώ, μην ανησυχείς.»
Είσαι ηλίθιος, Ρόλμαρ!… μούγκρισε εσωτερικά ο Βάνμιρ. Δεν είναι ν’απορεί κανείς, που ο Φανλαγκόθ σε παγίδεψε. «Τι συμβαίνει;»
«Να κοιμηθώ εδώ;»
«Όνειρα;»
Η Ρικνάβαθ ένευσε.
«Τίποτα… σημαδιακό;»
«Θα σου πω το πρωί, εντάξει;»
«Έγινε.» Ο Βάνμιρ ξάπλωσε πάλι.
«Τη θέλεις πολύ τη φωτιά στο τζάκι;»
«…Ναι!»
Η Ρικνάβαθ πήγε και ξάπλωσε κάτω απ’το παράθυρο.
«Είδα κάτι κακό να συμβαίνει στους δικούς μου,» είπε, ύστερα από λίγο.
Ο Βάνμιρ βρισκόταν στα πρόθυρα του ύπνου, αλλά δεν είχε ακόμα αποκοιμηθεί. «Στη γη των Καρμώζ;»
«Ναι.»
«Τι τους συνέβαινε;»
«Πονούσαν. Υπέφεραν… Και φοβάμαι μήπως ήταν εξαιτίας μου…» Ο Βάνμιρ είδε ένα δάκρυ να γυαλίζει επάνω στο μάγουλό της.
«Κοιμήσου, Ρικνάβαθ. Μάλλον, είσαι απλά ταραγμένη· αλλ’ακόμα και να μην ισχύει αυτό, πάλι δεν μπορείς να τους βοηθήσεις απόψε.»
Η Καρμώζ πήρε βαθιά ανάσα και την έβγαλε αργά. «Ναι…» Ξεροκατάπιε. «Είδα και μια σαύρα, που βλεφάριζε…»
Ο Βάνμιρ γέλασε. «Είσαι, σίγουρα, ταραγμένη!»
«Ναι, ίσως…»
Αυτή η γυναίκα κάτι της θύμιζε· όμως δεν μπορούσε να την τοποθετήσει πουθενά στο παρελθόν της. Το πρόσωπό της της ήταν γνώριμο, κατά κάποιο τρόπο, αλλά… πού την έχω ξαναδεί; Πού; Και: Μήπως είναι γνωστή μου; Φίλη μου ή συγγενής; αναρωτιόταν η Νίθρα, καθώς στεκόταν μπροστά στη νεκρική πυρά του Ρένκορ και ατένισε, από τα σκιερά βάθη της κουκούλας της, την Αναζητήτρια Λυρία να κάθεται παράμερα και ν’ακονίζει το σπαθί της, αρνούμενη έστω και να κοιτάξει το λυκοκέφαλο που σχημάτιζαν οι φλόγες.
Η Νίθρα πλησίασε τον Δόλβεριν. «Ποια είναι αυτή;» τον ρώτησε, ψιθυριστά.
«Η Αναζητήτρια;»
Η Νίθρα ένευσε.
«Λυρία, τη λένε. Μας συστήθηκε.»
«Δεν εννοώ αυτό. Εννοώ, ποια είναι; Την ξέρω, Δόλβεριν; Είναι γνωστή μου; Γνωστή σου; Της οικογένειας;»
Ο Πρίγκιπας κούνησε το κεφάλι. «Μάλλον, όχι.»
«Κι όμως, κάτι μου θυμίζει…» Η Νίθρα κοίταξε πάλι τη Λυρία. Η Αναζητήτρια έπαψε ν’ακονίζει το ξίφος της, για μια στιγμή, και έστρεψε το βλέμμα της στη μεριά της Ομιλήτριας· τα πράσινά της μάτια στένεψαν.
Η Νίθρα γύρισε πάλι στον Δόλβεριν. «Την έχω ξαναδεί. Ίσως να με ξέρει.»
«Σίγουρα, δεν κάνεις λάθος;»
«Αν θεωρείς ότι κάνω λάθος, τότε γιατί μου έγνεψες να φορέσω την κουκούλα μου, καθώς ερχόμουν;» Η Νίθρα δεν το πίστευε πώς μπορούσε να μιλά στον Πρίγκιπα έτσι! Ωστόσο, εκείνος μου ζήτησε να του απευθύνομαι στον ενικό· και, γενικά, φαίνεται ότι θέλει μια οικειότ–
«Γιατί δεν είσαι άγνωστο πρόσωπο, Νίθρα, και ίσως αυτή η Αναζητήτρια να σε έχει δει κάπου.»
«Δηλαδή, δεν υπήρχε άλλος λόγος…;»
Ο Δόλβεριν ατένισε το πρόσωπό της μέσα στην κουκούλα. «Νομίζεις ότι σου λέω ψέματα;»
«Όχι.»
Ο Πρίγκιπας έστρεψε το βλέμμα του στη νεκρική πυρά, και έμεινε σιωπηλός.
«Θα της μιλήσω,» δήλωσε η Νίθρα, ύστερα από λίγο.
«Σκέψου το καλά,» είπε ο Δόλβεριν, χωρίς να την κοιτάξει.
«Αν είναι να ταξιδέψουμε μαζί της, δεν μπορώ να της κρύβομαι για πάντα.»
«Έχεις δίκιο σ’αυτό.»
Η Νίθρα πήρε μια βαθιά ανάσα και βάδισε προς την καθισμένη Αναζητήτρια.
Η Λυρία την είδε να πλησιάζει και σηκώθηκε, χωρίς να θηκαρώσει το σπαθί της, αλλά κρατώντας το κατεβασμένο. Το γεγονός ότι η Ομιλήτρια φορούσε κουκούλα έμοιαζε να την ανησυχεί και να την παραξενεύει.
Η Νίθρα στάθηκε μπροστά της. «Ποια είσαι;» ρώτησε.
«Νομίζω πως συστήθηκα στο Λύκαρχό σας,» αποκρίθηκε, ψυχρά, η Λυρία. «Γιατί δε ρωτάς αυτόν;»
«Εννοώ, από ποια οικογένεια είσαι;»
Το βλέμμα της Αναζητήτριας έγινε καχύποπτο. «Τι σε νοιάζει;»
«Θα μου απαντήσεις;»
«Όχι αν δε μου απαντήσεις εσύ πρώτη.»
Η Νίθρα κατέβασε την κουκούλα της. «Με αναγνωρίζεις;»
Η Λυρία έκανε ένα βήμα πίσω. «Πώς είναι δυνατόν;…»
«Με αναγνωρίζεις;» επέμεινε η Νίθρα.
«Φυσικά και σε αναγνωρίζω, Νίθρα!» είπε η Αναζητήτρια. Και πρόσθεσε: «Ώστε αλήθευε, τελικά… Ήθελες, όντως, να Πείσεις τη Βασίλισσα και να την προδώσεις–»
«Όχι, δεν είναι έτσι–»
«Χα! Συναναστρέφεσαι με Λυκολάτρες και μου λες ‘όχι δεν είναι έτσι’; Λατρεύεις κι εσύ το Λύκο, υποθέτω, ε;»
«Όχι.»
«Ψεύτρα!»
Η Νίθρα αναστέναξε. «Όχι, δεν λατρεύω τον Λύκο, Λυρία. Τα πράγματα είναι πολύ πιο μπλεγμένα απ’ό,τι νομίζεις–»
Η Αναζητήτρια ρουθούνισε. «Ναι, όλοι οι προδότες έτσι λένε!…»
«Και έχω χάσει μέρος της μνήμης μου. Θύμισέ μου, λοιπόν, ποια ακριβώς είσαι και πώς σε γνωρίζω.»
«Τι είναι τώρα αυτό;» απόρησε η Λυρία, κοιτάζοντάς την πάλι καχύποπτα. «Τι προσπαθείς να κάνεις;»
«Τίποτα δεν προσπαθώ να κάνω, εκτός απ’το να θυμηθώ ποια ακριβώς είσαι. Πες μου. Σε παρακαλώ.»
Ένα λεπτό μειδίαμα διαγράφηκε στα χείλη της Λυρία. Ύστερα, γέλασε.
«Γιατί γελάς;» ρώτησε η Νίθρα.
«Έλα τώρα,» είπε η Λυρία· «με θυμάσαι πολύ καλά. Δεν ξέρω τι κόλπο έχεις στο νου σου, αλλά δεν πρόκειται να σε βοηθήσω στην εκτέλεσή του…» Έκανε να της γυρίσει την πλάτη, αλλά η Νίθρα μίλησε, χρησιμοποιώντας Πειθώ:
«Λυρία, πες μου από ποια οικογένεια κατάγεσαι και τι σχέση έχεις με μένα.»
«Από τον Οίκο των Σάνρεθ είμαι, όπως γνωρίζεις, και–» Σταμάτησε, απότομα, τα λόγια της. «Πώς τόλμησες;» γρύλισε, υψώνοντας το σπαθί της και βάζοντας την αιχμή του μπροστά στο λαιμό της Νίθρα. «Πώς τόλμησες να μου το κάνεις αυτό;»
«Κατέβασε το όπλο σου, Λυρία,» είπε η Νίθρα, εξακολουθώντας να χρησιμοποιεί Πειθώ, «κι ας μιλήσουμε πολιτισμένα. Εξάλλου, είμαι άοπλη…»
Η Αναζητήτρια κατέβασε το ξίφος της. Βλεφάρισε, ταραγμένα. Και απομακρύνθηκε, οπισθοχωρώντας. «Μη μου το ξανακάνεις αυτό!» φώναξε. «Λυκολάτρισσα! Προδότρια!»
Η Νίθρα στράφηκε απ’την άλλη, απομακρυνόμενη από την εξοργισμένη Λυρία. Οίκος Σάνρεθ… Οίκος Σάνρεθ… Ποιοι είναι αυτοί; Εγώ από ποιον Οίκο είμαι; Η απάντηση ήρθε αμέσως στο νου της: Ρίνκιλ. Οίκος Ρίνκιλ. Έφερε στο μυαλό της τα γενεαλογικά δέντρα που είχε μελετήσει. Υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στους Ρίνκιλ και στους Σάνρεθ; Μα φυσικά! Ο Νάζρεν, ο μικρότερος αδελφός της μακαρίτισσας Βασίλισσας Σιγκέλθα, μητέρας της Καλβάρθα, ήταν Ορκισμένος σε μία γυναίκα των Σάνρεθ: την Φάλρα. Και η Φάλρα είχε έναν αδελφό, μεγαλύτερο από εκείνη: τον Όρκελεβ. Ο Όρκελεβ ήταν Ορκισμένος κι αυτός (η Νίθρα δε θυμόταν τώρα το όνομα της συζύγου του) και είχε δύο παιδιά… το ένα εκ των οποίων ονομαζόταν Λυρία.
Ναι, αυτή είναι. Η Νίθρα νόμιζε ότι έβλεπε εμπρός της τις σελίδες των βιβλίων με τα γενεαλογικά δέντρα που είχε μελετήσει. Αλλά από πού την ξέρω; Το πρόσωπό της… το πρόσωπό της… Κοίταξε το σκοτάδι του δάσους. Έλα, δούλεψε! πρόσταξε το μυαλό της, μα δεν έλαβε καμία απάντηση. Όχι, ρε γαμώτο! Όχι! Πού την έχω ξαναδεί; Πού;
Ο Δόλβεριν την πλησίασε. «Τι έγινε;» ρώτησε. «Τι σου είπε;»
«Με ξέρει,» απάντησε η Νίθρα. «Και είναι από τον Οίκο των Σάνρεθ. Ο θείος σου, ο Νάζρεν, έχει Ορκιστεί σε μία Σάνρεθ.»
«Τη Φάλρα. Αλλά δεν έχουν κανένα παιδί που να το λένε Λυρία.»
«Όχι. Η Φάλρα, όμως, έχει έναν αδελφό, τον Όρκελεβ, ο οποίος είναι πατέρας της Λυρία.»
«Είσαι σίγουρη για τούτο;»
Η Νίθρα ένευσε. «Είμαι. Αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να θυμηθώ πού την έχω ξαναδεί.»
«Δε σου είπε;»
«Όχι· αρνήθηκε. Νόμιζε ότι ήθελα να την κοροϊδέψω, ότι είχα κάποιο ‘κόλπο’ κατά νου! Ανοησίες!»
«Δε χρησιμοποίησες καμια… ιδιαίτερη μέθοδο;»
«Ναι· έτσι μου αποκάλυψε ότι ανήκει στους Σάνρεθ. Όμως δε μου είπε τίποτ’άλλο, και δε θέλησα να την πιέσω περισσότερο. Τώρα, προσπαθώ να θυμηθώ κάτι –οτιδήποτε!– σχετικά μ’αυτήν, μα…» αναστέναξε, «το μυαλό μου μοιάζει κενό! Είναι φρικτό, Δόλβεριν!»
«Υπομονή,» είπε ο Πρίγκιπας, αγγίζοντας τον ώμο της· «η μνήμη σου θα επανέλθει από μόνη της. Μη σπρώχνεις τον εαυτό σου.»
«Ίσως αυτή νάναι η τιμωρία μου…» μουρμούρισε η Νίθρα· «να μη θυμάμαι την περασμένη μου ζωή…»
«Τιμωρία για ποιο πράγμα;»
«Επειδή πήγα μαζί σας.»
Ο Δόλβεριν γέλασε, αφήνοντας τον ώμο της. «Μη μου πεις ότι είσαι δεισιδαίμων, Νίθρα! Είσαι πολύ μορφωμένη για να πιστεύεις σε τέτοιες προκαταλήψεις.» Χαμογέλασε με το Χαμόγελο του Δόλβεριν κι απομακρύνθηκε.
Σε λίγο, οι Λυκολάτρες, η Νίθρα, και η Λυρία κάθισαν γύρω από μια φωτιά, έχοντας σβήσει τη νεκρική πυρά του Ρένκορ, η οποία είχε καταβροχθίσει το κουφάρι του.
«Πρέπει να πάρουμε μια σημαντική απόφαση τώρα,» είπε ο Λύκαρχος: «Τι θα κάνουμε απο δώ και πέρα· πού θα κατευθυνθούμε.»
«Εγώ θα πάω στους βάλτους Βενέβριαμ,» δήλωσε η Αναζητήτρια της Λιάμνερ Κρωθ.
«Αυτό έχω υπόψη μου κι εγώ, Λυρία. Ωστόσο, θα ήθελα να σας ρωτήσω όλους μήπως έχετε κάτι άλλο να προτείνετε.»
Κανείς δε μίλησε. Και, τελικά, ο Σαλνάβιν είπε: «Δε νομίζω ότι υπάρχει άλλος δρόμος, Λύκαρχε. Η λύση βρίσκεται κάπου στους βάλτους.»
«Τα Κτήνη θα πάψουν να έρχονται όταν το Τραύμα στο σώμα της Θεάς θεραπευτεί,» τόνισε η Λυρία.
«Απλοϊκό μοιάζει…» μουρμούρισε ο Δόλβεριν, σκεπτικός. «Πες μου, Αναζητήτρια: τι γνώμη έχεις για τον προφήτη Νουτκάλι;»
«Τον προφήτη της Βασίλισσας;»
«Ναι.»
«Δεν τον ξέρω. Αλλά είναι, αναμφίβολα, τσαρλατάνος, όπως όλοι οι προφήτες που δεν παίρνουν τις δυνάμεις τους από τη Μεγάλη Θεά. Η Λιάμνερ Κρωθ σπάνια χαρίζει οράματα στους πιστούς, και για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Όμως, αφού ο κύριος διασκεδάζει τη Βασίλισσα, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα μαζί του…»
«Δεν έχεις ακούσει ότι τρομοκρατεί τον κόσμο με τις προφητείες του;»
«Δεν ασχολούμαι και τόσο μ’αυτόν. Μου είναι αδιάφορος.»
«Δε θα έπρεπε. Ίσως να έχει σχέση με τα Κτήνη.»
Η Λυρία κάγχασε. «Τι σχέση, δηλαδή;»
«Δεν ξέρω ακριβώς· όμως είχε προβλέψει τον ερχομό τους σε μια του προφητεία.»
«Τυχαία, σίγουρα.»
«Δεν το νομίζω,» είπε ο Δόλβεριν. «Μάλλον, κάτι ήξερε. Είναι παράξενο άτομο, Αναζητήτρια· πολύ παράξενο. Τον έχεις αντικρίσει ποτέ;»
«Όχι,» παραδέχτηκε η Λυρία.
«Αν τον είχες, θα με καταλάβαινες. Υπάρχει κάτι στο βλέμμα του, στο παρουσιαστικό του…»
«Αληθεύει πως είναι Ράζλερ;»
«Ω ναι, είναι Ράζλερ, αναμφίβολα. Από τους τελευταίους της φυλής του.»
«Και τι πάει να πει τούτο;»
«Σύμφωνα μ’εκείνον,» εξήγησε ο Δόλβεριν, «λόγω αυτού του γεγονότος, διαθέτει εξαιρετικές δυνάμεις και ικανότητες.»
«Ανοησίες…»
«Θα το μάθουμε όταν φτάσουμε στους βάλτους Βενέβριαμ.»
«Θα μάθουμε τι; Τις δυνάμεις του ή τη σχέση του με τα Κτήνη;»
«Και τα δύο, πιθανώς.»
Η Λυρία κάγχασε πάλι. «Πραγματικά, δεν το πιστεύω, λύκε!»
«Ίσως και να λαθεύω,» παραδέχτηκε ο Δόλβεριν. «Θα δούμε…» Η όψη του, όμως, μαρτυρούσε πεντακάθαρα ότι δεν είχε πάψει να υποψιάζεται τον Νουτκάλι.
*
«Σήκω, ρε. Θέλω κι εγώ να κοιμηθώ.»
Ο Φένταρ άνοιξε τα μάτια αμέσως. Ποτέ δεν κοιμόταν βαριά, άλλωστε –ένα από τα πολλά μαθήματα των Πολέμων της Φεν εν Ρωθ.
«Καμια κίνηση από τους φίλους μας;» ρώτησε τη Χρυσοδάκτυλη.
«Όχι,» απάντησε εκείνη. «Σήκω.»
Ο Φένταρ σηκώθηκε, εξακολουθώντας να παραμένει κρυμμένος πίσω από τα βράχια, φυσικά. Η Χρυσοδάκτυλη ξάπλωσε, τυλίγοντας την κάπα γύρω της.
Ο Ωθράγκος άρχισε να παρακολουθεί τους μυστηριώδεις αγνώστους, καθώς η νύχτα περνούσε και η ημέρα ζύγωνε. Αναρωτιόταν αν αυτά που του είχε πει η Μιρλίμια μπορεί να αλήθευαν. Μήπως ο «οπίσθιος φίλος» ήταν, τελικά, μαζί με τους ανθρώπους που συνόδευαν τη Νίθρα; Μήπως βρισκόταν εκεί, ώστε να φυλάει τα νότα τους; Και μήπως τώρα εκείνοι έστηναν κάποια παγίδα για τον Φένταρ και τη Χρυσοδάκτυλη; Θα είμαστε έτοιμοι γι’αυτούς, σε τέτοια περίπτωση –δε θα μας πιάσουν! Αν και το να τους πιάσουν δεν έμοιαζε τόσο δύσκολο: το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να καλπάσουν ξοπίσω τους· η Μιρλίμια και ο Ωθράγκος δε θα μπορούσαν να τρέξουν γρηγορότερα απ’τα άλογα. Ωστόσο, οι άγνωστοι δεν το είχαν επιχειρήσει ακόμα. Τι περίμεναν; Δεν ήταν λογικό να περιμένουν, όταν τους είχαν στο χέρι! Επομένως, ίσως κάτι διαφορετικό να συνέβαινε… Τι, όμως; Με έχουν μπερδέψει τελείως!
Η αυγή ήρθε, και ο Φένταρ είδε τους αγνώστους να σηκώνονται και να ανεβαίνουν στα άλογά τους. Ταρακούνησε τη Χρυσοδάκτυλη από τον ώμο.
Τα μάτια της άνοιξαν αμέσως, όπως είχαν ανοίξει και τα δικά του. «Λέγε.»
«Φεύγουνε.»
Η Χρυσοδάκτυλη σηκώθηκε, κοιτάζοντας πάνω από την άκρια του βράχου.
Οι άγνωστοι κάλπαζαν προς τα νότια, κι απ’ό,τι φαινόταν, σκόπευαν να προσπεράσουν την Άζλεντεν.
«Πηγαίνουν κατευθείαν στους βάλτους Βενέβριαμ!» είπε ο Φένταρ.
«Σου μίλησε ο θεός σου;»
«Όχι!» της μούγκρισε. «Μου τόχε πει από πριν, δε θυμάσαι;»
«Ναι. Τι κάνουμε τώρα, όμως; Πάμε στην πόλη;»
«Φυσικά. Και γρήγορα.» Σηκώθηκε όρθιος, βγαίνοντας από την κρυψώνα των βράχων. «Πρέπει ν’αγοράσουμε άλογα και να τους ακολουθήσουμε. Ή ίσως να ταξιδέψουμε με το καράβι του Σαμόλθιρ. Θα δούμε.» Άρχισε να τρέχει.
Η Χρυσοδάκτυλη τον ακολούθησε. «Περίμενε!»
«Πάω στοίχημα ότι δεν μπορείς να με προλάβεις,» την πείραξε ο Φένταρ.
«Έτσι λες;»
«Ναι!»
Η Χρυσοδάκτυλη έτρεξε ταχύτερα. Και ο Φένταρ επίσης. Η Μιρλίμια ήταν γρήγορη, έπρεπε να παραδεχτεί ο Ωθράγκος, κοιτάζοντας τα πόδια της να κινούνται, ακουμπώντας ελάχιστα το έδαφος και κάνοντας μεγάλες δρασκελιές. Κι εκείνος, όμως, δεν πήγαινε πίσω. Και είχε μεγαλύτερη δρασκελιά από την κοντή γυναίκα. Σε λίγο, την ξεπέρασε, αφήνοντάς την πίσω του για μερικά μέτρα.
Είχαν ήδη προσπεράσει την κατεστραμμένη αγροικία και πήγαιναν προς την πόλη, όταν ο Φένταρ παρατήρησε ότι κάποιοι έρχονταν από την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: δύο άνθρωποι με κάπες και κουκούλες, οι οποίοι τραβούσαν τέσσερα άλογα πίσω τους· ο ένας ήταν ψηλότερος, ο άλλος κοντύτερος. Ίσως νάναι αυτοί…
Ο ψηλότερος ύψωσε το χέρι και φώναξε: «Ε, μάγκα μου! Μην τρέχεις έτσι· θα πάθεις τίποτα. Χα-χα-χα-χα!»
«Σαμόλθιρ!» Ο Φένταρ σταμάτησε κοντά στον Κυματοπαλαιστή, λαχανιασμένος. Ύστερ’από λίγο, ήρθε και η Χρυσοδάκτυλη, βαριανασαίνοντας.
«Τι έγινε, ρε σεις;» ρώτησε ο Σαμόλθιρ. «Σας κυνηγάει κανένας;»
«Όχι… Αλλά έχουμε πολλά να… σας πούμε… Όμως πάμε στην πόλη… αμέσως… Κατευθύνονται στους βάλτους. Να πάρουμε το πλοίο. Ή… ίσως θα ήταν καλή ιδέα να πάμε… οι μισοί με το καράβι κι οι μισοί με τ’άλογα, αφού τ’αγόρασες κιόλας, ε;»
«Αστρογέννητη, τι βρήκες εσύ;» θέλησε να μάθει η Χρυσοδάκτυλη. Ο Φένταρ παρατήρησε –λιγάκι πικαρισμένος– ότι η Μιρλίμια πρέπει να ήταν λιγότερο λαχανιασμένη από εκείνον· ή ίσως να κατάφερνε να ελέγχει καλύτερα τη φωνή της…
«Εντόπισα την άλλη. Έχει πάει στο ερείπιο, μπροστά από τους Επτά Κίονες.»
«Γιατί;»
«Δεν ξέρω. Και, για να πω την αλήθεια, η συμπεριφορά της μ’έχει παραξενέψει. Κάθεται εκεί και δεν κάνει τίποτα· μοιάζει χαμένη. Ίσως θάπρεπε να της μιλήσουμε.»
«Δεν προλαβαίνουμε,» είπε ο Φένταρ.
«Προλαβαίνουμε και παραπρολαβαίνουμε,» διαφώνησε ο Σαμόλθιρ. «Αν ταξιδέψουμε με πλοίο, φυσικά.»
«Είναι καλός ο καιρός;»
«Όχι τέλειος, αλλά ταξιδεύεται, κοπέλι μου.»
«Όμως,» είπε ο Φένταρ, «θα χάσουμε τα ίχνη τους, άμα δεν πάνε κάποιοι και με άλογα, Σαμόλθιρ. Κανείς δε μας εγγυάται ότι η Νίθρα και οι άλλοι θα ιππεύουν τόσο παραλιακά ώστε να μπορούμε να τους δούμε.»
«Έχει δίκιο,» συμφώνησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Συμφωνούμε πολύ, τώρα τελευταία,» παρατήρησε ο Φένταρ, «κι αυτό είναι κακό σημάδι.» Χαμογέλασε, όμως.
«Λοιπόν, εντάξει,» είπε ο Σαμόλθιρ. «Πηγαίντε εσείς με τ’άλογα, κι εγώ κι η Αστρογέννητη θα πάμε να μιλήσουμε στην κοπελιά. Έγινε;»
Ο Φένταρ ένευσε.
Ο Σαμόλθιρ τού έδωσε τα ηνία ενός αλόγου. «Και να προσέχεις, μάγκα μου.»
«Κι εσύ.»
Έσφιξαν χέρια.
Η Αστρογέννητη έδωσε τα γκέμια του άλλου ίππου στη Χρυσοδάκτυλη. «Θα σας συναντήσουμε σε κάποιο λιμάνι παρακάτω. Αυτό της Ήανβαν, κατά πάσα πιθανότητα. Ε, αφεντικό;» Κοίταξε τον Σαμόλθιρ.
Εκείνος ένευσε.
Ο Φένταρ καβαλίκεψε το άλογό του.
«Φιλάκια,» είπε η Χρυσοδάκτυλη στην Αστρογέννητη, κι ανέβηκε κι εκείνη στο δικό της άλογο.
Όταν η Μιρλίμια δολοφόνος και ο Ωθράγκος τυχοδιώκτης απομακρύνθηκαν, καλπάζοντας προς τα νότια, ο Σαμόλθιρ είπε: «Ας μην καθυστερούμε μ’αυτή τη δουλειά, ε;»
«Ναι, αφεντικό,» αποκρίθηκε η Αστρογέννητη.
Καβαλίκεψαν και πήγαν στη βόρεια πύλη της Άζλεντεν, όπου οι φρουροί τούς σταμάτησαν, για να τους κάνουν έλεγχο. Προφανώς, τους είχαν κινήσει την περιέργεια, έτσι όπως βγήκαν με τέσσερα άλογα και γύρισαν με δύο, τόσο γρήγορα.
«Έχεις όπλα κρυμμένα πάνω σου,» είπε ένας στρατιώτης, τραβώντας ένα στιλέτο από το μανίκι της Αστρογέννητης. «Όπλα δολοφόνου.»
«Η κοπελιά είναι στη δούλεψή μου, μάγκα,» αποκρίθηκε ο Σαμόλθιρ, και του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»
«Αφού δουλεύει για σας, κύριε, κανένα πρόβλημα απολύτως,» απάντησε ο φρουρός, κρύβοντας το νόμισμα στη ζώνη του.
«Πολύ όμορφα,» είπε ο Σαμόλθιρ. «Καλή σου ημέρα.»
Μπήκαν στην Άζλεντεν, ιππεύοντας.
«Τα λες ωραία, μερικές φορές, αφεντικό.»
«Πάντα μου το λέγανε ότι είμαι ομορφολόγος.» Ο Σαμόλθιρ χαμογέλασε.
Ευτυχώς, δεν είχε ακόμα αρχίσει η πολλή κίνηση στην πόλη. Πέρασαν δίπλα από τον Πορφυρό Κόρακα και, διασχίζοντας μια μακριά, πλακόστρωτη οδό, έφτασαν στον Μεγάλο Δρόμο, που χώριζε την Άζλεντεν σε βόρεια και νότια περιφέρεια. Εδώ η κίνηση ήταν περισσότερη, αλλά κι ο χώρος επίσης, έτσι δεν υπήρχαν κολλήματα. Ο Σαμόλθιρ παρατήρησε και αρκετές περιπολίες, καθώς εκείνος κι η Αστρογέννητη κατευθύνονταν ανατολικά. Ο Άρχοντας, μάλλον, δε βρήκε ακόμα όλους τους συνωμότες, σκέφτηκε, ειρωνικά. Αναρωτιέμαι αν έχει αρχίσει να τρελαίνεται, όπως πολλοί προκάτοχοί του.
Στρίψανε νότια, μπαίνοντας στην αγορά, και γρήγορα έφτασαν κοντά στο πανδοχείο «Οι Επτά Κίονες», όπου και ξεκαβαλίκεψαν.
«Οδήγησέ με στο μέρος όπου την είδες,» ζήτησε ο Σαμόλθιρ.
Η Αστρογέννητη προχώρησε, τραβώντας το άλογό της από τα γκέμια, και εκείνος ακολούθησε.
«Εκεί είναι, αφεντικό. Τη βλέπεις; Κάθεται με την πλάτη ακουμπισμένη στην παλιά κολόνα.»
Ο Σαμόλθιρ παρατήρησε τη γυναίκα, που ήταν τυλιγμένη στην κάπα της και κουκουλωμένη. Γιατί έμεινε πίσω αυτή; αναρωτήθηκε. Γιατί δεν πήγε με τους υπόλοιπους; Την άφησαν εδώ, ως κατάσκοπο, ή τη διώξανε; Τι στο Μεγαλύτερο Κέρατο του Σάλ’γκρεμ’ρωθ συμβαίνει;
Πλησίασε, περνώντας μέσα από τα ερείπια· η Αστρογέννητη τον ακολούθησε, φυσικά. Εκείνος είχε συνεχώς τα μάτια του καρφωμένα στην κουλουριασμένη γυναίκα. Άλλωστε, δεν αποκλείεται να ήταν εκπαιδευμένη δολοφόνος που προσποιείτο την άστεγη…
«Κοπελιά,» της φώναξε. «Μπορούμε να σου μιλήσουμε;» Σταμάτησε να βαδίζει.
Το κουκουλωμένο κεφάλι στράφηκε στο μέρος του. «…Ποιοι είστε;» ρώτησε μια φοβισμένη φωνή.
«Δε θέλουμε το κακό σου,» τη διαβεβαίωσε ο Σαμόλθιρ, αν και αυτό εξαρτιόταν πάντα από τις απαντήσεις που θα τους έδινε. «Πώς σε λένε; Και γιατί βρίσκεσαι εδώ;»
Η γυναίκα σηκώθηκε. «Αφήστε με ήσυχη.»
«Σου είπα: δε θέλουμε το κακό σου· μην τρομάζεις.» Άφησε τα γκέμια του αλόγου του και τη ζύγωσε. Δεν άκουσε την Αστρογέννητη να τον ακολουθεί, μα ήταν βέβαιος πως τον ακολουθούσε, αθόρυβα.
«Γιατί μου μιλάτε; Πού με ξέρετε;» Η γυναίκα έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω.
«Σε είδαμε να βγαίνεις απ’τον Πορφυρό Κόρακα. Γιατί έφυγες;»
Η γυναίκα τον παρατήρησε προσεκτικά μέσα απ’την κουκούλα της. «Ποιος σας έστειλε;» ρώτησε, πνιχτά.
«Κανείς δε μας έστειλε. Παρακολουθούσαμε τους συντρόφους σου, και σε μπανίσαμε να φεύγεις απ’το πανδοχείο. Σε διώξανε;»
Η γυναίκα απομακρύνθηκε κι άλλο.
«Μην πας να τρέξεις,» την προειδοποίησε ο Σαμόλθιρ. «Θα σε προλάβω, και θα έχω θυμώσει πολύ…» μούγκρισε.
«Σας παρακαλώ! Δεν έχω καμία σχέση μαζί τους. Στο δρόμο με συνάντησαν και μ’έφεραν ως εδώ. Αλήθεια σάς λέω!»
«Εντάξει,» είπε ο Σαμόλθιρ. «Δεν υποστηρίξαμε ότι μας λες ψέματα. Έλα στο πανδοχείο» –έδειξε, με τον αντίχειρα του, τους Επτά Κίονες–, «να σε κεράσουμε κάτι και να μας τα πεις, ε;»
Η άγνωστη δίστασε λίγο· ύστερα, ένευσε και βάδισε μαζί τους προς το πανδοχείο.
«Ποιο είν’τ’όνομά σου, ρε κοπελιά;»
«Αλλάρνα.»
«Ρουζβάνη ή μη;»
«Ωθράγκι, κύριε.»
Άφησαν τ’άλογά τους στο σταβλίτη των Επτά Κιόνων και μπήκαν στην τραπεζαρία, καθίζοντας σ’ένα τραπέζι.
«Ωθράγκι, ώστε. Συμπατριώτισσα.» Ο Σαμόλθιρ χαμογέλασε, φιλικά. «Βγάλε την κουκούλα σου. Κρύβεσαι από κανέναν;»
«Περίπου…»
«Αν κρύβεσαι, πάντως, από τους πρώην-συντρόφους σου, μην ανησυχείς· φύγανε από την πόλη.»
Η Αλλάρνα έβγαλε την κουκούλα, αποκαλύπτοντας ένα συμπαθητικό πρόσωπο με μακριά, λεία ξανθά μαλλιά. Μικρή πρέπει νάναι. Σίγουρα, πολύ μικρότερη από μένα. Και από τον Φένταρ, πιθανώς…
Ο Σαμόλθιρ ζήτησε από μια σερβιτόρα να τους φέρει μπίρες.
«Τι έκανες, λοιπόν, μ’αυτούς;» ρώτησε την Αλλάρνα, στη Γλώσσα των Ωθράγκος.
«Είχα χαθεί, κύριε…» απάντησε εκείνη, στην ίδια γλώσσα.
«Σαμόλθιρ Κυματοπαλαιστή, με λένε. Πώς είχες χαθεί;»
«…Σκοτωθήκανε οι άνθρωποι του καραβανιού μου· τα Κτήνη τούς κατασπάραξαν.»
«Τα Κτήνη των Βάλτων, που λένε;»
Η Αλλάρνα ένευσε, καθώς η σερβιτόρα έφερνε τις μπίρες τους και ο Σαμόλθιρ την πλήρωνε.
«Πού συνέβη αυτό, ρε κοπελιά;»
«Βόρεια από εδώ. Ήμουν η μόνη που γλίτωσα.»
Παράξενο, σκέφτηκε ο Σαμόλθιρ· δεν ακούσαμε για καμια τόσο μεγάλη καταστροφή. Και τέτοια νέα είναι του γρήγορου ταξιδιού…
«Είχα φτάσει σε απόγνωση,» συνέχισε η Αλλάρνα, «αλλά… αλλά ευτυχώς αυτοί οι άνθρωποι με βρήκαν και με πήρανε μαζί τους.»
«Και σε διώξανε στον Πορφυρό Κόρακα;»
«Εεεεεε… ναι. Ήτανε… ήτανε μόνο για να με φέρουν εδώ.» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπίρα. «Ευχαριστώ πολύ, κύρι– Σαμόλθιρ. Για το ποτό. Μου είπαν ότι θα μ’έφερναν εδώ, για να πάρω καράβι και να επιστρέψω στη Βάλγκριθμωρ.»
«Και γιατί δεν πήγες στο λιμάνι; Τι έκανες εκεί, στις κολόνες;»
«Δεν είχα λεφτά, έτσι… έτσι είπα να σταματήσω και να ξεκουραστώ λίγο.»
Η Αστρογέννητη ψιθύρισε στ’αφτί του Σαμόλθιρ: «Αφεντικό, δε νομίζω ότι βρέθηκε τυχαία στο ερείπιο· μου φάνηκε ότι ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε. Μάλιστα, την είδα να ρωτά κι ορισμένους ανθρώπους για κατευθύνσεις.»
«Χμμμμ,» έκανε ο Κυματοπαλαιστής, τρίβοντας τα γένια του. «Που λες, Αλλάρνα, δεν είναι φρόνιμο να παραμυθιάζεις εκείνους που σε κερνάνε…»
Τα μάτια της Ωθράγκι γούρλωσαν. Χλόμιασε.
Ο Σαμόλθιρ ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι. «Άκουσε να δεις, Αλλάρνα, όταν σου είπα πως δε θέλουμε το κακό σου, δεν ήταν ψέματα· αλλά δεν ξέρω αν αυτό θα συνεχίσει να ισχύει, σε περίπτωση που εξακολουθήσεις να μας κοροϊδεύεις. Θέλουμε να μάθουμε τι σχέση έχεις μ’αυτούς τους τύπους. Και βιαζόμαστε.»
Η Αλλάρνα ήπιε ακόμα μια γουλιά μπίρα· το χέρι της έτρεμε φανερά. Στραβοκατάπιε και έβηξε.
«Ηρέμησε,» πρότεινε ο Σαμόλθιρ, «και μίλησέ μας.»
«Είχα έρθει εδώ με την αφέντρα Νιρμέα και, ενώ κρυβόμασταν, συναντήσαμε αυτή τη γυναίκα στο νησί, που μετά έμαθα ότι τη λέγανε Νίθρα–»
«Όπα! όπα! Πού βρίσκεται τώρα αυτή η Νιρμέα; Ωθράγκι είναι, έτσι;»
«Ναι, Ωθράγκι, και η Νίθρα την έδιωξε. Είχε θυμώσει πολύ, γιατί είμαστε…» χαμήλωσε τη φωνή της, «ανθρωποκυνηγοί–»
«Χα-χα-χα! Κοπελιά, είσαι του επαγγέλματος, βλέπω!»
«Τι! Κι εσύ; Κι εσύ είσαι ανθρωποκυνηγός;» ρώτησε η Αλλάρνα, εξακολουθώντας να διατηρεί τη φωνή της χαμηλωμένη.
«Ήμουν. Τώρα, με φάγανε τα γεράματα. Για λέγε, όμως.»
Η Ωθράγκι φάνηκε να ηρεμεί, σχετικά. «Μας είχανε κυνηγήσει, εμένα και την αφέντρα, οι Ρουζβάνοι, έτσι είχαμε αρπάξει μια βάρκα και είχαμε κρυφτεί σ’ένα ξερονήσι–»
«Αφεντικό,» τη διέκοψε η Αστρογέννητη, «μήπως θα ήταν φρόνιμο να σαλπάρουμε και να μας τα πει στο κατάστρωμα τα υπόλοιπα;»
Ο Σαμόλθιρ συνοφρυώθηκε. Ένευσε. «Ναι, καλά λες.» Και προς την Ωθράγκι: «Λοιπόν, Αλλάρνα, υποθέτω πως δεν έχεις πουθενά να πας, έτσι; Ή κάνω λάθος;»
«Όχι,» απάντησε εκείνη. «Θα έρθω μαζί σας.»
«Καλώς,» είπε ο Σαμόλθιρ και σηκώθηκε απ’το τραπέζι. «Θα πάμε στο καράβι μου και θα μας τα πεις όλα. Αν δε μας κρύψεις τίποτα, θα σε ταξιδέψουμε ως τη Βάλγκριθμωρ, με την πρώτη ευκαιρία. Σύμφωνοι;» Της έδωσε το χέρι του.
Η Αλλάρνα σηκώθηκε επίσης. «Ναι, φυσικά!» Έσφιξε το χέρι του Κυματοπαλαιστή.
H Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση το πρωί· οι υπηρέτες του παλατιού δούλευαν εντατικά όλο το βράδυ, για να τη συνεφέρουν και να αντικαταστήσουν οτιδήποτε καμένο μπορούσε να αντικατασταθεί. Ο Βασιληάς Άργκελ, όμως, τους πρόσταξε άπαντες να φύγουν, όταν μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο μαζί με τη σύζυγό του, Βασίλισσα Ακάρθα. «Και μην αφήσετε κανέναν άλλο να έρθει, πέραν από τα άτομα που θα σας πω να φωνάξετε.»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ένας καλοντυμένος υπηρέτης, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση.
«Φρουροί! Να στέκεστε απέξω.»
«Μάλιστα, Μεγαλειότατε.» Ένας πάνοπλος άντρας υποκλίθηκε κι αυτός.
«Ποιους θα επιθυμούσατε να φωνάξουμε, Βασιληά μου;» ρώτησε ο υπηρέτης.
Ο Άργκελ κάθισε στον Ουρανολίθινο Θρόνο και του απάντησε, ενώ η Βασίλισσα Ακάρθα στεκόταν όρθια, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά της και κοιτάζοντας τριγύρω, τις ζημιές του δωματίου και τα πράγματα που είχαν αντικατασταθεί.
Σε λίγο, συγκεντρώθηκαν όλοι στη βασιλική αίθουσα –όλοι όσοι βρίσκονταν εδώ και χτες βράδυ, εκτός από τον Πρίγκιπα Δάτμιν, τον οποίο ο Βασιληάς αποφάσισε πως καλύτερα θα ήταν να μην ενοχλήσει. Άλλωστε, το παιδί τού έμοιαζε αρκετά ταραγμένο και μπερδεμένο από όσα είχε ακούσει, και, αναμφίβολα, χρειαζόταν ανάπαυση…
Η δίφυλλη πόρτα της αίθουσας έκλεισε όταν και η Αρχόντισσα Ρικέλθη μπήκε στο δωμάτιο, μαζί με τον ερημίτη Έζβαρ και στηριζόμενη στο δρακοκέφαλο ραβδί της.
«Καλή σας ημέρα,» χαιρέτησε τους παρευρισκόμενους. Και προς το Βασιληά: «Καλημέρα σας, Μεγαλειότατε,» κάνοντας μια μικρή αλλά χαριτωμένη υπόκλιση.
«Καλημέρα σας, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» αποκρίθηκε ο Άργκελ από το θρόνο του.
Η Ρικέλθη παρατήρησε πως, εκτός απ’αυτόν, όλοι οι υπόλοιποι στέκονταν όρθιοι· μονάχα η Πριγκίπισσα Λιόλα καθόταν σε μια από τις καρέκλες του καινούργιου δεξιού τραπεζιού και ο Πρίγκιπας Νόρβορ ακουμπούσε την πλάτη του σε μια κολόνα.
«Αποφάσισα να μην καλέσω κανέναν άλλο σε τούτη την κουβέντα,» είπε ο Άργκελ, «παρά μόνο εσάς, που ήσασταν παρόντες όταν μας μίλησε ο Φανλαγκόθ· γιατί πιστεύω πως έχουμε κάποιες πολύ σοβαρές αποφάσεις να πάρουμε, σχετικά με την αποστολή στη Λιάμνερ-Κρωθ, αλλά και με τους υπηρέτες του Άνκαραζ εντός του Βασιλείου μας.»
«Αδελφέ,» είπε ο Ζάρναβ, «εγώ θα πρότεινα να αποφύγουμε την αποστολή δικών μας ανθρώπων στη γη των Ρουζβάνων. Κατ’αρχήν, δεν εμπιστεύομαι καθόλου αυτόν τον Ράζλερ και, κατά δεύτερον, αν είναι εκείνος που υποστηρίζει ότι είναι, τότε δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι μπορεί να βρει άλλους να κάνουν τις δουλειές του. Γιατί εμείς να είμαστε τα πιόνια του;»
«Συμφωνώ,» δήλωσε ο Πρίγκιπας Νόρβορ. Και κοίταξε τον Βάνμιρ, ο οποίος στεκόταν κάτω από το βάθρο του Ουρανολίθινου Θρόνου, με έκφραση σκεπτική.
«Ο Φανλαγκόθ δε θα ζητούσε αυτό το πράγμα από εμάς, αν δεν υπήρχε λόγος,» αποκρίθηκε ο αυτοεξόριστος Άρχοντας του Ράλτον. «Και, όχι,» πρόσθεσε, προτού μιλήσει ο Ζάρναβ ή Νόρβορ, «δεν μου έχει κάνει κανένα ξόρκι, για να τον υποστηρίζω. Και, για την ακρίβεια, δεν τον υποστηρίζω. Απλά, βλέπω την κατάσταση και κρίνω ότι, αν όντως υπάρχει εκείνο το πρόβλημα που μας εξήγησε, τότε κάποιος πρέπει να αναλάβει να σφραγίσει το άνοιγμα –και, μάλλον, μόνο με τον ουρανόλιθο μπορεί να επιτελεστεί αυτό.»
«Κι αν μας είπε ψέματα;» έθεσε το ερώτημα ο Ζάρναβ.
Ο Βάνμιρ ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί, Υψηλότατε;»
«Ποιος ξέρει; Ποιος μπορεί να υποθέσει, μ’ένα τέτοιο πλάσμα;»
Ο Άργκελ καθάρισε το λαιμό του. «Ο Φανλαγκόθ δε ζήτησε κάτι υπερβολικό από εμάς, πιστεύω. Η αποστολή μερικών ανθρώπων στη Λιάμνερ-Κρωθ δε νομίζω ότι θα μας ζημιώσει.»
«Μεγαλειότατε,» είπε ο Ρόλμαρ, «με συγχωρείτε, αλλά εγώ, προσωπικά, έχω κάποιες διαφωνίες επάνω στο να σταλεί ο αδελφός μου στην ήπειρο των Ρουζβάνων.»
«Η απόφαση είναι δική μου, Ρόλμαρ,» του είπε ο Βάνμιρ, στρεφόμενος να τον κοιτάξει.
Γιατί είσαι ανόητος! γρύλισε εσωτερικά ο Ρόλμαρ. Και ανόητα παράτολμος, κυρίως! «Ίσως να ήθελες να το ξανασκεφτείς…»
«Όχι. Νομίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω.»
Ο Ρόλμαρ τον ζύγωσε με γρήγορα βήματα και στάθηκε μπροστά του, μιλώντας σιγανότερα, ώστε να τον ακούσουν όσο το δυνατόν λιγότεροι. «Έχασες το νου σου; Θ’ακολουθήσεις ένα τρελό μάγο σε μια άγνωστη ήπειρο; Και γιατί; Για να κλείσεις μια τρύπα απ’όπου βγαίνουν τέρατα;»
«Ναι,» απάντησε, ήρεμα, ο Βάνμιρ. «Τουλάχιστον, εγώ επιλέγω να μπλέξω σε φασαρίες όταν το θέλω· δεν πέφτω θύμα των περιστάσεων.»
Τα μάτια του Ρόλμαρ στένεψαν. «Τι σημαίνει τούτο;» σφύριξε.
«Σημαίνει ότι θα πάω,» είπε μόνο ο Βάνμιρ, κι απομακρύνθηκε.
Έχει σαλέψει το μυαλό του, στα σίγουρα! σκέφτηκε ο Ρόλμαρ. Νομίζει τώρα ότι είναι κάποιος. Αδιανόητες παλαβομάρες! Έπρεπε ο πατέρας να ήταν εδώ, για να τον βάλει στη θέση του…
«Παρακαλώ,» είπε ο Βασιληάς Άργκελ, «ας μην αρχίσουμε να φιλονικούμε αναμεταξύ μας. Δε νομίζω ότι θα ωφελήσει κανέναν.»
«Η κατάσταση, όμως, είναι προβληματική,» γνωμοδότησε ο Ζάρναβ· «και δεν πρέπει να παίρνουμε βιαστικές αποφάσεις.»
Τα χέρια του Άργκελ άγγιξαν τους βραχίονες του Ουρανολίθινου Θρόνου. «Δεν παίρνω καθόλου βιαστικές αποφάσεις. Όλο το βράδυ σκεφτόμουν αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα–»
«Κι αποφάσισες ότι είναι φρόνιμο να συμμαχήσουμε με τον Φανλαγκόθ;» τον διέκοψε ο Ζάρναβ. «Είναι άγνωστος!» Τους έχει επηρεάσει αυτός ο μάγος; αναρωτήθηκε. Και ο Άργκελ και ο Βάνμιρ φαίνεται να υποστηρίζουν πολύ ένθερμα τον Ράζλερ. Τι συμβαίνει; Τους ελέγχει το νου, επειδή αποδέχτηκαν να τον υπηρετήσουν; Αισθάνθηκε ένα σύγκρυο να τον διαπερνά, κι έστρεψε το βλέμμα του, πρώτα, στον Έζβαρ και, ύστερα, στον Ερφάνιρ· όμως κανένας από τους μυστικιστές δεν έμοιαζε ν’ανησυχεί: και οι δύο κοιτούσαν γαλήνια τα δρώμενα. Κάτι δεν πάει καλά εδώ…
Ο Άργκελ έμεινε, για λίγο, σιωπηρός· ύστερα, φανερά θυμωμένος που τον είχε διακόψει ο αδελφός του, είπε: «Ναι, είναι άγνωστος, όμως δεν είναι οποιοσδήποτε συνηθισμένος άνθρωπος! Σε περίπτωση που του αρνηθούμε τη βοήθειά μας, Ζάρναβ, ποιος μου εγγυάται εμένα ότι δε θα στραφεί εναντίον του λαού μου; Ο Φανλαγκόθ και η οικογένειά του μοιάζουν να έχουν τη δύναμη να καταστρέψουν ολόκληρα έθνη. Τι λες γι’αυτό;» Ήταν από τις λίγες φορές που ο Άργκελ μιλούσε έτσι, απότομα –σημάδι ότι ήταν πολύ αναστατωμένος.
«Ζάρναβ,» είπε η Νιρκένα, πλησιάζοντας τον Πρίγκιπα, «ο Βασιληάς έχει δίκιο. Προσοχή απαιτείται.»
—Περισσότερη απ’ό,τι φαντάζεστε—
Η φωνή ήρθε από το πουθενά, και ορισμένοι κοίταξαν τριγύρω, αιφνιδιασμένοι.
—Μη με ψάχνετε—είπε ο Φανλαγκόθ—δε θα με βρείτε—
«Τι θέλεις πάλι;» φώναξε ο Ζάρναβ στον αέρα.
—Να σας προειδοποιήσω και να σας προσφέρω ένα δώρο—
«Οτιδήποτε δώρο έχεις να μας δώσεις θα είναι δώρο για σένα προπάντων!»
—Δε λες ψέματα, Πρίγκιπα Ζάρναβ. Ωστόσο, θα μας ωφελήσει και τους δύο· οπότε, πού είναι το κακό; Βασιληά Άργκελ, να ξεκινήσω;—
«Ξεκινήστε,» τον παρότρυνε ο Μονάρχης του Νόρβηλ.
—Πρώτα, η προειδοποίηση: Θα ήθελα να σας ενημερώσω άπαντες ότι, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ένας στρατός ακόλουθων του Άνκαραζ προελαύνει προς την Έριγκ, με σκοπό να την κατακτήσει—
«Τι!» πετάχτηκε ο Ζάρναβ.
—Ναι. Ο στρατός του Άρχοντα Μόρντεναρ. Και δεν είναι μόνο αυτοί που υπηρετούν τον Άνκαραζ μέσα στο Βασίλειό σας· υπάρχουν κι άλλοι, αλλά κρύβονται ακόμα, και θα βγουν από τις φωλιές τους σαν τις ύαινες, για να σας χιμήσουν ύπουλα, όταν η ευκαιρία θα είναι κατάλληλη για εκείνους—
«Εσείς, όμως, υποθέτω ότι μπορείτε να μας προειδοποιήσετε προτού συμβεί τούτο, σωστά, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ;» είπε ο Άργκελ.
—Ναι—
«Αυτό είναι ευτυχές. Πόσο μεγάλος είναι ο στρατός που προελαύνει προς την Έριγκ; Γνωρίζετε;»
—Δέκα χιλιάδες—
«Δέκα χιλιάδες;» αναφώνησε ο Ζάρναβ. «Μα τους θεούς! Αυτό το φίδι, ο Μόρντεναρ! Έπρεπε να τον είχες σκοτώσει από καιρό, αδελφέ.» Και προς τον αέρα: «Τι ξέρεις για τη σύζυγο και το γιο μου; Την Έπαρχο Φερνάλβιν και τον Άνγκεδβαρ; Είναι ζωντανοί;»
—Είναι, και έρχονται εδώ. Το απόγευμα θα έχουν φτάσει στο παλάτι. Η Κεντροφύλαξ είναι βαριά τραυματισμένη, αλλά αντέχει… με τη βοήθεια του Άνκαραζ—
«Τι εννοείς ‘με τη βοήθεια του Άνκαραζ’;»
—Δέχτηκε τη βοήθεια του Πολέμαρχου, για να γλιτώσει απ’το θάνατο—
«Γιατί να τη βοηθήσει; Η Φερνάλβιν δεν–»
—Ναι, δεν είναι τώρα ακόλουθός του· ήταν, όμως, παλιά. Και ο Άρχοντας της Μάχης σέβεται τους καλούς στρατηγούς και τους δεινούς πολεμιστές, γιατί ξέρει πως μόνο αυτοί μπορούν να φέρουν την αιματοχυσία που τόσο επιθυμεί. Όσοι έζησαν τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ θα θυμούνται…—
Ο Άργκελ κατένευσε, μελαγχολικά. Θυμόταν.
«Ποιος την τραυμάτισε;» ρώτησε ο Ζάρναβ.
—Ποιος άλλος; Οι μαχητές του Μόρντεναρ. Όταν η Κεντροφύλαξ έφευγε απ’τα λημέρια του, εκείνος έστειλε ανθρώπους του να τη σκοτώσουν, γιατί η Φερνάλβιν είχε απειλήσει ότι θα έκλεινε το Ναό του Άνκαραζ που βρίσκεται στο κάστρο της Σέρνιντοκ—
Ο Ζάρναβ κοίταξε τον Άργκελ. «Αδελφέ, νομίζω ότι βρήκαμε, τελικά, τι θα κάνουμε με τους στρατιώτες που έχεις συγκεντρώσει έξω από την πόλη.»
«Ναι, ίσως…» αποκρίθηκε ο Βασιληάς, αλλά έμοιαζε πολύ προβληματισμένος.
Τι σκέφτεται; απόρησε ο Ζάρναβ. Θέλει ακόμα να τους στείλει για να συντρέξουν τον Σάρναλ; Ύστερα απ’όλ’αυτά που συμβαίνουν στο Νόρβηλ;
«Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ, προχωρήστε στο δώρο σας, παρακαλώ,» ζήτησε ο Άργκελ.
—Κατεβείτε από τον θρόνο, Βασιληά μου, κι αφήστε τον Βάνμιρ να πλησιάσει—
«Θα χρησιμοποιήσεις τον ουρανόλιθο;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
—Ναι. Αλλά μην αμφιβάλλετε ότι έχω καλό λόγο που το κάνω—
Ο Άργκελ δίστασε, για λίγο· όμως, ύστερα, σηκώθηκε από τον θρόνο και κατέβηκε από το βάθρο, αφήνοντας τον Βάνμιρ να ανεβεί, ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν σιωπηρά και, οι περισσότεροι απ’αυτούς, καχύποπτα.
—Δώσε μου τον έλεγχο του σώματός σου—ζήτησε ο Φανλαγκόθ, και ο Βάνμιρ είχε την εντύπωση πως μονάχα εκείνος μπορούσε να τον ακούσει.
—Όχι. Όχι τον πλήρη έλεγχο, Ράζλερ. Χρησιμοποίησε τον ουρανόλιθο μέσα από εμένα—
—Δε θα σου είναι ευχάριστο, νομίζω—
—Δε μ’ενδιαφέρει. Οποιαδήποτε εμπειρία είναι χρήσιμη—
—Ακόμα και ο πόνος;—
—Γιατί όχι;—
—Τι πιστεύεις ότι θα καταφέρεις; Αν νομίζεις ότι θα μάθεις πώς να επικαλείσαι τις δυνάμεις του ουρανόλιθου από μόνος σου, είσαι πολύ γελασμένος. Δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, Βάνμιρ—
—Δεν πέρασε αυτό από το νου μου—
—Θα μπορούσε να είχε περάσει, όμως…—
—Όχι σ’αυτή τη χρονορροή, Ράζλερ—
Ο Φανλαγκόθ γέλασε.
—Τι θα γίνει, λοιπόν; Θα κάνουμε εκείνο που θέλεις;—
—Εντάξει, Βάνμιρ, όπως επιθυμείς. Όμως προσπάθησε να μην επικεντρωθείς και πολύ στην ενέργεια που θα αντλήσω από τον ουρανόλιθο, γιατί, στην καλύτερη περίπτωση, θα τρελαθείς και, στη χειρότερη, θα καεί η ψυχή σου—
—Θα το έχω υπόψη—
—Δώσε βάση στα λόγια μου, ανόητε Ωθράγκος! Ο πειρασμός να «κρυφοκοιτάξεις» θα είναι μεγάλος. Μην ενδώσεις—
Ο Βάνμιρ ένευσε νοητικά.
—Ας ελπίσουμε ότι θα φανείς αρκετά σώφρων… Τώρα, άγγιξε το θρόνο—
Άπλωσε το χέρι του και ακούμπησε την πλάτη του καθίσματος.
—Ανοίξου στην επιρροή μου—
Ο Βάνμιρ αισθάνθηκε κάτι να χτυπά την κλειστή πόρτα της νόησής του· άνοιξε μια χαραμάδα και το άφησε να περάσει. Η ισχύς του Ράζλερ ήταν μεθυστική, καθώς τον γέμιζε· ήθελε να γελάσει, αλλά κρατήθηκε. Ένιωσε τη δύναμη να διατρέχει το σώμα του, να φτάνει στο χέρι του, και να το φορτίζει. Τα δάχτυλά του μούδιασαν, το ίδιο και η παλάμη του. Είδε μια γαλαζόγκριζη ενέργεια να προέρχεται από το θρόνο –και η αίσθησή της ήταν γλυκιά, τόσο γλυκιά…
Τι θα μπορούσε κανείς να κάνει μ’αυτήν εντός του… Αφού η δύναμη του Ράζλερ είναι τόσο… αναζωογονητική… ενισχυτική, πόσο καλύτερη θα είναι η ισχύς του ουρανόλιθου! Το πνεύμα του τη ζύγωσε λίγο, απλά για να τη δοκιμάσει, τίποτα περισσότερο.
Ένα δροσερό αεράκι τον έγλειψε. Η γλώσσα ενός φιδιού. Απαλό χάδι…
Τι ψέματα μού είπε; Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος!
—Άφρονα, ΟΧΙ!—τον σταμάτησε η φωνή του Φανλαγκόθ—Τι κάνεις; Θυμήσου τι σου είπα! Θα είναι μεγάλο το δέλεαρ! Τώρα, μη με διακόπτεις από τη δουλειά μου—
Το πνεύμα του Βάνμιρ αποτραβήχτηκε, καθώς ένας φόβος τον γέμισε. Ο Ουρανολίθινος Θρόνος προσπαθεί να με ξεγελάσει… και παραλίγο να την πατήσω.
Ή, μήπως, ο Ράζλερ ψεύδεται, για να έχει όλη τη δύναμη εκείνος;
Όχι! Δεν είναι έτσι. Πρέπει να τον πιστέψω. Πρέπει. Δεν πρέπει ν’αφήσω τον ουρανόλιθο να με κυριεύσει. Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι σκατά, είναι ζωντανός ο λίθος; Ευφυής; Κρύβεται κάποιο πνεύμα εντός του; –Τρομερά ενδιαφέρον θέμα! Οφείλω να το ερευνήσω. Αν πλησίαζα λίγο, προσεκτικά, σίγουρα θα μπορούσα ν’αποφύγω τις παρενέργειες και να δω τι συμβαίνει…
Εκείνο, όμως, το οποίο δεν μπορούσε να δει ήταν κάτι πασιφανές, που το έβλεπαν όλοι οι άλλοι: Μια δυνατή λάμψη είχε παρουσιαστεί μες στη μέση της βασιλικής αίθουσας, και, φυσικά, άπαντες οι παρευρισκόμενοι είχαν απομακρυνθεί από αυτήν.
«Σ’το έλεγα, αδελφέ!» φώναξε ο Ζάρναβ, έχοντας ξεσπαθώσει. «Ο Φανλαγκόθ προσπαθούσε να μας ξεγελάσει! Τι στους χίλιους δαίμονες κάνει τώρα, μπορείς να μου πεις;»
«Υπομονή!» απάντησε ο Άργκελ. «Θα δούμε!»
«Πατέρα, αυτό το πράγμα μπορεί να μας σκοτώσει!» διαμαρτυρήθηκε η Λιόλα, που είχε σηκωθεί από τη θέση της κι ακουμπούσε σε μια κολόνα, για να στηρίζεται. «Απομακρύνετε το Βάνμιρ από το θρόνο!»
Ο Ρόλμαρ πλησίασε το βάθρο, αποφεύγοντας εύκολα την ακτινοβολία στη μέση της αίθουσας.
«Όχι!» του φώναξε ο Άργκελ. «Μείνε πίσω! Σε παρακαλώ, Ρόλμαρ!» Έτρεξε να τον προλάβει, και τον άρπαξε απ’τον ώμο, προτού φτάσει τον Βάνμιρ. «Μείνε πίσω! Μπορεί να συμβεί κανένα κακό!»
Ο Ρόλμαρ κοίταξε τον αδελφό του, ο οποίος στεκόταν ακίνητος μπροστά από το θρόνο, ακουμπώντας την πλάτη του καθίσματος. Δε φαίνεται να πονά, παρατήρησε. Απλά, μοιάζει προσηλωμένος, τόσο προσηλωμένος… Και τι είν’αυτό; Καλό ή κακό;
Ο Βάνμιρ δεν είχε αντιληφθεί τίποτα απ’όλα τούτα: ούτε την ακτινοβολία, ούτε τις φωνές του Βασιληά και των υπόλοιπων, ούτε τον Ρόλμαρ να πλησιάζει. Ήταν επικεντρωμένος στην ενέργεια του ουρανόλιθου. Είχε πλέον καταλάβει ότι δεν έπρεπε να πάει πολύ κοντά της, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί από το να την ερευνήσει, λίγο έστω, εξ αποστάσεως. Έτσι, αισθανόταν τη γλώσσα του φιδιού να τον γλείφει, καθώς ο Φανλαγκόθ έκανε τη δουλειά του. Ωστόσο, δε νόμιζε ότι θα κατάφερνε να αποκαλύψει και πολλά πράγματα για τη φύση του ουρανόλιθου. Κρυβόταν, τελικά, πνεύμα εντός του ή όχι;
«Παίρνει μορφή!» φώναξε η Λιόλα.
Ο Ρόλμαρ και ο Άργκελ στράφηκαν στην ακτινοβολία, και είδαν ότι, όντως, το φως πήγαινε να σχηματίσει κάτι: έναν άνθρωπο, γονατισμένο στο ένα γόνατο.
«Μα τους θεούς, τι συμβαίνει;…» ψέλλισε ο Ζάρναβ, τρομοκρατημένος. «Τι είν’αυτό;
»Φανλαγκόθ!» φώναξε. «Τι κάνεις, Φανλαγκόθ;»
Καμια απάντηση δεν ήρθε και, σύντομα, η ακτινοβολία χάθηκε, αφήνοντας πίσω της έναν άντρα, ολόγυμνο.
Το χέρι του Βάνμιρ απομακρύνθηκε απότομα από την πλάτη του Ουρανολίθινου Θρόνου· ο νεαρός Ωθράγκος κραύγασε και παραπάτησε πάνω στα σκαλοπάτια του βάθρου, πέφτοντας. Νόμιζε ότι, ξαφνικά, κάτι είχε απομυζήσει όλη τη δύναμη από μέσα του, ενώ μυριάδες μέλισσες ζουζούνιζαν στ’αφτιά του.
Ο Ρόλμαρ τον έπιασε, προτού σωριαστεί. «Βάνμιρ!»
«Καλά είμαι…» είπε, αδύναμα, εκείνος.
«Είσαι τρελός!» γρύλισε ο Ρόλμαρ.
«Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;» απαίτησε ο Βασιληάς Άργκελ, κοιτάζοντας τον γονατισμένο άντρα.
Εκείνος έστρεψε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Είχε μαύρα, γυαλιστερά μάτια. «Τι κάνω εδώ;…» ψιθύρισε, και σηκώθηκε όρθιος.
«Δώστε του έναν μανδύα,» πρόσταξε ο Άργκελ.
Ο Ζάρναβ έλυσε τον πορφυρό του μανδύα και τον πέταξε στον άντρα. Εκείνος τον έπιασε και τον έδεσε γύρω απ’το λαιμό του, μοιάζοντας χαμένος. «Ευχαριστώ, κύριε…» είπε.
«Μεγαλειότατε…» έκανε, αδύναμα, ο Βάνμιρ. «Ακούστε με…»
Ο άντρας κοίταξε τριγύρω, όλο το δωμάτιο.
Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα της Αρχόντισσας Ρικέλθης.
«Εσύ!» είπε εκείνη, τρομαγμένη, και τα μάτια της γούρλωσα.
«Μεγαλειότατε, αυτός είναι ο Νεκρομέμνων ο δολοφόνος!» φώναξε ο Βάνμιρ.
Ο άντρας γρονθοκόπησε τον Ζάρναβ στην κοιλιά κι άρπαξε το σπαθί του Πρίγκιπα. Στράφηκε στη Ρικέλθη και όρμησε.
Ο Έζβαρ τράβηξε το ξίφος του και στάθηκε στο διάβα του φονιά, γρυλίζοντας κάτι ακατανόητο. Ο Νεκρομέμνων απέφυγε τη σπαθιά του ερημίτη και τον σώριασε, με μια τρικλοποδιά. Έτρεξε πίσω απ’τη Ρικέλθη, η οποία έτρεχε επίσης. Την έφτασε εύκολα, την άρπαξε απ’τα μαλλιά, και την έριξε στο πάτωμα, βάζοντάς το γόνατό του στη ράχη της και υψώνοντας τη λεπίδα που κρατούσε.
—Νεκρόμεμνον, σταμάτα!—Η φωνή του Φανλαγκόθ αντήχησε στα κεφάλια όλων—Σε επανέφερα από τους νεκρούς για άλλο λόγο, και οφείλεις να με υπακούσεις. Αν δεν ήμουν εγώ, ο Αυτοκράτορας Φανλαγκόθ των Ράζλερ, τότε η ψυχή σου θα βρισκόταν ακόμα παγιδευμένη σε τούτο το μέρος, πίσω απ’τα κάγκελα της ισχύος του ουρανόλιθου. Το αντιλαμβάνεσαι αυτό, Ωθράγκος;—
«Ναι.» Ο Νεκρομέμνων δε σήκωσε το γόνατό του από την πλάτη της Ρικέλθης –η οποία έμοιαζε πολύ σοκαρισμένη, έστω και για να μιλήσει ή να κουνηθεί στο ελάχιστο–, αλλά δεν κατέβασε και το σπαθί του, για να της κόψει το λαιμό.
—Αφού, λοιπόν, σε επανέφερα στη ζωή, είμαι ο αφέντης σου τώρα. Ο θεός σου. Συμφωνείς;—
«Οι νεκρενοικημένοι έχουν χρέος σε όποιον τους σώσει τη ζωή,» παραδέχτηκε ο Νεκρομέμνων.
—Δε σου έσωσα απλά τη ζωή. Σου έδωσα ζωή, και γλίτωσα την ψυχή σου και του νεκραδελφού σου από αέναο μαρτύριο. Τώρα πλέον, βρίσκομαι μέσα σου. Δεν αισθάνεσαι την παρουσία μου;—
Ο Νεκρομέμνων ένευσε, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το λαιμό της Ρικέλθης.
—Πιστεύεις ότι τα παλιά σου χρέη εξακολουθούν να υφίστανται στην καινούργια σου ζωή;—
Ο Νεκρομέμνων δίστασε να απαντήσει.
—Σου λέω πως όχι. Σου λέω πως μονάχα εγώ θα είμαι ο Κύριος και θεός σου, απο δώ και στο εξής. Και σου λέω πως θα σου προσφέρω εκείνο που αποζητάς περισσότερο: εκδίκηση κατά του Άνκαραζ. Συμφωνείς;—
Ο Νεκρομέμνων ένευσε.
—Ελευθέρωσε, λοιπόν, την Αρχόντισσα Ρικέλθη. Θα μας φανεί χρήσιμη στον επερχόμενο αγώνα, όπου μονάχα οι αναγκαίοι θάνατοι θα επέλθουν, Νεκρόμεμνον…—
Ο Νεκρομέμνων σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τον Ζάρναβ, για να του επιστρέψει το σπαθί του. Ο Πρίγκιπας το δέχτηκε, κοιτάζοντας τον δολοφόνο ανέκφραστα, σαν να μην ήξερε τι να πει ή να κάνει.
Ο Έζβαρ έσκυψε και βοήθησε τη Ρικέλθη να σηκωθεί· εκείνη κρατήθηκε πάνω του, κλαίγοντας και κρύβοντας στον ώμο του το πρόσωπό της, καθώς έτρεμε ολόκορμη.
«Αυτό είναι το δώρο σου, Φανλαγκόθ;» φώναξε ο Ρόλμαρ.
—Ναι. Και είναι, μάλιστα, ένα πολύτιμο δώρο. Ο Νεκρομέμνων θα σας υπηρετήσει καλά εναντίον των ακόλουθων του Άνκαραζ. Τους μισεί –και αυτούς και το θεό τους. Τι λέτε κι εσείς, Βασιληά Άργκελ;—
Ο Άργκελ έριξε μια ματιά στο ουρανολίθινο κάθισμα επάνω στο βάθρο. «Εγώ λέω, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ, ότι το δώρο σας μου κόστισε, περίπου, το… ένα έκτο της πλάτης του θρόνου μου.»
Ο Φανλαγκόθ γέλασε—Ο ουρανόλιθος εξαντλείται εύκολα όταν προσπαθείς να επιτελέσεις δύσκολα πράγματα μ’αυτόν: όπως, για παράδειγμα, να δημιουργήσεις ένα νέο σώμα για μια παγιδευμένη ψυχή, και να την οδηγήσεις μέσα—
«Μπορείς, πραγματικά, να κάνεις θαύματα μ’ετούτο το υλικό…» είπε η Πριγκίπισσα Νιρκένα, που, μέχρι στιγμής, ήταν σιωπηρή, καθώς παρακολουθούσε τα δρώμενα.
—Τώρα, πιστεύω πως όλοι καταλαβαίνετε τι προσπαθούσα να σας εξηγήσω χτες, έτσι;—
«Η επίδειξή σας ήταν, μάλλον… διαφωτιστική, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ,» παραδέχτηκε ο Βασιληάς Άργκελ.
—Τοιουτοτρόπως, θα σφραγίσω και το άνοιγμα που έχει δημιουργήσει ο αδελφός μου στην ήπειρο Λιάμνερ-Κρωθ. Χρειάζομαι, όμως, κάποια μικρότερα κομμάτια ουρανόλιθου, τα οποία ο Βάνμιρ θα μπορεί με ευκολία να μεταφέρει—
«Θέλεις να σπάσουμε το θρόνο;» απόρησε ο Ζάρναβ.
—Φυσικά και όχι, Πρίγκιπά μου. Υπάρχουν κι άλλα κομμάτια ουρανόλιθου, εκτός από τούτο, όπως σας είπα και χτες—
«Και πού βρίσκονται;» ρώτησε ο Άργκελ.
—Στον Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ—
Ο Άργκελ συνοφρυώθηκε.
—Δεν το γνωρίζατε, έτσι;—
«Οφείλω να παραδεχτώ πως όχι.»
—Οι ιερωμένοι θεωρούν τα κομμάτια τους ιερά, και τα διαφυλάττουν—
«Αυτό σημαίνει ότι δε θα μας τα δώσουν εύκολα,» είπε η Νιρκένα.
—Πρέπει, όμως, να μας τα δώσουν—
«Προβλέπω προβλήματα…» αναστέναξε ο Ζάρναβ.
—Αρχόντισσα Ρικέλθη—
Η Ρικέλθη απομακρύνθηκε από τον Έζβαρ, ακουμπώντας στο δρακοκέφαλο ραβδί της. Τι ήθελε ο Ράζλερ από εκείνη; αναρωτήθηκε. Θα της έλεγε πως του χρωστούσε τη ζωή της; Μα αυτός ήταν που είχε φέρει τον Νεκρομέμνονα! Αυτός ήταν που την είχε ντροπιάσει έτσι, μπροστά σε τόσο κόσμο· μπροστά στο Βασιληά και στη Βασίλισσα του Νόρβηλ! Χίλιες κατάρες επάνω του!
—Έχεις έναν συγγενή στο Ναό του Βάνραλ, έτσι;—
«Πώς το ξέρεις;» απαίτησε η Ρικέλθη.
—Δε μου είναι δύσκολο να γνωρίζω μια πληθώρα πραγμάτων, Αρχόντισσά μου—
«Τότε, γιατί με ρωτάς;»
—Για λόγους ευγενείας—
«Θέλεις να του μιλήσω για τον ουρανόλιθο.»
—Ακριβώς—
«Γιατί να το κάνω;»
—Γιατί θα με εξυπηρετήσει αφάνταστα—
Η Ρικέλθη γέλασε ξερά. «Αυτός δεν είναι αρκετά καλός λόγος…»
—Μην ξεχνάς ποιος είμαι—είπε ο Φανλαγκόθ, και η Αρχόντισσα είχε την εντύπωση ότι μιλούσε σ’εκείνη μονάχα, χωρίς να τον ακούν οι υπόλοιποι—Μπορώ να σε ανταμείψω με διάφορους τρόπους. Να σου αποκαλύψω πράγματα προτού τα δεις, ή πράγματα που έχεις παραβλέψει. Και η πληρωμή που ζητάω δεν είναι μεγάλη, πιστεύω. Εξάλλου, εξυπηρετώντας με, εξυπηρετείς τον εαυτό σου…—
Γιατί όχι; σκέφτηκε η Ρικέλθη. Φαίνεται, όντως, να γνωρίζει πολλά. Και δεν είναι ωφέλιμο να αποξενώνεις κανέναν –ειδικά ένα τέτοιο πλάσμα. «Εντάξει,» είπε. «Ας ξεχάσουμε ότι παραλίγο να με σκοτώσεις. Θα μιλήσω στον ξάδελφό μου.»
—Πολύ ωραία. Σε ευχαριστώ πολύ, Αρχόντισσα Ρικέλθη—
«Τι συνέβη;» είπε ο Ζάρναβ. «Πώς άλλαξες τόσο γρήγορα γνώμη;» ρώτησε τη Ρικέλθη. «Τι σου έκανε;»
«Τίποτα,» απάντησε εκείνη. «Απλά, μου μίλησε ιδιαιτέρως.»
Τα μάτια του Ζάρναβ στένεψαν καχύποπτα. «Και τι σου είπε;»
—Τίποτα το βλαπτικό για εσένα, Πρίγκιπα Ζάρναβ, ή για κανέναν άλλο—
«Άφησέ με να έχω τις αμφιβολίες μου, δαίμονα!» αντιγύρισε, κοφτά, ο Ζάρναβ.
—Όπως επιθυμείς—
«Λοιπόν,» είπε ο Βασιληάς Άργκελ στους υπηκόους του, «το πρωινό περνάει, και πιστεύω πως καλό θα ήταν να αρχίσουμε να ετοιμαζόμαστε για όσα θα επακολουθήσουν. Βάνμιρ, νιώθεις αρκετά καλά, για να ξεκινήσεις τις προετοιμασίες του ταξιδιού σου;»
Ο αυτοεξόριστος Άρχοντας του Ράλτον, που είχε καθίσει σε μια καρέκλα του τραπεζιού, κατένευσε. «Ασφαλώς, Μεγαλειότατε. Μονάχα λίγη ξεκούραση χρειάζομαι και θα είμαι εντάξει.»
Ο Ρόλμαρ τού έριξε ένα επικριτικό βλέμμα, μα δε μίλησε. Ούτως ή άλλως, δεν έχει νόημα να μιλήσω. Είναι τόσο ξεροκέφαλος που δε θα μ’ακούσει!…
Ωστόσο, ίσως τώρα να είναι η κατάλληλη ευκαιρία, για να κουβεντιάσω με τον Ράζλερ το ζήτημα της Νίθρα.
«Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ!» φώναξε. «Μ’ακούς;»
—Ναι, Ρόλμαρ—
«Θα ήθελα να σου μιλήσω. Ιδιαιτέρως.»
—Κανένα πρόβλημα απολύτως…—
Θα χρειαστεί να λείψω για λίγες ημέρες, αγαπημένη μου.»
Η βιβλιοθήκη της μάγισσας ήταν ασθενικά φωτισμένη, από μία σιδερένια λάμπα λαδιού που κρεμόταν από το ταβάνι. Τα πατζούρια του παραθύρου ήταν ανοιχτά στο ελάχιστο, έτσι ώστε να περνά μονάχα μια δέσμη φωτός ανάμεσά τους και να φωτίζει, στο πάτωμα, ένα μικρό σπίτι και τον ένοικό του –ένα ψευδαργυρικό κλουβί κι έναν λευκόγκριζο ποντικό. Η Τενίρα καθόταν στην επενδυμένη με δέρμα πολυθρόνα του γραφείου της, με ένα ανοιχτό βιβλίο ακουμπισμένο μπροστά της· κοιμόταν όταν ο Νουτκάλι είχε μπει, όμως ξύπνησε σχεδόν αμέσως, σαν να είχε αισθανθεί την παρουσία του μέσα στο χώρο της.
«Πού θα πας;» τον ρώτησε, μην περιμένοντας ουσιαστικά ξεκάθαρη απάντηση· εκείνος ποτέ δε μιλούσε ξεκάθαρα.
«Έχω δουλειές στα πέρατα του Βασιλείου,» αποκρίθηκε ο Ράζλερ, πλησιάζοντας το ψευδαργυρικό κλουβί στο πάτωμα και σηκώνοντάς το από τον κρίκο στην οροφή του.
«Θέλεις να πω κάτι στη Βασίλισσα;» Η Τενίρα είχε τα χέρια διπλωμένα μπροστά της και τα πόδια σταυρωμένα στον αστράγαλο, παρατηρώντας τον Νουτκάλι, καθώς εκείνος παρατηρούσε τον λευκόγκριζο ποντικό.
«Ναι.» Ο Ράζλερ έβαλε τον δείκτη του ανάμεσα στα κάγκελα του κλουβιού· το τρωκτικό απομακρύνθηκε, τρομαγμένο. «Πες της να θυμηθεί την προφητεία που της έδωσα χτες.»
Ο Προδότης θα εγερθεί ανάμεσα από τους πιστούς Απογόνους. Στον Θρόνο θα επιθυμήσει να καθίσει· τα μποτοφορεμένα πόδια του αιματοβαμμένα χαλιά θα πατήσουν, ενώ τ’αλυχτήματα των μεγάλων λύκων θα κάνουν τη γη, τον αέρα, και τους ανθρώπους να τρέμουν.
Η Τενίρα έγλειψε τα χείλη της. «Νουτκάλι, το έχεις δει πράγματι αυτό;»
«Φυσικά και το έχω δει.» Ακούμπησε το κλουβί πάλι στο πάτωμα.
«Οι ‘μεγάλοι λύκοι’ είναι τα Κτήνη των Βάλτων;»
«Ναι, έτσι νομίζω.» Έστρεψε τη μυστηριώδη του ματιά στην Τενίρα.
«Και ποιος είναι ο Προδότης για τον οποίο μίλησες;»
Ο Νουτκάλι βάδισε κοντά της. «Δε μου αποκαλύφθηκε τίποτα ξεκάθαρα, αλλά πολλοί νομίζω ότι έχουν ήδη αρχίσει να υποψιάζονται.»
«Έχουν δίκιο;»
«Ο Προδότης σύντομα θα φανερωθεί· έτσι, θα ξεσκεπαστεί ενώπιόν μας.»
«Δεν υπάρχει τρόπος να εμποδίσει κάποιος την καταστροφή;»
«Οι δυνάμεις της Βασίλισσας θα αποδεικνύονταν μεγάλες, αν αποφάσιζε να τις χρησιμοποιήσει. Όμως δεν το κάνει, και ορώ φοβερή ανησυχία ανάμεσα στο λαό και τους άρχοντες του Βασιλείου.»
«Ανατροπή; Θα έχουμε ανατροπή;» Η Τενίρα σηκώθηκε από την καρέκλα της.
«Πρέπει να πηγαίνω,» είπε ο Νουτκάλι. «Η αργοπορία δε μου ταιριάζει.»
Η Τενίρα αναστέναξε. «Εντάξει. Να προσέχεις.» Πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της και τον φίλησε στα χείλη.
«Θα προσπαθήσω,» απάντησε ο Νουτκάλι, και έφυγε από τα διαμερίσματά της.
Διέσχισε το παλάτι της Έρλεν και βγήκε στους βασιλικούς κήπους, όπου και πήγε στους στάβλους.
«Είναι έτοιμο το άλογό μου;» ρώτησε έναν σταβλίτη.
«Μάλιστα, Αφέντη Νουτκάλι,» αποκρίθηκε εκείνος, κάνοντας μια ενστικτώδη υπόκλιση, αν και ήξερε πως δεν ήταν αναγκαίο να υποκλίνεται σ’αυτό τον άγνωστο· άλλωστε, ούτε άρχοντας ήταν, ούτε στρατιωτικός διοικητής. Ωστόσο, είχε κάτι το τρομακτικό επάνω του, που έκανε το σταβλίτη να μη θέλει να τον θυμώσει. Τουναντίον, μάλιστα, ήθελε να τον κολακέψει όσο το δυνατόν περισσότερο· ήθελε ο προφήτης να τον βλέπει με καλό μάτι. Κάτι θα ήξεραν όλοι αυτοί οι ευγενείς –ανάμεσα στους οποίους κι η ίδια η Βασίλισσα!– που τον σέβονταν…
Ο σταβλίτης οδήγησε τον Νουτκάλι στο γκρίζο του άλογο και το έβγαλε από το στάβλο, σελωμένο και χαλινωμένο. Ο Ράζλερ άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τη μουσούδα και τη χαίτη του ζώου.
«Καλημέρα, Γκρίζα Ομίχλη,» ψιθύρισε. «Παρατηρώ ανυπομονησία στα μάτια σου…» Περίμενε λίγο και, ύστερα, γέλασε, σαν η φοράδα να του είχε απαντήσει. Ο σταβλίτης ρίγησε, κατατρομαγμένος και γεμάτος δέος.
«Σ’ευχαριστώ,» του είπε ο Νουτκάλι και καβαλίκεψε το άλογο. Φόρεσε την κουκούλα της κάπας του και βγήκε απ’τους στάβλους, καλπάζοντας.
Μόλις είχε φύγει, ένας άλλος άντρα μπήκε. Ήταν ψηλός και λιγνός σαν μπαστούνι, αλλά δεν έδινε την εντύπωση που αδύναμου ανθρώπου. Φορούσε ρούχα ταξιδιωτικά, και στο ζωνάρι του ήταν θηκαρωμένο ένα ξιφίδιο. Το φως της αυγής έκρυβε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, καθώς περνούσε την είσοδο των στάβλων· όμως, όταν πλησίασε, ο σταβλίτης μπόρεσε να δει ότι ο άντρας ήταν μελαχρινός και είχε σγουρά, μακριά ως τον ώμο, μαύρα μαλλιά.
«Άλογο, γρήγορα,» πρόσταξε, και ο σταβλίτης έτρεξε να του ετοιμάσει ένα.
Ο Νουτκάλι πλησίασε την πύλη του κήπου και χαιρέτησε τους φρουρούς ευγενικά. Εκείνοι τού αποκρίθηκαν όπως πάντα: με κάποιο δισταγμό και επιφύλαξη, γιατί κανείς δεν τον εμπιστευόταν απόλυτα και οι περισσότεροι τον φοβόνταν για τις προφητείες του. Του άνοιξαν την καγκελόπορτα και ο Ράζλερ βγήκε, χωρίς να πιέζει την Γκρίζα Ομίχλη. Εξάλλου, δε βιαζόταν· ήξερε ότι ο κατάσκοπος του Άλαντμιν βρισκόταν στο κατόπι του και ήθελε να τον ακολουθήσει. Έτσι, δεν επιτάχυνε καθόλου το ρυθμό του, καθώς απομακρυνόταν από τον κήπο του παλατιού και ζύγωνε την πάντοτε καλά φρουρούμενη Πύλη του Αετού, επάνω στην οποία υπήρχε λαξευμένο το ομώνυμο πουλί.
Οι φύλακες τού άνοιξαν και ο Νουτκάλι πέρασε στους δρόμους της πόλης. Ο κατάσκοπος του Άλαντμιν, φυσικά, τον ακολούθησε. Ο Ράζλερ χτύπησε το άλογό του στα πλευρά, με τα τακούνια των μποτών του. Διέσχισε τον πλακόστρωτο δρόμο και έφτασε στην αγορά, την οποία οι έμποροι γέμιζαν με την πραμάτεια τους αυτή την πρωινή ώρα. Έστριψε δεξιά και κατευθύνθηκε προς τη δυτική πύλη της Έρλεν. Στα βόρεια, έβλεπε τον Ναό της Προστάτιδας-Θεάς να ορθώνεται επιβλητικός· το καμπαναριό του γυάλιζε στις ακτίνες του ανατέλλοντος ήλιου.
Ο κατάσκοπος ερχόταν ξοπίσω του, καθώς ο Νουτκάλι έβγαινε από την πύλη και ακολουθούσε τη δημοσιά που διέσχιζε το Νούφρεκ από την Ανατολή ως τη Δύση. Ο Ράζλερ τον αγνόησε. Όλα πήγαιναν πολύ όμορφα· ετούτη η χρονορροή ήταν ό,τι χρειαζόταν τώρα…
Ο Νουτκάλι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας ιππεύοντας· μόνο το μεσημέρι έκανε μια μικρή στάση, καθώς επίσης και το βράδυ, οπότε αποφάσισε να αναπαυθεί ανάμεσα στα δέντρα, στα νότια της δημοσιάς. Ο κατάσκοπος του Άλαντμιν αφίππευσε λίγο πιο πέρα, πάνω σ’ένα ύψωμα, και κρύφτηκε πίσω από κάτι πέτρες και χαμόδεντρα· ο Ράζλερ δεν μπορούσε να τον δει, αλλά το ήξερε: σ’ετούτη τη χρονορροή –η οποία παρέμενε απείραχτη, μέχρι στιγμής– μονάχα αυτό μπορούσε να συμβεί. Ο Νουτκάλι κοιμήθηκε ήρεμος· ο κατάσκοπος δε θα τον πλησίαζε.
Τα όνειρά του, όπως πάντα, δεν ήταν όνειρα· ήταν εικόνες και συναισθήματα που λάμβαναν οι άγρυπνές του αισθήσεις· γιατί, στην πραγματικότητα, δεν κοιμόταν: απλά, ξεκούραζε το σώμα του· ο νους του εξακολουθούσε να βρίσκεται σε πλήρη εγρήγορση, ατενίζοντας το Χρόνο και τα Μονοπάτια.
Το πρωί σηκώθηκε, καβαλίκεψε τη Γκρίζα Ομίχλη, και συνέχισε το ταξίδι του. Λίγες ώρες πριν από το μεσημέρι πέρασε τα σύνορα που χώριζαν την Επαρχία της Έρλεν από την Επαρχία της Βόλγκρεν. Το πρώτο σημάδι, για να καταλάβει κανείς ότι όντως είχε περάσει τα σύνορα, ήταν η σταδιακά αυξανόμενη βλάστηση, γιατί σε τούτα τα μέρη μεγάλα δάση απλώνονταν, ξεκινώντας από τα Καρνάκια Όρη και φτάνοντας ως τη Ράχη της Θεάς.
Το απόγευμα, ενώ ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει, ο Νουτκάλι έφτασε στην πόλη της Βόλγκρεν, όπου Αρχόντισσα ήταν η Ομάλθα του Οίκου των Λάνσεν. Η μικρή της κόρη ήταν διαδεδομένο ανάμεσα στους κύκλους των ευγενών ότι τα πήγαινε καλά με τον Πρίγκιπα Δόλβεριν, τον αδελφό της Βασίλισσας· και πολλοί κακόβουλοι ψιθύριζαν ότι λάτρευε το Λύκο, σε κρυφούς και υποχθόνιους ναούς μέσα στα σκιερά δάση.
Ο Νουτκάλι πέρασε την πέτρινη γέφυρα του Δασοπόταμου και μπήκε στην πόλη, προτού κλείσει η πύλη. Ο κατάσκοπος του Άλαντμιν τον ακολούθησε, απορημένος που ο προφήτης απομακρυνόταν τόσο πολύ από την Έρλεν και αναρωτούμενος πού μπορεί να κατευθυνόταν. Ο Αρχικατάσκοπος θα ευχαριστιόταν πολύ όταν μάθαινε τον προορισμό του παράξενου Ράζλερ –και, πιθανώς, θα γινόταν ιδιαίτερα απλόχερος, λόγω αυτής του της ευχαρίστησης…
Ο Νουτκάλι δεν έμεινε πολύ στη Βόλγκρεν· κάλπασε ως τη δυτική της πύλη και βγήκε, συνεχίζοντας επάνω στη δημοσιά, βόρεια και νότια της οποίας τώρα απλώνονταν τα ατελείωτα δάση, σκοτεινά μέσα στο σούρουπο. Ο κατάσκοπος του Άλαντμιν τον ακολούθησε. Ίσως ο Ράζλερ να πηγαίνει σε κάποιον από τους ναούς του Λύκου που λέγεται πως υπάρχουν εδώ, σκέφτηκε.
Ο Νουτκάλι έστριψε νότια, βγαίνοντας από τον πλακόστρωτο δρόμο. Ο κατάσκοπος δίστασε λίγο, φοβούμενος να τον ακολουθήσει στα δάση· ύστερα, όμως, τον πήρε στο κατόπι, περισσότερο ακούγοντας τα βήματα του αλόγου του και λιγότερο βλέποντάς τον μες στα σκοτάδια. Σε λίγη ώρα, ο προφήτης σταμάτησε στις όχθες του Δασοπόταμου και αφίππευσε, χαϊδεύοντας τη χαίτη της φοράδας του και ψιθυρίζοντάς της κάτι που ο κατάσκοπος δεν μπορούσε ν’ακούσει. Έπειτα, την έδεσε σ’έναν θάμνο και ξάπλωσε, για να αναπαυθεί.
Ο κατάσκοπος ξεπέζεψε σε αρκετή απόσταση από αυτόν, αποφασίζοντας να μην κοιμηθεί απόψε, αλλά να μείνει ξάγρυπνος και να παρακολουθεί. Άλλωστε, πολλοί κίνδυνοι μπορεί να καραδοκούσαν εδώ πέρα…
Το πρωί, ο Νουτκάλι σηκώθηκε και πλύθηκε στον Δασοπόταμο. Καβαλίκεψε το άλογό του και κάλπασε. Ο κατάσκοπος τον ακολούθησε και, σύντομα, τον είδε να περνά από ένα ρηχό μέρος του ποταμού. Πώς το ήξερε τούτο; Αυτό, μάλλον, σημαίνει να είσαι προφήτης! Για λίγο, ανησύχησε, μήπως ο Ράζλερ τον είχε αντιληφθεί, λόγω της προφητικής του ικανότητας, όμως το απέρριψε ως δεισιδαιμονία. Σίγουρα, τα σκιερά δάση είχαν αρχίσει να τον τρομάζουν…
Ο κατάσκοπος συνέχισε να ακολουθεί τον Νουτκάλι για όλη την υπόλοιπη ημέρα: ορισμένες φορές, κατάφερνε να δει τη φιγούρα του ανάμεσα από τους κορμούς και τα φυλλώματα· άλλες πάλι, άκουγε μονάχα τον καλπασμό του αλόγου του και καθοδηγείτο από αυτόν. Διαρκώς, είχε την εντύπωση ότι κατευθυνόταν νότια, προς τη Ράχη της Θεάς· αισθανόταν βέβαιος ότι, αν το μέρος ήταν πιο ανοιχτό, θα μπορούσε ν’ατενίσει τα μεγάλα όρη που, αυτή την εποχή του χρόνου, καλύπτονταν πατόκορφα από το χιόνι.
Όταν ο ήλιος είχε δύσει, ο κατάσκοπος έπαψε ν’ακούει τον καλπασμό του προφήτη· και ούτε μπορούσε να δει πουθενά τη μορφή του. Για μια στιγμή, πανικοβλήθηκε· ύστερα, όμως, επανέκτησε τον χαμένο του αυτοέλεγχο κι άρχισε να κοιτά τριγύρω, να ψάχνει. Κατέβηκε απ’το άλογό του και ιχνηλάτησε. Γρήγορα, βρήκε τα ίχνη της φοράδας του Νουτκάλι και τα ακολούθησε, τραβώντας το ζώο του από τα ηνία. Το σκοτάδι τον δυσκόλευε, αλλά οι ακτίνες του φεγγαριού τον βοηθούσαν.
Κάποια ώρα πέρασε, και ο κατάσκοπος διαπίστωσε ότι ο Ράζλερ πρέπει να έκανε κύκλους (!), πράγμα το οποίο του έμοιαζε ακατανόητο. Γιατί να κάνει κύκλους εδώ πέρα;…
Σύννεφα σκέπασαν το φεγγάρι, και ο κατάσκοπος καταράστηκε τη Θεά κάτω απ’την ανάσα του. Τώρα, τα πάντα είχαν καλυφθεί στο σκοτάδι. Καλύτερα, επομένως, να ξεκουραζόταν –χωρίς ν’ανάψει φωτιά, για να μη δίνει στόχο– και–
Αλυχτήματα λύκων ακούστηκαν… από πολύ κοντά.
Ο κατάσκοπος πάγωσε, για μερικές στιγμές. Πώς μπλέχτηκα έτσι; Ανέβηκε, γρήγορα, στη ράχη του αλόγου του.
Κι άλλα αλυχτήματα… από παντού τριγύρω, νόμιζε. Ετούτη την εποχή, οι λύκοι κατέβαιναν από τα ορεινά τους μέρη και κυνηγούσαν. Ήταν δε, συνήθως, πολύ πεινασμένοι.
Ο κατάσκοπος κάλπασε, ενώ μπορούσε ν’ακούσει τη λαχανιασμένη ανάσα του κουρασμένου του αλόγου.
Αλυχτήματα.
Όχι! Είναι πιο κοντά τώρα… Ή, ίσως να ήταν η ιδέα του…
Γρυλίσματα.
Δεν είναι η ιδέα μου· είναι πιο κοντά!
Μάτια άστραψαν μέσα απ’τα σκοτάδια.
Τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του, σταματώντας το. Το ζώο χλιμίντρισε δυνατά, κλοτσώντας τον αέρα με τα μπροστινά του πόδια.
Οι λύκοι χίμησαν από τριγύρω. Μονάχα τα γυαλιστερά τους μάτια φαίνονταν· τα σώματά τους παρέμεναν κρυμμένα σε σκοτεινά πέπλα.
«Μακριάαααα!» τους φώναξε ο κατάσκοπος, τραβώντας το ξιφίδιο απ’τη ζώνη του. Αλλά τα θηρία δεν υπάκουσαν· τα είδε να πηδάνε καταπάνω του.
Το λεπίδι του καρφώθηκε κάπου, αλλά ο Ρουζβάνος αισθάνθηκε, αμέσως μετά, δόντια να μπήγονται στη σάρκα του και νύχια να τον ξεσκίζουν και να τον τραβάνε κάτω, ενώ το άλογό του χρεμέτιζε πονεμένα και προσπαθούσε να κλοτσήσει τους συγκεντρωμένους λύκους.
«Ράααααααζλεεεεεεεερ!…» ούρλιαξε ο κατάσκοπος, καθώς έπεφτε.
Ένα βροντερό γέλιο τού απάντησε, αντηχώντας μέσα στα δάση, σα να γελούσε ο ίδιος ο Λύκος, ο Ακατονόμαστος Προδότης.
Όταν τα μαύρα σύννεφα παραμέρισαν, το φεγγάρι έστειλε πάλι τις ασημόχρωμές του αχτίνες στο δάσος, για να φωτίσει τα άψυχα σώματα του κατασκόπου και του αλόγου, καθώς τα αγρίμια τα μασουλούσαν.
Ο Νουτκάλι πλησίασε, ιππεύοντας και βαστώντας μια μικρή, οπλισμένη βαλλίστρα. Σημάδεψε και πάτησε τη σκανδάλη. Το βέλος πέτυχε έναν λύκο στο λαιμό, σκοτώνοντάς τον.
Αρκετοί από τους πτωματοφάγους στράφηκαν στο μέρος του Ράζλερ. Εκείνος έβγαλε έναν ξαφνικό, τρομαχτικό ήχο, ο οποίος δε θα μπορούσε κανονικά να είχε προέλθει απ’το λαιμό φυσιολογικού ανθρώπου. Τα αγρίμια απομακρύνθηκαν από τη λεία τους. Ο Νουτκάλι κρέμασε τη μικρή βαλλίστρα στη σέλα του και πλησίασε το κουφάρι του λύκου· έσκυψε, το γράπωσε από το τρίχωμα, και το ανέβασε στη Γκρίζα Ομίχλη, μπροστά του. Μετά, ζύγωσε τον νεκρό κατάσκοπο· τον άρπαξε από το σβέρκο και, με τρομερή δύναμη, τον σήκωσε από το έδαφος, κρατώντας τον κοντά του και αρχίζοντας να καλπάζει προς τα ανατολικά.
Οι λύκοι γρύλισαν οργισμένα πίσω του, αλλά, έπειτα, έπεσαν πάνω στο σκοτωμένο άλογο που τους είχε απομείνει.
Ο Νουτκάλι απομακρύνθηκε αρκετά απ’αυτούς και σταμάτησε τη Γκρίζα Ομίχλη κοντά σε μια σπηλιά, για να την ξεκουράσει. Τα κουφάρια, του κατασκόπου και του λύκου, τα έριξε στο έδαφος του δάσους και ξεφύσησε. Τα πράγματα είχαν έρθει ευνοϊκά, έκρινε· η χρονορροή δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο: δεν είχε συμβεί το παραμικρό που να τη μεταβάλλει. Υπήρχαν ασταθή Μονοπάτια, αλλά υπήρχαν και Μονοπάτια πολύ, πολύ σταθερά.
Ο Ράζλερ τράβηξε τον νεκρό λύκο παράμερα και γονάτισε δίπλα του. «Ναι, είσαι ό,τι πρέπει, φιλαράκο μου,» υποτονθόρυσε, γελώντας σιγανά. «Ό,τι πρέπει.» Τράβηξε ένα πλατυλέπιδο, κοφτερό σπαθί από τη ζώνη του και το σήκωσε με τα δύο χέρια στον αέρα. «Ελπίζω να καταλαβαίνεις πως αυτό δεν είναι τίποτα το προσωπικό.» Η λεπίδα κατέβηκε, κόβοντας το κεφάλι του λύκου σύρριζα και γεμίζοντας το χορτάρι και τη γη με αίμα. «Εσύ, ως ζώο, θα γνωρίζεις καλά τους νόμους της Φύσης, πιστεύω. Ο ισχυρότερος κυνηγός σκοτώνει κι εκμεταλλεύεται τον κατώτερό του.» Πέταξε το σπαθί παραδίπλα και τράβηξε ένα μαχαίρι απ’τη μπότα του, αρχίζοντας να γδέρνει το πετσί του αποκεφαλισμένου πτώματος του λύκου.
Δεν άργησε να τελειώσει και να πέσει για ύπνο μέσα στη σπηλιά. Με την αυγή, σηκώθηκε, πήρε το τομάρι του λύκου και το κομμένο του κεφάλι, και τα έδεσε στη σέλα της Γκρίζας Ομίχλης, ψιθυρίζοντας κάτι στ’αφτί της. Ύστερα, καβαλίκεψε και έσκυψε, για ν’αρπάξει από κάτω το κουφάρι του κατασκόπου και να το σηκώσει, εύκολα, στην αγκαλιά του. Έστρεψε το άλογο προς τα ανατολικά και κάλπασε. Λίγο μετά το μεσημέρι, βγήκε σε αραιότερα σημεία των δασών της Επαρχίας Βόλγκρεν και συνέχισε να ταξιδεύει ως το σούρουπο, παίρνοντας τώρα κατεύθυνση βόρειο-ανατολική. Όταν έφτασε στα σύνορα της Επαρχίας της Έρλεν, σταμάτησε και πλησίασε ένα ψηλό, χοντρόκορμο γέρικο δέντρο. Τέλειο για τη δουλειά που το ήθελε.
Έριξε το κουφάρι του κατασκόπου στο έδαφος και αφίππευσε. Το έγδυσε από όλα του τα ρούχα και τύλιξε γύρω του το δέρμα του λύκου. Πήρε ένα σακούλι από τη σέλα του αλόγου του, και τράβηξε τον νεκρό άντρα μέχρι το δέντρο, όπου και τον σταύρωσε, βγάζοντας μεγάλα, σιδερένια καρφιά από το σακούλι. Σφυρί δε χρειαζόταν, φυσικά· μπορούσε άνετα να τα περάσει μέσα από τη σάρκα του κατασκόπου με αρκετή πίεση του αντίχειρά του… ο οποίος, μετά, μελάνιασε, αλλά αυτό δεν ενοχλούσε ιδιαίτερα τον Ράζλερ.
Έκανε μερικά βήματα όπισθεν και ατένισε το καλλιτεχνικό του δημιούργημα. Ναι, πολύ καλό, έπρεπε να παραδεχτεί. Και τώρα, η τελευταία πινελιά! Πήρε το κεφάλι του λύκου από τη σέλα της Γκρίζας Ομίχλης και σκαρφάλωσε στην κορυφή του δέντρου, όπου και το κάρφωσε. Κατέβηκε πάλι και ξανακοίταξε την τελειωμένη του δουλειά. Ποιος θα χρειαζόταν άλλη απόδειξη, ότι αυτόν τον άντρα τον είχαν σκοτώσει οι Λυκολάτρες; Ουδείς, προφανώς! Ο Νουτκάλι δεν το υποπτευόταν απλώς· το ήξερε· το έβλεπε.
Ανέβηκε στο άλογό του και κάλπασε προς τα δυτικά, ώσπου νύχτωσε για τα καλά. Την επόμενη ημέρα, διέσχισε τα δάση στα νότια της Επαρχίας Βόλγκρεν, χωρίς να σταματήσει καθόλου. Το βράδυ, έφτασε στο Δασοπόταμο και ξεκαβαλίκεψε, γδύθηκε και βούτηξε στα παγωμένα χειμωνιάτικα νερά, για να ξεπλυθεί από το αίμα. Κατόπιν, έπλυνε και τα ρούχα του και τα άπλωσε πάνω σε κάτι κλαδιά, ενώ άναψε μια ζωηρή φωτιά από κάτω τους. Επίσης, άναψε άλλη μία φωτιά λίγο παραπέρα –μια φωτιά μακρόστενου σχήματος– και ξάπλωσε γυμνός μέσα της, αφήνοντας το σώμα του να αναπαυθεί και το πνεύμα του να περιπλανηθεί. Ήταν γαλήνια, καθώς οι φλόγες έγλειφαν το δέρμα και τα κόκαλά του.
Το πρωί, ακολούθησε τη ροή του Δασοπόταμου, προς τα νότιο-δυτικά, γνωρίζοντας ότι θα τον οδηγούσε στους Στοιχειωμένους Βάλτους (όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι) κατά το λιόγερμα. Ασφαλώς, δε λάθεψε· επρόκειτο για μια πρόβλεψη που δεν υπήρχαν πιθανότητες ανατροπής της: ο Νουτκάλι μπορούσε να δει τον εαυτό του να μπαίνει στο έλος προτού οι οπλές του αλόγου του πατήσουν στα λασπόνερα.
Όταν πάτησαν, η Γκρίζα Ομίχλη χρεμέτισε, αναστατωμένη από το περιβάλλον. Ο Ράζλερ έσκυψε και ψιθύρισε στ’αφτί της, και η φοράδα βλεφάρισε κι ηρέμησε. «Δεν είμαστε μακριά τώρα…» μονολόγησε ο Νουτκάλι, και ξεκαβαλίκεψε, για να διανυκτερεύσει.
Την επομένη, ταξίδεψε βόρειο-δυτικά, διασχίζοντας τους βάλτους χωρίς κανένα δισταγμό. Τα σημεία με κινούμενη άμμο δεν αποτελούσαν παγίδες γι’αυτόν· ήταν πολύ προβλέψιμα και μπορούσε άνετα να τα αποφεύγει. Όταν ο ήλιος βούλιαζε στη Δύση, ο Νουτκάλι βγήκε στις πεδιάδες της Επαρχίας Σάλγκρινεβ: της Επαρχίας του Τάκμιν, η οποία δεν είχε καθόλου καλό όνομα τελευταία, και ούτε άκουγε κανείς από τη Βασίλισσα καλά λόγια για τον Έπαρχο. Ο Ράζλερ κάλπασε για λίγο ακόμα και τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του σε μια μικρή πόλη, όπου αφίππευσε και πήγε στο τοπικό πανδοχείο. Ορισμένοι τον αναγνώρισαν, γιατί ήταν γνωστό πως ο Νουτκάλι ο Προφήτης περιδιάβαινε το Βασίλειο πολλές φορές και προειδοποιούσε το λαό για πιθανούς κινδύνους.
Ο πανδοχέας τον κέρασε μπίρα και ο Ράζλερ ήπιε, χαμογελώντας. Ύστερα: «Ο Λύκος είναι ξαμολημένος ενάρετοι άνθρωποι του Νούφρεκ,» είπε στον κόσμο που περίμενε να τον ακούσει να μιλά, και το χαμόγελο χάθηκε απ’το πρόσωπό του, για ν’αντικατασταθεί από μια σκοτεινή, βλοσυρή όψη. «Ο αέρας μύριζε θάνατο, στις τελευταίες μου περιπλανήσεις, κι άκουγα τα θεριά ν’αλυχτούν, κατεβαίνοντας από τα ψηλά βουνά. Ο Προδότης είναι ισχυρός· προσευχηθείτε στη Μεγάλη Μητέρα για προστασία ετούτες τις νύχτες, κι ευχηθείτε οι Φύλακές σας νάναι ισάξιοι αντίμαχοι του Ακατονόμαστου.»
«Προφήτη Νουτκάλι,» ρώτησε μια μεσόκοπη γυναίκα, «κυκλοφορούνε φήμες που λένε ότι τέρατα τριγυρίζουν στο Νότο, κοντά στις ακτές. Έρχονται απ’τους βάλτους Βενέβριαμ, λένε. Είν’αλήθεια;»
«Υπηρετούν τον Προδότη, και, ναι, υπάρχουν. Είχα προδεί τον ερχομό τους· αλλά είναι πολλοί εκείνοι που δε μ’ακούν παρότι ακούνε τα λόγια μου.»
Οι θαμώνες, που ήταν ιδιαίτερα πολλοί απόψε (ο πανδοχέας ήθελε να έχει τον παράξενο Ράζλερ για επισκέπτη, τόση πελατεία που έφερνε), άρχισαν να μουρμουρίζουν αναμεταξύ τους και να σχολιάζουν τα όσα είχαν πληροφορηθεί. Ο Νουτκάλι ήπιε ήρεμα την μπίρα του.
Διανυκτέρευσε εκεί, στο πανδοχείο (όπου, ασφαλώς, τον φιλοξένησαν δωρεάν), και έφυγε με το χάραμα, καλπάζοντας βόρειο-δυτικά και φτάνοντας γρήγορα στη δημοσιά η οποία οδηγούσε προς τη Σάλγκρινεβ, την κατοικία του Επάρχου Τάκμιν και της Ανφρακιανής Πριγκίπισσας Φόλνα. Η πόλη ήταν χτισμένη επάνω στις όχθες του ποταμού Τάρφαν, που αποτελούσε φυσικό σύνορο για τα Βασίλεια Νούφρεκ και Άνφρακ.
Η νύχτα είχε απλωθεί στη χώρα, όταν ο Νουτκάλι έφτασε στην Σάλγκρινεβ, φορώντας μαύρη κάπα και κουκουλωμένος. Οι φύλακες δεν είχαν κλείσει ακόμα την ανατολική πύλη· παραδοσιακά, αργούσαν να την κλείσουν: νωρίτερα έκλειναν τη δυτική πύλη που, ουσιαστικά, έβγαζε στο Άνφρακ· όμως τώρα, με την Πριγκίπισσα Φόλνα Ορκισμένη στον Έπαρχο, τούτο είχε αλλάξει και καμια από τις δύο πύλες δεν έκλεινε νωρίτερα από την άλλη. Ήταν μία από τις ευχάριστες αλλαγές που είχαν επέλθει στα Βασίλεια των Ρουζβάνων, έκρινε ο Νουτκάλι· ένα βήμα προς την παλιά Αυτοκρατορία.
Ο Ράζλερ πήγε στο παλάτι, που βρισκόταν σ’ένα απόκρημνο αλλά όμορφο μέρος, πάνω απ’τα ορμητικά νερά του ποταμού.
«Σταμάτα! Ποια είναι η δουλειά σου εδώ;» φώναξε ο ένας από τους δύο φρουρούς, καθώς διασταύρωναν τα δόρατά τους.
Ο Ράζλερ αφίππευσε. «Ο Νουτκάλι ο Προφήτης είμαι. Ελπίζω ο αφέντης κι η αφέντρα του παλατιού να με δεχτούν για το βράδυ.»
Οι φύλακες τον άφησαν να περάσει. Ένας υπηρέτης πήρε το άλογό του, για να το πάει στους στάβλους· ένας άλλος τού ζήτησε να τον ακολουθήσει, και τον οδήγησε σε μια μεγάλη αίθουσα που τη ζέσταιναν τζάκια.
Ο Νουτκάλι υποκλίθηκε, χαιρετώντας τους δύο κεντρικούς παρευρισκόμενους. «Καλησπέρα σας, Άρχοντά μου, Αρχόντισσά μου.»
Ο Έπαρχος Τάκμιν και η Πριγκίπισσα Φόλνα κάθονταν σε δύο ενδιάμεσες θέσεις του μεγάλου, μακρόστενου τραπεζιού και έτρωγαν, ο ένας δίπλα στον άλλο. Το τραπέζι όλο ήταν στρωμένο με φαγητά, γλυκά, και ποτά, και οι υπηρέτες φρόντιζαν να φέρνουν πράγματα στους αφέντες τους, καθώς τους τα ζητούσαν.
«Νουτκάλι,» είπε ο Τάκμιν και σηκώθηκε, «καλησπέρα.» Ήταν ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με μαύρα γένια και σπαστά, πλούσια μαλλιά. Το ντύσιμό του ήταν κομψό, όμως όχι φανταχτερό· φορούσε ένα λευκό πουκάμισο με δαντέλα και ένα γκρίζο παντελόνι, ενώ η ζώνη του ήταν μαύρη και διέθετε σκαλιστή πόρπη.
Η Πριγκίπισσα Φόλνα σηκώθηκε, επίσης. «Καλησπέρα, Προφήτη Νουτκάλι,» χαιρέτησε. «Πώς είστε;» Φαινόταν να είναι το τελείως αντίθετο του Επάρχου στον οποίο ήταν Ορκισμένη –ξανθιά, με μακριά, σγουρά μαλλιά, σχετικά κοντή, και ντυμένη εντυπωσιακά–, όμως η διαφορά τους τελείωνε εκεί, στην εμφάνιση· γιατί είχαν, κατά τα άλλα, πολλά κοινά στην ψυχοσύνθεσή τους.
Ο Νουτκάλι τούς χαμογέλασε. «Καλά, Υψηλότατη,» αποκρίθηκε, «αν και παραπάνω από αρκετά… βαριά προμηνύματα με ταλαιπωρούν αυτό τον καιρό.»
«Παρακαλώ, κάθισε να φας,» τον προσκάλεσε ο Τάκμιν.
«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου.» Πήρε θέση αντίκρυ τους στο τραπέζι, και οι υπηρέτες αμέσως τον σερβίρισαν. «Ευχαριστώ,» τους είπε εκείνος. «Η Θεά να σας προστατεύει και να σας ευλογεί, καλοί μου άνθρωποι.» Δοκίμασε μια κουταλιά από τη σούπα. «Εξαίρετο, Άρχοντά μου.»
«Αφήστε μας μόνους με τον Προφήτη,» πρόσταξε ο Τάκμιν τους υπηρέτες. Εκείνοι υποκλίθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα.
«Συμβαίνει τίποτα ανησυχητικό;» ρώτησε η Φόλνα τον Νουτκάλι, παρατηρώντας τον προσεκτικά, σαν μεγάλη γάτα που παρατηρεί κάτι το οποίο πιθανώς να είναι επικίνδυνο.
Ο Νουτκάλι σκούπισε το στόμα του, με μια λευκή πετσέτα. «Πολλά πράγματα, Υψηλοτάτη.»
«Κινδυνεύει το μέλλον μας όπως το είχες δει;» θέλησε να μάθει ο Τάκμιν.
«Φοβάμαι πως ναι. Τα οράματά μου είναι πολύ δυσάρεστα, Έπαρχε.» Ο Νουτκάλι ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. Αναστέναξε. «Ταξιδεύω στο Βασίλειο και παντού νιώθω ότι μάτια με κοιτάζουν –λυκίσια μάτια. Η επιρροή του Λύκου έχει γίνει πολύ ισχυρή στο Νούφρεκ. Τέρατα έχουν παρουσιαστεί στο Νότο, και, στα πιο πολιτισμένα μέρη, οι ραδιούργοι δολοπλοκούν. Η Βασίλισσα ακούει τις προειδοποιήσεις μου, μα δεν ενεργεί σωστά…»
«Σ’το είχα πει, δε σ’το είχα πει; Η Καλβάρθα είναι άχρηστη εκεί πάνω, στο Θρόνο του Αετού!»
«Υπάρχει, όμως, ελπίδα, έτσι;» ρώτησε η Φόλνα. «Για εμάς, εννοώ, Προφήτη Νουτκάλι.»
Ο Ράζλερ ένευσε. «Νομίζω πως ναι· μα, με το πέρασμα του καιρού, η ελπίδα αυτή μειώνεται σε δυνατή –τη βλέπω ωσάν ένα φως που εξασθενεί…»
«Και τι μας συμβουλεύεις;» είπε, απότομα, ο Τάκμιν. «Έχεις κάποια συμβουλή ή όχι;» Η Φόλνα ακούμπησε το χέρι της επάνω στο δικό του.
«Ναι,» αποκρίθηκε, αργά, ο Νουτκάλι, σηκώνοντας την αργυρή του κούπα και πίνοντας κρασί. «Πρέπει να δράσετε γρήγορα.»
«Να πάρουμε το Θρόνο τώρα;» ρώτησε η Ανφρακιανή Πριγκίπισσα.
«Βλέπω ότι, σύντομα, η κεντρική εξουσία του Νούφρεκ θα μειωθεί αφάνταστα σε δύναμη, Υψηλοτάτη,» είπε ο Νουτκάλι, ακουμπώντας την αργυρή κούπα στο τραπέζι. «Προσέξτε, όμως: σας προέτρεψα να κινηθείτε γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά.»
«Τι βλέπεις στο μέλλον;» Ήταν ο Τάκμιν που μίλησε.
«Θανάτους, πολλούς θανάτους –και σημαντικών προσώπων, μάλιστα. Βλέπω τη Βασίλισσα να μη μπορεί να σας προφυλάξει, και βλέπω εσάς ως τη μοναδική σωτηρία του Νούφρεκ.» Μειδίασε λεπτά, μελαγχολικά. «Ορισμένες φορές, το λέμε ως αστείο και γελάμε, καλέ μου Έπαρχε, αλλά τώρα ισχύει: Μετά από εσάς, το χάος, Έπαρχε Τάκμιν και Πριγκίπισσα Φόλνα. Ισχυροποιηθείτε και, κατόπιν, κινηθείτε προς την Ανατολή, σταδιακά… πολεμώντας τους ληστές που έχουν συγκεντρωθεί στα εδάφη σας και τους αληθινούς εχθρούς, τους Λυκολάτρες.»
«Ξέρεις πού κρύβονται;»
«Μην περιμένετε εμένα να σας τα αποκαλύπτω όλα, Άρχοντά μου. Εξάλλου, ένας προφήτης είμαι μονάχα, όχι θεός. Αλλά σκεφτείτε! κι εσείς γνωρίζετε τα πιθανά τους κρησφύγετα· έχετε, τουλάχιστον, υποψίες, όπως και πολλοί άλλοι ευγενείς.»
«Μιλάς για τον αρχοντικό Οίκο της Βόλγκρεν, έτσι;» είπε ο Τάκμιν.
Ο Νουτκάλι ήπιε κρασί. «Ίσως τώρα θα ήταν η καταλληλότερη ώρα για να ξεχωρίσετε τους φίλους σας από τους εχθρούς σας, ώστε να συμμαχήσετε με τους πρώτους και να εξολοθρεύσετε τους δεύτερους. Φυλαχτείτε, όμως, από εκείνους που, αφρόνως, παραμένουν ακόμα πιστοί στη Βασίλισσα.»
Μίλησέ μου χωρίς να μιλάς, Ρόλμαρ, και θα σε ακούσω—
Ο Ρόλμαρ βάδισε μέσα στη μεγάλη αίθουσα, πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη –ή, μάλλον, ό,τι είχε απομείνει από αυτήν, μετά από τη φωτιά. Μπορούσε να αισθανθεί τα μάτια πολλών καρφωμένα στην πλάτη του· αναμφίβολα, αναρωτιόνταν αν σκόπευε να κλείσει κάποια συμφωνία με τον Ράζλερ· ή ίσως να ανησυχούσαν γι’αυτόν, γνωρίζοντας πως είχε βρεθεί παγιδευμένος στο Μάτι του Κυκλώνα και φοβούμενοι μην του συνέβαινε τίποτα παρόμοιο και τώρα.
—Με ακούς;—
—Ναι, Ρόλμαρ—
Ο Ωθράγκος κάθισε σε μια ξύλινη καρέκλα, στρέφοντας το βλέμμα του προς τους συγκεντρωμένους ανθρώπους, στο κέντρο της απέραντης αίθουσας. Πρόλαβε να δει την Πριγκίπισσα Νιρκένα να παίρνει τη ματιά της από πάνω του και να κοιτάζει τον Βασιληά Άργκελ. Οι δυο τους άρχισαν να συζητούν κάτι, και ο Ρόλμαρ είχε την εντύπωση πως εκείνος ήταν το θέμα της κουβέντας τους.
—Θέλω να σου μιλήσω σχετικά με τη Νίθρα, την οποία έδιωξες από εδώ και έστειλες στη Λιάμνερ-Κρωθ και στο θάνατό της—
—Αναρωτιέσαι γιατί έπραξα έτσι;—
—Το έκανες για να πείσεις τη Λιόλα ότι ήσουν η θεά των Ρουζβάνων;—
—Όχι μόνο. Υπήρχε κι άλλος λόγος—
—Τι λόγος;—
—Η Νίθρα έπρεπε να διωχτεί από το Νόρβηλ, και από τη Βάλγκριθμωρ γενικότερα, γιατί ο Νουτκάλι θα τη χρησιμοποιούσε ως πρώτη αιτία, για ν’αρχίσει τους πολέμους του—
—Θέλεις να πεις ότι θα πληροφορούσε τη Βασίλισσα Καλβάρθα πως εμείς κρύβαμε τη Νίθρα;—
—Ναι—
—Οι πόλεμοι δεν αρχίζουν έτσι εύκολα, Φανλαγκόθ!—
—Όχι, αλλά αυτή θα ήταν η πρώτη αιτία. Ο Νουτκάλι θα φρόντιζε να συμβούν κι άλλα τέτοια. Έτσι, οι αιτίες θα συγκεντρώνονταν, η μία μετά την άλλη· και, στο τέλος, θα δινόταν η αφορμή, κι ο πόλεμος Ρουζβάνων-Ωθράγκος θα άρχιζε—
—Ενώ τώρα έχουμε αποφύγει αυτό το δυσμενές μέλλον;—
—Όχι απόλυτα—
—Αυτό σημαίνει πως η Νίθρα είναι ζωντανή;—Άραγε, ο Φένταρ την είχε βρει; Την έφερνε πίσω;
—Αυτό σημαίνει πάρα πολλά πράγματα, Ωθράγκος, τα οποία δε νομίζω πως είναι ώρα να αναλύσουμε διεξοδικά· όπως ξέρεις, έχω άπειρο χρόνο, κι επομένως ελάχιστο—
—Απάντησέ μου, όμως: Είναι ζωντανή η Νίθρα;—
—Αυτή τη στιγμή, ναι—
—Πώς γλίτωσε από τα χέρια του Σάβμιν;—
—Όχι χάρη στους δικούς σου απεσταλμένους, Ρόλμαρ—
—Ώστε ξέρεις γι’αυτούς…—
—Αμφέβαλες;—
—Καλή ερώτηση… Τέλος πάντων, πώς ξέφυγε η Νίθρα;—
—Μια καταιγίδα χτύπησε το πλοίο του Σάβμιν—
—Και δεν είχες προβλέψει την καταιγίδα;—
—Την είχα προβλέψει—
—Δεν καταλαβαίνω…—
—Στις κρίσιμες στιγμές, Ρόλμαρ, δεν μπορείς να φανταστείς πόσοι δρόμοι ανοίγονται. Φαντάσου ένα σταυροδρόμι όπου συναντιούνται δέκα δημοσιές!—
—Και πάλι, δεν καταλαβαίνω ακριβώς. Αλλά εξήγησέ μου τι συνέβη στη Νίθρα—
—Πήδησε απ’το πλοίο, μέσα στην καταιγίδα, και γλίτωσε ζωντανή. Βγήκε σ’ένα ξερονήσι, έχοντας χάσει τη μνήμη της—
—Δε θυμάται τίποτα, δηλαδή;—
—Η μνήμη της επανέρχεται, σταδιακά. Ωστόσο, ακόμα μερικά πράγματα της διαφεύγουν—
—Και βρίσκεται στη Λιάμνερ-Κρωθ τώρα; Γιατί δε φεύγει; Μη μου πεις πως δε θυμάται ότι η Καλβάρθα τη θέ—
—Όχι, αυτό το θυμήθηκε—
—Τότε, τι κάνει εκεί;—
—Ένας ευγενής τής πρόσφερε προστασία, και τώρα ερευνά μαζί του την υπόθεση των Κτηνών, κατευθυνόμενη προς του βάλτους Βενέβριαμ. Ο Νουτκάλι βοηθάει τους δικούς σου –τον Φένταρ και τους συντρόφους του– να τη βρουν και να την απαγάγουν—
—Τι! Θα με τρελάνεις, Φανλαγκόθ! Είν’αληθινά όλα τούτα;—
—Ναι, Ρόλμαρ. Ο τροχός έχει πλέον αρχίσει να κυλά πολύ γρήγορα, και δε σταματάει καθόλου εύκολα. Όμως πρέπει τώρα να πηγαίνω· με συγχωρείς—
—Περίμενε λίγο! Τι πρέπει να κάνω;—
—Να μην ανακατευτείς. Αν ανακατευτείς, τα πράγματα θα μπλεχτούν πολύ περισσότερο· το έχω προδεί—
—Μη μου λες εμένα αυτές τις τελεσίδικες ανοησίες, Φανλαγκόθ! Εξήγησέ μου—
Καμια απόκριση.
—Ο Μαύρος Άνεμος να σε πάρει, Ράζλερ!—
Ο Ρόλμαρ αναστέναξε και σηκώθηκε από την καρέκλα, πηγαίνοντας στο κέντρο της αίθουσας και παρατηρώντας ότι ορισμένοι είχαν φύγει· μονάχα ο Βασιληάς Άργκελ, η Βασίλισσα Ακάρθα, η Πριγκίπισσα Λιόλα, η Πριγκίπισσα Νιρκένα, η Αρχόντισσα Μιάνη, ο Πρίγκιπας Ζάρναβ, και ο Βάνμιρ βρίσκονταν εκεί.
Ο τελευταίος είπε στον δίδυμό του: «Πρέπει να σου μιλήσω,» την ίδια στιγμή που η Λιόλα τού έλεγε: «Σε θέλω λίγο, ιδιαιτέρως,» αγγίζοντας το μανίκι του.
Ο Ρόλμαρ στάθηκε, για μια στιγμή, μπερδεμένος.
«Βιάζομαι,» τόνισε ο Βάνμιρ· «πρέπει να ετοιμαστώ και να αναχωρήσω για τη Λιάμνερ-Κρωθ.» Και προς την Πριγκίπισσα: «Υψηλοτάτη, μου επιτρέπετε;»
Η Λιόλα ένευσε. «Ασφαλώς, Βάνμιρ.»
«Έλα.» Ο Βάνμιρ έκανε νόημα στον Ρόλμαρ να τον ακολουθήσει προς την έξοδο της Αίθουσας του Ουρανολίθινου Θρόνου.
«Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησε εκείνος, ερχόμενος πίσω του.
«Στο δωμάτιό μου.»
«Λιόλα,» είπε ο Ρόλμαρ στην Πριγκίπισσα, κοιτάζοντάς την πάνω απ’τον ώμο του, «θα έρθω μετά στα διαμερίσματά σου. Περίμενέ με εκεί, και ξεκούρασε το πόδι σου, εντάξει;»
Εκείνη ένευσε πάλι, χωρίς να μιλήσει.
Οι δύο ακρίτες έφυγαν από τη βασιλική αίθουσα.
Ο Πρίγκιπας Ζάρναβ σταύρωσε τα χέρια μπροστά του. «Πώς σου φαίνεται αυτή η ιστορία με τον Νεκρομέμνονα;» ρώτησε τον Άργκελ.
Ο Βασιληάς, που καθόταν στον Ουρανολίθινο Θρόνο, αποκρίθηκε: «Θα δείξει… Για να μπήκε ο Φανλαγκόθ σε τόσο κόπο, ώστε να τον φέρει εδώ, κάποιο λόγο θα είχε.»
«Πιστεύω πως σχεδιάζει να χτυπήσει τους αρχηγούς του στρατού του Άνκαραζ, χρησιμοποιώντας τον δολοφόνο,» είπε η Νιρκένα.
«Ακριβώς,» συμφώνησε ο Άργκελ· «έτσι νομίζω κι εγώ. Επίσης, σκέφτομαι να ξαμολήσω και τους δράκαρχούς μου εναντίον τους.»
«Ό,τι είναι να γίνει πρέπει να γίνει γρήγορα,» είπε ο Ζάρναβ. «Και ο στρατός που είναι κατασκηνωμένος έξω απ’την πόλη οφείλει να κατευθυνθεί βόρεια, στην Έριγκ.»
«Αποκλείεται,» το απέρριψε ο Άργκελ.
Ο Ζάρναβ πάγωσε για λίγο. Είναι τρελός; σκέφτηκε. Θα επιμείνει να τον στείλει στον Σάρναλ; «Και τι σκοπεύεις να κάνεις μ’αυτόν;»
«Θα τον στείλω στον Βασιληά Σάρναλ του Ένρεβηλ.»
«…Αστειεύεσαι, αδελφέ, έτσι;» Ο Ζάρναβ είχε σχεδόν χάσει τη μιλιά του. Θεοί, πείτε μου ότι εγώ είμαι τελείως χαζός και δεν έχω καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει…
«Δεν αστειεύομαι καθόλου, Ζάρναβ. Δε χρειάζομαι αυτούς για να αντιμετωπίσω μια απειλή μέσα στο Βασίλειό μου· έχω πολεμιστές, για να χτυπήσω τους υπηρέτες του Άνκαραζ!»
«Και θα σε πείραζε αν είχες περισσότερους;»
«Ο καθένας στη δουλειά του,» είπε ο Άργκελ. «Αυτοί οι μισθοφόροι εκεί έξω έχουν συγκεντρωθεί για έναν συγκεκριμένο σκοπό –και θα πάνε στο μέρος όπου τους προόριζα εξαρχής.»
Ο Ζάρναβ κούνησε το κεφάλι, δυσανασχετώντας.
«Το ξέρω ότι διαφωνείς,» συνέχισε ο Άργκελ, «αλλά, εν καιρώ, θα αντιληφθείς τη σύνεση ετούτης μου της απόφασης.»
«Το αμφιβάλλω.» Ο Πρίγκιπας Έπαρχος Ζάρναβ στράφηκε απ’την άλλη και βγήκε από την αίθουσα.
Η Νιρκένα έριξε ένα έντονο βλέμμα στον Άργκελ. Εκείνος ύψωσε τα φρύδια του αρνητικά. Η Πριγκίπισσα ένευσε, με τα βλέφαρα. Κανείς δεν πρόσεξε τη σιωπηλή τους επικοινωνία.
Η Βασίλισσα Ακάρθα είπε: «Βασιληά μου, ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε τα λόγια του αδελφού σου…»
«Μην ανησυχείς,» της αποκρίθηκε ο Άργκελ. «Ο Ζάρναβ είναι απλά αναστατωμένος. Έχουμε αρκετές δυνάμεις, για να αντιμετωπίσουμε μια αναταραχή σαν κι ετούτη. Επιπλέον, ο Αυτοκράτορας Φανλαγκόθ θα με προειδοποιούσε, αν πίστευε πως έσφαλα· σωστά;»
«Δεν τον εμπιστεύομαι,» δήλωσε η Ακάρθα.
«Δεν είσαι η μόνη,» είπε η Νιρκένα. «Αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα, αγαπητή μου· ο Φανλαγκόθ εξακολουθεί να υπάρχει και να είναι μια δύναμη με την οποία πρέπει να διαπραγματευτούμε, είτε το θέλουμε είτε όχι.»
«Τι έχεις στο μυαλό σου, μητέρα;» ρώτησε η Αρχόντισσα Μιάνη.
«Τίποτα συγκεκριμένο,» απάντησε η Νιρκένα. «Απλά, πιστεύω πως οφείλουμε να φερθούμε στον Φανλαγκόθ όπως θα φερόμασταν και σε οποιονδήποτε άλλο δυνατό άρχοντα.»
«Δεν είναι ένας οποιοσδήποτε δυνατός άρχοντας· υπάρχουν κάποιες πολύ έντονες διαφορές!» τόνισε η Ακάρθα.
«Ελάχιστες.»
*
Ο Πρίγκιπας Νόρβορ συνόδεψε τον Νεκρομέμνονα σε ένα δωμάτιο, στον Πύργο των Ξένων. Μαζί του, φυσικά, είχε έξι φρουρούς, σε περίπτωση που ο δολοφόνος επιχειρούσε καμια ανοησία –αν και ο Βασιληάς Άργκελ δε φαινόταν να πιστεύει ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Ο Νόρβορ έριχνε κλεφτές ματιές στον Νεκρομέμνονα, καθώς προχωρούσαν, προσπαθώντας να διακρίνει τι το ιδιαίτερο είχε αυτός ο άνθρωπος, ώστε ο Φανλαγκόθ να τον επαναφέρει στη ζωή. Σε τι μπορούσε να τον εξυπηρετήσει; Ήταν, αναμφίβολα, γρήγορος, ευέλικτος, και καλός στη μάχη, απ’ό,τι είχε φανεί· όμως αυτά τα προσόντα δεν έκαναν ποτέ κάποιον τόσο ξεχωριστό. Όχι, ο Νεκρομέμνων πρέπει να είχε και κάτι άλλο…
«Βρίσκετε τίποτα ενδιαφέρον επάνω μου, κύριε;» ρώτησε ο δολοφόνος, καθώς ένας από τους στρατιώτες άνοιγε την πόρτα ενός δωματίου στον Πύργο των Ξένων.
Πώς με κατάλαβε; απόρησε ο Νόρβορ, που νόμιζε ότι ο Νεκρομέμνων δεν τον είχε δει να τον κοιτάζει. «Δεν είμαι ‘κύριος’, φονιά,» αποκρίθηκε, ψυχρά· «είμαι ‘Υψηλότατος’ για σένα· και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί ο μάγος σε ανέστησε.»
Ο Νεκρομέμνων στράφηκε να τον κοιτάξει. «Αν ψάχνετε για φανερά σημάδια επάνω μου, Υψηλότατε,» είπε, «δε θα βρείτε κανένα. Εκείνο που βρίσκεται μέσα μου είναι σημαντικό.»
«Και τι βρίσκεται μέσα σου;» ρώτησε ο Νόρβορ, ενώ, συγχρόνως, του έκανε νόημα να μπει στο δωμάτιο. Ο Νεκρομέμνων μπήκε. «Ντύσου. Έχει ρούχα στη ντουλάπα.»
Ο δολοφόνος άνοιξε την ντουλάπα και κοίταξε στο εσωτερικό. Ένας από τους στρατιώτες ρώτησε: «Μας χρειάζεστε όλους, Πρίγκιπά μου;»
«Μπορείτε να πηγαίνετε.»
«Όλοι μας;»
«Ναι· δε νομίζω ότι κινδυνεύω με τον κύριο Νεκρομέμνονα.»
«Όπως επιθυμείτε, Πρίγκιπά μου.» Ο στρατιώτης υποκλίθηκε και έκλεισε την πόρτα του δωματίου.
Ο Νεκρομέμνων πήρε μια περισκελίδα και τη φόρεσε. Έλυσε τον πορφυρό μανδύα απ’το λαιμό του και τον πέταξε πάνω σε μια καρέκλα. Ο Νόρβορ παρατήρησε την πλάτη του: Ο δολοφόνος δεν ήταν ιδιαίτερα σωματώδης, μα οι μύες του έμοιαζαν σφικτοί και σκληροί σαν πέτρες.
«Τι γνωρίζετε για τους νεκρενοικημένους, Υψηλότατε;» ρώτησε ο Νεκρομέμνων, παίρνοντας ένα μαύρο, δερμάτινο παντελόνι και φορώντας το.
«Τίποτα.»
«Εκπαιδεύονται στη Φεν εν Ρωθ. Τι σας λέει το όνομά τους;» Ο Νεκρομέμνων έψαξε μέσα στην ντουλάπα, για κάποια τουνίκα που ν’ανταποκρίνεται στην αισθητική του.
«Κάποια σχέση έχουν με τους νεκρούς, προφανώς, αλλά δεν είμαι και γλωσσολόγος…»
«Νεκρενοικημένος είναι εκείνος του οποίου το σώμα ενοικείται από το πνεύμα ενός νεκρού.» Ο Νεκρομέμνων τράβηξε έξω μια μεταξωτή, μαύρη τουνίκα. Στράφηκε στον Πρίγκιπα. «Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο σε δέρμα, Υψηλότατε;»
Ο Νόρβορ μπερδεύτηκε για λίγο. «Τουνίκα, εννοείς; Όχι· μάλλον, όχι, για να μην τη βρίσκεις στη ντουλάπα. Θέλεις, όμως, να πεις ότι μέσα σου κρύβεται το πνεύμα ενός νεκρού;»
«Ναι.» Ο Νεκρομέμνων φόρεσε την τουνίκα, περνώντας την πάνω απ’το κεφάλι του.
«Δηλαδή, είσαι νεκρός αλλά εξακολουθείς να ζεις;»
«Όχι. Ουσιαστικά, ζω μαζί με το νεκρό πνεύμα –τον νεκραδελφό μου, όπως τον λέμε εμείς, οι νεκρενοικημένοι, και όλοι οι νεκρομάντες της Φεν εν Ρωθ.»
«Και τι γίνεται έτσι;»
Ο Νεκρομέμνων στράφηκε πάλι στην ντουλάπα, ψάχνοντας για κάλτσες. «Ο νεκραδελφός μου με βοηθάει στη δουλειά μου.»
«Να σκοτώνεις ανθρώπους;»
«Ναι.» Ο Νεκρομέμνων πήρε ένα ζευγάρι γκρίζες κάλτσες και φόρεσε πρώτα τη μία και μετά την άλλη, χωρίς να καθίσει.
Καλή ισορροπία, παρατήρησε ο Νόρβορ· ούτε που έγειρε προς τα δω ή προς τα κει… «Ήθελες να δολοφονήσεις την Αρχόντισσα Ρικέλθη, σωστά;»
«Σωστά.»
«Αλλά αποφάσισες να μην το κάνεις, τελικά;»
Ο Νεκρομέμνων πήρε δύο μαύρες μπότες από τη ντουλάπα. «Ναι.»
«Γιατί;»
Φόρεσε τα υποδήματα όπως είχε φορέσει και τις κάλτσες. «Οι συνθήκες άλλαξαν… δραματικά, πρέπει να πω.» Και πρόσθεσε: «Θα χρειαστώ άλλες μπότες, Υψηλότατε, οι οποίες να εφαρμόζουν καλύτερα. Μου είναι αναγκαίες στη δουλειά μου.»
«Κανένα πρόβλημα,» απάντησε ο Νόρβορ. «Ποιος σε είχε προσλάβει, για να σκοτώσεις την Αρχόντισσα Ρικέλθη;»
«Δεν μπορώ να σας αποκαλύψω τον εργοδότη μου, Υψηλότατε.»
«Είμαι Πρίγκιπάς σου,» τόνισε εκείνος.
«Οι νεκρενοικημένοι δεν έχουν άρχοντες, Υψηλότατε.» Ο Νεκρομέμνων γονάτισε, στο ένα πόδι, για να δέσει τα κορδόνια της μίας μπότας.
Ο Νόρβορ δεν απάντησε σε τούτο· δε νόμιζε, εξάλλου, πως θα είχε νόημα να διαφωνήσει με το δολοφόνο. Έτσι, ρώτησε: «Γιατί σε θέλει ο Φανλαγκόθ;»
«Για να σας βοηθήσω να αντιμετωπίσετε τον Άνκαραζ. Φαίνεται να ξέρει το παρελθόν μου…» Έχοντας δέσει τα κορδόνια και των δυο του μποτών, ο Νεκρομέμνων σηκώθηκε, αργά, όρθιος, σα να σκεφτόταν.
«Τι συνέβη στο παρελθόν σου;»
«Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τον Πολέμαρχο, Υψηλότατε,» απάντησε ο δολοφόνος, και στράφηκε στη ντουλάπα, εξετάζοντας τις ζώνες που κρέμονταν πίσω από το ένα της φύλλο.
*
«Για τη Νίθρα τον ρώτησες, ε; Τι σου απάντησε;»
Ο Ρόλμαρ κάθισε μπροστά στο τζάκι του δωματίου. «Όταν καταλάβω κι εγώ, θα σου πω.»
Ο Βάνμιρ στάθηκε αντίκρυ του. «Δηλαδή; Δεν μπορεί να σου μίλησε με τόσο παράξενο τρόπο που να μην κατάλαβες τίποτα, Ρόλμαρ!»
«Κατ’αρχήν, με διαβεβαίωσε πως η Νίθρα είναι ζωντανή. Το καράβι του Σάβμιν χτυπήθηκε από καταιγίδα, κι εκείνη κατάφερε να δραπετεύσει.»
Δεν πνιγόταν καλύτερα, να ησυχάσουμε; «Και πού είναι τώρα;»
«Στη Λιάμνερ-Κρωθ.»
«Εκεί όπου θέλουν να τη χωρίσουν από το κεφάλι της. Πολύ όμορφα…»
«Μην κάνεις αστεία.» Ο Ρόλμαρ τον αγριοκοίταξε, και μια γυαλάδα πέρασε απ’τα μάτια του.
Ο Βάνμιρ αναρωτήθηκε, γι’ακόμα μια φορά, αν η Ρουζβάνη είχε, όντως, μαγέψει τον αδελφό του. «Γιατί δε φεύγει;»
«Κάποιος ευγενής τής πρόσφερε προστασία· αυτό μού είπε ο Ράζλερ, και τίποτα περισσότερο περί του θέματος.»
«Δε σου εξήγησε γιατί ήθελε να τη διώξει από εδώ;»
Ο Ρόλμαρ ένευσε. «Μου είπε ότι ο Νουτκάλι σκόπευε να τη χρησιμοποιήσει ως αιτία –ως μία από τις πολλές αιτίες που σχεδιάζει να δημιουργήσει–, ώστε να βάλει τους Ρουζβάνους να επιτεθούν στους Ωθράγκος.»
«Χμμμμ…» Ο Βάνμιρ βάδισε, τρίβοντας το σαγόνι του.
«Σου φαίνεται παράξενο;»
«Όχι…»
«Εμένα μου φάνηκε, στην αρχή· κι ακόμα και τώρα, τολμώ να πω.»
«Τέλος πάντων,» είπε ο Βάνμιρ· «σου λύθηκαν πλέον οι απορίες σχετικά με τη Νίθρα, πιστεύω.»
Και μου δημιουργήθηκαν άλλες, σκέφτηκε ο Ρόλμαρ. Ποιος ευγενής τής πρόσφερε προστασία; Κάποιος που μισεί την Καλβάρθα και θέλει να την εκθρονίσει; Και γιατί εκείνη δέχτηκε την προστασία του; Συμφώνησε με κάποιο σχέδιό του; Τον γνώριζε από παλιά; Επιπλέον, ο Φανλαγκόθ είπε πως ο Νουτκάλι βοηθάει τον Φένταρ και τους συντρόφους του: τι σημαίνει τούτο; Πώς ακριβώς τους βοηθάει; Ο Ρόλμαρ αισθανόταν λιγάκι ηλίθιος αυτή τη στιγμή, γνωρίζοντας πως οι απεσταλμένοι του εξυπηρετούσαν τους σκοπούς ενός παράφρονα Ράζλερ ο οποίος ήθελε να ενώσει τους Ρουζβάνους και να επιτεθεί στους Ωθράγκος.
«Σκεπτικό σε βλέπω,» είπε ο Βάνμιρ· «και δε μ’αρέσει. Τι σκέφτεσαι; Τη Νίθρα; Τι σε νοιάζει γι’αυτήν;»
Ο Ρόλμαρ σηκώθηκε από την καρέκλα, νιώθοντας θυμό να φουντώνει εντός του. «Σκέφτομαι πολλά και διάφορα, αδελφέ,» αποκρίθηκε κοφτά. «Και ανάμεσα σ’αυτά, ναι, είναι και η Νίθρα. Σκόπευα να τη φυγαδέψω, κάπου μακριά από την επιρροή της Καλβάρθα, και δε μ’αρέσει τα σχέδιά μου ν’αποτυχαίνουν έτσι!»
Αυτό είναι, αναρωτήθηκε ο Βάνμιρ, ή κάτι περισσότερο; Έχω την εντύπωση ότι μου κρύβεις πράγματα… «Δεν μπορούσες να νικήσεις τον Φανλαγκόθ. Κι επιπλέον, καλύτερα που η Νίθρα επέστρεψε εκεί απ’όπου είχε έρθει· αν έμενε εδώ, θα μας έβαζε όλους σε μπελάδες.»
«Ο Νουτκάλι θα βρει άλλες αιτίες.»
«Δε χρειάζεται, όμως, να έχει μία παραπάνω!»
«Επομένως, ας την αφήσουμε ν’αποκεφαλιστεί, ε;» γρύλισε ο Ρόλμαρ, και η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε ανάμεσά τους.
Ο Βάνμιρ δεν απάντησε αμέσως· περίμενε να πάρει μερικές ανάσες και, μετά, είπε: «Νομίζεις ότι μπορείς να τη γλιτώσεις από τον αποκεφαλισμό; Κατ’αρχήν, προφανώς, γλίτωσε από μόνη της…»
«Απλά, θα ήθελα να μάθω αν είναι καλά,» είπε ο Ρόλμαρ, και κοίταξε τις φλόγες, αμίλητος.
Ωωωχ, μούγκρισε εσωτερικά ο Βάνμιρ, δεν πιστεύω να σκέφτεται εκείνο που φοβάμαι ότι σκέφτεται…! «Μη μου πεις ότι θες νάρθεις μαζί μας, στη Λιάμνερ-Κρωθ…»
Ο Ρόλμαρ έστρεψε το βλέμμα του στον αδελφό του. «Κάποιος πρέπει να σε προσέχει, ούτως ή άλλως, Βάνμιρ.»
«Χα! και ξανά, Χα!» αντιγύρισε εκείνος, και γέλασε. «Εσύ είσαι που μπλέκεις συνήθως, Ρόλμαρ, όχι εγώ.»
Τα μάτια του Ρόλμαρ στένεψαν. «Επειδή μία φορά έπεσα στην παγίδα ενός δαιμόνιου μάγου με δυνάμεις που πλησιάζουν αυτές ενός θεού, τούτο δεν αποδεικνύει ότι ‘συνήθως εγώ είμαι αυτός που μπλέκω’,» είπε, παγερά. «Μάλλον, το αντίστροφο συμβαίνει, αγαπητέ αδελφέ.»
Ο Βάνμιρ αναστέναξε, μη θέλοντας να τσακωθούν τώρα, που όλοι τους βιάζονταν. «Ας το αφήσουμε αυτό,» πρότεινε. «Το ζήτημα είναι πως δεν πρόκειται να έρθεις μαζί μας· δε σε χρειαζόμαστε, και δε θέλουμε να έχουμε περιττό βάρος –το λέω με την καλή έννοια.»
«Με την καλή έννοια, ε;–»
«Ναι!» τον πρόλαβε ο Βάνμιρ, προτού συνεχίσει. «Δεν έχεις κάτι να μας προσφέρεις εκεί πέρα, Ρόλμαρ –κατάλαβέ το! Και δεν πρόκειται να σε τραβάμε μαζί μας, μόνο και μόνο επειδή θες να δεις εκείνη τη Ρουζβάνη!»
Ο Ρόλμαρ πίεσε τον δείκτη του επάνω στο στήθος του αδελφού του. «Δεν είσαι σε θέση να μου λες τι να κάνω και τι όχι! Αν θέλω να ταξιδέψω στη Λιάμνερ-Κρωθ, θα ταξιδέψω στη Λιάμνερ-Κρωθ! Και δε χρειάζεται να ρωτήσω εσένα ή κανέναν άλλο.» Στράφηκε και έφυγε απ’το δωμάτιο, κοπανώντας την πόρτα πίσω του.
*
«Είναι ηλίθιος! Είναι χαζός! Θα τον σκοτώσω!»
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ρικνάβαθ, βλέποντας τον Βάνμιρ να περνά το κατώφλι του δωματίου της μουρμουρίζοντας έντονα. Δεν είχε μπει στον κόπο να της χτυπήσει την πόρτα, αλλά η Καρμώζ δεν αισθανόταν πως έπρεπε να το επισημάνει. «Ποιον βρίζεις;»
«Τον αδελφό μου.»
«Τον Ρόλμαρ;» Η Ρικνάβαθ είχε μόλις ντυθεί με ταξιδιωτικά ρούχα –δηλαδή, ένα ανάλαφρο, λευκό φόρεμα– και στεκόταν μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα, αναρωτούμενη αν έπρεπε να φορέσει σανδάλια, δερμάτινα παπούτσια, ή μπότες. Προς τα πρώτα έκλινε περισσότερο, βέβαια, γιατί, αφού θα πήγαιναν νότια, η ζέστη θα ήταν αφόρητη. Ωστόσο, είχε τις επιφυλάξεις της· για παράδειγμα, αν τα μέρη ήταν βραχώδη, τα σανδάλια δε θα τη βόλευαν και πολύ…
«Ναι, τον Ρόλμαρ. Ποιον άλλο; Θέλει να έρθει μαζί μου, στη Λιάμνερ-Κρωθ!»
«Γιατί;»
«Είναι ολόκληρη ιστορία, και, κυρίως, αφορά μια Ρουζβάνη μάγισσα, η οποία πολύ φοβάμαι ότι έχει υφάνει κάποιο ξόρκι επάνω του.»
«Μιλάς σοβαρά;» απόρησε η Ρικνάβαθ.
«Ναι.» Ο Βάνμιρ κάθισε στο κρεβάτι. «Αν και, βέβαια, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος… Ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα, αυτό συμβαίνει.»
«Ο αδελφός σου μου φαίνεται πως όλο σε μπελάδες βρίσκεται.»
«Αυτό του λέω κι εγώ, αλλά δε με πιστεύει…»
«Βάνμιρ, εκεί στη Λιάμνερ-Κρωθ, πώς είναι το έδαφος; Βραχώδες ή στρωτό;»
«Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί δεν ξέρω αν πρέπει να φορέσω σανδάλια, παπούτσια, ή μπότες για το ταξίδι.»
«Θα έρθεις, δηλαδή;»
«Ναι,» απάντησε η Ρικνάβαθ. «Δεν έχω τίποτα να κάνω εδώ, κι επίσης, εκεί θα είμαι πιο μακριά από την επιρροή του Άνκαραζ–» Συνοφρυώθηκε. «Δε με θέλεις μαζί σου;»
Ο Βάνμιρ την κοίταξε παραξενεμένος. «Γιατί το λες αυτό;»
«Α… Εμ… επειδή είπες για τον Ρόλμαρ. Επειδή σου είπε να έρθει, αλλά δεν ήθελες, γιαυτό…» Ανόητη! σκέφτηκε, θυμωμένη με τον εαυτό της. Δεν ξέρεις τι λες!
«Δεν έχω κανένα πρόβλημα με το να έρθεις, Ρικνάβαθ,» δήλωσε ο Βάνμιρ. «Με τον Ρόλμαρ τσαντίστηκα γιατί, ουσιαστικά, δεν έχει λόγο να βρίσκεται εκεί. Εσύ, όμως, είμαι βέβαιος ότι θα μου φανείς πολύ χρήσιμη στη δουλειά που έχουμε αναλάβει.»
Χρήσιμη;… σκέφτηκε η Ρικνάβαθ. Έγλειψε τα χείλη. Ναι, τι άλλο; Πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε πάλι στη ντουλάπα. «Λοιπόν, τι να πάρω μαζί μου; Το ξέρω ότι θα έχει ζέστη, αλλά πώς θα είναι το έδαφος;»
Ο Βάνμιρ είχε παραξενευτεί από την περίεργη συμπεριφορά της Καρμώζ. Τι έχει; Είπα τίποτα που δεν έπρεπε; Νόμιζε ότι κάτι την είχε πειράξει, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι. «Ρικνάβαθ, αισθάνεσαι καλά;»
«Ναι· γιατί ρωτάς;»
«Δε νιώθεις κανένα κάλεσμα, ή τίποτα τέτοιο…;»
«Όχι.»
«Εντάξει,» είπε ο Βάνμιρ. Και πρόσθεσε: «Θα έλεγα να τα πάρεις και τα τρία μαζί σου –και τα σανδάλια και τις μπότες και τα παπούτσια–, γιατί ίσως όλα να σου χρειαστούν. Μην ξεχνάς, εξάλλου, ότι θα πάμε σε βάλτους: τους βάλτους Βενέβριαμ, όπου έχει δημιουργηθεί η σχισμάδα για την οποία μας μίλησε ο Φανλαγκόθ.»
«Ναι, σωστά.» Η Ρικνάβαθ έβγαλε έξω και τα τρία ζευγάρια υποδήματα. Κάθισε σε μια καρέκλα και έδεσε τα σανδάλια στα πόδια της.
Η πόρτα χτύπησε. «Άρχοντα Βάνμιρ, είστε μέσα;» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή που δε χαροποιούσε και πολύ τον Βάνμιρ.
«Ναι, Μάηραν· μπες.»
Ο Μάηραν άνοιξε και μπήκε. «Χαίρετε, Άρχοντά μου. Πώς είστε;»
«Καλά, μέχρι στιγμής.»
«Ο Πρίγκιπας Ζάρναβ μού ανέθεσε μια αποστολή, Άρχοντά μου–»
«Άσε με να υποθέσω,» είπε ο Βάνμιρ, καθώς σηκωνόταν απ’το κρεβάτι· «θέλει να έρθεις μαζί μας, στη Λιάμνερ-Κρωθ.»
Ο Μάηραν ένευσε. «Μάλιστα. Αλλά δε μου ανέφερε τι ακριβώς συμβαίνει· μου είπε ότι θα μου εξηγήσετε εσείς, εκτενέστατα.»
«Επειδή τα πράγματα είναι λιγάκι περίπλοκα,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, «και επειδή βιαζόμαστε, θα σε πείραζε να σ’τα πούμε όσο θα ταξιδεύουμε;»
«Όπως επιθυμείτε, Άρχοντά μου.»
«Θα έρθει κανένας άλλος μαχητής μαζί μας;»
«Δώδεκα έχουν ετοιμαστεί,» απάντησε ο Μάηραν· και, με λιγάκι οξύ τόνο στη φωνή του: «Μπορείτε να πάρετε όσους κρίνετε απαραίτητους, Άρχοντά μου.»
«Θα τους πάρω και τους δώδεκα,» δήλωσε ο Βάνμιρ, εκπλήσσοντας τον πολεμιστή.
*
Η πόρτα χτύπησε.
«Πριγκίπισσά μου, ο Άρχων Ρόλμαρ του Ράλτον είναι εδώ.»
«Να περάσει.»
Ο Ρόλμαρ άνοιξε και μπήκε, αφήνοντας πίσω του τη φρουρό του διαδρόμου, η οποία έκλεισε την εξώθυρα των διαμερισμάτων. «Πού είσαι, Λιόλα;» φώναξε.
«Στο υπνοδωμάτιο,» ήρθε η φωνή της από το βάθος.
Ο Ρόλμαρ πήγε εκεί, παραμερίζοντας μια κουρτίνα.
Η Λιόλα ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, με την πλάτη της ακουμπισμένη στα μαξιλάρια και τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά της. «Ακολουθώ τη συμβουλή σου,» είπε, χαμογελώντας.
«Ωραία…» Ο Ρόλμαρ κάθισε βαριά στην καρέκλα, δίπλα στο αναμμένο τζάκι.
Η Λιόλα παρατήρησε την προβληματισμένη του όψη. «Τι έχεις;» τον ρώτησε. «Τι σου είπε ο Φανλαγκόθ; Ρόλμαρ, πρέπει να είσαι προσεκτικός μαζί του. Θα προσπαθήσει να σε κοροϊδέψει, όπως κορόιδεψε κι εμένα, αν του δοθεί η ευκαιρία. Αλλά τώρα τον ξέρουμε. Μην τον αφήσεις, επομένως.»
Ο Ρόλμαρ δε μίλησε.
Η Λιόλα συνοφρυώθηκε ελαφρώς. Γιατί δεν απαντάει; «Τι συζητήσατε;»
«Ανούσια πράγματα.»
Η Λιόλα κάγχασε. «Αυτό είναι δύσκολο να το πιστέψω!» Η όψη της σοβάρεψε. «Έχω μια υποψία… Τον ρώτησες για εκείνη τη Ρουζβάνη, έτσι; Τη Νίθρα.»
Ο Ρόλμαρ δε μίλησε πάλι.
«Έτσι;»
Στράφηκε να την κοιτάξει. «Και τι μ’αυτό; Η όλη κατάσταση με είχε παραξενέψει. Γιατί να θέλει να τη διώξει από τη Βάλγκριθμωρ, αν δεν είχε καλό λόγο;»
«…Είσαι ακόμα ερωτευμένος μαζί της.»
«‘Ακόμα’; Ποτέ δεν ήμουν–»
«Μη μου λες ψέματα· μπορώ να το καταλάβω.»
«Κάνεις λάθος,» είπε ο Ρόλμαρ. «Όπως σου είχα τονίσει και την προηγούμενη φορά που είχαμε συζητήσει το ίδιο θέμα, απλά έδωσα μια υπόσχεση στη Νίθρα, και δε μ’αρέσει να πατάω τις υποσχέσεις μου. Της είχα πει ότι θα τη φυγαδέψω–»
«Έτσι λες…»
«Έτσι είναι!»
Η Λιόλα πήρε το βλέμμα της από πάνω του, στρέφοντάς το στα σεντόνια. «Καλά,» είπε, αν και δεν το πίστευε. «Τι σου απάντησε ο Φανλαγκόθ;»
«Ότι η Νίθρα βρίσκεται στη Λιάμνερ-Κρωθ και ότι είναι, παραδόξως, ζωντανή.»
«Αχά. Και γιατί ήθελε να τη στείλει εκεί;»
«Διότι ο Νουτκάλι θα τη χρησιμοποιούσε ως αιτία, για να προκαλέσει, εν καιρώ, τον πόλεμο που επιθυμεί.»
«Ωραία· οπότε, η υπόθεση τελείωσε. Δε νομίζω ότι μας αφορά άλλο.» Τώρα τον κοίταξε, για να δει την έκφραση του προσώπου του: και το πρόσωπο του Ρόλμαρ έλεγε καθαρά πως η υπόθεση δεν είχε τελειώσει γι’αυτόν.
«Ναι, ίσως…» Ο Άρχοντας του Ράλτον σηκώθηκε απ’την καρέκλα και, βάζοντας τα χέρια στις τσέπες, βάδισε ως το παράθυρο. Μετά από λίγο, είπε, κοιτάζοντας έξω: «Σκέφτομαι να ταξιδέψω στη Λιάμνερ-Κρωθ, Λιόλα.»
«Τι!» Η Πριγκίπισσα έσφιξε το σεντόνι, με το ένα χέρι. «Γιατί; Γι’αυτήν;»
«Για τον αδελφό μου, που θα πάει εκεί, σε μια επικίνδυνη αποστολή,» απάντησε ο Ρόλμαρ, εξακολουθώντας να κοιτάζει έξω απ’το παράθυρο.
«Νόμιζα πως είχαμε άλλα σχέδια,» είπε η Λιόλα. «Η προσφορά μου εξακολουθεί να ισχύει, Ρόλμαρ. Αυτή ήταν το μόνο πράγμα όπου ο Φανλαγκόθ δε με είχε επηρεάσει.»
Ο Άρχοντας του Ράλτον γύρισε, και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο, δίπλα απ’το παράθυρο, εξακολουθώντας να έχει τα χέρια του στις τσέπες. Ο νους του ήταν μπερδεμένος. Ναι, συλλογίστηκε, κοιτάζοντας τη μορφή της Λιόλα επάνω στο κρεβάτι, θέλω να παντρευτώ την Πριγκίπισσα-Διάδοχο του Νόρβηλ, δε θέλω; Ποιος δεν θα ήθελε; Κι επιπλέον, δεν ήταν μόνο αυτό: ανέκαθεν συμπαθούσε τη Λιόλα, κι εκείνη αυτόν· σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο… εντός του, αισθανόταν κάτι να τον πιέζει να μάθει περισσότερα για τη Νίθρα. Δεν του άρεσε καθόλου έτσι όπως του την είχαν αρπάξει μεσ’απ’τα χέρια. Αν την είχε βάλει σ’ένα καράβι και την είχε στείλει σε κάποιο άλλο βασίλειο των Ωθράγκος, τότε ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά, ίσως να μην ένιωθε άσχημα. Όμως τώρα υπήρχε ένα καρφί στα σωθικά του και μια ενοχλητική φλόγα στο μυαλό του, τα οποία δε θα τον άφηναν να ησυχάσει, αν δεν έβλεπε πρώτα τη Νίθρα –τουλάχιστον, για μία φορά ακόμα. Πρέπει να πάω στη Λιάμνερ-Κρωθ. Ο Βάνμιρ δε θα μου πει εμένα τι να κάνω!
«Δεν έχεις να πεις τίποτα γι’αυτό;» ρώτησε η Λιόλα, επαναφέροντάς τον στην πραγματικότητα.
Ο Ρόλμαρ βλεφάρισε και πλησίασε το κρεβάτι. Κάθισε κοντά της, ακουμπώντας το χέρι του δίπλα από τη μέση της. «Κοίτα, Λιόλα…» είπε, αργά. «Θέλω να γίνω σύζυγός σου, αν θα με δεχτείς. Όμως», αναστέναξε, «δεν μπορώ να μη μάθω τι συμβαίνει στη Νίθρα, στη Λιάμνερ-Κρωθ. Απλά, να μάθω· τίποτα περισσότερο. Θέλω να τη δω και να μου πει ότι είναι καλά, εντάξει; Μόνον αυτό.»
Η Λιόλα δίστασε ν’αποκριθεί. Μα τους θεούς, δεν τον καταλαβαίνω κάποιες φορές! Από τη μία ισχυρίζεται –ψευδόμενος!– ότι δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, κι απ’την άλλη λέει ότι θέλει να διασχίσει ολόκληρη τη Νερεν’γκέρ και να πάει σε μια επικίνδυνη επί του παρόντος ήπειρο, μόνο και μόνο για να τη δει! Με κοροϊδεύει; Νομίζει ότι θα τον κάνω Πρίγκιπα του Νόρβηλ κι εκείνος θα τρέχει πίσω απ’αυτή τη Ρουζβάνη;
«Εντάξει, Ρόλμαρ, πήγαινε και βρες τη!» είπε, παίρνοντας το βλέμμα της από το πρόσωπό του. «Καλό σου ταξίδι.»
«…Λιόλα…»
«Πήγαινε!»
«Νομίζεις ότι σου λέω ψέματα; Για ποιο λόγο;»
Η Λιόλα τον κοίταξε ξανά, και τα μάτια της είχαν ψυχράνει. «Εσύ νομίζεις ότι είμαι χαζή;» αντιγύρισε. «Κυνηγάς αυτή την καταραμένη Ρουζβάνη ως τα πέρατα της Κουαλανάρα, και θες να πιστέψω ότι– ότι δεν είσαι ερωτευμένος μαζί της–;»
«Αυτό είναι το πρόβλημα;» είπε ο Ρόλμαρ, καθώς σηκωνόταν όρθιος. «Αν είμαι ερωτευμένος μαζί της ή όχι; –που δεν είμαι, έτσι κι αλλιώς.»
«Εσύ δεν το βλέπεις ως πρόβλημα;»
«Δεν πρόκειται να μείνω στη Λιάμνερ-Κρωθ, Λιόλα. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβεις ότι θέλω να μάθω αν η Νίθρα είναι καλά;»
«Ο Φανλαγκόθ σού είπε ότι ζει…»
«Δεν τον εμπιστεύομαι· θέλω να τη δω ο ίδιος.»
«Γιατί; Αναρωτήθηκες γιατί, Ρόλμαρ;»
«Σου είπα γιατί, μα το Μαύρο Άνεμο! Της είχα υποσχεθεί–»
«Μήπως ούτε εσύ δεν το έχεις καταλάβει;»
«Ποιο πράγμα;»
«Ότι είσαι ερωτευμένος μαζί της.»
Ο Ρόλμαρ γέλασε. «Είναι αστείο, να μου το λες αυτό!» Κάθισε κοντά της πάλι. «Λιόλα, αν είμαι ερωτευμένος με τη Νίθρα, τότε μαζί σου είμαι τρισερωτευμένος.» Έσκυψε, για να φιλήσει τα χείλη της. Εκείνη έκανε πίσω το κεφάλι, για μια στιγμή, αλλά, ύστερα, ανταποκρίθηκε. «Αυτό δεν μπορείς να το δεις;»
Η Λιόλα άγγιξε το μάγουλό του. «Ρόλμαρ,» ψιθύρισε έντονα, «σε θέλω για Βασιληά μου –και σε θέλω δεμένο στο κρεβάτι μου,» πρόσθεσε, υπομειδιώντας στραβά. «Αλλά δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή ίσως φύγεις, για να βρεις μια άγνωστη Ρουζβάνη.»
Εκείνος γέλασε πάλι. «Η φαντασία σου είναι. Δεν πρόκειται να πάω πουθενά. Θα μείνω δεμένος στο κρεβάτι, εντάξει;»
«Μα ήδη το συλλογιέσαι!»
«Να μείνω δεμένος στο κρεβάτι;»
«Ρόλμαρ, μην κάνεις πλάκα. Να φύγεις, εννοώ.»
«Μα, αφού σου είπα: δε θα φύγω· θα πάω στη Λιάμνερ-Κρωθ και θα γυρίσω.»
Η Λιόλα κοίταξε το σαγόνι του για λίγο· κατόπιν, είπε: «Να έρθω μαζί;»
«Ε;… Τι να…; Κοίτα, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα να έρθεις, αλλά το πόδι σου–»
«Το πόδι μου θα γίνει καλά, μέχρι να διασχίσουμε τη Νερεν’γκέρ.»
«Και ο πατέρας σου θα γίνει έξω φρενών.»
Η Λιόλα ανασήκωσε τον δεξή ώμο. «Δε θάναι η πρώτη φορά…»
Ο Ρόλμαρ γέλασε, δυνατά. «Καλώς,» είπε. «Αν εσύ δεν έχεις κανένα πρόβλημα μ’αυτό….»
«Φίλησέ με.» Η Πριγκίπισσα τύλιξε τα χέρια της πίσω απ’το λαιμό του.
Ο Ρόλμαρ υπάκουσε, και άρχισε να ξεθηλυκώνει, ένα-ένα, τα κουμπιά του φορέματός της. Όταν τελείωσε, τη φίλησε πιο δυνατά από πριν.
«Να προσέχεις το τραύμα μου,» είπε, ξέπνοα, η Λιόλα, καθώς κρατιόταν επάνω του.
«Εντάξει.»
Ο Έζβαρ μειδίασε, βλέποντας τη Ρικέλθη να βαδίζει μέσα στο δωμάτιο. Έβγαλε την αναμμένη του πίπα απ’το στόμα και είπε: «Παρατηρώ πως ο αστράγαλός σου είναι πλέον εντάξει.»
Η Ρικέλθη έπαψε να περπατά και στράφηκε να τον κοιτάξει, καθώς εκείνος καθόταν πίσω απ’το γραφείο. «Ναι,» παραδέχτηκε. «Κι εγώ έτσι νομίζω· δε με πονάει.»
«Τότε, γιατί κρατάς το ραβδί που σου έδωσα;»
«Α, ναι.» Η Ρικέλθη στριφογύρισε το δρακοκέφαλο μπαστούνι στο χέρι της, και γέλασε. «Το συνήθισα, υποθέτω. Μ’αρέσει, πρέπει να ομολογήσω. Το θέλεις πίσω;»
«Χα-χα! Τα πράγματα αλλάζουν με ταχείς ρυθμούς, τούτες τις ημέρες,» είπε ο Έζβαρ. «Προτού φύγουμε από την Έριγκ, το απεχθανόσουν.»
«Δεν το απεχθάνομαι πια.»
«Κράτησέ το· μπορεί να σου φανεί χρήσιμο στο εγγύς μέλλον.»
Η Ρικέλθη ύψωσε ένα φρύδι. «Θα μου αποκαλύψεις τη σοφία που κρύβουν τούτα τα διφορούμενα λόγια;»
Ο Έζβαρ χαμογέλασε πλατιά, δαγκώνοντας την πίπα του. Ύστερα, η όψη του σκοτείνιασε. «Ο Βασιληάς σχεδιάζει να προελάσει κατά του Άρχοντα Μόρντεναρ, ο οποίος κατευθύνεται προς την Έριγκ. Υποθέτω ότι θα θέλεις να πας μαζί τους, και δε νομίζω ότι λαθεύω. Στις μάχες, λοιπόν, ακόμα κι αν δεν εμπλακείς ενεργά, ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει, Ρικέλθη· έτσι, δε βλάπτει να έχεις ένα όπλο επάνω σου.» Σηκώθηκε από την καρέκλα και την πλησίασε. Πήρε το ραβδί από τα χέρια της και περιέστρεψε την κεφαλή του δράκου δύο φορές. Κατόπιν, τράβηξε τη λιγνή λεπίδα που κρυβόταν μέσα στο στέλεχος του μπαστουνιού· τώρα, το δρακοκέφαλο ήταν το μανίκι ενός κοντόσπαθου.
Η Ρικέλθη κοίταξε το όπλο έκπληκτη. Η κόψη έμοιαζε ιδιαίτερα επικίνδυνη, κοφτερή σαν ξυράφι. «Γιατί δε μου το είχες πει από πριν;»
Ο Έζβαρ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν υπήρχε λόγος,» αποκρίθηκε, συγκρατώντας την πίπα του με τα δόντια. Θηκάρωσε πάλι το ξίφος και περιέστρεψε το δρακοκέφαλο, ασφαλίζοντας τη λεπίδα.
«Πολλά πράγματα φαίνεται πως ‘δεν υπήρχε λόγος’ να μου έχεις αναφέρει,» είπε, κακεντρεχώς, η Ρικέλθη.
«Είσαι παράξενη.» Ο Έζβαρ τής έδωσε το ραβδί και επέστρεψε στη θέση του, πίσω απ’το γραφείο.
«Εγώ;» έκανε η Ρικέλθη. «Εγώ είμαι η παράξενη;»
Ο Έζβαρ δεν απάντησε, ρουφώντας καπνό και φυσώντας τον από τα ρουθούνια.
Η Ρικέλθη ξεφύσησε. «Με συγχωρείς,» είπε. «Είμαι αναστατωμένη.»
Ο Έζβαρ ανασήκωσε απλά τους ώμους, χωρίς να μιλήσει.
«Τι λες να κάνει ο δολοφόνος, τώρα που ο Φανλαγκόθ τον επανέφερε στη ζωή;»
«Δε νομίζω πως κινδυνεύεις πλέον απ’αυτόν.»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρος;»
«Προφανώς, ο Ράζλερ δε σε θέλει νεκρή,» εξήγησε ο Έζβαρ· «κι αφού ο Νεκρομέμνων τού χρωστά τη ζωή του, αυτό σημαίνει ότι οφείλει να σεβαστεί την επιθυμία του, ό,τι συμφωνία κι αν είχε κάνει πιο πριν.»
«Μάλιστα…» Η Ρικέλθη περιέστρεψε το μπαστούνι στο δεξί της χέρι, σκεπτική.
«Για την ακρίβεια, ο Νεκρομέμνων θα μας βοηθήσει ιδιαίτερα εναντίον των ακόλουθων του Άνκαραζ,» είπε ο Έζβαρ. «Ο Φανλαγκόθ δεν τον ανέστηνε τυχαία· πρέπει να είναι βέβαιος ότι θα συνεισφέρει τα μέγιστα στον αγώνα μας.»
«Όλη τούτη η υπόθεση μ’έχει μπερδέψει, Έζβαρ–»
«Κι εμένα. Και όλους τους υπόλοιπους, πιστεύω.»
«–και ανησυχώ για τον Δάρβαν, που βρίσκεται στην Έριγκ, ως Αντικαταστάτης Έπαρχος της Φερνάλβιν.»
«Θ’αντέξουν μέχρι να φτάσουμε. Είναι η δεύτερη ισχυρότερη πόλη του Βασιλείου, Ρικέλθη.»
«Μακάρι ν’αντέξουν. Ο Φανλαγκόθ είπε ότι οι εχθροί είναι δέκα χιλιάδες. Και δέκα χιλιάδες είναι μεγάλος στρατός –ακόμα κι εγώ το ξέρω αυτό.»
Περιέστρεψε το δρακοκέφαλο του ραβδιού της, τραβώντας τη λεπίδα έξω και κραδαίνοντάς τη στον αέρα. Προσπάθησε να φέρει στο μυαλό της τη Φερνάλβιν, όταν εκείνη εκπαιδευόταν στον κήπο του παλατιού της Έριγκ· προσπάθησε να αντιγράψει, από μνήμης, κάποιες απ’τις κινήσεις της. Και είχε την εντύπωση ότι απέτυχε οικτρά.
Κατέβασε τη λεπίδα. «Μπορείς να με μάθεις να ξιφομαχώ, Έζβαρ;»
«Δε μαθαίνεται μ’ένα χτύπημα των δαχτύλων…»
«Δε μιλάω για τίποτα το σπουδαίο: βασικά πράγματα θέλω να ξέρω.»
«Ούτε αυτά μαθαίνονται μ’ένα χτύπημα των δαχτύλων.»
«Μέχρι να φτάσουμε στην Έριγκ, όμως…;»
Ο Έζβαρ κούνησε το κεφάλι. Άφησε την πίπα του επάνω στο γραφείο και σηκώθηκε. Πήρε από τη Ρικέλθη το θηκάρι-στέλεχος του ραβδιού και το πέταξε στο κρεβάτι. Στάθηκε πίσω της και έπιασε τον καρπό του χεριού της που κρατούσε το δρακοκέφαλο μανίκι του κοντόσπαθου.
«Έτσι χτυπάς το κεφάλι.» Καθοδήγησε το χέρι της, και η λεπίδα διέγραψε ένα ημικύκλιο στον αέρα. «Σπάνια πετυχαίνεις· ο αντίπαλος το προστατεύει καλά, και εύκολα.
»Έτσι –λύγισε τα γόνατά σου–, πηγαίνεις για την κοιλιά, ενώ συγχρόνως προστατεύεις τον εαυτό σου, μαζεύοντας το σώμα. Και, γενικά, να ξέρεις πως είναι καλύτερα να συσπειρώνεσαι, παρά να στέκεσαι ευθυτενής, διότι όσο πιο μικρός στόχος γίνεσαι, τόσο δυσκολότερα σε πετυχαίνει ο αντίπαλος.»
«Εύκολο φαίνεται,» είπε η Ρικέλθη.
«Νομίζεις;»
«Ναι.»
«Ίσως να είσαι ταλέντο, τότε.» Ο Έζβαρ απομακρύνθηκε. Πλησίασε την κρεμάστρα και τράβηξε το σπαθί του από το κρεμασμένο θηκάρι. «Ας το ανακαλύψουμε. Όρμα μου.»
Η Ρικέλθη επιτέθηκε. Ο Έζβαρ απέκρουσε· οι λεπίδες τους διασταυρώθηκαν, και την έσπρωξε πίσω κι επάνω στο κρεβάτι. Πάραυτα, η αιχμή του ξίφους του βρέθηκε μπροστά στο λαιμό της.
«Ποτέ μην πιέζεις το όπλο σου επάνω στο όπλο του αντιπάλου, όταν ξέρεις ότι είναι δυνατότερος από εσένα ή όταν δεν είσαι σίγουρη αν είναι δυνατότερος από εσένα.»
Απομάκρυνε το σπαθί του από το λαιμό της και οπισθοχώρησε. «Έλα ξανά.»
Η Ρικέλθη σηκώθηκε από το κρεβάτι.
Ένας αναπάντεχος ήχος ήρθε απ’το τζάκι. Η Αρχόντισσα στράφηκε και είδε τις φλόγες να δημιουργούν ένα παράθυρο, για να παρουσιαστεί μέσα τους ο Φανλαγκόθ, ντυμένος όπως και χτες βράδυ, αλλά μοιάζοντας πολύ πιο κουρασμένος. Τον κούρασε αυτό που έκανε με τον ουρανόλιθο; Τον κούρασε η ανάσταση του Νεκρομέμνονος;
«Με συγχωρείτε που σας διακόπτω,» είπε ο Ράζλερ, «αλλά υπάρχει μια επείγουσα δουλειά, Αρχόντισσα Ρικέλθη, που μόνο εσύ μπορείς να κάνεις.»
«Θέλεις να μιλήσω στον ξάδελφό μου, τον ιερέα;»
«Ναι, τον Σέτερναρ. Πρέπει να τον πείσεις να σου δώσει τα κομμάτια ουρανόλιθου που βρίσκονται στα υπόγεια του Καθεδρικού Ναού του Βάνραλ.»
Η Ρικέλθη πήρε το στέλεχος του μπαστουνιού από το κρεβάτι και θηκάρωσε τη λεπίδα, περιστρέφοντας το δρακοκέφαλο. «Τι θα του πω; Ξέρεις πόσο καιρό έχω να τον δω;»
«Φυσικά και το ξέρω.»
«Και έχεις προδεί ότι θα μου τα δώσει;»
«Υπάρχει μια καλή πιθανότητα, Αρχόντισσα Ρικέλθη. Το ζήτημα, βλέπεις, είναι ότι βιαζόμαστε. Το άνοιγμα στη Λιάμνερ-Κρωθ πρέπει να κλείσει το συντομότερο δυνατό· ο Βάνμιρ πρέπει να φύγει σήμερα από τη Νουάλβορ. Και μόνο εσύ μπορείς να πάρεις τα κομμάτια ουρανόλιθου μέχρι το απόγευμα. Ούτε ο Βασιληάς δεν έχει άμεση πρόσβαση στα άδυτα του Καθεδρικού Ναού του Βάνραλ, όπως γνωρίζεις.»
«Θα το προσπαθήσω, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. «Κι ελπίζω η ανταμοιβή μου, όντως, να είναι καλή, όπως μου υποσχέθηκες. Θέλω να ξέρω πότε η Φερνάλβιν σχεδιάζει κάτι εναντίον μου, καθώς και πώς να τη σταματήσω –και πώς να την ξεφορτωθώ, μια και καλή.»
«Αυτά εύκολα γίνονται, Αρχόντισσά μου.»
«Πότε να ξεκινήσω για το Ναό;»
«Αμέσως, φυσικά.»
«Και τι να πω στον Σέτερναρ; Να του μιλήσω για σένα ή όχι;»
«Ναι, μίλησέ του για μένα, καθώς και για όλα όσα έχουν συμβεί –δηλαδή, ό,τι συζήτησα με τον Βασιληά Άργκελ και τους υπόλοιπους.»
«Μα, δεν τα έχω καταλάβει όλα,» παραδέχτηκε η Ρικέλθη. «Ή, μάλλον, για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πώς να του εξηγήσω τίποτα από αυτά. Τι να πω για τον ουρανόλιθο, για παράδειγμα; Ότι τον θέλεις για να κάνεις θαύματα;»
«Ναι.»
«Γιατί δεν παρουσιάζεσαι εσύ, Φανλαγκόθ; Αφότου θα του έχω μιλήσει για σένα, βέβαια.»
«Δεν μπορώ.»
«Τι δεν μπορείς;»
«Δεν μπορώ να εισβάλλω στον Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ.»
«Τι σ’εμποδίζει;»
«Άστο αυτό, καλύτερα· είπαμε, δεν υπάρχει χρόνος. Και, συνεχώς, αλλάζεις το θέμα, Αρχόντισσα Ρικέλθη…»
«Συγνώμη, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε εκείνη, ειρωνικά. «Δεν το κάνω επίτηδες· όμως, δεν καταλαβαίνω σχεδόν τίποτα απ’όσα συμβαίνουν!»
Ο Φανλαγκόθ αναστέναξε. «Το πράγμα είναι απλό: Πήγαινε στον ξάδελφό σου, εξήγησέ του την κατάσταση όσο καλύτερα μπορείς, και ζήτα του να σου δώσει τουλάχιστον ένα κομμάτι ουρανόλιθου. Μην αργοπορείς· είσαι η μόνη μας ελπίδα να μη χάσουμε πολύτιμο χρόνο.»
Η Ρικέλθη πήγε στην κρεμάστρα και πήρε την κάπα της. «Έζβαρ, θα έρθεις;»
Ο ερημίτης του Δρακοδάσους, που είχε μείνει σιωπηλός καθ’όλη την κουβέντα της Αρχόντισσας με τον Ράζλερ, ένευσε και θηκάρωσε το σπαθί του.
Το παράθυρο που είχαν σχηματίσει οι φλόγες του τζακιού διαλύθηκε, και ο Φανλαγκόθ εξαφανίστηκε.
Η Ρικέλθη άνοιξε την πόρτα, έχοντας φορέσει την κάπα της. «Τι λες για όλα τούτα;» ρώτησε τον Έζβαρ, ο οποίος την ακολούθησε, δένοντας το θηκαρωμένο του ξίφος στη ζώνη του.
«Δεν ξέρω τι να πω,» αποκρίθηκε, καθώς βάδιζαν μέσα στον Πύργο των Ξένων. «Όταν έχεις να κάνεις με τέτοιες οντότητες, δεν είναι εύκολες οι υποθέσεις.»
«Πιστεύεις ότι πράττω σωστά που τον εμπιστεύομαι;»
«Όχι.»
Η Ρικέλθη στράφηκε. «Όχι;»
«Δεν είναι ανάγκη να έρθεις πάλι στα μαχαίρια με τη Φερνάλβιν.»
«Ξεχνάς πως η Φερνάλβιν έστειλε έναν νεκρενοικημένο δολοφόνο να με κυνηγήσει;»
«Ξεχνάς ότι έριξες ένα φίδι στο κρεβάτι της;»
«Σσς! Είσαι χαζός; Δεν ξέρεις ποιος μπορεί να κρυφακούει! Κι επιπλέον, δεν το έριξα εγώ.»
Ο Έζβαρ δε μίλησε, καθώς συνέχισαν να βαδίζουν.
Μ’εκνευρίζει όταν το παίζει σιωπηλός! μούγκρισε εσωτερικά η Ρικέλθη. Τι θέλει να υπονοήσει τώρα, δηλαδή; ότι απαξιεί να μου μιλήσει; ή ότι είπε ήδη αρκετά και θα έπρεπε να είχα πειστεί απ’τα λόγια του;
Κατεβαίνοντας τις σκάλες του Πύργου των Ξένων, συνάντησαν τον Βάνμιρ κι αυτή την Καρμώζ που ονομαζόταν Ρικνάβαθ.
«Θεία. Σε περιμέναμε.»
Η Ρικέλθη ανασήκωσε το δεξί φρύδι. «Πώς;»
«Ο Φανλαγκόθ μού ζήτησε να έρθω μαζί σου, στο Ναό.»
«Νομίζει ότι θα σε χρειαστώ;»
«Υπάρχει μια πιθανότητα, μου είπε.»
«Όλο πιθανότητες υπάρχουν γι’αυτόν.» Η Ρικέλθη συνέχισε να κατηφορίζει τη σκάλα, και οι υπόλοιποι την ακολούθησαν.
«Ακριβώς,» είπε ο Βάνμιρ. «Είναι μάντης, και οι μάντεις πάντα με τις πιθανότητες παίζουν. Ο Φανλαγκόθ και οι συγγενείς του, βέβαια, δεν είναι απλοί μελλοντοσκόποι· μπορούν και βλέπουν πολύ μακριά…»
«Φαίνεται να καταλαβαίνεις καλά τη φύση τους, Βάνμιρ…»
«Καθόλου,» αποκρίθηκε εκείνος. «Θα ήθελα, όμως…» πρόσθεσε.
«Να προσέχεις, φίλε μου,» τον προειδοποίησε ο Έζβαρ. «Κάποιες γνώσεις είναι καλύτερα να μην της αποκτά ποτέ κανείς.»
«Διαφωνώ. Όσο περισσότερα γνωρίζεις, τόσο το καλύτερο.»
«Όχι για όλα τα πράγματα.»
«Έχετε παραδείγματα, κύριε Έζβαρ;»
«Τον Φανλαγκόθ, κατά πρώτον!»
«Φοβάμαι πως δεν καταλαβαίνω,» είπε ο Βάνμιρ, καθώς έφταναν στο ισόγειο του πύργου.
«Οι τρεις επιζήσαντες Ράζλερ γνωρίζουν πράγματα που κανείς άλλος θνητός στην Κουαλανάρα δε γνωρίζει· και τι τους έχει προσφέρει αυτό; Τους έχει τρελάνει, με αποτέλεσμα να βάζουν όλο τον κόσμο σε μπελάδες.»
Ο Βάνμιρ αναλογίστηκε, για λίγο, τα λόγια του Έζβαρ, και αποφάσισε πως πιθανώς ο ερημίτης να είχε δίκιο. Αλλά, ούτως ή άλλως, εκείνος δεν ήθελε ποτέ να γίνει ακριβώς σαν τον Φανλαγκόθ· ωστόσο, αναμφίβολα, ο Ράζλερ είχε πολλά να τον διδάξει…
Βγήκαν από το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων και κατευθύνθηκαν προς τον Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ, ο οποίος βρισκόταν σχεδόν απέναντι από τη βασιλική οικία, μέσα σε μια μεγάλη πλατεία.
«Ποιος ξάδελφός σου είναι ιερέας, θεία;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Ο Σέτερναρ.»
«Δεν τον έχω ακουστά. Από ποια μεριά της οικογένειας είναι;»
«Από τη μεριά της μητέρας μου, η οποία δεν ήταν ευγενής, ο Βάνραλ να αναπαύει την ψυχή της, αλλ’αυτό δεν τη σταμάτησε απ’το να παντρευτεί τον πατέρα μου· τον ερωτεύτηκε από τότε που τον πρωτοείδε, τυχαία, στο κυνήγι. Τέλος πάντων… Η μητέρα μου είχε τέσσερα αδέλφια· το ένα εξ αυτών, ο θείος μου Ράνμελ, ήταν περίπου στην ίδια ηλικία μ’εκείνη και δούλευε σταβλίτης στους στάβλους του Άρχοντα της Μπένριγκ. Ένα από τα άλογα εκεί παραλίγο να τον ποδοπατήσει, όταν αφήνιασε· το ότι γλίτωσε, ο θείος Ράνμελ το θεώρησε θαύμα, και υποσχέθηκε στον Βάνραλ να αφιερώσει το πρώτο του παιδί στον Καθεδρικό Ναό της Νουάλβορ.»
«Και το πρώτο του παιδί ήταν ο Σέτερναρ;»
«Προφανώς.»
«Πόσων χρόνων είναι;»
«Νέος σχετικά. Δυο χρόνια μικρότερός μου· αλλά, την τελευταία φορά που τον είδα, θα νόμιζες ότι πλησίαζε τα ογδόντα!»
Αν ο Βάνμιρ δε λάθευε, η θεία του ήταν πενήντα-τριών χρονών. Και, μάλλον, είχε εσφαλμένη εντύπωση τού τι σημαίνει σχετικά νέος. Ωστόσο, δεν της είπε τίποτα περί του θέματος. Εξάλλου, αν όντως αυτός ο Σέτερναρ φαινόταν ογδοντάρης, τότε η Ρικέλθη είχε κάποιο δίκιο, εν μέρει.
Ο Έζβαρ λοξοκοίταξε την Αρχόντισσα. «Τόσο άσχημα, ε;»
«Δε λες τίποτα. Ίσως οι προσευχές να τον γερνάνε.» Του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα.
Εκείνος γέλασε. «Δε νομίζω ότι συμβαίνει αυτό, Ρικέλθη! Και το σχόλιό σου με κάνει ν’αναρωτιέμαι τι άποψη έχεις για άλλους σχεδόν συνομηλίκους σου…»
«Εσύ δείχνεις τόσο νέος όσο εγώ, σε σύγκριση με τον Σέτερναρ, Έζβαρ!»
«Οι προσευχές μπορούν να σε γεράσουν, κάποιες φορές.»
Άπαντες στράφηκαν να κοιτάξουν τη Ρικνάβαθ.
«Υπάρχει ένας μύθος –που ίσως να είναι και πραγματικότητα– στην πατρίδα μου,» εξήγησε η Καρμώζ: «Λένε ότι ένας μοχθηρός ιερέας του Ασραντγκάλ προσευχόταν με τόση θέρμη στη Σκιά, που το σώμα και η ψυχή του άρχισαν να γερνάνε με αφύσικα γρήγορο ρυθμό. Ο ιερέας –Λάρανμωρ ήταν το όνομά του– ζητούσε από τον Ασραντγκάλ να του προσφέρει δυνάμεις και γνώσεις που θα είχε κάποιος αν ήταν χιλίων χρονών· έτσι, η ψυχή του απέκτησε αυτά που επιθυμούσε, αλλά το σώμα του γέρασε τόσο που δεν μπορούσε να σηκωθεί από την πολυθρόνα του· και, όταν επιχείρησε να το κάνει, σκόνταψε, έπεσε, και τα κόκαλά του θρυμματίστηκαν.»
Η Ρικέλθη γέλασε. «Η φίλη σου ξέρει παράξενες ιστορίες, Βάνμιρ,» είπε.
«Δε φαντάζεσαι πόσο παράξενες, θεία…»
«Κυρία Ρικνάβαθ,» είπε ο Έζβαρ, «αυτός ο Ασραντγκάλ είναι θεός των Καρμώζ;»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε εκείνη, «αν και κανένας ευπρεπής άνθρωπος δεν πιστεύει–»
«Αφήστε τις ιστορίες τώρα,» τους διέκοψε η Ρικέλθη. «Φτάσαμε.»
Διέσχισαν την πλατεία και πλησίασαν το μεγαλόπρεπο λευκομαρμάρινο οικοδόμημα, το οποίο βρισκόταν στην κορυφή οκτώ, επίσης μαρμάρινων σκαλοπατιών, που επάνω στο καθένα στέκονταν και δύο αγάλματα στις άκριες.
«Τι είναι αυτοί;» ρώτησε η Ρικνάβαθ τον Βάνμιρ. «Μυθικοί βασιλιάδες;»
«Όχι. Αυτοί είναι οι δεκάξι Αρχάγγελοι του Βάνραλ,» αποκρίθηκε εκείνος, και τους έδειξε, έναν-έναν, καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά. «Σάριαθ και Σέριεθ, οι Φύλακες του Ουρανού· Νίβιλομ ο Κατακεραυνωτής· Νοσάλορ ο Θεραπευτής· Βέσιλεθ και Βίσιλοθ, οι Φύλακες των Νεκρών· Λούαρακ ο Ιεροπροστάτης· Ζάνελατ ο Ελεήμων· Σάρακ, τα Μάτια του Ύψιστου· Σόροκ, τα Αφτιά του Ύψιστου· Σιλεάλ ο Βροχοποιός· Μαναμάρ η Καταιγίδα· Νάσαλαλ ο Τιμωρός του Ψεύδους· Λίρακαρ ο Ορκοφόρος· Ζάνλοκοθ ο Εθνομαχητής· και Σόρλιφιλ ο Παιδοπροστάτης.
»Κι αυτή η πύλη ονομάζεται ‘Πύλη του Ουρανού’,» εξήγησε ο Βάνμιρ, ενώ περνούσαν από κάτω της και έμπαιναν στον Καθεδρικό Ναό του Επουράνιου Βάνραλ.
Το εσωτερικό ήταν εντυπωσιακά φωτισμένο από το πρωινό ηλιακό φως, το οποίο περνούσε από τον κρυστάλλινο, άθραυστο θόλο, αποκαλύπτοντας τη μεγάλη αίθουσα που ήταν αμφιθεατρικά φτιαγμένη και στο κέντρο της βρισκόταν ένας βωμός. Αρκετοί πιστοί ήταν καθισμένοι και παρακολουθούσαν το τέλος της πρωινής τελετουργίας. Επάνω στο βωμό κείτονταν σφαγμένα δύο περιστέρια –αναμφίβολα, δωρεά κάποιου που επιθυμούσε να ζητήσει χάρη από τον Βάνραλ.
«Θα περιμένουμε να λήξει η τελετή,» ψιθύρισε η Ρικέλθη, και ο Έζβαρ ένευσε.
«Είναι κάποιος απ’αυτούς ο ξάδελφός σου, θεία;» τη ρώτησε ο Βάνμιρ, κοιτάζοντας τους άντρες γύρω απ’το βωμό.
«Σου μοιάζει κανένας τους τόσο γηρασμένος;»
«Όχι.» Οι δύο μόνο τού φαίνονταν μεγαλύτεροι· οι άλλοι δύο ήταν νεαροί: διάκονοι, αναμφίβολα. Επίσης, βρίσκονταν και δυο γυναίκες ανάμεσά τους: η πρώτη, σίγουρα, ιέρεια, η δεύτερη διάκονος.
Ύστερα από ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα –όχι πάνω από ένα τέταρτο της ώρας, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Βάνμιρ–, η τελετουργία τελείωσε, και η ιέρεια άρχισε να μοιράζει κομμάτια των σφαγμένων (και ψημένων σε μια σχάρα που βρισκόταν δίπλα απ’το βωμό) περιστεριών σε όσους πιστούς ήθελαν.
Η Ρικέλθη κούνησε το κεφάλι και ψιθύρισε: «Απορώ πώς τα τρώνε… Ποτέ δε μπορούσα να φάω αυτά τα πράγματα.»
«Ελπίζω ο Βάνραλ να μη σε ακούει,» την πείραξε ο Έζβαρ. «Βρισκόμαστε μέσα στον Καθεδρικό του Ναού, άλλωστε, και δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί…»
Μια ταραγμένη όψη πέρασε απ’το πρόσωπό της, για μια στιγμή, και ύστερα χάθηκε. Η Αρχόντισσα Ρικέλθη είχε αρχίσει να γίνεται προληπτική, μετά από όλα όσα της είχαν συμβεί: παλιότερα, δεν πίστευε σε καμία ανώτερη δύναμη, πέραν του δικού της μυαλού.
Ο Έζβαρ μειδίασε αχνά.
Οι πιστοί αραίωσαν σιγά-σιγά, εγκαταλείποντας τον Καθεδρικό Ναό· ελάχιστοι έμειναν σε ορισμένα σημεία του αμφιθεάτρου, προσευχόμενοι.
«Πάμε,» είπε η Ρικέλθη, και κατέβηκε προς το κέντρο της αίθουσας, όπου οι διάκονοι μάζευαν τα απομεινάρια στο βωμό και στη σχάρα. Ο Έζβαρ, ο Βάνμιρ, και η Ρικνάβαθ την ακολούθησαν. Το δρακοκέφαλο μπαστούνι της έκανε έναν ρυθμικό ήχο επάνω στο μάρμαρο.
«Χαίρετε, Σεβασμιότατοι,» χαιρέτησε τους ιερείς, όταν έφτασε κάτω και στάθηκε εμπρός τους. «Είμαι η Αρχόντισσα Ρικέλθη της Έριγκ.»
«Χαίρετε, Αρχόντισσά μου;» αποκρίθηκε ένας ιερέας.
«Θα ήθελα να δω τον ξάδελφό μου, Σεβασμιότατε, τον ιερέα Σέτερναρ. Είναι επείγον.»
«Αν έχετε την καλοσύνη να περιμένετε λίγο, θα τον ειδοποιήσουμε αμέσως, Αρχόντισσά μου.»
«Ευχαριστώ πολύ,» είπε η Ρικέλθη, και βάδισε προς την τελευταία σειρά του αμφιθεάτρου, για να καθίσει εκεί, μαζί με τους υπόλοιπους.
Περίμεναν, καθώς οι διάκονοι καθάριζαν τον βωμό και μάζευαν τη σχάρα. Οι δύο ιερείς και η ιέρεια έφυγαν, παραμερίζοντας μια κουρτίνα. Τρεις άλλοι διάκονοι ήρθαν, παραμερίζοντας πάλι την ίδια κουρτίνα· ανέβηκαν στα σκαλοπάτια του αμφιθεάτρου, αντικαθιστώντας τα παλιά κεριά με καινούργια επάνω στα ψηλά, αργυρά κηροπήγια.
Η Ρικνάβαθ σκούπισε ιδρώτα από το μέτωπό της, και έκανε αέρα με τα χέρια της. «Βάνμιρ,» είπε, «θα σε πείραζε να βγω;»
«Μείνε καλύτερα· ίσως να σε χρειαστούμε.»
«Σε τι;»
«Αν ήξερα, θα σου έλεγα. Αλλά μείνε καλύτερα.»
Η Ρικνάβαθ ξεφύσησε. «Καλά.»
«Δεν κάνει και τόση ζέστη…!» είπε η Ρικέλθη.
«Η Ρικνάβαθ είναι Καρμώζ, θεία,» εξήγησε ο Βάνμιρ. «Σε άλλο κλίμα έχει συνηθίσει, και αλλιώς είναι η φύση της.»
«Α.»
Κι άλλη ώρα πέρασε.
Η Ρικέλθη αναρωτήθηκε αν ο ιερέας είχε ξεχάσει να ειδοποιήσει τον ξάδελφό της –πράγμα που θα ήταν παντελώς αγενές από μέρος του!–, όμως, προτού ολοκληρώσει καλά-καλά τη σκέψη της, είδε την κουρτίνα να παραμερίζεται.
Ένας άντρας βγήκε, ντυμένος με τον λευκό χιτώνα και τον γαλανό μανδύα των ιερέων του Βάνραλ. Το πρόσωπό του ήταν ξυρισμένο και τα μαλλιά του γκρίζα, μακριά, και δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι του. Τα μάτια του είχαν ένα ασθενικό γαλάζιο χρώμα, και έμοιαζαν να δείχνουν ότι ο ιερέας ήταν πολύ, πολύ κουρασμένος. Οι ρυτίδες στο πρόσωπό του φανέρωναν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Στο δεξί χέρι κρατούσε ένα μακρύ, ξύλινο, καλογυαλισμένο μπαστούνι.
«Ρικέλθη,» είπε, πλησιάζοντας. «Πώς είσαι;»
Η Αρχόντισσα και οι υπόλοιποι σηκώθηκαν. «Καλά, Σέτερναρ,» αποκρίθηκε εκείνη, αγκαλιάζοντάς τον με το ένα χέρι και φιλώντας το μάγουλό του. «Εσύ;»
«Παρομοίως καλά, ο Επουράνιος Άρχων δοξασμένος να είναι.»
«Να σου συστήσω,» είπε η Ρικέλθη. «Από εδώ ο Έζβαρ, βοτανολόγος και πολυγνώστης· ο Βάνμιρ, γιος του Άρχοντα-Φύλακα Άραντιρ του Ράλτον· και η Ρικνάβαθ, της φυλής των Καρμώζ.»
«Καρμώζ;» παραξενεύτηκε ο Σέτερναρ, κοιτάζοντάς την καλά-καλά. «Δεν έχω δει ποτέ στη ζωή μου κανέναν Καρμώζ, κύρια. Τι σας φέρνει σε τούτα τα μέρη;»
«Είναι φίλη μου, Σεβασμιότατε,» είπε ο Βάνμιρ, προτού μιλήσει εκείνη.
«Μακρινές φιλίες έχετε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Σέτερναρ, με μειλίχιο ύφος· ο Βάνμιρ, όμως, νόμιζε ότι διέκρινε έναν οξύ τόνο στη φωνή του.
«Σέτερναρ,» είπε η Ρικέλθη, «πρέπει να σου μιλήσουμε για ένα πολύ σημαντικό και επείγον θέμα. Ιδιαιτέρως.»
Ο ιερέας συνοφρυώθηκε. «Περί τίνος πρόκειται, ξαδέλφη;»
«Πρέπει να τα πούμε ιδιαιτέρως,» επέμεινε εκείνη. «Υπάρχει κάποιος χώρος στο Ναό;»
«Το εξομολογητήριο. Ακολουθήστε με.»
Ο Σέτερναρ ανέβηκε τις σκάλες του αμφιθέατρου και τους οδήγησε σε μια πόρτα· την άνοιξε και μπήκαν σ’ένα δωμάτιο πλημμυρισμένο στο φως. Ο θόλος εδώ έμοιαζε να εστιάζει με τρομερή δύναμη τις ηλιακές ακτίνες, λούζοντας το κέντρο του χώρου σε μια τόσο δυνατή ακτινοβολία που ένας προληπτικός –ή πολύ πιστός– θα έλεγε ότι ήταν θεόσταλτη. Γύρω-γύρω, στους τοίχους του δωματίου, υπήρχαν διάφορα σύμβολα και τοιχογραφίες, με θεματολογία τη μυθολογία της θρησκείας του Βάνραλ. Σε μια γωνία βρισκόταν ένα απλό, ξύλινο τραπέζι και μερικές καρέκλες. Όπως όλοι (εκτός από τη Ρικνάβαθ) γνώριζαν, οι ιερείς-εξομολογητές κάθονταν σ’αυτό το τραπέζι, ενώ ο εξομολογούμενος στεκόταν στο κέντρο του δωματίου, λουσμένος από το δυνατό φως, ώστε τα πάντα να θολώνουν γύρω του, «σαν να βρίσκεται ενώπιον του Επουράνιου Βάνραλ», σύμφωνα με το τυπικό της εν λόγω θρησκείας.
«Παρακαλώ, καθίστε,» είπε ο Σέτερναρ, δείχνοντας τις θέσεις.
«Είναι τέσσερις,» παρατήρησε η Ρικέλθη, «και είμαστε πέντε.»
«Θα μείνω όρθιος, θεία,» δήλωσε ο Βάνμιρ.
«Η συζήτηση ίσως να είναι μεγάλη…»
«Δε με πειράζει.»
Κάθισαν, και η Ρικέλθη είπε στον ξάδελφό της: «Έχω βάσιμες πληροφορίες ότι υπάρχουν κομμάτια ουρανόλιθου στα υπόγεια του Ναού. Αληθεύει;»
«Πώς το έμαθες;» ρώτησε ο Σέτερναρ, μην κρύβοντας την έκπληξή του. «Μονάχα ένας ιερέας θα μπορούσε να σ’το αποκαλύψει!»
«Δεν ήταν ιερέας εκείνος που μου το αποκάλυψε, και δεν είναι αυτό το ζητούμενο.»
«Ποιο είναι το ζητούμενο, λοιπόν;»
«Το ζητούμενο είναι…» Η Ρικέλθη δίστασε. Πώς θα το πάρει τούτο, άραγε; Αναμφίβολα, θα έχει πολλές αντιρρήσεις. Εδώ φάνηκε να τον πείραξε το ότι έμαθα πως υπάρχει ουρανόλιθος στα υπόγεια. «…ότι χρειάζομαι τουλάχιστον ένα από τα κομμάτια.»
Ο Σέτερναρ έμεινε αμίλητος. Προφανώς, δεν ήξερε τι να αποκριθεί· αλλά, αν έκρινε σωστά η Αρχόντισσα από την έκφρασή του, σίγουρα ήταν αρνητικά προδιατεθειμένος προς αυτό που του ζητείτο.
«Άκουσέ με,» συνέχισε η Ρικέλθη· «έχω μια ιστορία να σου διηγηθώ, και θα τη διηγηθώ όσο καλύτερα μπορώ. Αυτά που θα σου πω πίστεψέ τα· δεν είναι ψέματα, παρότι πιθανότατα θα σου φανούν παράξενα.» Και ξεκίνησε να του μιλάει για τον Φανλαγκόθ, ενώ ο Βάνμιρ και η Ρικνάβαθ τη βοηθούσαν, συμπληρώνοντας κενά και διορθώνοντας λάθη.
Αρκετή ώρα κύλησε έτσι, ενώ οι τρεις τους προσπαθούσαν να εξηγήσουν στον Σέτερναρ την κατάσταση και εκείνος παρακολουθούσε χωρίς να μιλά –σημάδι που η Ρικέλθη θέλησε να θεωρήσει θετικό.
«Λοιπόν, αυτά είναι,» είπε, στο τέλος, η Αρχόντισσα, ακουμπώντας την πλάτη της στην καρέκλα. «Συμφωνείς;»
«Δεν έχει σημασία αν συμφωνώ εγώ, ξαδέλφη,» αποκρίθηκε ο ιερέας· «σημασία έχει τι θα πουν οι υπόλοιποι ιερείς και, κυρίως, ο Αρχιερέας του Βάνραλ.»
«Σέτερναρ, δεν υπάρχει χρόνος για συμβούλια τώρα,» είπε η Ρικέλθη· «είναι ανάγκη να μας βγάλεις τουλάχιστον ένα κομμάτι ουρανόλιθου από τα υπόγεια. Μας πιστεύεις;»
«Σας πιστεύω,» δήλωσε εκείνος, εκπλήσσοντάς την. «Πιστεύω ότι δε μου λέτε ψέματα.» Τούτο την ανησύχησε λίγο. «Αλλά δεν ξέρω κατά πόσο θα έπρεπε να εμπιστευτώ το δαίμονα που σας μίλησε.» Και τούτο την έφερε σε στιγμιαία απόγνωση, ακολουθούμενη από θυμό.
Έλα τώρα, Ρικέλθη, σκέφτηκε· μην πανικοβάλλεσαι. Τουλάχιστον, μας πιστεύει. Κάποια λύση θα βρεθεί.
«Δε χρειάζεται να εμπιστευτείς τον Φανλαγκόθ,» είπε στον ξάδελφό της. «Εμπιστέψου εμάς. Εξάλλου, ο Βάνμιρ είναι που θα πάρει τον ουρανόλιθο, για να πάει στη Λιάμνερ-Κρωθ και να κλείσει το άνοιγμα εκεί.»
«Ρικέλθη, αυτή τη στιγμή, μου ζητάς να σου δώσω, έτσι απλά, ένα από τα Ιερά Κειμήλια του Ναού!» τόνισε ο Σέτερναρ. «Θα είναι επίορκη πράξη από μέρος μου, το καταλαβαίνεις;»
Ανάθεμα αυτούς τους ιερείς και τους όρκους τους! σκέφτηκε η Ρικέλθη. «Το καταλαβαίνω· αλλά κι εσύ πρέπει να καταλαβαίνεις πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη να ξεκινήσει ο Βάνμιρ το ταξίδι του. Σε παρακαλώ, Σέτερναρ, σ’το ζητώ σαν χάρη.»
«Απαιτείς από μένα κάτι αδύνατο, ξαδέλφη· και η απάντησή μου είναι όχι.» Σηκώθηκε από την καρέκλα του.
«Σέτερναρ!» Η Ρικέλθη σηκώθηκε επίσης, και στάθηκε εμπρός του. «Θέλεις τόσες ζωές να χαθούν εξαιτίας σου; Θέλεις να φέρεις έναν ανεπιθύμητο πόλεμο στη γη των Ωθράγκος;»
«Ο δαίμονας ίσως να σας κορόιδεψε,» απάντησε ο ιερέας. «Εμένα αυτά δε μου μοιάζουν και τόσο πιθανά.»
«Και δεν είναι παράξενο τούτο, Σεβασμιότατε,» είπε ο Βάνμιρ. «Ο Φανλαγκόθ ορά το μέλλον· εσείς όχι.»
Ο Σέτερναρ στράφηκε στο μέρος του. «Εμπιστεύεστε τα λόγια ενός αλλογενή δαίμονα περισσότερο από τα λόγια ενός ιερέα του Βάνραλ, Άρχοντά μου;»
«Δεν έχει να κάνει με εμπιστοσύνη,» αντιγύρισε ο Βάνμιρ· «έχει να κάνει με μια άμεση ανάγκη.»
«Και πώς ξέρεις ότι ο δαίμονας λέει αλήθεια;» απαίτησε ο Σέτερναρ, αφήνοντας τον πληθυντικό. «Πώς ξέρεις ότι όντως υπάρχει αυτό το άνοιγμα που ισχυρίζεται;» Στηρίχτηκε κουρασμένα στο μπαστούνι του, σαν η ξαφνική του οργή να τον είχε εξουθενώσει.
«Θα το ανακαλύψω όταν πάω στη Λιάμνερ-Κρωθ.»
«Ίσως τότε να είναι πολύ αργά.»
«Σεβασμιότατε, ο Φανλαγκόθ έχει ήδη ένα τεράστιο κομμάτι ουρανόλιθου –τον ίδιο τον Ουρανολίθινο Θρόνο, με τον οποίο μπορεί, ουσιαστικά, να κάνει ό,τι επιθυμεί. Νομίζετε, πραγματικά, ότι θα υπάρξει μεγάλη διάφορα αν του δώσετε ένα πολύ, πολύ μικρότερο κομμάτι; Ό,τι και να αποφασίσετε, να είστε βέβαιος πως θα ταξιδέψω στη Λιάμνερ-Κρωθ, και, εν ανάγκη, θα σπάσουμε το θρόνο, για να έχουμε ουρανόλιθο μαζί μας. Εκείνο που σας ζητάμε είναι να μας διευκολύνετε.»
«Και, για να σας διευκολύνω, πρέπει να γίνω επίορκος, νεαρέ Άρχοντα;» αντιγύρισε ο Σέτερναρ.
«Κανείς δε χρειάζεται να το μάθει, ξάδελφε,» είπε, ήπια, η Ρικέλθη. «Μην ξεχνάς πως η πίστη είναι πάνω από το οποιοδήποτε τυπικό. Και απάντησέ μου πραγματικά: πιστεύεις ότι ο Βάνραλ ο ίδιος θα διαφωνούσε με τούτη την πράξη βοήθειας; Πιστεύεις πως θα διαφωνούσε έστω κι αν υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να αποτραπεί ένας αιματηρός πόλεμος;» Η Ρικέλθη απορούσε με τον εαυτό της. Συνήθως, εκείνη δεν έλεγε τέτοια πράγματα! Υποψιαζόταν, όμως, ότι αλλιώς αποκλείεται να έπειθε τον Σέτερναρ.
Ο ιερέας αναστέναξε. «Δεν είναι εύκολο να γνωρίζει κανείς το θέλημα των θεών,» υποτονθόρυσε. «Ούτε είναι εύκολο να παραβαίνεις όρκους που έχεις δώσει από μικρός.»
Η Ρικέλθη ακούμπησε τον ώμο του. «Ο Βάνραλ θα καταλάβει…»
Τα μάτια του Σέτερναρ στένεψαν, και η Αρχόντισσα κατάλαβε ότι το είχε παρακάνει. «Τι ξέρεις εσύ για το τι θα καταλάβει ο Βάνραλ και τι όχι, ξαδέλφη; Ποτέ δεν πίστευες σ’εκείνον.» Το ύφος του ήταν σκληρό.
Η Ρικέλθη χαμογέλασε. «Αυτό δεν είναι αλήθεια, Σέτερναρ· φυσικά και πιστεύω στον Επουράνιο Άρχοντα–»
«Αλλά σπάνια πηγαίνεις στις τελετουργίες, ακόμα και στο Ναό της Έριγκ, απ’ό,τι ξέρω. Όσο για τις τελετουργίες του Καθεδρικού Ναού, δε νομίζω ότι έχεις έρθει και ποτέ.»
Χίλιες κατάρες! Να που κάποιες φορές χρειάζεται να είναι κανείς εθιμοτυπικός… «Προσεύχομαι, ωστόσο, μόνη μου…» είπε, γνωρίζοντας ότι το επιχείρημα ήταν ανίσχυρο, γιατί δεν υπήρχε τρόπος να το αποδείξει και ο Σέτερναρ είχε κάθε λόγο να το αμφισβητήσει.
Ο ιερέας γέλασε, ψυχρά. «Τούτο εύκολα το ισχυρίζεται ο καθένας. Με συγχωρείς, Ρικέλθη, αλλά δεν μπορώ να παραβώ τους όρκους μου.»
Αναπάντεχα, η Ρικνάβαθ μίλησε: «Σεβασμιότατε, ο πραγματικός ιερωμένος στις δύσκολες στιγμές φαίνεται. Έχω δει τόσα ιερατεία μονάχα να εκμεταλλεύονται τους πιστούς τους για προσωπική τους ενδυνάμωση, εγκόσμια και υπερκόσμια, που αισθάνομαι πλέον μια αποστροφή για όλες αυτές τις οργανώσεις. Από το Βορρά της Βάλγκριθμωρ ως το Νότο έχω ταξιδέψει, και δεν έχω συναντήσει ακόμα μία θρησκεία που να προσφέρει κάτι αληθινό στον κόσμο.»
Ο Σέτερναρ στράφηκε στη Ρικνάβαθ. «Και θα ήθελες εγώ να αποτελέσω την εξαίρεση στα ταξίδια σου, Καρμώζ;»
«Θα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή,» είπε εκείνη, έχοντας σηκωθεί από τη θέση της στο τραπέζι, όπως και ο Έζβαρ, ο οποίος παρέμενε αμίλητος.
«Δεν ξέρω πώς συμπεριφέρονται οι ιερωμένοι στην πατρίδα σου, αλλά οι ιερείς του Βάνραλ δε βρίσκονται στο Ναό για την ευχαρίστηση κανενός, σε πληροφορώ, Καρμώζ.»
«Τα ίδια ακριβώς συμπεριφέρονται, Σεβασμιότατε,» απάντησε η Ρικνάβαθ. «Μάλιστα, οι ομοιότητες είναι τόσες πολλές που αρχίζω να υποψιάζομαι ότι πρόκειται για κάποια συνωμοσία.»
«Μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως δεν υπάρχει καμία επικοινωνία ανάμεσα σε μας και τους ιερείς των Καρμώζ.»
«Γιατί δε θέλεις να μας βοηθήσεις;» ρώτησε η Ρικέλθη.
«Σας είπα ήδη!» αποκρίθηκε ο Σέτερναρ. «Ίσως να σας φαίνεται απλό να παραβεί ένας ιερωμένος τους όρκους του, αλλά τι είστε;» Κοίταξε τον Βάνμιρ. «Ένας Άρχοντας που ασχολείται με τον κατώτερο μυστικισμό!» Το βλέμμα του πήγε στη Ρικνάβαθ. «Μια αλλογενής μάγισσα!» Στράφηκε στον Έζβαρ. «Ένας αμφιλεγόμενος ερημίτης του Δρακοδάσους! Και…» ατένισε τώρα τη Ρικέλθη, «…μια Αρχόντισσα που αδιαφορεί για κάθε είδους θρησκεία! Σας παρακαλώ, λοιπόν, αφήστε με να πράξω όπως η πίστη και το τυπικό της θρησκείας μου υποδεικνύουν.»
«Οι νόμοι της θρησκείας του Βάνραλ, Σεβασμιότατε, λένε πως μόνο οι ιερείς οφείλουν να γνωρίζουν την ύπαρξη των ιερών ουρανολίθινων θραυσμάτων στα υπόγεια του Ναού,» είπε ο Έζβαρ, «πως κανένας ιερέας δεν επιτρέπεται να αποκαλύψει την ύπαρξή τους, και πως κανένας ιερέας δεν επιτρέπεται να μεταφέρει τα ιερά θραύσματα σε άλλο μέρος. Σωστά;»
«Προσπαθείτε να με διδάξετε τους νόμους που ήδη γνωρίζω, κύριε Έζβαρ;»
«Κάθε άλλο,» αποκρίθηκε εκείνος. «Προσπαθώ να σας τονίσω ότι δε χρειάζεται να τους παραβείτε, για να μας δώσετε αυτό που ζητάμε. Οι νόμοι σας δεν αναφέρουν πουθενά ότι οφείλετε να διώχνετε ανθρώπους οι οποίοι ήδη γνωρίζουν για τα ουρανολίθινα θραύσματα και οι οποίοι επιθυμούν να τα μετατοπίσουν οι ίδιοι.»
Ο Σέτερναρ ανοιγόκλεισε το στόμα του, αλλά δε μίλησε.
«Συνεπώς,» κατέληξε ο Έζβαρ, «όλα εξαρτώνται από τη δική σας προθυμία, Σεβασμιότατε, και όχι από τους όρκους ιεροσύνης που έχετε πάρει.»
*
Ο Σέτερναρ βάδιζε στα άδυτα του Καθεδρικού Ναού του Βάνραλ: ένα μέρος που μονάχα οι ιερείς έβλεπαν, ενώ οι διάκονοι έμπαιναν μόνο όταν υπήρχε καλός λόγος. Το μακρύ ραβδί του δεν έκανε θόρυβο επάνω στο μεγάλο χαλί του δωματίου όπου επί του παρόντος βημάτιζε ο ιερωμένος. Το πρόσωπό του φανέρωνε ανάμικτα συναισθήματα, σαν να ήταν αβέβαιος για τις ίδιες του τις πράξεις.
«Δε θα σε οδηγήσω μέχρι κάτω,» είπε στον άντρα δίπλα του· «εκεί θα πας μόνος. Κι ο Βάνραλ ας σε κρίνει… και εσένα και εμένα.»
Ο Βάνμιρ, που ήταν ντυμένος σαν διάκονος, ένευσε. «Μάλιστα, Σεβασμιότατε.»
Ο Σέτερναρ ξεκλείδωσε μια πόρτα. «Υπάρχουν διάφορες είσοδοι που βγάζουν στα υπόγεια,» είπε· «τούτη δεν είναι παρά μία απ’αυτές. Θα κατεβείς τη σκάλα και θα βρεθείς σ’έναν μεγάλο χώρο με κολόνες. Φως δε θα υπάρχει, έτσι φρόντισε να πάρεις μία λυχνία από εδώ. Όταν φτάσεις κάτω, στρίψε δεξιά και συνέχεια ευθεία, ώσπου να συναντήσεις τον τοίχο. Εκεί, στρίψε αριστερά και προχώρησε, μέχρι να συναντήσεις τον άλλο τοίχο. Ψηλάφισέ τον και θα βρεις μια σιδερένια, στρογγυλή χειρολαβή, που δε θα είναι εύκολο να τη δεις αμέσως. Στρέψε την δύο βήματα προς τα αριστερά και, κατόπιν, τρία βήματα προς τα δεξιά. Η κρυφή είσοδος θ’ανοίξει εμπρός σου και θα μπεις στο ιερό μέρος φύλαξης των ουρανολίθινων θραυσμάτων. Έχεις καμία απορία;»
«Ναι. Πώς θα κλείσω πάλι;»
«Όπως κλείνεις οποιαδήποτε άλλη πόρτα.»
«Μάλιστα,» είπε ο Βάνμιρ, παίρνοντας μια λυχνία που κρεμόταν εκεί κοντά. «Ευχαριστώ πολύ, Σεβασμιότατε. Και μη νομίζετε πως δεν το εκτιμούμε αυτό που κάνετε, ούτε ότι δε σεβόμαστε τον Επουράνιο Βάνραλ.»
«Εντάξει, μην αργοπορείς!» τον προέτρεψε ο Σέτερναρ, χτυπώντας τον ελαφριά στην κνήμη με το μπαστούνι του.
Ο Βάνμιρ πέρασε το κατώφλι της πόρτας και κατέβηκε το πρώτο σκαλοπάτι. «Θ’αφήσετε ανοιχτά;» ρώτησε.
«Θα κλείσω, αλλά δε θα κλειδώσω. Και θα σε περιμένω εδώ, ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας, για να σου δείξω πώς θα βγεις γρήγορα και απαρατήρητος από το Ναό.»
Ο αυτοεξόριστος Άρχοντας από το Ράλτον άρχισε να κατεβαίνει τη στριφτή, πέτρινη σκάλα, φωτίζοντας με τη λυχνία και παρατηρώντας ότι το μέρος τούτο πρέπει να ήταν πανάρχαιο. Πίσω του, άκουσε τον Σέτερναρ να κλείνει την πόρτα. Για μια στιγμή, φοβήθηκε ότι ίσως ο ιερωμένος να του έλεγε ψέματα, για να τον φυλακίσει σε τούτο το μέρος και να φέρει τους φρουρούς του Ναού, ώστε να τον συλλάβουν. Αλλά, σκέφτηκε ο Βάνμιρ, αν αποφάσιζε να κάνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να είχε επίσης αποφασίσει να μην ξαναμιλήσει ποτέ στην Αρχόντισσα Ρικέλθη, την ξαδέλφη του, η οποία δεν ήταν γνωστή για τη συγχωρητική της φύση.
Φτάνοντας στο υπόγειο, διαπίστωσε ότι το μέρος ήταν –αναμενόμενα– υγρό και ψυχρό. Εμπρός του αντίκρισε μία μεγάλη κολόνα, κάποια κιβώτια, ένα σπασμένο άγαλμα –και ένα φως στο βάθος! Πάραυτα, έκρυψε τη λυχνία του, με την παλάμη του χεριού του, και πήγε πίσω απ’την κολόνα. Ποιος είναι εδώ κάτω;
Αφουγκράστηκε.
Βήματα ήρθαν στ’αφτιά του, πολύ μακριά απ’αυτόν. Πρέπει να κατευθύνονταν δεξιά. Γιατί προς τα κει όπου θέλω να πάω κι εγώ;
Ο Βάνμιρ προχώρησε, εξακολουθώντας να έχει το χέρι του μπροστά απ’τη λυχνία και βαδίζοντας σκυφτός, ενώ κρυβόταν πίσω από διάφορα πράγματα, όποτε μπορούσε –κολόνες, καφάσια, καλάθια, μαρμάρινες τράπεζες, καρέκλες, ιερά σύμβολα. Τα βήματα συνέχιζαν ν’αντηχούν μέσα στο υπόγειο. Έμοιαζαν να ψάχνουν για κάτι. Αποκλείεται να ψάχνουν για μένα. Ο Βάνμιρ προσπάθησε να κάνει τα δικά του βήματα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.
Τελικά, έφτασε στον πρώτο τοίχο για τον οποίο του είχε μιλήσει ο Σέτερναρ, και αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση. Ένιωσε σαν να είχε ολοκληρώσει το αρχικό σκέλος ενός μακρινού ταξιδιού.
«Κανείς δεν είναι εδώ,» άκουσε μια γυναικεία φωνή από το βάθος.
«Ο Κύριός μας είπε ότι μπορεί να βρούμε κάποιον κλέφτη, όχι πως θα τον βρούμε σίγουρα.» Αντρική φωνή. «Οδήγησέ με τώρα στον ουρανόλιθο.»
Τι! απόρησε ο Βάνμιρ. Πώς είναι δυνατόν; Ποιοι είν’αυτοί; Τι σχέση έχουν με τον ουρανόλιθο; Και σε ποιον κλέφτη αναφέρονται; Σε μένα, μήπως; Και ποιος είναι ο Κύριός τους;
Πρέπει να ενεργήσω γρήγορα· δεν μπορώ να τους αφήσω να πάρουν τα κομμάτια, γιατί τότε όλη μας η προσπάθεια θα πάει χαμένη. Μα, ποιοι είναι;
Ο Βάνμιρ έστριψε αριστερά και προχώρησε, βαδίζοντας κοντά στον τοίχο, αθόρυβα, ενώ κρατούσε τη φλόγα της λυχνίας του χαμηλά και είχε το χέρι του μπροστά της.
«Εδώ είμαστε.» Η γυναικεία φωνή, από το βάθος.
Ο Βάνμιρ βάδισε γρηγορότερα, προσέχοντας συγχρόνως μη σκοντάψει πουθενά, πράγμα που θα τον αποκάλυπτε αμέσως. Τώρα πλέον, μπορούσε να δει ξεκάθαρα δύο φιγούρες απέναντι του. Η μία –η αντρική φιγούρα– κρατούσε μια λάμπα, η οποία φώτιζε πολύ περισσότερο από τη δική του λυχνία, και φορούσε μαύρη κάπα. Η άλλη –η γυναικεία– στεκόταν, επί του παρόντος, μπροστά απ’τον τοίχο και κάτι έκανε εκεί, με το δεξί χέρι.
Μερικά κλικ αντήχησαν μέσα στα σκοτεινά υπόγεια, και η κρυφή είσοδος άνοιξε.
Η γυναίκα και ο άντρας μπήκαν, χωρίς να κλείσουν.
Ο Βάνμιρ κινήθηκε ακόμα γρηγορότερα –χωρίς, όμως, να χρησιμοποιήσει Ταχύτητα, εδώ πέρα, μέσα στα σκοτάδια– και κοντοστάθηκε έξω από την είσοδο, κοιτάζοντας μέσα. Είδε τον άντρα να δίνει στη γυναίκα τη λάμπα και να βγάζει τρεις δερμάτινους σάκους απ’τον ώμο του, ρίχνοντάς τους στο έδαφος. Ύστερα, τον είδε να τραβά ένα πανί από κάτω, αποκαλύπτοντας μια μεγάλη πέτρα, η οποία γυάλιζε με μια γαλαζόγκριζη λάμψη. Ουρανόλιθος!
Σκοπεύουν να πάρουν τα κομμάτια από τα υπόγεια, και η γυναίκα είναι ντυμένη σαν ιέρεια! Ο Βάνμιρ τώρα μόλις είχε παρατηρήσει ότι φορούσε λευκό χιτώνα και γαλανό μανδύα. Πώς είναι δυνατόν μια ιέρεια να το κάνει αυτό;
Μπήκε στο δωμάτιο, παύοντας να καλύπτει το φως της λυχνίας του και παύοντας να προσπαθεί να βαδίζει αθόρυβα.
Η ιέρεια τον πρόσεξε και αναφώνησε, έκπληκτη. «Τάνιρ, ο κλέφτης!»
Ο άντρας περιστράφηκε, ξεθηκαρώνοντας ένα σπαθί μέσα απ’τη μελανόχρωμή του κάπα. Το πρόσωπό του ήταν μακρύ και είχε μαύρα, κοντοκουρεμένα μαλλιά και μουστάκι. Ο Βάνμιρ δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ του.
«Ήρθες για τον ουρανόλιθο, αλλά βρήκες το θάνατο, παρείσακτε.»
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο αυτοεξόριστος Άρχοντας του Ράλτον, καταρώμενος τον εαυτό του, που δεν είχε πάρει μαζί του τίποτα περισσότερο από ένα ξιφίδιο. Γιατί ο Φανλαγκόθ δεν τον είχε προειδοποιήσει για τούτο το ενδεχόμενο;
«Εκείνος που δε θα σ’αφήσει να πάρεις τα κομμάτια ουρανόλιθου,» αποκρίθηκε ο άγνωστος. «Υπηρετώ τον Βάνραλ τον Επουράνιο, και με είχε προειδοποιήσει για σένα, κλέφτη!»
Ο Βάνμιρ τράβηξε το ξιφίδιό του, αφήνοντας τη λυχνία στο πάτωμα. «Ο Βάνραλ σού μίλησε;»
«Είναι αλήθεια!» είπε η ιέρεια. «Άκουσα κι εγώ τη φωνή του, ενώ ήμουν στο σπίτι του αδελφού μου. Μας προειδοποίησε για σένα. Ποιος είσαι; Και γιατί έρχεσαι για τον ουρανόλιθο; Ο Επουράνιος Άρχοντας μάς είπε ότι υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εσένα. Γιατί θέλετε τα κομμάτια; Για να τα πουλήσετε; Δεν έχετε ούτε ιερό ούτε όσιο;»
Ο Βάνραλ τούς μίλησε… Ο Βάνραλ! Θυμήθηκε τα λόγια της Ρικνάβαθ: «Βάνμιρ, οι θεοί έχουν μια διαφορετική παρουσία, μια διαφορετική αύρα. Η Λα-Κάρχ’νιι, κατ’αρχήν, όταν μου μιλούσε, δε μου μιλούσε έτσι, όπως σου μιλάω τώρα εγώ. Μιλούσε μέσα μου, στην ψυχή μου, χωρίς λόγια κανονικά. Καταλαβαίνεις;»
«Σεβασμιότατη, αυτός που σας μίλησε δεν ήταν ο Βάνραλ!»
Παρατήρησε ότι τα μάτια του άντρα που η ιέρεια είχε αποκαλέσει Τάνιρ στένεψαν.
«Και ποιος ήταν, ιερόσυλε;»
«Τον λένε Νουτκάλι, και είναι δαίμονας.»
Τα μάτια του Τάνιρ γυάλισαν. (Ξέρει! Είναι άνθρωπος του Νουτκάλι!) «Ελεεινέ ψεύτη! Πώς τολμάς και δυσφημείς έτσι τον Επουράνιο Άρχοντα; Θα είναι χαρά για μένα να χύσω το αίμα σου σε τούτα τα υπόγεια!» Και χίμησε, βαστώντας το ξίφος του σαν έμπειρος ξιφομάχος.
Ο Βάνμιρ κλότσησε τη λυχνία καταπάνω του. Ο Τάνιρ αιφνιδιάστηκε, μα δεν τα έχασε· πήδησε πάνω από το λάδι και τη φωτιά, και σπάθισε εναντίον του ακρίτη. Εκείνος πετάχτηκε όπισθεν, αποφεύγοντας τη λεπίδα.
«Τι σου υποσχέθηκε ο Νουτκάλι;» γρύλισε. «Θα σε κάνει Βασιληά εδώ, όταν έχει σκοτώσει όλους τους υπόλοιπους –προδότη;»
Ο Τάνιρ επιτέθηκε ξανά, κάθετα. Ο Βάνμιρ απέκρουσε το σπαθί, παγιδεύοντάς το ανάμεσα στη λεπίδα και στο προστατευτικό της λαβής του ξιφιδίου του. Κλότσησε τον αντίπαλό του στα πλευρά και τον έσπρωξε, σωριάζοντάς τον στο δάπεδο. Ο Τάνιρ κύλησε και σηκώθηκε γρήγορα, λύνοντας την κάπα του απ’τους ώμους κι αφήνοντάς τη να πέσει. Τα ρούχα του ήταν καλής ποιότητας. Ευγενής!
«Αδελφή!» φώναξε. «Βοήθησέ με να ξεκάνουμε αυτόν τον αντίθεο!» Χίμησε, σπαθίζοντας από τ’αριστερά προς τα δεξιά, ενώ η ιέρεια άφηνε τη λάμπα στο έδαφος.
Ο Βάνμιρ απέφυγε το χτύπημα και έπεσε πάνω στον Τάνιρ, καθώς εκείνος έμεινε για λίγο ανοιχτός, με αποτέλεσμα να σωριαστούν κι οι δύο στο πάτωμα. Ο ευγενής μούγκρισε, εξοργισμένος· το σπαθί δεν του είχε φύγει απ’το χέρι, αλλά ήταν ανήμπορος να το χρησιμοποιήσει από τόσο κοντά. Ο ακρίτης έβαλε το ξιφίδιό του στο λαιμό του αντιπάλου του–
–και αισθάνθηκε την ιέρεια να πέφτει στην πλάτη του, αρπάζοντάς τον απ’τα μαλλιά και γρυλίζοντας.
«Χίλιες κατάρες επάνω σας, τρισκατάρατοι λεχρίτες!» σύριξε ο Βάνμιρ, καθώς σηκωνόταν όρθιος, με τη γυναίκα ακόμα γαντζωμένη στη ράχη του. Ο δεξής του αγκώνας την κοπάνησε στα πλευρά, δύο φορές. Άκουσε μια φωνή πόνου πίσω του και η ιέρεια έπεσε στο δάπεδο, διπλωμένη.
Ο Τάνιρ είχε ήδη πεταχτεί πάνω, με το ξίφος του έτοιμο, και επιτέθηκε κατά του Βάνμιρ. Εκείνος έσκυψε κάτω απ’τη λεπίδα και γρονθοκόπησε τον άντρα, με την αριστερή του γροθιά, στη μύτη. Θα μπορούσε, άνετα, να τον είχε καρφώσει στο λαιμό με το ξιφίδιό του, μα δεν ήθελε να τον σκοτώσει, γιατί τότε θα έπρεπε να σκοτώσει και την αδελφή του, και δεν ήξερε σε τι μπελάδες μπορεί να έμπλεκε με το φόνο μιας ιέρειας κι ενός ευγενή.
Ο Τάνιρ σωριάστηκε πάνω στα σκεπασμένα κομμάτια ουρανόλιθου, αιμόφυρτος και με τη μύτη του σπασμένη. Βογκώντας, προσπάθησε να σηκωθεί.
«Ηλίθιε!» γρύλισε ο Βάνμιρ. «Ό,τι κι αν σου υποσχέθηκε ήταν ψέματα. Και δε θα πάρεις ούτε τρίμμα ουρανόλιθου, όσο βρίσκομαι εγώ εδώ!» Τον άρπαξε απ’τα μαλλιά και τον πέταξε παραδίπλα. Το σπαθί έφυγε απ’το χέρι του ευγενή. Ο ακρίτης τον κλότσησε στα πλευρά, κάνοντάς τον να διπλωθεί.
Πίσω του, άκουσε βήματα. Στράφηκε και είδε την ιέρεια να έρχεται, βαστώντας τη λάμπα στο δεξί χέρι, έτοιμη να τον κοπανήσει κατακέφαλα. Ο Βάνμιρ απέφυγε το χτύπημα μ’ευκολία, και τη γρονθοκόπησε στον κρόταφο, αναισθητοποιώντας την. Η λάμπα έπεσε πάνω της, αλλά ο ακρίτης πρόλαβε και τη σήκωσε, προτού η γυναίκα αρπάξει φωτιά.
Στράφηκε και κλότσησε τον Τάνιρ κατακέφαλα, ρίχνοντας τον κι αυτόν σε ύπνο. Ξεφύσησε και θηκάρωσε το ξιφίδιό του.
«Να σε πάρουν τα δαιμόνια της Στέπας, Φανλαγκόθ!» μονολόγησε, «γιατί δε με είχες προειδοποιήσει για τούτο; Δεν τόχες προβλέψει;» Ή, μήπως, ο Νουτκάλι σού είχε ρίξει σκόνη στα μάτια, όπως έγινε και με τη δημιουργία του ανοίγματος στους βάλτους Βενέβριαμ;
Άφησε τη λάμπα στο δάπεδο και πλησίασε τους σάκους του Τάνιρ. Είχε πολλά κομμάτια ουρανόλιθου να κουβαλήσει.
Ο Βάνμιρ χτύπησε την πόρτα στην κορυφή της πέτρινης, στριφτής σκάλας. Στην πλάτη του βρίσκονταν περασμένοι οι τρεις σάκοι του Τάνιρ, γεμάτοι με τα κομμάτια ουρανόλιθου· στο αριστερό του χέρι βαστούσε τη λάμπα της αδελφής του ευγενή· και στο δεξί (με το οποίο είχε χτυπήσει την ξύλινη θύρα) έσφιγγε το ξιφίδιό του, γιατί φοβόταν ότι ίσως, τελικά, όλα τούτα να ήταν μια καλοστημένη παγίδα. Ο Σέτερναρ θα μπορούσε, άλλωστε, να υπηρετεί κι αυτός τον Νουτκάλι· γιατί όχι; Ο αδελφός του Φανλαγκόθ, προφανώς, είχε καταφέρει να προβλέψει κάποια πράγματα και να ενεργήσει ταχέως.
Επομένως, ίσως τώρα να βρίσκομαι κλειδωμένος εδώ μέσα, σκέφτηκε ο Βάνμιρ, και ήταν έτοιμος να επιχειρήσει ν’ανοίξει· η πόρτα, όμως, άνοιξε από κάποιον άλλο, προτού προβάλει ο ακρίτης να κινηθεί.
Το πρόσωπο του Ιερέα Σέτερναρ φάνηκε από τη χαραματιά. «Στην ώρα σου, νεαρέ Βάνμιρ,» είπε· και συνοφρυώθηκε. «Παρατηρώ, όμως, ότι απέκτησες καινούργια λυχνία, και πολύ μεγαλύτερη…»
«Θα σας εξηγήσω, Σεβασμιότατε. Αφήστε με να περάσω.»
Ο Σέτερναρ παραμέρισε από το κατώφλι και ο Βάνμιρ βγήκε.
«Τι έχεις μέσα σ’αυτούς τους σάκους;» απαίτησε ο ιερωμένος. «Και γιατί βαστάς όπλο;»
Ο Βάνμιρ έριξε μια ματιά τριγύρω, για να δει μήπως κάποιος τους παρακολουθούσε. «Υπάρχει περίπτωση να μας κρυφακούει κανείς, Σεβασμιότατε;»
«Δε νομίζω.»
«Λοιπόν, ακούστε, τότε. Τα πράγματα είναι άσχημα. Πήγα κάτω και βρήκα δύο άλλους, οι οποίοι άνοιξαν το μέρος φύλαξης των κομματιών και μπήκαν, για να τα κλέψουν. Ο ένας ήταν κάποιος ευγενής που λεγόταν Τάνιρ –δεν τον είχα ξαναδεί, ούτε ξανακούσει. Η άλλη ήταν μια ιέρεια, αδελφή του, η οποία τον είχε φέρει εδώ για να πάρουν τον ουρανόλιθο–»
«Τι! Μιλάς σοβαρά–;»
«Ναι. Περιμένετε, όμως, να τελειώσω, γιατί δεν υπάρχει χρόνος. Αυτοί οι δύο ισχυρίζονταν ότι ο Βάνραλ τούς είχε μιλήσει–»
«Ο Βάνραλ!–»
«Ναι, αλλά δεν ήταν ο Βάνραλ, φυσικά, Σεβασμιότατε· ήταν ο Νουτκάλι, ο αδελφός του Φανλαγκόθ. Το είδα στα μάτια του Τάνιρ, όταν τον ανέφερα· ο Τάνιρ ήξερε, Σεβασμιότατε: ήταν στο κόλπο. Η αδελφή του, όμως, δεν ήξερε τίποτα, νομίζω· πρέπει εκείνος να την κορόιδεψε, με τη βοήθεια του Ράζλερ, ώστε να τον οδηγήσει στα υπόγεια και να πάρει τα κομμάτια–»
«Κι εσύ τι έκανες; Μη μου πεις ότι τους σκότωσες, Βάνμιρ του Ράλτον!»
«Όχι, Σεβασμιότατε· ζούνε και οι δύο. Όμως έπρεπε, κάπως, να τους αδρανοποιήσω, ώστε να πάρω τα κομμάτια, έτσι αναγκάστηκα να τους χτυπήσω.»
«Τα έχεις όλα μες στους σάκους;»
«Ναι.»
«Ανόητε! Είχαμε πει ότι θα έπαιρνες ένα–»
«Θα ήταν επικίνδυνο να τα αφήσω εκεί κάτω τώρα. Το μέρος δεν είναι ασφαλές· το είδατε!»
«Και μαζί σου θα είναι ασφαλέστερα;»
«Ναι. Γιατί ο Φανλαγκόθ δε θα τ’αφήσει να πέσουν σε κακά χέρια· τα θέλει για τον εαυτό του.»
«Τα χέρια του Φανλαγκόθ είναι αρκετά κακά, τολμώ να πω!»
«Σεβασμιότατε, δεν υπάρχει άλλη λύση. Παρακαλώ, οδηγήστε με στην έξοδο.»
Ο Σέτερναρ αναστέναξε. «Εντάξει, ακολούθησέ με.»
Ο Βάνμιρ υπάκουσε, και προχώρησαν μέσα στα άδυτα του Καθεδρικού Ναού του Βάνραλ με κανονικό ρυθμό, χωρίς να δείχνουν ότι βιάζονταν, γιατί ήταν ξεκάθαρο και στο μυαλό των δύο ότι δεν έπρεπε να κινήσουν υποψίες. Ο ακρίτης, ασφαλώς, θηκάρωσε πρώτα-πρώτα το ξιφίδιο του μέσα στο ράσο του και, ύστερα, κρέμασε τη λάμπα σ’έναν τυχαίο διάδρομο· έτσι τώρα μετέφερε μόνο τους σάκους στην πλάτη, γεμάτους με κομμάτια ουρανόλιθου. Πράγμα που τον έκανε να αισθάνεται σαν να κουβαλούσε ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε σε τούτο τον κόσμο… και, πραγματικά, δεν ήταν ένα ευχάριστο συναίσθημα· ήταν ένα συναίσθημα τρόμου και αγωνίας, ακόμα και για τον Βάνμιρ, που πολλοί –συμπεριλαμβανομένου του δίδυμού του, Ρόλμαρ– δε θα δίσταζαν ν’αποκαλέσουν τρελό.
Στον δρόμο, συνάντησαν έναν γαλανόλευκα ντυμένο ιερέα με δύο διακόνους. Ο Σέτερναρ τον χαιρέτησε, ενώ ο ακρίτης κρατούσε την αναπνοή του. Ύστερα, συνέχισαν να βαδίζουν, σαν τίποτα απολύτως να μην είχε συμβεί.
Ο Βάνμιρ είχε χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού μέσα σε τούτο το μέρος, καθώς ο ξάδελφος της θείας του, Ρικέλθης, τον οδηγούσε· έτσι, όταν ο ιερωμένος άνοιξε μια πόρτα, για να μπουν σ’ένα δωμάτιο που έμοιαζε με μικρό καθιστικό, ο ακρίτης δεν είχε ιδέα πού περίπου στο εσωτερικό του Ναού μπορεί να βρίσκονταν –βόρεια; νότια; ανατολικά; δυτικά;
«Τώρα βγαίνεις.» Ο Σέτερναρ χώθηκε μέσα στο σβηστό τζάκι και πίεσε μια πέτρα εκεί. Η κρυφή είσοδος άνοιξε, και το μεσημεριανό φως εισέβαλε δυνατό στο δωμάτιο, όπου οι κουρτίνες στα παράθυρα ήταν βαριές και σκουρόχρωμες αποκαθιστώντας το μέρος σκιερό. «Η θεία σου και οι υπόλοιποι σε περιμένουν απέξω.»
«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, Σεβασμιότατε,» είπε ο Βάνμιρ. «Και να προσέχετε τους υπηρέτες του Νουτκάλι. Υποψιάζεστε ποια μπορεί να ήταν η ιέρεια–;»
«Ναι· όμως πήγαινε τώρα,» τον παρότρυνε ο Σέτερναρ. «Και καλό ταξίδι.»
«Αντίο.»
Ο Βάνμιρ έσκυψε και μπήκε στο τζάκι, βγαίνοντας σ’έναν στενό δρόμο της Νουάλβορ, απ’όπου φαινόταν το οπίσθιο μέρος μιας έπαυλης. Πίσω του, άκουσε το τρίξιμο πέτρας επάνω σε πέτρα, καθώς η κρυφή θύρα έκλεινε. Κοίταξε τριγύρω, και είδε τρεις φιγούρες να τον ζυγώνουν.
«Πόσα κομμάτια πήρες;» τον ρώτησε η Ρικέλθη, κοιτάζοντας τους σάκους στην πλάτη του.
«Όλα.»
«Και ο Σέτερναρ συμφώνησε;»
«Θα σου πω καθοδόν, θεία. Πάμε στο παλάτι, γιατί, σε λίγο, εγώ κι η Ρικνάβαθ πρέπει να φύγουμε.»
*
«Σίγουρα θέλεις να τρέχουμε στην άλλη άκρη του κόσμου;» Η Λιόλα ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του Ρόλμαρ, ξαπλωμένη ανάσκελα επάνω του, ενώ εκείνος είχε τα χέρια του τυλιγμένα γύρω της, κρατώντας την κοντά του.
«Όχι.»
Η Λιόλα έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω, για να κοιτάξει το πρόσωπό του. «Άλλαξες γνώμη, τελικά;»
«Εξαρχής δεν ήθελα να πάμε μαζί στη Λιάμνερ-Κρωθ. Καλύτερα να καθίσεις εδώ, Λιόλα, και να ξεκουραστείς. Ήδη πέρασες πολλά, τον τελευταίο καιρό.»
«Θα αστειεύεσαι. Αν πας εσύ, θα πάω κι εγώ.»
«Αφού θέλεις…» Ο Ρόλμαρ φίλησε τα μαλλιά της. «Σε πονάει το πόδι;»
«Όχι πολύ. Τα βότανα του Ερφάνιρ τού έκαναν καλό.»
«Δεν έχεις αλλάξει τον επίδεσμο;»
«Όχι ακόμα. Θέλεις καφέ;»
«Ναι. Να φωνάξω να μας φέρουν;»
«Δε χρειάζεται· θα τον φτιάξω εγώ,» είπε η Λιόλα.
«Έχει αρχίσει να με ντροπιάζει το γεγονός ότι η Πριγκίπισσα-Διάδοχος με περιποιείται τόσο,» χαμογέλασε ο Ρόλμαρ, και φίλησε το μάγουλό της.
«Έτσι πρέπει· ειδικά μ’αυτά που σκέφτεσαι…»
«Τι σκέφτομαι, δηλαδή;»
«Να πας στη Λιάμνερ-Κρωθ.» Η Λιόλα γλίστρησε έξω απ’την αγκαλιά του και από τα σκεπάσματα. Έπιασε έναν στύλο του κρεβατιού και σηκώθηκε όρθια, ενώ ο Ρόλμαρ κοίταζε την πλάτη της, παρατηρώντας πως το πόδι της πρέπει, όντως, να την ενοχλούσε πολύ. Δε θα της κάνει καλό αν την πάρω μαζί μου· δεν το καταλαβαίνει; Δε θάπρεπε νάναι τόσο ξεροκέφαλη.
Η Λιόλα πήρε μια ρόμπα απ’την κρεμάστρα και τη φόρεσε.
«Θα σε βοηθήσω να φτιάξεις–» άρχισε να λέει ο Ρόλμαρ, έτοιμος να σηκωθεί από το κρεβάτι.
«Όχι!» Η Λιόλα περιστράφηκε, απότομα. Χαμογέλασε. «Όχι. Μπορώ να φτιάξω έναν καφέ. Ξάπλωσε.» Πλησίασε.
«Μην κάνεις έτσι,» γέλασε ο Ρόλμαρ. «Το ξέρω ότι μπορείς να φτιάξεις καφέ–»
Η Λιόλα στηρίχτηκε στο αριστερό, ατραυμάτιστο πόδι της και έσκυψε, για να φιλήσει δυνατά τα χείλη του. «Θα επιστρέψω γρήγορα,» είπε, όταν ορθώθηκε.
«Να σε βοηθήσω να περπατήσεις ήθελα μόνο…» εξήγησε ο Ρόλμαρ.
Η Λιόλα απομακρύνθηκε. «Το τραύμα μου δεν είναι τόσο άσχημο. Ο αδελφός σου έχει καλό σημάδι, και ήξερε πού έριχνε.»
«Ποιος; ο Βάνμιρ; Χα-χα-χα-χα! Πρέπει ν’αστειεύεσαι!»
«Καθόλου, αγάπη μου.» Η Πριγκίπισσα πήγε στην πόρτα του υπνοδωματίου και την άνοιξε. «Μην το κουνήσεις.»
«Ίσως θα έπρεπε να με δέσεις στο κρεβάτι, τελικά.»
«Αυτό, μάλλον, θα ήταν καλή ιδέα.» Η Λιόλα έφυγε, κλείνοντας αθόρυβα πίσω της.
Όταν επέστρεψε, κρατούσε δύο κούπες με αχνιστό καφέ στα χέρια. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και έδωσε στον Ρόλμαρ τη μία.
«Θα το κανείς αυτό κάθε μέρα, όταν παντρευτούμε;» ρώτησε εκείνος, ακουμπώντας την πλάτη του στα μαξιλάρια και φυσώντας μέσα στην κούπα του, για να πιει μια μικρή γουλιά.
«Αν είσαι καλό παιδί, γιατί όχι;» Ήπιε κι εκείνη.
Ο Ρόλμαρ μειδίασε στραβά «Πάντα είμαι καλό παιδί…»
«Όχι, δεν είσαι, όταν θέλεις να πας στη Λιάμνερ-Κρωθ χωρίς λόγο!»
«Ελπίζω να μη μου το λες αυτό σ’όλο το ταξίδι προς τα νότια!» μούγκρισε ο Ρόλμαρ, και ήπιε καφέ. «Επιπλέον, δεν πηγαίνω χωρίς λόγο, και σ’το εξήγησα.» Την κοίταξε, ανασηκώνοντας ένα φρύδι ερωτηματικά.
Η Λιόλα χαμογέλασε και τον φίλησε. «Σ’αρέσει ο καφές;»
«Ωραίος είναι. Είσαι βέβαιη πως θέλεις να έρθεις στην ήπειρο των Ρουζβάνων, έτσι;»
«Θα προτιμούσα να ήμουν εδώ, μαζί σου, αλλά τέλος πάντων…» Η Λιόλα ακούμπησε την πλάτη της σ’έναν στύλο του κρεβατιού και ήπιε καφέ, κοιτάζοντας τον Ρόλμαρ πάνω απ’το χείλος της κούπας της.
*
«Ο Βασιληάς τα έχει όλα έτοιμα, Άρχοντά μου, και σας εύχεται καλό ταξίδι,» είπε ο Μάηραν. «Οι δώδεκα μαχητές σας σας περιμένουν στο πλοίο που μας παραχώρησε ο Μεγαλειότατος. Ταχύπλους ονομάζεται το σκάφος και είναι τρικάταρτο, κι εξοπλισμένο με τρεις κρυφούς οξυβόλους καταπέλτες, σε περίπτωση που τους χρειαστούμε.»
«Ωραία,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ. «Πολύ ωραία.» Θηκάρωσε το σπαθί στη ζώνη του. Ήταν ντυμένος ταξιδιωτικά: φορούσε απλό, λευκό πουκάμισο και από πάνω χοντρό, δερμάτινο πανωφόρι· μαύρο, πέτσινο παντελόνι με λουριά· ψηλές, μελανές και σφιχτές μπότες· και σκούρα-μπλε κάπα, με την κουκούλα ριγμένη πίσω. Στα δεξιά του βρίσκονταν ακουμπισμένοι στο πάτωμα δύο μεγάλοι σάκοι, όπου ο ακρίτης είχε συγκεντρώσει όλα τα πράγματα που πίστευε ότι θα του φαίνονταν απαραίτητα· τον θρόνο μαντείας τον είχε αφήσει πίσω, δυστυχώς, γιατί έκρινε πως θα τον βάραινε πολύ στο ταξίδι του.
Η Ρικνάβαθ ήταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα, κοντά στο μισάνοιχτο παράθυρο, μην αντέχοντας τη ζέστη του τζακιού το οποίο ο Βάνμιρ είχε επιμείνει ν’ανάψει. Ήταν ντυμένη με το ελαφρύ λευκό φόρεμα και τα σανδάλια που φορούσε και το πρωί· τα υπόλοιπά της πράγματα (ρούχα κυρίως, και μερικά όπλα) τα είχε χωρέσει σε έναν σάκο μικρότερο από αυτούς του ακρίτη του Ράλτον. Τα μαύρα της μαλλιά τα είχε δέσει κότσο πίσω απ’το κεφάλι της.
«Ρικνάβαθ, είσαι έτοιμη;» ρώτησε ο Βάνμιρ.
Η Καρμώζ σηκώθηκε, παίρνοντας το σάκο της στον ώμο. «Ναι. Φεύγουμε;»
Ο Βάνμιρ ένευσε. Ύστερα, δίστασε λίγο. «Όχι,» είπε. «Πρώτα, θα μιλήσω στον Ρόλμαρ. Και μάλιστα…» συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος, «απορώ πώς δεν τον έχω δει ακόμα. Εκείνος έλεγε πως ήθελε νάρθει μαζί μου.»
«Κι εσύ διαφωνούσες,» του θύμισε η Ρικνάβαθ.
«Ναι, αλλά τι τον έκανε ν’αλλάξει γνώμη; Δε σου φαίνεται αλλόκοτο; Ο Ρόλμαρ είναι πολύ ισχυρογνώμων· μέχρι αηδίας, συνήθως…»
Η Καρμώζ ανασήκωσε τους ώμους. «Τι να σου πω; Δεν τον ξέρω τον αδελφό σου.»
«Είναι ακριβώς έτσι, πίστεψέ με.»
«Και τι θα γίνει τώρα; Θα φύγουμε ή όχι;»
«Θα πάω να τον αποχαιρετήσω πρώτα. Περίμενε εδώ. Κι εσύ το ίδιο, Μάηραν.»
Η Ρικνάβαθ ένευσε, ενώ ο πολεμιστής είπε: «Όπως επιθυμείτε, Άρχοντά μου.»
Ο Βάνμιρ βγήκε απ’το δωμάτιό του και πήγε στο δωμάτιο του Ρόλμαρ, μέσα στον Πύργο των Ξένων. Χτύπησε αρκετές φορές, μα κανείς δεν του άνοιξε. Προφανώς, ο αδελφός του δεν ήταν εκεί. Θα είναι στα διαμερίσματα της Λιόλα, τότε. Η Πριγκίπισσα είχε πει ότι τον ήθελε. Ο Βάνμιρ έφυγε, βαδίζοντας γρήγορα και ζητώντας κατευθύνσεις από τους υπηρέτες.
Σύντομα, έφτασε στην εξώθυρα των διαμερισμάτων της Πριγκίπισσας-Διαδόχου του Νόρβηλ, και μια πολεμίστρια που στεκόταν εκεί κοντά τού φώναξε: «Με συγχωρείτε, Άρχοντά μου. Πού πηγαίνετε;»
«Θα ήθελα να μάθω αν ο αδελφός μου είναι μέσα.»
«Ποιος είναι ο αδελφός σας;»
«Ο Ρόλμαρ του Ράλτον. Εγώ είμαι ο Βάνμιρ.»
«Μέσα νομίζω ότι είναι, Άρχοντά μου.»
«Ευχαριστώ.»
Ο Βάνμιρ χτύπησε, δυνατά, την εξώθυρα. «Ρόλμαρ! Εγώ είμαι!»
Βιαστικά βήματα ακούστηκαν να έρχονται, και η πόρτα άνοιξε. Για ν’αποκαλύψει την Πριγκίπισσα Λιόλα, ντυμένη με μια μακριά, μπλε ρόμπα με κεντήματα. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και χύνονταν στους ώμους της.
«Βάνμιρ,» χαιρέτησε.
«Θα μπορούσα να μιλήσω στον Ρόλμαρ;»
«Κοιμάται,» αποκρίθηκε η Λιόλα. «Όμως μου είπε να σου πω ότι δε θα έρθει, τελικά, μαζί σου.»
«Δε θα έρθει;… Τι του άλλαξε γνώμη, Πριγκίπισσα;»
«Το συζητήσαμε, και πήρε την απόφασή του. Αλλά γιατί ρωτάς; Τον χρειάζεσαι μαζί σου;»
«Φυσικά και όχι,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ. «Όπως του είχα πει, δεν ήθελα να έρθει· και εξακολουθώ να μη θέλω. Απλά, μου φαίνεται παράξενη αυτή η ξαφνική αλλαγή. Ο Ρόλμαρ είναι συνήθως πολύ ισχυρογνώμων, Πριγκίπισσα.»
Η Λιόλα αναποδογύρισε τα μάτια, θεατρικά. «Ναι, το ξέρω. Κόντεψα να παραφρονήσω, μέχρι να τον πείσω πως δεν είχε καμία δουλειά στη Λιάμνερ-Κρωθ· αλλά, στο τέλος, συμφώνησε.» Χαμογέλασε.
«Αγαπάς τον αδελφό μου, Πριγκίπισσα;»
Η Λιόλα ένευσε, σιωπηλά.
«Ξέρεις, παλιά δεν είχα και τόσο καλή γνώμη για σένα…»
«Ούτε κι εγώ για σένα, Βάνμιρ.»
Γέλασαν.
«Αλλά αυτό έχει αλλάξει,» δήλωσε ο Βάνμιρ. «Δεν ξέρω πώς, όμως έχει αλλάξει· και δε λέω ψέματα.»
«Κι εγώ το ίδιο αισθάνομαι,» παραδέχτηκε η Λιόλα, κοκκινίζοντας, σαν το θέμα να την έφερνε σε αμηχανία. «Άλλωστε, σε λίγο καιρό θα γίνεις ανδράδελφός μου. Επίσης, σ’ευχαριστώ πολύ για όλα όσα έκανες. Δε θα τα ξεχάσω.» Τον αγκάλιασε και φίλησε το μάγουλό του. «Να προσέχεις εκεί, στη Λιάμνερ-Κρωθ. Και να μην εμπιστεύεσαι τον Φανλαγκόθ στα πάντα.»
«Το υπόσχομαι, Πριγκίπισσα. Κι εσύ να προσέχεις τον εαυτό σου, και τον αδελφό μου. Και τον πατέρα σου, το Βασιληά. Ξέρεις πώς είναι όταν ο Ράζλερ προσπαθεί να σε κοροϊδέψει· προειδοποίησέ τον, αν δεις ότι… χάνει τον έλεγχο.»
«Ναι. Έχω αρχίσει να αισθάνομαι πολύ σοφή, εξάλλου.»
«Μην το πάρεις επάνω σου, Πριγκίπισσα,» είπε ο Βάνμιρ, γελώντας. «Αντίο, και εις το επανιδείν.»
«Εις το επανιδείν, Βάνμιρ.»
Ο ακρίτης έφυγε και βάδισε προς τον Πύργο των Ξένων. Αισθανόταν πολύ χαρούμενος που ο Ρόλμαρ είχε αποφασίσει να φανεί λογικός, για μια φορά στη ζωή του. Πού ξέρεις; ίσως να του γίνει συνήθεια! συλλογίστηκε. Και τότε, δε θα χρειάζεται να τον βοηθάω συνεχώς! Περίεργο, όμως, το γεγονός ότι άλλαξε γνώμη τόσο γρήγορα… Αλλά, απ’την άλλη, λένε πως ο έρωτας κάνει μαγικά· και υποθέτω ότι είναι ερωτευμένος με την Πριγκίπισσα. Ίσως αυτό να έσπασε το ξόρκι που είχε υφάνει η Ρουζβάνη επάνω του.
Φτάνοντας στο δωμάτιό του, βρήκε εκεί τη Ρικέλθη και τον Έζβαρ να τον περιμένουν, μαζί με τη Ρικνάβαθ και τον Μάηραν.
«Σκεφτόσουν να φύγεις χωρίς να μας χαιρετήσεις;» τον πείραξε η θεία του.
«Μα, σας χαιρέτησα, πριν…»
«Θέλουμε κι άλλο!» Η Ρικέλθη πλησίασε και τον αγκάλιασε. «Να έχεις καλό ταξίδι, Βάνμιρ· και να είσαι πολύ, πολύ, πολύ προσεχτικός, εντάξει;»
«Ναι, το υπόσχομαι,» είπε εκείνος. «Δώσε τους χαιρετισμούς μου και στον Χάφναρ. Και στη θεία Φερνάλβιν, όταν τη δεις.»
Τα μάτια της Ρικέλθης γυάλισαν στην αναφορά του ονόματος της προγονής της. «Θα το πω στον Χάφναρ. Όσο για τη Φερνάλβιν, αυτή έχει τον άντρα της, για να την ενημερώνει.»
Ο Βάνμιρ γέλασε. «Θεία, ποτέ δε μαθαίνεις τίποτα.»
«Δεν έχεις δίκιο,» αποκρίθηκε εκείνη. «Ο Έζβαρ προσπαθεί να μου μάθει ξιφομαχία.»
«Κύριε Έζβαρ,» είπε ο Βάνμιρ, «το έχετε σκεφτεί καλά αυτό που πάτε να κάνετε;»
«Χα-χα-χα-χα!» Ο Έζβαρ πλησίασε. «Έχω κι εγώ τις ίδιες ανησυχίες μ’εσένα, μη νομίζεις.» Του έδωσε το χέρι του. «Καλό ταξίδι, Άρχοντά Βάνμιρ.» Ο ακρίτης αντάλλαξε μια δυνατή χειραψία μαζί του. «Και να θυμάσαι όσα σου είπα: Ορισμένα πράγματα είναι καλύτερα να μην τα ξέρει κανείς.»
Ο Βάνμιρ ένευσε. «Θα προσπαθήσω να το κρατήσω τούτο στο μυαλό μου, κύριε Έζβαρ.
»Τώρα,» είπε προς όλους, «προτού με πάρουν τα ζουμιά, καλύτερα να πηγαίνουμε· γιατί δεν έχω συνηθίσει σε τόσο καλή μεταχείριση, και μου κακοφαίνεται.» Είδε τη Ρικνάβαθ να του χαμογελά πλατιά.
«Πάντοτε καλά σού φερόμασταν, αλλά δεν το είχες προσέξει,» τόνισε η Ρικέλθη, ακουμπώντας τον ώμο του και φιλώντας το μάγουλό του.
«Εις το επανιδείν, θεία.» Ο Βάνμιρ στράφηκε και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του. Η Ρικνάβαθ και ο Μάηραν τον ακολούθησαν, η πρώτη κουβαλώντας το σάκο της στον ώμο, ενώ ο δεύτερος κουβαλώντας τους δύο μεγάλους του ακρίτη, καθώς και τους τρεις με τα κομμάτια ουρανόλιθου.
«Θα πάρω εγώ τα μισά, Μάηραν,» είπε ο αυτοεξόριστος Άρχοντας του Ράλτον.
«Δε χρειάζεται, Άρχ–!»
«Μην αρχίσουμε πάλι τα ίδια.» Ο Βάνμιρ πήρε τους δικούς του σάκους και άφησε στον Μάηραν εκείνους με τα κομμάτια ουρανόλιθου.
«Λοιπόν, βλέπεις;» είπε στη Ρικνάβαθ, λίγο παρακάτω, «πρέπει πρώτα να σώσεις το Βασίλειο, για να σε συμπαθήσουν οι συγγενείς σου.»
Η Καρμώζ γέλασε· μετά, αποκρίθηκε, κάπως θλιμμένα: «Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να σώσω το Βασίλειό μου.»
Ο Βάνμιρ πέρασε το αριστερό του χέρι γύρω απ’τη μέση της. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί…»
«Θυμάσαι που σου είπα ότι είδα ένα παράξενο όνειρο;»
«Εκείνο με την τρομακτική σαύρα που ανοιγόκλεινε τα μάτια;»
«Ναι. Νομίζω ότι υπήρχε κάποια σχέση με τους δικούς μου, στη Βόρεια Βάλγκριθμωρ.»
«Να, λοιπόν, η ευκαιρία σου να σώσεις το Βασίλειο, Πριγκίπισσα των Καρμώζ!» είπε ο Βάνμιρ, μειδιώντας και γυρίζοντας για να την κοιτάξει, καθώς κατέβαιναν τις σκάλες του Πύργου των Ξένων.
«Δεν ξέρω…» είπε η Ρικνάβαθ, σοβαρά· «εμένα, πάντως, με τρόμαξε, πολύ…»
Υψηλότατε, η σύζυγός σας βρίσκεται εδώ,» είπε ο υπηρέτης, κάνοντας μια υπόκλιση.
«Στην αίθουσα του θρόνου;» ρώτησε ο Ζάρναβ.
«Μάλιστα, Πρίγκιπά μου.»
«Πότε ήρθε.»
«Τώρα μόλις.»
Ο Ράζλερ δεν είπε ψέματα, λοιπόν, σκέφτηκε ο Ζάρναβ. «Σ’ευχαριστώ, υπηρέτη. Είναι κι ο γιος μου μαζί της; Ο Άνγκεδβαρ;»
«Μάλιστα, Υψηλότατε, καθώς επίσης κι ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ.»
«Ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ!»
«Μάλιστα.»
Αυτό δεν μας το είχε πει ο Φανλαγκόθ! «Πώς βρέθηκε εδώ;»
«Δε γνωρίζω, Πρίγκιπα μου· σας είπα: μόλις έφτ–»
«Εντάξει, μπορείς να πηγαίνεις. Ενημέρωσέ τους ότι θα κατεβώ αμέσως.»
«Όπως επιθυμείτε, Υψηλότατε.» Ο υπηρέτης υποκλίθηκε και έφυγε.
Ο Ζάρναβ έκλεισε την πόρτα των διαμερισμάτων του και πήρε τις μπότες του από τη γωνία όπου τις είχε αφήσει. Κάθισε στον καναπέ και τις φόρεσε. Ο Άρχοντας Άραντιρ εδώ… Γιατί κατέβηκε από το Ράλτον; Το μήνυμα για τον Ρόλμαρ δεν έφτασε ποτέ εκεί· κι επιπλέον, ακόμα κι αν είχε φτάσει, ο Φύλακας δε θα είχε προλάβει να έρθει τόσο γρήγορα, νομίζω. Σηκώθηκε και άρπαξε τον μανδύα του από την κρεμάστρα, φορώντας τον στους ώμους, καθώς έβγαινε.
Διασχίζοντας τους διαδρόμους του Παλατιού των Δεκαεννέα Πύργων, ο Πρίγκιπας Έπαρχος της Έριγκ πήγε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, για να βρει εκεί αρκετούς ανθρώπους συγκεντρωμένους· το βλέμμα του, όμως, καρφώθηκε αμέσως στη Φερνάλβιν και στον Άνγκεδβαρ, οι οποίοι κάθονταν στο δεξί τραπέζι. Η Έπαρχος έμοιαζε άσχημα χτυπημένη· ο Ζάρναβ μπορούσε να δει έναν επίδεσμο στον δεξή της βραχίονα, καθώς και ένα έμπλαστρο στο κεφάλι της, που φαινόταν τραυματισμένο από την αριστερή μεριά.
Παραμερίζοντας έναν υπηρέτη, πλησίασε. «Φερνάλβιν! Άνγκεδβαρ! Τι συνέβη;»
«Μας είχαν στήσει παγίδα, πατέρα,» είπε ο γιος του, και η Έπαρχος έγνεψε καταφατικά, προσθέτοντας: «Αυτό το σκυλί, ο Μόρντεναρ. Λατρεύει τον Άνκαραζ, και δε φαίνεται πρόθυμος ν’αλλάξει τα πιστεύω του.»
«Σου είπε ο Άργκελ τι προβλέπεται για την Έριγκ;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Φερνάλβιν. «Τι προβλέπεται για την Έριγκ;» Κοίταξε τον Ζάρναβ παραξενεμένη και, ύστερα, τον Άργκελ, ο οποίος αναστέναξε και κατέβηκε από τον Ουρανολίθινο Θρόνο, του οποίου η πλάτη είχε κοντύνει από τα τελευταία γεγονότα.
«Θα τα λέγαμε και αυτά, Φερνάλβιν. Αλλά θέλω, πρώτα, να μας πεις τι ακριβώς συνέβη εκεί, στη Σέρνιντοκ.» Ο Βασιληάς ζύγωσε το τραπέζι και κάθισε.
«Θυμάσαι τον Σάλκερμιρ, τον ιερέα του Άνκαραζ;» ρώτησε η Φερνάλβιν.
«Ο Σάλκερμιρ δεν ξεχνιέται εύκολα. Μη μου πεις ότι–»
Η Κεντροφύλαξ κατένευσε. «Ναι, είναι στη Σέρνιντοκ, με τον Μόρντεναρ, και είμαι βέβαιη πως σκοπεύουν να εξαπλώσουν τη θρησκεία του Άνκαραζ μ’αυτή την αφορμή που βρήκαν –αυτόν τον Εχθρό που λένε ότι κρύβεται εδώ, στο βασιλικό παλάτι. Ο Ζάρναβ, σίγουρα, θα σου μίλησε σχετικά….»
«Μου μίλησε, και θα σου εξιστορήσουμε μετά τι συνέβη, διότι είναι, πραγματικά, πολλά πράγματα που πρέπει να μάθεις.» Στράφηκε στον Άραντιρ. «Άρχοντά μου, πού συναντήσατε την Έπαρχο;»
«Στην κεντρική δημοσιά, Μεγαλειότατε,» απάντησε εκείνος, ενώ ο Ζάρναβ έπαιρνε μια καρέκλα και καθόταν, γνέφοντας σε μια υπηρέτρια ότι δεν ήθελε κρασί. «Την καταδίωκαν μαχητές απ’τη Σέρνιντοκ. Η Έπαρχος ήταν… πολύ βαριά τραυματισμένη.»
«Ναι,» είπε η Φερνάλβιν. «Αν δεν ήταν ο Άρχοντας Άραντιρ, Μεγαλειότατε, θα μας είχαν σκοτώσει. Απ’όλη μου τη συνοδεία μονάχα εγώ, ο Άνγκεδβαρ, και ένας ιππέας γλίτωσε. Η παγίδα του Μόρντεναρ ήταν καλοστημένη. Μας τόξεψαν βόρεια και νότια, από τις πλαγιές· έπειτα, ιππείς κατέβηκαν, εφορμώντας.»
«Δύσκολη κατάσταση,» έκρινε ο Άργκελ, και δε μιλούσε τυχαία· είχε κι αυτός ζήσει τους άγριους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ, και ήξερε από μάχες. «Τώρα, όμως, πρέπει να με ακούσετε προσεχτικά κι οι δυο σας, Έπαρχε και Άρχοντά μου–»
«Συγνώμη, Μεγαλειότατε,» τον διέκοψε ο Άραντιρ, πράγμα που φάνηκε πως δεν άρεσε και τόσο στον Άργκελ, αν έκρινε κανείς από την έκφρασή του και την ξαφνική γυαλάδα στα μάτια του (ποτέ δεν του άρεσε να τον διακόπτουν), «αλλά θα ήθελα πρώτα να μάθω τι συνέβη στον γιο μου, Ρόλμαρ.»
«Θα φτάσω και σ’αυτό, Άρχοντά μου· γιατί, πιστέψτε με, δεν είναι ξέχωρο από τα υπόλοιπα γεγονότα που θα σας διηγηθώ.» Και άρχισε να μιλά για όσα είχαν συμβεί: Για το πώς ήρθε ο Βάνμιρ στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων· για το τι διαδραματίστηκε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου· για το πώς γλίτωσε η (απούσα επί του παρόντος) Πριγκίπισσα Λιόλα από την επιρροή του Ράζλερ που την είχε κοροϊδέψει· για το πώς κουβέντιασε ο ίδιος ο Βασιληάς και οι υπόλοιποι με τον Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ, και για το ποιες αποφάσεις πάρθηκαν· και τέλος, για το πώς ο Ράζλερ επανέφερε τον δολοφόνο Νεκρομέμνονα από τους νεκρούς.
«Ο Βάνμιρ και η Ρικνάβαθ, Άρχοντά μου Άραντιρ, έφυγαν πριν από λίγο,» τελείωσε ο Άργκελ· «δυστυχώς, δεν προλάβατε να δείτε το γιο σας.»
«Μου αρκεί που κι οι δυο τους είναι καλά, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε ο Φύλακας του Ράλτον, αλλά ένα σκοτείνιασμα πέρασε απ’τα μάτια του, και κοίταξε την επιφάνεια του τραπεζιού, σκεπτικός, σαν να μετάνιωνε για κάτι ή σαν να καταριόταν σιωπηλά τους θεούς.
«Πώς το ξέρουμε ότι όλα όσα είπε ο Φανλαγκόθ είναι αλήθεια, Μεγαλειότατε;» ρώτησε η Φερνάλβιν, η οποία αισθανόταν θυμωμένη μ’αυτό που είχε συμβεί σχετικά με τον Νεκρομέμνονα, και όχι μόνο: η εκστρατεία του Μόρντεναρ κατά της Έριγκ ήταν κάτι που την εξόργιζε ακόμα περισσότερο… αν αλήθευε.
«Κατ’αρχήν, μία από τις προβλέψεις του αποδείχτηκε σωστή: Επέστρεψες ζωντανή, μαζί με τον Άνγκεδβαρ, αν και τραυματισμένη. Ο Φανλαγκόθ, όμως,» πρόσθεσε ο Άργκελ, κοιτάζοντας ερευνητικά τη Φερνάλβιν, «μας είπε, επίσης, και κάτι ακόμα… ότι ο Άνκαραζ σε βοήθησε να γλιτώσεις από το θάνατο. Ισχύει;»
Τι τερατούργημα είναι αυτός ο Φανλαγκόθ; σκέφτηκε η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ. Πώς το ήξερε τούτο; Ακόμα αισθανόταν ότι δεν είχε καταλάβει τίποτα για τη φύση του· ο Βασιληάς τής είχε μιλήσει πολύ ξαφνικά. Τόσες πολλές αλλόκοτες πληροφορίες ο εγκέφαλός της δυσκολευόταν να τις δεχτεί.
Και τι να έλεγε περί του Άνκαραζ; Να παραδεχόταν ότι την είχε βοηθήσει; Ναι… γιατί όχι; Ήδη το είχε πει στον Άραντιρ, και ήδη οι υπόλοιποι το ήξεραν από τα λόγια του Φανλαγκόθ. Αν το αρνείτο, απλά θα την υποπτεύονταν.
«Ισχύει,» δήλωσε. «Αλλά δεν τον υπηρετώ. Ούτε θα τον αφήσω να καταστρέψει την Έριγκ, φυσικά! Νομίζω ότι με έσωσε για χάρη του παλιού καιρού, στη Φεν εν Ρωθ. Τον είχαμε υπηρετήσει καλά, τότε…»
«Κι ο Φανλαγκόθ το ίδιο μας είπε,» αποκρίθηκε ο Άργκελ. «Κι επίσης, πρόσθεσε πως ο Πολέμαρχος σέβεται τους καλούς πολεμιστές, διότι ξέρει ότι μόνο αυτοί μπορούν να του δώσουν την αιματοχυσία που επιθυμεί.»
«Αλλά δε θα λάβει. Γιατί βρίσκομαι εγώ εδώ, ζωντανός.»
«Κύριε Νεκρόμεμνον,» είπε ο Άργκελ, στρέφοντας το βλέμμα του στον νεκρενοικημένο δολοφόνο. «Παρακαλώ, καθίστε.»
Ο Νεκρομέμνων κάθισε, σιωπηλά.
«Επικοινώνησε ξανά μαζί σας;» τον ρώτησε ο Άργκελ.
«Όχι, Μεγαλειότατε,» απάντησε ο δολοφόνος, «αλλά ξέρω τι θέλει από εμένα: Θέλει να σκοτώσω κάποια σημαντικά πρόσωπα ανάμεσα στους υπηρέτες του Άνκαραζ.»
«Τον Μόρντεναρ;» είπε η Φερνάλβιν.
Ο Νεκρομέμνων την κοίταξε σαν να μην την ήξερε. «Πιθανώς, Αρχόντισσά μου, αν αυτός που αναφέρατε είναι κάποιος αρχηγός τους.»
«Είναι.»
«Αλλά, σίγουρα, δεν είναι ο μόνος,» τόνισε ο Άργκελ. «Αναρωτιέμαι σε πόσα σημεία του Βασιλείου μου έχει πιστούς ο Πολέμαρχος…» Ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα, προβληματισμένος.
«Ο Φανλαγκόθ θα μπορεί να μας πει, δε θα μπορεί;» είπε η Πριγκίπισσα Νιρκένα.
«Ναι, ίσως…»
«Γιατί δε μιλάει τώρα;» είπε ο Πρίγκιπας Νόρβορ. «Γιατί είναι σιωπηρός;»
«Μάλλον, θα έχει τους λόγους του,» αποκρίθηκε ο Άργκελ.
«Ή ίσως να παίζει μαζί μας,» πρόσθεσε, έντονα, ο Ζάρναβ.
«Τα είπαμε αυτά,» τόνισε η Νιρκένα, στρεφόμενη να τον κοιτάξει: «θα πάρουμε από τον Φανλαγκόθ ό,τι μας δίνεται και ό,τι μπορούμε, και θα του προσφέρουμε ανάλογα ανταλλάγματα. Δε συμφέρει να τον έχουμε για εχθρό.»
«Είναι, πάντως, περίεργα αυτά που ισχυρίζεται,» είπε η Φερνάλβιν. «Υποστηρίζει ότι είναι ένας από τους τελευταίους Ράζλερ, και ότι κατάγεται από τη νότια ήπειρο Οντον’γκόκι· αλλά, σας ρωτάω, ποιος έχει πλεύσει στην Οντον’γκόκι τα τελευταία χρόνια; Κανείς. Άρα, κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι ακριβώς συμβαίνει εκεί.»
«Έπαρχε,» είπε ο Έζβαρ, «και παλιότερα, πριν από την καταστροφή της ηπείρου, κανείς δικός μας άνθρωπος –αλλά ούτε και των Ρουζβάνων ή των Ρογκάνων– δεν ταξίδευε στην Οντον’γκόκι, διότι το κλίμα εκεί είναι τόσο θερμό, ώστε μόνο οι Ράζλερ να μπορούν να το αντέξουν. Το αντίστοιχο ισχύει στη βόρεια άκρη της Βάλγκριθμωρ, με τους Καρμώζ, λόγω του τρομερού ψύχους, όμως: Οι δικοί μας δεν έχουν τη δυνατότητα να πάνε σ’αυτά τα μέρη και να επιβιώσουν· μόνο οι ίδιοι οι Καρμώζ αντέχουν εκεί, και εκείνοι είναι που κατεβαίνουν, ορισμένες φορές, για να εμπορευτούν. Τέτοια ήταν και η επικοινωνιακή κατάσταση με την Οντον’γκόκι, μέχρι που μια στιγμή έπαψε κάθε επαφή μαζί της και καταστροφολογικές φήμες άρχισαν ν’ακούγονται σχετικά με την εν λόγω ήπειρο.»
«Αυτά γνωρίζουμε, τουλάχιστον,» είπε η Νιρκένα.
«Ωστόσο, αυτά δε μας αποδεικνύουν τα τρελά πράγματα που σας περιέγραψε ο Φανλαγκόθ,» επέμεινε η Φερνάλβιν.
«Το σίγουρο είναι ότι κάτι άσχημο συνέβη στην ήπειρο Οντον’γκόκι,» είπε ο Άργκελ. «Ακόμα κι αν τα γεγονότα δεν είναι ακριβώς έτσι όπως τα εξιστόρησε ο Φανλαγκόθ, πάλι δε θα απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα.»
«Εγώ, Βασιληά μου, δεν υποστηρίζω ότι ξέρω και πολλά για τούτα τα θέματα,» είπε ο Άραντιρ, «αλλά δεν σκεφτήκατε ότι ίσως ο Φανλαγκόθ να μην είναι αυτός που ισχυρίζεται πως είναι; Δηλαδή, να μην είναι καν Ράζλερ;»
Σιγή έπεσε για λίγο γύρω απ’το μεγάλο τραπέζι.
«Η υπόθεση του Άρχοντα Άραντιρ είναι κάθε άλλο παρά παράλογη,» είπε, τελικά, ο Ζάρναβ.
«Δεν μπορούμε, όμως, να διαπιστώσουμε αν ισχύει ή όχι,» αντιγύρισε ο Άργκελ. «Αλλά ας πούμε ότι ισχύει… και τι μ’ετούτο; Αλλάζει τίποτα;»
«Ο Φανλαγκόθ βγαίνει ψεύτης,» είπε ο Ζάρναβ.
«Και λοιπόν; Αυτός ο ψεύτης μόλις πριν από μερικές ώρες μάς αποκάλυψε ότι ο Μόρντεναρ προελαύνει προς την Έριγκ, μ’έναν στρατό δέκα χιλιάδων μαχητών! Το θεωρείς φρόνιμο, αδελφέ, να μην τον πιστέψουμε;»
«…Φυσικά και όχι,» παραδέχτηκε ο Ζάρναβ.
«Μεγαλειότατε,» παρενέβη η Αρχόντισσα Ρικέλθη, «θα μπορούσα να ρωτήσω αν έχουν αρχίσει οι στρατιωτικές προετοιμασίες, για την εκστρατεία μας εναντίον του Μόρντεναρ;»
«Έχουν αρχίσει, Αρχόντισσά μου,» απάντησε ο Άργκελ, «από το πρωί, ύστερα από τη συζήτησή μας με τον Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ.»
Και ακόμα δεν αποφάσισες να χρησιμοποιήσεις το στρατό που έχεις συγκεντρώσει έξω απ’τα τείχη!… σκέφτηκε ο Ζάρναβ, νιώθοντας εκνευρισμένος με την όλη πολιτική στάση του αδελφού του. Επιμένεις να τον στείλεις στον Σάρναλ! Τι είδους λογική υποδείκνυε στον Βασιληά Άργκελ να βοηθήσει έναν τρισκατάρατο τύραννο, αντί να ενισχύσει τις δικές του δυνάμεις εντός του Νόρβηλ; Αυτό είναι λάθος. Σχεδόν όλοι, εκτός από εκείνον και τη Νιρκένα, διαφωνούν. Ακόμα κι ο Νόρβορ, ο γιος του, διαφωνεί! Κάπως, πρέπει να τον μεταπείσουμε· πρόκειται περί τελείως ανόητης ενέργειας.
*
Ο Ρόλμαρ ξύπνησε, νιώθοντας το κεφάλι του βαρύ και μουδιασμένο. Με τα χέρια, έτριψε το πρόσωπό του, αλλά το βάρος και το μούδιασμα δεν έφυγαν. Τι στο Μαύρο Άνεμο…; Θυμόταν ότι είχε αποκοιμηθεί πολύ ξαφνικά, λες και κάτι να τον είχε χτυπήσει (!).
Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι, αναρωτούμενος τι ώρα ήταν. Στο γραφείο, είδε τη Λιόλα να κάθεται και να διαβάζει ένα βιβλίο, στηριζόμενο σε ξύλινο αναλόγιο. Έξω από το παράθυρο φαινόταν πως είχε νυχτώσει.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ρόλμαρ, αντιλαμβανόμενος ότι τα πράγματα ήταν κάθε άλλο παρά φυσιολογικά.
Η Λιόλα στράφηκε, παίρνοντας το βλέμμα της από τις σελίδες του βιβλίου. «Α, ξύπνησες…» χαμογέλασε.
«Τι ώρα είναι;» Ο Ρόλμαρ σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντυμένος μόνο με την περισκελίδα του.
«Νύχτα.»
«Γιατί δε με σήκωσες; Δεν είπαμε ότι–; Δεν έφυγε ο Βάνμιρ;»
«Έφυγε, νομίζω.»
«Τι!» Ο Ρόλμαρ ακόμα αισθανόταν το κεφάλι του βαρύ και μουδιασμένο, κι ακόμα θυμόταν ότι είχε αποκοιμηθεί κάπως απότομα. Είχε ακουμπήσει την κούπα με τον καφέ στο κομοδίνο, είχε μισοξαπλώσει, με την πλάτη στα μαξιλάρια, και… ο ύπνος τον είχε πάρει. «Μου έριξες υπνωτικό!» φώναξε.
«Κοιμήθηκες και είπα να μη σε–»
Ο Ρόλμαρ πλησίασε. «Λιόλα, ο καφές είχε υπνωτικό! Δε θα μ’έπαιρνε αλλιώς ο ύπνος! Γιατί στον Σάλ’γκρεμ’ρωθ το έκανες αυτό; Δεν είχαμε αποφασίσει ότι θα ερχόσουν στη Λιάμνερ-Κρωθ; Αν δεν ήθελες νάρθεις, ας μου το έλεγες. Εγώ θα πάω!»
Η Λιόλα σηκώθηκε από την καρέκλα. «Η απόφαση μας ήταν βιαστική. Καλύτερα να το ξανασκεφτούμε–»
«Να το ξανασκεφτούμε; Μου έριξες δηλητήριο!» φώναξε ο Ρόλμαρ, εξαγριωμένος.
«Δεν ήταν τίποτα το ισχυρό ή το βλαπτικό–»
«Κι επομένως, δεν πειράζει, ε;»
«Ρόλμαρ, ηρέμησε· δεν είπα–»
«Καλά, είσαι σοβαρή; Με ναρκώνεις για να μην πάω με τον αδελφό μου και θες να… ηρεμήσω;»
«Ο Βάνμιρ δεν ήθελε να τον συντροφεύσεις· μου το είπε.»
«Το είχατε σχεδιάσει μαζί, ώστε!»
«Δεν είχαμε χρόνο για να κάνουμε κάτι τέτοιο, και το ξ–!»
«Δηλαδή, αν είχατε, θα το κάνατε;»
«Δεν είπα αυτό. Σώπα λίγο και άκουσέ με! Ήσουνα ταραγμένος πριν· νόμιζα ότι θα ηρεμούσες τώρα, για να το συζητήσουμε το θέμα, και γιαυτό–»
«–με δηλητηρίασες!»
«Ένα απλό ναρκωτικό ήταν–»
Ο Ρόλμαρ τη χαστούκισε. Η Λιόλα γλίστρησε και έπεσε, παίρνοντας μαζί της το αναλόγιο και το βιβλίο, καθώς πήγε να πιαστεί από αυτό.
Να πάρει! είναι τραυματισμένη, θυμήθηκε ξαφνικά ο Άρχοντας του Ράλτον. «Συγνώμη,» είπε, σκύβοντας· «είχα ξεχάσει το πόδι–»
«Άφησέ με! Μπορώ να σηκωθώ μόνη μου!» αντιγύρισε εκείνη, σπρώχνοντας τον βραχίονά του.
Ο Ρόλμαρ την πήρε στα χέρια. «Το ξέρω, αλλά δε χρειάζεται να πιέζεις το πόδι σου.» Την πήγε ως το κρεβάτι και την άφησε εκεί. Ύστερα, άρχισε να ντύνεται, βιαστικά.
«Τι κάνεις; Πού θα πας;» τον ρώτησε η Λιόλα, ακουμπώντας στους αγκώνες.
«Όπου θέλω· και μην τολμήσεις να ξανακάνεις τα μαγικά σου επάνω μου, Πριγκίπισσα –αυτή ήταν η τελευταία φορά!»
«Ρόλμαρ, δεν είχα κακό στο μυαλό μου! Κάτσε σε μια καρέκλα· πρέπει να μιλήσουμε!»
«Βιάζομαι πολύ, για ν’ανοίξω κουβέντα.»
«Σκοπεύεις ν’ακολουθήσεις τον Βάνμιρ;»
«Αυτό είναι δική μου δουλειά.»
«Μου είπες ότι μ’αγαπάς. Ήταν ψέματα;»
«Δεν ήταν –τότε,» αποκρίθηκε ο Ρόλμαρ και, έχοντας ντυθεί, βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο.
Η Λιόλα κατέβηκε απ’το κρεβάτι και έτρεξε ως την πόρτα, αγνοώντας το τραυματισμένο της πόδι. «Στάσου, ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να σε πάρει! Στάσου! Μια στιγμή, να σου μιλήσω, και πήγαινε όπου θέλεις!»
Ο Ρόλμαρ σταμάτησε να βαδίζει προς την εξώπορτα των πριγκιπικών διαμερισμάτων και στράφηκε.
Για κάποια ώρα, κανείς τους δε μίλησε. Αλληλοκοιτάζονταν, διστάζοντας να αρχίσουν.
Τελικά, η Λιόλα έγλειψε τα χείλη και είπε: «Να μη σε περιμένω να επιστρέψεις;»
Ο Ρόλμαρ πέρασε τους αντίχειρές του στη ζώνη του κι αναστέναξε. Ατένισε το πάτωμα· ύστερα, ύψωσε το βλέμμα στην Πριγκίπισσα. «Όσα σου είπα στην αρχή, Λιόλα… εξακολουθούν να ισχύουν. –Αλλά, μα το Μαύρο Άνεμο, γιατί ήταν ανάγκη να το κάνεις αυτό;»
Γιατί νόμιζα ότι δε θα το καταλάβαινες, σκέφτηκε η Πριγκίπισσα, και θα συζητούσαμε ξανά για το όλο θέμα. Αλλά αποκρίθηκε: «Κι εγώ όσα είπα στην αρχή ισχύουν. Μπορώ να μας ετοιμάσω ένα πλοίο, και να φύγουμε απόψε. Μόνος σου, δεν ξέρεις αν θα βρεις καράβι το ίδιο γρήγορα.»
«Ελπίζω αυτό να μην είναι άλλο ένα κόλπο για να με ξαναναρκώσεις.»
Η Λιόλα ακούμπησε την πλάτη της στην κάσα της πόρτα και σταύρωσε τα χέρια μπροστά της. «Κοίτα, Ρόλμαρ, δεν ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω, τ’ομολογώ… Αλλά μη νομίζεις ότι το κάνω συχνά.»
«Ο Βάνμιρ το κάνει,» είπε εκείνος, πλησιάζοντας.
Η Λιόλα τον κοίταξε στο πρόσωπο. «Ποιο πράγμα;»
Ο Ρόλμαρ χαμογέλασε. «Ρίχνει διάφορα φίλτρα σε ανθρώπους. Σου έχω πει τη φορά που ο μικρός μας αδελφός, Άσιλθαρ, παραλίγο να σκάσει;»
«Όχι.»
«Λέω, καλύτερα, να μη σ’το πω.»
Η Λιόλα πίεσε την παλάμη της πάνω στο στέρνο του, σπρώχνοντάς τον. «Άι στον Σάλ’γκρεμ’ρωθ, άμα πιστεύεις ότι θα το δοκιμάσω επάνω σου!»
Ο Ρόλμαρ γέλασε. Και την αγκάλιασε. «Πριγκίπισσα,» είπε, «σε αγαπώ. Όμως, αν μου ξανακάνεις τα μαγικά που σου έμαθε ο δαιμονισμένος Ράζλερ, θα σε πνίξω, κι ας με καρατομήσουν μετά.»
Η Λιόλα τον φίλησε στα χείλη. «Θες να συζητήσουμε πάλι το ταξίδι στη Λιάμνερ-Κρωθ;» ρώτησε.
Τα μάτια του Ρόλμαρ στένεψαν, απειλητικά. «Όχι.»
«Τότε, καλύτερα να μην καθυστερούμε, ε;»
«Ναι· αρκετά μας καθυστέρησες…»
«Δε θα με συγχωρήσεις γι’αυτό;»
«Ίσως και να–»
Η εξώθυρα των διαμερισμάτων χτύπησε. «Πριγκίπισσά μου; Είναι ο Άρχων Ρόλμαρ του Ράλτον μέσα, μαζί σας;» ακούστηκε η φωνή της φρουρού.
Η Λιόλα ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά· ο Ρόλμαρ κατένευσε, οπότε εκείνη είπε προς την πόρτα: «Ναι, εδώ είναι.»
«Ο πατέρας του, Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ του Ράλτον, τον ζητά.»
*
«Δεν είναι παράλογο, Φερνάλβιν;»
Η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ ήταν ξαπλωμένη στο μεγάλο κρεβάτι, ενώ ο Ζάρναβ έκανε πέρα-δώθε μέσα στο δωμάτιο, ακόμα ντυμένος. Η σκηνή ετούτη τής θύμιζε μια άλλη, παλιότερη, στην Έριγκ, όπου εκείνη ήταν που έκανε πέρα-δώθε και ο σύζυγός της βρισκόταν ξαπλωμένος.
«Κι εμένα παράλογο μού φαίνεται, αλλά δε νομίζεις ότι ο Άργκελ θα έχει τους λόγους του;» Η Φερνάλβιν είχε μάθει τον Βασιληά πολύ καλά στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ, και δεν πίστευε ότι μπορεί να ήταν τόσο ανόητος, ώστε να έπραττε κάτι ασύμφορο για το Νόρβηλ.
«Ίσως· δεν ξέρω. Ναι, μάλλον. Ναι, θα έχει λόγους. Αλλ’αυτό δε μου λέει τίποτα, Φερνάλβιν! Γιατί μας τους κρύβει;»
«Θα έχει τους λόγους του.»
«Κι άλλους λόγους; Λόγους που μας κρύβει τους λόγους για τους οποίους θα στείλει βοήθεια στον Σάρναλ;»
«Ναι…»
«Εμένα με ενοχλεί· εσένα δε σε ενοχλεί;»
Η Φερνάλβιν αναστέναξε. «Μ’ενοχλούν άλλα πράγματα περισσότερο. Η επικείμενη επίθεση στην Έριγκ, για παράδειγμα.»
«Κι εμένα μ’ενοχλεί αυτό,» παραδέχτηκε ο Ζάρναβ, παύοντας να κάνει πέρα-δώθε και καθίζοντας στην άκρη του κρεβατιού. «Αλλά είναι άμεσα σχετιζόμενο με την αποστολή στρατού στο Ένρεβηλ. Ό,τι δε σταλεί εκεί θα πάει στην Έριγκ.»
«Αφού ο Άργκελ λέει ότι δε χρειάζεται το στρατό έξω από τα τείχη, τότε δε θα τον χρειάζεται. Πες μου κάτι άλλο, όμως, Ζάρναβ: Ο Νεκρομέμνων δε θα σκοτώσει τη Ρικέλθη; Τι του είπε ο Φανλαγκόθ;»
«Αγάπη μου, δεν είναι ώρα τώρα για να το σκεφτόμαστε αυτό! Όμως, ναι, νομίζω πως ο Φανλαγκόθ τού είπε να μην τη σκοτώσει. Και, μάλιστα, την έβαλε να του βρει κάτι που χρειαζόταν: κάποια κομμάτια ουρανόλιθου τα οποία ήταν στα υπόγεια του Καθεδρικού Ναού του Βάνραλ.»
«Και τι σχέση είχε η Ρικέλθη μ’αυτά;» συνοφρυώθηκε η Φερνάλβιν.
«Ένας ξάδελφός της είναι ιερέας, είπε.»
«Δε μ’αρέσει τούτο… Αυτός ο Φανλαγκόθ, όποιος κι αν είναι τελικά, φαίνεται να συμπαθεί εκείνη περισσότερο από εμένα.»
«Δε νομίζω ότι τον απασχολεί η διαμάχη σας.»
«Τότε, γιατί να σώσει τη Ρικέλθη από τον Νεκρομέμνονα;»
«Επειδή τη χρειαζόταν για τα κομμάτια ουρανόλιθου.»
«Δεν τη χρειάζεται πλέον.»
Ο Ζάρναβ ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως· ή ίσως και να τη χρειάζεται, για κάποιον άλλο λόγο. Δεν ξέρω.» Σηκώθηκε. «Θα πάω να μιλήσω στη Νιρκένα.»
«Γιατί;»
«Για το θέμα της αποστολής στρατευμάτων στον Σάρναλ.»
«Ζάρναβ, δε θα συμφωνήσει.»
«Ακόμα και να μη συμφωνήσει, μπορεί, τουλάχιστον, να μου πει, επιτέλους, γιατί ο Άργκελ κάνει ό,τι κάνει. Οι δυο τους, συνεχώς, σχεδιάζουν και δε λένε τίποτα σε κανέναν άλλο. Συνήθως, δε με πειράζει, αλλά, ορισμένες φορές –σαν κι ετούτη–, είναι ενοχλητικό, Φερνάλβιν!» Βάδισε ως την πόρτα. «Δε θ’αργήσω.»
«Μην τσακωθείς.»
«Θα προσπαθήσω.»
Ο Ζάρναβ βγήκε από τα πριγκιπικά του διαμερίσματα και βάδισε μέσα στον Βασιλικό Πύργο, όπου βρίσκονταν τα δωμάτια του Βασιληά και της οικογένειάς του, των συμβούλων, ορισμένων σημαντικών στρατιωτικών, και των υπηρετών που φρόντιζαν για την καθαριότητα του πύργου, το φαγητό, και ό,τι άλλο χρειαζόταν. Ο Πρίγκιπας ήξερε πολύ καλά τα περισσότερα μέρη μέσα στο παλάτι, έτσι εύκολα έφτασε στα διαμερίσματα της αδελφής του, Πριγκίπισσας Νιρκένα.
«Καλησπέρα, Υψηλότατε,» του είπε ένας φρουρός στον διάδρομο.
«Καλησπέρα,» απάντησε εκείνος. «Είναι η αδελφή μου μέσα;»
«Μάλιστα, Υψηλότατε· και ο αδελφός σας, επίσης.» (Ωωωχχχ… Ήταν ανάγκη;) «Πρέπει να έχουν κάτι να συζητήσουν.» Ό,τι κι αν συζητάνε, θ’αλλάξουν θέμα· θα μιλήσουμε για τον Σάρναλ!
Ο Ζάρναβ έγνεψε στον φρουρό και συνέχισε προς την πόρτα των διαμερισμάτων της Νιρκένα. Και ήθελα, ρε γαμώτο, να τη βρω μόνη της. Τώρα, πάλι τα ίδια θα έχουμε… Άπλωσε το χέρι, για να πιάσει το πόμολο, αλλά, στιγμιαία, δίστασε. Θάχει νόημα; αναρωτήθηκε, ή να τ’αφήσω καλύτερα; Αν, όμως, τ’αφήσω, πότε θα τους μιλήσω πάλι; Θα πρέπει να περιμένω το επόμενο βράδυ, ή το μεσημέρι, αν είμαι τυχερός. Γιατί, στην αίθουσα του θρόνου, δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη. Χμμμ. Επιπλέον, ίσως να με συμφέρει να τους μιλήσω μαζί –εκείνοι κι εγώ. Ίσως να ξεφύγει κάτι στον έναν από αυτούς και, μετά, ο άλλος ν’αναγκαστεί να μιλήσει πιο ανοιχτά. Έχω πια βαρεθεί τις συνωμοσίες τους· από παλιά έτσι ήταν!
Ο Ζάρναβ έπιασε το πόμολο, αποφασιστικά. Δε θα φύγω, αν δε μου εξηγήσουν ικανοποιητικά τι τρέχει, υποσχέθηκε στον εαυτό του, και άνοιξε, μπαίνοντας στο καθιστικό των διαμερισμάτων και βλέποντας ότι ήταν άδειο. Από το βάθος άκουσε ομιλίες. Στο υπνοδωμάτιο είναι; Προχώρησε, γρήγορα, προς τα εκεί και άνοιξε –για να σταματήσει απότομα, σαστισμένος.
Επάνω στο μεγάλο κρεβάτι βρίσκονταν ξαπλωμένοι δύο ημίγυμνοι άνθρωποι, ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο αδελφός του και η αδελφή του!
Ο Ζάρναβ τούς κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, σφίγγοντας το πόμολο της πόρτας μέσα στη γροθιά του. Ο Άργκελ και η Νιρκένα τον ατένισαν παρομοίως.
«Πείτε μου ότι ξέρατε ότι θα έρθω και, και…!» τραύλισε ο Πρίγκιπας.
Ο Άργκελ άρπαξε ένα ασημένιο κηροπήγιο και το εκτόξευε καταπάνω του. Ο Ζάρναβ έσκυψε, και το κηροπήγιο προσέκρουσε στον τοίχο κι εξοστρακίστηκε.
«Δεν έχεις μάθει να χτυπάς την πόρτα;» γκάριξε ο Βασιληάς, και σηκώθηκε από το κρεβάτι, αρπάζοντας τη ρόμπα του και φορώντας την.
Ο Ζάρναβ ορθώθηκε. «Είχα έρθει να μιλήσω στη Νιρκένα, και έμαθα ότι κι εσύ– Συμβαίνει καιρό αυτό το πράγμα;» Αισθανόταν το πρόσωπό του να έχει χλομιάσει. Ο αδελφός μου και η αδελφή μου… Βλέπω ψευδαισθήσεις; «Για ποιον το στήσατε αυτό το θέατρο; Για μένα;»
«Ζάρναβ, μη γίνεσαι παρανοϊκός,» είπε η Νιρκένα, τυλίγοντας το σεντόνι γύρω της, χωρίς να σηκωθεί. «Κι άλλη φορά να χτυπάς την πόρτα…»
«Νομίζω πως έχω ήδη γίνει παρανοϊκός!» Ο Πρίγκιπας πέρασε το χέρι μέσα στα μαλλιά του.
Ο Άργκελ γέμισε ένα ποτήρι κρασί. Ήπιε αργά, και στράφηκε στον αδελφό του. «Γι’αυτό το πράγμα που είδες εδώ απόψε δε θα πεις τίποτα.»
«…Συμβαίνει καιρό;»
«Ναι,» του είπε η Νιρκένα, «από παλιά.»
«Πώς…;» Ο Ζάρναβ κοίταξε μια εκείνη –το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει– και μια τον Άργκελ –η όψη του ήταν ανήσυχη. «Ποτέ δεν το είχα καταλάβει…»
«Χτυπούσες τις πόρτες, κάποτε,» είπε ο Βασιληάς.
«Το ξέρει αυτό η Ακάρθα;» ρώτησε ο Ζάρναβ.
Ο Άργκελ τον κοίταξε σαν να τον θεωρούσε ηλίθιο.
«Όχι, υποθέτω…» Ο Πρίγκιπας κούνησε το κεφάλι του, για να το ξεθολώσει και να θυμηθεί για ποιο λόγο είχε έρθει εδώ. «Για όνομα των θεών…!»
«Μην κάνεις σα να μας είδες να λατρεύουμε τον Σάλ’γκρεμ’ρωθ!» σφύριξε η Νιρκένα, μοιάζοντας να θυμώνει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, σέρνοντας το σεντόνι μαζί της. «Από όλους μας, μόνο εσύ δεν το ήξερες –και, μάλλον, ήταν καλύτερα έτσι.»
«Από όλους σας; Ποιους όλους σας;»
«Εσένα, εμένα, τον Άργκελ, και τον Ήλμον.»
«Εσύ κι ο Άργκελ θα ήταν λίγο δύσκολο να μην το ξέρατε,» είπε, ειρωνικά αλλά καθόλου εύθυμα, ο Ζάρναβ.
«Τα αστεία σου ποτέ δεν ήταν και τόσο καλά, αδελφέ,» αντιγύρισε ο Βασιληάς.
«Έχεις δίκιο. Τα δικά σας είναι σαφώς ανώτερα…»
Ο Άργκελ ήταν έτοιμος ν’απαντήσει, αλλά η Νιρκένα τον πρόλαβε: «Μην τσακώνεστε τώρα· δεν έχει νόημα.»
«Από πότε το ξέρει ο Ήλμον;» τη ρώτησε ο Ζάρναβ.
«Από πολύ παλιά.»
«Από την αρχή;»
«Σχεδόν. Και έχει κρατήσει το στόμα του κλειστό. Είμαι βέβαιη πως κι εσύ θα φανείς το ίδιο διακριτικός, Ζάρναβ.» Το βλέμμα της Νιρκένα ήταν διαπεραστικό.
«Δε χρειάζεται ν’ανησυχείτε γι’αυτό,» τους διαβεβαίωσε ο Πρίγκιπας· «δε θα το αποκαλύψω.»
«Ούτε ακόμα και στη Φερνάλβιν,» του είπε ο Άργκελ.
Ο Ζάρναβ ένευσε. «Δεν είμαι τόσο ηλίθιος όσο με θεωρείς, αδελφέ.»
Ο Άργκελ δεν αποκρίθηκε, αλλά το βλέμμα του ήταν σα να έλεγε: Το αμφιβάλλω.
«Γιατί ήρθες;» ρώτησε η Νιρκένα τον Ζάρναβ.
Πράγματι! γιατί ήρθα; σκέφτηκε εκείνος. Α, ναι! «Για το θέμα της αποστολής στρατού στο Ένρεβηλ. Ήθελα, αρχικά, να μιλήσω σε σένα και μόνο–»
Το γέλιο του Άργκελ τον διέκοψε.
«Τι τρέχει, αδελφέ;» τον ρώτησε, παγερά, ο Ζάρναβ.
«Τίποτα· εσύ τι λες να τρέχει; Απλά, ήρθες εδώ για ένα ανούσιο θέμα και… και δε χτυπάς και τις πόρτες!»
«Δεν είναι ανούσιο θέμα, Άργκελ! Δεν μπορώ να καταλάβω τη λογική σου, και θέλω μια εξήγηση. Εκτός κι αν με θεωρείς πολύ ηλίθιο για να σε κατανοήσω…»
Ο Άργκελ δε μίλησε, για λίγο. Ήπιε μια γουλιά κρασί. Ακούμπησε το ποτήρι του στο τραπεζάκι με τα καλλυντικά της Νιρκένα, και είπε: «Ακολουθώ μια απλή λογική: αυτήν που λέει ότι όσο λιγότεροι γνωρίζουν ένα μυστικό, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να διαρρεύσει. Την ξέρεις αυτή τη λογική, πιστεύω…»
«Ναι, ακόμα κι εγώ, ο Δύσνους, την ξέρω,» απάντησε, σαρκαστικά, ο Ζάρναβ.
«Πάψτε –κι οι δυο σας!– να αλληλοπροσβάλλεστε!» παρενέβη η Νιρκένα. «Δε μπορείτε να μιλήσετε σαν άνθρωποι;»
«Κοίτα, Ζάρναβ,» είπε ο Άργκελ, «δε σε αποκάλεσε κανένας ‘χαζό’, αλλά ούτε κι εγώ είμαι τρελός, έτσι; Επομένως, έχε μου εμπιστοσύνη. Υπάρχει λόγος –και, μάλιστα, καλός– που στέλνω τους μαχητές μας στο Ένρεβηλ· και, όχι, δεν μπορώ να αναβάλλω τη συγκεκριμένη εκστρατεία, ακόμα κι αν ακόλουθοι του Άνκαραζ πολιορκούν την Έριγκ.»
«Εσύ γνωρίζεις το μυστικό;» ρώτησε ο Ζάρναβ τη Νιρκένα. Εκείνη κατένευσε. «Και γιατί να μην το μάθω κι εγώ;»
«Πάλι τα ίδια θα λέμε;» μούγκρισε ο Άργκελ. «Όσο λιγότεροι το ξέρουν, και τα λοιπά και τα λοιπά… Η Νιρκένα έπρεπε να το ξέρει.»
«Γιατί;»
«Διότι, αν πάθω κάτι εγώ, δε θα το γνωρίζει κανένας άλλος, πλην ενός που δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει πολλά για να βοηθήσει.»
«Τώρα, με έχασες τελείως. Θα σε πείραζε τόσο να το μάθω κι εγώ;»
«Αχ! Το ίδιο θα έλεγε κι ο γιος μου –αλλά δεν πρόκειται να του αποκάλυπτα τίποτα. Επειδή, όταν κάνω μια δουλειά, θέλω να την κάνω σωστά. Γιατί θέλεις να προκαλείς όλο αυτό το πρόβλημα;» Πήρε πάλι το ποτήρι του από το τραπεζάκι και ήπιε· ο λαιμός του πρέπει να είχε ξεραθεί.
«Ζάρναβ, άστο,» ζήτησε η Νιρκένα, πηγαίνοντας κοντά στον Πρίγκιπα. «Θα σου πούμε μετά, όταν ένα συγκεκριμένο στάδιο έχει περάσει.»
Ο Ζάρναβ κοίταξε τον Άργκελ, ο οποίος έγνεψε καταφατικά και είπε: «Πήγαινε τώρα.»
«Ναι, θα πηγαίνω, να μη σας ενοχλώ…» Ο Πρίγκιπας στράφηκε, για να βγει.
Η Νιρκένα τον έπιασε απ’το μπράτσο. «Δε θα πεις τίποτα.»
Ο Ζάρναβ ελευθέρωσε το χέρι του απ’τη λαβή της και έφυγε, δίχως ν’αποκριθεί.
Η Νιρκένα στράφηκε στον Άργκελ.
«Μην ανησυχείς,» της είπε εκείνος. «Δε θα το φανερώσει.»
*
«Πατέρα. Πώς είσαι; Πώς βρέθηκες εδώ;» είπε ο Ρόλμαρ, σφίγγοντας το χέρι του Άραντιρ, με τα δύο δικά του.
«Χαίρομαι που σε βλέπω καλά,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ήρθα εδώ με την Έπαρχο Φερνάλβιν, έχοντας πληροφορηθεί δυσάρεστα πράγματα για σένα.»
«Καταλαβαίνω· πρέπει να ανησύχησες. Ευτυχώς, όμως… ελευθερώθηκα –ναι, αυτή, νομίζω, είναι η σωστή λέξη: ελευθερώθηκα. Και όλα έγιναν χάρη στον Βάνμιρ, πρέπει να ομολογήσω. Αλλά ας καθίσουμε, πρώτα, πατέρα.» Ο Ρόλμαρ έδειξε τον ξύλινο καναπέ ανάμεσα στα δέντρα του Απάνεμου Κήπου.
Ο Άραντιρ έκανε μερικά βήματα και πήρε θέση εκεί. Ο γιος του τον μιμήθηκε, λέγοντας: «Η θεία Φερνάλβιν βρισκόταν σε κίνδυνο, μάθαμε…»
Ο Φύλακας του Ράλτον ένευσε. «Ναι, την κυνηγούσαν οι δαιμονισμένοι μπάσταρδοι του Μόρντεναρ, όταν τη βρήκα.»
«Σου είπαν τι έχει συμβεί;»
«Μιλάς γι’αυτές τις τρέλες με τον Αυτοκράτορα…;» Φάνηκε να προσπαθεί να θυμηθεί το όνομα.
«Φανλαγκόθ,» τον βοήθησε ο Ρόλμαρ.
«Ναι, τον Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ, ο οποίος εμφανίστηκε μέσα απ’τις φλόγες. Γι’αυτόν μιλάς, έτσι;»
Ο Ρόλμαρ κατένευσε. «Είναι, όντως, παράξενα όλα τούτα, πατέρα· όμως δεν είναι ψέματα. Είδα τον Φανλαγκόθ με τα ίδια μου τα μάτια, όταν με… με έβγαλε απ’το σώμα μου και με παγίδεψε μέσα στο Μάτι του Κυκλώνα… ένα πολύ παράξενο μέρος. Ο Βάνμιρ έκλεισε μια συμφωνία μαζί του και μ’ελευθέρωσε· σ’το είπαν, σωστά;»
«Ναι, μου το είπαν· αλλά σου είπε ο Βάνμιρ εσένα γιατί έφυγε από το Ράλτον; Σου είπε για τη μάχη εκεί;»
«Ποια μάχη;»
«Δεν ξέρεις, λοιπόν…» Ο Άραντιρ σηκώθηκε από τον ξύλινο καναπέ, που έτριξε, και βημάτισε επάνω στο λιθόστρωτο μονοπάτι του Απάνεμου Κήπου, ο οποίος κρεμόταν στο κέντρο του συμπλέγματος του Παλατιού των Δεκαεννέα Πύργων. «Οι Ποιμένες της Στέπας κίνησαν εναντίον μας, ενωμένοι, και με το Θηρίο μαζί τους.»
«Εννοείς το γνωστό Θηρίο;»
«Το γνωστό,» τον διαβεβαίωσε ο Άραντιρ, «εκείνο που πολέμησα πριν από χρόνια και μου πήρε το πόδι.» Το ξύλινο πόδι του έκανε ένα ταπ επάνω στο πλακόστρωτο, σαν ο Άρχοντας-Φύλακας να ήθελε να τονίσει τα λόγια του. «Και δεν ήταν μόνο του, αυτή τη φόρα· όχι, είχε κι άλλα δύο μαζί του, μικρότερα, αλλά σχεδόν το ίδιο άγρια. Όταν έφυγες, Ρόλμαρ, για να πας στο Νότο, ένα από τα μικρά εισέβαλε στα υπόγεια του φρουρίου Ράλτον, έχοντας σκάψει ως εκεί. Οι μαχητές μου το αντιμετώπισαν και το έδιωξαν, με τη βοήθεια κάποιας συσκευής του Βάνμιρ· μα δεν κατόρθωσαν να το σκοτώσουν· έτσι, υποχώρησε στα βάθη από τα οποία είχε έρθει, όπου, σύμφωνα με τα λόγια του δίδυμού σου, αναζητούσε τους ριβογκάμι.»
«Τους ποιους;»
«Α, ναι, ούτε γι’αυτούς ξέρεις… Την ίδια βροχερή ημέρα που έφυγες, ήρθαν από τα υπόγεια του μέρους που εσύ κι ο Βάνμιρ αποκαλείτε Παρατηρητήριο.» (Ο Βάνμιρ μίλησε στον πατέρα για το Παρατηρητήριο! Θα πρέπει να έκρινε την ανάγκη πολύ μεγάλη.) «Πρόκειται για έναν υποχθόνιο λαό, τον οποίο τα μικρά θηρία κυνηγούσαν, για κάποιο λόγο. Οι ριβογκάμι ανέβηκαν στην επιφάνεια και ο Βάνμιρ μού ζήτησε να τους κρύψουμε στα υπόγεια του φρουρίου, γιατί δεν αντέχουν το φως της ημέρας.
»Τέλος πάντων, μετά, έγινε η επίθεση από το τέρας, την οποία σου ανέφερα. Και τότε, ο Βάνμιρ έκανε μια μαντεία, και ήρθε να με προειδοποιήσει, ισχυριζόμενος ότι το Θηρίο θα επέστρεφε, με μεγάλο φουσάτο Ποιμένων, με μια Καρμώζ στην πλάτη του, και με τα δύο μικρότερα θηρία στο πλευρό του.»
«Μια Καρμώζ στην πλάτη του;»
«Ναι, γιατί;»
«Καρμώζ δεν είναι και η Ρικνάβαθ; Η γυναίκα μαζί με τον Βάνμιρ;»
«Ε…;» Ο Άραντιρ συνοφρυώθηκε. «Ναι, έτσι μου είπαν, ότι είχε μια Καρμώζ μαζί του, η οποία ήταν για λίγο Αρχιέρεια του Άνκαραζ, αλλά, ύστερα, τον απαρνήθηκε. Υποθέτεις ότι ήταν η ίδια;»
«Πού θα βρισκόταν άλλη Καρμώζ σε τούτα τα μέρη, πατέρα;» έθεσε το ερώτημα ο Ρόλμαρ. «Συνέχισε, όμως· πες μου τι συνέβη.»
«Ο Βάνμιρ είχε ένα τρελό σχέδιο, δικής του επινόησης. Διαφώνησα μαζί του, και τσακωθήκαμε.» Ο Άραντιρ στράφηκε απ’την άλλη, κοιτάζοντας το σκοτάδι ανάμεσα στα δέντρα. «Μου έριξε ένα αέριο, υπνωτικό. Και με φυλάκισε στον Πύργο των Μαρτυρίων.»
Ο Ρόλμαρ πετάχτηκε όρθιος, σαν κάτι να τον είχε δαγκώσει. Ο Βάνμιρ έκανε τέτοιο πράγμα; «…Πατέρα…» Νόμιζε ότι κάτι είχε κολλήσει στο λαιμό μου. «Δε μου ανέφερε το παραμικρό…»
«Και η ενέργειά του ήταν σωστή, τα παγανά της Στέπας να τον λιανίσουνε!» μούγκρισε ο Άραντιρ, χωρίς να στραφεί στο γιο του. «Νίκησε το Θηρίο και τα μικρά του, και έδιωξε τους Ποιμένες. Το σχέδιό του δούλεψε· ήταν ορθό και αποτελεσματικό, τελικά, αν και πολύ τρελό, για να το αποδεχτεί οποιοσδήποτε στρατηγός. Στη μάχη, όμως…» πήρε μια βαθιά ανάσα, «…η Μιάνη σκοτώθηκε. Ούτ’αυτό σ’το είπε, ε;»
«Η Μιάνη! Όχι, πατέρα, δε μου ανέφερε τίποτα γι’αυτά τα πράγματα…!» Ο Ρόλμαρ κάθισε ξανά, γιατί αισθανόταν, ξαφνικά, τα γόνατά του αδύναμα. Μα τι πήγε κι έκανε; Έγινε προδότης! Και, εξαιτίας του, η Μιάνη έχασε τη ζωή της…!
«Μην τον κατηγορείς γι’αυτό, Ρόλμαρ.»
Ο Ρόλμαρ ύψωσε το βλέμμα, για να δει ότι ο πατέρας του είχε στραφεί και τον κοιτούσε. Η όψη μου πρέπει να μοιάζει περίεργη, σκέφτηκε· και, αναπάντεχα, διαπίστωσε ότι είχε τις γροθιές του σφιγμένες επάνω στα γόνατά του, και δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Δεν είχε καταλάβει πόσο αγαπούσε τη Μιάνη… και το γεγονός ότι δε θα την ξανάβλεπε, δε θα της ξαναμιλούσε, δε θα την ξανακοίταζε να φτιάχνει κάποιο από τα γλυπτά της, τον γέμιζε με θλίψη. Χωρίς καμια προειδοποίηση, η αδελφή του είχε χαθεί, για πάντα… Έτσι, λοιπόν, νιώθει κανείς στον πόλεμο, όταν οι σύντροφοί του, οι φίλοι του, και οι δικοί του σκοτώνονται, και δεν πρόκειται να τους ξαναδεί ποτέ; Ο πατέρας είχε δίκιο, που, κάποτε, μας έλεγε ότι είμαστε «αδοκίμαστοι»…
Αισθάνθηκε το χέρι του Άραντιρ στον ώμο του. «Μ’ακούς, Ρόλμαρ; Ο Βάνμιρ δεν ευθύνεται γι’αυτό. Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, για να κρατήσει το Ράλτον ενάντια στους Ποιμένες της Στέπας και στο Θηρίο. Οι ένοικοι του κάστρου με διαβεβαίωσαν για τούτο· ακόμα και η Καστελάνος Νιρμέα. Πολέμησε πολύ γενναία ο Βάνμιρ, μου είπε, εμψυχώνοντας τους στρατιώτες μας· και τα τεχνάσματά του αποδείχτηκαν μάλλον αποτελεσματικά. Η Μιάνη πέθανε κοντά στη Νιρμέα, Ρόλμαρ· η Καστελάνος τής φώναξε μην ορμήσει σ’ένα από τα μικρά θηρία, αλλά εκείνη δεν την άκουσε, και τραυματίστηκε, πάρα πολύ άσχημα. Ο Άλρεκ προσπάθησε να τη σώσει, αλλά… Με συγχωρείς, γιε μου.» Έσφιξε το κεφάλι του Ρόλμαρ μέσα στην αγκαλιά του, επάνω στο στήθος του. «Αν ήμουν εκεί,» ψιθύρισε, «αν δεν είχα φιλονικήσει με τον Βάνμιρ, ίσως να την είχα βοηθήσει, ώστε να μην χτυπηθεί. Είναι και δικό μου το φταίξιμο…»
Ο Ρόλμαρ σηκώθηκε από τον ξύλινο καναπέ, ξεφεύγοντας από την αγκαλιά του πατέρα του. «Δεν μπορείς να το πεις αυτό· ο Βάνμιρ, άλλωστε, δε σου έδωσε και πολλές επιλογές.»
«Βλέπω το θυμό στα μάτια σου,» είπε ο Άραντιρ. «Διώξτον απ’την καρδιά σου, Ρόλμαρ, όσο είναι καιρός. Όταν με πρωτοβγάλανε από το κελί όπου με είχε κλειδώσει ο αδελφός σου, ξέρεις τι ήθελα να κάνω; Να τον βρω και να τον σκοτώσω. Μετά, όμως, μου μίλησαν για το τι έκανε, για να σώσει το Ράλτον· και τότε, έπρεπε, τουλάχιστον, να τον παραδεχτώ. Αλλά εξακολουθούσα να θέλω να τον σκοτώσω. Έφυγα από το κάστρο χωρίς να είμαι βέβαιος για το πώς θα αντιδράσω όταν τον συναντήσω· μα τώρα πια έχω αποφασίσει: Θέλω απλά να του σφίξω το χέρι, να του δώσω μια γερή μπουνιά στην κοιλιά, και να τον συγχαρώ, διαβεβαιώνοντάς τον πως δεν του κρατάω καμία κακία.»
Παράξενο αυτό, σκέφτηκε ο Ρόλμαρ, που δε θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί τον πατέρα του να μιλά έτσι για τον Βάνμιρ. Είναι σαν να άλλαξε κάπως, σαν να είδε τη ζωή –ή ίσως τον δίδυμό μου– με άλλο μάτι.
«Γιατί δε μου είπε τίποτα;»
«Προφανώς, δε θέλει να επιστρέψει στο Ράλτον ποτέ ξανά· ντρέπεται για ό,τι έκανε. Αλλά δεν πρέπει, ούτε να ντρέπεται ούτε να αυτοεξοριστεί.»
«Ξέρεις πού είναι τώρα; Πηγαίνει στη Λιάμνερ-Κρωθ, για να κλείσει κάποιο άνοιγμα στους βάλτους Βενέβριαμ.»
«Και έχει πάρει μαζί του την Καρμώζ. Ρόλμαρ, είχες δίκιο πριν: αυτή πρέπει να είναι, αυτή που καθόταν επάνω στο Μεγάλο Θηρίο, γιατί οι ένοικοι του κάστρου μού ανέφεραν πως ο Βάνμιρ την αποφυλάκισε και έφυγε μαζί της από το Ράλτον.»
«Γιατί το έκανε τούτο;»
«Προσπαθείς να καταλάβεις τον Βάνμιρ; Μέγα σφάλμα.»
Ο Ρόλμαρ κοίταξε, για λίγο, τον Άραντιρ, ανέκφραστα· ύστερα, γέλασαν κι οι δύο, δυνατά.
«Πατέρα, θα πάω κι εγώ στη Λιάμνερ-Κρωθ.»
Ο Άραντιρ συνοφρυώθηκε, παραξενεμένος. «Γιατί;»
«Για να τον βοηθήσω.»
«Γιατί, τότε, δεν έφυγες μαζί του;»
«Επειδή… δεν το είχα αποφασίσει ακόμα,» είπε ο Ρόλμαρ, σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός του και κοιτάζοντας το έδαφος. «Τώρα, όμως, το αποφάσισα, και θα φύγω απόψε.»
«Με τι πλοίο;»
«Θα το κανονίσει αυτό η Πριγκίπισσα Λιόλα.»
«Η Πριγκίπισσα Λιόλα!» εξεπλάγη ο Άραντιρ.
«Ναι· θα έρθει κι εκείνη στη Λιάμνερ-Κρωθ.»
«Γιατί θέλετε όλοι, ξαφνικά, ν’ακολουθήσετε τον Βάνμιρ; Ρόλμαρ, είναι συνετό, νομίζεις, αυτό;»
«Με βοήθησε να γλιτώσω από το Μάτι του Κυκλώνα, επομένως του χρωστάω μια μεγάλη χάρη.»
«Και η Πριγκίπισσα Λιόλα; Πηγαίνει κι εκείνη επειδή τη βοήθησε;»
«Όχι ακριβώς… Θα παντρευτούμε, πατέρα, με την Πριγκίπισσα.»
Ο Άραντιρ βλεφάρισε. «Κι αυτό γιατί δεν μου το είπε κανένας;» ρώτησε.
«Κυρίως, γιατί κανένας δεν το ξέρει, εκτός από εμένα κι εκείνη.»
Ο Άραντιρ γέλασε. «Δε φανταζόμουνα ποτέ ότι η δική μου οικογένεια θα συγγένευε τόσο στενά με τον Βασιλικό Οίκο! Κοίτα να δεις…!» Σοβάρεψε. «Χαίρομαι για σένα, γιε μου. Δε μου λες, όμως: είσαι βέβαιος ότι ο Άργκελ θα συμφωνήσει;»
«Δεν είμαι βέβαιος, αλλά έτσι νομίζω… Πάντως, ακόμα κι άμα διαφωνήσει στην αρχή, η Λιόλα θα καταφέρει να του αλλάξει γνώμη,» μειδίασε ο Ρόλμαρ. Ελπίζω μόνο να μην του κάνει κανένα από τα μαγικά της και μπλέξουμε! Γιατί, άραγε, έχει αρχίσει να μου θυμίζει τον Βάνμιρ, η Πριγκίπισσα; Κάτι πρέπει να γίνει γι’αυτό…
Ο Άραντιρ τού επέστρεψε το μειδίαμα. Μετά, είπε: «Ήταν να παντρευτεί το γιο μιας Σαρενθάλιας μεγαλεμπόρισσας, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Ματαιώθηκε, όμως, προ πολλού.»
«Αχά…» είπε ο Άρχων-Φύλαξ του Ράλτον. «Η μάνα σου θα κατενθουσιαστεί μ’ετούτα τα νέα. Ίσως, μάλιστα, να την κάνουν να ξεχάσει, για λίγο, και το θάνατο της Μιάνης,» πρόσθεσε, χαμηλόφωνα. «Το γεγονός την έχει ρίξει σε κατάθλιψη.»
«Την καταλαβαίνω. Την καταλαβαίνω απόλυτα. Τώρα, όμως, πρέπει να πηγαίνω, πατέρα· η Λιόλα μού είπε ότι θα με περιμένει στο λιμάνι.» Κι αν έχει στο νου της να κάνει κανένα άλλο κόλπο–! Έδιωξε τούτη τη σκέψη απ’το μυαλό του. Δεν μπορεί να είναι τόσο παράλογη!
Ο Άραντιρ τον αγκάλιασε, σφιχτά –και λιγάκι επώδυνα, έπρεπε να παραδεχτεί ο Ρόλμαρ. «Να προσέχεις. Και να πεις στον Βάνμιρ, όταν τον δεις, ότι δεν του κρατάω κακία.»
Ο Ρόλμαρ ένευσε, μόλις ο πατέρας του τον ελευθέρωσε. «Θα του το πω. Εσύ τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;»
«Θα πάω στην Έριγκ, με τους υπόλοιπους. Και θα το λιώσω αυτό το σκουλήκι, τον Μόρντεναρ, έτσι και βρεθεί στο δρόμο μου!» δήλωσε ο Άρχοντας-Φύλακας του Ράλτον, με τέτοιο τρόπο που ο γιος του ρίγησε.
Να προσέχεις κι εσύ, πατέρα, σκέφτηκε, μα δεν το είπε, γιατί δε νόμιζε ότι ταίριαζε εκείνος να λέει κάτι τέτοιο σε κάποιον σαν τον Άραντιρ, που είχε αντιμετωπίσει ακόμα και το Μεγάλο Θηρίο της Στέπας.
Τότε, ο Ρόλμαρ συνειδητοποίησε ότι και ο Βάνμιρ είχε αντιμετωπίσει το Θηρίο, και μάλιστα, το είχε σκοτώσει! –κάτι που ο πατέρας τους δεν είχε καταφέρει. Αλλά ο Βάνμιρ είναι άλλο… Ή, μήπως, όχι; Μια σκέψη που τον έβαλε σε περισσότερες, πολύ πιο μπερδεμένες, και ανέτρεψε κάποιες αντιλήψεις εντός του.
*
Η Λιόλα περίμενε στην αποβάθρα, όπως είχε υποσχεθεί. Ήταν τυλιγμένη σε μαύρη κάπα και φορούσε κουκούλα στο κεφάλι, καθότι έκανε κρύο απόψε και φυσούσε. Στο δεξί χέρι βαστούσε ένα κομψό ραβδί, για να στηρίζεται και να μην κουράζει το τραυματισμένο της πόδι.
Ο Ρόλμαρ πλησίασε, ντυμένος κι εκείνος με βαριά κάπα και κουκούλα. Από μέσα, φορούσε ρούχα ταξιδιωτικά και ζεστά, ενώ είχε το Ρουζβάνικο στιλέτο του (το οποίο είχε αγοράσει στην αγορά της Νουάλβορ, μαζί με τη Μιάνη, την κόρη της Πριγκίπισσας Νιρκένα) περασμένο στο μανίκι του αριστερού του χεριού. Πίστευε ότι ίσως να του έφερνε γούρι στην ήπειρο όπου κατευθυνόταν.
Στάθηκε μπροστά στη Λιόλα και χαμογέλασε. «Για μια στιγμή, είχα ανησυχήσει.»
«Νόμιζες ότι δε θα παρουσιαζόμουν;»
Ο Ρόλμαρ δεν απάντησε, αλλά η έκφρασή του τα έλεγε όλα. Η Λιόλα γέλασε και τον φίλησε, ενώνοντας τις κουκούλες τους και κρύβοντας τα πρόσωπά τους στο σκοτάδι. «Πάμε,» του ψιθύρισε.
Η Πριγκίπισσα πλησίασε ένα αρκετά μεγάλο ιστιοφόρο που είχε, όμως, και κουπιά. «Η Χρυσαλλίδα, ένα από τα ταχύτερα καράβια μας.»
«Μίλησες στον πατέρα σου;» τη ρώτησε ο Ρόλμαρ.
«Του άφησα μήνυμα.»
«Δε νομίζω ότι θα του αρέσει τούτο.»
Η Λιόλα ανασήκωσε τους ώμους. «Έχει πολλά να κάνει αυτό τον καιρό, και δε θα το πολυπροσέξει. Επιπλέον, θα επιστρέψουμε γρήγορα, όπως είπες κι εσύ· σωστά;»
«Δεν πηγαίνουμε για να μείνουμε· αυτό είναι το σίγουρο.»
Η Πριγκίπισσα πάτησε επάνω στη σανίδα που ένωνε τη Χρυσαλλίδα με την αποβάθρα, και ανέβηκε στο κατάστρωμα του πλοίου. Ο Ρόλμαρ την ακολούθησε. Μια γυναίκα τούς πλησίασε. Ήταν ψηλή και λεπτή, μοιάζοντας με ένα κομμάτι τεντωμένο, δυνατό σκηνή. Τα μαλλιά της ήταν λεία, μαύρα, και μακριά ως τον ώμο· μια γαλανή κορδέλα δενόταν γύρω τους, για να τα κρατά μακριά από τα σκοτεινά της μάτια. Φορούσε δερμάτινο θώρακα, με το έμβλημα του Νόρβηλ επάνω· κολλητό, μαύρο παντελόνι, με μεγάλες τσέπες· καφετιές μπότες που έφταναν ως το γόνατο και δένονταν με πολλά λουριά· φαρδιά, μελανή ζώνη, απ’όπου κρεμόταν ένα μακρύ ξίφος με μια χρυσαλλίδα λαξεμένη στο τέλος της λαβής· και μακρύ, λευκό μανδύα με χρυσά σιρίτια.
«Να ξεκινήσουμε, Υψηλοτάτη;» ρώτησε.
«Ρόλμαρ, απο δώ η Καπετάνισσα Τάηλιν. Καπετάνισσα, ο Άρχων Ρόλμαρ του Ράλτον.»
«Χαίρω πολύ, Άρχοντά μου.»
«Παρομοίως.»
«Μπορούμε να ξεκινήσουμε, Καπετάνισσα,» είπε η Λιόλα στην Τάηλιν. «Θυσία απόπλου θα κάνουμε πλέοντας.»
«Όπως επιθυμείτε, Πριγκίπισσά μου.»
Η γυναίκα απομακρύνθηκε από τον Ρόλμαρ και τη Λιόλα, και φώναξε στο πλήρωμά της: «Βίρα τις άγκυρες! Ανοίξτε τα πανιά!»
Ο ακρίτης στράφηκε στην Πριγκίπισσα-Διάδοχο του Νόρβηλ. «Σ’ευχαριστώ,» είπε.
«Θα πρέπει να μου δείξεις ότι θέλεις να μ’ευχαριστήσεις, Ρόλμαρ του Ράλτον,» αποκρίθηκε εκείνη, ζυγώνοντας, για να σταθεί σε απόσταση αναπνοής εμπρός του.
«Θα κάνω ό,τι επιθυμείς,» δήλωσε ο Ρόλμαρ, «εκτός κι αν περιλαμβάνει μαντζούνια, δηλητήρια, στιγμιαίες θεραπείες, ή άλλα, παρεμφερή μαγικά κόλπα.»
«Υπόσχομαι ότι δε θα περιλαμβάνει τίποτα από αυτά. Αν και δε νομίζω πως μπορώ να κάνω ‘στιγμιαίες θεραπείες’ πλέον χωρίς τη Θε– τη δύναμη του Φανλαγκόθ μέσα μου.»
«Πώς ακριβώς το έκανες αυτό, Λιόλα; Πώς με θεράπευσες, τότε;»
«Προσευχήθηκα στη Λιάμνερ Κρωθ· της ζήτησα μια χάρη.»
«Έτσι απλά;»
«Μπορεί ν’ακούγεται απλό, μα δεν είναι και τόσο.»
«Και πώς ένιωσες;»
«Όπως ένιωθα πάντα, όταν η δύναμη της Θεάς περνούσε από μέσα μου: Υπέροχα.»
Αναρωτιέμαι αν η «Θεά» μάς κατασκοπεύει τώρα, σκέφτηκε ο Ρόλμαρ. Και, αν όντως έχει τα μάτια της καρφωμένα επάνω μας, τι να συλλογιέται; Τι να πιστεύει για το ταξίδι μας; Ο Φανλαγκόθ δεν ήθελε να ταξιδέψω στη Λιάμνερ-Κρωθ, αλλά ας πάει να πνιγεί! Ούτε εγώ ήθελα ν’αρπάξει τη Νίθρα με τον τρόπο που την άρπαξε.
Το τομάρι ενός από τα Κτήνη των Βάλτων ήταν κρεμασμένο πάνω από την πύλη, λουσμένο στο φως του δύοντος ήλιου. Η Νίθρα το αναγνώρισε αμέσως, παρά τις βαθιές σκιές που είχαν απλωθεί· είχε πολεμήσει από πολύ κοντά αυτά τα τέρατα, για να τα μπερδέψει μ’έναν κοινό λύκο. Τύλιξε την κάπα γύρω της και έσφιξε τα ηνία του αλόγου μέσα στη δεξιά της γροθιά. Το ζώο που καβαλούσε ανήκε παλιότερα στον Ρένκορ, ο οποίος τώρα ήταν νεκρός, και είχε κηδευτεί σύμφωνα με τις συνήθειες των Λυκολατρών.
Ο Δόλβεριν ήταν σιωπηλός, καθώς ζύγωνε, έφιππος, τη βόρεια πύλη της Ήανβαν, περιτριγυρισμένος από την ομάδα του, μέσα στην οποία βρισκόταν ένα άτομο που δεν έμοιαζε να ταιριάζει. Η Αναζητήτρια Λυρία φορούσε κάπα, όπως οι υπόλοιποι, και το έμβλημα στο λευκό της χιτώνιο δε φαινόταν, μα και πάλι ποτέ δε θα την περνούσες για μία της συντροφιάς τους.
Ή ίσως να είναι η ιδέα μου, σκέφτηκε η Νίθρα, επειδή ξέρω ποια είναι· επειδή ξέρω ότι υπηρετεί τη Λιάμνερ Κρωθ· επειδή ξέρω πώς με βλέπει ως προδότρια της Μεγάλης Θεάς –παρότι τούτο δεν είναι αλήθεια! Δεν έχω παραδοθεί στο Λύκο, ούτε ποτέ θα το κάνω! Μακάρι μόνο να μπορούσα να θυμηθώ πού έχω ξαναδεί τη Λυρία. Πιθανώς η ανάμνησή της να απαντούσε σε κάποια μου ερωτήματα: όπως γιατί με κοιτάζει όπως με κοιτάζει, με τέτοιο μίσος. Είχαμε καμια αντιπαλότητα στο παρελθόν, εκείνη κι εγώ; Η Νίθρα δε θυμόταν κάτι τέτοιο. Αλλά, μα τη Μεγάλη Μητέρα, δε θυμάμαι τίποτα, έτσι κι αλλιώς! Αναστέναξε σιγανά μέσα στην κουκούλα της.
Η ομάδα του Λύκαρχου βρισκόταν πλέον πολύ κοντά στην πύλη, και ο Δόλβεριν τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του, για να το σταματήσει. Οι υπόλοιποι τον μιμήθηκαν· ακόμα και η Λυρία, η οποία, όμως, του έριξε ένα ερωτηματικό –και καχύποπτο– βλέμμα.
Ο Πρίγκιπας ατένισε τους φρουρούς στις επάλξεις, τα πρόσωπα των οποίων ήταν κρυμμένα στις σκιές των κρανών τους, και οι κάπες τους ανέμιζαν στον κρύο άνεμο που σφύριζε πάνω από τα τείχη. «Καλησπέρα!» τους φώναξε. «Πού σκοτώσατε τούτο το Κτήνος;» Έδειξε το τομάρι που βρισκόταν κρεμασμένο στο ανώτατο σημείο της πύλης.
«Ποιος είσαι και τι σε νοιάζει;» αποκρίθηκε μια αντρική φωνή.
«Το όνομά μου δεν είναι σημαντικό, φρουρέ,» είπε ο Δόλβεριν. «Ερευνώ, όμως, την υπόθεση εκ μέρους της Βασίλισσας. Μαζί μου, έχω μια Αναζητήτρια της Μεγάλης Θεάς.» Με την άκρια των ματιών του, ο Πρίγκιπας είδε τα μάτια της Λυρία να στενεύουν θυμωμένα. Μάλλον, δεν της άρεσε το γεγονός ότι ο Λύκαρχος είχε αναφέρει την παρουσία της χωρίς να τη ρωτήσει· ή ίσως να την ενοχλούσε το ότι ένας Λυκολάτρης μιλούσε τόσο άνετα πως είχε μια Ιερά Αναζητήτρια στη συντροφιά του. Ή και τα δύο, δεν μπόρεσε παρά να εικάσει ο Δόλβεριν.
«Το τέρας είχε επιτεθεί σε κάτι χωρικούς στα δυτικά,» απάντησε ο φρουρός, χωρίς να φαίνεται να έχει καμία μεγάλη επιθυμία να εξακριβώσει αν ο κουκουλοφόρος ταξιδιώτης από κάτω του έλεγε αλήθεια· «οι ιππείς και οι βαλλιστροφόροι μας το σφάξανε με ελάχιστες απώλειες.»
«Υπήρχαν κι άλλα στην περιοχή;»
«Τα Κτήνη ποτέ δεν παύουν να έρχονται από τους βάλτους. Πάντα υπάρχουν κι άλλα στην περιοχή γύρω από την πόλη.»
«Δε θα έχει νόημα να πάμε να ψάξουμε γι’αυτά,» είπε η Λυρία στον Δόλβεριν· οι σκοποί στις επάλξεις, αναμφίβολα, δεν μπορούσαν να την ακούσουν. «Πρέπει να κατευθυνθούμε στους βάλτους Βενέβριαμ και να κλείσουμε την Πληγή της Θεάς. Μόνο έτσι θα σταματήσει το κακό. Αισθάνομαι τον πόνο της Λιάμνερ Κρωθ.»
Ναι, ας αφήσουμε τα Κτήνη, σκέφτηκε ο Πρίγκιπας, κι ας μπούμε στην πόλη, προς το παρόν. Να δούμε τι θα έχουν να μας πουν οι κάτοικοι της Ήανβαν, που βρίσκονται πιο κοντά στους βάλτους από τους πολίτες της Άζλεντεν. Ένευσε και χτύπησε το άλογό του στα πλευρά, με τα τακουνιά των μποτών του, ωθώντας το να περάσει κάτω από τη μεγάλη αψίδα της πύλης και το τομάρι του Κτήνους.
Η Νίθρα τον ακολούθησε, μαζί με τους υπόλοιπους, αναριγώντας στη σκέψη ότι μπορεί να έσταζε επάνω της κανένα σωματικό υγρό του νεκρού θηρίου· όμως τίποτα δεν έπεσε, και το άλογό της βρέθηκε στους λιθόστρωτους δρόμους της Ήανβαν, οι οποίοι φωτίζονταν από στρογγυλά φανάρια στις γωνίες.
«Ξέρεις κάποιο πανδοχείο εδώ πέρα;» ρώτησε τον Δόλβεριν, απορώντας κι η ίδια με την οικειότητα που είχε αποκτήσει μαζί του.
«Όχι,» απάντησε εκείνος, «μα δε θάναι και πολύ δύσκολο να βρούμε ένα. Κοντά στη βόρεια πύλη είμαστε.»
*
«Αυτό το ζώο πρέπει να συγγενεύει με τα σφαγμένα θηρία που βρήκαμε στη σπηλιά,» είπε ο Φένταρ στη Χρυσοδάκτυλη, καθώς περνούσαν κάτω από τη βόρεια πύλη της Ήανβαν –και κάτω απ’το μαυρότριχο τομάρι που κρεμόταν εκεί.
«Κατά πάσα πιθανότητα,» συμφώνησε η Μιρλίμια. «Τούτα τα μέρη πρέπει να βρίθουν από αυτά τα τέρατα, Φένταρ. Άλλωστε, υποτίθεται ότι έρχονται από τους βάλτους Βενέβριαμ, οι οποίοι είναι λίγο παρακάτω.»
«Ναι…» είπε ο Ωθράγκος τυχοδιώκτης, αφηρημένα, καθώς κοίταζε την ομάδα της Νίθρα να πλησιάζει μια γωνία στο βάθος της λιθόστρωτης οδού. «Κάποιο πανδοχείο πρέπει νάναι εκεί…»
«Δεν έχεις ξαναπεράσει απο δώ;»
«Όχι. Εσύ;»
«Ούτε.» Κατέβηκε απ’το άλογό της. «Οι πεζοί φαίνονται λιγότερο,» εξήγησε.
Ο Φένταρ ένευσε και αφίππευσε κι εκείνος. Είχε αρχίσει να συμφωνεί τόσο πολύ με τη Μιρλίμια, που το γεγονός τον ενοχλούσε πλέον! Γιατί τόσο καιρό αλληλοβρίζονταν συνέχεια; Μάλλον, οφειλόταν στη βαρεμάρα ανάμεσα στις μάχες, υπέθεσε, ενθυμούμενος τα λόγια της Στρατηγού Φερνάλβιν στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ: «Η άσκοπη αναμονή μπορεί να διαλύσει ένα ολόκληρο φουσάτο, Φένταρ. Θα φαγωθούν αναμεταξύ τους, εκτός κι αν έχουν κάτι πολύ δυνατό για να τους δένει –πράγμα σπάνιο. Ακόμα και μια κακοσχεδιασμένη, ασύνετη επίθεση είναι, ορισμένες φορές, προτιμότερη, για να ξεδώσουν οι μαχητές. Ναι, άνθρωποι θα σκοτωθούν, αλλά καλύτερα να πάρουν και μερικούς αντιπάλους μαζί τους, παρά δικούς τους συντρόφους.» Τότε, ο Φένταρ είχε θεωρήσει ετούτα τα λόγια κάπως αφελή, όμως τώρα αντιλαμβανόταν ότι δεν ήταν καθόλου έτσι. Και βρισκόμαστε στη μάχη, αυτή τη στιγμή, η Χρυσοδάκτυλη κι εγώ.
Ζύγωσαν το δυνατό φως στο βάθος του δρόμου, χωρίς να βιάζονται. Η Νίθρα και οι σύντροφοί της είχαν ήδη μπει στο πανδοχείο, όταν έφτασαν.
«Σκοπεύουν να διανυκτερεύσουν,» είπε ο Φένταρ, κοιτάζοντας την ξύλινη πινακίδα πάνω απ’την πόρτα, που τα μισοσβησμένα γράμματα επάνω της έγραφαν ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ.
«Ίσως και όχι,» διαφώνησε η Χρυσοδάκτυλη. (Καιρός ήταν!) «Ίσως να σταμάτησαν για λίγο, σχεδιάζοντας να βγουν αργότερα, για να ερευνήσουν, όπως έκαναν στην Άζλεντεν.» (Σ’αυτό, όμως, έχει δίκιο.)
«Χμμ. Λοιπόν… Θα κάτσεις εσύ εδώ, να πάω εγώ να δω αν έχει έρθει τ’αφεντικό σου στο λιμάνι;» ρώτησε ο Φένταρ.
Η Χρυσοδάκτυλη ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι.»
«Ωραία.» Ο Φένταρ έσκυψε να τη φιλήσει, αλλά εκείνη τον απομάκρυνε, ακουμπώντας το χέρι της στο στέρνο του και σπρώχνοντάς τον πίσω. Ο Ωθράγκος την κοίταξε παραξενεμένος.
«Όχι όταν είμαι μόνη,» είπε η Χρυσοδάκτυλη και στράφηκε απ’την άλλη, τραβώντας το άλογό της προς το στάβλο του πανδοχείου.
Προφανώς, αναφερόταν στην Αστρογέννητη! συνειδητοποίησε ο Φένταρ. Θα με τρελάνουν! Τέλος πάντων· έχω δει και πιο τρελά πράγματα στη ζωή μου… Καβαλίκεψε το άλογό του και τρόχασε ανατολικά, προς το λιμάνι της Ήανβαν.
Οι δρόμοι άρχισαν να γίνονται ενοχλητικά στενοί και, από ένα σημείο και μετά, υπερβολικά στενοί! Τι στο Ψηλότερο Κέρατο του Σάλ’γκρεμ’ρωθ; μούγκρισε εσωτερικά ο Φένταρ και ξεκαβαλίκεψε, παίρνοντας το ζώο του από τα γκέμια. Τόσο σκατά είναι αυτή η πόλη; Αναρωτιέμαι από πού φέρνουνε τα εμπορεύματα. Μέσα του, ωστόσο, αντιλαμβανόταν ότι εκείνος πρέπει να είχε κάνει κάποιο σφάλμα. Κάπου πήρα λάθος στροφή. Εδώ πέρα, σίγουρα, δεν είναι η κεντρική λεωφόρος. Για την ακρίβεια, το μέρος βρομοκοπάει…! Ο Φένταρ σούφρωσε τη μύτη του, καθώς διάφορες ενοχλητικές οσμές έρχονταν στα ρουθούνια του: η μυρωδιά των ούρων και των κοπράνων, του ψόφιου ζώου, του σαπισμένου φαγητού, των ψαριών…
Πού και πού, έβλεπε κοιμισμένους ανθρώπους στις γωνίες και στα στενά δρομάκια (ναι, πιο στενά από αυτά στα οποία βάδιζε!), καθώς επίσης και ξυπνητούς που τον κοίταζαν επίμονα, καθισμένοι σε παλιά σκαλοπάτια, κρυμμένοι μέσα σε ερειπωμένα σπίτια όπου μαγκάλια ήταν αναμμένα, ή χωμένοι στο εσωτερικό πιθαριών. Βρίσκομαι σε κάποια φτωχογειτονιά της Ήανβαν, σκέφτηκε ο Φένταρ, και ευχήθηκε οι φτωχοί γύρω του να μην είχαν επιθετικές διαθέσεις. Ήξερε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει πολλούς απ’αυτούς, αν τραβούσε το σπαθί του, μα ήταν επίσης βέβαιος πως, αν του χιμούσαν από παντού και τον έριχναν κάτω, θα τον λιάνιζαν και κανείς ποτέ δε θα μάθαινε για το θάνατό του.
Τελικά, τίποτα τέτοιο δε συνέβη, και ο Φένταρ, διασχίζοντας ένα ακόμα στενορύμι, βγήκε στο λιμάνι της πόλης κι ανέπνευσε καθαρό αέρα. Ο Σαμόλθιρ, σίγουρα, θα ήξερε κάποιον πολύ καλύτερο δρόμο, για να έρθει εδώ! Προχώρησε επάνω στο πλακόστρωτο, κοιτάζοντας τα αγκυροβολημένα πλοία και αγνοώντας τον δυνατό αέρα που τραβούσε επίμονα την κάπα του.
Δεν άργησε να το εντοπίσει. Αυτό το σκάφος δεν μπορούσε να ήταν άλλο από τον Κυματόλυκο. Πλησίασε την αποβάθρα και διαπίστωσε ότι δεν είχε κάνει λάθος.
«Σαμόλθιρ!» φώναξε, μες στον αέρα, κάνοντας χωνί με το ένα χέρι και βαστώντας τα γκέμια του αλόγου του με το άλλο. «Κυματοπαλαιστήηη! Εγώ είμαι, ο Φένταρ!»
Μια φιγούρα, τυλιγμένη σε κάπα, παρουσιάστηκε στο κατάστρωμα, βγαίνοντας από τη γέφυρα. «Και έρχεσαι με τέτοιο καιρό;» φώναξε. «Άσχημα μαντάτα θα φέρνεις!»
Ο Φένταρ γέλασε. Ύστερα, είπε: «Ρίξε μια ράμπα, ν’ανεβάσω τούτο το ζώο!»
Ο Σαμόλθιρ πήγε στην καταπακτή και φώναξε κάτι. Σχεδόν αμέσως, τέσσερις ναύτες παρουσιάστηκαν και έριξαν μια μεγάλη σανίδα, συνδέοντας το πλοίο με την αποβάθρα.
Ο Φένταρ ανέβηκε κι έδωσε τα ηνία του αλόγου του σ’έναν απ’αυτούς.
«Όλα καλά, μάγκα μου;» τον ρώτησε ο Σαμόλθιρ.
«Μέχρι στιγμής.»
«Έλα· σου έχω έκπληξη.» Ο Κυματοπαλαιστής βάδισε προς τη γέφυρα.
Ο Φένταρ τον ακολούθησε. «Τι έκπληξη;»
«Θα δεις.»
Ο Σαμόλθιρ άνοιξε την πόρτα και μπήκαν στην καμπίνα, όπου κάθονταν δύο γυναίκες και ο χώρος φωτιζόταν από μια λάμπα, η οποία κρεμόταν από το ταβάνι και κουνιόταν, ρυθμικά. Τη μία από τις δύο γυναίκες ο Φένταρ την ήξερε· η άλλη, όμως, του ήταν τελείως άγνωστη.
«Να σου γνωρίσω την Αλλάρνα,» είπε ο Σαμόλθιρ. «Συμπατριώτισσα Ωθράγκι, από τη Βάλγκριθμωρ. Αλλάρνα, αυτός είναι ο Φένταρ, που σου λέγαμε.»
Εκείνη ένευσε σε χαιρετισμό. «Γεια.»
«Πού είναι η Χρυσοδάκτυλη;» ρώτησε η Αστρογέννητη.
«Στο πανδοχείο, με τους φίλους μας, και σε χαιρετά. Ποια ήταν η έκπληξη, Σαμόλθιρ;»
«Κάθισε, Φένταρ, κάθισε,» είπε ο Κυματοπαλαιστής, προτείνοντας το χέρι του προς το κρεβάτι και καθίζοντας ο ίδιος πίσω από το γραφείο. «Η Αλλάρνα μάς εξιστόρησε ενδιαφέροντα πράγματα, τα οποία, αναμφίβολα, θα θέλεις να μάθεις. Βλέπεις, ήταν με την ομάδα της Νίθρα, προτού τη βρει η Αστρογέννητη.»
Ώστε αυτή είναι, που έφυγε από τον Πορφυρό Κόρακα! σκέφτηκε ο Φένταρ, και έλυσε την κάπα του από τους ώμους, γεμάτος ανυπομονησία να λάβει απαντήσεις σε όλα του τα ερωτήματα.
*
«Είναι ειρωνικό, δεν είναι;» είπε η Λυρία. «Το πανδοχείο λέγεται ‘Της Θεάς το Σπίτι’.»
«Δε βλέπω την ειρωνεία,» αποκρίθηκε ο Δόλβεριν, τρώγοντας ένα κομμάτι από το κοκκινιστό κρέας που είχε παραγγείλει.
«Εγώ τη βλέπω.»
«Τότε, είσαι σοφότερη από εμένα, Αναζητήτρια.» Ο Πρίγκιπας ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπίρα από την κούπα του.
«Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.» Το βλέμμα της Λυρία δεν ήταν καθόλου φιλικό.
«Πρόσεχε τα λόγια σου με το Λύκαρχο, γυναίκα!» σφύριξε ο Όκενλορ, του οποίου το όνομα η Νίθρα είχε μάθει μόλις χτες. Ήταν πάντοτε εριστικός, είχε παρατηρήσει.
«Δε θα μου πεις εσύ, Λυκολάτρη, πώς να φέρομαι!» αντιγύρισε η Λυρία, με χαμηλωμένη φωνή. Προφανώς, δεν ήθελε κανείς να κρυφακούσει ότι συναναστρεφόταν με υπηρέτες του Λύκου. «Θα–»
«Ας το σταματήσουμε εδώ,» πρότεινε, έντονα, η Νίθρα, χρησιμοποιώντας Πειθώ· γιατί νόμιζε πως είδε το χέρι του Όκενλορ να πηγαίνει στο εσωτερικό της τουνίκα του, για να τραβήξει ίσως κάποιο όπλο. «Για όσο είμαστε μαζί, δεν είναι συνετό να φιλονικούμε.»
Αμέσως, αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα γύρω της να αποφορτίζεται· αλλά η Λυρία τής είπε: «Μ’εσένα θα λύσουμε τις διαφορές μας εν καιρώ, ύπουλη Λυκολάτρισσα!»
Ποιες διαφορές μας; απόρησε η Νίθρα. Έχουμε και παλιότερες διαφορές ή αναφέρεται στα πρόσφατα γεγονότα; «Όπως σου εξήγησα και όταν σε πρωτοσυναντήσαμε, δε θυμάμαι τίποτα για σένα.»
Η Λυρία μειδίασε, ειρωνικά. «Ναι, φαντάζομαι, απολύτως τίποτα…»
Ακόμα πιστεύει ότι ψεύδομαι! Η Νίθρα θεωρούσε την επιμονή της Αναζητήτριας γελοία, το λιγότερο! Δε σκέφτεται πως δεν έχω λόγο να της κρύψω κάτι; Να πάρει ο Λύκος τη μνήμη μου! Γιατί δε θυμάμαι τίποτα; Γιατί δε θυμάμαι τίποτα γι’αυτήν; Αισθάνθηκε, ξαφνικά, να χάνει την όρεξή της, όμως ανάγκασε τον εαυτό της να συνεχίσει να τρώει, επειδή ήξερε πως ίσως τούτο να ήταν το τελευταίο αξιοπρεπές γεύμα που θα έτρωγε. Αύριο, θα έφευγαν από την Ήανβαν και θα κατευθύνονταν στους βάλτους Βενέβριαμ: ένα μέρος που δεν πλησίαζε και πολύς κόσμος, χωρίς καλό λόγο· και αυτό τον καιρό, με τα Κτήνη που παρουσιάζονταν, θα είχε γίνει ακόμα πιο ερημικό.
Πώς μπλέχτηκα εγώ σ’όλη τούτη την ιστορία; Η Νίθρα ευχήθηκε να είχε μείνει στη Βάλγκριθμωρ–
Αναμνήσεις –ασύνδετες εικόνες– πέρασαν απ’το νου της.
Από πού ήρθε αυτό; Προσπάθησε να θυμηθεί περισσότερα, μα δεν τα κατάφερε. Ανάθεμα! Σήκωσε την κούπα της και ήπιε κρασί.
Το φαγητό και το ποτό δεν άργησαν να τελειώσουν, και ο Δόλβεριν είπε να μην παραγγείλουν τίποτα άλλο, γιατί αύριο θα ξεκινούσαν με την αυγή, ώστε να περάσουν κι από την αγορά της πόλης, για ν’ανεφοδιαστούν και να μάθουν τι ήξερε ο λαός για τα Κτήνη των Βάλτων σε τούτα τα μέρη· κάθε πληροφορία πιθανώς να φαινόταν πολύτιμη.
«Γιατί δεν πηγαίνουμε και στην Αρχόντισσα της πόλης;» πρότεινε η Λυρία.
«Δε θέλω να χρονοτριβήσω άλλο,» απάντησε ο Δόλβεριν. «Και δε νομίζω να έχει τίποτα ενδιαφέρον να μας πει.»
«Πώς το ξέρεις, λύκε;»
«Ούτε ο Άρχοντας της Άζλεντεν μάς είπε τίποτα ενδιαφέρον.»
«Εγώ δε θα το θεωρούσα φρόνιμο να φύγουμε χωρίς να την επισκεφτούμε,» δήλωσε η Λυρία.
«Εγώ θα το θεωρούσα,» είπε ο Δόλβεριν, και σηκώθηκε από το τραπέζι, γνέφοντας στη σερβιτόρα να πλησιάσει, για να πληρωθεί.
Η κοπέλα ήρθε. «Θα θέλατε τίποτ’άλλο, κύριε;»
«Όχι, ευχαριστούμε.» Ο Δόλβεριν τής έδωσε μερικά νομίσματα. «Τα ρέστα δικά σου.»
«Ευχαριστώ, κύριε.» Η κοπέλα έφυγε.
Οι υπόλοιποι είχαν ήδη σηκωθεί. Ο Νέλβακιν είπε στον Δόλβεριν: «Θα πάω να δω τι κάνει η Γριξίλα, Λύκαρχε.»
Ο Πρίγκιπας ένευσε. «Και μείνε μαζί της για το βράδυ.»
«Ναι, Λύκαρχε.»
«Δεν τελειώσαμε την κουβέντα μας,» είπε η Λυρία στον Δόλβεριν.
«Την τελειώσαμε, όσον αφορά εμένα, Εντιμότατη,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας. «Αύριο, θα πάρω τους συντρόφους μου και θα κατευθυνθώ προς τους βάλτους. Θα σε συμβούλευα να μην αργήσεις· άγρια θηρία κυκλοφορούν στις ερημιές…» Στράφηκε και πήγε στη σκάλα του πανδοχείου, ανεβαίνοντας ήρεμα. Οι Λυκολάτρες τον ακολούθησαν.
Η Νίθρα στάθηκε, για λίγο, περιμένοντας να δει τι θα έκανε η Λυρία. Η Αναζητήτρια τής έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα και, ύστερα, μιμήθηκε τους υπόλοιπους.
Φτάνοντας στον πρώτο όροφο, κατευθύνθηκαν όλοι στα δωμάτιά τους. Το πανδοχείο ήταν σχεδόν άδειο από πελάτες απόψε, έτσι είχαν άπαντες κλείσει μονά καταλύματα. Η Νίθρα πήγε στο δικό της και το ξεκλείδωσε. Με την άκρια του αριστερού της ματιού, είδε τη Λυρία να την κοιτάζει έντονα, να ανοίγει την πόρτα του δωματίου της, και να μπαίνει.
Τι σήμαινε αυτό το βλέμμα; Το πρώτο είχε καταλάβει τι σήμαινε –η Αναζητήτρια είχε, μάλλον, πειραχτεί που η Νίθρα περίμενε να δει τι θα έκανε–, αλλά το δεύτερο αδυνατούσε να το εξηγήσει. Άνοιξε την πόρτα και πέρασε το κατώφλι, για να βρεθεί σ’ένα δωμάτιο με μικρό, αναμμένο τζάκι· ο χώρος ήταν ζεστός και της έφερνε νύστα, ενώ το κρεβάτι έμοιαζε να την καλεί με μάγια.
Η Αναζητήτρια έχει θυμώσει· αυτό είν’όλο, συλλογίστηκε. Άλλωστε, δε συναναστρέφεται κάθε μέρα με Λυκολάτρες, και πρέπει να της έχει κακοφανεί. Μα τον Λύκο τον Τρισκατάρατο, κι εμένα μου έχει κακοφανεί!
…Όμως όχι τόσο πολύ, φαίνεται, συμπέρανε, καθώς έλυνε την κάπα της και την κρεμούσε στην κρεμάστρα. Παράξενο. Παλιότερα, σίγουρα, θα είχα τρελαθεί από μια τέτοια κατάσταση. Κάθισε στο κρεβάτι, για να λύσει τις μπότες της. Αλλά παλιότερα δεν ήμουν καταζητούμενη. Η Νίθρα απόρησε με το πόσο μπορούσαν ορισμένες καταστάσεις να σε κάνουν να δεις τον κόσμο διαφορετικά.
Έριξε την τελευταία της μπότα στο πάτωμα. Βρισκόμουν στο φως, και τώρα βρίσκομαι στο σκοτάδι, στη σκιά. Και δε με ξενίζει. Έχει έρθει… φυσικά.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, για να ξεκουμπώσει το φόρεμά της. Ακόμα φορούσε εκείνο που είχε πάρει από την Ωθράγκι Ανθρωποκυνηγό Νιρμέα, το οποίο της ήταν λίγο μεγάλο. Ευκαιρία ν’αγοράσω κάτι άλλο αύριο, που θα περάσουμε από την αγορά της Ήανβαν, σκέφτηκε· και: Αναρωτιέμαι τι να γίνεται αυτή η σκύλα. Είθε να την έχουν κατασπαράξει τα Κτήνη! Άλλωστε, δεν της αξίζει και τίποτα καλύτερο…
Σήκωσε τα σκεπάσματα του κρεβατιού και χώθηκε από κάτω τους. Αισθάνθηκε μοναχικά, για λίγο, και θυμήθηκε τον Άλαντμιν. Ακόμα δε ρώτησα τον Δόλβεριν γι’αυτόν, συλλογίστηκε. Ακόμα δεν τον ρώτησα αν ο Αρχικατάσκοπος της Βασίλισσας είναι Λυκολάτρης. Γιατί δίσταζε; Φοβόταν; Φοβόταν την απάντηση που ίσως ο Πρίγκιπας να της έδινε;
Κουρασμένη είμαι. Ο Άλαντμιν δεν μπορεί νάχει σχέση μ’αυτούς. Επειδή εκείνη τη φορά αρνήθηκε να μου μιλήσει, δε σημαίνει τίποτα. Αν ήξερε κάτι, θα είχε, πρώτα-πρώτα, ειδοποιήσει τη Βασίλισσα–
Ή, μήπως, όχι;
Κοιμήσου, Νίθρα! Κοιμήσου!
Άδειασε το νου της από σκέψεις, και ο ύπνος δεν άργησε να την πάρει στην αγκαλιά του, αντλώντας δύναμη από τη σωματική της κόπωση, τόσες ώρες επάνω στη σέλα.
Η αγκαλιά του Ύπνου ήταν δυνατή, ζεστή, και τόσο ηδονική. Τα χείλη του φιλούσαν το στόμα της, το λαιμό της, τα στήθη της· και το πρόσωπό του ήταν αυτό ενός όμορφου Ωθράγκος που δεν είχε όνομα…
*
Η Χρυσοδάκτυλη τελείωσε τη μπίρα της. Ακόμα να έρθει ο Φένταρ! Τι τον καθυστερούσε; Είχε πιάσει την κουβέντα με τον εργοδότη της;
Το Προαίσθημα διέκοψε τις σκέψεις της.
Κοίταξε διακριτικά και είδε μια κουκουλοφόρο μορφή να κατεβαίνει τη σκάλα του πανδοχείου, τυλιγμένη σε κάπα, έτσι που η Μιρλίμια δυσκολευόταν να καταλάβει αν ήταν γυναίκα ή άντρας. Αυτή η κάπα, όμως… σκούρα-πράσινη, διαφορετική από των υπόλοιπων. Γυναίκα ήταν. Η ξανθιά, σγουρομάλλα γυναίκα που είχαν μαζί τους. Η γυναίκα που –η Χρυσοδάκτυλη κι ο Φένταρ είχαν υποθέσει, καθώς ταξίδευαν προς την Ήανβαν– τους παρακολουθούσε όλους, προτού η ομάδα της Νίθρα φτάσει στη σπηλιά με τα Κτήνη.
Η Μιρλίμια περίμενε η άγνωστη να την προσπεράσει και να βγει απ’της Θεάς το Σπίτι· ύστερα, άφησε μερικές στιγμές να κυλήσουν, σηκώθηκε από τη θέση της, έριξε ένα νόμισμα στο τραπέζι, και βγήκε απ’το πανδοχείο.
Η γυναίκα αυτή ήταν πολύ περίεργη. Η Χρυσοδάκτυλη και ο Φένταρ δεν την έβλεπαν να είναι και τόσο φιλική προς τους υπόλοιπους, όσο πήγαιναν προς τα νότια· συνεχώς, καθόταν μακριά τους ή φαινόταν καθαρά πως μιλούσε απότομα. Μάλλον, δεν ήταν δική τους, τελικά, αλλά την είχαν πάρει μαζί για κάποιο λόγο. Και ίσως αυτός ο λόγος τώρα να αποκαλυπτόταν…
*
Ο Πρίγκιπας Δόλβεριν στεκόταν μπροστά στο παράθυρό του, ντυμένος, και κοίταζε έξω, όπου φαινόταν μια μορφή να βαδίζει βιαστικά επάνω στον πλακόστρωτο δρόμο της Ήανβαν. Η μορφή ήταν, φυσικά, η Λυρία. Ο Λύκαρχος το περίμενε ότι η Αναζητήτρια μπορεί να επιχειρούσε να φύγει (όχι μόνο για να δει την Αρχόντισσα ετούτου του τόπου, αλλά και για έναν ακόμα λόγο) και αφουγκραζόταν, δίπλα στην πόρτα του δωματίου του. Μόλις άκουσε κάποιον να βγαίνει στο διάδρομο του πανδοχείου, χάραξε μια στάλα την πόρτα και κρυφοκοίταξε. Η φιγούρα που αντίκρισε ήταν κουκουλωμένη, αλλά ερχόταν από το κατάλυμα της Λυρία, και φορούσε και την κάπα της Λυρία, άρα δεν μπορεί να ήταν παρά αυτή. Ο Δόλβεριν πήγε αμέσως στο παράθυρο και ατένισε έξω, ξέροντας πού θα κατευθυνόταν, κατά πάσα πιθανότητα, η Αναζητήτρια.
Και δεν είχα άδικο, συμπέραινε τώρα, καθώς την έβλεπε να προχωρά. Είχα απόλυτο δίκιο.
Ήταν έτοιμος να φύγει, για να την πάρει στο κατόπι, όταν είδε μια άλλη φιγούρα να ακολουθεί τη Λυρία, φορώντας κι αυτή κάπα και κουκούλα (!). Ο Δόλβεριν αισθανόταν βέβαιος πως κανείς άλλος δεν είχε βγει από τα δωμάτια του πανδοχείου, επομένως ποιος ήταν τούτος που παρακολουθούσε την Αναζητήτρια;
*
Η άγνωστη ανέβηκε τα σκαλοπάτια και μπήκε στο ναό, που η Χρυσοδάκτυλη υπέθετε ότι ήταν ο κεντρικός ναός της Ήανβαν. Επρόκειτο για ένα ψηλό οικοδόμημα, χτισμένο από γκρίζα πέτρα, με ανάγλυφα επάνω· οι κολόνες του είχαν επίσης ανάγλυφα, και η πόρτα του ήταν σχεδόν όσο δύο φορές η Μιρλίμια στο ύψος και καμωμένη από γυαλιστερό ξύλο. Φρουροί δεν έμοιαζαν να υπάρχουν πουθενά, έτσι η Χρυσοδάκτυλη περίμενε την άγνωστη να περάσει το κατώφλι και, ύστερα, ανέβηκε κι εκείνη τα πέτρινα σκαλοπάτια και κοίταξε στο εσωτερικό του ναού. Ένας μεγάλος, στρογγυλός χώρος απλώθηκε εμπρός της, γεμάτος με λιγνούς κίονες που διέγραφαν την περιφέρειά του· στο κέντρο βρισκόταν ένας πέτρινος βωμός, λαξεμένος με σκηνές κυνηγιού. Γύρω-γύρω, στα τοιχώματα, υπήρχαν κρεμασμένα τόξα, βέλη, και δόρατα, τα οποία ήταν, αναμφίβολα, διακοσμητικά. Η Χρυσοδάκτυλη είχε ακούσει ότι οι Ρουζβάνοι λάτρευαν τη Λιάμνερ Κρωθ σε πολλές από τις εκφάνσεις της, κι ετούτος εδώ ο ιερός χώρος πρέπει να ήταν αφιερωμένος στην έκφανση της εν λόγω θεότητας ως Θεά του Κυνηγιού.
Κανείς άλλος δε βρισκόταν στο ναό. Η Μιρλίμια φόνισσα κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα, βαδίζοντας γατίσια και μην κάνοντας καθόλου θόρυβο. Η κουκουλοφόρος μορφή προχώρησε αργά ως τον βωμό, στο κέντρο, και έβγαλε την κουκούλα της, αποκαλύπτοντας μακριά, ξανθά, σγουρά μαλλιά. (Ναι, αυτή είναι, πέραν κάθε αμφιβολίας.) Τράβηξε ένα σπαθί μέσα απ’την κάπα της και γονάτισε στο ένα πόδι, ακουμπώντας την αιχμή της λεπίδας στο δάπεδο και τα χέρια της στο πέρας της λαβής.
Προσεύχεται; Η Χρυσοδάκτυλη αισθάνθηκε ανόητη, που είχε έρθει εδώ για να παρακολουθήσει μια Ρουζβάνη να προσεύχεται στη θεά της!
*
Ο Δόλβεριν ανέβηκε τα σκαλοπάτια του ναού με επιφύλαξη και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, αν και δε νόμιζε ότι ήταν εύκολο να τον ακούσει κανείς, με τέτοιο αέρα που είχε απόψε. Όταν έφτασε στην κορυφή της πέτρινης σκάλας, μια αστραπή φώτισε τον ουρανό, ακολουθούμενη από μια βροντή. Ο Πρίγκιπας κοίταξε στο εσωτερικό του ναού και είδε τη Λυρία να προσεύχεται, γονατισμένη μπροστά στο βωμό, ενώ ο κουκουλοφόρος άγνωστος κρυβόταν πίσω από μια κολόνα και παρακολουθούσε την Αναζητήτρια.
Δεν καταλαβαίνω, σκέφτηκε ο Δόλβεριν, καθώς άρχιζε να βρέχει. Ποιος είναι τούτος; Κάποιος άνθρωπος της αδελφής μου; Δεν το ήξερα ότι έχει τόσο ικανούς ανθρώπους! Ύστερα, όμως, ένας άλλος συλλογισμός πέρασε απ’το νου του: Κατάσκοπος του Νουτκάλι, μήπως; Κατάσκοπος των Κτηνών;
*
Το Προαίσθημα την έκανε να κοιτάξει πίσω της –και να δει έναν άγνωστο να στέκεται στην είσοδο του ναού! Ο άντρας –πρέπει να ήταν άντρας– φορούσε κουκούλα, όπως και η ξανθιά γυναίκα πριν από λίγο, οπότε η Χρυσοδάκτυλη δεν μπορούσε να δει καθαρά τα χαρακτηριστικά του –ειδικά έτσι που είχε αρχίσει να βρέχει.
«Για ποιον κατασκοπεύεις;» ρώτησε ο άγνωστος, μπαίνοντας.
Η ξανθιά γυναίκα σηκώθηκε απότομα, στρεφόμενη και υψώνοντας το σπαθί της δίλαβα.
Η Χρυσοδάκτυλη τράβηξε δύο στιλέτα μέσα απ’τα ρούχα της και χίμησε στον άγνωστο, ανεμίζοντας τις λεπίδες προς το μέρος του. Εκείνος, αναμενόμενα, τινάχτηκε όπισθεν, για να μη χτυπηθεί. Η Μιρλίμια (που, ούτως ή άλλως, δεν είχε σκοπό να τον τραυματίσει) πέρασε από δίπλα του.
Και ήξερε τι θα συνέβαινε δευτερόλεπτα προτού συμβεί.
Ο άντρας την άρπαξε απ’τον ώμο κι επιχείρησε να τη σωριάσει. Εκείνη δεν έφερε αντίσταση· αφέθηκε να πέσει –γρηγορότερα απ’ό,τι ο άγνωστος περίμενε– και, χρησιμοποιώντας ευέλικτα τα πόδια της, τον κλότσησε πίσω απ’το γόνατο και του έβαλε τρικλοποδιά, ρίχνοντάς τον στο δάπεδο του ναού.
Είδε –ή, μάλλον, αισθάνθηκε– την ξανθιά γυναίκα να έρχεται καταπάνω της, αλλά είχε ήδη σηκωθεί, και πετάχτηκε έξω απ’την πόρτα, πηδώντας τρία-τρία τα σκαλοπάτια και φεύγοντας.
*
«Περίμενε!» φώναξε ο Δόλβεριν, καθώς ορθωνόταν· η κλείδωση του δεξιού του ποδιού τού έριχνε δυνατές σουβλιές, δυσκολεύοντάς τον. «Λυρία, περίμενε!»
Η Αναζητήτρια σταμάτησε επάνω στα σκαλοπάτια του ναού, με τη βροχή να λούζει τα ξανθά της μαλλιά και να απαλαίνει τη σγουράδα τους. «Τι είναι, λύκε; Ποιος ήταν αυτός;»
«Δεν ξέρω, αλλά δε νομίζω να τον προλάβεις, έτσι όπως κινείται. Κι επιπλέον, δεν είμαι σίγουρος, όμως πιστεύω ότι το πρόσωπο που είδα ήταν γυναικείο, όχι αντρικό.»
«Γιατί με παρακολουθούσε; Κι εσύ… Τι κάνεις εσύ εδώ;»
«Είδα την άγνωστη να σε παρακολουθεί και ακολούθησα,» απάντησε ο Δόλβεριν.
«Πού την είδες;»
«Από το παράθυρο του δωματίου μου.»
«Και πώς ήξερες ότι ήμουν εγώ που βρισκόμουν υπό παρακολούθηση, λύκε;»
«Σε είχα ακούσει να βγαίνεις· και η κάπα σου σε φανερώνει, ούτως ή άλλως, Αναζητήτρια,» εξήγησε ο Δόλβεριν.
«Δεν έχεις καμια υποψία γιατί με παρακολουθούσαν;»
«Υποθέτω ότι αυτή η γυναίκα δουλεύει για τον Νουτκάλι τον Προφήτη.»
Η Λυρία γέλασε ξερά. «Δε μου μοιάζει και πολύ πιθανό!»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί ναι;»
«Σου έχω πει τις υποψίες μου γι’αυτόν, Λυρία. Είναι πολύ επικίνδυνος.»
«Κι εγώ σου έχω πει ότι το αμφιβάλλω.»
«Τότε, ποια σε παρακολουθούσε, ε;»
Η Αναζητήτρια έριξε μια ματιά στους σκοτεινούς δρόμους της Ήανβαν. «Πραγματικά, δεν έχω ιδέα. Εσύ, όμως, με σταμάτησες απ’το να την ακολουθήσω…»
«Θα την έχανες, ούτως ή άλλως· δεν είδες πόσο γρήγορη ήταν; Μα το Λύκο, ήξερε καλά τη δουλ– Χμμμ… Δολοφόνος.»
Η Λυρία στράφηκε, και τα πράσινά της μάτια γυάλισαν, καθώς μια αστραπή έσχιζε τους αιθέρες. «Τι;»
«Η γυναίκα αυτή πρέπει να ήταν δολοφόνος, και μάλιστα, πολύ καλά εκπαιδευμένη. Ίσως να σου έσωσα τη ζωή, Εντιμότατη.»
«Μην περιμένεις ευχαριστώ, λύκε–»
«Το φανταζόμουν ότι θ’απαντούσες τοιουτοτρόπως…»
«–Αν συνεχίσεις όμως έτσι, ίσως στο τέλος να εξιλεωθείς.» Η Λυρία θηκάρωσε το σπαθί της.
*
Η Χρυσοδάκτυλη καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει στο πανδοχείο «Της Θεάς το Σπίτι»· θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Ωστόσο, έπρεπε οπωσδήποτε να περάσει απο κεί, για να δει μήπως την περίμενε ο Φένταρ σε κάποιο από τα τραπέζια, και για να πάρει το άλογό της απ’το στάβλο. Έτσι, καθώς οι ουρανοί είχαν ανοίξει, έτρεξε μέσα στους δρόμους της Ήανβαν, ευχόμενη να μη χάσει τον προσανατολισμό της και να μη γλιστρήσει πουθενά –αν και είχε εκπαιδευτεί ειδικά για να μη γλιστρά σε βρεγμένες επιφάνειες, επομένως το πλακόστρωτο εδώ πέρα της φαινόταν παιχνιδάκι.
Λόγω της βροχής και της νύχτας, παραλίγο να μπερδευτεί μέσα στην πόλη και να προσπεράσει της Θεάς το Σπίτι, όμως το φως στη γωνία του δρόμου –καθώς και ένα έντονο Προαίσθημα εντός της– την έκανε αμέσως να σταματήσει. Στράφηκε και πλησίασε, λαχανιασμένη και λουσμένη στο βροχόνερο. Πήγε στον στάβλο και άνοιξε την πόρτα. Ένα καμπανάκι ακούστηκε να χτυπά, αλλά ο ήχος του πνίγηκε μες στη θεομηνία· ο σταβλίτης που κοιμόταν στο βάθος του χώρου εξακολούθησε να κοιμάται. Πράγμα το οποίο βόλευε τη Χρυσοδάκτυλη –κανείς δε θα την έβλεπε να παίρνει το άλογό της από εδώ. Πλησίασε το ζώο και το έβγαλε από το στάβλο του, σελώνοντας και χαλινώνοντάς το. Εκείνο χλιμίντρισε μία φορά, αλλά η Μιρλίμια το χάιδεψε και του ψιθύρισε, ηρεμώντας το. Ύστερα, το τράβηξε στη βροχή και το έδεσε σε μια κολόνα, το φανάρι πάνω στην οποία δεν είχε σβήσει (ακόμα).
Χωρίς αργοπορία, η Χρυσοδάκτυλη άνοιξε την πόρτα του πανδοχείου και κρυφοκοίταξε στην τραπεζαρία. Ο Φένταρ καθόταν σ’ένα τραπεζάκι, και ήταν ο μόνος πελάτης εκτός από άλλους δύο. Η Μιρλίμια μπήκε και κάθισε αντίκρυ του.
«Πού στα Κέρατα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ ήσουν;» τη ρώτησε εκείνος, με τη φωνή του χαμηλή αλλά έντονη.
«Θα σου πω μετά· τώρα πρέπει να φύγουμε. Σήκω.»
«Ούτε να τελειώσω τη μπίρα μου;»
«Ούτε.»
Ο Φένταρ αναστέναξε και σηκώθηκε, ρίχνοντας ένα νόμισμα στο τραπέζι. Βγήκαν από το πανδοχείο και ρώτησε: «Θα μου πεις τώρα;»
Η Χρυσοδάκτυλη αγνόησε την ερώτησή του. «Έχει έρθει το αφεντικό;»
«Ναι.»
«Πάμε εκεί. Είσαι χωρίς άλογο;» Έλυσε το δικό της άλογο από το στύλο με το φανάρι.
«Ναι.»
«Ανέβα, τότε.» Η Χρυσοδάκτυλη καβαλίκεψε, και ο Φένταρ ανέβηκε πίσω της.
«Το αφεντικό σου έμαθε σημαντικά πράγματα,» της είπε, καθώς τρόχαζαν μέσα στους δρόμους της Ήανβαν, κατευθυνόμενοι ανατολικά. «Όχι απο κεί, Χρυσοδάκτυλη –απο κεί βγαίνεις στη Φτωχογειτονιά. Πάμε απ’την άλλη.» Έδειξε. «Μου είπε ο Σιγκαντάρο τα κατατόπια.»
Το θέμα είναι, τι θα κάνουμε τώρα,» είπε ο Σαμόλθιρ, καπνίζοντας από ένα τσιμπούκι, καθώς ήταν καθισμένος πίσω απ’το γραφείο του.
«Τι σε προβληματίζει;» τον ρώτησε ο Φένταρ.
«Με προβληματίζει το γεγονός ότι αυτοί οι τρελοί σχεδιάζουν να πάνε στους βάλτους Βενέβριαμ, για να σκοτώσουν τα Κτήνη, φυσικά! Εσύ είσαι σίγουρος ότι θέλεις να τους ακολουθήσεις εκεί μέσα;»
«Ο σκοπός μας είναι να πάρουμε τη Νίθρα και να την επιστρέψουμε στη Νουάλβορ, Σαμόλθιρ· επομένως, δεν έχουμε άλλη επιλογή: πρέπει να τους ακολουθήσουμε, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, που άλλοι δε θάναι τριγύρω και η κοπελιά θα είναι μόνη της.»
«Έτσι όπως έχει η κατάσταση, μάγκα μου, αποκλείεται ποτέ να τη βρούμε μόνη. Όσο ταξιδεύουνε προς τους βάλτους, θα είναι ενωμένοι, καθώς θα φοβούνται μην τους την πέσουν τα Κτήνη. Διαφωνείς;»
Ο Φένταρ ξεφύσησε. «Όχι, αλλά σε ρωτώ: Έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις;»
Ο Σαμόλθιρ τράβηξε μια μεγάλη τζούρα, με το πάσο του, σαν να σκεφτόταν. Η Αστρογέννητη και η Χρυσοδάκτυλη είχαν τα βλέμματά τους στραμμένα επάνω του, μισοξαπλωμένες στο ευρύχωρο κρεβάτι της καμπίνας, σαν μεγάλες, επικίνδυνες γάτες. Η Αλλάρνα καθόταν σε μια καρέκλα, όχι πολύ μακριά απ’τον Φένταρ, και, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της, έμοιαζε να μην ξέρει πού ν’αποθέσει τη ματιά της. Ο Ωθράγκος τυχοδιώκτης σήκωσε το ποτήρι του και ήπιε μια γουλιά νερό, περιμένοντας.
«Κοίτα,» είπε ο Σαμόλθιρ, «ίσως να σου φανεί άσχημη ιδέα, μα λέγω πως καλό θα ήταν να καθίσουμε δω, μέχρι να έρθουν από τους βάλτους.»
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα έρθουν;»
«Αν πεθάνουν εκεί μέσα, το ζήτημα παύει να μας απασχολεί· δεν πρόκειται ποτέ να πάμε τη Νίθρα στη Βάλγκριθμωρ. Αν, όμως, ζήσουν, τότε από εδώ πάλι θα περάσουν· είναι ο ευκολότερος δρόμος για να ταξιδέψουν στην πρωτεύουσα Έρλεν. Κι αφού αυτός ο Λυκολάτρης είναι ο ίδιος ο Πρίγκιπας Δόλβεριν, σίγουρα εκεί θα θέλει να κατευθυνθεί, όταν τελειώσει με τούτη την υπόθεση, σωστά;»
«Δε μπορούμε ν’αφήσουμε τη Νίθρα να πεθάνει,» δήλωσε ο Φένταρ. «Εγώ θα την ακολουθήσω· κι αν παρουσιαστεί τόσο μεγάλος κίνδυνος, θα προσπαθήσω να τη γλιτώσω και να την απαγάγω.»
«Ελπίζω ο θεός σου να σε βοηθήσει…» σχολίασε η Χρυσοδάκτυλη.
«Δε χρειάζομαι τη βοήθεια θεών, για να κάνω τη δουλειά μου,» αποκρίθηκε ο Φένταρ, ρίχνοντάς της ένα έντονο βλέμμα. «Σαμόλθιρ, είναι κρίμα να έχουμε φτάσει ως εδώ και η Νίθρα να μας πεθάνει. Δε μπορεί να μη συμφωνείς!»
Ο Κυματοπαλαιστής μόρφασε, βγάζοντας την πίπα απ’το στόμα του. «Ναι, δε σου λέω, ρε φίλε μου· αλλά οι βάλτοι Βενέβριαμ ανέκαθεν θεωρούνταν επικίνδυνο μέρος, κυρίως για την κινούμενη άμμο που υπάρχει εκεί, η οποία μπορεί να σε ρουφήξει όπως η ρουφήχτρα στη θάλασσα ρουφά το σάπιο σκαρί. Και τώρα, εκτός απ’αυτούς τους –πώς να τους πούμε;– περιβαλλοντικούς κινδύνους, θα βρίσκονται και τα Κτήνη στη μέση. Θάναι σα να πηγαίνεις στα Δόντια του Λύκου, που λένε και τούτοι δω οι Ρουζβάνοι.»
«Εγώ θα πάω,» δήλωσε ο Φένταρ.
«Στα Δόντια του Λύκου;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη.
Εκείνος την αγνόησε.
Ο Σαμόλθιρ στράφηκε να την κοιτάξει. «Εσύ τι ήταν εκείνο που είδες;»
«Εννοείς, αφεντικό, τη γυναίκα που προσευχόταν;»
«Ναι, και αυτήν και τον άντρα που σ’ακολούθησε. Υποθέτεις τίποτα για δαύτους; Για τη γυναίκα, κυρίως· γιατί ο άντρας, προφανώς, ήτανε κάποιος Λυκολάτρης απ’την ομάδα του Πρίγκιπα.»
«Είπα και πριν: Υποπτεύομαι ότι είναι εκείνη που παρακολουθούσε εμένα και τον Φένταρ να παρακολουθούμε τους υπόλοιπους.»
«Και γιατί τώρα νάναι μαζί τους;» έθεσε το ερώτημα ο Σαμόλθιρ.
«Ή ήταν δική τους εξαρχής ή αποφάσισε μετά να τους συντροφεύσει, για κάποιο λόγο άγνωστο σε μας. Μάλιστα, το δεύτερο το θεωρώ μακράν πιθανότερο, διότι στο δρόμο φαινόταν να μην τα πηγαίνει και τόσο καλά μαζί τους.»
Ο Φένταρ ένευσε. «Ναι, αυτό είναι γεγονός. Υπάρχει κάτι που την ξεχωρίζει απ’αυτούς.»
«Εσύ τι ξέρεις, Αλλάρνα;» ρώτησε ο Σαμόλθιρ.
«Τίποτα,» αποκρίθηκε εκείνη.
«Δεν έχεις ξανακούσει γι’αυτή τη γυναίκα;» είπε ο Φένταρ.
«Όχι.»
«Ούτε ανέφεραν ότι κάποιος τους παρακολουθούσε, καθώς ταξίδευαν προς την Άζλεντεν;»
Η Αλλάρνα κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»
«Ένα μυστήριο, επομένως…» είπε ο Φένταρ στον Σαμόλθιρ. «Κι εκείνο που με παραξενεύει περισσότερο ξέρεις ποιο είναι; –Γιατί αυτή η γυναίκα δεν είπε στους Λυκολάτρες ότι κάποιοι τους παρακολουθούσαν;»
«Πώς το γνωρίζεις ότι δεν τους το είπε, μάγκα μου;»
«Δε σταμάτησαν, για να μας κυνηγήσουν ή να μας αναζητήσουν, στο δρόμο προς την Ήανβαν.»
«Κάποιος, όμως, ακολούθησε τη Χρυσοδάκτυλη. Αυτό δε σου λέει κάτι; Ίσως, μάλιστα, η παράξενη γυναίκα να βγήκε επίτηδες από το πανδοχείο και να πήγε στο ναό, ώστε να τραβήξει την προσοχή της Χρυσοδάκτυλης και ο άλλος να την παρακολουθήσει, για να δει τι θα κάνει.»
Ο Φένταρ κοίταξε την εν λόγω Μιρλίμια· εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Όμως ίσως τ’αφεντικό νάχει δίκιο. Τόσο μεγάλη ανάγκη είχε αυτή η τύπισσα να προσευχηθεί, βραδιάτικα;»
«Αν γνωρίζουν, λοιπόν, ότι τους παρακολουθούμε, τι έχεις να προτείνεις, Σαμόλθιρ;»
«Να πάψουμε να τους παρακολουθούμε και να τους περιμένουμε εδώ, μέχρι να επιστρέψουν.»
«Δε θα το ρισκάρω να σκοτωθεί η Νίθρα!» δήλωσε ο Φένταρ. «Σκοπεύω να την πάρω μαζί μου, στη Βάλγκριθμωρ, και ν’ανταμειφθώ για τον κόπο μου!»
«Στους βάλτους» –ο Σαμόλθιρ τεντώθηκε πάνω στην καρέκλα του, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο ξύλο του γραφείου και κοιτάζοντας έντονα τον Φένταρ– «μπορεί να σε ξεγελάσουν και να σε οδηγήσουν σε βέβαιο θάνατο· μπορεί να σε παγιδέψουν και να σ’αφήσουν εκεί για πάντα· μπορεί να σε ρίξουν βορά σ’αυτά τα καταραμένα Κτήνη· ή μπορεί να κάνουν οτιδήποτε άλλο εξίσου δυσάρεστο, αδελφέ!»
«Α-χα-χα-χα!» γέλασε ο Φένταρ. «Προσπαθείς να με τρομάξεις, Σιγκαντάρο; Θάπρεπε να με ξέρεις καλύτερα, ξιπασμένε παλιοπειρατή!»
Ο Σαμόλθιρ μούγκρισε. «Είσαι βλάκας! Πάντα τόλεγα.»
«Πάντα ήσουν γενναιόδωρος με τις φιλοφρονήσεις σου…» χαμογέλασε ο Φένταρ.
«Λοιπόν, άμα θες να πας, κοπέλι μου, πήγαινε, μα μην περιμένεις ότι θα σ’ακολουθήσω εκεί δα μέσα, σ’αυτούς τους βούρκους, ’ντάξει;»
«Τότε, οι κανονισμοί μας περί της ανταμοιβής θα πρέπει ν’αλλάξουν.» Τα μάτια του Φένταρ στένεψαν.
«Πώς το είπες τούτο;»
«Μ’εγκαταλείπεις στο σημαντικότερο σημείο της αποστολής, Σιγκαντάρο· αν ήμασταν στη Φεν εν Ρωθ, θα το θεωρούσα λιποταξία.»
«Αλλά δεν είμαστε στη Φεν εν Ρωθ, μωρέ στρατόφιλο κριάρι!» Ο Σαμόλθιρ σηκώθηκε από τη θέση του, ακουμπώντας τις γροθιές του στο γραφείο.
Ο Φένταρ ορθώθηκε, επίσης. «Το ίδιο κάνει. Είμαστε σε μια παναθεματισμένη αποστολή, μαζί από την αρχή, και η συμφωνία μας ήταν να με βοηθήσεις να φέρω τη Νί–!»
«Το καράβι δε σου φτάνει, και οι άνθρωποί μου;»
«Προσλαμβάνω ανθρώπους και με λιγότερο χρήμα–!»
«Ναι, ε; Τότε, γιατί δεν πήγες να το κάνεις έτσι, παρά ήρθες–;»
«Αφεντικό,» πετάχτηκε όρθια η Χρυσοδάκτυλη, «καλύτερα να το αφήσετε εδώ το ζήτημα.» Πλησίασε το γραφείο, μπαίνοντας ανάμεσά τους. «Δεν έχει νόημα να–»
«Δε θα πάρεις λεφτά, Σιγκαντάρο, άμα δε με βοηθήσεις σε τούτο το κομμάτι της αποστολής. Βρισκόμαστε στο τέλος· κι αν δεν απαγάγουμε τη Νίθρα τώρα, δε θα την απαγάγουμε ποτέ!»
«Μήπως θες να βάλω τον Κυματόλυκο να πλεύσει και μες στο βάλτο, ρε;» μούγκρισε ο Σαμόλθιρ.
«Αν μπορούσες να το κάνεις αυτό, θα είχες κάνει μια πολύ μεγάλη ανακάλυψη, παλιοπειρατή! Θα συμβιβαστώ, όμως, με κάτι λιγότερο…»
Ο Σαμόλθιρ σήκωσε ένα φρύδι, εξακολουθώντας να βρίσκεται όρθιος, με τις γροθιές του ακουμπισμένες στο γραφείο. «Δηλαδής;…»
Ο Φένταρ κάθισε και του έκανε νόημα να καθίσει κι εκείνος. «Εγώ, η Χρυσοδάκτυλη, και η Αστρογέννητη θα μπούμε στους βάλτους, ακολουθώντας τη Νίθρα και τους άλλους. Έχω την εντύπωση ότι οι Λυκολάτρες θα ταξιδέψουν καταμήκος της ακτής, για να μη χαθούν· έτσι, κι εμείς το ίδιο θα κάνουμε. Επομένως, εκείνο που θέλω από σένα, Σαμόλθιρ, είναι, κατ’αρχήν, να μου δώσεις τις δύο Μιρλίμιες και, κατά δεύτερον, να πλέεις εκεί κοντά, στις βαλτώδεις ακτές, ώστε –ένα– να μπορείς να μας πάρεις το γρηγορότερο δυνατό, σε περίπτωση κινδύνου, και –δύο– να μας απομακρύνεις αμέσως μόλις έχουμε απαγάγει τη Νίθρα. Και τα πάντα θα παραμείνουν όπως τάχαμε κανονίσει εξαρχής. Σύμφωνοι;»
Ο Σαμόλθιρ, που είχε καθίσει, έτριψε τα πορφυρόλευκα μούσια του, συλλογισμένος.
Η Χρυσοδάκτυλη –η οποία βρισκόταν ξανά μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, μαζί με την Αστρογέννητη– είπε: «Κανείς δε μας ρώτησε εμάς αν θέλουμε να τρέχουμε μες στους βάλτους!»
«Τ’αφεντικό σας σας έχει προσλάβει για τέτοιες δουλειές–» άρχισε ο Φένταρ.
«Καθόλου!» τον διέκοψε η Αστρογέννητη. «Μας έχει προσλάβει για να προστατεύουμε την οικία του, καθώς και για οποιαδήποτε άλλη… λεπτοδουλειά χρειαστεί. Πράγμα που δεν περιλαμβάνει ταξίδι μέσα σε επικίνδυνους βάλτους, γεμάτους με φυσικές παγίδες και τέρατα!»
«Τι θες να πεις, λοιπόν;»
«Ότι δίκαιο θα ήταν να έχουμε κι εμείς μερίδιο.»
«Μπορείτε να πάρετε όσο μερίδιο σάς δώσει ο Σαμόλθιρ.»
«Δεν είναι σωστό αυτό,» διαφώνησε η Χρυσοδάκτυλη. «Έχουμε κάνει πάρα πολλά.»
«Ήδη σας έχω αυξήσει τους μισθούς για τούτη την επιχείρηση,» τους θύμισε ο Σαμόλθιρ.
«Δεν αρκεί, αφεντικό,» δήλωσε η Χρυσοδάκτυλη.
«Μη μας δώσεις τους μισθούς· θέλουμε μερίδιο της ανταμοιβής,» είπε η Αστρογέννητη.
Ο Σαμόλθιρ άναψε πάλι το τσιμπούκι του και πήρε μια τζούρα, βγάζοντας τον καπνό απ’τα ρουθούνια, σκεπτικός. «Λοιπόν!» είπε. «Είχαμε πει με το Φένταρ να πάρει κείνος έξι κι εγώ τέσσερα, αφού σ’αυτόν δόθηκε πρώτα η δουλειά, κι αν δεν ήταν ο Φένταρ, εγώ δε θα μάθαινα ποτέ για την όλη ιστορία. Με την ίδια λογική, εσείς θα πάρετε το τριάντα τοις εκατό απ’τα δικά μου, και οι δυο σας: Εφόσον εγώ πήρα σαράντα τοις εκατό, ένα σκαλοπάτι κάτω απ’το πενήντα, που θα λάμβανα κανονικά σε μια ισότιμη επιχείρηση, έτσι κι εσείς θα πάρετε ένα σκαλοπάτι κάτω από το δικό μου μερίδιο. Δηλαδής, θα πάρετε χίλια-διακόσια. Και θα σας δώσω και τους μισθούς που σας υποσχέθηκα. Δίκαιο και σωστό;»
Οι Μιρλίμιες αλληλοκοιτάχτηκαν. Η Αστρογέννητη ένευσε· και, ύστερα, ένευσε κι η Χρυσοδάκτυλη, με κάποιο δισταγμό.
«Σαμόλθιρ, συμφωνείς με το σχέδιό μου;» ρώτησε ο Φένταρ.
«Ας πούμε ότι συμφωνώ. Τι γίνεται, όμως, άμα οι δικοί σου χωθούνε βαθύτερα στους βάλτους, αφήνοντας την ακτή;»
«Θα τους ακολουθήσουμε, κι εσύ θα μας περιμένεις να επιστρέψουμε, σ’εκείνο ακριβώς το σημείο.»
«Και πού θα ξέρω, ρε μάγκα μου, αν είστε νεκροί ή ζωντανοί; Ή, πού θα ξέρω αν βγήκατε από κάποιο άλλο μέρος κι εγώ κάθομαι και περιμένω σαν τον ψαρά με το καλάμι στα χέρια;»
«Αν αργήσουμε υπερβολικά να παρουσιαστούμε, καταλαβαίνεις τι θα έχει συμβεί…»
«Πώς ορίζεις το ‘υπερβολικά’;»
«Ένα μήνα;»
«Όταν είπα ότι θα γίνω ψαράς, δεν το είπα κυριολεκτικά!»
«Ωραία, ας το κάνουμε αλλιώς: Θα περιμένεις δέκα ημέρες, κι αν δεν επιστρέψουμε, θα κάνεις μια γύρα τους βάλτους Βενέβριαμ και θα ξαναγυρίσεις στο αρχικό σημείο. Άμα δε μας βρεις εκεί, θα πας πίσω, στο λιμάνι της Ήανβαν· κι αν δεν είμαστε ούτε εκεί, τότε θα φύγεις. Συμφωνείς;»
Ο Σαμόλθιρ ένευσε. «Καλώς. Και να προσέχεις, φίλε μου. Εκείνα για τους βάλτους δεν τα είπα για να σε τρομάξω.»
*
«Τι θέλεις;» ρώτησε ο Δόλβεριν, ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου του και βλέποντας τη Λυρία στο κατώφλι. Η Αναζητήτρια είχε βγάλει τη βρεγμένη της κάπα, αλλά τα υπόλοιπα ρούχα δεν τα είχε αλλάξει. Τα ξανθά, σγουρά της μαλλιά ήταν ακόμα μουσκεμένα.
«Να σου πω κάτι.»
Ο Πρίγκιπας παραμέρισε και η Λυρία μπήκε. «Τι είναι;» τη ρώτησε, περιμένοντας πως θα του ζητούσε εξηγήσεις, απαιτώντας να μάθει γιατί την παρακολουθούσε.
Η Αναζητήτρια τον εξέπληξε: «Νομίζω ότι ίσως να έχω μια ιδέα για το ποια μπορεί να ήταν η άγνωστη γυναίκα.»
Ο Δόλβεριν έκλεισε την πόρτα και στάθηκε μπροστά στη Λυρία. «Ποια;»
«Δεν ξέρω το όνομά της, αλλά, όταν σας παρακολουθούσα έξω από την Άζλεντεν, δεν ήμουν η μόνη. Σας παρακολουθούσαν κι άλλοι δύο, οι οποίοι κρύφτηκαν, βλέποντάς σας να μπαίνετε στη σπηλιά.»
«Και μετά;»
«Μετά, με κυνήγησες, και δεν έχω ιδέα τι έγινε μ’αυτούς,» αποκρίθηκε η Λυρία, με κάποιο θυμό στη φωνή της, σαν ο Δόλβεριν να έφταιγε για όλα.
«Και γιατί δε μας το είπες τόσο καιρό;»
«Δεν ήξερα ποιοι ήταν, έτσι αποφάσισα να μην τους αποκαλύψω. Εξάλλου, ίσως να ανήκαν σε κάποιο ιερό τάγμα της Θεάς.»
«Αλλά τώρα σκέφτηκες ότι μάλλον δεν είν’έτσι…» Υπήρχε επιτηδευμένη ειρωνεία στα λόγια του Πρίγκιπα.
«Μη με κοιτάς εμένα μ’αυτό τον τρόπο, λύκε!» σφύριξε η Λυρία.
Ο Δόλβεριν κούνησε το κεφάλι του και κάθισε στο κρεβάτι, ακουμπώντας τους αγκώνες του στους μηρούς του και προσπαθώντας να καταλάβει τι συνέβαινε. Ποιοι μπορεί να ήταν αυτοί οι άγνωστοι που παρακολουθούσαν εκείνον και τους συντρόφους του, έξω απ’την Άζλεντεν; Ποια μπορεί να ήταν η γυναίκα που του επιτέθηκε απόψε, στο ναό της Λιάμνερ Κρωθ; Λες να είναι άνθρωποι του Άρχοντα Ρίζγκιλιν; Αλλά γιατί να θέλει να μας παρακολουθήσει αυτός; Θα μπορούσε, άραγε, να είναι σύμμαχος των Κτηνών, όπως και ο Νουτκάλι; Σύμμαχος αυτού του Θεού της Αλλαγής, για τον οποίο μίλησαν τα ίδια τα τέρατα;
«Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Λυρία, που στεκόταν ακόμα.
Ο Δόλβεριν ύψωσε το βλέμμα του, για να την κοιτάξει. «Προσπαθώ να μαντέψω ποιοι μπορεί να είναι αυτοί που μας παρακολουθούν. Εσύ δεν έχεις καμία ιδέα, Αναζητήτρια; Καμία απολύτως ιδέα; Αν υποπτεύεσαι κάτι, σε παρακαλώ, πες μου. Εξάλλου, και οι δύο τον ίδιο σκοπό έχουμε –για τώρα, τουλάχιστον.»
Προς στιγμή, είδε μια διαφορετική γυαλάδα στα μάτια της Λυρία: μια γυαλάδα συμπάθειας, ίσως, όχι τη συνηθισμένη γυαλάδα θυμού ή μίσους. «Πραγματικά, δεν ξέρω. Μπορεί να έχεις δίκιο: μπορεί να είναι κατάσκοποι του Νουτκάλι –κατάσκοποι των Κτηνών, καλύτερα, αφού υποστηρίζεις ότι τα τέρατα είναι ευφυή.»
«Μας μίλησαν,» της υπενθύμισε· «είναι ευφυή.»
«Δεν το αμφιβάλλω.» Αναστέναξε. «Τέλος πάντων. Να προσέχεις, λύκε.» Βάδισε ως την πόρτα, την άνοιξε, και βγήκε, κλείνοντάς την ήπια πίσω της.
Ο Δόλβεριν ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι, σταυρώνοντας τα χέρια του πίσω απ’το κεφάλι. Πώς μπορούμε να μάθουμε περισσότερα γι’αυτούς τους διαβόλους; Ίσως να μας έχουν πάρει στο κατόπι για να μας προκαλέσουν προβλήματα στους βάλτους· για να φροντίσουν ότι δεν θα καταφέρουμε να εξολοθρεύσουμε τα Κτήνη, ότι δεν θα θεραπεύσουμε την Πληγή στο σώμα της Θεάς. Ο Πρίγκιπας Λύκαρχος άρχισε να σκέφτεται σχέδια επί σχεδίων, απορρίπτοντας εντελώς πολλά από αυτά, κρατώντας χρήσιμα μέρη από άλλα, και συνδυάζοντας και ξανασυνδυάζοντας τα ανεξάρτητα κομμάτια, ώστε να βρει έναν καλό τρόπο για να αδρανοποιήσει τους κατασκόπους.
Ίσως να είναι απεσταλμένοι της Καλβάρθα,» υπέθεσε η Νίθρα, φοβούμενη ότι η ξαδέλφη της την είχε εντοπίσει ξανά και την καταδίωκε.
Ο Δόλβεριν κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» είπε, «δεν το πιστεύω.» Εκείνος και οι υπόλοιποι κάθονταν γύρω από δύο ενωμένα τραπέζια, στο πανδοχείο «Της Θεάς το Σπίτι». Η Γριξίλα, που είχε κατεβεί με τη βοήθεια του Νέλβακιν, καθόταν σε μια καρέκλα χωρίς να μιλά, καταπονημένη από το τραύμα της.
«Του Άλαντμιν;» είπε η Νίθρα.
«Όχι, αποκλείεται,» επέμεινε ο Δόλβεριν, με τέτοια βεβαιότητα που την έκανε ν’ανησυχήσει. Είναι, τελικά, Λυκολάτρης κι εκείνος; Είναι σύμμαχοι; «Κι επιπλέον, αν πρόκειται όντως για δικούς του ανθρώπους, τότε δε χρειάζεται να φοβάσαι εσύ, Νίθρα, έτσι;» πρόσθεσε ο Πρίγκιπας. «Όμως δεν είναι δικοί του· είμαι σίγουρος. Η δολοφόνος που μου επιτέθηκε και που παρακολουθούσε τη Λυρία δούλευε για τον Νουτκάλι.»
«Ή για τα Κτήνη,» διόρθωσε η Αναζητήτρια.
«Νομίζεις ότι αυτά τα τέρατα μπορούν να προσλάβουν κάποιον;» απόρησε η Νίθρα.
«Είναι ευφυή, όπως ανακαλύψαμε…» είπε ο Δόλβεριν.
«Ναι, αλλά και πάλι πού πήγαν για να τον βρουν; Κανείς δε θα τα άφηνε να μπουν σε πόλη. Κι έστω ότι έμπαιναν, ποιος θα μιλούσε μαζί τους; Ακόμα και φονιάς να ήταν… Είναι τέρατα! Μοιάζουν με λύκους.»
«Έχεις δίκιο. Όμως δεν ξέρουμε τι άλλα μέσα διαθέτει εντός του Νούφρεκ αυτός ο Θεός της Αλλαγής. Ίσως να υπάρχουν πιστοί του στο Βασίλειο, και αυτοί να προσέλαβαν τη δολοφόνο, καθώς και τους δύο ανθρώπους που μας παρακολουθούσαν έξω απ’την Άζλεντεν.»
«Δεν υπάρχουν άλλοι θεοί στην ήπειρο, πλην της Λιάμνερ Κρωθ, λύκε,» τόνισε η Λυρία. «Της Λιάμνερ Κρωθ και του Προδότη –αν και αυτός δεν είναι θεός!»
«Τότε, γιατί τα Κτήνη μάς μίλησαν για τον αφέντη τους;»
«Πιθανώς να ήθελαν να σας παραπλανήσουν.»
«Αμφιβάλλεις ότι μπορεί ο θεός τους να δημιούργησε το… Τραύμα στο σώμα της Θεάς;»
Η Λυρία φάνηκε σκεπτική.
«Τέλος πάντων,» είπε ο Δόλβεριν. «Καλύτερα να πηγαίνουμε, για να είμαστε στους βάλτους ως το βράδυ.» Σηκώθηκε από το τραπέζι, έχοντας μισοτελειώσει το πρωινό του, και πλησίασε μία σερβιτόρα, για να την πληρώσει. Οι υπόλοιποι βγήκαν από το πανδοχείο και πήγαν στο στάβλο παραδίπλα, για να πάρουν τ’άλογά τους από εκεί.
«Είσαι καλύτερα;» ρώτησε η Νίθρα τη Γριξίλα, που τη στήριζε ο Νέλβακιν, ώστε να βαδίζει.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά, και είπε: «Σ’ευχαριστώ.»
«Για ποιο πράγμα;»
«Που επιτέθηκες στο Κτήνος. Θα μας είχε σκοτώσει, αν δεν το είχες κάνει.»
Η Νίθρα δεν ήξερε αν έπρεπε να αισθανθεί καλά ή άσχημα, που μία Λυκολάτρισσα τής έλεγε τέτοιο πράγμα. «Παρακαλώ,» αποκρίθηκε. Χαμογέλασε. «Ήμουν κι εγώ εκεί, ούτως ή άλλως, κι αντιμετωπίζαμε έναν κοινό εχθρό.» Αποφάσισε ότι έπρεπε να αισθανθεί καλά, όχι επειδή της το έλεγε αυτό μια Λυκολάτρισσα, αλλά επειδή της το έλεγε μια άλλη Ρουζβάνη, με την οποία είχε ταξιδέψει από το Ξυλοσφύρι (μερικά χιλιόμετρα νότια της Έρλεν) ως την Ήανβαν –εν ολίγοις, σχεδόν από τη μια άκρη του Νούφρεκ ως την άλλη!– και είχαν αντιμετωπίσει τους ίδιους κινδύνους. «Θα το έκανα ξανά, αν χρειαζόταν, Γριξίλα.» Της έσφιξε τον ώμο, και είδε θαυμασμό και έκπληξη, συγχρόνως, στα μάτια της –και η Νίθρα σπάνια έκανε λάθος στις αντιδράσεις των άλλων. Δεν το περίμενε αυτό από εμένα, αλλά το εκτιμά.
Ο Νέλβακιν χαμογέλασε, λεπτά… σχεδόν σαν λύκος.
Η Λυρία αγριοκοίταξε τη Νίθρα, αλλά εκείνη την αγνόησε. Δε μ’ενδιαφέρει η άποψή της. Οι Λυκολάτρες είναι πιο φιλικοί απ’αυτήν! Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι οι σκέψεις της βρίσκονταν στα πρόθυρα της βλασφημίας… όμως, επίσης, συνειδητοποίησε πως, για κάποιο λόγο, δεν την ένοιαζε και τόσο.
*
«Δε χάνουν και πολύ χρόνο, ε;» είπε η Αστρογέννητη, παρακολουθώντας τους Λυκολάτρες να μπαίνουν στο στάβλο του πανδοχείου και να βγαίνουν μαζί με τα άλογά τους. Οι δύο Μιρλίμιες και ο Φένταρ βρίσκονταν μέσα σε ένα στενορύμι, όχι πολύ μακριά από της Θεάς το Σπίτι. «Πρωί-πρωί ξεκινάνε.» Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει.
«Σας το είχα πει,» αποκρίθηκε ο Φένταρ. «Είναι βέβαιο ότι βιάζονται. Απορώ τι σκοπεύουν να κάνουν, όταν φτάσουν στους βάλτους.»
«Αφού μας είπε η Αλλάρνα: θα σκοτώσουν τα Κτήνη.»
«Πώς είναι τόσο σίγουροι ότι θα τα βρουν όλα συγκεντρωμένα; Και πώς είναι τόσο σίγουροι ότι θα τα νικήσουν;»
«Θυμάσαι τα μαγικά τους, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Εννοείς τις φωτιές στη σπηλιά…»
«Φυσικά.»
«Και πάλι, όμως, πιστεύεις ότι αυτά τα… μαγικά θα φτάσουν, για να εξολοθρεύσουν όλα τα Κτήνη;»
«Υποθέτεις ότι πηγαίνουν στους βάλτους για κάποιο άλλο λόγο, Φένταρ;» είπε η Αστρογέννητη.
«Ναι.»
«Για τι λόγο;»
«Αυτό, μάλλον, θα το ανακαλύψουμε όταν τους ακολουθήσουμε. Πάμε.» Πλησίασε το άλογό του και το τράβηξε απ’τα γκέμια.
*
Όπως είχε πει ο Δόλβεριν χτες βράδυ, πήγαν στην αγορά της Ήανβαν, για ν’αγοράσουν εφόδια για το ταξίδι τους. Ο Πρίγκιπας και ο Άρανον φρόντισαν για τις προμήθειες και τα άλλα που θα χρειάζονταν συνολικά, ως ομάδα, ενώ οι υπόλοιποι ψώνισαν ο καθένας για τον εαυτό του. Η Νίθρα ζήτησε λεφτά από τον Δόλβεριν και αγόρασε καινούργια ρούχα, τα οποία και φόρεσε μέσα στο κατάστημα: ένα καφετί, δερμάτινο παντελόνι, ένα λευκό πουκάμισο χωρίς γιακά, ένα μαύρο, πέτσινο πανωφόρι με αρκετές θήκες και τσέπες, δύο μελανόχρωμα γάντια από δέρμα, μια φαρδιά ζώνη απ’όπου μπορούσε να κρεμαστεί ξιφίδιο, και ψηλές ως το γόνατο μπότες. Πίστευε ότι αυτή η ενδυμασία θα τη βόλευε στους βάλτους πολύ περισσότερο απ’ό,τι τα ρούχα της Νιρμέα, τα οποία και τύλιξε, βάζοντάς τα στο σάκο της σέλας του αλόγου της.
Έχοντας τελειώσει με τις αγορές τους, η ομάδα του Δόλβεριν καβαλίκεψαν τους ίππους τους και διέσχισαν την Ήανβαν, κατευθυνόμενοι προς τη νότια πύλη. Καθώς τρόχαζαν, η Νίθρα παρατηρούσε την πόλη· δε θυμόταν να είχε έρθει ποτέ της εδώ, αλλά δεν ήταν και βέβαιη: είχε λησμονήσει πολλά πράγματα, κι αυτό την ενοχλούσε αφάνταστα! Πάντως, η αρχιτεκτονική της Ήανβαν, έτσι όπως την έκρινε με την πρώτη ματιά, ήταν τουλάχιστον άθλια: τα σπίτια θα νόμιζε κανείς ότι είχαν φτιαχτεί από τρωγλοδύτες των βουνών· αρκετά από αυτά ήταν χτισμένα από ακατέργαστη πέτρα και λάσπη, ενώ άλλα από αδούλευτο ξύλο· ελάχιστα είχαν μια αξιοπρεπή εμφάνιση. Όσο για το φρούριο που φαινόταν στα ανατολικά, οικοδομημένο πάνω σε έναν μεγάλο βράχο κοντά στη θάλασσα, ούτε κι αυτό έμοιαζε να βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τα υπόλοιπα χτίρια της πόλης.
«Ποια είναι η Αρχόντισσα του μέρους;» ρώτησε η Νίθρα τον Δόλβεριν, καθώς έφταναν στην πύλη.
«Δε θυμάσαι; Η Κονθάρα, η θεία μου, και δική σου θεία.»
Η Νίθρα θύμωσε γι’ακόμα μια φορά με τη μνήμη της. «Α, ναι…» Να πάρει και να σηκώσει! Πότε θα φύγει αυτή η ομίχλη απ’το κεφάλι μου;
«Δε με συμπαθεί και τόσο,» εξήγησε ο Δόλβεριν. «Ούτε την Καλβάρθα. Ζηλεύει.»
«Ζηλεύει;»
«Πραγματικά, δε θυμάσαι;»
Πέρασαν την πύλη και βγήκαν από την Ήανβαν, αρχίζοντας να ταξιδεύουν επάνω στη δημοσιά που οδηγούσε νότια.
«Όχι, δε θυμάμαι,» παραδέχτηκε η Νίθρα, νιώθοντας άσχημα για το γεγονός, αλλά επίσης κρίνοντας πως ίσως κάποια στιγμή να μπορούσε να χρησιμοποιήσει τούτη την αμνησία προς όφελός της, προσποιούμενη ότι δεν γνώριζε πράγματα τα οποία είχε, στην πραγματικότητα, θυμηθεί. Αν και, βέβαια, αμφέβαλλε ότι ποτέ θα συνέβαινε κάτι τέτοιο.
«Η Πριγκίπισσα Κονθάρα θα προτιμούσε εκείνη να κάθεται στο θρόνο, αντί για την Καλβάρθα,» εξήγησε ο Δόλβεριν. «‘Αυτό το ανόητο μαμμόθρεφτο της αδελφής μου,’ την αποκαλεί.»
Μια εικόνα πέρασε από το νου της Νίθρα: η εικόνα μιας μεγάλης γυναίκας να συζητά με μερικούς άλλους –σκιερές φιγούρες– και να γελά, κρατώντας ένα μακρύποδο κρασοπότηρο στο ένα χέρι. Πρέπει να την είχα δει σε κάποια δεξίωση στο βασιλικό παλάτι…
«Αυτός είναι ο λόγος που δεν ήθελες να τη συναντήσεις;» ρώτησε τον Δόλβεριν.
«Αυτός είναι ένας από τους λόγους. Δε μ’ενδιαφέρει και τόσο η άποψή της για την αδελφή μου, αλλά, γενικά, δεν τη συμπαθώ την Κονθάρα· δεν τη συμπαθώ καθόλου.»
Η Νίθρα δε μίλησε, θεωρώντας το αγένεια να ρωτήσει περισσότερα, και ο Πρίγκιπας έμεινε επίσης σιωπηλός. Το ταξίδι έγινε βαρετό, καθώς οι ώρες κυλούσαν. Η δημοσιά έμοιαζε να χάνει σε καθαριότητα και καλαισθησία, όσο πιο νότιο-ανατολικά πήγαινε· το λιθόστρωτό της ήταν γεμάτο με χώμα (και, προφανώς, κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να το καθαρίσει) και οι πλάκες σπασμένες σε πολλά σημεία, χωρίς να έχουν αντικατασταθεί. Οι περιοχές φαίνονταν εγκαταλειμμένες, έκρινε η Νίθρα. Κι όμως, πού και πού, μπορούσε να δει κανένα χωριό στην ακτή, καθώς τα δέντρα άνοιγαν, δημιουργώντας χωματόδρομους ανάμεσά τους. Γιατί οι κάτοικοι αδιαφορούν τόσο για τα μέρη τους; Δεν πηγαίνουν στην πόλη; Δεν χρησιμοποιούν κάρα, για να ταξιδεύουν πάνω στη δημοσιά; Ή, μήπως, τα Κτήνη τούς έχουν τρομοκρατήσει τόσο, ώστε να μη βγαίνουν καν από τα σπίτια τους;
Επίσης, η Νίθρα δεν έβλεπε πουθενά περιπολίες στρατιωτών. Από τότε που εκείνη κι οι σύντροφοί της είχαν αφήσει πίσω τους την Ήανβαν έως και τώρα, που πλησίαζε μεσημέρι, δεν είχε δει ούτε έναν οπλισμένο μαχητή να περιφέρεται σε τούτους τους τόπους. Η ατμόσφαιρα ήταν τρομακτική, και η Νίθρα αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σ’ένα ερειπωμένο, έρημο χωριό μέσα στα μεσάνυχτα· και σκέφτηκε: Αυτό το μέρος που διασχίζουμε δεν είναι σκοτεινό, ούτε είναι ερειπωμένο ή (τελείως) έρημο, μα θα νόμιζε κανείς ότι μια αφύσικη μαυρίλα το τυλίγει, καθώς επίσης και… μια αίσθηση απόλυτης ερημιάς και εγκατάλειψης, λες και βρισκόμαστε στο έλεος οποιουδήποτε μπορεί να καιροφυλαχτεί εδώ.
Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Όταν μεσημέριαζε, ο Δόλβεριν έκανε νόημα στην ομάδα του να σταματήσει και να κατασκηνώσει. Ύστερα, αφίππευσε και έστρεψε το βλέμμα του στα βόρεια.
«Βλέπεις τίποτα;» ρώτησε τη Νίθρα, η οποία είχε επίσης αφιππεύσει.
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη. «Κι αυτό είναι το παράξενο· δεν υπάρχει ψυχή εδώ.»
«Πράγμα το οποίο μ’ανησυχεί…»
«Γιατί;»
«Γιατί είμαι βέβαιος ότι, όπως και πριν, μας παρακολουθούν.»
*
«Αυτό ίσως να μη μας βγει σε καλό,» είπε η Αστρογέννητη, καθώς καθόταν κάτω από ένα δέντρο, τυλιγμένη στην κάπα της και ακουμπώντας την πλάτη στον κορμό. «Τι θα γίνει αν στρίψουν σε κάποιο σημείο και δεν τους δούμε;»
«Τι θα γίνει, όμως, αν αυτοί δουν εμάς να τους κατασκοπεύουμε;» αντιγύρισε ο Φένταρ. «Τούτος ο καταραμένος δρόμος είναι έρημος, και το ξέρουν ότι κάποιοι βρίσκονται στο κατόπι τους.»
«Συμφωνώ,» δήλωσε η Χρυσοδάκτυλη.
«Κι αν, τελικά, δεν πάνε στους βάλτους;» έθεσε το ερώτημα η Αστρογέννητη.
«Αποκλείεται.»
«Ή, αν δεν πάνε κατευθείαν εκεί;»
«Δε νομίζω ότι σχεδιάζουν να επισκεφτούν κανένα άλλο μέρος στο ενδιάμεσο. Η Αλλάρνα δε μας είπε τίποτα γι’αυτό… ούτε κι ο Ανώνυμος Θεός μού έχει μιλήσει για κάτι τέτοιο.»
«Έχει ξαναεπικοινωνήσει καθόλου μαζί σου;»
«Ύστερα από την Άζλεντεν; Όχι, καθόλου. Επομένως, υποθέτω πως δεν έχει αλλάξει τίποτα.»
«Εξακολουθεί να μη μ’αρέσει η ιδέα τού να κρατάμε τόσο μεγάλη απόσταση.» Η Αστρογέννητη σηκώθηκε απ’τη θέση της. «Θα πάω να ρίξω μια ματιά.»
«Όχι!» είπε η Χρυσοδάκτυλη, και σηκώθηκε κι εκείνη, αρπάζοντάς την απ’τον ώμο. «Είναι επικίνδυνο. Εμένα με κατάλαβαν, χτες βράδυ.»
«Εγώ θα πάω από τα δέντρα. Δε θα με προσέξουν. Θα επιστρέψω σύντομα· μη φύγετε.»
«Πρόσεχε,» της είπε ο Φένταρ, αλλά αμφέβαλλε αν τον άκουσε, γιατί είχε ήδη απομακρυνθεί.
«Να πάω κι εγώ;» Η Χρυσοδάκτυλη φάνηκε να βρίσκεται σε δίλημμα.
«Όχι· κάτσε εδώ. Αν κάτι άσχημο συμβεί, ποιος θα με προφυλάξει;»
«Είσαι αρκετά μεγάλο αγοράκι για να προφυλάσσεις τον εαυτό σου, πιστεύω,» αποκρίθηκε η Μιρλίμια, αλλά κάθισε.
Περίμεναν, χωρίς να μιλάνε, καθώς έτρωγαν παστά ψάρια.
«Αργεί,» είπε, τελικά, η Χρυσοδάκτυλη. «Ως τώρα, έπρεπε να είχε επιστρέψει.»
«Εδώ είμαι.»
Στράφηκαν, για να δουν την Αστρογέννητη να βγαίνει πίσω απ’τον κορμό ενός δέντρου.
«Όλα καλά;» τη ρώτησε ο Φένταρ.
Εκείνη ένευσε και κάθισε κοντά τους. «Οι φίλοι μας έχουν κατασκηνώσει λίγο παρακάτω.»
«Σε πρόσεξε κανένας;» είπε η Χρυσοδάκτυλη.
«Φυσικά και όχι. Έχεις αρχίσει να χάνεις την εμπιστοσύνη σου σε μένα, αγάπη;»
«Για πόσο φάνηκε ότι θα καθίσουν εκεί, Αστρογέννητη;» θέλησε να μάθει ο Φένταρ.
«Κανονική στάση κάνουν, τίποτα περισσότερο. Σε δυο-τρεις ώρες θα φύγουν, κατά πάσα πιθανότητα.»
«Ωραία· τότε θα ξεκινήσουμε κι εμείς.»
*
Με το σούρουπο η δημοσιά δεν άρχισε να γίνεται πιο απειλητική, παρατήρησε η Νίθρα. Ακριβώς όπως το περίμενε. Ετούτο το μέρος είχε επάνω του ένα μόνιμο σούρουπο, μια μόνιμη σκοτεινιά· δεν άλλαζε τίποτα, όποια ώρα της ημέρας κι αν το διέσχιζε κανείς. Σαν να υπάρχει κάτι υπερφυσικό εδώ πέρα…
Η μόνη διαφορά που πρόσεξε η Νίθρα, καθώς εκείνη κι οι σύντροφοί της ταξίδευαν, ήταν στο λιθόστρωτο του δρόμου, το οποίο χειροτέρευε σταδιακά. Τώρα πλέον, πλάκες έλειπαν σε αρκετά μεγάλα τμήματα, ενώ το χώμα κάλυπτε ακόμα μεγαλύτερα σημεία, κάνοντας τις πέτρες από κάτω του αόρατες. Αυτές οι περιοχές είχαν μια αίσθηση αρχαίας εγκατάλειψης. Πλησιάζουμε στους βάλτους, που οι περισσότεροι αποφεύγουν, σκέφτηκε η Νίθρα, προσπαθώντας να εξηγήσει λογικά τα όσα έβλεπε γύρω της. Είναι φυσικό αυτά τα σημεία να είναι χειρότερα. Από παλιά, έτσι πρέπει να ήταν.
Το βλέμμα της έπιασε κάτι στα δεξιά: κάτι που δεν ταίριαζε με το υπόλοιπο περιβάλλον.
Αμέσως, έδειξε. «Κάποιος είν’εκεί!»
Οι Λυκολάτρες και η Λυρία τράβηξαν τα γκέμια των αλόγων τους. Ο Δόλβεριν κι ο Νέλβακιν αφίππευσαν, ξεθηκαρώνοντας Δόντια του Λύκου· το παράξενο, ζωντανό ατσάλι των ξιφιδίων ιρίδισε στο λυκόφως. Η Αναζητήτρια της Λιάμνερ Κρωθ τούς μιμήθηκε, κατεβαίνοντας απ’τη σέλα του αλόγου της και τραβώντας το σπαθί της.
Ο Πρίγκιπας Λύκαρχος παραμέρισε τον θάμνο που είχε δείξει η Νίθρα. «Ένας νεκρός άντρας βρίσκεται εδώ,» φώναξε στους υπόλοιπους. «Τίποτα περισσότερο.»
Η ομάδα πλησίασε, και είδαν το κουφάρι. Ήταν φανερό πως το είχε ξεσκίσει κάτι το θηριώδες.
Κάποιο Κτήνος των Βάλτων, σκέφτηκε η Νίθρα. Και αυτός ο άνθρωπος μοιάζει με στρατιώτη… Φορούσε πανοπλία, η οποία ήταν κομματιασμένη.
«Μαχητής της Ήανβαν;» είπε.
«Πολύ πιθανόν,» αποκρίθηκε ο Δόλβεριν, θηκαρώνοντας το ξιφίδιό του.
«Γιατί ήταν μόνος, όμως;» αναρωτήθηκε η Λυρία.
«Δε νομίζω πως ήταν…» είπε η Νίθρα.
Οι άλλοι ακολούθησαν το βλέμμα της, και είδαν, μέσα στις σκιές του λυκόφωτος, έναν μαύρο σωρό, τον οποίο θα μπορούσε κανείς να περάσει για βράχους ανάμεσα στα δέντρα. Όμως δεν επρόκειτο για πέτρες, μα για ανθρώπους.
Ο Δόλβεριν ξανατράβηξε το Δόντι του. Οι υπόλοιποι Λυκολάτρες ξεκαβαλίκεψαν, τραβώντας κι αυτοί τα Λυκοευλογημένα όπλα τους. Μονάχα η Γριξίλα έμεινε πάνω στο άλογο που πριν από λίγο μοιραζόταν με τον Νέλβακιν, αλλά κι εκείνη βαστούσε ένα από τα ξιφίδια με το παράξενο ζωντανό ατσάλι. Η Νίθρα δίστασε να ξεθηκαρώσει το δικό της· περίμενε, έφιππη.
Ο Δόλβεριν πλησίασε τους νεκρούς, μαζί με τον Νέλβακιν και τη Λυρία, ενώ ο Άρανον, ο Όκενλορ, και ο Σαλνάβιν κοίταζαν γύρω-γύρω, μήπως ζυγώσει κανένας εχθρός.
Γύρω-γύρω… αλλά όχι επάνω.
Η Νίθρα παρατήρησε πρώτη τα δύο κιτρινιάρικα στενεμένα μάτια πάνω από τον Πρίγκιπα, την Αναζητήτρια, και τους Λυκολάτρες. Το Κτήνος βρισκόταν συσπειρωμένο στην κορυφή ενός χωμάτινου υψώματος, έτοιμο να χιμήσει.
«Προσέξτε, από πάνω σας!» φώναξε η Ομιλήτρια, δείχνοντας.
Το Κτήνος όρμησε, σιωπηλό σαν τον θάνατο, καταπάνω στον Δόλβεριν. Ο Πρίγκιπας, προειδοποιημένος απ’την κραυγή της Νίθρα, πρόλαβε να υψώσει το ξιφίδιό του· έπεσε προς τα πίσω, από την ορμή του τέρατος, και η πλάτη του κοπάνησε στη γη, μα το δεξί του χέρι τινάχτηκε ευθεία, και η λεπίδα που κρατούσε καρφώθηκε στο στήθος του εχθρού του. Το Κτήνος ούρλιαξε, καθώς φωτιά πεταγόταν.
Η Λυρία διέγραψε ένα ημικύκλιο, με το σπαθί της, πετυχαίνοντας το τέρας στο πλάι του κεφαλιού. Ο Νέλβακιν έμπηξε το Δόντι του στα πλευρά του. Το θηρίο τινάχτηκε όπισθεν, λουσμένο στο αίμα και καψαλισμένο απ’τις στιγμιαίες φλόγες.
Όμως, συγχρόνως, είχαν έρθει κι άλλα από το ύψωμα, τα οποία, προφανώς, κρύβονταν από πίσω λίγο πιο πριν. Τέσσερα ήταν στο σύνολό τους, και οι Λυκολάτρες Σαλνάβιν, Όκενλορ, και Άρανον στάθηκαν πλάτη-πλάτη, με τα Δόντια τους στα χέρια.
Μεγάλη Θεά! σκέφτηκε η Νίθρα, είμαστε χαμένοι!
*
Ο Φένταρ και οι δύο Μιρλίμιες σταμάτησαν τα άλογά τους, μόλις άκουσαν τους βρυχηθμούς και τις κραυγές.
«Τα Κτήνη, ξανά!» είπε ο Ωθράγκος. «Τους επιτίθενται. Ίσως τούτη νάναι καλή ευκαιρία ν’απαγάγουμε τη Νίθρα.»
«Μην κάνεις καμια ανοησία!» τον προειδοποίησε η Αστρογέννητη. «Θα ζυγώσουμε προσεκτικά.»
«Και ρίξε και καμια προσευχή στο θεό σου,» πρόσθεσε η Χρυσοδάκτυλη, αφιππεύοντας και τραβώντας ένα στιλέτο μέσ’απ’τα ρούχα της.
*
Ο Δόλβεριν πετάχτηκε όρθιος, καθώς τα τέσσερα Κτήνη έρχονταν καταπάνω στους συντρόφους του σαν μαύρος, μολυσμένος σίφουνας δοντιών και νυχιών. «Επάνω τους!» κραύγασε, τραβώντας ένα Δόντι μέσα απ’την τουνίκα του κι εκσφενδονίζοντάς το, για να καρφωθεί στο μάτι ενός τέρατος, το οποίο ούρλιαξε πονεμένα και ανασηκώθηκε στα πισινά του πόδια.
Η Λυρία και ο Νέλβακιν χίμησαν στο τραυματισμένο Κτήνος, κραδαίνοντας τα όπλα τους· η Αναζητήτρια φώναξε: «Βασίλισσα του Πολέμου, δύναμη στο ξίφος μου!»
Το σπαθί της βρήκε το θηρίο στην κοιλιά, σχίζοντας το δέρμα του και τινάζοντας αίμα στο λευκό χιτώνα της. Ο Νέλβακιν έπεσε πάνω στη ράχη του τερατουργήματος, καρφώνοντας το Δόντι του μέσα στο πετσί του, καίγοντας και λιανίζοντας. Το Κτήνος πάλεψε αδύναμα να τον αποτινάξει, μα εκείνος κρατιόταν γερά και έμπηγε το όπλο του, ξανά και ξανά, στο σώμα του τραυματισμένου θηρίου.
Η Λυρία απέφυγε τα επικίνδυνα νύχια που ήρθαν προς το πρόσωπό της και έχωσε το ξίφος της στο στέρνο του εχθρού. Ο Δόλβεριν εφόρμησε και χτύπησε το Κτήνος στο ίδιο σημείο, με το ξιφίδιό του. Το τέρας κατέρρευσε. Ο Λύκαρχος και η Αναζητήτρια πετάχτηκαν πίσω, για να μην πλακωθούν.
Η Νίθρα έσφιγγε τα ηνία του αλόγου της μέσα στα γαντοφορεμένα της χέρια, καθώς τους παρακολουθούσε να μάχονται, νιώθοντας σαν δειλή που δεν ορμούσε κι εκείνη. Άλλωστε, είχε όπλο για να πολεμήσει τα Κτήνη· είχε το Λυκοευλογημένο ξιφίδιο, είχε το Δόντι του Λύκου. Γιατί διστάζω να το τραβήξω; Δεν αλλάζει τίποτα πλέον· αν όλα όσα έχω κάνει θεωρούνται προδοσία προς τη Μεγάλη Μητέρα, δεν αλλάζει τίποτα πλέον.
Είδε τον Σαλνάβιν, τον Όκενλορ, και τον Άρανον να μάχονται ενάντια στ’άλλα τρία Κτήνη των Βάλτων, σπαθίζοντας με τα Δόντια τους, για να κρατούν τα θηρία σε απόσταση, με το δαιμονικό κάψιμο, και να τα τραυματίζουν συγχρόνως. Δεν είναι τώρα πια ανώνυμοι Λυκολάτρες για μένα· τους γνωρίζω όλους: λίγο έστω, αλλά τους γνωρίζω.
Η Νίθρα τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη της και κάλπασε καταπάνω στα Κτήνη των Βάλτων. Το ιριδίζον ατσάλι στο χέρι της γυάλισε σαν άστρο.
Πίσω της, έμεινε η Γριξίλα, μόνη και έφιππη, μην μπορώντας να την ακολουθήσει, τραυματισμένη καθώς ήταν· και πιο πίσω απ’τη Γριξίλα, κρύβονταν στις σκιές των δέντρων ο Φένταρ και οι δύο Μιρλίμιες φόνισσες.
«Χίλιες κατάρες!» γρύλισε ο Ωθράγκος. «Μόλις ήρθαμε, απομακρύνεται!»
«Υπομονή,» είπε η Αστρογέννητη. «Αν μας παρουσιαστεί ευκαιρία, έχει καλώς· αν όχι, θα φύγουμε διακριτικά.»
Η Νίθρα χίμησε, καλπάζοντας, σ’ένα απ’τα Κτήνη –και είδε το θηρίο να στρέφεται στο μέρος της και ν’απλώνει το ένα μπροστινό του πόδι. Τα μακριά, επικίνδυνα νύχια τη γέμισαν με τρόμο, κόβοντάς της την ανάσα και κάνοντάς τη να μετανιώσει, προς στιγμή, που είχε ορμήσει. Ενστικτωδώς, πρότεινε το ξιφίδιο που βαστούσε. Το πόδι του Κτήνους συνάντησε το Δόντι του Λύκου κι αποτραβήχτηκε, καθώς φλόγες πετάχτηκαν και χάθηκαν στο ανοιγόκλεισμα του ματιού, αφήνοντας πίσω τους καμένο τρίχωμα και δέρμα, μαζί με μια μακριά, αιματηρή χαρακιά.
«Νίθρα, φύγε!» φώναξε ο Δόλβεριν, καθώς εκείνος, η Λυρία, και ο Νέλβακιν επιτίθονταν στα θηρία, για να βοηθήσουν τους συντρόφους τους.
Κραυγές, ουρλιαχτά, αίματα, και στιγμιαίες φωτιές γέμιζαν τον αέρα.
Η Νίθρα σταμάτησε το άλογό της στα πέντε, περίπου, μέτρα απόσταση από τη συμπλοκή. Τα Κτήνη των Βάλτων δεν μπορούν ν’αντιμετωπίσουν τα όπλα του Λύκου· έχουν χάσει, παρατήρησε. Έχουν χάσει, παρότι μας είχαν στήσει ενέδρα. Αγνοώντας την προειδοποίηση του Δόλβεριν, έμπηξε τα τακούνια των μποτών της στα πλευρά του αλόγου της και κάλπασε καταπάνω στην πλάτη ενός θηρίου, χτυπώντας το με το ξιφίδιό της και ματοβάφοντας το όπλο ως τη λαβή.
Το Κτήνος σωριάστηκε, καθώς άλλα δύο Δόντια καρφώθηκαν στο πετσί του.
Δύο τερατουργήματα απέμεναν.
Από απόσταση είκοσι-κάτι μέτρων, ο Φένταρ παρατήρησε: «Κερδίζουν τη μάχη. Αυτά τα ξιφίδιά τους… έχουν παράξενες ιδιότητες. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα στη ζωή μου. Ούτε οι ιερείς του Άνκαραζ δεν μπορούσαν να δώσουν παρόμοιες δυνάμεις στις λεπίδες τους. Και τα τέρατα φαίνεται να φοβούνται τις φλόγες που πετάγονται από τις λάμες αυτών των ξιφιδίων.»
«Καλύτερα να φεύγουμε,» του είπε η Αστρογέννητη. «Τώρα, όσο υπάρχει καιρός.»
Ο Φένταρ κατένευσε, μη βλέποντας άλλη λύση. Εκείνος και οι δύο Μιρλίμιες απομακρύνθηκαν, γλιστρώντας από σκιά σε σκιά, προς το μέρος όπου είχαν αφήσει τα άλογά τους.
Εν τω μεταξύ, οι Λυκολάτρες μάχονταν με λύσσα εναντίον των δύο απομενόντων Κτηνών. Ο γρήγορος τρόπος με τον οποίο είχαν υπερισχύσει τούς είχε γεμίσει με θάρρος, κάνοντας τα χτυπήματά τους ταχύτερα και ακριβέστερα.
Το τελευταίο τέρας έπεσε από μια τοξωτή σπαθιά της Λυρία, που του έσχισε το λαιμό και το έκανε να καταρρεύσει, λουσμένο στο αίμα και καμένο από τις φλόγες των Δοντιών.
«Αυτός, αδέλφια,» φώναξε, νικηφόρα, ο Δόλβεριν, «ήταν ο όγδοος εχθρός που έπεσε από τα όπλα μας!»
Οι Λυκολάτρες κραύγασαν, και οι κραυγές τους έμοιαζαν με αλυχτήματα λύκων.
Η Νίθρα, που είχε μείνει σιωπηλή, παρατήρησε ότι κανείς τους δεν είχε τραυματιστεί, πέραν από μερικές επιπόλαιες γρατσουνιές. Τα… φλογερά ξιφίδια του Λύκου είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους, κρατώντας τα Κτήνη σε απόσταση με κάθε επιτυχημένο χτύπημα ή απόκρουση.
«Μη γιορτάζετε από τώρα, Λυκολάτρες,» είπε η Λυρία, σκουπίζοντας το ξίφος της επάνω σ’ένα λευκό μαντίλι και θηκαρώνοντάς το. «Τα τέρατα δε θα πάψουν να έρχονται, μέχρι να θεραπεύσουμε την Πληγή στο σώμα της Θεάς· γιατί από εκεί πηγάζει η δύναμή τους.»
H δημοσιά τελείωνε πέντε περίπου χιλιόμετρα πριν από τους βάλτους και, ύστερα, απλωνόταν ένας χωματόδρομος, που κατέληγε σε μερικά εγκαταλειμμένα σπίτια, χτισμένα από πέτρα, ξύλο, και λάσπη. Προφανώς, επρόκειτο για κάποιο χωριό που οι κάτοικοί του είχαν ή καταβροχθιστεί από τα Κτήνη ή φύγει προ πολλού από τούτους τους αγριότοπους. Το σημείο ήταν κάθε άλλο παρά ασφαλές, όμως ο Δόλβεριν πρόσταξε την ομάδα του να κατασκηνώσει, και κανείς –ούτε ακόμα και η Αναζητήτρια Λυρία– δεν έφερε αντίρρηση, γιατί από εδώ κι εμπρός, ούτως ή άλλως, δε θα έβρισκαν κανένα ασφαλές μέρος ανάπαυσης, πράγμα που όλοι τους αντιλαμβάνονταν πολύ καλά. Τώρα πια, είχαν μονάχα τις αισθήσεις τους για να τους προειδοποιούν για τους κινδύνους –την όραση και την ακοή τους, και την αδιάκοπη εγρήγορση. Άναψαν δύο φωτιές και ξάπλωσαν γύρω τους, ενώ ο Νέλβακιν και η Νίθρα φυλούσαν την πρώτη σκοπιά.
Για αρκετή ώρα, κανένας απ’τους δυο τους δε μιλούσε· ύστερα, ο Λυκολάτρης είπε, ξαφνιάζοντας την Ομιλήτρια: «Έχεις καλά μάτια, ε;»
«Τι;» Η Νίθρα στράφηκε, για να τον κοιτάξει πάνω απ’τις φλόγες. Η όψη του ήταν σκοτεινή, αλλά εκείνη μπορούσε να διακρίνει ότι το βλέμμα του βρισκόταν καρφωμένο στους βάλτους Βενέβριαμ που φαίνονταν κανένα χιλιόμετρο μακριά, κατάμαυροι και απειλητικοί. «Α, ναι… Ναι. Κι άλλοι μου το έχουνε πει.» Χαμογέλασε.
«Γιατί;»
«Γιατί μου το έχουν πει;»
«Γιατί βλέπεις τόσο καλά; Έχεις εκπαιδευτεί;»
«Όχι,» παραδέχτηκε η Νίθρα· «όχι, δεν έχω εκπαιδευτεί. Έτσι είμαι.»
«Παράξενο. Προσέχεις πράγματα δυσκολοπρόσεκτα. Όπως εκείνο το κουφάρι πίσω απ’τους θάμνους, καθώς και το Κτήνος από πάνω μας. Κανείς άλλος από την ομάδα δεν τα είχε δει πριν από σένα.»
«Ήμουν τυχερή, υποθέτω…»
«Δεν ήταν τύχη,» είπε ο Νέλβακιν. «Η Τύχη ποτέ δε σε επισκέπτεται δύο φορές την ίδια νύχτα.»
Ένα αλύχτημα ήρθε από τους βάλτους, παγώνοντας τη Νίθρα. Κτήνος ήταν αυτό; Ή κάτι άλλο; Παρατήρησε πως το χέρι του Νέλβακιν βρισκόταν στη ζώνη του, έτοιμο να ξεθηκαρώσει το Δόντι του Λύκου που ήταν θηκαρωμένο εκεί.
«Βλέπεις τίποτα να κινείται στο σκοτάδι;» τη ρώτησε ο Λυκολάτρης.
Τα μάτια της Νίθρα ερεύνησαν τον βάλτο. «Όχι. Τίποτα.»
Ο Νέλβακιν ελευθέρωσε μια ανάσα που κρατούσε, και φάνηκε να χαλαρώνει. «Καλώς. Ας θεωρήσουμε ότι ήταν τυχαίο. Εκτός κι αν–»
Άλλο ένα αλύχτημα αντήχησε μέσα στη νύχτα.
«–ακουστεί για δεύτερη φορά…»
«Λες να σημαίνει κάτι;»
«Ναι.»
«Τι;»
«Ότι μας περιμένουν να μπούμε, και σκοπεύουν να μας υποδεχτούν με νυχάτες αγκαλιές και δοντιάρικα φιλιά.»
Η Νίθρα δε μίλησε. Έκλεισε, προς στιγμή, τα μάτια και έκανε μια σιωπηλή προσευχή στη Λιάμνερ Κρωθ. Μεγάλη Μητέρα, βοήθησέ μας, ακόμα κι αν μας θεωρείς προδότες. Οι δυνάμεις που αντιμετωπίζουμε είναι, αναμφίβολα, χειρότερες από εμάς.
*
«Πάω να δω αν φαίνεται το καράβι του Σαμόλθιρ,» είπε ο Φένταρ, και σηκώθηκε, τυλιγμένος στην κάπα του και κουκουλωμένος. Το κρύο ήταν δυνατό, αλλά εκείνος κι οι συντρόφισσές του δεν είχαν ανάψει φωτιά, μην τυχόν και τους προσέξουν οι Λυκολάτρες που παρακολουθούσαν.
«Καλύτερα να πάμε όλοι μαζί,» αποκρίθηκε η Αστρογέννητη. «Ίσως ακόμα να τριγυρίζουν τέρατα εδώ πέρα.» Σηκώθηκε κι εκείνη, ακολουθούμενη από τη Χρυσοδάκτυλη.
«Και ποιος θα φυλάει τ’άλογα;» αντιγύρισε ο Φένταρ.
«Θα τα πάρουμε κι αυτά. Εξάλλου, δε θα πάμε μακριά.»
«Πολύς κόπος για το τίποτα. Αλλά αφού επιμένετε…» Έλυσε το άλογό του από το χαμόδεντρο όπου το είχε δέσει και το τράβηξε απ’τα γκέμια, κατηφορίζοντας προς την ακτή. Η Αστρογέννητη και η Χρυσοδάκτυλη τον πήραν στο κατόπι, μαζί με τα δικά τους άλογα.
Ο άνεμος ήταν πιο τσουχτερός κοντά στη θάλασσα, και έφερνε μαζί του σταγονίδια νερού που πιτσιλούσαν τα πρόσωπά τους. Ο Φένταρ σταμάτησε δίπλα σ’έναν μεγάλο βράχο, κλοτσώντας ένα πεσμένο κλαδί. Κοιτάζοντας προς τα ανατολικά, είδε ένα ιστιοφόρο που δεν μπορούσε παρά να ήταν ο Κυματόλυκος.
«Να του κάνουμε σήμα, για να ξέρει πού βρισκόμαστε,» είπε στις Μιρλίμιες.
Η Αστρογέννητη έγνεψε καταφατικά και, δίνοντας τα ηνία του αλόγου της στη Χρυσοδάκτυλη, ανέβηκε πάνω στον βράχο, δίπλα στον Φένταρ. Ύψωσε τα χέρια της και τα κούνησε στον αέρα.
Ο Ωθράγκος τυχοδιώκτης κοίταξε προσεκτικά το σκάφος, για να δει αν θα ερχόταν κάποιο νόημα από εκεί.
Μια φιγούρα ανέβηκε στην πρύμνη και κούνησε το δεξί της χέρι. Ο Σαμόλθιρ. Ο Φένταρ σήκωσε κι εκείνος το δεξί του χέρι.
Η Αστρογέννητη κατέβηκε απ’τον βράχο. «Όλα εντάξει, έτσι;»
Ο Φένταρ κατένευσε. «Ναι.»
Στράφηκαν δυτικά, για να επιστρέψουν στο σημείο απ’το οποίο είχαν έρθει.
«Πρέπει να οργανωθούμε,» είπε ο Ωθράγκος, καθώς βάδιζαν.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Ότι πρέπει να εκπονήσουμε ένα σχέδιο, για ν’αρπάξουμε τη Νίθρα μέσα στους βάλτους. Εκεί θα είναι ευκολότερο, νομίζω.»
«Δε θα είναι ευκολότερο να την αρπάξουμε. Ευκολότερο θα είναι να κρυφτούμε αφότου την έχουμε αρπάξει.»
«Πράγμα που, σίγουρα, μας βοηθάει,» τόνισε ο Φένταρ.
«Όλοι εκείνοι οι Λυκολάτρες γύρω της, όμως, δε μας βοηθάνε καθόλου…»
*
Οι Λυκολάτρες σηκώθηκαν με την αυγή, καθώς το γκρίζο φως της ανατολής έλουζε τους βάλτους Βενέβριαμ, δίνοντάς τους μια αιθέρια όψη· νερό και βλάστηση έμοιαζαν να αναμιγνύονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελούν ένα παχύρρευστο κράμα, μια καινούργια μορφή ύλης.
«Έχεις καμια ιδέα πού μπορεί να βρίσκεται το Τραύμα για το οποίο μας μιλούσες, Λυρία;» ρώτησε ο Δόλβεριν.
«Εσύ πού σκόπευες να ψάξεις, λύκε;» είπε η Αναζητήτρια. «Οι βάλτοι Βενέβριαμ είναι ένας πολύ μεγάλος τόπος…» Κοίταξε από το Βορρά ως το Νότο, τα ατελείωτα έλη, σαν να ήθελε να δώσει έμφαση στα λόγια της.
«Δεν είχα κάποιο συγκεκριμένο σημείο κατά νου,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας. «Ωστόσο, από εδώ έρχονται τα Κτήνη, άρα εδώ βρίσκονται και οι απαντήσεις που αναζητώ. Τώρα, πες μου για το Τραύμα: Ξέρεις πού είναι;»
Η Λυρία έμεινε σιωπηλή για λίγο· ύστερα, είπε: «Όχι ακριβώς. Όμως μπορώ να αισθανθώ τον πόνο της Θεάς. Και ο πόνος αυτός είναι τώρα ισχυρότερος… τώρα που είμαι πιο κοντά στην πηγή του.» Γονάτισε στο ένα πόδι και άγγιξε, με το δεξί χέρι, το έδαφος, κλείνοντας τα ματιά. Τα μακριά, ξανθά της μαλλιά έκρυψαν το πρόσωπό της.
Η Νίθρα, ο Δόλβεριν, και οι Λυκολάτρες την παρακολουθούσαν σιωπηρά, περιμένοντάς τη να μιλήσει. Είχαν όλοι τους ακούσει ότι ορισμένες ιέρειες, ιδιαίτερα αφιερωμένες στη Θεά, μπορούσαν να διαισθανθούν διάφορα πράγματα, ακουμπώντας το έδαφος της ηπείρου, που ήταν, ουσιαστικά, το δέρμα της Λιάμνερ Κρωθ. Οι περισσότεροι Ρουζβάνοι, όμως, θεωρούσαν αυτές τις φήμες απλά προκαταλήψεις ή παρατραβηγμένες δοξασίες· λίγοι ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι, πραγματικά, συνέβαιναν τέτοια.
Η Νίθρα στεκόταν, ιδεολογικά, κάπου στο μέσο: Πίστευε ότι αυτές οι ιέρειες ήταν πολύ σπάνιες περιπτώσεις, αλλά –γιατί όχι;– μπορεί να υπήρχαν. Ο Δόλβεριν, από την άλλη, ήταν σίγουρος ότι υπήρχαν· αλλά εξακολουθούσε να θεωρεί τη θρησκεία της Λιάμνερ Κρωθ, κατά βάση, διεφθαρμένη και φθίνουσα· προτιμούσε τον Λύκο, από παλιά…
Η Λυρία ορθώθηκε, τρέμοντας και βαριανασαίνοντας. «Η… η Μεγάλη Μητέρα… υποφέρει,» ψέλλισε, με τη φωνή της αδύναμη, να χάνεται στο φύσημα του πρωινού ανέμου που ερχόταν απ’τη θάλασσα. «Κρατάει… σπρώχνει… μια εισβάλλουσα δύναμη. Τη σπρώχνει, την περιορίζει σ’ένα σημείο… για να μην εξαπλωθεί και… την καταβροχθίσει.»
«Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε ο Δόλβεριν, πηγαίνοντας να σταθεί μπροστά της. «Για ποια ‘δύναμη’ μιλάς;»
«Δεν ξέρω, αλλά την ένιωσα. Έχει μεγάλη ισχύ.»
«Πρόκειται για το Τραύμα;»
Η Λυρία κατένευσε· το πρόσωπό της ήταν χλομό, παρατήρησε ο Πρίγκιπας, και τα πράσινά της μάτια έμοιαζαν στοιχειωμένα.
«Μπορείς να μας οδηγήσεις εκεί, Αναζητήτρια;»
«Νομίζω.»
«Και πώς θα θεραπεύσουμε την Πληγή;»
Η Λυρία κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω ακόμα.»
«Υπάρχει περίπτωση να μάθεις;»
«Ίσως… καθώς θα ζυγώνουμε.»
Ο Δόλβεριν πλησίασε το άλογό του και το καβαλίκεψε. «Τότε, ξεκινάμε. Να έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα και τ’αφτιά σας τεντωμένα.»
«Η Νίθρα έχει μάτια για όλους μας, Λύκαρχε,» είπε ο Νέλβακιν, μειδιώντας κι ανεβαίνοντας κι αυτός στη σέλα του ίππου του.
«Ένα ζευγάρι μάτια δεν είναι ποτέ αρκετό,» αποκρίθηκε η Νίθρα, και ο Δόλβεριν έγνεψε καταφατικά.
*
«Φαίνεται πως έπεσες έξω στις προβλέψεις σου,» είπε η Χρυσοδάκτυλη στον Φένταρ, καθώς ατένιζαν τη Νίθρα και τους Λυκολάτρες να μπαίνουν έφιπποι στους βάλτους. «Δε σκοπεύουν ν’ακολουθήσουν την ακτή.»
«Δεν το πιστεύω αυτό το πράγμα…!» μούγκρισε ο Ωθράγκος. «Πώς διάολο είναι δυνατόν ν’αποφάσισαν να κάνουν ό,τι πιο παράλογο θα μπορούσαν; Γνωρίζουν τόσο καλά αυτά τα μέρη, ώστε να είναι βέβαιοι πως δε θα χαθούν;»
«Ίσως.»
«Αποκλείεται, Χρυσοδάκτυλη.» Ο Φένταρ ακούμπησε τα χέρια στη λαβή της σέλας του και αναστέναξε. «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να γνωρίζει καλά τους βάλτους Βενέβριαμ. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να τους γνωρίζει γενικά! Είναι ανεξερεύνητο έδαφος, απ’όσο ξέρω. Πρέπει νάσαι τρελός, για να μπεις εδώ μέσα… και τυχερός για να βγεις.»
«Πολύ ενθαρρυντικό τούτο που μας λες…» σχολίασε η Χρυσοδάκτυλη.
«Πάντα μιλάω ενθαρρυντικά στους συντρόφους μου.»
«Κάτι ήξερε τ’αφεντικό, που έλεγε να–» άρχισε η Αστρογέννητη.
«Ναι, το αντιλαμβάνομαι ότι ‘κάτι ήξερε’,» τη διέκοψε ο Φένταρ. «Για την ακρίβεια, ήξερε όσα ξέρω κι εγώ –ή ίσως και λίγο περισσότερα, από τις πειρατικές του μέρες–, αλλά η ουσία παραμένει ίδια κι απαράλλακτη: δεν μπορώ να χάσω τη Νίθρα τώρα που βρίσκομαι τόσο κοντά της. Που να καρφώσει και να στρίψει το Κέρατο του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, όλα στραβά πάνε σε τούτη την τρισκατάρατη αποστολή! Λες κι οι θεοί να θένε να μας χαντακώσουν.»
«Μάλλον, το αντίθετο συμβαίνει: Ένας τουλάχιστον θεός είναι μαζί μας,» του είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Αν ήταν θεός, τελικά…»
«Δε θα το λύσουμε τώρα αυτό το ζήτημα,» αντιγύρισε ο Φένταρ. «Ας προχωρήσουμε, προτού τους χάσουμε.» Οι Λυκολάτρες είχαν μπει στους βάλτους και γλιστρούσαν μέσα στην αραιή ομίχλη.
Οι Μιρλίμιες και ο Ωθράγκος χτύπησαν τ’άλογά τους στα πλευρά, με τα τακούνια των μποτών τους, και τρόχασαν.
«Δε θ’αρέσει τούτο στ’αφεντικό,» είπε η Αστρογέννητη.
«Ούτε κι εμένα μ’αρέσει,» δήλωσε ο Φένταρ. «Και θα ήθελα πολύ να μάθω τι είναι εκείνο που τους κάνει να μπαίνουν έτσι, ασυλλόγιστα, μέσα στην καρδιά του βάλτου!»
«Θέλουν να εξολοθρεύσουν τα Κτήνη, όπως είπε κι η συμπατριώτισσά σου…»
«Και σκοπεύουν ν’αλωνίσουν όλους τους βάλτους Βενέβριαμ, μέχρι να ολοκληρώσουν την αποστολή τους;» είπε ο Φένταρ, δύσπιστος. «Οι βάλτοι Βενέβριαμ είναι πολύ μεγάλοι, Αστρογέννητη! Σίγουρα, ψάχνουν για κάτι πιο συγκεκριμένο.»
«Η Αλλάρνα δεν ανέφερε κάτι τέτοιο.»
«Πιθανώς να μην της το είπαν. Δε νομίζω ότι αυτός ο Πρίγκιπας Δόλβεριν την εμπιστευόταν και τόσο.»
«Ας το σκεφτούμε λογικά,» είπε η Χρυσοδάκτυλη, καθώς πλησίαζαν τα βρόμικα νερά των βάλτων και τα πόδια των αλόγων τους πατούσαν μέσα. Οι Λυκολάτρες φαίνονταν στο βάθος, ανάμεσα στα βούρλα και πίσω από το αραχνοΰφαντο πέπλο της ομίχλης. «Τι θα μπορούσε να γνωρίζει ο Πρίγκιπας για τα Κτήνη; Τις φήμες που έχουμε ακούσει κι εμείς γι’αυτά: ότι παρουσιάζονται τις νύχτες και σκοτώνουν χωρικούς και ζώα· και ότι ορισμένοι πιστεύουν στην ύπαρξή τους ενώ άλλοι τα θεωρούν απλά ‘μύθο’. Επομένως, ο Δόλβεριν ήρθε εδώ μονάχα για να ερευνήσει και να επιστρέψει στην πρωτεύουσα –έχοντας, φυσικά, σκοτώσει, εν τω μεταξύ, όσο το δυνατόν περισσότερα τέρατα.»
«Και γιατί να μην πάει παραλιακά, παρά να ριψοκινδυνέψει να χαθεί μέσα στα έλη; Όχι, Χρυσοδάκτυλη, ξέρει κάτι παραπάνω από εμάς. Εξάλλου, μην ξεχνάς ότι, ως αδελφός της Βασίλισσας, είναι από τους ισχυρότερους ευγενείς της χώρας· θα έχει μπόλικες διασυνδέσεις.»
«Και τι μπορεί να του αποκάλυψαν οι διασυνδέσεις του; Τη φωλιά των Κτηνών μέσα στους βάλτους; Εσύ ο ίδιος είπες, πριν από λίγο, ότι οι βάλτοι Βενέβριαμ είναι, ουσιαστικά, ανεξερεύνητη περιοχή. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να–;»
«Εγώ δε μίλησα για φωλιά.»
«Τότε, τι να ψάχνει, δηλαδή;»
«Αυτά τα πλάσματα δεν είναι φυσιολογικά. Δεν τα είδες χτες βράδυ; Το δέρμα τους μοιάζει… άρρωστο· και το μέγεθός τους είναι… πολύ μεγάλο για ένα κανονικό ζώο. Φαίνονται σαν λύκοι, μα… παραφουσκωμένοι και… μολυσμένοι.»
«Ναι, και; Τι πιστεύεις ότι αναζητά ο Πρίγκιπας; την αιτία που μεταμορφώθηκαν έτσι; Θεωρείς πως, κάποτε, ήταν φυσιολογικά ζώα που, κάπως… μεταλλάχτηκαν;»
«…Θα μπορούσε.»
«Και πάλι, όμως,» είπε η Χρυσοδάκτυλη, «αυτό δε σημαίνει ότι ο Πρίγκιπας κατευθύνεται προς κάποιο συγκεκριμένο σημείο μέσα στους βάλτους· ίσως να–»
«Πάψτε πια!» τους διέκοψε η Αστρογέννητη. «Άμα συνεχίσετε, θα μας ακούσουν, παρά την απόσταση. Ό,τι κι αν συμβαίνει, θα το μάθουμε σύντομα. Αλλά, και να μην το μάθουμε, τι σας νοιάζει; Για τη Νίθρα δεν είμαστε εδώ;»
Κανείς δεν αποκρίθηκε, καθώς και ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη παραδέχονταν πως η Αστρογέννητη είχε δίκιο.
Μπήκαν στους βάλτους, και ψηλά βούρλα και καλάμια τούς περιστοίχισαν, σαν τα στριφτά κάγκελα ενός δαιμονικού κλουβιού. Ο Ωθράγκος έκοψε ένα καλάμι, με μια γρήγορη σπαθιά, και σταμάτησε το άλογό του, αφιππεύοντας.
«Κατεβείτε,» είπε στις Μιρλίμιες. «Θα συνεχίσουμε οδοιπορώντας.» Στο βάθος, παρατήρησε πως και οι Λυκολάτρες είχαν κάνει το ίδιο. Η κινούμενη άμμος που υπήρχε σε τούτα τα μέρη ήταν περιώνυμη για το πόσο γρήγορα μπορούσε να ρουφήξει τον αφύλαχτο εξερευνητή. Ο Φένταρ είχε ακούσει ορισμένους Ρουζβάνους να την αποκαλούν τα Αδηφάγα Στόματα του Βάλτου.
*
Ο Δόλβεριν τούς είχε προστάξει όλους να κατεβούν από τα άλογά τους, και τώρα προπορευόταν, βαστώντας ένα μακρύ μπαστούνι στο αριστερό χέρι και ελέγχοντας το έδαφος.
«Κινδυνεύουμε από τα Κτήνη,» είπε· «ας φροντίσουμε, τουλάχιστον, να μην πέσουμε στα Αδηφάγα Στόματα του Βάλτου, γιατί τα όπλα μας δε μπορούν να τα πολεμήσουν αυτά –μονάχα η προσοχή μας μπορεί.»
Η Νίθρα προχωρούσε δίπλα στον Πρίγκιπα και βάδιζε επιφυλακτικά, όπως κι εκείνος. Τα μποτοφορεμένα της πόδια, πλατσούριζαν μέσα στα γλοιώδη νερά του βάλτου, τα οποία έφταναν περίπου ως τα γόνατά της. Πού και πού, έβλεπε διάφορα… πλάσματα να κολυμπάνε μέσα τους και οι τρίχες της σηκώνονταν. Ήλπιζε μονάχα αυτά τα ζωύφια να μην ήταν δηλητηριώδη και να μην έρχονταν επάνω της –είτε ήταν δηλητηριώδη είτε όχι. Τα βούρλα και τα καλάμια τριγύρω τής έμοιαζαν παράξενα ζωντανά, καθώς ξεπρόβαλλαν από το νερό και την ομίχλη, και κουνιόνταν όταν κανένα αεράκι φυσούσε.
Τα νεύρα της Νίθρα είχαν τεντωθεί· αλλά, απ’ό,τι μπορούσε να παρατηρήσει, δεν ήταν η μόνη με τεντωμένα νεύρα στην ομάδα: όλοι το ίδιο ήταν. Και κανείς δε μιλούσε. Και η σιγή ήταν τρομακτική· έδινε την εντύπωση πως, σύντομα, κάτι έπρεπε να πεταχτεί απότομα από τα λασπώδη νερά ή πίσω από τις καλαμιές.
Η φωνή του Άρανον τούς θορύβησε άπαντες: «Λύκαρχε! Πίσω μας.»
Η Νίθρα στράφηκε και κοίταξε. Στο βάθος, είδε σκιερές φιγούρες να κινούνται μέσα στην αραιή ομίχλη και τη βαλτώδη βλάστηση, τραβώντας άλογα πίσω τους. Ο ένας –ο άντρας– βαστούσε ένα μακρύ κλωνάρι και δοκίμαζε το έδαφος, ακριβώς όπως έκανε κι ο Δόλβεριν, ενώ οι δύο γυναίκες ακολουθούσαν.
«Τρεις!» σφύριξε ο Πρίγκιπας, κάτω απ’την ανάσα του. «Την άλλη φορά, ήταν δύο, σωστά, Αναζητήτρια;»
Η Λυρία κατένευσε, σιωπηλά.
«Από πού ήρθαν;» αναρωτήθηκε η Γριξίλα. «Δε φαινόταν κανείς να μας ακολουθεί, πριν.»
«Κρύβονταν, αναμφίβολα,» είπε ο Δόλβεριν· «δεν μπορεί να παρουσιάστηκαν δια μαγείας. Απλά, έξω απ’τον βάλτο πρέπει να καλύπτονταν ευκολότερα· εδώ, όμως, φαίνεται πως δεν έχουν τη δυνατότητα να κινούνται το ίδιο ευέλικτά.»
«Τι θα κάνουμε τώρα, Λύκαρχε;» ρώτησε ο Νέλβακιν. «Θα τους επιτεθούμε;»
«Όχι. Είναι μακριά, και θ’απομακρυνθούν περισσότερο, αν μας δουν να τους ζυγώνουμε. Αφήστε τους να νομίζουν ότι δεν τους έχουμε καταλάβει, κι άμα θέλουν, ας πλησιάσουν! –θα τους περιμένουμε.»
«Αν ήταν κατάσκοποι των Κτηνών, δε θα ήξεραν καλύτερα ετούτα τα μέρη;» ρώτησε η Νίθρα τον Δόλβεριν, ύστερα από μερικά λεπτά σιωπηλού ταξιδιού. «Δε θα μπορούσαν να μας κρυφτούν καλύτερα;»
Ο Πρίγκιπας βγήκε απ’τα λασπώδη νερά και πάτησε σε στερεότερο, αν και εξίσου λασπώδες, έδαφος. «Ο κίνδυνος δεν πέρασε,» προειδοποίησε τους συντρόφους του. «Εδώ, μάλιστα, ίσως τα πράγματα να είναι πιο επικίνδυνα, γιατί γίνεσαι απρόσεκτος, καθώς βλέπεις ότι η γη είναι σταθερή από κάτω σου. Να θυμάστε, λοιπόν, πως στους βάλτους Βενέβριαμ δεν υπάρχει σταθερή γη· τα πάντα κινούνται.»
«Έχεις ξανάρθει σε τούτα τα μέρη;» τον ρώτησε η Νίθρα.
«Όχι, αλλά διάβασα κάποια βιβλία, και συμβουλεύτηκα κι ορισμένους εμπειρογνώμονες. Τι είπες, όμως, πριν από λίγο;»
«Είπα ότι, αν οι τρεις άνθρωποι από πίσω μας ήταν κατάσκοποι των Κτηνών, δε θα ήξ–;»
«Α, ναι,» τη διέκοψε ο Δόλβεριν. «Μπορεί και να έχεις δίκιο. Όμως, επειδή κατασκοπεύουν για τα Κτήνη, ή, μάλλον, για το θεό τους, πιστεύεις ότι αυτό σημαίνει πως έχουν ξανάρθει και στους βάλτους; Κανείς λογικός άνθρωπος δεν έρχεται εδώ. Και δεν υπάρχει ανάγκη για κατασκόπους σε τούτα τα ακατοίκητα μέρη, αλλά στις πόλεις του Βασιλείου.»
Ναι, δεν ακούγεται παράλογο αυτό, σκέφτηκε η Νίθρα. Όμως, καθώς θυμόταν τους τρεις ανθρώπους που τους ακολουθούσαν, μέσα της εξακολουθούσε να υπάρχει μια έντονη αμφιβολία…
*
Παρά τις δυσοίωνες προσδοκίες των Λυκολατρών, το βράδυ έφτασε χωρίς κανένα από τα Κτήνη των Βάλτων να τους επιτεθεί. Η ομάδα κάθισε σε μια στέρεα γήινη νησίδα και άναψε φωτιά, για να ξεκουραστεί. Η Νίθρα αισθανόταν τα πόδια της πιασμένα από το βάδισμα επάνω στα ανισόπεδα εδάφη ετούτου του μέρους, όπου έπρεπε κανείς να αποφεύγει συνεχώς παγίδες, περνώντας από δύσβατα σημεία. Τρεις φορές, κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο Δόλβεριν είχε προειδοποιήσει τους συντρόφους του ότι υπήρχε Αδηφάγο Στόμα ακριβώς εκεί και καλά θα έκαναν να το αποφύγουν, περνώντας από εκεί, εκεί, και εκεί, και βλέποντας μετά. Συνήθως, τα εκεί, εκεί, και εκεί ήταν περιοχές γεμάτες με βούρλα, χοντρές ρίζες, ή γλοιώδη νερά που έφταναν ως τη μέση της Νίθρα, η οποία είχε πλέον αρχίσει να σιχαίνεται τον εαυτό της και τα ρούχα της, αλλά ήξερε πως, δυστυχώς, δεν μπορούσε ούτε ν’αλλάξει ούτε να λουστεί εδώ πέρα· έπρεπε να περιμένει μέχρι το ταξίδι τους μέσα στους βάλτους να τελειώσει –αντιλαμβανόμενη ότι, σίγουρα, θα διαρκούσε ακόμα πολλές ημέρες. Μονάχα που το σκεφτόταν, αγανακτούσε, οπότε προσπάθησε να μην το σκέφτεται καθόλου, πράγμα δύσκολο, έτσι όπως αισθανόταν τους μηρούς και τα πλευρά της να την ξύνουν συχνά-πυκνά.
Θα πάθουμε και τίποτα σ’ετούτον τον τρισκατάρατο, τρισάθλιο τόπο! συλλογίστηκε, καθώς έπινε μια γουλιά ζεστού καφέ που είχε ψήσει ο Νέλβακιν. Η Γριξίλα είναι η πιο τυχερή. Καθ’όλη τη διάρκεια της ημέρας, η Λυκολάτρισσα δεν είχε κατεβεί καθόλου απ’το άλογό της, παρά μόνο στις στάσεις που έκαναν. Οι υπόλοιποι θα πεθάνουμε από μόλυνση. Η Νίθρα ρίγησε, και ήπιε ακόμα μια γουλιά καφέ. Μεγάλη Μητέρα…!
«Αισθάνεται κανείς σας άρρωστος;» ρώτησε ο Δόλβεριν τους συντρόφους του.
Τι άρρωστος; Είμαστε όλοι σε μαύρα χάλια, σκέφτηκε η Νίθρα.
Οι Λυκολάτρες κούνησαν τα κεφάλια τους· το ίδιο και η Λυρία.
«Νίθρα;» είπε ο Πρίγκιπας, μη βλέποντας καμια κίνηση από το μέρος της. «Αισθάνεσαι άρρωστη;»
«Δεν αισθάνομαι καλά, πάντως,» αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά, όχι, δεν είμαι άρρωστη. Γιατί ρωτάς;»
«Σε περίπτωση που κάποιος σας αισθανθεί άρρωστος,» είπε ο Δόλβεριν, «να με ειδοποιήσει αμέσως. Υπάρχουν διάφορες ασθένειες που μπορεί κανείς να κολλήσει στους βάλτους Βενέβριαμ, και έχω όλα τα κατάλληλα βοτάνια για τις συνηθέστερες.»
«Αν νιώσουμε κάτι, θα σ’το πούμε, Λύκαρχε,» υποσχέθηκε ο Σαλνάβιν.
Θεά μου, σκέφτηκε η Νίθρα, κλείνοντας προς στιγμή τα μάτια, τι πράγματα είναι τούτα; Δεν έπρεπε ποτέ να είχα έρθει εδώ. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ψυχραιμία. Υπάρχουνε και χειρότερα, πολύ χειρότερα. Θα μπορούσα να βρίσκομαι στην αίθουσα βασανιστηρίων της Καλβάρθα.
«Και να τρώτε,» είπε ο Δόλβεριν, «ακόμα κι αν δεν έχετε όρεξη.»
Η Νίθρα άνοιξε πάλι τα μάτια και κοίταξε τους συντρόφους της. Τι εύκολη λεία που είμαστε για τα Κτήνη τώρα· αναρωτιέμαι γιατί δε μας επιτίθενται. Ύστερα, σκέφτηκε πως ετούτη δεν ήταν παρά η πρώτη τους νύχτα στους βάλτους. Περιμένουν να αποδυναμωθούμε περισσότερο;
Ρώτησε τον Δόλβεριν: «Πόσο μακριά ταξιδέψαμε σήμερα;»
«Καμια δεκαπενταριά χιλιόμετρα, υποθέτω.»
«Μόνο;»
«Το ταξίδι είναι δύσκολο εδώ μέσα.»
«Ναι, αυτό είναι πασιφανές…» αποκρίθηκε η Νίθρα· και αμέσως σκέφτηκε: Πώς μιλάω έτσι στον Πρίγκιπα! Ωστόσο, δεν είδε τον Δόλβεριν να ενοχλείται.
«Λυρία,» είπε ο Λύκαρχος, «μπορείς να καταλάβεις πόσο μακριά βρισκόμαστε από την Πληγή;»
Η Αναζητήτρια κούνησε το κεφάλι, χωρίς να μιλήσει. Η όψη της συνέχιζε να είναι χλομή, όπως το πρωί, προτού μπουν στους βάλτους.
*
«Εξακολουθεί να μη μ’αρέσει αυτή η ιδέα,» είπε ο Φένταρ, καθισμένος μπροστά στη φωτιά, αντίκρυ στις δύο Μιρλίμιες.
«Αν δεν την άναβα, θα μας έτρωγαν τα ζωύφια!» αντιγύρισε η Χρυσοδάκτυλη. «Θες να κοιμηθείς εδώ μέσα χωρίς κανένα φως;»
«Όχι, αλλά… θα μας προσέξουν τώρα.»
«Μας έχουν ήδη προσέξει· σ’το είπα,» τόνισε η Αστρογέννητη. «Κοίταξαν τόσες πολλές φορές πίσω τους, που δεν μπορεί να ήταν τυχαίο. Κάποιος μας είδε. Άλλωστε, αφού μπορούμε εμείς να δούμε αυτούς, μάλλον κι αυτοί μπορούν να δουν εμάς.»
Ο Φένταρ ξεφύσησε. «Δεν ξέρουμε τα μέρη καθόλου, να πάρει και να σηκώσει! Και το περιβάλλον τούτο δεν είναι κάτι στο οποίο έχουμε συνηθίσει… Πρέπει, όμως, να βρούμε τρόπο να καλυφτούμε. Αν καταλαβαίνουν συνεχώς πού βρισκόμαστε, τότε αποκλείεται ποτέ να απαγάγουμε τη Νίθρα.
»Βέβαια, το αμφισβητώ ότι μας έχουν προσέξει, όπως σου απάντησα και την πρώτη φορά που–»
«Είμαι σίγουρη ότι μας είδαν. Όσο εσύ κοίταγες το έδαφος, εγώ κοίταγα αυτούς,» επέμεινε η Αστρογέννητη.
«Μα, αν μας έβλεπαν, δε θα έκαναν κάτι; Δε θα προσπαθούσαν να μας πλησιάσουν;»
«Ίσως να θέλουν να μας οδηγήσουν σε κάποια παγίδα,» υπέθεσε η Χρυσοδάκτυλη.
«Αυτό είναι τρομαχτικό,» είπε ο Φένταρ· «αλλά δε νομίζω ότι ξέρουν τόσο καλά τους βάλτους, ώστε να το επιχειρήσουν. Καθώς λέγαμε και το πρωί, κανείς δεν ξέρει τόσο καλά τους βάλτους –εκτός ίσως από αυτά τα Κτήνη.»
«Το θέμα είναι ότι μας έχουν προσέξει,» είπε η Αστρογέννητη. «Φένταρ, πάψε να το αμφιβάλλεις· είμαι σίγουρη, σου λέω.»
«Εντάξει, μας έχουν προσέξει. Και τι μ’αυτό; Θες να υποστηρίξεις ότι καλά κάναμε που ανάψαμε φωτιά; Χωρίς φως, ίσως να καταφέρναμε να χαθούμε απ’τα μάτια τους, ξέρεις!»
«Και το πρωί θα μας έβλεπαν πάλι…»
«Όχι απαραίτητα,» είπε ο Φένταρ. «Θα μπορούσαμε ν’αλλάξουμε θέση: να πάμε απ’τα πλάγια τους, ώστε να βαδίζουμε παράλληλα μ’αυτούς.»
«Κι έτσι αποκλείεται να μας ξαναπροσέξουν;»
«Ίσως και να τα καταφέρουν, ίσως και όχι. Η ουσία, όμως, είναι πως θα τους αποπροσανατολίσουμε για λίγο, καθώς δε θα μας δουν πάλι πίσω τους. Κι αυτή τη φορά, μπορούμε να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί, πηγαίνοντας από τα πιο πυκνά σημεία.»
«Δε λέει βλακείες,» είπε η Χρυσοδάκτυλη στην Αστρογέννητη.
Εκείνη τη λοξοκοίταξε. «Εσύ δεν ήσουν που ήθελες φωτιά;»
«Ναι, αλλά τότε έλεγε βλακείες.» (Ο Φένταρ τής έριξε ένα άγριο βλέμμα.) «Τώρα, λέει κάτι σωστό. Αν το σχέδιό του πετύχει, θα τους αποπροσανατολίσουμε.»
«Και πιθανώς να μας φάνε τα πλάσματα του βάλτου…»
«Όποιος φυλάει σκοπιά θα πρέπει να είναι προσεκτικότερος απ’ό,τι συνήθως.»
«Λοιπόν, θα το κάνουμε;» είπε ο Φένταρ.
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Αστρογέννητη· «πάντως, μην πείτε ότι δε σας προειδοποίησα.» Σηκώθηκε όρθια και έσβησε τη φωτιά, παίρνοντας λάσπη από κάτω και ρίχνοντάς τη στις φλόγες.
Ο Φένταρ τράβηξε το άλογό του από τα γκέμια και ξεκίνησε να βαδίζει, ελέγχοντας το έδαφος με το καλάμι που είχε κόψει στην αρχή των βάλτων. «Θα πάμε απο κεί,» είπε στις συντρόφισσές του, δείχνοντας μέσα στην αστροφεγγιά.
Προχώρησαν, επιφυλακτικά, ατενίζοντας τη φωτιά των Λυκολατρών, η οποία αποτελούσε, αυτή τη στιγμή, το μοναδικό τους ορόσημο, για να προσανατολίζονται μέσα στο λασπώδες χάος του βάλτου και των φυτών που φύτρωναν εδώ.
Σιγά-σιγά, η φωτιά της ομάδας της Νίθρα άρχισε να βρίσκεται στα δεξιά τους και να φαίνεται ανάμεσα από μακριά καλάμια και κλωνάρια ελοχαρών ιτιών. Ωραία, σκέφτηκε ο Φένταρ. Ετούτο το σημείο πρέπει νάναι πολύ καλύτερο απ’το προηγούμενο. Εδώ, τουλάχιστον, κάτι μας καλύπτει–
Η Αστρογέννητη έβγαλε έναν πνιχτό ήχο απ’το λαιμό της· και, μετά: «Βοήθεια!» έκανε, όσο πιο σιγανά μπορούσε.
Η Χρυσοδάκτυλη άρπαξε το χέρι της. Ο Φένταρ δεν έβλεπε καθόλου καθαρά τις δύο Μιρλίμιες, καθώς ελάχιστη αστροφεγγιά περνούσε ανάμεσα από τη βλάστηση.
«Τι σας συμβαίνει;» τις ρώτησε.
«Το πόδι μου!» σφύριξε η Αστρογέννητη μέσα στο σκοτάδι. «Κάτι το άρπαξε!»
Ο Φένταρ διέκρινε μόνο τη δεξιά μεριά της Μιρλίμιας φόνισσας, καθώς και τα χέρια της Χρυσοδάκτυλης, που τραβούσαν τη συνάδελφό της από τον πήχη. Το αριστερό πόδι της Αστρογέννητης ήταν καλυμμένο στις πυκνές σκιές, και μάλλον αυτό είχε πιαστεί, γιατί ο τυχοδιώκτης έβλεπε το άλλο να κινείται.
«Φένταρ, βοήθησε!» γρύλισε η Χρυσοδάκτυλη.
Το άλογο της Αστρογέννητης χρεμέτισε αδύναμα.
«Προσοχή με τα ζώα!» είπε ο Φένταρ. «Αν πρόκειται για κινούμενη άμμο, δεν πρέπει με τίποτα να πέσουν μέσα! Αστρογέννητη, νιώθεις να βυθίζεσαι;»
«Ναι! Μου τραβάει το πόδι!»
«Δεν μπορείς να το τραβήξεις έξω;»
«Όχι! Εσύ γιατί λες να μην το έχω κάνει ήδη;»
Τι στους χίλιους-δύο δαίμονες; απόρησε ο Φένταρ. Η κινούμενη άμμος δε σε παρασέρνει με τέτοια δύναμη! Εκτός κι αν πέσεις ολόκληρος μέσα. «Περίμενε–»
«Δε σκοπεύαμε να πάμε πουθενά!» είπε η Χρυσοδάκτυλη.
Ο Φένταρ τράβηξε έναν δαυλό απ’τη σέλα του αλόγου του και τον άναψε, στρέφοντας την πλάτη προς την κατεύθυνση των Λυκολατρών κι ελπίζοντας ότι δε θα πρόσεχαν το φως. Ζύγωσε –με πολύ προσεκτικά βήματα– την Αστρογέννητη και φώτισε το έδαφος.
Το μποτοφορεμένο πόδι της Μιρλίμιας βρισκόταν χωμένο ως τον αστράγαλο μέσα στη λάσπη, η οποία κουνιόταν, μοιάζοντας ζωντανή και πεινασμένη (!). Αδύνατον! Τι σκατά είν’αυτό το πράμα;
Ας δούμε αν του αρέσει η φωτιά. Πλησίασε τη φλόγα του δαυλού του.
Η ζωντανή λάσπη αναδεύτηκε βίαια, και το πόδι της Αστρογέννητης πετάχτηκε έξω, καθώς η Χρυσοδάκτυλη εξακολουθούσε να την τραβά. Οι δύο Μιρλίμιες σωριάστηκαν στο βαλτώδες έδαφος, κι αμέσως πετάχτηκαν πάλι όρθιες.
«Είσαι καλά, αγάπη;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Νομίζω…» ξεφύσησε η Αστρογέννητη. «Εσείς και οι καταραμένες σας ιδέες!…»
Ο Φένταρ άρπαξε τα ηνία του αλόγου της (για να μην πέσει το ζώο στο επικίνδυνο σημείο και έχουν κακά ξεμπερδέματα) και παρατήρησε τη ζωντανή λάσπη, φωτίζοντάς την. Δεν είναι εύκολο κανείς να την ξεχωρίσει, σκέφτηκε, εκτός κι αν ξέρει ότι βρίσκεται εκεί. Μήπως κρύβεται κάποιο πλάσμα από κάτω της; Πλησίασε πάλι το δαυλό, και τον κράτησε εκεί για μερικές στιγμές. Η λάσπη αναδεύτηκε βίαια, όπως και πριν, μα τίποτα δεν πετάχτηκε έξω.
Ο Φένταρ ορθώθηκε, απομακρύνοντας τη φωτιά του. «Αδηφάγα Στόματα του Βάλτου, πράγματι…» μονολόγησε, σκεπτόμενος ότι ορισμένες δοξασίες για τους βάλτους Βενέβριαμ δεν πρέπει να ήταν «μονάχα δοξασίες».
«Φέρε το φως σου εδώ,» άκουσε τη Χρυσοδάκτυλη να λέει.
Ο Φένταρ στράφηκε και τις ζύγωσε. Η Αστρογέννητη καθόταν σε μια πέτρα και είχε βγάλει την αριστερή μπότα και την κάλτσα της. Το φως του δαυλού έλουσε το γυμνό της πόδι… το οποίο, εκτός από ένα κοκκίνισμα στον αστράγαλο, φαινόταν να είναι εντάξει. Ούτε πληγές υπήρχαν, ούτε κάτι άλλο.
«Δεν έχει τίποτα,» της είπε ο Φένταρ.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη, «έτσι νομίζω κι εγώ.»
«Τι ήταν αυτό το πράμα, Φένταρ;» ρώτησε η Χρυσοδάκτυλη. «Έμοιαζε ζωντανό.»
«Δεν ξέρω τι σκατά ήταν,» είπε ο Ωθράγκος, «αλλά καλύτερα να τα έχουμε υπόψη μας τώρα. Πάντως, δεν ήταν μια απλή κινούμενη άμμος, όπως θα καταλάβατε.»
«Δεν είν’εύκολο να τα ξεχωρίσεις από την κανονική λάσπη,» είπε η Αστρογέννητη, φορώντας την κάλτσα της.
«Ναι,» ένευσε ο Φένταρ· «αυτό είναι και το πρόβλημα.»
«Το καλάμι το πιάνουν;» είπε η Χρυσοδάκτυλη.
Ο Φένταρ συνοφρυώθηκε. Καλή ερώτηση! Πλησίασε πάλι τη ζωντανή λάσπη και έχωσε το μπαστούνι του μέσα της. Το τράβηξε έξω χωρίς δυσκολία.
«Όχι,» απάντησε, γυρίζοντας στις δύο Μιρλίμιες, που οι όψεις τους έγιναν, ξαφνικά, πιο ανήσυχες από πριν. «Πρέπει να έχει συγκεκριμένες προτιμήσεις στο φαγητό…»
Τα αλυχτήματα των Κτηνών ακούγονταν απόμακρα γι’ακόμα μια φορά.
Η ομάδα του Δόλβεριν σταμάτησε, αλλά κανείς δεν ξεθηκάρωσε το όπλο του, καθώς όλοι ήταν βέβαιοι πως, παρά τις κραυγές, τίποτα δε θα ερχόταν απ’τη βλάστηση. Ετούτο ήταν το απόγευμα της τρίτης τους ημέρας μέσα στο βάλτο και τα ουρλιαχτά είχαν αντηχήσει για τέταρτη φορά –δύο φορές χτες και δύο σήμερα–, σαν τα Κτήνη να ήθελαν να τους φοβερίσουν, αλλά να μην τολμούσαν να πλησιάσουν, γνωρίζοντας τα όπλα που έφεραν.
Ή, τουλάχιστον, έτσι σκεφτόταν η Νίθρα, διότι ορισμένοι από τους Λυκολάτρες έμοιαζαν να έχουν τις διαφωνίες τους.
«Γιατί δεν έρχονται, Λύκαρχε;» μούγκρισε ο Νέλβακιν, ατενίζοντας τις μεγάλες σκιές των φυτών του βάλτου και των καλαμιών. «Αν κρίνω σωστά απ’τα αλυχτήματα, πρέπει να είναι τόσα πολλά, που θα μπορούσαν εύκολα να μας κατασπαράξουν!»
«Δεν ξέρεις αν ‘κρίνεις σωστά’, Νέλβακιν,» αντιγύρισε ο Δόλβεριν, στρεφόμενος να τον κοιτάξει με στενεμένα μάτια. «Μέσα σε τούτο το μέρος, οι ήχοι μπορεί ν’αποδειχτούν παραπλανητικοί. Αν αρχίσουμε εμείς να ουρλιάζουμε εδώ πέρα, οι κατάσκοποι που μας παρακολουθούν ίσως, ξαφνικά, να νομίσουν ότι έχουμε διπλασιαστεί!»
«Τότε, αυτή μπορεί να ήταν μια καλή ιδέα για να τους ξεφορτωθούμε, λύκε,» είπε η Λυρία. «Δε με κάνει να αισθάνομαι καθόλου καλύτερα το γεγονός ότι τα μάτια τους είναι καρφωμένα επάνω μας.»
«Πού βρίσκονται τώρα;» Η Γριξίλα κοίταξε τριγύρω. Οι κατάσκοποι είχαν προσπαθήσει, τη δεύτερη ημέρα, να τους κοροϊδέψουν, αλλάζοντας γωνία παρακολούθησης μέσα στη νύχτα και βρίσκοντας καλύτερο μέρος κάλυψης, πίσω από ιτιές, καλαμιές, και ψηλά βούρλα· η Νίθρα, όμως, τους είχε παρατηρήσει, σε κάποια στιγμή, και είχε ειδοποιήσει τους υπόλοιπους. Ορισμένοι από τους Λυκολάτρες, τότε, είχαν προτείνει να τους χιμήσουν, αλλά ο Δόλβεριν το είχε απαγορέψει, γρυλίζοντας ότι δεν είχε καμια επιθυμία να χάσει τους ανθρώπους του άσκοπα από τα Αδηφάγα Στόματα του Βάλτου.
«Δεν τους βλέπω πουθενά,» δήλωσε ο Όκενλορ.
«Νίθρα;» είπε ο Νέλβακιν.
Η Ομιλήτρια έριξε μια ματιά τριγύρω, χτενίζοντας την περιοχή με το βλέμμα της. «Κάτι φιγούρες κινούνται στ’αριστερά μας!» τους προειδοποίησε. «Και είναι πολλές!»
Οι Λυκολάτρες και η Αναζητήτρια της Λιάμνερ Κρωθ, πάραυτα, στράφηκαν προς τα εκεί όπου τους είπε… και, ύστερα, στράφηκαν ξανά προς τη Νίθρα. Με απορημένες εκφράσεις στα πρόσωπά τους.
«Δε φαίνεται τίποτα,» της είπε ο Δόλβεριν. «Είναι μακριά;»
«Όχι, πολύ κοντά,» αποκρίθηκε εκείνη. «Δεν τους βλέπετε; Δεν μπορεί! Να, εκεί είναι!» Έδειξε, υψώνοντας το δεξί, γαντοφορεμένο της χέρι.
Ο Δόλβεριν και οι υπόλοιποι κοίταξαν, προσεκτικότερα.
Ο Πρίγκιπας κούνησε το κουκουλωμένο του κεφάλι. «Νίθρα, δε φαίνεται τίποτα… Βλέπει κάτι κανένας άλλος;» ρώτησε την ομάδα του.
«Όχι, Λύκαρχε,» απάντησε η Γριξίλα, το μοναδικό έφιππο μέλος της συντροφιάς τους.
«Όχι, Λύκαρχε,» είπε και ο Νέλβακιν. «Κανείς μας δε βλέπει τίποτα.»
«Ούτε εγώ βλέπω κάτι,» δήλωσε η Λυρία.
«Φεύγουν τώρα,» τους είπε η Νίθρα, απορώντας πώς ήταν δυνατόν να μην μπορούν να δουν αυτές τις φιγούρες. Μου το έχουν ξαναπεί ότι έχω καλή όραση, μα δεν πίστευα ποτέ ότι είναι τόσο καλή! Αυτοί οι κατάσκοποι βρίσκονται πολύ κοντά! «Έφυγαν.»
Ο Δόλβεριν γύρισε πάλι στο μέρος της. «Είσαι σίγουρη ότι είδες κάτι;»
«Ναι, και ήταν και πολύ φανερό –δεν μπορεί να μην το είδατε κι εσείς!» αποκρίθηκε η Νίθρα.
Ο Πρίγκιπας την ατένισε με όψη κενή, ενώ τα μάτια του έμοιαζαν να ρωτούν τι την είχε πιάσει. «Μάλλον, θα το φαντάστηκες. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα εκεί, Νίθρα. Τουλάχιστον, τίποτα το φανερό.
»Συνεχίζουμε!» φώναξε στην ομάδα του, και ξεκίνησε πάλι να βαδίζει, πασπατεύοντας τα ρηχά νερά με το μπαστούνι του.
Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν.
«Μα…» έκανε η Νίθρα, αλλά δε συνέχισε να μιλά. Μα, ήταν εκεί! Τους είδα! Και ήταν πολλοί!
Έστρεψε το βλέμμα της στον Δόλβεριν, ο οποίος κοιτούσε τα επικίνδυνα νερά των βάλτων, καθώς βάδιζε. Αν είχαν δει κάτι, θα είχαν ανησυχήσει· δε θα το προσπερνούσαν έτσι. Δεν μπορεί να μου κάνουν πλάκα ή να παριστάνουν ότι δήθεν δεν είδαν. Ειδικά ο Δόλβεριν. Θα μου το έλεγε, ακόμα κι αν οι υπόλοιποι ήθελαν να με κοροϊδέψουν– Αλλά γιατί να το θέλουν αυτό; Δεν καταλαβαίνω.
Πώς είναι δυνατόν να μην τους είδαν;
Τα μάτια της Νίθρα ερεύνησαν το βάλτο γύρω της. Αυτή τη φορά, ούτε κι εκείνη πρόσεξε κάτι το ανησυχητικό. Αλλά εξακολούθησε να παραμένει σε εγρήγορση, κοιτάζοντας ξανά και ξανά, γιατί, αν υπήρχε κίνδυνος, έπρεπε να ειδοποιήσει τους συντρόφους της, έστω και την τελευταία στιγμή, αφού ήταν τόσο ανόητοι, ώστε να μην την πιστεύουν όταν τους έλεγε αλήθεια!
Η νύχτα σκέπασε τους βάλτους Βενέβριαμ, κι ακόμα ένα αλύχτημα αντήχησε μέσα στα δύσβατα έλη, σαν να ήθελε να σηματοδοτήσει το τέλος της ημέρας. Η Νίθρα είχε πάλι προσέξει κάτι –κάτι για το οποίο ήταν βέβαιη, αφού είχε κοιτάξει από κείνη τη μεριά πολλές φορές και δεν εξαφανιζόταν– και σκόπευε να ειδοποιήσει τους Λυκολάτρες και τη Λυρία, όταν ο Δόλβεριν φάνηκε να σκοντάφτει.
«Δαίμονες!» γρύλισε, μπήγοντας το ραβδί του σ’ένα σταθερό χωμάτινο σημείο και βαστώντας το με τα δύο χέρια. «Νέλβακιν, φέρε τη φωτιά σου.»
Η Νίθρα παρατήρησε ότι κάτι είχε αρπάξει το δεξί πόδι του Πρίγκιπα και το ρουφούσε: κάτι που έμοιαζε ζωντανό, αλλά, στην πραγματικότητα, ήταν μια λάσπη. Ο Νέλβακιν πλησίασε και ακούμπησε τη φωτιά του δαυλού επάνω του. Το πλάσμα αναδεύτηκε σπασμωδικά, και ελευθέρωσε τον Δόλβεριν, ο οποίος καταράστηκε, έκοψε ένα καλάμι που βρισκόταν εκεί κοντά και το έχωσε μέσα στη ζωντανή λάσπη.
«Προσέχετε εδώ,» είπε στους συντρόφους του. «Υπάρχει ένα λασπόζωο.»
Ήταν η τέταρτη φορά που συναντούσαν ένα από αυτά. Την πρώτη, το λασπόζωο είχε αρπάξει την οπλή ενός αλόγου· τη δεύτερη, το πόδι του διαρκώς προπορευόμενου Δόλβεριν· και την τρίτη, το πόδι της Λυρία. Η Νίθρα θεωρούσε τον εαυτό της τυχερό που, μέχρι στιγμής, δεν είχε πιαστεί από αυτά τα σιχαμερά πλάσματα, γιατί ο Πρίγκιπας είχε προειδοποιήσει την ομάδα του πως, αν κανείς δεν τραβούσε αμέσως το σώμα του προς τα πάνω, μπορεί να έχανε το πόδι του, διότι τα λασπόζωα διέθεταν πολλά και κοφτερά δόντια, βαθιά εντός τους.
Μεγάλη Θεά, δε φτάναν όλα… σκέφτηκε η Νίθρα, καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους, προσπερνώντας το σημείο που ο Πρίγκιπας είχε σημαδέψει με το καλάμι.
«Δεν υπάρχει τρόπος να τα εντοπίσει κανείς, προτού… χτυπήσουν;» είχε η Ομιλήτρια ρωτήσει τον Δόλβεριν, την πρώτη φορά που συνάντησαν λασπόζωο· και εκείνος είχε αποκριθεί: «Όχι· γιαυτό κιόλας είναι τόσο επικίνδυνα.»
«Πού ήξερες ότι η φωτιά θα το έκανε να ελευθερώσει την οπλή του αλόγου;»
«Ήρθα διαβασμένος στους βάλτους, δε σ’το είπα;»
Επί του παρόντος, η Νίθρα προσπάθησε να διώξει απ’το νου της τα λασπόζωα και να κοιτάξει προς τη μεριά όπου είχε δει τους κατασκόπους να τους παρακολουθούν. Ναι, ακόμα εκεί βρίσκονται. Και πρέπει να είναι οι ίδιοι. Οι τρεις που μας ακολουθούσαν από την αρχή.
«Δόλβεριν,» είπε, «κοίτα.» Ακούμπησε τον ώμο του και έδειξε. «Τους βλέπεις;»
Ο Πρίγκιπας ένευσε, με το κουκουλωμένο του κεφάλι. «Ναι.»
«Την προηγούμενη φορά, γιατί δεν έβλεπες τους άλλους;» τον ρώτησε. «Φαίνονταν πιο καθαρά, και ήταν και περισσότεροι!»
«Δεν υπήρχε τίποτα στο σημείο που έδειχνες, Νίθρα,» τόνισε ο Δόλβεριν. Και είπε στην ομάδα του, κοιτάζοντάς τους πάνω απ’τον δεξή ώμο: «Εδώ θα κατασκηνώσουμε.
»Αισθάνεται κανείς σας άρρωστος;» Καμια απάντηση δεν ακούστηκε, καθώς οι Λυκολάτρες και η Λυρία σταματούσαν. «Ωραία· αυτό είναι καλό σημάδι.»
Η Νίθρα κάθισε επάνω σε κάτι χοντρές ρίζες που έβγαιναν μέσα από το λασπώδες έδαφος. Ξεφύσησε και έβγαλε τα γάντια της, περνώντας τα στη ζώνη.
«Δέστε τα άλογα εκεί,» άκουσε τον Δόλβεριν να λέει. «Ελέγξτε αν το έδαφος είναι στέρεο, πρώτα.»
Η Νίθρα είδε δύο σκιερούς ανθρώπους να στέκονται ανάμεσα σε δύο λιγνόκορμα δέντρα με μακριά φυλλώματα. Τι κάνουν εκεί; Αμέσως, σηκώθηκε όρθια. «Ε, εσείς!» φώναξε. «Ποιοι είστε;»
Ο Δόλβεριν, πάραυτα, βρέθηκε δίπλα της. «Τι είναι;»
Η Νίθρα έδειξε.
«Τι είναι;» επανέλαβε ο Πρίγκιπας.
Οι δύο άνθρωποι γύρισαν κι άρχισαν να φεύγουν.
«Ε, περιμένετε!» τους φώναξε η Νίθρα. «Ποιοι είστε;» Έκανε να τρέξει, μα ο Δόλβεριν τη συγκράτησε, από τον ώμο.
«Τι λες, Νίθρα;» γρύλισε. «Βλέπεις κανέναν εκεί;»
«Ναι!» απάντησε εκείνη, κοιτάζοντας το πρόσωπό του. «Ήταν δύο άνθρωποι!»
«Δεν υπήρχε κανένας εκεί όπου έδειξες,» τόνισε ο Δόλβεριν. «Είσαι καλά;»
«Ναι, καλά είμαι, και είδα–»
«Έχεις ψευδαισθήσεις.»
«Όχι!» είπε η Νίθρα. «Δεν έχω ψευδαισθήσεις· τους είδα, Δόλβεριν!»
«Μπορεί να συμβεί στους βάλτους Βενέβριαμ,» εξήγησε εκείνος. «Και έχω το κατάλληλο βοτάνι μαζί μου.»
«Μα δεν ήταν ψευδαισθήσεις! Δύο άνθρωποι στέκονταν εκεί,» έδειξε πάλι, «και συζητούσαν!»
Ο Δόλβεριν την άρπαξε απ’τους ώμους και την ταρακούνησε. «Δύο άνθρωποι συζητούσαν μες στους βάλτους; Καταλαβαίνεις τι λες;»
Η Νίθρα ξεροκατάπιε, πήρε μια βαθιά ανάσα. Σωστά, σκέφτηκε. Πώς είναι δυνατόν δύο άνθρωποι να συζητάνε μες στους βάλτους; Λες να έχω, όντως, ψευδαισθήσεις;…
Ο Δόλβεριν άφησε τους ώμους της. «Κάθισε, σε παρακαλώ,» είπε. «Κάτι πρέπει να σε τσίμπησε στον ύπνο σου. Σου είπα: αυτά μπορεί να συμβούν στους βάλτους Βενέβριαμ. Θα σου δώσω ένα βοτάνι και θα γίνεις γρήγορα καλά· μην πανικοβάλλεσαι.»
Η Νίθρα ένευσε, και κάθισε στις χοντρές ρίζες όπου καθόταν και πριν. Παρατήρησε πως και οι υπόλοιποι είχαν καθίσει, και ο Σαλνάβιν άναβε φωτιά. Ο Δόλβεριν γέμισε ένα μικρό, μεταλλικό δοχείο με πόσιμο νερό, και το κρέμασε πάνω απ’τις φλόγες, όταν η φωτιά είχε φουντώσει. Περίμενε, μέχρι να ζεσταθεί, και, ύστερα, έριξε δύο φύλλα μέσα. Το πήρε από τη φωτιά και γέμισε μια πήλινη κούπα με το υγρό που περιείχε. Πλησίασε τη Νίθρα και της την έδωσε.
«Πιες το,» είπε. «Όλο.»
Εκείνη κράτησε την κούπα με τα δύο χέρια και κατένευσε. Φύσηξε το ζεστό υγρό και έφερε το χείλος της κούπας στο στόμα της. Η γεύση ήταν πικρή, όπως ήταν τα περισσότερα φάρμακα, αλλά θα έπρεπε να την υποστεί. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, όλα όσα είχε δει πρέπει σίγουρα να ήταν ψευδαισθήσεις. Ο Δόλβεριν είχε απόλυτο δίκιο. Κατ’αρχήν, δεν ήταν δυνατόν να τα έβλεπε μόνο εκείνη και κανένας άλλος· δεν επρόκειτο για καμια λεπτομέρεια, μα για πολύ, πολύ φανερά πράγματα.
*
«Πόσο μακριά θα μας πάνε;» μούγκρισε ο Φένταρ, καθώς εκείνος και οι δύο Μιρλίμιες παρακολουθούσαν την κατασκήνωση των Λυκολατρών. «Δε σας τόλεγα; Για κάτι ψάχνουν. Ξέρουν πολύ καλά προς τα πού κατευθύνονται.»
«Έχω την εντύπωση ότι αυτή η ξανθομάλλα γυναίκα τούς καθοδηγεί,» είπε η Αστρογέννητη. «Δεν έχεις δει που, καμια φορά, σταματάνε κι εκείνη γονατίζει κι ακουμπά το έδαφος;»
«Και λοιπόν;»
«Κάτι διαισθάνεται.»
«Τι να διαισθάνεται;» απόρησε ο Φένταρ.
«Δεν ξέρω ακριβώς,» απάντησε η Αστρογέννητη. «Πάντως, υπάρχουν διάφορες παράξενες ικανότητες στον κόσμο.»
«Πιστεύεις ότι είναι μάγισσα;»
«Πιστεύεις ότι εμείς –εγώ κι η Χρυσοδάκτυλη– είμαστε ‘μάγισσες’;»
«Τι σχέση έχει τούτο;»
«Δεν έχεις ακούσει αυτά που λένε για τους Μιρλίμιους; Ότι είναι υπερβολικά τυχεροί;»
Ο Φένταρ κατένευσε.
«Δεν είναι ακριβώς ‘τύχη’ αυτό που έχουμε εμείς, οι Μιρλίμιοι,» εξήγησε η Αστρογέννητη. «Είναι περισσότερο κάτι σαν… διαίσθηση.»
Ο Φένταρ συνοφρυώθηκε· δεν το είχε ξανακούσει τούτο. «Τι εννοείς;»
«Εννοώ ότι ορισμένοι από εμάς μπορούν και διαισθάνονται πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να ενεργήσουν, καθώς και πότε πιθανός κίνδυνος πλησιάζει.»
«Φυσικά, μιλάμε για δευτερόλεπτα προτού πλησιάσει,» εξήγησε η Χρυσοδάκτυλη.
«Ναι,» συμφώνησε η Αστρογέννητη.
«Εσείς την έχετε αυτή τη… διαίσθηση;»
«Το Προαίσθημα,» απάντησε η Χρυσοδάκτυλη. «Ασφαλώς και το έχουμε. Πώς αλλιώς θα εξασκούσαμε το επάγγελμα που εξασκούμε;»
«Γιαυτό, λοιπόν, οι Μιρλίμιοι φονιάδες είναι τόσο φημισμένοι… Δεν εξαρτάται, τελικά, από την τύχη τους.»
Η Αστρογέννητη μειδίασε, και τα δόντια της γυάλισαν στο φεγγαρόφωτο που περνούσε ανάμεσα από την πυκνή βλάστηση του βάλτου. «Δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη, σε διαβεβαιώνω. Απλά, το Χάρισμά μας είναι πιο διακριτικό από άλλα –όπως η Ταχύτητα των Ωθράγκος–, κι επομένως, ακούγονται διάφορα γύρω από το τι δυνάμεις κατέχουμε.»
«Πολύ ενδιαφέροντα τούτα, Αστρογέννητη, αλλά πού ήθελες να καταλήξεις;»
«Στο ότι αυτή η ξανθομάλλα γυναίκα μπορεί να κατέχει κάποιο παρόμοιο, διακριτικό χάρισμα.»
«Χμμμ… Οι Ρουζβάνοι, όμως, έχουν την Πειθώ, όπως όλοι γνωρίζουμε· και η Πειθώ δεν έχει καμία σχέση μ’αυτό που βλέπουμε. Εκτός κι αν η ξανθομάλλα γυναίκα δεν είναι Ρουζβάνη… Αλλά από τι φυλή να είναι;»
«Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ,» είπε η Αστρογέννητη. «Πάντως, είμαι σίγουρη ότι τους καθοδηγεί.»
«Ναι…» αποκρίθηκε ο Φένταρ, ακουμπώντας την πλάτη του στον κορμό μιας ιτιάς και τρίβοντας το σαγόνι του. «Αλλά δε νομίζω ότι μπορούμε αυτό να το χρησιμοποιήσουμε, κάπως, προς όφελός μας.»
«Ούτε κι εγώ,» συμφώνησε η Αστρογέννητη.
«Βλακείες λέτε,» είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Φυσικά και μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας.»
«Πώς;» τη ρώτησε ο Φένταρ.
«Αν η ξανθομάλλα γυναίκα πεθάνει, θα αποπροσανατολιστούν· και θα είναι, ίσως, ευκολότερο για μας ν’αρπάξουμε τη Νίθρα και να φύγουμε, όσο ο Σαμόλθιρ θα μας περιμένει ακόμα στην ακτή.»
«Δε συμφέρει να πλησιάσουμε–»
«Δε χρειάζεται να πλησιάσουμε πολύ,» εξήγησε η Χρυσοδάκτυλη. «Έχουμε όπλα που χτυπάνε από απόσταση.» Πήγε στο άλογό της και τράβηξε κάτι από μια θήκη της σέλας. Επέστρεψε στον Φένταρ και την Αστρογέννητη και ξετύλιξε το μαύρο ύφασμα που κρατούσε, για να αποκαλύψει μια λυμένη μικρή βαλλίστρα και δέκα βέλη. «Ρίχνει από τα τριάντα μέτρα. Θα τους ζυγώσω τώρα, καθώς θα κοιμούνται, και θα ρίξω στη γυναίκα. Χτες δε φυλούσε σκοπιά, άρα σήμερα πρέπει να φυλάξει· κι επομένως, θάναι εύκολος στόχος. Αλλά, ακόμα και να μη φυλάξει σκοπιά, πάλι θα κάνω άνετα τη δουλειά μου και θα εξαφανιστώ μέσα στο βάλτο.»
Ο Φένταρ κοίταξε την Αστρογέννητη, η οποία τους είπε: «Το σχέδιο δεν είναι άσχημο, αλλά εμπεριέχει κινδύνους. Οι Λυκολάτρες ξέρουν ότι τους παρακολουθούμε και, όσο κι αν προσπαθούμε να τους κρυφτούμε, πάντοτε γυρίζουν και μας κοιτάζουν. Οπότε, δε θα τους είναι δύσκολο να μας καταδιώξουν, αφότου σκοτώσεις την ξανθιά γυναίκα, Χρυσοδάκτυλη.»
«Θ’απομακρυνθούμε.»
«Και τι θα καταφέρουμε; Δε θ’απαγάγουμε έτσι τη Νίθρα–»
«Τότε, θα συνεχίσουμε να τους ακολουθούμε, όπως και πρ–»
«Και θα στραφούν να μας κυνηγήσουν, έτσι εύκολα όπως μας βρίσκουν.»
«Αφού δεν το έχουν κάνει ακόμα–»
«Ο θάνατος της ξανθιάς γυναίκας μάλλον θα τους δώσει την αφορμή που χρειάζονται.»
Ο Φένταρ πρώτη φορά έβλεπε τις Μιρλίμιες να διαφωνούν τόσο έντονα, και αισθανόταν αμηχανία, για κάποιο ανεξήγητο λόγο.
«Αστρογέννητη, είναι ανόητο να τους ακολουθούμε χωρίς να κάνουμε τίποτα,» είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Θα μας οδηγήσουν σε κάποια παγίδα.»
«Τότε, καλύτερα να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά. Αυτό που προτείνεις εσύ είναι ακόμα πιο ανόητο.»
«Μα, αν δεν ενεργήσουμε κάπως, πώς θα απαγάγουμε ποτέ τη Νίθρα;»
«Θα περιμένουμε ο βάλτος και τα Κτήνη του να κάνουν τη δουλειά μας,» είπε η Αστρογέννητη: «δηλαδή, να τους κουράσουν και, ίσως, να σκοτώσουν και κανέναν απ’αυτούς.»
«Συμφωνώ,» δήλωσε ο Φένταρ. «Δε φτάσαμε ως εδώ για να ρισκάρουμε τα πάντα.»
«Καλά, όπως θέλετε,» αποκρίθηκε η Χρυσοδάκτυλη, ξανατυλίγοντας τη βαλλίστρα της, απογοητευμένα. «Πάντως, θα μπορούσα να την είχα βγάλει απ’τη μέση, εύκολα και γρήγορα.»
«Το ξέρω,» είπε η Αστρογέννητη. «Οι συνέπειες είναι που με ανησυχούν.
»Πάμε ν’αλλάξουμε θέση τώρα. Όχι, βέβαια, πως έχει και μεγάλη σημασία, απ’ό,τι δείχνει…»
*
«Νίθρα. Ξύπνα. Αλλά μην πανικοβληθείς. Μην κουνηθείς καθόλου.»
Τα μάτια της άνοιξαν, και αντίκρισε τον Δόλβεριν να στέκεται εμπρός της, ενώ είχε την πλάτη της ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου. Τελικά, είχε αποκοιμηθεί εδώ… Δεν το περίμενε. Το βοτάνι πρέπει να της είχε φέρει υπνηλία.
«Μην κουνηθείς. Καθόλου.»
«Γιατί;»
Αισθάνθηκε κάτι να σέρνεται επάνω της. Χαμήλωσε το βλέμμα και είδε ένα πράγμα σαν σκοινί να περνά από τον δεξή της ώμο και ανάμεσα απ’τα στήθη της, και να κατηφορίζει στην κοιλιά της. Ένα φίδι!
«Ω Θεά μου…!» ψέλλισε. «Θεά μου…»
«Μην κουνηθείς,» επανέλαβε ο Δόλβεριν.
«Θεά μου…» Η Νίθρα έκανε πίσω το κεφάλι, ακουμπώντας το στον κορμό του δέντρου και κλείνοντας τα μάτια. «Πάρτο από πάνω μου!»
Ένιωσε μια ξαφνική κίνηση.
Άνοιξε πάλι τα μάτια και κοίταξε τον εαυτό της. Το φίδι είχε εξαφανιστεί.
Ο Δόλβεριν τής έδωσε το χέρι του. «Έλα. Το πέταξα μακριά. Αν ξέρεις να πιάσεις το φίδι, δε σε δαγκώνει· δε μπορεί.»
Η Νίθρα, όμως, δεν παρακολουθούσε τα λόγια του· ατένιζε πίσω του, κάτι σκιερές φιγούρες να κινούνται.
«Μ’ακούς;» τη ρώτησε ο Δόλβεριν.
Η Νίθρα βλεφάρισε. Οι φιγούρες χάθηκαν. Μεγάλη Θεά, βοήθησέ με…! «Ναι.» Έπιασε το χέρι του και σηκώθηκε. «Σ’ευχαριστώ.»
«Ρίξε μια ματιά τριγύρω,» της ζήτησε ο Δόλβεριν.
Η Νίθρα το έκανε, και διαπίστωσε πως οι Λυκολάτρες και η Λυρία βρίσκονταν όρθιοι και έτοιμοι να ξεκινήσουν πάλι το ταξίδι μέσα στους βάλτους. «Δε βλέπω τίποτα το παράξενο,» είπε. «Γιατί…;»
Ο Δόλβεριν χαμογέλασε με το γνωστό του χαμόγελο. «Ωραία,» αποκρίθηκε. «Υποθέτω πως είσαι καλύτερα, λοιπόν. Αν δεις κάτι ασυνήθιστο, όπως αυτά τα πράγματα που έβλεπες χτες, να μου το πεις αμέσως. Εντάξει;»
Η Νίθρα κατένευσε. Ας υποθέσουμε ότι οι φιγούρες πίσω του παρουσιάστηκαν χτες. Κι εξάλλου, ίσως να νόμιζα πως τις είδα. Χάθηκαν στη στιγμή.
Η ομάδα άρχισε να βαδίζει. Και, σε λίγο, αλυχτήματα αντήχησαν μέσα στους βάλτους, από μεγάλη απόσταση.
Ο άντρας κρεμόταν ανάποδα, γυμνός εκτός από μια μαύρη περισκελίδα. Μια σιδερένια ακανθοφόρος αλυσίδα κρατούσε τα πόδια του ενωμένα από τους αστραγάλους, κάνοντας το αίμα να ρέει στις κνήμες, στους μηρούς και στην κοιλιά του, ενώ μερικές σταγόνες πιτσιλούσαν πλέον το στήθος και το πρόσωπό του. Τα χέρια του ήταν δεμένα στην πλάτη με παρόμοιο τρόπο. Το κεφάλι του σχεδόν άγγιζε το πάτωμα, όπου φωτιά βρισκόταν αναμμένη μέσα σ’έναν λάκκο γεμάτο ξύλα, κι επομένως, ο βασανιζόμενος άντρας ήταν αναγκασμένος να προσπαθεί, συνεχώς, να κρατιέται λίγο πιο πάνω από τις φλόγες, οι οποίες έπιναν το αίμα που έσταζε από τα τραύματά του.
Ο βασανιστής Σέλεβριν στεκόταν πίσω του, βαστώντας ένα μακρύ μαστίγιο με ακάνθινα σφαιρίδια στο πέρας και μαστιγώνοντας την πλάτη του κρεμασμένου άντρα, στέλνοντας περισσότερο αίμα στις φλόγες, ενώ συγχρόνως του έκανε ερωτήσεις, γρυλίζοντας και απειλώντας…
…ερωτήσεις που χάνονταν στ’αφτιά της Βασίλισσας Καλβάρθα, χωρίς να είναι τίποτα παραπάνω από μουρμουρητά γι’αυτήν. Η Μονάρχισσα του Νούφρεκ είχε τα μάτια της καρφωμένα επάνω στον βασανιζόμενο –στον κατάσκοπο που πίστευε ότι ήταν απεσταλμένος του Έπαρχου Τάκμιν και της αποτρόπαιης Ανφρακιανής Πριγκίπισσας Φόλνα. Δεν αισθανόταν κανένα μίσος για εκείνον, ούτε, επί του παρόντος, ενδιαφερόταν τόσο να μάθει τις πληροφορίες που είχε να της δώσει· περισσότερο απολάμβανε το θέαμα, το οποίο ένιωθε ότι την αναζωογονούσε, την ηδόνιζε. Οι φλόγες, και η πάλη του άντρα να κρατά το κεφάλι του μακριά τους· το αίμα που κυλούσε πάνω στο σώμα του, σε πορφυρά ποτάμια (η Καλβάρθα μετρούσε τις κύριες αρτηρίες και τους παραπόταμους πάνω στην πλάτη και στην κοιλιά του βασανιζόμενου, καθώς έκανε κύκλους γύρω του)· ο ήχος του μαστιγίου, επαναλαμβανόμενος σε τακτά χρονικά διαστήματα, μαζί με τις κραυγές πόνου του κρεμασμένου· οι ακανθοφόρες αλυσίδες που έσχιζαν το δέρμα του: όλα τούτα διέγειραν τις αισθήσεις και τη φαντασία της Βασίλισσας. Πώς θα ήταν, άραγε, αν βρισκόταν εκείνη στη θέση του κατασκόπου; Ρίγησε ολόκορμη, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. Έγλειψε τα χείλη και στένεψε τα μάτια, παρατηρώντας τα πορφυρά ποτάμια στην πλάτη του άντρα.
Το μαστίγιο κατέβηκε δυνατά, αναταράσσοντας τα νερά τους και κάνοντας την Καλβάρθα να βλεφαρίσει.
«Βασίλισσά μου!»
Κάποιος την είχε φωνάξει.
Η Καλβάρθα στράφηκε, για να δει τον Αρχικατάσκοπο Άλαντμιν να στέκεται ανάμεσα στα διάφορα ενδιαφέροντα μηχανήματα του θαλάμου βασανιστηρίων του παλατιού της.
Καθάρισε το λαιμό της. «Τι συμβαίνει;»
«Μόλις μας ήρθαν σημαντικά νέα, Βασίλισσά μου,» απάντησε ο Άλαντμιν. «Θα μπορούσατε να με ακολουθήσετε στην αίθουσα του θρόνου;»
Η Καλβάρθα δίστασε, για λίγο. «Τι νέα, Αρχικατάσκοπε;»
Ο Άλαντμιν παρατήρησε την έκφρασή της. Ακόμα η Βασίλισσα να συνέλθει από το όνειρο στο οποίο βρισκόταν, σκέφτηκε. Όταν είχε κατεβεί στον θάλαμο βασανιστηρίων, είχε βρει την Καλβάρθα να κοιτάζει εντατικά τον βασανιζόμενο άντρα που κρεμόταν ανάποδα πάνω από τις φλόγες, ουρλιάζοντας πως δεν ήταν κατάσκοπος της Πριγκίπισσας Φόλνα και του Έπαρχου Τάκμιν. Η Βασίλισσα δεν έμοιαζε να είχε ακούσει καν τον Αρχικατάσκοπό της να πλησιάζει.
«Κάποιος βρέθηκε νεκρός, Μεγαλειοτάτη.»
«Και τι μ’αυτό; Επέστρεψε ο Νουτκάλι, ή ακόμα;»
«Όχι, Βασίλισσά μου, δεν έχει επιστρέψει. Αλλά ο νεκρός που σας ανέφερα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι είναι σταυρωμένος σ’ένα δέντρο, στα σύνορα της Επαρχίας της Έρλεν, και ντυμένος με τομάρι λύκου, ενώ στην κορυφή του δέντρου είναι καρφωμένο ένα λυκοκέφαλο.» Επίσης, ο άνθρωπος αυτός ήταν δικός μου κατάσκοπος. Ο κατάσκοπος που είχα στείλει να παρακολουθήσει τον Νουτκάλι. Ο Άλαντμιν είχε μάθει τα νέα της σταύρωσής του μία ημέρα πριν φτάσουν επισήμως στην Έρλεν· οι κατάσκοποί του του είχαν αναφέρει το δυστυχές γεγονός. Εκείνος, όμως, είχε αποφασίσει να μη βιαστεί να πει τίποτα στη Βασίλισσα· εξάλλου, θα το πληροφορείτο, αργά ή γρήγορα…
Η Καλβάρθα ανοιγόκλεισε το στόμα, μοιάζοντας τώρα να ξυπνά πλήρως· λέξεις δε βγήκαν από τα χείλη της, ωστόσο, σαν να μην ήξερε τι να πει. Μια έκφραση έκπληξης πέρασε απ’το πρόσωπό της· και, ύστερα, μια έκφραση ανησυχίας, καθώς αντιλήφθηκε τι μπορεί να συνέβαινε. «Ακόλουθοι του Λύκου;» ρώτησε, ενώ το μαστίγιο χτυπούσε γι’ακόμα μία φορά την πλάτη του κρεμασμένου άντρα κι εκείνος ούρλιαζε: «Δεν ξέρω τίποτα! ΤΙΠΟΤΑ! Δεν είμαι κατάσκοπος!»
«Έτσι φαίνεται, Βασίλισσά μου,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν, «αν και ορισμένες φορές τα φαινόμενα απατούν…»
«Όχι· ο Νουτκάλι μάς είχε προειδοποιήσει για τους Λυκολάτρες. Αλλά πού βρίσκεται τώρα; Γιατί έχει χαθεί; Λες αυτοί να τον σκότωσαν, για να μην μπορεί πλέον να μας προειδοποιήσει;»
«Πραγματικά, το αμφιβάλλω, Μεγαλειοτάτη. Θα θέλατε, όμως, να έρθετε μαζί μου, στην αίθουσα του θρόνου;»
Η Καλβάρθα ένευσε. «Ναι, θα έρθω.» Τον πλησίασε.
«Σας παρακαλώ!» φώναξε ο κρεμασμένος. «Ελευθερώστε με! Δεν είμαι κατάσκοπος! Βασίλισσά μου, σας ικετεύω!»
Ο Άλαντμιν ψιθύρισε στ’αφτί της Καλβάρθα: «Βασίλισσά μου, αν ήταν κατάσκοπος, θα τον είχα εντοπίσει προ πολλού. Λέει αλήθεια.»
Η Καλβάρθα κοίταξε τον κρεμασμένο από πάνω ως κάτω. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Κύριε Σέλεβριν,» είπε.
«Μάλιθτα, Βαθίλιθά μου,» αποκρίθηκε ο βασανιστής.
«Λύστον. Και ρίξτον σ’ένα κελί. Δεν είμαι ακόμα πεπεισμένη ότι λέει αλήθεια· ίσως να χρειαστεί να συνεχίσουμε την ανάκρισή μας… αργότερα.»
«Όπωθ επιθυμείτε, Βαθίλιθά μου,» υποκλίθηκε ο Σέλεβριν, βαστώντας το μαστίγιο στο δεξί χέρι και αγγίζοντας την κοιλιά του με το αριστερό.
Η Καλβάρθα στράφηκε κι άρχισε να βαδίζει προς την έξοδο της αίθουσας βασανιστηρίων. Ο Άλαντμιν την πήρε στο κατόπι. Πέρασαν δίπλα από τον φρουρό της πόρτας, ο οποίος έκλινε το κεφάλι σε χαιρετισμό, και άρχισαν ν’ανεβαίνουν τη στριφτή, πέτρινη σκάλα, που φωτιζόταν από δαυλούς.
Η Βασίλισσα είναι πολύ άρρωστη για να άρχει, σκέφτηκε ο Αρχικατάσκοπος του Νούφρεκ. Η Νίθρα είχε δίκιο. Όμως δεν ενέργησε καθόλου καλά, επιχειρώντας να χρησιμοποιήσει Πειθώ επάνω της. Και τώρα έχει μάλλον πνιγεί, και βρίσκεται κάπου στον πάτο της θάλασσας. Πάντοτε ήταν πιο παράτολμη απ’ό,τι έπρεπε! Δε σκέφτηκε ότι, ακόμα κι αν την έφερναν εδώ, ίσως να έβρισκα πάλι κάποιον τρόπο για να τη φυγαδέψω; Αααχχχ, Νίθρα…
Όταν έφτασαν στη βασιλική αίθουσα, βρήκαν τους συνηθισμένους συμβούλους, ευγενείς, ανθρώπους των θαυμάτων (ή τσαρλατάνους, όπως πολλοί τους αποκαλούσαν), και γελωτοποιούς. Μπροστά από τον Θρόνο του Αετού στέκονταν δύο πολεμιστές και ένας άντρας που φαινόταν καθαρά πως ήταν ο διοικητής τους. Οι τρεις στρατιώτες υποκλίθηκαν ενώπιον της Βασίλισσας, μόλις την είδαν.
«Μεγαλειοτάτη!» είπε ο διοικητής. «Έχουμε άσχημα νέα να σας ανακοινώσουμε.»
«Ξέρω τι έχετε να μου πείτε,» αποκρίθηκε η Καλβάρθα, περνώντας από δίπλα του, για να ανεβεί στο βάθρο και να καθίσει στο Θρόνο του Αετού, πλαισιώνοντας τον εαυτό της με τα φτερά του. «Ο κύριος Άλαντμιν με ενημέρωσε για τον νεκρό επάνω στο δέντρο.»
«Σας μίλησε και για το λυκοτόμαρο στο οποίο ήταν τυλιγμένος, Βασίλισσά μου;»
«Και για το κεφάλι λύκου που ήταν καρφωμένο στην κορυφή του δέντρου, διοικητή.»
«Υποψιαζόμαστε ότι Λυκολάτρες διέπραξαν το έγκλημα, Βασίλισσά μου–»
«Αυτό είναι προφανές!» είπε η Καλβάρθα· και αναστέναξε, βαριά. «Έχετε καμια υποψία σχετικά με το ποιοι ακριβώς μπορεί να το έκαναν; Πού μπορώ να τους βρω και να τους τιμωρήσω;»
Ο στρατιωτικός φάνηκε να διστάζει να μιλήσει.
«Βασίλισσά μου, όλοι γνωρίζουμε τις… φήμες που κυκλοφορούν για ορισμένους από τους Λάνσεν,» είπε ο Αρχιστράτηγος Σάνλον.
Και ποιος δε θα το περίμενε ότι εσύ θα στρεφόσουν αμέσως εναντίον τους! σκέφτηκε ο Άλαντμιν, που ήξερε ότι ο Οίκος των Βέρνιθιλ (ο Οίκος στον οποίο ανήκε ο τωρινός Αρχιστράτηγος του Νούφρεκ) είχε, από παλιούς χρόνους, μίσος με τους Λάνσεν, τους άρχοντες της Βόλγκρεν. Επρόκειτο για χρέος αίματος.
«Δεν υπάρχει, όμως, καμία απόδειξη για τίποτα από αυτά,» είπε ο Άλαντμιν. «Σωστά, Αρχιστράτηγε;» Ύψωνε ένα του φρύδι, στρεφόμενος στον Σάνλον.
«Σωστά,» αναγκάστηκε να παραδεχτεί εκείνος. «Ωστόσο, ορισμένες φορές, οι λύκοι καλύπτουν καλά τα ίχνη τους.»
Ναι, σκέφτηκε η Καλβάρθα. Ο Νουτκάλι με είχε προειδοποιήσει, προτού εξαφανιστεί. Με είχε προειδοποιήσει για κάποιον προδότη, μέσα από τις προφητείες του. Έριξε μια ματιά στην αυλή της. Μπορεί ο προδότης να βρισκόταν τώρα εδώ και να την κοιτούσε;
«Βασίλισσά μου,» είπε ο Άλαντμιν, «επιτρέψτε μου να ερευνήσω την υπόθεση με τον σταυρωμένο άντρα.»
«Είσαι βέβαιος ότι αντέχεις το… βάρος και αυτής της υπόθεσης, Αρχικατάσκοπε;» ρώτησε, με οξύ τόνο στη φωνή της, η Καλβάρθα. «Ακόμα να μου βρεις τη Νίθρα…»
«Δεν την έχω βρει, Μεγαλειοτάτη, διότι, κατά πάσα πιθανότητα, είναι νεκρή.»
Χίλιες κατάρες επάνω στην ψυχή της! γρύλισε εσωτερικά η Καλβάρθα. Την ήθελα ζωντανή! Ζωντανή! Για να μάθουν όλοι ότι δε μπορούν να με προδίδουν έτσι απλά. Ποτέ!
«Καλώς, Αρχικατάσκοπε,» είπε. «Ασχολήσου με την υπόθεση του σταυρωμένου, και φρόντισε να μη με απογοητεύσεις ξανά.»
«Θα πράξω ό,τι δύναμαι, Βασίλισσά μου, για να μάθω ποιος κρύβεται, πραγματικά, πίσω από τούτο το έγκλημα.» Αλλά, μάλλον, ο εγκληματίας έχει καλύψει καλά τα ίχνη του, πρόσθεσε νοερά ο Άλαντμιν· καλύτερα κι από λύκος, ακόμα…
«Επίσης,» πρόσθεσε η Καλβάρθα, και σηκώθηκε όρθια επάνω στο βάθρο του θρόνου της, «θα ήθελα να εκφράσω σε όλους σας τη βαθιά λύπη που με πνίγει για αυτό το δυστυχές γεγονός. Τέτοια πράγματα ορκίζομαι πως θα πάψουν πολύ σύντομα να συμβαίνουν εντός του Νούφρεκ.» Οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα είδαν δάκρυα να γυαλίζουν επάνω στα μάγουλα της Βασίλισσάς τους, καθώς το μεσημεριανό φως του ήλιου την έλουζε, περνώντας από τα κρύσταλλα των παραθύρων. «Οι εγκληματίες, οι προδότες, και οι ενάντιοι της ορθόδοξης πίστης της Μεγάλης Μητέρας θα τιμωρηθούν, σκληρά!» δήλωσε, μεγαλόφωνα. «Και θα θανατωθούν. Το Βασίλειό μας θα ελευθερωθεί από το είδος τους!»
Ύστερα, κάθισε πάλι στο Θρόνο του Αετού, ενώ σιγή είχε πλακώσει την αίθουσα. Η Καλβάρθα ένιωθε το σώμα της να τρέμει και την αναπνοή της να έχει γίνει ανεξήγητα γρήγορη. Αλλά ήταν σίγουρη ότι είχε απόλυτο αυτοέλεγχο και κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να παρατηρήσει την ανησυχία της. Κανείς.
Ο Άλαντμιν σταύρωσε τα χέρια μπροστά του και πήρε το βλέμμα του από τη Βασίλισσα. Κάθε μέρα και χειρότερα, σκέφτηκε. Κάθε μέρα και χειρότερα. Όσο γρηγορότερα αλλάξει τούτη η κατάσταση, τόσο το καλύτερο. Το Νούφρεκ χρειάζεται μια σταθερή διακυβέρνηση, όχι αυτό το χάλι που συμβαίνει τώρα.
Έφυγε από την αίθουσα του θρόνου, πηγαίνοντας προς τα διαμερίσματά του, για να σκεφτεί, να φάει, και να ηρεμήσει.
Καθοδόν, μια γνώριμη μορφή μπήκε στο διάβα του: ένας σαρανταπεντάρης άντρας, με μακριά, γκρίζα μαλλιά και μούσι που έμοιαζε πάντοτε άγριο. Ήταν ντυμένος με πορφυρό πανωφόρι και μαύρο παντελόνι, ενώ από μέσα φαινόταν ένα λευκό, δαντελωτό πουκάμισο· στον αριστερό του ώμο ήταν περασμένη μια μοβ ταινία.
«Πρίγκιπα Νάζρεν,» είπε ο Άλαντμιν, κλίνοντας το κεφάλι του σε χαιρετισμό. «Ήρθατε στο παλάτι…»
«Το είχες πληροφορηθεί από χτες ότι έχω έρθει στο παλάτι,» απάντησε ο αδελφός της μακαρίτισσας Βασίλισσας Σιγκέλθα. «Μην προσπαθείς να κοροϊδέψεις εμένα, Αρχικατάσκοπε Άλαντμιν· το ξέρω ότι δε σου ξεφεύγει τίποτα.»
«Θέλετε να μου μιλήσετε για κάτι, Άρχοντά μου;»
«Ήμουνα στη βασιλική αίθουσα, πριν από λίγο, όπως κι εσύ.»
Το ξέρω, σκέφτηκε ο Άλαντμιν, αλλά δεν το είπε· όπως επίσης ξέρω ότι με ακολούθησες μέχρι εδώ.
«Και είδα την κατάσταση της ανιψιάς μου,» συνέχισε ο Νάζρεν. «Αρχικατάσκοπε Άλαντμιν, παρότι είσαι νέος, δεν είσαι καθόλου ανόητος άνθρωπος. Αντιλαμβάνεσαι ότι η Καλβάρθα δεν μπορεί να διοικήσει· το βλέπεις καθημερινά.»
«Θέλετε να καταλήξετε κάπου, Άρχοντά μου;» ρώτησε, ψυχρά, ο Άλαντμιν.
«Είσαι από εκείνους που μπορούν να υποβοηθήσουν μια αλλαγή, αλλά έχεις στρέψει τη βοήθειά σου προς λάθος κατεύθυνση.» Ο Νάζρεν χαμήλωσε τη φωνή του: «Το λυκόπουλο δε θ’αποδειχτεί συνετότερο από την αδελφή του.»
«Και να υποθέσω πως υπάρχουν πολύ καλύτερα άτομα… μπροστά μου;»
«Όπως είπα και πριν, δεν είσαι ανόητος, Αρχικατάσκοπε Άλαντμιν. Στην πραγματικότητα, δε χρειαζόταν καν να σου μιλήσω· αντιλαμβάνεσαι γιατί βρίσκομαι εδώ και τι θέλω από σένα.»
«Με συγχωρείτε, Άρχοντά μου, δε σας καταλαβαίνω,» είπε ψέματα ο Άλαντμιν.
«Αρνείσαι,» διόρθωσε ο Νάζρεν. «Σε αφήνω να το ξανασκεφτείς,» δήλωσε, και απομακρύνθηκε, στρέφοντάς του την πλάτη.
Όταν ο Πρίγκιπας χάθηκε από τα μάτια του Άλαντμιν, στρίβοντας σε μια γωνία, ο Αρχικατάσκοπος είπε φωναχτά: «Μη στέκεσαι εκεί, Σάβμιν· δεν είσαι αρκετά κοντά για να κρυφακούσεις.» Και γύρισε το βλέμμα του προς την άλλη άκρη του διαδρόμου, όπου βρισκόταν το άγαλμα της Θεάς-Ευγενούς, ντυμένης με ένα φόρεμα που, ουσιαστικά, την άφηνε ημίγυμνη.
Ο Σάβμιν, που ήταν κρυμμένος από πίσω, αποκαλύφθηκε, κάνοντας δύο βήματα. «Μα δεν ήταν η πρόθεσή μου να κρυφακούσω, αγαπητέ Άλαντμιν,» είπε. «Παρατηρούσα τα οπίσθια του αγάλματος, τα οποία οφείλω να πω ότι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.»
Ο Άλαντμιν γέλασε. Τον πλησίασε, και η όψη του σοβάρεψε. «Σε έχω δει να με παρακολουθείς τακτικά: και είμαι βέβαιος πως δεν είναι τυχαίο. Τι νομίζεις ότι κάνεις, Διοικητή Σάβμιν; Έλεγχο σε μένα;» σφύριξε. «Καλύτερα να κοιτάς τη δική σου δουλειά, και μόνο. Είσαι πολύ αδέξιος για κατάσκοπος, έτσι κι αλλιώς.»
Ο Σάβμιν φάνηκε να θυμώνει απ’τα λόγια του. «Ελπίζω εσύ, κατάσκοπε, να είσαι το ίδιο πιστός στο Βασίλειο όσο εγώ.»
«Είμαι πιστός στο Βασίλειο,» δήλωσε ο Άλαντμιν.
«Αλλά όχι στη Βασίλισσα;»
«Η Βασίλισσα και το Βασίλειο είναι ένα και το αυτό. Ενδιαφέρομαι και για τα δύο, ταυτοχρόνως.»
«Και ο Άρχοντας Νάζρεν υποθέτω πως είχε έρθει ώστε να σε συγχαρεί για την πίστη και το ενδιαφέρον σου…»
«Σκέφτεσαι ότι θα μπορούσε να υπάρχει άλλος λόγος, Σάβμιν;»
«Προσπαθεί να σε πείσει να προδώσεις την Καλβάρθα και να βάλεις αυτόν στο θρόνο, έτσι δεν είναι;»
«Η φαντασία σου καλπάζει,» είπε ο Άλαντμιν· και τον προσπέρασε, βαδίζοντας προς τα διαμερίσματά του.
Ο Σάβμιν τον πήρε στο κατόπι. «Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερα ζωηρή φαντασία. Τα μάτια μου, όμως, ήταν πάντα ανοιχτά.»
Ο Άλαντμιν σταμάτησε μπροστά στην εξώπορτα των διαμερισμάτων του. «Τότε, να τα έχεις στραμμένα στον Νουτκάλι, καλύτερα, παρά σε μένα.» Άνοιξε και μπήκε.
Έκανε να κλείσει, αλλά ο Σάβμιν έπιασε την άκρη της πόρτας και τον ακολούθησε στο εσωτερικό.
«Πού είναι ο καταραμένος προφήτης;»
«Οι κατάσκοποί μου τον έχασαν.»
«Αδέξιοι κατάσκοποι;» είπε, ειρωνικά, ο Σάβμιν.
Ο Άλαντμιν έκλεισε την πόρτα. «Όχι· ο Νουτκάλι είναι κάτι το ασυνήθιστο.»
«Μ’εκείνους τους μισθοφόρους που μας επιτέθηκαν, τι έγινε;»
«Εννοείς αυτούς με το σύμβολο του γερακιού;»
«Ναι.»
«Ακόμα ψάχνω, και δεν έχω κανένα νέο.»
«Ούτε για τη Νίθρα;»
«Ούτε.»
Ο Σάβμιν τον κοίταξε χωρίς να μιλά, και ο Άλαντμιν ήταν σίγουρος πως ο διοικητής αναρωτιόταν αν του έλεγε ψέματα. Νομίζει ότι έχω βρει τη Νίθρα και την κρύβω…
«Τώρα, αν θέλεις, άφησέ με,» ζήτησε ο Αρχικατάσκοπος· «έχω να προετοιμαστώ για πολλά. Και καλύτερα να κάνεις κι εσύ το ίδιο. Πρέπει κανείς να είναι συνέχεια σε εγρήγορση, μ’αυτά που συμβαίνουν.»
Ο Σάβμιν συνοφρυώθηκε. «Έγινε κάτι που δεν το έμαθα;»
Ο Άλαντμιν τού μίλησε για τον σταυρωμένο άντρα ο οποίος ήταν τυλιγμένος σε τομάρι λύκου, χωρίς βέβαια να αναφέρει πως επρόκειτο για τον κατάσκοπο που είχε στείλει πίσω από τον Νουτκάλι.
«Οι Λυκολάτρες…» είπε ο Σάβμιν, στενεύοντας τα μάτια. «Γιατί;»
«Μπορεί να το έκανε κάποιος που θέλει να ενοχοποιήσει τους Λυκολάτρες.»
«Η ερώτηση παραμένει: Γιατί;»
«Αυτό σκοπεύω να μάθω.»
«Η Βασίλισσα ξέρει για το γεγονός;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν. «Και πιστεύω πως σκέφτεται να πάρει δραστικά μέτρα.»
«…Σπασμωδικές κινήσεις,» υποτονθόρυσε ο Σάβμιν, σα να μονολογούσε.
«Τον ίδιο φόβο έχω κι εγώ.»
Κάτι έρχεται!»
Η Νίθρα έδειξε τις σκιερές, ζωώδεις φιγούρες, βέβαιη πως δεν επρόκειτο για κάποιο από τα «οράματά» της.
Οι Λυκολάτρες και η Λυρία στράφηκαν, παρότι υπήρχε δυσπιστία στις εκφράσεις πολλών, σαν να πίστευαν ότι μπορεί η Νίθρα να αναφερόταν πάλι σε δικές της ψευδαισθήσεις. Όμως διαπίστωσαν ότι δεν ήταν έτσι. Τα Κτήνη έρχονταν από τα δεξιά τους, τρέχοντας μέσα στα βαλτοτόπια και την ομίχλη, λες κι επρόκειτο για λιβάδι, όχι για δύσβατες, γλοιώδεις περιοχές. Η ομάδα, πάραυτα, ξεθηκάρωσε τα όπλα της, και τα Δόντια του Λύκου κι η μακριά λεπίδα της Αναζητήτριας γυάλισαν στο φεγγαρόφωτο.
Τα Κτήνη, όμως, δεν τους επιτέθηκαν· τους προσπέρασαν, εξακολουθώντας να τρέχουν.
Το σμαραγδένιο βλέμμα του Δόλβεριν τα ακολούθησε, και ο Πρίγκιπας φάνηκε παραξενεμένος. «Γιατί φεύγουν;» μουρμούρισε, κοιτάζοντας τις τέσσερις μαύρες, κυνοειδείς μορφές να χάνονται μέσα στη βαλτώδη βλάστηση.
«Δεν είναι λογικό…» γρύλισε ο Όκενλορ.
«Είναι,» διαφώνησε ο Νέλβακιν. «Σκοπεύουν να μας στήσουν παγίδα, παρακάτω.»
«Και τόσο ηλίθια είναι, ώστε να περάσουν από μπροστά μας, λύκε;» αντιγύρισε η Λυρία, θηκαρώνοντας το σπαθί της. «Εσείς μου λέγατε ότι είναι ευφυή.»
«Εμένα σα να βιάζονταν μού φάνηκε,» είπε ο Σαλνάβιν. «Σαν να βιάζονταν να φτάσουν σε κάποιο μέρος… για κάποια επείγουσα δουλειά.»
«Απορώ τι δουλειά θα μπορούσαν να έχουν εδώ μέσα!» είπε η Γριξίλα, που εξακολουθούσε να είναι έφιππη, παρότι πλέον έμοιαζε αρκετά καλά.
«Αφήστε τις άσκοπες υποθέσεις,» είπε ο Δόλβεριν, θηκαρώνοντας το Δόντι του. «Θα προχωρήσουμε προσεκτικά.»
*
Ο Φένταρ και οι δύο Μιρλίμιες κόλλησαν τις πλάτες τους στον κορμό ενός δέντρου, τραβώντας τ’άλογα κοντά τους, καθώς δύο Κτήνη περνούσαν μόλις πέντε μέτρα απόσταση από αυτούς. Την ίδια στιγμή, ο Ωθράγκος τυχοδιώκτης μπορούσε να δει, με την άκρια του ματιού του, ότι άλλα τέσσερα από δαύτα προσπερνούσαν την ομάδα των Λυκολατρών. Όλα ανεξαιρέτως έτρεχαν, μοιάζοντας να βιάζονται.
Όταν τα τέρατα χάθηκαν στην ομίχλη, ο Φένταρ ξεφύσησε. «Τι διάολο σήμαινε τούτο;»
«Ήταν πολύ παράξενο,» είπε η Αστρογέννητη. «Δεν επιτέθηκαν σε κανέναν. Ούτε σε μας, ούτε σ’αυτούς…»
«Ίσως να ήταν φαγωμένα,» υπέθεσε η Χρυσοδάκτυλη, ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Εμένα μου έδωσαν την εντύπωση ότι βιάζονταν να πάνε κάπου,» δήλωσε ο Φένταρ.
«Κι εμένα,» ένευσε η Αστρογέννητη.
«Η κατάσταση έχει αρχίσει να γίνεται κουραστική,» είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Σίγουρα δε θέλετε να σκοτώσω την οδηγό τους, το βράδυ; Συνεχώς ταξιδεύουν, και δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα σε ποιο μέρος κατευθύνονται! Ως πού θα μας τραβήξουνε, τελικά; Τ’αφεντικό θα φύγει από την ακτή.»
«Αυτό είναι το λιγότερο που μ’απασχολεί,» αποκρίθηκε ο Φένταρ. «Θέλω τη Νίθρα. Δεν ήρθα εδώ χωρ–» Σταμάτησε να μιλά, καθώς μια γνώριμη φωνή αντήχησε μέσα στο κεφάλι του.
—Φένταρ, κάνε υπομονή και δε θ’απογοητευθείς· σ’το υπόσχομαι. Αύριο, μεγάλη αναστάτωση θα επικρατήσει ανάμεσα στους Λυκολάτρες, καθώς τα Κτήνη θα τους επιτεθούν, και η ευκαιρία σου θα έρθει. Πρέπει ν’απαγάγεις τη Νίθρα οπωσδήποτε, αλλιώς θα χαθεί για σένα… για πάντα—
«Είσαι καλά; Λέγε!» Η Χρυσοδάκτυλη τον είχε αρπάξει απ’το μανίκι και τον ταρακουνούσε. «Φένταρ!»
«Βούλωστο!» γρύλισε ο τυχοδιώκτης. «Μου μιλούσε.»
«Ποιος;»
«Ο… αόρατος σύμμαχός μου–»
«Ο θεός σου;»
Ο Φένταρ ένευσε.
«Τι είπε;» ρώτησε η Αστρογέννητη.
«Ότι αύριο θα είναι η ευκαιρία μας ν’αρπάξουμε τη Νίθρα, γιατί τότε θα τους επιτεθούν τα Κτήνη, και μάλλον η επίθεση αυτή θάναι άγρια…»
*
Η Νίθρα κάθισε κοντά στη φωτιά, τυλιγμένη στην κάπα της, χωρίς να μιλά. Είχε χάσει κάθε διάθεση για επικοινωνία με τους συντρόφους της, πέραν από την τελείως απαραίτητη. Στα χέρια της κρατούσε ένα βαθύ, ξύλινο πιάτο, τρώγοντας νωχελικά. Ευχόταν τούτο το καταραμένο, τρισάθλιο ταξίδι να τελείωνε σύντομα· να έβρισκαν ο Δόλβεριν κι η Λυρία εκείνο που ζητούσαν και να επέστρεφαν στα πολιτισμένα μέρη του Νούφρεκ. Ακόμα και ο κίνδυνος της μανιασμένης Καλβάρθα έμοιαζε τώρα απόμακρος στη Νίθρα, και αδιάφορος. Τούτη η κόλαση ήταν χειρότερη από το κυνηγητό–
Βλεφάρισε, ξαφνιασμένη.
Όχι ξανά, Μεγάλη Θεά! Όχι ξανά!
Αντίκρυ της, και πίσω από τον Νέλβακιν, τρεις σκιερές φιγούρες φαίνονταν να κάνουν περίπατο, σα να βάδιζαν μέσα στους δρόμους μιας πολυσύχναστης πόλης, κουβεντιάζοντας ανέμελα. Σύντομα, πέρασαν και χάθηκαν.
Η Νίθρα δεν έλεγε πλέον τίποτα στον Δόλβεριν για τα παράξενα οράματά της, όμως εξακολουθούσε να του ζητά το βοτάνι, υποστηρίζοντας πως «δεν αισθανόταν ακόμα απόλυτα καλά» και μην προσφέροντας καμια άλλη αιτιολογία. Το περίεργο ήταν ότι ούτε εκείνος την είχε ρωτήσει τίποτα, λες και δεν τον ενδιέφερε καθόλου το ζήτημα, ή λες και είχε σημαντικότερα πράγματα στο μυαλό του. Η Νίθρα φοβόταν ότι κάτι πολύ άσχημο της συνέβαινε, και ήθελε να του μιλήσει, μα δίσταζε, μην επιθυμώντας να καθυστερήσει το ταξίδι τους μέσα στους βάλτους ή να προκαλέσει προβλήματα. Εξάλλου, δεν ήταν η μόνη που είχε αρρωστήσει: και η Λυρία είχε ανακοινώσει, σήμερα το πρωί, ότι δεν αισθανόταν καλά, καθώς επίσης και ο Νέλβακιν, χτες το μεσημέρι. Ο Δόλβεριν, όμως, τους είχε δώσει τα βοτάνια του και είχαν καλυτερεύσει εμφανώς. Η ασθένειά τους δεν ήταν σαν αυτή της Νίθρα –δεν ήταν ασθένεια του μυαλού, αλλά του σώματος· νιώθανε εξαντλημένοι και να ζαλίζονται, όπως υποστήριζαν. Ελονοσία, είχε πει ο Πρίγκιπας, όχι και τόσο ασυνήθιστη.
Η δική μου αρρώστια, όμως, είναι ασυνήθιστη, σκέφτηκε η Νίθρα. Και τα βότανά του δε φαίνεται να με κάνουν καλά. Αν μη τι άλλο, ίσως να με χειροτερεύουν… Χτες και σήμερα, τα οράματά της είχαν δυναμώσει· οι σκιερές μορφές ήταν πολύ πιο έντονες (παρότι παρέμεναν σκιερές), ενώ η συχνότητά τους είχε αυξηθεί. Αλλά, μάλλον, λαθεύω. Αν δεν έπαιρνα κανένα φάρμακο, τότε πιθανώς να είχα τρελαθεί. Ναι, αναμφίβολα, αυτό θα μου είχε συμβεί. Θα έβλεπα τα οράματα συνέχεια και θα έχανα το μυαλό μου. Μεγάλη Μητέρα, πότε θα φύγουμε απο δώ;…
«Πλησιάζουμε.»
Η Νίθρα βλεφάρισε ξανά, ακούγοντας τη φωνή της Λυρία, και στράφηκε να κοιτάξει την Αναζητήτρια, που καθόταν κοντά στον Δόλβεριν.
«Το νιώθω. Η Πληγή δε βρίσκεται μακριά μας. Όποτε αγγίζω το έδαφος, αισθάνομαι κι εγώ τον πόνο της. Όταν φτάσουμε πολύ κοντά, ίσως να χρειαστώ τη βοήθειά σας για να…»
«Για τι πράγμα;» τη ρώτησε ο Δόλβεριν.
«Για να μη σωριαστώ,» είπε η Λυριά, μοιάζοντας να την ενοχλεί το γεγονός ότι θα χρειαζόταν τη βοήθεια Λυκολατρών. «Ο πόνος θα είναι πολύ δυνατός.»
«Αλλά θα μπορείς να επουλώσεις το Τραύμα;»
«Δεν ξέρω… Δεν…» Κούνησε το κεφάλι της. «Θα πρέπει να το δω, για να καταλάβω. Να δω… πώς είναι.»
«Όταν λες ‘Τραύμα’ ή ‘Πληγή’, τι ακριβώς εννοείς;» τη ρώτησε ο Νέλβακιν.
Το βλέμμα της Λυρία στράφηκε επάνω του. «Κάποια… κάποια ασυνέχεια επάνω στο σώμα της Θεάς. Έτσι το αισθάνομαι, τουλάχιστον. Σαν να υπάρχει ένα… χάσμα στην ήπειρο.»
«Δηλαδή, θα πάμε να βρούμε ένα χαντάκι;»
Η Λυρία τον αγριοκοίταξε. «Δυσπιστείς τα λόγια μου, λύκε;»
«Όχι,» απάντησε ο Νέλβακιν. «Όμως όλα τούτα μου φαίνονται παράξενα.»
«Και σε μένα το ίδιο,» τον διαβεβαίωσε η Λυρία.
Κανείς άλλος δε μίλησε, και σιγή απλώθηκε στην κατασκήνωσή τους. Η Νίθρα σηκώθηκε και κάθισε λίγο παραπέρα, για να βολευτεί καλύτερα. Τελείωσε το φαγητό της και άφησε το ξύλινο πιάτο παράπλευρα. Τυλίχτηκε σφιχτά στην κάπα της και έκλεισε τα μάτια, κουρασμένη.
Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο της.
Τα βλέφαρά της άνοιξαν αμέσως, και είδε τον Δόλβεριν να βρίσκεται κοντοκαθισμένος δίπλα της. «Είσαι εντάξει, Νίθρα;»
«Ναι–»
«Εμένα δε μου φαίνεσαι εντάξει.»
«Απλά, ο βάλτος… Το ταξίδι μ’έχει κουράσει.» Προσπάθησε να χαμογελάσει, και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε, σαν το πρόσωπό της να είχε πετρώσει και τα χείλη της να είχαν χάσει τη συνηθισμένη τους ελαστικότητα.
«Είναι μόνο αυτό;»
«Ναι.»
«Τότε, γιατί μου ζητάς το βοτάνι;»
«Γιατί… καμια φορά… βλέπω μερικές φιγούρες. Αλλά σπάνια. Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Πραγματικά, δεν είναι τίποτα.»
«Νίθρα, αν συμβαίνει κάτι άλλο, θέλω να μου το πεις.»
«Όχι, αυτό είναι.»
«Εντάξει, ξεκουράσου.» Ο Δόλβεριν σηκώθηκε όρθιος και απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας να καθίσει παραδίπλα, τυλιγμένος στην κάπα του και κουκουλωμένος.
Η Νίθρα έκλεισε ξανά τα βλέφαρά της και προσπάθησε να κοιμηθεί. Δεν τα κατάφερε αμέσως, αλλά, όσο είχε τα μάτια της κλειστά, διαπίστωσε πως αισθανόταν λες κι ένα βαρύ φορτίο να την είχε εγκαταλείψει. Σαν το να κοιτάζει ετούτο το βαλτοτόπι να την εξαντλούσε περισσότερο από το να το διασχίζει.
Την επομένη, οι Λυκολάτρες σηκώθηκαν με την αυγή και κοίταξαν τριγύρω, για κανένα σημάδι κινδύνου. Η Νίθρα κράτησε το βλέμμα της καρφωμένο στο έδαφος, μην επιθυμώντας να δει άλλες σκιές να περνάνε από εμπρός της.
«Βλέπετε πουθενά τους κατασκόπους;» ρώτησε ο Δόλβεριν.
«Όχι, Λύκαρχε,» απάντησε ο Σαλνάβιν· «πρέπει νάχουνε πάλι κρυφτεί καλά, οι μπάσταρδοι.»
«Πρέπει, κάπως, να τους ξεφορτωθούμε…!» γρύλισε ο Δόλβεριν, κάτω απ’την ανάσα του. Και μετά, είπε: «Αναρωτιέμαι γιατί μας έχουν πάρει στο κατόπι. Τι ακριβώς θέλουν; Τι περιμένουν;»
«Όλο παράξενα κι ανεξήγητα πράγματα συμβαίνουν, Λύκαρχε,» είπε η Γριξίλα.
Ο Δόλβεριν κατένευσε. «Συμφωνώ και επαυξάνω.» Στράφηκε στη Λυρία. «Ελπίζω όταν βρεθούμε στο Τραύμα να μας δοθούν κάποιες απαντήσεις, Αναζητήτρια.»
«Κι εγώ για το ίδιο προσεύχομαι, λύκε,» αποκρίθηκε εκείνη. Του γύρισε την πλάτη και έκανε μερικά βήματα. Γονάτισε στο ένα πόδι και άγγιξε το έδαφος με το δεξί χέρι. Έμεινε έτσι, για μερικές στιγμές, και ύστερα ορθώθηκε, δείχνοντας. «Προς τα κει. Προς τα κει θα ταξιδέψουμε.»
«Ας μην αργοπορούμε, τότε,» είπε ο Δόλβεριν. Πήρε το άλογό του από τα γκέμια και άρχισε να προπορεύεται, ελέγχοντας το έδαφος με το ραβδί του. «Πόσο μακριά βρισκόμαστε, Αναζητήτρια;»
«Ίσως να φτάσουμε ακόμα και σήμερα.»
Τα λόγια της Λυρία φάνηκαν να δίνουν ζωή στους Λυκολάτρες και να τους φέρνουν σε εγρήγορση.
Επιτέλους, το ταξίδι μας τελειώνει! σκέφτηκε η Νίθρα. Κι αυτοί το ίδιο αισθάνονται· κι αυτοί το ίδιο επιθυμούν. Δεν είμαι μόνο εγώ που θέλω να φύγω από εδώ. Λίγη υπομονή χρειάζεται μονάχα. Μεγάλη Μητέρα, προστάτεψέ μας. Μαχόμαστε για σένα. Κι εγώ ποτέ δεν εγκατέλειψα τη θρησκεία σου· οι περιστάσεις ήταν που μ’έφεραν με τους Λυκολάτρες… αλλά, ακόμα κι αυτοί, τώρα δεν είναι εχθροί σου. Βοήθησέ τους, σε παρακαλώ.
Το πρωινό πέρασε σαν όνειρο, μέσα στη σιγαλιά και στους ξαφνικούς γλοιώδεις θορύβους των βάλτων. Η Νίθρα είδε τρεις φορές οράματα –ανθρώπους να κινούνται, να μιλάνε, να τρέχουν, να πίνουν–, αλλά δεν τους έδωσε σημασία, έχοντας αναθαρρήσει από τη δήλωση της Λυρία, ότι πλησίαζαν στον προορισμό τους.
Το μεσημέρι ζύγωσαν μια σχετικά στέρεα νησίδα και ανέβηκαν εκεί, για να αναπαυθούν. Η Νίθρα έκανε μερικά βήματα, κοιτάζοντας τριγύρω, και–
«Βοήθεια! Δόλβεριν!»
Κάτι είχε γραπώσει το πόδι της.
Μετά, κάτι άλλο –ο Νέλβακιν!– την άρπαξε απ’τον ώμο, και την τράβηξε προς το μέρος του. «Λύκαρχε! Φέρε φωτιά!»
Η Νίθρα κοίταξε κάτω. Το δεξί της πόδι είχε χωθεί στο έδαφος, περίπου μέχρι τον αστράγαλο. Λασπόζωο!
Ο Δόλβεριν ζύγωσε, βαστώντας δαυλό, τον οποίο πλησίασε στο έδαφος.
Η Νίθρα είδε το λασπόζωο ν’αναταράσσεται, σα να πονούσε από τη φωτιά, και να ελευθερώνει το πόδι της.
«Ω Μεγάλη Θεά!…» ανέπνευσε, και κίνησε τα δάχτυλά της μέσα στην μπότα της, για να βεβαιωθεί ότι εξακολουθούσε να τα έχει όλα.
Ο Δόλβεριν έσπασε ένα καλάμι και το κάρφωσε μέσα στο λασπόζωο. «Μην πατήσει κανένας εδώ,» προειδοποίησε τους συντρόφους του. Και προς τη Νίθρα: «Μην απομακρύνεσαι. Έλα.»
«…Συγνώμη,» αποκρίθηκε εκείνη, και ακολούθησε τον Λύκαρχο και τον Νέλβακιν κοντά στη φωτιά που είχε ανάψει ο Άρανον.
Η Γριξίλα τούς σερβίρισε φαγητό και άρχισαν να τρώνε.
«Λύκαρχε,» είπε ο Όκενλορ. «Τους είδα τους κατασκόπους. Αριστερά μας είναι τώρα.»
«Μάλιστα. Τίποτ’άλλο ενδιαφέρον, σχετικά μ’αυτούς;»
«Τίποτα, Λύκαρχε.»
«Θέλω να δω τι θα κάνουν, όταν φτάσουμε στην Πληγή…»
«Τότε, ως το βράδυ θα το δεις,» δήλωσε η Λυρία.
«Είμαστε τόσο κοντά;»
«Έτσι πιστεύω.»
Η Νίθρα ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ. Και μετά, θ’αρχίσουμε το ταξίδι της επιστροφής.
«Επομένως, ξεκουραστείτε καλά τώρα,» είπε ο Δόλβεριν, «γιατί το βράδυ, μάλλον, δε θα υπάρχει χρόνος για ξεκούραση.
»Είδε κανένας σας τα Κτήνη, παρεμπιπτόντως;»
«Όχι, Λύκαρχε,» είπε ο Νέλβακιν.
«Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω πού πήγαιναν, χτες βράδυ…»
«Στο Τραύμα, ίσως,» υπέθεσε η Γριξίλα.
«Για να μας σταματήσουν απ’το να το φτάσουμε,» πρόσθεσε ο Όκενλορ. «Ναι, είναι λογικό.»
«Γιατί, όμως, να μη μας επιτεθούν από πιο πριν;» έθεσε το ερώτημα ο Νέλβακιν.
«Επειδή η δύναμή τους θα ήταν μειωμένη,» εξήγησε ο Όκενλορ, «ενώ τώρα θα συγκεντρωθούν όλα στον προορισμό μας.»
«Γιαυτό ακούγαμε κι εκείνα τα αλυχτήματα!» πετάχτηκε ο Δόλβεριν. «Τα Κτήνη ειδοποιούσαν το ένα τ’άλλο, ώστε να συναχθούν στο Τραύμα.»
«Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχουμε να κάνουμε με δεκάδες από δαύτα!» είπε ο Άρανον. «Λύκαρχε, ίσως θα ήταν συνετότερο να μην πλησιάσουμε.»
«Πόσα υποθέτεις ότι υπάρχουν, δηλαδή;» τον ρώτησε ο Νέλβακιν.
«Κοίτα, μόνο τέσσερα πέρασαν από δίπλα μας, χτες βράδυ!»
«Και πόσα ακόμα να μένουν; Ήδη έχουμε σκοτώσει πολλά.»
«Δεν ξέρω πόσα μπορεί να είναι,» παραδέχτηκε ο Άρανον.
«Λύκαρχε,» είπε ο Νέλβακιν, «αμφιβάλλω αν θα είναι πάνω από είκοσι, στο σύνολό τους.»
«Είκοσι δεν είναι λίγα!» τόνισε ο Άρανον.
«Αλλά εμείς είμαστε καταλλήλως εξοπλισμένοι, και ήρθαμε εδώ έχοντας ακολουθήσει τις επιταγές του Κυρίου μας και πάρει τις αποφάσεις μας,» είπε ο Δόλβεριν, τραβώντας ένα Δόντι του Λύκου και κοιτάζοντας τους ιριδισμούς της λεπίδας στο μεσημεριανό ηλιακό φως, που περνούσε ανάμεσα από τη βλάστηση του βάλτου. «Επιπλέον, δεν μπορούν να μας επιτεθούν και τα είκοσι μαζί· υπάρχουν στενά σημεία σε τούτο το δαιμονισμένο μέρος. Θα χτυπήσουμε τα Κτήνη και δε θ’αφήσουμε κανένα τους να επιβιώσει.» Ύψωσε το βλέμμα στους συντρόφους του. «Θα πρέπει, ωστόσο, να είμαστε προσεκτικοί. Θυμάστε τι συνέβη στην πρώτη μας συνάντηση μαζί τους, στη σπηλιά έξω από την Άζλεντεν: Ήταν σκοτεινά, και τα Κτήνη είχαν χωριστεί, δεξιά κι αριστερά, για να μας επιτεθούν εκατέρωθεν. Η συμπλοκή εκείνη μας κόστισε τον Ρένκορ, που ήταν πιστός αδελφός και συμμαχητής. Δε θα πρέπει ποτέ ξανά να πέσουμε σε παρόμοια παγίδα. Γιαυτό να μένετε πάντοτε ενωμένοι, και θα παίρνουμε αποφάσεις όλοι μαζί. Τα Κτήνη, καθότι ευφυή, θα προσπαθήσουν να μας παρασύρουν σε σημεία όπου τα συμφέρει να μας πολεμήσουν, γιατί ξέρουν ότι η φωτιά μας θα τα κάψει· εμείς, όμως, δε θα τους επιτρέψουμε να μας κοροϊδέψουν. Σ’εκείνη τη σπηλιά δεν έπρεπε, κανονικά, να είχαμε μπει· φανήκαμε παράτολμοι και ανόητοι. Ποτέ δεν εισβάλεις σ’ένα σκοτεινό μέρος το οποίο ο εχθρός σου γνωρίζει καλύτερα από σένα.»
«Επίσης,» πρόσθεσε η Λυρία, «τώρα υπάρχει ένας σκοπός: να πλησιάσουμε το Τραύμα. Τα Κτήνη, επομένως, δε θα μπορούν να μας ξεγελάσουν εύκολα, εκτός αν αφήσουμε τους εαυτούς μας να παρασυρθούν από τα τεχνάσματά τους.»
«Πώς θα καταλάβουμε το Τραύμα όταν το δούμε;» ρώτησε ο Νέλβακιν.
«Θα το καταλάβουμε,» είπε η Λυρία. «Και εσείς και εγώ. Είμαι βέβαιη.»
«Αλλά τα Κτήνη θα κάνουν το παν για να μας κρατήσουν μακριά του, υποθέτω,» είπε η Γριξίλα –«αν είναι τόσο σημαντικό για εκείνα όσο υποστηρίζεις, Αναζητήτρια.»
«Ναι,» συμφώνησε η Λυρία. «Εμείς, όμως, θέλουμε να φτάσουμε στην Πληγή· δε χρειάζεται να λοξοδρομήσουμε πουθενά. Αν τα τέρατα επιθυμούν να μας κρατήσουν μακριά, ας έρθουν εκείνα σε μας.»
«Η Αναζητήτρια μιλάει σωστά,» είπε ο Δόλβεριν. «Να έχετε το νου σας.»
Οι Λυκολάτρες κατένευσαν, και συνέχισαν το φαγητό τους. Ο Όκενλορ και η Γριξίλα φύλαξαν σκοπιά, και οι υπόλοιποι έπεσαν για ύπνο. Ύστερα από μερικές ώρες, οι σκοποί ξύπνησαν τους συντρόφους τους και άπαντες σηκώθηκαν. Το περιβάλλον γύρω τους είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και μια δυνατή παγωνιά πλανιόταν στον αέρα.
«Το τελευταίο σκέλος του ταξιδιού μας αρχίζει,» είπε ο Δόλβεριν, αφότου όλοι ετοιμάστηκαν. «Τραβήξτε τα όπλα σας, και να προσέχετε.» Πήρε πάλι το άλογό του από τα γκέμια και ξεκίνησε να βαδίζει, ελέγχοντας τα βαλτόνερα με το μπαστούνι του.
Η Νίθρα είδε κάτι ακροβάτες να χοροπηδάνε δίπλα από εκείνη και τους συντρόφους της. Όμως ούτε οι Λυκολάτρες ούτε η Λυρία δε φαινόταν να τους είχαν προσέξει… επομένως, θα τους αγνοήσω κι εγώ. Δε θάχει νόημα ν’ανησυχήσω τον Δόλβεριν και τους υπόλοιπους σε μια τόσο κρίσιμη ώρα.
H Λυρία παραπάτησε και στηρίχτηκε στο καλάμι που της είχε κόψει πριν από λίγο ο Δόλβεριν. Η άκρη του ραβδιού της μπήχτηκε γερά μέσα στο χώμα, και η γροθιά της Αναζητήτριας σφίχτηκε με δύναμη επάνω του.
«Είμαστε πολύ κοντά,» είπε, αργόσυρτα.
«Ναι, το βλέπω,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας Λύκαρχος, παύοντας να βαδίζει και κοιτάζοντας αντίκρυ.
Η Λυρία ύψωσε το βλέμμα της από το έδαφος και ακολούθησε τη ματιά του.
Η ομάδα του Δόλβεριν στεκόταν σ’ένα σχετικά υπερυψωμένο σημείο, και από κάτω της ανοιγόταν κάτι σαν βαθούλωμα με επίπεδη επιφάνεια. Στο μέσο της επιφάνειας αυτής, βρισκόταν ένας μαύρος δίσκος, αιωρούμενος και περιστρεφόμενος, μοιάζοντας με δίνη και διακοπτόμενος από ασυνέχειες ποικίλων χρωμάτων. Επί του παρόντος, κάτι φαινόταν να βγαίνει, αργά, από το εσωτερικό του δίσκου, κάτι που δεν είχε ακόμα ευδιάκριτη μορφή· ενώ τριγύρω μια αφύσικη μαυρίλα ήταν απλωμένη, σαν επιδημία που προσέβαλε το έδαφος και τα βαλτόνερα.
«Αυτή είναι η Πληγή;» Η φωνή του Νέλβακιν ήταν γεμάτη με δέος.
Η Λυρία ένευσε. «Ναι.» Έτριξε τα δόντια της, σαν να πονούσε. Τα δάχτυλά της είχαν ασπρίσει, καθώς με το ένα χέρι έσφιγγε τη λαβή του ξίφους της και με το άλλο το ραβδί της (τα γκέμια του αλόγου της τα είχε πάρει, προ πολλού, η Γριξίλα).
«Δε βλέπω κανέναν εχθρό να την προστατεύει, Αναζητήτρια,» παρατήρησε ο Όκενλορ, μοιάζοντας παραξενεμένος.
«Όχι,» είπε η Νίθρα. «Υπάρχουν εχθροί, αν κοιτάξετε πιο προσεκτικά.» Έδειξε προς τα αριστερά του δίσκου, μέσα σ’έναν καλαμιώνα. «Εκεί. Κτήνη των Βάλτων.» Έδειξε προς τα δεξιά του δίσκου, σ’ένα σημείο γεμάτο με ιτιές και κληματσίδες, που κάλυπταν τα πάντα στο σκοτάδι, μην αφήνοντας το φεγγαρόφωτο να περνά. «Κι εκεί.» Τα μάτια των τεράτων στραφτάλιζαν. Και ήταν αληθινά· η Νίθρα ήταν βέβαιη για τούτο. Νόμιζε ότι μπορούσε πλέον να ξεχωρίσει τα οράματά της από τα πραγματικά όντα. Γιατί, να, τώρα αντίκριζε διάφορες σκιερές φιγούρες να βαδίζουν μέσα στον βάλτο, να κουβεντιάζουν, ή να τρέχουν· μα δεν μπορούσαν να τη γελάσουν: βρίσκονταν πολύ κοντά, για να είναι αληθινές. Από τέτοια απόσταση, εύκολα κανείς θα ξεχώριζε τα χαρακτηριστικά και το ντύσιμό τους· παρ’όλ’αυτά, όμως, η Νίθρα εξακολουθούσε να τις βλέπει ως σκιές και μόνο. Επομένως, ήταν ψευδείς· ήταν παραισθήσεις. Αλλά τα καλά κρυμμένα Κτήνη, με τα στραφταλίζοντα μάτια, ήταν πραγματικά.
Και οι σύντροφοί της το επιβεβαίωσαν.
«Ναι,» είπε ο Δόλβεριν, νεύοντας. «Ναι, όντως· μας έχουν στήσει ενέδρα, και περιμένουν να ζυγώσουμε. Νίθρα, είσαι ανεκτίμητη.»
Η Νίθρα αισθάνθηκε ένα ξαφνικό συναίσθημα περηφάνιας να την καταλαμβάνει. Είχε σημασία που της το έλεγε αυτό ο Πρίγκιπας Δόλβεριν; Ή το ίδιο θα ένιωθε, όποιος κι αν της το είχε πει;
«Λύκαρχε, πώς θα πλησιάσουμε;» ρώτησε ο Νέλβακιν.
«Θέλουν πάλι να μας κλείσουν ανάμεσά τους,» είπε ο Δόλβεριν. «Δε θα τα διευκολύνουμε, όμως, τα τρισκατάρατα διαβολογεννήματα. Δέστε τ’άλογά σας εδώ, αδέλφια, και πάμε από τα δεξιά. Θα χτυπήσουμε τα Κτήνη που κρύβονται στις ιτιές.»
«Νίθρα,» ρώτησε ο Άρανον, «πόσα είναι εκεί;»
«Δεν μπορώ να διακρίνω επακριβώς. Πάνω από τέσσερα, πάντως.»
«Πάνω από δέκα;»
«Αποκλείεται.»
«Κι από την άλλη;»
«Άλλα τόσα, νομίζω.»
«Βλέπεις, Λύκαρχε,» είπε ο Άρανον, «δεν είναι, τελικά, είκοσι, όπως φοβόμασταν. Είναι πολύ λιγότερα.»
«Περίμενε να τελειώσει τούτη η συμπλοκή, προτού μιλήσεις, Άρανον,» αποκρίθηκε ο Δόλβεριν, καθώς εκείνος και η ομάδα του είχαν αρχίσει να βαδίζουν προς τα δεξιά. «Εμένα δε με ανησυχούν μόνο τα Κτήνη, αλλά κι αυτό το… κάτι… που φαίνεται να βγαίνει, αργά, από το Τραύμα.»
«Τα Κτήνη βγαίνουν από το τραύμα,» τον πληροφόρησε η Λυρία.
«Πώς το ξέρεις;» τη ρώτησε ο Όκενλορ.
«Το διαισθάνομαι. Δεν ξέρω πώς το ξέρω· πάντως, το ξέρω.»
«Κι αυτό που βγαίνει τώρα είναι Κτήνος, δηλαδή;» ρώτησε ο Δόλβεριν, ρίχνοντας μια ματιά στην απόκοσμη δίνη και ανατριχιάζοντας. Η σκιερή γλοιώδης μορφή που εξερχόταν από τη στροβιλιζόμενη μαυρίλα δεν του έμοιαζε καθόλου λυκόμορφη· περισσότερο ανθρωπόμορφη ήταν. «Δε μου φαίνεται για Κτήνος, Αναζητήτρια…»
«Ίσως να είναι κάτι… συγγενικό,» υπέθεσε η Λυρία. «Αλλά τα Κτήνη από εκεί βγαίνουν.»
«Λύκαρχε, έρχονται!» Η Γριξίλα έδειξε τα τέρατα από την αντικρινή μεριά, ν’αφήνουν τον καλαμιώνα πίσω τους και να ζυγώνουν.
«Έφοδος!» φώναξε ο Δόλβεριν, ορμώντας καταπάνω στα Κτήνη που βρίσκονταν στις ιτιές, τα οποία τώρα ξεπρόβαλαν. Τα ξιφίδια στα χέρια του Λύκαρχου γυάλισαν μέσα στη νύχτα.
*
Ο Φένταρ είχε παραμερίσει μερικές κληματσίδες, για να μπορούν εκείνος και οι συντρόφισσές του να κοιτάζουν· και τώρα, έβλεπαν τους Λυκολάτρες να πέφτουν επάνω στα Κτήνη που έβγαιναν πίσω από τις ιτιές, γρυλίζοντας και κροταλίζοντας τα δόντια τους.
«Ελάτε. Αυτή είναι η ευκαιρία μας ν’αρπάξουμε τη Νίθρα.»
«Φένταρ, φαίνεται επικίνδυνο–» άρχισε η Χρυσοδάκτυλη.
«Ο Ανώνυμος Θεός δεν έχει κάνει λάθος, μέχρι στιγμής. Μην αργοπορείτε!» Ο Ωθράγκος τράβηξε το ξίφος του και έτρεξε.
*
Ο Δόλβεριν βρυχήθηκε, καθώς χιμούσε στο πρώτο Κτήνος. «Για τον Κύριό μας, το ΛΥΚΟ!» Απέφυγε τα σαγόνια του τέρατος, τα οποία έκλεισαν εκατοστά πάνω απ’το κουκουλωμένο του κεφάλι, και τα Δόντια του υψώθηκαν απότομα, για να μπηχτούν στην κάτω σιαγόνα του εχθρού του και να του σχίσουν, μ’ένα απότομο τράβηγμα, το λαιμό, ενώ στιγμιαίες φλόγες πετάγονταν. «Για τον Κύριό μας, το Λύκο!»
Δίπλα του ήρθαν αμέσως οι συμμαχητές του, κραδαίνοντας κι εκείνοι τα Δόντια τους και χτυπώντας τα Κτήνη, που βρυχιόνταν, καθώς ξαφνικές φωτιές τα χτυπούσαν και κοφτερές λεπίδες ξέσχιζαν το γεμάτο με εξανθήματα δέρμα τους.
Το πρόσωπο του Δόλβεριν είχε πιτσιλιστεί με αίμα από το πρώτο Κτήνος που είχε σκοτώσει, αλλά ο Λύκαρχος δεν στάθηκε για να το σκουπίσει, δεν έδωσε καμία σημασία· χίμησε, συνεχόμενα, στον επόμενο εχθρό, κι έμπηξε το ένα του ξιφίδιο στο αριστερό μπροστινό πόδι του τέρατος. Το δεξί πόδι του Κτήνους, όμως, σηκώθηκε απότομα και τον πέτυχε στον ώμο, στέλνοντάς τον κάτω. Ο Δόλβεριν αισθάνθηκε την πλάτη του να συναντά τα γλοιώδη χώματα των βάλτων, ενώ γύρω του μπορούσε να δει νύχια και μπότες, και νύχια και νύχια και νύχια… Πόσα είναι, τα τρισκατάρατα; Από ποια Κόλαση έρχονται σε τούτα τα εδάφη;
Προσπάθησε να σηκωθεί, ενώ ακόμα έσφιγγε γερά τα Δόντια του, γνωρίζοντας πως έπρεπε να γίνουν προέκταση των χεριών του· έπρεπε να γίνουν τα ίδια του τα χέρια· γιατί, αν τα έχανε, θα έχανε και τη ζωή του.
Το Κτήνος που τον είχε σωριάσει, πήδησε επάνω του, πατώντας τον με το ατραυμάτιστό του πόδι και ανοίγοντας τα σαγόνια του.
«Δε μιλάτε και πολύ τώρα!» φώναξε ο Δόλβεριν. «Μόνο γρυλίζετε!» Και έμπηξε το Δόντι του μέσα στο στόμα του τέρατος, κάνοντάς το να πεταχτεί πίσω, αιμόφυρτο και καψαλισμένο.
Ο Πρίγκιπας σηκώθηκε στα μποτοφορεμένα του πόδια, ατενίζοντας το Κτήνος να τον κοιτάζει με στενεμένα μάτια και να ετοιμάζεται για την επόμενη έφοδο.
Μια κραυγή πόνου ακούστηκε απ’τ’αριστερά του· ο Δόλβεριν στράφηκε και είδε τον Άρανον να πέφτει, κάτω από τα χτυπήματα δύο Κτηνών. Λίγο παραδίπλα, στεκόταν ο Νέλβακιν, αλλά δε φαινόταν σε θέση να τον βοηθήσει, καθώς απομάκρυνε ένα από τα τέρατα, με τις φλόγες της λεπίδας του, ώστε να καρφώσει ένα άλλο, που ήταν άσχημα χτυπημένο.
«Αααααααααααααααρρρ!» κραύγασε ο Δόλβεριν, χιμώντας στα δύο Κτήνη που είχαν σωριάσει τον Άρανον. Έκανε ένα άλμα κι έπεσε πάνω στη μουσούδα του ενός θηρίου, μπήγοντας τα ξιφίδιά του στα μάτια του. Το πλάσμα ούρλιαξε απ’τον πόνο και τινάχτηκε όπισθεν, εκτοξεύοντας τον Λύκαρχο στο έδαφος… και ανάμεσα σε άλλα δύο Κτήνη.
Δεν ήταν καλή ιδέα, τελικά! γρύλισε, εσωτερικά, ο Δόλβεριν. Ένα νυχάτο πόδι απλώθηκε προς το μέρος του. Το ένα του Δόντι το χτύπησε, κάνοντας το ν’αποτραβηχτεί. Ο Πρίγκιπας, όμως, δεν πρόλαβε ν’αποκρούσει το πόδι του άλλου Κτήνους, το οποίο του πάτησε τον μηρό, σχίζοντας το παντελόνι και τη σάρκα του.
«Ααααααααργκ!» ούρλιαξε ο Δόλβεριν, και έμπηξε το Δόντι του στην κνήμη του τέρατος, διαπερνώντας την πέρα για πέρα και κάνοντας το πλάσμα να πεταχτεί πίσω, εκτοξεύοντας αίμα και τυλιγμένο στις στιγμιαίες φλόγες.
«Για τη δόξα της Θεάς!» Η Λυρία χίμησε στο λαιμό του Κτήνους από τα πλάγια, διαπερνώντας τον με το σπαθί της. Ο Δόλβεριν μπορούσε να διακρίνει ότι το πρόσωπό της ήταν ρυτιδωμένο απ’τον πόνο, και ότι αίμα έτρεχε από την πλάτη της Αναζητήτριας, όπου τα νύχια κάποιου από τα θηρία πρέπει να την είχαν γδάρει.
Ο Πρίγκιπας κύλησε στο πλάι. Τα δόντια του άλλου Κτήνους έκλεισαν, αστοχώντας το κεφάλι του. Εκείνος σηκώθηκε στο ένα γόνατο και εκτόξευσε το ξιφίδιο που βαστούσε στο δεξί χέρι, πετυχαίνοντας τον αντίπαλό του ανάμεσα στα μάτια. Το Κτήνος ούρλιαξε, σπαρτάρισε για μερικές στιγμές πάνω στο έδαφος, και πέθανε. Ο Δόλβεριν σηκώθηκε και το πλησίασε, για να ξεκαρφώσει το Δόντι του Λύκου από το κρανίο του.
Τότε, αισθάνθηκε κάτι να τον χτυπά, απροειδοποίητα, στην πλάτη, και σωριάστηκε, μπρούμυτα.
*
Η Νίθρα χτύπησε τη μουσούδα ενός Κτήνους, με το Δόντι του Λύκου που κρατούσε στο δεξί της χέρι. Αίμα και φλόγες πετάχτηκαν, και το τέρας έκανε πίσω, προς στιγμή. Όμως οι εχθροί έμοιαζαν να είχαν περιστοιχίσει εκείνη και τους συντρόφους της. Κοιτούσε τριγύρω, προσπαθώντας να βρει τον Δόλβεριν, μα δεν μπορούσε να τον εντοπίσει πουθενά· μονάχα τη Γριξίλα και τον Όκενλορ έβλεπε, μαχόμενους: οι άλλοι θα νόμιζε κανείς πως είχαν εξαφανιστεί…
Μέσα στο μακελειό, η Νίθρα είχε σαστίσει.
Χτύπησε, στα τυφλά, ένα άλλο Κτήνος, πασχίζοντας συγχρόνως να ξεφύγει από κάποιο άνοιγμα. Η αγωνία απειλούσε να την πνίξει, όσο βρισκόταν εδώ, μην ξέροντας από πού μπορεί να πεταγόταν κάτι και να την τραυμάτιζε ή να τη σκότωνε.
«Φύγετ’ από μπροστά μου! Φύγετε!» φώναξε στα Κτήνη, χρησιμοποιώντας Πειθώ και σπαθίζοντας ημικυκλικά. «Φύγετε, γιατί θα σας σκοτώσω!» Τα πλάσματα, όμως, δεν έμοιαζαν να επηρεάζονται από το έμφυτο Ρουζβάνικο Χάρισμά της. Τι στο Λύκο; Νόμιζα ότι ήταν ευφυή. Μονάχα στα ζώα δεν πιάνει η Πειθώ. Αλλά τώρα τα τέρατα γύρω της με ζώα τής φαίνονταν περισσότερο, παρά με ευφυή όντα. Λες νάναι άλλο είδος από εκείνα που μας μίλησαν, έξω απ’την Άζλεντεν;
Η Νίθρα προσπάθησε να περάσει ανάμεσα από δύο, χτυπώντας το ένα με το Δόντι της και τραυματίζοντάς το στον ώμο. Το άλλο Κτήνος έκλεισε απότομα τα σαγόνια του, αρπάζοντας την κάπα της.
«Όχι!» έκανε, ξέπνοα, εκείνη, τραβώντας το μακρύ ένδυμα, για να ξεφύγει. Το ρούχο σχίστηκε, την ίδια στιγμή που το πρώτο τέρας (το πληγωμένο) γύριζε και κοπανούσε τη Νίθρα με το πόδι του. Τα μεγάλα νύχια την πέτυχαν στη δεξιά μεριά, τραυματίζοντας το χέρι της και κάνοντάς την να χάσει την ισορροπία της, να σωριαστεί, και να κατρακυλήσει, ουρλιάζοντας.
Μόλις η κατρακύλα σταμάτησε, η Νίθρα γύρισε αμέσως ανάσκελα –και είδε το Κτήνος που την είχε χτυπήσει να ρίχνει ένα μεγάλο σάλτο και να βρίσκεται, απότομα, μπροστά της.
Ξαφνικά, διαπίστωσε ότι είχε χάσει το Δόντι του Λύκου.
Έκανε μια τελευταία, απεγνωσμένη προσπάθεια με την Πειθώ: «Φύγε! Φύγε μακριά! Θα σε σκοτώσω!» ενώ, την ίδια στιγμή, φανταζόταν ότι θα έπρεπε να φαίνεται γελοία, απειλώντας εκείνη, άοπλη και πεσμένη, αυτό το μανιασμένο έκτρωμα.
Ένα γρύλισμα βγήκε απ’τα χείλη του Κτήνους, και η Νίθρα θα μπορούσε να ορκιστεί ότι έμοιαζε με γέλιο. Το ένα του πόδι πάτησε στα πλευρά της. Το πρόσωπό του πλησίασε το δικό της· η αναπνοή του βρομούσε, την έπνιγε.
–Ένα σπαθί κοπάνησε το κεφάλι του τέρατος, στέλνοντας αίματα πάνω στη Νίθρα. Το Κτήνος έκανε να γυρίσει, ζαλισμένο, και δέχτηκε ακόμα μία σπαθιά, που το σώριασε. Το βάρος του πλάκωσε τα πόδια της Ρουζβάνης, η οποία βλεφάρισε, αντικρίζοντας από πάνω της έναν άντρα άγνωστο.
«Ποιος είσαι εσύ;»
«Έλα μαζί μου,» της είπε εκείνος. «Θέλω να σε βοηθήσω.» Έκανε να σπρώξει το τέρας που την είχε πλακώσει.
«Έρχεται κι άλλο!» τον προειδοποίησε η Νίθρα.
Ο άντρας στράφηκε, και σπάθισε εναντίον του Κτήνους. «Ξεμπλέξου, γρήγορα!» Το τέρας δέχτηκε τη σπαθιά στο πόδι, αλλ’αυτό δεν ανέκοψε τη μάνητά του· χτύπησε τον άγνωστο και τον πέταξε στο λασπώδες έδαφος.
Η Νίθρα πάλεψε, κλοτσώντας και σπρώχνοντας, και ελευθέρωσε τα πόδια της από το κουφάρι του Κτήνους που τα πλάκωνε. Όταν ξανακοίταξε τον άντρα, τον είδε να σπαθίζει πάλι εναντίον του θηρίου· αλλά τώρα βρίσκονταν μαζί του και δύο γυναίκες, επίσης άγνωστες. Δύο γυναίκες και ένας άντρας… Αυτοί που μας κατασκόπευαν;
—Εχθροί είναι. Φύγε μακριά τους!—
Η Νίθρα κοίταξε τριγύρω. Από πού είχε έρθει αυτή η φωνή;
—Μη με ψάχνεις, Νίθρα· δε θα με βρεις. Τρέξε και πλησίασε τη μαύρη δίνη –γρήγορα! Μόνο έτσι θα σωθείς απο εδώ, όπου πολλοί θα πεθάνουν—
Η Νίθρα έστρεψε το βλέμμα της στην Πληγή, γύρω απ’την οποία δεν υπήρχε κανένα Κτήνος –αν εξαιρούσε κανείς αυτό το κάτι που έβγαινε από μέσα της. Αλλά γιατί να πάω εκεί;
«Ποιος είσαι; Σε ξέρω; Πού είσαι;»
—Τρέξε τώρα! Δεν έχεις χρόνο. Εκεί θα σωθείς από το μακελειό!—
—Ψεύδεται!—Μια άλλη, καινούργια φωνή—Πήγαινε στη δίνη και θα καταστραφείς, θα σκοτωθείς!—
—Μην τον ακούς. Εκείνος είναι που σε θέλει νεκρή. Τα Κτήνη των Βάλτων είναι δικά του, και θα σε σκοτώσουν—
—ΨΕΜΑΤΑ!—
—Πήγαινε στη δίνη, για να γλιτώσεις απ’αυτά!—
—Θα πεθάνεις, αν πας!—
—Θα πεθάνεις αν δεν πας, Νίθρα. Δε βλέπεις πόσα τέρατα υπάρχουν εδώ; Βιάσου!—
Η Νίθρα κοίταξε τα Κτήνη που μάχονταν με τους Λυκολάτρες, και το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει ήταν φλόγες, αίματα, νερά, χώματα, και σώματα, ανθρώπινα και λυκίσια. Έχει δίκιο. Τα τέρατα είναι πάρα πολλά. Πιο πολλά απ’ό,τι εξαρχής νόμιζα. Λες ο Δόλβεριν να έκανε λάθος που μας έφερε εδώ; Λες να έκανε λάθος, και να τον σκοτώσουν; Να μας σκοτώσουν όλους; Αλλά ποιος είναι αυτός που μου μιλάει, και γιατί θέλει να σώσει εμένα;
—Νίθρα, μην τον ακούς. Προσπαθεί να σε χρησιμοποιήσει—
—Κι εσύ προσπαθείς να τη σκοτώσεις, για να πάψει νάναι απειλή για σένα, Νουτκάλι!—
Νουτκάλι; Νουτκάλι; Ο προφήτης; σκέφτηκε η Νίθρα. Και είδε ένα Κτήνος να έρχεται καταπάνω της, καθώς ο άγνωστος άντρας και οι δύο γυναίκες αντιμετώπιζαν ένα καινούργιο, το οποίο τους είχε μόλις χιμήσει. Πόσα είναι; Πώς δεν τα είχα δει; Πού κρύβονταν τα υπόλοιπα;
—Ο Νουτκάλι τα είχε κανονίσει όλα, για να σας σκοτώσει. Ήξερε ότι θα έρθετε. Ήταν βέβαιος ότι θα πεθάνετε. Τρέξε στη δίνη και θα σωθείς!—
Η Νίθρα, βλέποντας το Κτήνος να έρχεται με τα μάτια του καρφωμένα επάνω της, στράφηκε απ’την άλλη και έκανε όπως της ζήτησε η άγνωστη φωνή: έτρεξε προς το Τραύμα στο σώμα της Λιάμνερ Κρωθ.
—Μην πηγαίνεις εκεί, Νίθρα! Πήγαινε με τον άντρα και τις δύο γυναίκες. Θα σε οδηγήσουν σε ασφαλές μέρος!—
—Αυτοί είναι τα όργανά του, Νίθρα. Δεν το ξέρουν, μα καθοδηγούνται από αυτόν, τον αδελφό μου, Νουτκάλι, ο οποίος θέλει να σε απομακρύνει, με κάθε τρόπο, από εδώ –είτε χρειαστεί να σε σκοτώσει είτε όχι—
Η Νίθρα συνέχισε να τρέχει προς τη δίνη. Πίσω της, το Κτήνος γρύλισε. Μεγάλη Θεά, βοήθησέ με!
—Καταραμένος νάσαι, Φανλαγκόθ!—
—Μα ήδη είμαι, αδελφέ. Όλοι μας είμαστε…—
—Πάντα ήσουν καλύτερος στα λόγια από μένα. Αλλά εγώ είμαι εξυπνότερος. Έχω καλύψει κάθε Δρόμο. Ό,τι και να συμβεί τώρα, δε θα νικήσεις εδώ! Ανακατωσούρη ξένων υποθέσεων! Ξεπεσμένο ηττοπαθές υποκείμενο! Παίκτη που δεν ξέρεις να παίζεις! Εγώ δεν έχω μπλεχτεί με τους δικούς σου, στη Βάλγκριθμωρ!—
—Αδελφέ, τούτο είναι ψέμα· και για ανούσιο λόγο, μάλιστα—
—Δεν ήταν δικοί σου αυτοί με τους οποίους μπλέχτηκα!—
—Δε θα κατάφερνες να στρέψεις τον Βάνμιρ με το μέρος σου, και το ξέρεις—
Μα τι στο Λύκο λέγανε αυτές οι δύο άγνωστες φωνές; απορούσε η Νίθρα, καθώς έτρεχε, ζυγώνοντας τη μαύρη δίνη. Το όνομα Βάνμιρ κάτι… κάτι της θύμιζε, μα δεν μπορούσε να το τοποθετήσει. Η καταραμένη της αμνησία έφταιγε πάλι! Πρέπει να γνώριζε αυτόν τον Βάνμιρ, και πρέπει να είχε κάποια σχέση με τούτους που μιλούσαν τώρα από το πουθενά. Ή, μήπως, κανείς δε μου μιλάει, παρά έχω τρελαθεί; Μήπως την είχε πιάσει κάποια τάση αυτοκτονίας, χωρίς να–
Το άγριο γρύλισμα του Κτήνους πίσω της διέκοψε τους συλλογισμούς που έτρεχαν σαν μυριάδες άτακτα έντομα μέσα στο νου της.
Φτάνω στην Πληγή!
Η Νίθρα σταμάτησε μπροστά από την αφύσικη μαυρίλα που έμοιαζε να εξαπλώνεται γύρω από τη δίνη. Για κάποιο λόγο, φοβόταν να πατήσει στο μολυσμένο έδαφος. Μολυσμένο; Πώς της είχε έρθει τούτο; Ήταν, πράγματι, μόλυνση, ή κάτι άλλο;
Το βλέμμα της υψώθηκε, πηγαίνοντας στην Πληγή. Και εκεί είδε ένα παρόμοιο μαύρο χρώμα να περιστρέφεται και να περιστρέφεται και να περιστρέφεται, διακοπτόμενο από ακανόνιστες ασυνέχειες, ενώ από μέσα του μια μορφή εξερχόταν, όπως το παιδί που βγαίνει βασανιστικά αλλά επίμονα από τα σπλάχνα της μάνας. Μια μελανόχρωμη μορφή, ανθρωπόμορφη…
«Αα!» έκανε η Νίθρα, νιώθοντας έναν καυτό αγέρα να τη χτυπά. «Αααα!» Ο αλλόκοσμος άνεμος διαπέρασε το κορμί της, σαν μαχαίρια. Η Ρουζβάνη κοίταξε τον εαυτό της, μα δεν υπήρχε τίποτα φανερό επάνω της. Τι μου συμβαίνει; «Αααααααααααα!» Ο πόνος μεγάλωσε. Ξεκίνησε από το στέρνο της, και απλώθηκε παντού στο σώμα και στο πνεύμα της. «ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!…» Η Νίθρα γονάτισε, κρατώντας το κεφάλι.
*
Ο Φένταρ σπάθισε κατά του θηρίου, ενώ τα δεξιά του πλευρά αιμορραγούσαν από μια νύχια που είχε δεχτεί εκεί. «Τι κάνει, η ανόητη;» γρύλισε, βλέποντας, με τις άκριες των ματιών του, τη Νίθρα να τρέχει προς την παράξενη δίνη.
Η Χρυσοδάκτυλη απέφυγε τα δόντια του Κτήνους. «Τρελάθηκε.»
Η Αστρογέννητη κάρφωσε το τέρας, με τα στιλέτα της, στην κοιλιά. Ταυτόχρονα, ένα άλλο πετάχτηκε πίσω της, δαγκώνοντάς της το δεξί πόδι και τραβώντας την κάτω, καθώς το πρώτο Κτήνος σωριαζόταν.
Ο Φένταρ είδε ένα από τα θηρία να τρέχει ξοπίσω της Νίθρα. Θα τη σκοτώσει, την άρρωστη! Στράφηκε και το κυνήγησε.
«Πού πας;» του φώναξε η Χρυσοδάκτυλη. «Η Αστρογέννητη!»
Ο Φένταρ δε γύρισε, για να κοιτάξει πίσω. Είχε κάνει όλο τούτο το ταξίδι για την καταραμένη Ρουζβάνη, και δε θα την άφηνε να πεθάνει απ’τα δόντια αυτών των εκτρωμάτων! Τα τραυματισμένα του πλευρά τού έριχναν δυνατές σουβλιές, καθώς έτρεχε, μα εκείνος τις αγνοούσε.
«Έλα εδώ! Έλα σε μένα, δαιμονισμένο σκατόπραμα του βάλτου!» φώναξε στο Κτήνος που καταδίωκε τη Νίθρα, αλλά αυτό ούτε που του έδωσε σημασία. «Σκότωσέ τη και θα ντυθώ με το πετσί σου!» το απείλησε, χωρίς τίποτα ν’αλλάξει.
Η τρελαμένη Ρουζβάνη στάθηκε μπροστά από την παράξενη, περιστρεφόμενη δίνη που βρισκόταν στον αέρα. Και ούρλιαξε, σαν να πονούσε. Γονάτισε, κρατώντας το κεφάλι της.
Ο Φένταρ έπιασε το σπαθί του με τα δύο χέρια, καρφώνοντας το βλέμμα του στο Κτήνος –και μόνο στο Κτήνος. Είδε το τέρας να σταματά το τρεχαλητό του πίσω από τη Νίθρα και να ανοίγει τα σαγόνια του. Μα την Αιματοβαμμένη Λεπίδα του Άνκαραζ, δεν το προλαβαίνω!
Ο Ωθράγκος ύψωσε το ξίφος του πάνω απ’τον ώμο–
—Φένταρ, μην το κάνεις αυτό –είναι λάθος!—
–και, αγνοώντας τη φωνή του Ανώνυμου Θεού, το εκτόξευσε, πετυχαίνοντας το μαυρότριχο θηρίο στα πλευρά.
Το Κτήνος των Βάλτων ούρλιαξε και αναπήδησε, με τη λάμα καρφωμένη επάνω του.
Μα τι διάολο έπιασε τον Ανώνυμο Θεό; σκέφτηκε ο Φένταρ, καθώς ξεθηκάρωνε δύο ξιφίδια απ’τη ζώνη του. Τόσο καιρό με βοηθούσε να τη βρω, και τώρα θέλει να την αφήσω να πεθάνει;
*
—Χα-χα-χα-χα-χα! Νουτκάλι, η αφοσίωση των «υπηρετών» σου, πραγματικά, με εκπλήσσει!—
—Γέλα όσο θες, αδελφέ, αλλά—
—Έχω κάθε δικαίωμα να γελάω. Χάνεις—
—Έτσι νομίζεις εσύ! Θα δεις, όμως, ξαφνικά ν’απλώνονται πλεκτάνες εμπρός σου τις οποίες δεν είχες ποτέ προβλέψει!—
—Μην παριστάνεις τον προφήτη σε μένα! Έχω στην κατοχή μου τον ουρανόλιθο, και έχω ισχυρότερους υπηρέτες. Θα σε εξαφανίσω απ’το πρόσωπο της Κουαλανάρα!—
*
Ο Φένταρ κάρφωσε το Κτήνος με τα ξιφίδιά του, περνώντας κάτω από ένα νυχάτο πόδι και νιώθοντάς το να χτυπά τον δεξή του ώμο, σχίζοντας ρούχα και κάπα, και ανοίγοντας μεγάλα (αλλά όχι βαθιά, νόμιζε) τραύματα πάνω στο πετσί του. Οι πληγές, όμως, δεν αποθάρρυναν ούτε τρόμαζαν τον Ωθράγκος, που είχε τραυματιστεί ξανά και ξανά στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ· συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, έστριψε τις λεπίδες των ξιφιδίων του μέσα στο πετσί του τέρατος.
«Άνκαραζ!» γρύλισε, κάτω απ’την ανάσα του. «Δος μου αντοχή, αν μ’ακούς! Αυτή είναι θυσία για σένα, Πολέμαρχε!»
Ο Φένταρ έσπρωξε και σώριασε το Κτήνος των Βάλτων, τραβώντας έξω τα αιματοβαμμένα του ξιφίδια, και διαπιστώνοντας πως τα χέρια του ήταν το ίδιο αιματοβαμμένα όσο και οι λεπίδες των όπλων.
Βλέποντας πως το τέρας δεν κινείτο, πήρε μια βαθιά ανάσα. Ύστερα, έστρεψε το βλέμμα του στη Νίθρα, αλλά δεν την είδε γονατισμένη, όπως περίμενε, παρά όρθια, μπροστά στη στροβιλιζόμενη, μαύρη δίνη. Στην αρχή, ο Φένταρ νόμιζε πως άλλη γυναίκα στεκόταν αντίκρυ του, γιατί τα μαλλιά της είχαν αλλάξει χρώμα, από κατάμαυρα σε πορφυρά (!)· όμως, μετά, ο Ωθράγκος την αναγνώρισε, επειδή το πρόσωπό της είχε παραμείνει ίδιο, και η κορμοστασιά της επίσης. Ωστόσο, τα μάτια της… είχαν κι αυτά υποστεί κάποια αλλαγή, την οποία ο Φένταρ αδυνατούσε να προσδιορίσει· μα το βέβαιο ήταν ότι του φαίνονταν πολύ πιο απειλητικά απ’ό,τι πριν…
H Βασίλισσα είχε αλλάξει γνώμη γρηγορότερα απ’ό,τι ο Άλαντμιν περίμενε· το μεσημέρι έμοιαζε διστακτική σχετικά με το αν όφειλε να τον αφήσει να ερευνήσει την υπόθεση του σταυρωμένου θύματος των Λυκολατρών (Σχεδόν να την παρακαλέσω χρειάστηκε, για να μου επιτρέψει να διεξάγω έρευνα!), και το δειλινό τον κάλεσε στα διαμερίσματά της, για να τον προστάξει να ξεκινήσει, με την αυγή κιόλας, για την Βόλγκρεν, όπου θα πήγαινε να προειδοποιήσει τον Οίκο των Λάνσεν για τα τελευταία γεγονότα και να εκτελέσει εξονυχιστικό έλεγχο στο παλάτι τους, στην πόλη, και στα τριγυρινά εδάφη, προς αναζήτηση Λυκολατρών.
Τώρα ο Άλαντμιν –καθώς ίππευε επάνω στη λιθόστρωτη δημοσιά, αντικρίζοντας μέσα στη νύχτα την πέτρινη γέφυρα της Βόλγκρεν, που φωτιζόταν από ψηλόλιγνες δάδες– θυμόταν τα ακριβή λόγια της Βασίλισσας: «Δε γνωρίζω αν αυτοί διέπραξαν το έγκλημα ή όχι, αλλά θέλω να τους τρομάξεις αρκετά, ούτως ή άλλως, γιατί το ξέρω ότι είναι Λυκολάτρες· πολλοί μου το έχουν πει, και ίσως να έχουν δίκιο. Κι αν δεν είναι Λυκολάτρες όλοι τους, θα είναι Λυκολάτρες ορισμένοι τουλάχιστον. Με καταλαβαίνεις; Θέλω να τους κάνεις να αντιληφθούν ότι στο Βασίλειό μου δε θα επιτρέψω άλλα τέτοια… συμβάντα! Και θα κυνηγήσω τους αντίπαλους της ορθόδοξης θρησκείας, παντού! Ας αλλάξουν την οδό που ακολουθούν, το συντομότερο δυνατό! Με καταλαβαίνεις, Άλαντμιν;»
Μάλιστα, Μεγαλειοτάτη, νόμιζε ο Άλαντμιν πως είχε αποκριθεί, αν και δεν ήταν απόλυτα σίγουρος τι ακριβώς είχε πει. Τα λόγια της Καλβάρθα τα θυμόταν πολύ πιο καθαρά· για τα δικά του ήταν αβέβαιος. Η Βασίλισσα τον έκανε να αισθάνεται παράξενα, όσο βρισκόταν κοντά της. Και, εν μέρει, τούτο οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Άλαντμιν πίστευε πως η Καλβάρθα συνεχώς αντίφασκε· τη μια τα έλεγε έτσι, την άλλη αλλιώς. Πώς να απαντήσεις στην αρχόντισσα του τόπου σου, όταν δεν ξέρει τι της γίνεται;
Δεν της απαντάς, θα του έλεγε η Νίθρα, καθισμένη πίσω του επάνω στο άλογο, και έχοντας τα χέρια της τυλιγμένα γύρω απ’τη μέση του και το κεφάλι της ακουμπισμένο στον ώμο του· την αντικαθιστάς, αφού βλέπεις ότι δεν είναι σε θέση να διοικήσει.
Ο Άλαντμιν αναστέναξε μέσα στην κουκούλα της κάπας του. Είχε δίκιο η Νίθρα, αλλά έπρεπε να κινηθεί πιο λεπτά, όχι να πάει να κάνει εκείνο που έκανε. Ίσως, βέβαια, να έπρεπε κι εγώ να της είχα μιλήσει πιο ανοιχτά. Όμως κάτι τέτοιο δε θα είχε καμία ουσία. Τι θα γινόταν κι αν ήξερε το σχέδιό μας; Τίποτα. Απλά, θα ήταν ένα βάρος γι’αυτήν… και θα υπήρχε πάντοτε κι ο κίνδυνος ότι μπορούσε να το αποκαλύψει. Όχι, λοιπόν, καλά έπραξα τότε· εύχομαι μόνο να είχα πράξει καλά και αργότερα, να την είχα κρύψει καλύτερα από την οργή της Καλβάρθα…
Ο Άλαντμιν έστρεψε το βλέμμα του στον άντρα που ίππευε πλάι του. Τον Διοικητή Σάβμιν. Η Βασίλισσα επέμενε ο Αρχικατάσκοπος να τον πάρει στη συνοδεία του. «Οι μαχητές του θα σου προσφέρουν προστασία. Έχω ακούσει ότι παράξενα πράγματα συμβαίνουν στα δάση της Επαρχίας της Βόλγκρεν –το οποίο ενισχύει τις υποψίες μου, ότι εκεί κρύβονται οι Λυκολάτρες, ισχυροποιημένοι, ε; Τέλος πάντων. Ο Σάβμιν θα σε συνοδέψει· θα τον χρειαστείς. Και έχει κι ένα… εμ… στρατιωτικό παρουσιαστικό, που θα εκφοβίσει τους Λάνσεν, έτσι κι έχουν κακό στο νου τους.»
Στην πραγματικότητα, όμως, η Καλβάρθα είχε στείλει τον Σάβμιν μαζί του επειδή ήθελε να κατασκοπεύσει τον ίδιο της τον Αρχικατάσκοπο· ο Άλαντμιν ήταν βέβαιος. Η Βασίλισσά του δεν τον εμπιστευόταν απόλυτα, και ήθελε να σιγουρευτεί για την πίστη του. Ο Διοικητής του Δεύτερου Τάγματος της Βασιλικής Φρουράς θα παρακολουθούσε την επικοινωνία του Άλαντμιν με τους Λάνσεν και θα ανέφερε τις υποψίες του στην Καλβάρθα –αν του δημιουργούνταν υποψίες, φυσικά.
Ο Σάβμιν, αντιλαμβανόμενος ότι ο Άλαντμιν τον κοιτούσε, έστρεψε το κεφάλι του προς τον Αρχικατάσκοπο, στενεύοντας τα γκρίζα του μάτια. Γιατί μ’ατενίζει έτσι; αναρωτήθηκε ο διοικητής. Υποπτεύεται το λόγο για τον οποίο μ’έστειλε η Καλβάρθα μαζί του; Πήρε το βλέμμα του από το σκιασμένο απ’την κουκούλα πρόσωπο του Άλαντμιν και το έστρεψε ευθεία μπροστά, στην πέτρινη, φωτισμένη γέφυρα της Βόλγκρεν, την οποία η συνοδεία του πλησίαζε· θα είχαν μείνει πλέον λιγότερα από εκατό μέτρα. Ναι, φυσικά υποπτεύεται τον πραγματικό λόγο. Είναι, άλλωστε, Αρχικατάσκοπος του Βασιλείου· η δουλειά του απαιτεί να υποπτεύεται τέτοια πράγματα. Αλλά τι μπορούσε ν’αλλάξει έτσι; Τίποτα. Και ο Σάβμιν σκόπευε να έχει τα μάτια του, συνεχώς, καρφωμένα επάνω στον Άλαντμιν. Γιατί δεν ήταν μόνο η Βασίλισσα που τον υποψιαζόταν· είχε κι εκείνος τις υποψίες του, για πολλά πράγματα. Κατ’αρχήν, ίσως ο Αρχικατάσκοπος να είχε βρει τη Νίθρα, αλλά να την έκρυβε· και, κατά δεύτερον, τι συζητούσε με τον Πρίγκιπα Νάζρεν, στον διάδρομο του παλατιού; Ήταν γνωστό πως ο συγκεκριμένος θείος της Καλβάρθα δεν τη συμπαθούσε και τόσο. Όπως και οι περισσότεροί της συγγενείς, πλην του άρρωστου πατέρα της· αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα…
Καθώς η ομάδα του έφτανε στην πέτρινη γέφυρα και τα άλογα ανέβαιναν, ο Σάβμιν θυμόταν –γι’ακόμα μία φορά κατά τη διάρκεια του σύντομου ταξιδιού του– τη συνάντησή του με τη Βασίλισσα. Η Καλβάρθα τον είχε καλέσει, αργά το βράδυ, στα διαμερίσματά της, την ίδια κιόλας ημέρα που εκείνος είχε δει τον Άλαντμιν να συζητά με τον Νάζρεν. Φορούσε επάνω της λιγοστά ρούχα –ή, τουλάχιστον, ρούχα με τόσα ανοίγματα, που έμοιαζαν λιγοστά– και, αρχικά, ο Σάβμιν πίστεψε ότι τον είχε ζητήσει για ερωτικούς λόγους· όμως εκείνη μίλησε με τρόπο που έδειχνε ότι οι διαθέσεις της ήταν άλλες.
«Πρόσταξα τον Άλαντμιν να πάει στους Λάνσεν, στη Βόλγκρεν, για να τους προειδοποιήσει και να διεξάγει έλεγχο των περιοχών για Λυκολάτρες. Και θέλω εσύ, Σάβμιν, να τον συνοδέψεις. Φεύγει αύριο, με την αυγή.»
Τα νέα τον έπιασαν απροετοίμαστο, και ρώτησε το λόγο που επιθυμούσε η Βασίλισσά του να τον στείλει με τον Αρχικατάσκοπο.
«Δεν τον εμπιστεύομαι, Σάβμιν,» αποκρίθηκε η Καλβάρθα. «Έχω υποψίες ότι ίσως επίτηδες να μη με υπηρετεί καλά. Θέλω, λοιπόν, να παρακολουθήσεις όλες του τις συζητήσεις με τους Λάνσεν, καθώς επίσης και την έρευνά του, και να μου αναφέρεις ό,τι παράξενο παρατηρήσεις –οτιδήποτε θα μπορούσε να σημαίνει πως έχει στραφεί εναντίον μου και του Βασιλείου.» Βαριαναστέναξε. «Μοχθηρές δυνάμεις συνωμοτούν μέσα στο Νούφρεκ, Σάβμιν, γιαυτό τα πάντα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Και η αρχή όλων είναι ο Έπαρχος Τάκμιν, και η Ανφρακιανή Πριγκίπισσα, φυσικά, στην οποία έχει Ορκιστεί! Και, μάλιστα, δεν αποκλείεται να έχουν κάποια συμμαχία με τους Λάνσεν· δεν είναι τυχαίο που πολλοί λένε ότι ο Οίκος τους περιέχει Λυκολάτρες, ε;» Μια έκφραση απόγνωσης πέρασε από το πρόσωπό της. «Κι εγώ πρέπει να τ’αντιμετωπίσω τούτα μόνη μου, Σάβμιν· οι δικοί μου συγγενείς έχουν όλοι τους λακίσει! Μ’έχουν αφήσει στους λύκους!» Τα μάτια της δάκρυσαν, και η Βασίλισσα του Νούφρεκ έπεσε πάνω του, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. «Ωωω Σάβμιν… Μόνο εσύ είσαι πραγματικά πιστός σε μένα…!» Μετά, του ζήτησε να κάνουν μερικά από τα συνηθισμένα πράγματα…
Κάποιες φορές, αναρωτιέμαι αν–
«Ποιοι έρχονται;» Η δυνατή φωνή τον έβγαλε από τους συλλογισμούς του και τον έκανε να κοιτάξει ψηλά, στις επάλξεις των τειχών, πάνω απ’την πύλη. Εκείνος και η συνοδεία του είχαν διασχίσει τη γέφυρα, χωρίς να το έχει καν προσέξει.
«Απεσταλμένοι της Βασίλισσας!» απάντησε ο Άλαντμιν στον φρουρό. «Πες στο διοικητή σου να έρθει να του το αποδείξουμε, αν θέλει.»
«Περιμένετε λίγο, κύριε.»
Ο Άλαντμιν ξεφύσησε. Απεχθανόταν τις οπλισμένες συνοδείες, με τους στρατιωτικούς, τα πολλά άλογα, τις αρματωσιές και τα όπλα· προτιμούσε να ταξιδεύει ανώνυμα, μαζί με μερικούς έμπιστους ανθρώπους. Έτσι έκανε κανείς τις σημαντικές του δουλειές. Αλλά, αφού η Βασίλισσα ήθελε να στείλει «σιδεροντυμένους κατασκόπους» να κατασκοπεύσουν τον κατάσκοπο, μπορούσε εκείνος να αντειπεί;…
Ο διοικητής της φρουράς της πύλης δεν άργησε να πλησιάσει, μαζί με πέντε μαχητές του. Ήταν ένας σωματώδης άντρας μετρίου αναστήματος, με μακριά, καστανά μαλλιά και πλούσια γένια. Το βλέμμα του είχε κάτι το σπινθηροβόλο και ατίθασο.
«Καλησπέρα, κύριοι,» είπε, καθώς ο Άλαντμιν και ο Σάβμιν αφίππευαν μπροστά από τους ιππείς της συνοδείας τους. «Είστε απεσταλμένοι της Βασίλισσας;»
«Ναι. Είμαι ο Αρχικατάσκοπος Άλαντμιν. Κι απο δώ στέκεται ο Διοικητής του Δεύτερου Τάγματος της Βασιλικής Φρουράς, Σάβμιν. Κι αυτή είναι η εξουσιοδότηση της Βασίλισσας, ότι ενεργούμε ως απεσταλμένοι της.» Τράβηξε ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί από τη ζώνη του και το έδωσε στον διοικητή.
Εκείνος το άνοιξε και το κοίταξε. «Μάλιστα, μάλιστα… Μπορείτε να περάσετε, ασφαλώς.» Τύλιξε πάλι το χαρτί και το έδωσε στον Άλαντμιν. «Καλωσορίσατε στη Βόλγκρεν, Άρχοντές μου.»
Ο Αρχικατάσκοπος πέρασε το χαρτί στη ζώνη του. «Ευχαριστούμε, κύριε διοικητά.» Καβαλίκεψε το άλογό του, καθώς το ίδιο έκανε και ο Σάβμιν.
Οι στρατιώτες παραμέρισαν από εμπρός τους. Ο διοικητής της Βασιλικής Φρουράς έκανε νόημα στη συνοδεία να ξεκινήσει, και πέρασαν κάτω από τη μεγάλη, πέτρινη πύλη, δεκαέξι ιππείς στο σύνολό τους.
Ο ήλιος είχε δύσει, προσφέροντας το βασίλειό του στη νύχτα, αλλά οι δρόμοι της Βόλγκρεν –οι κεντρικοί, τουλάχιστον– δεν ήταν και τόσο σιωπηλοί. Καθώς ο Σάβμιν και ο Άλαντμιν διέσχιζαν την πόλη, κατευθυνόμενοι στη βόρεια μεριά, όπου βρισκόταν το παλάτι, έβλεπαν παρέες να βαδίζουν, πίνοντας και γελώντας· μοναχικούς διαβάτες, φαινομενικά (και ουσιαστικά, ίσως) προβληματισμένους· κυράδες συναγμένες σε μικρές πλατείες, πλέκοντας και μιλώντας· παιδιά να παίζουν κρυφτό ή πετροπόλεμο· εμπόρους να φωνάζουν ότι λίγος χρόνος απέμενε, για τους τυχερούς που θα προλάβαιναν ν’αγοράσουν, προτού μάζευαν την πραμάτεια τους. Η Βόλγκρεν ανέκαθεν ήταν μια ζωντανή πόλη τα βράδια· όχι φασαριόζικη, απλά ζωντανή, αλλά και μυστηριώδης συγχρόνως. Πολλοί εικάζανε ότι η όλη αύρα μυστηρίου προερχόταν από τα δάση που την περιέκλειαν, άλλοι ισχυρίζονταν πως έτσι ήταν οι άνθρωποί της, και άλλοι έλεγαν ότι οι άνθρωποί της είχαν γίνει έτσι από τη μυστηριακή ατμόσφαιρα των δασών. Όλα τούτα είχαν δώσει μπόλικα ονόματα στη Βόλγκρεν, όπως Πόλη της Νύχτας, Σκιούπολη, Δασούπολη, Πόλη του Μυστηρίου, ακόμα και Πόλη των Πνευμάτων, ή και (ψιθυριστά) Πόλη των Λύκων· αλλά εκείνο το όνομα που είχε επικρατήσει ήταν ένα: Πόλη των Μύθων. Γιατί ήταν γνωστό, από το Βορρά ως το Νότο του Νούφρεκ, κι από την Ανατολή ως τη Δύση, ότι οι Βολγκρένιοι είχαν ανάμεσά τους τους καλύτερους παραμυθάδες και τροβαδούρους. Επρόκειτο για έναν λαό που λάτρευε τα παραμύθια και τις φανταστικές διηγήσεις. Επίσης, οι Βολγκρένιοι ήταν οι καλύτεροι ψεύτες στο Βασίλειο.
Ο Άλαντμιν τα ήξερε όλ’αυτά πολύ καλά, αφού είχε έναν κοινό φίλο και σύμμαχο με τον Οίκο των Λάνσεν· έτσι, δεν αισθανόταν ότι πήγαινε απροετοίμαστος σ’ένα περίεργο μέρος, αλλά ότι αναγκαζόταν να πάει σ’ένα οικείο μέρος, λόγω της απαίτησης της μονάρχισσάς του.
Ο Σάβμιν, εν αντιθέσει, δεν είχε ποτέ πολλά πάρε-δώσε με τους Λάνσεν, ούτε σύχναζε στη Βόλγκρεν· επομένως, για εκείνον το μέρος ήταν και περίεργο και αφιλόξενο έδαφος. Έτσι, έκρινε πως θα έπρεπε να είναι παραπάνω από επιφυλακτικός με τους άρχοντες ετούτου του τόπου, ενώ, συγχρόνως, θα παρακολουθούσε τις κινήσεις και τις εκφράσεις του Άλαντμιν. Όμως, σκεφτόταν, μην ξέροντας τις διασυνδέσεις του Αρχικατασκόπου, και για εκείνον το ίδιο άγνωστο θα είναι το περιβάλλον. Άρα, δε θα είμαι μονάχα εγώ σε μειονεκτική θέση. Αυτό ήλπιζε, τουλάχιστον, γιατί τα κόλπα του Άλαντμιν ήταν, ανέκαθεν, πολλά και ύπουλα…
Το παλάτι των αρχόντων της Βόλγκρεν ξεχώριζε εύκολα ανάμεσα από τα υπόλοιπα χτίρια της πόλης: τα οποία, για την ακρίβεια, έμοιαζαν να κάνουν χώρο για το μεγαλειώδες οικοδόμημα: να παραμερίζουν, για να φανεί η ομορφιά του. Ανάκτορο του Αρχέγονου Σεληνόφωτος, το αποκαλούσαν, όπως είχε ακούσει ο Σάβμιν και όπως γνώριζε πολύ καλά ο Άλαντμιν· και, καθώς οι απεσταλμένοι της Βασίλισσας το ζύγωναν, ο λόγος που του είχε δοθεί αυτή η ονομασία ήταν εμφανής: Το χτισμένο από γκρίζες πέτρες παλάτι είχε μια αρχαία όψη, η οποία τονιζόταν ακόμα περισσότερο καθώς οι ακτίνες του φεγγαρόφωτου το έλουζαν.
Το βλέμμα του Σάβμιν προσέλκυσε ένας ιδιαίτερα ψηλός πύργος, που υψωνόταν πάνω από κάθε άλλον του ανακτόρου.
«Ο Πύργος του Αετού,» του είπε ο Άλαντμιν. «Χρησιμοποιείται ως παρατηρητήριο ορισμένες φορές. Αν και τελευταία έχει λιγάκι εγκαταλειφθεί, καθότι δεν υπάρχει τακτικός σκοπός εκεί.»
Ο Σάβμιν τον ατένισε με περιέργεια. «Πώς το ξέρεις;»
«Πιστεύεις ότι ο Αρχικατάσκοπος του Βασιλείου δεν πρέπει να είναι επαρκώς πληροφορημένος περί τέτοιων θεμάτων;» αντιγύρισε ο Άλαντμιν, υπομειδιώντας. Κι άστον να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα! σκέφτηκε, γελώντας από μέσα του. Θα το μετανιώσει η Καλβάρθα που σε έστειλε μαζί μου, διοικητή Σάβμιν. Δε θα ξέρεις τι σου γίνεται, όταν επιστρέψουμε στην Έρλεν!
Ο Σάβμιν δεν αποκρίθηκε στον Άλαντμιν, παρά έμεινε σιωπηλός, καθώς πλησίαζαν την πύλη του Ανακτόρου του Αρχέγονου Σεληνόφωτος.
«Καλησπέρα,» χαιρέτησε ο Άλαντμιν τις δύο αρματωμένες φρουρούς. «Ερχόμαστε από τη Βασίλισσα Καλβάρθα.» Αφίππευσε και έδωσε στη μία το τυλιγμένο χαρτί.
*
Η Αρχόντισσα Έπαρχος Ομάλθα τούς υποδέχτηκε στη μεγάλη αίθουσα της οικίας της, μαζί με τον σύζυγό της, Κένκορ –μια συνωνυμία με τον αδελφό της Νίθρα, πράγμα που έφερε πάλι την Ομιλήτρια στο μυαλό του Άλαντμιν, ο οποίος προσπάθησε να διώξει τη θύμησή της και να συμβιβαστεί, επιτέλους, με την ιδέα ότι ήταν νεκρή και –ποτέ– δε θα την ξανάβλεπε.
«Καλώς ήρθατε στο Ανάκτορο του Αρχέγονου Σεληνόφωτος, κύριοι,» είπε η Αρχόντισσα Ομάλθα: μια ψηλή, μεγάλη σε ηλικία γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, δεμένα κότσο, ντυμένη με μαύρο, μεταξωτό φόρεμα και ένα μικρό γούνινο σάλι ριγμένο στους ώμους της. «Ποιος είναι ο λόγος που η Βασίλισσα σάς στέλνει στα μέρη μου;»
«Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν, καθώς υπηρέτες έφερναν ποτά και ελαφριά φαγητά στο τραπέζι όπου καθόταν ο Αρχικατάσκοπος μαζί με τους υπόλοιπους, «ακούσατε για το έγκλημα στα σύνορα μεταξύ των Επαρχιών της Έρλεν και της Βόλγκρεν;»
Τα λεπτά φρύδια της Ομάλθα σχημάτισαν ένα ανάποδο τρίγωνο πάνω απ’τα μάτια της. «Ποιο έγκλημα;»
«Ένας άντρας βρέθηκε σταυρωμένος επάνω σ’ένα δέντρο, γεμάτος με πληγές και τυλιγμένος σε λυκοτόμαρο, ενώ στην κορυφή του δέντρου ήταν καρφωμένο το κομμένο κεφάλι ενός λύκου.»
«Το θέαμα δεν πρέπει να ήταν καθόλου ευχάριστο…»
«Η Βασίλισσά μας υποψιάζεται ότι οι Λυκολάτρες ευθύνονται γι’αυτό, και δήλωσε πως σκοπεύει να αποτρέψει κάθε τέτοια μελλοντική ενέργεια, να βρει τους υπαίτιους του παρόντος εγκλήματος, ει δυνατόν, και να κυνηγήσει επίμονα κάθε ακόλουθο του Λύκου σε τούτες τις περιοχές.»
«Δηλαδή, μας κατηγορεί; Γιαυτό σας έστειλε εδώ;» Δεν ήταν η Ομάλθα που μίλησε, αλλά ο Άρχοντας Κένκορ, ο οποίος ήταν ελαφρώς νεότερος απ’αυτήν και τα μαλλιά του διατηρούσαν ένα δυνατό καστανό χρώμα, παρότι είχαν κάπως αραιώσει στην κορυφή του κεφαλιού. «Πιστεύει ότι εμείς θα μπορούσαμε να έχουμε κάποια ανάμιξη στο αποτρόπαιο έγκλημα;» Υπήρχε εμφανής, αν και ελεγχόμενος, θυμός στη φωνή του.
«Δε θα σας κρύψω, Άρχοντά μου, πως ακούστηκαν αρνητικά σχόλια περί του Οίκου σας. Ωστόσο, η Βασίλισσα δεν παίρνει γρήγορες κι ασυλλόγιστες αποφάσεις, ούτε βασίζεται σε φήμες για να ενεργήσει. Παραταύτα, θέλει να σας ζητήσει να αυξήσετε τα μέτρα προστασίας στις περιοχές σας: να βεβαιωθείτε ότι κάτι τέτοιο δε θα ξανασυμβεί.»
«Ελπίζω η Βασίλισσα να λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι ετούτα είναι τα πιο κατάφυτα εδάφη στο Νούφρεκ και, επομένως, δύσκολα ελέγχονται απόλυτα, αν και, ασφαλώς, κάνουμε ό,τι μπορούμε,» είπε η Έπαρχος Ομάλθα.
«Ουδείς το αμφισβητεί αυτό, Αρχόντισσά μου· όμως η Βασίλισσα σάς ζητά να μεγιστοποιήσετε τις προσπάθειές σας… ξετρυπώνοντας, ει δυνατόν, και ορισμένες λυκοφωλιές.»
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε η Ομάλθα, ακουμπώντας την πλάτη της στο κάθισμά της. «Θα φροντίσουμε να μην απογοητεύσουμε τη Βασίλισσα.»
Ο Άλαντμιν συνέχισε: «Επίσης, η Μεγαλειότητά της επιθυμεί να κάνω εγώ, προσωπικά, έναν επισταμένο έλεγχο στο παλάτι σας και στα τριγυρινά εδάφη της Επαρχίας.»
«Για ποιο λόγο;»
«Για λόγους ασφαλείας.»
«Θέλετε να πείτε, Αρχικατάσκοπε Άλαντμιν, πως υποπτεύεται ότι υποθάλπουμε Λυκολάτρες;» είπε ο Κένκορ, και τα μάτια του γυάλισαν. «Αυτό αποτελεί προσβολή για τον Οίκο μας.»
«Το αντιλαμβάνομαι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Άλαντμιν· «ωστόσο, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως ο έλεγχος δεν γίνεται με σκοπό να θίξει εσάς και την οικογένειά σας. Όπως είπα και πριν, γίνεται για λόγους ασφαλείας. Αν δεν έχετε τίποτα να κρύψετε, δεν έχετε και τίποτα να φοβηθείτε.»
«Οι φήμες και οι υπόνοιες, Αρχικατάσκοπε,» είπε η Ομάλθα, «είναι, πολλές φορές, χειρότερες από τις καθαρές αποδείξεις. Ακόμα κι αν δε βρεις εκείνο που ψάχνεις, φαντάζεσαι τα πράγματα μεγαλύτερα απ’ό,τι είναι. ‘Πόσο καλά θα διαφυλάττουν τα μυστικά τους, για να μην έχω καταφέρει ν’αποκαλύψω ούτε ένα από αυτά,’ έτσι, Αρχικατάσκοπε;»
Έχει απόλυτο δίκιο, σκέφτηκε ο Άλαντμιν: η δυσφήμηση και οι υπόνοιες έχουν καταστρέψει πολλών ειδών εξουσίες. Αλλά είπε, χαμογελώντας καλόβουλα και πίνοντας μια γουλιά από το νερωμένο κρασί του: «Υπερβάλλετε, Αρχόντισσά μου. Σας ξανατονίζω ότι η Βασίλισσά μας δεν πράττει βιαστικά κι ασυλλόγιστα. Και σκοπεύει να πατάξει τους Λυκολάτρες όσο κανένας άλλος μονάρχης πριν απ’αυτήν, όπου κι αν βρίσκονται και όποιοι κι αν είναι.» Η Καλβάρθα είπε να τους φοβερίσω, άρα έτσι οφείλω να κάνω. Εξάλλου, δεν έπρεπε να ξεχνά ότι δίπλα του καθόταν ο σπιούνος της, με τ’αφτιά του τεντωμένα.
«Ευχόμαστε κάθε επιτυχία στα σχέδια της Βασίλισσας,» αποκρίθηκε η Έπαρχος Ομάλθα. «Και θα τη βοηθήσουμε να τα εκπληρώσει, όσο περνά απ’το χέρι μας.»
Αν ήθελα πραγματικά να σας ελέγξω, Αρχόντισσά μου, ξέρω πολύ καλά τι θα έπρεπε να κάνω, σκέφτηκε ο Άλαντμιν. Ξέρω πολύ καλά ποια θα έπρεπε να αποκαλύψω. Και όλα θα γίνονταν κομμάτια. Ο Οίκος, η εξουσία σας: τα πάντα. «Αυτό επιθυμούσα ν’ακούσω κι εγώ, Έπαρχε,» είπε. «Το ίδιο και η Βασίλισσα Καλβάρθα.» Αλλά δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να σας προκαλέσω δυστυχία, αφού ορισμένα άτομα μπορεί να αποδειχτούν, τελικά, σωτηρία για το Βασίλειο…
*
«Εδώ είναι τα δωμάτιά σας, Άρχοντές μου,» είπε η υπηρέτρια, σταματώντας μέσα στον διάδρομο. «Αυτό είναι το δικό σας,» πληροφόρησε τον Άλαντμιν, ανοίγοντας μια πόρτα, «κι αυτό το δικό σας,» πληροφόρησε τον Σάβμιν, ανοίγοντας μια άλλη πόρτα, αντίκρυ της πρώτης. «Υπάρχουν ρούχα στις ντουλάπες και το νερό στο λουτρό είναι ζεστό. Τα τζάκια, επίσης, είναι αναμμένα, όπως βλέπετε. Θα θέλατε κάτι άλλο;»
Ο Σάβμιν κούνησε το κεφάλι. «Εγώ όχι.»
«Ούτε εγώ,» είπε ο Άλαντμιν.
«Καλή σας νύχτα, τότε, Άρχοντές μου,» αποκρίθηκε η υπηρέτρια, κάνοντας μια χαριτωμένη υπόκλιση και φεύγοντας.
«Τι ώρα θ’αρχίσουμε την έρευνα;» ρώτησε ο Σάβμιν τον Άλαντμιν.
«Με την αυγή,» απάντησε εκείνος, και στράφηκε στο δωμάτιό του.
Ο διοικητής τον έπιασε απ’τον ώμο. «Τι πιστεύεις για την όλη κατάσταση;»
Ο Άλαντμιν τον λοξοκοίταξε. Προσπαθείς να με ψαρέψεις, Σάβμιν; Αν ναι, αποτυχαίνεις οικτρά. «Τίποτα, για την ώρα. Δε νομίζεις ότι είναι πολύ νωρίς;»
«Ναι, σωστά. Αλλά η στάση τους ήταν λιγάκι απότομη, έτσι;»
Δείξε ουδετερότητα. «Αναμενόμενο, μ’όσα τους είπαμε. Αργότερα, θα μπορούμε να κρίνουμε αντικειμενικά. Κοιμήσου τώρα, Σάβμιν· σε βλέπω ταραγμένο,» είπε ο Άλαντμιν, και μπήκε στο δωμάτιό του, κλείνοντας πίσω του.
Ο χώρος ήταν ζεστός και στρωμένος με χαλί· το κρεβάτι ήταν μεγάλο και διέθετε κουρτίνες. Ο Αρχικατάσκοπος βάδισε ως το παράθυρο και κοίταξε έξω. Από κάτω φαινόταν ένας κήπος, ενώ αντίκρυ δύο πύργοι, ο ένας εκ των οποίων ήταν ο Πύργος του Αετού. Επίσης, αν έστρεφε κανείς το βλέμμα του προς τ’αριστερά, θα παρατηρούσε ότι το κεντρικό οικοδόμημα του παλατιού (εντός του οποίου βρισκόταν και το δωμάτιο του Άλαντμιν) έπαιρνε μια ελαφριά κλίση, σαν να ήθελε να σχηματίσει καμπύλη: πράγμα που ήταν, αναμφίβολα, μέρος του αρχαίου του σχεδίου και όχι σημάδι ότι οι πέτρες ετοιμάζονταν να καταρρεύσουν.
Ο Άλαντμιν απομακρύνθηκε απ’το παράθυρο και έλυσε την κάπα του από τους ώμους, για να την κρεμάσει στην κρεμάστρα. Ξεκούμπωσε τα αργυρά κουμπιά της μαύρης του τουνίκας και την κρέμασε κι αυτήν από άλλο χέρι της κρεμάστρας.
Αύριο σκόπευε, μαζί με την ανούσια έρευνα, να διεξάγει και μία ουσιαστική· μια έρευνα που ίσως να του αποκάλυπτε τι ακριβώς είχε συμβεί στον κατάσκοπο που ο Νουτκάλι –γιατί σχεδόν σίγουρα αυτός ήταν ο υπαίτιος– είχε σταυρώσει στο δέντρο, προκειμένου να ενοχοποιήσει τους Λυκολάτρες.
Ο Άλαντμιν έλυσε τη ζώνη του και την κρέμασε κι αυτήν.
Γιατί, όμως, να θέλει να τους ενοχοποιήσει; Είναι Ράζλερ, μα τον Λύκο! Τι μπορεί να έχει εναντίον τους; Δεν είναι Ρουζβάνος, σαν κι εμένα, να πει κανείς πως κάποιο κακό τού είχαν κάνει κάποτε.
Κάθισε στο κρεβάτι, για να λύσει τις μπότες του.
Αν, λοιπόν, το θέμα δεν ήταν προσωπικό –που αποκλείεται να είναι!–, τότε πρέπει να υπήρχε κάποια σκοπιμότητα στις ενέργειες του Νουτκάλι. Αλλά το πρόβλημα ήταν ότι ο Άλαντμιν δεν μπορούσε να δει κανένα ευρύτερο σχέδιο να διαφαίνεται.
Έχοντας βγάλει τις μπότες του, έβγαλε και τις κάλτσες. Λες, τελικά, να μην τον σκότωσε ο Ράζλερ; Αλλά, αν δεν το έκανε αυτός, τότε ποιος; Οι Λυκολάτρες δεν υπήρχε περίπτωση να το είχαν κάνει· δεν ενεργούσαν έτσι. Ο Άλαντμιν το ήξερε πολύ καλά. Κι επιπλέον, δεν είχε σκοτωθεί ένας τυχαίος κατάσκοπος· είχε σκοτωθεί εκείνος που παρακολουθούσε τον Νουτκάλι. Ο μόνος που κατάφερε να τον παρακολουθήσει· οι άλλοι που έστελνα απλά τον έχαναν. Χμμμ… Ο Άλαντμιν ακούμπησε το σαγόνι στη δεξιά γροθιά του και τον δεξή του αγκώνα στο γόνατό του. Θα μπορούσε να το έκανε επίτηδες; Να τον άφησε να τον παρακολουθήσει, ώστε να τον σκοτώσει και… Και τι να καταφέρει μ’αυτό; Να κατηγορήσει τους Λυκολάτρες; Αλλά γιατί; Για να δώσει περισσότερο βάρος στις προφητείες του; Οι προφητείες του Νουτκάλι περιείχαν υπόνοιες ότι εκείνοι ήταν που βρίσκονταν πίσω από τα δεινά του Βασιλείου, ότι εκείνοι ήθελαν το θρόνο… Και για το δεύτερο δεν έχει πέσει πολύ έξω. Όμως το πρώτο είναι πέρα για πέρα λάθος. Κάποιο σχέδιο έχει ο καταραμένος, μα δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεται!
Και δεν είμαι και σίγουρος αν αυτός, τελικά, σκότωσε τον κατάσκοπο. Ναι μεν τα πάντα έδειχναν προς τον Νουτκάλι, αλλά τούτο μπορούσε από μόνο του να είναι μια ενάντια ένδειξη…
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, με σκοπό να κάνει ένα μπάνιο, το οποίο ίσως να του καθάριζε και το νου, εκτός από τη σκόνη του δρόμου.
Απρόσμενα, ένας χτύπος ακούστηκε από το τζάμι, πίσω του. Ο Άλαντμιν περιστράφηκε, τραβώντας ένα στιλέτο από τις μπότες του. Κοίταξε το παράθυρο και είδε ένα πόδι να κρέμεται από πάνω και να το χτυπά. Το πόδι δε φορούσε μπότα ή παπούτσι, παρά μόνο μια λευκή κάλτσα, και έμοιαζε γυναικείο.
Δεν το πιστεύω… Είχε, όμως, μια πολύ έντονη υποψία γι’αυτό!
Πήγε στο παράθυρο και άνοιξε.
Η Αρχόντισσα Πάρνα πήδησε μέσα στο δωμάτιο, ντυμένη μ’ένα μακρύ, μπλε φόρεμα και με τα καστανά της μαλλιά ανακατεμένα. «Γιατί άργησες τόσο; Ξεπάγιασα!»
«Συγνώμη,» είπε ο Άλαντμιν στη μικρότερη κόρη της Επάρχου Ομάλθα· «δε σε περίμενα από αυτό το συγκεκριμένο άνοιγμα του δωματίου.»
«Άκουσα ότι ήρθες να μας επισκεφτείς,» αποκρίθηκε η Πάρνα, πηγαίνοντας να σταθεί μπροστά στο αναμμένο τζάκι, «και δε μπόρεσα ν’αντισταθώ.»
«Αλλά δεν ήθελες να σε δουν να έρχεσαι…»
Η Πάρνα ένευσε.
«Δεν είναι λιγάκι ριψοκίνδυνο να σκαρφαλώνεις επάνω στους τοίχους, χειμωνιάτικα;»
«Όχι. Το ξέρεις πως γνωρίζω το παλάτι απέξω κι ανακατωτά. Υπάρχουν πολλά πιασίματα στους τοίχους, έτσι παλιό καθώς είναι· δεν πέφτεις εύκολα, εκτός κι άμα πανικοβληθείς ή άμα είσαι τελείως αδέξιος. Η Τάλρυ, για παράδειγμα, σίγουρα θα έπεφτε, αν έβρισκε ποτέ το θάρρος να σκαρφαλώσει.»
«Τόσο αδέξια είναι;»
«Όχι, αλλά πανικοβάλλεται.»
«Αχά…»
«Τι γίνεται; Κανένα νέο από τον Δόλβεριν;»
«Τίποτα ακόμα,» απάντησε ο Άλαντμιν. «Τον περιμένω να επιστρέψει.»
Είδε ανησυχία στο πρόσωπό της. «Πιστεύεις ότι κάτι κακό μπορεί να του έχει συμβεί;»
«Θα πήγαινε ως τους βάλτους Βενέβριαμ, Πάρνα· το ταξίδι δεν είναι μικρό, και ήταν αναμενόμενο πως θ’αργήσει.»
Η Πάρνα κοίταξε το χαλί. «Το σχέδιο του ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Αισθάνομαι άσχημα που πήγε εκεί… κι εγώ έμεινα πίσω.» Ύψωσε το βλέμμα. «Μου πρότεινε να τον ακολουθήσω, σ’το είπε;»
Ο Άλαντμιν κούνησε το κεφάλι.
«Αλλά του αποκρίθηκα αρνητικά, γιατί–»
«Καταλαβαίνω γιατί. Δε μπορούσες να φύγεις απο δώ ξαφνικά.»
«Ναι.» Η Πάρνα σταύρωσε τα χέρια μπροστά της κι αναστέναξε. «Τον ζηλεύω, κάποιες φορές. Για την οικογένειά του. Κανείς δεν τον ελέγχει –σ’αντίθεση μ’εμένα.»
«Πίστεψέ με, δε θα ήθελες να έχεις την οικογένεια του Δόλβεριν για συγγενείς, Πάρνα,» είπε ο Άλαντμιν, και κάθισε σε μια καρέκλα, σταυρώνοντας τα πόδια του στο γόνατο και στριφογυρίζοντας το στιλέτο του στο δεξί του χέρι. «Είναι όλοι τους παράξενοι.»
«Ναι, ίσως νάχεις δίκιο. Αλλά θα ήθελα να πάω μαζί του. Τώρα, όσο σκέφτομαι ότι βρίσκεται εκεί κάτω… και μπορεί να μην ξαναγυρίσει…» Έγλειψε τα χείλη της. «Ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει τα Κτήνη με τα όπλα που μας πρόσφερε ο Κύριός μας, ή να πεθάνει προσπαθώντας.»
«Ο Δόλβεριν δεν είναι ηλίθιος, για να κατευθυνθεί σε βέβαιο θάνατο. Πήγε νότια γνωρίζοντας πως μπορεί να αντιμετωπίσει τα τέρατα. Κι επιπλέον, δεν πήγε μονάχα για να τα σκοτώσει· πήγε και για να μάθει τη σχέση τους με τον Νουτκάλι –αν υπάρχει, όντως, σχέση αναμεταξύ τους.»
«Ναι, είναι κι αυτός ο προφήτης. Αλλά τι μπορεί να κάνει, Άλαντμιν; Δεν είναι ουσιαστική απειλή. Πιο μεγάλη απειλή είναι η Καλβάρθα, κατ’εμέ.»
«Ίσως…»
«Φαίνεσαι σκεπτικός.»
«Δεν άκουσες γιατί ήρθα;»
«Σε έστειλε η Βασίλισσα.»
«Και δεν ξέρεις τι έχει συμβεί στα σύνορα της Επαρχίας Έρλεν;»
«Όχι.»
Ο Άλαντμιν τής μίλησε, εν συντομία, για τον σταυρωμένο άντρα στο δέντρο, μην παραλείποντας να αναφέρει το γεγονός ότι ήταν κατάσκοπός του, ούτε ότι παρακολουθούσε τον Νουτκάλι.
«Γιατί το έκανε αυτό ο προφήτης; Ξέρει ότι μηχανορραφούμε εναντίον της Βασίλισσας;» ρώτησε η Πάρνα.
«Δεν υπάρχει τρόπος να το ξέρει. Αλλά, ακόμα κι αν υποτεθεί ότι το ξέρει, γιατί να κάνει όλες τούτες τις ανοησίες, αντί να πάει στην Καλβάρθα και να της μιλήσει ανοιχτά; Έτσι όπως τον έχει για θεό, θα τον πιστέψει, ό,τι κι αν της πει!»
«Χμμ, ναι, όντως…»
«Κάποιο άλλο σχέδιο έχει. Αλλά εξακολουθεί να θέλει να στρέψει τις υποψίες εναντίον των ακόλουθων του Λύκου.»
«Σκέφτηκες ότι μπορεί να μην το έκανε αυτός, αλλά κάποιοι ακραίοι Λυκολάτρες;»
«Πάρνα, δεν υπάρχουν τόσο ακραίοι Λυκολάτρες.»
«Εσύ θα μου πεις εμένα πόσο ακραίοι Λυκολάτρες υπάρχουν;» Η Πάρνα γέλασε. «Δεν ξέρεις τα δάση της Επαρχίας μου όπως εγώ, Άλαντμιν.»
«Εντάξει· έχεις, λοιπόν, κάποια υποψία;»
«Όχι. Όμως υπάρχουν τόσο ακραίοι Λυκολάτρες. Το θέμα είναι ποιοι απ’αυτούς θα τολμούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο.»
«Και γιατί στον δικό μου κατάσκοπο;»
«Σωστό κι ετούτο… Μπορεί να ήταν τυχαίο.»
«Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις,» δήλωσε ο Άλαντμιν. «Κι εκείνο που μου λέει η λογική είναι ότι κάποιος θέλει να ενοχοποιήσει τους Λυκολάτρες.»
Η Πάρνα στένεψε τα μάτια, σκεπτικά. «Θα μπορούσε νάναι άλλος από τον Νουτκάλι;»
«Πιθανώς, αν και δεν έχω κανέναν κατά νου.»
«Χμμμ, μάλιστα…» Η Πάρνα κάθισε στο χαλί, ακουμπώντας την πλάτη της στην άκρια του τζακιού. «Α, έμαθα ότι ήρθε κι ο Διοικητής Σάβμιν μαζί σου. Τι έγινε μ’αυτόν, τελικά; Τι έγινε με τη Νίθρα; Άκουσα πως ο Σάβμιν επέστρεψε στην Έρλεν χωρίς εκείνη, γιατί, λέει, του ξέφυγε σε μια καταιγίδα· βούτηξε στη θάλασσα.»
«Αληθεύει.»
«Καλά, τρελάθηκε;»
«Σύμφωνα με τον Σάβμιν, ναι. Αλλά ο Σάβμιν δε λαμβάνει υπόψη του την ψυχολογία κάποιου που ξέρει ότι τον οδηγούν στη λαιμητόμο.»
«Τη βρήκες, μετά; Σώθηκε;»
Ο Άλαντμιν κούνησε το κεφάλι, θλιμμένα.
Η Πάρνα δάγκωσε το κάτω της χείλος. «Νόμιζα ότι εσύ τους είχες κάνει να νομίζουν ότι…»
«Δυστυχώς, όχι.»
«Λυπάμαι, Άλαντμιν.»
Ο Αρχικατάσκοπος αισθάνθηκε κάτι να σφίγγει το λαιμό του. Ξεροκατάπιε. «Τι στο Λύκο την έπιασε να το κάνει αυτό στην Καλβάρθα; Την είχε περάσει για εύκολο θύμα, μα λάθεψε. Δεν έπρεπε ποτέ να το είχε επιχειρήσει!»
«Πώς ενέργησε μετά η Βασίλισσα; Εννοώ σχετικά με την υπόθεση του Έπαρχου Τάκμιν. Έστειλε κάποιον άλλο Ομιλητή της;»
«Όχι,» απάντησε ο Άλαντμιν. «Κι αυτό είναι που μ’εκνευρίζει περισσότερο! Όταν η αναστάτωση με τη Νίθρα πέρασε, είχε αλλάξει γνώμη. Δεν ξαναπρότεινε κάτι τέτοιο, όμως εξακολουθεί να τους υποπτεύεται, τον Τάκμιν και τη σύζυγό του. Μ’έχει βάλει να στείλω κατασκόπους μου στην Επαρχία της Σάλγκρινεβ.»
«Κι έχεις στείλει;»
Ο Άλαντμιν ένευσε.
«Έμαθες τίποτα; Συμβαίνει κάτι περίεργο εκεί;»
«Κοίτα, Ανφρακιανοί στρατιώτες συγκεντρώνονται· αλλά δεν είναι περισσότεροι απ’όσους δηλώνει επισήμως ο Τάκμιν.»
«Είναι, όμως, οι προθέσεις του αγαθές, ή δεν είναι;»
«Θα μπορούσαν και να είναι.»
«Υπάρχουν ληστές στα εδάφη του;»
«Έτσι λέει ο κόσμος.»
«Μια και αναφέρεσαι σε φήμες, ξέρεις τι λέγεται για τον Νουτκάλι;» είπε η Πάρνα.
«Ότι τριγυρίζει στο Βασίλειο και προφητεύει;»
«Ναι, και υποστηρίζει πράγματα που τρομάζουν τον κόσμο, όπως ότι ο Λύκος θα ξυπνήσει και θα κατασπαράξει τους νόμιμους απογόνους της Θεάς. Κάτι ιστορίες που ακούς μόνο από τίποτα στριμμένες ιέρειες, που σε απειλούν για να είσαι πιστός, ή από τις γιαγιάδες. Απορώ πώς τον πιστεύουν!»
«Ο Νουτκάλι μοιάζει να κάνει το παν για να σπείρει παντού τον πανικό,» είπε ο Άλαντμιν. «Αναρωτιέμαι τι έχει να κερδίσει απ’την όλη υπόθεση. Τα βλέπει πραγματικά αυτά τα οράματα;»
«Δεν μπορεί να το πιστεύεις αυτό!»
«Ναι, μάλλον ψεύδεται. Πάντως, έχει κάτι το ασυνήθιστο επάνω του. Κάτι το μυστηριακό. Ιδιαίτερα στο βλέμμα του.» Κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε από την καρέκλα. «Θα πάω να κάνω ένα μπάνιο, Πάρνα· αν θέλεις, μείνε. Κι αν είναι να φύγεις, θα πρότεινα την πόρτα.»
«Αλλά δε θ’ακολουθήσω την πρότασή σου,» αποκρίθηκε εκείνη. «Προτιμώ να μην ξέρει κανείς ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ μας. Και για σένα είναι καλύτερο. Έχω, άλλωστε, άσχημη φήμη σε τούτα τα μέρη.»
«Όπως αγαπάς.»
Σκοτείνιαζε όταν ο Ταχύπλους πλησίασε τις ακτές της Λιάμνερ-Κρωθ. Ο Βάνμιρ και η Ρικνάβαθ, που στέκονταν στην πλώρη του σκάφους, μαζί με τον Μάηραν, μπορούσαν να δουν τους βάλτους Βενέβριαμ να απλώνονται από την Ανατολή ως τη Δύση, καλύπτοντας χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων με βουρκωμένα, βρόμικα νερά και γλοιώδη, πυκνή βλάστηση. Μερικά μεγαλόφτερα πτηνά φαίνονταν να πετάνε πάνω από το ακρογιάλι.
«Μοιάζει πολύ άσχημο το μέρος, Άρχοντά μου,» είπε ο Μάηραν. «Ελεεινό, θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω· και θα πρότεινα ιδιαίτερη προσοχή.»
«Έχεις ξαναδιασχίσει βάλτους;» τον ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Όχι, Άρχοντά μου.»
«Τότε, πώς ξέρεις τι να προτείνεις;» Τι ενοχλητικός που ήταν πάντα, αυτός ο Μάηραν! Ήθελε, συνεχώς, να παριστάνει τον συνετό συμβουλάτορα, ακόμα και σε θέματα άγνωστα για εκείνον.
«Έχω ακούσει ιστορίες για τέτοιου είδους έλη,» δήλωσε ο ξανθός πολεμιστής. «Υπάρχει επικίνδυνη κινούμενη άμμος που μπορεί να σε ρουφήξει, και–»
«Ναι, κι εγώ έχω διαβάσει για τους βάλτους,» τον διέκοψε ο Βάνμιρ. «Όμως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να ζεις ένα ταξίδι μέσα σ’αυτούς και στο να αναγιγνώσκεις την αφήγηση ενός περιπλανητή ή φυσιοδίφη. Το ανακάλυψα στους βάλτους Όρντλαχ του Νόρβηλ, όπου είχα πάει για να συλλέξω κάποια βότανα· και αυτά τα έλη δεν μπορούν να συγκριθούν με τούτα που ατενίζουμε τώρα, Μάηραν…»
«Το δίχως άλλο, Άρχοντά μου,» συμφώνησε ο πολεμιστής, γνέφοντας καταφατικά και έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στη βαλτώδη ακτή.
Η Ρικνάβαθ δεν έδινε σημασία στη συζήτηση των δύο αντρών· δεν άκουγε καν τα λόγια τους. Άκουγε, όμως, –ή, μάλλον, αισθανόταν, όπως συνήθως– ένα αιθέριο κάλεσμα. Μια γυναίκα τής ζητούσε βοήθεια· μια γυναίκα που πονούσε, που βασανιζόταν από μια αρρώστια η οποία εξαπλωνόταν επάνω στο σώμα της. Η Ρικνάβαθ νόμιζε ότι τα ουρλιαχτά έρχονταν δυνατά στ’αφτιά της. Και ζαλιζόταν… πράγμα που τώρα δεν προκαλείτο από το λίκνισμα του καραβιού, όπως τις προηγούμενες ημέρες, αλλά από κάτι άλλο… από την ίδια την ασθένεια που προσέβαλε και την αιθέρια γυναίκα, ίσως.
Τα δάχτυλά της έσφιξαν την κουπαστή και το σώμα της έγειρε. Τα μάτια της καρφώθηκαν στο νερό… και το είδε να μαυρίζει, από το αίμα.
«Ρικν. Είσαι καλά;» Ο Βάνμιρ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της.
Η Ρικνάβαθ πήρε μια βαθιά ανάσα και ορθώθηκε. Το νερό είχε γίνει πάλι κανονικό μπροστά στα μάτια της· η μαυρίλα είχε εξαφανιστεί. «Το όνομά μου είναι Ρικνάβαθ. Ρικ – νά – βαθ. Εντάξει;»
Ο Βάνμιρ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί την ενοχλούσε το συγκεκριμένο υποκοριστικό. Εξάλλου, ήταν σαφώς πιο ευπρόφερτο. «Είναι πολύ μεγάλο…» είπε, ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Σχεδόν όλα τα ονόματα στην πατρίδα μου είναι μεγάλα, κι αυτό δε φαίνεται να πειράζει κανέναν!» αντιγύρισε η Ρικνάβαθ. «Τα δικά σας ονόματα, για παράδειγμα, εμένα μου φαίνονται πολύ μικρά. Βανμιράνμωρ.»
Ο Βάνμιρ μειδίασε πλατιά. «Εντάξει,» είπε, «μπορείς να με λες έτσι, αν σε βολεύει, κι εγώ θα σε λέω ‘Ρικν’, που με βολεύει καλύτερα. Συμφωνείς;»
«Όχι.»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί το όνομά μου είναι Ρικνάβαθ, και το δικό σου Βάνμιρ. Βανμιράνμωρ δεν είναι υπαρκτό όνομα, ξέρεις· ούτε και το Ρικν είναι.»
«Άρχοντά μου!» φώναξε, εκείνη τη στιγμή, ο παρατηρητής του σκάφους. «Το πλοίο εξακολουθεί να μας ακολουθεί! Διακρίνω τα πανιά του.»
Στην αρχή –πριν από μερικές ημέρες, που είχαν πρωτοεντοπίσει το καράβι–, ο Βάνμιρ δεν ήθελε να πιστέψει ότι τους παρακολουθούσε· όμως, καθώς ταξίδευαν, το πλεούμενο δεν έλεγε ν’αλλάξει πορεία: όπου έπλεαν εκείνοι έπλεε κι αυτό. Και τώρα κάθε σκιά αμφιβολίας είχε πλέον χαθεί. Αποκλείεται ένα οποιοδήποτε πλοίο να κατευθυνόταν στους βάλτους Βενέβριαμ. Αν επρόκειτο για κάποιο εμπορικό σκάφος, θα είχε προ πολλού στρίψει· γιατί –σύμφωνα μ’όσα ήξερε ο Βάνμιρ, τουλάχιστον– δεν υπήρχαν πόλεις ή οικισμοί σε τούτες τις γλοιώδεις, επικίνδυνες ακτές.
«Άρχοντά μου–» άρχισε ο Μάηραν.
«Ναι,» τον έκοψε εκείνος, «ξέρω τι θα πεις: ότι είχες δίκιο απ’την αρχή.»
«Εκτός απ’αυτό, Άρχοντά μου, θα ήθελα να τονίσω πως τώρα πια είναι βέβαιο νομίζω πως το σκάφος δεν έρχεται τυχαία πίσω μας.»
«Συμφωνώ,» δήλωσε ο Βάνμιρ, κι αναστέναξε.
«Έχετε κάποια υποψία;…» Ο Μάηραν ύψωσε, ερωτηματικά, ένα του ξανθό φρύδι.
«Πράκτορες του Νουτκάλι, υποθέτω. Αλλά δε θα με ειδοποιούσε ο Φανλαγκόθ;»
«Ούτε για τους πράκτορες στο ναό σε ειδοποίησε,» του θύμισε η Ρικνάβαθ.
«Ο αδελφός του πρέπει να τους είχε κρύψει απ’αυτόν,» είπε ο Βάνμιρ. «Με κάποιο τρόπο. Μη ρωτάς πώς. Εσύ ίσως να το καταλαβαίνεις καλύτερα από μένα.»
«Η αλήθεια είναι ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’όλα τούτα. Πάντως, συμφωνώ πως είναι πράκτορες του Νουτκάλι αυτοί που μας ακολουθούν· αλλιώς, τι να είναι;»
«Ναι, σωστά· ποιος άλλος να μας ακολουθεί;…» υποτονθόρυσε ο Βάνμιρ. «Κανείς άλλος.» Και, πιο δυνατά: «Φανλαγκόθ! Μας ακούς; Τι ξέρεις για τούτο;»
—Μην ανησυχείτε· δεν είναι πράκτορες του αδελφού μου—αντήχησε η φωνή του Ράζλερ μέσα στο νου της Ρικνάβαθ και του Βάνμιρ—Ο δίδυμός σου είναι, ο Ρόλμαρ, μαζί με την Πριγκίπισσα Λιόλα—
«Τι!» έκανε ο Βάνμιρ.
«Συμβαίνει κάτι, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Μάηραν, παραξενεμένος, γιατί ο Φανλαγκόθ δεν είχε μιλήσει και σ’αυτόν.
«Τίποτα,» του απάντησε ο Βάνμιρ. «Σσς, τώρα· μη μιλάς.»
«Όπως επιθυμείτε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο πολεμιστής, κοιτάζοντάς τον σαν να ήταν τρελός· ένα βλέμμα που ο Βάνμιρ είχε συνηθίσει.
—Τι θες να πεις, Φανλαγκόθ; Ο Ρόλμαρ και η Λιόλα… Μα η Πριγκίπισσα η ίδια μού είπε ότι—
—ο αδελφός σου άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε πια να έρθει μαζί σου—
—Ναι—
—Ήταν ψέμα—
—Γιατί να μου πει ψέματα;—
—Για δικούς της λόγους. Το ζήτημα, πάντως, είναι ότι τώρα βρίσκεται πίσω σου, μαζί με τον Ρόλμαρ—
—Υπέροχα!… Τι στο Μαύρο Άνεμο θα τους κάνω;—
—Πάρτους μαζί σου. Δεν υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να προσφέρουν καμια σημαντική βοήθεια, μα δε γίνεται αλλιώς. Και να προσέχεις τον αδελφό σου, όσον αφορά τη Νίθρα—
—Τι εννοείς; Υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να ξέρω;—
—Θα σου πω αύριο το βράδυ πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα—
—Ποια πράγματα;—
—Μη βιάζεσαι, Βάνμιρ. Θα σε ενημερώσω—
—Τι μπορεί να συμβεί; Τι βλέπεις;—
Καμία απάντηση από τον Φανλαγκόθ.
«Δε μ’αρέσουν αυτά που ακούω,» είπε η Ρικνάβαθ.
«Ούτε κι εμένα,» συμφώνησε ο Βάνμιρ.
Ο Μάηραν τούς κοίταξε και τους δύο σαν να ήταν τρελοί.
«Επιπλέον, αισθάνομαι παράξενα εδώ πέρα,» συνέχισε η Καρμώζ. «Νομίζω ότι νιώθω τον πόνο της Λιάμνερ Κρωθ, της θεάς των Ρουζβάνων.»
«Γιαυτό, πριν, φάνηκες να ζαλίζεσαι;»
Η Ρικνάβαθ ένευσε.
«Τούτο είναι το λιγότερο,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ. «Το καράβι πίσω μας με προβληματίζει.»
«Αφού ο Φανλαγκόθ είπε να τους πάρουμε….»
«Λες να τον ακούσουμε, ε;»
«Δεν τον συμπαθώ και τόσο, τον Ράζλερ, για προφανείς λόγους, αλλά, μάλλον, κάτι θα ξέρει. Και είμαι βέβαιη πως θέλει να νικήσει τον αδελφό του. Σε τούτο, τουλάχιστον, μπορούμε να βασιστούμε σχετικά μ’αυτόν –και σε τίποτα άλλο.»
«Πράγματι,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ. Και στράφηκε στο κατάστρωμα, φωνάζοντας: «Καπετάν Σέλερναβ! Βρες μέρος ν’αράξουμε!»
Ο Καπετάνιος του Ταχύπλου πλησίασε την πλώρη, στρώνοντας το στρογγυλό ναυτικό καπέλο στο κεφάλι του. Έκανε μια σύντομη υπόκλιση και είπε: «Μάλιστα, Άρχοντά μου. Αν και, για να σας πω τη δικιά μου τη γνώμη, συνεχίζω να επιμένω πως θάταν καλύτερα ν’αράξουμε σε κάποιο κοντινό λιμάνι κι απο κεί να μπείτε στους βάλτους.»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ· «όπως σου είπα και τις προάλλες, Καπετάνιε, θα σταματήσουμε στις όχθες του βάλτου. Και είμαι βέβαιος πως όλα θα πάνε καλά· το καράβι μας δε θα δεχτεί ζημιές.» Ο Φανλαγκόθ τού είχε μιλήσει γι’αυτό και τον είχε διαβεβαιώσει. Επίσης, του είχε τονίσει πως, όσο ταχύτερα έφταναν στο άνοιγμα, τόσο το καλύτερο· και του είχε δώσει και τις συντεταγμένες όπου θα έπρεπε ν’αράξουν, για να κατευθυνθούν, ύστερα, νότιο-δυτικά και να βρεθούν σε έξι, περίπου, ημέρες στον προορισμό τους. Μετά, η φωνή του Ράζλερ είχε χαθεί απ’το κεφάλι του Βάνμιρ, σαν ο Φανλαγκόθ να βιαζόταν· έτσι, ο Ωθράγκος δεν είχε προλάβει να τον ρωτήσει για αρκετά πράγματα που τον απασχολούσαν. «Ακολούθησες τις συντεταγμένες που σου έδωσα, Καπετάνιε, έτσι;»
«Ναι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Σέλερναβ.
«Επομένως, βρισκόμαστε στο κατάλληλο σημείο· μην ανησυχείς.»
«Ακόμα δε μου είπατε, Άρχοντά μου, πού βρήκατε αυτές τις συντεταγμένες, αν επιτρέπεται να επαναλάβω την ερώτηση…»
«Η αποστολή μας γίνεται για μυστικούς λόγους, Καπετάνιε, άρα και οι πληροφορίες μου προέρχονται από εξίσου μυστικές πηγές, τις οποίες δεν μπορώ να σου αποκαλύψω, όπως θα καταλαβαίνεις.» Γιατί όλοι τους ήταν τόσο ενοχλητικοί; αναρωτήθηκε ο Βάνμιρ, για μία ακόμα φορά. Συνεχώς, τον ρωτούσαν λεπτομέρειες και λεπτομέρειες και λεπτομέρειες, όταν εκείνος ήξερε πως, ακόμα κι αν τους εξηγούσε, θα δυσπιστούσαν τα λόγια του ή θα τον κοιτούσαν σαν να ήταν τρελός. Δεν τους έφτανε το γεγονός ότι ήταν ο αρχηγός εδώ πέρα και έπρεπε ν’ακολουθούν τις οδηγίες του; Τελικά, είναι μεγάλος μπελάς το να διοικείς!
«Μάλιστα,» είπε ο Σέλερναβ, τρίβοντας τα μαύρα του γένια. «Θα είναι, πάντως, δύσκολο το μέρος εδώ, για ν’αράξω. Ελπίζω να έχετε δίκιο ότι θα τα καταφέρουμε με ασφάλεια.» Υποκλίθηκε κοφτά και στράφηκε στο κατάστρωμα, απομακρυνόμενος.
Το βλέμμα του Βάνμιρ τον ακολούθησε, και έπεσε στη ναυτιέρεια του πλοίου, Τεβέλα, η οποία είχε τα χέρια της σταυρωμένα στο στήθος και κοιτούσε αυτόν, τη Ρικνάβαθ, και τον Μάηραν με μισό μάτι –ειδικά αυτόν και τη Ρικνάβαθ. Δε φαινόταν να τους συμπαθεί καθόλου. Ο Βάνμιρ τη θεωρούσε πιο ενοχλητική από όλους τους υπόλοιπους μέσα στο σκάφος· έχωνε τη μύτη της παντού, ρωτούσε για τα πάντα, και απαιτούσε απαντήσεις. Η γυναίκα ήταν φρικτή! Έπρεπε να την κρεμάσουν με κάνα χταπόδι –σαν αυτά που θυσίαζε στον Τάρχεμοθ– από το ψηλότερο κατάρτι του καραβιού. Δεν υπήρχε τίποτα καλό επάνω της, πέραν από την εμφάνισή της· γιατί ήταν, βέβαια, εντυπωσιακή φιγούρα: ψηλή, λεπτή, με λεία, μακριά ως τη μέση, μαύρα μαλλιά και εύγραμμο σώμα, το οποίο δεν έκανε κανέναν ιδιαίτερο κόπο να καλύπτει, εκτός κι αν ο καιρός το επέβαλε. Ο Βάνμιρ είχε ακούσει ναυτικές ιστορίες (από τις λίγες οι οποίες έφταναν στα βόρεια σύνορα) που έλεγαν ότι οι καπεταναίοι δεν άφηναν όμορφες γυναίκες αποκαλυπτικά ντυμένες να μπαίνουν στα καράβια τους, επειδή μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση στα πληρώματα· εκτός κι αν επρόκειτο για ναυτιέρειες, που υποτίθεται ότι, αν κάποιος τις άγγιζε χωρίς τη συγκατάθεσή τους, η οργή του Τάρχεμοθ θα καταπόντιζε το καράβι. Προφανώς, η Ναυτιέρεια Τεβέλα ήταν βέβαιη πως κανένας –οσοδήποτε κουρασμένος από τα θαλάσσια ταξίδια– δε θα ριψοκινδύνευε να μάθει αν αυτές οι δοξασίες ήταν αληθινές ή μη.
«Αναρωτιέμαι τι θα κάνει ο αδελφός σου τώρα,» είπε η Ρικνάβαθ. «Θα αράξει κι εκείνος;»
«Ο αδελφός του;» απόρησε ο Μάηραν. «Άρχοντά μου–»
«Ο Ρόλμαρ είναι που μας ακολουθεί, και η Πριγκίπισσα Λιόλα,» τον πληροφόρησε ο Βάνμιρ.
«Πώς το μάθ–;»
«Μου το είπε ο Φανλαγκόθ· εσύ πώς λες, Μάηραν; Μου μιλούσε όταν εσύ με κοιτούσες παράξενα.»
«Ααααα…!» έκανε ο πολεμιστής.
Ο Βάνμιρ κοίταξε τη Ρικνάβαθ. «Θα του κάνουμε σήμα να πλησιάσει.»
«Κι αν δεν έρθει; Γιατί δεν του μιλάει ο Φανλαγκόθ;»
«Σωστά. Πού να ξέρω, όμως; Μου φαίνεται βιαστικός τελευταία.»
«Τι εννοείς;»
«Κοίτα, σύμφωνα μ’ό,τι λέει, έχει άπειρο χρόνο στη διάθεσή του, κι επομένως, ελάχιστο.»
«Αυτό δεν είναι λογικό.»
«Ίσως. Αλλά φαντάσου πώς θα ήταν να κοιτάζεις όλες τις πιθανές χρονορροές και να προσπαθείς να καταλάβεις προς τα πού βαίνουν κάποιες καταστάσεις. Είμαι σίγουρος πως ο Φανλαγκόθ δεν ασχολείται μόνο μ’εμάς.»
Η Ρικνάβαθ ένευσε. «Και τι θα κάνεις με τον Ρόλμαρ;» ρώτησε.
«Θ’ανεβώ στο παρατηρητήριο και θα του φωνάξω, κουνώντας δύο δαυλούς. Αυτό, πιστεύω, θα τον παροτρύνει να έρθει.»
*
Ο Ταχύπλους έριξε άγκυρα σε μια ακτή χωρίς επικίνδυνους βράχους ή υφάλους.
«Ήμασταν τυχεροί,» είπε ο Καπετάνιος Σέλερναβ, ανάβοντας το τσιμπούκι του, καθώς στεκόταν στην πρύμνη, μαζί με τον Βάνμιρ, τη Ρικνάβαθ, τον Μάηραν, την Τεβέλα, και τον τιμονιέρη του πλοίου.
«Ο Τάρχεμοθ ήταν μαζί μας,» διόρθωσε η ναυτιέρεια. «Και απαιτεί θυσία, ύστερα απ’αυτό.»
«Ασφαλώς, Θαλασσομητέρα.»
«Αμφιβάλλω αν θα υπήρχαν πολλά επικίνδυνα σημεία σε τούτο το κομμάτι της ακτής,» είπε ο Βάνμιρ. «Ήταν θέμα καλής πληροφόρησης.»
Η Τεβέλα τον αγριοκοίταξε. «Θα έπρεπε να είσαστε πιο ταπεινόφρων, Άρχοντά μου, και να δοξάζετε τον Κύριο που σας έφερε ασφαλώς ως εδώ.»
«Μάηραν,» είπε ο Βάνμιρ, αγνοώντας την, «χρειάζομαι δύο δαυλούς κι ένα τσακμάκι. Φέρτους στο κατάστρωμα.» Ο πολεμιστής ένευσε και κατέβηκε από την πρύμνη.
«Τι θα κάνετε, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Καπετάν Σέλερναβ.
«Σήμα στον αδελφό μου, για να πλησιάσει.»
«Στον αδελφό σας;»
«Ναι. Ο αδελφός μου, Ρόλμαρ, είναι που μας ακολουθεί.»
«Μα…!» έκανε, έκπληκτος, ο Σέλερναβ, και παραλίγο να του πέσει το τσιμπούκι του. «Γιατί δε μας το είπατε εξαρχής; Είχαμε ανησυχήσει.»
«Υπήρχε λόγος, Καπετάνιε,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, αρχίζοντας να κατεβαίνει τα σκαλιά, προς το κατάστρωμα. «Ελπίζω νάναι εύκολο ν’ανεβώ στο παρατηρητήριο.»
«Βγάλτε καλύτερα τις μπότες σας, Άρχοντά μου,» συμβούλεψε ο Καπετάνιος, ακολουθώντας τον, «για να μπορείτε να πατήσετε πιο σταθερά στα ξάρτια.»
Ο Βάνμιρ πλησίασε το κεντρικό κατάρτι και γονάτισε στο ένα πόδι, για να λύσει τα υποδήματά του. Ο Σέλερναβ έκανε νόημα στον παρατηρητή να κατεβεί, πράγμα το οποίο εκείνος έπραξε με μεγάλη ευκολία, σαν να είχε γεννηθεί εκεί πάνω.
Η Ρικνάβαθ και η Τεβέλα ζύγωσαν, σιωπηλές.
Ο Μάηραν ήρθε, βαστώντας δύο δαυλούς κι ένα τσακμάκι. «Σίγουρα, δε θέλετε ν’ανεβεί κανένας άλλος, Άρχοντά μου;»
«Ναι,» απάντησε ο Βάνμιρ, παίρνοντας τους δαυλούς και το τσακμάκι. Τους πρώτους τους πέρασε στη ζώνη του, ενώ το δεύτερο το έβαλε στην τσέπη της τουνίκας του.
«Να προσέχετε,» είπε ο Σέλερναβ.
Ο Βάνμιρ πιάστηκε στα ξάρτια και ξεκίνησε ν’ανεβαίνει. Στην αρχή, τα πράγματα τού φάνηκαν δύσκολα, αλλά, όσο πιο πάνω πήγαινε, τόσο ευκολότερο νόμιζε πως ήταν το σκαρφάλωμα. Και φρόντιζε ποτέ να μην κοιτάει κάτω. Η κατάσταση τούτη του θύμισε τότε που κατέβαινε το βάραθρο, στο Παρατηρητήριο έξω απ’το Ράλτον, με τη διαφορά ότι εδώ δεν υπήρχε εκείνο το απόλυτο σκοτάδι γύρω του: πράγμα το οποίο ήταν, αναμφίβολα, θετικό. Ωστόσο, τα πατήματα και τα πιασίματα στα ξάρτια έμοιαζαν πολύ πιο ασταθή από αυτά της πέτρας· τα πάντα στο πλοίο κινούνταν…
…και ο Βάνμιρ αναρωτήθηκε μήπως τα καράβια είχαν κάποιου είδους ζωή εντός τους. Ετούτο ήταν το πρώτο του ταξίδι επάνω σε πλεούμενο και έπρεπε να παραδεχτεί ότι το μεταφορικό του μέσο, ορισμένες φορές, του θύμιζε πλάσμα ζωντανό. Γιατί, εντάξει, πόσο μπορεί, τέλος πάντων, να ταρακουνηθεί κάτι από τη θάλασσα; Και με τι τρόπους; Ο Βάνμιρ νόμιζε κάτι βράδια ότι ο Ταχύπλους αναδευόταν από κάτω του, σαν να προσπαθούσε να κοιμηθεί μα να μη μπορούσε· ενώ άλλες στιγμές τα τριξίματα του πλοίου έμοιαζαν παραπονιάρικα, κι όχι τα απλά τριξίματα ξύλου.
Ο Βάνμιρ είχε διαβάσει μια θεωρία –Υδατοβιολογία, πρέπει να την έλεγαν– η οποία υποστήριζε ότι το νερό είχε την ιδιότητα να προσφέρει ζωή, και, καθώς σκαρφάλωνε, δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί μήπως η θάλασσα ζωντάνευε –σε κάποιο βαθμό, τουλάχιστον– τα πλοία, κάνοντάς τα κάτι σαν… ημιόντα.
Άραγε, το έχει παρατηρήσει κανείς άλλος πριν από μένα, ή είμαι ο πρώτος;
Έφτασε στην κορυφή του καταρτιού και ανέβηκε στο παρατηρητήριο. Εδώ είμαστε, σκέφτηκε, και έριξε μια ματιά κάτω. Μα το Μαύρο Άνεμο! Ύψωσε πάλι το βλέμμα του. Δε θα το ξανακάνω αυτό.
Κοίταξε βόρεια και είδε το πλοίο του αδελφού του να πλησιάζει. Τι ήθελε νάρθει, ο ηλίθιος; Τι του έχει κολλήσει μ’αυτή την καταραμένη Ρουζβάνη; Μα το Μαύρο Άνεμο, έχει την Πριγκίπισσα-Διάδοχο του Νόρβηλ στο κρεβάτι του, και–! Τέλος πάντων, διέκοψε τους συλλογισμούς του. Είναι βλάκας. Ή η Ρουζβάνη έχει υφάνει μάγια επάνω του. Μέχρι κι ο Φανλαγκόθ με προειδοποίησε… Αλλά έπρεπε κι αυτός να περιμένει λίγο, για να τον ρωτήσω λεπτομέρειες!
Ο Βάνμιρ τράβηξε απ’τη ζώνη του τους δαυλούς και τους άναψε με το τσακμάκι, παίρνοντας έναν στο κάθε χέρι και κουνώντας τους πάνω απ’το κεφάλι του.
«Ρόοοοοολμααααααρ!» φώναξε, όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Ρόοοοοολμααααααρ! Έλα εδώ! Πριγκίπισσα Λιόοοοοοολααααα! Ελάτε εδώ! ΕΔΩ!» Και συνέχισε να κουνά τους δαυλούς, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του, μέχρι που είδε το καράβι να ζυγώνει, πλέοντας προς το μέρος του Ταχύπλου.
Ο Βάνμιρ έσβησε τις φωτιές επάνω στις δάδες του και κατέβηκε από το κατάρτι, χρησιμοποιώντας πάλι τα ξάρτια ως σκάλα. Η κατάβαση ήταν, ως συνήθως, χειρότερη από την ανάβαση· το πλοίο έμοιαζε περισσότερο ζωντανό απ’ό,τι πριν. Ίσως ο Ταχύπλους να μην τον συμπαθούσε, ακριβώς όπως και η Ναυτιέρεια Τεβέλα.
Όταν πάτησε στο κατάστρωμα, παρατήρησε ότι το καράβι του Ρόλμαρ φαινόταν καθαρά στον ορίζοντα και εξακολουθούσε να κατευθύνεται προς το μέρος τους. Ο Βάνμιρ ξανάναψε τους δαυλούς και τους κούνησε πάνω απ’το κεφάλι του, φωνάζοντας σαν και πριν.
Το πλοίο πλησίασε τον Ταχύπλουν, και ο Καπετάν Σέλερναβ αναφώνησε: «Μα τα Πλοκάμια του Τάρχεμοθ! Η Χρυσαλλίδα.»
«Τι συμβαίνει, Καπετάνιε;» ρώτησε ο Βάνμιρ, βάζοντας τις μπότες του.
«Ετούτη είν’η Χρυσαλλίδα, της Καπετάνισσας Τάηλιν, Άρχοντά μου,» είπε ο Σέλερναβ. «Ανήκει κι αυτή στο στόλο του Βασιληά, όπως κι ο δικός μου Ταχύπλους.»
Η Χρυσαλλίδα πλεύρισε τον Ταχύπλουν, και ο Βάνμιρ είδε καθαρά τον αδελφό του και την Πριγκίπισσα Λιόλα, που στέκονταν στην άκρη της κουβέρτας. Μαζί τους βρισκόταν μια άγνωστη μελαχρινή γυναίκα, ντυμένη επίσημα. Στους ώμους της έπεφτε ένας μακρύς, λευκός μανδύας με χρυσά σιρίτια.
Ο Καπετάν Σέλερναβ υποκλίθηκε. «Υψηλοτάτη!» Ήταν έκπληκτος που έβλεπε την πρώτη κόρη του Βασιληά.
«Χαίρετε, Καπετάνιε Σέλερναβ,» αποκρίθηκε η Πριγκίπισσα, στηριζόμενη σ’ένα ραβδί.
«Γεια σου, Πριγκίπισσα Λιόλα,» χαιρέτησε ο Βάνμιρ. «Είχα την εντύπωση πως είχατε πάρει άλλες αποφάσεις…» Έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα στον Ρόλμαρ.
«Πώς το ήξερες ότι ήμασταν εμείς;» τον ρώτησε εκείνος, μοιάζοντας θυμωμένος που τον είχε καταλάβει ο αδελφός του.
«Κανένας άλλος δε θα ήταν τόσο ανόητος, ώστε να έρθει εδώ!» αντιγύρισε ο Βάνμιρ.
Ο Σέλερναβ καθάρισε το λαιμό του. «Άρχοντά μου!»
Ο Βάνμιρ πήδησε από το κατάστρωμα του Ταχύπλου στο κατάστρωμα της Χρυσαλλίδας, και πλησίασε τον αδελφό του και την Πριγκίπισσα.
«Βάνμιρ,» είπε η Λιόλα, «θεωρήσαμε, τελικά, ότι ίσως θα ήταν καλύτερα αν ερχόμασταν, για να σε βοηθήσουμε. Αυτοί οι βάλτοι είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι.»
«Ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον σας, Πριγκίπισσα,» αποκρίθηκε εκείνος, καυστικά, «αλλά σας είχα εξηγήσει ότι δε θα χρειαστώ καμία βοήθεια.» Έστρεψε τη ματιά του στον Ρόλμαρ.
«Έχουμε και τους δικούς μας λόγους που βρισκόμαστε εδώ, αδελφέ,» δήλωσε εκείνος. «Και έχουμε και την ευγενή καλοσύνη να σε βοηθήσουμε, όσο αχάριστος κι αν είσαι.»
«Εμπόδιο θα μου είστε,» είπε ο Βάνμιρ. «Όσο για τους λόγους σου, τους ξέρει η Πριγκίπισσα;»
«Τους ξέρει.»
«Αυτό με παραξενεύει.»
«Βάνμιρ, δε θα έπρεπε,» είπε η Λιόλα. Και προς τη γυναίκα με το λευκό μανδύα: «Καπετάνισσα Τάηλιν, μας αφήνεις;»
«Μάλιστα, Πριγκίπισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνη, και αποχώρησε.
Η Λιόλα συνέχισε: «Ο Ρόλμαρ θέλει απλά να μάθει αν η Νίθρα είναι καλά· και προθυμοποιήθηκα να τον βοηθήσω.»
«Δε σου έφτασαν όσα σου είπε ο Ράζλερ;» ρώτησε ο Βάνμιρ τον αδελφό του.
«Δε θα ησυχάσω μέχρι να τη δω με τα ίδια μου τα μάτια,» απάντησε εκείνος.
«Είσαι ανόητος!» σφύριξε ο Βάνμιρ και, στρεφόμενος απ’την άλλη, βάδισε ως την άκρη του καταστρώματος της Χρυσαλλίδας και πήδησε στο κατάστρωμα του Ταχύπλου.
«Πάντα έτσι είναι!» είπε ο Ρόλμαρ στη Λιόλα. «Ξιπασμένος και γεμάτος φαντασιώσεις! ‘Όχι, δε χρειάζομαι εσάς· θα τα καταφέρω μόνος μου.’ Λες και βρισκόμαστε σε κανέναν αγώνα ταχυδρομίας!»
«Ίσως, όμως, να έχει κάποιο δίκιο,» του είπε η Πριγκίπισσα. «Αυτό το ταξίδι δεν ήταν αναγκαίο, Ρόλμαρ.»
«Για εμένα, ήταν. Σου είχα πει εξαρχής πως–»
«Ας σταματήσουμε αυτή την κουβέντα,» τον διέκοψε η Λιόλα. «Δε μας οδηγεί πουθενά. Τώρα βρισκόμαστε εδώ, και τίποτα δεν το αλλάζει τούτο.»
«Πρέπει να του μιλήσω,» είπε ο Ρόλμαρ, και πήγε κι εκείνος στην άκρη του καταστρώματος, για να πηδήσει στην κουβέρτα του Ταχύπλου.
«Βάνμιρ!» φώναξε στον αδελφό του, που είχε πάει προς την πλώρη, μαζί με τη Ρικνάβαθ, άλλους δύο άντρες –ο ένας εκ των οποίων μάλλον ήταν ο Καπετάνιος του πλοίου–, και μια γυναίκα. «Θέλω να σου μιλήσω. Είναι σημαντικό.»
Ο Βάνμιρ είπε κάτι στους υπόλοιπους –το οποίο ο Ρόλμαρ δεν μπόρεσε ν’ακούσει– και τον πλησίασε. «Σημαντικό; Σημαντικό ήταν να μην έρθεις! Δεν το καταλαβαίνεις; Το μόνο που καταφέρνεις έτσι είναι να περιπλέκεις τα πράγματα. Τι στο Μαύρο Άνεμο σού έχει κολλήσει μ’αυτή τη Νίθρα; Δε σου φτάνει η Πριγκίπισσα-Διάδοχος του Βασιλείου;»
«Είσαι βλάκας;» μούγκρισε ο Ρόλμαρ. «Τι συγκρίσεις είναι τούτες που κάνεις; Απλά, θέλω να δω αν η Νίθρα είναι καλά. Σου εξήγησα πώς την άρπαξε ο διοικητής Σάβμιν μέσα απ’τα χέρια μου, και το ξέρεις ότι της είχα υποσχεθεί πως θα την οδηγούσα σε ασφαλές μέρος.»
«Σ’έχει μαγέψει, με κάποιο τρόπο.»
«Αρχίσαμε πάλι τις φαντασιοπληξίες, μα τα Οκτώ Κέρατα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ!»
Φαντασιοπληξίες τις λες εσύ, αδελφέ! σκέφτηκε ο Βάνμιρ. Εγώ ξέρω πολύ καλά τι βλέπω. Και απορώ με τη συμπεριφορά σου προς την καταραμένη Ρουζβάνη. Η φυλή της έχει παράξενες δυνάμεις, μ’αυτό το Χάρισμά τους, την Πειθώ· και η Νίθρα ήταν Ομιλήτρια –μάγισσα!
«Για τι πράγμα ήθελες να μου μιλήσεις;» ρώτησε, αλλάζοντας το θέμα.
«Για τη Νίθρα.» (Τι πρωτότυπο!) «Ή, μάλλον, για κάτι που μου είπε ο Φανλαγκόθ σχετικά μ’αυτήν, αλλά ξέχασα να σ’το αναφέρω.»
Ο Βάνμιρ συνοφρυώθηκε. «Τι, δηλαδή;»
«Θυμάσαι που σου είπα ότι κάποιος Ρουζβάνος ευγενής τής πρόσφερε προστασία από την Καλβάρθα;»
«Ναι.»
«Αυτός ο ευγενής κατευθύνεται προς τους βάλτους Βενέβριαμ, μαζί της.»
«Μάλιστα. Παράξενο. Απορώ–»
«Δεν το ήξερες;»
«Φυσικά και όχι. Αφού δε μου το είχες–!»
«Νόμιζα ότι ο Ράζλερ θα σ’το έλεγε, καθοδόν. Και, μάλιστα, ήθελα να σε ρωτήσω αν σου εξήγησε για ποιο λόγο πηγαίνει αυτός ο ευγενής στους βάλτους.»
Ο Βάνμιρ κούνησε το κεφάλι. «Όχι· δεν ξέρω τίποτα για το θέμα.»
«Δηλαδή, ο Φανλαγκόθ δε σου είπε λέξη για τη Νίθρα;»
«Κάτι μου είπε…»
«Τι;»
«Να σε προσέχω, όσον αφορά αυτήν.»
Απ’το μυαλό του τα βγάζει! σκέφτηκε ο Ρόλμαρ. «Γιατί;»
«Δε μου εξήγησε. Αλλά υποσχέθηκε να με ενημερώσει, αύριο το βράδυ, σχετικά με το πώς θα έχουν εξελιχθεί τα πράγματα.»
«Ποια πράγματα;»
«Κι εγώ ακριβώς το ίδιο τον ρώτησα.»
«Και;»
«Δε μου απάντησε.»
Με παραμυθιάζει; Δε θάταν πρωτότυπο για τον Βάνμιρ! «Γιατί να μη σου απαντήσει;»
«Νομίζω ότι βιαζόταν. Πάντως, είμαι βέβαιος πως έχει δίκιο. Πρέπει να προσέχεις τη Νίθρα, Ρόλμαρ. Σε έχει μαγέψει.» Και, μ’αυτά τα λόγια, ο Βάνμιρ απομακρύνθηκε απ’τον αδελφό του, επιστρέφοντας στη Ρικνάβαθ και τους υπόλοιπους.
Μ’έχει «μαγέψει»! σκέφτηκε ο Ρόλμαρ. Τι αηδίες είν’αυτές που σκαρφίζεται, για όνομα του Βάνραλ!…
Έφυγε από τον Ταχύπλουν και πήγε πάλι στο κατάστρωμα της Χρυσαλλίδας, όπου η Λιόλα τον περίμενε.
«Τι έγινε;» τον ρώτησε. «Πιο ήρεμη μού φάνηκε η κουβέντα σας.»
«Ναι, ήταν, σχετικά…»
«Τι ήθελες να του πεις;»
«Τον ρώτησα αν του μίλησε ξανά ο Φανλαγκόθ. Αν του έδωσε καμια επιπλέον πληροφορία.»
«Και;»
«Τίποτα δεν του είπε.»
«Πάμε στην καμπίνα,» πρότεινε η Λιόλα. «Το φαγητό είναι έτοιμο.»
«Ελπίζω, τούτη τη φορά, να το κρατήσουμε μέσα μας κιόλας.» Καθ’όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, ήταν κι οι δυο τους σε άσχημη κατάσταση, ειδικά όταν η θάλασσα φουρτούνιαζε –και, καθότι χειμώνας, αυτό γινόταν συχνά-πυκνά.
«Εδώ πέρα δεν έχει αέρα,» είπε η Πριγκίπισσα· «δε θα ζαλιστούμε.»
Μπήκαν στη γέφυρα (την οποία τους είχε παραχωρήσει η Καπετάνισσα Τάηλιν) και, βγάζοντας τις κάπες τους, κάθισαν στο τραπέζι που ήταν στρωμένο εκεί.
«Θα έρθεις μαζί μας, μέσα στους βάλτους;» ρώτησε ο Ρόλμαρ, καθώς έτρωγαν.
«Εννοείται.»
«Πώς νιώθεις το πόδι σου;»
«Καλύτερα. Αλλά μην ανησυχείς· έχω φέρει άλογο, ούτως ή άλλως, και θα κάθομαι εκεί, αν δεν αντέχω να βαδίζω.»
«Σχεδιάζεις για τα πάντα από πριν;»
«Σ’ετούτο μοιάζουμε –όπως και σε πολλά άλλα πράγματα.»
Ο Ρόλμαρ έπρεπε να παραδεχτεί, σιωπηλά, πως η Πριγκίπισσα είχε δίκιο. Άλλωστε, δεν ήταν κάτι το οποίο δεν είχε κι ο ίδιος παρατηρήσει, από παλιά.
*
Το πρωί, βγήκαν από τα πλοία τους, πατώντας στο ελώδες έδαφος της ακτής και βλέποντας τους βάλτους Βενέβριαμ να απλώνονται εμπρός τους –ένα συνονθύλευμα νερών και βλάστησης. Ο Βάνμιρ είχε συγκεντρώσει γύρω του όλους όσους θα τον συνόδευαν σε τούτη την αποστολή –δηλαδή, τη Ρικνάβαθ, τον Μάηραν, τους δώδεκα μαχητές του, τον Ρόλμαρ, τη Λιόλα, και έξι μαχητές της Πριγκίπισσας– και τους έλεγε λίγα πράγματα σχετικά με το τι θα είχαν να αντιμετωπίσουν και πώς θα έπρεπε να κινηθούν. Τους προειδοποίησε για τα «Κτήνη» του Νουτκάλι, καθώς και για τις παγίδες των βάλτων, για τις οποίες είχε διαβάσει σε βιβλία. Επίσης, πρόσθεσε και μερικά πράγματα από τις δικές του εμπειρίες στους βάλτους Όρντλαχ του Νόρβηλ, όπου είχε πάει κάποιες φορές για να μαζέψει βότανα.
«Ωστόσο, αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στο τι θα συναντήσουμε εδώ,» είπε. «Οι βάλτοι Βενέβριαμ δεν μπορούν να συγκριθούν με τους βάλτους Όρντλαχ.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Μάηραν.
«Δύο από εμάς θα πηγαίνουν συνεχώς μπροστά, βαστώντας μπαστούνια και προσέχοντας για κινούμενη άμμο. Ο ένας από τους δύο θα είμαι εγώ.» Ύψωσε το μακρύ, ξύλινο ραβδί που βαστούσε στο δεξί του χέρι.
«Κι ο δεύτερος εγώ, Άρχοντά μου,» δήλωσε ο Μάηραν.
«Ωραία.» Ο Βάνμιρ τού έδωσε ένα άλλο ραβδί. «Οι υπόλοιποι να έχετε τα μάτια και τ’αφτιά σας ανοιχτά, και τα χέρια στις βαλλίστρες σας. Αν δείτε τα Κτήνη να μας ζυγώνουν, ρίξτε τους εν όψει. Κι αν ζήσουν και πλησιάσουν, μην καθυστερήσετε καθόλου· πετάξτε τις βαλλίστρες και σηκώστε τα δόρατά σας. Όσο μπορείτε να κρατάτε τα τέρατα μακριά, τόσο το καλύτερο. Κατανοητό;»
Ορισμένοι πολεμιστές κατένευσαν, ενώ κανείς δεν έφερε αντίρρηση.
«Αυτοί οι σάκοι» –ο Βάνμιρ ανασήκωσε από τον ώμο του τους τρεις σάκους με τους ουρανόλιθους– «να θυμάστε πως περιέχουν ό,τι σημαντικότερο κουβαλάμε μαζί μας. Αν τους χάσουμε, αποτύχαμε. Σε περίπτωση που εγώ τραυματιστώ και δεν μπορώ να τους κουβαλήσω, πρώτα αυτούς θα πάρετε και μετά εμένα. Με καταλαβαίνετε;»
«Θα προσπαθήσουμε να πάρουμε και αυτούς και εσένα, Βάνμιρ,» είπε η Λιόλα.
«Πρώτα τους σάκους, Πριγκίπισσα,» επέμεινε εκείνος. Και μετά, είπε: «Τώρα μπορούμε να ξεκινήσουμε, νομίζω.»
Προπορεύτηκε, βαστώντας το ραβδί του και ελέγχοντας το έδαφος. Ο Μάηραν ήρθε πλάι του, μιμούμενος αυτόν. Στο κατόπι τους βάδισε η Ρικνάβαθ, νιώθοντας ένα δυνατό πόνο από το περιβάλλον τριγύρω κι εξακολουθώντας ν’ακούει τις γυναικείες κραυγές που ζητούσαν βοήθεια. Τώρα, μάλιστα, που είχε κατεβεί από το καράβι, όλα τούτα είχαν δυναμώσει πολύ, πράγμα που αντιλαμβανόταν πως δεν ήταν παράλογο· άλλωστε, σύμφωνα μ’ό,τι είχε μάθει, η θεά Λιάμνερ Κρωθ ήταν η ίδια η ήπειρος, κι αυτή τη στιγμή η Ρικνάβαθ πατούσε επάνω της. Υπομονή, Μεγάλη Θεά των Ρουζβάνων, ζήτησε σιωπηλά· ερχόμαστε να σε συντρέξουμε. Και προσπάθησε ν’απωθήσει τη δυσφορία της Λιάμνερ Κρωθ από τη νόησή της.
Πίσω από τη Ρικνάβαθ και γύρω της ήρθαν οι μαχητές του Μάηραν, αρματωμένοι και φέροντας βαλλίστρες, εκτός από τέσσερις ανάμεσά τους, οι οποίοι δεν κρατούσαν τηλέμαχα όπλα αλλά τραβούσαν τα άλογα της ομάδας, που ήταν φορτωμένα με εφόδια και προμήθειες.
Πιο πίσω από αυτούς, η Λιόλα ανέβηκε στο δικό της άλογο και ο Ρόλμαρ το πήρε από τα γκέμια, ακολουθώντας τους συντρόφους του αδελφού του και έχοντας τους έξι πολεμιστές της Πριγκίπισσας να τον περιστοιχίζουν, αρματωμένοι με αλυσιδωτές πανοπλίες, ατσάλινες ασπίδες, ψηλά κράνη, και δόρατα.
«Έχεις ξαναπεράσει από τέτοιου είδους μέρη;» ρώτησε ο Ρόλμαρ τη Λιόλα.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι,» αποκρίθηκε. «Ούτε καν στους βάλτους Όρντλαχ δεν έχω πάει. Δεν υπήρχε ποτέ λόγος, και δεν είναι όμορφο το περιβάλλον, τολμώ να πω.»
«Ελπίζω να μη χαθούμε εδώ μέσα…»
«Ο Φανλαγκόθ δε θα μας αφήσει, Ρόλμαρ.»
Ναι, σωστά, σκέφτηκε εκείνος. Αλλά πώς μπορεί να είναι κανείς σίγουρος ότι δε μας έφερε εδώ ώστε να μας σκοτώσει; Απέρριψε, όμως, αυτόν τον βιαστικό συλλογισμό. Αν ήθελε, μπορούσε κάλλιστα να το είχε επιτύχει με άλλον τρόπο.
Ως το μεσημέρι, το ταξίδι τους ήταν κουραστικό –λόγω του ελώδους, δύσβατου εδάφους– αλλά ήσυχο, χωρίς να παρουσιαστεί κάτι που να τους ανησυχήσει. Όμως, όταν σταμάτησαν για να γευματίσουν, άκουσαν απόμακρα ουρλιαχτά, και οι πολεμιστές της ομάδας ετοίμασαν τα όπλα τους, περιμένοντας, από στιγμή σε στιγμή, κάτι να πεταχτεί μέσα απ’τους βάλτους και να τους χιμήσει· μα τίποτα δεν επιτέθηκε.
«Τι έκανε έτσι;» ρώτησε η Πριγκίπισσα Λιόλα τον Βάνμιρ, καθώς βρισκόταν καθισμένη σε μια λυόμενη, ξύλινη καρέκλα.
«Τα Κτήνη του Νουτκάλι, υποθέτω,» αποκρίθηκε εκείνος, στεκόμενος και ακουμπώντας στο ξύλινο του ραβδί, ενώ το βλέμμα του ήταν χαμένο νότια, στα ομιχλώδη βάθη των επικίνδυνων βάλτων.
«Είναι κοντά;» είπε ο Ρόλμαρ, ο οποίος καθόταν δίπλα στη φωτιά, οκλαδόν.
«Πού να ξέρω; Δε μου ακούστηκαν κοντά, πάντως. Εσύ τι λες;»
«Θα συμφωνήσω μαζί σου, αδελφέ. Να σε ρωτήσω κάτι, όμως;»
Ο Βάνμιρ στράφηκε στο μέρος του, χωρίς να καθίσει. «Ρώτα.»
Ο Ρόλμαρ ήπιε μια γουλιά απ’το νερωμένο του κρασί. «Πώς μας οδηγείς εδώ μέσα; Πώς ξέρεις ότι πηγαίνουμε καλά;»
«Ο Φανλαγκόθ μού έδωσε οδηγίες, σχετικά με το πού να αράξουμε και προς τα πού να πάμε.»
«Προς τα πού σου είπε, λοιπόν;»
«Νότιο-δυτικά. Και, αν παρεκκλίνουμε της πορείας μας, είμαι βέβαιος ότι θα μας ειδοποιήσει.»
«Μας παρακολουθεί, δηλαδή, τώρα;»
«Κατά πάσα πιθανότητα. Ή, τουλάχιστον, μας παρακολουθεί συχνά-πυκνά.»
«Καλά πηγαίνουμε, Ρόλμαρ.» Ήταν η Ρικνάβαθ που μίλησε, και ο Ωθράγκος έστρεψε το βλέμμα του στην παράξενη Καρμώζ, η οποία καθόταν επάνω σε μια πέτρα και έτρωγε αργά από ένα ξύλινο μπολ.
«Σου μιλάει κι εσένα ο Φανλαγκόθ;» τη ρώτησε.
«Δε χρειάζεται να μου μιλήσει,» αποκρίθηκε η Ρικνάβαθ· «το διαισθάνομαι. Μπορώ να καταλάβω πού βρίσκεται το άνοιγμα σε τούτα τα μέρη. Γιατί είναι σαν τραύμα επάνω στο σώμα της Θεάς.»
«Της Θεάς;»
«Ναι, της Λιάμνερ Κρωθ, η οποία είναι η ίδια η ήπειρος –δε λένε ψέματα όσοι το υποστηρίζουν αυτό. Και η Θεά με καλεί, για να τη βοηθήσω.»
Ο Βάνμιρ τής έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα. Όταν η Ρικνάβαθ μιλούσε έτσι, είχε μάθει πως έπρεπε κανείς ν’ανησυχεί.
«Καλά είμαι,» του είπε εκείνη. «Δεν έχω τίποτα. Η Θεά δε μπορεί να μ’επηρεάσει πολύ. Το τραύμα καταναλώνει όλες της τις δυνάμεις, Βάνμιρ… το τραύμα και η… μόλυνση που φέρνει μαζί του.»
«Ποια μόλυνση;» ρώτησε η Πριγκίπισσα Λιόλα.
«Η μαυρίλα που μας έδειξε ο Φανλαγκόθ. Η Λιάμνερ Κρωθ την καταπολεμά, και δεν της απομένουν δυνάμεις για πολλά άλλα πράγματα.»
«Αντιλαμβάνεται τον ερχομό μας;» είπε ο Ρόλμαρ.
«Τον δικό μου, σίγουρα. Και τον δικό σας, όμως, νομίζω πως κι αυτόν τον αισθάνεται.»
«Και ο Νουτκάλι; Τι θα κάνει για να μας εμποδίσει;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω.»
«Ό,τι και να κάνει,» είπε ο Βάνμιρ, «έχουμε τα κομμάτια ουρανόλιθου μαζί μας. Δεν μπορεί να μας σταματήσει, γιατί η δύναμή τους είναι ανυπολόγιστη.»
Μετά από τούτο, συνέχισαν το φαγητό τους χωρίς πολλές κουβέντες και, αφότου αναπαύθηκαν μερικές ώρες, σηκώθηκαν πάλι για να οδοιπορήσουν μέσα στους βάλτους. Διαπίστωσαν ότι το περιβάλλον είχε γίνει πολύ πιο απειλητικό, τώρα που βράδιαζε και οι σκιές και το σκοτάδι απλώνονταν παντού. Η ομάδα άναψε δαυλούς και λάμπες· και ο Βάνμιρ τούς ζήτησε να προσέχουν ιδιαίτερα με τη φωτιά σε τούτα τα μέρη, γιατί υπήρχαν σημεία στους βάλτους γεμάτα μεθάνιο, όπου μπορούσαν να γίνουν εκρήξεις, αν το εν λόγω αέριο ερχόταν σε επαφή με τις φλόγες.
Μέχρι το βράδυ άκουσαν κι άλλα ουρλιαχτά εξ αποστάσεως, μα κανένα από τα Κτήνη που τους είχε δείξει ο Φανλαγκόθ δεν πλησίασε. Ο Βάνμιρ είχε την αίσθηση ότι κάτι συνέβαινε στους βάλτους Βενέβριαμ και τα τέρατα έστελναν μηνύματα το ένα στο άλλο. Τι να ήταν, όμως; Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως στο νου του: Κάτι που αφορά τη Νίθρα και τον ευγενή ο οποίος της προσφέρει προστασία. Πρέπει κι αυτοί να βρίσκονται στα έλη, όπως κι εμείς. Αλλά γιατί ο Νουτκάλι δε στέλνει τους υπηρέτες του να αντιμετωπίσουν εμάς; Σίγουρα, είμαστε πιο επικίνδυνοι από αυτούς, έχοντας τα κομμάτια ουρανόλιθου. Ή, μήπως, δεν μπορεί ακριβώς να «στείλει» τα τέρατα, αλλά αυτά πηγαίνουν όπου θέλουν; Χμμμ… δεν το νομίζω, όμως πιθανώς να ισχύει. Βέβαια, ίσως και ο Φανλαγκόθ να μας κρύβει από τα «μάτια» του αδελφού του. Ναι, δεν αποκλείεται… Αλλά θα μπορούσαν να συμβαίνουν κι ένα σωρό άλλα, τελείως διαφορετικά πράγματα. Ο Βάνμιρ χάθηκε, για αρκετή ώρα, στους συλλογισμούς και στις υποθέσεις του.
Μετά από κάποια χιλιόμετρα ταξιδιού, ο Μάηραν είπε: «Άρχοντά μου, ίσως θα ήταν καλά τώρα να κάνουμε στάση.»
Ο Βάνμιρ βλεφάρισε. «Ναι,» συμφώνησε, και έγνεψε στην ομάδα του να σταματήσει. «Κατασκηνώστε. Και να μένετε ο ένας κοντά στον άλλο. Επίσης, να φυλάτε σκοπιές.»
«Ασφαλώς, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ένας στρατιώτης.
Έτσι, η ομάδα του Βάνμιρ σταμάτησε, για να διανυκτερεύσει, και, λίγο αργότερα, ο Φανλαγκόθ μίλησε στον υπηρέτη του….
H Νίθρα –η γυναίκα για την οποία είχε κάνει ολόκληρο ταξίδι, ξεκινώντας από τη Βάλγκριθμωρ και διασχίζοντας τη θάλασσα Νερεν’γκέρ, ώστε να φτάσει, τελικά, εδώ, στους βάλτους Βενέβριαμ της Λιάμνερ-Κρωθ– στεκόταν εμπρός του. Αλλαγμένη. Τα μαλλιά της, από μαύρα, είχαν γίνει κατακόκκινα, σαν το αίμα που έτρεχε από το δεξί της χέρι. Και τα μάτια της έμοιαζαν τόσο απειλητικά και τρομαχτικά. Ο Φένταρ, παρά τα όσα είχε περάσει, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που αντίκριζε.
Όμως δεν είχε ιδέα τι αντίκριζε η Νίθρα, δεν φανταζόταν καν τι έβλεπαν τα παράξενα μάτια της· γιατί, όταν η Ρουζβάνη είχε πλησιάσει το Τραύμα στο σώμα της Λιάμνερ Κρωθ, πράγματα χαμένα στη λησμονιά είχαν ξυπνήσει εντός της. Αρχικά, δεν είχε αντιληφθεί τι της συνέβαινε· όμως τώρα ήξερε· τώρα αντιλαμβανόταν. Καταλάβαινε πως μέρη του εαυτού της, που από τη γέννησή της κοιμόνταν, είχαν αφυπνιστεί. Και δε θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.
Τριγύρω και πίσω απ’τον άντρα που την είχε ακολουθήσει ως εδώ, έβλεπε ανθρώπους να βαδίζουν, να συζητάνε, να ζουν, να υπάρχουν, καθώς επίσης και χτίρια, οικοδομήματα άγνωστης τεχνοτροπίας, επάνω σε πλακόστρωτους δρόμους. Όμως όλα τούτα δεν ήταν πραγματικά· ήταν πραγματικά κάποτε, αλλά όχι στο τώρα, όχι στο παρόν. Επρόκειτο για σκιές, σαν αυτές που ατένιζε όσο ερχόταν εδώ, διασχίζοντας τα έλη μαζί με το Δόλβεριν και τους υπόλοιπους· μόνο που πλέον μπορούσε να τις διακρίνει καλύτερα, να δει χρώματα επάνω τους και εκφράσεις. Αλλά εξακολουθούσαν να είναι σκιές, φαντάσματα του παρελθόντος· φαντάσματα κάποιων ανθρώπων που είχαν, πριν από χιλιετίες αμέτρητες, κατοικήσει εδώ, όταν το μέρος δεν ήταν καν βάλτος.
Τα μάτια της Νίθρα, που ανέκαθεν ήταν καλύτερα από των άλλων, της είχαν αποκαλύψει την αληθινή τους φύση. Και Έβλεπαν.
Αλλά δεν είχαν παρατηρήσει τη μορφή που κινείτο πίσω της, βγαίνοντας μέσα από το άνοιγμα και απλώνοντας ένα χοντρό, κατάμαυρο, δυνατό χέρι.
Ο Φένταρ, όμως, αμέσως την πρόσεξε.
«Νίθρα, απομακρύνσου!» φώναξε, δείχνοντας, με το ένα του ξιφίδιο.
Η Νίθρα στράφηκε και είδε ένα ανθρωπόμορφο έκτρωμα, που σαγόνια ανοιγόκλειναν στην κοιλιά του σώματος του και μια πλατιά γλώσσα αναδευόταν μέσα στο αποκρουστικό αυτό στόμα. Το δεξί χέρι του πλάσματος, πάραυτα, την άρπαξε από τα μαλλιά.
«Άφησέ με!» γρύλισε εκείνη. «Φύγε! Γύρνα απο κεί που ήρθες!»
Το αλλόκοτο τέρας πετάχτηκε πίσω, βγάζοντας ένα τσίριγμα και κρατώντας το κεφάλι του με τα δύο χέρια· γιατί, ναι, είχε κεφάλι, παρότι διέθετε στόμα στην κοιλιά. Και η Νίθρα παρατήρησε, έκπληκτη, ότι στο κεφάλι δεν υπήρχε στόμα, παρά μόνο μια μακριά σχισμάδα, απ’τη μία άκρη του προσώπου ως την άλλη, η οποία ίσως να περιείχε τα μάτια του όντος.
«Ααααααααεεεεεεεεερρρννν!…» ούρλιαξε το πλάσμα και βυθίστηκε μέσα στο άνοιγμα, οπισθοχωρώντας.
Η Νίθρα αισθάνθηκε, προς στιγμή, εξαντλημένη, σαν να είχε επικαλεστεί την Πειθώ. Μα δεν ήταν Πειθώ αυτό που χρησιμοποίησα. Τι ήταν; Τι ήταν η ενέργεια που είχε νιώσει να διατρέχει το σώμα της και να εξέρχεται απ’τα χείλη της σαν χείμαρρος λέξεων;
Ο Φένταρ, που την είχε ακούσει να προστάζει το τέρας, είχε ζαλιστεί για λίγο, καθώς τα λόγια της αντηχούσαν μέσα στο κεφάλι του, και είχε παραπατήσει. Μα τους θεούς όλους! σκέφτηκε. Τι έκανε η τρελή Ρουζβάνη; Θηκάρωσε το ένα του ξιφίδιο και τράβηξε το σπαθί του από το σώμα του Κτήνους που είχε σκοτώσει, πατώντας το κουφάρι με το αριστερό του, μποτοφορεμένο πόδι.
Η Νίθρα στράφηκε στο μέρος του. «Ποιος είσαι;» ρώτησε. «Γιατί μ’ακολουθείς;» Τριγύρω έβλεπε τα φαντάσματα του παρελθόντος να βαδίζουν ανέμελα, όμως δεν τα περνούσε πια για παροντικούς ανθρώπους.
«Πρέπει να φύγουμε. Ήρθα να σε σώσω. Φένταρ με λένε.»
Τα μάτια της στένεψαν –και ο Φένταρ ρίγησε. «Είσαι Ωθράγκος, έτσι;» Η Νίθρα μπορούσε να το διακρίνει αμέσως με την ισχυροποιημένη της Ματιά.
«Ναι. Αλλά έλα· πρέπει να φύγουμε.»
«Όχι, δε γίνεται.» Η Νίθρα στράφηκε στον Δόλβεριν και τους υπόλοιπους Λυκολάτρες, και είδε μονάχα έναν απ’αυτούς –τον Όκενλορ– να μάχεται εναντίον τριών Κτηνών. Τους υπόλοιπους δεν τους έβλεπε πουθενά. Και τα τέρατα ήταν πολύ περισσότερα απ’ό,τι είχαν, αρχικά, υπολογίσει. Μας ξεγέλασαν. Είχαν κρυφτεί κάπου όπου δεν μπορούσα να τα δω. Κάποιος τα είχε προσχεδιάσει όλα τούτα, σαν να ήξερε ακριβώς τι θα συνέβαινε· σαν να ήξερε πως, με τη Ματιά μου, θα έβλεπα τα Κτήνη, αν είχαν κρυφτεί κάπου μέσα στο πεδίο όρασής μου. Ο Νουτκάλι, άραγε; Ο Νουτκάλι;
Τέσσερα από τα Κτήνη ήρθαν, τρέχοντας, προς το μέρος της Νίθρα και του Φένταρ, γρυλίζοντας και δείχνοντας τα δόντια τους, ενώ τα κιτρινιάρικά τους μάτια άστραφταν στο φεγγαρόφωτο.
Ο Ωθράγκος ύψωσε τα όπλα του, αν και αντιλαμβανόταν ότι δε θα μπορούσε ν’αντιμετωπίσει όλα αυτά τα θηρία, ειδικά μ’ετούτο το επίμονο τραύμα στα πλευρά του, το οποίο τον σούβλιζε.
Η Νίθρα, όμως, δεν ανησύχησε, γιατί κάτι εντός της της έλεγε πως δε θα έπρεπε να πανικοβληθεί, όχι αφότου είχε ξαποστείλει εκείνο τον φρικτό τερατάνθρωπο μέσα στο άνοιγμα. Ύψωσε το δεξί, τραυματισμένο της χέρι και φώναξε:
«Μακριά μου! Μακριά!»
Τα Κτήνη έπαψαν να τρέχουν, σα ζαλισμένα.
«ΦΥΓΕΤΕ!» φώναξε η Νίθρα, και τα τέρατα στράφηκαν κι απομακρύνθηκαν, ολοταχώς.
Ο Φένταρ παραπάτησε, νιώθοντας ξανά την ίδια ζαλάδα, σαν αόρατα κύματα ενέργειας να είχαν προέλθει από τη Ρουζβάνη και να τον είχαν χτυπήσει.
Η φωνή μου, σκέφτηκε η Νίθρα. Έχει κι αυτή αποκτήσει άλλη δύναμη, όπως και τα μάτια μου. Δεν έχω πλέον απλά το χάρισμα της Πειθούς. Ετούτο είναι κάτι άλλο, ισχυρότερο, και διαφορετικό. Με εξαντλεί και πιο πολύ, νομίζω…
Βάδιζε προς τα εκεί όπου θυμόταν ότι βρίσκονταν οι Λυκολάτρες, ενώ έβλεπε τον Όκενλορ να πέφτει, τυλιγμένος στα αίματα.
Ο Φένταρ την ακολούθησε. «Πού πας;» Η Νίθρα δεν του απάντησε. Εκείνος έριξε μια ματιά τριγύρω, προσπαθώντας να εντοπίσει τις Μιρλίμιες ανάμεσα στα μαυρότριχα Κτήνη. Και είδε τη Χρυσοδάκτυλη να έχει καβαλήσει ένα από αυτά και να το καρφώνει με τα στιλέτα της, λυσσασμένα· η Αστρογέννητη, ωστόσο, δε φαινόταν πουθενά.
«Έλα εδώ!» φώναξε ο Φένταρ στη δολοφόνο. «Έλα εδώ!» Αυτή δεν έμοιαζε να τον ακούει. Δέχτηκε ένα χτύπημα, από ένα άλλο Κτήνος, και σωριάστηκε στο βαλτώδες έδαφος. Η νυχιά την είχε βρει στο κεφάλι, λούζοντας τα κοντά, ξανθά της μαλλιά με αίμα.
Ο Φένταρ έτρεξε, για να την προστατέψει από δύο Κτήνη που ζύγωναν για να την κατασπαράξουν. Με μια κραυγή, εκτόξευε το ξιφίδιό του, πετυχαίνοντας το ένα τέρας στο μέτωπο και σωριάζοντάς το. Μετά, βάστηξε το ξίφος του με τα δύο χέρια κι έπεσε πάνω στο άλλο, κατεβάζοντας τη λεπίδα του με ορμή και σπαθίζοντάς το στον ώμο. Το Κτήνος γρύλισε και τον κοπάνησε, με το κεφάλι του, στο στήθος, σωριάζοντάς τον κι αυτόν, ενώ η Χρυσοδάκτυλη είχε σηκωθεί στο ένα γόνατο, βλεφαρίζοντας, για να διώξει το αίμα που είχε πέσει στα μάτια της.
«Μακριά! Φύγε!» αντήχησε η φωνή της Νίθρα πίσω από τη Μιρλίμια και τον Ωθράγκος, και το τέρας στράφηκε και έφυγε.
Η Ρουζβάνη ένιωσε την καινούργια δύναμη να την ξαναδιαπερνά, και το συναίσθημα ήταν τόσο καλό, τόσο γλυκό. Και, συγχρόνως αλλά παραδόξως, οικείο. Σαν η Νίθρα να είχε γεννηθεί για να ελέγχει ακριβώς τούτο το Χάρισμα, και όχι κάτι ποταπό, όπως η Πειθώ.
Εκανε πίσω το κεφάλι και γέλασε. Πώς δεν το είχα ανακαλύψει τόσο καιρό; Πώς; Η Καλβάρθα ποτέ δε θα είχε καταφέρει ν’αντισταθεί σ’αυτό! Αν της ζητούσα να κατεβεί απ’το Θρόνο του Αετού και να τον προσφέρει σε μένα, θα το έκανε!
«ΦΥΓΕΤΕ!» Βάδισε προς τα συγκεντρωμένα Κτήνη. «Φύγετε! Απομακρυνθείτε! Χαθείτε από μπροστά μου!» Και συνέχισε να πλησιάζει, καθώς τα τέρατα οπισθοχωρούσαν, ατενίζοντας τη με στενεμένα μάτια και κουνώντας τα κεφάλια τους, λες και μεγάλη ζάλη να τα είχε καταλάβει, ενώ γρύλιζαν πονεμένα.
Τα πτώματα των Λυκολατρών είχαν αρχίσει ν’αποκαλύπτονται εμπρός της, το ένα μετά το άλλο, όλα τους αιματοβαμμένα και καταχτυπημένα· ορισμένα, μάλιστα, διαμελισμένα.
«Φύγετε! Σας προστάζω! Εξαφανιστείτε!»
Ξαφνικά, αισθάνθηκε μια δυνατή εξάντληση να την καταλαμβάνει. Παραπάτησε και έπεσε στο ένα γόνατο, βαριανασαίνοντας. Δεν πρέπει να το παρακάνω, τόνισε στον εαυτό της, προσπαθώντας να μαζέψει τις σκέψεις της και βρίσκοντάς το δύσκολο. Τι μ’έχει πιάσει;
Είδε τα μάτια ορισμένων Κτηνών να γυαλίζουν και τα τέρατα να τη ζυγώνουν, μ’αργά, επιφυλακτικά βήματα.
«Μακριά μου!» πρόσταξε η Νίθρα, κάνοντάς τα να ουρλιάξουν, και να γυρίσουν και να φύγουν.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ορθώθηκε, τρέμοντας. Βάδισε μέχρι το αιμόφυρτο σώμα του Δόλβεριν και γονάτισε πάλι δίπλα του.
«…Πρίγκιπά μου,» είπε, παρατηρώντας ότι το αριστερό του χέρι έλειπε από τον αγκώνα και κάτω, ενώ τα τραύματα επάνω του ήταν αναρίθμητα. «Μ’ακούτε;»
Τα μάτια του Δόλβεριν μισάνοιξαν. «…Ν-νίθρα;»
«Ναι, Πρίγκιπά μου.» Αισθάνθηκε δάκρια να τρέχουν στα μάγουλά της. «Τι να κάνω; Δε θα σ’αφήσω να πεθάνεις…»
«…Δε γίνεται.» Το δεξί του χέρι έπιασε τον καρπό της· τον έσφιξε. «Ήταν πιο πολλά… απ’ό,τι νομίζαμε.»
«Με συγχωρείτε, Πρίγκιπά μου… Δεν… Είχαν κρυφτεί εκεί που δε μπορούσα να τα δω.»
«…Ναι… Βλέπω… βλέπω ανθρώπους γύρω μου, Νίθρα. Έτσι είναι όταν πεθαίνεις;… Και σ’αυτό το μέρος… Αααχχχ… Φαίνονται να μην τους νοιάζει, να μη με κοιτάζουνε… Νίθρα, ακόμα κι εσένα, σε βλέπω… διαφορετικά… τα μαλλιά σου…»
«Πρίγκιπά μου…» Η Νίθρα, αντικρίζοντας το πρόσωπό του Δόλβεριν μέσα από τη θολούρα των δακρύων της, άγγιξε το μάγουλό του, νιώθοντας τα δάχτυλα του χεριού της να τρέμουν. «Δεν έπρεπε να πεθάνεις, όχι εσύ…!»
Το Χαμόγελο του Δόλβεριν παρουσιάστηκε. «Προσπάθησα… τα Κτήνη… νικήσουμε. Ο Λύκος…» Και, σαν, ξαφνικά, να συνήλθε από κάποιο όνειρο –«Να προσέχεις, Νίθρα! Τον Νουτκάλι, να τον προσέχεις!… Και την Αρχόντισσα Πάρνα… να της πεις, να της πεις ότι την αγαπώ… Ο Λύκος ήταν μαζί μας… Τον Προφήτη, να τον προσέχει… την Καλβάρθα…» Τα μάτια του Πρίγκιπα έχασαν τη γυαλάδα τους. Το Χαμόγελο του Δόλβεριν χάθηκε από το πρόσωπό του.
Η Νίθρα έκλεισε τα βλέφαρα της, κλαίγοντας με λυγμούς. Θα τους κάνω να πληρώσουν γι’αυτό! Να πληρώσουν να πληρώσουν να πληρώσουν! Δεν ήξερε αν τα έλεγε δυνατά τούτα, ή αν τα σκεφτόταν· μα δεν είχε σημασία. Γιατί συμβαίνουν αυτά; Τι συμβαίνει στο Νούφρεκ; Ω Μεγάλη Θεά…!
«ΝΙΙΙΙΙΘΡΑΑΑΑ! Σύνελθε! Τα ΤΕΡΑΤΑ!» Η φωνή του Ωθράγκος που είχε πει ότι τον έλεγαν Φένταρ.
Τα μάτια της, πάραυτα, άνοιξαν και κοίταξαν τριγύρω. Τα Κτήνη ζύγωναν –γρήγορα!
Η Νίθρα επικαλέστηκε τις δυνάμεις της και πρόσταξε: «Μακριά μου! Μακριά! Μη με πλησιάζετε!»
Είδε τα μαυρότριχα τέρατα να αναπηδούν και να φεύγουν, να σταματάνε απότομα και να σωριάζονται, σα ζαλισμένα–
Ένας δυνατός πόνος στον αριστερό της ώμο!
«ΑΑΑααααααααααα!» ούρλιαξε η Νίθρα, νιώθοντας λες και δεκάδες μαχαίρια να βυθίζονταν μέσα της.
Ατσάλι άστραψε, και αίμα πετάχτηκε, πιτσιλώντας το πρόσωπό της.
Η Νίθρα στράφηκε και είδε το Κτήνος να πετάγεται όπισθεν, τραυματισμένο απ’το ξίφος του Φένταρ. Άλλα δύο Κτήνη βρίσκονταν από κοντά.
Ω Μεγάλη Θεά, δος μου δύναμη, γιατί δε θα τα καταφέρω. Σώσε με απο δώ, και θα πολεμήσω στ’όνομά σου! Θα κάνω αυτούς που σε ατίμασαν, αυτούς που καταχράστηκαν την εξουσία που τους έδωσες, να πληρώσουν!
«Έλα, σήκω,» άκουσε μια γυναικεία φωνή να της λέει, και, για μια στιγμή, νόμισε πως ήταν η ίδια η Λιάμνερ Κρωθ που της μιλούσε· όμως, ύστερα, είδε τη γυναίκα την οποία ο Φένταρ είχε πάει να προστατέψει από τα Κτήνη –μια Μιρλίμια· η Ματιά της της το αποκάλυπτε αμέσως.
Η άγνωστη την είχε πιάσει απ’τον δεξή ώμο, που δεν ήταν τραυματισμένος, και προσπαθούσε να τη σηκώσει. «Έλα!»
Η Νίθρα στηρίχτηκε επάνω της –βλέποντας τα χέρια της να βάφονται από το αίμα της Μιρλίμιας– και ορθώθηκε. «Μακριά!» φώναξε στα Κτήνη. «Φύγετε! Μακριά μας!» Κι εκείνα γύρισαν κι έφυγαν.
Ο Φένταρ παραπάτησε ξανά, και είδε και τη Χρυσοδάκτυλη να παραπατά. «Νίθρα,» είπε, «τι είν’αυτό που κάνεις; Είναι Πειθώ;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνη, «δεν είναι… Είναι» –η λέξη ήρθα ακούσια στα χείλη της, σαν να ξύπνησε κι αυτή από κάποιο βαθύ σημείο της συνείδησής της– «Προσταγή.»
«Δεν το έχω ξανακούσει.»
«Ούτε κι εγώ. Αλλά πρέπει να φύγουμε.»
«Ένα καράβι μάς περιμένει έξω απ’το βάλτο,» είπε ο Φένταρ. «Θα σε οδηγήσουμε εκεί.»
«Ναι.»
«Γρήγορα, όμως. Πάμε να πάρουμε και τ’άλογά μας.» Ο Ωθράγκος ξεκίνησε να προχωρά.
Η Νίθρα τον ακολούθησε, βαστώντας τον αριστερό, τραυματισμένο της ώμο με το δεξί, τραυματισμένο της χέρι. Δεν ήθελε ούτε καν να σκεφτεί πώς θα φαινόταν, έτσι βουτηγμένη στο αίμα όπως ήταν.
Δίπλα της προχωρούσε η άγνωστη Μιρλίμια, παραπατώντας, αλλά μοιάζοντας να βρίσκεται συνεχώς σε πολεμική ετοιμότητα.
«Μακριά!» πρόσταξε η Νίθρα κάτι Κτήνη που αντίκρισε. «Φύγετε! Απομακρυνθείτε!» Ως συνήθως, τα θηρία υπάκουσαν, κι εκείνη ένιωσε έξαψη, ηδονή, αλλά και, συγχρόνως, κούραση, τόσο μεγάλη κούραση. Έπρεπε να κοιμηθεί, ν’ανακτήσει τις δυνάμεις της, μα δεν μπορούσε, δεν υπήρχε χρόνος τώρα· αν κοιμόταν, θα τη σκότωναν.
*
—Καταλαβαίνεις τι έκανες τώρα;—
—Ναι. Βεβαιώθηκα ότι ποτέ δε θα αναστήσεις την παλιά Ρουζβάνικη Αυτοκρατορία—
—Η Νίθρα, παρά τις δυνάμεις που ξύπνησαν μέσα της, μπορεί να πεθάνει. Δεν το βλέπεις; Θα τη σκοτώσω! Έχω ανθρώπους ικανότατους για τη δουλειά—
—Το βλέπω, αδελφέ. Βλέπω, όμως, και πολλά άλλα Μονοπάτια, όπου η Νίθρα ζει. Έχασες εδώ, Νουτκάλι. Οι υπηρέτες μου θα κυριαρχήσουν και στη Λιάμνερ-Κρωθ και στη Βάλγκριθμωρ. Δύο ήπειροι δικές μου!—
—Υπολογίζεις τα πάντα σαν να παίζεις μόνος σου αυτό το παιχνίδι. Και θα ανακαλύψεις το λάθος σου όταν θα είναι αργά –όταν ο Νουτκάλι, ο Κοσμοκράτορας της Κουαλανάρα, θα σας έχει υποτάξει όλους!—
Ο Βάνμιρ καθόταν επάνω σε μία από τις προεξέχουσες ρίζες ενός δέντρου, ακουμπώντας την πλάτη του στον κορμό, τυλιγμένος στην κάπα του, και μισοκοιμισμένος, καθώς κάπνιζε από μια μακριά, ξύλινη πίπα. Παραδίπλα, κοιμόταν η Ρικνάβαθ, κουκουλωμένη, ενώ μπροστά της ήταν αναμμένη μια φωτιά. Τριγύρω, κι άλλες φωτιές ήταν αναμμένες, και οι στρατιώτες, ο Μάηραν, ο Ρόλμαρ, και η Λιόλα κοιμόνταν κοντά τους· εκτός από τους σκοπούς, φυσικά, οι οποίοι είχαν τα βλέμματά τους καρφωμένα στη βαλτώδη βλάστηση, και στα χέρια τους βαστούσαν οπλισμένες βαλλίστρες, ενώ πλάι τους είχαν τα δόρατά τους, ώστε να τα υψώσουν μετά από την πρώτη βολή εναντίον των Κτηνών.
Ο Βάνμιρ έβλεπε, μέσα από μισόκλειστα βλέφαρα, έντομα να κάνουν κύκλους πάνω απ’τη φωτιά του. Δεν άφηνε τον εαυτό του να κοιμηθεί, γιατί ο Φανλαγκόθ τού είχε υποσχεθεί ότι θα επικοινωνούσε μαζί του απόψε.
Και ο Ράζλερ δεν τον απογοήτεψε.
—Βάνμιρ…—
Τα βλέφαρα του Βάνμιρ τρεμόπαιξαν, καθώς ο νους του ήρθε σε πλήρη εγρήγορση.
—Έχω πολλές ερωτήσεις να σου κάνω, Φανλαγκόθ—
—Το ξέρω, αλλά υπάρχει λίγος χρόνος—
—Είπες ότι θα με ενημέρωνες για το πώς πήγαν τα πράγματα. Σε ποια πράγματα αναφερόσουν δε γνωρίζω, όμως περιμένω να με ενημερώσεις—
Ο Φανλαγκόθ γέλασε· μετά είπε—Υπήρχε ένας ακόμα λόγος που ήθελα η Νίθρα να βρίσκεται στη Λιάμνερ-Κρωθ· και υπήρχε ένας ακόμα λόγος που ο Νουτκάλι την ήθελε στη Βάλγκριθμωρ. Ο ένας λόγος είναι αντίστροφος του άλλου. Και δε σας είχα αναφέρει κανέναν από τους δύο, πριν—
—Γιατί;—
—Διότι δεν ενδιέφερε τους περισσότερους από εσάς και διότι είχα ακόμα αμφιβολίες σχετικά με το πώς θα εξελίσσονταν τα γεγονότα—
—Και εξελίχτηκαν… ευνοϊκά;—
—Πράγματι, πολύ ευνοϊκά. Η εξουσία του αδελφού μου επί της Λιάμνερ-Κρωθ μειώνεται—
—Μπορείς να μου εξηγήσεις τι εννοείς, και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη Νίθρα;—
—Η Νίθρα έχει αίμα πολύ αρχαίων φυλών εντός της, Βάνμιρ. Η οικογένειά της και αρκετές άλλες οικογένειες των Ρουζβάνων έχουν τέτοιο αίμα· όμως σπάνια το αίμα ενός ατόμου είναι αρκετά δυνατό, ώστε το άτομο να διαμορφωθεί από αυτό—
—Και η Νίθρα έχει… διαμορφωθεί;—
—Θυμάσαι πόσο εύκολα σας είδε να στέκεστε στο Παρατηρητήριο, εσένα και τον Ρόλμαρ;—
—Ναι. Και ήταν περίεργο, αλλά τι–;—
—Ανέκαθεν τα μάτια της ήταν καλύτερα από κάθε άλλου ανθρώπου που είχε συναντήσει, Βάνμιρ. Αφύσικα καλύτερα—
—Πράγμα το οποίο οφείλεται στο αίμα των αρχαίων φυλών που έχει εντός της;—
—Ναι, ακριβώς—
—Και τι είδους…; Από τι φυλή προέρχεται αυτό;—
—Από τη φυλή των Σαρμάλων, οι οποίοι ζούσαν σε τούτα τα μέρη όταν η Λιάμνερ-Κρωθ και η Ναζ-Λορ ήταν μία ήπειρος—
—Ήταν ποτέ μία ήπειρος;—
—Φυσικά και ήταν. Πριν από εκατομμύρια χρόνια. Μάλιστα, ο βάλτος όπου τώρα ταξιδεύεις ήταν, τότε, το κέντρο του πολιτισμού της. Υπήρχε μια τεράστια πόλη εδώ, Βάνμιρ—
—Αχά…—Ο Βάνμιρ έβγαλε την πίπα απ’το στόμα του, την άδειασε μέσα στη φωτιά, και την ξαναγέμισε με καπνό, ανάβοντάς την—Και αυτοί οι… Σαρμάλοι είχαν πολύ καλά μάτια, έτσι;—
—Περίπου. Ορισμένοι απ’αυτούς διέθεταν ένα Χάρισμα που ονόμαζαν ‘Ματιά’, όπως εσείς οι Ωθράγκος διαθέτετε την Ταχύτητα, οι Ρουζβάνοι την Πειθώ, οι Ρογκάνοι την Κραυγή, και τα λοιπά—
—Ωραία όλα τούτα, αλλά δεν καταλαβαίνω ούτε πού είναι το σημαντικό ούτε γιατί ο Νουτκάλι έχασε την εξουσία του επί της Λιάμνερ-Κρωθ—
—Περίμενε. Γιατί βιάζεσαι; Εγώ είμαι που με κυνηγάει ο Χρόνος—
—Μην αισθάνεσαι πιεσμένος—αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, φυσώντας καπνό—με το πάσο σου—
—Η Ματιά των Σαρμάλων ήταν κάτι περισσότερο από ‘κοφτερά μάτια’ –αν και ήταν και αυτό. Με τη Ματιά, μπορούσε κανείς να δει αύρες και πράγματα αόρατα στους άλλους. Υπάρχουν μονοπάτια σε τούτο τον κόσμο, Βάνμιρ, τα οποία είναι κρυφά για τους οφθαλμούς των συνηθισμένων ανθρώπων· αλλά όχι για όσους έχουν τη Ματιά—
—Φαίνεται ενδιαφέρον Χάρισμα αυτή η Ματιά—
—Είναι, πράγματι. Και η Νίθρα δεν έχει μέσα της μόνο τη Ματιά: στις φλέβες της κυλά δυνατό και το αίμα άλλων αρχαίων φυλών, εκτός από των Σαρμάλων—
—Τόσο σπουδαίο άτομο είναι η Νίθρα; Δεν το είχα καταλάβει—
Ο Φανλαγκόθ γέλασε—Περνάνε πολλά σπουδαία άτομα από μπροστά μας, Βάνμιρ, τα οποία δεν παρατηρούμε καν. Όσον αφορά τη Νίθρα τώρα, όπως είπα, εντός της ρέει το αίμα πολλών αρχαίων φυλών της Αρμάλκολ (καθώς λέγονταν οι ήπειροι Λιάμνερ-Κρωθ και Ναζ-Λορ όταν ήταν ενωμένες). Και τα Χαρίσματα αυτών των φυλών σχετίζονται κυρίως με το Λόγο—
—Όπως η Πειθώ;—
—Και η Κραυγή, η οποία είναι το άκρο αντίθετο της Πειθούς –ο βαρβαρισμός αντίκρυ του πολιτισμού. Αλλά κι οι δύο είναι εκφάνσεις του Λόγου, βλέπεις—
—Και τι σχέση έχει η Ματιά με τον Λόγο, μπορείς να μου πεις;—
—Οι Σαρμάλοι δεν ήταν αυτόχθονες της Αρμάλκολ, Βάνμιρ· ήρθαν από τα βόρεια—
—Από τη Βάλγκριθμωρ;—
—Η οποία, τότε, λεγόταν αλλιώς—
—Αναμενόμενο. Έχουμε εμείς, οι Ωθράγκος, καμία συγγένεια μ’αυτούς;—Ο Βάνμιρ αισθανόταν εξαιρετικά συνεπαρμένος από την κουβέντα τους, καθώς και από τις προεκτάσεις που μπορεί να είχε!
—Μακρινή. Αλλά μην περιπλέκεις τώρα τα πράγματα. Αυτές που σου λέω ήταν δευτερογενείς φυλές· εσείς είστε τριτογενείς. Η Νίθρα είναι εξαίρεση, έχοντας τόσο πολύ δευτερογενές αίμα εντός της—
—Μάλιστα—
—Μην ξεφεύγουμε, όμως, από τη συζήτησή μας. Η εν λόγω Ρουζβάνη διαθέτει παλιές μορφές της ικανότητας του Λόγου, από την εποχή που η φυλή της και η φυλή των Ρογκάνων δεν ήταν παρά μία, ενιαία φυλή. Στα άδυτα της ψυχής της κρύβονται η Προσταγή και το Κοσμικό Κέλευσμα—
—Δε μας είχε πει τίποτα τέτοιο, τότε, στο Παρατηρητήριο, η ύπουλη νυφίτσα! Μας είχε πει μόνο ότι είναι απλά «Ομιλήτρια»—
—Φυσικό ήταν, αφού δεν ήξερε γι’αυτό—
—Χμ;…—Ο Βάνμιρ δάγκωσε το άκρο της πίπας του—Αρχίζεις να με τρελαίνεις, Φανλαγκόθ· κι αυτό είναι κάτι δύσκολο να το κάνει κάποιος σε μένα—
—Η Νίθρα δεν είχε ιδέα για το αρχαίο αίμα εντός της. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι έβλεπε λίγο καλύτερα από τους υπόλοιπους, κυρίως γιατί εκείνοι της το έλεγαν. Δεν είχε ξυπνήσει μέσα της ούτε η Ματιά, ούτε η Προσταγή, ούτε το Κοσμικό Κέλευσμα. Απόψε, όμως, ξύπνησαν!—
—Πώς;—
—Πλησίασε το άνοιγμα του Νουτκάλι—
—Έφτασε, δηλαδή, εκεί!—
—Ναι—
—Με τι σκοπό;—
—Να το ερευνήσει. Ή, μάλλον, δεν είχε εκείνη αυτόν το σκοπό, αλλά οι άνθρωποι μαζί της: ο Πρίγκιπας Δόλβεριν και μια Ιερά Αναζητήτρια της Λιάμνερ Κρωθ, η Λυρία. Αλλά τούτα είναι δευτερεύουσας σημασίας, Βάνμιρ· το σημαντικό είναι πως, πηγαίνοντας εκεί, η Νίθρα ζύγωσε το άνοιγμα και, όπως το είχα προβλέψει, το αρχαίο αίμα ξύπνησε εντός της!—
—Και είσαι βέβαιος ότι θα βγει ζωντανή από τους βάλτους; Δεν ήταν τα Κτήνη κοντά στο άνοιγμα;—
—Ήταν· και, μάλιστα, σκότωσαν τους περισσότερούς της συντρόφους. Μα η ίδια γλίτωσε, χάρη στη δύναμη της Προσταγής. Αν δεν την είχα οδηγήσει κοντά στο άνοιγμα, ο Νουτκάλι θα την είχε σκοτώσει—
—Εσύ την οδήγησες εκεί;—
—Την παρότρυνα, ελαφρώς. Είχα προδεί ότι, χωρίς την παρότρυνσή μου, αποκλείεται να ζύγωνε· όμως, αν της μιλούσα επάνω στη στιγμή της απόγνωσής της, θα την έπειθα. Όπως κι έγινε. Πάντοτε ήμουν καλύτερος από τον Νουτκάλι σε όλα, Βάνμιρ, –ακριβώς όπως κι εσύ είσαι σε όλα καλύτερος από τον Ρόλμαρ– και, στο τέλος, θα νικήσω!—
—Τα παιχνίδια σας είναι πολύ περίπλοκα για τα γούστα μου. Προτιμώ να παίζω παιχνίδια απλούστερων κανόνων με τον Ρόλμαρ—
—Τα απλά παιχνίδια είναι βαρετά, όταν κοιτάζεις μέσα στο Χρόνο τόσο εύκολα, Βάνμιρ. Τέλος πάντων, αυτά είχα να σου πω—
—Έχω πολλά να σε ρωτήσω—
—Βιάζομαι, όμως—
—Πάλι;—
—Πάντα—
—Πες μου τούτο, τουλάχιστον, Φανλαγκόθ: Πού βρίσκεται τώρα η Νίθρα; Θα τη συναντήσουμε; Και τι θα γίνει με τον Ρόλμαρ; Τον έχει, όντως, μαγέψει;—
—Δε θα τη συναντήσετε τη Νίθρα, μέσα στις επόμενες ημέρες· οπότε, δε χρειάζεται ν’ανησυχείς. Συνέχισε να πορεύεσαι νότιο-δυτικά, και θα βρεθείς στο άνοιγμα—
Ο Βάνμιρ αισθάνθηκε την παρουσία του Φανλαγκόθ να τον εγκαταλείπει. Έβγαλε την πίπα του από το στόμα και φύσηξε καπνό. Το βλέμμα του πήγε στη φωτιά εμπρός του, και προσπάθησε να αναλογιστεί για λίγο τα πράγματα που του είχε αποκαλύψει ο Ράζλερ.
Η Λιάμνερ-Κρωθ και η Ναζ-Λορ, μία ήπειρος κάποτε… Ποτέ δεν το είχε σκεφτεί τούτο ο Βάνμιρ. Και πώς, άραγε, να είχαν γίνει δύο; Κάποιος μεγάλος σεισμός; Ή η οργή κανενός λησμονημένου θεού; Και, αλήθεια, σε τι θρησκεία πίστευαν, τότε; Υπήρχε η θρησκεία της Λιάμνερ Κρωθ; Υπήρχε η θρησκεία του Ναζ Λορ, του Αρχαίου Πατέρα των Ρογκάνων; Μάλλον, όχι, αφού η ήπειρος είχε άλλο όνομα. (Αρμάλκολ… Τι παράξενη ονομασία. Εξωτική…) Ωστόσο, οι Ρουζβάνοι υποστήριζαν ότι η ίδια η ήπειρος ήταν η θεά τους, και οι Ρογκάνοι το ίδιο έλεγαν για το θεό τους. Όταν, λοιπόν, η Λιάμνερ-Κρωθ και η Ναζ-Λορ βρίσκονταν ενωμένες… ήταν ο θεός και η θεά ενωμένοι, επίσης; Και τι ήταν; Κάποια ανώτερη θεότητα;
Τι ενδιαφέροντα πράγματα! Ο Βάνμιρ άναψε πάλι το τσιμπούκι του. Τι άλλα, άραγε, να έχει να μου πει ο Φανλαγκόθ; Θέλω να τα μάθω όλα! Μακάρι μόνο ο Ράζλερ να έβρισκε και το χρόνο να του τ’αποκαλύψει· γιατί, συνεχώς, παραπονιόταν ότι ο Χρόνος τον κυνηγούσε, ή ότι είχε άπειρο χρόνο και, επομένως, καθόλου –μια ιδέα η οποία ξένιζε τον Βάνμιρ τελείως. Πώς είναι δυνατόν, όταν έχεις άπειρο από κάτι, να μην έχεις καθόλου από αυτό;
Τέλος πάντων. Υπήρχαν κι άλλα ενδιαφέροντα σε όσα έλεγε ο Φανλαγκόθ· πράγματα που ο Βάνμιρ μπορούσε να κατανοήσει και επ’αυτών ν’αναρωτηθεί. Ο Ράζλερ είχε μιλήσει για κρυφά μονοπάτια μέσα στον κόσμο, τα οποία κάποιος με τη Ματιά είχε τη δύναμη να διακρίνει. Έλεγε για τους Αρχέτοπους, άραγε; Είχε, επίσης, αναφερθεί στην Προσταγή και στο Κοσμικό Κέλευσμα, δύο άγνωστα Χαρίσματα για τις σύγχρονες φυλές της Κουαλανάρα. Τι θα μπορούσε να κάνει η Προσταγή το οποίο δεν έκανε η Πειθώ; Και, ακόμα πιο μυστήριο, τι θα μπορούσε να κάνει το Κοσμικό Κέλευσμα;
Πάντως, ό,τι κι αν έκαναν, ο Φανλαγκόθ, σίγουρα, τις θεωρούσε πολύ σημαντικές δυνάμεις, αφού έκρινε ότι, μέσω αυτών, θα νικούσε τον Νουτκάλι στην ήπειρο Λιάμνερ-Κρωθ…
Πρέπει να σταματήσουμε,» είπε η Νίθρα, για πολλοστή φορά. «Για λίγο, έστω… Δεν μπορώ να βαδίζω άλλο.» Νόμιζε ότι το κεφάλι της στριφογύριζε, ενώ το τραύμα στον ώμο της της έριχνε δυνατές σουβλιές, που τη διαπερνούσαν ως το στήθος. Το δεξί της χέρι κρατούσε την πληγή, η οποία έδινε την εντύπωση στη Νίθρα πως αιμορραγούσε ακατάπαυστα. «Φένταρ, σταμάτα πια!»
Ο Φένταρ παραπάτησε. Τα λόγια της Ρουζβάνης είχαν λογχίσει σαν δόρυ το νου του, προκαλώντας του πόνο. Τα μέλη του είχαν, ξαφνικά, παραλύσει και η όρασή του είχε θολώσει. Φένταρ, σταμάτα πια! άκουγε, επαναλαμβανόμενα. Φένταρ, σταμάτα πια! Φένταρ, σταμάτα πια! Προσπάθησε να συνεχίσει την πορεία του και ο πόνος που τον κλόνισε, σώμα και ψυχή, ήταν χειρότερος απ’τον προηγούμενο.
Με μια κραυγή, ο Ωθράγκος τυχοδιώκτης γονάτισε επάνω στο λασπώδες έδαφος, κρατώντας τις πλευρές του κεφαλιού του.
Η Χρυσοδάκτυλη στράφηκε στη Νίθρα. «Τι του έκανες;» Είχε κι εκείνη νιώσει να ζαλίζεται, αλλά πολύ πιο ελαφρά από τον Φένταρ.
Η Νίθρα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Με συγχωρείτε· δεν το έκανα επίτηδες.» Προσπάθησε να ηρεμήσει. «Θέλω να ξεκουραστώ μόνο, λίγο…» ξεφύσησε. «Αιμορραγούμε και δεν έχουμ’ ακόμα σταματήσει, για να περιποιηθούμε τα τραύματά μας… και το Χάρισμα μ’έχει εξαντλήσει. Δεν μπορώ άλλο!…»
Η Χρυσοδάκτυλη στράφηκε στον Ωθράγκος. «Φένταρ;»
Εκείνος ορθώθηκε, αργά, νιώθοντας το σώμα του μουδιασμένο και το νου του θολό. Στράφηκε, για να κοιτάξει τη Μιρλίμια και τη Ρουζβάνη. «Αυτό ήταν που έκανες και στα θηρία;» γρύλισε στη δεύτερη.
Η Νίθρα ένευσε σιωπηλά, και κάθισε σ’έναν βράχο εκεί κοντά. «Με συγχωρείς. Δεν ήταν επίτηδες… Ο ώμος μου…» Έτριξε τα δόντια.
«Χρυσοδάκτυλη, πρόσεχε μη ζυγώσει τίποτα,» είπε ο Φένταρ.
«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη. Η φωνή της είχε πάλι σκληρύνει, τώρα που είδε πως ο Ωθράγκος ήταν καλά. Ο Φένταρ ήταν βέβαιος ότι τον κατηγορούσε για το θάνατο της Αστρογέννητης. Ο ίδιος δεν είχε δει την εν λόγω Μιρλίμια να πεθαίνει, μα η Χρυσοδάκτυλη δε θα έφευγε χωρίς αυτήν σε καμία άλλη περίπτωση.
Αλλά τι μπορούσα να κάνω εγώ, για να τη σώσω; σκεφτόταν, καθώς ζύγωνε τη Νίθρα. Για τούτη δω ήρθα ως τους βάλτους. Να την άφηνα να την κατασπαράξουν τα Κτήνη, την παναθεματισμένη;
«Είσαι τραυματισμένος κι εσύ,» του είπε η Ρουζβάνη.
«Λες να μην τόχω προσέξει;» της αποκρίθηκε ο Φένταρ. «Κάνω υπομονή, όμως, μέχρι ν’απομακρυνθούμε. Αυτά τα τέρατα θα μας κομματιάσουν, έτσι και μας πιάσουν. Βγάλε το χέρι σου.» Έπιασε τον καρπό του δεξιού της χεριού. Η Νίθρα το παραμέρισε απ’τον ώμο της, και ο Φένταρ είδε το τραύμα εκεί. «Φαίνεται βαθύ,» παραδέχτηκε, «αλλά υπάρχουν και χειρότερα.» Άρχισε να λύνει την κάπα της. «Σήκω πάνω.»
Η Νίθρα υπάκουσε. «Από τι είσαι φτιαγμένος; Από σίδερο;»
«Χρυσοδάκτυλη. Βλέπεις τίποτα να ζυγώνει;» ρώτησε ο Φένταρ, ενώ τελείωνε με το λύσιμο της κάπας και την άφηνε να πέσει στο έδαφος.
«Όχι.»
«Αυτό μ’ανησυχεί.» Ο Φένταρ τράβηξε ένα του ξιφίδιο και το πέρασε κάτω απ’το σχίσιμο του μαύρου πανωφοριού της Νίθρα.
«Τι – τι πας να κάνεις;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Θα δέσω το τραύμα σου.» Έσχισε την πάνω αριστερή μεριά του πανωφοριού. «Αυτό δεν ήθελες;» Το μαύρο, πέτσινο μανίκι έπεσε στο έδαφος. Ο Φένταρ θηκάρωσε το ξιφίδιό του. Έπιασε, με τα δύο χέρια, το λευκό πουκάμισο της Νίθρα και το έσχισε, μ’ένα ξαφνικό τράβηγμα.
«Α!» έκανε η Νίθρα. «Πρόσεχε!»
«Προσέχω. Ξέρεις πόσους τραυματίες έχω περιποιηθεί στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ;» Έσχισε και το μεσοφόρι, και κοίταξε το τραύμα καλύτερα από πριν. Ήταν όντως βαθύ, όπως του είχε φανεί εξαρχής, μα δεν πρέπει να έφτανε ως το κόκαλο.
«Θεραπευτής είσαι;»
«Όχι, φονιάς. Χρυσοδάκτυλη! Φέρε μου ένα φλασκί με νερό.»
Η Μιρλίμια ζύγωσε ένα απ’τα άλογά τους και τράβηξε ένα φλασκί απ’τη σέλα του, πετώντας το στον Φένταρ, ο οποίος το ξετάπωσε και έπλυνε το τραύμα της Νίθρα.
Εκείνη δάγκωσε τα χείλη, και τα μάτια της δάκρυσαν. «Να καθίσω;»
«Κάτσε. Χρυσοδάκτυλη! Βότανα.»
Η Μιρλίμια τού έφερε ένα σακούλι. Ο Φένταρ τράβηξε απο κεί ένα φιαλίδιο και άδειασε το υγρό του επάνω σ’ένα καθαρό, λευκό πανί, το οποίο ακούμπησε στον τραυματισμένο ώμο της Νίθρα.
«ΑΑΑΑ!» Η Ρουζβάνη πετάχτηκε από τον βράχο όπου είχε καθίσει, αρπάζοντας το μπράτσο του Ωθράγκος.
«Τι τινάζεσαι έτσι; Θες να με σκοτώσεις;» είπε ο Φένταρ. «Είμαι κι εγώ τραυματισμένος, όπως παρατήρησες στην αρχή· μετά βίας στέκομαι, ξέρεις.»
«Τι στο Λύκο ήταν αυτό; Υγρή φωτιά;»
Ο Φένταρ γέλασε κοφτά. «Δεν ξέρεις και πολλά από ιατρική, ε; Αντισηπτικό το λένε. Μπορεί ν’αρρωστήσεις από τέτοια δαγκώματα, άμα δε σ’το βάλουν στο τραύμα σου. Το ίδιο ισχύει και για τα χτυπήματα από σιδερένια ή ατσάλινα όπλα. Φέρουν ασθένειες, δηλητηριώδεις για το αίμα.»
Η Νίθρα ρίγησε.
«Κάτσε, κι άσε με να καθαρίσω το τραύμα· εντάξει;»
Εκείνη ένευσε, και κάθισε. Ο Φένταρ, χρησιμοποιώντας πάλι το πανί με το αντισηπτικό, έπλυνε την πληγή της, ενώ η Ρουζβάνη είχε τις γροθιές της σφιγμένες και τα μάτια κλειστά.
«Αυτό ήταν,» της είπε ο Ωθράγκος, σύντομα· και, παίρνοντας έναν επίδεσμο από τον σάκο που του είχε φέρει η Χρυσοδάκτυλη, τύλιξε τον ώμο της, σφιχτά. «Για να δούμε τώρα και το χέρι σου. Σήκω πάνω, και βγάλε το πανωφόρι,» της ζήτησε, βοηθώντας την να το βγάλει. Της σήκωσε το μανίκι του πουκαμίσου (ή, μάλλον, όσο απ’το μανίκι είχε απομείνει) και κοίταξε την πληγή, διαπιστώνοντας πως ήταν πολύ πιο ελαφριά από την άλλη. Επανέλαβε την προηγούμενη διαδικασία, πλένοντας το τραύμα, καθαρίζοντάς το με αντισηπτικό, και δένοντάς το.
«Χρυσοδάκτυλη,» ρώτησε, «όλα εντάξει;»
«Ναι. Τίποτα δεν έρχεται. Ίσως να τα τρόμαξε η φίλη μας.»
«Θες να σε βοηθήσω κι εσένα με τα τραύματά σου;»
«Μπορώ και μόνη μου,» απάντησε, κοφτά, η Χρυσοδάκτυλη.
«Εγώ, πάντως, θέλω λίγη βοήθεια, αν έχεις την καλοσύνη,» είπε ο Φένταρ, λύνοντας την κάπα του και βγάζοντας την τουνίκα του, για να κοιτάξει το τραύμα στα πλευρά του. Δεν ήταν τόσο βαθύ όσο αυτό στον ώμο της Νίθρα, μα τα πλευρά ήταν πιο επικίνδυνο σημείο. Ήδη νόμιζε ότι ανέπνεε δυσκολότερα απ’ό,τι πριν. Πασπάτεψε τον εαυτό του, για κάνα σπασμένο κόκαλο –κανένα πλευρό που μπορεί να πλησίαζε τους πνεύμονες–, μα δε βρήκε τίποτα τέτοιο, όπως είχε, άλλωστε, υποθέσει εξαρχής.
«Θα σε βοηθήσω εγώ,» του είπε η Νίθρα, βλέποντας ότι η Χρυσοδάκτυλη δεν απαντούσε. «Τι θέλεις να κάνω;»
«Στο δέσιμο θα σε χρειαστώ.» Ο Φένταρ έριξε νερό στο τραύμα του, πλένοντας το· ύστερα, έβαλε αντισηπτικό σ’ένα καινούριο πανί, για να το απολυμάνει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, καθώς ο τσουχτερός πόνος θόλωσε τις αισθήσεις του, και έσφιξε τα δόντια. Όταν απομάκρυνε το πανί από τη σάρκα του, αντιλήφθηκε ότι η Νίθρα τού έσφιγγε το μπράτσο. «Δεν είναι τίποτα αυτό,» της είπε, βλέποντας ανησυχία στα μάτια της. «Εντάξει είμαι.» Έπλυνε, με νερό, τον αριστερό του ώμο, όπου υπήρχε κι εκεί ένα μικροτραύμα. Έριξε κι άλλο αντισηπτικό στο ύφασμα και το έβαλε πάνω στην πληγή.
Ένα αλύχτημα αντήχησε μέσα στους βάλτους.
Κι άλλο ένα.
Κι άλλο ένα.
Κι άλλο ένα.
Ο Φένταρ, πάραυτα, ξεσπάθωσε. «Χρυσοδάκτυλη!»
Στα χέρια της Μιρλίμιας βρίσκονταν τα στιλέτα της. «Δεν πλησιάζει τίποτα.»
«Και τι ήταν αυτά π’ακούστηκαν;»
«Ήρθαν από μακριά.»
«Όπως και νάχει, καλύτερα να βιαστούμε. Περιποιήσου κι εσύ τα τραύματά σου. Μην καθυστερείς.»
Η Χρυσοδάκτυλη ένευσε, θηκαρώνοντας τα στιλέτα της.
«Νίθρα,» είπε ο Φένταρ, «θέλω να με βοηθήσεις να τυλίξω τα πλευρά μου με τούτο τον επίδεσμο.»
«Εντάξει.»
Η Ρουζβάνη τον βοήθησε, και ο Ωθράγκος έδεσε τον επίδεσμο σφιχτά γύρω του. Ύστερα, επανέλαβε το ίδιο και με τον δεξή του ώμο –πάλι με τη βοήθεια της Νίθρα.
Τελειώνοντας, είδε ότι η Χρυσοδάκτυλη δυσκολευόταν με τις δικές της πληγές, και την πλησίασε.
Η Μιρλίμια τράβηξε, απότομα, ένα στιλέτο και το έθεσε κάτω απ’το σαγόνι του. «Δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου,» είπε, ψυχρά. «Προδότη.»
Ο Φένταρ άρπαξε τον καρπό της, απομακρύνοντας το όπλο. «Τι στο Σάλ’γκρεμ’ρωθ θες να πεις;»
«Την άφησες να πεθάνει!» σφύριξε η Χρυσοδάκτυλη.
«Η Αστρογέννητη ήξερε να πολεμάει. Η Νίθρα θα σκοτωνόταν από το Κτήνος, αν δεν παρέμβαινα.»
«Δε μ’ενδιαφέρουν οι εξηγήσεις σου.» Τράβηξε το χέρι της πίσω, και ο Φένταρ το ελευθέρωσε κι απομακρύνθηκε απ’τη Μιρλίμια.
Η Νίθρα, που είχε καθίσει στο βράχο, όπως και πριν, τους παρακολουθούσε, νιώθοντας, εν μέρει, ένοχη· γιατί καταλάβαινε, από τα λόγια τους, τι είχε διαδραματιστεί: Ο Φένταρ, προκειμένου να τη σώσει, είχε αφήσει αυτή την Αστρογέννητη όταν χρειαζόταν βοήθεια.
Αλήθεια, γιατί ήρθε εδώ για μένα; αναρωτήθηκε η Νίθρα. Ποιος τον έστειλε; Και πώς ήξερε πού ήμουν;
Ο Ωθράγκος την πλησίασε. «Βάλε τα ρούχα σου. Έχει κρύο, έστω κι αν τώρα δε σου φαίνεται, από την υπερένταση.»
Η Νίθρα ένευσε και φόρεσε το πανωφόρι και την κάπα της, με τη βοήθεια του Ωθράγκος. Ύστερα, τον βοήθησε να φορέσει τα δικά του ρούχα, ενώ η Χρυσοδάκτυλη ακόμα περιποιείτο τα τραύματά της, που έμοιαζαν ξώφαρτσα αλλά πολλά.
«Φένταρ, ποιος είσαι; Και γιατί ήρθες να με βρεις; Ποιος σε έστειλε εδώ;» ρώτησε η Νίθρα.
«Ένας Άρχοντας με έστειλε, από τη Νουάλβορ. Μου ζήτησε να σε σώσω από το καράβι όπου βρισκόσουν κρατούμενη και να σε επιστρέψω σ’αυτόν.»
«Κάποιος Άρχοντας…;» μουρμούρισε η Νίθρα –και διαπίστωσε ότι η μνήμη της είχε επανέλθει. Θυμόταν τα πάντα που είχαν συμβεί στο Ωθράγκικο Βασίλειο Νόρβηλ. Ο Ρόλμαρ! σκέφτηκε. Ο Ρόλμαρ πρέπει να ήταν. «Πώς τον λέγανε;»
«Δεν ξέρω–»
«Ρόλμαρ; Ρόλμαρ τον λέγανε αυτόν που σε προσέλαβε;»
Ο Φένταρ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω. Ούτε το πρόσωπό του δεν είδα· φορούσε κουκούλα. Όμως με συνάντησε στον Χαριτωμένο Χορευτή, το πανδοχείο του Ράνιρ· σου λέει τίποτα αυτό;»
«Όχι…»
«Τότε, δεν μπορώ να–»
Τα υπόλοιπά του λόγια η Νίθρα δεν τα άκουσε, γιατί η Ματιά της παρατήρησε μια αναταραχή μέσα στους βάλτους: ένα ξαφνικό ταρακούνημα της ελοχαρούς βλάστησης και των θολωμένων υδάτων. Κοίταξε ανάμεσα από τους κορμούς των δέντρων και είδε τρεις μεγάλες, λυκίσιες φιγούρες να έρχονται, τρέχοντας… και κατέχοντας μια παράξενη δύναμη. Αυτά τα Κτήνη δεν ήταν σαν τα προηγούμενα. Μια αύρα ισχύος τα περιτριγύριζε, μια παλλόμενη μαύρη ενέργεια. Και ορατή, μάλλον, μονάχα σε μένα.
«Φένταρ, ετοιμάσου.»
«Για τι πράγμα;»
«Για τα Κτήνη. Έρχονται.»
Ο Φένταρ τράβηξε το σπαθί του ξανά, και το βάστηξε δίλαβα. «Από πού;»
«Από εκεί.» Η Νίθρα έδειξε.
«Δε βλε–»
«Βλέπω πολύ καλύτερα από εσένα, Φένταρ. Είναι ακόμα μακριά. Σε λίγο, θα παρουσιαστούν.» Και η Μεγάλη Μητέρα να μας βοηθήσει, και να μου δώσει δύναμη να τα διώξω· γιατί δε νόμιζε ότι ο Ωθράγκος και η Μιρλίμια θα κατάφερναν να τα αντιμετωπίσουν. Κατ’αρχήν, τα Κτήνη που ζύγωναν ήταν πολλά (τρεις γίγαντες ενάντια σε δύο ανθρώπους)· κατά δεύτερον, οι αμυνόμενοι δε διέθεταν Δόντια του Λύκου, όπως οι Λυκολάτρες (Τι χαζή που είμαι! Έπρεπε να είχαμε πάρει κάποια, πριν)· και, κατά τρίτον, υπήρχε αυτή η αλλόκοτη αύρα γύρω από τα τέρατα, η οποία έκανε τις τρίχες της Νίθρα να σηκώνονται.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να παραμερίσει την κούρασή της. Μεγάλη Θεά, σε παρακαλώ, κάνε με ν’αντέξω!
Η Χρυσοδάκτυλη ζύγωσε τον Φένταρ, βαστώντας τα στιλέτα της γυμνολέπιδα.
«Είσαι ’ντάξει;» τη ρώτησε εκείνος.
«Αρκετά καλά για να πολεμήσω. Έρχονται εχθροί;»
Ο Φένταρ ένευσε.
«Το είχα καταλάβει,» δήλωσε η Χρυσοδάκτυλη.
«Πώς;»
«Με το Προαίσθημα. Κίνδυνος μάς ζυγώνει· γνώριμος κίνδυνος–»
Πρόλαβε δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια της και τα τρία Κτήνη φάνηκαν να τρέχουν μέσα στη νύχτα. Ο Φένταρ διέκρινε, πρώτα, τα κιτρινιάρικα μάτια τους και, ύστερα, τις γιγάντιες μορφές τους, φωτιζόμενες απ’το φεγγαρόφωτο.
«Νίθρα, μπορείς να…;»
«Θα το προσπαθήσω.»
«Χρυσοδάκτυλη, μην τ’αφήσεις να την πλησιάσουν.»
«Καλύτερα, εκείνη να μην τ’αφήσει να πλησιάσουν εμάς,» είπε η Μιρλίμια.
—Πρόσταξε το βάλτο να σας προστατέψει!—αντήχησε μια φωνή μέσα στο μυαλό της Νίθρα—Τα δέντρα, τα βούρλα, τα καλάμια, τις ρίζες, τα νερά –μπορείς να τα προστάξεις! Χρησιμοποίησε το Κοσμικό Κέλευσμα, Νίθρα!—
Εκείνη βλεφάρισε. Το Κοσμικό Κέλευσμα… σκέφτηκε. Ποιο Κοσμικό Κέλευσμα; Μήπως είναι ο Νουτκάλι, και προσπαθεί να με κοροϊδέψει; Ή είναι ο άλλος; Αυτός που μου είπε να πάω κοντά στο άνοιγμα, για να σωθώ; Γιατί παίζουν μαζί μου;
Τα Κτήνη χίμησαν, σπάζοντας μερικά βούρλα και καλάμια και πετώντας νερό απο δώ κι απο κεί.
«Νίθρα, κάνε κάτι!» φώναξε ο Φένταρ, σπαθίζοντας ημικυκλικά και κραυγάζοντας, σε μια προσπάθειά του να κρατήσει τα τέρατα μακριά.
Ένα νυχάτο πόδι χτύπησε το λεπίδι του, αφοπλίζοντάς τον κι εκτοξεύοντας το ξίφος παραδίπλα.
«Όχι!» γρύλισε ο Ωθράγκος.
Το Προαίσθημα παρότρυνε τη Χρυσοδάκτυλη να πεταχτεί πάνω στον κορμό του κοντινότερου δέντρου, να πιαστεί, με τ’αριστερό χέρι, από ένα κλαδί (έχοντας αφήσει το στιλέτο της να πέσει), και να πηδήσει στη ράχη του Κτήνους που της επιτίθετο –καρφώνοντάς το στον αυχένα, με το στιλέτο στη δεξιά της γροθιά.
Το τερατούργημα ξαφνιάστηκε απ’την αναπάντεχη κίνηση της Μιρλίμιας και τινάχτηκε, ουρλιάζοντας, με σκοπό να τη ρίξει· αλλά η Χρυσοδάκτυλη κρατήθηκε γερά απ’το τρίχωμά του, ενώ, συγχρόνως, τα τραύματά της τη δάγκωναν σαν μυριάδες στόματα με κοφτερά δόντια.
«Φύγετε!» Πρόσταξε η Νίθρα. «Μακριά μας! Υποχωρήστε!»
Τα Κτήνη την αγνόησαν. Εκείνο που είχε αφοπλίσει τον Φένταρ έπεσε πάνω του, σωριάζοντάς τον ανάσκελα μέσα στα νερά του βάλτου κι ανοίγοντας μεγάλα σαγόνια πάνω απ’το πρόσωπό του. Το άλλο τέρας, πηδώντας, βρέθηκε μπροστά στη Νίθρα, στενεύοντας τα μάτια και συσπειρώνοντας το σώμα του, έτοιμο να της χιμήσει.
Η αύρα γύρω τους! σκέφτηκε εκείνη. Τα προστατεύει από την Προσταγή!
—Πρόσταξε το βάλτο: αυτός θα σε υπακούσει!—
Την ίδια στιγμή που η εξώκοσμη φωνή αντηχούσε μέσα στο κεφάλι της Νίθρα, ο Φένταρ τράβηξε το ξιφίδιο από τη ζώνη του και το έμπηξε στο στέρνο του Κτήνους το οποίο τον είχε καβαλήσει, προτού τα σαγόνια του τον δαγκώσουν στο πρόσωπο. Το τέρας γρύλισε, πονεμένα, και ο Ωθράγκος επιχείρησε να το αποτινάξει, επικαλούμενος όσες δυνάμεις τού είχαν απομείνει· αλλά η σωματική κόπωση και τα τραύματα στα πλευρά και στον ώμο του υπερίσχυσαν της μαχητικής μάνητας και της πολεμικής τέχνης του Φένταρ. Το θηρίο τον κράτησε κάτω, ενώ το ξιφίδιο έμεινε μπηγμένο μέσα του. Ο Ωθράγκος αισθάνθηκε νύχια να σχίζουν την τουνίκα του και να του γδέρνουν το στήθος.
Η Νίθρα κοίταξε τα νερά μέσα στα οποία πατούσε το Κτήνος εμπρός της. «Καταπιείτε το!» τα διέταξε (νιώθοντας ηλίθια, συγχρόνως).
Προς έκπληξή της, είδε το τερατούργημα να βουλιάζει. Μια ρουφήχτρα το τραβούσε κάτω, ενώ εκείνο πάλευε να ξεφύγει, ουρλιάζοντας κι αλυχτώντας.
Η Νίθρα τρόμαξε με τον εαυτό της. Ήθελε να πιστέψει ότι το συμβάν ήταν τυχαίο· ότι κάτι άλλο γινόταν στην πραγματικότητα, το οποίο δεν είχε σχέση με τη δική της προσταγή προς το νερό· ότι ο γιγάντιος, αποκρουστικός λύκος είχε πέσει σε κινούμενη άμμο. Όμως αποκλείεται να ίσχυε αυτό, γιατί, αν υπήρχε κινούμενη άμμος εκεί, η Νίθρα θα είχε βυθιστεί, πριν από λίγη ώρα.
Στράφηκε στον Φένταρ, που ήταν πλακωμένος από το Κτήνος. «Δέσε το, και πάρτο από πάνω του!» διέταξε μια ιτιά –η οποία άπλωσε τα μακριά της κλωνάρια και τύλιξε το θηρίο απ’τη μέση, υψώνοντάς το στον αέρα, καθώς εκείνο σπαρταρούσε, κλοτσώντας, και τα δόντια του πάλευαν να δαγκώσουν τα μακριά, φυτικά μέλη που το είχαν παγιδέψει.
Ο Φένταρ ανασηκώθηκε. «Μα τον Δεινό Άνκαραζ!» αναφώνησε. «Τα δέντρα ζωντανέψανε!»
Παραδίπλα, η Χρυσοδάκτυλη κρατιόταν με δυσκολία επάνω στο Κτήνος που είχε καβαλήσει, καθώς το τέρας πηδούσε απο δώ κι απο κεί, για να την αποτινάξει. Η Μιρλίμια ούτε να το καρφώσει με το στιλέτο της δεν προλάβαινε· το τραυματισμένο και κουρασμένο της σώμα δεν την άφηνε να κάνει τίποτ’άλλο απ’το να βαστά γερά το τρίχωμα του Κτήνους. Και το Προαίσθημα δεν της πρόσφερε καμία καθοδήγησε· ακόμα και το Χάρισμά της έμοιαζε θολωμένο.
Η Νίθρα κοίταξε τα βούρλα και τα καλάμια από τα οποία είχαν περάσει τα τερατουργήματα, ερχόμενα προς τα εδώ. «Επιτεθείτε!» τα Κέλευσε, δείχνοντας το θηρίο που είχε καβαλήσει η Χρυσοδάκτυλη.
Ο Φένταρ είδε, με γουρλωμένα μάτια, τα φυτά να ξεριζώνονται από τις θέσεις τους και να πετάγονται καταπάνω στο Κτήνος, καρφώνοντάς το στα μάτια, στο λαιμό, στο στόμα, και στο σώμα. Η Μιρλίμια φόνισσα πήδησε μακριά του, καθώς εκείνο χτυπιόταν από τους πόνους, ταράζοντας (και τινάζοντας) τα νερά. Η εξάντληση της Χρυσοδάκτυλης την έκανε να παραπατήσει και να πέσει, σκοντάφτοντας.
«Σκοτώστε τα!» Κέλευσε η Νίθρα τον βάλτο.
Το Κτήνος που βούλιαζε παρασύρθηκε ακόμα πιο κάτω· τέντωνε τα πόδια του, για να γαντζωθεί από κάπου και να τραβηχτεί επάνω, μα, όπου κι αν πιανόταν, το χώμα είχε ήδη γίνει κινούμενη άμμος και το ρουφούσε, ενώ οι ρίζες και οι κληματσίδες απομακρύνονταν. Το Κτήνος που είχε διαπεραστεί από τα βούρλα και τα καλάμια εξακολουθούσε να σπαρταρά, βγάζοντας αξιοθρήνητους ήχους πόνου και γεμίζοντας τα νερά με αίμα, καθώς τα φυτικά βλήματα που το είχαν διαπεράσει κινούνταν μέσα στο κορμί του, πηγαίνοντας προς τον εγκέφαλο και την καρδιά. Το μόνο που φαινόταν ότι μπορεί να ξέφευγε ήταν το Κτήνος το οποίο είχαν αρπάξει τα κλωνάρια της ιτιάς· γιατί είχε καταφέρει να δαγκώσει ένα από αυτά, και το έτρωγε με τα δόντια του, ώστε να το κόψει, παρότι ένα άλλο είχε τυλιχτεί γύρω απ’το λαιμό του. Το ξιφίδιο του Φένταρ ήταν ακόμα μπηγμένο στο στέρνο του.
«…Μπασταρδεμένο απόβρασμα!» γρύλισε ο Ωθράγκος, κάτω απ’την ανάσα του, και σηκώθηκε, για να πιάσει το σπαθί του απ’τις λάσπες και τα νερά. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω απ’το μανίκι του όπλου, και ο Φένταρ το ύψωσε πάνω απ’τον ώμο του. Κάρφωσε τη ματιά του στο αιωρούμενο, παλεύον Κτήνος και εξαπέλυσε το ξίφος, σαν βλήμα μεγάλης βαλλίστρας. Η λεπίδα έσχισε τον αέρα και μπήχτηκε στην κοιλιά του τέρατος, εκτοξεύοντας αίμα. Οι κινήσεις του έγιναν, ξαφνικά, πολύ πιο αδύναμες.
«Ελευθερώστε το!» είπε η Νίθρα· και ο Φένταρ μπορούσε ν’ακούσει την εξουθένωση στη φωνή της.
Η ιτιά άφησε το Κτήνος να πέσει στα ματωμένα νερά, νεκρό.
Ο Φένταρ ζύγωσε και, με δυσκολία, το αναποδογύρισε, για να τραβήξει έξω τα όπλα του και να τα θηκαρώσει. Εν τω μεταξύ, τα άλλα δύο τερατουργήματα σκοτώνονταν: το μεν από τα καλάμια και τα βούρλα που έφταναν πλέον στα ζωτικά του σημεία, και το δε από τα νερά και τις λάσπες του βάλτου, τα οποία το έπνιγαν.
Η Νίθρα είχε καθίσει, για να ξεκουραστεί. Το κεφάλι της στριφογύριζε και τα γόνατά της έτρεμαν. Η Χρυσοδάκτυλη την πλησίασε και τη βοήθησε να σηκωθεί. «Πρέπει να πηγαίνουμε.»
Η Ρουζβάνη κοίταξε τριγύρω. «Τ’άλογά μας…» Τα ζώα είχαν απομακρυνθεί, τρομαγμένα από το σαματά. «Επιστρέψτε!» τα διέταξε, χρησιμοποιώντας την Προσταγή, κι εκείνα την αγνόησαν. «Επιστρέψτε!» επανέλαβε, χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά το Κοσμικό Κέλευσμα, και τα άλογα γύρισαν, καλπάζοντας.
Άρα, σκέφτηκε η Νίθρα, για να επηρεαστεί κάποιος απ’την Προσταγή, πρέπει να είναι νοήμων· στα άνοα πλάσματα δεν πιάνει. Αυτό σημαίνει ότι τα Κτήνη των Βάλτων είναι, σίγουρα, νοήμονα. Οπότε, γιατί δεν τα έπιανε και η Πειθώ; Επειδή είναι λιγότερο ισχυρή από την Προσταγή;
«Βοήθησέ με ν’ανεβώ σε ένα,» είπε στη Χρυσοδάκτυλη, και η Μιρλίμια υπάκουσε, βουβά, σαν να είχε δεχτεί κι εκείνη τα αποτελέσματα του Κοσμικού Κελεύσματος.
Ο Φένταρ στάθηκε μπροστά στην έφιππη Ρουζβάνη. «Νίθρα,» είπε, «πρέπει να είσαι θεά μεταμορφωμένη και να μας κάνεις πλάκα…» Αυτή τη στιγμή, πραγματικά, δε θα του φαινόταν καθόλου παράλογο τούτο. Εξάλλου, ήδη είχε συνομιλήσει μ’έναν θεό… ο οποίος, ύστερα, έμοιαζε να τρελάθηκε, γιατί, ενώ στην αρχή τού ζητούσε να σώσει τη Ρουζβάνη, μετά τον πρόσταξε να τη σκοτώσει (!).
Η Νίθρα γέλασε, κοφτά και κατάκοπα. «Εσύ πρέπει να μου κάνεις πλάκα. Άμα ήμουνα θεά, σίγουρα, δε θα βρισκόμουν εδώ πέρα, σ’ετούτο το ελεεινό, γλοιώδες έλος, με τέρατα να με κυνηγάνε!»
Τέσσερις ακόμα ημέρες, η ομάδα οδοιπορούσε μέσα στους βάλτους. Τέσσερις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Βάνμιρ δεν είπε τίποτα στους συντρόφους του για τη συζήτησή του με τον Φανλαγκόθ, αν και τα όσα του είχε αποκαλύψει ο Ράζλερ απασχολούσαν συνεχώς το νου του. Τέσσερις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων η Ρικνάβαθ μπορούσε άνετα να δώσει κατευθύνσεις στους υπόλοιπους, καθότι αισθανόταν προς τα πού βρισκόταν το Τραύμα στο σώμα της Θεάς, το άνοιγμα που είχε δημιουργήσει ο Νουτκάλι, συνδέοντας τη Λιάμνερ-Κρωθ με την Οντον’γκόκι και, κατ’επέκταση, με τις δυνάμεις της Πρωτοπλασματικής Μάζας που κυριαρχούσαν εκεί.
Οι μαχητές της ομάδας ήταν σε συνεχή εγρήγορση, μα κανένα από τα περιβόητα Κτήνη δεν τους επιτέθηκε. Ωστόσο, άπαντες οι ταξιδιώτες έμαθαν τι σημαίνει να διασχίζει κανείς τους επικίνδυνους βάλτους Βενέβριαμ, καθώς έπρεπε ν’αποφεύγουν σημεία με κινούμενη άμμο, στόματα του εδάφους που έμοιαζαν ζωντανά και που ήταν δύσκολο να τα διακρίνεις προτού σε αρπάξουν, και δηλητηριώδη ερπετά τα οποία σέρνονταν μέσα στα βρόμικα νερά –και όταν ένα από αυτά τσίμπησε έναν στρατιώτη, εκείνος αρρώστησε και πέθανε εντός δύο ημερών. Συγχρόνως, τα έντομα και τα ζωύφια τούς ταλαιπωρούσαν όλους στον ύπνο και στον ξύπνιο τους, ενώ αρκετοί είχαν πυρετό από την ελονοσία, και ο Βάνμιρ τούς έδινε βοτάνια για να συνέλθουν. Ο ουρανός φάνταζε σκοτεινός από πάνω τους, μισοκρυμμένος από μακριά κλωνάρια και καλάμια· ενώ το χειμερινό ψύχος έμοιαζε δυνατότερο όταν οι Ωθράγκος ήταν βρεγμένοι από ακάθαρτα νερά.
Τώρα, όμως, την αυγή της πέμπτης ημέρας, έφτασαν, επιτέλους, στον προορισμό τους, πράγμα για το οποίο τους είχε προειδοποιήσει η Ρικνάβαθ αποβραδίς και ήταν άπαντες προετοιμασμένοι. Έτσι, αυτό που αντίκρισαν κάτωθέν τους, σ’ένα ανοιχτό σημείο των βάλτων, δεν τους εξέπληξε… όχι πολύ, τουλάχιστον· όχι όσο θα είχε εκπλήξει έναν απροετοίμαστο κι αδοκίμαστο άνθρωπο, ο οποίος πιθανώς να είχε παραφρονήσει από το αποτρόπαιο θέαμα.
Η δίνη ήταν ακριβώς όπως τους την είχε δείξει ο Φανλαγκόθ μέσα από τις φλόγες: ένας περιστρεφόμενος, μαύρος δίσκος, διακοπτόμενος από ποικιλόχρωμες ασυνέχειες: ένα αφύσικο φαινόμενο, που ο νους δυσκολευόταν να συλλάβει. Και γύρω από αυτό το… πράγμα… το οποίο έμοιαζε με μάτι τρελού, βρίσκονταν τα Κτήνη: μαυρότριχα, λυκόμορφα πλάσματα, με σώματα που θαρρείς ότι έπασχαν από γιγαντισμό και δερματικές ασθένειες οι οποίες προκαλούν εξανθήματα και τραύματα ρέοντα πύον. Και επάνω σ’ένα απ’αυτά τα τερατουργήματα –ένα θηρίο χειρότερο από τα υπόλοιπα, με πελώρια, ταυρίσια κέρατα εκατέρωθεν του κεφαλιού, και έξι πόδια– ίππευε ένα ανθρωπόμορφο ον, μαύρο σαν τη βαθύτερη νύχτα, με κεφάλι όπου δεν υπήρχαν χαρακτηριστικά, μα μονάχα μια σχισμή, εκπέμπουσα αρρωστιάρικο μενεξεδί φως· με μεγάλο στόμα στην κοιλιά του και κάτι να φιδογυρίζει, σπειροειδώς, στο στέρνο του· με έναν μανδύα που ανοιγόταν όμοια με φτερά γύρω του, σαν να ήταν ζωντανός και να ήθελε να προστατέψει τον δαιμονικό κύριό του· με χέρια μεγάλα και μυώδη, που στο δεξί βρισκόταν ένα μακρύ, πλατυλέπιδο ξίφος, επί της λεπίδας του οποίου τρεμόπαιζε φαιά ενέργεια, και στο αριστερό ένα δόρυ, διλέπιδο και καμωμένο από μελανό ξύλο.
«Άρχοντά μου…!» άκουσε ο Βάνμιρ πολλούς απ’τους μαχητές του να ψελλίζουν τρομαγμένα, ενώ τ’άλογα χρεμέτιζαν.
«Μη φοβάστε!» φώναξε εκείνος, βαστώντας στο αριστερό του χέρι ένα κομμάτι γαλαζόγκριζου ουρανόλιθου. «Αυτοί είναι που πρέπει να μας φοβούνται! Και μας φοβούνται! Μας τρέμουν! Γιαυτό έχουν συγκεντρωθεί εδώ, σαν τα ποντίκια!»
Οι στρατιώτες σώπασαν πίσω και γύρω του, και ο Βάνμιρ, που ποτέ δε θεωρούσε τον εαυτό του καλό στα λόγια, εξεπλάγη –γι’ακόμα μία φορά– με το πόσο ικανός ήταν, σε δύσκολες καταστάσεις (όπως ετούτη και όπως τότε που το Μεγάλο Θηρίο επιτέθηκε στο φρούριο Ράλτον), να κάνει τους άλλους να τον ακούνε, και να τους εμπνέει.
Τα λόγια του Φανλαγκόθ επέστρεψαν στο νου του, αντηχώντας σαν ο Ράζλερ να του ξαναμιλούσε: Πάντοτε ήμουν καλύτερος από τον Νουτκάλι σε όλα, Βάνμιρ, –ακριβώς όπως κι εσύ είσαι σε όλα καλύτερος από τον Ρόλμαρ– και, στο τέλος, θα νικήσω!
Ναι, πάντοτε ήταν καλύτερος από τον Ρόλμαρ· απλά, κανείς δεν το αναγνώριζε, ποτέ! Εκτός από τώρα, που βασίζονται όλοι σε μένα!
Τη σιγή έσπασε ένα δυνατό γέλιο, προερχόμενο από το κοιλιακό στόμα του πλάσματος που καβαλούσε το κερασφόρο Κτήνος. Ένα δυνατό γέλιο που ξανάκανε τους Ωθράγκος μαχητές να τρέμουν.
—Φόβος; Τολμάς να μιλάς για φόβο, Βάνμιρ, υπηρέτη του αχάριστου αδελφού μου, που του πρόσφερα αθανασία κι εκείνος στράφηκε εναντίον μου;—
«Νουτκάλι…» είπε ο Βάνμιρ, μην ξέροντας τι άλλο να πει.
—Υποχωρήστε και θα σας χαρίσω τη ζωή—Η φωνή προερχόταν από παντού τριγύρω, όχι από το πλάσμα με το κοιλιακό στόμα ή από κάποιο Κτήνος—Ακολούθησε τις επιταγές του Αχάριστου, και θα γνωρίσετε μόνο το θάνατο!—
—Μην τον ακούτε. Τρέμει εκείνο που έχετε στα χέρια σας—Αυτή τη φορά ήταν ο Φανλαγκόθ που μίλησε, σε όλους, όχι μονάχα στον Βάνμιρ. Ωστόσο, ο ακρίτης αισθάνθηκε την αόρατη δύναμη του Ράζλερ να εισβάλει στο σώμα και στην ψυχή του, για να ενεργοποιήσει τον ουρανόλιθο. Και ο Φανλαγκόθ τού ψιθύρισε κάτι που ο Βάνμιρ ήταν βέβαιος ότι κανείς άλλος δεν άκουσε—Να θυμάσαι ό,τι σου είχα πει την προηγούμενη φορά: μην πλησιάσεις εσύ τον ουρανόλιθο· άσε εμένα να το κάνω—
—Βάνμιρ!—φώναξε ο Νουτκάλι, και ο αντίλαλος της φωνής του θα έλεγε κανείς ότι αντήχησε στους βάλτους—Μπορώ να σου προσφέρω πολύ μεγαλύτερη δύναμη από αυτόν!—
—Μην πιστεύεις στα ψέματά του—είπε ο Φανλαγκόθ, και επικεντρώθηκε στον ουρανόλιθο. Ο Βάνμιρ είδε τον γαλαζόγκριζο λίθο στο αριστερό του χέρι να φωτίζει.
Ο Ρόλμαρ, που δε στεκόταν και πολύ μακριά, ήταν διχασμένος ανάμεσα στο αν θα έπρεπε να πλησιάσει τον αδελφό του, μην του συμβεί κανένα κακό, ή αν θα έπρεπε να μείνει πίσω, σε περίπτωση που αυτή η ακτινοβολία την οποία εξέπεμπε ο ουρανόλιθος ήταν επικίνδυνη.
—Θα πεθάνετε, λοιπόν!—είπε η βροντερή φωνή του Νουτκάλι, και τα Κτήνη επιτέθηκαν στους Ωθράγκος.
Ο Ρόλμαρ πρότεινε το ξίφος του, φωνάζοντας: «Βέλη!» Και οι βαλλιστροφόροι έβαλαν καταπάνω στα τέρατα, γεμίζοντας τα αποκρουστικά, μελανότριχα κορμιά τους με λευκά φτερά και ξύλινα στελέχη, και σωριάζοντας αρκετά από αυτά, ενώ τα υπόλοιπα συνέχισαν να έρχονται, παρότι τα βλήματα προεξείχαν από πάνω τους.
«Δόρατα!» πρόσταξε η Πριγκίπισσα Λιόλα, που καθόταν ιππαστί, βαστώντας ένα ξίφος στο δεξί της χέρι και μια ασπίδα στο αριστερά, χωρίς να ξέρει και πολλά πράγματα για τη χρήση τους.
Οι στρατιώτες ύψωσαν τα δόρατα και τις δικές τους ασπίδες, έτοιμοι να δεχτούν την έφοδο των Κτηνών των Βάλτων.
Τότε, ο Βάνμιρ, ασυνείδητα παρακινημένος από την ψυχική ισχύ του Φανλαγκόθ, ύψωσε το δεξί του χέρι και φλόγες ξεπήδησαν, χτυπώντας τα τερατουργήματα και προκαλώντας εκρήξεις μέσα στον βάλτο, που εύφλεκτο μεθάνιο έβγαινε απ’τους φυσικούς του πόρους.
Όμως ετούτο δε σταμάτησε την θύελλα θανάτου και καταστροφής που χιμούσε καταπάνω στους Ωθράγκος. Ανθρώπινα δόρατα συγκρούστηκαν με αφύσικα νύχια και δόντια. Αίμα και μέλη εκτοξεύτηκαν τριγύρω· ξύλα έσπασαν· κρανία και κόκαλα τσακίστηκαν· ατσάλι λύγισε και κυνόδοντες κομματιάστηκαν πάνω σε ασπίδες.
Δύο Κτήνη χίμησαν στον Βάνμιρ, λυσσάζοντας για τον ουρανόλιθο. Και κάηκαν ζωντανά· μονάχα τα φλεγόμενα σκέλεθρά τους απέμειναν στα νερά του βάλτου.
—Φανλαγκόθ! Πρόσεχε με τις φωτιές σου! Θα μας ψήσεις όλους σε τούτο το μέρος!—
—Ξεχνάς ότι βλέπω κάθε έκρηξη προτού πραγματοποιηθεί; Τώρα, πέταξε ένα κομμάτι ουρανόλιθο στη Ρικνάβαθ—
—Γιατί;—
—Κάντο!—
Ο Βάνμιρ στράφηκε στην Καρμώζ, η οποία στεκόταν πίσω από τρεις πάνοπλους μαχητές, που είχαν πετάξει τα κομματιασμένα τους δόρατα –το ένα εκ των οποίων προεξείχε από τον ώμο ενός Κτήνους– και είχαν τραβήξει τα σπαθιά τους, για ν’αντιμετωπίσουν την παλίρροια των αφύσικων, τερατωδών τους εχθρών. Και, μάλιστα, μάχονταν καλά! έπρεπε να παραδεχτεί ο ακρίτης του Ράλτον· ο τρόμος δεν τους είχε παραλύσει, όπως ο Βάνμιρ φοβόταν ότι ίσως να συνέβαινε.
«Ρικνάβαθ!» φώναξε. «Ρικνάβαθ!»
Εκείνη γύρισε, για να τον κοιτάξει.
Ο Ωθράγκος τράβηξε ένα κομμάτι ουρανόλιθου απ’το σάκο του και της το πέταξε. «Πιάσε!»
Η Ρικνάβαθ άπλωσε τα ενωμένα της χέρια και τεντώθηκε προς το μέρος του· μα γλίστρησε κι έπεσε, μ’αποτέλεσμα να σωριαστεί, και εκείνη και το ουρανολίθινο κομμάτι.
«Χίλιες-δύο κατάρες!» γρύλισε ο Βάνμιρ, κάτω απ’την ανάσα του.
Κι αμέσως μετά, άκουσε έναν δυνατό θόρυβο –ένα γρύλισμα. Στράφηκε και είδε, έκπληκτος, τον καβαλάρη του κερασφόρου Κτήνους να πετάγεται εμπρός του μ’ένα μεγάλο άλμα, σπαθίζοντας και πετυχαίνοντας τον ουρανόλιθο στο χέρι του.
Ο ακρίτης σωριάστηκε. «Φανλαγκόθ;»
Το κοιλιακό στόμα του ιππέα γέλασε δυνατά, και το δόρυ στο αριστερό του χέρι υψώθηκε.
Πού ήταν ο Φανλαγκόθ; Γιατί δεν είχε χτυπήσει το δαίμονα προτού ζυγώσει;
Το δόρυ κατέβηκε.
Ο Βάνμιρ ύψωσε εμπρός του το σάκο με τους ουρανόλιθους. Ένας δυνατός κρότος αντήχησε, σαν αστροπελέκι, και γαλαζόγκριζη φωτιά πετάχτηκε, τυφλώνοντας τον Ωθράγκος.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, η Ρικνάβαθ είχε ήδη ανασηκωθεί κι αρπάξει τον ουρανόλιθο μέσα στα χέρια της, απορώντας γιατί ο Βάνμιρ τής τον είχε πετάξει –τι περίμενε απ’αυτήν; Τώρα, όμως, κάθε τέτοια σκέψη εγκατέλειψε το νου της Καρμώζ, καθώς ατένιζε τον δαιμονικό καβαλάρη να βρίσκεται πάνω απ’τον ακρίτη και να κατεβάζει το δόρυ του, και τον Βάνμιρ να υψώνει το σάκο με τους ουρανόλιθους εμπρός του και μια δυνατή γαλαζόγκριζη λάμψη να πετάγεται.
Η Ρικνάβαθ ορθώθηκε στα μποτοφορεμένα της πόδια, την ίδια στιγμή που το πλάσμα με το κοιλιακό στόμα αποτραβιόταν, βγάζοντας ένα δαιμονικό γρύλισμα από τα σπλάχνα του, σαν το φως που είχε πεταχτεί να το είχε τραυματίσει.
—Ρικνάβαθ—Αυτή ήταν η φωνή του Φανλαγκόθ μέσα στο νου της—Θα σου δείξω πώς να αντλήσεις τη δύναμη του ουρανόλιθου. Ύστερα, θα τη χρησιμοποιήσεις για να επιτεθείς. Δε θα την απελευθερώσεις από μέσα σου. Θα τη συγκρατήσεις μέχρι να τελειώσεις!—
—Τι θέλεις να–;—
Προτού προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτησή της, αισθάνθηκε την ψυχική ισχύ του Φανλαγκόθ να την περιβάλλει—Επίτρεψέ μου, ανόητη! Δεν υπάρχει χρόνος—
Η Ρικνάβαθ τον άφησε να περάσει, και τα πάντα γύρω της τυλίχτηκαν σε γαλαζόγκριζο φως. Ο Ράζλερ χάραξε ένα αστραπόμορφο μονοπάτι μέσα στο στροβιλιζόμενο χάος, και έφτασε στην δελεαστική πηγή της δύναμης. Τόσο εύκολο ήταν, λοιπόν;
Ο Ρόλμαρ, που κι αυτός είχε τη ματιά του στραμμένη στον Βάνμιρ όταν εκείνος σωριάστηκε από την έφοδο του δαιμονικού καβαλάρη, προσπάθησε να περάσει ανάμεσα απ’τους Ωθράγκος μαχητές και τα μαινόμενα, παραφυσικά Κτήνη, βαστώντας ξίφος στο δεξί χέρι και σπαθίζοντας όποιο τέρας τύχαινε, ενώ απέκρουε, με την ασπίδα στον αριστερό του πήχη, δαγκώματα και νυχιές. Είχε δει τη γαλαζόγκριζη λάμψη που πετάχτηκε, καθώς επίσης και το μαύρο πλάσμα με το κοιλιακό στόμα να τινάζεται πίσω, όμως δεν είχε δει τον αδελφό του να ξανασηκώνεται όρθιος, κι αυτό τον ανησυχούσε. Τι είχε κάνει πάλι ο άμυαλος; Ή, μήπως, ο Φανλαγκόθ, ο τρισκατάρατος, ευθυνόταν για τούτο;
Όταν έφτασε κοντά στον Βάνμιρ, διαπίστωσε ότι ο δίδυμός του βρισκόταν ακόμα στο ελώδες έδαφος, παλεύοντας να σηκωθεί, ενώ κομμάτια ουρανόλιθου ήταν διασκορπισμένα γύρωθέ του. Ο δαιμονικός ιππέας φαινόταν να έχει συνέλθει από τη λάμψη που τον είχε χτυπήσει, και το κερασφόρο Κτήνος ζύγωνε τον πεσμένο Ωθράγκος.
Ο Ρόλμαρ ήταν έτοιμος να του χιμήσει· ύστερα, όμως, αισθάνθηκε έναν μεγάλο τρόμο να τον καταλαμβάνει, και δείλιασε. Ανέκοψε την έφοδό του. Ετούτος ο δαίμονας δεν του έμοιαζε ότι μπορούσε να πεθάνει απ’το λεπίδι που βαστούσε. Τι θα σκεφτόταν, όμως, ο πατέρας για μένα, αν ήξερε ότι φέρθηκα έτσι; Ότι άφησα τον Βάνμιρ να πεθάνει, χωρίς να του έχω ακόμα πει ότι εκείνος τον συγχώρεσε για τις πράξεις του;
«Ράααααααλλλτοοοοοοοοοοον!» κραύγασε ο Ρόλμαρ, ορμώντας στο κερασφόρο Κτήνος και σπαθίζοντας κατά των πλευρών του καβαλάρη του.
Ο μελανός μανδύας που έμοιαζε ζωντανός, τελικά, ήταν ζωντανός! Κινήθηκε απότομα και δέχτηκε εκείνος το χτύπημα της λεπίδας του Νορβήλιου ακρίτη, σταματώντας την ορμή του ατσαλιού, παρότι σκίστηκε κι αίμα πετάχτηκαν, πιτσιλώντας καυτό το πρόσωπο του Ρόλμαρ.
Το κεφάλι του ανθρωπόμορφου δαίμονα στράφηκε στον Ωθράγκος, και το μενεξεδί φως δυνάμωσε μέσα στη σχισμή του προσώπου του. Το κοιλιακό στόμα γέλασε, υστερικά. Το δεξί, σπαθοφόρο χέρι του αποτρόπαιου όντος κινήθηκε.
Ο Ρόλμαρ απέκρουσε τη λεπίδα, με την ασπίδα του. Και η ασπίδα κόπηκε στα δύο. Ήταν από ατσάλι, κι όμως θα έλεγε κανείς πως ο κατασκευαστής της την είχε φτιάξει από περγαμηνή. Ο Ωθράγκος πισωπάτησε. Ένα ακατάπαυστο τρέμουλο είχε καταλάβει τα μέλη του.
Το κοιλιακό στόμα γέλασε δυνατότερο. Και το δόρυ στο αριστερό χέρι υψώθηκε.
Μια θολή φιγούρα, φωτισμένη από γαλαζόγκριζο φως, πετάχτηκε, όμοια με μεγάλο αιλουροειδές, κι έπεσε πάνω στον δαιμονικό καβαλάρη, ρίχνοντάς τον από το Κτήνος που καβαλούσε και παρασέρνοντάς τον στο έδαφος.
Η φιγούρα έμοιαζε γυναικεία στον Ρόλμαρ, και είχε μακριά μαλλιά, τα οποία ανέμιζαν γύρω απ’το κεφάλι της, σαν να είχε σηκωθεί θυελλώδης αγέρας. Την αναγνώρισε. Η Καρμώζ!
Ο Βάνμιρ –που για κάποιο χρονικό διάστημα (δεν μπορούσε να υπολογίσει ακριβώς πόσο· τα πάντα ήταν μπερδεμένα γι’αυτόν) ζαλιζόταν και τα μάτια του τα έβλεπαν όλα αλλοιωμένα, λες και βρισκόταν κάτω απ’το νερό– συνήλθε από τη σκοτοδίνη η οποία τον είχε χτυπήσει. Το χέρι του απλώθηκε και άρπαξε ένα απ’τα κομμάτια ουρανόλιθου.
—Φανλαγκόθ, πού είσαι, καταραμένε;—
—Εδώ είμαι, Βάνμιρ—
—Γιατί μ’εγκατέλειψες στο έλεος του δαίμονα;—
—Ο Νουτκάλι παίζει, και μου σκιάζει την ενόραση. Σήκω τώρα!—
Ο Φανλαγκόθ γέμισε την ψυχή του Βάνμιρ με την ισχύ του, καθώς εκείνος ορθωνόταν και στρεφόταν στο κερασφόρο Κτήνος, βλεφαρίζοντας, για να το δει καθαρά, αφού ακόμα η όρασή του ήταν θολωμένη.
Ο ουρανόλιθος τον καλούσε να γευτεί τη γλύκα της δύναμής του, μα ο Βάνμιρ τον αγνόησε, κι άφησε τον Ράζλερ να κάνει τη δουλειά. Τέντωσε το δεξί του χέρι προς το Κτήνος, και μια αύρα έφυγε από την παλάμη του, τυλίγοντάς το τέρας σε ομίχλη. Εκείνο ούρλιαξε, καθώς η σάρκα έλιωνε από πάνω του. Και, στο τέλος, απέμειναν μονάχα τα κόκαλά του.
Ο Ρόλμαρ ατένιζε ετούτο το θέαμα με ανακούφιση, αλλά και τρόμο, συγχρόνως. Πώς ήταν ποτέ δυνατόν ο Βάνμιρ, ο δίδυμος αδελφός του, να κάνει κάτι τέτοιο; Να στερεί τη ζωή από ένα πλάσμα, με τόση ευκολία; Έστω κι αν ο Φανλαγκόθ τον καθοδηγούσε, ο Ρόλμαρ πάλι ανατρίχιαζε και τρομοκρατείτο, ακριβώς όπως είχε ανατριχιάσει και τρομοκρατηθεί στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, όπου ο Βάνμιρ επανέφερε στη ζωή τον Νεκρομέμνονα το δολοφόνο.
Η Ρικνάβαθ, εν τω μεταξύ, είχε πιαστεί στα χέρια με τον δαίμονα που πριν από λίγο καβαλούσε το κερασφόρο Κτήνος –προτού εκείνη τον ρίξει από εκεί. Ο τρόπος που της είχε δείξει ο Φανλαγκόθ, για να διεισδύει στην καρδιά του ουρανόλιθου ήταν τόσο εύκολος, ώστε της φαινόταν απίστευτο πώς δεν τον είχε ανακαλύψει κι η ίδια, από μόνη της. Δεν ήταν κάτι το οποίο θα μπορούσε εύκολα να εξηγήσει στον οποιοδήποτε· ήταν σαν να… τρως –τόσο φυσικό για εκείνη. Και το αποτέλεσμα της τροφής αυτής ήταν ασύλληπτο· η δύναμη που πρόσφερε ήταν ασύλληπτη! Ολόκληρο το κομμάτι ουρανόλιθου είχε εξαφανιστεί από τα χέρια της –είχε μικρύνει σταδιακά, ώσπου είχε χαθεί!– και η Ρικνάβαθ είχε αντλήσει όλη του την ενέργεια εντός της –και την είχε κρατήσει εκεί, όπως της είχε ζητήσει ο Φανλαγκόθ, αρνούμενη να την απελευθερώσει.
Ο δαίμονας από κάτω της ήταν πολύ υποδεέστερός της. Πάλευε, μα δεν μπορούσε να της ξεγλιστρήσει. Τα όπλα είχαν φύγει απ’τα χέρια του, και τα νυχάτα του δάχτυλα έγδερναν το δέρμα της, μην μπορώντας να το διαπεράσουν! Το κοιλιακό του στόμα δάγκωνε την κοιλιά της, αλλά τα δόντια του σκάλωναν κι έτριζαν. Η Ρικνάβαθ ένιωθε την οργή του μεταλλαγμένου όντος να εξέρχεται κυματοειδώς από μέσα του, και γέλασε.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!» φώναξε, και ύψωσε το χέρι της, κατεβάζοντάς το, σαν σφυρί, στο κεφάλι του ανθρωπόμορφου δαίμονα και σπάζοντας το κρανίο του και το λαιμό του.
Αναπάντεχα, κάτι κινήθηκε πάνω στο στήθος του τέρατος, και ξετυλίχτηκε, οφιοειδώς, κουλουριαζόμενο γύρω απ’τους βραχίονες της Ρικνάβαθ. Ένα γλιστερό πλοκάμι, πλατύ και κολλώδες. Την ίδια στιγμή, ο μανδύας του πλάσματος τεντώθηκε και αγκάλιασε την Καρμώζ. Το άγγιγμά του της έκαιγε την πλάτη. Το κοιλιακό στόμα γέλασε, υστερικά. Ο δαίμονας δε φαινόταν να νοιάζεται και πολύ για το αχρηστεμένο του κεφάλι.
Η Ρικνάβαθ άρπαξε το πλοκάμι με τα δύο χέρια, τραβώντας το, για να το κόψει και γρυλίζοντας μανιασμένα. Μα η απόφυση ήταν σαν πηλός!
Το κοιλιακό στόμα γελούσε, λες και το γαργαλούσαν. Τα δόντια του άρχισαν να ροκανίζουν με μανία την κοιλιά της Καρμώζ, η οποία νόμιζε ότι πλέον μπορούσε να τα νιώσει να γδέρνουν το δέρμα της.
«…Όοοοοοχιιι!» ούρλιαξε, καθώς σκοτεινή απελπισία θόλωνε το νου της, ότι θα πέθαινε στην αποκρουστική αγκαλιά αυτού του εκτρώματος. Τα χέρια της γρονθοκόπησαν το στέρνο του δαίμονα, ξανά και ξανά: τα κόκαλα της θωρακικής κοιλότητας έσπασαν, βούλιαξαν προς τα μέσα· και το πλατύ πλοκάμι (για κάποιο λόγο) έχασε τη δύναμή του.
«Νααααααρρρ!» Η Ρικνάβαθ, πιέζοντας το έδαφος με τα δάχτυλα των ποδιών της, ανασηκώθηκε, σπάζοντας τη γλοιώδη απόφυση και απομακρυνόμενη από τα δόντια του κοιλιακού στόματος. Ο μανδύας, ωστόσο, εξακολουθούσε να την περιβάλλει, και ο δαίμονας την παρέσυρε κάτω, ανάσκελα.
Τα δόντια του ξανασυνάντησαν την κοιλιά της.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑ! – να σε – ΑΑΑΑΑ! – καταραμένε!» Τα γόνατα της Ρικνάβαθ μπήχτηκαν στα πλευρά και στο υπογάστριό του, πιέζοντας προς τα πάνω, για να τον αποτινάξουν· τα χέρια της έσπρωξαν τους ώμους του, και τα δάχτυλά της συνέθλιψαν τα κόκαλά του εκεί. «Φύγε! – ΑΑΑΑ!» Τα δόντια ξαναβρήκαν τη σάρκα της, και η Ρικνάβαθ νόμιζε ότι την έσχιζαν, λυσσασμένα. Η δύναμη του ουρανόλιθου κινδύνεψε να της ξεγλιστρήσει, καθώς έχασε, προς στιγμή, τον αυτοέλεγχό της. Το δεξί της γόνατο έσπασε όλα τα πλευρά του δαίμονα· το αριστερό μπήχτηκε στη βουβωνική του κοιλότητα, αλλά η Ρικνάβαθ δεν αισθάνθηκε ότι το πλάσμα είχε γεννητικά όργανα. Τα χέρια της αρπάχτηκαν απ’τον ζωντανό του μανδύα, σχίζοντάς τον, κομματιάζοντάς τον, πετώντας αίμα παντού. «ΑΑΑΑΑΑ! – Ο Ασραντγκάλ να σε – Ααααααααααα! – Θα σε ΣΚΟΤΩΣΩ!» Αναποδογύρισε το αποδυναμωμένο πλάσμα, καβαλώντας το ξανά. «Πώς στον Παγογέρακα ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ;» Το κοπάνησε με τις γροθιές της, ασταμάτητα, μέχρι που δεν νόμιζε πλέον ότι το κοιλιακό στόμα την δάγκωνε.
Σηκώθηκε όρθια και κοίταξε τα απομεινάρια του εχθρού της. Ο δαίμονας δεν ήταν αναγνωρίσιμος· έμοιαζε περισσότερο μ’έναν συνονθύλευμα σάρκας, κοκάλων, και αίματος.
Είναι νεκρό… νεκρό…
Η Ρικνάβαθ αισθάνθηκε ανακούφιση να την πλημμυρίζει. Έχασε τον έλεγχο της επάνω στην ουρανολίθινη ισχύ και όλη η δύναμη έφυγε από μέσα της, σαν ένα θερμό κύμα αέρα που ερχόταν από πίσω της, έλουζε την πλάτη της, χάιδευε το πρόσωπό της, ανάδευε τα μαλλιά της, και ύστερα απομακρυνόταν.
Τα γόνατά της λύθηκαν.
Λιποθύμησε.
*
Ο Ρόλμαρ παρακολουθούσε την αναμέτρηση της Ρικνάβαθ με τον μανδυοφόρο δαίμονα, ενώ ο αδελφός του δε φαινόταν να της δίνει σημασία, συνεπαρμένος από τις δυνάμεις του ουρανόλιθου. Δύο κομμάτια, ένα στο κάθε χέρι, βαστούσε ο Βάνμιρ και βάδιζε προς το άνοιγμα, προς τη μαύρη, στροβιλιζόμενη δίνη, πίσω απ’τα Κτήνη –εκεί όπου ο Ρόλμαρ αντιλαμβανόταν ότι δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Έτσι, είχε μείνει πίσω, κοιτάζοντας τη θολή μορφή της Καρμώζ να παλεύει με το αποκρουστικό έκτρωμα.
Μέχρι που, τελικά, η Ρικνάβαθ το έκανε, κυριολεκτικά, κομμάτια και θρύψαλα, ξεριζώνοντας τον ζωντανό του μανδύα, συνθλίβοντάς του τα κόκαλα, κόβοντάς το πλοκάμι που είχε βγει απ’το στήθος του, και παραμορφώνοντάς το με κάθε δυνατό τρόπο. Όταν το πλάσμα είχε πλέον πάψει να κινείται, σηκώθηκε όρθια, και η γαλαζόγκριζη λάμψη εγκατέλειψε το κορμί της. Και ο Ρόλμαρ είδε ότι ήταν γυμνή, σαν το αλλόκοτο φως να είχε κάψει όλα της τα ρούχα.
Τα γόνατα της Ρικνάβαθ λύγισαν, και έπεσε.
Ο ακρίτης έτρεξε κοντά της. Γονάτισε και κάρφωσε το σπαθί του μέσα στα λιμνάζοντα νερά, παίρνοντας την Καρμώζ στα χέρια του. «Ρικνάβαθ!» είπε, ταρακουνώντας την ελαφρώς. «Ρικνάβαθ!» Εκείνη, όμως, δεν αποκρίθηκε, εκτός από το να βγάλει ένα μουρμουρητό. Μια λέξη που ο Ρόλμαρ δεν καταλάβαινε, γιατί –υπέθετε– ήταν στη Γλώσσα των Καρμώζ.
Αναστέναξε. Τι έπαθε τώρα; Και τι της είχε συμβεί, πριν; Η ακτινοβολία που την είχε τυλίξει έμοιαζε υπερβολικά με τη γαλαζόγκριζη ακτινοβολία του ουρανόλιθου· αποκλείεται να μην υπήρχε σχέση μεταξύ τους. Τι έκανε η Ρικνάβαθ; Χρησιμοποίησε κάποιο απ’τα κομμάτια; Μπορεί να τα χειριστεί, όπως ο Φανλαγκόθ μέσω του αδελφού μου; Ο Ρόλμαρ ρίγησε, γι’ακόμα μία φορά, τρομαγμένος.
Έριξε μια ματιά ολόγυρα, για να δει πώς πήγαινε η μάχη, και διαπίστωσε πως ο χαλασμός συνεχιζόταν. Τα Κτήνη δεν είχαν ακόμα ηττηθεί, και, βλέποντας τον Βάνμιρ να κατευθύνεται προς το άνοιγμα, άφηναν τους Ωθράγκος πολεμιστές και έτρεχαν καταπάνω του.
«Σκοτώστε τα!» φώναξε ο Ρόλμαρ στους μαχητές του, δείχνοντάς τα. «Κυνηγήστε τα!
»ΒΑΝΜΙΡ! ΔΕΣ ΠΙΣΩ ΣΟΥ!»
Ο αδελφός του τον άκουσε, παρά τον γενικότερο χαλασμό και το βουητό της ουρανολίθινης ισχύος εντός του. Στράφηκε κι αντίκρισε τα Κτήνη να τον περικυκλώνουν. Δόντια, νύχια, και μάτια άστραφταν μέσα απ’το μαύρο τρίχωμά τους.
—Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία, Βάνμιρ!—είπε ο Νουτκάλι—Υπηρέτησε εμένα και θα ζήσεις—
«Κι οι δυο σας τα ίδια λέτε!» γρύλισε ο Ωθράγκος, κι αισθάνθηκε τον Φανλαγκόθ εντός του να τραβά κι άλλη δύναμη απ’τον ουρανόλιθο. Ο Βάνμιρ ύψωσε το κομμάτι που κρατούσε στο δεξί χέρι και φωτιές εξαπολύθηκαν καταπάνω στα Κτήνη, ενώ, συγχρόνως, ένα πυραπωθητικό κύμα ενέργειας τον περιτύλιγε, προστατεύοντάς τον από τις εκρήξεις μεθανίου που ακολούθησαν.
Τα ουρανολίθινα κομμάτια στα χέρια του είχαν αρχίσει να μικραίνουν. Μπορούσε πλέον να τα κρύψει μέσα στις γροθιές του.
—Φανλαγκόθ, θα φτάσουν για να κλείσει το άνοιγμα;—
—Όχι. Ο αδελφός σου πρέπει να σου φέρει κι άλλα—
«ΡΟΛΜΑΡ!» φώναξε ο Βάνμιρ, καθώς οι εκρήξεις έπαυαν γύρω του, αφήνοντας πίσω τους κουφάρια και σκέλεθρα Κτηνών. «Φέρε μου κομμάτια ουρανόλιθου, Ρόλμαρ! Βιάσου!»
Ο Ρόλμαρ σκέπασε τη Ρικνάβαθ με την κάπα του και σηκώθηκε όρθιος, τρέχοντας προς τα άλογα, όπου βρισκόταν και η Λιόλα, έφιππη.
«Ρόλμαρ,» είπε η Πριγκίπισσα, «τι συμβαίνει; Γιατί σου φώναξε ο Βάνμιρ;»
Εκείνος έλυσε έναν σάκο από τη σέλα της. «Θέλει κι άλλο ουρ–»
«Ναι, το άκουσα· αλλά γιατί; Δε φτάνει–;»
«Θα δούμε.» Ο Ρόλμαρ φορτώθηκε το σάκο στον αριστερό του ώμο και στράφηκε προς τον αδελφό του. Κτήνη πάλι τον πλησίαζαν, παρατήρησε. Εστίασε το βλέμμα του δίπλα στον Βάνμιρ και επικαλέστηκε την Ταχύτητα. Τα νεύρα του τεντώθηκαν, καθώς η ενέργεια του Χαρίσματος της φυλής του τον γέμιζε.
Η ματιά του εξακολουθούσε να είναι επικεντρωμένη στο σημείο του προορισμού του.
Ο Ρόλμαρ απελευθέρωσε τη συγκεντρωμένη δύναμη και μετέτρεψε την Ταχύτητα σε Τηλεμεταφορά, όπως του είχε μάθει ο Βάνμιρ.
Το Κοσμικό Χρώμα πλημμύρισε το σύμπαν του.
…Μια αιωνιότητα πέρασε…
Ο βάλτος αναδημιουργήθηκε γύρω του.
«Τα έφερα,» είπε στον Βάνμιρ, που τώρα βρισκόταν πλάι του.
«Μείνε κοντά μου, αδελφέ,» αποκρίθηκε εκείνος, καθώς φλόγες εξαπολύονταν από τα χέρια του, τυλίγοντας τα Κτήνη σε εκρήξεις και φωτιά, και μετατρέποντας τα πάντα τριγύρω σε μια πύρινη κόλαση, εκτός από το σημείο όπου στέκονταν οι δύο Ωθράγκος, σαν το χέρι κάποιου θεού να τους είχε απομονώσει απ’τον υπόλοιπο κόσμο.
Όταν η πύρινη λαίλαπα έπαψε, αφήνοντας πίσω της μονάχα μερικά φλεγόμενα σημεία και σκέλεθρα, ο Βάνμιρ δεν κρατούσε πλέον ουρανολίθινα κομμάτια. Και αναστέναξε. «Τόση σπατάλη…»
«Τι σπατάλη;» απόρησε ο Ρόλμαρ.
«Ουρανόλιθου, φυσικά. Δεν καταλαβαίνεις πόσο πολύτιμο είν’αυτό το πράγμα; Δος μου το σάκο,» είπε, και τον πήρε απότομα απ’τα χέρια του αδελφού του. Τράβηξε άλλα δύο ουρανολίθινα κομμάτια από μέσα, και τον άφησε να πέσει.
Στράφηκε προς τη δίνη, που απείχε λιγότερα από δέκα μέτρα απόσταση από εκείνον και τον Ρόλμαρ. «Φανλαγκόθ, θα έπρεπε να είσαι προσεκτικότερος. Υποτίθεται ότι θα καταφέρναμε να κλείσουμε τούτο το άνοιγμα ακόμα και με ένα κομμάτι ουρανόλιθου.»
—Αλλά όχι και να περάσετε από τους φύλακές του—Η φωνή αντήχησε στα κεφάλια και των δύο διδύμων.
«Μα, είχες πει να ζητήσουμε τουλάχιστον ένα κομμάτι απ’τον Ιερέα Σέτερναρ!»
—Γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να πειστεί διαφορετικά. Όμως ήξερα ότι θα συναντούσες τους υπηρέτες του Νουτκάλι στα υπόγεια—
«Τι! Και δε με ειδοποίησες;»
—Δε θα υπήρχε καμία διαφορά στην εξέλιξη των πραγμάτων—
«Πώς το ξε–;» Ο Βάνμιρ διέκοψε από μόνος του τα λόγια του, προτού τα ολοκληρώσει.
Ο Φανλαγκόθ γέλασε.
«Ναι, φυσικά. Τι ρωτάω…» ξεφύσησε ο Βάνμιρ. «Αλλά, πες μου, τι θα γινόταν αν με σκότωναν εκεί κάτω; Ή, μήπως, ήξερες και ότι δε θα πέθαινα;»
—Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, όπως σου έχω ξαναπεί, τα πάντα είναι ρευστά, Βάνμιρ—
«Κι αν σκοτωνόμουν;»
—Τα πράγματα θα είχαν πάρει μια τελείως διαφορετική τροπή—
«Η δίοδος θα παρέμενε ανοιχτή ανάμεσα στη Λιάμνερ-Κρωθ και στην Οντον’γκόκι;»
—Ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ να μάθεις για ένα απραγματοποίητο μέλλον; Εγώ προτιμώ να κλείσουμε το άνοιγμα!—
Ο Βάνμιρ είδε το ουρανολίθινο κομμάτι στο δεξί του χέρι να φωτίζεται από γαλαζόγκριζη ενέργεια, ενώ, συγχρόνως, η δίνη άρχιζε να πάλλεται και το στροβίλισμά της να γίνεται ολοένα και πιο ήπιο, λες και κάποια γιγάντια τροφοδοτική τροχαλία να έπαυε να περιστρέφεται. Ο Ωθράγκος ένιωσε τον λίθο να μικραίνει, να μικραίνει, και να μικραίνει μέσα στη χούφτα του, με τον ίδιο ρυθμό που μίκραινε και το άνοιγμα. Όταν εκείνο εξαφανίστηκε, είχε εξαφανιστεί κι ο ουρανόλιθος, αφήνοντας το δεξί χέρι του Βάνμιρ άδειο.
Τελείωσε,» μουρμούρισε ο Βάνμιρ. «Το ρήγμα έκλεισε.» Και, σιωπηλά, αναρωτήθηκε τι θα γινόταν τώρα· τι θα του ζητούσε ο Φανλαγκόθ. Θα επιθυμούσε, άραγε, να κυνηγήσουν τον Νουτκάλι, για να τον σκοτώσουν; Ή θα τους άφηνε να επιστρέψουν στη Βάλγκριθμωρ; Μάλλον το δεύτερο, υπέθετε ο νεαρός Ωθράγκος, νιώθοντας μια θλίψη βαθιά εντός του, γιατί γνώριζε ότι δε θα μπορούσε ποτέ πια να πάει στο Ράλτον, το παλιό του σπίτι. Αλλά αυτή την απόφαση την πήρα εδώ και καιρό: από τότε που φυλάκισα τον πατέρα, για να νικήσω το Θηρίο: δεν είναι κάτι καινούργιο. Πρέπει να συνηθίσω στην ιδέα…
Ο Ρόλμαρ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του αδελφού του. «Πάμε,» είπε.
Ο Βάνμιρ κοίταξε γύρω του, να δει πώς ήταν η κατάσταση, και διαπίστωσε ότι τα περισσότερα Κτήνη είχαν σκοτωθεί –κυρίως από τις δικές του, προερχόμενες απ’τον ουρανόλιθο φλόγες–, ενώ λίγα απέμεναν πλέον, τα οποία αποτελείωναν οι στρατιώτες, με βέλη, δόρατα και σπαθιά.
«Η Ρικνάβαθ είναι λιπόθυμη,» είπε ο Ρόλμαρ.
«Τραυματίστηκε;» ρώτησε, ανήσυχα, ο Βάνμιρ.
«Όχι. Αλλά πρέπει να έκανε κάτι με τον ουρανόλιθο. Δεν την είδες που χίμησε στο δαίμονα σαν γαλαζόγκριζος σίφουνας;»
«Όχι, δεν την είδα,» παραδέχτηκε ο Βάνμιρ. «Ήμουν… απορροφημένος.» Αυτό το καταραμένο πέτρωμα είναι τόσο επικίνδυνο, όσο και πολύτιμο, σκέφτηκε. Ο Φανλαγκόθ έχει απόλυτο δίκιο· πρέπει κανείς να το χειρίζεται με μέγιστη προσοχή. Σου παίρνει το μυαλό, στην κυριολεξία.
«Το παρατήρησα,» αποκρίθηκε ο Ρόλμαρ, νεύοντας.
«Πού είναι τώρα;»
«Τη σκέπασα με το μανδύα μου και την άφησα.» Ξεκίνησε να βαδίζει, και ο Βάνμιρ τον ακολούθησε, παίρνοντας από κάτω το σάκο με τα ουρανολίθινα κομμάτια.
Όταν έφτασαν κοντά στη Ρικνάβαθ, βρήκαν τη Λιόλα να στέκεται από πάνω της, έχοντας θηκαρώσει το σπαθί της και στηριζόμενη σ’ένα δόρυ. «Οι στρατιώτες αρνούνται να τη σηκώσουν,» είπε· «λένε ότι είναι μάγισσα.»
Όπως έλεγαν και καθ’όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας μέσα στους βάλτους, σκέφτηκε ο Βάνμιρ, που τους είχε κρυφακούσει πολλές φορές όταν μιλούσαν, μα είχε αποφασίσει να μην τους πει τίποτα. Έτσι κι αλλιώς, κάποιοι άνθρωποι, ό,τι και να τους λες, παραμένουν στενόμυαλοι όλη τους τη ζωή.
Έδωσε το σάκο με τα κομμάτια ουρανόλιθου στον Ρόλμαρ, έσκυψε, και σήκωσε τη Ρικνάβαθ, όπως ήταν τυλιγμένη στην κάπα.
«Μεταμορφώθηκε σε κάτι… κάτι υπεράνθρωπο, Βάνμιρ,» είπε ο αδελφός του.
«Ο Φανλαγκόθ μού ζήτησε, μέσα στη μάχη, να της πετάξω ένα κομμάτι ουρανόλιθου· ύστερα, δεν ξέρω τι συνέβη. Υποθέτω πως τράβηξε δύναμη από αυτό… όμως ποτέ δε μου είχε πει ότι μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.» Συνοφρυώθηκε, σκεπτικός. Αλλά δεν είναι παράλογο· όχι για μια γυναίκα προικισμένη όπως η Ρικνάβαθ. «Τώρα, καλύτερα ν’απομακρυνθούμε απο δώ και ν’ανάψουμε φωτιές, για να ξεκουραστούμε.»
Η Λιόλα ένευσε.
Ο Μάηραν ζύγωσε, με το σπαθί του θηκαρωμένο και το πρόσωπό του γεμάτο ιδρώτα και πιτσιλιές από αίμα. «Άρχοντές μου,» είπε, «τα τέρατα είναι νεκρά. Νικήσαμε.»
«Πόσες απώλειες είχαμε, Μάηραν;» ρώτησε ο Ρόλμαρ.
«Ορισμένοι μαχητές σκοτώθηκαν, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε εκείνος, «μα όχι πολλοί, νομίζω. Ο Άρχοντας Βάνμιρ, με τα… μαγικά του, εξολόθρευσε τα περισσότερα τέρατα, και τα υπόλοιπα βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού, όσα είχαν επιβιώσει απ’τα βέλη και τα δόρατα μας. Το σχέδιο ήταν καλό, πρέπει να παραδεχτώ.» Έκλινε το κεφάλι του προς το μέρος του Βάνμιρ, κι εκείνος είδε θαυμασμό, αλλά και δέος και επιφύλαξη, στα μάτια του ξανθού πολεμιστή.
Ύστερα από κάποια ώρα, κατασκήνωσαν περίπου ένα χιλιόμετρο απόσταση από το σημείο της μάχης. Άναψαν μικρές φωτιές για να καθίσουν γύρω και μία μεγάλη πυρά λίγο παραπέρα, ώστε να κάψουν τους νεκρούς που έπεσαν μαχόμενοι τα Κτήνη των Βάλτων. Οι απώλειες δεν ήταν πολλές, ακριβώς όπως είχε πει ο Μάηραν: δύο από τους στρατιώτες που είχε πάρει μαζί της η Πριγκίπισσα Λιόλα, και τέσσερις από τους δώδεκα της ομάδας του Βάνμιρ. Οι ζωντανοί έκαναν τις προσευχές τους στον Βάνραλ, και η Πριγκίπισσα-Διάδοχος του Νόρβηλ έψαλε τον τελευταίο χαιρετισμό όσο καλύτερα μπορούσε, επικαλούμενη τα ονόματα των Φυλάκων των Νεκρών, Βέσιλεθ και Βίσιλοθ. Έπειτα, κάθισαν να πλυθούν (όσο αυτό ήταν δυνατό εδώ πέρα), να φάνε, και να ξεκουραστούν.
Η Ρικνάβαθ δεν είχε ακόμα συνέλθει, και ο Βάνμιρ την κοίταζε καθώς κοιμόταν, τυλιγμένη στην κάπα του δίδυμού του. Ο ύπνος της δεν ήταν ήσυχος· γύριζε το κεφάλι της μια απο δώ μια απο κεί, ψιθυρίζοντας ονόματα και φράσεις στη μητρική της γλώσσα. Ο Ωθράγκος δεν πολυκαταλάβαινε σχεδόν τίποτα απ’όσα έλεγε η Καρμώζ.
Ο Ρόλμαρ τον πλησίασε και κάθισε κοντά του, προσφέροντάς του ένα πιάτο με παστό κρέας. Εκείνος το δέχτηκε, γνέφοντας ευχαριστώ.
«Βάνμιρ. Ίσως ετούτη να μην είναι η καλύτερη στιγμή για να ρωτήσω, αλλά πρέπει. Πού είναι η Νίθρα; Ο Φανλαγκόθ είχε πει ότι κατευθυνόταν κι εκείνη στο άνοιγμα.»
«Ναι…» μουρμούρισε ο Βάνμιρ, ενθυμούμενος τα λόγια του Ράζλερ: Και να προσέχεις τον αδελφό σου, όσον αφορά τη Νίθρα.
«Γιατί δεν τη συναντήσαμε, λοιπόν;» Η φωνή του Ρόλμαρ χαμήλωσε. «Είναι… είναι νεκρή; Τη σκότωσαν;»
«Δεν ξέρω,» είπε ψέματα ο Βάνμιρ· «δεν έχω ιδέα.»
«Δε σου μίλησε ο Φανλαγκόθ;»
«Δε μου ανέφερε τίποτα συγκεκριμένο.»
«Τότε, πρέπει να τον ρωτήσεις!» είπε, έντονα, ο Ρόλμαρ.
Να σε πάρει ο Μαύρος Άνεμος! γιατί επιμένεις τόσο; «Πάλι τα ίδια θα λέμε; Εκείνος έρχεται σε επικοινωνία μαζί μου, όχι εγώ μαζί του· και, συνήθως, βιάζεται: συζητάμε μόνο τα απαραίτητα.»
«Μα, είναι απαραίτητο! Θέλω να μάθω, Βάνμιρ. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο ήρθα εδώ. Γι’αυτόν και για να σε βοηθήσω. Θέλω να μάθω αν η Νίθρα είναι καλά· θέλω να τη δω.»
«Δεν έχω ιδέα πού μπορεί να βρίσκεται.»
«Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον ουρανόλιθο, για να ανακαλύψεις;»
Ο Βάνμιρ τον κοίταξε έκπληκτος. «Είσαι τρελός; Ακόμα κι αν μπορούσα –που δεν μπορώ!–, δε θα το έκανα. Δε σπαταλάς έτσι ένα τόσο πολύτιμο υλικό, Ρόλμαρ!»
Ο Ρόλμαρ κοπάνησε τη γροθιά στο γόνατό του, ξεφυσώντας μέσ’απ’τα δόντια του.
Ο Βάνμιρ τού έσφιξε τον ώμο. «Ξέχνα το,» είπε. «Έκανες ό,τι μπορούσες για τη Νίθρα. Τη βοήθησες όταν μας ζήτησε βοήθεια. Μετά, η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχό σου.»
Ο Ρόλμαρ δε μίλησε, για λίγο· ύστερα, είπε: «Τι θα κάνεις τώρα, Βάνμιρ; Θα φύγεις από τη Λιάμνερ-Κρωθ;»
«Δεν έχω άλλο λόγο να καθίσω εδώ. Κι εσύ να πας στο Νόρβηλ· μην κάνεις καμια ανοησία και ψάξεις για τη Νίθρα σε τούτη την ήπειρο. Εγώ, βέβαια, ίσως να χρειαστεί να ταξιδέψω και άλλου· ίσως…» πρόσθεσε.
Ο Ρόλμαρ χαμογέλασε. «Ο πατέρας δε σου κρατάει κακία,» είπε.
Ο Βάνμιρ βλεφάρισε. «Πώς είπες;» Δεν ήταν δυνατόν να γνώριζε τι είχε συμβεί στο Ράλτον! Δεν ήταν δυνατόν να–!
«Τον είδα στη Νουάλβορ, και μου ζήτησε να σε διαβεβαιώσω πως δε σου κρατάει κακία που τον φυλάκισες. Αν και εγώ, προσωπικά, για να σου πω την αλήθεια, Βάνμιρ, εξοργίστηκα μαζί σου, όταν άκουσα τι έκανες. Αναρωτήθηκα τι στα παγανά της Στέπας είχες στο μυαλό σου!»
«Να σώσω το Ράλτον από το Θηρίο, που επέστρεψε με δύο μικρότερα και μ’έναν στρατό Ποιμένων,» αντιγύρισε ο Βάνμιρ. «Ελπίζω ο πατέρας να μην παρέλειψε να σου αναφέρει αυτή τη λεπτομέρεια.»
«Μη μιλάς έτσι,» μούγκρισε ο Ρόλμαρ. «Άμα δε μου την είχε αναφέρει, θα σε είχα σκοτώσει μόλις σε έβλεπα.» Τα μάτια του, προς στιγμή, σκλήρυναν, και η όψη του, επίσης. Μετά, όμως, ένα χαμόγελο χάραξε το πρόσωπό του. «Αλλά καταλαβαίνω. Σκεφτόμουν το όλο ζήτημα, όσο εγώ και η Λιόλα ταξιδεύαμε πάνω στη Χρυσαλλίδα, ακολουθώντας το πλοίο σου. Το σκεφτόμουν ξανά και ξανά και ξανά, Βάνμιρ· και υπήρχαν φορές που έλεγα μέσα μου ότι ο πατέρας είναι χαζός που σε συγχώρεσε έτσι απλά. Όμως, τελικά, προσπάθησα να αναλογιστώ τι θα έκανα εγώ στη θέση σου, Βάνμιρ. Τι θα έκανα αν έβλεπα μπροστά μου τον μοναδικό τρόπο σωτηρίας και ο πατέρας αρνιόταν να με ακούσει–»
«Ο πατέρας θα σε άκουγε εσένα, Ρόλμαρ. Πάντα σε ακούει περισσότερο από εμένα. Εκείνη την περίοδο, ευχόμουν όσο τίποτε άλλο να ήσουν στο Ράλτον, για να του μιλήσεις. Θα είχε αποδεχτεί το σχέδιό μου, αν του τόλεγες εσύ.»
«Ίσως· δεν ξέρω. Πάντως, αν δε με άκουγε, κι αν έβλεπα το σωστό, τη μοναδική λύση εμπρός μου, τότε… θα αντιδρούσα διαφορετικά από εσένα, αδελφέ; Αυτό σκέφτηκα όσο ταξίδευα, και κατέληξα ότι δεν ήμουν βέβαιος πώς θα αντιδρούσα. Δεν ήμουν βέβαιος πώς θα αντιδρούσε ο ίδιος μου ο εαυτός σε μια τέτοια, κρίσιμη, κατάσταση. Επομένως, δεν έχω το δικαίωμα να σε κρίνω τόσο απόλυτα. Γιατί, τι θα γινόταν αν υποτασσόσουν στη θέληση του πατέρα και το Ράλτον καταστρεφόταν; Και το Θηρίο εισέβαλε στο Νόρβηλ, μαζί με το στρατό και τα μικρά του; Τι ζημιές θα προκαλούνταν; Πόσες ζωές θα χάνονταν;»
Ο Βάνμιρ γέλασε και τον χτύπησε στον ώμο. «Ακούγεσαι πολύ μελοδραματικός για τα γούστα μου!» Όμως αισθανόταν δάκρυα να έχουν υγράνει τα μάτια του. «Βούλωστο!»
Ο Ρόλμαρ μειδίασε πλατιά και ήπιε μια γουλιά κρασί απ’το φλασκί του. «Φάε τίποτα. Έχεις τα χάλια σου.»
«Ευχαριστώ…» Ο Βάνμιρ δάγκωσε ένα κομμάτι παστό κρέας. «Πες μου, όμως, γιατί ήρθε ο πατέρας στη Νουάλβορ; Έμαθε ότι κατευθυνόμουν εκεί;»
Ο Ρόλμαρ τού διηγήθηκε όλα όσα είχε διηγηθεί σ’εκείνον ο Άρχοντας Άραντιρ· και, στο τέλος, είπε: «Έχω μια απορία.»
«Εγώ έχω πολλές.»
«Από τότε που γεννήθηκες· αλλά η δική μου μας αφορά άμεσα. Η Ρικνάβαθ… είναι η Καρμώζ η οποία καβαλούσε το Μεγάλο Θηρίο;»
«Ναι,» είπε ο Βάνμιρ, τελειώνοντας το φαγητό του.
Η Λιόλα πλησίασε. «Τι λέτε τόση ώρα; Να έρθω;»
Ο Βάνμιρ ανασήκωσε τους ώμους. «Κάθισε, Πριγκίπισσα.» Και ο αδελφός του έγνεψε καταφατικά.
Η Λιόλα πήρε θέση κοντά στον Ρόλμαρ, ακουμπώντας επάνω του. Εκείνος πέρασε το χέρι του γύρω απ’τους ώμους της. Το τραύμα στο πόδι της είχε πλέον επουλωθεί εντελώς, και μπορούσε να καθίσει άνετα· μονάχα καμια μικρή σουβλιά τής έριχνε, κάπου-κάπου.
«Γιατί την αποφυλάκισες;» ρώτησε ο Ρόλμαρ τον Βάνμιρ.
Εκείνος πήρε το φλασκί απ’τον αδελφό του και κατέβασε μια μεγάλη γουλιά κρασί. «Διότι είδα ότι, κατά πρώτον, ήταν, ουσιαστικά, θύμα του Θηρίου, όχι οδηγός του· και, κατά δεύτερον, μου μίλησε για σένα: μου είπε ότι κινδύνευες στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων και ότι μια σκιά έκανε κύκλους γύρω από το θρόνο.»
«Ναι, αυτά μας τα εξιστόρησες και στη Νουάλβορ,» είπε η Λιόλα. «Αλλά ποτέ δεν ανέφερες πολλά πράγματα για τη Ρικνάβαθ, πέραν από το γεγονός ότι ήταν φίλη σου.»
«Επίτηδες,» ένευσε ο Βάνμιρ, «γιατί δεν ήθελα να δημιουργηθούν αρνητικές εντυπώσεις σε κανέναν.»
«Ναι, καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε η Λιόλα. «Επίσης, θέλω να ξέρεις ότι δεν κρατάω κακία στη Ρικνάβαθ για όσα διαδραματίστηκαν αναμεταξύ μας. Προσπάθησε να με σκοτώσει στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, μα δεν ήταν εκείνη που, πραγματικά, μου επιτέθηκε, αλλά ο Άνκαραζ. Ούτε εγώ ήμουν ο εαυτός μου· ο Φανλαγκόθ με κατείχε.»
«Και τώρα τον υπηρετούμε…» είπε ο Ρόλμαρ, αναστενάζοντας. «Δε μ’αρέσει καθόλου αυτό. Είμαι σίγουρος πως, όταν δε μας χρειάζεται άλλο, θα μας αφήσει στο έλεος του αδελφού του ή του πατέρα του· δε θα νοιαστεί για κανέναν από εμάς, ακόμα κι αν είναι να μας διαμελίσουν.»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Βάνμιρ, «έτσι είναι. Αλλά, επί του παρόντος, μας έχει ανάγκη, γιατί θέλει τον έλεγχο του ουρανόλιθου· επομένως, δεν έχουμε παρά να κερδίσουμε από τη συμμαχία μας μαζί του.»
«Το ελπίζω…» είπε ο Ρόλμαρ, και η Λιόλα τού έριξε ένα βλέμμα που μαρτυρούσε ότι συμφωνούσε απόλυτα με τα λόγια του, καθώς και με τα όσα εκείνος δεν είχε πει μα υπονοούσε.
Ύστερα, καθώς σιγή έπεσε ανάμεσα στα δύο αδέλφια από το Ράλτον, η Πριγκίπισσα πήρε τη ματιά της από τον Ρόλμαρ και κοίταξε τις φλόγες της φωτιάς που βρισκόταν εμπρός της. Προβληματισμένη σχετικά με τα τελευταία γεγονότα, σκέφτηκε: Ο Φανλαγκόθ, ο Νουτκάλι, και ο πατέρας τους, Λιζναγκάρ, έχουν μονάχα κακό να φέρουν στην Κουαλανάρα. Προσπαθούν ο ένας να υπερισχύσει του άλλου, λες κι ο Χάρτης να είναι μονάχα ο πίνακας ενός παιχνιδιού, μην κατανοώντας τις καταστροφές που προκαλούν και τις ζωές που χάνονται. Έχουν απομακρυνθεί τόσο πολύ από την ανθρώπινη φύση, ώστε έχουν μεταμορφωθεί σε κάτι απάνθρωπο, δαιμονικό… έναν ιό, μια μόλυνση.
Η Λιόλα ρώτησε τον Βάνμιρ: «Ανακάλυψε ο Φανλαγκόθ, τελικά, πώς ο Νουτκάλι κατάφερε να δημιουργήσει αυτό το ρήγμα ανάμεσα στην Οντον’γκόκι και τη Λιάμνερ-Κρωθ;»
«Δε μου είπε κάτι.»
«Ξέρεις τι με φοβίζει;»
«Τι, Πριγκίπισσα;»
«Αναρωτιέμαι αν μπορεί ο Νουτκάλι ν’ανοίξει άλλη μια τέτοια δίοδο, σε διαφορετικό σημείο της ηπείρου.»
«Καλή ερώτηση. Αλλά, ακόμα κι αν μπορεί, γιατί να το κάνει; Ποιο θα είναι το όφελος για εκείνον; Μην ξεχνάς ότι αυτοί οι Ράζλερ υπολογίζουν τα πάντα, στην προσπάθειά τους να κερδίσουν έδαφος ο ένας εις βάρος του άλλου. Δεν είναι ο σκοπός τους να προκαλέσουν ζημιά στη Λιάμνερ-Κρωθ ή σε οποιαδήποτε άλλη ήπειρο.»
Αλλά το κάνουν, αθέλητα ή μη, σκέφτηκε η Λιόλα. «Και τι είχε να κερδίσει τώρα ο Νουτκάλι, από το άνοιγμα που εμείς κλείσαμε;»
«Αυτό ίσως να το γνωρίζει ο Φανλαγκόθ,» είπε ο Βάνμιρ· «εγώ, πάντως, δεν μπορώ ούτε να υποθέσω.»
*
Όταν η Ρικνάβαθ ξύπνησε, το στόμα της ήταν ξεραμένο, όπως επίσης και τα χείλη της, και διψούσε πολύ· για την ακρίβεια, η δίψα ήταν που την είχε ξυπνήσει.
«…Νερό,» είπε.
Ο Βάνμιρ, που καθόταν δίπλα της, της έδωσε ένα φλασκί. Εκείνη ανασηκώθηκε και ήπιε, ακόρεστα. Όταν έσβησε τη δίψα της, συνειδητοποίησε ότι ήταν γυμνή και τράβηξε προς τα πάνω την κάπα που την τύλιγε. Έριξε μια ματιά ολόγυρα και είδε την ομάδα κατασκηνωμένη. Ο Ρόλμαρ καθόταν αντίκρυ, αγκαλιά με την Πριγκίπισσα Λιόλα, και συζητούσαν ψιθυριστά· ο Μάηραν ακόνιζε το σπαθί του· κάτι στρατιώτες έπαιζαν ζάρια· μια πολεμίστρια έριχνε φύλλα μέσα σ’ένα μεταλλικό σκεύος το οποίο βρισκόταν πάνω από μια φωτιά, για να φτιάξει το βοτάνι που ο Βάνμιρ έδινε στους συντρόφους του, ώστε να καταπολεμούν τις ασθένειες των βάλτων· ένας άντρας στεκόταν, βαστώντας τη βαλλίστρα του οπλισμένη και φυλώντας σκοπιά. Παντού, οι αποχρώσεις ήταν σκούρες· πρέπει να ήταν απόγευμα.
«Είχα χαθεί,» είπε η Ρικνάβαθ. «Κι ακόμα ζαλίζομαι.» Ακούμπησε το μέτωπο στις παλάμες των χεριών της και τους αγκώνες της στα γόνατά της.
«Πού είχες χαθεί;» τη ρώτησε ο Βάνμιρ.
«Σε μια στροβιλιζόμενη σήραγγα, όπου είδα πολλά περίεργα πράγματα.»
«Αυτό δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο για σένα…»
«Είναι. Ποτέ μου δεν ξαναείχα τέτοια εμπειρία.»
Ο Βάνμιρ συνοφρυώθηκε, κοιτάζοντάς την.
Η Ρικνάβαθ έστρεψε το γαλανό της βλέμμα επάνω του. «Είδα πάλι εκείνη τη σαύρα που ανοιγοκλείνει τα μάτια… και με τρόμαξε.»
«Πόσο μεγάλη ήταν;»
«Πολύ μικρή. Σαν την παλάμη μου, νομίζω. Από τον καρπό ως τα δάχτυλα.» Έδειξε, τεντώνοντας τα δάχτυλά της.
«Και ήταν τόσο τρομαχτική;»
Η Ρικνάβαθ ένευσε.
«Γιατί;»
«Απλά, ήταν.» Ανασήκωσε τους ώμους.
«Μόνο αυτό είδες;»
«Μόνο αυτό θυμάμαι. Τα άλλα… με μπέρδεψαν, Βάνμιρ.»
«Τι έκανες με τον ουρανόλιθο, στη μάχη;»
«Ο Φανλαγκόθ μού έδειξε το δρόμο για να επικαλούμαι τις δυνάμεις του. Αλλά δε νομίζω να το ξανακάνω.»
«Εννοείς ότι σου έδειξε πώς να χρησιμοποιείς τον ουρανόλιθο μόνη σου;»
Η Ρικνάβαθ ένευσε. «Και είναι εύκολο, Βάνμιρ, πολύ εύκολο. Βέβαια,» πρόσθεσε, «δεν ξέρω αν εσύ ή κανείς άλλος μπορεί να το καταφέρει. Μα, για μένα, είναι απλούστατο. Όμως είναι και υπερβολικά δύσκολο να ελέγξω αυτή τη δύναμη… Με πλημμυρίζει. Μετά βίας την κρατώ μέσα μου· και τη χειρίζομαι… όπως έρθει.» Ρίγησε φανερά.
«Σκότωσες το δαίμονα χωρίς δυσκολία, απ’ό,τι μου είπαν…»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Ρικνάβαθ· και, σα να θυμήθηκε κάτι, ανασήκωσε την κάπα και κοίταξε τον εαυτό της από κάτω, ψαχουλεύοντας με το χέρι της.
«Τι κάνεις;»
«Αυτό το πλάσμα με δάγκωνε, με το στόμα που είχε στην κοιλιά του.»
«Δε φαίνεσαι τραυματισμένη… Είσαι;»
Η Ρικνάβαθ ψαχούλεψε, για λίγο, τον εαυτό της, χωρίς να μιλά. «Όχι, δεν είμαι,» είπε, σα να παραξενευόταν από το γεγονός.
«Μπορεί η δύναμη του ουρανόλιθου να σε θεράπευσε…»
«Ναι, δεν αποκλείεται. Μου φέρνεις φαγητό;»
Ο Βάνμιρ ένευσε και σηκώθηκε από τη θέση του. Όταν επέστρεψε, είπε: «Δε με ρώτησες αν έκλεισα το άνοιγμα.» Και της έδωσε ένα πιάτο με παστό κρέας και μια κούπα γεμάτη κρασί.
Η Ρικνάβαθ δέχτηκε το φαγητό. «Το έκλεισες. Η Θεά δεν πονάει πλέον.»
H Νίθρα ακούμπησε το γαντοφορεμένο της χέρι επάνω στον κορμό ενός ελοχαρούς δέντρου και στάθηκε εκεί, βαριανασαίνοντας και κοιτάζοντας μια νησίδα στέρεου εδάφους ανάμεσα στα νερά των βάλτων Βενέβριαμ. Πίσω της, σταμάτησαν και η Χρυσοδάκτυλη κι ο Φένταρ, που τραβούσαν τ’άλογά τους απ’τα γκέμια. Το ένα από τα δύο ζώα σχεδόν σερνόταν από την κούραση και τον πυρετό που το ταλαιπωρούσαν. Ο Ωθράγκος τυχοδιώκτης δεν του έδινε και πολλές ημέρες ζωής· στοίχημα ήταν αν θα κατάφερνε να επιβιώσει ώσπου να βγουν απ’τους βάλτους.
«Τι είναι, Νίθρα;» ρώτησε τη Ρουζβάνη, η οποία, προφανώς, παρατηρούσε κάτι που εκείνος αδυνατούσε να δει.
«Ένα μονοπάτι,» αποκρίθηκε, αργά, εκείνη. Επάνω στη νησίδα έβλεπε μία δίοδο, ένα πέρασμα φωτεινότερο από τα συνηθισμένα, το φως του οποίου, σίγουρα, δεν ήταν το απογευματινό αντιφέγγισμα που γλιστρούσε ανάμεσα από την ελώδη βλάστηση. Προχώρησε προς τα εκεί, μπαίνοντας μες στα νερά, τα οποία της έφταναν ως το γόνατο.
«Περίμενε,» της φώναξε ο Φένταρ, και την ακολούθησε αμέσως, ελέγχοντας τον μαλακό πάτο με το ξύλινο μπαστούνι του. Η Χρυσοδάκτυλη τούς πήρε στο κατόπι, αμίλητη.
«Τι μονοπάτι βλέπεις, Νίθρα;» επέμεινε ο τυχοδιώκτης. «Υπάρχει κάποιος κίνδυνος;»
«Όχι, δε νομίζω ότι είναι επικίνδυνο. Και σταμάτα να πασπατεύεις το έδαφος μ’αυτό το ξύλο· δεν έχει κινούμενη άμμο να μας ρουφήξει εδώ.»
«Βλέπεις και την κινούμενη άμμο;» απόρησε ο Φένταρ.
Η Νίθρα ένευσε, καθώς ανέβαινε στη νησίδα. «Ναι,» αποκρίθηκε. «Πολύ λίγα πράγματα δεν βλέπω πλέον, Φένταρ.»
«Μπορείς να μου λύσεις μια μεγάλη απορία; Τι ακριβώς σου συνέβη όταν πλησίασες εκείνη την παράξενη δίνη στον αέρα;»
Η Νίθρα κοίταζε το μονοπάτι, καθώς του απαντούσε: «Λησμονημένες δυνάμεις ξύπνησαν εντός μου.» Το φως μέσα στο μονοπάτι φαινόταν να έρχεται από παντού τριγύρω, σαν οι ιτιές, τα βρύα, και τα θολωμένα νερά να το εξέπεμπαν. Επίσης, μια απόλυτη γαλήνη απλωνόταν στο μέρος. Τι παράξενο. Και δε μοιάζει καθόλου με τις σκιές του παρελθόντος που βλέπω, συχνά-πυκνά, εδώ πέρα. Ετούτο είναι κάτι που υπάρχει τώρα, αλλά, συγχρόνως, έχω την εντύπωση ότι πρέπει, λογικά, να υπήρχε ανέκαθεν και θα υπάρχει ακόμα κι όταν ο βάλτος καταστραφεί, μετά από χρόνια και χρόνια. Τι κρυφός τόπος είν’αυτός;
«Και τα μαλλιά σου γιατί άλλαζαν χρώμα;» Η φωνή του Φένταρ διέκοψε τις σκέψεις της.
«Τι;» έκανε η Νίθρα, ατενίζοντας τον απότομα, συνοφρυωμένη.
«Σωστά…» είπε ο Φένταρ. «Δεν τα έχεις δει.
»Χρυσοδάκτυλη, έχουμε κανέναν καθρέφτη μαζί μας;»
«Νομίζω.» Η Μιρλίμια άνοιξε το σάκο της σέλας του αλόγου που τραβούσε απ’τα γκέμια και έβγαλε από εκεί έναν μικρό καθρέφτη, πλαισιωμένο από άργυρο.
«Δος τον στη Νίθρα.»
Η Χρυσοδάκτυλη τής τον έδωσε, κι εκείνη κοίταξε τον εαυτό της μέσα στο κάτοπτρο. Τα μάτια της γούρλωσαν.
Τα μαλλιά της είχαν γίνει κόκκινα!
«…Μεγάλη Μητέρα!» έκανε, ασυναίσθητα. Ύστερα, όμως, σκέφτηκε: Η τέλεια μεταμφίεση! Οι άνθρωποι της Καλβάρθα δε θα με περιμένουν με πορφυρά μαλλιά. Πάντα είχα μαύρα. Θα πρέπει να με κοιτάξουν πολύ προσεχτικά, για να με καταλάβουν. Κατέβασε τον καθρέφτη από μπροστά της, και γέλασε.
Τον πρότεινε προς τη Χρυσοδάκτυλη, ακόμα γελώντας. Η Μιρλίμια τον πήρε, σιωπηλά.
«Να υποθέσω ότι σου άρεσε η αλλαγή χρώματος;» είπε ο Φένταρ, παραξενεμένος από την αντίδρασή της. Θα ορκιζόταν ότι, αρχικά, η Ρουζβάνη φάνηκε ταραγμένη, μα, αμέσως μετά, η ταραχή χάθηκε απ’το πρόσωπό της και μια τρομαχτική ευθυμία το φώτισε.
Ένα στραβό μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της Νίθρα. «Ναι, τολμώ να πω, ναι,» αποκρίθηκε· και στράφηκε πάλι στο μονοπάτι που μονάχα εκείνη μπορούσε να δει. «Ακολουθήστε με,» είπε, μπαίνοντας στον γαλήνιο τόπο.
Την ακολούθησαν, και όλοι οι ήχοι του βάλτου έπαψαν γύρω τους. Τα δυο τους άλογα χρεμέτισαν, ανήσυχα.
Ο Φένταρ σκέφτηκε: Αυτό το φως που μας περιβάλλει.... Δεν είναι πλέον απόγευμα; Ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό, και διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει τι ώρα της ημέρας ήταν. Ανατρίχιασε. Το μέρος είναι στοιχειωμένο.
«Νίθρα, πού μας οδηγείς; Πού είμαστε, μα το Κέρατο του Σάλ’γκρεμ’ρωθ;»
«Δε διακρίνω κίνδυνο,» αποκρίθηκε εκείνη. «Μην τρομάζεις.»
«Εντάξει, σε πιστεύω,» μούγκρισε ο Φένταρ, «αλλά τι στους δαίμονες είν’αυτό το μέρος;»
«Μονοπάτι…»
«Δεν είναι ένα απλό μονοπάτι. Γιατί δεν ακούγονται ήχοι;»
Η Νίθρα ανασήκωσε τους ώμους.
Ο Φένταρ έριξε μια ματιά στη Χρυσοδάκτυλη, για να δει την αντίδρασή της σ’όλα τούτα. Η όψη της δολοφόνου ήταν απαθής. Δεν την ενδιέφερε τίποτα από τότε που σκοτώθηκε η Αστρογέννητη· ούτε μιλούσε, πέραν από τα απαραίτητα. Ο Ωθράγκος φοβόταν μην αυτοκτονήσει· στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ, είχε δει ανθρώπους ν’αυτοκτονούν για πιο ηλίθιους λόγους.
«Ξέρεις πού μας οδηγείς, τουλάχιστον;» ρώτησε τη Νίθρα.
«Νομίζω πως ναι–»
«Νομίζεις;»
«Άσε με να τελειώσω, Φένταρ. Ήθελα να πω ότι μπορώ να διακρίνω πότε πηγαίνουμε πιο βαθιά και πότε ερχόμαστε στην επιφάνεια.»
«Δεν κολυμπάμε, γαμώ τις Πέντε Ουρές του Σάλ’γκρεμ’ρωθ!» Λες να μη θέλει να έρθει μαζί μας και να προσπαθεί να μας παγιδέψει, ή να μας σκοτώσει; Η σκέψη τον τρομοκράτησε. Η Νίθρα δεν ήταν πια κανονικός άνθρωπος, ούτε απλά χαρισματική της φυλής της· ήταν κάτι… άλλο.
«Ετούτος ο τόπος βρίσκεται κάπου βαθιά,» εξήγησε η Ρουζβάνη. «Έχω την εντύπωση ότι δεν είμαστε ακριβώς μέσα στους βάλτους Βενέβριαμ, μα σε διαφορετικά βαλτοτόπια. Μπορείς να δεις εκεί, Φένταρ;» Έδειξε, με το δεξί, γαντοφορεμένο της χέρι. «Αυτό το σκοτεινό μονοπάτι;»
Ο Φένταρ συνοφρυώθηκε. «Ναι, νομίζω ότι μπορώ.»
«Α, ωραία…» είπε η Νίθρα, που δεν περίμενε αυτή την απάντηση απ’τον Ωθράγκος. «Δεν καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι οδηγεί στους βάλτους Βενέβριαμ; Δεν τους διακρίνεις πίσω απ’τα πέπλα του σκοταδιού; Είναι πολύ διαφορετικοί απ’τα μέρη όπου τώρα ταξιδεύουμε.»
«Ναι, αυτό το αντιλαμβάνομαι. Αλλά, όχι, δεν μπορώ να τους δω… ‘πίσω απ’τα πέπλα του σκοταδιού’.»
«Μάλιστα…» είπε η Νίθρα, καθώς κατέβαιναν την πλαγιά μιας χωμάτινης νησίδας και έμπαιναν μέσα στα νερά, παραμερίζοντας νούφαρα με τα μποτοφορεμένα τους πόδια. Η σιγή ήταν απόλυτη, πέραν του σπλατ-σπλουτ που προκαλούσαν οι ίδιοι.
«Κι αυτό το μονοπάτι, το βλέπεις;» Η Νίθρα έδειξε πάλι. «Παρατηρείς ότι είναι πιο φωτεινό από το προηγούμενο;»
«Ναι, όντως είναι.»
«Τέτοια μονοπάτια οδηγούν πιο βαθιά.»
«Κι αυτό είναι καλό;»
«Τι εννοείς;» ρώτησε η Νίθρα. «Δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό· απλά, οδηγούν πιο βαθιά.»
«Θέλω να πω, είναι καλό για εμάς να τ’ακολουθήσουμε; Είναι καλό να πάμε… πιο βαθιά;»
Η Νίθρα ανασήκωσε τους ώμους. «Δε διακρίνω κίνδυνο. Βέβαια, δεν ξέρω πού μπορεί να καταλήξουμε…»
«Εξακολουθούμε να βαδίζουμε βόρειο-δυτικά, έτσι δεν είναι;»
«Είναι έτσι; Μπορείς εσύ να προσανατολιστείς σ’ετούτο το μέρος που δε φαίνεται πουθενά ο ήλιος;»
«Εσύ, όμως, ίσως να μπορείς.»
«Όχι, ούτε κι εγώ μπορώ. Σε λίγο, θα μας οδηγήσω έξω, γιατί δε θέλω να το ριψοκινδυνέψω, να χαθούμε και να βρεθούμε σε κάνα αλλόκοτο σημείο.»
Έτσι, στο επόμενο σκοτεινό μονοπάτι, η Νίθρα έστριψε, και ο Φένταρ κι η Χρυσοδάκτυλη την ακολούθησαν, βγαίνοντας από το έλος της απόλυτης γαλήνης και μπαίνοντας στους βάλτους Βενέβριαμ. Οι ήχοι χτύπησαν απότομα τ’αφτιά τους, κάνοντας την αλλαγή περιβάλλοντος πολύ αισθητή.
Ο Φένταρ πρόσεξε ότι δεν πρέπει να είχε περάσει και πολλή ώρα που βάδιζαν μέσα στον παράξενο τόπο, γιατί εξακολουθούσε να είναι απόγευμα· ο ήλιος δεν είχε ακόμα δύσει. Ύψωσε τη ματιά του στον ουρανό και προσπάθησε να προσανατολιστεί. Ναι, σκέφτηκε, καλά πηγαίνουμε.
Η Νίθρα, που είχε καταλάβει για ποιο λόγο ο Ωθράγκος κοίταζε ψηλά, του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα, κι εκείνος της έγνεψε καταφατικά, πως όλα ήταν εντάξει.
Συνέχισαν να οδοιπορούν για μερικές ώρες ακόμα και, όταν νύχτωσε, κατασκήνωσαν σε ένα στέρεο εδαφικό σημείο των βάλτων, για να ξεκουραστούν.
*
Δύο νύχτες αργότερα, η Νίθρα καθόταν μόνη δίπλα στη φωτιά, ενώ οι σύντροφοί της κοιμόνταν, όπως επίσης και το άλογο που τους είχε απομείνει, το οποίο ήταν δεμένο στα κοντινά καλάμια. Το άλλο ζώο είχε υποκύψει στην αρρώστια του και είχε πεθάνει, εχτές· οπότε, τα πράγματα που μετέφερε ήταν αναγκασμένοι τώρα να τα κουβαλάνε οι τρεις τους και το ακόμα ζωντανό άλογο.
Ένα δυνατό ψύχος είχε πιάσει απόψε, και η Νίθρα ήταν τυλιγμένη στην κάπα της και φορούσε και την κουκούλα, ενώ τα χέρια της τα είχε κουλουριάσει γύρω απ’τα γόνατά της, προσπαθώντας να ζεσταθεί και περιμένοντας να περάσει η βάρδια της, για να ξυπνήσει τη Χρυσοδάκτυλη και να πέσει για ύπνο. Η Ματιά της ερευνούσε το περιβάλλον χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Οι σκιές του παρελθόντος είχαν πλέον ξεθωριάσει και δεν πολυπαρουσιάζονταν· σημάδι ότι εκείνη κι οι σύντροφοί της πλησίαζαν προς την άκρη των βάλτων Βενέβριαμ. Η Νίθρα ανυπομονούσε να φύγουν από εδώ, γιατί δεν άντεχε άλλο το μέρος, και ήθελε, πάση θυσία, να κάνει ένα μπάνιο, μετά από τόσες ταλαίπωρες ημέρες που σερνόταν σα σαύρα σε τούτα τα βρομόνερα και τις λάσπες. Ένα ζεστό μπάνιο, γεμάτο με αρωματικά…
—Καλησπέρα, Νίθρα—
Η φωνή είχε έρθει από το πουθενά, και ανήκε στον άντρα που την είχε προτρέψει να πλησιάσει την αιωρούμενη δίνη –το Τραύμα της Λιάμνερ Κρωθ– και, αργότερα, να χρησιμοποιήσει το Κοσμικό Κέλευσμα.
—Μέχρι στιγμής, δεν είχα χρόνο να συστηθώ. Ονομάζομαι Φανλαγκόθ, και είμαι αδελφός –και εχθρός– του Νουτκάλι, του ψευδοπροφήτη ο οποίος τυραννά τη χώρα σου—
Η Νίθρα προσπάθησε να του απαντήσει με τον ίδιο τρόπο που της μιλούσε κι εκείνος—Και τι ζητάς από μένα; Είσαι θεός; Δαίμονας; Τι είσαι;—
—Το τι είμαι ούτε κι εγώ μπορώ να το περιγράψω επακριβώς. Πάντως, θα πρέπει να σου αρκεί το γεγονός ότι είμαι φίλος σου και—
—Φίλος μου; Δε σε ξέρω καν!—
—και εχθρός του εχθρού σου—
—Τον Νουτκάλι, εννοείς;—
—Ποιον άλλο, Νίθρα; Ο Νουτκάλι δημιούργησε το Τραύμα στη σάρκα της Θεάς σου· ο Νουτκάλι έφερε τα Κτήνη στο Νούφρεκ· ο Νουτκάλι προσπαθεί να πνίξει τη χώρα σου στο αίμα, για να εξυπηρετήσει τους δικούς του σκοπούς· ο Νουτκάλι ευθύνεται για το θάνατο του Πρίγκιπα Δόλβεριν και των υπολοίπων—
—Κι εσένα γιατί σ’ενδιαφέρει;—
—Σου είπα, είμαι εχθρός του—
—Γιατί;—
—Δε χρειάζεται να μπούμε σε χρονοβόρες λεπτομέρειες. Δεν έχεις πειστεί για τις καλές μου προθέσεις ως τώρα; Σου έσωσα τη ζωή δύο φορές, και σου πρόσφερα δυνάμεις που έχουν να παρουσιαστούν στην Κουαλανάρα εδώ και χιλιάδες χρόνια—
—Φοβάμαι τον εαυτό μου, με τις δυνάμεις που μου έδωσες—
—Δε θα τον φοβάσαι για πολύ καιρό, όμως. Θα συνηθίσεις, και θα δεις ότι είναι ωραία τα δώρα μου—
—Τι αντάλλαγμα ζητάς;—
Ο Φανλαγκόθ γέλασε—Μιλάς σαν να σου πούλησα κάτι, ενώ εγώ μίλησα για δώρα…—
—Δε θα μου πρόσφερες τα δώρα σου χωρίς λόγο. Ειδικά από τη στιγμή που είμαστε άγνωστοι!—
—Άγνωστοι; Όχι, Νίθρα· εγώ σε γνώριζα ανέκαθεν—
Τώρα, η Νίθρα γέλασε—Δεν πίστευα ποτέ ότι ένα αόρατο πνεύμα θα με κόρταρε…—
—Χα-χα-χα! Τουναντίον, λέω την αλήθεια. Βλέπω στο μέλλον, ή, μάλλον, σε διάφορους δρόμους του μέλλοντος, και είχα δει ότι κάπου, κάπως, θα συναντιόμασταν. Αν δε σε σκότωνε ο Νουτκάλι ή η Καλβάρθα—
—Κοίταξε… τίποτα δε με παραξενεύει πλέον· οπότε υποθέτω ότι δεν ψεύδεσαι. Θα μου πεις, όμως, τι ζητάς, τελικά, από εμένα;—
—Εκείνο που κι η ίδια επιθυμείς, Νίθρα: να διώξεις το Νουτκάλι από τη χώρα σου, να παρεμποδίσεις την αιματοχυσία που εκείνος σχεδιάζει, και να πάρεις εκδίκησή απ’την Καλβάρθα—
—Δηλαδή, θέλεις να σκοτώσω τον αδελφό σου;—
—Να τον σκοτώσεις; Χα-χα! Αποκλείεται να τον σκοτώσεις, μα το ότι οι μηχανορραφίες του θα ματαιωθούν μου αρκεί—
—Είναι κι αυτός σαν κι εσένα; Κάτι ανάμεσα σε θεό, δαίμονα, και δεν-ξέρω-κι-εγώ-τι;—
—Ναι—
—Ο Φένταρ ήρθε για να με πάρει βόρεια, στη Βάλγκριθμωρ. Γιατί να μην πάω μαζί του;—
—Ψάξε μέσα σου, Νίθρα, και θ’ανακαλύψεις γιατί—
Η Νίθρα αναστέναξε. Έχει δίκιο, συλλογίστηκε. Τώρα που είμαι εδώ, και που… που έχω αυτές τις δυνάμεις… και μου είπε ο Φανλαγκόθ ότι μπορώ να εκδικηθώ την Καλβάρθα –η οποία δε θάπρεπε ποτέ να διοικεί το Νούφρεκ!–, πώς να φύγω και να–;
—Αισθάνεσαι μπερδεμένη; Αναποφάσιστη;—
—Όχι και τόσο. Η Βάλγκριθμωρ θα είναι εξορία για μένα. Και τ’όνομά μου θα έχει κακή φήμη στο Νούφρεκ, για πάντα…—
—Κι όχι μονάχα αυτά, Νίθρα. Πηγαίνοντας στη γη των Ωθράγκος, θα εξυπηρετήσεις τα σχέδια του Νουτκάλι, χωρίς να το ξέρεις—
—Πώς;—
—Αρκέσου στο λόγο μου—
—Έστω… Αν μείνω, όμως, εδώ, Φανλαγκόθ....—
—Τι; Δεν ξέρεις από πού ν’αρχίσεις; Πώς να δράσεις;—
—Ναι—παραδέχτηκε η Νίθρα—Τα μαλλιά μου έχουν γίνει κόκκινα (πράγμα το οποίο δεν ξέρω αν εσύ το σχεδίασες), μα η Καλβάρθα, αργά ή γρήγορα, θα μ’εντοπίσει, άμα πάω στην Έρλεν—
—Δε θάπρεπε ν’ανησυχείς, όταν έχεις έναν πραγματικό προφήτη να σε καθοδηγεί. Έχω δει ότι μπορείς να τα καταφέρεις, Νίθρα. Ο Νουτκάλι, αυτή τη στιγμή, σε φοβάται όσο τίποτ’άλλο επάνω στην Κουαλανάρα· είσαι το μοναδικό άτομο με τη δύναμη να του χαλάσει τελείως τα σχέδια στο Νούφρεκ. Το Βασίλειό σου είναι ένας πίνακας παιχνιδιού, κι εσύ είσαι το κομμάτι που θ’ανατρέψει ισορροπίες τις οποίες ο αδελφός μου πάσχιζε καιρό να δημιουργήσει—
—Καιρό; Μα εμφανίστηκε όσο έλειπα—
—Καιρό—επέμεινε ο Φανλαγκόθ—Δε μετράμε εμείς το χρόνο όπως τον μετράς εσύ. Αλλά βλέπουμε τα πάντα. Κι εγώ σε βλέπω, Νίθρα, να κάθεσαι στο Θρόνο του Αετού…—
Η Νίθρα αισθάνθηκε την καρδιά της να χτυπά γρήγορα και το μυαλό της να γεμίζει με μια πλημμυρίδα από σκέψεις, τις οποίες αδυνατούσε να οργανώσει και να βάλει σε τάξη.
—Και η Καλβάρθα;—
—Η Καλβάρθα θα βρίσκεται στο έλεός σου—
—Φανλαγκόθ… όλα τούτα… Όλα τούτα με κάνουν να νομίζω ότι θες να με εξαπατήσεις κάπως!—
Ο Φανλαγκόθ γέλασε—Σου φαίνονται πολύ καλά για νάναι αλήθεια;—
—Ναι! Πήρες τα λόγια απ’το στόμα– ε, το μυαλό μου—
—Επομένως, υποθέτεις ότι προσπαθώ να σε κοροϊδέψω…—
—Μου φαίνεται λογικό, γιατί όσα μου λες θα μπορούσαν να είναι, απλά και μόνο… φαντασιώσεις, όνειρα—
—Τα όνειρα και οι φαντασιώσεις, Νίθρα, δεν είναι παρά απραγματοποίητα μέχρι στιγμής γεγονότα. Το μόνο που χρειάζεται είναι να τα πραγματοποιήσεις—
Η Νίθρα χαμογέλασε, άθελά της. Μια ξαφνική ελπίδα φτερούγισε μέσα στο στήθος της. Και τέτοιου είδους ελπίδα –προς κάτι καλύτερο και μεγαλειώδες– είχε να νιώσει προτού φύγει κυνηγημένη απ’το Νούφρεκ· πολύ προτού φύγει κυνηγημένη από εκεί. Ο Φανλαγκόθ, που είχε αφυπνίσει αρχέγονες δυνάμεις εντός της, τώρα αφύπνιζε και λησμονημένες επιθυμίες και συναισθήματα, τα οποία η Νίθρα είχε, από καιρό, θάψει βαθιά στην ψυχή της και δεν τ’άφηνε να ξεμυτίσουν για να δουν το φως της σελήνης ή του ηλίου.
—Αν μπορώ να τα κάνω όλα αυτά που υποστηρίζεις, τότε δεν έχω κανέναν λόγο απολύτως να φύγω από το Νούφρεκ—
—Ακριβώς. Θα βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, Νίθρα, και θα πετύχουμε κι οι δύο εκείνα που θέλουμε—
—Με έχεις δει Βασίλισσα του Νούφρεκ;—
—Ναι, δεν το είπα;—
Μου το είπες, μα μου μοιάζει ψέμα, σκέφτηκε η Νίθρα.
—Εντάξει, Φανλαγκόθ, θα μείνω. Θα διώξω το Νουτκάλι από τα εδάφη μου, και θα κάνω την Καλβάρθα να πληρώσει. Από πού πρέπει ν’αρχίσω;—
—Πρώτ’απ’όλα, θα πας να βρεις τον Αρχικατάσκοπο Άλαντμιν, ο οποίος θα σου προσφέρει ανυπολόγιστη βοήθεια στην επερχόμενη σύγκρουση. Θα είναι ένας σύμμαχος που πάντα θα μπορείς να εμπιστευτείς—
Ο Άλαντμιν, φυσικά… Ο Άλαντμιν θα καταχαιρόταν που θα την ξανάβλεπε ζωντανή· δε θα πίστευε στα μάτια του. Η Νίθρα μειδίασε μέσα στη σκιά της κουκούλα της, προσπαθώντας να φανταστεί την αντίδρασή του, τον τρόπο που θα την αγκάλιαζε και θα τη φιλούσε. Κι επίσης, αναρωτιόταν τι θα έλεγε, όταν εκείνη του μιλούσε για τις καινούργιες της δυνάμεις. Θα έμενε εμβρόντητος, το δίχως άλλο. Και θα υποκλινόταν εμπρός της, σαν να ήταν ήδη Βασίλισσα του Νούφρεκ. Θα της έκανε έρωτα όλο το βράδυ…
Η Νίθρα σηκώθηκε όρθια και τεντώθηκε, γελώντας. Τελικά, είχαν βγει πολλά καλά πράγματα από τούτη την ιστορία! Και διαπίστωσε πως μόνο για τον θάνατο του Δόλβεριν μετάνιωνε. Αλλά θα φρόντιζε ο φονιάς του να πληρώσει.
Πρίγκιπά μου, θα έπρεπε να ήσουν μαζί μου τώρα, για να με δεις να τσακίζω την αδελφή σου. Είμαι βέβαιη πως θα το ευχαριστιόσουν πολύ αυτό…
Πλησίασε τη Χρυσοδάκτυλη, για να την ξυπνήσει.
*
Ήταν μεσημέρι όταν βγήκαν από τους βάλτους, και ο ήλιος φώτιζε δυνατά, ζεσταίνοντας το περιβάλλον.
«Πάμε προς την ακτή, να δούμε αν είναι ακόμα εκεί το πλοίο του Σαμόλθιρ,» είπε ο Φένταρ.
«Θα έχει φύγει,» του είπε η Χρυσοδάκτυλη.
Ο Φένταρ ένευσε. «Κι εγώ έτσι φοβάμαι· έχουν ήδη περάσει οι δέκα συμφωνημένες ημέρες, και μπορεί να μας έχει για νεκρούς. Πάντως, αποκλείεται να έχει ακόμα κάνει τον κύκλο των βάλτων και να έχει επιστρέψει. Επομένως, ας ρίξουμε μια ματιά, μήπως, τελικά, αποφάσισε να περιμένει, και, μετά, κατευθυνόμαστε στην Ήανβαν, χωρίς άλλη καθυστέρηση.»
«Δε θα έρθω μαζί σας, στη Βάλγκριθμωρ,» δήλωσε η Νίθρα.
Ο Φένταρ και η Χρυσοδάκτυλη σταμάτησαν να βαδίζουν, ατενίζοντάς την, εμβρόντητοι.
«Έχω δουλειές εδώ.»
«Δουλειές;» είπε ο Φένταρ. «Νόμιζα ότι σε κυνηγούσαν!»
«Εξακολουθούν να με κυνηγάνε. Αλλά αυτό θ’αλλάξει, σύντομα.»
«Τι εννοείς; Κάναμε όλο τούτο το ταξίδι για σένα, ξέρεις! Δε θα σ’αφήσουμε εδώ. Μας χρωστάς τη ζωή σου, αν μη τι άλλο!»
Η Νίθρα γέλασε. «Δε σας χρωστάω τίποτα, Ωθράγκος,» αποκρίθηκε, στενεύοντας τα μυστηριακά της μάτια, με τρόπο που τον έκανε ν’ανατριχιάσει. «Και θα πάω εκεί που πιστεύω πως πρέπει να πάω. Αν δεις τον Ρόλμαρ, πες του πως είμαι καλά και τον ευχαριστώ για το ενδιαφ–»
«Άκουσε να δεις,» είπε ο Φένταρ, αρπάζοντάς την απ’το δεξί μπράτσο. «Ο εργοδότης μας μας υποσχέθηκε ότι θα μας πληρώσει, αν σε επιστρέψουμε στη Βάλγκριθμωρ, και σκοπεύουμε να πάρουμε την αμοιβή για τους κόπους μας–»
«Άφησέ με.»
Η φωνή της Νίθρα δεν ήταν δυνατή, ούτε απότομη, παρά σταθερή. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι Προσταγή, και ο Φένταρ άκουσε τα λόγια της ν’αντηχούν επαναλαμβανόμενα εντός του (Άφησέ με – Άφησέ με – Άφησέ με – Άφησέ με – Άφησέ με), και ένας δυνατός πόνος χτύπησε το χέρι του που έσφιγγε το μπράτσο της. Βγάζοντας μια κραυγή, πετάχτηκε πίσω, ελευθερώνοντας την.
«Ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να σε πάρει, Νίθρα!» γρύλισε, και τράβηξε το σπαθί του.
«Άσε το όπλο σου κάτω!» Πρόσταξε η Ρουζβάνη.
Ο Φένταρ προσπάθησε να το κρατήσει, και η φωνή της τον ζάλισε αντηχώντας μέσα του (Άσε το όπλο σου κάτω! – Άσε το όπλο σου κάτω! – Άσε το όπλο σου κάτω!). Το χέρι του άρχισε να τρέμει από τον πόνο, τον οποίο ο Ωθράγκος πάλευε να αποτινάξει.
Η Χρυσοδάκτυλη άφησε τα ηνία του αλόγου της και τράβηξε δύο στιλέτα.
«Πέτα τα όπλα σου, Μιρλίμια! Τώρα!» φώναξε η Νίθρα, και η δολοφόνος υπάκουσε ακούσια, πισωπατώντας, ζαλισμένη.
Ο Φένταρ άφησε το ξίφος του να πέσει, μην αντέχοντας άλλο. Αδυνατούσε να κατανοήσει τι ήταν αυτό το πράγμα που του έκανε η Ρουζβάνη. Πρώτη φορά είχε βρει το ίδιο του το μυαλό εμπόδιο στις ενέργειές του! Ο νους του δεν τον άφηνε να πράξει ενάντια σε ό,τι τον είχε προστάξει η Νίθρα.
«Θα το κάνεις αυτό για πάντα;» σφύριξε προς το μέρος της. «Το έχω καταλάβει ότι σε εξαντλεί, όπως η Ταχύτητα εξαντλεί τους ταχυπομπούς της Βάλγκριθμωρ. Αν το συνεχίσεις, θα σε πάρουμε, στο τέλος, με τη βία. Έλα, λοιπόν, μαζί μας με το καλό.»
«Δε μ’αρέσουν οι απειλές σου, Φένταρ,» αποκρίθηκε η Νίθρα. Και έδειξε εκείνον και τη Χρυσοδάκτυλη με το δεξί, γαντοφορεμένο της χέρι, Κελεύοντας τα δέντρα στο πλάι του δρόμου: «Παγιδέψτε τους!»
Ξαφνικά, τα κλαδιά ζωντάνεψαν, και ένα άρπαξε τον Φένταρ από τη μέση, τραβώντας τον πίσω και κοπανώντας την πλάτη του πάνω σ’έναν κορμό, ενώ ένα δεύτερο κλωνάρι τυλιγόταν γύρω απ’τα πόδια του, κι ένα τρίτο γύρω απ’τους βραχίονές τους.
Η Χρυσοδάκτυλη, προειδοποιημένη από το Προαίσθημα, πήδησε κι απέφυγε το κλαδί που πήγε ν’αρπάξει τον αστράγαλό της, ενώ έσκυψε κάτω από το άλλο, το οποίο επιχείρησε να την πιάσει απ’το λαιμό.
Τα μάτια της καρφώθηκαν στη Νίθρα, και χίμησε καταπάνω της.
«Πίσω!» Πρόσταξε εκείνη, και η πορεία της Μιρλίμιας ανακόπηκε απότομα. Η Χρυσοδάκτυλη γονάτισε, αθέλητα, μπροστά απ’τη Ρουζβάνη.
«Δεν έχω κανένα σκοπό να σας βλάψω,» είπε η Νίθρα, επικαλούμενη τις δυνάμεις της Πειθούς. «Με βοηθήσατε στους βάλτους, κι αυτό το εκτιμώ. Δεν είμαι ανόητη. Αλλά πρέπει κι οι δυο σας να καταλάβετε ότι δεν μπορώ να επιστρέψω στη Βάλγκριθμωρ μαζί σας, διότι εδώ έχω πολύ σημαντικότερα πράγματα να κάνω.»
Η Χρυσοδάκτυλη σηκώθηκε, κάνοντας μερικά βήματα όπισθεν κι ατενίζοντας τη Νίθρα χωρίς να μιλά.
«Τι σημαντικότερα πράγματα;» ρώτησε ο Φένταρ, ακόμα παγιδευμένος απ’τα κλωνάρια του δέντρου.
Η Νίθρα πήρε μια βαθιά ανάσα –η συνεχόμενη χρήση των Χαρισμάτων της την είχε κουράσει– και αποκρίθηκε: «Υπάρχει ένας άνθρωπος στην αυλή της Βασίλισσας Καλβάρθα. Ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος, που ονομάζεται Νουτκάλι και παριστάνει τον προφήτη στην ηλίθια ξαδέλφη μου.»
«Ποια είναι η ξαδέλφη σου;»
«Η Καλβάρθα.»
«Είσαι ξαδέλφη της Βασίλισσας;»
Η Νίθρα ένευσε. «Ναι. Αλλά δεν είναι αυτό που έχει σημασία τώρα. Σημασία έχει ότι πρέπει να πολεμήσω τον Νουτκάλι. Γιατί εκείνος ήταν που δημιούργησε το Τραύμα στο σώμα της Θεάς και έφερε τα Κτήνη εδώ;»
«Το Τραύμα;»
«Το παράξενο, στρογγυλό πράγμα που στροβιλιζόταν στον αέρα.»
«Κι εσύ πώς τα γνωρίζεις όλα τούτα;» απόρησε ο Φένταρ.
«Ο αδελφός του Νουτκάλι, ο Φανλαγκόθ, μου μίλησε.»
«Πότε;»
«Ενώ ταξιδεύαμε στους βάλτους.»
«Μα–»
«Μίλησε στο μυαλό μου,» εξήγησε η Νίθρα. «Όπως μου είχε μιλήσει και όταν βρισκόμασταν κοντά στο Τραύμα, ζητώντας μου να το πλησιάσω, για να ξυπνήσουν μέσα μου τα πράγματα που ξύπνησαν.»
«Σου μίλησε στο μυαλό σου;»
«Κοίτα, ίσως να σου φαίνεται ότι λέω ψέματα, αλλά–»
«Νίθρα, και σε μένα μίλησε κάποιος με τον ίδιο τρόπο.»
Η Ρουζβάνη ύψωσε το ένα της φρύδι, ερωτηματικά. Ο Φένταρ τής διηγήθηκε το περιστατικό με τον Ανώνυμο Θεό, καθώς και όλες τις άλλες φορές που η αόρατη φωνή είχε επικοινωνήσει μαζί του. Τέλος, τόνισε ότι, εκεί, στην Πληγή, ο παράξενος, άυλος αρωγός του του είχε ζητήσει να σκοτώσει τη Νίθρα, ενώ στην αρχή τον βοηθούσε να την πάρει από εδώ και να την πάει στη Βάλγκριθμωρ.
«Ο Νουτκάλι ήταν!» είπε εκείνη. «Σίγουρα. Ο Φανλαγκόθ με πληροφόρησε ότι ο αδελφός του δε με θέλει επάνω στη Λιάμνερ-Κρωθ, γιατί με φοβάται· το ξέρει ότι μπορώ να του χαλάσω τα σχέδια.»
—Όλο περί φόβου μιλάει ο ηλίθιος αδελφός μου και οι υπηρέτες του!—
«Τον ακούσατε;» ρώτησε η Νίθρα.
«Ποιον;» απόρησε ο Φένταρ.
«Τον Νουτκάλι. Μου μίλησε!»
—Όποιος θέλω με ακούει, Νίθρα, κι όποιος δε θέλω δεν με ακούει. Εκείνο, όμως, που με απασχολεί είναι όσοι με ακούνε να με ακούνε πραγματικά. Εσύ, καθότι Ομιλήτρια, αναμφίβολα, θα καταλαβαίνεις τι εννοώ—
—Ναι—
—Πολύ ωραία. Άκουσέ με, λοιπόν, με το μυαλό σου ανοιχτό. Ο Φανλαγκόθ προσπαθεί να σε χρησιμοποιήσει εναντίον μου. Αδιαφορεί για εσένα και απλά σε εξαπατάει, χρησιμοποιώντας τα όνειρά σου και κάνοντάς με να φαίνομαι κακός στα μάτια σου, αντίπαλός σου. Η αλήθεια, όμως, είναι άλλη—
«Νίθρα, τι συμβαίνει;» είπε η Χρυσοδάκτυλη. «Γιατί είσαι τόσο σιωπηλή;»
«Σσς!» της έκανε εκείνη. «Συζητάω με τον Νουτκάλι. Περιμένετε.»
—Η αλήθεια είναι ότι όσα θα σου προσφέρει ο αδελφός μου μπορώ, άνετα, να σ’τα προσφέρω κι εγώ –και πολύ περισσότερα! Σκοπός μου σε πληροφορώ ότι είναι να ενώσω τα Βασίλεια των Ρουζβάνων σε μια πανηπειρωτική αυτοκρατορία, όπως παλιά! Τι; Δε σ’το είπε αυτό ο Φανλαγκόθ; Χα-χα-χα! Μα και φυσικά δεν θα σ’το έλεγε· διότι δεν τον εξυπηρετεί να σ’το πει. Αγαπητή Νίθρα, δεν είμαι εδώ για να καταστρέψω την πατρίδα σου, αλλά για να την κάνω πολύ μεγαλύτερη. Η Καλβάρθα θα πέσει –αυτό είναι αναπόφευκτο· υπάρχουν πάμπολλοι που συνωμοτούν εναντίον της– και, μετά, τα πράγματα θ’αλλάξουν. Μπορείς να γίνεις Βασίλισσα του Νούφρεκ… και Αυτοκράτειρα των Ρουζβάνων—
—Ο Φανλαγκόθ είπε ότι θα μου πεις ψέματα—
—Α-χα-χα-χα-χα! «Ο μπαμπάς μού είπε ότι είσαι ψεύτης…» Έλα τώρα, Νίθρα, δεν είσαι τόσο μικρή! Μπορούμε να δούμε τι συμφέρει και τους δυο μας, ε;—
—Τα συμφέροντά μας δεν ταυτίζονται, Νουτκάλι. Σκότωσες τον Δόλβεριν και τους συντρόφους του, έφερες τα ελεεινά σου Κτήνη στη χώρα μου, προσπάθησες να με σκοτώσεις κι εμένα. Γιατί δολοφόνησες τον Πρίγκιπα, μπορείς να μου πεις; Εξάλλου, ανήκε κι αυτός στον κύκλο των συνωμοτούντων εναντίον της Καλβάρθα. Δεν τον συμπαθούσες αρκετά;—
—Οι μεγάλες αλλαγές απαιτούν πάντα και κάποιο κόστος σε αίμα. Μη σε απωθεί αυτό—
—Να μη με απωθεί αυτό; Εκεί μέσα, στους βάλτους, σκότωσες τόσους ανθρώπους που ήξερα, καθυστερημένε μπάσταρδε, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί το έκανες, και μου λες να μη με απωθεί το γεγονός; Όχι μόνο με απωθεί· με αηδιάζει!—
—Ήταν αναγκαίο να πεθάνει ο Δόλβεριν, Νίθρα. Δεν εξυπηρετούν όλοι οι Λυκολάτρες τους δικούς μου σκοπούς—
—Έτσι τους δολοφονείς!—
—Πράττω σύμφωνα με το συμφέρον μου! Μην είσαι ηλίθια—
—Τόσο μεγάλη καταστροφή σχεδίαζε εναντίον σου ο Δόλβεριν, που το βρήκες απαραίτητο να τον σκοτώσεις;—
—Ο Δόλβεριν θα αποτελούσε κώλυμα για μένα· το είχα προδεί—
—Το ίδιο είχες προδεί και για μένα—
—Για σένα βλέπω πολλά άλλα πράγματα, επίσης. Αρκεί ν’αφήσεις την οδό που ακολουθείς και να συμμαχήσεις μαζί μου—
—Με το φονιά του Πρίγκιπά μου;—
—Με τον θεό που μπορεί να σου προσφέρει περισσότερα απ’ό,τι έχεις ποτέ φανταστεί!—
Η Νίθρα γέλασε (και ο Φένταρ κι η Χρυσοδάκτυλη την κοίταξαν περίεργα, γιατί δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τη συζήτησή της με το Νουτκάλι· έβλεπαν τη Ρουζβάνη απλά να στέκεται ακίνητη κι αμίλητη)—Είσαι τελείως παράφρων, Νουτκάλι!—
—Έτσι λες;—
—Είμαι βέβαιη. Φαίνεται, εξάλλου, απ’τις πράξεις σου. Δημιούργησες το Τραύμα επάνω στην Λιάμνερ-Κρωθ χωρίς ουσιαστικό λόγο, και—
—Τι ξέρεις εσύ για τους λόγους μου, κοντόφθαλμη γυναίκα;—γρύλισε ο Νουτκάλι, και ακουγόταν θυμωμένος—Δεν κάνω τίποτα που δεν έχω σχεδιάσει διεξοδικά! Και μη νομίζεις ότι έχασα αυτό το παιχνίδι με τον Φανλαγκόθ, επειδή έτυχε να χάσω το γύρο στη δική σου περίπτωση. Θα σε κυνηγήσω και θα σε σκοτώσω σα σκύλα, αν τολμήσεις να στραφείς εναντίον μου. Την αχαριστία δεν την ανέχομαι σε κανέναν. Ούτε καν στον ίδιο μου τον αδελφό, όπως θα μπορεί κι ο ίδιος να σε διαβεβαιώσει!—
—Σ’ευχαριστώ, τότε, που σκότωσες τον Πρίγκιπα Δόλβεριν, τους συντρόφους του, και την Ιερά Αναζητήτρια Λυρία· και που επιχείρησες να σκοτώσεις κι εμένα πολλάκις—αποκρίθηκε, ειρωνικά, η Νίθρα.
Ο Νουτκάλι δεν απάντησε, και εκείνη αισθάνθηκε ότι την είχε εγκαταλείψει.
«Τι ανώμαλος μπάσταρδος…» μουρμούρισε.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Φένταρ. Και: «Θα με λύσεις, επιτέλους;»
«Πρώτα, θα κάνουμε μια συμφωνία,» του είπε η Νίθρα, χρησιμοποιώντας την Πειθώ, καθώς τώρα ένιωθε πιο ξεκούραστη από πριν, που είχε επικαλεστεί τα Χαρίσματά της το ένα κατόπιν του άλλου.
«Τι συμφωνία;»
«Κατ’αρχήν, ελπίζω να το ξεκαθαρίσαμε ότι δεν θα έρθω μαζί σας, στη Βάλγκριθμωρ. Αυτό να το ξεγράψετε. Θα μείνω εδώ και θα διώξω τον Νουτκάλι από το Νούφρεκ. Και θα εκδικηθώ την Καλβάρθα για όσα μου έκανε.»
«Η συμφωνία δε βλέπω πού είναι…»
«Θέλω να με βοηθήσετε,» δήλωσε η Νίθρα. «Και θα σας πληρώσω καλά για τις υπηρεσίες σας, γιατί, σύντομα, θα είμαι Βασίλισσα ετούτου του τόπου.»
Ο Φένταρ γέλασε. «Άλλος ένας ευγενής με ψευδαισθήσεις μεγαλείου! Ξέρεις πόσους τέτοιους έχω συναντήσει στη ζωή μου;»
Η Νίθρα χρησιμοποίησε Πειθώ: «Μην αμφισβητείς τα λόγια μου, Φένταρ. Ο ίδιος ο Φανλαγκόθ μού το αποκάλυψε ότι η Καλβάρθα θα πέσει και ότι εγώ θα τη διαδεχτώ και θα διώξω τον Νουτκάλι. Επιπλέον, πιστεύεις πως θα μου είναι δύσκολο να τα καταφέρω, με τις δυνάμεις που κατέχω;»
Έχει κάποιο δίκιο, σκέφτηκε ο Ωθράγκος, ζαλισμένος. Αυτός ο Φανλαγκόθ πρέπει να μπορεί να δει, όντως, το μέλλον, όπως κι ο αδελφός του…
«Και μην ξεχνάς ότι ο Νουτκάλι κορόιδεψε και εσένα. Σε εκμεταλλεύτηκε.»
Ναι, είναι αλήθεια. Ο νους του Φένταρ ήταν θολός, κι αναρωτήθηκε αν έφταιγε το γεγονός ότι είχε χτυπήσει, απότομα, την πλάτη του στον κορμό του δέντρου. Και οι δυνάμεις της είναι μια πραγματικότητα –όπως ήταν και τα ζωντανεμένα κλαδιά που τον παγίδευαν. Τα Χαρίσματα της Νίθρα έμοιαζαν να είχαν βγει από παραμύθια και θρύλους. Ποτέ ξανά κανένας κάτοικος της Κουαλανάρα δεν μπορούσε να κάνει τέτοια πράγματα.
«Τι λες, λοιπόν;» τον ρώτησε η Ρουζβάνη. «Θα με βοηθήσεις; Θα χρειαστώ ανθρώπους σαν κι εσένα και σαν τη Χρυσοδάκτυλη στο άμεσο μέλλον.» Στράφηκε στη Μιρλίμια.
«Ίσως η συνεργασία μας να φανεί επικερδής,» είπε η δολοφόνος. Δεν έμοιαζε, όμως, να την ενδιαφέρει πολύ το ζήτημα.
Αυτή η Αστρογέννητη, την οποία έχασε στους βάλτους, πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο για εκείνη, σκέφτηκε η Νίθρα. Της στοίχισε· και τώρα, είναι αδιάφορη για τα πάντα. Πράγμα που ήξερε πως έκανε τη Μιρλίμια πολύ πιο ευάλωτη στην Πειθώ, όπως όλα τα δυνατά συναισθήματα ρίχνουν την ψυχική άμυνα κάποιου.
«Θα έχεις και την ευκαιρία να ανταμείψεις καταλλήλως τον φονιά της Αστρογέννητης. Γιατί ο Νουτκάλι είναι που ευθύνεται για το θάνατό της, Χρυσοδάκτυλη,» είπε η Νίθρα, και είδε μια ξαφνική σπίθα λύσσας στα μάτια της Μιρλίμιας, η οποία, όμως, χάθηκε σχεδόν αμέσως, για ν’αντικατασταθεί από τη συνηθισμένη καρτερική όψη της αλλογενούς γυναίκας.
Ύστερα, η Νίθρα κοίταξε πάλι τον Φένταρ. «Ακόμα το σκέφτεσαι;»
«Ο εργοδότης μου μας είχε υποσχεθεί δέκα χιλιάδες Νορβήλιες κορόνες, άμα σε πάω σ’αυτόν.»
«Θα σας δώσω είκοσι χιλιάδες στο τέλος,» υποσχέθηκε η Νίθρα. «Δέκα σε σένα και δέκα στη Χρυσοδάκτυλη. Συμφωνείτε;»
«Κι αν ποτέ δε γίνεις Βασίλισσα;»
«Θα γίνω Βασίλισσα του Νούφρεκ–»
«Δεν έχει άλλα αδέλφια η Καλβάρθα;»
«Είχε έναν αδελφό που πήγε στους βάλτους μαζί μου, και σκοτώθηκε. Και έχει κι άλλον έναν αδελφό, ο οποίος σπάνια παρουσιάζεται δημοσίως και σπάνια συναναστρέφεται μ’εκείνη.»
«Χα! Και λες ότι θα σου προσφέρει το θρόνο απλόχερα;»
«Δεν ξέρω, αλλά εμπιστεύομαι τα όσα μου είπε ο Φανλαγκόθ. Μέχρι στιγμής, δε μου έχει πει ψέματα, και με έχει βοηθήσει ανυπολόγιστα.»
«Για μας, όμως, δεν ισχύει το ίδιο.»
«Εντάξει,» είπε η Νίθρα, «ακόμα κι αν δεν γίνω Βασίλισσα, πάλι θα σας πληρώσω, με δέκα χιλιάδες τουλάχιστον.» Τώρα, μιλούσε χωρίς να χρησιμοποιεί την Πειθώ, γιατί ήξερε πως, αφού ήθελε να συμμαχήσει με τον Ωθράγκος, έπρεπε να τον πείσει με πραγματικά και λογικά επιχειρήματα που θα είχαν μακροχρόνια διάρκεια, όχι να τον κάνει να νομίζει ότι συμφωνούσε μαζί της, ή να τον ξεγελάσει μέσω των αποτελεσμάτων που προκαλούσε το Χάρισμά της. Η αρχή γινόταν με την Πειθώ· οι μόνιμες συμφωνίες, όμως, δεν κλείνονταν με τις ιδιαίτερες δυνάμεις της φυλής των Ρουζβάνων, παρά με τις όχι και τόσο ιδιαίτερες δυνάμεις του προφορικού λόγου. «Συμφωνείς, λοιπόν, Φένταρ;»
«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Ωθράγκος. «Είμαι μαζί σου.»
«Ελευθερώστε τον,» Κέλευσε η Νίθρα, και τα κλωνάρια ελευθέρωσαν τον Φένταρ.
Ύστερα από την απογευματινή άφιξη της Επάρχου Φερνάλβιν στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων, η Ρικέλθη αποσύρθηκε στο δωμάτιό της μέσα στον Πύργο των Ξένων, ζητώντας από τον Έζβαρ να έρθει μαζί της.
«Αυτή η καταραμένη γυναίκα δε λέει να πεθάνει!» είπε η Αρχόντισσα, και κάθισε μπροστά στο αναμμένο τζάκι, ακουμπώντας το δρακοκέφαλο μπαστούνι της στα γόνατα. Τράβηξε το κοκάλινο κομπολόι μέσα απ’το φόρεμά της και άρχισε να παίζει με τις χάντρες.
Ο Έζβαρ έβαλε, αμίλητος, ένα ποτό για τον εαυτό του. Η Ρικέλθη τον κοίταξε ζηλιάρικα, ευχόμενη να μπορούσε κι εκείνη να πιει ένα ποτήρι γεμάτο γλυκό κρασί.
Αναστέναξε, αποφασίζοντας ν’αφήσει το ζήτημα της Φερνάλβιν, το οποίο, αναμφίβολα, θα τους έφερνε σε αντιπαράθεση στο τέλος. Άλλωστε, δεν είχε καλέσει τον Έζβαρ για να του μιλήσει γι’αυτό.
«Τα γεγονότα στο Ναό του Βάνραλ μ’έχουν ανησυχήσει,» είπε η Ρικέλθη. «Γιατί σημαίνουν ότι ο Νουτκάλι έχει επιρροή και εδώ, μέσα στην ίδια τη Νουάλβορ· και ακόμα κι ένα ιερό κι απρόσιτο μέρος δεν τον εμποδίζει απ’το να εισβάλει, για να προχωρήσει τα σχέδιά του.»
«Ναι,» ένευσε ο Έζβαρ· «κι εγώ ήθελα να σου μιλήσω γι’αυτό, Ρικέλθη.» Ήπιε μια γουλιά κρασί. «Και στον ξάδελφό σου, επίσης.»
«Ο Βάνμιρ τού το είπε.»
«Πώς θα ενεργήσει ο Σέτερναρ, όμως; Αν υπάρχει κάποιος πυρήνας συμμάχων του Νουτκάλι μέσα στην πρωτεύουσα του Νόρβηλ, πρέπει να βρεθεί και να εξαλειφθεί, εφόσον είμαστε, δηλωμένα πλέον, με το μέρος του Φανλαγκόθ· δε νομίζεις;»
Η Ρικέλθη το αναλογίστηκε. Ο Έζβαρ μιλά σωστά, έπρεπε να παραδεχτεί. Η εχθρότητα ανάμεσα στους δύο Ράζλερ είναι σαν την εχθρότητα ανάμεσα σε δύο μεγάλες πολιτικές δυνάμεις, που, όταν συμμαχείς με τη μία, γίνεσαι αυτομάτως εχθρός της άλλης. Η Αρχόντισσα ήξερε ότι η διπλωματία ήταν η μόνη αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων· δηλαδή, δεν έπρεπε κανείς να είναι ούτε με τη μία μεγάλη δύναμη ούτε με την άλλη, μα να τις εκμεταλλεύεται και τις δύο, τη μεν εναντίον της δε. Ωστόσο, στην περίπτωση του Νουτκάλι και του Φανλαγκόθ, τούτο είναι υπέρμετρα δύσκολο, αν όχι αδύνατο. Είναι προφήτες, οι παναθεματισμένοι! Επομένως, έπρεπε κανείς να επιλέξει ανάμεσά τους, όχι να τους χρησιμοποιήσει και τους δύο.
«Συμφωνώ απόλυτα, Έζβαρ. Μάλιστα, αυτοί οι σύμμαχοι του Νουτκάλι ίσως, ακόμα και τώρα που μιλάμε, να σχεδιάζουν πώς να ρίξουν τον Άργκελ, που έχει συμμαχήσει με τον Φανλαγκόθ.» Σηκώθηκε από την πολυθρόνα της, η οποία έτριξε. «Δε θα έπρεπε να ειδοποιήσουμε το Βασιληά;»
«Θα πρότεινα να το κάνουμε αύριο, Ρικέλθη,» είπε ο Έζβαρ, στρίβοντας το γένι του ανάμεσα σε δύο δάχτυλα του αριστερού του χεριού. «Πλησιάζει βράδυ» –έδειξε, με τα φρύδια, έξω απ’το παράθυρο– «και ο Άργκελ θα είναι αρκετά συγχυσμένος και κουρασμένος, ύστερα απ’όλη την ημέρα. Εν τω μεταξύ, όμως, εμείς μπορούμε να πάμε να κουβεντιάσουμε με τον ξάδελφό σου, ε;»
«Πιστεύεις ότι θα έχει καταλάβει ποια ήταν η ιέρεια και ο αδελφός της;»
«Κατά πάσα πιθανότητα.»
«Πάμε, λοιπόν.» Η Ρικέλθη έβαλε το κομπολόι της μέσα στο φόρεμά της και πήρε την κάπα της απ’την κρεμάστρα.
*
Η πλατεία έξω απ’τον μεγάλο Καθεδρικό Ναό του Βάνραλ ήταν σχεδόν έρημη, καθώς η Αρχόντισσα Ρικέλθη και ο Έζβαρ ανέβαιναν τα σκαλοπάτια με τα αγάλματα των Αρχαγγέλων. Το φεγγαρόφωτο φώτιζε μονάχα τη μορφή ενός κουλουριασμένου ζητιάνου και μιας γυναίκας η οποία του έδινε ένα στρογγυλό ψωμί. Αρκετοί έκαναν τις αγαθοεργίες τους μπροστά από τον Ναό του Βάνραλ, πιστεύοντας ότι ο Επουράνιος Άρχοντας θα τους κοιτούσε με καλό μάτι· έτσι, συνήθως, πένητες μαζεύονταν στην πλατεία, όμως ποτέ τόσοι πολλοί ώστε να εμποδίζουν τον κόσμο, γιατί, τότε, οι ιερείς έβγαιναν και τους έδιωχναν, ή έστελναν τους φρουρούς τους για να τους διώξουν.
Η Ρικέλθη και ο Έζβαρ πέρασαν την Πύλη του Ουρανού. Μέσα στο Ναό γινόταν η τελετή που ονομαζόταν Αποσπερνή, όπου οι πιστοί προσεύχονταν η νύχτα να περάσει γαλήνια και η ημέρα να έρθει ξανά. Η Αρχόντισσα παρατήρησε ότι αρκετός κόσμος βρίσκονταν καθισμένος στις αμφιθεατρικές θέσεις της μεγάλης αίθουσας, ενώ δύο ιερείς στο κέντρο τελούσαν τη λειτουργία, θυσιάζοντας επάνω στο βωμό κάτι που έφερνε μια άσχημη οσμή καμένης σάρκας στα ρουθούνια της. Έκανε νόημα στον Έζβαρ να προχωρήσουν, και πλησίασαν μία διάκονο, η οποία άναβε τα κεριά στα μακριά, ασημένια κηροπήγια.
«Καλησπέρα,» είπε η Ρικέλθη. «Θα ήθελα να μιλήσω στον εξάδελφό μου, τον Ιερέα Σέτερναρ. Είμαι η Αρχόντισσα Ρικέλθη, της Έριγκ.»
Η κοπέλα, που είχε μικροσκοπικό πρόσωπο και μεγάλα γαλανά μάτια, την κοίταξε καλά-καλά, για μια στιγμή, και ύστερα, είπε: «Μάλιστα, Αρχόντισσά μου· θα τον ειδοποιήσω. Θα περιμένετε εδώ;»
«Ναι.»
Η διάκονος έκανε μια γρήγορη υπόκλιση και έφυγε.
Η Ρικέλθη και ο Έζβαρ περίμεναν, χωρίς να μιλούν, ενώ η Αποσπερνή συνεχιζόταν.
Ο Σέτερναρ δεν άργησε να τους πλησιάσει, ανεβαίνοντας τις σκάλες της πιο ακριανής μεριάς του αμφιθεάτρου. «Καλησπέρα, ξαδέλφη,» χαιρέτησε, κάπως ψυχρά.
Η Ρικέλθη μίλησε χαμηλότονα, γιατί υποπτευόταν ότι ίσως να υπήρχαν ωτακουστές σε τούτο το μέρος –κατάσκοποι του Νουτκάλι. «Ο Βάνμιρ μού είπε ότι κάποιοι του επιτέθηκαν στα υπόγεια του Ναού. Σ’το ανέφερε κι εσένα, έτσι;»
«Αν δε μου το είχε αναφέρει, δε θα τον άφηνα να πάρει μαζί του όλα τα κομμάτια.»
«Ποιοι ήταν αυτοί, όμως;» ρώτησε η Ρικέλθη. «Κατάλαβες; Πρέπει να μου πεις, αν έχεις έστω και μια υποψία, γιατί δεν αποκλείεται να κινδυνεύει ο Βασιληάς.»
«Να κινδυνεύει ο Βασιληάς; Πώς;»
«Έχουμε συμμαχήσει με τον Φανλαγκόθ, όπως σου είπαμε, πράγμα που μας καθιστά στόχους για τον αδελφό του. Και, αφού αυτοί ήταν άνθρωποι του Νουτκάλι, τούτο σημαίνει ότι ο Ράζλερ έχει κατασκόπους του εδώ μέσα και μπορεί να κάνει ό,τι μηχανορραφία φαντάζεσαι.»
«Χμ, ναι, καταλαβαίνω το πρόβλημα…» Το γηρασμένο πρόσωπο του Σέτερναρ φάνηκε σκεπτικό.
«Ποιους υποψιάζεσαι, λοιπόν;» επέμεινε η Ρικέλθη.
«Την ιέρεια Αλλόρβα και τον αδελφό της, που λέγεται Τάνιρ. Τάνιρ ε Έλβρεθ.»
«Έλβρεθ…» είπε η Ρικέλθη. «Κάποιος μεγάλος Οίκος δεν είν’αυτός, σε τούτα τα μέρη;»
Ο Σέτερναρ ένευσε. «Έμποροι.»
«Έμποροι. Ναι, σωστά.» Η Ρικέλθη δάγκωσε το κάτω της χείλος, σκεπτική. «Και αξιοσημείωτου κύρους, αν θυμάμαι καλά.»
«Λίγα πράγματα σού ξεφεύγουν, ξαδέλφη.»
«Σέτερναρ, ο Βάνμιρ μού είπε ότι τους αναισθητοποίησε και τους δύο, αφήνοντάς τους στο υπόγειο. Τους βρήκες εκεί;»
«Όχι–»
«Δεν πήγες να δεις;»
«Φυσικά και πήγα. Μα δεν ήταν εκεί,» αποκρίθηκε ο Σέτερναρ. «Ωστόσο… μάθε το εξής, Ρικέλθη. Το εξής, που επιβεβαίωσε τις υποψίες μου: Η Ιέρεια Αλλόρβα ήταν να τελέσει την αποψινή Αποσπερνή, αλλά δήλωσε πως δεν αισθανόταν καλά, κι έτσι κάποιος άλλος θα έπρεπε να πάρει τη θέση της.»
«Επομένως, αυτή ήταν, σίγουρα,» είπε η Αρχόντισσα. «Τι υποστήριξε ότι είχε;»
«Τίποτα. Απλά, είπε ότι δεν ήταν καλά· ήθελε να ηρεμήσει.»
«Ακόμα πιο ύποπτο. Δε μου λες, ξάδελφε: ξέρεις πού βρίσκεται, αυτή τη στιγμή, ο αδελφός της;»
«Δεν έχω ιδέα. Τι σκοπεύεις να κάνεις, Ρικέλθη;» θέλησε να μάθει ο Σέτερναρ, κοιτάζοντάς τη με στενεμένα μάτια, γεμάτα καχυποψία. Δεν την εμπιστευόταν, καθόλου.
«Πού μένουν οι Έλβρεθ;»
«Πες μου, πρώτα, τι σκοπεύεις να κάνεις.»
Η Ρικέλθη παρατήρησε πως δε θα κατάφερνε να αποφύγει ετούτη την ερώτηση του ξαδέλφου της. «Δεν έχω αποφασίσει ακόμα,» αποκρίθηκε. «Αναμφίβολα, πάντως, θα ειδοποιήσω το Βασιληά, αύριο. Οτιδήποτε έχει να κάνει με τον Νουτκάλι είναι επικίνδυνο.»
«Μάλιστα…» Ο Σέτερναρ έτριψε το ξυρισμένο του πηγούνι.
«Διαφωνείς; Έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις;»
«Θα ήθελα, Ρικέλθη, να ανακατέψεις τη θρησκεία του Βάνραλ όσο το δυνατόν λιγότερο,» ζήτησε ο ιερέας. «Κι εγώ θα μιλήσω ιδιαιτέρως με την Ιέρεια Αλλόρβα· το ορκίζομαι στον Κύριό μου.»
«Σύμφωνοι,» είπε η Ρικέλθη. «Πού μένουν, λοιπόν, οι Έλβρεθ;»
«Ανατολικά της Νουάλβορ, επί της ακτής. Έχουν κάτι εδάφη εκεί, και μια κωμόπολη, αρκετά εμπορική για το μέγεθός της.»
«Πόσο μακριά;»
«Λιγότερο από μισής μέρας δρόμος, με τα πόδια. Έρχονται συχνά στο λιμάνι της πρωτεύουσας, γιατί, όπως σου είπα, είναι έμποροι.»
«Εδώ πέρα, δεν έχουν κανένα σπίτι; Πού μένουν όταν έρχονται;»
Ο Σέτερναρ συνοφρυώθηκε, σα να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Δεν ξέρω, Ρικέλθη,» είπε· «δεν έχω ακούσει κάτι από την Αλλόρβα.»
«Είναι λογικό, όμως, να έχουν κάποιο τέτοιο μέρος…» Η Αρχόντισσα έμοιαζε να μιλά περισσότερο στον εαυτό της, σκεπτόμενη φωναχτά.
«Δυστυχώς, δεν το γνωρίζω.»
«Ίσως να καταφέρουμε να το βρούμε, Ρικέλθη,» είπε ο Έζβαρ.
Η Αρχόντισσα στράφηκε να τον κοιτάξει, κι εκείνος της έκλεισε το μάτι. Ίσως να έχει ξανακούσει για τους Έλβρεθ. Ή ίσως να γνωρίζει κάποιον που να μπορεί να μας δώσει περισσότερες πληροφορίες…
«Ελπίζω να ξέρεις τι λες,» του αποκρίθηκε.
«Αν έχουν στέκι εδώ, θα το βρούμε.»
«Ωραία.» Και προς τον Σέτερναρ: «Σ’ευχαριστούμε για τη βοήθειά σου, ξάδελφε, και για τα κομμάτια ουρανόλιθου. Και μην ξεχάσεις να με ενημερώσεις σχετικά με την Ιέρεια Αλλόρβα, όταν της μιλήσεις. Μένω στο βασιλικό παλάτι· ζήτησέ με και θα με βρεις.»
Ο Σέτερναρ ένευσε. «Τι σκοπεύεις να κάνεις με τους Έλβρεθ, αν τους εντοπίσεις εντός της πόλης;»
«Πρώτα, πρέπει να τους εντοπίσω.»
«Να προσέχεις, Ρικέλθη. Έχουν, κατά καιρούς, ακουστεί άσχημες φήμες για τον Οίκο τους.»
Η Αρχόντισσα ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά. «Όπως;»
«Από τα λόγια διακόνων, γνωρίζω ότι οι Έλβρεθ έχουν συναναστροφές με τον Βάκναν το μαυραγορίτη, ας πούμε–»
Η Ρικέλθη κοίταξε τον Έζβαρ. «Τον ξέρεις;»
«Ακουστά μόνο.»
Ο Σέτερναρ συνέχισε: «Και, ορισμένες φορές, οι αντίπαλοί τους… εξαφανίζονται, χωρίς ν’αφήνουν σημάδια πίσω τους.»
Ο Έζβαρ ένευσε. «Είναι μπαγαπόντηδες και παλιάνθρωποι, το δίχως άλλο, Σεβασμιότατε. Τα έχω κι εγώ ακούσει όλ’αυτά. Όμως ποτέ δεν είχα συναναστροφές μαζί τους· ούτε και θα τις επιδίωκα, υπό κανονικές συνθήκες.»
«Σ’ευχαριστούμε και πάλι, Σέτερναρ,» είπε η Ρικέλθη. «Θα πηγαίνουμε τώρα. Μην ξεχάσεις να έρθεις να με βρεις, όταν μιλήσεις με την ιέρεια.»
«Μην ανησυχείς· δεν ξεχνάω,» υποσχέθηκε ο Σέτερναρ. «Για μένα, τουλάχιστον, οι όρκοι που δίνω εν ονόματι του Βάνραλ είναι αληθινοί.»
Η Ρικέλθη και ο Έζβαρ βγήκαν από τον Καθεδρικό Ναό και κατέβηκαν βιαστικά τα μεγάλα σκαλοπάτια, κυρίως επειδή η πρώτη πήγαινε γρήγορα και ο δεύτερος δεν ήθελε να μείνει πίσω.
«Τι τρέχεις;» της είπε, όταν βρέθηκαν στην πλατεία. Η νύχτα είχε πλέον καλύψει τη Νουάλβορ σε βαθύ σκοτάδι, και το φεγγάρι δε φαινόταν πουθενά, κρυμμένο πίσω από μαύρα σύννεφα. Ο αέρας που ερχόταν από το Βορρά έφερνε μαζί του μια δυνατή παγωνιά, σαν η απειλητική αύρα του Άνκαραζ να έφτανε ως εδώ, στην πρωτεύουσα του Νόρβηλ.
«Πιστεύω ότι βιαζόμαστε,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. «Πού σχεδιάζεις να με οδηγήσεις;»
«Στον Χαριτωμένο Χορευτή, ένα πανδοχείο στην ανατολική άκρη της αγοράς. Ο ιδιοκτήτης του, ο Ράνιρ, είμαι βέβαιος ότι θα μπορεί να μας βοηθήσει.»
«Τον ξέρεις από παλιά; Είναι έμπιστος;»
«Δε νομίζω ότι εργάζεται για τους Έλβρεθ. Επιπλέον, ένα φεγγάρι είχε κάνει φρουρός εδώ, στη Νουάλβορ, έτσι γνωρίζει καλά τα μέσα και τα έξω της πόλης.»
Άφησαν την πλατεία πίσω τους και μπήκαν στους δρόμους, στρίβοντας αριστερά και κατευθυνόμενοι προς την αγορά. Η Ρικέλθη φόρεσε την κουκούλα της, για να προστατευτεί από τον παγερό αέρα, ο οποίος χαλούσε τόσο εύκολα το δέρμα.
«Λες να χιονίζει στο Βορρά;» ρώτησε τον Έζβαρ.
«Δε θα το απέκλεια…»
«Τα χιόνια θα δυσκολέψουν το στρατό του Μόρντεναρ να φτάσει στην Έριγκ και να την πολιορκήσει, έτσι; Αλλά θα δυσκολέψουν κι εμάς να πάμε εκεί, ε; Έζβαρ, σου μιλάω! Πού κοιτάς;» Η Ρικέλθη συνοφρυώθηκε, παρατηρώντας πως ο σύντροφός της έριχνε λοξές ματιές πίσω τους. «Τι είναι; Μας ακολουθεί κανένας;»
Το βλέμμα του Έζβαρ στράφηκε εμπρός, και κατέβηκε στο πλακόστρωτο. Τα αυλάκια στο μέτωπο του ερημίτη βάθυναν. Δε μίλησε.
«Μουγκάθηκες;»
Ο Έζβαρ γύρισε, απότομα, πίσω· και η Ρικέλθη σταμάτησε να βαδίζει, επίσης. Κοίταξε προς τα κει όπου κοιτούσε κι εκείνος. Μα δεν είδε τίποτα, πέραν από δύο ανθρώπους να διασχίζουν τον αντικρινό κάθετο δρόμο.
«Μας ακολουθούν;» ρώτησε η Αρχόντισσα.
Ο Έζβαρ συνέχισε να προχωρά προς την αρχική τους κατεύθυνση. «Δεν είμαι σίγουρος. Νόμιζα πως κάτι πήρε το μάτι μου, δύο φορές.»
Η Ρικέλθη τον ακολούθησε αμέσως, βαδίζοντας πλάι του. «Και τώρα που γύρισες απότομα; Πρόσεξες κανέναν;»
«Όχι. Και με παραξενεύει…»
«Τελικά, μας παρακολουθεί κάποιος ή όχι;»
«Σου είπα, δεν είμαι σίγουρος. Ή ήταν τυχαίο το γεγονός, ή ο άνθρωπος πίσω μας μπορεί να γίνεται ένα με τις σκιές… Θα τολμούσα να πω ότι μονάχα ο….» Μα δε συνέχισε. «Αλλά δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση τώρα πλέον.»
«Ο Νεκρομέμνων;» ρώτησε, επιτακτικά, η Ρικέλθη. «Υποπτεύεσαι ότι ο Νεκρομέμνων μ’ακολουθεί ξανά;»
«Ναι, η σκέψη, όντως, πέρασε απ’το νου μου. Μα, όπως είπα, δεν υπάρχει περίπτωση νάναι αυτός. Τα πράγματα αλλάξανε· δε σε κυνηγάει πια.»
Η Ρικέλθη ρίγησε, όχι εξαιτίας του ψυχρού ανέμου. «Αν υποκρινόταν, Έζβαρ; Αν μας παρίστανε ότι άλλαξε, μα–»
«Όχι!» τη διέκοψε εκείνος, με σιγανή αλλά έντονη φωνή. «Άκουσες τι μας είπε ο Φανλαγκόθ. Κι αυτός δεν μπορεί να κάνει λάθος. Αυτός τον ανέστησε, άλλωστε!»
Ναι, έτσι πρέπει νάναι, σκέφτηκε η Ρικέλθη. Έτσι πρέπει νάναι. Κοίταξε πίσω της και είδε μονάχα βαθιές σκιές και σκοτάδι. Ο Νεκρομέμνων δεν έχει πλέον λόγο να με καταδιώκει. Η Φερνάλβιν τον έχασε από σύμμαχο.
Οι δρόμοι άρχισαν να γίνονται πιο ζωντανοί, καθώς οι δυο τους ζύγωσαν την αγορά της Νουάλβορ, όπου αρκετός κόσμος ήταν μαζεμένος, παρά τον άσχημο καιρό.
«Απο δώ.» Ο Έζβαρ έστριψε σ’ένα σοκάκι, όπου ο αέρας σφύριζε δυνατά. Τα μακριά λευκά μαλλιά του μεσήλικα άντρα ανέμισαν πάνω απ’τους ώμους του.
Η Ρικέλθη τον ακολούθησε, σφίγγοντας το δρακοκέφαλο μπαστούνι στη δεξιά της γροθιά. Και, μετά από το σοκάκι, είδε ένα τριώροφο χτίριο, δίπλα από την πόρτα του οποίου κρεμόταν μια ξύλινη πινακίδα, που επάνω της ήταν ζωγραφισμένος ένας χορευτής με μεγάλο, κόκκινο, λευκόφτερο καπέλο. Μάλλον, φτάσαμε στο πανδοχείο…
Ο Έζβαρ πλησίασε την εξώθυρα και την έσπρωξε, για να μπουν. Το εσωτερικό ήταν γεμάτο με τραπέζια και κόσμο. Οι περισσότεροι είχαν συγκεντρωθεί γύρω από δύο γεροδεμένους άντρες που ο ένας προσπαθούσε να λυγίσει τον καρπό του άλλου, καθώς τα χέρια τους ήταν ενωμένα και οι αγκώνες τους έμοιαζαν έτοιμοι να σπάσουν την επιφάνεια του τραπεζιού όπου στηρίζονταν. Το περιβάλλον ήταν πλημμυρισμένο από το φως των λαμπών, τον καπνό από διάφορες πίπες, τις οσμές από φαγητά, και τις φωνές των θαμώνων, καθώς έβαζαν στοιχήματα ή απλά έκαναν φασαρία, γελώντας και φωνάζοντας.
Ο Έζβαρ ζύγωσε έναν τύπο με πλατύ, κόκκινο καπέλο με λευκό φτερό, τον οποίο η Ρικέλθη θεώρησε αμέσως γραφική –και ίσως κωμική– φιγούρα, έτσι όπως έμοιαζε τόσο με τον άντρα που ήταν ζωγραφισμένος στην πινακίδα έξω απ’το πανδοχείο.
«Ράνιρ!» είπε ο Έζβαρ, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του καπελοφόρου άντρα.
Εκείνος στράφηκε. «Ωωωω!» έκανε, αντικρίζοντάς τον. «Πώς είσαι, Έζβαρ; Η δεσποσύνη; Μαζί σου είναι;» Έριξε στη Ρικέλθη ένα βλέμμα από πάνω ως κάτω.
«Απο δώ, η Αρχόντισσα Ρικέλθη ε Νίλγκωρ, της Έριγκ. Και απο δώ ο Ράνιρ, πανδοχέας του Χαριτωμένου Χορευτή.»
«Το καλύτερο πανδοχείο στην πόλη,» πρόσθεσε ο Ράνιρ, μ’ένα πλατύ χαμόγελο. Έβγαλε το καπέλο του (παρουσιάζοντας ένα σχεδόν καραφλό κεφάλι με λίγα μαύρα μαλλιά) και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. «Χαίρομαι για τη γνωριμία, Αρχόντισσά μου. Υπηρέτης σας.»
«Χαίρω πολύ, κύριε Ράνιρ,» αποκρίθηκε, ευγενικά, η Ρικέλθη.
«Ψάχνουμε για ένα συγκεκριμένο στέκι,» είπε ο Έζβαρ. «Θα μπορούσαμε να σου μιλήσουμε ιδιαιτέρως;»
«’Σφαλώς. Ελάτε.» Η όψη του Ράνιρ είχε σοβαρέψει. Βάδισε προς τη σκάλα του πανδοχείου.
Ο Έζβαρ τον ακολούθησε, και η Ρικέλθη ακολούθησε τον Έζβαρ. «Δε μου φαίνεται και πολύ έμπιστος,» του είπε, χαμηλόφωνα.
«Μη φοβάσαι, είναι.»
Ο Ράνιρ τούς οδήγησε στον πρώτο όροφο του πανδοχείου του, άνοιξε την πόρτα ενός άδειου δωματίου, άναψε τη λάμπα λαδιού που βρισκόταν μέσα, και μπήκαν.
«Τι είναι, λοιπόν;» ρώτησε.
«Ψάχνουμε για τον Οίκο των Έλβρεθ,» είπε ο Έζβαρ. «Τους ξέρεις, πιστεύω.»
Ο Ράνιρ ένευσε. «Θέλετε να μάθετε πού μπορείτε να τους βρείτε;»
«Ναι, αλλά μέσα στην πόλη. Έχουν κάποιο μόνιμο στέκι εδώ; Ή κάποιο σπίτι;»
«Κοίτα, Έζβαρ, ξέρεις τη φήμη που κουβαλάνε στη ράχη τους, έτσι;»
«Ναι. Αλλά πρέπει να τους βρω.»
Ο Ράνιρ έριξε μια ματιά στη Ρικέλθη, που παρακολουθούσε σιωπηλή, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της και κρατώντας το δρακοκέφαλο μπαστούνι της πάνω απ’το έδαφος. «Υποθέτω ότι πρόκειται για μυστική υπόθεση…»
«Και η βοήθειά σου θα εκτιμηθεί ιδιαιτέρως,» τον διαβεβαίωσε ο Έζβαρ.
«Άκου, δεν είναι κρυφό αυτό που θα σας πω. Οι Έλβρεθ έχουνε ένα σπίτι στη δυτική μεριά της Κεντρικής Περιφέρειας, λίγο πριν από την Κάτω Γέφυρα. Θα διασχίσετε την αγορά κι εκεί πού είναι το σιδεράδικο του Τάρελ του Πεταχτομάτη– το έχετε υπόψη σας αυτό, ε;» Ο Έζβαρ ένευσε. «Ωραίος. Εκεί θα στρίψετε αριστερά και θα πάρετε το λοξό δρόμο ευθεία. Θα κοιτάτε στ’αριστερά σας συνέχεια και, κάπου, θα μπανίσετε ένα σπίτι χωρίς κήπο. Θα υπάρχει μια ταμπέλα εκεί, που θα γράφει Οικία Έλβρεθ.»
«Μάλιστα. Σ’ευχαριστούμε πολύ, Ράνιρ,» είπε ο Έζβαρ.
«Δεν κάνει τίποτα,» αποκρίθηκε εκείνος, και άνοιξε την πόρτα, για να βγουν.
Η Ρικέλθη και ο Έζβαρ βγήκαν απ’το δωμάτιο, κατέβηκαν τη σκάλα, και εγκατέλειψαν το πανδοχείο «Ο Χαριτωμένος Χορευτής».
«Θέλεις να πάμε εκεί τώρα;» ρώτησε ο δεύτερος.
«Αναρωτιέσαι τι νόημα θα έχει, ε;»
«Ναι.»
«Θα ήθελα απλά να μάθω αν αυτός ο Τάνιρ, που επιχείρησε να σκοτώσει τον Βάνμιρ, βρίσκεται ακόμα στην πόλη.»
«Και πώς σκοπεύεις να το μάθεις;»
«Θα χτυπήσω και θα ρωτήσω. Δε νομίζω ότι θα με διώξουν, αν τους συστηθώ.»
«Κι όταν βρεθείς μπροστά στον Τάνιρ, τι θα του πεις; Γιατί δε νομίζω να ρωτήσεις μόνο αν είναι εκεί και, μετά, να φύγεις.»
«Όχι, αυτό θα ήταν αγενές. Κι επιπλέον, έτσι δε θα ανακάλυπτα αν μου λένε αλήθεια ή ψέματα.»
«Ρικέλθη, σκέφτηκες κάτι άλλο; Τι γίνεται αν προσπαθήσουν να σε σκοτώσουν, όπως τον Βάνμιρ;»
«Μέσα στο ίδιο τους το σπίτι; Θα πρέπει νάναι πολύ ηλίθιοι, για να δυσφημιστούν έτσι.»
«Ήδη είναι κακόφημοι.»
«Υποθέτω, όμως, ότι πρόκειται μόνο για υπόνοιες. Ο θάνατος μιας αρχόντισσας της στάθμης μου δεν μπορεί να αγνοηθεί έτσι απλά. Ο ίδιος ο Βασιληάς θα τους κυνηγήσει.»
«Μην είσαι ανόητη· μπορούν να εξαφανίσουν το πτώμα σου και να αρνηθούν τα πάντα! Μονάχα ο Ράνιρ ξέρει ότι θα πάμε εκεί, και δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας πανδοχέας. Εκτός από το γεγονός ότι οι Έλβρεθ θα υποστηρίξουν πως δε φτάσαμε ποτέ στην οικία τους. Εσύ θα έπρεπε να τα είχες σκεφτεί τούτα πριν από μένα, Ρικέλθη.»
«Τα έχω σκεφτεί, μα διαφωνώ. Δε νομίζω ότι θα προσπαθήσουν να με σκοτώσουν, ειδικά ύστερα από όσα συνέβησαν στα υπόγεια του Ναού. Επίσης, μην ξεχνάς πως εκείνοι δεν ξέρουν αυτά που ξέρουμε εμείς. Δεν ξέρουν σε πόσους έχουμε μιλήσει, ούτε αν έχουμε αναφέρει κάτι στο Βασιληά. Αν ήσουν στη θέση τους, δε θα ήσουν επιφυλακτικός, Έζβαρ; Εγώ θα ήμουν. Πάμε, λοιπόν.» Στράφηκε κι άρχισε να βαδίζει.
Ο Έζβαρ μουρμούρισε κάτι κάτω απ’την ανάσα του, αλλά την ακολούθησε.
«Απο κεί είναι το σιδηρουργείο,» της είπε, όταν έφτασαν στην Οδό Κάρων, η οποία διέσχιζε τη Νουάλβορ απ’το Βορρά ως το Νότο και χώριζε την αγορά σε ανατολική και δυτική μεριά.
Η Ρικέλθη προχώρησε προς την κατεύθυνση όπου έδειξε ο Έζβαρ, λοξοκοιτάζοντάς τον για να διακρίνει τη διάθεσή του. Είχε πάρει πάλι εκείνη την όψη που έλεγε: Διαφωνώ μαζί σου, αλλά έρχομαι, γιατί φοβάμαι ότι θα κάνεις καμια μεγάλη βλακεία. Κι αυτή ήταν μια όψη η οποία θύμωνε τη Ρικέλθη.
Ποιος νομίζει πως είναι, τέλος πάντων; Εντάξει, το παραδεχόμαστε ότι γνωρίζει πολλά και διάφορα πράγματα που δεν τα γνωρίζουν άλλοι, αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, μιλάμε για πολιτική. Καθαρή πολιτική! Και τέτοια εγώ τα ξέρω καλύτερα απ’αυτόν. Εκεί στα δάση, που περνά όλο του τον καιρό, πώς να τα μάθει;
Έφτασαν στο σιδηρουργείο, το οποίο ήταν κλειστό.
«Αυτός είναι ο λοξός δρόμος που μας είπε ο Ράνιρ;» ρώτησε η Ρικέλθη, δείχνοντας.
Ο Έζβαρ ένευσε, και μπήκαν. Τα οικοδομήματα τριγύρω ήταν όλα ψηλότερα από τα συνηθισμένα, και το σκοτάδι ήταν απόλυτο στα σημεία που δεν έφτανε το φως των λιγοστών λαμπών.
«Κοίταζε προσεκτικά,» ψιθύρισε η Ρικέλθη. «Μην προσπεράσουμε την πινακίδα.»
Ο Έζβαρ δεν αποκρίθηκε.
Τώρα, γιατί δε μιλάει; Πάλι τα ίδια αρχίσαμε…
Κάτι πετάχτηκε, γρυλίζοντας, μέσα απ’τα σκοτάδια, και η Ρικέλθη αναπήδησε. Έβρισε τις γάτες κάτω απ’την ανάσα της και συνέχισε. Το κρύο είχε δυναμώσει, όπως επίσης και ο αέρας, ο οποίος έμπαινε σφυρίζοντας στον δρόμο.
Η Αρχόντισσα κοιτούσε από την αριστερή μεριά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Ράνιρ, παρατηρώντας όλα τα οικοδομήματα και βλέποντας ότι επρόκειτο για μια ανάμιξη από αποθήκες, αξιοπρεπείς οικίες, και εργατικές κατοικίες. Παράξενο μέρος, σκέφτηκε. Τέτοια σημεία είναι, συνήθως, επικίνδυνα. Σίγουρα, πιο πολύ από ληστές κινδύνευαν παρά από τον Οίκο των Έλβρεθ.
Η πινακίδα δε βρισκόταν τόσο μακριά όσο η Ρικέλθη νόμιζε. Λόγω του σκοταδιού και της όλης απειλητικής ατμόσφαιρας, είχε την εντύπωση ότι θα διέσχιζε ολόκληρη τη Βάλγκριθμωρ, προτού φτάσει στον προορισμό της. Όμως, τελικά, έφτασε ανέλπιστα γρήγορα.
«Οικία Έλβρεθ,» διάβασε ψιθυριστά, και ατένισε το μονώροφο οικοδόμημα εμπρός της. Μερικά πέτρινα σκαλοπάτια οδηγούσαν σε μια μεγάλη, διπλή ξύλινη πόρτα με χαλκά σε κάθε της φύλλο. Από τη δεξιά μεριά της πόρτας υπήρχε ένα μισάνοιχτο παράθυρο, από το οποίο φως έβγαινε· αλλά βρισκόταν σε αρκετό ύψος από το δρόμο, έτσι η Ρικέλθη δε μπορούσε να δει καλά μέσα. Το μόνο που διέκρινε ήταν το επάνω μέρος ενός τζακιού, καθώς επίσης και έναν κρεμασμένο πίνακα που απεικόνιζε έναν αετό.
Η Ρικέλθη ανέβηκε τα πέτρινα σκαλοπάτια και χτύπησε την πόρτα, ευγενικά, με το δρακοκέφαλο άκρο του μπαστουνιού της. Περίμενε για κάμποσο, μα κανείς δεν άνοιξε. Στράφηκε, για να κοιτάξει τον Έζβαρ –ο οποίος δεν είχε ανεβεί τα σκαλοπάτια–, και ύψωσε ένα φρύδι, ερωτηματικά.
«Δε μας είπε ψέματα,» τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Ίσως να λείπουν.»
«Έχει φως μέσα.»
«Τότε, ίσως να κοιμούνται.»
Η Ρικέλθη αναποδογύρισε τα μάτια και στράφηκε πάλι στην πόρτα. Τη χτύπησε δυνατότερα, με το μπαστούνι της.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε μια αδύναμη γυναικεία φωνή από μέσα.
«Η Αρχόντισσα Ρικέλθη ε Νίλγκωρ, της Έριγκ. Θα επιθυμούσα να μιλήσω με τον Άρχοντα Τάνιρ.»
Το δεξί φύλλο της πόρτας μισάνοιξε, αργά, και μια μελαχρινή κοπέλα παρουσιάστηκε. Τα μακριά της μαλλιά ήταν ανακατεμένα, ενώ τα ρούχα της (ρούχα υπηρέτριας) έμοιαζε να τα είχε βάλει βιαστικά.
«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου,» είπε, κοιτάζοντας τη Ρικέλθη με επιφυλακτικό βλέμμα. «Ο Άρχοντας είναι στο δωμάτιό του· θα θέλατε να τον φωνάξω;»
«Ναι. Έχω κάτι πολύ σημαντικό να του πω.» Και πρόσθεσε: «Να περάσω, εν τω μεταξύ;» σαν να ήταν πολύ μεγάλη αγένεια που η κοπέλα δεν της είχε προτείνει ήδη να μπει.
«Ασφαλώς, Αρχόντισσά μου! Περάστε.» Η υπηρέτρια παραμέρισε από την είσοδο, ανοίγοντας και τα δύο φύλλα της πόρτας.
Η Ρικέλθη πέρασε το κατώφλι, και ο Έζβαρ την ακολούθησε. Η υπηρέτρια κοίταξε τον τελευταίο με κάποια ανησυχία στο βλέμμα της.
«Σύντροφός μου είναι,» της είπε η Αρχόντισσα, «και έμπιστος φίλος.»
«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου.» Η κοπέλα έκλεισε την πόρτα και τράβηξε τους σύρτες.
Η Ρικέλθη έριξε μια ματιά γύρω-γύρω. Βρισκόταν σε ένα συμπαθητικό σαλόνι, μετρίου μεγέθους. Η φωτιά ήταν αναμμένη στο τζάκι, πίνακες στόλιζαν τους τοίχους, και ένα πολύφωτο οκτώ κεριών κρεμόταν από την οροφή. Στην αριστερή μεριά υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι και καρέκλες· στη δεξιά, βρισκόταν ένα γραφείο από ξύλο– χμμμ, οξιάς, νόμιζε η Ρικέλθη–, ένας χάρτης της Νότιας Βάλγκριθμωρ, καρφωμένος στον τοίχο από πίσω, και μια μικρή βιβλιοθήκη –από αυτές που έχουν για διακόσμηση, χωρίς ποτέ να διαβάζουν τα βιβλία.
«Καθίστε, Αρχόντισσά μου,» είπε η υπηρέτρια, προτείνοντας το χέρι της προς το τραπέζι. «Θα θέλατε να σας προσφέρω κάτι;»
«Όχι, ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη, και κάθισε σε μια απ’τις θέσεις του τραπεζιού. Ο Έζβαρ τη μιμήθηκε.
«Όπως επιθυμείτε. Θα ειδοποιήσω τον Άρχοντα για την άφιξή σας τώρα.» Υποκλίθηκε και έφυγε από μια πόρτα πλάι στο τζάκι.
«Δε μου φαίνεται να μένουν και πολλοί σε τούτο το σπίτι,» είπε η Ρικέλθη.
«Ναι,» συμφώνησε ο Έζβαρ. «Έχει σχεδόν τόση ησυχία, όση και στο Λημέρι μου. Εκεί, όμως, όταν φυσά ο άνεμος, μπορείς ν’ακούσεις τα δέντρα να θροΐζουν μαγευτικά. Και ο αέρας, κάπου-κάπου, φέρνει και τις φωνές των δράκων στ’αφτιά σου.»
Η Ρικέλθη χαμογέλασε λεπτά. «Διακρίνω μια νοσταλγία στη φωνή σου, Έζβαρ; Δεν είναι και τόσος πολύς καιρός που είσαι μακριά απ’τα μέρη σου…»
«Πάντα είναι πολύς ο καιρός που είμαι μακριά απ’τα μέρη μου.»
«Ακούγονται όντως οι φωνές των δράκων;»
Ο Έζβαρ ένευσε.
«Δεν τις έχω ακούσει ποτέ, όταν είμαι εκεί.»
«Πρέπει ν’ακούς πιο προσεκτικά, για ν’ακούσεις τις φωνές των δράκων.»
Βήματα διέκοψαν την κουβέντα τους. Βήματα από την πόρτα που είχε φύγει η υπηρέτρια. Η Ρικέλθη κοίταξε προς τα εκεί και είδε την ξύλινη θύρα ν’ανοίγει, απότομα, χωρίς δισταγμό –σημάδι ότι δεν ήταν η κοπέλα που επέστρεφε. Και όντως, ένας άντρας μπήκε στο σαλόνι, ντυμένος με λευκό, δαντελωτό πουκάμισο και καφέ παντελόνι. Είχε μαύρα μαλλιά, μουστάκι, και μακρύ πρόσωπο, ενώ ένα έμπλαστρο ήταν επάνω στη μύτη του, που έμοιαζε, αναμφίβολα, χτυπημένη. Αυτός πρέπει να είναι. Αυτός για τον οποίο μίλησε ο Βάνμιρ.
«Καλησπέρα σας, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» χαιρέτησε, καθώς εκείνη κι ο Έζβαρ σηκώνονταν από τις θέσεις τους.
«Καλησπέρα,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. «Είστε ο Άρχοντας Τάνιρ, να υποθέσω;»
«Μάλιστα. Παρακαλώ, καθίστε,» ζήτησε, πλησιάζοντας το τραπέζι, για να καθίσει κι εκείνος σε μια καρέκλα.
Η Ρικέλθη παρατήρησε ότι το βάδισμά του ήταν ασταθές, σαν το σώμα του να ήταν ταλαιπωρημένο. Ναι, σίγουρα, αυτός είναι! Πήρε θέση στην καρέκλα όπου καθόταν και πριν. Το ίδιο κι ο Έζβαρ.
«Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω, Αρχόντισσά μου; Η Φερλιάλα μού είπε ότι πρόκειται για κάτι σημαντικό.»
«Άρχοντα Τάνιρ, θα ήθελα να σας μιλήσω για τον ανιψιό μου, Βάνμιρ…»
Ο Τάνιρ την κοίταξε με περιέργεια. Πραγματική περιέργεια, έκρινε η Ρικέλθη. «Τον ανιψιό σας;»
«Ναι. Τον γνωρίσατε, πιστεύω.»
«Θα κάνετε κάποιο λάθος, Αρχόντισσά μου. Δεν το ξέρω. Δεν τον έχω καν ακουστά.»
Η Ρικέλθη μειδίασε, μυστηριακά. «Ίσως να μη σας είπε το όνομά του, αλλά τον είδατε στα υπόγεια του Ναού του Βάνραλ.»
Έκπληξη φάνηκε στο πρόσωπο του Τάνιρ και, ύστερα, τρόμος. Η φωνή του, όμως, ήταν σταθερή: «Σίγουρα, κάνετε κάποιο λάθος, Αρχόντισσά μου. Δεν έχω πάει ποτέ στα υπόγεια του Ναού του Βάνραλ· ούτε γνωρίζω τον ανιψιό σας.»
«Σας παρακαλώ, Άρχοντά μου,» είπε η Ρικέλθη, «δεν έχει νόημα να το αρνείστε· το ξέρω ότι τον γνωρίζετε. Όπως ξέρω πολύ καλά και τι συνέβη στα υπόγεια του Ναού. Και όχι μόνον αυτό: Ξέρω, επίσης, και ποιον υπηρετείτε.»
Η όψη του Τάνιρ σκλήρυνε· ή, τουλάχιστον, ο ευγενής προσπάθησε να την κάνει να φανεί έτσι. Αλλά δεν μπορούσε να κοροϊδέψει την Αρχόντισσα Ρικέλθη. Ο άνθρωπος ήταν, κατά βάθος, πανικόβλητος! Πράγμα καλό, γιατί θα μάθω πολλά έτσι…
«Τι θέλετε από μένα;» τη ρώτησε.
«Να πάψεις να υπηρετείς εκείνον που υπηρετείς, Άρχοντα Τάνιρ,» είπε η Ρικέλθη, και ορθώθηκε. Επίτηδες του είχε μιλήσει στον ενικό και επίτηδες είχε σηκωθεί, για να του δημιουργήσει ένα συναίσθημα κατωτερότητας. «Δε θα σε ωφελήσει να στραφείς εναντίον του Βασιληά. Τουναντίον: θα σε ζημιώσει, ανεπανόρθωτα.»
Η Ρικέλθη είδε τα χέρια του Τάνιρ να τρέμουν. «Σας παρακαλώ! Δεν ξέρω τι λέτε! Τι – τι σχέση–; Δεν είμαι προδότης, Αρχόντισσά μου!» Σηκώθηκε απότομα, πισωπατώντας· παραλίγο να ανατρέψει την καρέκλα του.
«Δεν είσαι προδότης,» είπε η Ρικέλθη, σαρδόνια. «Ωστόσο, εξακολουθείς να υπηρετείς ξένες δυνάμεις.»
«Αρχόντισσα Ρικέλθη!» Ο Τάνιρ την ατένισε, ακουμπώντας τα χέρια του στο τραπέζι, σαν να είχε, ξαφνικά, εξουθενωθεί από τον τρόμο και τον πανικό. Ξεροκατάπιε. «Πείτε μου. Τι σκοπεύετε να κάνετε; Σας ικετεύω, μη με αποκαλύψετε στο Βασιληά.» Ρίγησε. «Ο Άργκελ κάνει στους εχθρούς του πράγματα που….» Πήρε βαθιά ανάσα. «Αλλά εγώ δεν είμαι εχθρός του, όχι ουσιαστικά. Είμαι μπλεγμένος. Πείτε μου, τι–»
Η εξώπορτα χτύπησε, δύο φορές, δυνατά. Ο Τάνιρ πάγωσε. Έγινε κάτασπρος.
«Ποιος θα μπορούσε να είναι, τέτοια ώρα;» είπε η Ρικέλθη.
Ο άνεμος σφύριξε δυνατά, κάνοντας το παράθυρο να τρίξει.
«Δε θ’ανοίξεις, Άρχοντά μου;»
«…Ναι, πρέπει ν’ανοίξω,» είπε ο Τάνιρ. «Με συγχωρείτε.» Βάδισε προς την πόρτα, ψυχολογικά και σωματικά ράκος. Το χέρι του τράβηξε αργά –σαν να φοβόταν– τον σύρτη, και το ένα φύλλο της πόρτας άνοιξε.
«Καλησπέρα, Άρχοντα Τάνιρ–» ακούστηκε μια φωνή απέξω. Η Ρικέλθη δεν μπορούσε να δει τον ομιλητή.
«Έχω – έχω επισκέπτες τώρα.»
«Να μην περάσω;»
«Όχι. Πέρνα… πέρνα λίγο αργότερα. Θα έχω τελειώσει σύντομα, σχετικά.»
«Όπως επιθυμείτε, Άρχοντά μου.» Η φωνή ήταν ευγενική μόνο στα λόγια, όχι και στον τόνο, παρατήρησε η Ρικέλθη. Ο άντρας έξω από το κατώφλι δε μιλούσε σαν υπηρέτης, αλλά σαν άνθρωπος που είχε συνηθίσει να προστάζει… ή, καλύτερα, σαν άνθρωπος που ήξερε ότι βρίσκεται σε θέση ανώτερη.
Ο Τάνιρ έκλεισε την πόρτα και πήγε πάλι στο τραπέζι, καθίζοντας καταβεβλημένος.
Η Ρικέλθη κάθισε, επίσης, περιμένοντάς τον να μιλήσει.
«Προτού αποταθείτε στο Βασιληά, θα–» Τα μάτια του ευγενή την κοίταξαν ανήσυχα. «Ή, μήπως, το έχετε κάνει ήδη;»
«Όχι· όχι ακόμα.»
Ο Τάνιρ φάνηκε να χαλαρώνει κάπως. «Σας ευχαριστώ. Ήθελα να σας πω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συμφωνία μεταξύ μας, αν κι εσείς το επιθυμείτε.»
«Η συμφωνία που επιθυμώ είναι άλλη από αυτή που μπορεί να έχεις στο μυαλό σου,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. «Θέλω πληροφορίες, κυρίως. Κατ’αρχήν, πες μου: ξέρεις ποιος είναι αυτός που υπηρετείς; Και γιατί τον υπηρετείς;»
Ο Τάνιρ την κοίταξε με ερευνητικό βλέμμα, σιωπηλός. Τι αναζητά; Τι ψάχνει επάνω μου; αναρωτήθηκε εκείνη. Προσπαθεί να καταλάβει τι ξέρω πραγματικά και τι όχι; Να δει αν μπλοφάρω; Θα δυσκολευτεί!
«Αρχόντισσά μου, γνωρίζω λίγα γι’αυτό τον άνθρωπο.» (Η συνηθισμένη τακτική του δεν-ξέρω-τίποτα!) «Εκείνος επικοινωνεί μαζί μου, μέσω ενδιάμεσων.» (Άλλη τακτική: Δεν είμαι παρά ένα πιόνι.) «Και με απειλεί πως, αν δεν κάνω ό,τι μου ζητά, δε θα καταστρέψει μονάχα εμένα, αλλά και όλη μου την οικογένεια!» («Δε μ’ενδιαφέρει η ζωή μου, αλλά, κυρίως, η ζωή των άλλων· βλέπετε τι καλός που είμαι;»)
«Σοβαρά;» Η Ρικέλθη γέλασε.
«Αρχόντισσά μου! Γελάτε;…» Η φωνή του έτρεμε.
«Πες μου την αλήθεια.» Τα μάτια της τον κάρφωσαν. Εκείνος προσπάθησε ν’αποφύγει το βλέμμα της, αλλά η Ρικέλθη επέμεινε να κοιτάζει το πρόσωπό του.
«Αν σας το πω, δε θα το πιστέψετε…» Η φωνή του τώρα ήταν αδύναμη, σχεδόν ένας ψίθυρος.
«Θα το πιστέψω,» τον διαβεβαίωσε η Ρικέλθη. «Σου παρουσιάστηκε μέσα απ’τις φλόγες, μήπως;»
Ο Τάνιρ ένευσε. «Ναι.»
«Εκείνος σου είπε να πάρεις τα κομμάτια ουρανόλιθου από τα υπόγεια;»
«Ναι.»
«Γιατί τον υπηρετείς;»
Ο Τάνιρ έσμιξε τα χείλη, για λίγο· και η Ρικέλθη αναρωτήθηκε: Τι αναλογίζεται τώρα; Τι ζυγιάζει μες στο νου του; Πώς να μου κρύψει κάτι;
«Μου έχει υποσχεθεί πως θα μου δώσει δύναμη και χρήματα, πολλά χρήματα. Λέει πως βλέπει το μέλλον. Και το βλέπει. Μου το απέδειξε μια φορά, στην αγορά. Και το… το έχει– Ναι, ναι, μου το έχει αποδείξει· μου το έχει αποδείξει.» Γιατί διέκοψε τα λόγια του εκεί;
«Σου εξηγεί τα σχέδιά του;»
Ο Τάνιρ κούνησε το κεφάλι. Λίγο απότομα; «Όχι. Ποτέ.»
«Τι σου έχει πει για το Βασιληά;»
«Τι θα μπορούσε να μου πει; Για… για το θρόνο μιλάτε, Αρχόντισσά μου; Για τον Ουρανολίθινο Θρόνο; Δε μου έχει πει κάτι γι’αυτόν, όχι! Τ’ορκίζομαι.» Η Ρικέλθη αδυνατούσε να φανταστεί σε τι μπορεί να ορκιζόταν ο Άρχοντας Τάνιρ. Πιθανώς, σε ό,τι μπορεί να ορκιζόταν κι εκείνη: στον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή. «Σας το τόνισα εξαρχής, Αρχόντισσά μου: δεν είμαι προδότης. Δεν είμαι.»
«Αυτός, όμως, που σου μιλάει μέσα απ’τη φωτιά είναι εναντίον του Βασιληά μας. Ξέρεις τ’όνομά του;»
Ο Τάνιρ ξεροκατάπιε. «Νουτκάλι. Έτσι μου είπε. Και είπε ότι είναι Ράζλερ. Αρχαίος, και έχει χαρίσματα. Είναι αθάνατος.»
«Πρέπει να πάψεις να εκπληρώνεις τις επιθυμίες του. Γιατί θα σε οδηγήσει στην προδοσία.»
Ο Τάνιρ ένευσε, αργά. «Θα το έχω υπόψη, Αρχόντισσά μου.»
«Πρόσεχε, Άρχοντά Τάνιρ,» είπε η Ρικέλθη, καθώς σηκωνόταν όρθια, «διότι, αν συμβεί κάτι, θα ξέρω ποιον ν’αναζητήσω πρώτο. Ποιον να προτείνω στο Βασιληά για ν’αναζητήσει.»
«Τίποτα δε θα συμβεί,» υποσχέθηκε ο Τάνιρ. «Τίποτα που να έχω σχέση εγώ.» Σηκώθηκε κι εκείνος.
«Τότε, καλή σου νύχτα, Άρχοντα Τάνιρ,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη, βλέποντας, με την άκρια του ματιού της, τον Έζβαρ να ορθώνεται. «Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχα.» Αν και έχω την εντύπωση ότι υπάρχουν πράγματα που κρύβεις ακόμα.
Ο ευγενής ζύγωσε την εξώπορτα και άνοιξε το ένα φύλλο. «Καλή σας νύχτα, Αρχόντισσά μου. Και, αν θέλετε –για οποιονδήποτε λόγο– να με βρείτε, παρακαλώ, μη διστάσετε.»
«Θα το έχω υπόψη. Αντίο σας,» είπε η Ρικέλθη, μιλώντας του πάλι στον πληθυντικό, καθώς περνούσε το κατώφλι της πόρτας, ακολουθούμενη από τον Έζβαρ.
Το ξύλινο φύλλο έκλεισε πίσω τους, ενώ κατέβαιναν τα πέτρινα σκαλοπάτια.
«Ρικέλθη, κάποιες φορές, με τρομάζεις, όταν σε βλέπω εν δράσει.»
Εκείνη γέλασε, καθώς βάδιζαν καταμήκος του λοξού δρόμου, κατευθυνόμενοι προς την αγορά.
«Έχεις ταλέντο σ’αυτά τα πράγματα.»
«Ίσως…» Η Ρικέλθη τον έπιασε αγκαζέ.
«Είσαι τόσο μετριόφρων.»
«Το καταλαβαίνω όταν μου λες ψέματα.»
«Το ξέρω. Επίτηδες το είπα.»
Άφησαν πίσω τους το λοξό δρόμο και διέσχισαν την αγορά, χωρίς βιασύνη. Αυτή την ώρα, δεν είχε πολύ κόσμο και γαλήνη απλωνόταν παντού τριγύρω. Οι περισσότεροι έμποροι είχαν μαζέψει την πραμάτεια τους και είχαν πάει είτε για ξεκούραση είτε για κραιπάλη.
Μετά από την Οδό Κάρων, σε μια γωνία, κάτι κινήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ο άντρας βγήκε από τις σκιές και στάθηκε κάτω από το φως μιας λάμπας, με τα χέρια του σταυρωμένα στο στέρνο.
Μια κραυγή έκπληξης ξέφυγε απ’τα χείλη της Ρικέλθης, ενώ το χέρι του Έζβαρ πήγε στη λαβή του ξίφους που κρεμόταν απ’τη ζώνη του. Η Αρχόντισσα επιχείρησε να ελευθερώσει τη λεπίδα που κρυβόταν μέσα στέλεχος του μπαστουνιού της, μα βρήκε τα δάχτυλά της, ξαφνικά, πολύ αδέξια.
«Μην τρομάζεις, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» είπε ο Νεκρομέμνων. «Αν ήθελα να σε σκοτώσω, δεν ήταν ανάγκη να παρουσιαστώ κιόλας.»
«Τι θέλεις, τότε;»
«Να σε ενημερώσω για κάτι που ίσως να σ’ενδιαφέρει,» αποκρίθηκε ο δολοφόνος, ζυγώνοντας. «Σε ακολουθούσα μέχρι στιγμής–»
«Εσύ ήσουν, λοιπόν, αυτός που είδα,» είπε ο Έζβαρ, στενεύοντας τα μάτια.
«Μάλλον.»
«Γιατί μ’ακολουθούσες;» ρώτησε η Ρικέλθη.
Ο Νεκρομέμνων ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω στο παλάτι. Και είναι απελπιστικά εύκολο να ξέρω κάθε στιγμή πού βρίσκεσαι, Αρχόντισσά μου.»
Η Ρικέλθη ρίγησε, ευχόμενη πως δεν το παρατήρησε αυτό ο δολοφόνος. «Δε μ’αρέσει να με κατασκοπεύεις!» του είπε, αυστηρά.
«Έχω να σε ενημερώσω για κάτι που ίσως να σ’ενδιαφέρει,» επανέλαβε ο Νεκρομέμνων.
«Ακόμα περιμένω να μου πεις τι είναι αυτό.»
«Ήμουν έξω από την Οικία Έλβρεθ και περίμενα, ενώ εσείς ήσασταν μέσα. Οπότε, βλέπω να έρχεται ένας άντρας και να χτυπά την πόρτα. Μετρίου αναστήματος ήταν, και φορούσε κάπα και κουκούλα. Ένας άλλος άντρας άνοιξε και του μίλησε, διώχνοντάς τον και λέγοντάς του να περάσει αργότερα–»
«Τα ξέρουμε τούτα,» είπε η Ρικέλθη.
«Το φαντάστηκα. Όμως αποκλείεται να ξέρεις ότι ο άντρας αυτός κρύφτηκε σ’ένα στενορύμι και περίμενε να φύγετε. Μόλις σας είδε να βγαίνετε από το σπίτι, πήγε στην πόρτα και χτύπησε πάλι. Ο ίδιος άντρας τού άνοιξε ξανά, και τον έμπασε χωρίς καμία κουβέντα.»
«Αναμενόμενο ήταν.»
«Ξέρατε ότι είχε κρυφτεί απέξω και περίμενε;»
«Όχι, αλλά τι σημασία έχει;»
«Έχει σημασία,» είπε ο Νεκρομέμνων, «γιατί μου φάνηκε καλός σ’αυτό που έκανε. Ήξερε να κρύβεται: να βρίσκει το σκοτεινότερο μέρος μέσα στο σκοτάδι, και να γίνεται ένα μ’αυτό. Ήταν εκπαιδευμένος κατάσκοπος, πιθανώς και δολοφόνος, όχι κάποιος τυχαίος. Δε σε ενδιαφέρει τούτο, Αρχόντισσα Ρικέλθη;»
Η Ρικέλθη έριξε ένα βλέμμα στον Έζβαρ, που η έκφρασή του ήταν σκεπτική. «Δε νομίζω ότι είναι παράξενο ο Οίκος των Έλβρεθ να έχει κατασκόπους στη δούλεψή του,» της είπε εκείνος.
«Αυτός ο κατάσκοπος, όμως, δεν έμοιαζε να βρίσκεται στη δούλεψη του Τάνιρ,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. «Δε θυμάσαι πώς του μίλησε; Σα νάταν ανώτερός του.»
Ο Νεκρομέμνων ένευσε. «Κι εμένα, Αρχόντισσά μου, αυτή ακριβώς την εντύπωση μού έδωσε: ότι ο κατάσκοπος έδινε διαταγές στον άντρα μέσα –ο οποίος μου φάνηκε ευγενής, παρεμπιπτόντως. Υποθέτω, σωστά;»
«Σωστά υποθέτεις,» τον διαβεβαίωσε η Ρικέλθη.
«Επομένως, ο κατάσκοπος πρέπει να δουλεύει για κάποιον άλλο, πολύ ισχυρότερο από αυτόν τον Τάνιρ.»
«Ναι,» είπε η Ρικέλθη. Και κοίταξε πάλι τον Έζβαρ. «Παίρνουν από κανέναν διαταγές, οι Έλβρεθ;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Όχι, απ’ό,τι ξέρω.»
«Τότε, πιθανώς να ήταν κατάσκοπος του Νουτκάλι…»
«Ο Νουτκάλι, Αρχόντισσά μου, δε χρειάζεται κατασκόπους,» τόνισε ο Νεκρομέμνων. «Κατασκοπεύει τα πάντα, ούτως ή άλλως.»
Πρέπει να έχει μιλήσει και σ’αυτόν ο Φανλαγκόθ, ιδιαιτέρως, σκέφτηκε η Ρικέλθη. «Δεν έχεις άδικο, Νεκρόμεμνον…» Τον κοίταξε απ’την κορυφή ως τα νύχια, γιατί, ξαφνικά, της φαινόταν άλλος άνθρωπος, όχι εκείνος που την καταδίωκε για να τη σκοτώσει. Είναι, όμως, ο ίδιος! θύμισε στον εαυτό της.
«Χμμμ.» Ο Έζβαρ έστριψε τα μούσια του ανάμεσα σε δύο δάχτυλα. «Η υπόθεση περιπλέκεται ολοένα και περισσότερο. Δεν πάμε στο παλάτι να το συζητήσουμε με πιο ηρεμία; Οι νυχτερινοί δρόμοι μιας πόλης δε νομίζω ότι είναι και το καλύτερο μέρος για να τα λέμε αυτά, όσο σιγανά κι αν μιλάμε.»
«Θέλετε να κατασκοπεύσω το σπίτι για σας;» ρώτησε ο Νεκρομέμνων, αιφνιδιάζοντας τη Ρικέλθη, η οποία τον κοίταξε παραξενεμένη. «Δες το ως μια κίνηση καλής θέλησης, Αρχόντισσά μου.»
«Κίνηση καλής θέλησης;…»
«Ναι. Για να σε διαβεβαιώσω πως δεν έχω τίποτα εναντίον σου. Ό,τι συνέβη παλιότερα ήταν απλά μέρος της δουλειάς μου.»
Μέρος της δουλειάς του, μα τον Σάλ’γκρεμ’ρωθ! Μέρος της δουλειάς του! Κι όμως, έτσι ήταν… έπρεπε να παραδεχτεί η Ρικέλθη. Αλλά αλλιώς θα μου αποδείξει ότι «δεν έχει τίποτα εναντίον μου».
«Ποιος σε είχε στείλει να με σκοτώσεις, Νεκρόμεμνον;»
«Αυτό δε μπορώ να το αποκαλύψω. Κανένας νεκρενοικημένος δολοφόνος δεν αποκαλύπτει τους εργοδότες του: ποτέ. Τώρα, θέλετε να κατασκοπεύσω το σπίτι ή όχι; Η ώρα περνάει, Αρχόντισσά μου…»
«Πήγαινε,» είπε η Ρικέλθη, και ο Νεκρομέμνων έφυγε δίχως καθυστέρηση. Σύντομα, τον έχασε από τα μάτια της, μέσα στους σκοτεινούς δρόμους. Λες κι ο ίδιος ο άνεμος να τον πήρε στην αγκαλιά του.
*
Η πόρτα χτύπησε, σχεδόν αμέσως μόλις η Αρχόντισσα Ρικέλθη και ο παράξενος συνοδός της έφυγαν από το σπίτι. Ο Τάνιρ άνοιξε, ξέροντας ποιος ήταν και αφήνοντάς τον να μπει.
«Άργησες,» του είπε, κλείνοντας.
Ο άντρας έβγαλε την κουκούλα του, αποκαλύπτοντας μαύρα μαλλιά και κοντοκομμένο, περιποιημένο μούσι και μουστάκι. Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν «το Χέρι του Έπαρχου»· ο Τάνιρ δε γνώριζε το πραγματικό του όνομα, πάντως ήξερε πως επρόκειτο για ένα πολύ επικίνδυνο πρόσωπο το οποίο υπηρετούσε ένα άλλο, επικινδυνότερο.
«Τα θαλασσώσατε, Άρχοντά μου,» είπε το Χέρι. «Ο Κύριός μου δε θα ευχαριστηθεί όταν μάθει για την αποτυχία σας.» Βάδισε ως το τραπέζι και κάθισε.
Ο Τάνιρ πήγε στην κάβα και γέμισε δύο ποτήρια κρασί, προσφέροντας το ένα στο Χέρι. «Δε μου ζήτησε εκείνος να κλέψω τα κομμάτια ουρανόλιθου. Ο Ράζλερ μού το ζήτησε.»
Το Χέρι ύψωσε το ποτήρι του και ήπιε, αργά. «Ο Κύριός μου και ο Ράζλερ βρίσκονται, συνεχώς, σε συμφωνία.»
Ο Τάνιρ κάθισε, σιωπηλά. Ήπιε κι εκείνος από το κρασί του.
«Σας τα πήρε όλα; Δεν άφησε τίποτα;»
Ο ευγενής ένευσε. «Τίποτα.»
«Και τι συνέβη μετά, με την αδελφή σας;»
«Της ζήτησα να μην πει κουβέντα στους ιερείς, γιατί ίσως να μας παρεξηγήσουν· ίσως να νομίσουν πως εμείς τα κλέψαμε. Κι επιπλέον, είναι απαγορευμένο για έναν ιερωμένο ν’αποκαλύπτει πού βρίσκονται τα κομμάτια ουρανόλιθου. Οπότε, η Αλλόρβα θα έχει μπελάδες, αν μιλήσει· γιαυτό κιόλας είμαι βέβαιος ότι δεν θα το κάνει.
»Έστειλες μήνυμα στον Έπαρχο;»
«Όχι,» απάντησε το Χέρι· «περίμενα, πρώτα, να κουβεντιάσω μαζί σας, Άρχοντά μου. Ποιοι ήταν οι επισκέπτες σας πριν από λίγο;»
Ο Τάνιρ πήρε μια βαθιά ανάσα. Να την κερατοκαρφώσει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, αυτή την Αρχόντισσα Ρικέλθη!
Το Χέρι τού έριξε ένα σκοτεινό, τρομαχτικό βλέμμα. «Κι άλλα προβλήματα;»
«Τίποτα που δεν έχω υπό τον έλεγχό μου, κατάσκοπε.»
Το Χέρι γέλασε εύθυμα, και ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’το κρασί του. «Άρχοντά μου! Είστε άσπρος σαν το πανί, από τη στιγμή που μπήκα στο σπίτι σας. Αφήστε με να κρίνω πως δεν έχετε τα πάντα υπό έλεγχο. Κι αφήστε με να σας βοηθήσω.» Το τελευταίο το τόνισε ιδιαίτερα και κοίταξε τον Τάνιρ έντονα. «Ποιοι ήταν οι επισκέπτες σας;» επανέλαβε την ερώτησή του.
«Η Αρχόντισσα Ρικέλθη ε Νίλγκωρ, της Έριγκ, και ένας άντρας που δε μου συστήθηκε και που δεν τον ξέρω.»
«Και τι μπορεί να ήθελε η Αρχόντισσα Ρικέλθη μαζί σας, Άρχοντά μου;»
«Ο νεαρός που συνάντησα στα υπόγεια ήταν ανιψιός της. Κάποιος Βάνμιρ.»
«Βάνμιρ…» μουρμούρισε το Χέρι.
«Τον γνωρίζεις;»
«Τον έχω ακουστά. Είναι ο ένας από τους δίδυμους γιους του Άρχοντα-Φύλακα Άραντιρ, του Ράλτον.»
«Και τι σχέση έχει με την Αρχόντισσα Ρικέλθη;»
«Ο Άραντιρ είναι παντρεμένος με τη Μανρούνα ε Νίλγκωρ, Άρχοντά μου.»
«Α, μάλιστα,» είπε ο Τάνιρ.
«Τι ήθελε η Αρχόντισσα Ρικέλθη;»
«Με απείλησε, ότι θ’αποκαλύψει τα πάντα στο Βασιληά.»
«Και τι της είπατε, Άρχοντά μου; Της είπατε για τον Έπαρχο;» Τα μάτια του Χεριού γυάλισαν.
Ο Τάνιρ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι· όχι, φυσικά. Και ούτε κι η ίδια φαινόταν να έχει υποψιαστεί κάτι. Για τον Νουτκάλι, όμως, έμοιαζε να ξέρει ήδη–»
«Και της μιλήσατε γι’αυτόν;»
«Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς!» είπε, βιαστικά, ο Τάνιρ. «Αν δεν της μιλούσα, θα είχα μεγάλα προβλήματα… με το Βασιληά.»
Τα μάτια του Χεριού στένεψαν. «Μπορεί πάλι να έχετε μεγάλα προβλήματα… με τον Έπαρχο.»
Ο Τάνιρ ρίγησε. «Μη γίνεσαι υπερβολικός! Δεν αποκάλυψα τίποτα το σημαντικό. Είπα μονάχα ότι ο Νουτκάλι έρχεται σε επικοινωνία μαζί μου, ότι μου έχει υποσχεθεί χρήματα και δύναμη, και ότι μου ζητά πράγματα πού και πού. Και υποσχέθηκα στην Αρχόντισσα να πάψω να συναναστρέφομαι μαζί του.»
«Λέτε να σας πίστεψε;» Η ερώτηση του Χεριού έμοιαζε κοροϊδευτική.
«Ίσως ναι, ίσως όχι. Πάντως, εκείνο που ανησύχησε εμένα είναι το γεγονός ότι είπε πως, αν συμβεί κάτι παράξενο, θα ξέρει ποιος θα ευθύνεται γι’αυτό.»
«Ωραία,» σχολίασε το Χέρι· «το επόμενο εξιλαστήριο θύμα.»
«Τι!» έκανε ο Τάνιρ. Θα με παραδώσουν στο Βασιληά; Αυτό σχεδιάζουν;
Το Χέρι γέλασε, και ήπιε κρασί.
«Αν στραφείτε εναντίον μου,» απείλησε ο Τάνιρ, «θα στραφώ κι εγώ εναντίον σας, Χέρι! Δε θα έχω λόγο να σας καλύπτω άλλο. Και όλη μου η οικογένεια θα γίνει εχθρός σας!»
«Κανείς δε θα ‘στραφεί εναντίον σας’, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε το Χέρι, ήρεμα. «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να ξεφορτωθούμε κάποιον επικίνδυνο, χωρίς κανένας να μάθει τίποτα.»
«Να πάρω αυτή την απειλή σοβαρά;» ρώτησε ο Τάνιρ, σφίγγοντας τις γροθιές του επάνω στο τραπέζι.
«Δεν είναι απειλή. Επεξήγηση είναι. Δε νομίζω ότι ο Έπαρχος θα σας θεωρήσει τόσο άχρηστο, ακόμα και ύστερα από τις τελευταίες σας τραγικές γκάφες.»
«Είσαι παραπάνω αυθάδης απ’ό,τι πρέπει!» σφύριξε ο Τάνιρ.
«Θα θέλατε να το μεταβιβάσω αυτό στον Κύριό μου, Άρχοντά μου;» ρώτησε το Χέρι.
Ακόμα και να το ήθελα, θα το έκανες; σκέφτηκε ο Τάνιρ. Ύστερα, όμως, αναρωτήθηκε αν θα το ήθελε πραγματικά… Τελικά, είπε: «Αν δεν υπάρχει κάποιο άλλο θέμα για να συζητήσουμε, μπορείς να πηγαίνεις.»
«Εσείς με καλέσατε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε το Χέρι. «Επομένως, αν εσείς δεν έχετε κάτι άλλο να μου πείτε, θα πηγαίνω.»
Για να μεταβιβάσεις όλη μας την κουβέντα στον Κύριό σου… Ο Τάνιρ σούφρωσε τα χείλη, σκεπτικός. «Ίσως θα έπρεπε να… αναλάβει κάποιος την Αρχόντισσα Ρικέλθη,» πρότεινε. «Ξέρει αρκετά πράγματα… και δεν είναι πολλοί αυτοί που τα ξέρουν, μέχρι στιγμής. Καταλαβαίνεις, Χέρι;»
Ο κατάσκοπος ένευσε, και ήπιε την τελευταία γουλιά κρασί που απέμενε στο ποτήρι του. «Καταλαβαίνω πολύ καλά, Άρχοντά μου. Ωστόσο, δε θα ενεργήσουμε ώσπου να προστάξει ο Κύριός μου.»
«Φυσικά.»
«Περιγράψτε μου τον άντρα που συνόδευε την Αρχόντισσα, Άρχοντά μου.»
Ο Τάνιρ τον περιέγραψε εμφανισιακώς, και είπε: «Δε μου φαινόταν για ευγενής· ίσως να ήταν μισθοφόρος, σωματοφύλακας, γιατί είχε σπαθί περασμένο στη ζώνη. Πάντως, και πάλι δεν είμαι σίγουρος. Δεν είχε ακριβώς την εμφάνιση μισθοφόρου· και, όπως ανέφερα, ήταν και μεγάλος, πάνω από πενήντα. Περίεργη φυσιογνωμία…»
«Έπρεπε να είχατε ζητήσει το όνομά του.»
«Ήμουν ταραγμένος, και δεν το σκέφτηκα.» Ο Τάνιρ ήπιε μια γουλιά απ’το κρασοπότηρό του. «Δε μου τυχαίνει αυτό κάθε βράδυ… Να έρχονται στο σπίτι μου και να μ’απειλούν, εννοώ.»
«Θα φύγετε απ’την πόλη αύριο, Άρχοντά μου;» θέλησε να μάθει το Χέρι.
«Γιατί ρωτάς;»
«Σκοπεύετε να κρατήσετε τα σχέδιά σας μυστικά από τον Κύριό μου;» Τι ειρωνεία ήταν αυτή στη φωνή του! Ο Τάνιρ τον σιχαινόταν αυτόν τον άνθρωπο. Κοίτα να δεις πώς είχε τώρα διαστρεβλώσει τα λόγια του. Είχε υπονοήσει ότι επιθυμούσε να κρύψει πράγματα από τον Έπαρχο.
«Δεν είπα τίποτα τέτοιο!» αντιγύρισε ο ευγενής του Οίκου των Έλβρεθ, κάπως απότομα. «Και, ναι, αφού θες να μάθεις, θα φύγω απ’την πόλη αύριο. Θα επιστρέψω στην οικία μας, έξω απ’τη Νουάλβορ.»
«Πάντοτε εκτιμώ την ειλικρίνεια στους άλλους, Άρχοντά μου…» (Αλλά όχι και στον εαυτό σου!) «Τώρα, όμως, να πηγαίνω.» Το Χέρι σηκώθηκε απ’την καρέκλα του. «Είμαι βέβαιος πως χρειάζεστε ξεκούραση, και έχετε πολλά να σκεφτείτε.»
Ο Τάνιρ σηκώθηκε, επίσης. «Δώσε τους χαιρετισμούς μου στον Έπαρχο.»
«Πολύ ευχαρίστως. Καλή σας νύχτα, Άρχοντα Τάνιρ.» Το Χέρι βάδισε ως την πόρτα· την άνοιξε και βγήκε, κλείνοντας πίσω του.
*
Μόλις ο Νεκρομέμνων έφτασε πάλι έξω απ’την Οικία Έλβρεθ, είδε έναν άντρα να βγαίνει και να φορά την κουκούλα της κάπας του. Για μια στιγμή, όμως, το κεφάλι του ήταν ακάλυπτο και ο δολοφόνος είδε μαύρα κοντά μαλλιά στο φως της κοντινής λάμπας, καθώς και μούσι και μουστάκι.
Ο άγνωστος άντρας απομακρύνθηκε από το σπίτι, μπαίνοντας στα σοκάκια της πόλης. Ο Νεκρομέμνων τον ακολούθησε, με τα βήματά του να καλύπτονται απόλυτα από το μουγκρητό του παγερού ανέμου, και τη μορφή του να λιώνει μέσα στα σκοτάδια.
Ο κατάσκοπος έφτασε στον ποταμό Σάλερεκ και διέσχισε μια πέτρινη γέφυρα, για να βρεθεί αντίκρυ και να βαδίσει καταμήκος άλλων σοκακιών. Από ετούτη τη μεριά του ποταμού τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα από κάθε άποψη. Τα οικοδομήματα ήταν κακοδιατηρημένα, το πλακόστρωτο ραγισμένο και βρόμικο, και οι λάμπες αλλού αναμμένες, αλλού σβηστές, κι αλλού σπασμένες, ενώ μια δυσωδία απλωνόταν σχεδόν παντού, και οι άστεγοι γέμιζαν πολλές από τις γωνίες, έχοντας κοντά τους μαγκάλια να καίνε. Ο κατάσκοπος, όμως, έμοιαζε να προχωρά μέσα στο ίδιο του το σπίτι· και, τελικά, έφτασε σε ένα χτίριο και χτύπησε την εξώπορτα. Ένα οριζόντιο παραθυράκι άνοιξε και ένα ζευγάρι μάτια τον ατένισαν. Χωρίς ν’ακουστεί καμία κουβέντα, το παραθυράκι έκλεισε ξανά, και η πόρτα άνοιξε.
Ο Νεκρομέμνων περίμενε, κρυμμένος κάτω από μια καμάρα, με την πλάτη του κολλημένη στις πέτρες. Μερικά μέτρα πίσω του, μέσα σ’ένα σκοτεινό στενορύμι, βρισκόταν πεσμένος ανάσκελα ένας ρακένδυτος τύπος που είχε επιχειρήσει να τον αρπάξει απ’το λαιμό και να τον μαχαιρώσει· τώρα, ο δικός του λαιμός ήταν σχισμένος απ’άκρη σ’άκρη, και δεν είχε προλάβει να βγάλει άχνα, προτού πεθάνει –ο Νεκρομέμνων δεν ήθελε να ειδοποιηθεί κανείς για την παρουσία του.
Μετά από κάποια ώρα, η πόρτα άνοιξε πάλι και ένας άντρας, ντυμένος με κάπα και κουκουλωμένος, βγήκε. Δεν ήταν ο προηγούμενος, πράγμα φανερό απ’το ανάστημά του και τον τρόπο που βάδιζε. Πέρασε μπροστά απ’τον Νεκρομέμνονα, χωρίς να τον προσέξει, και συνέχισε, διασχίζοντας τις παλιοσυνοικίες. Διάβηκε την πέτρινη γέφυρα και βρέθηκε στην άλλη μεριά της πόλης –την πιο πολιτισμένη μεριά. Έφτασε στην αγορά, μέσα στα μεσάνυχτα, και ακολούθησε τη μεγάλη λεωφόρο προς τα βόρεια. Στην πύλη, δε σταμάτησε καθόλου· πέρασε κάτω απ’τη μεγάλη αψίδα, δίχως να δώσει την παραμικρή σημασία στους φρουρούς.
Ο Νεκρομέμνων είχε ήδη στείλει τον Χέντραμ ξοπίσω του.
*
Η Αρχόντισσα Ρικέλθη είχε συζητήσει με τον Έζβαρ για κάποια ώρα, σχετικά με τον Τάνιρ ε Έλβρεθ και με τον παράξενο κατάσκοπο που είχε παρουσιαστεί έξω απ’το σπίτι του· μα δε φαινόταν να υπάρχει λύση στο μυστήριο. Ο πιθανότερος εργοδότης που μπορούσε να είχε στείλει τον μυστηριώδη άντρα ήταν ο Νουτκάλι, αλλά, όπως είχε τονίσει κι ο Νεκρομέμνων, ο Νουτκάλι δε χρειαζόταν κατασκόπους· και η Ρικέλθη κι ο Έζβαρ αδυνατούσαν να σκεφτούν κάποιον άλλο εργοδότη, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν. Έτσι, αποφάσισαν να επανέλθουν στο θέμα αύριο.
Η Αρχόντισσα πήγε στο δωμάτιο όπου τη φιλοξενούσαν και έκανε ένα γρήγορο μπάνιο, προτού φορέσει το νυχτικό της και πέσει στο μεγάλο κρεβάτι, με το τζάκι αναμμένο λίγα μέτρα απόσταση από αυτήν.
Ονειρεύτηκε σκοτεινούς και ημιφωτισμένους δρόμους· ότι περπατούσε μέσα σε μια αχανή πόλη, έχοντας χάσει κάθε αίσθηση προσανατολισμού· ότι πρόσωπα την κοίταζαν από το εσωτερικό πέτρινων χτιρίων, μα, όταν χτυπούσε τις πόρτες, κανείς δεν της άνοιγε· ότι το φεγγάρι μια ξεμύτιζε από τα μαύρα σύννεφα και μια κρυβόταν· ότι ο Βάνμιρ, κάποια στιγμή, τη βρήκε και τη χαιρέτησε, χαμογελώντας· ότι ο Ρόλμαρ τη βρήκε κι αυτός και τη χαιρέτησε, επίσης, αλλά υπήρχε ένα βάρος φανερό στην όψη του. Μια πόρτα χτυπούσε. Η Ρικέλθη έφυγε από το σαλόνι και έψαξε για να τη βρει. Μα, την έχανε συνέχεια. Τα πολύφωτα φεγγοβολούσαν από πάνω της, και κάποιος την κοίταζε από ψηλά. Η Φερνάλβιν; Αυτή η σκύλα, η προγονή της, ξανά;
Ένα χέρι έσφιξε τον ώμο της. «Αρχόντισσα Ρικέλθη.»
«ΑΑ!» Η Ρικέλθη πετάχτηκε. Για να δει μια σκιερή μορφή να στέκεται από πάνω της, ημιφωτισμένη από το φως του τζακιού, έτσι που μόνο το μισό της πρόσωπο φαινόταν και το υπόλοιπο ήταν τυλιγμένο στο σκοτάδι. «Πώς τολμάς;» σφύριξε.
«Χτυπούσα αρκετή ώρα, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Νεκρομέμνων, «μα δεν άνοιγες.»
«Και πώς μπήκες; Είχα τραβήξει τον σύρτη. Το θυμάμαι πολύ καλά!»
Ο Νεκρομέμνων μειδίασε. «Πιστεύεις ότι ένας σύρτης είναι αρκετός για να με κρατήσει έξω;»
Να τον πάρει και να τον σηκώσει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, δεν τον εμπιστεύομαι! Η Ρικέλθη σηκώθηκε –απ’την άλλη μεριά του κρεβατιού, όχι απ’αυτή όπου βρισκόταν ο δολοφόνος– και τον αντίκρισε. «Γιατί ήρθες;»
«Για να σε ενημερώσω.»
«Έμαθες κάτι ενδιαφέρον;»
«Έτσι νομίζω,» αποκρίθηκε ο Νεκρομέμνων, και της ανέφερε όλα όσα είχε δει, τελειώνοντας με: «Έστειλα τον Χέντραμ, για να τον παρακολουθήσει και να εστιαστεί επάνω του.»
«Όπως είχες κάνει και με μένα;»
«Ναι.»
Θεοί… Τι ανατριχιαστικό που ήταν αυτό το πράγμα! «Θέλω να πάψεις πλέον να με κατασκοπεύεις,» είπε η Ρικέλθη. «Απόσυρε το δαίμονά σου από πάνω μου.»
«Τώρα που ο νεκραδελφός μου θα εστιαστεί σε άλλον, η εστίασή του επάνω σε σένα θ’αρχίσει να χάνει τη δύναμή της.»
Κάτι είναι και τούτο… «Ωραία. Δε γίνεται να διαλύσεις αμέσως αυτή την εστίαση;»
«Όχι.»
Ψεύδεται ή λέει αλήθεια; Τέλος πάντων. «Εντάξει. Μπορείς να πηγαίνεις.»
«Καληνύχτα, Αρχόντισσά μου.» Ο Νεκρομέμνων στράφηκε και βγήκε απ’το δωμάτιο.
Η Ρικέλθη πλησίασε την κλειστή πόρτα και τράβηξε το σύρτη. Έπειτα, κλείδωσε κιόλας, γυρίζοντας το κλειδί δύο στροφές μέσα στην κλειδαριά και αφήνοντάς το εκεί.
H Αρχόντισσα Ρικέλθη σηκώθηκε πριν από την αυγή. Για κάποιο λόγο, η χτεσινοβραδινή της εξόρμηση δεν την είχε κουράσει τόσο, ώστε να κοιμηθεί μέχρι αργά· τουναντίον, της είχε τσιτώσει τα νεύρα, με αποτέλεσμα να ξυπνήσει νωρίς. Νωρίτερα απ’ό,τι ξυπνούσε συνήθως.
Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε μπροστά από το παράθυρό της. Απέξω ήταν ακόμα νύχτα, και ο Απάνεμος Κήπος, που κρεμόταν στο κέντρο του συμπλέγματος των Δεκαεννέα Πύργων, βρισκόταν τυλιγμένος στο σκοτάδι. Η Ρικέλθη ντύθηκε, φόρεσε την κάπα της, κι αποφάσισε να κάνει μια βόλτα εκεί, για να καθαρίσει το μυαλό της και να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της, προτού επισκεφτεί τον Έζβαρ, ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, δε θα είχε ξυπνήσει από τώρα.
Διασχίζοντας τους διαδρόμους του πολύπλοκου παλατιού, διαπίστωσε ότι πεινούσε. Είχε να φάει από χτες το μεσημέρι, και δε θα έλεγε όχι σ’ένα χορταστικό πρωινό. Ωστόσο, αυτό θα έπρεπε να περιμένει.
«Προς τα πού πηγαίνω για τον Απάνεμο Κήπο;» ρώτησε έναν φρουρό· γιατί, ύστερα από λίγο, πίστεψε ότι είχε χαθεί μέσα σε τούτους τους λαβυρίνθους.
«Απο κεί, Αρχόντισσά μου.» Ο οπλισμένος άντρας έδειξε με το βλέμμα του. «Μετά, θα στρίψετε αριστερά και θα κατεβείτε τη σκάλα στα δεξιά σας.»
«Ευχαριστώ. Καλή σου ημέρα,» είπε η Ρικέλθη, και ακολούθησε τις οδηγίες του.
Έφτασε γρήγορα στον κρεμαστό κήπο, όπου το περιβάλλον ήταν παγερό, και τύλιξε την κάπα σφιχτά γύρω της. Ωστόσο, έπρεπε να παραδεχτεί πως το μέρος ήταν όντως απάνεμο· ο αέρας δεν χτυπούσε και τόσο εδώ, πράγμα που πρέπει να οφειλόταν στη θέση των πύργων που περιέβαλαν τον κήπο. Η Ρικέλθη έριξε μια ματιά στα ψηλά οικοδομήματα. Από αρχιτεκτονική, βέβαια, δεν ήξερε και πολλά πράγματα…
Βάδισε επάνω στα λιθόστρωτα μονοπάτια, αναλογιζόμενη τα όσα είχαν συμβεί χτες βράδυ, καθώς και τα όσα της είχε πει ο Νεκρομέμνων. Ο Νουτκάλι, λοιπόν, έχει τους ανθρώπους του σε ετοιμότητα μέσα στη Νουάλβορ. Και αναρωτιέμαι πού αλλού μέσα στο Νόρβηλ ολόκληρο. Αλλά ας επικεντρωθώ σ’αυτά που γνωρίζω, καλύτερα.
Για ποιον, άραγε, να δούλευε ο Άρχοντας Τάνιρ; Και ήταν μπλεγμένοι κι άλλοι από τους Έλβρεθ σ’όλη τούτη την υπόθεση; Κι άλλοι που γνώριζαν τι έκαναν; Γιατί η Ιέρεια Αλλόρβα, που ήταν απ’αυτούς, μάλλον δεν ήξερε τι έκανε· ο αδελφός της την είχε ξεγελάσει. Τουλάχιστον, έτσι πίστευε ο Βάνμιρ, και το είχε πει στη Ρικέλθη.
Άρα, η έρευνά μου δεν έχει τελειώσει· έχει μόλις αρχίσει. Να πάρει! Ίσως θάπρεπε να είχα πιέσει τον Τάνιρ περισσότερο, για να μου πει πιο πολλά. Έτσι κι αλλιώς, είχα την εντύπωση ότι κάτι μου έκρυβε.
Μήπως θα ήταν προτιμότερο να μιλούσε στο Βασιληά Άργκελ, και να άφηνε εκείνον ν’ασχοληθεί με το ζήτημα; Εξάλλου, τον αφορούσε άμεσα· και η ίδια είχε δικά της ζητήματα για ν’ασχοληθεί. Ο γιος μου βρίσκεται στην Έριγκ, ενώ ένας στρατός αιμοδιψών ακόλουθων του Άνκαραζ προελαύνει προς τα εκεί. Βέβαια, η επίθεση στην Έριγκ ήταν κι αυτή υπόθεση του Βασιληά, όχι μόνο της Ρικέλθης· αλλά εκείνη τη θεωρούσε περισσότερο δική της υπόθεση απ’ό,τι τις σκευωρίες των Έλβρεθ και του Νουτκάλι. Κι αυτό που την εκνεύριζε ήταν πως ήξερε ότι δεν μπορούσε να βοηθήσει άμεσα τον Δάρβαν, αφού δεν είχε στρατιωτικές γνώσεις. Δεν ήθελε, αλλά έπρεπε να το παραδεχτεί: Η Φερνάλβιν έχει καλύτερες ικανότητες από εμένα, για ν’αντιμετωπίσει ετούτη την κατάσταση, που να την ανασκολοπίσει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ!
Αλλά ας το άφηνε αυτό για τώρα. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση σχετικά με τους Έλβρεθ. Μάλλον, το καλύτερο είναι να μιλήσω στο Βασιληά και να ξεμπερδεύω με δαύτους. Εξάλλου, ο Νεκρομέμνων θα έβρισκε σύντομα και τον εργοδότη του περιέργου κατασκόπου, ο οποίος, πιθανώς, έλεγχε την οικογένεια των Έλβρεθ, ή τον Τάνιρ, τουλάχιστον. Βοήθησα το Βασιληά και το Βασίλειο αρκετά, πιστεύω. Κανονικά, θα έπρεπε να μου κάνουν ιδιαίτερες τιμ–
Άκουσε έναν θόρυβο και σταμάτησε να βαδίζει, αφουγκραζόμενη. Δεν ήταν η μόνη που βόλταρε εδώ, ετούτη την άγρια ώρα. Βγήκε από το λιθόστρωτο μονοπάτι και πάτησε επάνω στο χώμα και στο χορτάρι, μένοντας στις πυκνές σκιές των δέντρων και περιμένοντας.
Τα βήματα πλησίασαν, χωρίς βιασύνη –Δεν πρέπει να με άκουσε–, και η Ρικέλθη είδε μια γυναικεία μορφή να παρουσιάζεται. Το πρόσωπό της, όμως, δε φαινόταν καθαρά, και η Αρχόντισσα δεν μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν.
Καθάρισε το λαιμό της διακριτικά, και: «Καλημέρα,» είπε.
Η γυναίκα την κοίταξε, κάπως αιφνιδιασμένη. «Καλημέρα,» αποκρίθηκε. «Ποια είστε;»
Η Ρικέλθη τη ζύγωσε, για να την κοιτάξει από κοντά.
«Α, εσείς είστε, Αρχόντισσα Ρικέλθη. Δε σας αναγνώρισα.» Η κοπέλα χαμογέλασε, άθυμα.
Η Ρικέλθη συνοφρυώθηκε, παρατηρώντας την. «Η Αρχόντισσα Μιάνη, σωστά; Η κόρη της Πριγκίπισσας Νιρκένα.»
Η Μιάνη ένευσε. «Δε σας διαφεύγουν πολλά, Αρχόντισσά μου.»
«Τι κάνεις τέτοια ώρα στον κήπο;» ρώτησε η Ρικέλθη, με φιλικό τόνο στη φωνή της. «Έχεις, όπως εγώ, πράγματα που σ’απασχολούν και δε σ’αφήνουν να ησυχάσεις;»
«Δεν ξέρω αν έχω τόσα όσα εσείς,» αποκρίθηκε η Μιάνη, «πάντως δεν είναι αυτά που με κρατάνε ξύπνια.» Συνέχισε να αργοβαδίζει, και η Ρικέλθη προχώρησε δίπλα της. «Τα όνειρά μου είναι. Κάποιες φορές, δεν μπορώ να κοιμηθώ καλά.»
«Κι εγώ μικρή έβλεπα εφιάλτες,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. «Μετά, το ξεπερνάς· θα δεις.»
«Νομίζετε ότι είμαι τόσο μικρή, Αρχόντισσά μου;»
Η Ρικέλθη τη λοξοκοίταξε, καθώς βάδιζαν. Λίγο μεγαλύτερη από τον Χάφναρ μου, υποθέτω.
«Δε θα περάσουν ποτέ αυτά τα όνειρα· είμαι βέβαιη,» συνέχισε η Μιάνη, αναστενάζοντας σιγανά.
«Τόσο τρομερά είναι;»
«Δεν είναι… τρομερά. Δεν είναι αυτή η κατάλληλη λέξη. Είναι επίμονα. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να το πω. Είναι περισσότερο ιδέες.»
«Τι βλέπεις;»
«Αυτό προσπαθώ να σας εξηγήσω, Αρχόντισσα Ρικέλθη: δε βλέπω κάτι· αισθάνομαι διάφορα πράγματα. Έρχονται κάτι αλλόκοτες ιδέες στο μυαλό μου, που δε μ’αφήνουν να κοιμηθώ. Όχι πάντα, αλλά συμβαίνει. Και μου συμβαίνει συχνά. Έχω την εντύπωση ότι με κυνηγάνε, ότι κάτι με σπρώχνει ή με πνίγει, ή ότι θέλουν να με σκοτώσουν, ή νομίζω ότι ακούω κάποιον να μου ψιθυρίζει στο σκοτάδι– Σίγουρα, θα με θεωρείτε τρελή. Με συγχωρείτε που σας ζαλίζω.»
«Όχι, δε με ζαλίζεις καθόλου,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. «Ούτως ή άλλως, είμαι αρκετά ζαλισμένη ήδη, και δεν μπορώ να ζαλιστώ περισσότερο. Πες μου, πόσο συχνά βλέπεις τα όνειρα; Πόσες φορές το μήνα;»
Η Μιάνη φάνηκε σκεπτική για λίγο. «Από πέντε ως οκτώ. Κάπου εκεί.»
«Το έχεις πει σε κανέναν; Στη μητέρα σου;»
Η Μιάνη χαμογέλασε, κάπως πικρά. «Η μητέρα μου δεν έχει και πολύ χρόνο για τέτοια, Αρχόντισσά μου.»
«Μια μητέρα πάντα έχει χρόνο για τα παιδιά της,» είπε η Ρικέλθη.
«Το έχω πει, όμως, στην Κυδαίρα–»
«Ποια είναι η Κυδαίρα;»
«Υπηρέτριά μου είναι, μα αισθάνομαι πολύ συνδεδεμένη μαζί της. Της το είπα, της είπα για τα όνειρά μου –ή, μάλλον, το κατάλαβε ότι βλέπω αυτά τα όνειρα–, και μου πρότεινε να πάω να ρωτήσω κάποιον ειδικό…»
«Ρώτησες;»
Η Μιάνη ξεροκατάπιε. «Ναι.»
«Και τι σου απάντησε;»
«Ότι δεν πρέπει να είμαι τόσο νευρική και αναστατωμένη. Να ηρεμήσω και θα μου περάσουν. Βλακείες, δηλαδή… Μου έδωσε κι ένα βοτάνι: ένα ελεεινό πράγμα που βρομούσε. Το έβαζα για ένα μήνα στο νερό που έπινα πριν κοιμηθώ, μα δεν είδα καμία διαφορά, έτσι το πέταξα και δεν το ξαναχρησιμοποίησα.»
Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεμυτίζει από την Ανατολή, παρατήρησε η Ρικέλθη, λούζοντας τον Απάνεμο Κήπο με το χρυσαφένιο φως του.
«Έχω έναν γνωστό που ίσως να μπορεί να σε βοηθήσει. Θέλεις να του μιλήσω, Μιάνη;»
Η κοπέλα φάνηκε διστακτική. «Ποιος είναι, Αρχόντισσά μου;»
«Ο Έζβαρ. Τον έχεις ακούσει;»
«Μου είπαν ότι ήρθε μαζί σας. Ερημίτης, λένε. Του Δρακοδάσους.»
Η Ρικέλθη ένευσε. «Ναι, μένει στο Δρακοδάσος. Και είναι πολύ μελετημένος. Ίσως να ξέρει πώς να σε βοηθήσει.»
«Εντάξει,» είπε η Μιάνη. «Μιλήστε του, αν θέλετε. Αλλά μη διαδώσετε γενικότερα αυτά που σας είπα, παρακαλώ.»
Η Ρικέλθη τής χαμογέλασε. «Μην ανησυχείς· δεν είμαι τόσο μαρτυριάρα.»
*
«Κάθισε, Ρικέλθη, κάθισε.» Ο Έζβαρ καθόταν σ’ένα τραπέζι γεμάτο με πρωινό. «Υπάρχουν παραπάνω φαγητά εδώ απ’ό,τι θα φάω· αλλά, αν θέλεις, μπορούμε να παραγγείλουμε και κάτι άλλο από τους υπηρέτες.»
«Εντάξει, μου φαίνονται,» είπε η Ρικέλθη, παίρνοντας θέση αντίκρυ του.
«Το υποπτευόμουν ότι θα ερχόσουν να με δεις, έτσι είχα ζητήσει να μου φέρουν κάτι περισσότερο,» μειδίασε ο Έζβαρ. Ύψωσε μια διαφανή καράφα. «Πορτοκαλάδα;»
«Ναι.»
Ο Έζβαρ τής γέμισε ένα ποτήρι. Η Ρικέλθη έσπασε την κορυφή ενός βραστού αβγού, με το κουτάλι της, κι άρχισε να το ξεφλουδίζει. «Ήρθα να μιλήσουμε για τα χτεσινά. Ο Νεκρομέμνων μ’επισκέφτηκε αργά το βράδυ και μου είπε ότι ακολούθησε τον παράξενο κατάσκοπο.» Έβαλε το αβγό μέσα στην αργυρή αβγοθήκη μπροστά της. «Ο οποίος τον οδήγησε στη δυτική μεριά της πόλης. Ο Νεκρομέμνων δεν ήξερε πώς λέγεται το μέρος, αλλά, από την περιγραφή, κατάλαβα ότι μιλούσε για τη Δυτική Περιφέρεια.»
«Σου είπε ότι πέρασε από γέφυρα;»
«Ναι. Σίγουρα, η Δυτική Περιφέρεια ήταν.» Η Ρικέλθη έφαγε μια κουταλιά από το βραστό αβγό. Πήρε την αλατιέρα από δίπλα και του έριξε λίγο αλάτι. «Εκεί, ο κατάσκοπος μπήκε σ’ένα χτίριο, απ’όπου σε λίγο βγήκε ένας άλλος –ο Νεκρομέμνων ήταν βέβαιος πως επρόκειτο για άλλον και όχι για τον ίδιο– και έφυγε από την πόλη, μέσω της βόρειας πύλης.»
«Αυτό δε μας λέει πολλά.»
«Ο Νεκρομέμνων έστειλε τον νεκραδελφό του να τον ακολουθήσει.»
«Χμμμμ… Καλή κίνηση, οφείλω να ομολογήσω.» Ο Έζβαρ ήπιε μια γουλιά απ’την πορτοκαλάδα του, κι ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα.
«Τι προτείνεις να κάνουμε σχετικά με τον Τάνιρ; Να αναφέρουμε στο Βασιληά ό,τι μάθαμε;»
«Του είχες υποσχεθεί ότι δε θα πεις τίποτα.»
Η Ρικέλθη κατάπιε τη μπουκιά της και, μετά, γέλασε. «Σοβαρολογείς; Τι του χρωστάω; Και τι με νοιάζει γι’αυτόν; Επιπλέον, δεν μπορεί να ξέρει αν ήμουν εγώ που τον αποκάλυψα, ή εσύ, ή κάποιος άλλος στον οποίο μιλήσαμε.» Μειδίασε συνωμοτικά, πίνοντας πορτοκαλάδα.
«Εντάξει, Ρικέλθη,» είπε ο Έζβαρ· «δε θα διαφωνήσω μαζί σου επάνω σε τέτοιο ζήτημα, γιατί δεν πρόκειται να σου αλλάξω γνώμη, ούτως ή άλλως.»
«Θες να πεις ότι εσύ θα τον έκρυβες;»
«Όχι. Απλά, δε θα του έδινα την υπόσχεσή μου ότι θα τον καλύψω. Πάντως, ίσως να έχεις δίκιο. Η ασφάλεια του Βασιλείου είναι σημαντικότερη.»
«Ακριβώς.» Η Ρικέλθη συνέχισε το φαγητό της. «Θα πάμε, λοιπόν, να δούμε το Βασιληά σε λίγο. Υποθέτω θα τον βρούμε στα διαμερίσματά του.»
Ο Έζβαρ άναψε την πίπα του, σιωπηλός και κοιτάζοντας έξω απ’το παράθυρο. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και γλαροπούλια πετούσαν στον ουρανό. Σύννεφα δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα, για να κρύβουν σποραδικά το απέραντο γαλάζιο.
«Προτού έρθω εδώ, συνάντησα τη Μιάνη στον Απάνεμο Κήπο,» είπε η Ρικέλθη. «Την κόρη της Πριγκίπισσας Νιρκένα.»
«Τι έκανες εκεί, πρωί-πρωί;»
«Βόλτα. Είχα ξυπνήσει νωρίς και ήθελα να καθαρίσω τις σκέψεις μου. Τέλος πάντων. Συνάντησα τη Μιάνη και μου είπε για ένα της πρόβλημα.» Η Ρικέλθη εξήγησε στον Έζβαρ ότι η κοπέλα είχε, ανέκαθεν, εφιάλτες που έμοιαζαν περισσότερο με ιδέες, και παρότι είχε ζητήσει τη γνώμη ενός ειδικού, δεν είχε καταφέρει να απαλλαγεί από το πρόβλημά της, το οποίο την επισκεπτόταν πέντε με οκτώ φορές το μήνα. «Τι θα μπορούσε να κάνει;»
«Τι βοτάνι ήταν αυτό που της δώσανε;»
Η Ρικέλθη ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Πάντως, μου είπε ότι βρομούσε.»
«Χμμμ, ναι. Νομίζω ότι έχω μια ιδέα τι μπορεί να ήταν…»
«Υπάρχει κάποιο άλλο, για να τη βοηθήσει;»
«Κοίτα, ο θεραπευτής αυτός στον οποίο πήγε, προφανώς, της έδωσε ηρεμιστικό, πιστεύοντας ότι τα όνειρα οφείλονταν στη νευρικότητά της. Το ίδιο θα έκανα κι εγώ.»
«Εκείνη, όμως, δε νομίζει ότι είναι κάτι τέτοιο,» είπε η Ρικέλθη.
«Αν δεν είναι από νευρικότητα, τότε… τι να υποθέσω; Κάποια εκ γενετής εγκεφαλοπάθεια;»
«Τι σημαίνει αυτό;»
«Ότι έχει κάποιο πρόβλημα το μυαλό της,» είπε ο Έζβαρ, καπνίζοντας.
«Ότι είναι τρελή, δηλαδή;»
«Δεν είναι τρέλα ακριβώς. Πάντως, δεν είναι και κάτι που μπορεί εύκολα να θεραπευτεί. Ίσως, μάλιστα, να μην μπορεί να θεραπευτεί καθόλου.»
Η Ρικέλθη παραμέρισε το αβγό από μπροστά της, το οποίο είχε πλέον τελειώσει, και πήρε μια φέτα ψωμί, αλειμμένη με βούτυρο. «Θα φας τίποτ’άλλο;» ρώτησε τον Έζβαρ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Τότε, θα πάμε στο Βασιληά, μόλις καταβροχθίσω κι αυτό.»
*
Ο Άργκελ τούς υποδέχτηκε στο σαλόνι των διαμερισμάτων του, μαζί με τη Βασίλισσα Ακάρθα. Και εκείνος και η σύζυγός του ήταν ντυμένοι πρόχειρα. Δεν πρέπει να ήταν πολύ ώρα που είχαν ξυπνήσει.
Η Ρικέλθη και ο Έζβαρ υποκλίθηκαν εμπρός τους και τους καλημέρισαν. Ο Βασιληάς, ευγενικός όπως πάντα, παρακάλεσε τους επισκέπτες του να καθίσουν στον καναπέ, και κάθισε αντίκρυ τους σε μια πολυθρόνα, ενώ η Ακάρθα πήρε θέση κοντά στο τζάκι.
«Μεγαλειότατε,» είπε η Ρικέλθη, «έχουμε να σας αναφέρουμε ορισμένους δολοπλόκους μέσα στην πόλη σας.»
Ο Άργκελ την κοίταξε με ενδιαφέρον. «Συνεχίστε, παρακαλώ, Αρχόντισσα Ρικέλθη.»
Εκείνη του μίλησε για τα πάντα που είχε μάθει, προσπαθώντας να μπλέξει όσο το δυνατόν λιγότερο τη θρησκεία του Βάνραλ στην όλη υπόθεση, όπως είχε υποσχεθεί στον Σέτερναρ. Είπε στο Βασιληά ότι ο ξάδελφός της θα φρόντιζε να συζητήσει με την Ιέρεια Αλλόρβα και να την απειλήσει, αν χρειαζόταν, ώστε να πάψει να υπηρετεί τον Νουτκάλι. Αν και, απ’ό,τι έδειχνε η κατάσταση, εκείνη δεν ήταν παρά ένα θύμα της σκευωρίας του αδελφού της, Τάνιρ.
«Αρχόντισσα Ρικέλθη, πρέπει να σας ευχαριστήσω για ετούτες τις πληροφορίες. Είστε ικανότερη κι από τους κατασκόπους μου, τολμώ να πω. Έχετε την ευγνωμοσύνη μου.» Σηκώθηκε από την πολυθρόνα (και άπαντες σηκώθηκαν επίσης), πλησίασε τη Ρικέλθη, και της έσφιξε το χέρι.
«Υπερβάλλετε, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε εκείνη, με τον ίδιο ευγενικό τρόπο που μιλούσε κι ο Άργκελ. «Κάνω το καθήκον μου στο Βασίλειο.»
Ο Άργκελ άφησε το χέρι της. «Ο Νεκρομέμνων δε σας μίλησε καθόλου σήμερα το πρωί, έτσι;»
«Όχι.»
«Όταν έρθει να σας βρει, στείλτε τον σε μένα– Αν και, βέβαια, θα τον δω, ούτως ή άλλως. Έχουμε συμβούλιο πολέμου σε λίγο, Αρχόντισσα Ρικέλθη, και θα συγκεντρωθούμε όλοι.»
«Συμβούλιο σχετικά με την Έριγκ;»
Ο Άργκελ ένευσε. «Ναι. Ήδη έχουν αρχίσει οι στρατιωτικές προετοιμασίες, και πρέπει να πάρουμε κάποιες αποφάσεις προτού ξεκινήσουμε.»
«Είμαι κι εγώ καλεσμένη σ’αυτό το συμβούλιο;»
«Φυσικά. Η ασφάλεια της Έριγκ αφορά κι εσάς, πιστεύω.»
«Περισσότερο απ’ό,τι φαντάζεστε, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. «Ο γιος μου, Δάρβαν, βρίσκεται εκεί, ως Αντικαταστάτης Έπαρχος της Φερνάλβιν.»
«Καταλαβαίνω,» είπε ο Άργκελ.
Ο Ρικέλθη πήρε βαθιά ανάσα. «Ελπίζω μόνο να φανεί αρκετά δυνατός, και να κρατήσει την πόλη, ώσπου να φτάσουμε.»
Ύστερα, είπε: «Μεγαλειότατε, να σας κάνω μια κάπως αδιάκριτη ερώτηση;»
Στα μάτια του Βασιληά φάνηκε κάποια καχυποψία, αλλά ο Μονάρχης του Νόρβηλ αποκρίθηκε, ευγενικά: «Μη διστάζετε καθόλου.»
«Τι σκοπεύετε να κάνετε με τον Τάνιρ και τους υπόλοιπους Έλβρεθ;»
«Θα μάθω, πρώτα, περισσότερα γι’αυτούς και, συγχρόνως, θα τους προσέχω.»
Πιο γενική απάντηση δε γινόταν να μου δώσεις, παρατήρησε η Ρικέλθη, αλλά δεν το είπε, φυσικά.
Καλημέρα, Αρχόντισσά μου.» Ο υπηρέτης υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στη Δράκαρχο Φερλιάλα.
Βρίσκονταν σ’έναν από τους πρώτους διαδρόμους του Πύργου των Δράκων, και πρωινό φως έμπαινε από ένα κοντινό παράθυρο, λούζοντας την αριστερή μεριά της γυναίκας και κάνοντας την ασημένια μάσκα, που κάλυπτε το μισό πρόσωπό της, να γυαλίζει. Ο υπηρέτης, μισοτυφλωμένος από τη δυνατή αντανάκλαση, συνέχισε να μιλά, έχοντας το βλέμμα του χαμηλωμένο:
«Ο Βασιληάς ζητά τις υπηρεσίες των δράκαρχων. Επιθυμεί να συγκεντρωθείτε άπαντες στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, για συμβούλιο πολέμου.»
Συμβούλιο πολέμου; παραξενεύτηκε η Φερλιάλα. «Τι συνέβη;»
«Ο Βασιληάς θα σας πει τις λεπτομέρειες, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο υπηρέτης, εξακολουθώντας να έχει το βλέμμα του κατεβασμένο.
Λεπτομέρειες! Συνήθως, οι μονάρχες του Νόρβηλ δεν καλούσαν τους δράκαρχους αν τα πράγματα δεν ήταν πολύ άσχημα ή σημαντικά. Επομένως, δεν μπορεί να επρόκειτο για «λεπτομέρειες»· σίγουρα, κάτι τρανταχτό είχε συμβεί.
«Πότε θα γίνει το συμβούλιο;»
«Ο Βασιληάς ζήτησε να έρθετε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου το γρηγορότερο δυνατό, Αρχόντισσά μου.»
«Διαβεβαίωσε το Βασιληά ότι, σύντομα, θα είμαστε εκεί. Μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο υπηρέτης έκλινε το κεφάλι σε χαιρετισμό, και έφυγε, βιαστικά.
Η Σί’ερν έβγαλε έναν ήχο παρόμοιο του ονόματός της, από τη γωνία του διαδρόμου όπου είχε κρυφτεί. Η Φερλιάλα στράφηκε στο μέρος της, με ένα χαμόγελο να διαγράφεται στην ακάλυπτη, δεξιά μεριά του προσώπου της. «Ναι, έφυγε, αγάπη μου,» είπε, και πλησίασε τη δράκαινα, η οποία τέντωσε το κεφάλι και τρίφτηκε πάνω στην κοιλιά του μεταξωτού, βαθυγάλαζου φορέματος της κυράς της. Η Φερλιάλα τη χάιδεψε ανάμεσα στα μικρά της κέρατα. «Πάμε να ειδοποιήσουμε τους άλλους, ε;»
Στην Αίθουσα των Δράκων βρήκε τον Θέλβορ και τον Κέλσοναρ να κάθονται στο μεγάλο, στρογγυλό τραπέζι. Κι οι δυο φορούσαν τις κουκούλες τους και έτρωγαν πρωινό. Ο Σ’άαρν και η Σφ’έαρ πλένονταν σε μία από τις πηγές του δωματίου.
«Καλημέρα, δρακαδελφή Φερλιάλα,» χαιρέτησε ο Θέλβορ. Παρότι ήταν τυφλός, υποστήριζε πως τους καταλάβαινε όλους, από τα βήματά τους.
«Καλημέρα,» αποκρίθηκε εκείνη. «Το πρωινό μυρίζει όμορφα.» Πλησίασε το τραπέζι και κάθισε. Παρατήρησε ότι υπήρχε μια πιατέλα στο κέντρο, γεμάτη με κουλούρια, κέικ, και τηγανίτες. Παραδίπλα, υπήρχε μια καράφα με καφέ και φλιτζάνια.
«Οι υπηρέτες τα έφεραν, λίγο πριν την αυγή.»
«Σκέφτηκαν ότι ίσως να είμαστε άνθρωποι…» σχολίασε ο Κέλσοναρ, πίνοντας μια γουλιά καφέ.
«Ο Πύργος των Δράκων υποτίθεται πως είναι αυτοσυντηρούμενος,» του θύμισε ο Θέλβορ.
Ο Κέλσοναρ κάγχασε, αποδοκιμαστικά. «Καλό κι αυτό…» Και συνέχισε, σα ν’αναπολούσε τη ζωή του: «Νομίζεις ότι θα πιάσεις δράκο και θα γίνεις κάτι περισσότερο απ’τους συνηθισμένους ανθρώπους, μα καταντάς κάτι λιγότερο.»
«Κέλσοναρ, γιατί επιμένεις σ’αυτό το αρνητικό κλίμα;» αναστέναξε η Φερλιάλα, και γέμισε ένα φλιτζάνι για τον εαυτό της. «Εγώ δεν έχω μετανιώσει για τη συμβίωσή μου με τη Σί’ερν. Εσύ έχεις μετανιώσει;» Ήπιε.
«Όχι. Αλλά το πρόβλημα δεν είν’εκεί. Το πρόβλημα είναι σ’ετούτο τον καταραμένο πύργο! Τι κάνουμε εδώ;» Δάγκωσε ένα κουλούρι, μασώντας το σιωπηλά.
Η Φερλιάλα έφερε ένα πιάτο κοντά της κι έβαλε μέσα μια τηγανίτα. Ανασήκωσε τους ώμους. «Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει, δηλαδή;»
«Ετούτες οι κουβέντες δε μας οδηγούν πουθενά,» είπε ο Θέλβορ. «Απλά, καταλήγουμε να μισούμε τους εαυτούς μας. Κι αυτό δεν έχει κανένα νόημα, Κέλσοναρ! Αν ο πύργος ήταν μεγαλύτερος–»
«Μα δεν είναι! Και ούτε θα γίνει, πιστεύω, όσο ζούμε εμείς.»
«Ήδη έχουμε έναν νέο ανάμεσά μας.»
Ο Κέλσοναρ ρουθούνισε. «Ένας νέος δε φτάνει. Είμαστε μισοπεθαμένοι εδώ μέσα. Νεκροζώντανοι! Ο καινούργιος μπορεί να μην το βλέπει ακόμα, μα, στο τέλος, κι εκείνος θα σιχαθεί τη ζωή του εδώ. Είναι φυλακή!»
«Τότε, γιατί επέλεξες τούτη τη φυλακή, Κέλσοναρ;» φώναξε ο Θέλβορ, εξοργισμένος.
«Δεν επέλεξα τη φυλακή,» αποκρίθηκε εκείνος, σαν εξαντλημένος· «επέλεξα το δρόμο του δράκαρχου… νομίζοντάς τον διαφορετικό. Δε μετανιώνω για την επιλογή μου. Μετανιώνω γι’αυτή…» έκανε μια ημικυκλική χειρονομία, δείχνοντας τον περιβάλλοντα χώρο, «αυτούς τους διακανονισμούς, που μας κλειδώνουν σε μια ψηλή φυλακή. Οι νόμοι μας έχουν παλιώσει, Θέλβορ. Κι αυτό κάποτε πρέπει να συζητηθεί σοβαρά.»
«Σα ν’ακούω γνώριμα πράγματα,» ήρθε η φωνή του Νίσαρελ από την είσοδο της αίθουσας· και ο ψηλός, ξανθός δράκαρχος μπήκε, ακολουθούμενος από τον Κρ’άασκ.
«Αυτή είναι η κατάντια μας: να συζητάμε συνεχώς ‘γνώριμα πράγματα’, μα τίποτα να μην κάνουμε,» είπε ο Κέλσοναρ, ενώ ο Νίσαρελ καθόταν.
«Ίσως, λοιπόν, τα νέα μου να σε χαροποιήσουν κάπως,» του είπε η Φερλιάλα.
«Τι νέα;»
«Δεν άκουσε κανένας τον υπηρέτη που ήρθε πριν από λίγο;» Οι παρόντες δράκαρχοι κούνησαν τα κεφάλια. «Με ενημέρωσε ότι ο Βασιληάς μάς ζητά–»
«Να και κάτι πρωτότυπο…» μουρμούρισε ο Κέλσοναρ.
«Θέλει να πάμε στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου, το συντομότερο δυνατό, για συμβούλιο πολέμου.»
«Συμβούλιο πολέμου!» εξεπλάγη ο Νίσαρελ. «Άρχισε πόλεμος και δεν το ξέρουμε, μα το Δρακοβασιληά;»
Ο Κέλσοναρ γέλασε, βραχνά και πικρά. «Το τέλος του κόσμου να έρθει, εμείς, οι νεκροζώντανοι, δε θα το αντιληφθούμε, εδώ μέσα στον τάφο μας…!»
«Πάψε!» μούγκρισε ο Νίσαρελ, στρεφόμενος απότομα προς το μέρος του. Η όψη του ήταν αγριεμένη. Ο Κρ’άασκ, που ήταν κουλουριασμένος γύρω απ’τα πόδια του, ύψωσε το κεφάλι και σφύριξε.
Η Σφ’έαρ σταμάτησε να πλένεται στο νερό της πηγής και έβγαλε ένα γρύλισμα.
«Και τι θα κάνεις αν δεν πάψω… πρεσβύτερε;» ρώτησε ο Κέλσοναρ.
«Μην το συνεχίσετε αυτό,» τους διέκοψε και τους δύο ο Θέλβορ, ενώ ο Σ’άαρν είχε ήδη βγει από την πηγή όπου λουζόταν και τον είχε πλησιάσει, ακουμπώντας το σαυροειδές του κεφάλι στον ώμο του αφέντη του κι ατενίζοντας τον Νίσαρελ και τον Κέλσοναρ απειλητικά.
Ο πρώτος ένευσε, δίχως να μιλήσει· ο δεύτερος δε φάνηκε να κάνει καμία κίνηση: ύψωσε μονάχα το φλιτζάνι του και ήπιε μια γουλιά καφέ.
«Φερλιάλα, για τι πόλεμο πρόκειται;» ρώτησε ο Νίσαρελ.
«Ο υπηρέτης είπε πως ο ίδιος ο Βασιληάς θα μας ενημερώσει για τις ‘λεπτομέρειες’.»
«Χα-χα-χα! Λεπτομέρειες…!» είπε ο Κέλσοναρ. «Αυτοί οι υπηρέτες έχουν ένα κάποιο… λέγειν, όποτε επισκέπτονται τον πύργο μας.»
Ο Θέλβορ τον αγνόησε. «Θα πάμε στην αίθουσα του θρόνου, λοιπόν, όπως πρόσταξε ο Βασιληάς, και θα μάθουμε εκεί τι ακριβώς συμβαίνει. Θα μπορούσε κάποιος να ειδοποιήσει τον Πάρνορ και τον Χάφναρ;»
«Θα πάω εγώ, Αρχιδράκαρχε,» είπε ο Νίσαρελ, και σηκώθηκε από το τραπέζι, φεύγοντας, μαζί με το δράκο του.
«Θέλβορ, δε σε παραξενεύει αυτή η πρόσκληση του Βασιληά; Ούτε στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ δε μας είχε καλέσει στο συμβούλιό του,» είπε ο Κέλσοναρ.
«Ήταν διαφορετικές οι περιστάσεις…»
«Με την ενεργή μας βοήθεια, το Νόρβηλ θα μπορούσε νάχε πάρει εκείνα τα καταραμένα εδάφη. Αλλά ο Βασιληάς αποφάσισε να μας στείλει στα νότιο-ανατολικά σύνορα.»
«Γιατί υπήρχε κίνδυνος εισβολής από το Ένρεβηλ, τότε, Κέλσοναρ. Μα τους θεούς, τόσο εύκολα ξεχνάς;»
«Και χρειαζόταν οι δράκαρχοι να φυλάνε τα σύνορα; Όχι! Οποιοιδήποτε άλλοι μαχητές θα μπορούσαν να το κάνουν, χωρίς νάχουν ανάγκη τη βοήθειά μας. Κι ο Άλκαρ συμφωνούσε, τότε–»
«Δεν συμφωνούσε–»
«Για να μην αντιταχτεί στο Βασιληά, και για κανέναν άλλο λόγο! Μονάχα εσύ κι ο Νίσαρελ υποστηρίζατε το αντίθετο–»
«Και πόσοι ήμασταν, τότε, Κέλσοναρ; Εσύ, εγώ, ο Νίσαρελ, και ο Αρχιδράκαρχος Άλκαρ.»
«Και τι πάει να πει αυτό;»
«Ότι δε θα πρέπει να μιλάς σαν να ήμασταν οι ‘λίγοι’ εμείς που πιστεύαμε στη φύλαξη των συνόρων.»
«Ήταν μεγάλη ανοησία να μείνουμε εκεί, και φάνηκε στο τέλος!»
«Τρεις εισβολές αποτρέψαμε στα σύνορα!» είπε ο Θέλβορ. «Πού είναι η ανοησία;»
«Ούτως ή άλλως, θ’αποτρέπονταν οι εισβολές,» αποκρίθηκε, βραχνότερα απ’ό,τι συνήθως, ο Κέλσοναρ. «Στις εμπόλεμες περιοχές, όμως, θα μπορούσαμε να είχαμε προσφέρει πολύ περισσότερα, Θέλβορ. Τα εδάφη της λεγόμενης Φεν εν Ρωθ δε θα ήταν τώρα στοιχειωμένα μέρη που δεν πατά κανείς, πέραν από μερικούς παράφρονες νεκρομάντες κι εξερευνητές· θα ήταν πολιτισμένες κτήσεις του Νόρβηλ. Μπορούσαμε να το είχαμε καταφέρει, αν ο Βασιληάς Άργκελ αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη που είχε στα χέρια του με σωστό τρόπο! Τη δύναμη που κανένα άλλο βασίλειο των Ωθράγκος δεν έχει, Θέλβορ.»
«Διαφωνώ,» αποκρίθηκε ο τυφλός Αρχιδράκαρχος. «Αλλά οι απόψεις μας πάνω στο θέμα δεν έχουν και μεγάλη σημασία πλέον, έτσι δεν είναι;»
«Ναι· αλλά αυτό το συμβούλιο πολέμου μού έφερε αναμνήσεις,» είπε ο Κέλσοναρ. «Πώς θα μπορούσε να μη μου φέρει; Κι αναρωτιέμαι, Θέλβορ… αναρωτιέμαι μήπως ο Βασιληάς μας δράσει βλακωδώς, όπως τότε.»
Ο Θέλβορ αναστέναξε, μα δεν είπε τίποτα, σαν να έπνιξε μια απάντηση μέσα του.
Όταν ο Χάφναρ μπήκε στην Αίθουσα των Δράκων, μαζί με τη Σρ’άερ, τον Πάρνορ και τον Σρ’έεεν, και τον Νίσαρελ και τον Κρ’άασκ, σιγή απλωνόταν στο μεγάλο δωμάτιο.
«Καλή σας ημέρα,» χαιρέτησε τους συγκεντρωμένους δράκαρχους.
«Καλημέρα, δρακαδελφέ Χάφναρ. Δρακαδελφέ Πάρνορ,» αποκρίθηκε ο Θέλβορ. «Καθίστε. Το πρωινό είναι γευστικότατο.»
Οι δράκαρχοι κάθισαν γύρω από το τραπέζι και αυτοσερβιρίστηκαν, ενώ οι δράκοι τους πήγαιναν στις πηγές, όπου, εκτός από νερό, υπήρχε και φαγητό γι’αυτούς.
«Μη νομίζεις, βέβαια, καινούργιε δρακαδελφέ, ότι απολαμβάνουμε τέτοιες ανέσεις καθημερινά,» είπε μια βραχνή φωνή, και ο Χάφναρ στράφηκε, για να κοιτάξει τον Κέλσοναρ.
Γιατί πάντα είναι τόσο σαρκαστικός και κακεντρεχής; σκέφτηκε, απορημένος. «Τι εννοείς, δρακαδελφέ;» τον ρώτησε.
«Για το πρωινό μιλάω,» εξήγησε εκείνος. «Θα μάθεις σύντομα πως οι υπηρέτες δε σκοτώνονται για να μας υπηρετήσουν εδώ πέρα.»
Ο Χάφναρ θυμήθηκε τον υπηρέτη που τον είχε οδηγήσει στον Πύργο των Δράκων· ο άντρας έμοιαζε υπέρμετρα φοβισμένος. «Δεν έχουμε όσο φαγητό χρειαζόμαστε;»
«Ο Κέλσοναρ απλά δεν είναι ευδιάθετος σήμερα,» είπε ο Νίσαρελ. «Κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει, πέραν από αυτά που δημιουργούμε οι ίδιοι.» Το γαλανό του βλέμμα εστιάστηκε στον Κέλσοναρ.
«Η Αδράνεια γεννά την Επιβουλή,» αποκρίθηκε εκείνος, κάτω απ’την κουκούλα του, σαν να φιλοσοφούσε γενικά, χωρίς να κοιτάζει τον Νίσαρελ.
Ο Θέλβορ καθάρισε δυνατά το λαιμό του, προτού η λογομαχία των δύο δράκαρχων συνεχιστεί. «Η Φερλιάλα έχει να μας πει κάτι πολύ ενδιαφέρον, δρακαδελφοί Χάφναρ και Πάρνορ.»
«Ναι,» ένευσε η ίδια, αφήνοντας στο τραπέζι το φλιτζάνι της. «Πριν από κάποια ώρα, ένας υπηρέτης ήρθε στον πύργο μας, και με ενημέρωσε πως ο Βασιληάς μάς ζητά στην αίθουσα του θρόνου, για συμβούλιο πολέμου.»
«Θα γίνει πόλεμος;» παραξενεύτηκε ο Πάρνορ, ενώ ο Χάφναρ πάγωσε, για λίγο, αναλογιζόμενος τους υπηρέτες του Άνκαραζ και τον Άρχοντα Μόρντεναρ. Άραγε, η Φερνάλβιν ήρθε από τη Σέρνιντοκ;
«Είδατε πόσο ενημερωμένοι είμαστε; Κανείς δεν ξέρει τίποτα!» γέλασε ξερά ο Κέλσοναρ.
«Γιαυτό θα πάμε στην αίθουσα του θρόνου, για να μάθουμε,» είπε η Φερλιάλα, νιώθοντας κουρασμένη πλέον από τις συνεχείς ανούσιες παρεμβάσεις του. Σήμερα, ο Κέλσοναρ πρέπει να είχε πιει κάτι, οπωσδήποτε!
«Ο Βασιληάς ζήτησε να τον συναντήσουμε το συντομότερο δυνατό,» πρόσθεσε ο Θέλβορ.
«Δρακαδελφέ Χάφναρ, ξέρεις τι συνέβη στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ;» ρώτησε ο Κέλσοναρ.
«Μου έχουν εξιστορήσει αρκετά πράγματα,» αποκρίθηκε εκείνος, αναρωτούμενος γιατί τον ρωτούσε κάτι τέτοιο. «Μην ξεχνάς ότι η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ Φερνάλβιν είναι ετεροθαλής αδελφή μου» –θεωρητικά, τουλάχιστον…–, «κι έτσι έχω ακούσει πολλές ιστορίες από αυτούς τους πολέμους. Όσο θέλει εκείνη να μιλάει για τέτοια δυσάρεστα γεγονότα, φυσικά.»
«Τι ξέρεις, όμως, για τον ρόλο των δράκαρχων εκεί;»
Πράγματι, δεν έχω ακούσει τίποτα. Παράξενο…
«Μπορώ να σε… διαφωτίσω–»
«Καλύτερα κάποια άλλη στιγμή,» τον διέκοψε ο Νίσαρελ. «Τώρα, αφού ο Βασιληάς μάς καλεί, οφείλουμε να βιαστούμε.»
«Ναι, να τρέξουμε σαν υπάκουες σαύρες. Ας μην αργούμε, λοιπόν!» Ο Κέλσοναρ σηκώθηκε όρθιος. Η Σφ’έαρ τρίφτηκε πάνω στο πόδι του, και μαζί βγήκαν από την Αίθουσα των Δράκων.
«Όπως σου είπα, δεν είναι ευδιάθετος σήμερα,» εξήγησε ο Νίσαρελ στον Χάφναρ.
«Όχι πως είναι και ποτέ…» σχολίασε ο Πάρνορ. «Καλύτερα να τον συνηθίσεις έτσι. Μπορεί να μην έχει άδικο σε όλα όσα λέει, μα η γκρίνια του είναι, κάπως, ενοχλητική.»
«Θα τα καταφέρω να επιβιώσω, νομίζω,» αποκρίθηκε ο Χάφναρ.
«Προτού πάμε στην αίθουσα του θρόνου, θα φορέσουμε την επίσημη ενδυμασία των δράκαρχων που σου έδειξα,» του είπε ο Νίσαρελ. «Πάντα αυτή φοράμε σε όλες τις δημόσιες εμφανίσεις. Δηλαδή, όποτε βγαίνουμε από τον πύργο μαζί με το δράκο μας.»
Ο Χάφναρ ένευσε. «Ναι, θυμάμαι.» Πάλι τα ίδια μου λέει; Νομίζει ότι δεν τ’άκουσα καλά την πρώτη φορά;
Ο Κέλσοναρ μπορεί να ήταν ενοχλητικός, μα και ο Νίσαρελ είχε ενοχλητικά στοιχεία επάνω του. Έμοιαζε να θεωρεί τον εαυτό του πιο Αρχιδράκαρχο από τον Αρχιδράκαρχο· ή, τουλάχιστον, αυτή την εντύπωση έδινε στον Χάφναρ. Φυσικά, τούτο δε σήμαινε πως ο Νίσαρελ το έκανε από κακία, ούτε ότι ήθελε να σφετεριστεί τη θέση του Θέλβορ (μια θέση η οποία δεν είχε πια και μεγάλη αξία, πέραν από τη συμβολική)· απλά, φαινόταν ότι πίστευε πως εκείνος ήταν ο ικανότερος για να παίρνει αποφάσεις, να βάζει τους άλλους σε μια σειρά, και να ελέγχει τον πύργο γενικότερα. Όπως ο πατέρας που θέλει να προφυλάσσει την οικογένειά του. Ωστόσο, τούτο δεν έπαυε να είναι κουραστικό, έκρινε ο Χάφναρ. Λιγότερο από τα καμώματα του Κέλσοναρ, ίσως, αλλά και πάλι…
H Φερνάλβιν ξύπνησε νιώθοντας μουδιασμένη από τα τραύματά της. Όταν, όμως, ένας υπηρέτης ήρθε στα διαμερίσματα του Πρίγκιπα Ζάρναβ, ανακοινώνοντας ότι ο Βασιληάς τούς ζητούσε να κατεβούν το συντομότερο δυνατό στην αίθουσα του θρόνου για πολεμικό συμβούλιο, η Έπαρχος αρνήθηκε να μείνει ξαπλωμένη, παρά τα λόγια του συζύγου της, ότι ήταν χτυπημένη και χρειαζόταν ανάπαυση. «Στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ,» είπε, «είχα δεχτεί παρόμοιους τραυματισμούς. Δε θα πεθάνω με το να κατεβώ μερικές σκάλες.» Ο Ζάρναβ δεν μπορούσε να διαφωνήσει μ’αυτό, αν και εξακολουθούσε να μην του αρέσει η ιδέα.
«Θα έχουν ειδοποιήσει και τον Άνγκεδβαρ;» ρώτησε η Φερνάλβιν, καθώς έβγαιναν από τα πριγκιπικά διαμερίσματα, ντυμένοι, στολισμένοι, και αρωματισμένοι. Η Έπαρχος φορούσε ένα μακρύ, μαύρο φόρεμα και μελανές, γυαλιστερές μπότες· στη μέση της ήταν περασμένη μια φαρδιά, δερμάτινη ζώνη και στο στέρνο της κρεμόταν το περιδέραιο του Κεντροφύλακα του Βασιλείου. Ο Ζάρναβ ήταν ντυμένος με πορφυρό πουκάμισο, λευκό, κοντό μανδύα, και μαύρο, πέτσινο παντελόνι και μπότες· επάνω του υπήρχαν διάφορα χρυσαφικά, που γυάλιζαν, κάνοντας έντονη αντίθεση με το κόκκινό του ένδυμα.
«Έτσι υποθέτω,» αποκρίθηκε στη σύζυγό του. Ο γιος τους διέμενε στον Πύργο των Ξένων. «Θα το μάθουμε κάτω. Γιατί ρωτάς; Θέλεις να τον έχουν φωνάξει ή δε θέλεις;»
«Πιστεύω ότι του αξίζει, ύστερα από όσα έκανε. Είναι πολύ γενναίος… και το απέδειξε.» Το βλέμμα της έμοιαζε να κοιτάζει κάπου αλλού, πέρα απ’τους τοίχους του παλατιού.
Ο Ζάρναβ αναστέναξε. «Ναι,» είπε. «Ευτυχώς, είστε κι οι δύο ζωντανοί…»
«Χάρη σε κείνον,» είπε η Φερνάλβιν.
«Και σε σένα,» πρόσθεσε ο Ζάρναβ.
«Όχι ακριβώς σε μένα.» Αλλά στον Άνκαραζ, σκέφτηκε η Έπαρχος, μετανιώνοντας που είχε δεχτεί το δώρο του Πολέμαρχου στη μάχη της ενάντια στους πολεμιστές του Μόρντεναρ, αλλά, συγχρόνως, νιώθοντας τόσο καλά που το είχε δεχτεί. Ήταν ένα παράξενο συναίσθημα, όφειλε να ομολογήσει: κάτι που η συνείδησή της της έλεγε: Απομακρύνσου από αυτό, τώρα! αλλά, βαθιά εντός της, αισθανόταν όμορφα αφήνοντας το Απαγορευμένο να την πλημμυρίζει με ενέργεια την οποία δεν πίστευε πλέον ότι μπορούσε να εξασκήσει.
Ο Ζάρναβ κατάλαβε σε τι αναφερόταν η σύζυγός του, μα δε μίλησε. Η Φερνάλβιν έχει πάλι τους δαίμονές της ν’αντιμετωπίσει. Πάντοτε είχε τέτοιους… νοητικούς εχθρούς, συλλογίστηκε. Όπως κι εγώ έχω τώρα… πρόσθεσε, αναλογιζόμενος αυτό που είχε μάθει για τον αδελφό και την αδελφή του, χτες βράδυ, στα διαμερίσματα της δεύτερης. Να τους πάρει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ! Τόσα χρόνια και.... Για όνομα των θεών! είναι τρελοί; Ρίγησε στη σκέψη ότι δεν ήξερε, τελικά, τους συγγενείς του τόσο καλά όσο νόμιζε.
Όταν έφτασαν στην αίθουσα του θρόνου, βρήκαν ήδη εκεί τον Άργκελ, την Ακάρθα, τη Νιρκένα, τον δολοφόνο Νεκρομέμνονα, και τον Αρχιστράτηγο Φέλναθαρ. Ήταν όλοι τους καθισμένοι γύρω από ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, όπου βρισκόταν στρωμένος ο χάρτης του Νόρβηλ, με μερικά ξύλινα πιόνια στημένα επάνω, για να δείχνουν, προφανώς, θέσεις στρατευμάτων.
«Αδελφέ. Έπαρχε,» είπε ο Βασιληάς, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του. «Ελάτε, καθίστε.»
«Καλημέρα,» χαιρέτισε ο Ζάρναβ όλους τους παρευρισκόμενους, οι οποίοι είχαν σηκωθεί, όπως κι ο Άργκελ.
Αρκετά καλημέρα ακούστηκαν γύρω απ’το τραπέζι, και ο Βασιληάς ρώτησε: «Φερνάλβιν, πώς είναι τα τραύματά σου;»
«Έτοιμα να ξανανοίξουν,» αποκρίθηκε εκείνη, υπομειδιώντας. Επρόκειτο για κάτι που έλεγαν μεταξύ τους συχνά, οι μαχητές στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ.
Ο Άργκελ δεν το είχε ξεχάσει. «Χαίρομαι,» είπε, καθίζοντας μαζί με τους υπόλοιπους. Η Ακάρθα δε φάνηκε να κατάλαβε την απάντηση του, ούτε εκείνο που είχε πει η Φερνάλβιν, και κοίταξε τον σύζυγό της παραξενεμένα, απορώντας με την έλλειψη ευγένειας από μέρους του. Εκείνος της χαμογέλασε, θέλοντας να της δείξει πως όλα ήταν εντάξει.
Ο Νόρβορ μπήκε στην αίθουσα, χαιρετώντας τους όλους. «Περιμένουμε κανέναν άλλο;» ρώτησε, καθώς υπηρέτες έφερναν πρωινό στο τραπέζι.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άργκελ. «Και δε θα ξεκινήσουμε στιγμή πιο πριν. Φάτε, εν τω μεταξύ, όσοι δεν έχετε προλάβει, όπως εγώ.» Ήπιε μια γουλιά απ’το τσάι του. «Επίσης, θα μπορούσα να σας πληροφορήσω και για κάποια γεγονότα τα οποία, σίγουρα, αγνοείτε, αλλά πιθανώς να φανούν, μελλοντικά, πολύ σημαντικά.» Και τους μίλησε γι’αυτά που του είχε πει η Αρχόντισσα Ρικέλθη, σχετικά με τον Άρχοντα Τάνιρ ε Έλβρεθ.
«Φαίνεται πως η Ρικέλθη βρήκε, επιτέλους, κάτι για ν’απασχοληθεί,» είπε, χαμηλότονα, η Φερνάλβιν στον Ζάρναβ, ο οποίος μειδίασε λεπτά. Όμως θα την προτιμούσα νεκρή, σκέφτηκε η Έπαρχος.
Τελειώνοντας τη διήγησή του, ο Άργκελ στράφηκε στον Νεκρομέμνονα: «Πού βλέπεις ότι πηγαίνει ο άντρας ο οποίος παρακολουθείς;»
«Τον αισθάνομαι να κατευθύνεται βόρεια, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο δολοφόνος. «Και είναι ταχυπομπός, νομίζω.»
«Όχι δικός μου ταχυπομπός, πάντως.»
«Ποιου, τότε;» έθεσε το ερώτημα η Ακάρθα. «Σε κάποιον άρχοντα πρέπει ν’ανήκει αυτός ο άνθρωπος. Όσοι κατέχουν την Ταχύτητα δεν πουλάνε τις υπηρεσίες τους φτηνά.»
Η Ρικέλθη κι ο Έζβαρ μπήκαν, εκείνη τη στιγμή, στην αίθουσα του θρόνου, μαζί με τον Άνγκεδβαρ και τον Άρχοντα-Φύλακα Άραντιρ.
«Αρχόντισσα Ρικέλθη,» είπε ο Άργκελ, «μόλις αφηγούμουν πώς ανακαλύψατε τον Άρχοντα Τάνιρ.»
Η Ρικέλθη, ο Έζβαρ, ο Άραντιρ, και ο Άνγκεδβαρ χαιρέτησαν και πήραν θέσεις στο τραπέζι. Η πρώτη στράφηκε στον Νεκρομέμνονα. «Βρήκες κάποιο καινούργιο στοιχείο;»
«Όπως είπα και στο Βασιληά, Αρχόντισσά μου, ο άντρας πηγαίνει βόρεια.»
«Και είναι ταχυπομπός,» πρόσθεσε η Ακάρθα.
«Ταχυπομπός,» είπε η Ρικέλθη. «Περίεργο τούτο. Η Δυτική Περιφέρεια δε μοιάζει μέρος όπου ένας άρχοντας θα είχε τους ταχυπομπούς του.»
«Εκτός κι αν συναναστρέφεται με τα διάφορα κατακάθια που διαμένουν εκεί,» τόνισε η Νιρκένα. Και στη Ρικέλθη φάνηκε ότι η Πριγκίπισσα ίσως να ήξερε κάτι, ή ίσως να υποψιαζόταν. Γιατί δεν το λέει ευθέως, όμως; Θα μπορούσε να είναι κι η ίδια μπλεγμένη σ’αυτή τη σκευωρία;
«Ποιον άλλο περιμένουμε, πατέρα;» ρώτησε ο Νόρβορ.
«Τη Λιόλα, τον Ρόλμαρ, και τους δράκαρχους. Και δεν καταλαβαίνω γιατί η αδελφή σου έχει αργήσει τόσο.»
«Τους δράκαρχους;» έκανε ο Ζάρναβ.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Άργκελ. «Θα μας φανούν χρήσιμοι εναντίον του στρατού του Μόρντεναρ.» Ήπιε πάλι από το τσάι του.
«Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ έχει στρατό δέκα χιλιάδων μαχητών, Υψηλότατε,» είπε ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ, «όπως μας αποκάλυψαν οι πηγές του Βασιληά μας.» (Οι «πηγές»; σκέφτηκε ο Ζάρναβ. Του μίλησε ο Άργκελ για τον Φανλαγκόθ;) «Εμείς εδώ, στη Νουάλβορ, έχουμε ετοιμοπόλεμους μόνο πέντε χιλιάδες, χωρίς να υπολογίζουμε, ασφαλώς, το φουσάτο που έχει ήδη λάβει διαταγή να ταξιδέψει στο Ένρεβηλ.» (Ο αδελφός μου δεν άργησε να βάλει σ’εφαρμογή το σχέδιό του· όποιο κι αν είν’αυτό…) «Έτσι, βρισκόμαστε σε μια κάποια μειονεκτική θέση–»
«Με συγχωρείτε που διακόπτω, Αρχιστράτηγε, αλλά δε θα ζητήσουμε βοήθεια από άλλες επαρχίες του Βασιλείου;» ρώτησε η Ρικέλθη.
«Θα ζητήσουμε, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Φέλναθαρ· «όμως ορισμένες από τις ενισχύσεις, σίγουρα, θα αργήσουν να έρθουν, λόγω μεγάλης απόστασης: κι εμείς θέλουμε να προλάβουμε τον Μόρντεναρ προτού κατακτήσει την Έριγκ κι αναγκαστούμε να εμπλακούμε σε πολιορκία.»
«Επιπλέον,» είπε ο Άργκελ, «δεν ξέρουμε ποιοι άλλοι πιθανώς να έχουν στραφεί στη θρησκεία του Άνκαραζ. Ίσως οι ‘σύμμαχοί’ μας να αποδειχτούν, τελικά, εχθροί. Πράγμα που θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα.»
«Πολύ σωστό τούτο,» ένευσε η Φερνάλβιν, και καταράστηκε κάτω απ’την ανάσα της. «Δεν ξέρουμε πάλι σε ποιον να στηριχτούμε.» Και, κοιτάζοντας τον Άργκελ έντονα: «Δεν πρέπει ν’αφήσουμε αυτή την κατάσταση να εξελιχτεί σε καινούργιους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ.»
«Θα κάνουμε καθετί εντός των δυνάμεών μας για να το αποτρέψουμε,» τη διαβεβαίωσε εκείνος. «Και έχουμε τον κατάλληλο πληροφοριοδότη για να μας ενημερώνει για τις θέσεις των εχθρών.»
«Όταν αυτός επιλέγει να έρθει σε επικοινωνία μαζί μας,» τόνισε ο Ζάρναβ.
«Έστω…» είπε ο Άργκελ.
Έξι άνθρωποι μπήκαν στην αίθουσα του θρόνου. Οι δράκαρχοι, συνοδευόμενοι από τους δράκους τους και φορώντας τις επίσημές τους ενδυμασίες: λευκούς χιτώνες με πορφυρή κεφαλή δράκου στο στέρνο και στην πλάτη· αν και η τελευταία τώρα κρυβόταν από τους άλικούς τους μανδύες, οι οποίοι είχαν, επίσης, κεντημένη επάνω τους μια κεφαλή δράκου, αλλά άσπρη.
Η Ρικέλθη είδε το γιο της ανάμεσα στους δράκαρχους –ναι, αυτός ο άντρας με τη μαύρη, δερμάτινη μάσκα δεν μπορούσε νάναι άλλος από τον Χάφναρ– και δεν ήξερε πώς να αισθανθεί. Θα έπρεπε να είμαι περήφανη γι’αυτόν –άλλωστε, λίγοι καταφέρνουν να δαμάσουν δράκο–, όμως δεν μπορώ. Ο Χάφναρ προοριζόταν για άλλα πράγματα. Λάθος επέλεξε όπως επέλεξε.
Οι δράκαρχοι υποκλίθηκαν μπροστά στους άρχοντες και τις αρχόντισσες του Βασιλείου. Και οι δράκοι τους λύγισαν τα κεφάλια, επίσης, σαν να ήξεραν καλούς τρόπους.
«Βασιληά Άργκελ, μας καλέσατε και ήρθαμε.»
«Καλωσορίσατε, Αρχιδράκαρχε Θέλβορ,» αποκρίθηκε ο Άργκελ, που είχε σηκωθεί από το τραπέζι, μαζί με τους υπόλοιπους. Έδειξε, ευγενικά, τους δράκαρχους, έναν-έναν: «Απο δώ ο Θέλβορ, Αρχιδράκαρχος του Πύργου των Δράκων· ο Νίσαρελ, ο Κέλσοναρ, η Φερλιάλα, ο Πάρνορ, και ο Χάφναρ.»
Ο Χάφναρ παρατήρησε ότι ο Βασιληάς τούς σύστησε καθ’ηλικίαν. Και φαίνεται να τους ξέρει αρκετά καλά, σκέφτηκε. Δεν το περίμενα.
«Και απο δώ η Αρχόντισσα Φερνάλβιν, Έπαρχος-Κεντροφύλαξ της Έριγκ· ο Πρίγκιπας Ζάρναβ….» Ο Άργκελ συνέχισε, συστήνοντάς τους όλους, ακόμα και όταν πιθανώς μια σύσταση θα ήταν άχρηστη –όπως με την Πριγκίπισσα Νιρκένα, την οποία ο Χάφναρ έκρινε πως αποκλείεται οι δράκαρχοι να μην είχαν δει ποτέ ξανά.
Όταν οι συστάσεις τελείωσαν, μια υπηρέτρια πλησίασε βιαστικά τον Βασιληά. «Μεγαλειότατε,» είπε, «επιτρέψτε μου.» Και ψιθύρισε κάτι στ’αφτί του.
«Είσαι βέβαιη, Σαντάνρα;» ρώτησε εκείνος. «Χτύπησες δυνατά;»
«Μάλιστα, Βασιληά μου.»
«Πήγες στα δωμάτια και των δύο; Και του Ρόλμαρ και της κόρης μου;»
«Μάλιστα.»
«Εντάξει, μπες στα διαμερίσματα της Λιόλα και κοίταξε.»
«Αμέσως, Μεγαλειότατε.» Η Σαντάνρα υποκλίθηκε και έφυγε.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Ζάρναβ.
«Δε βρίσκουν ούτε τη Λιόλα ούτε τον Ρόλμαρ,» είπε ο Άργκελ.
«Ίσως να κοιμούνται βαθιά.»
«Η Σαντάνρα επιμένει ότι χτύπησε δυνατά και θα τους είχε ξυπνήσει.»
«Δεν μπορεί να έχει γίνει κάτι κακό, έτσι δεν είναι;» είπε η Φερνάλβιν, παραξενεμένη. Τόσα αλλόκοτα είχαν συμβεί τελευταία· κανείς τους δε χρειαζόταν ένα ακόμα!
«Ναι, δεν το πιστεύω,» αποκρίθηκε ο Άργκελ, αλλά η όψη του φανέρωνε ανησυχία. Μάλλον, κι εκείνος κάνει παρόμοιες σκέψεις μ’εμένα, συλλογίστηκε η Έπαρχος της Έριγκ.
«Λοιπόν,» είπε ο Βασιληάς στους δράκαρχους, «προτού ξεκινήσουμε το συμβούλιο, θα ήθελα να σας ενημερώσω για κάποια πράγματα. Ακούστε με προσεχτικά, παρακαλώ.» Έδιωξε όλους τους υπηρέτες και τους φρουρούς από την αίθουσα του θρόνου, κι άρχισε να διηγείται τα μυστήρια γεγονότα των τελευταίων ημερών.
Δεν είχε τελειώσει όταν μια φωνή ακούστηκε από την είσοδο του μεγάλου δωματίου.
«Βασιληά μου!» φώναξε η Σαντάνρα. «Πρέπει να μπω! Είναι επείγον!»
Ο Άργκελ σηκώθηκε από τη θέση του, καθώς όλα τα βλέμματα στρέφονταν προς την υπηρέτρια, η οποία στεκόταν πίσω από δύο διασταυρωμένα δόρατα.
«Αφήστε τη να περάσει.»
Τα δόρατα αποτραβήχτηκαν. Η Σαντάνρα μπήκε και, πλησιάζοντας, έδωσε στο Βασιληά ένα κυλινδρικά τυλιγμένο κομμάτι χαρτί. «Από την κόρη σας, Μεγαλειότατε. Το βρήκα στο γραφείο της, κι επάνω γράφει ότι είναι για σας.»
Ο Άργκελ το ξετύλιξε και το διάβασε. Ύστερα, κάθισε στην καρέκλα του και το άφησε στο τραπέζι, επιτρέποντάς του πάλι να τυλιχτεί. «Μάλιστα…» είπε, σα να σκεφτόταν. «Άρχοντα Άραντιρ, φαίνεται πως ο γιος σας αποφάσισε ν’ακολουθήσει τον δίδυμό του στη Λιάμνερ-Κρωθ. Και η κόρη μου προθυμοποιήθηκε να τον συνοδέψει, παίρνοντας ένα από τα πολεμικά μου πλοία, για να ταξιδέψουν.»
«Το γνωρίζω, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε ο Άραντιρ. «Ο Ρόλμαρ μού το είπε χτες βράδυ, όταν μιλήσαμε. Με συγχωρείτε που δε σας ενημέρωσα αμέσως. Ίσως θα έπρεπε να το είχα κάνει, αλλά έκρινα πως ήταν αργά.»
«Μα…» έκανε η Φερνάλβιν, «νόμιζα ότι μόνο ο Βάνμιρ θα πήγαινε.»
«Κι εγώ,» δήλωσε η Ρικέλθη. «Πώς αλλάξανε γνώμη έτσι;»
«Δεν έχω ιδέα,» αποκρίθηκε ο Άραντιρ.
«Και δε μ’αρέσει που η Λιόλα δε μου ανέφερε τίποτα για τούτο…» πρόσθεσε ο Άργκελ. Αναστέναξε, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα. «Σαντάνρα, σ’ευχαριστώ. Μπορείς να πηγαίνεις.»
Η υπηρέτρια υποκλίθηκε και αποχώρησε.
«Αφού, λοιπόν, η κόρη μου και ο Άρχοντας Ρόλμαρ δε βρίσκονται εδώ,» είπε ο Άργκελ, «πιστεύω ότι είναι πλέον ώρα να ξεκινήσουμε το συμβούλιο.»
«Με συγχωρείτε, Βασιληά μου, μα δε μας ολοκληρώσατε αυτά που μας λέγατε…» παρενέβη ο Θέλβορ.
«Ασφαλώς,» είπε ο Άργκελ. «Με συγχωρείτε, Αρχιδράκαρχε· είμαι ταραγμένος.» Και συνέχισε να τους μιλά για τον Φανλαγκόθ και για όλα τα σχετιζόμενα μ’αυτόν συμβάντα. Οι δράκαρχοι παρακολουθούσαν χωρίς να παρεμβαίνουν και χωρίς να κάνουν ερωτήσεις.
«Θέλουμε, λοιπόν, να προελάσουμε βόρεια, για να επιτεθούμε στο στρατό του Μόρντεναρ,» είπε ο Βασιληάς. «Κι εκεί θα χρειαστούμε τη βοήθειά σας, γιατί οι δυνάμεις μας είναι πολύ λιγότερες από εκείνου. Για την ακρίβεια, οι μισές.»
«Έξι δράκαρχοι δεν μπορούν ν’αναπληρώσουν πέντε χιλιάδες στρατιώτες, Βασιληά.» Ήταν ο Κέλσοναρ που μίλησε, με τη βραχνή του φωνή να βγαίνει σα μουγκρητό κάτω απ’την κουκούλα του.
Η Ρικέλθη ρίγησε. Με τι ανθρώπους συναναστρέφεται τώρα ο Χάφναρ μου!…
Ο Άργκελ ατένισε τον δράκαρχο μ’ένα βλέμμα που δεν έμοιαζε να κρύβει και τη μεγαλύτερη συμπάθεια γι’αυτόν. «Το αντιλαμβάνομαι τούτο, Κέλσοναρ,» δήλωσε. «Ωστόσο, μην ξεχνάς ότι θα έχουμε και την υποστήριξη των μαχητών της Έριγκ, αν προλάβουμε την πόλη προτού πέσει, καθώς επίσης και όσων συμμάχων έρθουν να μας συντρέξουν εγκαίρως.»
Θα μπορούσαμε να είχαμε λύσει το πρόβλημά μας πολύ πιο εύκολα, αν δεν έστελνες τους καταραμένους σου πολεμιστές στο Ένρεβηλ! σκέφτηκε ο Ζάρναβ, μα δε μίλησε, γιατί το ήξερε ότι θα ήταν ανούσιο.
«Και τι θα γίνει σχετικά με την αξιοπιστία των συμμάχων μας, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Άραντιρ. «Πώς θα φροντίσουμε να μάθουμε ποιοι είναι πραγματικά με το μέρος μας;»
Ο Άργκελ σηκώθηκε όρθιος και, με ένα ξιφίδιο, έδειξε τη Σέρνιντοκ επάνω στο χάρτη. «Οι περιοχές του Μόρντεναρ βρίσκονται κοντά στις Επαρχίες της Σέλριγκ και της Νέλβορ. Αν κάποιοι έχουν επηρεαστεί από τη θρησκεία του Άνκαραζ, εκεί θα βρίσκονται.»
«Ή ίσως και στην ίδια την Έριγκ,» πρόσθεσε η Φερνάλβιν· και του θύμισε τα περιστατικά με τη Ρικνάβαθ, εντός της πόλης της. Μετά, είπε: «Προσωπικά, πιστεύω ότι μπορούμε να τους βρούμε οπουδήποτε υπάρχουν παλιές εστίες οι οποίες διατηρούν την πίστη του Άνκαραζ ζωντανή.»
«Η πίστη του Άνκαραζ, όμως, είναι παράνομη,» είπε ο Νόρβορ. «Αν ξέραμε, Έπαρχε, πού βρίσκονταν αυτές οι εστίες, θα τις είχαμε… σβήσει.»
«Εκείνο που θέλω να πω είναι πως μπορούμε να βρούμε υπηρέτες του Άνκαραζ σχεδόν παντού, απο δώ και στο εξής,» εξήγησε η Φερνάλβιν. «Και κυρίως εκεί όπου πήγαν οι περισσότεροι μαχητές που επέστρεψαν από τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ, καθώς και στα ανατολικά σύνορα.»
Ο Άργκελ κάθισε πάλι. «Επομένως, θα είναι δύσκολο να προβλέψουμε από πού ίσως να έρθουν οι πιθανοί προδότες. Ναι, το φοβόμουν ότι θα το έλεγες αυτό, Φερνάλβιν. Τι προτείνεις, λοιπόν;»
«Να πάμε στην Έριγκ, το συντομότερο δυνατό.»
«Συμφωνώ, Μεγαλειότατε,» είπε η Ρικέλθη.
«Υποθέτω πως δεν υπάρχει χρόνος για έρευνα… σωστά, Μεγαλειότατε;» είπε ο δράκαρχος Πάρνορ.
«Δυστυχώς, όχι,» αποκρίθηκε ο Άργκελ. «Δεν υπάρχει χρόνος για έρευνα πριν από τη βόρεια μας προέλαση προς την Έριγκ. Ωστόσο, μπορούμε να ερευνήσουμε αφότου έχουμε διασφαλίσει την εν λόγω Επαρχία από τον Μόρντεναρ και τα αρπαχτικά του.»
«Εν τω μεταξύ, όμως, ίσως να δεχτούμε επιθέσεις από ανυποψίαστα σημεία,» είπε η Ακάρθα. «Ίσως δε θα έπρεπε να στείλουμε πέντε χιλιάδες μαχητές βόρεια, αλλά λιγότερους. Να αφήσουμε ορισμένους εδώ, στη Νουάλβορ.»
«Τότε, θα ήταν αυτοκτονία να επιτεθούμε, Βασίλισσά μου,» γνωμοδότησε ο Φέλναθαρ.
«Έχετε κι οι δύο δίκιο,» είπε η Φερνάλβιν. «Το πρόβλημα που έθιξε η Ακάρθα είναι, όντως, σημαντικό. Αν προελάσουμε με όλο το διαθέσιμό μας στρατό, μπορεί να διασφαλίσουμε την Έριγκ, αλλά ίσως να χάσουμε ό,τι ήδη έχουμε.»
«Μεγάλη καταστροφή, δηλαδή,» ένευσε ο Άργκελ.
«Πού είναι τώρα ο Φανλαγκόθ, να μας διαφωτίσει;» είπε ο Ζάρναβ, που δεν εμπιστευόταν τον Ράζλερ στο ελάχιστο.
Ο Άργκελ αποφάσισε να μην αποκριθεί στον αδελφό του. «Επιπλέον, οι πέντε χιλιάδες, ούτως ή άλλως, δε θάναι αρκετοί από μόνοι τους…» Ήπιε μια γουλιά τσάι.
«Βασιληά μου, αρχίζω να καταλαβαίνω το σκεπτικό σας,» είπε ο Φέλναθαρ. «Προτείνετε να προελάσουμε με λίγες δυνάμεις προς τα βόρεια, και να περιμένουμε ενισχύσεις από την Έριγκ και από τους υπόλοιπούς μας συμμάχους.»
«Ναι.»
«Ίσως, όμως, να μην είναι συνετή τούτη η κίνηση,» είπε ο Κέλσοναρ. «Θα είμαστε πολύ ευάλωτοι, μέχρι να μας ενισχύσουν.»
«Δράκαρχε,» ρώτησε η Φερνάλβιν, «εσείς δεν ήσασταν της γνώμης ότι οι πέντε χιλιάδες μαχητές δεν θα είναι αρκετοί;»
«Ναι, μα αυτό που προτείνει ο Βασιληάς μας τώρα είναι χειρότερο! Τι θα γίνει αν μας χτυπήσουν καθοδόν;»
«Ίσως θα πρέπει να πάρουμε αυτό το ρίσκο, Κέλσοναρ,» είπε ο Άργκελ. «Προκειμένου να προστατέψουμε τη Νουάλβορ από τυχόν κινδύνους.»
«Συμφωνώ κι εγώ,» δήλωσε η Φερνάλβιν.
Ο Άργκελ έριξε μια ματιά σε όλους τους παρευρισκόμενους. Οι περισσότεροι ένευσαν.
«Καλώς,» είπε. «Για την ώρα, ισχύει αυτό. Εκτός κι αν υπάρξει κάποια καλύτερη σκέψη. Τώρα, εκείνο που πρέπει ν’αποφασίσουμε είναι από πού να ζητήσουμε βοήθεια.» Έδειξε πάνω στο χάρτη, με το ξιφίδιό του. «Επαρχίες Μπένριγκ, Νέλβορ, Σέλριγκ, Βένεριγκ. Η πόλη-λιμάνι Ρίλβορ και οι άλλες πόλεις της Επαρχίας της Νουάλβορ.»
«Οι τοπικές πόλεις και η Ρίλβορ θα είναι αρκετά ασφαλείς για μας, πιστεύω, Μεγαλειότατε,» είπε ο Φέλναθαρ. «Οι ακόλουθοι του Άνκαραζ κυνηγήθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο σε τούτα τα εδάφη. Και η άποψή μου πάνω στο πού μπορεί να βρίσκονται είναι η εξής, Βασιληά μου: Ίσως να κρύβονται στις δυτικές επαρχίες, γιατί εκεί δεν έγιναν ποτέ μεγάλοι διωγμοί της θρησκείας τους, και πολύ πιθανόν οι περισσότεροι να πήγαν σε εκείνα τα μέρη για να κρυφτούν.»
«Αυτό που λέει ο Αρχιστράτηγος δεν είναι καθόλου παράλογο,» συμφώνησε η Φερνάλβιν. «Εξηγεί, μάλιστα, και το γεγονός ότι ο Μόρντεναρ είχε τόσους ετοιμοπόλεμους μαχητές. Πρέπει να σχεδίαζε προδοσία από καιρό, και τώρα απλά του δόθηκε η ευκαιρία που ζητούσε, με τον Εχθρό και τα λοιπά.»
«Δηλαδή, άλλαξες γνώμη, σχετικά με το ότι πολλοί από τους λάτρεις του Άνκαραζ πρέπει να βρίσκονται στα ανατολικά σύνορα…» είπε ο Άργκελ.
«Ναι. Είναι λογικότερο να απομακρύνθηκαν –οι πιο φανατικοί, τουλάχιστον–, να πήγαν εκεί που κανείς δε θα τους δίωκε. Πάντως, εξακολουθώ να πιστεύω πως όπου υπάρχουν εστίες υπάρχει και κίνδυνος. Και εστίες –κρυφές εστίες– είμαι βέβαιη πως βρίσκονται σε όλο το Βασίλειο.»
«Ναι, συμφωνώ,» είπε ο Άργκελ. «Αλλά, όσον αφορά τις δυτικές επαρχίες, προτείνεις να μη ζητήσουμε βοήθεια από εκεί;»
«Θα έλεγα όχι,» αποκρίθηκε η Φερνάλβιν, και ο Φέλναθαρ κατένευσε με το καραφλό του κεφάλι. «Εξάλλου, νομίζω ότι είναι πολύ μακριά για να έρθουν τα στρατεύματα εγκαίρως. Η Μπένριγκ είναι σαφώς πιο κοντά. Καθώς, φυσικά, και οι πόλεις εντός της Επαρχίας της Νουάλβορ.»
«Αρχιστράτηγε, πόσους μαχητές υπολογίζεις ότι μπορούμε να στρατολογήσουμε από τις περιοχές μας;» ρώτησε ο Άργκελ.
«Δυο-τρεις χιλιάδες ακόμα, Μεγαλειότατε,» απάντησε ο Φέλναθαρ.
«Δυο-τρεις χιλιάδες…» είπε ο Άργκελ. «Συν τις δυνάμεις της Μπένριγκ, που θα είναι άλλες δυο-τρεις χιλιάδες, σίγουρα. Συν τους μαχητές μέσα στην Έριγκ–»
«–καθώς και όσους απαντήσουμε καθοδόν, μέσα στην Επαρχία μου,» πρόσθεσε η Φερνάλβιν.
Ο Άργκελ ένευσε, αν και λιγάκι ενοχλημένος με τη διακοπή, όπως πάντα όταν τον διέκοπταν. «Ναι,» είπε. «Έτσι, θα συγκεντρώσουμε περί τις οχτώ χιλιάδες μαχητές, υποθέτω.»
«Οι άνθρωποι στην Επαρχία της Έριγκ, όμως, δεν είναι όλοι άξιοι εμπιστοσύνης,» τόνισε η Νιρκένα. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως είπε κι η Έπαρχος Φερνάλβιν, από εκεί ξεκίνησε το κακό· και, επίσης, ο Άρχοντας Μόρντεναρ είναι από τη Σέρνιντοκ, που υπάγεται στην Επαρχία της Έριγκ, αν δε λαθεύω.»
«Όσο και να μη θέλω να το παραδεχτώ, έχετε δίκιο, Πριγκίπισσά μου,» είπε η Φερνάλβιν. «Πιθανώς να υπάρχουν πολλοί προδότες στα μέρη μου.»
«Πράγμα που θα πάψει να ισχύει, όταν τελειώσουμε με τον Μόρντεναρ,» της υποσχέθηκε ο Άργκελ. Και είπε: «Μπορούμε, λοιπόν, να βασιστούμε στη Μπένριγκ και στις πόλεις της Επαρχίας της Νουάλβορ. Θα στείλουμε ταχυπομπό στον Άρχοντα Άρδαν μόλις το συμβούλιο τελειώσει, όπως επίσης και σ’όλους τους τοπικούς άρχοντες και στην Αρχόντισσα Πανθία της Ρίλβορ.»
«Δε θα γίνει κάποιος έλεγχος στις δυτικές επαρχίες;» ρώτησε η Ρικέλθη.
Ο Άργκελ ένευσε. «Θα δω τι έχουν να μου πουν οι κατάσκοποί μου.
»Τώρα, όσον αφορά τη δουλειά που θα αναλάβει ο κύριος Νεκρομέμνων…» Ο Βασιληάς στράφηκε στο δολοφόνο.
«Θα επιθυμούσατε κάτι συγκεκριμένο από εμένα, Μεγαλειότατε; Ο Αυτοκράτορας Φανλαγκόθ μού ξεκαθάρισε τι πρέπει να κάνω: Να εξοντώσω τους αρχηγούς της θρησκείας του Άνκαραζ, ώστε να πέσει το ηθικό του στρατού, κι επομένως, να γλιτώσετε από μια αιματοχυσία, ει δυνατόν.»
«Δηλαδή, πιστεύεις ότι μπορούμε να νικήσουμε χωρίς μάχη;»
«Εξαρτάται από το πώς θα έρθουν τα πράγματα, Μεγαλειότατε,» είπε ο Νεκρομέμνων. «Αν με αφήσετε να προπορευτώ του στρατού σας, ίσως να βρείτε τους εχθρούς να ρίχνουν τα όπλα τους όταν σας δουν να ζυγώνετε.»
«Θα σκοτώσεις τον Μόρντεναρ, έτσι; Και τον ιερέα του, Σάλκερμιρ,» είπε η Φερνάλβιν.
«Και όποιον άλλο χρειαστεί.»
Ελπίζω να τα καταφέρεις καλύτερα απ’ό,τι τα κατάφερες με τη Ρικέλθη! σκέφτηκε η Έπαρχος.
«Τότε, δεν πιστεύω ότι διαφωνεί κανένας μαζί σου,» είπε ο Άργκελ. «Μπορείς να προπορευτείς και να μας βοηθήσεις, όπως μας υποσχέθηκε ο Αυτοκράτορας Φανλαγκόθ. Αν καταφέρουμε να νικήσουμε χωρίς μάχη, τόσο το καλύτερο.»
«Πάντως, πρέπει να είμαστε καταλλήλως προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο, Μεγαλειότατε,» τόνισε ο Φέλναθαρ.
«Φυσικά, Αρχιστράτηγε.» Και προς όλους: «Υπάρχει κάτι ακόμα που θα θέλατε να συζητήσουμε; Αν όχι, τότε να ετοιμαζόμαστε για να ξεκινήσουμε. Θα φύγουμε το συντομότερο δυνατό και θα προελάσουμε ως το βράδυ· όσο χρόνο κι αν καταφέρουμε να κερδίσουμε, θα μας ωφελήσει.»
«Πόσους μαχητές θα πάρουμε, τελικά, Βασιληά μου;» ρώτησε ο Δράκαρχος Νίσαρελ.
«Από τη Νουάλβορ; Δύο χιλιάδες φρονώ πως θα επαρκέσουν. Και, όπως είπαμε, θα έχουμε και την υποστήριξη των συμμάχων μας –Μπένριγκ και τοπικές πόλεις.»
«Θα φτάσουμε, έτσι, τις έξι χιλιάδες, αναμφίβολα, Βασιληά μου,» είπε ο Φέλναθαρ.
«Δεν είναι αρκετοί!» επέμεινε ο Κέλσοναρ. «Αν τα πράγματα πάνε εναντίον μας –αν ο κύριος Νεκρομέμνων αποτύχει να σκοτώσει τους αρχηγούς τους και ο Άρχοντας Μόρντεναρ πορθήσει την Έριγκ–, τότε θα οδηγηθούμε σε πανωλεθρία.»
«Η Έριγκ δε θα πορθηθεί έτσι εύκολα,» είπε η Φερνάλβιν. «Ένας στρατός χρειάζεται κάπου δεκατέσσερις ή δεκαπέντε ημέρες, για να προελάσει από τη Νουάλβορ ως την πόλη μου· και είμαι βέβαιη πως τα τείχη της μπορούν να κρατήσουν τόσο!»
«Οι πιθανότητες είναι με το μέρος μας,» συμφώνησε ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ· και ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ έγνεψε καταφατικά, αν και η όψη του έμοιαζε σκοτεινή και ο νους του πρέπει να ήταν προβληματισμένος.
«Πολύ καλά, Άρχοντές μου· όπως επιθυμείτε,» αποκρίθηκε ο Κέλσοναρ.
Και το συμβούλιο λύθηκε.
Σέτερναρ!»
Η Ρικέλθη δεν περίμενε να συναντήσει τον εξάδελφό της, επιστρέφοντας από το συμβούλιο πολέμου του Βασιληά Άργκελ.
Ο ιερέας στεκόταν μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου της, ντυμένος με το λευκό χιτώνα και τον γαλανό μανδύα των ιερωμένων του Βάνραλ. Το πρόσωπό του έμοιαζε κάπως διαφορετικό εδώ, έξω απ’τον Καθεδρικό Ναό: λιγότερο γηρασμένο, ελαφρώς αναζωογονημένο. Ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζε η Ρικέλθη· και υπέθετε πως, μάλλον, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την ιδέα της.
«Είχα έρθει εδώ και ώρα,» είπε ο Σέτερναρ, «αλλά οι φρουροί δε με άφησαν να μπω στην αίθουσα του θρόνου, ούτε θέλησαν να διακόψουν το συμβούλιο. Με ρώτησαν αν ήταν επείγων ο λόγος που ήθελα να σε δω, και τους απάντησα όχι, έτσι με οδήγησαν στο δωμάτιό σου, για να περιμένω· γιατί τους είπα ότι είμαι ξάδελφός σου και έβλεπαν, προφανώς, ότι είμαι, επίσης, ιερωμένος.»
Οι ιερείς του Βάνραλ θεωρούνταν υπεράνω πάσης υποψίας, όπως γνώριζε πολύ καλά η Ρικέλθη. Πράγμα το οποίο, αναμφίβολα, πολλοί χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους. Η ίδια πάντοτε αντιπαθούσε αυτά τα… ιδιαίτερα κοινωνικά έθιμα που αφορούσαν τους ιερωμένους. Βέβαια, αντιπαθούσε και τους ίδιους τους ιερωμένους, γενικότερα…
Έκλεισε την πόρτα πίσω της και βάδισε μέσα στο δωμάτιο. «Μάλιστα,» είπε. «Μίλησες με την Ιέρεια Αλλόρβα;»
«Ναι, και…» Η όψη του έγινε σκεπτική. «Τη ρώτησα πώς ήταν στην υγεία της –επειδή δεν ήθελα να την προσβάλω, λέγοντας αμέσως ότι ήξερα τι είχε συμβεί στα υπόγεια– και εκείνη μου απάντησε πως δεν είχε τίποτα το σπουδαίο και δε θα έπρεπε ν’ανησυχώ. Ωστόσο, φαινόταν ότι ήταν ταραγμένη, και της το είπα. Τη ρώτησα, επίσης, για μια μελανιά που είχε στο μέτωπο. Μου απάντησε ότι σκόνταψε, έπεσε, και χτύπησε. Αλλά με κοιτούσε κάπως περίεργα, σαν να είχε υποψιαστεί ότι ήξερα τι είχε συμβεί. Δεν την πίεσα περισσότερο και αποχώρησα.»
«Αυτό ήταν όλο;» απόρησε η Ρικέλθη.
Ο Σέτερναρ έκλεισε το τζάμι του παραθύρου. «Ναι.»
«Έπρεπε να είχες προσπαθήσει πιο πολύ,» είπε η Ρικέλθη. «Αυτή η ιέρεια μπορεί να είναι επικίνδυνη.»
«Θα την προσέχω, απο δώ και στο εξής, μα δεν μπορούσα να φερθώ αγενώς προς το μέρος της. Πιστεύω το καταλαβαίνεις.»
Η Ρικέλθη δε μίλησε. Κάθισε σε μια ξύλινη πολυθρόνα και τράβηξε το κοκάλινο κομπολόι μέσα απ’το φόρεμά της, αρχίζοντας να παίζει με τις χάντρες, σκεπτική. Θα ξανασχοληθεί ο Νουτκάλι, άραγε, με το Ναό του Βάνραλ; Ή, μήπως, όχι, εφόσον τώρα δεν υπάρχει πλέον κάτι που να θέλει από εκεί; Ο Βάνμιρ, άλλωστε, είχε πάρει όλα τα κομμάτια ουρανόλιθου.
«Βρήκες, τελικά, πού διαμένουν οι Έλβρεθ, όταν είναι στη Νουάλβορ;» τη ρώτησε ο Σέτερναρ.
Η Ρικέλθη ένευσε. «Ναι. Και μίλησα, μάλιστα, με τον Τάνιρ.»
«Τι του είπες;»
«Ότι ήξερα όλα όσα είχε κάνει. Τον απείλησα, ουσιαστικά. Του τόνισα πως, αν συνεχίσει να υπηρετεί τον Νουτκάλι, και κάνει κάτι επιζήμιο για το Βασίλειο, θα μιλήσω στο Βασιληά γι’αυτόν.»
«Δηλαδή, δεν έχεις ακόμα πει κάτι στον Μεγαλειότατο;»
«Φυσικά και του τα έχω πει. Όλα. Και δεν είναι μόνο αυτά. Έμαθα, επίσης, ότι κάποιος άλλος πρέπει να ελέγχει τον Οίκο των Έλβρεθ· ή, τουλάχιστον, τον Άρχοντα Τάνιρ. Όσο ήμουν στο σπίτι του, κάποιος χτύπησε την πόρτα· εκείνος άνοιξε και του είπε να περάσει αργότερα, γιατί τώρα είχε επισκέπτες –εμένα και τον Έζβαρ, δηλαδή. Όμως, από τον τρόπο που μιλούσε, μου έδωσε την εντύπωση ότι φοβόταν το συνομιλητή του· και, από τον τρόπο που μιλούσε ο συνομιλητής του, μου έδωσε την εντύπωση ότι δε φοβόταν καθόλου τον Τάνιρ.»
«Χμμ, καταλαβαίνω,» είπε ο Σέτερναρ, ακουμπώντας την πλάτη στο πέτρινο πλαίσιο του παραθύρου, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του, να προκαλούν αμέτρητες πτυχές στο λευκό του χιτώνα.
«Φεύγοντας από την Οικία Έλβρεθ, λίγο αργότερα, συνάντησα τον… Εμ, δεν ξέρεις τον Νεκρομέμνονα, έτσι;»
Ο Σέτερναρ κούνησε το κεφάλι, αρνητικά.
«Είναι, ας πούμε, ένας… ειδικός κατάσκοπος του Βασιληά, τον οποίο γνώριζα προτού αρχίσει να υπηρετεί το μονάρχη μας.»
«Περίεργο όνομα έχει, πάντως. Νεκρομέμνων…;»
«Είναι νεκρενοικημένος δολοφόνος. Τους έχεις ακουστά;»
«Όχι.»
«Αν θες, ρώτα τον Έζβαρ να σου πει περισσότερα, γιατί τώρα βιάζομαι· σε λίγο, θα φύγει ο στρατός του Βασιληά, και πηγαίνω μαζί τους.»
«Προς την Έριγκ;»
«Ναι· για να πολεμήσουμε τους ακόλουθους του Άνκαραζ.»
«Είθε το Επουράνιο Βλέμμα του Βάνραλ να είναι στραμμένο επάνω σας,» της ευχήθηκε ο Σέτερναρ. «Αναμφίβολα, θα έρθουν και κάποιοι ιερείς μαζί σας· θα ήθελες να είμαι ανάμεσά τους, Ρικέλθη;»
«Καλύτερα να μείνεις εδώ, για να έχεις το νου σου στην Αλλόρβα,» αποκρίθηκε εκείνη.
Ο Σέτερναρ ένευσε. «Μιλάς συνετά. Ως τώρα, είμαι ο μόνος εντός του Ναού που γνωρίζει για το συμβάν στα υπόγεια. Συνέχισε, όμως, να μου λες για χτες βράδυ.»
«Α, ναι,» είπε η Ρικέλθη. «Εγώ και ο Έζβαρ, λοιπόν, συναντήσαμε τον Νεκρομέμνονα, επιστρέφοντας από την Οικία Έλβρεθ. Εκείνος μας αποκάλυψε ότι μας παρακολουθούσε και είχε δει τον μυστηριώδη άντρα που μιλούσε στον Τάνιρ έξω από το κατώφλι. Υπέθεσε ότι πρόκειται για κατάσκοπο, και μάλιστα, καλά εκπαιδευμένο, κρίνοντας από τις κινήσεις του. Προθυμοποιήθηκε να πάει στην Οικία Έλβρεθ και να δει τι συνέβαινε. Φυσικά, δε φέραμε καμία αντίρρηση. Έτσι, ο Νεκρομέμνων ακολούθησε τον κατάσκοπο, όταν αυτός βγήκε από το σπίτι του Τάνιρ, και έφτασε στη Δυτική Περιφέρεια, όπου τον είδε να μπαίνει σ’ένα άλλο σπίτι, από το οποίο, σε λίγο, βγήκε ένας άγνωστος τύπος, κουκουλωμένος και με κάπα. Ο Νεκρομέμνων τον παρακολούθησε, μέχρι που βγήκε από τη βόρεια πύλη.»
«Ο Βασιληάς ξέρει για τούτα;»
«Ναι· του τα ανέφερα όλα, όπως σου είπα. Και μίλησε και με τον ίδιο τον Νεκρομέμνονα.» Σηκώθηκε από την πολυθρόνα της. «Τώρα με συγχωρείς, αλλά πρέπει να ετοιμαστώ.»
«Να προσέχεις, ξαδέλφη.» Ο Σέτερναρ πλησίασε και την αγκάλιασε, φιλώντας τον κρόταφό της.
Η Ρικέλθη μειδίασε. «Έχω τις ευλογίες σας, Σεβασμιότατε;»
Ο Σέτερναρ πίεσε, με τον δείκτη του, το σημείο ανάμεσα στα μάτια της. «Μην χλευάζεις τους θεούς τόσο πολύ,» είπε, μεταξύ αστείου και σοβαρού. Η γεροντοφανής του όψη έδινε στη Ρικέλθη την εντύπωση ότι της μιλούσε ο παππούς της.
«Δεν το κάνω επίτηδες,» αστειεύτηκε η Αρχόντισσα της Έριγκ. «Είναι αυθόρμητο!»
Ο Σέτερναρ χαμογέλασε. Έσφιξε ελαφριά το μπράτσο της, σε χαιρετισμό, και βάδισε ως την εξώπορτα. Άνοιξε και βγήκε.
Ίσως και να έχει δίκιο, σκέφτηκε η Ρικέλθη. Ίσως να χλευάζω τους θεούς περισσότερο απ’ό,τι πρέπει.
Πέρασε πάλι το κομπολόι μέσα στο φόρεμά της και πήρε το δρακοκέφαλο μπαστούνι από το πλάι της πολυθρόνας, όπου το είχε ακουμπήσει. Το σήκωσε και ξεθηκάρωσε τη λεπίδα από μέσα του. Βάστηξε τη λαβή με τα δύο χέρια και έκανε μερικές κινήσεις στον αέρα, προσπαθώντας να θυμηθεί τα λιγοστά που της είχε διδάξει ο Έζβαρ, προτού ο Φανλαγκόθ τούς διακόψει από το μάθημα.
Θα τον βάλω να μου μάθει περισσότερα, καθώς θα προελαύνουμε βόρεια. Η Ρικέλθη θηκάρωσε τη λεπίδα στο στέλεχος του ραβδιού και την ασφάλισε. Πολύ περισσότερα.
Άρχισε να ετοιμάζεται για το ταξίδι. Το ευτυχές ήταν πως δεν είχε και πολλά πράγματα να επιλέξει. Θα έπαιρνε μαζί της ό,τι είχε φέρει στο βασιλικό παλάτι, ερχόμενη από την Έριγκ.
Απ’όπου έφυγα τσακωμένη με τον Δάρβαν… σκέφτηκε, νιώθοντας μια αποπνιχτική αύρα να την περιβάλλει. Δεν έπρεπε να είχα φύγει έτσι. Δες τώρα τι συμβαίνει… Ένας εχθρικός στρατός πήγαινε να εκπορθήσει την Έριγκ, και ή εκείνη ή ο γιος της μπορεί να σκοτώνονταν. Η Ρικέλθη, όμως, δεν ήθελε να μείνει αυτή η ψυχρή ατμόσφαιρα ανάμεσά τους· γιατί, όταν κάποιος είναι νεκρός, το βιβλίο κλείνει, η ιστορία τελειώνει, και τίποτα πλέον δεν αλλάζει: τίποτα καινούργιο δε γράφεται, τίποτα παλιό δε σβήνεται. Φυσικά, απευχόταν ότι τα πράγματα θα είχαν τέτοια εξέλιξη –ότι ή η ίδια ή ο Δάρβαν θα έχαναν τη ζωή τους–, αλλά, δυστυχώς, δε μπορούσε να είναι βέβαιη. Και ήλπιζε να είχε τη δυνατότητα να επανορθώσει για τη στενοχώρια που του είχε προκαλέσει, ακόμα κι αν εκείνος δεν καταλάβαινε πως ό,τι είχε κάνει η Ρικέλθη το είχε κάνει για το καλό του…
*
Ο Τόπος του Θανάτου δεν του ήταν άγνωστος. Είχε ταξιδέψει εκεί, για να βρει το νεκραδελφό του. Μα δεν είχε ποτέ ξανά αποκοπεί από το σώμα του. Το πνεύμα του δεν είχε ποτέ ξανά εκτοξευτεί τόσο βίαια μέσα στον ατέρμονο στρόβιλο μιας γκρίζας αιωνιότητας, συνδεδεμένο με τον Χέντραμ, σε μια αλλόκοτη συνύπαρξη που σύγχυζε τον Νεκρομέμνονα τόσο όσο όταν είχε πρωτοξεκινήσει τη συμβίωση του με το νεκραδελφό.
Και ο Χρόνος είχε, φυσικά, πάψει να μετρά, γιατί δεν έχει νόημα εκεί όπου δεν υπάρχει ζωή. Ο Νεκρομέμνων αποδέχτηκε το τέλος του· αποδέχτηκε ότι είχε ηττηθεί στην αναμέτρησή του με τον Άνκαραζ, τον Θεό του Αίματος και του Πολέμου. Η Ατσάλινη Λαίλαπα τον είχε καταβροχθίσει, όπως και τόσους άλλους παλιότερα, στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ. Ο Δεινός Πολέμαρχος είχε πάρει την εκδίκησή του. Η αντίσταση του Νεκρομέμνονος είχε τελειώσει.
Μετά, όμως, η γκρίζα ατερμοσύνη είχε τρανταχτεί βίαια, γεμίζοντας με αιθέριες κραυγές, και είχε αρχίσει να φθείρεται, να ξεθωριάζει. Μια γαλαζόγκριζη ενέργεια είχε τυλίξει το σύμπαν, και ο κόσμος των θνητών είχε αρχίσει να παρουσιάζεται.
Ο Νεκρομέμνων είχε σώμα ξανά· σώμα αλώβητο, γυμνασμένο, και δυνατό, παρόμοιο με το παλιό του. Μα ήξερε ότι δεν ήταν το παλιό. Ετούτο το κορμί ήταν δώρο του νέου του εργοδότη, του Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ, στον οποίο ο δολοφόνος χρωστούσε τώρα τα πάντα.
Ο Νεκρομέμνων μπήκε στο δωμάτιό του, στον Πύργο των Ξένων, και ξεκίνησε να ετοιμάζεται για την αποστολή του: τη θανάτωση των αρχηγών του στρατού του Άνκαραζ. Οι άνθρωποι του Βασιληά του Νόρβηλ τον είχαν εφοδιάσει με ό,τι ήθελε: ρούχα, όπλα, εργαλεία, χρήματα. Ο Νεκρομέμνων έπρεπε να παραδεχτεί ότι έμοιαζαν να γνωρίζουν ακριβώς τι χρειάζεται ένας φονιάς. Υπέθετε ότι ο Άργκελ θα είχε κι άλλους φονιάδες στη δούλεψή του. Αλλά, σίγουρα, κανέναν νεκρενοικημένο· ή, τουλάχιστον, δεν είχε αναφέρει κάτι τέτοιο…
Ο Νεκρομέμνων στράφηκε στη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι, και την κοίταξε, για μερικές στιγμές, περιμένοντας ότι ίσως ο νέος του εργοδότης να παρουσιαζόταν, για να του δώσει συγκεκριμένες οδηγίες.
«Φανλαγκόθ, Κύριέ μου. Μ’ακούς;»
Καμία απόκριση δεν ήρθε από τις φλόγες. Ωστόσο, ο Νεκρομέμνων νόμιζε ότι μπορούσε να νιώσει την παρουσία του Αυτοκράτορα, δυνατή, γεμάτη με αόρατη ισχύ που μπορούσε να συνθλίψει βασίλεια. Είναι το σώμα μου, σκέφτηκε· το καινούργιο μου σώμα. Ανήκει σ’αυτόν. Και το δημιούργημα πάντοτε διατηρεί σύνδεση με το δημιουργό του.
Πήρε το βλέμμα του από το τζάκι και συνέχισε τις προετοιμασίες του. Μετά από λίγο, αντιλήφθηκε ότι είχε μια παράξενη εντύπωση: μια ανησυχητική εντύπωση, ίσως: την εντύπωση ότι κάτι τον παρακολουθούσε. Όχι, δεν ήταν ο Φανλαγκόθ· ούτε το νεόπλαστό του κορμί έπαιζε νοητικά παιχνίδια μαζί του. Ήταν κάτι άλλο, το οποίο τον κοίταξε από έξω: κάτι εχθρικό, και οργισμένο.
Ο Άνκαραζ.
Αισθάνομαι την οργή του από τώρα. Σίγουρα, η Ατσάλινη Λαίλαπα δεν το περίμενε τούτο. Δεν περίμενε ότι θα επιστρέψω, για να συνεχίσω τον πόλεμό μου εναντίον του. Έναν πόλεμο τον οποίο εκείνος αντιπαθεί. Όμως επέστρεψα, και ο Κύριός μου είναι ισχυρότερος από τον Άνκαραζ! Με τον ουρανόλιθο, μπορεί να αναπλάσει την ίδια την πραγματικότητα.
Ο Νεκρομέμνων έκλεισε έναν σάκο, και γέλασε. «Οι μέρες σου είναι μετρημένες, Άνκαραζ, Θεέ του Πολέμου!»
Έβγαλε από την τσέπη του πανωφοριού του ένα αργυρό δαχτυλίδι και το κοίταξε στο πρωινό φως που έμπαινε από το παράθυρο. Ένα σύμβολο ήταν χαραγμένο επάνω στον δίσκο: το ξιφίδιο με τα έξι άστρα γύρω του: το σύμβολο του Νόρβηλ.
«Πάρε τούτο μαζί σου, Νεκρόμεμνον,» του είχε πει ο Βασιληάς Άργκελ. «Θα σε διακρίνει ως δικό μου πράκτορα, και κανένας δε θα σου στέκεται εμπόδιο, πλην των εχθρών μου.»
Ο Νεκρομέμνων πέρασε το δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού του χεριού. Φυσικά, δεν το είχε ανάγκη για να μπει ή να βγει από οποιοδήποτε μέρος –ένας νεκρενοικημένος δολοφόνος γλιστρούσε σαν τον άνεμο και έκανε τόσο θόρυβο όσο και οι σκιές–, όμως πιθανώς να διευκόλυνε κάποιες διαδικασίες που θα του έτρωγαν χρόνο.
Φόρεσε τα μαύρα του γάντια, κρύβοντας το δαχτυλίδι από κάτω τους.
*
Ο στρατός είχε συγκεντρωθεί έξω από τα τείχη της Νουάλβορ, μία ώρα μετά το μεσημέρι. Δύο χιλιάδες ήταν στο σύνολό τους, με τάγματα πεζικού, ιππικού, και τοξοτών, καθώς και ένα τάγμα μηχανικών, οι οποίοι θα έστηναν πολιορκητικές μηχανές σε περίπτωση που κάτι τέτοιο αποδεικνυόταν, τελικά, αναγκαίο. Η σημαία του Νόρβηλ κυμάτιζε στον παγερό αέρα, καθώς ένας καβαλάρης την κρατούσε ψηλά, στερεώνοντάς τη στη σέλα του αλόγου του.
Ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ και οι δράκαρχοι ήταν από τους πρώτους που συνάχτηκαν έξω απ’την πόλη, όλοι τους ντυμένοι για ταξίδι και αρματωμένοι. Ο πρώτος φορούσε μια αρθρωτή αρματωσιά, που κάλυπτε όλο του το σώμα, εκτός από το κεφάλι, γιατί το κράνος του ο Αρχιστράτηγος το κρατούσε παραμάσκαλα. Στη μέση του δενόταν μια λιγνή αλλά σκληρή μαύρη ζώνη απ’όπου κρεμόταν στο σπαθί του, και στους ώμους του έπεφτε ο μανδύας που υποδήλωνε το αξίωμά του. Οι δράκαρχοι ήταν ντυμένοι με αλυσιδωτές ή φολιδωτές πανοπλίες, και φορούσαν κράνη σε σχήμα δρακοκεφαλής. Τους δράκους τους τους κρατούσαν απ’τα λουριά τους, ενώ φρόντιζαν να βρίσκονται σε κάποια απόσταση από το υπόλοιπο στράτευμα, για να μην τρομοκρατούν τους μαχητές.
Ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ τούς ζύγωσε, αφιππεύοντας. «Ελάτε πιο κοντά, ελάτε!» είπε. «Θα πρέπει να συνηθίζουνε στην παρουσία σας, αφού θα πολεμήσουν μαζί σας, ε;»
«Χρρρρρρρρρρρ!» έκανε ο Σρ’έεεν, τεντώνοντας το κεφάλι του προς τον στρατιωτικό.
Ο Φέλναθαρ πετάχτηκε όπισθεν, και παραλίγο να παραπατήσει και να σωριαστεί μέσα στη βαριά αρματωσιά του. «Χα-χα-χα-χα! Σκέτα θηρία είναι, ρε γαμώτο! Χειρότερα από σκυλιά του πολέμου, ε;»
«Δε φαντάζεσαι πόσο χειρότερα, Αρχιστράτηγε,» είπε, βραχνά, ο Κέλσοναρ. Μονάχα τα μάτια του φαίνονταν από το εσωτερικό του δρακοντικού του κράνους, και είχαν ένα δυνατό καστανό χρώμα, μοιάζοντας με δίδυμες φλόγες που ξεπρόβαλαν από το σκοτάδι.
«Ναι, είναι αλήθεια πως δεν έχω ξαναπολεμήσει με δράκους στο πλευρό μου, μα ξέρω· έχω ακούσει. Θα με δαγκώσει, άμα τον αγγίξω;» Έδειξε τον Σρ’έεεν.
Ο Πάρνορ, που τον κρατούσε, γέλασε. «Ελπίζω πως όχι, Αρχιστράτηγε. Πάντως, δε θα σ’το πρότεινα, αν δεν είναι απόλυτα απαραίτητο.»
«Εντάξει, τότε,» είπε ο Φέλναθαρ· «ας τ’αφήσουμε για τώρα, ε; Κάποια άλλη στιγμή, καλύτερα. Θα μου κάνετε, όμως, μια επίδειξη το βράδυ;»
«Τι επίδειξη χρειάζεσαι, Αρχιστράτηγε;» ρώτησε ο Νίσαρελ, σοβαρά.
«Θέλω να δω τι ακριβώς μπορούν να κάνουν οι δράκοι. Τι εμβέλεια έχουν με τη δρακοφωτιά τους, και τα λοιπά. Για να σκεφτώ πώς θα τους χρησιμοποιήσω στην επερχόμενη μάχη. Αν, τελικά, γίνει μάχη. Μα πρέπει νάμαστε έτοιμοι για παν ενδεχόμενο, ε;»
«Δε θα χρειαστεί να σκεφτείς πώς να μας ‘χρησιμοποιήσεις’,» είπε ο Κέλσοναρ. «Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους εαυτούς μας.»
«Θα σου κάνουμε μια επίδειξη το βράδυ, Αρχιστράτηγε, όταν θα κατασκηνώσουμε,» υποσχέθηκε ο Θέλβορ. «Μην ανησυχείς.»
Η Έπαρχος Φερνάλβιν, ο Πρίγκιπας Ζάρναβ, ο Άρχοντας Άνγκεδβαρ, και ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ κατέφτασαν έφιπποι, μαζί με μια μικρή συνοδεία καβαλάρηδων. Όλοι τους ήταν ντυμένοι με πανοπλίες, εκτός από την Κεντροφύλακα, λόγω των άσχημων τραυματισμών που είχε υποστεί από τους μαχητές του Άνκαραζ, πριν από λίγες ημέρες. Βλέποντας τον Φέλναθαρ κοντά στους δράκαρχους, ζύγωσαν. Τα άλογά τους χρεμέτισαν ανήσυχα, καθώς βρέθηκαν κοντά στους δράκους.
«Όλα έτοιμα, Αρχιστράτηγε;» ρώτησε ο Άραντιρ.
«Μάλιστα, Άρχοντά μου. Μονάχα το Βασιληά περιμένουμε, για να ξεκινήσουμε. Και την Αρχόντισσα Ρικέλθη, επίσης.»
«Θα προελάσει μαζί μας ο Βασιληάς Άργκελ;» είπε η Φερνάλβιν. «Δεν ήμουν σίγουρη ότι θα ερχόταν αυτοπροσώπως.»
«Θα έρθει,» τη διαβεβαίωσε ο Φέλναθαρ· «μου το είπε, Αρχόντισσά μου.»
«Ο δολοφόνος Νεκρομέμνων έχει φύγει;» ρώτησε η Φερνάλβιν.
«Ναι, έτσι πρέπει. Και μακάρι να κατορθώσει εκείνο για το οποίο τον στείλαμε. Η λιγότερη αιματοχυσία ποτέ δεν έβλαψε κανέναν στρατό.»
«Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να σκοτώθηκε και, μετά, να επέστρεψε στη ζωή…» είπε ο Άραντιρ. «Έχω δει κι έχω δει αλλόκοτα πράματα, μα τούτο είναι πάνω σ’όλα!»
«Και κάτι μου λέει, Άρχοντά μου, ότι έχουμε να δούμε κι άλλα τέτοια ακόμα. Τουλάχιστον, όσο αυτοί οι Ράζλερ είναι ζωντανοί,» γνωμοδότησε ο Ζάρναβ.
«Εμένα, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Φέλναθαρ, «με έχει προβληματίσει το ζήτημα αυτού του αυτοαποκαλούμενου Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ.»
«Όλους μας μας έχει προβληματίσει, Αρχιστράτηγε,» αποκρίθηκε ο Ζάρναβ. «Ακόμα και τον αδελφό μου, υποθέτω.»
«Δεν ήθελα να υπονοήσω πως δε σας έχει προβληματίσει, Υψηλότατε!» εξήγησε αμέσως ο Φέλναθαρ. «Όμως αναρωτιέμαι αν πρόκειται… αν θα μπορούσε να πρόκειται, ίσως, για κάποια φάρσα.»
«Φάρσα δεν είναι. Σίγουρα,» του είπε η Φερνάλβιν. «Ο Φανλαγκόθ υπάρχει.»
«Αλλά πιθανώς να μας εκμεταλλεύεται και να μη μας τα λέει όλα,» πρόσθεσε ο Ζάρναβ. «Πράγμα το οποίο εγώ θεωρώ σχεδόν βέβαιο. Ακόμα και τώρα, που πάμε να πολεμήσουμε το στρατό του Μόρντεναρ, το θέλημά του κάνουμε. Μπορεί να μας συμφέρει κι εμάς αυτό, μα εξακολουθεί να μη μ’αρέσει.»
Η Ρικέλθη και ο Έζβαρ ζύγωσαν, έφιπποι, καθώς ο Πρίγκιπας τελείωνε τα λόγια του. Κανένας απ’τους δύο δε φορούσε πανοπλία, παρά μονάχα χοντρές κάπες, για να προστατεύονται από τα παγερά βέλη του ανέμου.
«Ούτε κι εμένα, Υψηλότατε,» είπε ο Έζβαρ. «Όμως, όταν δεν μπορείς να αποτινάξεις ένα κακό, τότε προσπαθείς να αντλήσεις από αυτό, τουλάχιστον, ό,τι σε συμφέρει.»
«Συμφωνώ, κύριε,» αποκρίθηκε ο Ζάρναβ, «μα αναρωτιέμαι πότε θα σταματήσει ο Φανλαγκόθ να μας ελέγχει, φανερά ή κρυφά. Είναι ένα είδος τυραννίας τούτο, δεν είναι;»
Ο Έζβαρ ένευσε. «Αδιαμφισβήτητα είναι, Υψηλότατε.»
«Εξαιτίας αυτού του Ράζλερ,» συνέχισε ο Ζάρναβ, «ο Άρχοντας Βάνμιρ πήγε στη Λιάμνερ-Κρωθ, σ’ένα μέρος απ’όπου ίσως να μην επιστρέψει, και ο Άρχοντας Ρόλμαρ κι η Πριγκίπισσα Λιόλα τον ακολούθησαν εκεί!»
«Ο Βάνμιρ δε θα έκανε κάτι με το οποίο δε συμφωνούσε ο ίδιος, Πρίγκιπα Ζάρναβ,» είπε ο Άραντιρ· «μπορώ να σε διαβεβαιώσω.»
«Δεν αντιλέγω,» αποκρίθηκε ο Ζάρναβ. «Όμως, αν οι Ράζλερ δεν είχαν μπλεχτεί, ούτε το πρόβλημα στη Λιάμνερ-Κρωθ θα είχε προκληθεί, ούτε ο Βάνμιρ θ’αναγκαζόταν να πάει εκεί, για να το λύσει.»
Καλπασμός ακούστηκε από τη βόρεια πύλη της Νουάλβορ, και όλοι στράφηκαν για να κοιτάξουν. Ο Βασιληάς Άργκελ ερχόταν, μαζί με τη συνοδεία του και τον γιο του, Πρίγκιπα Νόρβορ, άπαντες ντυμένοι με αρματωσιές που άστραφταν στο ηλιακό φως. Ο ένας από τους καβαλάρηδες ύψωνε τη σημαία του Νόρβηλ.
Ο στρατός χαιρέτησε, χτυπώντας τα όπλα επάνω στις ασπίδες.
Ο Άργκελ τράβηξε το ξίφος του από το θηκάρι και αντιχαιρέτησε, υψώνοντάς το κι αφήνοντάς το ν’αντανακλάσει τις αχτίνες του ήλιου.
«Για το Νόρβηλ ξεκινάμε σήμερα!» φώναξε. «Για να συντρίψουμε εκείνους που πρόδωσαν την εμπιστοσύνη μας και ευχαρίστως θα μας φόνευαν στα κρεβάτια μας!»
Ο στρατός ζητωκραύγασε.
«Ο Βάνραλ! και όλοι οι θεοί στους οποίους προσευχόμαστε και μας προστατεύουν, είναι μαζί μας σε ετούτη την ιερή εκστρατεία!» φώναξε ο Άργκελ, και τα λόγια του ακολούθησαν κι άλλες ζητωκραυγές.
Οι ιερείς που βρίσκονταν κοντά στο στράτευμα –τρεις άντρες και δύο γυναίκες– άφησαν έναν περιστέρι να πετάξει, και ένας απ’αυτούς είπε, μεγαλόφωνα: «Ω Επουράνιε Άρχων Βάνραλ! Αγγελιαφόρο στέλλομεν, την φώτισίν σου ζητούντες ίνα των εχθρών ημών υπερισχύσομεν!»
Ο Άργκελ ζύγωσε τον Φέλναθαρ και τους άλλους, μαζί με τον Νόρβορ. Ο Αρχιστράτηγος τον χαιρέτησε, με το ξίφος του.
«Αν όλα είναι έτοιμα, να ξεκινήσουμε,» είπε ο Βασιληάς.
«Όλα έτοιμα είναι, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο Φέλναθαρ.
«Ωραία, λοιπόν. Ας καλύψουμε όσο το δυνατόν περισσότερα χιλιόμετρα μέχρι να πέσει η νύχτα. Αγγελιαφόροι έχουν σταλεί σε όλες τις πόλεις της Επαρχίας της Νουάλβορ και ελπίζω, αύριο-μεθαύριο, να έρθουν κάποιες εκατοντάδες ενισχύσεις.»
Είχε σκοτεινιάσει αρκετά. Τα δασώδη μέρη στ’ανατολικά του ήταν πλημμυρισμένα στις σκιές· το πεδινό τοπίο στα δυτικά έμοιαζε με άδειο πάπυρο όπου είχε κάποιος χύσει, άτακτα, μαύρο μελάνι. Οι οπλές του αλόγου του καβαλάρη αντηχούσαν επάνω στο πλακόστρωτο της δημοσιάς.
Ο Νεκρομέμνων μπορούσε να αισθανθεί τη μάνητα του Άνκαραζ, με κάθε χιλιόμετρο που διένυε προς τα βόρεια. Είχε την αμυδρή εντύπωση πως άκουγε ξίφη να κλαγγάζουν και ιαχές μάχης να έρχονται από τα σκοτεινιασμένα δάση.
Ο δρόμος ήταν άδειος, κατά κύριο λόγο, και όσο ο καβαλάρης απομακρυνόταν από την πρωτεύουσα Νουάλβορ, τόσο πιο ερημικός γινόταν, γιατί κανείς δεν προτιμούσε να ταξιδεύει μετά το λιόγερμα. Μονάχα μια κλειστή άμαξα είχε απαντήσει ο Νεκρομέμνων, η οποία κατευθυνόταν νότια· κάποιος έμπορος, προφανώς, που βιαζόταν να φτάσει στις παράκτιες αγορές. Εκτός από αυτήν, ο νεκρενοικημένος δολοφόνος είχε προσέξει και μερικές φωτιές κατασκηνώσεων: μία ανατολικά, μέσα στα δάση, και δύο δυτικά, στην πεδιάδα. Εκείνο, όμως, που δεν περίμενε να δει ήταν δύο ανθρώπους να ταξιδεύουν ακόμα και, μάλιστα, τον έναν να κρατά τον άλλο στα χέρια και να τρέχει… να τρέχει εξαντλημένος –πράγμα φανερό απ’τον τρόπο που πήγαινε, παραπατώντας–, αλλά με τη χρήση της Ταχύτητας.
Ο ταχυβάμων σταμάτησε απότομα, καθώς ο Νεκρομέμνων τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του, για να μη συγκρουστεί με τον ταξιδιώτη. Το μαύρο άτι σηκώθηκε στα πισινά του πόδια, κλοτσώντας, με τα μπροστινά, τον αέρα και χρεμετίζοντας.
Ο ταχυβάμων, εξουθενωμένος από την ξαφνική του στάση, άφησε τη γυναίκα που κρατούσε να σταθεί στα πόδια της. Και ο Νεκρομέμνων είδε τα πρόσωπά τους στην αστροφεγγιά: Εκείνος είχε πυρόξανθα μαλλιά και πράσινα μάτια· εκείνη ήταν μελαχρινή με αλογοουρά που της έφτανε ως τη μέση. Ο δολοφόνος τούς γνώριζε και τους δύο.
Παραμέρισε την κουκούλα του και χαιρέτησε: «Καλησπέρα, Ταχυπομπέ Κάρλα. Χαίρομαι που βλέπω πως είσαι καλύτερα.»
Ο Φάλμορ κοίταξε τον καβαλάρη έκπληκτος. «Εσύ!» είπε, λαχανιασμένος. «Να το υποθέσω τυχαίο που συναντιόμαστε πάλι;»
«Ναι,» ένευσε ο Νεκρομέμνων, «είναι τυχαίο.»
«Τελείωσες τις δουλειές σου στη Νουάλβορ;» τον ρώτησε η Κάρλα.
«Περίπου. Τώρα δουλεύω για άλλο εργοδότη, και μ’έχει προστάξει να βοηθήσω το Βασιληά σας στον αγώνα του εναντίον των ακόλουθων του Άνκαραζ.»
«Πώς είπες!» έκανε ο Φάλμορ. «Πώς ξέρεις γι’αυτούς; Και ο Βασιληάς… Πηγαίναμε να τον προειδοποιήσουμε. Δεν το γνωρίζαμε ότι είχε ήδη υπόψη του….»
«Δεν είχε τίποτα υπόψη του, μέχρι πρότινος,» τον διαβεβαίωσε ο Νεκρομέμνων. «Ωστόσο, ο εργοδότης μου τον ενημέρωσε πως, σύντομα, η Έριγκ θα βρεθεί υπό πολιορκία, από το στρατό του Άρχοντα Μόρντεναρ.»
«Ποιος είναι ο εργοδότης σου;» τον ρώτησε η Κάρλα.
«Ποτέ δε μιλάω για τους εργοδότες μου, ταχυπομπέ. Είναι θέμα αρχών.»
«Ποιος είσαι;» θέλησε να μάθει ο Φάλμορ. «Πώς σε λένε;»
«Νεκρομέμνων ονομάζομαι.»
Ο Φάλμορ τον κοίταξε σαν να μην τον πίστευε. Προφανώς, δεν είχε ξανακούσει όνομα νεκρενοικημένου δολοφόνου.
«Και γιατί πηγαίνεις βόρεια; Πώς θα βοηθήσεις το Βασιληά;» ρώτησε η Κάρλα.
«Ο Βασιληάς Άργκελ έχει ξεκινήσει από τη Νουάλβορ, με στρατό και με τους δράκαρχούς του. Εγώ προπορεύομαι για να σκοτώσω τους αρχηγούς του στρατεύματος του Μόρντεναρ.»
Τα μάτια του Φάλμορ στένεψαν. «Είσαι δολοφόνος, δηλαδή;»
Ο Νεκρομέμνων κατένευσε· και είπε: «Δεν κατασκηνώνουμε κάπου εδώ κοντά;» Αφίππευσε.
Οι δύο ταχυπομποί τον ακολούθησαν στο δάσος, ανατολικά, όπου ο φονιάς έδεσε το άλογό του σε ένα δέντρο κι άρχισε να μαζεύει ξύλα, για ν’ανάψει φωτιά. «Καθίστε. Ξεκουραστείτε,» τους πρότεινε, και εκείνοι κάθισαν, βρίσκοντας δύο βράχους.
Σε λίγο, μια φωτιά, περιστοιχισμένη από πέτρες, ήταν αναμμένη ανάμεσά τους· και ο Νεκρομέμνων πήρε θέση εκεί κοντά, ακουμπώντας την πλάτη του στον κορμό ενός δέντρου. Το υπόλοιπο βράδυ δεν είπε λέξη, και ούτε οι δύο ταχυπομποί τού μίλησαν. Κανένας τους δεν αισθανόταν ότι είχε κάτι να πει. Εκτός από τον αγέρα, ο οποίος λυσσομανούσε σαν λαβωμένος λύκος, φέρνοντας μαζί του ψύχος δυνατό, κατευθείαν από τις χώρες των Καρμώζ.
Ύστερα από κάποια ώρα, άρχισε να ρίχνει χαλάζι.
*
Ο στρατός άρχισε να κατασκηνώνει όταν ο ήλιος έλιωσε μέσα στα βαλτοτόπια Όρντλαχ, πίσω από τον ποταμό Σάλερεκ, τα οποία σκέπαζαν τις περιοχές ανάμεσα στη Νουάλβορ και τη Νέλβορ, σαν να ήθελαν να χωρίσουν τις δύο εμπορικά ανταγωνιζόμενες πόλεις. Εντός μίας ώρας, ο καταυλισμός ήταν έτοιμος και σκηνές βρίσκονταν στημένες ανατολικά και δυτικά της δημοσιάς, ενώ φωτιές ήταν αναμμένες, φωτίζοντας τη νύχτα.
Οι δράκαρχοι είχαν κατασκηνώσει στη δυτική μεριά, κοντά στον ποταμό, και κανείς δεν τους πλησίαζε· όμως πολλοί στρατιώτες κοίταγαν με ενδιαφέρον προς τη μεριά τους, σαν να σκέφτονταν αν θα ήταν συνετό να ζυγώσουν ή αν θα ήταν συνετότερο να τους αφήσουν στην ησυχία τους –αυτούς και τους δράκους τους.
Ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ, ωστόσο, δε δίστασε. Πήγε στους δράκαρχους και καλησπέρισε τους τρεις που βρίσκονταν έξω απ’τις σκηνές τους: τον Χάφναρ, τη Φερλιάλα, και τον Πάρνορ. Οι δράκοι τους, ασφαλώς, ήταν από κοντά, και πάλευαν χαριτωμένα αναμεταξύ τους. Πού και πού, φλόγες πετάγονταν στον αέρα, και ο στρατιωτικός ήταν επιφυλακτικός, μην τον πάρει καμια ξώφαρση.
«Θα θέλατε να μου κάνετε εκείνη την επίδειξη που λέγαμε;» ρώτησε.
«Εμείς δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, Αρχιστράτηγε,» είπε η Φερλιάλα, με την ασημένια της μάσκα να αντανακλά τις φλόγες της φωτιάς. «Θα ειδοποιήσω και τους άλλους.» Σηκώθηκε από τη θέση της και ζύγωσε τις σκηνές. «Δρακαδελφέ Θέλβορ,» φώναξε. «Νίσαρελ. Κέλσοναρ. Ο Αρχιστράτηγος είναι εδώ. Θέλει να του κάνουμε την επίδειξη που μας είπε το μεσημέρι.»
Ο Θέλβορ βγήκε, ντυμένος με την ενδυμασία των δράκαρχων –τον λευκό χιτώνα με τις πορφυρές δρακοκεφαλές και τον πορφυρό μανδύα με τη λευκή δρακοκεφαλή. Στο κεφάλι του φορούσε κουκούλα, κρύβοντας την όψη του στις σκιές. Από πίσω του, ξεπρόβαλλε το σαυροειδές πρόσωπο του Σ’άαρν.
«Αρχιστράτηγε,» είπε ο Αρχιδράκαρχος, «καλησπέρα. Ευχαρίστως να σας κάνουμε εκείνη την επίδειξη.»
Ο Νίσαρελ βγήκε απ’τη σκηνή του, μαζί με τον Κρ’άασκ. «Ναι,» συμφώνησε με τον Θέλβορ. «Πού πρέπει να πάμε;»
Ο Κέλσοναρ δεν παρουσιάστηκε.
«Ακολουθήστε με, παρακαλώ,» είπε ο Φέλναθαρ.
Ο Χάφναρ και ο Πάρνορ σηκώθηκαν από τα ξύλινα, λυόμενα σκαμνιά τους και πήγαν να χωρίσουν τους δράκους τους, Σρ’άερ και Σρ’έεεν, οι οποίοι αμέσως υπάκουσαν στο άγγιγμα των αφεντάδων τους. Η Σί’ερν, που κι αυτή ήταν εμπλεγμένη στην πάλη, τους έδειξε τα δόντια της και πλησίασε τη Φερλιάλα, για να τρίψει τη μουσούδα της επάνω στα πλευρά της κυράς της. Εκείνη αγκάλιασε το μακρύ λαιμό της δράκαινας, υπομειδιώντας.
Ο Φέλναθαρ ξεκίνησε να βαδίζει, και οι δράκαρχοι τον ακολούθησαν· εκτός από τον Κέλσοναρ, ο οποίος δε βγήκε καθόλου απ’τη σκηνή του. Όταν, όμως, εκείνοι απομακρύνθηκαν, παραμέρισε τον μπερντέ και παρουσιάστηκε, ατενίζοντάς τους εξ αποστάσεως, μέσα από τα σκοτεινά βάθη της κουκούλας του. Η Σφ’έαρ σύριξε –παράγοντας έναν ήχο αντάξιο του ονόματός της– και τυλίχτηκε γύρω απ’τον ποδόγυρο του χιτώνα του. Ο παγερός, νυχτερινός αγέρας φύσηξε δυνατά, κάνοντας μανδύες και σκηνές να αναδευτούν.
Ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ και οι δράκαρχοι διέσχιζαν τον καταυλισμένο στρατό. Οι σκοποί έστρεφαν τα βλέμματά τους για να τους ατενίσουν, παραμένοντας σιωπηλοί· οι στρατιώτες γύρω απ’τις φωτιές έπαυαν να τρώνε ή να παίζουν ζάρια, και τους κοιτούσαν, σιγομουρμουρίζοντας αναμεταξύ τους· τα σταβλισμένα άλογα χρεμέτιζαν, ταραγμένα από την παρουσία των δράκων· τα σκυλιά γάβγιζαν κι έδειχναν τα δόντια τους· μια κουκουβάγια έκανε ένα δυνατό κου-ΚΟΥ! μέσα στη νύχτα, σα να είχε ανησυχήσει από τούτα τα δρώμενα.
Η Αρχόντισσα Ρικέλθη βρισκόταν έξω απ’τη σκηνή της, και ο Έζβαρ τη δίδασκε ξιφομαχία· όμως, όταν είδαν τον Αρχιστράτηγο και τους δράκαρχους, σταμάτησαν το μάθημά τους και τους ατένισαν. Ο Χάφναρ έστρεψε το κεφάλι, για να κοιτάξει τη μητέρα και τον πατέρα του, και η Ρικέλθη θα ορκιζόταν ότι ο γιος της χαμογελούσε κάτω από τη μαύρη του μάσκα. Σα να βλέπει κάτι αστείο! σκέφτηκε, πικαρισμένη. Τόσο μεγάλη με θεωρεί; Ποτέ δεν είναι αργά για να μάθεις κάτι καινούργιο!
Οι δράκαρχοι απομακρύνθηκαν. Η Ρικέλθη ακόμα τους κοίταζε. Ο Έζβαρ, με μια περιστροφική κίνηση του καρπού του, την αφόπλισε από το ξίφος της.
Εκείνη τον αγριοκοίταξε, στρεφόμενη.
«Πάντα να έχεις το νου σου στον αντίπαλο,» της είπε ο Έζβαρ. «Κι όταν χάνεις το όπλο σου, πρέπει να το ανακτάς γρήγορα!» Της επιτέθηκε, με το σπαθί του να διαγράφει ημικύκλια προς το μέρος της.
«Εε!» Η Ρικέλθη πετάχτηκε όπισθεν. Προσπάθησε ν’απομακρυνθεί, ενώ, συγχρόνως, τα μάτια της έψαχναν το έδαφος, για το λεπίδι της. Ο Έζβαρ, όμως, δεν έλεγε να μείνει πίσω· και το ξίφος του δεν την άφηνε να κινηθεί ελεύθερα. Αν αστοχήσει, θα με κόψει στα δύο! Τρελάθηκε; σκέφτηκε η Αρχόντισσα, καθώς υποχωρούσε.
Βρισκόμενη πλέον αρκετά μακριά από το σημείο όπου αρχικά ξιφομαχούσαν, είδε ακουμπισμένο σε μια σκηνή ένα δόρυ. Το άρπαξε απότομα και, βαστώντας το με τα δύο χέρια, απέκρουσε το σπαθί του Έζβαρ, κλοτσώντας τον στα πλευρά.
Εκείνος τινάχτηκε, και γέλασε. «Ωραία! Πολύ καλά! Πάμε πίσω τώρα προτού αναστατώσουμε όλο το στρατόπεδο.»
Η Ρικέλθη άφησε το δόρυ εκεί όπου το είχε βρει.
«Αυτοσχεδιάζεις καλά,» της είπε ο Έζβαρ, καθώς επέστρεφαν. «Αυτή την ικανότητα δεν τη βρίσκεις σε όλους. Όμως κανένας δεν έζησε πολύ μόνο με τον αυτοσχεδιασμό.»
«Πάντα θέλεις να με ρίχνεις ψυχολογικά,» τον πείραξε η Ρικέλθη.
Φτάνοντας μπροστά απ’τη σκηνή της, βρήκαν τη Φερνάλβιν να τους περιμένει, με τον Ζάρναβ στο πλευρό της. Η Έπαρχος είχε το δεξί της χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του ξίφους που κρεμόταν από τη ζώνη της, ενώ ο Πρίγκιπας είχε τα δικά του χέρια σταυρωμένα στο στέρνο και έμοιαζε σκεπτικός.
«Τι θες εδώ;» ρώτησε η Ρικέλθη την προγονή της, όχι και με τον πιο ευγενικό τρόπο.
«Παρακολουθούσα για περισσότερη ώρα απ’ό,τι νομίζεις,» της αποκρίθηκε η Φερνάλβιν. «Σκέφτεσαι να γίνεις μισθοφόρος, μητέρα;» Ειρωνεία.
«Ύστερα από τα τελευταία γεγονότα, αποφάσισα πως ο κόσμος δεν είναι πλέον τόσο ασφαλής. Φονιάδες καιροφυλαχτούν παντού,» αντιγύρισε, παρομοίως ειρωνικά, η Ρικέλθη.
«Ας δούμε, λοιπόν, τι έμαθες.» Η Έπαρχος τράβηξε το σπαθί της, με το αριστερό χέρι.
«Φερνάλβιν, είσαι τραυματισμένη!» είπε ο Ζάρναβ· μια ανήσυχη όψη πέρασε απ’το πρόσωπό του.
Η Κεντροφύλαξ ανασήκωσε τους ώμους. «Επομένως, ο αγώνας θα είναι πιο δίκαιος.»
Η Ρικέλθη την ατένισε επιφυλακτικά. Σκοπεύει να κάνει η ίδια τη δουλειά που δεν έκανε ο δολοφόνος της; Μπα, αποκλείεται. Όχι εδώ πέρα, τουλάχιστον, όπου μας βλέπουν όλοι. Δε θα με σκοτώσει εδώ. Βέβαια, «ατυχήματα» μπορούν να συμβούν… Ένα ρίγος τη διαπέρασε.
«Τι είναι, μητέρα; Γιατί διστάζεις;» Η Φερνάλβιν ζύγωσε. «Δε βλέπεις; Εκτός από το γεγονός ότι είμαι τραυματισμένη,» –ύψωσε το σπαθί της– «το κρατάω με το αριστερό χέρι. Ο αγώνας θα είναι ακόμα δικαιότερος.» Χαμογέλασε στραβά.
Ήταν εξοργιστικό να τη χλευάζει έτσι! Η Ρικέλθη πλησίασε το πεσμένο της ξίφος, και το σήκωσε.
«Έτοιμη;» τη ρώτησε η Φερνάλβιν.
«Πάντα είμαι έτοιμη,» αντιγύρισε η Ρικέλθη.
«Καλό αυτό!» Η Έπαρχος χίμησε, σπαθίζοντας καρφωτά προς την κοιλιά της.
Η Ρικέλθη περιστράφηκε, για ν’αποφύγει το χτύπημα. Η μέση της παραλίγο να στραβώσει από την ξαφνική κίνηση, και παραπάτησε μερικά βήματα, αλλά δεν έπεσε. Η αναπνοή της είχε κοπεί. Σκοπεύει να με σκοτώσει!
Η Φερνάλβιν επιτέθηκε ξανά· κάθετα αυτή τη φορά. Η Ρικέλθη ύψωσε το λεπίδι της κι απέκρουσε, όμως η αντίπαλός της την έσπρωξε, κάνοντάς τη να παραπατήσει πάλι.
Να πάρει! Υποτίθεται ότι είναι τραυματισμένη!
Η Ρικέλθη σπάθισε προς τη δεξιά μεριά της προγονής της. Εκείνη απέκρουσε, κι επιχείρησε να την αφοπλίσει. Η Ρικέλθη τράβηξε, απότομα, το όπλο της πίσω, για να μην το χάσει. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά όσο τότε που την κυνηγούσε ο Νεκρομέμνων. Έκανε μερικά βήματα όπισθεν, παρατηρώντας την αντίπαλό της. Η όψη της Φερνάλβιν ήταν αλύγιστη, και ούτε σταγόνα ιδρώτας δε φαινόταν στο μέτωπό της, ενώ η Ρικέλθη αισθανόταν τον εαυτό της καταϊδρωμένο, παρά τον παγερό άνεμο που φυσούσε.
Η Έπαρχος έκανε να τη χτυπήσει στο κεφάλι. Εκείνη ύψωσε αμέσως το όπλο της για ν’αποκρούσει. Τότε, η Φερνάλβιν άλλαξε πορεία στο ξίφος της και χτύπησε τη Ρικέλθη στα πλευρά, με το πλατύ μέρος της λεπίδας. Εκείνη κραύγασε και διπλώθηκε, αλλά κράτησε τη δρακοκέφαλη λαβή του σπαθιού της γερά στο δεξί της χέρι. Άκουσε την προγονή της να γελά. Να γελά! Μ’ένα γρύλισμα, της χίμησε, σπαθίζοντας σχεδόν στα τυφλά–
Ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκε στο έδαφος, ανάσκελα. Κάτι αισθάνθηκε να παρεμβάλλεται στην πορεία του ξίφους της και κάτι να τη χτυπά πίσω απ’τη φτέρνα… και μετά, ο κόσμος όλος αναποδογύρισε.
Η αιχμή του σπαθιού της Φερνάλβιν ακράγγιξε το λαιμό της. Ύστερα, η λεπίδα κινήθηκε τάχιστα και χαστούκισε τη Ρικέλθη στο δεξί μάγουλο, με το πλατύ της μέρος.
Η Έπαρχος γέλασε ξανά, και απομακρύνθηκε, θηκαρώνοντας.
Η Ρικέλθη σηκώθηκε από το έδαφος, αγγίζοντας το μάγουλό της και διαπιστώνοντας πως δεν αιμορραγούσε, παρότι την έκαιγε. Στράφηκε στην προγονή της, με εξοργισμένο βλέμμα, νιώθοντας την περηφάνια της περισσότερο τραυματισμένη από το κορμί της. Όμως η Φερνάλβιν βρισκόταν ήδη μακριά, μαζί με τον Πρίγκιπα Ζάρναβ, βαδίζοντας προς τη σκηνή της.
«Δεν έπρεπε να είχες επιτεθεί έτσι, βιαστικά,» είπε ο Έζβαρ. «Η βιασύνη πάντοτε οδηγεί σε λάθη.»
«Έζβαρ, μη με τσιγκλάς!» μούγκρισε η Ρικέλθη.
Χαλάζι άρχισε να πέφτει.
*
Η Σρ’άερ κίνησε το κεφάλι της από τα δεξιά προς τ’αριστερά, φτύνοντας δρακοφωτιά και τυλίγοντας τρία αχυρένια σκιάχτρα στις φλόγες.
«Τελικά, είστε τόσο καλοί όσο λένε οι φήμες!» παραδέχτηκε ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ. «Πάντως, απ’ό,τι παρατηρώ, η δρακοφωτιά σας μπορεί να επηρεάσει περισσότερους στόχους σε μεγαλύτερη απόσταση.» Είχε δει κι άλλους να ρίχνουν, πριν από τη δράκαινα του Χάφναρ. «Οι φλόγες βάλλονται κωνοειδώς. Δηλαδή, δε συμφέρει να είστε και πολύ κοντά στον εχθρό. Πιο μακριά μπορείτε να προκαλέσετε μεγαλύτερη ζημιά. Χώρια τον πανικό, βέβαια. Μόλις οι στρατιώτες δούνε τους συμπολεμιστές τους να φλέγονται από τις ανάσες τέτοιων θηρίων, θα υποχωρήσουνε με τα πόδια στην πλάτη. Και υποθέτω κιόλας πως στο ιππικό τα πράγματα θάναι χειρότερα, ε; Τι λέτε κι εσείς; Τα άλογα θα αφηνιάσουνε αμέσως, ε;»
Ο Νίσαρελ ένευσε. «Συμφωνώ, Αρχιστράτηγε. Επίσης, έχε υπόψη σου την καταστροφή που μπορούμε να προκαλέσουμε σε οποιοδήποτε ξύλινο κατασκεύασμα.»
«Χμμ, ναι. Ναι,» αποκρίθηκε ο Φέλναθαρ. «Πόση είναι η εμβέλειά σας, όμως; Μέχρι εκεί, ας πούμε, φτάνει η δρακοφωτιά;» Έδειξε ένα μοναχικό χαμόδεντρο.
«Όχι,» του είπε ο Νίσαρελ. «Η δρακοφωτιά πάει το πολύ πενήντα μέτρα. Αλλά οι περισσότεροι δράκοι δε ρίχνουν τόσο μακριά. Να υπολογίζεις γύρω στα τριάντα. Και να μην αμελείς τον άνεμο. Τώρα, βάλλουμε προς τα δυτικά, έτσι δε μας επηρεάζει και τόσο· αλλά, αν βάλαμε βόρεια, οι φωτιές θα επέστρεφαν καταπάνω μας.»
Ο Φέλναθαρ ένευσε. «Θα το θυμάμαι, δράκαρχε. Δε θέλω τα ίδια μας τα όπλα να στραφούν εναντίον μας. Δε μου λες, όμως: οι δράκοι βλάπτονται από την ίδια τους τη φωτιά;»
«Όχι. Ούτε από οποιαδήποτε άλλη φωτιά, γενικότερα.»
«Μάλιστα, μάλιστα…» Ο Φέλναθαρ φαινόταν σκεπτικός. «Υπάρχει και το πρόβλημα των τοξοτών, βέβαια…»
«Τι εννοείς, Αρχιστράτηγε;» ρώτησε ο Νίσαρελ.
«Οι τοξότες έχουν πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια από εσάς. Οπότε, θ’αποδειχτεί δύσκολο να ζυγώσετε. Θα χρειαστείτε ασπιδοφόρους με μεγάλες ασπίδες, για να σας προστατεύουν. Αλλά, και πάλι, μπορεί νάναι επικίνδυνο. Μάλλον, θα μου φανείτε πιο χρήσιμοι όταν ο εχθρός εφορμήσει καταπάνω στους μαχητές μου. Τότε, θα σπείρετε τον πανικό δίχως αμφιβολία, ε;»
«Μπορούμε, επίσης, να πυρπολήσουμε εύφλεκτες παγίδες,» είπε η Φερλιάλα. «Ξύλινες κατασκευές ή σημεία ποτισμένα με λάδι.»
«Ναι… αλλά αυτό θα ήταν πιο χρήσιμο αν οι μαχητές του Μόρντεναρ πολιορκούσαν εμάς, κι όχι το αντίστροφο.»
«Δεν είναι βέβαιο ότι θα εμπλακούμε σε πολιορκία, Αρχιστράτηγε. Νόμιζα ότι αυτό ήταν που θέλαμε ν’αποφύγουμε.»
«Έτσι είναι,» ένευσε ο Φέλναθαρ.
«Επομένως,» είπε η Φερλιάλα, «υποθέτω ότι θα είμαστε σε μια κατάσταση σαν κι ετούτη.» Τράβηξε το σπαθί της και έκανε σχήματα στο χώμα. «Εδώ θα είναι η Έριγκ, κι εδώ ο ποταμός. Η γέφυρα, φυσικά, θα είναι σηκωμένη, για να μην περάσουν οι εχθροί… οι οποίοι, άρα, θα βρίσκονται εδώ. Κι εμείς θα ερχόμαστε από εδώ: από πίσω τους, δηλαδή. Θα είναι, λοιπόν, παγιδευμένοι ανάμεσα σε μας και στους πολιορκούμενους, που, μάλλον, θα τους εκτοξεύουν βλήματα διαφόρων ειδών. Έτσι, ίσως καταφέρουμε να τους δελεάσουμε να μας πλησιάσουν –και να πέσουν στις παγίδες που θα έχουμε ετοιμάσει γι’αυτούς.»
«Πώς θα τους δελεάσουμε;» ρώτησε ο Χάφναρ, απορώντας με το πόσα φαινόταν να ξέρει η Φερλιάλα. Είχε, άραγε, μελετήσει τακτικές μάχης; Ήταν, μήπως, στρατιωτικός, προτού γίνει δράκαρχος;
«Θα υπάρχει ψυχολογική πίεση,» του απάντησε εκείνη. «Από τη μια, οι Εριγκιανοί θα τους ρίχνουν βλήματα, και από την άλλη –από τα νώτα τους!– θα βρισκόμαστε εμείς, έτοιμοι να τους χιμήσουμε. Εσύ τι θα έκανες; Δε θα προσπαθούσες να ξεπαστρέψεις τους αποπίσω, για να μπορείς να συνεχίσεις την πολιορκία χωρίς τον κίνδυνο ότι θα δεχτείς επίθεση από τα νώτα;»
«Ναι, αυτό είναι το λογικότερο,» συμφώνησε μαζί της ο Φέλναθαρ, προτού προλάβει να μιλήσει ο Χάφναρ. «Βέβαια, δε θα είναι όλος ο στρατός του Μόρντεναρ συγκεντρωμένος σ’εκείνο το σημείο, υποθέτω. Ο άνθρωπος ξέρει από πόλεμο, και πιστεύω ότι θα κάνει το εξής.» Τράβηξε κι αυτός το σπαθί του, για να δείξει το σχήμα στο έδαφος. «Θα βάλει τους μαχητές του να φτιάξουν σχεδίες, για να περάσουν από τ’ανατολικά και τα δυτικά της πόλης, ώστε να την περικυκλώσουν. Θ’αφήσει μόνο ένα μέρος του στρατεύματός του στη νότια όχθη.»
«Αυτό, όμως, δεν ακυρώνει τα όσα είπα, Αρχιστράτηγε,» βιάστηκε ν’αποκριθεί η Φερλιάλα. «Διότι ο Μόρντεναρ, βλέποντάς μας, αποκλείεται να πάρει τους στρατιώτες του από τα νότια και να τους περάσει στην επάνω μεριά του ποταμού. Αν το κάνει, τότε η γέφυρα της πόλης θα πέσει, η πύλη θ’ανοίξει, και θα μπούμε. Και δε νομίζω να το θέλει τούτο.»
«Ακριβώς!» μειδίασε ο Φέλναθαρ. «Δεν είπα το αντίθετο, δράκαρχε. Πάντως, φαίνεται να ξέρεις από τακτικές μάχης. Έχεις μελετήσει, ε;»
«Στον Πύργο των Δράκων υπάρχουν βιβλία περί πολλών θεμάτων, Αρχιστράτηγε.»
«Ναι, αλλά νομίζω ότι σ’αρέσει το θέμα, ε;» είπε ο Φέλναθαρ. «Λαθεύω;»
«Όχι,» αποκρίθηκε η Φερλιάλα· μα δεν πρόσθεσε τίποτε άλλο.
Χαλάζι άρχισε να πέφτει, κάνοντας τις φωτιές επάνω στα σκιάχτρα να τσιτσιρίζουν.
«Μάλλον, η επίδειξή μας τελείωσε, Αρχιστράτηγε,» είπε ο Πάρνορ.
*
Το χωριό ήταν τυλιγμένο στις φλόγες. Κομμάτια από τις καλύβες του έπεφταν στο χιόνι και έσβησαν, σηκώνοντας καπνό, τον οποίο ο σκοτεινός ουρανός υποδεχόταν σαν χοάνη. Κουφάρια κείτονταν απο δώ κι απο κεί, με τα κεφάλια τους τσακισμένα κάτω από οπλές αλόγων, τη σπονδυλική τους στήλη σπασμένη, τα χεριά ή τα πόδια τους ακρωτηριασμένα, τα έντερά τους χυμένα στο χιονισμένο έδαφος, που είχε πιει αρκετό αίμα απόψε για να το ξεράσει. Λύκοι και κοράκια είχαν συγκεντρωθεί, για να κάνουν τσιμπούσι.
Μονάχα ένας άνθρωπος είχε γλιτώσει από το πέρασμα του στρατού. Ένας γέροντας, ο οποίος είχε κρυφτεί μέσα σ’ένα βαρέλι, που ένα άλογο το είχε κλοτσήσει, στέλνοντάς το να κατρακυλήσει μέσα σ’ένα σύδεντρο. Κανείς άλλος δεν είχε ζήσει. Και ο γέροντας τώρα ξετρύπωνε δειλά πίσω από τους θάμνους, αρχίζοντας να τρέχει νότια, προς την Γάρνακ, φοβούμενος ότι θα την έβρισκε κι αυτή κατεστραμμένη και ερειπωμένη.
Μα δεν ήταν έτσι. Ο στρατός δεν είχε αγγίξει καθόλου την εν λόγω πόλη· είχε περάσει μονάχα από δίπλα της, τόσο πολυπληθής που κανένας από τους υπερασπιστές δεν τολμούσε να ξεμυτίσει από τα τείχη και να εφορμήσει. Γιατί η Γάρνακ είχε, στο σύνολο της, μόλις χίλιους ετοιμοπόλεμους υπερασπιστές, και δεν μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να χτυπήσει το δεκαπλάσιο φουσάτο που έφερε τη σημαία του Άνκαραζ, Θεού του Αίματος και του Πολέμου.
Επί του παρόντος, το στράτευμα του Άρχοντα Μόρντεναρ είχε καταυλιστεί μερικά χιλιόμετρα βόρεια από το φλεγόμενο χωριό, στήνοντας σκηνές και κλείνοντας τη μεγάλη δημοσιά. Λίγο προτού κατασκηνώσουν, είχαν συναντήσει ένα μικρό καραβάνι, αποτελούμενο από δύο άμαξες. Οι έμποροι δεν είχαν καταλάβει ότι το φουσάτο ήταν εχθρικό και πήγαν να τους χαιρετήσουν και να τους ρωτήσουν μήπως ήθελαν να αγοράσουν τίποτα. Μερικοί τοξότες τούς γέμισαν με βέλη και οι στρατιώτες διέλυσαν, γελώντας, τις άμαξές τους, παίρνοντας από μέσα ό,τι χρήσιμο υπήρχε.
Ο Μόρντεναρ είχε αποφασίσει να μην πολιορκήσει την Γάρνακ ή καμία άλλη πόλη στο δρόμο προς την Έριγκ· απλά, θα τις προσπερνούσε, ενώ εκείνες δε θα είχαν τη δύναμη να τον σταματήσουν. Διότι αντιλαμβανόταν πως δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του, μέχρι ο Βασιληάς να ενημερωνόταν για την κατάσταση και να έστελνε μαχητές βόρεια, για να τον πολεμήσει. Ήθελε να καταλάβει την Έριγκ το συντομότερο δυνατό, επειδή δεν ήταν ψέμα πως η εν λόγω πόλη ήταν η καρδιά του Βασιλείου και κατείχε μια πολύ καλή αμυντική θέση. Όταν, λοιπόν, βρισκόταν υπό την κυριαρχία του Μόρντεναρ, ας ερχόταν ο Άργκελ να του την πάρει! Αν θυμόταν τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ, θα έπρεπε να ξέρει ότι ποτέ δε θα τα κατάφερνε, ούτε αυτός ούτε η Φερνάλβιν. Τα στρατεύματά τους θα τσακίζονταν εδώ, και οι σύμμαχοι του Μόρντεναρ θα τον συνέτρεχαν, ώστε το Βασίλειο ν’αποχτήσει καινούργιο μονάρχη. Ποιον μονάρχη δεν είχαν ακόμα αποφασίσει αναμεταξύ τους… μα αυτή τη διαφορά, σίγουρα, θα έβρισκαν τρόπο να τη λύσουν. Και ο ίδιος ο Μόρντεναρ είχε πολλούς προσωπικούς του τρόπους κατά νου.
Τόσο καιρό ο Άργκελ κυβερνούσε με τις δολοπλοκίες του και τους «επιδέξιους χειρισμούς» του, πιστεύοντας ότι κανείς δε θα ξεσηκωνόταν για να ζητήσει δίκαιη μεταχείριση. Ο ηλίθιος! Δεν ήταν εκείνος που είχε αγωνιστεί περισσότερο στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ. Δεν ήταν εκείνος που είχε, πραγματικά, χύσει το αίμα του. Ήταν απλά μια φιγούρα που οι άλλοι έβλεπαν απάνω στο λόφο, να γυαλίζει μέσα στην αστραφτερή του αρματωσιά και να υψώνει το σπαθί του στον ανατέλλοντα ήλιο. Μα στη μάχη; Στο λουτρό αίματος; Στο καμίνι; Βρισκόταν ο Άργκελ εκεί; Όχι! Εκεί βρίσκονταν άνθρωποι όπως ο Μόρντεναρ: γενναίοι μαχητές που ή είχαν χάσει τη ζωή τους στους Πολέμους, ή εξακολουθούσαν να ζουν και να απαιτούν κάτι καλύτερο για τους αγώνες τους, ή απλά υπήρχαν έχοντας χάσει πλέον το σθένος τους (όπως η Έπαρχος Φερνάλβιν!), ή είχαν σκοτωθεί ύστερα από τους Πολέμους όταν τόλμησαν να υποστηρίξουν τη λατρεία του Άνκαραζ, που ο Άργκελ και άλλα δειλά και μαλθακά υποκείμενα σαν κι αυτόν είχαν την αχαριστία να απαγορέψουν στο Νόρβηλ και σ’όλα τα Βασίλεια των Ωθράγκος! Ο Δεινός Πολέμαρχος, όμως, είχε επιστρέψει, για να τους διδάξει το μάθημα της δίκαιης υποταγής.
Τώρα, ο Μόρντεναρ ξιφομαχούσε ημίγυμνος μέσα στο χιόνι, εναντίον τριών μαχητών, οπλισμένων με ασπίδες και σπαθιά. Οι μύες του γυάλιζαν από τον ιδρώτα και το σώμα του λύγιζε σαν αιλουροειδούς, καθώς απέφευγε τις λεπίδες τους· γιατί ο ίδιος δεν έφερε ασπίδα: εκεί ήταν και η πρόκληση γι’αυτόν. Τρεις εκείνοι, αρματωμένοι ως τα δόντια, κι ο Μόρντεναρ γυμνός από τη μέση κι επάνω μ’ένα σπαθί μονάχα στο χέρι. Και πίστευε ότι θα τους νικούσε· ήδη ο ένας αντίπαλος είχε καταπονηθεί από ένα χτύπημα που είχε δεχτεί στο κράνος του, και παραπατούσε, ενώ οι άλλοι δύο ποτέ δεν έβρισκαν το στόχο τους.
«Άρχοντά μου!» ακούστηκε μια φωνή που ο Μόρντεναρ αναγνώριζε.
«Μη σταματάτε!» πρόσταξε τους τρεις αντίπαλους του, και η αναμέτρηση συνεχίστηκε, άγρια όπως πριν. «Μίλα μου, ιερέα!»
«Πρέπει να σου μιλήσω ιδιαιτέρως, Άρχοντά μου,» τόνισε ο Σάλκερμιρ.
«Σταματήστε,» είπε ο Μόρντεναρ στους αντίμαχούς του, και στράφηκε στον ιερέα, ο οποίος ήταν ντυμένος με μαύρα ράσα που είχαν το πορφυρό, ακτινοβόλο ξίφος κεντημένο επάνω τους. Στους ώμους του έπεφτε μια βαριά, γκρίζα κάπα και το κεφάλι του ήταν κουκουλωμένο. Από τη μέση του κρεμόταν ένα πλατυλέπιδο σπαθί. «Οδήγησέ με, Σεβασμιότατε.» Ο Άρχοντας κάρφωσε το όπλο του στο χιόνι.
Ακολούθησε τον ιερέα μέχρι τη σκηνή του, και μπήκαν. Το εσωτερικό ήταν ζεστό, και ο Σάλκερμιρ πρότεινε στον Μόρντεναρ να καθίσει σε μια καρέκλα. Εκείνος κάθισε και δέχτηκε μια κούτα με νερωμένο κρασί που του πρόσφερε ο ιερωμένος.
«Τι είναι;» τον ρώτησε, πίνοντας μια γουλιά. «Μου φαίνεσαι ταραγμένος. Είδες πάλι κανένα όραμα;»
Ο Σάλκερμιρ έβγαλε την κουκούλα και έλυσε την κάπα του, αφήνοντάς τη να πέσει πάνω στο στρώμα. «Αισθάνθηκα έναν δυνατό φόβο,» είπε, χωρίς να κοιτάζει τον Μόρντεναρ.
«Τι έχουμε να φοβηθούμε;» Ο Μόρντεναρ τελείωσε το κρασί του, με μια μεγάλη γουλιά. «Τον Άργκελ, ή τη Φερνάλβιν;» Γέλασε, κοφτά.
«Τον Θάνατο.» Ο ιερέας τον κοίταξε, με τις άκριες των μαύρων του ματιών.
«Ποτέ ξανά δεν είχες φοβηθεί το θάνατο, Σάλκερμιρ. Αλλά…» Τα μάτια του Μόρντεναρ στένεψαν, ατενίζοντας την όψη του ιερωμένου. «…πιστεύω πως κάτι άλλο εννοείς. Τι είναι; Πες!»
«Ο Άρχοντάς μας, ο Μέγας Πολέμαρχος, με προειδοποίησε μέσα από τα όνειρά μου,» εξήγησε ο Σάλκερμιρ. «Ήμουν ξαπλωμένος εδώ,» έδειξε το στρώμα, «και με είχε πάρει ο ύπνος, άθελά μου… και είδα ότι ο Θάνατος θα επισκεφτεί, σύντομα, το στράτευμά μας–»
«Επιδημία; Έχω θεραπευτές μαζί μου,» βιάστηκε να πει ο Μόρντεναρ.
«Όχι επιδημία. Ο Θάνατος θα χτυπήσει επιλεκτικά, έτσι είδα. Ένας νεκρός άνθρωπος θα γλιστρήσει, μαύρος σα σκιά, ανάμεσά μας και θα μας σκοτώσει έναν-έναν.» Ο Σάλκερμιρ έμοιαζε να ριγεί και μόνο στη θύμηση του ονείρου του.
«Ένας νεκρός άνθρωπος…» είπε, αργά, ο Μόρντεναρ. «Είσαι βέβαιος;»
Ο Σάλκερμιρ κατένευσε.
«Τότε, δεν είναι νεκρός! Μα τι λες, ιερέα; Πώς να είναι νεκρός και να έρθει να μας σκοτώσει;» Ο Μόρντεναρ σηκώθηκε απ’τη θέση του. Μετά, σαν ο θυμός νάφυγε από μέσα του, συνοφρυώθηκε και είπε: «Είναι ο Εχθρός; Αυτός που κρύβεται στο παλάτι του Νότου;»
«Ίσως,» αποκρίθηκε ο Σάλκερμιρ. «Ή ίσως να είναι υπηρέτης του.»
«Ο Άργκελ τον έστειλε;»
«Διόλου απίθανο. Δεν αποκλείεται, άλλωστε, να είναι σύμμαχος του Εχθρού, όπως έχουμε ξαναϋποθέσει.»
«Μόνο υποθέσει, όμως,» του θύμισε ο Μόρντεναρ. Αν και έχουμε κάνει την υπόθεσή μας αλήθεια για πολλούς, πρόσθεσε νοερά. Γιατί σε όλο τους το στρατό είχαν πει ότι ο Βασιληάς είχε συμμαχήσει με κάποιον εχθρό του Βασιλείου, ο οποίος τον είχε εξαπατήσει και τον είχε βάλει να πιστέψει σε αλλότριους θεούς και να φερθεί με τρόπο άσχημο στους πιστούς υπηκόους του. Μονάχα αν η εξουσία άλλαζε, το Νόρβηλ θα μπορούσε να έχει σταθερό μέλλον ξανά. Βέβαια, ο Μόρντεναρ αντιλαμβανόταν ότι τους περισσότερους πολεμιστές του δεν τους ενδιέφεραν οι λόγοι για τους οποίους θα πήγαιναν να πολεμήσουν, αλλά η πληρωμή που τους έδινε –η οποία ήταν καλύτερη από του μέσου Νορβήλιου στρατιώτη– και τα λάφυρα –που κανείς δεν αμφέβαλλε ότι θα ήταν εξίσου καλά, αφού, μετά από την Έριγκ, τα στρατεύματα, σύντομα, θα προέλαυναν προς τη Νουάλβορ, για να δώσουν μόνιμο τέλος στον Βασιληά Άργκελ, στον Οίκο του, και στον ύπουλο, σκοτεινό Εχθρό με τον οποίο η βασιλική οικογένεια είχε συμμαχήσει, αν και εξαπατημένη.
«Ναι,» συμφώνησε ο Σάλκερμιρ. «Αλλά σημασία δεν έχει, επί του παρόντος, ποιος τον έστειλε. Σημασία έχει ότι έρχεται, Μόρντεναρ. Και διαισθάνομαι ότι είναι ικανός για μεγάλη καταστροφή. Θα σε σκοτώσει. Το ίδιο κι εμένα–»
«Ηλιθιότητες, ιερέα! Έχεις τρομάξει από έναν εφιάλτη, και–!»
«Αμφισβητείς τα λόγια μου;» Ο Σάλκερμιρ τον ζύγωσε, και τα μαύρα, αβυσσαλέα μάτια του ατένισαν μέσα στα δικά του. «Αμφισβητείς ότι το όραμά μου ήταν αληθινό;» Δε φώναζε· μιλούσε σταθερά. Πράγμα το οποίο ήταν τρομακτικότερο. «Είσαι τόσο ανόητος;»
«Έχεις κάτι να προτείνεις;» ρώτησε ο Μόρντεναρ. «Ή η πρότασή σου είναι να καθίσουμε και να θρηνήσουμε το χαμό μας; Τι ακριβώς θα μας εναντιωθεί, Σάλκερμιρ; Τι;»
«Σου είπα: ο Θάνατος. Και δε θ’αργήσει να έρθει. Πρέπει να είσαι έτοιμος γι’αυτόν, μέσα στις επόμενες ημέρες, αν είναι να επιβιώσεις. Το ίδιο κι εγώ. Το ίδιο κι όλοι οι υπόλοιποι αρχηγοί του στρατού μας. Ο Θάνατος έρχεται για να κόψει το κεφάλι και ν’αφήσει το σώμα να σπαρταρά.»
«Μιλάμε για φυσικό πλάσμα, ή για κάποιου είδους… δαίμονα;»
«Αυτό δεν το γνωρίζω.»
«Μα είπες ότι είναι νεκρός!»
«Ναι, έτσι είδα.»
«Τότε, δεν είναι φυσιολογικός άνθρωπος,» κατέληξε ο Μόρντεναρ· «είναι δαίμονας!»
Η όψη του Σάλκερμιρ ήταν χλομή. «Ίσως… ίσως.» Στράφηκε απ’την άλλη και βάδισε μέσα στη σκηνή.
«Μπορείς να βοηθήσεις στην αντιμετώπισή του;»
«Το εύχομαι.» Ο ιερέας κάθισε οκλαδόν. «Θα προσευχηθώ στον Κύριό μας.»
«Υπάρχει περίπτωση να έρθει απόψε, αυτός ο… Θάνατος;» ρώτησε ο Μόρντεναρ.
Ο Σάλκερμιρ κούνησε το γκρίζο του κεφάλι. «Όχι.»
Ο Μόρντεναρ βγήκε απ’τη σκηνή του ιερέα.
Ο Φάλμορ σταμάτησε, ατενίζοντας τον στρατό να προελαύνει βόρεια επάνω στη δημοσιά, και άφησε την Κάρλα να σταθεί στα μποτοφορεμένα της πόδια. Ήταν ακόμα πολύ τραυματισμένη για να μπορεί να χρησιμοποιήσει την Ταχύτητα, μα μπορούσε να βαδίσει φυσιολογικά χωρίς κανένα πρόβλημα.
«Ο Βασιληάς,» παρατήρησε ο Φάλμορ, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Ο Νεκρομέμνων δε μας είπε ψέματα, χτες βράδυ.»
Η Κάρλα ένευσε, σιωπηλά.
«Περίεργος άνθρωπος,» σχολίασε ο Φάλμορ. «Το ήξερες ότι ήταν δολοφόνος;»
«Δε θυμάμαι να μου ανέφερε κάτι σχετικά με το επάγγελμά του,» αποκρίθηκε εκείνη, αν και θυμόταν πολύ καλά τι της είχε πει ο Νεκρομέμνων, όταν την είχε πάει στο (κατεστραμμένο πλέον) πανδοχείο «Η Πάροδος».
«Τέλος πάντων, ας πλησιάσουμε.» Ο Φάλμορ ξεκίνησε να βαδίζει επάνω στο λιθόστρωτο, και η Κάρλα προχώρησε πλάι του. Ευτυχώς, η χτεσινή χαλαζόπτωση δεν είχε κρατήσει πολύ ώρα, κι έτσι οι δρόμοι δεν είχαν γίνει τόσο γλιστεροί ώστε νάναι επικίνδυνοι. Το πρωινό φως του ήλιου είχε λιώσει τα περισσότερα απομεινάρια κρυσταλλωμένου νερού. Παραταύτα, προηγουμένως, ο Φάλμορ χρησιμοποιούσε την Ταχύτητα με μεγάλη προσοχή, είχε παρατηρήσει η Κάρλα. Πράγμα το οποίο πρέπει να τον είχε κουράσει περισσότερο απ’ό,τι ήταν ήδη κουρασμένος, κουβαλώντας την. Εκείνη του είχε πει, εξαρχής, να την αφήσει σε κάποιο ασφαλές σημείο και να συνεχίσει, για να ειδοποιήσει το Βασιληά, μα αυτός επέμενε να την πάρει μαζί του ως τη Νουάλβορ. Κι ετούτο τον είχε εξαντλήσει· η Κάρλα το έβλεπε στο πρόσωπό του, στον τρόπο που βάδιζε, και στην ποσότητα σπόρων χίλντρου που κατανάλωνε για να κρατιέται.
Πλησίασαν το στράτευμα με σταθερό βάδισμα. Η σημαία του Νόρβηλ κυμάτιζε στην αρχή του φουσάτου, και ο Βασιληάς Άργκελ δεν βρισκόταν πολύ μακριά από το λάβαρό του, έφιππος και ντυμένος με αστραφτερή αρματωσιά και κάπα. Όταν είδε τους δύο οδοιπόρους να ζυγώνουν, έκανε νόημα στους μαχητές του να σταματήσουν. Ένα σάλπισμα αντήχησε μέσα στο πρωινό, και ο στρατός έπαψε να βαδίζει.
«Ταχυπομπέ Φάλμορ!»
Ο Φάλμορ και η Κάρλα υποκλίθηκαν μπροστά στο μονάρχη τους. «Μεγαλειότατε,» είπε ο πρώτος.
Ο Άργκελ συνοφρυώθηκε. «Και… Ταχυπομπέ Κάρλα;» Δεν την είχε αναγνωρίσει αμέσως, γιατί δε φορούσε τον πορφυρόχρυσο μανδύα που φοράνε όλοι οι βασιλικοί ταχυπομποί. «Σε είχαμε για νεκρή. Ο αδελφός μου, Πρίγκιπας Ζάρναβ, βρήκε τα μηνύματα που μετέφερες πεταμένα στη δημοσιά.»
«Μου επιτέθηκαν, Μεγαλειότατε,» εξήγησε η Κάρλα, «οι μαχητές του Άρχοντα Μόρντεναρ, που λατρεύουν και πάλι τον Άνκαραζ. Ήμουν τυχερή που γλίτωσα ζωντανή· ο άνθρωπός σας, ο Νεκρομέμνων, με βοήθησε…»
Ο Άργκελ αιφνιδιάστηκε. «Ο Νεκρομέμνων;»
Η Κάρλα ένευσε. «Μάλιστα, Μεγαλειότατε· αν και τότε, δεν ήξερα ότι ήταν αυτός. Με μετέφερε σ’ένα τοπικό πανδοχείο, ώστε να αναρρώσω, κι εγώ του ζήτησα να πάει στη Νουάλβορ και να ειδοποιήσει κάποιον, για να έρθει να με βοηθήσει. Τελικά, βρήκε τον Φάλμορ, ο οποίος και έσπευσε. Εν τω μεταξύ, όμως, ενώ περίμενα, ο στρατός του Μόρντεναρ πέρασε από το πανδοχείο και τα ρήμαξε όλα. Στάθηκα τυχερή ξανά, και κρύφτηκα. Έτσι, κρυφάκουσα ότι σχεδιάζουν να πολιορκήσουν την Έριγκ. Αλλά αυτό το γνωρίζετε, προφανώς. Ο Νεκρομέμνων μάς το είπε όταν τον συναντήσαμε για δεύτερη φορά.»
«Πού τον συναντήσατε;» ρώτησε ο Άργκελ.
«Επί της δημοσιάς, Βασιληά μου. Το βράδυ. Καταυλιστήκαμε μαζί του.»
«Και τι ακριβώς σας είπε;»
«Ότι ο νέος του εργοδότης σάς ενημέρωσε για τα δρώμενα. Εμείς δε νομίζω ότι έχουμε κάτι να προσθέσουμε, επομένως.»
«Σας μίλησε για τον εργοδότη του;»
Η Κάρλα κούνησε το κεφάλι. «Όχι, Μεγαλειότατε. Είναι κάποιος που θα έπρεπε να ξέρουμε;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Άργκελ (λιγάκι απότομα, νόμιζε η ταχυπομπός). «Σας ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σας, και τους δυο σας.» Στράφηκε στον Φέλναθαρ. «Αρχιστράτηγε, φρόντισε να δοθούν άλογα στους δύο ταχυπομπούς· μου φαίνονται εξαντλημένοι.»
«Μάλιστα, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε εκείνος, κι απομακρύνθηκε, έφιππος.
«Θα θέλατε τίποτε άλλο από εμάς, Μεγαλειότατε;» ρώτησε ο Φάλμορ.
«Μόνο να επιστρέψετε στη Νουάλβορ και να αναρρώσετε, ταχυπομπέ,» απάντησε ο Άργκελ. «Αλλά πείτε μου: τι σας ανέφερε ο Νεκρομέμνων για την αποστολή που του έχω αναθέσει;»
«Ότι προπορεύεται για να ξεπαστρέψει τους αρχηγούς του στρατεύματος του Μόρντεναρ.»
«Τίποτε άλλο;»
«Τίποτε άλλο, Μεγαλειότατε.»
Ο Άργκελ ένευσε, μοιάζοντας ικανοποιημένος.
*
Η ημέρα τού φαινόταν πως είχε ξεκινήσει καλά και, σίγουρα, δεν περίμενε κάτι σαν κι ετούτο.
«Μάλιστα…» Σταύρωσε τα χέρια του πίσω απ’την πλάτη. «Υπάρχει τίποτ’άλλο που θα έπρεπε να γνωρίζω;»
«Όχι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο ταχυπομπός. «Θα θέλατε να αναφέρω κάτι στο Χέρι σας στη Νουάλβορ;»
«Ναι… αλλά όχι αμέσως. Θα σε καλέσω αργότερα· πήγαινε και ξεκουράσου τώρα.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.» Ο ταχυπομπός –ένας ψηλόλιγνος άντρας με τραβηγμένο πρόσωπο και μακριά, ξανθά μαλλιά– υποκλίθηκε, παραμερίζοντας την κάπα του. Ορθώθηκε και έφυγε από το μικρό σαλόνι.
Αυτός ο κρετίνος, ο Τάνιρ! Θεωρεί τον εαυτό του «μεγάλο ξιφομάχο»! και δεν μπορεί να ξεφορτωθεί ένα απλό εμπόδιο στα υπόγεια! Ο Κάβμαρ, Έπαρχος της Νέλβορ και σύζυγος της Πριγκίπισσας Νιρκένα, αναστέναξε και βάδισε μέσα στο άδειο δωμάτιο, νιώθοντας ολίγον τι μπερδεμένος από τα τελευταία γεγονότα.
Κι ο άλλος; ο τρελός Ράζλερ! Τι τον έπιασε κι έβαλε τον Τάνιρ να πάει εκεί κάτω; Και γιατί δε μου ανέφερε κάτι πιο πριν; Ο μαυρόδερμος μάγος του Νότου είχε αρχίσει να του κάνει νερά. Και τι σόι μέλλον ήταν αυτό που προέβλεπε; Δεν ήξερε ότι ο απεσταλμένος του θα έχανε τη μάχη στα υπόγεια του Ναού; Χα! Τέτοιες προβλέψεις κι εγώ τις κάνω! μούγκρισε από μέσα του ο Κάβμαρ, αναρωτούμενος πότε ο Νουτκάλι θα ξαναπαρουσιαζόταν για να του μιλήσει. Είχε υποσχεθεί να τον βοηθήσει να πάρει το θρόνο, και ο Έπαρχος ήλπιζε οι υποσχέσεις του να μην ήταν ψεύτικες. Ο παράξενος Ράζλερ έμοιαζε να θέλει τον ουρανόλιθο από τον οποίο ήταν κατασκευασμένο το κάθισμα· απο κεί και πέρα δεν τον ενδιέφερε ποιος θα είχε την εξουσία στο Νόρβηλ. Αρκεί ο μονάρχης του Βασιλείου να του πρόσφερε πρόσβαση στον ουρανόλιθο.
Αλλά απορώ: γιατί δεν πήγαινε νωρίτερα να πάρει αυτά τα κομμάτια ουρανόλιθου από τα υπόγεια του Καθεδρικού Ναού του Βάνραλ; Τι περίμενε; Και γιατί δε μου είχε αναφέρει τίποτα γι’αυτά;
Ο Κάβμαρ ζύγωσε το αναμμένο τζάκι. «Νουτκάλι;» είπε. «Με ακούς; Απάντησε!» Καμία απόκριση δεν ήρθε από τις φλόγες.
Ο Έπαρχος καταράστηκε τον Ράζλερ από μέσα του και στράφηκε προς την πόρτα του σαλονιού. Πλησίαζε μεσημέρι και το μεσημεριανό γεύμα θα ήταν έτοιμο.
Μόλις βγήκε στον διάδρομο, είδε έναν υπηρέτη να έρχεται, βιαστικά.
«Άρχοντά μου! Έχει έρθει αγγελιαφόρος από τη Νουάλβορ.»
Κι άλλος; «Κάτω είναι;»
«Μάλιστα, Κύριέ μου. Θα θέλατε να της πω ν’ανεβεί;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Κάβμαρ. «Θα κατέβαινα, ούτως ή άλλως.»
Ο υπηρέτης υποκλίθηκε, καθώς ο Έπαρχος περνούσε από δίπλα του, διασχίζοντας τον διάδρομο και πλησιάζοντας τη μεγάλη σκάλα. Ο Κάβμαρ κατηφόρισε αργά τα σκαλοπάτια, αγγίζοντας συγχρόνως την ξύλινη κουπαστή. Από κάτω του, αντίκρισε μια γυναίκα, ντυμένη με ταξιδιωτική κάπα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της.
Μόλις αντίκρισε τον Έπαρχο, υποκλίθηκε και είπε: «Χαίρετε, Άρχοντά μου. Σας φέρνω νέα από τη Νουάλβορ.»
Ο Κάβμαρ δεν κατέβηκε όλα τα σκαλοπάτια· έμεινε στα τέσσερα σκαλιά πριν από το πάτωμα, και το βλέμμα του ερεύνησε τη μεγάλη σάλα από κάτω, μην κρυφάκουγε κανείς. Ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να υπάρχουν κατάσκοποι του Άργκελ. Ωστόσο, δεν κατάφερε να δει κανέναν ωτακουστή.
«Πρόκειται για κάτι που θα έπρεπε να μου πεις ιδιαιτέρως;» ρώτησε τη γυναίκα. «Σε… ασφαλές μέρος;»
«Δε νομίζω, Άρχοντά μου. Άλλωστε, σε λίγες ημέρες, θα το ξέρει όλο το Βασίλειο…»
Όλο το Βασίλειο; Ο Κάβμαρ είχε μια υποψία περί τίνος επρόκειτο, μα απορούσε: Πώς ο τρισκατάρατος ο Άργκελ το πληροφορήθηκε τόσο γρήγορα;
«Συνέχισε,» παρότρυνε την αγγελιαφόρο.
«Ο Βασιληάς προελαύνει βόρεια, Άρχοντά μου,» είπε η γυναίκα, «μαζί με στρατό δύο χιλιάδων μαχητών και όλους τους δράκαρχους του Πύργου των Δράκων.»
«Και κατευθύνεται πού;» Ο Κάβμαρ ρωτούσε διαδικαστικά, γιατί ήξερε. Μπορούσε εύκολα, πολύ εύκολα, να μαντέψει. Αλλά η απορία παρέμενε στο νου του: Πώς το πληροφορήθηκε τόσο γρήγορα;
«Στην Έριγκ, όπου υπάρχει η φήμη ότι θα επιτεθεί ο Άρχων Μόρντεναρ της Σέρνιντοκ.»
Ναι… σκέφτηκε ο Κάβμαρ. Αλλά ποιος το είπε τούτο στον Άργκελ; Έχουν διασυνδέσεις οι κατάσκοποί του εκεί όπου δεν έπρεπε να έχουν;
«Τι άλλο έχεις να μου πεις;»
«Ότι η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ Φερνάλβιν βρίσκεται στη Νουάλβορ, και θα πάει κι εκείνη στην πολιορκία, καθώς επίσης και ο Άρχοντας-Φύλακας Άραντιρ, του Ράλτον.»
Ο Άρχοντας-Φύλακας Άραντιρ; Να και κάτι μυστήριο! Πώς βρέθηκε στο Νότο, αυτό το μοναχικό σκυλί της Στέπας; σκέφτηκε ο Κάβμαρ. Για τη Φερνάλβιν, βέβαια, δεν παραξενευόταν· ο Μόρντεναρ τον είχε ενημερώσει μέσω αγγελιαφόρου, έτσι ήξερε τι είχε διαδραματιστεί. Πάντως, εξακολουθούσε να θεωρεί την κίνηση του Άρχοντα της Σέρνιντοκ σπασμωδική. Είχε μετακινήσει τα στρατεύματα –τα στρατεύματα που κάθε άλλο παρά συντηρούσε μόνος του!– χωρίς να ρωτήσει κανέναν, ο φανατικός! Παρίστανε το Βασιληά από τώρα! Αναρωτιέμαι αν θα εκπλαγεί όταν βρει δύο μαχαίρια καρφωμένα στην πλάτη του, στο τέλος… Ο Κάβμαρ δεν είχε καμία αμφιβολία πως, προτού όλα τελειώσουν, θα γινόταν μεγάλη μάχη για το θρόνο· αλλά εκείνος ήταν, όπως πάντα, καλά προετοιμασμένος, και δεν είχε πολλά να φοβηθεί…
«Μάλιστα,» είπε.
«Επίσης, Άρχοντά μου, το Χέρι σας στη Νουάλβορ έστειλε και άλλον έναν αγγελιαφόρο, έναν ταχυπομπό, για να σας αναφέρει τα νέα σχετικά με τον Άρχοντα Τάνιρ. Αν δεν έχει φτάσει ακόμα, μπορώ εγώ να–»
«Έφτασε πριν από λίγο, μαντατοφόρε. Σ’ευχαριστώ, πάντως. Αν δεν έχεις κάτι άλλο να αναφέρεις, μπορείς να πηγαίνεις.»
«Όπως επιθυμείτε, Άρχοντά μου.» Η γυναίκα υποκλίθηκε. «Θα θέλατε να μεταφέρω κάποιο μήνυμα στο Χέρι σας;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Κάβμαρ. «Θα στείλω το μήνυμά μου με τον ταχυπομπό. Πότε φεύγει το πλοίο σου, αγγελιαφόρε;»
«Αύριο το πρωί, Άρχοντά μου.»
«Μπορείς να μείνεις εδώ, στο παλάτι, μέχρι τότε, αν το επιθυμείς.»
«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου.» Η γυναίκα υποκλίθηκε πάλι και αποχώρησε.
Καθώς έφευγε, ο Κάβμαρ άκουσε βήματα να έρχονται από τον διάδρομο, και ομιλίες. «Θα τον ειδοποιήσουμε αμέσως, Άρχοντά μου,» έλεγε μια υπηρέτρια.
Ο Κάβμαρ συνοφρυώθηκε. Κι άλλος ήρθε να με δει; Σήμερα φαίνεται πως είναι η ημέρα των επισκέψεων! Και έχω τόσα πολλά να σκεφτώ… Ποτέ δεν του άρεσε να τον πιέζουν. Ήταν από τους ανθρώπους που αναλογίζονταν διεξοδικά την κατάσταση προτού δράσουν· από τους ανθρώπους που υπολόγιζαν κάθε πιθανότητα, κάθε τροπή την οποία μπορεί να έπαιρναν τα πράγματα, και μετά ενεργούσαν. Η έλλειψη χρόνου τον ενοχλούσε αφάνταστα, γιατί φοβόταν μην πέσει σε σπασμωδικές ενέργειες.
Τα βήματα πλησίασαν. Μια μισάνοιχτη ξύλινη πόρτα άνοιξε, και μια γυναίκα –η υπηρέτρια που είχε μιλήσει– και ένας άντρας μπήκαν. Ο Κάβμαρ κοίταξε τον δεύτερο έκπληκτος. Και γέλασε.
«Άρχοντα Τάνιρ!» είπε. «Έπρεπε να το περιμένω…» Κατέβηκε από τη σκάλα.
Ο ευγενής του Οίκου των Έλβρεθ τον ζύγωσε, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Άρχοντά μου. Λάβατε το μήνυμα του Χεριού σας;»
«Ναι. Μόλις. Την ίδια μέρα με τον ταχυπομπό έφυγες;»
«Ναι· με πλοίο, όμως.»
Φυσικά. Πώς αλλιώς θα ερχόσουν τόσο γρήγορα; Ο Κάβμαρ στράφηκε στην υπηρέτρια. «Μπορείς να πηγαίνεις. Θα περιποιηθώ εγώ τον Άρχοντα Τάνιρ.»
Η γυναίκα υποκλίθηκε. «Μάλιστα, Κύριέ μου. Θα επιθυμούσατε να στρώσουμε φαγητό και για τον Άρχοντα Τάνιρ στην τραπεζαρία;»
Ο Κάβμαρ κοίταξε τον Έλβρεθ. «Δεν έχεις γευματίσει, υποθέτω…;»
«Όχι, Άρχοντά μου.»
«Ναι,» είπε ο Έπαρχος στην υπηρέτρια· «ετοιμάστε φαγητό και γι’αυτόν.»
Η γυναίκα έφυγε.
«Αποφάσισες, λοιπόν, να έρθεις εδώ για ασφάλεια…» Δε χρειαζόταν τον Τάνιρ να του το πει· ήταν προφανές.
Ο Έλβρεθ κατένευσε. «Φοβόμουν στη Νουάλβορ, Άρχοντά μου,» παραδέχτηκε. «Είχα την υποψία ότι η Αρχόντισσα Ρικέλθη δε θα κρατούσε το λόγο της και, στο τέλος, θα με ανέφερε στο Βασιληά.»
«Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό θα έκανε. Όμως δεν πιστεύω να ήρθες εδώ επώνυμα…;»
«Ασφαλώς και όχι! Ανώνυμα ήρθα, ως ταξιδιώτης.»
«Ωραία,» ένευσε ο Κάβμαρ. «Δε θέλω να έχω απρόσμενα μπλεξίματα με τον Άργκελ. Αν και, μάλλον, τώρα δε θα έχει χρόνο για τέτοια, με τον πόλεμο.»
«Ποιον πόλεμο;»
«Δεν το έμαθες; Στη Νουάλβορ ήσουν, μα τους θεούς!»
«Δεν κάθισα εκεί για πολύ, Άρχοντά μου. Το επόμενο πρωί, ύστερα από την κουβέντα μου με την Αρχόντισσα Ρικέλθη, εγκατέλειψα την πόλη και πήγα στην έπαυλή μας, απ’όπου έφυγα πολύ σύντομα και ήρθα κατευθείαν εδώ. Σε τι πόλεμο αναφέρεστε;»
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ αποφάσισε να κινηθεί εναντίον της Έριγκ, και ο Βασιληάς μας ξεκίνησε με στρατό από τη Νουάλβορ, για να τον αντιμετωπίσει.»
«Ο Μόρντεναρ; Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ; Που είναι Ήρωας του Βασιλείου;» Ο Τάνιρ δεν ήξερε τα πάντα για τη συμμαχία κατά του Άργκελ.
«Ναι.»
«Θα περίμενα να ήταν πιο πιστός στο Θρόνο, Άρχοντά μου.»
Ο Κάβμαρ γέλασε. «Φαίνεται πως δεν τον ξέρεις καλά.»
«Ναι, δεν τον ξέρω καθόλου καλά. Αυτό είναι αλήθεια.»
«Θα χρειαστεί να τον μάθεις μελλοντικά, ίσως. Πάμε, όμως, τώρα να γευματίσουμε. Η πείνα έχει αρχίσει να με θερίζει, αγαπητέ.» Ξεκίνησε να βαδίζει, και ο Τάνιρ τον ακολούθησε.
Σύντομα, βρέθηκαν στη μεγάλη τραπεζαρία του παλατιού της Νέλβορ. Η ημέρα ήταν βροχερή και ο ουρανός σκοτεινιασμένος. Από το παράθυρο, που έβλεπε νότια, στους βάλτους Όρντλαχ, δεν ερχόταν και πολύ φως. Το τζάκι και το πολύφωτο φώτιζαν περισσότερο το χώρο. Το μακρύ, ξύλινο τραπέζι είχε σχήμα Π και το ένα του σκέλος –εκεί όπου κάθονταν ο Κάβμαρ και ο Τάνιρ, δηλαδή– ήταν γεμάτο με φαγητά. Τους υπηρέτες ο Έπαρχος τούς είχε διώξει, λέγοντας ότι δε χρειαζόταν σερβίρισμα όταν ήταν μόνος με έναν μόνο φιλοξενούμενο.
«Πώς και ο Ράζλερ σού είπε να πας να πάρεις τα κομμάτια ουρανόλιθου από το Ναό; Σ’εμένα δεν είχε αναφέρει τίποτα.»
Ο Τάνιρ συνοφρυώθηκε. «Το Χέρι νομίζω ότι μου είπε πως το ξέρατε, Άρχοντά μου…»
Ο Κάβμαρ μειδίασε. «Το Χέρι μου προσπαθεί να διατηρεί μια κάποια εικόνα για μένα, Άρχοντα Τάνιρ. Δεν είναι αλήθεια, όμως, όλα όσα λέει.»
Ο Τάνιρ έκοψε ένα κομμάτι κρέας και το μάσησε, σκεπτικός.
Αναρωτιέσαι πόσα άλλα ψέματα μπορεί να σου έχει πει; σκέφτηκε ο Κάβμαρ. Καλό αυτό! Ήπιε μια γουλιά μπίρα από την κούπα του. Νουαλβοριανή ήταν. Και η Νουάλβορ πάντα έβγαζε καλή μπίρα.
«Για πόσο καιρό μπορώ να μείνω εδώ;»
«Όσο επιθυμείς, φυσικά. Και όσο είναι ασφαλές. Για εσένα και για εμένα.»
«Καταλαβαίνω,» είπε ο Τάνιρ, γνέφοντας.
«Πώς είναι η σύζυγός σου;»
«Υγιαίνει. Στην έπαυλή μας βρίσκεται, και της ζήτησα να προσέχει αυτό τον καιρό και να μην πει σε κανέναν ότι με είδε.»
«Της ανέφερες ότι θα έρθεις εδώ;»
«Ναι.»
«Αυτό θα ήταν καλύτερα να μην το είχες κάνει…»
«Δε θα μαρτυρήσει τίποτα,» είπε ο Τάνιρ. «Υποτίθεται ότι έχει να με δει καιρό. Εγώ δε θ’ανησυχούσα στη θέση σας, Άρχοντά μου.»
Αν ακολουθούσα τις δικές σου συμβουλές, ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ θα με είχε καταπιεί! «Ποτέ δεν ανησυχώ, Άρχοντα Τάνιρ. Φροντίζω πάντα να λύνω τα προβλήματά μου.» Ωστόσο, ορισμένα είναι δυσκολότερα από άλλα. Θυμήθηκε το μήνυμα που του είχε στείλει χτες ο Μόλραν, ο Έπαρχος της Σέλριγκ, ο οποίος, μόλις είχε μάθει τα νέα για την προέλαση του Μόρντεναρ, είχε σχεδόν πανικοβληθεί (τουλάχιστον, αυτό συμπέραινε ο Κάβμαρ, από το γράψιμό του), γιατί η κόρη του, Ζιάθραλ, βρισκόταν στην Έριγκ, παντρεμένη με τον Δάρβαν, το γιο του μακαρίτη Άρχοντα Άνγκεδβαρ και της Αρχόντισσας Ρικέλθης. Στην επιστολή του, έγραφε ότι θα έστελνε, επειγόντως, μήνυμα στον Άρχοντα της Σέρνιντοκ, για να του πει ότι δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να βλάψει τη θυγατέρα του, και, αν η Ζιάθραλ πάθαινε έστω και μία αμυχή, θα τον καθιστούσε προσωπικά υπεύθυνο. Επίσης, είχε γράψει στον Κάβμαρ και κάτι ακόμα, το οποίο εξακολουθούσε να στριφογυρίζει μέσα στο νου του Έπαρχου της Νέλβορ: Άρχοντα Κάβμαρ, σε ειδοποιώ για τούτο επειδή επιθυμώ να έχω την υποστήριξή σου, σε περίπτωση που ο Μόρντεναρ αγνοήσει το αίτημά μου. Σε παρακαλώ, διαβεβαίωσέ με γι’αυτήν. Και, αν δε σου είναι δύσκολο, θα ήθελα να σου ζητήσω να του στείλεις κι εσύ επιστολή, τονίζοντάς του το ίδιο που του τόνισα κι εγώ: ότι η Ζιάθραλ μου δεν πρέπει να πειραχτεί.
Τι κόπανος που ήταν αυτός ο Έπαρχος της Σέλριγκ. Ορισμένες φορές, ο Κάβμαρ δεν τον άντεχε. Τι νόημα θα είχε να στείλει κι εκείνος μήνυμα στον Μόρντεναρ; Αν ο φανατικός αποφάσιζε να τους αγνοήσει, θα τους αγνοούσε και τους δύο! Πρέπει, όμως, κάπως να απαντήσω στον Μόλραν. Πολύ το έχω καθυστερήσει…
Σκούπισε τα χείλη και άφησε την πετσέτα του δίπλα στο πιάτο.
«Πώς σκοπεύετε να ενεργήσετε, Άρχοντά μου;» τον ρώτησε ο Τάνιρ. Ο Κάβμαρ τον είχε σχεδόν ξεχάσει.
«Θα περιμένω, πρώτα, να μιλήσω με τον Ράζλερ.»
«Τι παιχνίδι νομίζετε ότι παίζει ο μάγος;»
«Το δικό του παιχνίδι,» είπε ο Κάβμαρ. «Αλλά κάπου οι στόχοι μας συμπίπτουν.»
Ο καπνός που υψωνόταν στον ουρανό φαινόταν καθαρά, παρά τη σχετικά μεγάλη απόσταση και το γεγονός ότι είχε βραδιάσει. Ένα επιβλητικό, μαύρο σύννεφο είχε σχηματιστεί στους αιθέρες, λες και ο Μαναμάρ η Καταιγίδα να είχε εξοργιστεί με τους υπηρέτες του Κυρίου του.
Οι παρυφές του Δρακοδάσους ήταν σκιερές και σκεπασμένες με χιόνι. Το φεγγαρόφωτο αντανακλάτο απαλά επάνω στα χιονισμένα κλαδιά και φυλλώματα που απλώνονταν όμοια με πλάσματα ζωντανά. Ησυχία κυριαρχούσε παντού, εκτός από μερικούς απόμακρους ήχους, που χάνονταν στα βάθη των δασών, και εκτός από τη γρήγορη, λαχανιασμένη αναπνοή του κοντού άντρα.
Ο Ωθράγκος είχε ξανθά μαλλιά, μακριά περίπου ως το λαιμό, τα οποία έπεφταν στα μάτια του, καθώς έτρεχε, φοβισμένος για τη ζωή του. Το χιόνι γλιστρούσε κάτω απ’τα μποτοφορεμένα του πόδια, και ο άντρας είχε ήδη σωριαστεί αρκετές φορές επάνω σ’αυτό κι επάνω στις ρίζες των δέντρων. Τα γόνατα και οι αγκώνες του ήταν ματωμένα κάτω απ’τα ζεστά του ρούχα.
Σταμάτησε να τρέχει. Κοντοστάθηκε. Κοίταξε πίσω του, με φόβο. Μα κανείς δεν τον ακολουθούσε. Μονάχα σκιές, χιόνι, και φεγγαρόφωτο μπορούσε να δει. Τίποτα δεν κινείτο. Και ησυχία, πανταχόθεν. Ούτε το κροτάλισμα από πανοπλίες, ούτε ο ήχος που έκαναν τα ξίφη ανασυρόμενα από τα θηκάρια τους, ούτε… ο άντρας προσπάθησε ν’αφουγκραστεί με περισσότερη προσοχή… ούτε ο ήχος που κάνει το στέλεχος του βέλους όταν τρίβεται πάνω στο ξύλο του τόξου.
Είμαι ασφαλής, σκέφτηκε. Στην ερημιά μεν, αλλά ασφαλής.
Μια απόμακρη κραυγή αντήχησε από τα βάθη του δάσους, κάνοντάς τον να στρέψει απότομα το κεφάλι και να κοιτάξει ανάμεσα στα δέντρα, και στα δέντρα πίσω απ’αυτά, και στα δέντρα ακόμα πιο πίσω, μέχρι εκεί όπου τα πάντα τυλίγονταν στο σκοτάδι.
Δράκοι… Μα οι δράκοι δε βγαίνουν· έτσι λένε… Ο άντρας έτρεμε. Ίσως να είχε κάνει και λάθος, υπέθεσε. Ίσως τίποτα να μην είχε ακουστεί.
Ο αέρας δυνάμωσε, ο ουρανός σκοτείνιασε, και μια σφοδρή χιονόπτωση άρχισε.
Ο Ωθράγκος είχε ήδη ξεκινήσει να τρέχει ξανά, αναζητώντας κάποιο καταφύγιο. Αναρωτιόταν αν βρισκόταν κοντά στην Όρκαλ. Αλλά, ακόμα και να βρισκόταν κοντά της, τολμούσε ν’αφήσει την κάλυψη του Δρακοδάσους, να βγει στη δημοσιά, και να περάσει απέναντι; Μπορεί να μην είχε ακούσει τίποτα, μα… μα οι δαιμονισμένοι πολεμιστές –ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να τους κερατοκάρφωνε, τους ελεεινούς μπάσταρδους!– ίσως να βρισκόταν στο κατόπι του. Ή ίσως να κατόπτευαν την περιοχή και να τον ατένιζαν. Κι άμα τον ατένιζαν, θα τον σκότωναν κι αυτόν… όπως σκότωναν τους πάντες. Τρελοί ήταν, άραγε; Από πού έρχονταν; Πώς είχαν περάσει στο Νόρβηλ; Μήπως, ανήκαν στον Βασιληά Σάρναλ, τον Τύραννο του Ένρεβηλ; Μήπως, το Ένρεβηλ είχε εισβάλει; Αλλά πώς έγινε τόσο ξαφνικά;
Τι θα κάνω τώρα;
Γλίστρησε και έπεσε στο χιόνι, για πολλοστή φορά. Πόσες φορές είχε σωριαστεί; αναρωτήθηκε, συμπεραίνοντας πως του ήταν αδύνατον να θυμηθεί.
Προσπαθώντας να ορθωθεί, είδε κάτι να κινείται, και κατατρόμαξε. Τον είχαν βρει; Όμως, μετά, παρατήρησε ότι δεν ήταν αυτοί. Ήταν κάποιος που μάζευε κάτι από τα δέντρα. Κανονικός άνθρωπος! Κανονικός άνθρωπος, επιτέλους!
Έτρεξε προς το μέρος του. «Καλησπέρα! Καλησπέρα!» φώναξε, λαχανιασμένα. «Μην τρομάξεις! Δεν είμαι ληστής ή στοιχειό του δάσους.»
Ο νεαρός στράφηκε στο μέρος του. Ήταν ψηλός και σωματώδης, και μια χοντρή, γούνινη κάπα τον έντυνε. Στο αριστερό χέρι βαστούσε μια λάμπα, ενώ από τον αγκώνα του κρεμόταν ένα πλεκτό καλάθι. Τα μάτια του γυάλιζαν πράσινα μέσα από την κουκούλα του, ενώ το πρόσωπό του φαινόταν αρκετά καθαρά στο ασθενικό φως.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε, ατενίζοντας επιφυλακτικά.
«Κάφελ με λένε. Είμαι έμπορος. Από τη Μπένριγκ.» Σταμάτησε, για να πάρει ανάσες. «Με λήστεψαν. Στρατιώτες που κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Δεν έχετε δει τον καπνό; Έκαψαν το χωριό στα νότια. Μας κυνήγησαν. Δεν τους πειράξαμε.»
Ο νεαρός έκοψε δύο κάστανα και τα έριξε στο καλάθι του, που ήταν ήδη γεμάτο ως τη μέση. «Ποιοι είναι αυτοί;»
«Δεν ξέρω. Είδα ένα παράξενο έμβλημα στις σημαίες, πάντως. Πού βρίσκομαι; Είμαι κοντά στην Όρκαλ; Είναι ο δρόμος ανοιχτός;»
«Η δημοσιά είναι κλειστή από τα χιόνια, κύριε,» απάντησε ο νεαρός. «Οι άμαξες δεν περνάνε.»
«Ναι, το ξέρω αυτό,» είπε ο Κάφελ, έχοντας καταφέρει να ρυθμίσει κάπως την αναπνοή του. «Έμπορος είμαι. Δεν ερχόμουν μ’άμαξα ως εδώ. Όταν άκουσα ότι είχε χιονίσει στα μέρη γύρω απ’την Έριγκ– Δε ρωτούσα αυτό, όμως· ρωτούσα αν είναι… κανένας στρατιώτης στο δρόμο.»
«Δε νομίζω ότι είναι κανένας.»
«Πόσο μακριά είμαστε από την πόλη;»
«Βρισκόμαστε κοντά στο Ναό της Βιρκάνθα, κύριε,» είπε ο νεαρός. «Εκεί μένω. Είμαι ακόλουθος, και ονομάζομαι Νάλβαν.»
Ναός της Βιρκάνθα; Ναι, είχε ακούσει ότι υπήρχε ένας τέτοιος ναός, κοντά στην Όρκαλ. Από την ανατολική μεριά της δημοσιάς, στις παρυφές του Δρακοδάσους. Μάλλον, ο νεαρός δεν ψεύδεται.
«Θέλετε να σας οδηγήσω εκεί, κύριε; Η ιέρεια θα σας προσφέρει φιλοξενία.»
Ο Κάφελ ένευσε. «Ναι, αν έχεις την καλοσύνη. Σε παρακαλώ.»
«Ελάτε μαζί μου.» Ο Νάλβαν ξεκίνησε να βαδίζει, εγκαταλείποντας τη συλλογή κάστανων.
Ο Κάφελ τον ακολούθησε, νιώθοντας ξαφνικά τα πόδια του πολύ βαριά και το κορμί του απίστευτα κουρασμένο. Δεν έπρεπε να είχε σταματήσει ούτε για λίγο· τώρα, του ερχόταν να λιποθυμήσει.
«Ποιοι είναι αυτοί οι στρατιώτες που αναφέρατε, κύριε;» ρώτησε ο ακόλουθος του ναού.
«Δεν ξέρω,» απάντησε ο Κάφελ. «Τρελοί είναι… τρελοί.»
Ο Νάλβαν δε μίλησε· συνέχισε να βαδίζει, σιωπηρός.
Ύστερα από λίγο –μερικά λεπτά, απ’ό,τι υπολόγιζε ο έμπορος, προσπαθώντας να αγνοήσει την κούρασή του, που θόλωνε την κρίση του και του έλεγε ότι είχαν περάσει ώρες και ώρες–, φως φάνηκε μέσα από το σκοτάδι και τη χιονόπτωση. Ο Κάφελ διέκρινε ένα πέτρινο οικοδόμημα. Στους τοίχους του υπήρχαν ανοίγματα, μικρά, στενά, και μακριά· και απ’αυτά προερχόταν το φως. Σίγουρα, δεν ήταν παράθυρα, ενώ έμοιαζαν να βρίσκονται σε παράξενα ψηλό σημείο. Ο έμπορος, όμως, δε μίλησε στον συνοδοιπόρο του· περίμενε να πλησιάσουν περισσότερο.
Και, όταν έφτασαν κοντά στο ναό, κατάλαβε. Τα ανοίγματα υπήρχαν σε όλους τους τοίχους του στρογγυλού χτιρίου, και βρίσκονταν σε επίπεδο ύψους μίας παλάμης πάνω από την κεντρική είσοδο. Προφανώς, τα είχαν βάλει εκεί για να βγαίνει το φως και να μπορεί κάποιος ταξιδιώτης να δει το ναό μέσα στη νύχτα.
Η είσοδος ήταν στην κορυφή μερικών ξύλινων σκαλοπατιών, αποτελούμενη από δύο φύλλα, στις επιφάνειες των οποίων είχαν χαραχτεί λαξεύματα που ο Κάφελ δεν κατανοούσε. Πάνω από τη θύρα ήταν ένα άλλο λάξευμα, το οποίο ο έμπορος ήξερε: Το σύμβολο της Πάνσοφης Βιρκάνθα, Θεάς της Μάθησης, των Βοτάνων, και της Μαγείας.
Ο Νάλβαν έσπρωξε το δεξί φύλλο της πόρτας και μπήκε. «Σεβασμιότατη,» φώναξε. «Έφερα κάποιον μαζί μου.»
Ο Κάφελ πέρασε, διστακτικά, το κατώφλι. Το εσωτερικό του ναού ήταν αρκετά ευρύχωρο. Ένα μεγάλο τζάκι έκαιγε στο βάθος και ο χώρος ήταν στρωμένος με ζεστά χαλιά. Τέσσερις χοντροί κίονες στήριζαν το ταβάνι. Στους τοίχους, σύμβολα ήταν λαξευμένα, παρόμοια μ’αυτά που βρίσκονταν κι επάνω στην εξώπορτα. Κανείς άνθρωπος, όμως, δε φαινόταν τριγύρω.
«Πρέπει να παίρνουν βραδινό,» είπε ο Νάλβαν, κλείνοντας την πόρτα. «Αν και απορώ που η ιέρεια δεν με άκ–»
Μια κουρτίνα παραμερίστηκε από τη δεξιά μεριά, και μια γυναίκα εξήλθε. Ήταν ντυμένη με μακρύ, πράσινο χιτώνα, με διάφορα κεντήματα επάνω, και φορούσε δερμάτινα παπούτσια. Είχε μακριά, μαύρα μαλλιά, που έπεφταν μπροστά απ’τους ώμους της.
«Καλησπέρα, κύριε,» είπε.
Ο Κάφελ ένευσε σε χαιρετισμό. Πάντα βρισκόταν σε αμηχανία όταν γνώριζε κάποιον που δεν ήταν πελάτης. Η περίπτωση του Νάλβαν αποτελούσε εξαίρεση, γιατί ο έμπορος δεν ήταν στα συγκαλά του εκείνη τη στιγμή.
«Γεια σας,» αποκρίθηκε.
«Σεβασμιότατη, απο δώ ο κύριος Κάφελ,» τον σύστησε ο Νάλβαν. «Τον βρήκα στο δάσος. Λέει πως κάποιοι στρατιώτες τον λήστεψαν. Και μου ανέφερε και τον καπνό που είδα βγαίνοντας από το ναό. Υποστηρίζει πως το χωριό στα νότια καίγεται.»
«Είμαι η Ιέρεια Ριλάνα,» είπε η γυναίκα. «Σας καλωσορίζω στο ναό μου, κύριε Κάφελ. Παρακαλώ, περάστε. Ελάτε μαζί μου.» Παραμέρισε μια άλλη κουρτίνα, φανερώνοντας σκαλοπάτια και αρχίζοντας να τα ανεβαίνει.
Ο Κάφελ την ακολούθησε και βρέθηκε σ’ένα μικρό δωμάτιο με κλειστό παράθυρο και κρεβάτι.
«Ο ξενώνας μας δεν είναι μεγάλος,» είπε η Ριλάνα, απολογητικά, «γιατί, με την Όρκαλ τόσο κοντά, δεν έχουμε πολλούς επισκέπτες που να θέλουν να διανυκτερεύσουν.»
«Δεν πειράζει· ευχαριστώ πολύ.» Ο Κάφελ κάθισε στο κρεβάτι, εξουθενωμένος. Ξάπλωσε, ανάσκελα. «Ευχαριστώ.»
Θα τον έπαιρνε, κατευθείαν, ο ύπνος, αν δεν του μιλούσε η ιέρεια: «Θέλετε κάτι να φάτε;»
«Αν δεν είναι κόπος…»
Προτού ολοκληρώσει την πρότασή του, η Ριλάνα είχε φύγει απ’το δωμάτιο.
«Ευχαριστώ…» μουρμούρισε ο Κάφελ, και αποκοιμήθηκε.
Ένα ταρακούνημα τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Κύριε Κάφελ. Σας έφερα φαγητό. Και θέλω να μιλήσουμε.»
Ο έμπορος άνοιξε τα μάτια με δυσκολία, για να δει πάλι την ιέρεια. Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και κάθισε στην άκρια. «Με συγχωρείτε, που με πήρε ο ύπνος…»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» είπε η Ριλάνα. «Άλλωστε, φαίνεστε εξοντωμένος. Έβαλα κάτι δυναμωτικό στο φαγητό σας, για να σας αναζωογονήσει.» Του έδωσε έναν ξύλινο δίσκο, επάνω στον οποίο ήταν ένα πιάτο με ζεστή χορτόσουπα, ένα άλλο με ψημένα κάστανα, ένα τρίτο με βραστό κρέας, και μια πήλινη κούπα με αρωματικό τσάι του Δρακοδάσους. Ο Κάφελ το αναγνώρισε αμέσως, γιατί το εμπορευόταν συχνά.
«Ευχαριστώ,» μουρμούρισε, ακουμπώντας τον δίσκο στα γόνατά του και αρχίζοντας να τρώει.
Η ιέρεια τράβηξε ένα σκαμνί κοντά της και κάθισε αντίκρυ του. «Πες μου γι’αυτούς τους στρατιώτες που είπες και στον Νάλβαν,» ζήτησε. «Μπορώ να σου μιλάω στον ενικό, έτσι;»
Ο Κάφελ σταμάτησε να τρώει κι ένευσε. «Ναι, φυσικά.»
«Τι στρατιώτες ήταν;» Η Ριλάνα έμοιαζε ανυπόμονη να μάθει, σαν ήδη να ήξερε κάτι, ή σαν να είχε κάποιο κακό προαίσθημα· λένε πως οι ιερωμένοι και οι σοφοί έχουνε τέτοια. Κοίταζε τον Κάφελ έντονα, και ο έμπορος παρατήρησε ότι το δεξί της φρύδι χωριζόταν στα δύο, από κάποια ουλή. Μαχαιριά; Δε θα περίμενε μια ιέρεια να είχε μπλεχτεί σε καυγάδες…
«Δεν ξέρω τι ήταν ακριβώς. Πάντως, ήταν πολλοί. Χιλιάδες και χιλιάδες. Και έφεραν μια παράξενη σημαία που δεν αναγνώριζα. Έκαψαν το χωριό, τα διέλυσαν όλα. Εμάς –εμένα και το σύντροφό μου, κι οι δυο έμποροι– μας κυνήγησαν. Ήμασταν πάνω στ’άλογά μας και τρέχαμε, αλλά ήταν βαριά· είχαμε πραμάτεια φορτωμένη. Τόση πραμάτεια πήγε χαμένη…» Αναστέναξε. «Και τον σύντροφό μου τον πέτυχαν· τον είδα να πέφτει, μ’ένα βέλος καρφωμένο στην πλάτη. Ήταν παιδικός μου φίλος…» Το βλέμμα του Κάφελ χαμήλωσε, και ο έμπορος ένιωσε να έχει χάσει, ξαφνικά, την όρεξή του. «Τα καθάρματα. Λες και ήρθαν από κάποια κόλαση, Σεβασμιότατη…»
«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον Αντικαταστάτη Έπαρχο της Έριγκ.»
Ο Κάφελ ύψωσε το βλέμμα του. «Τον Αντικαταστάτη Έπαρχο;»
Η Ριλάνα ένευσε. «Ναι. Η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ Φερνάλβιν έχω ακούσει ότι βρίσκεται στο Νότο. Στη θέση της, άφησε τον Άρχοντα Δάρβαν.»
«Μάλιστα. Αλλά, ούτως ή άλλως, πρέπει να φύγουμε,» είπε ο Κάφελ. «Όταν ο στρατός περάσει από εδώ, θα τα καταστρέψει όλα. Δε νομίζω ότι θα σεβαστεί το ναό σας. Και, μάλλον, θα επιτεθεί και στην Όρκαλ. Η πόλη αποκλείεται να έχει αρκετούς μαχητές για ν’αντισταθεί. Μονάχα στην Έριγκ ίσως βρούμε προστασία.»
Η Ριλάνα σηκώθηκε. «Θα στείλω, πρώτα, έναν από τους ακόλουθούς μου στην Όρκαλ, για να ειδοποιήσει τις Αρχές εκεί. Και θα φύγουμε με το χάραμα. Σε ευχαριστούμε για την προειδοποίηση, Κάφελ.» Βγήκε από τον ξενώνα, βιαστικά.
Ο έμπορος συνέχισε να τρώει, έχοντας ξαναβρεί την όρεξή του, με λίγη παρότρυνση απ’το διαμαρτυρόμενο του στομάχι. Το φαγητό ήταν καλό, έπρεπε να παραδεχτεί. Κι αυτό το δυναμωτικό που είχε ρίξει μέσα η ιέρεια, ό,τι κι αν ήταν, έμοιαζε να τον επηρεάζει θετικά. Έφαγε τα πάντα και άφησε τον άδειο δίσκο παραδίπλα, ξαπλώνοντας.
Ο ύπνος τον ξαναπήρε.
Ο Ήρενκαρ κραύγασε, πονεμένα. Ο Κάφελ στράφηκε και τον είδε να ταλαντεύεται πάνω στη σέλα. Ένα βέλος ήταν καρφωμένο επάνω του! Ω Επουράνιε Βάνραλ, ήθελαν να τους σκοτώσουν! Γιατί; Γιατί; Ο Κάφελ έμπηξε τα τακούνια των μποτών του στις οπλές του αλόγου του, πετώντας από τη σέλα ό,τι βάρος υπήρχε. Πίσω του, ο Ήρενκαρ έπεφτε στο χιόνι και τα μουλάρια έτρεχαν απο δώ κι απο κεί, αφηνιασμένα, σκορπίζοντας την πραμάτεια που είχαν φορτωμένη επάνω τους.
Ένα βέλος σφύριξε.
Το άλογό του χτυπήθηκε. Σωριάστηκαν, αυτό κι εκείνος. Ο Κάφελ σηκώθηκε και έτρεξε… έτρεξε προς το δάσος. Δράκοι τον κυνήγησαν, και άνθρωποι με κέρατα και δαιμονικά ξίφη που έρρεαν αίμα. Δίπλα σ’ένα δέντρο αντίκρισε έναν μαύρο άντρα να στέκεται, ακουμπώντας το ένα του χέρι στον κορμό, ενώ τα μάτια του φλέγονταν. Ο διάβολος κοπάνησε τη γη με το σπαθί του. Ένα εκκωφαντικό ουρλιαχτό πόνου αντήχησε. Το έδαφος ράγισε, και αίμα εκτοξεύτηκε από μέσα, συνοδευόμενο από κουφάρια που στρίγκλιζαν.
«ΑΑΑ!»
Ο Κάφελ πετάχτηκε πάνω, τρέμοντας.
Η Ιέρεια Ριλάνα στεκόταν στο κατώφλι του ξενώνα. «Με συγχωρείς. Σε τρόμαξα;»
Ο Κάφελ ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να δαμάσει τον πανικό του. Δεν είμαι πια στο δάσος. Κι αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν· δεν είναι αληθινά. «Όχι, ιέρεια· δε φταις εσύ. Ονειρευόμουν. Είμαι πολύ ταραγμένος.»
«Φυσικό είναι.»
«Ερχόσουν να μου πεις κάτι;»
«Ναι. Ο ακόλουθος που έστειλα στην Όρκαλ επέστρεψε. Λέγοντάς μου ότι δεν μπόρεσε να φτάσει στην πόλη.»
Ο Κάφελ σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Γιατί;» Ήταν βέβαιος πως κάτι κακό είχε συμβεί· κάτι πολύ κακό.
«Είδε το στρατό. Αυτόν που ανέφερες…»
Ω θεοί…! «Έχουν φτάσει ως εδώ;»
«Ναι. Ο ακόλουθός μου δεν τόλμησε να πλησιάσει. Κάφελ, στις σημαίες τους έχουν ένα πορφυρό, ακτινοβόλο ξίφος, σωστά;»
Ο έμπορος ένευσε. «Το αναγνωρίζεις;»
«Είναι το σύμβολο του Άνκαραζ, του Θεού του Αίματος, η λατρεία του οποίου απαγορεύτηκε, ύστερα από τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ.»
Ο Κάφελ ρίγησε. «Κι αυτοί τον υπηρετούν ξανά;»
«Έτσι φαίνεται. Αν και αδυνατώ να καταλάβω από πού ήρθαν. Πάντως, ένα είναι το σίγουρο: πρέπει να φύγουμε. Απόψε. Μπορείς να ταξιδέψεις;»
«Το ρωτάς; Μπορώ να τρέξω εκατοντάδες χιλιόμετρα ακόμα, αν ξέρω ότι αυτοί οι διάβολοι βρίσκονται στο κατόπι μου, ιέρεια!»
Η Ριλάνα μειδίασε, λεπτά. «Εντάξει, τότε.» Στράφηκε και κατέβηκε τα σκαλοπάτια του ξενώνα.
Ο Κάφελ την ακολούθησε, νιώθοντας τα πόδια του μουδιασμένα. Ήλπιζε το μούδιασμα να περνούσε, μόλις άρχιζε να βαδίζει πάλι. Στη μεγάλη αίθουσα του ναού είδε συγκεντρωμένους οκτώ ακόλουθους: πέντε κορίτσια και τρία αγόρια, ανάμεσα στα οποία βρισκόταν και ο Νάλβαν. Κανένας δεν ήταν πολύ πάνω από είκοσι χρονών. Όλοι τους έφεραν σάκους στους ώμους και ήταν ντυμένοι με χοντρές κάπες. Η Ριλάνα πήρε τη δική της κάπα από το σημείο όπου ήταν τακτικά ριγμένη, δίπλα στο τζάκι, και τη φόρεσε, βάζοντας και την κουκούλα. Ο Κάφελ δεν είχε ανάγκη να φορέσει τη δική του, γιατί δεν την είχε βγάλει καθόλου. Ανοησία μου, σκέφτηκε. Τώρα, το κρύο θα μου φανεί διπλάσιο, έξω.
«Σάρε αλόσοπ Βιρκάνθα Νουμσάτε,» είπε η ιέρεια, και οι ακόλουθοι επανέλαβαν τα ίδια λόγια, σιγανότερα. Ο Κάφελ δεν ήξερε τι σήμαιναν, έτσι έμεινε σιωπηλός.
Η Ριλάνα πήρε έναν σάκο στον ώμο της.
«Τι ώρα είναι;» τη ρώτησε ο Κάφελ.
«Λίγο μετά τα μεσάνυχτα,» απάντησε εκείνη. «Η Έριγκ βρίσκεται μιας ημέρας οδοιπορία από εδώ. Αν βιαστούμε, θα φτάσουμε πολύ γρηγορότερα από το στράτευμα.»
Ο Κάφελ ένευσε. «Το ξέρω. Ας ξεκινήσουμε.»
Η Ριλάνα βάδισε προς την εξώθυρα και την άνοιξε. Ο έμπορος, που την είχε ακολουθήσει ως εκεί, βγήκε μαζί της και κοίταξε αμέσως τριγύρω. Στο βάθος, νότιο-δυτικά, μπορούσε να δει φωτιές αναμμένες μέσα στην αραιή χιονόπτωση. Ο στρατός. Ο στρατός του Άνκαραζ. Πόσοι νάναι, άραγε; Πέντε χιλιάδες; Δέκα; Είκοσι; Περισσότεροι; Θα φανούν οι υπερασπιστές της Έριγκ αρκετοί, για να τους αναχαιτίσουν;
Άκουσε τη Ριλάνα να κλείνει την πόρτα, ενώ και οι ακόλουθοι είχαν βγει.
«Ατόζοπ μορκάμι,» ψιθύρισε η ιέρεια, και κατέβηκε τα ξύλινα σκαλοπάτια.
Ο Κάφελ υπέθεσε ότι αυτή η παράξενη γλώσσα πρέπει να ήταν η γλώσσα των ιερέων και των σοφών που έλεγαν κάποιοι. Κατέβηκε κι εκείνος τα σκαλοπάτια και βάδισε πίσω από τη Ριλάνα, όπως και οι ακόλουθοί της.
Το χιόνι έπεφτε, ξαπλώνοντας στις κουκούλες και στους ώμους τους· ο βόρειος άνεμος σφύριζε ανάμεσα στα δέντρα· και από τα βάθη του Δρακοδάσους απόμακρες κραυγές αντηχούσαν, κάπου-κάπου.
*
Ο Μόρντεναρ παραμέρισε τον μπερντέ της σκηνής και μπήκε.
Ο Σάλκερμιρ καθόταν οκλαδόν επάνω στο χαλί, έχοντας ένα γυμνολέπιδο ξίφος ακουμπισμένο στα γόνατά του και αγγίζοντας με το ένα χέρι τη λαβή και με τ’άλλο τη λάμα. Τα μάτια του ήταν κλειστά, και φορούσε τα μαύρα ιερατικά του ράσα.
«Τι επιθυμείς, Άρχοντά μου;» ρώτησε, δίχως ν’ανοίξει τα βλέφαρα.
«Ο Θάνατος για τον οποίο έλεγες δεν έχει ακόμα εμφανιστεί.»
«Θα έρθει.»
«Πότε;» ρώτησε, επιτακτικά, ο Μόρντεναρ. «Οι μαχητές έχουν ήδη αρχίσει να παραξενεύονται που έχω διπλασιάσει τις φρουρές γύρω από το στρατόπεδο.»
Ο Σάλκερμιρ άνοιξε τα μάτια και ατένισε τον Άρχοντα της Σέρνιντοκ, ο οποίος ήταν ντυμένος με μαύρη κάπα με χρυσά σιρίτια, πορφυρό πανωφόρι, και μελανό παντελόνι. Από τη μέση του κρεμόταν το ξίφος του.
«Ο Θάνατος θα έρθει όταν έρθει.»
«Πολύ με βοηθάς, ιερέα!» είπε ο Μόρντεναρ, στενεύοντας τα μάτια.
Ο Σάλκερμιρ ορθώθηκε, θηκαρώνοντας το ξίφος του. «Σου μεταφέρω ό,τι μου μεταφέρει ο Κύριός μας της Μάχης.»
«Δεν μπορώ να περιμένω άλλο για να γδάρω αυτόν τον κόπανο, είτε πρόκειται για δαίμονα είτε για άνθρωπο! Θέλω να τον ξεφορτωθώ, τώρα.» Τα μαύρα μάτια του Μόρντεναρ γυάλισαν στο φως της λάμπας. «Δε θα έχω τη δική του έννοια στην πολιορκία της Έριγκ!»
«Άρχοντά μου! δεν μπορώ να τον επικαλεστώ μέσα από τον αέρα, σαν παραμυθένιος μάγος!» αντιγύρισε ο Σάλκερμιρ. «Θα πρέπει να τον περιμένουμε, και να είμαστε σε ετοιμότητα, κάθε στιγμή.»
«Τουλάχιστον, θα τον καταλάβεις όταν ζυγώσει; Θα με ειδοποιήσεις;»
«Θα προσπαθήσω.»
Ο Μόρντεναρ σταύρωσε τα χέρια μπροστά του, κουνώντας το κεφάλι. «Να τον πάρει και να τον ανασκολοπίσει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ! Αν δεν είχα αυτή την πολιορκία να διεξάγω, δε θα μ’ενδιέφερε. Έχω μάθει να περιμένω, ιερέα. Αλλά τώρα δε θέλω –δεν πρέπει– να έχω εχθρικές δυνάμεις στα νώτα μου.»
«Ήδη έχουμε αφήσει πολλές πόλεις απείραχτες πίσω μας…»
«Αλλά θα επιστρέψουμε γι’αυτές,» αποκρίθηκε ο Μόρντεναρ, μ’ένα λυκίσιο μειδίαμα, «όταν θα έχουμε εκπορθήσει την Έριγκ και θα έχουμε αρχίσει να κατευθυνόμαστε προς το Νότο. Ο Θάνατος, όμως, είναι κάτι το διαφορετικό. Ή, μήπως, λαθεύω;»
«Δε λαθεύεις, Άρχοντά μου,» είπε ο Σάλκερμιρ. «Αλλά δεν μπορείς να κάνεις και κάτι για να τον αναγκάσεις να εμφανιστεί πριν της ώρας του.»
«Πώς τον κάλεσε ο Άργκελ; Μέσω κάποιου ξορκιού; Τα πράγματα αρχίζουν να περιπλέκονται με τον τρισκατάρατο Εχθρό!»
«Τα πράγματα ήταν μπλεγμένα εξαρχής. Γιαυτό κιόλας ο Δεινός μας Κύριος ανησύχησε κι αποφάσισε ξανά να δράσει, νιώθοντας πως η ώρα για πόλεμο ζυγώνει, οσμιζόμενος το αίμα που δεν έχει ακόμα χυθεί.»
«Όταν έχεις κάτι παραπάνω να μου πεις, μην καθυστερήσεις ούτε για ν’αναπνεύσεις,» του είπε ο Μόρντεναρ, και βγήκε απ’τη σκηνή.
Ο αέρας απέξω ήταν παγερός. Οι νιφάδες του χιονιού χάιδεψαν τα μάγουλα και το μέτωπο του Άρχοντα της Σέρνιντοκ. Το βλέμμα του στράφηκε στην πόλη που βρισκόταν βόρεια της κατασκήνωσης του στρατού του. Την πόλη που ονομαζόταν Όρκαλ. Την οποία είχαν πλησιάσει βράδυ, έτσι κανείς δεν είχε βγει από εκεί, για να τους ρωτήσει ποιοι ήταν και τι ήθελαν. Ωστόσο, ο Μόρντεναρ μπορούσε να δει τις φωτιές στα τείχη, καθώς και τις σκιερές μορφές που κινούνταν πίσω από το παραπέτασμα του χιονιού. Η Όρκαλ βρισκόταν σε αναστάτωση, αν και, μάλλον, κανείς δεν πίστευε ότι ο στρατός κοντά τους ήταν εχθρικός. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να εισβάλει ένας εχθρικός στρατός μέχρις εδώ, δίχως κανείς να το μάθει; Ήταν αδύνατον.
Ο Μόρντεναρ μειδίασε. Πόσο γρήγορα ξεχνάνε οι άνθρωποι. Οι Πόλεμοι της Φεν εν Ρωθ κοντεύουν να γίνουν θρύλος για κάποιους… κι όμως, ήταν χτες.
«Άρχοντά μου.»
Στράφηκε, για να δει τον Θάνεμιρ να πλησιάζει, ντυμένο με αλυσιδωτή αρματωσιά και γούνινη κάπα. Τα μποτοφορεμένα πόδια του ποδοπατούσαν το χιονισμένο έδαφος και βυθίζονταν ως τις κνήμες.
«Τι συμβαίνει;»
«Εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό, Άρχοντά μου. Γιατί τόσες φρουρές; Ποιος ο λόγος; Οι στρατιώτες θέλουν να μάθουν, και απάντηση δεν έχω να τους δώσω.»
«Είμαι επιφυλακτικός,» είπε ο Μόρντεναρ, παγερά σαν το χιόνι.
«Δεν είμαι αστοιχείωτος, Άρχοντά μου! Πολεμούσαμε μαζί κάποτε. Κι οι δυο ξέρουμε πως δε θα έβαζες τόσες φρουρές αν δεν ήξερες ότι κάποιος εχθρός βρίσκεται κοντά. Φοβάσαι δολιοφθορά, σωστά; Φοβάσαι ότι κάποιος θα εισβάλλει στην κατασκήνωσή μας.»
«Αφού αντιλαμβάνεσαι, γιατί ρωτάς;»
«Για να μάθω περισσότερα.»
«Γιατί;» αντιγύρισε, απότομα, ο Μόρντεναρ. «Νομίζεις ότι θα μπορούσες να βοηθήσεις;»
«Ίσως ναι, ίσως όχι. Μα θέλω να ξέρω ποιος μπορεί να έρθει να με μαχαιρώσει τη νύχτα!» Η φωνή του Θάνεμιρ δεν ήταν δυνατή· καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε οι στρατιώτες να τους ακούσουν να διαφωνούν.
«Έλα στη σκηνή μου.» Ο Μόρντεναρ βάδισε μες στο χιόνι. Ο διοικητής του τον ακολούθησε.
Όταν βρίσκονταν στο ζεστό εσωτερικό της σκηνής, ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ γέμισε μια κούπα με δυνατό κρασί, κατάλληλο για το κρύο, και την έδωσε στον Θάνεμιρ.
«Ο Σάλκερμιρ με προειδοποίησε ότι ο Θάνατος έρχεται.»
Ο Θάνεμιρ, που ήταν έτοιμος να πιει την πρώτη του γουλιά, σταμάτησε. «Τι σημαίνει τούτο;»
«Ούτε ο ίδιος δεν ξέρει. Υποστηρίζει ότι ο Θάνατος θα γλιστρήσει μέσα στην κατασκήνωσή μας, με σκοπό να σκοτώσει εμένα, εκείνον, και όλους τους διοικητές του στρατού.»
«Και πώς το κατάλαβε αυτό, ο ιερέας;»
«Ο Κύριός μας του το αποκάλυψε, φυσικά.» Ο Μόρντεναρ έλυσε την κάπα του και κάθισε σε μια ξύλινη πολυθρόνα, σταυρώνοντας τα πόδια του στον αστράγαλο και τους πήχεις του στο στέρνο.
«Αυτό και τίποτ’άλλο; Τι θα πει ‘θα έρθει ο Θάνατος’; Δε βγάζει νόημα. Εννοεί κάποιον δολοφόνο;» Ο Θάνεμιρ γέλασε κοφτά. «Θα πρέπει να είναι πολύ καλός δολοφόνος, για να πιστεύει ότι μπορεί να εισβάλει στο στρατόπεδό μας και να προκαλέσει τόσο μεγάλη ζημιά.»
«Αφύσικα καλός,» τόνισε ο Μόρντεναρ.
Ο Θάνεμιρ τού έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα απορίας.
«Ναι, υποπτεύομαι ότι μπορεί να μην πρόκειται για κάτι το ανθρώπινο,» του είπε ο Μόρντεναρ. «Ίσως να είναι κάποιος δαίμονας, που ο Άργκελ επικαλέστηκε και έστειλε εναντίον μας, με τη βοήθεια του Εχθρού.»
«Δε μ’αρέσει τούτο,» μούγκρισε ο Θάνεμιρ, πίνοντας ακόμα μια γουλιά κρασί. «Ίσως θάπρεπε, τελικά, να πάμε κατευθείαν στη Νουάλβορ.»
«Όχι,» διαφώνησε ο Μόρντεναρ. «Το σχέδιό μας είναι καλό. Η Έριγκ είναι η μεγαλύτερη δύναμη μετά από την πρωτεύουσα. Θα την υποτάξουμε πρώτη και, ύστερα, θα προχωρήσουμε. Εξάλλου, τώρα που λείπει και η Φερνάλβιν, είναι ευκαιρία.»
«Ένας από τους χωρικούς είπε στους στρατιώτες μου ότι η Έπαρχος έχει αφήσει ως Αντικαταστάτη της έναν Άρχοντα Δάρβαν. Τι ξέρεις για την αφεντιά του;»
«Πότε μίλησαν οι στρατιώτες σου με χωρικό;» απόρησε ο Μόρντεναρ.
«Εκείνος προθυμοποιήθηκε να τους μιλήσει. Δήλωσε ότι είχε να τους δώσει μια σημαντική πληροφορία, άμα άφηναν αυτόν και την οικογένειά του να φύγουν. Η ‘σημαντική πληροφορία’ ήταν ότι η Φερνάλβιν είχε εγκαταλείψει την Έριγκ, θέτοντας τον Άρχοντα Δάρβαν ως Αντικαταστάτη της. Φυσικά, οι στρατιώτες μου σκότωσαν τον χωρικό, γιατί δεν ήταν και κανένα σπουδαίο νέο τούτο. Αλλά πες μου: ξέρεις τίποτα για τον Δάρβαν;»
«Είναι γιος της Αρχόντισσας Ρικέλθης. Της συζύγου του μακαρίτη Επάρχου-Κεντροφύλακα Άνγκεδβαρ.»
«Της Αρχόντισσας Ρικέλθης; Αυτή ήταν μαζί με τη συνοδεία τους. Νομίζω ότι την είδα όταν με είχαν αιχμαλωτίσει.»
«Ο Δάρβαν αμφιβάλλω αν έχει δει ποτέ του πόλεμο. Ή, μάλλον, είμαι σίγουρος πως δεν έχει δει. Άντε να έχει εμπλακεί σε καμια σύγκρουση με τοπικούς ληστές. Θα είναι σαν πρόβατο μπροστά μας. Δε θα δυσκολευτούμε να πάρουμε την πόλη, πιστεύω. Εύχομαι μονάχα να παρουσιαστεί σύντομα ο Θάνατος του Σάλκερμιρ, για να τον ξεκάνουμε και να μη μας απασχολήσει τότε, που θα χρειάζεται νάχουμε την προσοχή μας αλλού.»
«Δε θα μας ειδοποιήσει ο ιερέας, όταν βρίσκεται κοντά;»
«Μου είπε ότι θα προσπαθήσει.»
«Δε βλέπει και πολλά, λοιπόν…»
«Βλέπεις περισσότερα, Θάνεμιρ;»
«Δεν είμαι ιερέας, Άρχοντά μου. Πάντως, αν χρειαστείς τίποτα, ενημέρωσέ με. Το ξίφος μου βρίσκεται στο πλευρό μου» –ακούμπησε το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του– «κι αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι.»
«Αν ο αντίπαλός σου δεν είναι από σάρκα και οστά, θα σε προδώσει…»
«Αν δεν έχει σάρκα και οστά, δε θα μπορεί και να βλάψει σάρκα και οστά,» είπε ο Θάνεμιρ. «Θάναι νεκρός! σαν τα πνεύματα τα οποία στοιχειώνουν τώρα τον τόπο που οι ιερείς ονόμασαν Φεν εν Ρωθ.»
Ο Μόρντεναρ φάνηκε σκεπτικός.
«Καληνύχτα, Άρχοντά μου.» Ο Θάνεμιρ στράφηκε απ’την άλλη και παραμέρισε την κουρτίνα της σκηνής.
«Θάνεμιρ.»
Ο διοικητής κοίταξε τον Μόρντεναρ πάνω απ’τον ώμο του.
«Ο Σάλκερμιρ μού είπε και κάτι ακόμα, που δε σου ανέφερα… Μου είπε ότι ο Θάνατος που θα έρθει θα είναι ένας άνθρωπος νεκρός.»
Ο Θάνεμιρ χλόμιασε· δεν αποκρίθηκε.
Ο Μόρντεναρ συνέχισε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα: «Μη μιλήσεις για όσα κουβεντιάσαμε. Εκτός κι αν υπάρχει πολύ καλός λόγος. Ξέρεις πώς διαστρεβλώνονται κάτι τέτοιες φήμες για πνεύματα, δαίμονες, και στοιχειά. Έτσι και το ηθικό του στρατού μου πέσει εξαιτίας αυτών των αηδιών, θα σε θεωρήσω υπεύθυνο.»
«Μην ανησυχείς, Άρχοντά μου,» είπε ο Θάνεμιρ· αλλά η φωνή του ακουγόταν ξερή και τρομαγμένη. Εγκατέλειψε τη σκηνή, αφήνοντας τον μπερντέ να πέσει πίσω του.
Το χιόνι και το σκοτάδι τούς είχαν τυφλώσει. Μονάχα η Ιέρεια Ριλάνα φαινόταν ικανή να προσανατολίζεται. Ο Κάφελ δε θα το καταλάβαινε ακόμα κι αν είχαν, κατά λάθος, στραφεί νότια και κατευθύνονταν προς τον αιμοδιψή στρατό του Άνκαραζ. Ωστόσο, πίστευε πως η οδηγός τους αποκλείεται να είχε κάνει τέτοιο λάθος. Του φαινόταν αρκετά σίγουρη, κρίνοντας από τον τρόπο που βάδιζε, αποφασιστικά, στηριζόμενη σ’ένα χοντρό κλαρί που είχε κόψει καθοδόν.
Το χιόνι που κάλυπτε τη γη έφτανε ως την κορυφή των μποτών του Κάφελ, δηλαδή λίγο πιο κάτω από το γόνατο, ενώ αυτό που έπεφτε από τον σκοτεινό ουρανό προσγειωνόταν επάνω του, τυλίγοντάς τον στην παγερή του αγκαλιά. Ο έμπορος τιναζόταν, πού και πού, για να το ρίχνει από την κάπα του.
Συχνά-πυκνά, έριχνε καμια ματιά στους κουκουλωμένους ακόλουθους της Ριλάνα. Οι νεαροί έμοιαζαν να έχουν μεγάλη εμπιστοσύνη στην ιέρειά τους· ακολουθούσαν τα βήματά της χωρίς δισταγμό, και δεν καθυστερούσαν. Επίσης, ο Κάφελ πρόσεξε και κάτι ακόμα: ότι πρέπει να υπήρχε πολύ ισχυρό το αίσθημα της ομάδας ανάμεσα σ’αυτούς τους ανθρώπους. Ο ένας στήριζε τον άλλο, όταν εκείνος παραπατούσε ή όταν φαινόταν να κουράζεται· ο ένας ψιθύριζε στον άλλο λόγια που ο έμπορος δεν μπορούσε ν’ακούσει αλλά υπέθετε ότι ήταν ενθαρρυντικά ή ερωτήσεις σχετικά με το πώς τα πήγαινε· και όλοι τους προχωρούσαν κοντά-κοντά, σαν να έπαιρναν δύναμη έτσι. Ο Κάφελ δεν το είχε δει πουθενά αυτό. Ακόμα και ορισμένες μισθοφορικές συντροφιές που γνώριζε είχαν μεγάλη διαφορά. Περισσότερο με επαγγελματίες κερδοσκόπους έμοιαζαν, οι οποίοι μάχονταν επιδέξια και αποτελεσματικά όταν παρουσιαζόταν ανάγκη· δε θύμιζαν μια σφιχτοδεμένη ομάδα, όμως.
Αναρωτιέμαι τι είναι εκείνο που δένει τους ακόλουθους της Ριλάνα έτσι.
Είναι παράξενο το πόσο αρχίζεις να σκέφτεσαι, όταν ταξιδεύεις επίμονα υπό αντίξοες συνθήκες. Ο Κάφελ δεν είχε ποτέ ξανά ζήσει κάτι τέτοιο. Μέσα στη σφοδρή χιονόπτωση, στον άνεμο, και στο χιόνι που είχε πλημμυρίσει τη γη, δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνει. Επικεντρωνόταν στο να προχωρά και να προχωρά, ακολουθώντας την ιέρεια της Βιρκάνθα και τους ακόλουθούς της… και, εν τω μεταξύ, το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, μην μπορώντας να σταματήσει.
Ούτε που το κατάλαβε όταν έφτασαν στο πρώτο χωριό.
Η Ριλάνα τούς έκανε νόημα να σταματήσουν, και είπε μέσα απ’την κουκούλα της κάπας της: «Πρέπει να τους προειδοποιήσουμε για το στρατό που έρχεται. Να φύγουν, να πάνε στην Έριγκ. Χωριστείτε κι αρχίστε να χτυπάτε πόρτες. Θα συναντηθούμε όλοι στη βόρεια άκρη του χωριού, το συντομότερο δυνατό.»
Ο Κάφελ κατένευσε, όπως και οι ακόλουθοι του ναού.
Καθώς χάραζε, ξεκίνησαν να χτυπάνε τις πόρτες του χωριού, λέγοντας στους ανθρώπους που τους άνοιγαν –ή φωνάζοντας σε αυτούς που δεν τους άνοιγαν– ότι μεγάλος κίνδυνος τούς ζύγωνε: ένας εχθρικός στρατός που κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμά του. Μονάχα στην Έριγκ μπορεί να έβρισκαν ασφάλεια, και εκεί έπρεπε να πάνε, το γρηγορότερο.
Ο Κάφελ είδε πολλούς να ετοιμάζονται αμέσως, για να ταξιδέψουν, ενώ άλλοι παρέμεναν διστακτικοί, μουρμουρίζοντας. «Μην είστε ανόητοι!» φώναξε σε αρκετούς από αυτούς. «Δε λέμε ψέματα! Άμα έρθουν εδώ, θα σας σκοτώσουν όλους! Σας παρακαλώ, βιαστείτε! Πηγαίνετε στην Έριγκ! Στην Έριγκ!» Ωστόσο, δεν καθυστέρησε περισσότερο· έτρεξε προς το βόρειο άκρο του χωριού, όπου η ιέρεια και οι υπόλοιποι είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν.
«Να πάρει!» του είπε η Ριλάνα. «Γιατί άργησες;»
«Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα,» αποκρίθηκε ο Κάφελ.
«Είδες τη Ζιάλα; Μια απ’τις ακόλουθους του ναού μου;»
«Δεν την ξέρω, Σεβασμιότατη· μα δε νομίζω να την είδα, ούτως ή άλλως.» Ο έμπορος έριξε μια ματιά τριγύρω, και διαπίστωσε ότι η εν λόγω κοπέλα πρέπει να έλειπε, αφού τώρα οι ακόλουθοι ήταν εφτά στο σύνολο, όχι οκτώ, όπως στην αρχή.
Η Ριλάνα κοίταξε πάνω απ’τον ώμο του Κάφελ. «Α, νάτη.» Αναστέναξε, ανακουφισμένη. Αγαπά πολύ τους ακόλουθούς της. Σαν παιδιά της τους έχει.
Μια κουκουλοφόρος κοπέλα πλησίασε.
«Τι έκανες τόση ώρα;» τη ρώτησε, απότομα, η ιέρεια.
«Με συγχωρείτε, Σεβασμιότατη,» αποκρίθηκε εκείνη. «Ήταν κάτι άνθρωποι που φώναζαν ότι τους έλεγα ψέματα. Προσπάθησα να τους πείσω–»
«Κακώς,» τη διέκοψε η Ριλάνα. «Τους προειδοποιήσαμε, όπως οφείλαμε. Τώρα πρέπει να πηγαίνουμε. Κι απ’ό,τι βλέπω, το χιόνι έχει κόψει λίγο· θα ταξιδέψουμε ευκολότερα.»
Η χιονόπτωση, όντως, είχε κόψει λίγο, μα ο Κάφελ αμφέβαλλε αν, λόγω αυτού, θα ταξίδευαν ευκολότερα. Το χιόνι στο έδαφος εξακολουθούσε να του φτάνει ως την κορυφή των μποτών, και, μάλλον, δε θα έλιωνε σύντομα. Βέβαια, έπρεπε να παραδεχτεί ότι η θολούρα είχε καθαρίσει, και το πρωινό φως της αυγής είχε αντικαταστήσει το σκοτάδι της νύχτας· τώρα, ο Κάφελ μπορούσε να δει πολύ πιο μακριά και, σίγουρα, ήταν ευκολότερο να προσανατολιστεί κανείς.
«Ελάτε,» είπε η Ριλάνα. «Θ’ακολουθήσουμε τη δημοσιά απο δώ και στο εξής. Προσέχετε μη γλιστρήσετε· οι χιονισμένες πλάκες είναι πολύ επικίνδυνες.»
Μάλλον, δε θα μας χρειαστεί και πολύς προσανατολισμός, τελικά, σκέφτηκε ο Κάφελ, ακολουθώντας την ιέρεια και τους υπόλοιπους επάνω στο δρόμο, και ξεκινώντας να συμπορεύεται βόρεια, ενώ, ταυτόχρονα, άρχισε να καταλαβαίνει πως η Ριλάνα είχε πει εκείνο το «θα ταξιδέψουμε ευκολότερα» περισσότερο για να εμψυχώσει τους ακόλουθούς της παρά για οποιονδήποτε άλλο, ρεαλιστικό λόγο.
Ο Κάφελ έριξε μια ματιά πίσω του, προσπαθώντας να δει όσο πιο μακριά τού επέτρεπε η αραιή χιονόπτωση. Κανείς δε φαίνεται να μας ακολουθεί, παρατήρησε. Όταν η ιέρεια είχε προστάξει να ταξιδέψουν επάνω στο δρόμο, εκείνος είχε φοβηθεί πως ίσως να τους ατένιζαν τυχόν ανιχνευτικές ομάδες του στρατού του Άνκαραζ. Όμως, τώρα διαπίστωσε πως καμία δε φαινόταν. Ή ίσως εγώ να μην τις βλέπω…
Η σκέψη τούτη γαργαλούσε το νου του σαν την κόψη ενός καλοακονισμένου μαχαιριού, καθώς προχωρούσε μηχανικά. Και, έτσι όπως έτρεχαν οι συλλογισμοί του, ανακάλυψε ότι η ανησυχία του γινόταν, σταδιακά, πολύ, πολύ βασανιστική. Από ένα σημείο και ύστερα, περισσότερο πίσω κοιτούσε παρά μπροστά. Και, κάποτε, νόμισε πως διέκρινε σκιερές έφιππες μορφές στο βάθος. Η καρδιά του αναπήδησε μες στο στήθος του· μα, έπειτα, οι μορφές χάθηκαν, και ίσως… ίσως να μην ήταν παρά δημιουργήματα της φαντασίας μου.
Και της κούρασης μου…
Της κούρασης που είχε αρχίσει να τον καταβάλει απίστευτα. Ή, μάλλον, το απίστευτο ήταν πως είχε αντέξει ως τώρα. Πρέπει να βαδίζουμε τουλάχιστον πέντε ώρες, κι ακόμα δεν έχω πέσει…! Κανονικά, θα έπρεπε να βρίσκεται φαρδύς πλατύς μέσα στο χιόνι, βορά για τους πεινασμένους λύκους. Αναρωτιόταν τι ήταν εκείνο που τον ωθούσε να συνεχίζει. Καθώς επίσης και τι ήταν εκείνο που ωθούσε τους ακόλουθους της Ριλάνα να συνεχίζουν. Αλλά εγώ είμαι μακράν πιο κουρασμένος από αυτούς· έπρεπε να με σέρνουν τώρα πλέον. Και, για μια στιγμή, νόμιζε πως, όντως, θα κατέρρεε, και οι σύντροφοί του θ’αναγκάζονταν να τον σύρουν, ή να τον αφήσουν μες στο χιόνι–
Δεν ωφελεί να σκέφτομαι έτσι! Απλά αποθαρρύνομαι. Επικεντρώθηκε πάλι στο να προχωρά και να προχωρά και να προχωρά, αγνοώντας τους πόνους στα πόδια και την εξάντληση στο σώμα του. Η αγαπημένη του, στην Μπένριγκ, πάντα παραπονιόταν ότι ήταν λιγάκι παχουλός στο στομάχι και στην κοιλιά· αλλά τώρα πρέπει να είχε χάσει κάθε ίχνος πάχους. Επομένως, ουδέν κακόν αμιγές καλού, όπως λένε… αν και μπορεί, στο τέλος, αυτό να αποδειχτεί ψέμα. Όλα θα εξαρτιόνταν απ’το αν θα έμενε ζωντανός, μετά από τούτη την ιστορία, ή αν θα πέθαινε…
Η Ριλάνα τούς έκανε νόημα να σταματήσουν και να πλησιάσουν το Δρακοδάσος, ανατολικά της δημοσιάς. «Πρέπει να ξεκουραστούμε,» τους είπε. «Αλλιώς, θα καταρρεύσουμε.»
Μπήκαν στις παρυφές του δάσους, ενώ η χιονόπτωση είχε σταματήσει και ο ήλιος φώτιζε δυνατά στον ουρανό: όμως στον Κάφελ έδινε την εντύπωση πως το φως του ήταν παγωμένο σαν το χιόνι.
Η Ριλάνα καθάρισε μερικές πέτρες, έριξε δέρματα επάνω, και κάθισε σε μία απ’αυτές, καρφώνοντας το μπαστούνι της στο χιόνι και βαριανασαίνοντας.
«Μη χαλαρώσετε πολύ,» είπε στους υπόλοιπους, καθώς κι εκείνοι κάθονταν. «Και προπάντων μην κοιμηθείτε· γιατί, μετά, ίσως να μη μπορείτε να σηκωθείτε εγκαίρως. Και δεν πρέπει να καθυστερήσουμε. Θα έρθει ο στρατός.»
Ο Κάφελ ήξερε ότι η ιέρεια είχε δίκιο. Ο ύπνος, όμως, του φαινόταν μεγάλος πειρασμός ετούτη τη στιγμή. Ακόμα και καθιστός, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατά του, ήταν έτοιμος να κοιμηθεί. Ο πόνος της οδοιπορίας τον διαπερνούσε πατόκορφα… και πόσο όμορφα θα ήταν να γλιστρήσει σε μια σκοτεινή λήθη, για μερικές ώρες… χωρίς καμία σκέψη να ταλαιπωρεί το νου του.
Βλεφάρισε, προσπαθώντας να συνέλθει. Ήταν, όμως, δύσκολο να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, βλέποντας όλους του τους συντρόφους επίσης έτοιμους ν’αποκοιμηθούν και ακούγοντας το σφύριγμα του αγέρα μέσα από τα δέντρα, σαν γλυκό νανούρισμα. Πόσο αιχμάλωτοι του σώματός μας είμαστε… αναλογίστηκε· και εξεπλάγη με τον εαυτό του, γιατί εκείνος ποτέ δε σκεφτόταν τόσο φιλοσοφικά, και, μάλιστα, κορόιδευε όσους έλεγαν κάτι τέτοια.
Ξαφνικά, η Ριλάνα έσπασε τη σιγαλιά του χιονιού και του ανέμου: «Θέλετε φαγητό;» Άνοιξε το σάκο της. «Ας φάμε. Θα χρειαστούμε όσες περισσότερες δυνάμεις μπορούμε να έχουμε.»
Ναι, φαγητό. Το είχα ξεχάσει. Ο Κάφελ δέχτηκε το σταφιδόψωμο που του έδωσε η ιέρεια κι άρχισε να το μασουλά. Τριγύρω, οι ακόλουθοι είχαν βγάλει το δικό τους φαγητό, και ήταν όλοι σιωπηλοί καθώς έτρωγαν.
«Τι λέτε; Να πούμε μια συλλογική ιστορία;» τους ρώτησε η Ριλάνα.
Συλλογική ιστορία; απόρησε ο Κάφελ.
Η ιέρεια στράφηκε, για να τον κοιτάξει. Μάλλον, είχε δει την απορία στο βλέμμα του. «Θα δείξουμε και στον κύριο Κάφελ τι είναι αυτό, ο οποίος, προφανώς, δεν ξέρει. Ποιος θα αρχίσει την αφήγηση; Να αρχίσω εγώ;»
«Ναι, Σεβασμιότατη,» είπε ο Νάλβαν.
«Εντάξει,» αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά εσύ είσαι επόμενος,» πρόσθεσε, πειραχτικά. Και ξεκίνησε: «Μια φορά κι έναν καιρό, επάνω στην πλαγιά ενός παγωμένου όρους, καθόταν ένα μικρό αγόρι, ανεπηρέαστο από το ψύχος…» Κοίταξε τον Νάλβαν.
«Έτσι, οι θεοί το ζήλεψαν,» είπε εκείνος, ξεφυσώντας κουρασμένα, «και αποφάσισαν να το κλέψουν–»
«Ίσως απλά να ήταν Καρμώζ!» τον διέκοψε η Ζιάλα.
«Περίμενε τη σειρά σου,» της είπε η Ριλάνα.
Ο Κάφελ μειδίασε, τρώγοντας το σταφιδόψωμό του. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τι ήταν αυτή η συλλογική ιστορία, καθώς επίσης και τι προσπαθούσε να κάνει η ιέρεια. Προσπαθεί να μας κρατήσει ξύπνιους. Είχε αρχίσει να θαυμάζει ετούτη την άγνωστη γυναίκα. Έμοιαζε τόσο καλή και βέβαιη σε όλα όσα έκανε…
Οι ακόλουθοι συνέχισαν να αφηγούνται, ενώ ο Κάφελ τούς παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Οι ομιλίες είχαν διώξει την υπνηλία του· η ιστορία που έλεγαν έπαιρνε και διαφορετική τροπή με κάθε αφηγητή που άλλαζε.
Αρχικά, ο Κάφελ δεν έδωσε σημασία στον καλπασμό που ήρθε από τα νότια. Μετά, όμως, στράφηκε, ταραγμένος, και ατένισε. Άλογα δεν είδε, μα εξακολούθησε ν’ακούει το ποδοβολητό τους.
«Καβαλάρηδες έρχονται!» είπε. «Καβαλάρηδες! Ανιχνευτές, μάλλον. Κρυφτείτε!»
Η Ριλάνα σηκώθηκε όρθια. Αφουγκράστηκε, ενώ όλοι σώπαιναν γύρω της. Έγνεψε καταφατικά. «Στο δάσος!» είπε. «Γρήγορα.» Προτού τελειώσει την προτροπή της, οι μισοί ακόλουθοι βρίσκονταν ήδη πίσω απ’τα δέντρα. «Πιο μέσα, πιο μέσα!» τους παρότρυνε η ιέρεια, καθώς ο Κάφελ την ακολουθούσε στο εσωτερικό του Δρακοδάσους. «Βρείτε κάπου να κρυφτείτε καλά– Να εκεί!» Έδειξε ένα χαντάκι, γεμάτο με χιόνι. Δίχως δεύτερη σκέψη, εκείνη κι οι σύντροφοί της χώθηκαν στο κοίλωμα, και καλύφτηκαν πίσω από θάμνους.
Από τα βάθη του δάσους, ο Κάφελ νόμιζε πως άκουσε δράκους να βρυχούνται. Μα οι ιππείς που έρχονταν ήταν, σίγουρα, χειρότεροι από τα θηρία, έτσι ο έμπορος δεν έδωσε και πολύ σημασία. Τ’αφτιά του ήταν εστιασμένα στον ήχο των ερχόμενων καβαλάρηδων. Τα μάτια του στένεψαν, καθώς τους ατένισε μέσα από τη θαμνώδη βλάστηση.
Ναι, αυτοί είναι…
Οι ιππείς ήταν πέντε και φορούσαν κάπες και κουκούλες· αλλά κάτω από τις κάπες τους γυάλιζαν αρματωσιές στο φως του ήλιου. Και στο αριστερό τους χέρι βαστούσανε τόξο, ενώ οδηγούσαν τα άλογά τους μόνο με το δεξί· σημάδι ότι ήταν ικανοί στην ιππασία. Από τις σέλες τους κρέμονταν φαρέτρα, ασπίδα, και ξίφος. Κατόπτευαν την περιοχή, δίχως αμφιβολία.
Στο νου του Κάφελ ήρθαν οι χωρικοί που εκείνος και οι σύντροφοί του είχαν προειδοποιήσει. Τι είχε, άραγε, γίνει μ’αυτούς; Τους είχαν κάνει κακό οι καβαλάρηδες; Τους είχαν χτυπήσει; Ή τους είχαν αγνοήσει; Ο έμπορος ήλπιζε το τελευταίο. Και πίστευε πως, μάλλον, έτσι θα ήταν τα πράγματα. Εξάλλου, αν είναι ανιχνευτές, δε θα έχουν διαταγές να σκοτώσουν κανέναν· απλά, να κατοπτεύσουν την περιοχή. Ωστόσο, υπήρχε και μια μοχθηρή σκιά στις γωνιές του μυαλού του, η οποία έλεγε: Με δαύτους, όμως, ποτέ δεν ξέρεις. Είναι παράφρονες φονιάδες!
Οι ιππείς κοίταξαν τριγύρω, στράφηκαν απ’την άλλη, κι απομακρύνθηκαν, καλπάζοντας.
*
Ύστερα από μερικές ώρες ξεκούρασης, συνέχισαν τη βόρειά τους πορεία. Προχώρησαν, όμως, στις παρυφές του δάσους, μη ριψοκινδυνεύοντας να ταξιδέψουν επάνω στη δημοσιά. Ο αέρας είχε σταματήσει και η σιγαλιά του χιονισμένου τοπίου επικρατούσε παντού· μια σιγαλιά μέσα στην οποία ακόμα και ο πιο αδύναμος ήχος αντηχεί δυνατός. Έτσι, η Ριλάνα τούς παρότρυνε να μη μιλάνε και, γενικότερα, να μην κάνουν φασαρία· ενώ πρόσθεσε:
«Δεν έχουμε πολύ δρόμο ακόμα. Λίγα χιλιόμετρα και φτάνουμε στην Έριγκ. Φέρτε στο νου σας αυτά που σας δίδασκα στο ναό. Το σώμα υπακούει στον νου. Η γνώση της νόησης ισούται γνώσης της ύλης. Ξέρετε από πού να πάρετε δύναμη όταν την έχετε ανάγκη.»
Ο Κάφελ, πάντως, δεν ήξερε. Αισθανόταν τα μέλη του μουδιασμένα και το κορμί του κουρασμένο κι ασήκωτο. Το βάρος των μποτών του έμοιαζε να έχει δεκαπλασιαστεί. Και είχε κι εκείνος κόψει ένα κλαδί από τα δέντρα, ώστε να στηρίζετε και να μη σωριαστεί, σαν νεκρό πουλί, μέσα στο χιόνι. Σαν πολλά νεκρά πουλιά που είχε δει όσο ταξίδευε με τη Ριλάνα και τους ακόλουθούς της.
Το δειλινό ήρθε σύντομα, και το λυκόφως σκέπασε την Πλάση, για να δώσει, τελικά, τη θέση του στη νύχτα και σ’έναν φωτεινό, έναστρο ουρανό. Η ομάδα του Κάφελ εξακολουθούσε να βαδίζει, και τα περισσότερα μέλη της τώρα παραπατούσαν· όμως –επιτέλους!– εμπρός τους είδαν ένα ελπιδοφόρο σημάδι: Φώτα, και έναν ποταμό.
«Φτάσαμε…» Μεγάλη ανακούφιση ακούστηκε στη φωνή της Ριλάνα, και ένας αναστεναγμός βγήκε απ’το στήθος της, τον οποίο η ιέρεια έμοιαζε να κρατά από τότε που είχαν ξεκινήσει να οδοιπορούν.
Ο Κάφελ έριξε μια ματιά πίσω, για να δει μήπως κανείς τούς ακολουθούσε. Και, στο βάθος, διέκρινε φώτα από λάμπες. Όμως, σίγουρα, δεν ήταν στρατός. Το φως θα αντανακλάτο επάνω σε πανοπλίες και όπλα, αν ήταν. Επομένως, πρέπει να επρόκειτο για τους χωρικούς που είχαν ειδοποιήσει. Δεν τους σκότωσαν. Σ’ευχαριστώ, Βάνραλ!… Δεν ήξερε γιατί, ξαφνικά, νοιαζόταν τόσο πολύ γι’αυτούς τους ανθρώπους. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι είχε προσπαθήσει, πάση θυσία, να τους κάνει να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να τρέξουν να σωθούν· αν έμεναν πίσω, πεθαίνοντας από τα ξίφη του στρατού του Άνκαραζ, τότε θα ήταν σαν όλες οι προσπάθειες του Κάφελ να είχαν πάει χαμένες. Ίσως, βέβαια, να έφταιγε και κάτι άλλο εντός του· μια συμπόνια που, παλιότερα, δεν ήξερε ότι υπήρχε εκεί…
Στηριζόμενος στο ραβδί του, ζύγωσε τη γέφυρα, μαζί με τους υπόλοιπους. Λάμπες βρίσκονταν αναμμένες στην αρχή και στο τέλος της. Η επιφάνεια του ποταμού από κάτω της ήταν κρυσταλλωμένη. Το πάτωμά της, όμως, οι φρουροί το είχαν καθαρίσει από τα χιόνια, ώστε να μη γλιστράνε οι ταξιδιώτες.
Η Ριλάνα βάδισε πρώτη, πηγαίνοντας προς την ανοιχτή πύλη. Όταν έφτασε, είπε στους δύο στρατιώτες που στέκονταν εκεί: «Ένας στρατός έρχεται από τα νότια! Καίνε τα πάντα, σκοτώνουν τους πάντες. Πρέπει να προετοιμαστείτε! Σας παρακαλώ, οδηγήστε μας στον Αντικαταστάτη Έπαρχο!»
«Φώναξε το διοικητή,» είπε ο ένας φρουρός στον άλλο, ο οποίος ένευσε και έφυγε, βιαστικά. Ύστερα, προς τη Ριλάνα: «Κύριά μου, παρακαλώ περάστε.» Και προς την πολεμίστρια που στεκόταν στο παράθυρο του φυλακίου: «Άνοιξέ την πόρτα, Δάρνα! Αυτοί οι άνθρωποι είναι εξοντωμένοι.»
Η γυναίκα εγκατέλειψε το παράθυρο και, σχεδόν αμέσως, η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας πάλι τη μορφή της. «Ελάτε,» είπε στην ιέρεια και τους υπόλοιπους.
«Ο διοικητής θα έρθει σύντομα,» υποσχέθηκε ο φρουρός της πύλης.
«Πρέπει να μιλήσουμε στον Αντικαταστάτη Έπαρχο Δάρβαν,» επέμεινε η Ριλάνα. «Το πρόβλημα είναι πολύ σημαντικό–»
«Δεν το αμφιβάλλω· αλλά οφείλετε να περιμένετε το διοικητή, πρώτα. Δε θ’αργήσει να έρθει, σας διαβεβαιώνω.»
Ο Διοικητής Νάργκιρ ήταν ένας ψηλός, σωματώδης άντρας, με ξανθά, μακριά μαλλιά και μούσι. Στο δεξί του μάγουλο υπήρχε μια ελαφριά ουλή. Ήταν ντυμένος με κάπα και στρατιωτική ενδυμασία, ενώ από τη μέση του κρεμόταν ένα ξίφος. Όταν μπήκε στο φυλάκιο, η πολεμίστρια Δάρνα είχε ήδη βάλει τον Κάφελ και τους υπόλοιπους να καθίσουν γύρω από ένα στενό ξύλινο τραπέζι και είχε προσφέρει σε όλους ζεστό τσάι. Ορισμένοι από τους ακόλουθους είχαν μισοκοιμηθεί· ο έμπορος, όμως, ένιωθε να βρίσκεται σε υπερδιέγερση, παρότι το ρόφημα ήταν χαλαρωτικό.
«Χαίρετε,» είπε ο Νάργκιρ, κλίνοντας το κεφάλι σε χαιρετισμό. «Είμαι ο Διοικητής Νάργκιρ, της φρουράς της Έριγκ.»
Η Ριλάνα σηκώθηκε από το ξύλινο σκαμπό όπου καθόταν. «Χαίρετε, κύριε διοικητά. Ονομάζομαι Ριλάνα, και έχω την τιμή να είμαι ιέρεια της Πάνσοφης Βιρκάνθα, στον ναό έξω από την Όρκαλ.»
«Χαίρομαι για τη γνωριμία, Σεβασμιότατη,» αποκρίθηκε ο Νάργκιρ. «Μου είπαν ότι είδατε έναν… στρατό να έρχεται προς τα εδώ;»
«Είναι αλήθεια,» ένευσε η Ριλάνα, και του αφηγήθηκε τα γεγονότα, από τη στιγμή που ο Κάφελ ήρθε στο ναό της.
«Όλα τούτα είναι πολύ ανησυχητικά,» είπε ο Νάργκιρ. «Ο Αντικαταστάτης Έπαρχος πρέπει να ειδοποιηθεί πάραυτα–»
Η πόρτα του φυλακίου άνοιξε, απρόσμενα, και ένας φρουρός της πύλης παρουσιάστηκε. «Κύριε διοικητά, μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων ζυγώνει!»
Ο Νάργκιρ βγήκε αμέσως. Η Ριλάνα και ο Κάφελ τον ακολούθησαν. Κοιτάζοντας πέρα από τη γέφυρα, είδαν αυτούς στους οποίους αναφερόταν ο στρατιώτης.
«Οι χωρικοί είναι,» είπε ο έμπορος. «Εκείνοι που προειδοποιήσαμε.»
«Και ίσως να έχουν κι άλλους μαζί τους,» πρόσθεσε η ιέρεια. «Εμείς δεν ειδοποιήσαμε άλλους οικισμούς στο δρόμο· μέναμε διαρκώς στις παρυφές των δασών, για ασφάλεια.»
Ο Νάργκιρ δεν απάντησε· ατένιζε, σιωπηλός, την ομάδα που ζύγωνε.
Αναρωτιέμαι αν είδαν κι αυτοί τους έφιππους ανιχνευτές, σκέφτηκε ο Κάφελ. Κι αν τους είδαν, ήρθαν σε επαφή μαζί τους; Μίλησαν; Χτυπήθηκαν;
Ο άντρας που προπορευόταν των χωρικών τού έλυσε την απορία. Όταν εκείνος και οι υπόλοιποι πέρασαν τη γέφυρα, είπε: «Ένας στρατός μάς είπαν ότι έρχεται από τα νότια! Πρέπει να ειδοποιηθεί ο Αντικαταστάτης Έπαρχος. Είναι αλήθεια. Είδαμε καβαλάρηδες. Μας έριξαν και βέλη! Πέτυχαν τον ξάδελφό μου, και άλλους. Είναι τραυματισμένοι. Τους φέραμε για να τους περιποιηθείτε. Αφήστε μας να περάσουμε, παρακαλώ!»
«Ηρέμησε, άνθρωπέ μου,» του είπε ο Νάργκιρ, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του κουκουλωμένου, πανικόβλητου χωρικού. «Κανείς δε θα σας πειράξει μέσα στα τείχη της Έριγκ. Περάστε. Μας ειδοποίησαν ήδη για τον ερχόμενο στρατό.»
«Ευχαριστούμε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο χωρικός. «Ο Βάνραλ να μας βοηθήσει…» Οι άνθρωποι της ομάδας του άρχισαν να περνάνε από γύρω του και να μπαίνουν στην πόλη. «Ποιοι είναι αυτοί, Άρχοντά μου; Γιατί ήρθαν να μας σκοτώσουν; Είναι εχθροί του Νόρβηλ;»
«Δεν ξέρουμε ακόμα,» του αποκρίθηκε ο Νάργκιρ. «Πέρνα, σε παρακαλώ. Έχουμε πολλά να κάνουμε.» Ώθησε τον χωρικό προς την πύλη, πιέζοντάς του ευγενικά την πλάτη.
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
«Βάλτε αυτούς τους ανθρώπους κάπου να μείνουν,» πρόσταξε ο διοικητής της φρουράς έναν από τους φρουρούς της πύλης.
«Στο στρατώνα, κύριε διοικητά;»
«Αν κάνετε χώρο, ναι· αλλιώς, στήστε σκηνές στην αγορά. Βιαστείτε! Εγώ θα πάω να ειδοποιήσω τον Άρχοντα Δάρβαν· φωνάξτε τη Διοικήτρια Ωνκάλμα, να επιβλέπει όλα τούτα, όσο θα λείπω. Και στείλτε ανιχνευτικές ομάδες νότια, να κοιτάξουν τι συμβαίνει. Διπλασιάστε τις φρουρές στα τείχη. Γρήγορα! γρήγορα!» Στρατιώτες άρχισαν να φεύγουν, χαιρετώντας τον.
«Ιέρεια Ριλάνα, παρακαλώ, ελάτε μαζί μου. Κι εσείς, κύριε Κάφελ.»
«Οι ακόλουθοί μου, πού θα μείνουν;» ρώτησε εκείνη.
«Οι στρατιώτες μου θα τους οδηγήσουν στο ίδιο μέρος με τους χωρικούς· μην ανησυχείτε. Τώρα, παρακαλώ, ελάτε· πρέπει να μιλήσουμε στον Άρχοντα Δάρβαν.»
*
«Ποιος είναι, τέτοια ώρα;» μουρμούρισε, παραπονιάρικα, η Ζιάθραλ, καθώς τα χείλη της χωρίζονταν από τα χείλη του συζύγου της.
Η πόρτα είχε χτυπήσει και πριν, μα κανένας από τους δυο τους δεν την είχε ακούσει.
«Άρχοντά μου!» είπε μια φωνή από το βάθος. «Πολύ επείγον, Άρχοντά μου! Με συγχωρείτε αν σας ξυπνώ! Μα είναι πολύ επείγον!»
Ο Δάρβαν αναστέναξε. «Πρέπει, όντως, να είναι επείγον,» είπε. Τα χέρια του γλίστρησαν από τη γυμνή μέση της Ζιάθραλ.
Εκείνη σηκώθηκε από πάνω του και ξάπλωσε στο πλάι. «Αν δεν είναι,» είπε, «θα το πληρώσει όποιος ηλίθιος αποφάσισε ν’αρχίσει να κοπανά την πόρτα μας μες στ’άγρια μεσάνυχτα!»
«Άρχοντά μου! Ένας στρατός, λένε! Ένας στρατός έρχεται προς την Έριγκ!»
Ο Δάρβαν σηκώθηκε απ’το κρεβάτι και ξεκίνησε να ντύνεται. Στρατός; σκέφτηκε. Μα τι εννοεί; Εχθρικός στρατός; Αυτό είναι αδύνατον!
Η Ζιάθραλ χαχάνισε. «Αγάπη μου, πρέπει να τον τιμωρήσεις αυτόν τον υπηρέτη,» είπε. «Τι ειν’αυτά που λέει; Έχει τρελαθεί;» Πάντα νόμιζε ότι ο σύζυγός της ήταν πολύ συμπονετικός με τους ανίκανους υπηρέτες. Μια φορά, μία υπηρέτρια τής είχε χάσει ένα σκουλαρίκι, και ο Δάρβαν είχε διαφωνήσει στο να τιμωρηθεί το παλιοθήλυκο! Η Ζιάθραλ, όμως, είχε φροντίσει, ασφαλώς, να επιβάλει τη δική της, προσωπική τιμωρία στην υπηρέτρια.
Ο Δάρβαν, έχοντας ντυθεί βιαστικά, βγήκε από την κρεβατοκάμαρα, πέρασε από το καθιστικό, και άνοιξε την εξώπορτα των διαμερισμάτων του, για ν’αντικρίσει έναν υπηρέτη, ο οποίος, ευθύς, υποκλίθηκε.
«Άρχοντά μου!» είπε. «Χίλια συγνώμη που σας ανησυχώ. Ο Διοικητής Νάργκιρ βρίσκεται κάτω και σας ζητά. Υποστηρίζει πως ένας εχθρικός στρατός προελαύνει προς την Έριγκ, έχοντας ήδη προκαλέσει αρκετές καταστροφές–»
«Σίγουρα το λέει αυτό;»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου· τ’ορκίζομαι! Έτσι μου είπε. Ένας εχθρικός στρατός.»
Στρατός… Μέσα στην ίδια την καρδιά του Νόρβηλ! «Εντάξει. Πες του ότι θα κατεβώ σύντομα.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.» Ο υπηρέτης υποκλίθηκε κι έφυγε, βιαστικά.
Ο Δάρβαν έκλεισε την πόρτα και επέστρεψε στο υπνοδωμάτιό του. Είδε πως η Ζιάθραλ είχε σηκωθεί, έχοντας ρίξει μια ασημιά, μεταξωτή ρόμπα επάνω της· αλλά δεν πρέπει να φορούσε τίποτα από μέσα, γιατί εκείνος μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα τις ρόγες του στήθους της και τις καμπύλες της μέσης της.
«Άκουσες;» τη ρώτησε.
Η Ζιάθραλ ένευσε. «Υποθέτω ότι πρόκειται για κάποιο αστείο!» είπε.
«Δε νομίζω νάναι καθόλου αστείο,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν, και πήγε μπροστά στον καθρέφτη, για να σουλουπωθεί λιγάκι. Δεν μπορούσε να κατεβεί έτσι όπως ήταν. «Θυμάσαι τους ακόλουθους του Άνκαραζ;»
«Φοβάσαι ότι ίσως να είναι αυτοί;»
«Ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να ξεπηδήσουν, ξαφνικά, μες στην καρδιά του Βασιλείου; Αυτοί είναι, ή άνθρωποι με φτερά! Θα κατεβείς μαζί μου;»
«Ναι.»
«Τότε, ετοιμάσου.»
Η Ζιάθραλ ένευσε και ξεκίνησε να ντύνεται. «Ακόμα και ακόλουθοι του Άνκαραζ να είναι, πιστεύεις ότι θα έχουν τη δύναμη να επιτεθούν στην Έριγκ;» Γέλασε. «Δε γίνεται!»
«Ίσως να μη μας επιτεθούν, αλλά σίγουρα θα μπορούν να κάνουν πολλές ζημιές στην ύπαιθρο, τριγύρω.»
«Λες για τούτο να ευθύνεται η Φερνάλβιν;» ρώτησε η Ζιάθραλ, έχοντας φορέσει το μεσοφόρι της και ανοίγοντας την ντουλάπα προς αναζήτηση φορέματος.
Ο Δάρβαν κούνησε το κεφάλι και έδεσε έναν πορφυρό μανδύα στους ώμους του. «Η Φερνάλβιν δε θα έκανε κακό στους αθώους ανθρώπους. Ακόμα και η μητέρα θα το παραδεχόταν τούτο. Άντε, τελείωνε· πρέπει να κατεβούμε.»
«Περίμενε δυο λεπτά!» Η Ζιάθραλ τράβηξε ένα μαύρο φόρεμα απ’τη ντουλάπα και το πέρασε πάνω απ’το κεφάλι. «Δε θα χαθεί ο κόσμος μέχρι να ντυθώ!» Ζύγωσε τον καθρέφτη της. «Κούμπωσέ με.»
Ο Δάρβαν πλησίασε, για να θηλυκώσει τα κουμπιά της πλάτης της, ενώ εκείνη χτενιζόταν. «Για να έχει, πάντως, ανησυχήσει ο Νάργκιρ, πρέπει να πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό.»
«Πάμε,» είπε η Ζιάθραλ, όταν είχε χτενίσει πρόχειρα τα μακριά, ξανθά της μαλλιά.
Στη μεγάλη αίθουσα συγκεντρώσεων, τρεις άνθρωποι τούς περίμεναν, καθισμένοι γύρω από το τραπέζι. Μόλις τους είδαν να μπαίνουν, σηκώθηκαν και υποκλίθηκαν. Τον έναν, η Ζιάθραλ και ο Δάρβαν τον γνώριζαν –ήταν ο Διοικητής Νάργκιρ. Οι άλλοι δύο, όμως, –ένας ξανθομάλλης άντρας μετρίου αναστήματος και μια κορακομάλλα γυναίκα– τους ήταν άγνωστοι.
«Άρχοντα Δάρβαν, Αρχόντισσα Ζιάθραλ,» είπε ο Νάργκιρ. «Να σας γνωρίσω τον κύριο Κάφελ και τη Σεβασμιότατη ιέρεια της Βιρκάνθα, Ριλάνα.»
«Χαιρόμαστε πολύ,» είπε ο Δάρβαν, γνέφοντας προς το μέρος των δύο αγνώστων.
«Ο κύριος Κάφελ και η Σεβασμιότατη μάς έφεραν πολύ άσχημα νέα, Άρχοντά μου,» τον πληροφόρησε ο Νάργκιρ, «τα οποία θα σας μεταβιβάσουν.»
«Καθίστε, παρακαλώ,» τους πρότεινε ο Δάρβαν. Εκείνοι υπάκουσαν, και ο ίδιος πήρε θέση στην κορυφή του τραπεζιού· η Ζιάθραλ κάθισε πλάι του.
«Άρχοντά μου,» είπε ο Κάφελ, «πιθανώς να σας φανούν απίστευτα τα όσα θα σας εξιστορήσουμε· μα, σας ικετεύω, πιστέψτε μας: είναι όλα, πέρα για πέρα, αληθινά.» Ήπιε μια γουλιά από το κρασοπότηρό του και ξεκίνησε να αφηγείται αυτά που είχε περάσει.
Ο Δάρβαν τον άκουγε προσεκτικά. Κάπου στη μέση της διήγησης, μια υπηρέτρια τού γέμισε ένα ποτήρι με κρασί, και της Ζιάθραλ επίσης. Όταν ο Κάφελ τελείωσε, ο Αντικαταστάτης Έπαρχος είπε, κοιτάζοντας το ποτό και στριφογυρίζοντάς το, σκεπτικός: «Δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε προβλήματα με τους ακόλουθους του Άνκαραζ, κύριε. Πρόσφατα, προτού η Έπαρχος φύγει για το Νότο, είχε γίνει μια επίθεση μέσα στην ίδια την Έριγκ. Μια επίθεση από τους ακόλουθους του Άνκαραζ. Η Κεντροφύλαξ Φερνάλβιν πήγε στη Νουάλβορ για να συζητήσει αυτό το θέμα με το Βασιληά Άργκελ· αυτό το θέμα και άλλα…»
«Ναι, Άρχοντά μου,» είπε η Ριλάνα, «είχα ακούσει για την επίθεση στην οποία αναφέρεστε. Αλλά δεν ξέρω λεπτομέρειες.»
«Λεπτομέρειες δεν ξέρουμε ούτε εμείς, Σεβασμιότατη,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν. «Οι ακόλουθοι του Άνκαραζ εξαφανίστηκαν γρήγορα όπως είχαν εμφανιστεί. Σκοτώνοντας αρκετούς από τους φρουρούς μας στο λιμάνι και παίρνοντας ένα ποταμόπλοιο.»
«Ήταν μια γυναίκα που τους οδηγούσε, σωστά; Μια ιέρεια τους, που ‘μαχόταν σαν διάβολος’, όπως λένε.»
«Αληθεύει,» τη διαβεβαίωσε ο Δάρβαν.
«Τι έγινε μ’αυτήν, Άρχοντά μου; Αν επιτρέπεται να ρωτήσω…»
«Δεν ξέρω τι έγινε μαζί της. Περιμένουμε η Έπαρχος να επιστρέψει, για να μας πει περισσότερα. Έχετε ακούσει, όμως, γι’αυτό που διακηρύττουν οι ακόλουθοι του Άνκαραζ;»
«Σε τι αναφέρεστε, Άρχοντά μου;» Τα μάτια της Ριλάνα στένεψαν. «Στον ‘Εχθρό’;»
Ο Δάρβαν κατένευσε και ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί του.
«Για τον Εχθρό έχω ακούσει κι εγώ, στην Μπένριγκ, αλλά και αλλού,» είπε ο Κάφελ. «Ποτέ δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, όμως, Άρχοντά μου. Τους πέρασα για τρελούς. Υποστήριζαν ότι αυτός ο Εχθρός, που ήταν κρυμμένος και κανείς δεν τον ήξερε, θα έφερνε την καταστροφή στο Νόρβηλ, και μονάχα ο Άνκαραζ, ο αδίκως λησμονημένος Θεός του Πολέμου, μπορούσε να τον αντιμετωπίσει.»
«Ακριβώς,» είπε ο Δάρβαν.
«Κανείς δεν τους άκουγε, όμως. Πώς συγκέντρωσαν τέτοιο στρατό, Άρχοντά μου; Είναι πολύ μεγάλος!»
«Πόσους τους υπολογίζετε, κύριε;»
«Δέκα χιλιάδες; Είκοσι; Δεν είμαι βέβαιος· μπορεί νάναι και περισσότεροι.»
Ο Δάρβαν ένιωσε κρύο ιδρώτα να τον λούζει, και κατέβασε το κρασοπότηρο απ’τα χείλη του. Μα τον Επουράνιο Βάνραλ, αν έχουν τέτοια δύναμη, τότε η Έριγκ θα έχει πρόβλημα. Τώρα βρήκε να λείπει κι η Φερνάλβιν;… Η ετεροθαλής αδελφή του ήξερε από πόλεμο· ίσως να μπορούσε να αντιμετωπίσει ετούτη την αναποδιά. Εκείνος, όμως, δεν είχε καμία εμπειρία μάχης, πέραν από κάποια βιβλία που είχε διαβάσει. Και γνώριζε ότι η θεωρία απέχει πολύ από την πράξη.
«Γιαυτό σας λέω, Άρχοντά μου,» συνέχισε ο Κάφελ, «μου φαίνεται εξαιρετικά παράξενο. Δεν είναι, νομίζω, δυνατόν να συγκεντρωθεί ένας τόσο μεγάλος στρατός μόνο και μόνο επειδή μερικοί φανατικοί ψευτοϊερείς βγαίνουν στους δρόμους και φωνάζουν, τρέχοντας μακριά όταν ζυγώσει η φρουρά. Διορθώστε με, αν κάνω λάθος…»
Ο Δάρβαν πήρε μια βαθιά ανάσα και ήπιε μια γουλιά κρασί, χτυπώντας τα χείλη του, σκεπτικά. «Όχι, κύριε Κάφελ, δεν κάνετε λάθος. Ο στρατοί συγκεντρώνονται μόνο με τα χρήματα, όχι με τις μεγαλοστομίες. Κάποιος πρέπει να τους χρηματοδοτεί αυτούς τους μαχητές. Κάποιος προδότης, ή κάποια εξωτερική δύναμη ενάντια του Νόρβηλ.»
Η Ζιάθραλ τού έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα. «Ο Βασιληάς Σάρναλ του Ένρεβηλ;»
«Δεν έχουμε αποδείξεις ακόμα· δεν έχουμε καν ενδείξεις.»
Ο Διοικητής Νάργκιρ καθάρισε το λαιμό του. «Άρχοντά μου, πώς επιθυμείτε να ενεργήσουμε;»
Να ενεργήσουμε, ναι… σκέφτηκε ο Δάρβαν. Φερνάλβιν, να σε πάρει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ! γιατί το έκανες αυτό; Γιατί μας εγκατέλειψες τώρα; Μα τον Επουράνιο Βάνραλ, είμαι τελείως μόνος εδώ πέρα! Ούτε η μητέρα του ήταν στην Έριγκ, ούτε ο Χάφναρ, ούτε ο Ζάρναβ, ούτε καν ο Άνγκεδβαρ! Μονάχα η Ζιάθραλ, και αυτή ελάχιστη βοήθεια θα μπορούσε να του προσφέρει.
«Έχω ήδη στείλει ανιχνευτές νότια, Άρχοντά μου,» είπε ο Νάργκιρ, παρατηρώντας το δισταγμό του Δάρβαν. «Ελπίζω να μη διαφωνείτε με τούτο.»
«Όχι, όχι,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ίσα-ίσα που θα μας βοηθήσει να μάθουμε, τελικά, πόσες δυνάμεις έχει ο εχθρός.» Στράγγισε το ποτήρι του.
«Υπάρχει κάτι άλλο που θα επιθυμούσατε;» τον ρώτησε ο Νάργκιρ. «Έχετε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο;»
«Μα το Φως το Βάνραλ, άνθρωπέ μου!» έκανε, απότομα, ο Δάρβαν, αγριοκοιτάζοντάς τον, «τι νομίζεις ότι είμαι; Πρέπει να σκεφτώ, πρώτα!»
Ο Νάργκιρ ξαφνιάστηκε. «Με συγχωρείτε, Άρχ–»
Ο Δάρβαν ύψωσε το χέρι. «Όχι,» είπε, ξεφυσώντας. «Εμένα με συγχωρείς, διοικητή. Τα νέα με τάραξαν, και ήρθαν αργά.»
Ο Νάργκιρ ένευσε. «Καταλαβαίνω, Άρχοντά μου.» Δεν υπήρχε κακία στο πρόσωπο του στρατιωτικού, παρατήρησε ο Δάρβαν· πρέπει, πραγματικά, να καταλάβαινε. «Με την άδειά σας, μπορώ να πηγαίνω, ώστε να οργανώσω την άμυνα της πόλης;»
«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν. «Αλλά περίμενε λίγο.
»Κύριε Κάφελ, Σεβασμιότατη, πόσο μακριά νομίζετε ότι βρίσκεται ο στρατός των ακόλουθων του Άνκαραζ;»
«Δεν πρέπει να είναι μακριά, Άρχοντά μου,» είπε η Ριλάνα. «Το πολύ μίας ημέρας προέλαση από την πόλη, υποθέτω.» Ο Κάφελ έγνεψε καταφατικά, συμφωνώντας.
«Μάλιστα,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν. Έγλειψε τα χείλη του. Την τελευταία στιγμή! Την τελευταία στιγμή πρέπει να τα ετοιμάσω όλα. Φερνάλβιν, χίλιες κατάρες επάνω σου! γιατί να λείπεις τώρα; Είπε: «Διοικητή Νάργκιρ, μπορείς να πηγαίνεις.»
Ο στρατιωτικός σηκώθηκε από τη θέση του. «Ο Βάνραλ μαζί σας, Άρχοντά μου. Οι κάτοικοι της Έριγκ θα χρειαστούν τη δύναμή σας.»
Γιατί μου το λέει αυτό; Με βλέπει δειλό; Αδύναμο; Αναποφάσιστο; Ανίκανο; Στο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να πάει! Δεν είναι εκείνος υπεύθυνος για ολάκερη την πόλη τώρα!
«Είθε ο Βάνραλ να είναι μαζί με όλους μας, διοικητή,» αποκρίθηκε.
Ο Νάργκιρ στράφηκε στην ιέρεια και στον έμπορο. «Θα έρθετε;»
«Έχεις βρει μέρος για να μείνουν;» τον ρώτησε ο Δάρβαν.
«Θα βρω, Άρχοντά μου.»
«Δε θα χρειαστεί· μπορούν να μείνουν στο παλάτι.»
«Άρχοντά μου!» είπε η Ριλάνα. «Δεν είναι ανάγκη.»
«Επιμένω,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν. «Αυτός, τουλάχιστον, είναι ένας τρόπος για να σας πω ευχαριστώ που με ειδοποιήσαμε.»
«Μακάρι να μπορούσαμε να σας είχαμε ειδοποιήσει νωρίτερα. Αντιλαμβάνομαι ότι φτάσαμε λιγάκι αργά…»
«Φτάσατε όσο πιο γρήγορα μπορούσατε, προφανώς,» είπε ο Δάρβαν, ενώ ο Διοικητής Νάργκιρ χαιρετούσε και εγκατέλειπε την αρχοντική αίθουσα.
«Ό,τι άλλο χρειαστείτε, εγώ τουλάχιστον θα είμαι στη διάθεσή σας, Άρχοντά μου,» δήλωσε η Ριλάνα. «Η θρησκεία της Πάνσοφης Βιρκάνθα με έχει διδάξει πολλά που πιθανώς να βρείτε χρήσιμα.»
«Οποιαδήποτε βοήθεια έχετε να προσφέρετε, Σεβασμιότατη, θα εκτιμηθεί,» τη διαβεβαίωσε ο Δάρβαν. Και είπε στους υπηρέτες: «Οδηγήστε τον κύριο Κάφελ και την Ιέρεια Ριλάνα στον ξενώνα, και φροντίστε να έχουν ό,τι επιθυμήσουν.»
Εκείνοι υποκλίθηκαν, και ένας είπε: «Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
Ο έμπορος και η ιέρεια τούς ακολούθησαν έξω από την αίθουσα.
Ο Δάρβαν στράφηκε στη Ζιάθραλ. «Τι γίνεται τώρα;»
Εκείνη δεν απάντησε. Τα είχε πολύ χαμένα για ν’απαντήσει. Τα νέα την είχαν τρομοκρατήσει, όπως και τον σύζυγό της, γιατί κι αυτή αντιλαμβανόταν πως δεν είχαν το σημαντικότερό τους όπλο στην πόλη: την Έπαρχο Φερνάλβιν, η οποία –ό,τι κακό κι αν μπορούσε να πει κανείς γι’αυτήν– ήξερε από πόλεμο.
Ο Δάρβαν σηκώθηκε από το τραπέζι.
Η Ζιάθραλ τον ακολούθησε. «Πού πας;»
«Πρέπει να σκεφτώ.» Ο Δάρβαν βγήκε από την αίθουσα και βάδισε μέσα στο παλάτι. «Πρέπει να εκπονήσω ένα σχέδιο δράσης. Και δεν υπάρχει χρόνος.»
«Τι σχέδιο;» ρώτησε η Ζιάθραλ, που προχωρούσε πλάι του, προσπαθώντας να τον προλαβαίνει.
Ο Δάρβαν δεν απάντησε. Όταν, όμως, μπήκαν στα διαμερίσματά τους, πήγε στο γραφείο του και έβγαλε χάρτες από τα συρτάρια, καθίζοντας μπροστά, για να τους μελετήσει.
«Θα πεις τίποτα;» μούγκρισε η Ζιάθραλ.
«Τι θέλεις να πω;» αντιγύρισε εκείνος.
«Τι έχεις κατά νου, φυσικά!»
«Τίποτα! Αυτό είναι και το πρόβλημά μου. Σύντομα, θα έχουμε να κάνουμε μ’ένα φουσάτο είκοσι και άνω χιλιάδων, κι εγώ δεν έχω τίποτα κατά νου…» Αναστέναξε, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα.
«Μην πανικοβάλλεσαι,» είπε η Ζιάθραλ.
«Να μην πανικοβάλλομαι;» έκανε ο Δάρβαν. «Συνειδητοποιείς πόσο άθλια είναι η κατάστασή μας;»
«Φυσικά και το συνειδητοποιώ!» σφύριξε εκείνη. «Τι νομίζεις ότι είμαι; Χαζή; Τι κερδίζεις, όμως, με το να πανικοβάλλεσαι; Μια θολούρα στο μυαλό σου! Δε θα βγάλεις κανένα σχέδιο έτσι.»
Ο Δάρβαν κοίταξε το πρόσωπό της· η ματιά της Ζιάθραλ δεν τρεμόπαιξε. «Έχεις δίκιο,» της είπε. Έτριψε την όψη του, με το δεξί του χέρι. «Δε φαίνεται να μπορώ να σκεφτώ καθαρά τώρα… Όλα είναι σαν εφιάλτης. Η μητέρα λείπει, η Φερνάλβιν λείπει. Όλοι λείπουν. Κανείς δεν έμεινε να μας βοηθήσει, όταν οι εχθροί έρχονται. Και τι απρόσμενοι εχθροί, ε! Ποιος λες να τους χρηματοδοτεί, Ζιάθραλ; Ποιος κρύβεται πίσω από τούτα; Υποθέτεις ότι είναι ο Σάρναλ;»
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Όπως μου είπες πριν, δεν έχουμε ούτε καν ενδείξεις γι’αυτό.»
Ο Δάρβαν έτριψε το σαγόνι του. «Θα μπορούσε να είναι κάποιος προδότης από το εσωτερικό του Βασιλείου, κάποιος που σχεδιάζει… τι;» Κοίταξε το χάρτη επάνω στο γραφείο: αυτόν που έδειχνε ολόκληρο το Νόρβηλ. «Να κατακτήσει την Έριγκ και, μετά, να προχωρήσει νότια, στη Νουάλβορ;»
Η Ζιάθραλ κοίταξε κι εκείνη το χάρτη. «Και οι άλλες επαρχίες; Οι δυτικές επαρχίες; Θα του το επιτρέψουν;»
Ο Δάρβαν ύψωσε το βλέμμα του, για να την ατενίσει. «Μόνο αν είναι μπλεγμένες στη συνωμοσία…»
«Ο πατέρας μου είναι Έπαρχος της Σέλριγκ, Δάρβαν! Μην τον κατηγορείς έτσι, χωρίς να έχεις στοιχεία. Κι επιπλέον, δεν είναι μόνο οι δυτικές επαρχίες· είναι και η Μπένριγκ, στα ανατολικά. Γιατί να μην είναι ο Έπαρχος της Μπένριγκ προδότης;»
Ο Δάρβαν δε μίλησε, προβληματισμένος.
«Ας το αφήσουμε τούτο, για τώρα,» είπε η Ζιάθραλ.
«Σωστά,» συμφώνησε εκείνος. «Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με την επικείμενη επίθεση.»
*
«Σας ευχαριστώ πολύ,» είπε ο Κάφελ.
«Θα θέλατε κάτι άλλο, κύριε;» τον ρώτησε η υπηρέτρια, που είχε μόλις ανάψει τα ξύλα στο τζάκι του δωματίου. «Να ετοιμάσω το λουτρό, ίσως;»
«Όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, «τίποτα.» Είμαι πολύ κουρασμένος για μπάνιο, ούτως ή άλλως.
«Καλή σας νύχτα.» Άκουσε πίσω του την πόρτα να κλείνει.
«Καληνύχτα…» μουρμούρισε, «ναι…» Πώς μπορούσε να ήταν καλή ετούτη η νύχτα, όταν ένας στρατός από αιμοδιψείς δαίμονες ερχόταν να τους εξολοθρεύσει όλους; Κι αυτός ο Αντικαταστάτης Έπαρχος Δάρβαν δεν έμοιαζε και τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Ο Κάφελ είχε ακούσει από έναν μισθοφόρο φίλο του πως το χειρότερο σε μια μάχη είναι ο αρχηγός να μην αισθάνεται σίγουρος για τον εαυτό του, παρά να είναι φοβισμένος και αβέβαιος.
«Είχες δίκιο, Φένταρ, παλιομπαγαπόντη,» μονολόγησε ο Κάφελ. «Εσύ θα μπορούσες να μας βοηθήσεις περισσότερο τώρα…» Πού να βρίσκεσαι, άραγε; Βρήκες τον αδελφό σου, ή ακόμα;
Γδύθηκε, κουρασμένα· και, καθώς έβγαζε το παντελόνι του, παραλίγο να σωριαστεί. Είμαι ερείπιο, σκέφτηκε. Ερείπιο. Το κρεβάτι αποτελούσε πολύ μεγάλο δέλεαρ γι’αυτόν, μα ο Κάφελ πλησίασε, πρώτα, το παράθυρο του δωματίου, το οποίο αποτελούσε ακόμα μεγαλύτερο δέλεαρ. Πού είναι οι διάβολοι του Άνκαραζ τώρα; Φαίνονται από εδώ;
Άνοιξε το τζάμι και, μετά, το πατζούρι, και κοίταξε έξω. Το παράθυρό του έβλεπε δυτικά, έτσι ο Κάφελ αναγκάστηκε να γυρίσει το κεφάλι προς τα νότια και να τεντωθεί λίγο, βαστώντας το περβάζι. Στο βάθος, ατένισε φώτα από φωτιές, πολλές φωτιές. Αναμφίβολα, επρόκειτο για καταυλισμό.
Που να τους πάρουν τα νυχτερινά στοιχειά του Δρακοδάσους! Ο Κάφελ έκλεισε το παράθυρο και παραπάτησε ως το κρεβάτι, για να σωριαστεί εκεί και να σκεπαστεί με τη ζεστή, μάλλινη κουβέρτα.
Ύπνος, επιτέλους.
…Και εφιάλτες.
Στρατιώτες τον κυνηγούσαν. Γρυλίσματα αντηχούσαν μέσα στο Δρακοδάσος. Ξίφη ακονίζονταν και έσχιζαν ανθρώπινα σώματα, σαν ξυράφια. Ο Ήρενκαρ σκοτωνόταν ξανά και ξανά και ξανά, από ένα βέλος στην πλάτη. Καβαλάρηδες κάλπαζαν, τοξεύοντας. Η σημαία με το πορφυρό, όρθιο ακτινοβόλο ξίφος κυμάτιζε στον παγερό αγέρα. Η γη στέναζε από το αίμα που την πότιζε. Ένας άντρας γελούσε: ένας σκοτεινός άντρας, στεκόμενος πλάι σ’ένα δέντρο, ακουμπώντας με το ένα χέρι τον κορμό του και βαστώντας, με το άλλο, ένα ξίφος που έρρεε αίμα. Τα μάτια του γυάλιζαν.
Κοίταζε εκείνον!
Ο Κάφελ ξύπνησε, ακούγοντας τα ξύλα του τζακιού να τρίζουν. Το σώμα του ήταν παγωμένο από ένα εσώτερο ψύχος.
Τι αηδίες ήταν αυτές που ονειρευόταν; Το μυαλό του είχε παραφρονήσει.
Γύρισε απ’την άλλη και κοιμήθηκε ξανά. Ύστερα από τέτοια κούραση, δεν ήθελε και πολύ, άλλωστε…
*
«Ζιάθραλ, δεν υπάρχει σχέδιο που μπορούμε να εκπονήσουμε!» κατέληξε ο Δάρβαν. «Ο στρατός τους θα έρθει από εδώ, και η λύση είναι προφανής: πρέπει απλά να σηκώσουμε τη γέφυρα. Αυτό θα τους εμποδίσει αρκετά. Μέχρι που να καταφέρουν να περάσουν τον παγωμένο ποταμό, τουλάχιστον.»
«Χμμμ, ναι,» είπε η Ζιάθραλ. «Αλλά, όταν τα καταφέρουν, θα έρθουν από δυτικά κι από ανατολικά και θα μας κυκλώσουν.» Έδειξε πάνω στο χάρτη, με το δάχτυλό της. «Πράγμα το οποίο δε θα αργήσει να συμβεί.»
«Θα κερδίσουμε κάποιο χρόνο, όμως.»
«Και τι έγινε; Ο χρόνος είναι άχρηστος όταν δεν μπορείς να τον κάνεις τίποτα.»
«Ή μπορεί να είναι και βλαπτικός,» συμφώνησε ο Δάρβαν. «Έχω διαβάσει σ’ένα βιβλίο, που μιλούσε για τακτικές μάχης, ότι ο χρόνος μπορεί να ρίξει το ηθικό των μαχόμενων, ειδικά σε τέτοιες καταστάσεις, όπου είσαι αποκλεισμένος από τον εχθρό. Εμένα νομίζω ότι από τώρα έχει αρχίσει να με επηρεάζει αυτό!»
Η Ζιάθραλ έμεινε για λίγο σιωπηλή· μετά, μια στιγμιαία γυαλάδα πέρασε απ’τα μάτια της κι ένα λεπτό, στραβό μειδίαμα χάραξε το πρόσωπό της. «Ξέρω τι χρειάζεσαι για να συνέλθεις.» Σηκώθηκε από την καρέκλα της και του γύρισε την πλάτη. «Ξεκούμπωσε το φόρεμά μου.»
Ο Δάρβαν σηκώθηκε από τη δική του καρέκλα και το ξεκούμπωσε, αφήνοντάς το να πέσει γύρω απ’τους αστραγάλους της. Εκείνη έγειρε επάνω στο στέρνο του και τύλιξε το χέρι της γύρω απ’τον αυχένα του. Ο Δάρβαν έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο και στο λαιμό. «Πιστεύεις ότι έχουμε χρόνο για τέτοια;» ρώτησε. «Ίσως, τελικά, να σκεφτούμε κάποιο σχέδιο…»
«Μα, είπες πως τίποτα δεν έρχεται στο μυαλό σου. Προτιμάς να αναλώσεις όλο σου το χρόνο με θολωμένο νου, ή να αφιερώσεις λίγο απ’αυτόν για να τον ξεθολώσεις;» ψιθύρισε η Ζιάθραλ, και περιστράφηκε μέσα στην αγκαλιά του, για να φιλήσει τα χείλη του. «Πάμε μέσα, αγάπη μου… ή θέλεις εδώ;»
«Εδώ.»
Έπεσαν στο χαλί, δίπλα στο τζάκι. Και ο Δάρβαν έκανε έρωτα στη σύζυγό του σαν να ήταν η τελευταία φορά· πράγμα το οποίο φοβόταν ότι μπορεί να ίσχυε. Αν δεν ερχόταν βοήθεια, δε θα επιβίωναν. Βοήθεια από το Νότο! Η σκέψη διαπέρασε το νου του, καθώς πίεζε τον εαυτό του επάνω στο γυμνό κορμί της Ζιάθραλ, νιώθοντας τα στητά της στήθη να κεντρίζουν το στέρνο του και τις κνήμες της να τυλίγονται με δύναμη γύρω απ’τη μέση του.
Όταν τα σώματά τους χαλάρωσαν, ο Δάρβαν ξάπλωσε πλάι στη σύζυγό του, με το αριστερό του χέρι να χαϊδεύει το μηρό της· και είπε, κάπως λαχανιασμένα: «Πρέπει να στείλουμε ταχυπομπό στη Νουάλβορ· τώρα, προτού αναγκαστούμε να σηκώσουμε τη γέφυρα.»
Τα γαλανά μάτια της Ζιάθραλ στράφηκαν στο πρόσωπό του, μοιάζοντας μ’αυτά ενός μεγάλου ψαριού. Ο Δάρβαν λάτρευε αυτά τα μάτια όταν τον κοίταζαν έτσι. «Μα, αγάπη μου, δε θα μπορέσει να περάσει από τους εχθρούς.» Και η δική της φωνή ήταν λαχανιασμένη· αλλά λιγότερο, νόμιζε εκείνος.
«Θα πάει μέσω του Δρακοδάσους· δε γίνεται αλλιώς.»
Η Ζιάθραλ μειδίασε. «Ναι, αυτό είναι ένα καλό σχέδιο. Σ’το είπα ότι θα ξεθόλωνα το μυαλό σου.» Τον φίλησε, ηχηρά.
«Ίσως, όμως, να έχουμε όλοι πεθάνει, μέχρι να έρθει βοήθεια από τη Νουάλβορ,» είπε ο Δάρβαν, δυσοίωνα.
Η Ζιάθραλ αναστέναξε. «Μη φέρνεις την καταστροφή ξανά!»
«Δεν την έφερα εγώ. Εκείνη ήρθε και μας βρήκε.»
Η Ζιάθραλ δεν ήξερε τι ν’απαντήσει σ’αυτό. «Ας στείλουμε τον ταχυπομπό,» είπε μονάχα.
Σηκώθηκαν, και από το παράθυρο είδαν ότι είχε αρχίσει να χαράζει.
Οι δύο ταχυπομποί υποκλίθηκαν μπροστά στον Δάρβαν. «Καλημέρα, Άρχοντά μου,» είπε ο κοντός.
Ο Δάρβαν είχε ήδη σηκωθεί από τη θέση του και βαστούσε δύο τυλιγμένες περγαμηνές, μία σε κάθε χέρι. «Καλημέρα,» αποκρίθηκε, και έδωσε τη δεξιά περγαμηνή στον κοντό ταχυπομπό, που ήταν μελαχρινός, με κοντοκουρεμένα, σγουρά μαλλιά, και είχε καλοχτενισμένο μούσι· το όνομά του ήταν Ρόλμαρ. «Τούτο το μήνυμα θα το μεταφέρεις νότια, στον Βασιληά Άργκελ. Πρόσεξε, όμως: θα πας από το Δρακοδάσος, όχι από τη δημοσιά· γιατί, όπως θα ξέρεις, ένας εχθρικός στρατός έρχεται –φανατικοί που ακόμα λατρεύουν τον Άνκαραζ.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ρόλμαρ, βάζοντας την τυλιγμένη περγαμηνή μέσα σε μια δερμάτινη θήκη και σφαλίζοντάς την.
Ο Δάρβαν στράφηκε στον άλλο ταχυπομπό: έναν άντρα μετρίου αναστήματος με ανοιχτά καστανά μαλλιά που έδενε αλογοουρά πίσω απ’το κεφάλι· το όνομα αυτού ήταν Θάσμαρ. «Κι ετούτο το μήνυμα θα το μεταφέρεις στο φρούριο Ράλτον, και θα παρακαλέσεις τον Άρχοντα-Φύλακα Άραντιρ εκεί να ζητήσει βοήθεια και από τα υπόλοιπα συνοριακά φρούρια.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
Αυτή ήταν μια ιδέα που είχε έρθει στον Δάρβαν καθώς κατέβαινε από τα διαμερίσματά του. Αφού θα έστελνε μήνυμα στη Νουάλβορ, που ήταν τόσο μακριά, γιατί να μην έστελνε και στους βόρειους ακρίτες, οι οποίοι βρίσκονταν πολύ κοντύτερα; Σίγουρα, δεν είχαν κανέναν μεγάλο στρατό για να προσφέρουν, και θα χρειάζονταν κι αυτοί χρόνο μέχρι να έρθουν, μα από το τίποτα, κάτι ήταν… Και η Έριγκ δε φαινόταν να έχει πολλές ελπίδες.
«Πηγαίνετε,» είπε στους ταχυπομπούς, κι εκείνοι βγήκαν από την αίθουσα.
Ο Δάρβαν στράφηκε στη Ζιάθραλ. Η σύζυγός του καθόταν κοντά στο τζάκι, μαζί με την κόρη τους, Φάλμα, η οποία ήταν μόλις πέντε χρονών και θ’αναγκαζόταν να ζήσει ετούτα τα γεγονότα. Πράγμα που γέμιζε τον Δάρβαν με μεγάλη θλίψη και μελαγχολία.
«Ελπίζω να καταφέρουμε να κρατήσουμε αρκετά. Μέχρι να έρθει η βοήθεια,» είπε.
Η Ζιάθραλ ένευσε. Η όψη της ήταν μια χλομή μάσκα δυσοίωνων σκέψεων και ταραχής. Ο Δάρβαν παρατηρούσε πως η απόγνωση της όλης κατάστασης είχε αρχίσει να την επηρεάζει κι αυτήν.
«Μπαμπά…» Ήταν η Φάλμα που μίλησε. «Η μαμά λέει ότι κακοί άνθρωποι έρχονται. Γιατί;» Κατέβηκε από τα γόνατα της Ζιάθραλ κι έτρεξε προς τον Δάρβαν, ο οποίος την άρπαξε απ’τη μέση και τη σήκωσε στην αγκαλιά του.
«Γιατί είναι κακοί,» αποκρίθηκε, «και μας ζηλεύουν.»
«Γιατί μας ζηλεύουν;»
«Γιατί είμαστε καλύτεροι από αυτούς,» είπε ο Δάρβαν.
«Τότε, θα νικήσουμε, δε θα νικήσουμε;»
Ο Δάρβαν ένευσε. «Φυσικά και θα νικήσουμε!» Προσπάθησε να πάρει μια ενθαρρυντική έκφραση.
«Άρχοντά μου!»
Ο Δάρβαν άφησε κάτω την κόρη του και στράφηκε στην είσοδο της αίθουσας, για να δει μια γυναίκα να στέκεται εκεί. Ήταν ψηλή και ντυμένη με φολιδωτή αρματωσιά. Ένα μακρύ ξίφος κρεμόταν από τη μέση της, μαζί με δύο ξιφίδια, ενώ μια σκούρα-μπλε κάπα έπεφτε στους ώμους της. Τα μαλλιά της ήταν λεία, ξανθά και μακριά, και τα μάτια της γκρίζα και λιγάκι αλλήθωρα.
«Ναι, Διοικήτρια Ωνκάλμα,» είπε ο Δάρβαν.
Εκείνη έκανε μια σύντομη υπόκλιση, και ανέφερε: «Οι ανιχνευτές μας επέστρεψαν, Άρχοντά μου· οι μισοί απ’αυτούς, και ο ένας τραυματισμένος. Τους άλλους τους σκότωσαν με βέλη οι ανιχνευτές των εχθρών.»
«Τι είδαν;»
«Υπολογίζουν το στράτευμα γύρω στις δέκα χιλιάδες μαχητές, Άρχοντά μου. Οι χωρικοί υπερέβαλαν, ως συνήθως.»
«Πόσο καιρό πιστεύεις ότι μπορούμε ν’αντέξουμε, πολιορκούμενοι από αυτούς, διοικήτρια;» ρώτησε ο Δάρβαν, κοιτάζοντάς την καταπρόσωπο και περιμένοντας ειλικρινή απάντηση.
Η Ωνκάλμα αναστέναξε, σιγανά. «Έχουμε πέντε χιλιάδες ετοιμοπόλεμους στρατιώτες, Άρχοντά μου, οι οποίοι είναι υπεραρκετοί όταν βρίσκονται οχυρωμένοι πίσω από τα τείχη της πόλης. Βέβαια… δεν ξέρουμε πόσο καλός είναι ο στρατηγός των εχθρών και πόσο καλοί είναι οι μαχητές του. Άρχοντά μου… θα σας μιλήσω ευθέως: Αφού αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται να λατρεύουν τον Άνκαραζ, πολύ πιθανόν να είναι βετεράνοι των Πολέμων της Φεν εν Ρωθ –το οποίο τους κάνει πολύ επικίνδυνους. Και μην ξεχνάτε πως ούτε εγώ έχω αγωνιστεί στους εν λόγω πολέμους, ούτε ο Διοικητής Νάργκιρ, ούτε εσείς.»
«Ο Διοικητής Έγκναρμ, όμως; Αυτός είχε πολεμήσει, νομίζω! Ήταν μαζί με την Έπαρχο Φερνάλβιν, σωστά;»
Η Ωνκάλμα ένευσε. «Ναι, Άρχοντά μου, έτσι ξέρω κι εγώ. Αλλά ο Διοικητής Έγκναρμ είναι αξιωματικός της φρουράς του παλατιού, επομένως δεν τον γνωρίζω και τόσο καλά.»
Ο Δάρβαν στράφηκε σ’έναν υπηρέτη. «Φώναξέ μου τον Διοικητή Έγκναρμ. Πες του να έρθει εδώ, αμέσως.»
Ο υπηρέτης υποκλίθηκε. «Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
«Διοικήτρια, πώς πηγαίνουν οι προετοιμασίες στην πόλη;»
«Καλά, θα έλεγα,» αποκρίθηκε η Ωνκάλμα. «Ωστόσο, το πόσο καλά έχουμε προετοιμαστεί, θα το αποδείξει η πολιορκία.»
«Πιστεύεις ότι θα κρατήσουμε, ώσπου να έρθει βοήθεια από το Βασιληά και τους ακρίτες της Στέπας;»
«Αυτό δεν μπορώ να το προβλέψω. Πάντως, δε θα το θεωρούσα κι απίθανο. Η Έριγκ είναι ισχυρή πόλη, Άρχοντά μου.»
Μακάρι η Φερνάλβιν να ήταν εδώ… σκέφτηκε ο Δάρβαν.
*
Ο Κάφελ ξύπνησε από τον γνωστό πλέον εφιάλτη. Είχε δει πάλι ότι βρισκόταν στο Δρακοδάσος, και ότι τον κυνηγούσαν· και ότι εκείνος ο σκοτεινός διάβολος τον κοίταζε –κοίταζε εκείνον, συγκεκριμένα–, στεκόμενος δίπλα από ένα δέντρο και βαστώντας ένα αιματοβαμμένο ξίφος.
Μέσα στο βράδυ, το όνειρο δεν τον είχε ανησυχήσει, έτσι κουρασμένος καθώς ήταν· τώρα, όμως, δεν μπορούσε παρά να τον βάλει σε σκέψεις. Γιατί το βλέπω ξανά και ξανά; Και τι σχέση έχει αυτός ο μαύρος άντρας; Δεν είδα κανέναν τέτοιον στα δάση… και έχω την αίσθηση ότι δεν είναι τυχαίος. Οι τρίχες του είχαν σηκωθεί.
Ο Κάφελ ντύθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Προς τα νότια. Στον ορίζοντα μπορούσε να ατενίσει όπλα και αρματωσιές να γυαλίζουν, και λάβαρα να κυματίζουν στον παγερό αέρα. Χιόνι δεν έπεφτε σήμερα, αλλά το έδαφος ήταν, φυσικά, χιονισμένο και η επιφάνεια του ποταμού Μάρνελ κρυσταλλωμένη. Λες και η χιονόπτωση να ήταν μονάχα για μας: για να μας ταλαιπωρήσει!
Βγήκε από το δωμάτιό του και προχώρησε προς το δωμάτιο της Ριλάνα. Παρά τη χτεσινοβραδινή του εξουθένωση, είχε προσέξει πού οδήγησαν οι υπηρέτες την ιέρεια. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα και χτύπησε, ευγενικά.
Η Ριλάνα άνοιξε. Ήταν ντυμένη με τα ρούχα που φορούσε και χτες, μα τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα. Ένα γλυκό άρωμα ερχόταν από το εσωτερικό του δωματίου.
«Σεβασμιότατη. Καλημέρα,» είπε ο Κάφελ. «Μπορώ να περάσω;»
«Καλημέρα, Κάφελ. Ασφαλώς και μπορείς.» Η Ριλάνα παραμέρισε, και ο έμπορος μπήκε. Η γλυκιά μυρωδιά πλημμύρισε τα ρουθούνια του.
«Τι μυρίζει έτσι;»
«Δυόσμος και γιασεμί,» αποκρίθηκε η Ριλάνα, κλείνοντας την πόρτα. «Βλέπω πως είσαι προβληματισμένος. Τι ήρθες να μου πεις;» Ύψωσε το δεξί, σημαδεμένο της φρύδι.
«Ονειρεύομαι,» είπε ο Κάφελ. «Και είναι συνέχεια το ίδιο όνειρο· ή περίπου το ίδιο.» Κοίταξε τις φλόγες στο τζάκι, αμήχανα. «Καβαλάρηδες με κυνηγάνε μέσα στο Δρακοδάσος. Ο Ήρενκαρ πεθαίνει από βέλη. Κραυγές από δράκους. Όλα αυτά έρχονται μπερδεμένα… ένα άλλο πράγμα, όμως, ξεχωρίζει: Ένας άντρας, κατάμαυρος, ο οποίος στέκεται δίπλα από ένα δέντρο, και βαστά ένα σπαθί που στάζει αίμα. Τα μάτια του με κοιτάζουν.» Ρίγησε. «Καίνε, πορφυρά. Ορισμένες φορές, χτυπά τη γη με το ξίφος του, κι αυτή σπάζει, κι αίμα πετάγεται, μαζί με κουφάρια…» Έστρεψε το βλέμμα του στη Ριλάνα. «Μήπως απλά τρελαίνομαι;»
Οι μύτες των δαχτύλων της ιέρειας συναντήθηκαν μπροστά απ’τη ζώνη της. «Όχι,» είπε, αργά, «δεν τρελαίνεσαι. Τα πρώτα πράγματα που μου περιέγραψες είναι, νομίζω, φυσιολογικά· απλά, είσαι τρομαγμένος από όσα σου συνέβησαν, που είναι απόλυτα κατανοητό. Όμως εκείνος ο μαύρος άντρας…»
«Ναι, ο μαύρος άντρας· τι συμβαίνει μ’αυτόν;» θέλησε να μάθει ο Κάφελ. Η απάντηση ίσως να τον τρομοκρατούσε, μα ήταν πολύ χειρότερο να μην ξέρει τι δαίμονας τον είχε σημαδέψει.
«Εικάζω πως είναι ο Άνκαραζ,» δήλωσε η Ριλάνα.
«Ο Άνκαραζ;… Ο Θεός του Πολέμου; Ο Θεός του Αίματος;… Και τι θέλει από μένα;» Ο Κάφελ δεν ήξερε αν τούτο που αισθανόταν τώρα ήταν οργή ή φόβος· ίσως μια ανάμιξη και των δύο, υπέθεσε. Το κορμί του έτρεμε, ενώ αισθανόταν το αίμα του να κυλά καυτό και να πηγαίνει στο κεφάλι του με ορμή.
Η Ριλάνα ανασήκωσε τους ώμους. «Αυτό δεν μπορώ να το απαντήσω. Πάντως, να έχεις υπόψη σου, Κάφελ, πως, αν δεν επικαλεστούμε εμείς οι ίδιοι τους θεούς, εκείνοι ποτέ δεν εμφανίζονται.»
«Τι… τι θέλεις να πεις, Σεβασμιότατη; Ότι εγώ τον κάλεσα;» Μα τον Επουράνιο Βάνραλ, εγώ δε θέλω νάχω καμία, μα καμία, σχέση μαζί του!
«Ασυνείδητα,» εξήγησε η Ριλάνα. «Όταν ο φίλος σου πέθανε, δε θέλησες να εκδικηθείς τους στρατιώτες που τον σκότωσαν; Δε θέλησες να τους σκοτώσεις όλους; Δεν ευχήθηκες να πέσουν όλοι νεκροί;»
«Μπορεί… Ναι. Γιατί να μην το θέλω, ιέρεια; Ναι, τους θέλω όλους νεκρούς! Και αυτοί είναι που υπηρετούν τον Άνκαραζ, όχι εγώ. Δε βλέπω, λοιπόν, καμία σύνδεση!»
Η Ριλάνα χαμογέλασε μελαγχολικά. «Εγώ βλέπω.»
«Δε σε καταλαβαίνω.» Ο Κάφελ την ατένισε κατηγορηματικά, θυμωμένος μαζί της.
«Πώς νομίζεις ότι υπηρετείς έναν θεό;» τον ρώτησε εκείνη. «Νομίζεις ότι έρχεται στον ύπνο σου και σου ζητά να τον υπηρετήσεις; Νομίζεις ότι είναι καν ανάγκη να είσαι ιερέας του; Όχι. Δεν είναι πάντοτε θέμα ενσυνείδητης επιλογής, αν και πάντα είσαι ελεύθερος να απομακρυνθείς από έναν δρόμο και ν’ακολουθήσεις έναν άλλο. Ο Άνκαραζ είναι Θεός του Πολέμου, Θεός του Αίματος. Δεν έχει φίλους ανάμεσα στους θνητούς, δεν έχει εχθρούς· δε συντρέχει μία μόνο παράταξη, τις συντρέχει όλες· γιατί, όσο περισσότερο κρατά ο πόλεμός του, τόσο περισσότερο ευφραίνεται: όσο περισσότερο αίμα ποτίζει τη γη, τόσο περισσότερο ικανοποιείται. Καταλαβαίνεις τώρα; Όταν μισείς κάποιους, όταν θέλεις να τους σκοτώσεις, όταν επιθυμείς να χύσεις το αίμα τους, ο Άνκαραζ είναι μαζί σου, Κάφελ. Τον υπηρετείς.»
«Τότε, όλοι τον υπηρετούμε!»
«Ναι. Μπορούμε όλοι να τον υπηρετήσουμε πολύ εύκολα.»
«Ακόμα κι αν τον απεχθανόμαστε; Δεν είναι λογικό!»
«Είναι,» είπε η Ριλάνα.
«Με συγχωρείς, ιέρεια, αλλά δεν τα καταλαβαίνω εγώ αυτά τα πράγματα,» αποκρίθηκε ο Κάφελ, και πήγε προς την πόρτα, πιάνοντας το πόμολο. Αισθανόταν τις σκέψεις του μπερδεμένες, και ήθελε να βγει, να κάνει μια βόλτα στον καθαρό αέρα. Αυτό το άρωμα εδώ μέσα τον είχε ζαλίσει!
«Ο πόλεμος είναι ένας δακτύλιος,» είπε η Ριλάνα πίσω του. «Το ένα αποτρόπαιο γεγονός φέρνει το άλλο· και είναι δύσκολο η αλληλουχία να τερματιστεί. Αλλά ο Άνκαραζ ηττάται μόνο όταν ο Δακτύλιος του Πολέμου σπάσει.»
Ο Κάφελ άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
*
«Μόλις πριν από λίγο έμαθα τα νέα, Άρχοντά μου,» είπε ο Έγκναρμ. «Ένας εχθρικός στρατός ζυγώνει την Έριγκ, φέροντας τη σημαία του Άνκαραζ, σωστά;» Η όψη του άντρα σκοτείνιασε, καθώς ξεστόμιζε το όνομα του Θεού του Αίματος, και το πρόσωπό του φάνηκε γερασμένο, κουρασμένο.
Ο Δάρβαν ποτέ ξανά δεν τον είχε δει έτσι. «Κάθισε, διοικητή,» του πρότεινε, δείχνοντας το τραπέζι, όπου ήταν καθισμένος κι εκείνος, δίπλα στη Ζιάθραλ. Τη μικρή Φάλμα την είχαν στείλει στο δωμάτιό της, μαζί με μία υπηρέτρια· δεν υπήρχε λόγος το κοριτσάκι να είναι παρόν σε τούτα.
Ο Έγκναρμ πήρε θέση αντίκρυ του Δάρβαν, ο οποίος είπε: «Μπορείς να φανταστείς γιατί σε κάλεσα…»
«Γιατί κάποτε ήμουν στους Πολέμους.»
Ο Δάρβαν ένευσε.
Τα φρύδια του Έγκναρμ έσμιξαν, και το βλέμμα του έπεσε στο τραπέζι. Το καραφλό του κεφάλι γυάλιζε στο φως που έμπαινε από τα παράθυρα. Ο στρατιωτικός ύψωσε το δεξί χέρι και έτριψε τα μακριά, μαύρα του μούσια, σαν να θυμόταν περασμένα γεγονότα.
«Είναι μια περίοδος που προσπαθώ να ξεχάσω, Άρχοντα Δάρβαν… και ποτέ δε φαίνεται να τα καταφέρνω. Τώρα, μάλιστα, ο Άνκαραζ επέστρεψε, για να με στοιχειώσει…»
«Όχι μονάχα εσένα· όλους μας,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν. «Γιαυτό χρειάζομαι τη βοήθειά σου, διοικητή: γιατί είσαι ο μόνος εδώ πέρα που έχει δει αληθινό πόλεμο· και υποπτεύομαι πως οι αντίπαλοί μας θα είναι όλοι βετεράνοι των Πολέμων της Φεν εν Ρωθ.»
«Δεν είμαι ο μόνος από τους Πολέμους, Άρχοντά μου,» τόνισε ο Έγκναρμ· «υπάρχουν κι άλλοι στο στρατό της Έριγκ.»
«Αναφέρομαι, κυρίως, στους ανθρώπους που κατέχουν αρχηγικές θέσεις,» εξήγησε ο Δάρβαν.
«Ναι, καταλαβαίνω,» ένευσε ο Έγκναρμ. «Ζητάτε, λοιπόν, κάποια συμβουλή… Η αλήθεια είναι πως δεν έχω καμία να σας δώσω. Όχι από τώρα, τουλάχιστον. Πάντως, μπορώ να σας πω τι ίσως να επιχειρήσουν οι εχθροί, πώς ίσως να ξεκινήσουν την πολιορκία.»
«Θέλω να τα ακούσω αυτά, οπωσδήποτε,» δήλωσε ο Δάρβαν.
Προτού, όμως, ο Έγκναρμ αρχίσει να μιλά, ένας άλλος άντρας μπήκε στην αίθουσα. Ο Χάργκελ ο Αγριόγατος.
«Άρχοντά μου!» είπε. «Ήρθα μόλις άκουσα τι συμβαίνει. Τι θα επιθυμούσατε από εμένα;»
«Κάθισε, Χάργκελ,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν. «Ο Διοικητής Έγκναρμ ήταν έτοιμος να μου μιλήσει για τις μεθόδους που ίσως οι εχθροί να χρησιμοποιήσουν εναντίον μας.»
Ο Αγριόγατος υπάκουσε, παίρνοντας μια καρέκλα.
Ο Έγκναρμ είπε, κοιτάζοντας το χάρτη της Έριγκ που βρισκόταν στρωμένος στο τραπέζι: «Κατ’αρχήν, Άρχοντά μου, θα φτιάξουν έλκηθρα, για να περάσουν πάνω από τον παγωμένο Μάρνελ. Δε θα είναι καθόλου δύσκολο γι’αυτούς, με την ξυλεία που προσφέρει το Δρακοδάσος και με τους διοικητές από τους Πολέμους που θα έχουν· στη Φεν εν Ρωθ φτιάχναμε πολλές φορές έλκηθρα, όταν πάγωναν τα ποτάμια. Και, όταν έχουν περάσει τον Μάρνελ, θα κυκλώσουν την Έριγκ από όλες τις πλευρές.»
«Αυτό το είχαμε συμπεράνει κι εμείς,» είπε η Ζιάθραλ. «Υπάρχει κάτι άλλο; Κάποιος τρόπος μάχης άγνωστος σε μας;»
«Περιμένετε, Αρχόντισσά μου· δεν τελείωσα,» αποκρίθηκε ο Έγκναρμ· και συνέχισε: «Τώρα… όταν μας έχουν κυκλώσει, υποθέτω πως θα βιάζονται να πορθήσουν την πόλη· γιατί, αν αργήσουν, βοήθεια θα έρθει. Έτσι, δε θα έχουν την πολυτέλεια να μας αφήσουν να λιμοκτονήσουμε· ό,τι είναι να κάνουν, θα το κάνουν γρήγορα. Πιστεύω, λοιπόν, ότι θα χρησιμοποιήσουν ως όπλο τους τη φωτιά. Θα μας ρίξουν φλεγόμενα βέλη πάνω απ’τα τείχη, καθώς και φλεγόμενα βλήματα από καταπέλτες.»
«Θα πυρπολήσουν την πόλη;» έκανε ο Δάρβαν.
«Κατά πάσα πιθανότητα,» είπε ο Έγκναρμ. «Και οι ιερείς…» Πήρε πάλι εκείνη την έκφραση που μαρτυρούσε ότι θυμόταν περασμένα γεγονότα που τον είχαν στιγματίσει ισόβια. «Οι ιερείς του Άνκαραζ θα λένε στους άλλους ότι ο Πολέμαρχος είναι πολύ ευχαριστημένος από αυτό.» Βλεφάρισε, σαν να συνερχόταν από κάποιο όνειρο. «Θα μας αναγκάσουν να κάνουμε έξοδο, Άρχοντά μου, για να μην καούμε ζωντανοί, και θα μας κατασφάξουν.»
«Πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τούτη την κατάσταση;» ρώτησε ο Δάρβαν.
«Κατά πρώτον, να έχετε έτοιμους ανθρώπους για να σβήνουν τις φωτιές. Κατά δεύτερον, να χτυπήσετε τους καταπέλτες και τους τοξότες των εχθρών. Αν και αυτό, μάλλον, θα αποδειχτεί δύσκολο, γιατί οι τοξότες θα βάλλουν καλυμμένοι πίσω από ασπιδοφόρους, ενώ οι καταπέλτες θα βρίσκονται μακριά, για να τους σημαδέψει οποιαδήποτε μηχανή πολέμου. Σπάνια οι πολεμικές μηχανές πετυχαίνουν το στόχο με ακρίβεια, Άρχοντά μου.»
«Να προτείνω κάτι;» Ήταν ο Χάργκελ που μίλησε.
«Ασφαλώς, φίλε μου,» είπε ο Δάρβαν.
«Οι καταπέλτες μας θα μπορούσαν να σπάσουν τον πάγο του ποταμού καθώς οι εχθροί θα περνάνε με τα έλκηθρα. Αυτό θα τους καθυστερήσει αρκετά.»
«Χα-χα!» γέλασε ο Έγκναρμ, ευχαριστημένος. «Πολύ σωστός, Χάργκελ Αγριόγατε!» Μειδίασε πλατειά μέσα απ’τα μαύρα του γένια. «Άρχοντά μου, συμφωνώ. Θα τους δυσκολέψουμε πολύ έτσι.»
«Ωραία, τότε,» είπε ο Δάρβαν. «Θα το κάνουμε.» Ξαφνικά, αισθάνθηκε το ηθικό του να αναπτερώνεται και μια ελπίδα να φτερουγίζει επίμονα εντός του. «Έχεις τίποτ’άλλο να προτείνεις, Διοικητή Έγκναρμ;»
«Προς το παρόν, όχι,» αποκρίθηκε εκείνος, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα και σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός του. «Αλλά να μην ξεχνάτε το νερό, Άρχοντά μου. Πρέπει να έχετε πολύ νερό έτοιμο, γιατί, σύντομα, θα βρέξει φωτιά.»
Ο Κάφελ είχε βγει από το παλάτι και βόλταρε μέσα στην Έριγκ. Οι πάντες γύρω του προετοιμάζονταν για την πολιορκία. Στρατιώτες είχαν γεμίσει τις επάλξεις επάνω στα τείχη· βελοποιοί έφτιαχναν βέλη που, σίγουρα, θα χρειάζονταν· σιδεράδες ακούγονταν να χτυπάνε τα αμόνια τους, κατασκευάζοντας εφεδρικά όπλα και πανοπλίες· μηχανικοί έθεταν καταπέλτες στα σημεία που έκριναν κατάλληλα. Ιερείς από το Ναό του Βάνραλ τριγύριζαν στους δρόμους, δίνοντας τις ευλογίες τους και βαστώντας ξύλινα ραβδιά που στο άκρο τους είχαν τον Αργυρό Ήλιο, το σύμβολο του Επουράνιου Άρχοντά τους· οι ενδυμασίες τους αποτελούνταν από λευκούς χιτώνες και γαλανούς μανδύες, όπως συνήθως, και τα πρόσωπά τους ήταν φρεσκοξυρισμένα.
Αναρωτιέμαι αυτοί τώρα ποιον υπηρετούν, σκέφτηκε ο Κάφελ, κοιτάζοντας έναν ιερέα και μια ιέρεια του Βάνραλ να ευλογούν μια ομάδα πολεμιστών. Τον Βάνραλ ή τον Άνκαραζ; Δεν μπορούσε να καταλάβει τη Ριλάνα. Σύμφωνα με τα λόγια της, ακόμα και οι υπερασπιστές της Έριγκ, τον Άνκαραζ υπηρετούσαν, παρότι αντιμάχονται τους ακόλουθούς του! Πού είναι το όριο, λοιπόν; Πότε τον υπηρετείς και πότε όχι; Και τι πρέπει να κάνεις όταν έρθει κάποιος να σε σκοτώσει; Πρέπει να τον αφήσεις να σε διαπεράσει με το ξίφος του, προκειμένου να μη γίνεις πιόνι του Θεού του Πολέμου; Είναι τόσο παράλογο!
Ο Κάφελ είδε τον αρχηγό της ομάδας των πολεμιστών να υποκλίνεται μπροστά στον ιερέα και την ιέρεια, και να τους ευχαριστεί, επειδή είχαν μεσολαβήσει, ώστε ο Επουράνιος Βάνραλ να προστατέψει εκείνον και τους μαχητές του στην επερχόμενη πολιορκία. Ο Κάφελ δεν ήξερε αν όντως οι ιερωμένοι είχαν τέτοιες δυνάμεις –και, πραγματικά, το αμφέβαλε–, πάντως, σίγουρα, είχαν τη δύναμη να ενισχύουν τις καρδιές των ανθρώπων, όταν το χρειάζονταν… και, κατά συνέπεια, να τους κάνουν να μάχονται με περισσότερο σθένος… και να υπηρετούν τον Άνκαραζ…
Ο Κάφελ κούνησε το κεφάλι. Έτσι όπως τα έλεγε η ιέρεια Ριλάνα, ο Άνκαραζ ήταν ο ισχυρότερος των θεών! Τι μπορούσε να τον σταματήσει;
Ο Άνκαραζ ηττάται μόνο όταν ο Δακτύλιος του Πολέμου σπάσει…
Πώς έσπαγε, όμως, αυτός ο «δακτύλιος»; Όταν άφηνες τον εχθρό σου να σε σκοτώσει; Χα! πολύ καλή ιδέα!
Η αγορά της Έριγκ ήταν πιο έρημη από ποτέ. Τα καταστήματα είχαν κλείσει και οι πλανόδιοι έμποροι είχαν μαζέψει τις πραμάτειες τους και είχαν αποσυρθεί. Ο στρατός τούς το είχε επιβάλει· και όποιον πολίτη έβρισκε να τριγυρνά έξω τον παρότρυνε να πάει, γρήγορα, στο σπίτι του, για τη δική του ασφάλεια. Ο Κάφελ απορούσε πώς δεν τον είχαν σταματήσει κι εκείνον ακόμα· ίσως να τον είχαν δει να βγαίνει απ’το παλάτι, γι’αυτό· ή ίσως απλά να μην τον είχαν προσέξει μέχρι στιγμής…
Σε κάποιο σημείο της αγοράς, είδε μια κατασκήνωση. Οι χωρικοί που είχαν έρθει στην Έριγκ, χτες βράδυ. Κάπου εδώ, πρέπει να ήταν και οι ακόλουθοι της Ιέρειας Ριλάνα…
«Ε, εσύ! Πού πηγαίνεις;» Ο Κάφελ στράφηκε, για να δει τρεις στρατιώτες να τον ζυγώνουν. «Δεν άκουσες; Πολιορκία θα γίνει. Όλοι πρέπει να πάνε στα σπίτια τους και να κλειστούνε εκεί.»
«Δεν έχω σπίτι εδώ,» αποκρίθηκε στον άντρα. «Είμαι φιλοξενούμενος στο παλάτι.»
Οι στρατιώτες φάνηκαν να ξαφνιάζονται από τούτο, και τον κοίταξαν καλά-καλά, σαν να περίμεναν ότι θα τον αναγνώριζαν. «Μας συγχωρείτε, Άρχοντά μου,» είπε αυτός που είχε μιλήσει και πριν· «δεν το γνωρίζαμε.»
«Δεν είμαι άρχοντας. Ονομάζομαι Κάφελ, και είμαι έμπορος–»
«Νόμιμος κλέφτης!…» μουρμούρισε ένας στρατιώτης· κι εκείνος που είχε μιλήσει τον σκούντηξε, αγριοκοιτάζοντάς τον.
«Ήρθα το βράδυ και ειδοποίησα τον Άρχοντα Δάρβαν για το στράτευμα που ζυγώνει. Ήμουν μαζί με την Ιέρεια Ριλάνα.»
Ο στρατιώτης δε φάνηκε να τον αναγνωρίζει. Μάλλον, δεν είχε ακούσει γι’αυτόν, ούτε για την ιέρεια. «Να προσέχετε, κύριε, όπως και νάχει,» είπε. «Όταν αρχίσει η πολιορκία, τα πράματα εδώ πέρα θ’αγριέψουνε πολύ. Σας το λέω εκ πείρας. Ήμουν κάποτε στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ…»
Ο Κάφελ κοίταξε τον άντρα προσεκτικά. Είχε μαύρο μούσι, στενά, σκοτεινά μάτια, και πλατύ μέτωπο· και έμοιαζε αρκετά μεγάλος για να έχει αγωνιστεί στους Πολέμους. «Κι ένας φίλος μου ήταν εκεί.»
«Πώς τον λένε;»
«Φένταρ ο Ξεχασμένος.»
Ο στρατιώτης μειδίασε, αποκαλύπτοντας ένα κενό στην πάνω οδοντοστοιχία του. «Χε-χε-χε… τον ξέρω. Τρελός άνθρωπος! Σου έχει πει ποτέ για τον Σάρντολαν τον Ακρωτηριαστή;»
«Δε νομίζω. Εσύ είσαι;»
«Τι!» Ο άντρας έκανε πίσω το κεφάλι και γέλασε βροντερά. «Φυσικά και όχι! Εγώ λέγομαι Ζένκαρ. Αλλά υπέθεσα ότι δε θα σούλεγε για μένα. Ο Σάρντολαν ήταν κοινός μας γνωστός, που λες, και πολύ πιο… εμ, εντυπωσιακός από μένα. Από το παρατσούκλι του καταλαβαίνεις τι έκανε, ε; Έκοβε τα χέρια των εχθρών του και τα κρατούσε ως τρόπαια. Μετά τους Πολέμους, δεν ξέρω τι έγινε. Τον χάσαμε τελείως.»
Μια δυνατή φωνή αντήχησε στην αγορά: «Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΔΑΡΒΑΝ ΠΡΟΣΤΑΞΕ ΝΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥΜΕ ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΝΕΡΟ! ΟΣΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΗΚΩΣΟΥΝ ΚΟΥΒΑΔΕΣ ΝΑ ΒΓΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΡΘΟΥΝ ΕΔΩ, ΝΑ ΟΡΓΑΝΩΘΟΥΝ ΟΜΑΔΕΣ! ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΦΩΤΙΑΣ!»
«Κίνδυνος φωτιάς;» απόρησε ο Κάφελ, κοιτάζοντας τον Ζένκαρ.
«Από τους εχθρούς, εννοεί,» εξήγησε ο πολεμιστής. «Ίσως να μας ρίξουνε φλεγόμενα βέλη και βλήματα από καταπέλτες.»
Ο Κάφελ είδε αρκετούς πολίτες να βγαίνουν στα παράθυρα των σπιτιών τους, ενώ άλλοι ζύγωναν τον στρατιώτη που είχε φωνάξει, φέρνοντας κουβάδες μαζί τους. Εκείνος τους έκανε νόημα να πάνε σ’ένα πηγάδι εκεί κοντά. «Γεμίστε τους κουβάδες σας και προσπαθήστε να καλύψετε όσο το δυνατόν περισσότερα σημεία της πόλης, ώστε μόλις αρχίζουν οι φωτιές να τις σβήνετε. Έχουν ειδοποιηθεί κι άλλοι· εσείς επικεντρωθείτε στη βόρεια μεριά.»
«Μπορώ να βοηθήσω πουθενά;» ρώτησε ο Κάφελ τον Ζένκαρ.
«Ξέρεις πώς να ρίχνεις βέλη;»
«Δεν έχω ποτέ δοκιμάσει.»
«Τότε, άστο καλύτερα και πήγαινε να φυλαχτείς. Το πολύ-πολύ, πάρε κάνα όπλο για να τόχεις σε περίπτωση που οι εχθροί εισβάλουν. Αλλά το όλο θέμα είναι να μην εισβάλουν, φίλε μου· γιατί, αλλιώς, την έχουμε άσχημα.
»Τώρα πηγαίνω. Κάνουμε περιπολία, όπως βλέπεις, κι έτσι και ο ανώτερός μας μας δει να καθόμαστε και να τα λέμε, θα μας κόψει τον κώλο.» Και, με τούτα τα λόγια, ο Ζένκαρ απομακρύνθηκε, μαζί με τους άλλους δύο στρατιώτες.
Ο Κάφελ βάδισε προς τον καταυλισμό· και εκεί είδε κάποιον να του γνέφει. Τον κοίταξε καλύτερα και διαπίστωσε πως ήταν ο Νάλβαν. Κοντά του βρίσκονταν και οι υπόλοιποι ακόλουθοι της Ριλάνα. Ο έμπορος τούς πλησίασε.
«Πού είναι η ιέρεια;» τον ρώτησε ο Νάλβαν.
«Στο παλάτι.»
«Τι είπε ο Άρχοντας;» ρώτησε μια ακόλουθος που ο Κάφελ δεν ήξερε το όνομά της.
«Τίποτα το ιδιαίτερο,» αποκρίθηκε ο έμπορος. «Και… για να σας πω την προσωπική μου άποψη, μου φάνηκε ταραγμένος, το οποίο δεν είναι καθόλου καλό σημάδι. Ελπίζω, ως τώρα, να έχει συγκροτήσει τον εαυτό του.»
«Λένε ότι ο στρατός είναι μικρότερος απ’ό,τι νομίζαμε,» τον πληροφόρησε η Ζιάλα.
«Ποιος το λέει αυτό;»
«Οι ανιχνευτές που είχαν σταλεί νότια. Έτσι άκουσα από μια πολεμίστρια. Δέκα χιλιάδες πρέπει να είναι.»
«Δέκα χιλιάδες δεν είναι λίγοι,» αποκρίθηκε ο Κάφελ. «Πάντως, εύχομαι αυτά τα τείχη να τους κρατήσουν. Εσείς τι κάνετε εδώ;» Κοίταξε έναν ξύλινο πάγκο (ο οποίος ήταν γεμάτος με μαντζούνια), ένα μαγκάλι δίπλα του, και μια χύτρα, που κρεμόταν πάνω από μια μικρή φωτιά. Διάφορες μυρωδιές του δάσους απλώνονταν τριγύρω.
«Φτιάχνουμε φάρμακα και δυναμωτικά για τους χωρικούς,» εξήγησε ο Νάλβαν. «Ορισμένοι από αυτούς –κυρίως ηλικιωμένοι και μικρά παιδιά– βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατάσταση από την οδοιπορία τους μέσα στο χιόνι.»
«Η Ιέρεια Ριλάνα σάς τα έχει μάθει αυτά;» ρώτησε ο Κάφελ.
Ο Νάλβαν κατένευσε.
«Τι σας έχει πει για τον Άνκαραζ;»
Σιγή έπεσε ανάμεσα στους ακόλουθους.
Η Ζιάλα κοίταξε τον Κάφελ καχύποπτα, με σουφρωμένα φρύδια. «Τι εννοείς;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Γενικά μιλάω.»
«Η θρησκεία του έχει πλέον απαγορευτεί σ’όλα τα βασίλεια των Ωθράγκος,» είπε μια άλλη ακόλουθος, κοντύτερη από τη Ζιάλα και ξανθιά, σε αντίθεση με εκείνη, που ήταν κορακομάλλα. «Τον λάτρευαν στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ.»
«Το ξέρει αυτό, Φάλμα,» της είπε η Ζιάλα, κάπως απότομα, σα να τη μάλωνε. «Όλοι το ξέρουν.» Η ξανθιά ακόλουθος μαζεύτηκε, κατεβάζοντας τα μάτια.
«Οι περισσότεροι άνθρωποι τον έχουν ξεχάσει, όμως,» τόνισε ο Νάλβαν, έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα μπροστά στο στήθος και την όψη του σκοτεινιασμένη. «Ίσως αυτό να ήταν κακό, τελικά…»
«Οι ιερείς του άκουσα ότι διακήρυτταν κάτι για έναν Εχθρό στο Νότο,» είπε ο Κάφελ.
«Ναι!» πετάχτηκε μια ακόλουθος με μαύρα μαλλιά και γκρίζα μάτια. «Τους είδα μια φορά, στην Όρκαλ, που είχα πάει ν’αγοράσω βελόνες για το ναό. Τρόμαξα. Λέγανε πως ο Εχθρός κρύβεται στη Νουάλβορ, στο ίδιο το Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων! και σχεδιάζει να μας υποτάξει όλους, και πρέπει ν’ακολουθήσουμε τον Άνκαραζ, για να τον κατατροπώσουμε. Μετά, όμως, ο κήρυκας έπαψε να μιλά, γιατί κάποιος του φώναξε ότι οι φρουροί έρχονταν.»
«Δε συζητήσατε με την ιέρειά σας γι’αυτό; Ποιο είναι το όνομά σου, αλήθεια; Πέρασα μια ημέρα-εφιάλτη μαζί σας και δεν ξέρω ούτε πώς σας λένε.»
«Χάρνιλ με λένε,» αποκρίθηκε η κοπέλα. Και οι υπόλοιποι συστήθηκαν, επίσης: Νιλκέμα, μια πυρόξανθη ακόλουθος με φακίδες· Κάσλα, ένα στρογγυλοπρόσωπο κορίτσι, με σκούρα-καστανά μαλλιά, σχεδόν μαύρα· Φάλμα, η κοπέλα στην οποία η Ζιάλα είχε μιλήσει απότομα· Άλραν, ένας νεαρός με κοντά καστανά μαλλιά· και Νέσκιρ, ένας σγουρός, μελαχρινός ακόλουθος με σπινθηροβόλο βλέμμα.
«Η ιέρεια μας μας μίλησε για τον Άνκαραζ, κύριε Κάφελ,» είπε ο Νέσκιρ. «Μας είχε μιλήσει και παλιότερα, αλλά μας ξαναμίλησε και όταν η Χάρνιλ είδε να διαδραματίζεται το περιστατικό που σας περιέγραψε. Μας είπε πως δεν ξέρει αν όσα υποστηρίζουν οι ιερείς του Άνκαραζ αληθεύουν· ίσως, όντως, να αισθάνθηκαν κάποια εχθρική παρουσία στο Νότο· πάντως, η ίδια δήλωσε ότι δεν έχει νιώσει κάτι, και μας προειδοποίησε πως, ό,τι κι αν είναι, οι ακόλουθοι του Πολέμαρχου θα το χρησιμοποιήσουν –δηλαδή, θα το μεγαλοποιήσουν και θα το διαστρεβλώσουν–, ώστε να φέρουν ξανά τον Κύριό τους σε θέση ισχύος μέσα στο Βασίλειο.» Αυτός ο νέος –μάλλον, όχι πάνω από είκοσι χρονών, όπως και οι υπόλοιποι– έμοιαζε να θεωρεί τον εαυτό του μεγαλύτερο από την ηλικία του, και τα λόγια του σοφότερα απ’ό,τι ήταν. Ένας νεαρός φιλόσοφος, σκέφτηκε ο Κάφελ, υπομειδιώντας.
«Και έχουν επιτύχει;»
«Αν δεν είχαν,» είπε η Ζιάλα, που φαινόταν να είναι η πιο ατίθαση από όλες τις ακόλουθους της Βιρκάνθα, «δε θα ερχόταν τώρα ένας στρατός προς την Έριγκ!»
«Τι σχέση έχει ο στρατός με μια θρησκεία; Οι πολεμιστές θέλουν χρήματα για να πολεμήσουν. Πού βρέθηκαν αυτά τα χρήματα; Μπορείτε να μου το απαντήσετε τούτο;»
«Ένας έμπορος σκέφτεται με το χρυσάφι,» φιλοσόφησε ο Νέσκιρ, «ένας ιερωμένος με την πίστη, και ένας άρχοντας με την πολιτική επιρροή. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα.»
«Και ένας φιλόσοφος πάντα την αναζητά, μα ποτέ δεν την βρίσκει,» αντιγύρισε ο Κάφελ.
Ο Άλραν, η Ζιάλα, η Φάλμα, και η Κάσλα γέλασαν. Ο Νέσκιρ τούς αγριοκοίταξε.
«Μην είστε κυνικός, κύριε Κάφελ,» είπε. «Τα χρήματα δεν είναι η μόνη δύναμη στον κόσμο.»
«Πιθανώς,» αποκρίθηκε εκείνος· «μα αμφιβάλλω ότι κάποιος συγκέντρωσε δέκα χιλιάδες πολεμιστές μιλώντας μονάχα για έναν αόρατο –και αόριστο– ‘Εχθρό στο Νότο’.»
Ξαφνικά, ο Νάλβαν είπε, μεγαλόφωνα: «Θέλετε κάτι, κύριε;» Είχε ακόμα τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, και κοιτούσε προς τ’αριστερά.
Ο Κάφελ στράφηκε, αιφνιδιασμένος, κι αντίκρισε έναν άντρα να στέκεται μερικά μέτρα από εκείνον και τους ακόλουθους, και να τους κοιτάζει. Ήταν ντυμένος με μαύρη κάπα και είχε γκριζόμαυρα μαλλιά, τα οποία ανακάτευε το ανάλαφρο, παγερό αεράκι.
Παρατηρώντας ότι τον είχαν προσέξει, χαμογέλασε, καλοπροαίρετα, και πλησίασε. Τα μάτια του έμοιαζαν λιγάκι αλλήθωρα. «Δεν ήθελα να σας ανησυχήσω,» είπε. «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είμαι κατάσκοπος των εχθρών που έρχονται.»
«Τότε, γιατί μας παρακολουθείς;» ρώτησε η Ζιάλα.
«Έκανα μια βόλτα στην πόλη,» αποκρίθηκε ο άντρας, που πρέπει να ήταν σαραντάρης, υπέθετε ο Κάφελ, «και έτυχε να δω κάτι που μου τράβηξε την προσοχή –εσάς, δηλαδή. Όλοι οι υπόλοιποι είναι ή κλειδαμπαρωμένοι, ή συγκεντρώνουν νερό, ή κατασκευάζουν όπλα, ή περιπολούν. Εσείς είστε οι μόνοι που φτιάχνετε…» Ο άντρας οσμίστηκε τον αέρα. «Φάρμακο για το κρυολόγημα, από φασκόμηλο και λεμόνι του Δρακοδάσους. Επίσης, δυναμωτικό από ρίζα χίλντρου και λεμόνι του Δρακοδάσους. Αν βάζατε και λίγο απόσταγμα βατόμουρων θα το ενισχύατε περισσότερο.»
«Ξέρετε από βοτάνια…» παρατήρησε ο Άλραν. «Είστε ιερέας της Βιρκάνθα;»
Ο γκριζομάλλης άγνωστος γέλασε. «Όχι, όχι.»
«Τότε, πώς ξέρεις από αυτά;» απαίτησε η Ζιάλα.
«Δεν ξέρουν μόνο οι ακόλουθοι της Βιρκάνθα από βοτάνια, μικρή μου,» αποκρίθηκε ο άντρας, ήπια αλλά σοβαρά. Της Ζιάλα δε φάνηκε να της άρεσε που την αποκάλεσε μικρή, παρότι, προφανώς, είχε παραπάνω από τα διπλάσιά της χρόνια.
«Ποιος είστε;» τον ρώτησε ο Νάλβαν, καχύποπτα.
«Οι περισσότεροι μ’αποκαλούν Νεκρολάτρη,» απάντησε ο άντρας· «και θα προτιμούσα κι εσείς να μ’αποκαλείτε έτσι.»
«Νεκρολάτρης;» έκανε η Χάρνιλ. «Από το… κατάστημα που λένε ότι υπάρχει εδώ, στην Έριγκ;»
Ο άντρας χαμογέλασε. «Βλέπω μας έχετε ακουστά.»
«Ανακατεύεστε με τους νεκρούς,» είπε ο Νάλβαν, εξακολουθώντας να κοιτάζει τον Νεκρολάτρη καχύποπτα.
Με τους νεκρούς; σκέφτηκε ο Κάφελ. Είχε κι εκείνος ακούσει για ένα τέτοιο, παράξενο κατάστημα κάπου στην Έριγκ, μα νόμιζε ότι επρόκειτο για μύθο…
«Δε φαίνεται να μας συμπαθείς και πολύ,» παρατήρησε ο Νεκρολάτρης, ουδέτερα.
Ο Νάλβαν ανασήκωσε τους ώμους, δίχως να μιλήσει. Σιγή έπεσε για λίγο, και ύστερα, ο νεαρός ακόλουθος είπε: «Δεν ήθελα να σας προσβάλλω, κύριε. Συγχωρέστε με αν το έκανα. Απλά, έχω ακούσει περίεργα πράγματα για το κατάστημά σας.»
Η Χάρνιλ έγνεψε καταφατικά. «Κι εγώ. Σας φανταζόμουν πιο… Αλλιώς, τέλος πάντων.»
Ο Νεκρολάτρης γέλασε. «Μελετητές είμαστε, μονάχα. Της Φεν εν Ρωθ, κυρίως. Σέπουλα και Οσέπουλα.»
«Ο Πνευματικός Τόπος του Θανάτου, και ο Επίγειος…» υποτονθόρυσε ο Νέσκιρ.
Ο Νεκρολάτρης ένευσε. «Ναι· τους μελετάμε και τους δύο.»
«Ίσως η μελέτη σας να διευρυνθεί, ύστερα από την πολιορκία,» είπε ο Κάφελ. Κι αμέσως, μετάνιωσε για τα βιαστικά του λόγια, γιατί, άθελά του, αντιλαμβανόταν ότι είχε γίνει ειρωνικός.
Τα μαύρα μάτια του Νεκρολάτρη στράφηκαν στο μέρος του, και, για μια στιγμή, ο έμπορος αισθάνθηκε το αίμα του να παγώνει, λες κι ο Άνκαραζ να τον ατένιζε ξανά. «Η Φεν εν Ρωθ μάς αρκεί, κύριε. Και ελπίζω η επικράτειά της να μην επεκταθεί.
»Πώς είσαι, Ιέρεια Ριλάνα;»
Κανείς δεν είχε προσέξει τη Ριλάνα να πλησιάζει, έτσι όπως όλοι είχαν τα βλέμματά τους στραμμένα στον γκριζομάλλη μυστικιστή.
«Αρκετά καλά, Νεκρολάτρη, αν σκεφτείς τα όσα συμβαίνουν.»
«Γνωρίζετε αυτόν τον άνθρωπο, Σεβασμιότατη;» ρώτησε ο Νάλβαν, έκπληκτος.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Ριλάνα. Και προς τον Νεκρολάτρη: «Αναζητάς κάτι;»
Ο άντρας μειδίασε λεπτά. «Ααα, Ριλάνα, πάντα μπορείς και κοιτάζεις πίσω από το προσωπείο των ανθρώπων. Ναι, λοιπόν… περιμένω κάποιον. Κάποιον που δεν πίστευα ότι θα ξαναδώ. Και, μάλλον, θα έρθει σήμερα, έως το βράδυ.»
Οι ακόλουθοι αλληλοκοιτάχτηκαν, παραξενεμένοι, γιατί ο τόνος της φωνής του Νεκρολάτρη έμοιαζε να υπονοεί πολλά.
«Θα μας βοηθήσει εναντίον του Πολέμαρχου;»
«Έχω ακούσει ότι είναι από τους χειρότερούς του εχθρούς,» είπε ο Νεκρολάτρης· «και η ξαφνική του επανεμφάνιση μ’έχει βάλει σε σκέψεις. Τον είχα για νεκρό. Όμως, πριν από μερικές ημέρες, ξύπνησα μέσα στα μεσάνυχτα, και άκουσα τα φύλλα των δέντρων του Δρακοδάσους να θροΐζουν, ενώ είδα σκιές να κινούνται μέσα στους καθρέφτες· και ήξερα ότι είχε επιστρέψει. Με τι τρόπο, ωστόσο, δεν μπορούσα να πω.»
Ο Κάφελ ένιωθε τις τρίχες του να έχουν σηκωθεί. Για τι πράγμα μιλούσε ετούτος ο άνθρωπος; «Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησε. «Κάποιος σημαντικός;»
«Ένας καινούργιος γνωστός μου,» αποκρίθηκε ο Νεκρολάτρης.
«Είπες ότι είναι εχθρός του Άνκαραζ.»
«Είναι.»
«Και τι σημαίνει αυτό;»
«Δεν καταλαβαίνετε τη σημασία των λέξεων, κύριε;» Η φωνή του Νεκρολάτρη ήταν τώρα ψυχρότερη από τον άνεμο. Ο Κάφελ αποφάσισε να παρατήσει την κουβέντα μαζί του. Μάλλον, δεν του έκανα καλή πρώτη εντύπωση· και, συνήθως, η πρώτη εντύπωση είναι πολύ σημαντική.
Η Ριλάνα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του εμπόρου, σαν να ήθελε να του πει πως έκανε καλά που δεν πίεζε τον Νεκρολάτρη. «Φτιάχνετε φάρμακα για τους χωρικούς;» ρώτησε τους ακόλουθούς της, επιθυμώντας να σπάσει τη σιγή που είχε ακολουθήσει.
«Μάλιστα, Σεβασμιότατη,» είπε η Κάσλα. «Ορισμένοι είναι πολύ άρρωστοι.»
«Ωραία,» αποκρίθηκε η Ριλάνα. «Ίσως, επίσης, θα ήταν συνετό να φτιάξουμε και όσο κατασβέστη μπορούμε. Άκουσα ότι οι εχθροί θα μας επιτεθούν με φωτιά.»
«Τι είναι ο κατασβέστης;» ρώτησε ο Κάφελ.
«Ένα φίλτρο που, αν το ρίξεις στο νερό, το κάνει πιο αποτελεσματικό εναντίον της φωτιάς. Ωστόσο, δεν πρέπει ποτέ να πιεις νερό με κατασβέστη μέσα· είναι δηλητηριώδες.» Ο Κάφελ είχε την εντύπωση πως η ιέρεια δεν το έλεγε τούτο μόνο γι’αυτόν, αλλά και για τους ακόλουθούς της.
«Εσύ δεν μπορείς να μας βοηθήσεις στην πολιορκία;» ρώτησε η Ζιάλα τον Νεκρολάτρη. «Εναντίον των εχθρών, εννοώ. Να ρίξεις κάποιο ξόρκι επάνω τους, ή τίποτα τέτοιο.»
Η Ριλάνα ήταν έτοιμη να την κατσαδιάσει, αλλά ο μυστικιστής την πρόλαβε. «Τα ξόρκια μου έχουν να κάνουν με τους νεκρούς,» είπε, «όχι με τους ακόμα ζωντανούς, μικρή μου.»
Το μεσημέρι, ο στρατός που διέσχιζε το χιονισμένο τοπίο σταμάτησε μπροστά από τις νότιες όχθες του ποταμού Μάρνελ, και ξεκίνησε να στρατοπεδεύει.
Ο Άρχων Μόρντεναρ τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του και ατένισε την γέφυρα που περνούσε πάνω από τον κρυσταλλωμένο ποταμό και οδηγούσε στην Έριγκ, κατασκευασμένη κατά τα νότια τρία τέταρτα από πέτρα και κατά το βόρειο τέταρτο από ξύλο. Επί του παρόντος, το ξύλινο μέρος είχε σηκωθεί, κλείνοντας την πύλη της πόλης και απαγορεύοντας την είσοδο στο εχθρικό φουσάτο. Στις επάλξεις της Έριγκ τοξότες φαίνονταν παρατεταγμένοι και λάβαρα κυμάτιζαν. Ωστόσο, ο Μόρντεναρ αντιλαμβανόταν ότι καμία βολή από συμβατικό τόξο δεν μπορούσε να φτάσει ως την άλλη όχθη του ποταμού. Το στράτευμά του βρισκόταν εκτός εμβέλειας, αλλά και οι πολιορκητές επίσης. Η πραγματική μάχη θα άρχιζε όταν περνούσαν τον παγωμένο ποταμό και όταν συμπλήρωναν το ένα τέταρτο της γέφυρας το οποίο έλειπε.
Έστρεψε το άλογό του, για να κοιτάξει πίσω του, τους μαχητές του να στήνουν την κατασκήνωσή τους, γρήγορα, επιδέξια, και με ακρίβεια, σαν σωστοί μαχητές από τη Φεν εν Ρωθ. Όχι πως όλοι τους είχαν αγωνιστεί εκεί, βέβαια, αλλά, τουλάχιστον, οι περισσότεροι από τους διοικητές ήταν βετεράνοι των Πολέμων.
«Θάνεμιρ!» φώναξε ο Μόρντεναρ.
Ο Αρχιμαχητής ζύγωσε, έφιππος και ντυμένος με αρματωσιά, ακριβώς όπως κι ο Άρχοντάς του. «Τι είναι;» ρώτησε.
«Κάλεσε τους αρχιμηχανικούς στη σκηνή μου· και έλα κι εσύ και οι υπόλοιποι Αρχιμαχητές του Άνκαραζ.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
Ο Μόρντεναρ σπιρούνισε το άλογό του και πέρασε ανάμεσα από τις πρώτες δύο σκηνές του στρατοπέδου. Ξεκαβαλίκεψε και έδωσε τα χαλινάρια του ζώου του σ’έναν στρατιώτη. Ύστερα, προχώρησε προς το μέρος όπου κατασκήνωνε πάντα ο Σάλκερμιρ. Βαδίζοντας, είδε πως γύρω του τα πάντα ετοιμάζονταν, μηχανικά και στην εντέλεια.
Έφτασε, και βρήκε τον ιερέα να στέκεται έξω απ’τη σκηνή του, πατώντας στο χιονισμένο έδαφος κι ατενίζοντας νότια, ανάμεσα από την κατασκήνωση, σαν να μπορούσε να δει κάτι εκεί.
«Εκείνον βλέπεις;» τον ρώτησε ο Μόρντεναρ. «Τον άνθρωπο που πέθανε αλλά ζει;»
«Θα έρθει,» είπε ο Σάλκερμιρ. «Σήμερα.»
«Πότε;»
«Αυτό δεν το ξέρω· μα είναι κοντά. Ο κίνδυνος μεγαλώνει.» Ο ιερέας στράφηκε, για να τον κοιτάξει· ο Μόρντεναρ είδε φόβο στα μαύρα του μάτια. «Ο Κύριός μας τον απεχθάνεται. Είναι παλιός του εχθρός.»
«Για τι πλάσμα πρόκειται;»
Ο Σάλκερμιρ ανασήκωσε τους ώμους και στράφηκε πάλι νότια, σφίγγοντας τη λαβή του ξίφους που κρεμόταν από τη ζώνη του. Η χοντρή του κάπα ανέμιζε στον παγερό αέρα.
«Πρέπει να τον ξεφορτωθώ προτού ξεκινήσω το κύριο μέρος της πολιορκίας,» είπε ο Μόρντεναρ. «Έχει σάρκα και οστά, ιερέα; Μπορούν οι ανιχνευτές μου να ψάξουν τα μέρη τριγύρω και να τον εντοπίσουν;»
«Ίσως… Ίσως και όχι. Βάλε, όμως, φρουρούς γύρω από τον καταυλισμό μας· τριπλές βάρδιες. Αυτό πιθανώς να τον αποθαρρύνει από το να εισβάλει.»
«Δε θέλω να τον αποθαρρύνω· δε θέλω να περιμένω! Θέλω να τον σκοτώσω, να τον ξεφορτωθώ από τα νώτα μου!»
Ο Σάλκερμιρ δε μίλησε.
Ο Μόρντεναρ γρύλισε και στράφηκε από την άλλη, αρχίζοντας να βαδίζει, γρήγορα, προς τη σκηνή του. Ηλίθιε, άχρηστε ιερέα!
Οι αρχιμηχανικοί και οι Αρχιμαχητές τον περίμεναν, καθισμένοι γύρω απ’το ξύλινο τραπέζι. Μόλις τον είδαν να μπαίνει, σηκώθηκαν και χαιρέτησαν, υποκλινόμενοι. Ο Μόρντεναρ τούς έκανε νόημα να καθίσουν ξανά, και πήρε θέση στην κορυφή.
Έριξε μια ματιά στους ανθρώπους που τον περιστοίχιζαν. Ναι, ήταν όλοι εδώ· κανείς δεν έλειπε. Τέσσερις αρχιμηχανικοί –ο Κάνταν ο Μονόφθαλμος, βετεράνος της Φεν εν Ρωθ· η Μερινέα η Νελβόρια, δώρο του Έπαρχου Κάβμαρ· ο Γάνρινελ ο Ενρεβήλιος· και ο Σεμάζιρ, παλιός γνωστός του Μόρντεναρ– και έξι Αρχιμαχητές, όλοι τους παλαίμαχοι της Φεν εν Ρωθ –ο Θάνεμιρ, Υποστράτηγος της Στρατηγού Φερνάλβιν στους Πολέμους· η Καλριάτα η Εφταδάχτυλη· ο Σάρντολαν ο Ακρωτηριαστής· η Τέριλ η Εκηβόλος, περιστασιακή ερωμένη του Μόρντεναρ· και ο Κόρνταζ, που στους Πολέμους ήταν με τους Σαρενθάλιους και όχι με τους Νορβήλιους, αλλά ο Μόρντεναρ τον είχε σώσει από βέβαιο θάνατο, κι από τότε εκείνος είχε γίνει πιστός του συμμαχητής, «όπως ο Άνκαραζ το επιθυμούσε».
«Θέλω να μου φτιάξετε έλκηθρα,» είπε ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ στους αρχιμηχανικούς του. «Και καταπέλτες.»
«Τα κομμάτια για τους καταπέλτες είναι ήδη έτοιμα, όπως γνωρίζετε, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Κάνταν. «Φτάνει μόνο να τους συναρμολογήσουμε.»
Ο Μόρντεναρ ένευσε. «Και τους περισσότερους θα τους συναρμολογήσετε βόρεια του Μάρνελ. Γιατί από εκεί θα κάνουμε τη βασική μας επίθεση. Επίσης, θέλω να φτιάξετε ένα… συμπλήρωμα για την πέτρινη γέφυρα, ώστε να περάσουν οι μαχητές μας και να χτυπήσουν την πύλη.»
«Καλό θα ήταν, Άρχοντά μου, να συναρμολογηθεί και μια κριοφόρος χελώνα γι’αυτή τη δουλειά,» είπε ο Γάνρινελ ο Ενρεβήλιος.
«Συμφωνώ,» αποκρίθηκε ο Μόρντεναρ. «Τώρα… όσον αφορά τα έλκηθρα και το πέρασμά μας στη βόρεια μεριά του ποταμού, πιστεύω ότι οι εχθροί μας, αν έχουν στοιχειώδεις γνώσεις στρατηγικής, θα είναι έτοιμοι να σπάσουν τον πάγο του Μάρνελ με βλήματα από καταπέλτες, προκειμένου να μας καταβυθίσουν τη στιγμή που θα περνάμε. Θα διασχίσουμε τον ποταμό, επομένως, από τη δυτική μεριά, εκτός εμβέλειας, και, μετά, θα κυκλώσουμε την πόλη.»
Οι Αρχιμαχητές κατένευσαν.
«Εν τω μεταξύ, μέχρι να φτιαχτούν τα έλκηθρα, θα βάλλουμε κατά της Έριγκ με τους καταπέλτες μας, προκειμένου να κρατάμε τους υπερασπιστές της σε αναστάτωση. Τα βλήματα δεν θα είναι φλεγόμενα· ας τους αφήσουμε να πιστέψουν ότι δε θέλουμε να πυρπολήσουμε την πόλη. Όταν, όμως, τους έχουμε περικυκλωμένους, τότε ο ουρανός θα βρέξει φωτιά.»
Στράφηκε στους μηχανικούς. «Πότε θα έχετε έτοιμα τα έλκηθρα;»
«Θέλετε να περάσουν όλοι οι στρατιώτες με τη μία φορά, Άρχοντά μου;» ρώτησε η Μερινέα.
«Κατ’αρχήν, πόσους θα στείλετε βόρεια;» είπε ο Κάνταν ο Μονόφθαλμος.
«Οκτώ χιλιάδες, και όχι δε με απασχολεί να περάσουν με τη μία φορά. Άλλωστε, εκτός εμβέλειας θα είναι, όπως είπα.»
«Ως το βράδυ, ορισμένα έλκηθρα, σίγουρα, θα είναι έτοιμα,» τον πληροφόρησε η Μερινέα. «Οπότε, θα μπορέσουμε να μεταφέρουμε κάποιους στρατιώτες, σιγά-σιγά.»
«Ναι,» είπε ο Μόρντεναρ. «Φροντίστε, όμως, οι δυνάμεις που θα μεταφέρνονται να είναι αρκετά ισχυρές, γιατί πιθανώς οι Εριγκιανοί να κάνουν καμια ξαφνική έξοδο και να μας χτυπήσουν, αν είμαστε λίγοι.»
«Αυτό θα πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα,» γνωμοδότησε ο Θάνεμιρ. «Εγώ στη θέση τους θα παρέτασσα τις δυνάμεις μου καταμήκος της βόρειας όχθης, αποτρέποντας τους εχθρούς να περάσουν.»
«Μέχρι στιγμής, όμως, δε φαίνεται κανένας να έχει βγει από την πόλη,» είπε η Καλριάτα η Εφταδάχτυλη.
«Δεν ξέρουν το σχέδιό μας, γιαυτό,» μούγκρισε ο Κόρνταζ. «Πιστεύουνε ότι θα περάσουμε από κοντά τους και θα μπορέσουν να μας χτυπήσουν με τους καταπέλτες. Όταν, όμως, δούνε ότι το έχουμε προβλέψει τούτο και πηγαίνουμε μακριά, για να μεταφέρουμε τους μαχητές μας απέναντι, τότε πιθανώς θ’αλλάξουν τακτική.»
«Η Έριγκ πρέπει να έχει γύρω στους πέντε χιλιάδες εκπαιδευμένους υπερασπιστές,» είπε η Τέριλ η Εκηβόλος. «Αυτό σημαίνει πως η δύναμη που θα μεταφέρουμε στην άλλη όχθη, θα πρέπει να είναι ισοδύναμη, αλλιώς θα κάνουν έξοδο και θα μας κατακόψουν.»
«Θα μπορούσαμε να προστατέψουμε τους δικούς μας με καταπέλτες,» πρότεινε ο Σεμάζιρ.
«Δε θα επαρκέσει, αν οι αντίπαλοι είναι τόσοι πολλοί,» διαφώνησε ο Θάνεμιρ, κουνώντας το κεφάλι. «Θα έχουν κάποιες απώλειες, το δίχως άλλο, μα δε θάναι αρκετές για να ανακόψουν την έφοδό τους.»
«Ας περιμένουμε, λοιπόν,» είπε ο Μόρντεναρ, «ώσπου να φτιαχτούν αρκετά έλκηθρα για τουλάχιστον πέντε χιλιάδες μαχητές. Πόσο θα χρειαστεί για να γίνει αυτό;»
«Πόσους στρατιώτες θα μας διαθέσετε για την κατασκευή τους;» ρώτησε η Μερινέα.
«Όσους θέλετε. Δεν έχω κάτι άλλο να τους κάνω, όσο βρισκόμαστε στη νότια όχθη!» είπε ο Μόρντεναρ. Μετά, όμως, θυμήθηκε τον Θάνατο του Σάλκερμιρ. «Ή, μάλλον, όχι…»
«Τι είναι, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Σάρντολαν ο Ακρωτηριαστής.
«Πρέπει να σας πληροφορήσω για κάτι,» είπε ο Μόρντεναρ. «Ο Ιερέας Σάλκερμιρ διαισθάνεται ότι ένας επικίνδυνος αντίπαλος θα μας πλησιάσει απόψε: κάποιος απεσταλμένος του Εχθρού που κρύβεται στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων: ένας νεκρός άνθρωπος ο οποίος ζει.»
«Δαίμονας;» ρώτησε η Τέριλ, ενώ όλων οι εκφράσεις έδειχναν την απορία και την ανησυχία τους.
«Γιαυτό είχες βάλει τόσες φρουρές, Άρχοντά μου;» ρώτησε ο Κόρνταζ.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Μόρντεναρ. «Αλλά, προσέξτε! δε θέλω να διαρρεύσει ετούτο που σας λέω.» Τους ατένισε έναν-έναν, με αυστηρό βλέμμα. «Αν ο στρατός μάθει γι’αυτό που έρχεται, τότε θα χάσουν το ηθικό τους. Ξέρετε τι συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι ηλίθιες φήμες θα μεγαλοποιήσουν τόσο τα πράγματα, που ίσως να προκληθούν προβλήματα.»
Η Καλριάτα ένευσε. «Καταλαβαίνουμε, Άρχοντά μου.»
«Καλώς,» είπε ο Μόρντεναρ. «Ακούστε τώρα τι προειδοποίηση μού έδωσε ο Σάλκερμιρ. Μου ζήτησε να φυλάγομαι, γιατί ο Θάνατος –όπως αποκαλεί αυτόν που έρχεται– θα γλιστρήσει σαν σκιά μέσα στον καταυλισμό μας και θ’αρχίσει να σκοτώνει έναν-έναν τους αρχηγούς του στρατού. Δηλαδή, όλους μας, και εκείνον.»
«Τι είδους πλάσμα είναι;» θέλησε να μάθει ο Γάνρινελ. «Κάτι από τη Φεν εν Ρωθ; Κάτι καλεσμένο από νεκρομάντες;»
«Ο Σάλκερμιρ δεν ξέρει ακριβώς. Όμως μου είπε ότι ο Θάνατος θα δυσκολευτεί να εισβάλει αν βάλουμε πολλούς φρουρούς –τριπλές βάρδιες. Εμένα, ωστόσο, με απασχολεί το πώς θα ξεφορτωθώ μια και καλή αυτόν τον κίνδυνο, γιατί δεν μπορώ να τον έχω στην πλάτη μου, κατά τη διεξαγωγή της πολιορκίας.»
«Σίγουρα, θα υπάρχει κάποιος τρόπος να τον βρούμε,» είπε ο Σάρντολαν. «Ρώτησες τον ιερέα;»
«Ναι, και δεν ξέρει τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε. Πάντως, απόψε, να είστε όλοι σε επιφυλακή, γιατί ο Θάνατος βρίσκεται κοντά μας.»
«Επομένως, Άρχοντά μου, πόσους στρατιώτες μπορείτε να μας προσφέρετε για την κατασκευή των ελκήθρων;» ρώτησε η Μερινέα, επανερχόμενη στο προηγούμενο θέμα.
«Αν σας δώσω χίλιους, σε πόσο καιρό θα τα έχετε έτοιμα;»
«Σε πέντ’έξι ημέρες, υποθέτω.»
«Εντάξει,» είπε ο Μόρντεναρ. «Και, στο μεταξύ, θα σφυροκοπούμε την Έριγκ με τους καταπέλτες. Επίθεση στη νότια πύλη δε θα επιχειρήσουμε ακόμα, αλλά να έχετε έτοιμη την αυτοσχέδια γέφυρα και τη χελώνα, για όταν θα τις χρειαστούμε. Θα χτυπήσουμε την πόλη ταυτόχρονα, απ’όλες τις μεριές, όταν θα την έχουμε περικυκλώσει.»
*
Ο Δάρβαν και η Ζιάθραλ στέκονταν σ’ένα μπαλκόνι του παλατιού, κοιτάζοντας νότια, το στρατοπεδευμένο φουσάτο του Άνκαραζ. Μαζί τους ήταν ο Διοικητής Νάργκιρ, ο Διοικητής Έγκναρμ, και ο Χάργκελ ο Αγριόγατος, όλοι τους ντυμένοι για μάχη, αν και ήξεραν ότι ήταν πολύ νωρίς ακόμα για κοντινές συμπλοκές.
«Κοιτάξτε, Άρχοντά μου,» έδειξε ο Νάργκιρ, «συναρμολογούν καταπέλτες.»
Ο Δάρβαν ένευσε. Τι νομίζει ότι είμαι, τυφλός; «Ναι, το βλέπω. Είναι οι δικοί μας καταπέλτες στις θέσεις τους, για να χτυπήσουν εκείνους που θα επιχειρήσουν να διασχίσουν τον ποταμό;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Νάργκιρ.
«Διοικητή Έγκναρμ, έλεγξες κι εσύ τις θέσεις;»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου. Εύχομαι μόνο οι αντίπαλοι να μην αντιληφθούν το σχέδιό μας.»
«Αν το αντιληφθούν, τι μπορούν να κάνουν;» ρώτησε ο Δάρβαν.
«Μπορούν να περάσουν τις δυνάμεις τους εκτός εμβέλειας των καταπελτών,» εξήγησε ο Έγκναρμ.
«Και τι θα κάνουμε εμείς, αν γίνει αυτό;» απαίτησε ο Δάρβαν, νιώθοντας απόγνωση ξανά. Πάνω που νόμιζε ότι είχαν βρει λύση στο πρόβλημά τους, ο διοικητής τού έλεγε πως υπήρχε πιθανότητα τα πάντα να στραβώσουν!
«Μονάχα ένα πράγμα μπορούμε να κάνουμε, Άρχοντά μου: να εφορμήσουμε εναντίον τους, καθώς θα βγαίνουν στη βόρεια όχθη.» Ήταν ο Διοικητής Νάργκιρ που μίλησε.
Ο Έγκναρμ κατένευσε. «Ακριβώς. Αλλά δε θα ήταν συνετό να ενεργήσουμε βιαστικά. Αν κάνουν το λάθος να φέρουν λίγες δυνάμεις, τα πράγματα θα είναι εύκολα· αν, όμως, δούμε ότι φέρνουν πολύ στρατό, τότε δεν ξέρω αν θα μας συμφέρει…»
«Αλλά τούτο δεν είναι βέβαιο, έτσι;» είπε ο Δάρβαν.
«Ποιο, Άρχοντά μου;»
«Ότι θα διασχίσουν τον Μάρνελ εκτός εμβέλειας των καταπελτών μας.»
«Εξαρτάται από το πόσο πονηροί είναι,» απάντησε ο Έγκναρμ. «Πάντως, ύστερα από την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια μεταφοράς, σίγουρα θα πάνε σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο για να περάσουν. Γιαυτό θα πρέπει εκείνη την πρώτη φορά να τους κάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερη ζημιά, ώστε να τους μειώσουμε αριθμητικά και να έχουμε κάποιο σχετικό πλεονέκτημα εναντίον τους, στο άμεσο μέλλον.»
Για λίγο, όλοι έμειναν σιωπηλοί. Ύστερα: «Άρχοντά μου, αν δε με χρειάζεστε άλλο, να πηγαίνω,» είπε ο Νάργκιρ.
«Μπορείς να πηγαίνεις, διοικητή,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν.
Ο Νάργκιρ έφυγε, και ο Έγκναρμ τον ακολούθησε, χαιρετώντας τον Άρχοντα. Ο Χάργκελ έμεινε στη θέση του, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του και ατενίζοντας τους στρατοπεδευμένους εχθρούς. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο· ο Δάρβαν τον θαύμαζε για τούτο. Ήταν βέβαιος πως η δική του όψη δεν έμοιαζε καθόλου ήρεμη.
«Πόσο καιρό θα κάνει να έρθει η βοήθεια;» άκουσε τη Ζιάθραλ να τον ρωτά, μιλώντας ψιθυριστά, σα να φοβόταν ότι ο παγερός άνεμος θα παρέσερνε τα λόγια της και θα τα μετέφερε στ’αφτιά των ακόλουθων του Άνκαραζ, προδίδοντάς τους.
«Σύμφωνα με ό,τι ξέρω, για να έρθει ένας στρατός από τη Νουάλβορ, χρειάζεται δεκατέσσερις με δεκαπέντε ημέρες. Κι αυτό χωρίς να υπολογίζουμε το χρόνο που θα κάνει ο ταχυπομπός να πάει –που δεν είναι πολύς, έτσι κι αλλιώς: γύρω στις τρεις μέρες.»
«Τρεις μέρες μπορεί να φανούν μοιραίες…» μουρμούρισε η Ζιάθραλ, ακουμπώντας επάνω στο πλευρό του και σφίγγοντας το χέρι του· η λαβή της ήταν πάγος. Πιο δυνατά, ρώτησε: «Και οι ακρίτες; Πότε θα έρθουν αυτοί;»
«Σε λιγότερο από δύο μέρες, ο ταχυπομπός μας θα είναι στο Ράλτον,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν, προσπαθώντας να μην ακούγεται τόσο απελπισμένος όσο αισθανόταν. «Μετά, ο στρατός, για να κατεβεί, χρειάζεται έξι-εφτά μερόνυχτα.»
«Και δε θάναι και αρκετός. Αν φτάσει όταν μας έχουν περικυκλώσει, τι θα κάνουμε, Δάρβαν;…»
Εκείνος αγκάλιασε τους ώμους της. «Δε θα τους αφήσουμε να περάσουν έτσι εύκολα τον ποταμό Μάρνελ. Αυτός είναι το ισχυρότερό μας τείχος, αγάπη μου· ένα τείχος από νερό και πάγο.»
Νύχτα. Οι καταπέλτες του στρατού σφυροκοπούσαν τα νότια τείχη της Έριγκ, ενώ όσες βολές έβγαιναν εκτός πορείας χτυπούσαν τον πάγο του ποταμού, θρυμματίζοντάς τον σε αρκετά σημεία. Οι γδούποι αντηχούσαν δυνατοί και διαπεραστικοί, καθώς επίσης και υγροί, όταν τα βλήματα έσπαγαν την κρυσταλλωμένη επιφάνεια του Μάρνελ και βυθίζονταν στο παγερό νερό από κάτω.
Το στρατόπεδο φωτιζόταν από πολλές φωτιές, και τρεις δακτύλιοι σκοπών το φρουρούσαν· οι μαχητές βρίσκονταν σε τέτοιες θέσεις ώστε ο ένας να μπορεί να δει τον άλλο, σε περίπτωση που κάποιος του επιτιθόταν. Και αρκετοί στρατιώτες στέκονταν, ή κοντοκάθονταν, σε μέρη σκοτεινά, για να συνηθίζει το βλέμμα τους στο σκοτάδι και να μπορούν να δουν πιο μακριά από αυτούς που ήταν κοντά στις φωτιές. Σιγή είχε πλακώσει ολόκληρο τον καταυλισμό, και όσοι αποφάσιζαν να μιλήσουν μιλούσαν ψιθυριστά, καθότι άπαντες διαισθάνονταν πως δεν ήταν τυχαίο που ο Άρχοντας Μόρντεναρ είχε προστάξει να φρουρούν καλά απόψε· σίγουρα, υπήρχε κάποιος πολύ καλός λόγος. Εξάλλου, ο Στρατάρχης ήταν γενικότερα ανήσυχος τις τελευταίες ημέρες· τα βράδια έβαζε περισσότερες φρουρές απ’ό,τι συνήθως, και τώρα ήταν το αποκορύφωμα. Κάποιος –ή κάτι– θα ερχόταν…
Ο ήχος πελεκήματος ακουγόταν από τ’ανατολικά, από το Δρακοδάσος, όπου χίλιοι μαχητές έκοβαν ξύλα, απαραίτητα για την κατασκευή έλκηθρων. Η Αρχιμηχανικός Μερινέα τούς επέβλεπε, μαζί με μερικούς κατώτερους διοικητές. Το τοπίο ήταν χιονισμένο, κι αυτό δυσκόλευε τη δουλειά τους: καθώς πελεκούσαν τους κορμούς, χιόνια γλιστρούσαν απ’τα κλαδιά κι έπεφταν στα κεφάλια τους, ενώ ορισμένα σημεία έπρεπε να καθαριστούν, για να μπορέσουν οι στρατιώτες να δουλέψουν.
Η Μερινέα ήταν τυλιγμένη στη σκούρα-μπλε κάπα της, και είχε την κουκούλα ριγμένη πάνω από τα κοντοκομμένα πορφυρά της μαλλιά. Κοιτάζοντας τους μαχητές του Μόρντεναρ να εργάζονται, έπρεπε να παραδεχτεί ότι έκαναν τη δουλειά τους αποτελεσματικά και πρόθυμα, ενώ ήξερε πως, συνήθως, οι στρατιώτες παραπονιόνταν όταν οι αρχηγοί τους τους έβαζαν να κάνουν χειρονακτικές εργασίες. Ετούτοι εδώ, όμως, πρέπει να ήταν αρκετά ικανοποιημένοι με την αμοιβή τους –άλλωστε, ο Μόρντεναρ τούς πλήρωνε καλά, απ’ό,τι γνώριζε η Μερινέα–, και, παράλληλα, οι υποσχέσεις για λάφυρα φαίνεται πως τους καθιστούσαν ιδιαίτερα εργατικούς.
Ωραία. Της άρεσαν οι εργατικοί άνθρωποι.
Όπως οι τέσσερις πολεμιστές που στέκονταν γύρω της, οι οποίοι, παρότι παρέμεναν ακίνητοι, ήταν επίσης εργατικοί, με το δικό τους τρόπο. Οι δύο από αυτούς βαστούσαν ψηλές δάδες, για να φωτίζουν τη νύχτα, και όλοι τους κοίταζαν ερευνητικά την περιβάλλουσα περιοχή, για τυχόν ύποπτες κινήσεις. Στο αριστερό τους χέρι είχαν δεμένες ατσάλινες ασπίδες, και φορούσαν αλυσιδωτές αρματωσιές κάτω απ’τις κάπες τους. Η Μερινέα τούς είχε καλέσει για να τη φυλάνε· ήταν και οι τέσσερις Νελβόριοι μαχητές, που είχαν έρθει μαζί της όταν ο Έπαρχος Κάβμαρ την έστειλε στον Άρχοντα Μόρντεναρ ως δείγμα καλής θέλησης, γνωρίζοντας ότι ήταν μία από τους καλύτερους αρχιμηχανικούς στη Νέλβορ. Από μικρή έφτιαχνε μηχανήματα για διάφορες δουλειές, τα οποία πολλές φορές ήταν άχρηστα ή όχι και τόσο λειτουργικά· τα άλλα κορίτσια δεν της μιλούσαν, θεωρώντας την παράξενη, ενώ τα αγόρια την κορόιδευαν, αποκαλώντας την αγοροκόριτσο. Εκείνη δεν τους έδινε σημασία. Κάποτε, έφτιαξε μια παγίδα στους βάλτους Όρντλαχ ειδικά γι’αυτούς, η οποία δούλεψε τέλεια.
Τώρα, όμως, δεν μπορούσε να σκαρφιστεί κάποια παγίδα για να πιάσει αυτόν τον Θάνατο που έλεγε ο Άρχοντας Μόρντεναρ. Πράγμα το οποίο δεν ήταν παράλογο. Άλλωστε, δεν ήξερε τίποτα για εκείνον· και, για να φτιάξεις μια παγίδα, πρέπει να γνωρίζεις κάτι, στοιχειώδες έστω, για το θύμα σου. Επιπλέον, το συγκεκριμένο θύμα δεν ήταν βέβαιο αν είχε ανθρώπινη φύση ή δαιμονική!
«…κάποιος απεσταλμένος του Εχθρού που κρύβεται στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων: ένας νεκρός άνθρωπος ο οποίος ζει,» είχε πει ο Μόρντεναρ.
Αν ήξερα ότι θα είχα να κάνω με υπερφυσικά όντα, ποτέ δε θα ερχόμουν εδώ! σκέφτηκε η Μερινέα, που αντιπαθούσε τέτοια πράγματα. Μαγείες, στοιχειά, φαντάσματα, νεκροί που ζούσαν, και τα παρόμοια πάντοτε την τρόμαζαν· δεν ήθελε ούτε ν’ακούει γι’αυτά, ποτέ. Θυμόταν που, όταν ήταν μικρή, κυκλοφορούσαν κάτι ανόητες φήμες οι οποίες έλεγαν ότι παγανά κατοικούσαν στους βάλτους Όρντλαχ και απήγαγαν τους ανθρώπους που πλανιόνταν εκεί μετά τη δύση του ήλιου. Η περιέργεια και ο φόβος έτρωγαν διαρκώς τη Μερινέα· από τη μια, δεν μπορούσε να πιστέψει πως, όντως, υπήρχαν τα καταραμένα παγανά και, από την άλλη, έτρεμε ότι, αν έμπαινε στα τέλματα τη νύχτα, θα την άρπαζαν. Έτσι, αποφάσισε, κάποτε, να πάει εκεί, ώστε να ικανοποιήσει την περιέργειά της και να ξεπεράσει το φόβο της. Η περιπέτεια περιλάμβανε εκείνη, μια της φίλη, έναν σκύλο, και έναν φανό· επίσης, πολλά βρόμικα νερά, ομίχλη, φεγγαρόφωτο, και σκιές. Η Μερινέα ποτέ δε θα ξεχνούσε αυτή την εμπειρία, στο τέλος της οποίας κατέληξε πως δεν υπήρχαν παγανά στους βάλτους. Ούτε θα ξεχνούσε το ξύλο που της έριξε ο πατέρας της, ο οποίος την έψαχνε όλη νύχτα, χωρίς να ξέρει πού είχε εξαφανιστεί και πιστεύοντας ότι την είχαν αρπάξει, αν όχι παγανά, σίγουρα παλιάνθρωποι.
Από εκείνη τη μέρα και ύστερα, λοιπόν, η Μερινέα είχε πάψει να πιστεύει στο υπερφυσικό· ή, τουλάχιστον, πίστευε ότι το υπερφυσικό ποτέ δε θα μπλεκόταν μαζί της. Οπότε, αυτά που είχε ακούσει σήμερα από τον Άρχοντα Μόρντεναρ δεν ήξερε αν θα έπρεπε να τα κατατάξει ανάμεσα στα ψέματα ή να τα φοβηθεί. Προς το δεύτερο, όμως, αισθανόταν τον εαυτό της να κλίνει. Άλλωστε, ο Ιερέας Σάλκερμιρ δεν μπορεί να έλεγε ανοησίες. Και ήταν κι αυτός ο Εχθρός μπερδεμένος στην όλη ιστορία· ο Εχθρός που κρυβόταν στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων και δολοπλοκούσε με σκοπό την καταστροφή του Νόρβηλ. Έμοιαζε σαν παραμύθι, αλλά ήταν;…
Θα μάθουμε, άραγε, την αλήθεια, όταν, τελικά, επιτεθούμε στη Νουάλβορ;
Ένα δέντρο έπεσε, διακόπτοντας τους συλλογισμούς της και στρέφοντας το βλέμμα της προς τα εκεί. Πόσα είχαν συγκεντρώσει ως τώρα; Η Μερινέα έριξε μια ματιά τριγύρω, στους στρατιώτες που ακόμα πελεκούσαν. Κάμποσα ήταν, αλλά, μάλλον, θα χρειάζονταν και κάποια ακόμα. Στο κάτω-κάτω, τίποτα δε θα πήγαινε χαμένο· ο Άρχοντας Μόρντεναρ ήθελε να φτιάξουν και μια πρόχειρη γέφυρα, για να συμπληρώσουν το μέρος της γέφυρας της Έριγκ που είχε σηκωθεί. Και ήταν και η κριοφόρος χελώνα, βέβαια… Αλλά γι’αυτήν είχαν τα περισσότερα κομμάτια έτοιμα: την κεφαλή του πολιορκητικού κριού, τις ρόδες, και το βασικό σκελετό. Λίγα πράγματα έλειπαν για να ολοκληρωθεί, όπως ξύλα για την οροφή–
Ο γδούπος ενός δέντρου ακούστηκε πολύ δυνατός, καθώς ο κορμός κοπανούσε στο χιόνι, τινάζοντάς το. Όμως δεν ήταν αυτό που είχε ξαφνιάσει τη Μερινέα, αλλά ένας άλλος, πολύ πιο διακριτικός θόρυβος: κάτι που έσχιζε τον αέρα. Και αμέσως μετά, ένας έντονος πόνος στο λαιμό, και μια δυσκολία ν’αναπνεύσει…
Γεύτηκε αίμα. Το δικό της αίμα.
Παραπατώντας, ύψωσε τα χέρια, για ν’αγγίξει αυτό που είχε καρφωθεί επάνω της. Κάποιος την έπιασε, ενώ φωνές ακούστηκαν από γύρω, και είδε πρόσωπα ταραγμένα κάτω από τις ασημιές ακτίνες του φεγγαριού.
Μετά, άρχισε να σπαρταρά, προσπαθώντας ν’αναπνεύσει και ρουφώντας μόνο αίμα.
Δεν αντιλαμβανόταν πλέον τι γινόταν τριγύρω.
Ο σωματοφύλακας που την είχε πιάσει καθώς έπεφτε φώναζε: «Στα όπλα! Στα όπλα! Κάποιος τόξεψε την Αρχιμηχανικό! Ανόητοι, στα όπλα!»
Οι στρατιώτες πετούσαν τα τσεκούρια τους και ξεθηκάρωναν τα σπαθιά τους, κοιτάζοντας ολόγυρα, φοβούμενοι μην έρθει κανένα βέλος και σ’αυτούς.
Μια διοικήτρια ζύγωσε την Αρχιμηχανικό Μερινέα και κοίταξε το βλήμα που είχε μπηχτεί στο λαιμό της, ενώ κάποιοι φώναζαν, πανικόβλητοι: «Ασπίδες! Σηκώστε τις ασπίδες σας!»
«Ψάξτε την περιοχή!» πρόσταξε η διοικήτρια. «Ο δολοφόνος δεν είναι μακριά. Αυτό το βέλος θα μπορούσε να εκτοξευτεί μόνο από μικρή χειροβαλλίστρα. Ψάξτε!»
«Εσείς οι τρεις! Πηγαίνετε να ειδοποιήσετε τον Άρχοντα Μόρντεναρ!» είπε ένας άλλος διοικητής στους μαχητές του, ενώ οι τέσσερις Νελβόριοι στρατιώτες είχαν πάρει στα χέρια την ετοιμοθάνατη Αρχιμηχανικό Μερινέα και έτρεχαν προς το στρατόπεδο, για να βρουν κάποιο θεραπευτή.
Ο Νεκρομέμνων ήταν πιασμένος επάνω σ’ένα χιονισμένο κλαδί, ένα με τις σκιές και έχοντας ήδη περάσει τη μικρή βαλλίστρα στη ζώνη του. Ευχόταν η βολή του να μην είχε σκοτώσει κάποια τυχαία γυναίκα –ναι, ήταν βέβαιος ότι της είχε προκαλέσει θανάσιμο πλήγμα–, αλλά μια από τις αρχηγούς του στρατεύματος. Και, αν έκρινε από τη θέση όπου εκείνη στεκόταν πριν από λίγο, καθώς και από τον τρόπο που επέβλεπε την κοπή των δέντρων και από το γεγονός ότι ήταν περιστοιχισμένη από τέσσερις ασπιδοφόρους, ο Νεκρομέμνων πίστευε ότι δεν είχε λαθέψει.
Τώρα, όμως, ήταν ώρα να φύγει. Οι στρατιώτες είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο δάσος, οπλισμένοι και βαστώντας αναμμένες λάμπες. Και εκείνος δε βρισκόταν πολύ μακριά τους· η μικρή του βαλλίστρα δεν είχε καμια μεγάλη εμβέλεια –ένα άσχημο μειονέκτημα αυτού του κατά τα άλλα τέλειου εργαλείου. Ο Νεκρομέμνων πήδησε σ’ένα άλλο κλαδί, και σ’ένα άλλο… ρίχνοντας χιόνι πίσω του.
«Εκεί είναι! Κυνηγήστε τον!» αντήχησε μια γυναικεία φωνή μέσα στα δάση.
Ο Νεκρομέμνων δεν έχασε ούτε για μια στιγμή την ψυχραιμία του· αναμενόμενο ήταν, άλλωστε, ότι το χιόνι θα τον πρόδιδε. Πήδησε στο έδαφος, έτρεξε στα πιο σκοτεινά σημεία, πήδησε πάνω σ’έναν κορμό, σ’ένα κλαδί, άλλαξε πορεία, έτρεξε, ξαναπήδησε· το σκοτάδι της νύχτας τον κατάπιε.
Σε λίγο, οι στρατιώτες, που είχαν απλωθεί στην ευρύτερη περιοχή, μιλούσαν για κάποιο μαύρο στοιχειό του Δρακοδάσους.
Ο Νεκρομέμνων βρισκόταν ήδη δυτικά της δημοσιάς, και τους ατένιζε εξ αποστάσεως.
*
Οι θεραπευτές δήλωσαν ότι δε μπορούσαν να κάνουν τίποτα· μία βασική αρτηρία είχε κοπεί και η Αρχιμηχανικός ήταν ήδη νεκρή όταν την έφεραν.
Ο Μόρντεναρ πήρε, θυμωμένα, το βέλος από τα χέρια τους και πήγε, φουριόζος, προς τη σκηνή του Σάλκερμιρ, αφήνοντάς τους πίσω του, μαζί με τους τέσσερις Νελβόριους πολεμιστές και μερικούς άλλους στρατιωτικούς, οι οποίοι τον κοίταζαν καλά-καλά και αναρωτιόνταν τι μανία είχε πιάσει, ξαφνικά, τον Άρχοντά τους· το βήμα του ήταν σαν αυτό εξαγριωμένου ταύρου.
Ο Μόρντεναρ παραμέρισε τον μπερντέ της σκηνής χωρίς προειδοποίηση, και βρήκε τον ιερέα να κάθεται οκλαδόν, με το ξίφος του ακουμπισμένο στα γόνατα, προσευχόμενος.
«Ο νεκρός σου άνθρωπος πετάει βέλη!» Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ έριξε το αιματοβαμμένο βλήμα μπροστά στον Σάλκερμιρ. «Είναι δυνατόν;» Τα μάτια του στένεψαν. «Ή, μήπως, πρόκειται για κάποιον άλλο;»
Ο ιερέας άνοιξε τα βλέφαρα, για να τον ατενίσει. Δε μίλησε. Χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε το βέλος. «Δικό του είναι,» είπε.
«Του νεκρού!»
«Του νεκρού που ζει, ναι. Είμαι βέβαιος.»
«Τότε, δε μιλάμε ούτε για καταραμένο πνεύμα ούτε για δαίμονα· μιλάμε για έναν άνθρωπο! Έναν εκπαιδευμένο δολοφόνο, αν κρίνει κανείς απ’τα βέλη που χρησιμοποιεί.»
Ο Σάλκερμιρ πήρε το βλήμα στα χέρια του. «Ποιον σκότωσε;» Ύψωσε τη ματιά του στον Μόρντεναρ, και ο Άρχοντας είδε και πάλι έναν δυνατό φόβο –δυνατότερο από πριν– να καθρεπτίζεται εκεί. «Πέρασε από τους φρουρούς;…»
«Όχι. Την Αρχιμηχανικό Μερινέα δολοφόνησε, η οποία βρισκόταν ανατολικά, στο Δρακοδάσος, και επέβλεπε τους μαχητές που έκοβαν δέντρα. Απορώ πώς κατάφερε ο τρισκατάρατος να ζυγώσει· χίλιοι στρατιώτες ήταν εκεί, και η Μερινέα είχε και τους προσωπικούς της φρουρούς μαζί της!»
«Γλιστρά σαν σκιά, σ’το είπα…»
«Οι πολεμιστές μου τον ψάχνουν τώρα. Και δε θα βρίσκεται μακριά· αυτά τα βέλη δεν τα ρίχνεις από μεγάλη απόσταση. Θα δούμε, λοιπόν, πόσο καλά μπορούν να τον κρύψουν οι σκιές του.»
«Οι στρατιώτες δε θα τον βρουν.»
«Ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να σε κερατοκαρφώσει, ιερέα,» γρύλισε ο Μόρντεναρ, «και να κόψει τη φιδόγλωσσά σου! Δεν προσφέρεις καμία λύση και φέρνεις μόνο την καταστροφή!»
Ο Σάλκερμιρ έριξε το βέλος στο έδαφος, μοιάζοντας σκεπτικός.
«Έχεις σκαρφιστεί κάτι;» τον ρώτησε ο Μόρντεναρ, συνοφρυωμένος. «Μίλα μου, μα τον Άνκαραζ· μίλα μου! Πώς να σκοτώσω αυτόν τον φονιά; Και… είναι άνθρωπος, τελικά, ή όχι; Τι διαισθάνεσαι για τη φύση του; Τι διαισθάνεσαι τώρα που είναι πιο κοντά;»
«Νιώθω μόνο την οργή του Κυρίου μας, και τον κίνδυνο του Θανάτου.»
Ο Μόρντεναρ τον καταράστηκε από μέσα του, για πολλοστή φορά, και βγήκε απ’τη σκηνή.
«Το κόψιμο των δέντρων θα συνεχιστεί αύριο,» είπε στον Θάνεμιρ, τον οποίο συνάντησε στο διάβα του. «Ενημέρωσε και τους υπόλοιπους.»
Ο διοικητής τον πήρε στο κατόπι. «Σου μίλησε ο Σάλκερμιρ; Τι σου–;»
«Μακάρι να μου μιλούσε ο Σάλκερμιρ και να έλεγε κάτι χρήσιμο!» τον διέκοψε ο Μόρντεναρ. «Μα δεν είπε τίποτα που να με βοηθά.»
«Είναι αλήθεια ότι ένα βέλος σκότωσε την Αρχιμηχανικό;»
«Εσύ πώς λες νάγινε αυτή η τρύπα στο λαιμό της; Και με τι ακρίβεια την πέτυχε, ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να τον πάρει!»
«Αν ρίχνει βέλη, αποκλείεται νάναι πνεύμα,» είπε ο Θάνεμιρ. «Θα έχει σάρκα και οστά –κι άρα, θα μπορεί να πεθάνει!»
Ο Μόρντεναρ σταμάτησε μπροστά στη σκηνή του και στράφηκε ν’αντικρίσει τον διοικητή, λέγοντας, με χαμηλωμένο τόνο: «Νομίζεις ότι θα καταφέρεις να σκοτώσεις έναν νεκρό που ζει;»
«…Νεκρός που ζει!» έφτυσε ο Θάνεμιρ. «Βλακείες! Αφού εκτοξεύει βέλη, μπορεί και να δεχτεί βέλη: είμαι βέβαιος.»
«Τότε, ξέρεις τα πάντα –ωραία!» κάγχασε ο Μόρντεναρ. Και πρόσθεσε, σοβαρά: «Πρόσεχε, Θάνεμιρ: είναι ο πανικός σου που μιλά.»
«Τι ακριβώς προτείνεις, Άρχοντά μου;» ρώτησε εκείνος, ήρεμα.
«Ο ιερέας ήδη μου είπε πως δεν έχει νόημα να τον αναζητήσουμε στην τριγύρω περιοχή· δε θα τον βρούμε. Όμως εγώ δε θα προστάξω τους μαχητές μου να σταματήσουν· θα τους αφήσω να ερευνήσουν, και βλέπουμε. Πέραν τούτου, δεν έχω τίποτα να προτείνω.»
*
«Η Φάλμα δεν μπορεί να κοιμηθεί μ’αυτά τα χτυπήματα…» είπε η Ζιάθραλ, αναστενάζοντας. Ούτε κι εγώ μπορώ να κοιμηθώ, πρόσθεσε νοερά. Εκείνη κι ο Δάρβαν στέκονταν σ’ένα μπαλκόνι των διαμερισμάτων τους, ατενίζοντας τους καταπέλτες του στρατού του Άνκαραζ να σφυροκοπούν τα νότια τείχη της Έριγκ. Η μικρή τους κόρη βρισκόταν ξαπλωμένη μέσα, στο μεγάλο κρεβάτι του υπνοδωματίου, κουλουριασμένη και κρατώντας τ’αφτιά της. Η Ζιάθραλ μελαγχολούσε να τη βλέπει έτσι.
«Κάτι συνέβη,» της είπε ο Δάρβαν.
«Τι;» Η Ζιάθραλ είχε μόλις βγει στο μπαλκόνι, έτσι δεν ήξερε.
Ο Άρχοντας έδειξε. «Βλέπεις εκεί, αυτούς τους μαχητές στα δάση, που κρατάνε πυρσούς;»
«Ναι.»
«Πριν, έκοβαν ξύλα. Αλλά ένας τους σωριάστηκε –ένας διοικητής, νομίζω. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς έγινε, όμως κάποιος πιστεύω πως πρέπει να τον τόξεψε από τα σκοτάδια. Και τώρα οι στρατιώτες ψάχνουν το δολοφόνο.»
Η Ζιάθραλ συνοφρυώθηκε. «Ποιος να τον τόξεψε; Έχουμε συμμάχους εκεί έξω;»
«Κανέναν που να ξέρω εγώ, πάντως,» είπε ο Δάρβαν. «Όμως, όποιος κι αν είναι, μάλλον είναι καλός. Ακόμα δε φαίνεται να τον έχουν εντοπίσει.»
«Μαμάααα…!» ακούστηκε η φωνή της Φάλμα από μέσα.
Η Ζιάθραλ έφυγε από το μπαλκόνι.
*
Ο Νεκρομέμνων καθόταν στο εσωτερικό μιας μικρής σπηλιάς, δυτικά της δημοσιάς, και ατένιζε το στρατόπεδο των μαχητών του Άνκαραζ, το οποίο βρισκόταν σε αναστάτωση. Δε θα επιχειρούσε άλλη δολοφονία απόψε, και ακόμα κι αυτήν που επιχείρησε την επιχείρησε γιατί είδε την ευκαιρία να του παρουσιάζεται. Στον καταυλισμό δε νόμιζε ότι θα κατόρθωνε να εισβάλει, με τόσους φρουρούς που υπήρχαν εκεί. Φοβόταν πως ούτε η βοήθεια του Χέντραμ δε θα αποδεικνυόταν αρκετή, ώστε να τους προσπεράσει όλους. Πάντοτε ήταν πολύ δυσκολότερο να μπεις σε μια καλά φρουρούμενη κατασκήνωση και να κάνεις τη δουλειά σου, παρά σε ένα οικοδόμημα. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Πολέμαρχος έμοιαζε να είχε προειδοποιήσει τους πιστούς του.
Με περίμεναν.
Ο Νεκρομέμνων αισθανόταν βέβαιος πως αυτό θα του προκαλούσε μεγάλο πρόβλημα· και δεν ήταν από τους ανθρώπους που έπαιρναν ανούσια ρίσκα. Η Τέχνη της Δολοφονίας απαιτούσε υπομονή και ακρίβεια. Τελειότητα. Έτσι, όφειλε να παρατηρήσει διεξοδικά, προτού ενεργήσει· γιατί μία βιαστική κίνηση δε θα τον ωφελούσε σε τίποτα. Έπρεπε να ψάξει και να βρει τις τρύπες στην καλοστημένη άμυνα των στόχων του. Οι κατασκηνώσεις μπορεί να είναι δυσκολότερο να διαπεραστούν, όταν φρουρούνται προσεκτικά, μα, όσο μεγαλύτερη η κατασκήνωση, τόσο αυτή η δυσκολία μειώνεται, επειδή όλο και κάπου ο σχεδιαστής της άμυνας θα έχει κάνει ένα ή περισσότερα μικρά υπολογιστικά λάθη· ή, ακόμα και με τις πιθανότητες, σε κάποιο σημείο, κάποια ευκαιρία θα παρουσιαστεί κάποτε: ένας υπερβολικά νυσταγμένος, κοιμισμένος, ή μεθυσμένος φρουρός, δύο που κουβεντιάζουν, κάποιος που, μην μπορώντας να κρατηθεί, πηγαίνει να υπακούσει στο κάλεσμα της Φύσης: και άλλες τέτοιες περιπτώσεις.
Ο Νεκρομέμνων θα περίμενε, και θα παρατηρούσε.
Νιώθοντας την οργή του Άνκαραζ να φουντώνει.
Τα μάτια του Πολέμαρχου ήταν στραμμένα επάνω του, και είχαν γεμίσει με αείπυρες φλόγες. Η έσχατη σύγκρουση εμέλλετο τιτάνια. Και ο Νεκρομέμνων χαιρόταν ετούτη τη μονομαχία: αισθανόταν σαν τώρα να εκτελούσε ένα έργο από χρόνια χρωστούμενο στον εαυτό του. Πλήρωνε τον Άνκαραζ με το ίδιο νόμισμα που τον είχε πληρώσει κι εκείνος, κάποτε, στους αιματοστάλαχτους πολέμους μιας περιοχής η οποία στοίχειωσε από τους βάναυσους σκοτωμούς και πήρε το όνομα Τόπος των Νεκρών, Φεν εν Ρωθ…
Ήταν βράδυ όταν το φουσάτο του Βασιληά Άργκελ –ενισχυμένο από τις δυνάμεις που είχε συγκεντρώσει μέχρι να βγει από την Επαρχία της Νουάλβορ– έφτασε μπροστά από τα τείχη της Γάρνακ, και βρήκε εκεί έναν άλλο, κατασκηνωμένο στρατό να περιμένει.
Ο Μονάρχης του Νόρβηλ τράβηξε τα ηνία του αλόγου του, κάνοντάς το να χρεμετίσει και να κλοτσήσει το χιόνι που σκέπαζε τη γη, ενώ μικρά σύννεφα ομίχλης έβγαιναν απ’τα ρουθούνια του.
«Φαίνεται πως οι δυνάμεις από την Μπένριγκ είναι εδώ, Άρχοντά μου,» είπε ο Στρατηγός Φέλναθαρ, που ήταν έφιππος, δίπλα στο Βασιληά.
Κάποιος –μάλλον, διοικητής– βγήκε από το στρατόπεδο που περικύκλωνε τη νότια μεριά της Γάρνακ, και πλησίασε, με δύο στρατιώτες εκατέρωθέν του, ο ένας εκ των οποίων βαστούσε δαυλό. Στο φως της φωτιάς φάνηκε καθαρά το πρόσωπο του διοικητή, και ο Άργκελ κι ο Φέλναθαρ είδαν πως επρόκειτο για μια γυναίκα που δεν αναγνώριζαν, ντυμένη με κάπα και διαθέτοντας έναν αέρα που δήλωνε, ξεκάθαρα, ότι ήταν αρχηγός εδώ πέρα.
«Μεγαλειότατε,» υποκλίθηκε η πολεμίστρια, όταν βρέθηκε μπροστά στο Βασιληά, «Άρχοντα της Αστροφώτιστης Νουάλβορ, Κάτοχε του Στέμματος των Χρυσών Κυμάτων και του Ιερού Ουρανολίθινου Θρόνου: σας καλωσορίζω στη Γάρνακ. Ονομάζομαι Λανκάμα ε Πέρνταλιν και άρχω εδώ ως στρατηγός των δυνάμεων του Έπαρχου Άρδαν της Μπένριγκ. Η Αρχόντισσα Κάηνα της Γάρνακ δέχτηκε πρόθυμα να φιλοξενήσει εμένα και τους μαχητές μου στην περιοχή της, και αποφάσισε να σας προσφέρει διακόσιους από τους στρατιώτες της για τον αγώνα σας. Έτσι, Μέγιστε Άρχοντα του Νόρβηλ, έχετε τώρα εμπρός σας δύο χιλιάδες διακόσιους πολεμιστές, οι οποίοι βρίσκονται στη διάθεσή σας.»
Ο Ζάρναβ, που είχε πλησιάσει τα εμπρόσθια του στρατεύματος, μαζί με τη Φερνάλβιν και τον Άνγκεδβαρ, παρατήρησε ότι η Στρατηγός Λανκάμα ήξερε καλά τι ικανοποιούσε τον αδελφό του, και τον προσφωνούσε με αρκετούς από τους γνωστούς φανταχτερούς του τίτλους. Έξυπνη γυναίκα, που θέλει να τα έχει καλά με το Βασιληά.
«Χαίρετε, Στρατηγέ Λανκάμα,» αποκρίθηκε ο Άργκελ. «Ευχαριστώ τον Άρχοντα Άρδαν για την άμεση ανταπόκριση στην έκκληση μου, καθώς και την Αρχόντισσα Κάηνα για την προσφορά της. Θα χρειαστώ όση βοήθεια μπορεί να μου προσφερθεί.»
«Είμαστε υπηρέτες σας, Ύψιστε Άρχοντα της Αστροφώτιστης Νουάλβορ,» είπε η Λανκάμα ε Πέρνταλιν, μ’άλλη μια υπόκλιση. Ήταν ψηλή γυναίκα και είχε μακριά, ξανθά μαλλιά, συγκρατούμενα από μια ξύλινη χτένα.
«Να κατασκηνώσουμε, Βασιληά μου;» ρώτησε ο Φέλναθαρ.
Ο Άργκελ ένευσε. «Ναι, Αρχιστράτηγε.»
«Στρατοπεδεύσατε!» φώναξε ο Φέλναθαρ στους διοικητές του στρατού.
Ο Άργκελ και οι υπόλοιποι άρχισαν να αφιππεύουν, πατώντας το στρωμένο χιόνι με τα μποτοφορεμένα τους πόδια. Ο Πρίγκιπας Νόρβορ, η Αρχόντισσα Ρικέλθη, ο Έζβαρ, και ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ είχαν επίσης έρθει στο μπροστινό άκρο του στρατού, βλέποντας τη Στρατηγό Λανκάμα να ζυγώνει το μονάρχη τους, για να μιλήσει μαζί του. Οι δράκαρχοι, ωστόσο, είχαν μείνει πίσω, για να μη θορυβήσουν κανέναν χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Μονάχα ο Κέλσοναρ διαφώνησε μ’αυτό, λέγοντας ότι «έπρεπε, κανονικά, να μας υπολογίζουν ανάμεσα στους αρχηγούς ετούτου του καταραμένου φουσάτου, όχι να μας έχουν μαζί με τις προμήθειες!» αλλά οι υπόλοιποι τον αγνόησαν, και ο Νίσαρελ τού έριξε ένα άγριο βλέμμα, το οποίο εκείνος, φυσικά, ανταπέδωσε μέσα από το δρακόσχημο κράνος του· τα έντονα καστανά του μάτια θύμιζαν φλόγες περισσότερο από ποτέ.
Ο Νόρβορ βρισκόταν μαζί με τους δράκαρχους όταν συνέβη το εν λόγω περιστατικό. Είχε πάει να επισκεφτεί τον Χάφναρ και να του μιλήσει. Πάντοτε είχε καλές σχέσεις με το μικρό γιο της Αρχόντισσας Ρικέλθης, και τον είχε παραξενέψει το γεγονός ότι εκείνος αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο του δράκαρχου. Καθώς το στράτευμα του Βασιληά Άργκελ ταξίδευε πάνω τη δημοσιά, κατευθυνόμενο βόρεια, ο Πρίγκιπας είχε πολλές φορές κουβεντιάσει φιλικά με τον Χάφναρ, αλλά ακόμα δεν είχε κατανοήσει πώς πήρε αυτή την απόφαση. Κι επιπλέον, του φαινόταν πως ο Χάφναρ είχε αλλάξει, κατά κάποιο τρόπο· αν όχι ριζικά, σίγουρα είχε αποκτήσει μια κάποια πικρία και ένα… μυστήριο, το οποίο ίσως και να οφειλόταν στο ότι πάντοτε έκρυβε το πρόσωπό του πίσω από μια δερμάτινη, μαύρη μάσκα, ή μέσα στο κράνος των δράκων.
Τώρα, καθώς ο Νόρβορ είχε αφιππεύσει και στεκόταν πλάι στον πατέρα του, εξακολουθούσε να σκέφτεται τον Χάφναρ και τους δράκαρχους. Παλιότερα, δεν είχε και τόσες συναναστροφές με τους τελευταίους, αλλά, ετούτες τις ημέρες, αισθανόταν ότι του είχαν κινήσει το ενδιαφέρον ως κοινωνικό σύνολο –ένα τόσο μικρό κοινωνικό σύνολο που ήταν αλλόκοτο να υπάρχει καν!
«Θα έρθεις;» τον ρώτησε ο Άργκελ, ακουμπώντας τον δεξή του ώμο.
«Ε… Πού;»
«Κοιμάσαι όρθιος; Η Στρατηγός Λανκάμα μάς πρότεινε να πάμε στη σκηνή της, για να μας μιλήσει σχετικά με το στρατό του Μόρντεναρ.»
Ο Νόρβορ είδε ότι η εν λόγω πολεμίστρια είχε ήδη αρχίσει να βαδίζει προς τον καταυλισμό που κύκλωνε το νότιο μισό της Γάρνακ. «Ναι, θα έρθω,» αποκρίθηκε.
Και, καθώς ξεκίνησε να προχωρά πλάι στον πατέρα του, παρατήρησε πως δεν ήταν ο μόνος που το είχε αποφασίσει αυτό· η θεία Φερνάλβιν, ο θείος Ζάρναβ, ο Άνγκεδβαρ, η Αρχόντισσα Ρικέλθη, και ο Άρχοντας-Φύλακας Άραντιρ έρχονταν επίσης. Ο ερημίτης του Δρακοδάσους, Έζβαρ, έμεινε πίσω, όμως, καθώς και ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ, που επέβλεπε τους μαχητές να στρατοπεδεύουν.
Η σκηνή της Λανκάμα ε Πέρνταλιν ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να τους χωρέσει όλους γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι στρωμένο με χάρτες, ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν μια δυνατή λυχνία, ένα μέτρο από μαύρο ξύλο, ένα λεπτό και μακρύ στιλέτο όπου αντανακλάτο το φως της λυχνίας, δύο δερματοδεμένα βιβλία, ένα μελανοδοχείο και μια λευκόφτερη πένα, και αρκετές περγαμηνές γεμάτες σημειώσεις.
Η στρατηγός πρόσταξε τους στρατιώτες της να φέρουν καρέκλες για όλους τους φιλοξενούμενούς της, γιατί αρχικά υπήρχαν μόνο τέσσερις, οι οποίες διπλασιάστηκαν ολοταχώς.
«Υποθέτω πως ο στρατός του Μόρντεναρ πέρασε από εδώ προτού φτάσετε…» είπε ο Άργκελ, μπλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών του επάνω στο τραπέζι.
Η Στρατηγός Λανκάμα, εκείνη τη στιγμή, έδινε διαταγή να τους φέρουν κούπες με κρασί· αμέσως μετά, αποκρίθηκε: «Μάλιστα, Μεγαλειότατε· ο στρατός του Μόρντεναρ είχε περάσει προ πολλού. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, πρέπει ήδη να βρίσκεται στην Έριγκ, εδώ και πέντε-έξι ημέρες. Σε όλες τις περιοχές γύρω από τη Γάρνακ, πάντως, έχουν προκληθεί ανείπωτες καταστροφές, Βασιληά μου.»
Ο Άργκελ ένευσε. «Ναι, είδαμε τις καταστροφές, ερχόμενοι… Επίσης, στα σύνορα της Επαρχίας της Νουάλβορ, συναντήσαμε έναν ταχυπομπό σταλμένο από τον Αντικαταστάτη Έπαρχο της Έριγκ, Άρχοντα Δάρβαν, ο οποίος είναι γιος της Αρχόντισσας Ρικέλθης από εδώ, στρατηγέ. Ο ταχυπομπός αυτός μάς ενημέρωσε πως ερχόταν στην πρωτεύουσα, ώστε να ζητήσει βοήθεια, γιατί ένα φουσάτο με την απαγορευμένη σημαία του Άνκαραζ έχει ήδη κυκλώσει την Έριγκ.» Τα μάτια του γέμισαν με θλίψη και, έπειτα, με οργή. «Ο Μόρντεναρ θα πληρώσει για τούτο, Στρατηγέ Λανκάμα· το ορκίζομαι.»
«Είμαι απόλυτα βέβαιη ότι θα φροντίσετε για το μέγιστο καλό του Βασιλείου, Μεγαλειότατε, όπως πάντα.»
Ένας στρατιώτης έφερε κούπες και άρχισε να τις γεμίζει με κρασί.
«Ο Μόρντεναρ δε φαίνεται ν’άγγιξε την Γάρνακ,» παρατήρησε η Αρχόντισσα Ρικέλθη. «Περίεργο…»
«Όχι και τόσο,» της αποκρίθηκε ο Ζάρναβ. «Προφανώς, βιάζεται να κατακτήσει την Έριγκ. Δεν επιθυμεί να αναλώσει το χρόνο του σε άσκοπες πολιορκίες.»
«Ο Μόρντεναρ ξέρει τα σημεία-κλειδιά του Βασιλείου,» συμφώνησε ο Άργκελ. «Και είναι τρία: η Νουάλβορ, η Έριγκ, και η Νέλβορ.»
«Σίγουρα, σχεδιάζει να επιτεθεί στην πρωτεύουσα, αφού θα έχει κατακτήσει την πόλη μου,» είπε η Φερνάλβιν, έχοντας την πλάτη ακουμπισμένη στην καρέκλα της και τους πήχεις της σταυρωμένους μπροστά της. Το βλέμμα της βρισκόταν στον χάρτη που σκέπαζε τους υπόλοιπους επάνω στο τραπέζι –έναν χάρτη της Επαρχίας της Έριγκ.
«Και η Νέλβορ;» ρώτησε ο Άνγκεδβαρ.
Η όψη του Άργκελ σκοτείνιασε, σαν δυσοίωνες σκέψεις να πέρασαν από το νου του. «Η Νέλβορ είναι άλλη υπόθεση…»
«Πατέρα, φοβάσαι ότι ίσως ο Έπαρχος Κάβμαρ να είναι μπλεγμένος στην προδοσία;» είπε ο Νόρβορ.
Ο Άργκελ τού έριξε ένα θυμωμένο βλέμμα, που έλεγε ότι ο γιος του μιλούσε πολύ. «Δεν ξέρω, αλλά δεν αποκλείω τίποτα.»
Το υποπτεύεται! σκέφτηκε ο Νόρβορ. Ή, μήπως, είναι σχεδόν βέβαιος;… Αυτή η σκοτεινή όψη στο πρόσωπό του, πριν....
«Μα, ο Έπαρχος Κάβμαρ δεν είχε ποτέ καμία σχέση με τους μαχητές από τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ,» είπε ο Ζάρναβ.
«Οι σύμμαχοί σου δε χρειάζεται πάντοτε να είναι και φίλοι σου,» είπε η Ρικέλθη.
«Δηλαδή, υποθέτεις ότι ο Κάβμαρ συμμάχησε με τον Μόρντεναρ, ώστε να προκαλέσει όλες τούτες τις καταστροφές και, στο τέλος, να του δοθεί η ευκαιρία να καθαρπάξει τον θρόνο;»
«Πιστεύω ότι αυτό είναι που ανησυχεί το Βασιληά μας.»
«Σας παρακαλώ, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» είπε ο Άργκελ· «δεν μπορείτε να ξέρετε τι με ανησυχεί. Κι εξάλλου, έχουμε πολλά θέματα για ν’ασχοληθούμε επί του παρόντος, αν και το βέβαιο είναι πως τα προβλήματά μας θα αρχίσουν πραγματικά όταν έχουμε διαλύσει το στράτευμα του Μόρντεναρ. Γιατί, αν δεν το διαλύσουμε, τότε δε θα έχουμε το περιθώριο να αντιμετωπίσουμε κανένα άλλο πρόβλημα.»
Η Ρικέλθη δεν αποκρίθηκε, επειδή ήξερε πως ο Βασιληάς Άργκελ θα το έπαιρνε προσωπικά, αν συνέχιζε ένα θέμα το οποίο εκείνος θεωρούσε λήξαν. Ωστόσο, δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της από το να σκέφτεται. Ο Άρχοντας Τάνιρ ε Έλβρεθ… Θα μπορούσε να εργάζεται και για τον Έπαρχο Κάβμαρ, πέραν από τον Νουτκάλι; Θα μπορούσε ο κατάσκοπος έξω από το σπίτι του να ανήκε στον Έπαρχο της Νέλβορ; Νεκρόμεμνον, πού είσαι τώρα; Εσύ θα ήξερες πού πήγε, τελικά, εκείνος ο άγνωστος ο οποίος βγήκε από τη βόρεια πύλη της Νουάλβορ.
«Στρατηγέ Λανκάμα,» είπε ο Άργκελ, «τι άλλες πληροφορίες έχετε να μας δώσετε για το φουσάτο του Άρχοντα Μόρντεναρ;»
Ένας στρατιώτης παραμέρισε τον μπερντέ της σκηνής. «Με συγχωρείτε, Άρχοντές μου. Η Αρχόντισσα Κάηνα βρίσκεται έξω και ζητά πρόσβαση.»
«Ας περάσει,» αποκρίθηκε ο Άργκελ.
Η Αρχόντισσα της Γάρνακ μπήκε στη σκηνή, κατεβάζοντας την κουκούλα της πράσινής της κάπας και αφήνοντας μαύρα, μακριά μαλλιά να χυθούν στους ώμους της. Ήταν μετρίου αναστήματος και είχε χαρακτηριστικά που θύμιζαν ποντικό· δε θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να χαρακτηριστεί όμορφη.
«Βασιληά μου,» είπε, υποκλινόμενη, «Κύρη της Αστροφώτιστης Νουάλβορ και Απόλυτε Άρχοντα του Νόρβηλ. Σας καλωσορίζω στην περιοχή της πόλης μου.»
«Καλησπέρα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Άργκελ, καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα του, για να ανταλλάξει μια χειραψία μαζί της. «Παρακαλώ, καθίστε.»
Η Στρατηγός Λανκάμα είχε ήδη πάει στην είσοδο της σκηνής, φωνάζοντας να φέρουν μια καρέκλα ακόμα. Όταν η καρέκλα ήρθε, η Αρχόντισσα Κάηνα, έχοντας χαιρετίσει και τους υπόλοιπους άρχοντες και αρχόντισσες, πήρε θέση εκεί, ανάμεσα στον Πρίγκιπα Νόρβορ και στον Πρίγκιπα Ζάρναβ, οι οποίοι της έκαναν χώρο.
«Βασιληά μου,» είπε, «υπάρχει κάτι που θα επιθυμούσατε από εμένα;»
«Μάλιστα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Άργκελ. «Θα ήθελα περισσότερους μαχητές, αν θα ήταν δυνατόν. Πόσους έχετε στην πόλη σας;»
«Γύρω στους χίλιους, Μεγαλειότατε,» είπε εκείνη, που δε φαινόταν να χαίρεται και πολύ από τούτο το αίτημα του Βασιληά.
«Τότε, θα ήθελα τους οκτακόσιους, τουλάχιστον.»
Ετούτο φάνηκε να τη δυσαρεστεί ακόμα περισσότερο· προσπάθησε, ωστόσο, να είναι ευγενική. «Αν το επιθυμεί ο Ανώτατος Άρχοντας του Νόρβηλ…»
«Μην ανησυχείτε για την ασφάλεια της πόλης σας, Αρχόντισσά μου,» της είπε η Φερνάλβιν. «Όταν αποτελειώσουμε τον Μόρντεναρ, δε θα υπάρχει πλέον κίνδυνος. Αν, όμως, δεν καταφέρουμε να τον νικήσουμε, τότε να είστε βέβαιη πως η Γάρνακ δε θ’αργήσει να πέσει στα χέρια του. Γιατί, αφότου πορθήσει την Έριγκ, θα στραφεί νότια, πορευόμενος προς τη Νουάλβορ.»
«Επιθυμεί το θρόνο, δηλαδή…» είπε η Κάηνα.
«Ναι· και την αναβίωση της θρησκείας του Άνκαραζ.»
«Πόσο μεγάλος ήταν ο στρατός που πέρασε μπροστά από την πόλη σας;» ρώτησε ο Άργκελ.
«Περί τις δέκα χιλιάδες μού φάνηκαν, Μεγαλειότατε,» απάντησε η Αρχόντισσα Κάηνα, επιβεβαιώνοντας αυτά που είχε πει ο Φανλαγκόθ.
«Υπάρχει κάποια επιπλέον πληροφορία που θα μπορούσατε να μου δώσετε;» Ο Βασιληάς κοίταξε και την Αρχόντισσα της Γάρνακ και τη Στρατηγό Λανκάμα.
«Δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι περισσότερο,» είπε η πρώτη. «Η στρατηγός, πιστεύω, σας μίλησε για τις καταστροφές στα τριγυρινά χωριά και τις κώμες…»
«Ναι, μου μίλησε,» τη διαβεβαίωσε ο Άργκελ· «και είδα κι αρκετά ο ίδιος, προτού φτάσω στη Γάρνακ. Όταν τελειώσει ετούτη η εκστρατεία, Αρχόντισσά μου, σας υπόσχομαι να χρηματοδοτήσω τις περιοχές, ώστε να ορθοποδήσουν.»
«Ευχαριστούμε, Μεγαλειότατε.»
«Ούτε να το σκέφτεσαι, Αρχόντισσα Κάηνα,» είπε ο Άργκελ· και ρώτησε: «Υπάρχει κάτι άλλο που θα επιθυμούσε κάποιος να συζητήσουμε;» Κανείς δε μίλησε. «Επομένως, ας πάμε να αναπαυθούμε.» Άρχισαν να σηκώνονται από το τραπέζι. «Αύριο με την αυγή, θέλω όλες σας οι δυνάμεις να είναι έτοιμες για αναχώρηση, Στρατηγέ Λανκάμα–»
«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε.»
«–και εσείς, Αρχόντισσα Κάηνα, θέλω να έχετε εξοπλισμένους και επίσης έτοιμους τους οχτακόσιους μαχητές που σας ζήτησα.»
«Μάλιστα, Βασιληά μου.»
Οι άρχοντες και οι αρχόντισσες βγήκαν από τη σκηνή της Στρατηγού Λανκάμα ε Πέρνταλιν. Η Κάηνα καληνύχτισε τον Μονάρχη του Νόρβηλ και τους υπόλοιπους, και, με τη συνοδεία δύο φρουρών, πορεύτηκε προς την πύλη της πόλης της. Ο Άργκελ και οι δικοί του πλησίασαν το στρατόπεδό τους, και κατευθύνθηκε ο καθένας στη σκηνή του.
Ο Νόρβορ ζήτησε από έναν πολεμιστή να τον βοηθήσει να βγάλει τη φολιδωτή του αρματωσιά. Ο άντρας τον ακολούθησε στη σκηνή του και υπάκουσε. Τελειώνοντας, ρώτησε μήπως ο Πρίγκιπας θα ήθελε κάτι άλλο· όταν εκείνος του είπε πως δεν ήθελε τίποτα, αποχώρησε. Ο Νόρβορ έλυσε τη ζώνη του, από την οποία κρεμόταν το σπαθί του, και την κρέμασε σε μια καρέκλα. Έβγαλε τις επενδυμένες με γούνα, δερμάτινές του μπότες και το επίσης επενδυμένο με γούνα πανωφόρι του, και ξάπλωσε στο στρώμα της σκηνής. Σκεπάστηκε με την κουβέρτα και χασμουρήθηκε, εξουθενωμένος. Τόσες ώρες επάνω στη σέλα ήταν πολύ κουραστικές· το να ταξιδεύεις με έναν στρατό δεν έμοιαζε καθόλου με βόλτα στα μέρη γύρω από την πρωτεύουσα Νουάλβορ. Ο Νόρβορ αισθανόταν πιασμένος και μουδιασμένος.
Αναρωτήθηκε τι να γινόταν η Λιόλα, στα νότια όπου είχε αποφασίσει να πάει. Αναμφίβολα, αν είχε ταξιδέψει αισίως, τώρα θα βρισκόταν στη Λιάμνερ-Κρωθ. Ήταν καλά, άραγε; Ο Νόρβορ ευχόταν να μην είχε πάθει τίποτα, διότι αντιλαμβανόταν πως η αποστολή στην οποία είχε μπλεχτεί εμπεριείχε πολλούς κινδύνους…
Τι ανοησία ήταν αυτή που είχε κάνει! Είχε φύγει χωρίς να πει τίποτα σε κανέναν, ούτε καν στον πατέρα! Οι συναναστροφές της με τον Φανλαγκόθ πρέπει να ταρακούνησαν το μυαλό της! Όχι πως δεν ήταν ήδη αρκετά ταρακουνημένο… Ο Βασιληάς Άργκελ θα ήταν εξοργισμένος μ’αυτή της τη συμπεριφορά, απλά δεν ήθελε να το δείξει, υπέθετε ο Νόρβορ. Ο πατέρας του, άλλωστε, πάντοτε ήταν ευγενικός και των τύπων. Θυμόταν που, κάποτε, του έλεγε: «Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μην είσαι ευγενικός, ακόμα και με τους εχθρούς σου. Μάλιστα, ορισμένες φορές, η ευγένεια αποπροσανατολίζει κάποιον πολύ περισσότερο από την οργή. Είναι προσόν, αρετή, και όπλο, για όσους ξέρουν πώς να τη χειρίζονται.»
Ξέρουμε, όμως; αναρωτήθηκε ο Νόρβορ. Η Λιόλα δεν φαινόταν να ήξερε· δεν είχε μοιάσει τόσο στον πατέρα. Ήταν, βέβαια, αρκετά ευγενική, αλλά όχι όσο εκείνος· δεν είχε αυτή την… επιδεξιότητα ευγένειας: την τέχνη που έκανε την ευγένεια όπλο. Και ούτε κι εγώ την έχω, δυστυχώς. Είναι, άραγε, κάτι που αποκτιέται, ή κάτι που το έχεις μόνο εκ γενετής;
Χασμουρήθηκε πάλι. Τέλος πάντων, η Λιόλα δεν έπρεπε να είχε φύγει έτσι. Ανισόρροπη είναι αυτή η αδελφή μου…
Πήρε μια πιο βολική θέση και έκλεισε τα βλέφαρα.
—Καλησπέρα, Πρίγκιπα Νόρβορ—
Ο Νόρβορ πετάχτηκε. Τα ορθάνοιχτά μάτια του κοίταξαν ενστικτωδώς όλες τις σκιερές γωνίες της σκηνής.
—Ο Αυτοκράτορας Φανλαγκόθ είμαι· μη θορυβείσαι—
«Τι θέλεις από μένα;» ψιθύρισε ο Νόρβορ, μέσα στο ημίφως της λάμπας.
—Ήρθα να σε προειδοποιήσω για έναν κίνδυνο—
«Γιατί δεν πήγες στον πατέρα μου;»
—Γιατί εσύ είσαι καταλληλότερος για την αντιμετώπισή του—
«Δε σε καταλαβαίνω. Και δε σε εμπιστεύομαι όπως ο πατέρας!» είπε, αν και είχε την εντύπωση πως ούτε ο Βασιληάς Άργκελ εμπιστευόταν τόσο τον παράξενο Ράζλερ· απλά, του φερόταν ευγενικά, σαν σε όλους.
—Σοφά πράττεις. Δε θα πρέπει να εμπιστεύεσαι κανέναν, Πρίγκιπά μου. Οι κάτοχοι υψηλών θέσεων δεν μπορούν να έχουν την πολυτέλεια της εμπιστοσύνης, ούτε στα πιο κοντινά τους πρόσωπα—
«Πες μου τι θέλεις.»
—Προδότες βρίσκονται μέσα στο φουσάτο της Στρατηγού Λανκάμα—
«Θα στραφεί εναντίον του πατέρα μου;»
—Όχι εκείνη. Άλλοι είναι οι προδότες—
«Ποιοι;»
—Πρόκειται για μισθοφόρους από την Μπένριγκ, ακόμα πιστούς στον Άνκαραζ. Αρχηγός τους είναι μια ιέρεια, ονόματι Ετρέσσα, η οποία προσπαθεί να προσελκύσει ολοένα και περισσότερους στον σκοπό της—
«Ο οποίος είναι;»
—Να σας επιτεθεί αιφνίδια και εκ των έσω, όταν θα πάτε να αντιμετωπίσετε τον στρατό του Άρχοντα Μόρντεναρ—
«Πώς θα τη βρούμε;»
—Πρέπει να ψάξεις μέσα στο στρατόπεδο της Στρατηγού Λανκάμα. Εκεί κρύβεται—
«Πού ακριβώς;»
—Αυτό δεν το γνωρίζω. Ο Άνκαραζ έχει ισχυροποιηθεί στο Νόρβηλ και μπορεί να μου κρύβει πράγματα. Πάντως, νομίζω πως η Ετρέσσα βρίσκεται στην ανατολική μεριά του στρατοπέδου· οπότε, θα ήταν συνετό ν’αρχίσεις από εκεί την έρευνά σου—
«Και γιατί δεν τα λες όλα τούτα στον πατέρα;» επέμεινε ο Νόρβορ. «Θα αναστατώσει ολόκληρο το στράτευμα και–»
—Και έχω προδεί ότι πιθανώς να επέλθει αιματοχυσία. Η ιέρεια του Άνκαραζ έχει καταφέρει να προσηλυτίσει αρκετούς. Αρκετούς ώστε να σας προκαλέσουν ζημιά!—
«Εντάξει· τότε, πες στον πατέρα να κινηθεί διαφορετικά, να μην προκαλέσει αναστάτωση–»
—Όχι. Εσύ πρέπει να το ερευνήσεις, Πρίγκιπα Νόρβορ—
«Γιατί;» σφύριξε εκείνος στις σκιές της σκηνής. «Δε σε καταλαβαίνω! Προσπαθείς να με ξεγελάσεις, Ράζλερ! Δε θα την πατήσω έτσι από εσένα· όχι όπως η Λιόλα!»
—Μη γίνεσαι ανόητος! Αν ήθελα να σε ξεγελάσω, δε θα σου μιλούσα ευθέως. Και υπάρχει λόγος που αποφάσισα να προειδοποιήσω εσένα και όχι το Βασιληά Άργκελ. Καλός λόγος. Κίνδυνος—
«Θα μου εξηγήσεις τίποτα;» Το όλο δήθεν ξέρω τα πάντα του Φανλαγκόθ είχε αρχίσει να τον ενοχλεί αφάνταστα… και να τον τρομάζει, επίσης.
—Θεωρείς ότι είναι ανάγκη να μπούμε σε περίπλοκες εξηγήσεις, Πρίγκιπά μου;—
«Πόσο περίπλοκο είναι;» ρώτησε, ειρωνικά, ο Νόρβορ.
—Δεν ξέρεις για τις δυνάμεις που κατέχω;—Η φωνή του Φανλαγκόθ ακουγόταν ελαφρώς θυμωμένη—Δεν ξέρεις ότι μπορώ να προδώ το μέλλον; Το ξέρεις. Εμπιστέψου την κρίση μου, λοιπόν, και βιάσου, προτού οι υπηρέτες του Άνκαραζ αποφασίσουν ότι η στιγμή είναι κατάλληλη, για να σας δολοφονήσουν στον ύπνο σας!—
Ο Νόρβορ εξακολουθούσε να δυσπιστεί τα λόγια του, αλλά σκέφτηκε: Ακόμα κι αν υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να έχει δίκιο, μπορώ να το ριψοκινδυνέψω; Μπορώ να το ριψοκινδυνέψω να αφήσω προδότες μέσα στο στρατό της Στρατηγού Λανκάμα;
Όχι.
«Εντάξει, Ράζλερ,» αναστέναξε. Και, αποφασίζοντας να μην του κρύψει τις πραγματικές του διαθέσεις (όχι πως πίστευε ότι θα είχε διαφορά, για έναν τέτοιο μάγο-προφήτη), πρόσθεσε: «Μην κάνεις, όμως, το σφάλμα να νομίζεις ότι σε εμπιστεύομαι. Δεν σε εμπιστεύομαι, και αντιλαμβάνομαι ότι μου κρύβεις τους πραγματικούς σου λόγους. Ωστόσο, αναγνωρίζω πως είσαι εχθρός του Άνκαραζ και πως θέλεις να νικήσουμε ετούτο τον πόλεμο· έτσι, θα πάω.»
—Επομένως, καταλαβαινόμαστε μια χαρά, Πρίγκιπα Νόρβορ—
Ούτε κατά διάνοια! Ίσως εσύ να με καταλαβαίνεις, αλλά εγώ δε σε καταλαβαίνω καθόλου, μα καθόλου. «Δε θα πάω, όμως, μόνος. Θα ειδοποιήσω και άλλους.»
—Ναι, το ξέρω. Θα μιλήσεις στον Άρχοντα Άνγκεδβαρ και στον Δράκαρχο Χάφναρ. Δεν έχω καμία αντίρρηση· αν τους ζητήσεις να μην πουν τίποτα στο Βασιληά, δε θα πουν τίποτα. Και οι δύο σε εμπιστεύονται—
Να τον πάρει και να τον σηκώσει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, όλα τα μαντεύει! Ο Νόρβορ αισθανόταν σαν να του είχαν κλέψει κάτι από το μυαλό του.
«Ναι, σ’αυτούς θα πάω.» Παραμέρισε την κουβέρτα του και σηκώθηκε απ’το στρώμα, αρχίζοντας να ντύνεται. «Και ελπίζω, στο τέλος, να μου εξηγήσεις γιατί αποφάσισες να ειδοποιήσεις εμένα, Ράζλερ.»
Ο Νόρβορ ντύθηκε, ζώστηκε το ξίφος του, και πέρασε δύο ξιφίδια στις μπότες του. Ο Φανλαγκόθ δεν του μιλούσε πλέον, αλλά ο νεαρός Πρίγκιπας νόμιζε ότι τα λόγια του αυτοαποκαλούμενου Αυτοκράτορα ακόμα αντηχούσαν στο νου του. Κι επίσης, είχε την ανησυχία ότι ίσως να πήγαινε σε κάποια παγίδα…
Αλλά ο Ράζλερ είπε πως, αν ήθελε να με ξεγελάσει, δε θα μου μιλούσε ευθέως. Από την άλλη, βέβαια, ποιος μου εγγυάται ότι δεν έλεγε ψέματα;
Κανείς. Μα το γεγονός ήταν ένα: Δεν μπορούσε να το ριψοκινδυνέψει· αν αυτή η Ιέρεια Ετρέσσα, του Άνκαραζ, κρυβόταν μέσα στο στράτευμα της Στρατηγού Λανκάμα, έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί και να εξοντωθεί, αλλιώς –και ο Φανλαγκόθ είχε δίκιο σ’αυτό– θα τους σκότωνε όλους στον ύπνο τους.
Ο Νόρβορ έριξε μια μαύρη κάπα στους ώμους του και βγήκε μέσα στη νύχτα, σηκώνοντας την κουκούλα, για να προστατευτεί από το τσουχτερό κρύο. Προχώρησε προς τα εκεί όπου θυμόταν ότι ήταν η σκηνή του Άνγκεδβαρ· το στρατόπεδο στηνόταν με τον ίδιο τρόπο, κάθε φορά που κατασκήνωνε ο στρατός, έτσι δεν ήταν εύκολο να χαθεί κανείς.
Ένας φρουρός στράφηκε να κοιτάξει τον Νόρβορ, συνοφρυωμένος κάτω από το κράνος του. Ο Πρίγκιπας παραμέρισε την κουκούλα του, ώστε ο άντρας να τον δει καθαρά στο φως του πυραύνου που ήταν αναμμένο εκεί κοντά. Ο στρατιώτης τον αναγνώρισε και έκλινε ελαφρώς το κεφάλι, χωρίς να μιλήσει.
Ο Νόρβορ ζύγωσε τη σκηνή του Άνγκεδβαρ και παραμέρισε τον μπερντέ. «Άνγκεδβαρ! Πρέπει να σου μιλήσω, επειγόντως–»
Ο γιος της Επάρχου-Κεντροφύλακος Φερνάλβιν δεν ήταν μόνος. Μέσα στο ασθενικό φως της λάμπας, ο Πρίγκιπας τον είδε ν’ανασηκώνεται από το στρώμα του, ενώ δίπλα σάλευε μια άλλη, γυναικεία μορφή. Ο Νόρβορ την αναγνώρισε, μόλις είδε το πρόσωπό της. Ήταν μια πολεμίστρια καταγόμενη από τη Νέλβορ, την οποία ο Άνγκεδβαρ είχε γνωρίσει τις τελευταίες ημέρες και δεν ήταν κρυφό ότι μοιραζόταν τη σκηνή του μαζί της. Την έλεγαν Ηλφίρα.
«Με συγχωρείτε,» είπε ο Νόρβορ. «Άνγκεδβαρ, πρέπει να σου μιλήσω, όμως. Τώρα.»
«Πέρασε.»
Ο Πρίγκιπας μπήκε και κάθισε οκλαδόν επάνω στο χαλί.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Άνγκεδβαρ, παραμερίζοντας τα μακριά, μαύρα μαλλιά από τα μάτια του και δένοντάς τα αλογοουρά. «Είναι σημαντικό;»
Ο Νόρβορ ένευσε. «Ναι, είναι πολύ σημαντικό.» Κοίταξε την Ηλφίρα διστακτικά.
«Θέλετε να φύγω, Υψηλότατε;» ρώτησε εκείνη. «Θα φύγω.» Άπλωσε το χέρι της έξω απ’την κουβέρτα, για να πιάσει ένα λευκό πουκάμισο που βρισκόταν δίπλα.
«Όχι,» είπε ο Νόρβορ. «Για την ακρίβεια, ίσως να χρειαστώ τις υπηρεσίες σου.»
Η Ηλφίρα στράφηκε να τον κοιτάξει, αφήνοντας το πουκάμισο. «Στη διάθεσή σας, Υψηλότατε.»
«Με μία προϋπόθεση: ότι δε θα πεις τίποτα από όσα θα ακούσεις. Τίποτα.»
Εκείνη ένευσε. «Όπως επιθυμείτε.»
«Και ότι δε θα κάνεις πολλές ερωτήσεις.»
Η πολεμίστρια ένευσε ξανά.
Ο Νόρβορ έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Άνγκεδβαρ, το οποίο έλεγε καθαρά: Μπορούμε να την εμπιστευτούμε;
Ο γιος της Φερνάλβιν ανασήκωσε τους ώμους –το τραύμα στον αριστερό του ώμο είχε επουλωθεί, και στη θέση του υπήρχε μια μεγάλη εφελκίδα. Ναι, γιατί όχι;
Ο Νόρβορ είπε: «Μου μίλησε ο Φανλαγκόθ, πριν από λίγο.»
Μια έκπληκτη όψη παρουσιάστηκε στο πρόσωπο του Άνγκεδβαρ. «Ο Φανλαγκόθ; Αυτός ο Ράζλερ που–;»
«Ο ίδιος. Και με ενημέρωσε για κάτι πολύ ανησυχητικό,» είπε ο Νόρβορ, και του εξήγησε για την Ιέρεια Ετρέσσα και για τους υπηρέτες του Άνκαραζ που βρίσκονταν μέσα στο στράτευμα της Στρατηγού Λανκάμα.
Ο Άνγκεδβαρ τον άκουγε, έχοντας ακουμπήσει τους αγκώνες στα γόνατά του. «Ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω: Γιατί να μη μιλήσει στο Βασιληά;»
Κι εγώ την ίδια απορία έχω, σκέφτηκε ο Νόρβορ· αλλά αποκρίθηκε: «Διότι δε θέλει να δημιουργηθεί αναστάτωση και να προκληθούν καταστροφές. Θέλει να βρούμε την ιέρεια και να τη συλλάβουμε προτού έχει την ευκαιρία να στρέψει κανέναν εναντίον μας.»
Ο Άνγκεδβαρ συνοφρυώθηκε. «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω, Νόρβορ. Θα μπορούσε να ζητήσει από τον πατέρα σου να μην κάνει αναστάτωση, αλλά να–»
«Ναι, το ξέρω,» τον διέκοψε ο Πρίγκιπας. «Μα θα έχει τους λόγους του που μου το ζητά. Μην ξεχνάς ότι βλέπει το μέλλον.»
«Είναι παράξενο αυτό που συμβαίνει,» είπε ο Άνγκεδβαρ. «Αλλά θα σε βοηθήσω, αφού μου το ζητάς, ξάδελφε.»
«Θα ειδοποιήσω και τον Χάφναρ.» Ο Νόρβορ σηκώθηκε όρθιος. «Και θα έρθουμε απο δώ, για να σε συναντήσουμε. Να είσαι έτοιμος. Κι εσύ, επίσης, πολεμίστρια Ηλφίρα.»
«Όπως επιθυμείτε, Υψηλότατε.» Ήταν φανερό, από την όψη της, πως είχε πολλές απορίες· μα δε ρωτούσε τίποτα, όπως της είχε ζητήσει ο Νόρβορ.
Ο Πρίγκιπας βγήκε απ’τη σκηνή και πήγε εκεί όπου ήταν κατασκηνωμένοι οι δράκαρχοι: δηλαδή, στη δυτική άκρη του στρατοπέδου. Ένας φρουρός τον κοίταξε πάλι με περιέργεια, αλλά εκείνος παραμέρισε την κουκούλα του και ο άντρας έκλινε το κεφάλι, αναγνωρίζοντάς τον.
Ο Νόρβορ ζύγωσε τη σκηνή του Χάφναρ –και πετάχτηκε πίσω, βλέποντας κάτι να βγαίνει από τη σχισμάδα του μπερντέ της εισόδου. Δύο δρακοντικά μάτια τον ατένισαν σαν να απαιτούσαν τι ήθελε εδώ αυτή την ώρα.
Η Σρ’άερ.
«Ήρθα να μιλήσω στον αφέντη σου,» της είπε ο Νόρβορ, ελπίζοντας πως το θηρίο καταλάβαινε και δε θα τον έκαιγε με τη φλογερή του ανάσα.
Η Σρ’άερ βλεφάρισε, και έβαλε το μακρύ της λαιμό ξανά μέσα στη σκηνή. Ο Πρίγκιπας την ακολούθησε, παραμερίζοντας τον μπερντέ, για να περάσει. Στο εσωτερικό, τα πάντα ήταν σκοτεινά.
«Χάφναρ; Χάφναρ, πρέπει να σου μιλήσω. Ο Νόρβορ είμαι.»
«Τι είναι;» ρώτησε η φωνή του δράκαρχου, ενώ ένα σούρσιμο ακουγόταν –η δράκαινα, μάλλον.
«Ο Φανλαγκόθ επικοινώνησε μαζί μου, και με προειδοποίησε για κάτι. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, Χάφναρ.»
Ο Νόρβορ άκουσε έναν υπόκωφο ψίθυρο και, ύστερα, είδε μια φλόγα να εκτοξεύεται, φωτίζοντας στιγμιαία τη σκοτεινή σκηνή και ανάβοντας ένα κερί. Η Σρ’άερ φύσηξε για δεύτερη φορά, και άλλο ένα κερί άναψε.
Το μασκοφόρο πρόσωπο του Χάφναρ ατένισε τον Πρίγκιπα. Ο γιος της Αρχόντισσας Ρικέλθης καθόταν επάνω στο στρώμα, σκεπασμένος με την κουβέρτα του.
«Κάθισε,» πρότεινε στον Νόρβορ, προτείνοντας το χέρι του προς ένα ξύλινο σκαμνί. «Μίλησέ μου.»
Εκείνος κάθισε και του διηγήθηκε όσα του είχε πει ο Φανλαγκόθ. «Πήγα και στον Άνγκεδβαρ,» πρόσθεσε, τελειώνοντας, «και συμφώνησε να με βοηθήσει να βρω την ιέρεια. Τώρα, μας περιμένει στη σκηνή του, μαζί με την πολεμίστρια Ηλφίρα.»
«Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα γι’αυτόν τον καταραμένο Ράζλερ,» είπε ο Χάφναρ, που είχε σηκωθεί από το στρώμα του και ντυνόταν, όσο ο Νόρβορ μιλούσε, «αλλά δεν μπορώ ν’αρνηθώ τη βοήθειά μου σ’έναν πρίγκιπα του Βασιλείου· ειδικά από τη στιγμή που είμαι δράκαρχος.» Πήρε τα μαύρα του γάντια και τα φόρεσε. Κατά τα άλλα, ήταν έτοιμος· τα μελανά του ρούχα έδιναν την ψευδαίσθηση ότι οι σκιές της σκηνής τον αγκάλιαζαν, εδώ κι εκεί.
Ο Νόρβορ ξεροκατάπιε, μην ξέροντας πώς ακριβώς να το πει τούτο και φοβούμενος ότι ίσως να προσέβαλε τον δράκαρχο. «…Χάφναρ. Δε θέλω να έρθεις επειδή είμαι Πρίγκιπάς σου. Θέλω να έρθεις επειδή είσαι προπάντων φίλος μου… αν και μόνο αν το επιθυμείς ο ίδιος.»
«Τι διαφορά έχει; Θα έρθω, έτσι κι αλλιώς.» Έδεσε τη ζώνη του και θηκάρωσε εκεί το σπαθί του. «Ας μη χρονοτριβούμε άλλο.» Φόρεσε λουριά στο κεφάλι της Σρ’άερ, η οποία έβγαλε ένα παιχνιδιάρικο σύριγμα και έγλειψε το γαντοφορεμένο του χέρι.
«Ναι,» αποκρίθηκε, κάπως αμήχανα, ο Νόρβορ. Γιατί άλλαξε τόσο; Δεν μπορώ να τον καταλάβω όπως παλιά. Σηκώθηκε από το σκαμνί και βγήκε απ’τη σκηνή του δράκαρχου.
Ο Χάφναρ φόρεσε τη μαύρη του κάπα και τον ακολούθησε, κουκουλωμένος και βαστώντας τα πέτσινα λουριά της Σρ’άερ στο αριστερό του χέρι.
Αμίλητοι, οι δύο άντρες και η δράκαινα πέρασαν ανάμεσα από τις σκηνές του στρατοπέδου, μέχρι που έφτασαν σ’αυτήν του Άνγκεδβαρ. Ο γιος της Φερνάλβιν και η Ηλφίρα τούς περίμεναν απέξω· η πολεμίστρια είχε φορέσει τη φολιδωτή της πανοπλία και το κράνος της, αλλά εκείνος δεν ήταν αρματωμένος με τίποτα παραπάνω από τα κανονικά του ρούχα, την κάπα του, και το σπαθί του.
«Καλησπέρα, Χάφναρ,» είπε.
Ο δράκαρχος έκλινε το κεφάλι σε χαιρετισμό. «Καλησπέρα.»
«Είσαι ενήμερος της κατάστασης;»
«Ασφαλώς.» Και προς τον Νόρβορ: «Από πού θα αρχίσουμε;»
«Από την ανατολική μεριά του στρατοπέδου της Στρατηγού Λανκάμα, όπως πρότεινε ο Φανλαγκόθ,» αποκρίθηκε εκείνος.
Βγήκαν από την κατασκήνωση του στρατού της Νουάλβορ και μπήκαν σ’αυτή του στρατού της Μπένριγκ. Οι φρουροί που έβλεπαν τη Σρ’άερ να περνά από κοντά τους αποτραβιόνταν και, αν η δράκαινα έστρεφε το βλέμμα της προς το μέρος τους, ψιθύριζαν κάτω απ’την αναπνοή τους –πιθανώς, κάποια προσευχή στον Βάνραλ ή στους άλλους θεούς.
Ας προσεύχονται όπου θέλουν, σκέφτηκε ο Νόρβορ, φτάνει να μην είναι στον Άνκαραζ.
Ένας φρουρός του στρατοπέδου της Λανκάμα ε Πέρνταλιν καθάρισε δυνατά το λαιμό του. «Πού νομίζετε ότι πηγαίνετε;» απαίτησε, κοιτάζοντας περισσότερο τα γυαλιστερά μάτια της Σρ’άερ παρά τους τέσσερίς τους.
Ο Νόρβορ ζύγωσε τον πολεμιστή και στάθηκε εμπρός του. Εκείνος δε φάνηκε να τον αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά. «Είμαι ο Πρίγκιπας Νόρβορ, γιος του Βασιληά Άργκελ, και διεξάγω μια έρευνα σ’ετούτο το μέρος του στρατοπέδου.»
Ο στρατιώτης τον ατένισε με κάποια δυσπιστία στα μάτια, αλλά δε μίλησε, σαν να μην ήθελε να αποκριθεί βιαστικά και να το μετανιώσει ύστερα. Δεν ήταν μικρό ν’αποκαλέσεις έναν πρίγκιπα του Βασιλείου ψεύτη, καταπρόσωπο.
«Ψάχνω για μια γυναίκα που ονομάζεται Ετρέσσα,» είπε ο Νόρβορ. «Την έχεις ακουστά;»
Ο φρουρός έκανε μια γκριμάτσα, σουφρώνοντας τα μουστάκια του. «Ετρέσσα… Σπάνιο όνομα, Υψηλότατε. Αν τόχα ακούσει, θα το θυμόμουνα.»
«Είσαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν το έχεις ακούσει;»
«Εμμμ… Ναι, Υψηλότατε.»
Ο Νόρβορ τού έδωσε ένα γυαλιστερό αργύριο. «Σ’ευχαριστώ για το χρόνο σου. Αν θυμηθείς κάτι περισσότερο, ή αν ακούσεις κάτι, έλα να μου το πεις.»
«Μά’στα, Πρίγκιπά μου!» είπε ο φρουρός, φανερά ικανοποιημένος.
Ο Νόρβορ επέστρεψε στους συντρόφους του. «Τίποτα από αυτόν. Δεν την έχει ούτε ακουστά–»
«Δεν πιστεύω να του είπες ότι πρόκειται για ιέρεια του Άνκαραζ,» τον διέκοψε ο Άνγκεδβαρ.
«Φυσικά και όχι. Μονάχα αν ξέρει κάποια Ετρέσσα, τον ρώτησα.»
«Ίσως να χρησιμοποιεί άλλο όνομα, όχι το κανονικό της,» υπέθεσε ο Χάφναρ.
«Δε θα μου το έλεγε ο Φανλαγκόθ, όμως;» αποκρίθηκε ο Νόρβορ. Αλλά, ύστερα, θυμήθηκε τα λόγια του Ράζλερ: Ο Άνκαραζ έχει ισχυροποιηθεί στο Νόρβηλ και μπορεί να μου κρύβει πράγματα. «Βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως να μην έχει τη δύναμη να βλέπει τα πάντα. Προτείνω να χωριστούμε, για να καλύψουμε περισσότερο έδαφος.»
«Όχι,» διαφώνησε ο Χάφναρ. «Μπορεί να συμβούν διάφορα, όταν είμαστε διαιρεμένοι.»
«Θα φανούν τόσο θρασείς, ώστε να μας χτυπήσουν;» είπε ο Νόρβορ. «Κάποιος θα τους δει, σίγουρα.»
«Αν, όμως, είναι κι αυτός δικός τους, δε θα ειδοποιήσει κανέναν,» πρόσθεσε ο Άνγκεδβαρ. «Ο Χάφναρ έχει δίκιο· καλύτερα να μείνουμε ενωμένοι, ξάδελφε. Γιατί, αν πέσουμε σε μια περιοχή γεμάτη με υπηρέτες του Άνκαραζ, τότε θα την έχουμε άσχημα.»
«Εντάξει,» συμφώνησε ο Νόρβορ· «ας μείνουμε ενωμένοι.»
Το στρατόπεδο ήταν σιωπηλό, καθώς περιπλανιόνταν στα περιστοιχισμένα από σκηνές μονοπάτια του. Ορισμένοι φρουροί έκαναν πως δεν τους έβλεπαν, τρομαγμένοι από την παρουσία της Σρ’άερ αλλά, συγχρόνως, βέβαιοι πως ένας δράκαρχος δεν μπορεί να ήταν εχθρός. Ο Πρίγκιπας και οι σύντροφοί του μιλούσαν σχεδόν σε όποιον συναντούσαν, ακόμα και σ’εκείνους που απομακρύνονταν από τη δράκαινα του Χάφναρ, και ρωτούσαν μήπως κανείς τους είχε ακούσει για μια πολεμίστρια η οποία λεγόταν Ετρέσσα. Οι περισσότεροι απαντούσαν ότι δεν ήξεραν τίποτα, για καμια τέτοια πολεμίστρια. Ο Νόρβορ προσπαθούσε να καταλάβει, από την όψη τους, μήπως ψεύδονταν, μα δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά. Το νυχτερινό σκοτάδι και ο φόβος –λόγω της Σρ’άερ– στα μάτια όλων των στρατιωτών δυσκόλευαν πολύ τον Πρίγκιπα να αντιληφθεί την αλήθεια και το ψέμα στα λόγια τους· έπρεπε, λοιπόν, να θεωρήσει ότι κανένας δεν ήθελε να τον κοροϊδέψει, και τους δωροδοκούσε με αργύρια, ώστε να βεβαιωθεί πως, όντως, έτσι θα ήταν τα πράγματα.
«Η μητέρα μου έπρεπε να ήταν εδώ,» είπε, κάποτε, ο Χάφναρ. «Εκείνη ίσως μπορούσε να βρει την άκρη σε τούτο το μπλέξιμο.»
Τελικά, ο Πρίγκιπας Νόρβορ συνάντησε έναν πολεμιστή που είχε την απάντηση και ήταν πρόθυμος να μιλήσει. Ο άντρας καθόταν σ’ένα σκαμνί, έξω από μια σκηνή, και έφτιαχνε ένα ξύλινο γλυπτό, χρησιμοποιώντας ένα κοφτερό μαχαίρι. Είχε μακριά, καστανά μαλλιά και άγρια γένια, και στα μάτια του υπήρχε μια ατίθαση γυαλάδα. Το ξίφος του ήταν καρφωμένο παραδίπλα, και μπροστά του χόρευαν οι φλόγες μιας περιτριγυρισμένης από πέτρες φωτιάς.
«Καλησπέρα, στρατιώτη,» τον χαιρέτησε ο Νόρβορ. «Ψάχνουμε για μια γυναίκα, ονόματι Ετρέσσα. Πρέπει να βρίσκεται καταυλισμένη σε τούτα τα μέρη του στρατοπέδου.» Κοίταξε το γλυπτό που έφτιαχνε ο άντρας. Έμοιαζε με πουλί· γεράκι, ίσως.
Ο πολεμιστής σηκώθηκε, θηκαρώνοντας το μαχαίρι στη ζώνη του και βάζοντας το μισοτελειωμένο ξύλινο αγαλματίδιο σε μια τσέπη της τουνίκας του. «Ναι, νομίζω ότι την ξέρω. Ακολουθήστε με.»
Δε φάνηκε και τόσο φοβισμένος από την παρουσία της Σρ’άερ, παρατήρησε ο Νόρβορ, παραξενεμένος· αλλά βάδισε πίσω απ’τον άντρα, μαζί με τον Άνγκεδβαρ, τον Χάφναρ, και την Ηλφίρα.
Ο στρατιώτης τούς οδήγησε προς τη βόρειο-ανατολική άκρη του στρατοπέδου: το πιο απομακρυσμένο σημείο από τη Γάρνακ. Ύστερα από εδώ, ο καταυλισμός τελείωνε και η αυτοκρατορία της νυχτερινής υπαίθρου άρχιζε –φεγγαρόφωτο, σκοτάδι, χιόνι, και ένας σιγανός, γκρινιάρης άνεμος.
«Τι είναι εδώ;» ρώτησε ο Άνγκεδβαρ τον πολεμιστή, πιάνοντάς τον από τον ώμο. Είχε θορυβηθεί από την ερημιά του μέρους. Ο Νόρβορ τον καταλάβαινε· υπήρχε κάτι το… άγριο σε τούτο το σημείο, όπως σε κάτι παραμύθια, που η ίδια η πραγματικότητα αλλάζει όταν ο ταξιδιώτης πάρει μια λάθος στροφή μέσα στα δάση.
«Ο καταυλισμός της μισθοφορικής ομάδας Γκρίζοι Κόρακες,» αποκρίθηκε ο άντρας. «Πηγαίνετε εκεί,» έδειξε, «σ’αυτή τη σκηνή.»
«Και θα βρούμε την Ετρέσσα;» ρώτησε ο Νόρβορ.
Ο πολεμιστής κατένευσε, κοφτά.
«Είμαι ο Πρίγκιπας Νόρβορ,» του είπε εκείνος, «γιος του Βασιληά Άργκελ, κι ετούτη η αναζήτηση είναι πολύ σημαντική κι επείγουσα. Αν μου λες ψέματα, δε θα το ξεχάσω.»
Ο στρατιώτης υποκλίθηκε. «Δε λέω ψέματα, Υψηλότατε. Η Ετρέσσα που γνωρίζω βρίσκεται εκεί μέσα. Είναι μια γυναίκα μετρίου αναστήματος με κοντά, μαύρα μαλλιά, και είναι καλή στο δόρυ.»
«Πάμε,» είπε ο Νόρβορ στους συντρόφους του, και προχώρησε, τραβώντας το ξίφος του από το θηκάρι. Ο Άνγκεδβαρ, η Ηλφίρα, και ο Χάφναρ τον ακολούθησαν· οι δύο πρώτοι ξεσπαθώνοντας επίσης.
Πέρασαν ανάμεσα από τις σκηνές, ζυγώνοντας εκείνη που τους είχε δείξει ο στρατιώτης. Κανένας από τους φρουρούς δεν επιχείρησε να τους σταματήσει.
«Κάτω!» φώναξε, απρόσμενα, ο Άνγκεδβαρ.
Ο Νόρβορ δεν περίμενε ν’ακούσει το γιατί· μονάχα ένας λόγος μπορεί να υπήρχε για την προειδοποιητική κραυγή του ξαδέλφου του: κάποιος τους σημάδευε. Έτσι, δίχως να χάσει χρόνο, έπεσε στο έδαφος, που ήταν καθαρισμένο από το χιόνι.
Ένα βέλος σφύριξε πάνω απ’το κεφάλι του.
Έριξε ένα γρήγορο βλέμμα πίσω του και είδε πως κι οι άλλοι είχαν πέσει μπρούμυτα. Ύστερα, ανασηκώθηκε στο ένα γόνατο, κοιτάζοντας προς τη μεριά απ’όπου είχε έρθει το βέλος, και είδε έξι βαλλιστροφόρους να προσπαθούν να οπλίσουν ξανά τις βαλλίστρες τους.
«Προδότες!» γρύλισε ο Πρίγκιπας, καθώς ορθωνόταν.
«Μείνε πίσω!» του φώναξε ο Χάφναρ. Άρπαξε τη δράκαινά του από τα κέρατα και έστρεψε το κεφάλι της προς τους βαλλιστροφόρους. Η Σρ’άερ άνοιξε τα σαγόνια της κι εξαπέλυσε φωτιά. Εκείνοι έτρεξαν, για ν’αποφύγουν τις φλόγες, πετώντας τα τηλέμαχά τους όπλα. Ορισμένων τα ρούχα πυρπολήθηκαν, και άρχισαν να ουρλιάζουν. Μια σκηνή έπιασε φωτιά.
Ο στρατιώτης που είχε οδηγήσει εδώ τον Πρίγκιπα και τους άλλους τράβηξε το μαχαίρι του κι έκανε να καρφώσει τον Χάφναρ πισώπλατα, χιμώντας καταπάνω του. Η Ηλφίρα τον είδε και τον πρόλαβε· το ξίφος της του διαπέρασε τα πλευρά.
Πολεμιστές βγήκαν από τη φλεγόμενη σκηνή, καθώς επίσης και από άλλες. Δεν έμοιαζαν όλοι έτοιμοι για μάχη· ήταν ελαφριά ντυμένοι, και οι περισσότεροι δε βαστούσαν καν όπλα. Ωστόσο, ορισμένοι φαινόταν καθαρά πως είχαν προετοιμαστεί και περίμεναν τον ερχομό του Πρίγκιπα.
«Παραδώστε μου την Ιέρεια Ετρέσσα, και κανείς σας δε θα πάθει κακό!» φώναξε ο Νόρβορ. «Είμαι ο Νόρβορ, Πρίγκιπας του Βασιλείου, και σας το υπόσχομαι!»
«Σκοτώστε τον! Ο Πολέμαρχος θα σας ανταμείψει!»
Ο Νόρβορ στράφηκε, για να δει μια ψηλή γυναίκα με μακριά, πορφυρά μαλλιά. Φορούσε φολιδωτή πανοπλία, και στο δεξί της χέρι βαστούσε δόρυ.
Η ιέρεια! Ο πολεμιστής μάς είπε ψέματα για την εμφάνισή της!
Οι προετοιμασμένοι μαχητές χίμησαν καταπάνω στον Νόρβορ και τους συντρόφους του. Οι άλλοι άρχισαν ν’αρπάζουν όπλα.
Η Σρ’άερ έφτυσε δρακοφωτιά. Άντρες και γυναίκες τυλίχτηκαν στις φλόγες, καθώς επίσης και σκηνές. Ο Νόρβορ ήταν βέβαιος πως τώρα θα έβλεπαν το σαματά ακόμα κι ως την πιο απόμακρη μεριά του στρατοπέδου.
Ωραία τα καταφέραμε! Αυτό εννοούσε ο Φανλαγκόθ, όταν έλεγε ότι ήθελε τα πράγματα να γίνουν «διακριτικά»;
Απέκρουσε ένα ξίφος κι έσπρωξε τον επιτιθέμενο προς τα πίσω. Σπάθισε εναντίον ενός άλλου, πετυχαίνοντάς τον στον μηρό και σωριάζοντάς τον. «Ανόητοι!» φώναξε. «Σταματήστε! Δε θα φύγετε απο δώ ζωντανοί!»
Η Σρ’άερ εξαπέλυσε φλόγες, σαν να ήθελε να τονίσει το επιχείρημα του Πρίγκιπα. Τώρα, τα πάντα που ήταν εύφλεκτα γύρω από τον Νόρβορ και τους συντρόφους του είχαν αρπάξει φωτιά.
Ο Άνγκεδβαρ ακούμπησε την πλάτη του επάνω στην πλάτη του Πρίγκιπα, για ν’αντιμετωπίσουν τους τελευταίους ακόλουθους του Άνκαραζ που μάχονταν εναντίον τους. Η Ηλφίρα φύλαγε τα νώτα του Χάφναρ, χτυπώντας όποιον ζύγωνε.
Στρατιώτες από άλλα σημεία του στρατοπέδου της Στρατηγού Λανκάμα άρχισαν να έρχονται, ορισμένοι βαστώντας ασπίδες και όπλα, ορισμένοι κουβαλώντας κουβάδες με νερό.
Η Ιέρεια Ετρέσσα ύψωσε το δόρυ της πάνω απ’τον ώμο και το εκτόξευσε. Ο Νόρβορ το είδε την τελευταία στιγμή να έρχεται καταπάνω του, και έσκυψε, αποφεύγοντάς το κι αφήνοντάς το να καρφωθεί στο έδαφος.
Ένας πέλεκυς κατέβηκε να του πάρει το κεφάλι, αλλά ο Άνγκεδβαρ τον απέκρουσε και αφόπλισε τον χειριστή του. Ύστερα, με μια γρήγορη σπαθιά, του έσχισε το λαιμό.
«Ευχαριστώ, ξάδελφε,» είπε ο Νόρβορ, λαχανιασμένος. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα εκεί όπου θυμόταν πως στεκόταν η Ετρέσσα, και την είδε να τους έχει γυρίσει τα νώτα και να τρέχει.
Την κυνήγησε, πηδώντας πάνω από ένα καιγόμενο κουφάρι.
«Στάσου, Νόρβορ!» φώναξε ο Άνγκεδβαρ, και τον ακολούθησε.
Η ιέρεια πέρασε ανάμεσα από δύο φλεγόμενες σκηνές. Ο Πρίγκιπας βρισκόταν στο κατόπι της, νιώθοντας το αίμα να σφυροκοπεί τα μηλίγγια του και βήχοντας από τον καπνό που του έκαιγε τα πνευμόνια. Την είδε να στρίβει δεξιά, να τρέχει καταμήκος της πίσω μεριάς της σκηνής, και να στρίβει πάλι δεξιά. Τι στον Σάλ’γκρεμ’ρωθ κάνει; αναρωτήθηκε ο Νόρβορ. Μετά, όμως, κατάλαβε. Η Ετρέσσα πήγαινε προς τους στάβλους της κατασκήνωσης των Γκρίζων Κοράκων· και έκανε τον κύκλο για ν’αποφύγει τις φλόγες και για να χαθεί απ’τα μάτια των υπολοίπων.
Δε θα ξεφύγει έτσι εύκολα!
*
«Δράκαρχε! –ένας τοξότης!»
Η Ηλφίρα έτρεξε καταπάνω στον άντρα με το τεντωμένο τόξο, υψώνοντας το σπαθί της με τα δύο χέρια και κραυγάζοντας. Ο εχθρός σημάδευε τον Άρχοντα Χάφναρ, έτσι η πολεμίστρια πίστευε ότι ίσως να μην προλάβαινε να στρέψει το όπλο του προς εκείνη και να της ρίξει.
Έκανε λάθος.
Ο τοξότης, μόλις την είδε να έρχεται, πανικοβλήθηκε. Γύρισε το τόξο του κι άφησε τη χορδή. Το βέλος βρήκε την Ηλφίρα στον δεξή ώμο, και τη χτύπησε σα σφυρί. Έχασε την ισορροπία της και έπεσε. Το ξίφος έφυγε απ’τα χέρια της.
Ο τοξότης έκανε να τραβήξει κι άλλο βέλος απ’τη φαρέτρα του· μα ο Χάφναρ τώρα τον είχε δει. Η Σρ’άερ εξαπέλυσε φλόγες καταπάνω στον άντρα, ο οποίος έγινε παρανάλωμα πυρός και έπεσε πάνω σε μια σκηνή, ουρλιάζοντας και πυρπολώντας την.
Ο δράκαρχος ζύγωσε την πεσμένη πολεμίστρια και γονάτισε στο ένα γόνατο, πλάι της.
«Θα ζήσω,» του είπε εκείνη, μέσα από σφιγμένα δόντια. Η αριστερή της γροθιά ήταν πιασμένη πάνω στο βέλος που προεξείχε απ’τον δεξή της ώμο. «Βλέπε τι γίνεται γύρω σου.»
«Μην κάνεις καμια βλακεία και το τραβήξεις έξω,» της είπε ο Χάφναρ. «Θα καλέσουμε θεραπευτή.» Σηκώθηκε.
Πού είναι ο Νόρβορ κι ο Άνγκεδβαρ; Έψαξε με τη ματιά του, μα δεν τους βρήκε. Τα πάντα τριγύρω φλέγονταν, και η τελευταία φορά που τους είχε δει ήταν όταν ο Πρίγκιπας έτρεχε, πηδώντας πάνω απ’τις φωτιές, και ο γιος της Φερνάλβιν τον ακολουθούσε, ζητώντας του να περιμένει.
«Νόρβορ! Άνγκεδβαρ! Με ακούτε;» φώναξε ο Χάφναρ.
Καμία απάντηση δεν έλαβε.
Στρατιώτες είχαν αρχίσει να ρίχνουν νερό στις φλόγες, ενώ άλλοι έτρεχαν απο δώ κι απο κεί. Μερικοί είχαν εμπλακεί σε μάχη· όχι πολλοί, όμως: ο Χάφναρ μπορούσε να δει τρεις συμπλοκές των τριών-τεσσάρων ατόμων. Ένα μέρος των υπηρετών του Άνκαραζ είχαν επιτεθεί τυφλά σε όσους ζύγωσαν. Οι υπόλοιποι, όμως, πού πήγαν; Όσοι δεν είχαν πυρποληθεί από τη δρακοφωτιά της Σρ’άερ, δηλαδή. Και πόσες ακόμα τέτοιες μισθοφορικές ομάδες υπάρχουν μέσα στο στρατό μας; Αν είχε καταλάβει καλά, ο Φανλαγκόθ είχε πει στον Νόρβορ πως η Ιέρεια Ετρέσσα προσπαθούσε να προσηλυτίσει κι άλλους. Τα Γκρίζα Κοράκια, μάλλον, ήταν η μισθοφορική ομάδα στην οποία ανήκε η ίδια, όχι όλοι όσοι είχε με το μέρος της. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή ζημιά μόνο με τους λίγους μαχητές που βρίσκονταν εδώ. Ο Χάφναρ δεν τους έκανε πάνω από εκατό, σε καμία περίπτωση.
Ένας διοικητής τον ζύγωσε. «Δράκαρχε! Τι συμβαίνει; Πώς – πώς άρχισε;»
«Ο Πρίγκιπας Νόρβορ έμαθε ότι αυτοί οι μισθοφόροι υπηρετούσαν τον Άνκαραζ. Θα έπρεπε να ελέγχετε καλύτερα τους μαχητές που προσλαμβάνετε, διοικητή!»
Η όψη του άντρα χλόμιασε· όλοι φοβόνταν τους δράκαρχους. «Δεν ήτανε στο χέρι μας!» αποκρίθηκε. «Και καλύτερα να μιλήσετε με τη Στρατηγό –εγώ δεν είχα καμία ιδέα…!»
«Πού είναι ο Πρίγκιπας; Τον είδες;»
«Όχι. Φορούσε κάτι διακριτικό; Δεν ξέρω καν πώς είναι στην εμφάνιση, Άρχοντά μου–»
Η Σρ’άερ γρύλισε, και ο διοικητής την κοίταξε τρομαγμένος.
*
Η Ετρέσσα άνοιξε το στάβλο και μπήκε· ο στρατιώτης που τον φρουρούσε, προφανώς, είχε φύγει, για να πάει εκεί όπου είχαν ανάψει οι φωτιές. Η ιέρεια άρπαξε μία από τις κρεμασμένες σέλες και την έριξε στη ράχη ενός αλόγου το οποίο φαινόταν να αναγνωρίζει το άγγιγμά της.
Ο Νόρβορ έτρεξε πιο γρήγορα. Θα την προλάβαινε· αποκλείεται να σέλωνε το ζώο προτού την έφτανε!
Η Ετρέσσα τον είδε να έρχεται και, μάλλον, είχε την ίδια σκέψη μ’εκείνον, γιατί τράβηξε το σπαθί της κι έβγαλε τη σέλα από το άλογο, ρίχνοντάς τη στο έδαφος.
Ο Νόρβορ πέρασε από την ανοιχτή είσοδο του στάβλου και ύψωσε το ξίφος του, για να επιτεθεί. Η γυναίκα απέκρουσε το χτύπημά του, με τη λεπίδα της, και του έβαλε τρικλοποδιά, σπρώχνοντάς τον και σωριάζοντάς τον ανάμεσα στα άλογα που είχαν πανικοβληθεί.
Ο Νόρβορ άκουσε δυνατά χλιμιντρίσματα και είδε οπλές να υψώνονται από πάνω του. Τρομαγμένος, κύλησε στο πλάι, για να μην του τσακίσει καμια κλοτσιά το κρανίο. Το σπαθί του το άφησε πίσω, μέσα στην ταραχή του. Έκανε να σηκωθεί, αλλά ένα μποτοφορεμένο πόδι τον κλότσησε στα πλευρά και, μετά, στο πρόσωπο, γεμίζοντας το στόμα του με αίμα. Ο Νόρβορ έβηξε, φτύνοντας δύο πλαϊνά δόντια.
Ο Άνγκεδβαρ, που είχε δει τον ξάδελφό του να πέφτει και την ιέρεια να βρίσκεται από πάνω του, όρμησε μέσα στο στάβλο και στάθηκε εμπρός της, βαστώντας το ξίφος του δίλαβα και έτοιμος να προστατέψει τον Πρίγκιπα από το τελειωτικό χτύπημα το οποίο ετοιμαζόταν να του δώσει η ακόλουθος του Άνκαραζ. Δεν της χίμησε αμέσως, γιατί δεν ήθελε να σωριαστεί, όπως ο Νόρβορ· η ιέρεια δεν ήταν ένας εχθρός που μπορούσε κανείς να εξουδετερώσει βιαστικά: ήταν σχεδόν τόσο καλή στον πόλεμο όσο και η μητέρα του.
Τα μάτια της στένεψαν, ατενίζοντάς τον και λαμπυρίζοντας σαν σμαραγδένια φεγγάρια, καθώς ξεχώριζαν μέσα από τα πορφυρά μαλλιά που έπεφταν στο μέτωπό της. Τα χείλη της στράβωσαν, μειδιώντας ψυχρά.
«Τι στέκεσαι εκεί, αγοράκι;» είπε η Ετρέσσα. «Θαρρείς ότι θα σου παρουσιαστεί ευκαιρία να με κατακόψεις;» Γέλασε. «Όταν εσύ ακόμα βύζαινες, εγώ σκότωνα ανθρώπους στη χώρα που τώρα λέτε Φεν εν Ρωθ!» Διέγραψε ένα ημικύκλιο με ξίφος της.
Ο Άνγκεδβαρ απέκρουσε πισωπατώντας. Τα άλογα χρεμέτιζαν.
Ο Νόρβορ πήγε να σηκωθεί· η Ετρέσσα τον κλότσησε στην κοιλιά, διπλώνοντάς τον. Στράφηκε στο άλογό της και, με μια γοργή κίνηση, το καβάλησε· τα μακριά, πορφυρά της μαλλιά γυάλισαν στο φεγγαρόφωτο.
Θα ιππεύσει χωρίς σέλα! εξεπλάγη ο Άνγκεδβαρ.
Ο ίππος της ιέρειας χλιμίντρισε δυνατά, καθώς σηκωνόταν στα πίσω του πόδια και τα μπροστινά του κλοτσούσαν τον αέρα. Η Ετρέσσα κρατήθηκε από τη χαίτη, με το αριστερό χέρι.
Ο Άνγκεδβαρ έφυγε, τάχιστα, από τη μέση, για να μην ποδοπατηθεί, ενώ, συγχρόνως, ανησυχούσε για τον Νόρβορ· ήξερε, όμως, ότι, δυστυχώς, δεν είχε χρόνο να τον απομακρύνει κι εκείνον. Βάνραλ, βοήθησέ τον! προσευχήθηκε.
Το άλογο της Ετρέσσα τινάχτηκε, βγαίνοντας από τον στάβλο. Ο Άνγκεδβαρ δεν μπόρεσε να δει αν οι οπλές του χτύπησαν τον Πρίγκιπα ή όχι· κι ετούτη τη στιγμή, πραγματικά, δεν είχε σημασία. Τουλάχιστον, ας έριχνε αυτή τη σκύλα απ’τη ράχη του ζώου!
Κρατώντας το ξίφος του με τα δύο χέρια, σπάθισε καταπάνω της.
Και είδε ατσάλι ν’αστράφτει στην αστροφεγγιά.
Μάλλον, δεν ήταν ο μόνος που είχε την ιδέα να σπαθίσει.
Αισθάνθηκε το λεπίδι του να πετυχαίνει, χτυπώντας τη φολιδωτή αρματωσιά της ιέρειας· και, ταυτόχρονα, ένιωσε τον αέρα του ξίφους της, καθώς περνούσε εκατοστά πάνω απ’το κεφάλι του.
Παραπάτησε κι έπεσε, λαχανιασμένος.
Δεν είχε τραυματιστεί. Ήταν τυχερός· είχε χτυπήσει την πολεμίστρια προτού τον πετύχει. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα κει όπου ακουγόταν ο καλπασμός του αλόγου της, για να δει αν είχε εκείνος τραυματίσει την Ετρέσσα. Όμως η ιέρεια δε φαινόταν να έχει δυσκολία στην ιππασία· και, σίγουρα, αν είχε πληγωθεί, δε θα μπορούσε να κρατιέται επάνω σ’ένα ασέλωτο άλογο. Η σπαθιά του δεν πρέπει να είχε, τελικά, διαπεράσει την αρματωσιά της.
Ο Άνγκεδβαρ ορθώθηκε και ζύγωσε την είσοδο του στάβλου, για να κοιτάξει μέσα. Ο Νόρβορ δε βρισκόταν στη θέση όπου ήταν πριν, αλλά λίγο παραδίπλα. Ζωντανός.
Τον πλησίασε και τον βοήθησε να σηκωθεί, ενώ εκείνος μούγκριζε. «Νόμιζα ότι θα σ’έβρισκα ποδοπατημένο,» του είπε.
«Κύλησα στο πλάι,» αποκρίθηκε ο Πρίγκιπας, παραπατώντας. «Τη σκότωσες;»
«Όχι· έφυγε.»
Ο Νόρβορ μούγκρισε μια σειρά από κατάρες μέσα απ’τα δόντια του. Ο Άνγκεδβαρ δεν κατάλαβε ούτε τις μισές.
Τι ακριβώς νομίζατε ότι πήγατε να κάνετε εκεί πέρα;» απαίτησε ο Βασιληάς Άργκελ, με τα χέρια του σταυρωμένα πίσω απ’την πλάτη και βαδίζοντας πέρα-δώθε.
Στη σκηνή του, εκτός απ’τον ίδιο, τον Νόρβορ, τον Άνγκεδβαρ, και τον Χάφναρ, βρίσκονταν και η Φερνάλβιν, ο Ζάρναβ, και η Ρικέλθη, τους οποίους ο μονάρχης είχε καλέσει επειγόντως μέσα στη νύχτα. Η Κεντροφύλακας καθόταν σε μια ξύλινη πολυθρόνα, έχοντας τα μποτοφορεμένα πόδια της σταυρωμένα στον αστράγαλο και τους πήχεις σταυρωμένους μπροστά της, αγριοκοιτάζοντας το γιο της και τους υπόλοιπους που είχαν προκαλέσει όλη ετούτη την αναστάτωση –και είχαν βάλει τη ζωή τους σε κίνδυνο!– χωρίς να την ειδοποιήσουν. Ο Ζάρναβ καθόταν πλάι της, σε μια δεύτερη ξύλινη πολυθρόνα, έχοντας το σαγόνι του ακουμπισμένο στη γροθιά του και κοιτάζοντας τον Άνγκεδβαρ και τους άλλους με μια έκφραση απορίας, αποδοκιμασίας, και ανησυχίας να ζωγραφίζεται στο πρόσωπό του. Η Αρχόντισσα Ρικέλθη ήταν μισοξαπλωμένη επάνω σ’έναν καναπέ, γεμάτο με μαξιλάρια, βαστώντας στο δεξί χέρι ένα αργυρό ποτήρι με νερό. Τα μάτια της ήταν στενεμένα, και έμοιαζε να προσπαθεί να καταλάβει τι συνέβαινε πραγματικά, σαν κάτι να ήταν κρυμμένο ή, τουλάχιστον, συγκαλυμμένο.
«Πατέρα, ο Φανλαγκόθ επικοινώνησε μαζί μου,» είπε ο Νόρβορ, που ήταν καθισμένος σ’έναν πρόχειρο καναπέ, αντίκρυ της Αρχόντισσας Ρικέλθης, μαζί με τον Άνγκεδβαρ, τον Χάφναρ, και τη Σρ’άερ, η οποία, φυσικά, ουδέποτε εγκατέλειπε τον κύριό της, και, επί του παρόντος, ήταν κουλουριασμένη στα πόδια του. Το σώμα του Πρίγκιπα ακόμα πονούσε από τα χτυπήματα της Ιέρειας Ετρέσσα, αλλά ο θεραπευτής που τον είχε κοιτάξει είχε πει ότι δεν επρόκειτο για τίποτα το σοβαρό.
«Ο Φανλαγκόθ!» έκανε ο Άργκελ, σταματώντας απότομα να βαδίζει και καρφώνοντας με το βλέμμα τον γιο του.
Αλλά η αναφορά του Ράζλερ δεν είχε αιφνιδιάσει μόνο εκείνον. Ο Ζάρναβ σήκωσε το σαγόνι από τη γροθιά του και τα χέρια του έσφιξαν τους ξύλινους βραχίονες της πολυθρόνας όπου καθόταν. Τα μάτια της Φερνάλβιν γούρλωσαν, στιγμιαία, και τα τεντωμένα πόδια της μαζεύτηκαν προς τα πίσω, ενώ τα μάτια της Ρικέλθης στένεψαν ακόμα περισσότερο και το χέρι της που κρατούσε το αργυρό ποτήρι έμεινε αφύσικα ακίνητο.
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Νόρβορ, «ο Φανλαγκόθ. Μου μίλησε και μου ζήτησε να βρω μια ιέρεια του Άνκαραζ, ονόματι Ετρέσσα, η οποία κρυβόταν μέσα στο στρατόπεδο της Στρατηγού Λανκάμα.»
«Και γιατί δεν ήρθες αμέσως σε μένα;» απόρησε ο Άργκελ.
«Ο Φανλαγκόθ μού ζήτησε να μη σου αναφέρω τίποτα, αλλά δε μου εξήγησε τους λόγους του. Είπε μονάχα πως βλέπει το μέλλον και ξέρει.»
«Αυτό μου φαίνεται πολύ περίεργο,» δήλωσε ο Ζάρναβ. «Ύποπτο, ίσως. Πού θα ήταν το κακό αν είχατε ειδοποιήσει τον αδελφό μου;»
Ο Νόρβορ απλά ανασήκωσε τους ώμους.
«Το πολύ-πολύ τα πάντα να είχαν γίνει ευκολότερα,» είπε ο Ζάρναβ, «και να είχατε κινδυνέψει λιγότερο.»
«Ο Φανλαγκόθ είπε πως υπήρχε περίπτωση να προκληθεί αναστάτωση και να μας επιτεθούν οι ακόλουθοι του Άνκαραζ μαζικά,» εξήγησε ο Νόρβορ. «Γιατί με προειδοποίησε ότι η Ιέρεια Ετρέσσα είχε επηρεάσει κι άλλους μέσα στο στρατόπεδο της Στρατηγού Λανκάμα, και σκόπευε να τους βάλει να μας επιτεθούν εκ των έσω, όταν η στιγμή θα ήταν κατάλληλη –όταν θα πολεμούσαμε εναντίον του Μόρντεναρ, κατά πάσα πιθανότητα.»
«Με θεωρεί ο Φανλαγκόθ τόσο ανόητο, ώστε να μην μπορώ να βρω και να ξεπαστρέψω έναν εχθρικό κατάσκοπο μέσα στο ίδιο μου το στράτευμα;» μούγκρισε ο Άργκελ.
«Είπε ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος,» βιάστηκε ν’αποκριθεί ο Νόρβορ. «Δηλαδή, δεν είναι ότι δε σε θεωρούσε ικανό, πατέρα… ήταν και κάτι άλλο–»
«Τι;»
«Δε μου το εξήγησε, όπως σου είπα. Νομίζω ότι δεν ήθελε να μου το εξηγήσει.»
«Είναι ύποπτο,» επέμεινε ο Ζάρναβ. «Εγώ εξαρχής δεν τον εμπιστευόμουν αυτόν τον Ράζλερ.» Έριξε ένα βλέμμα γεμάτο νόημα στον αδελφό του.
Ο Άργκελ τον αγνόησε και κάθισε πίσω από το γραφείο του, σκεπτικός.
Έχει ανησυχήσει πολύ, παρατήρησε η Αρχόντισσα Ρικέλθη, αλλά το καλύπτει καλά· όσο καλύτερα μπορεί. Ήπιε λίγο νερό από την κούπα της, αφουγκραζόμενη τη φορτισμένη σιγή που είχε πέσει στο εσωτερικό της βασιλικής σκηνής.
«Τι λόγο να είχε, όμως, Πρίγκιπά μου;» ρώτησε τον Ζάρναβ.
Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του επάνω της, όπως επίσης και η Φερνάλβιν, η οποία δεν έμοιαζε να την κοιτάζει καθόλου φιλικά –σα να συλλογιόταν ότι εκείνη, η Ρικέλθη, μπορεί να έκανε κακόβουλα ετούτη την ερώτηση!
«Τι εννοείς;» είπε ο Ζάρναβ.
«Εννοώ, γιατί να θέλει να στείλει τον Άνγκεδβαρ, τον Χάφναρ, και τον Νόρβορ μόνους εκεί πέρα; Για να τους σκοτώσει; Δεν είναι λογικό. Υποτίθεται ότι είναι εχθρός του Άνκαραζ. Δε θέλει ο Πολέμαρχος να νικήσει ετούτο τον πόλεμο.»
Ο Άργκελ έγνεψε καταφατικά προς το μέρος της. «Αυτό, Αρχόντισσα Ρικέλθη, σκεφτόμουν κι εγώ.»
«Άργκελ,» είπε ο Ζάρναβ, στρέφοντας τώρα το βλέμμα του στον αδελφό του, «μη μου πεις ότι πιστεύεις πως ο Φανλαγκόθ είχε δίκιο! Γιατί να μην ειδοποιήσει εσένα;»
«Το γεγονός με έχει προβληματίσει…»
«Σε έχει προβληματίσει!» έκανε ο Ζάρναβ. «Είναι προφανές ότι είχε κάτι κακό στο νου του! Και γιατί δεν εμφανίζεται τώρα να μας μιλήσει, μπορείς να μου πεις;»
Ο Άργκελ δεν απάντησε, μοιάζοντας να μη δίνει και τόση σημασία στον αδελφό του, ο οποίος έβγαλε έναν ήχο ανάμεσα σε αναστεναγμό και γρύλισμα μέσ’από τα δόντια του.
Η Ρικέλθη απευθύνθηκε στον Πρίγκιπα Νόρβορ. «Τη βρήκατε αυτή την ιέρεια;»
«Ναι, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» αποκρίθηκε εκείνος. «Αλλά διέφυγε, δυστυχώς.» Έτριψε το σαγόνι του, το οποίο ήταν μελανιασμένο από την κλοτσιά της Ετρέσσα. Έπρεπε να είχα προσπαθήσει περισσότερο! σκέφτηκε. Ωραίος άρχοντας είμαι, μην μπορώντας να προστατέψω το στρατό μου από τέτοιου είδους καθάρματα!… Αντιλαμβανόταν πως, αν δεν είχε ορμήσει βιαστικά, η ιέρεια δε θα τον είχε σωριάσει τόσο εύκολα, και, ερχόμενος κι ο Άνγκεδβαρ, θα της επιτίθονταν συγχρονισμένα και θα τη νικούσαν.
«Πες μας πιο αναλυτικά τι έγινε,» τον παρότρυνε η Φερνάλβιν. «Σας περίμεναν; Σας είχαν στήσει παγίδα;»
Ο Άνγκεδβαρ μίλησε, αντί για τον Νόρβορ, ο οποίος φαινόταν, έτσι κι αλλιώς, εξουθενωμένος και καταπονημένος. «Ρωτούσαμε στην ανατολική μεριά του στρατοπέδου μήπως κάποιος είχε ακούσει για μια πολεμίστρια με το όνομα Ετρέσσα. Είναι λιγάκι σπάνιο όνομα, μητέρα, και πιστεύαμε ότι θα τη βρίσκαμε εύκολα. Εκείνο που δεν σκεφτήκαμε –και, τώρα που το συλλογιέμαι, επρόκειτο για μεγάλη μας ανοησία– ήταν ότι κάποιος κατάσκοπός της θα της σφύριζε πως ερχόμασταν. Και έτσι έγινε. Η παγίδα ετοιμάστηκε και ένας στρατιώτης της ιέρειας μάς παρέσυρε εκεί. Μας είπε ότι ήξερε την Ετρέσσα και μας παρότρυνε να τον ακολουθήσουμε· οπότε, μας πήγε στη βόρειο-ανατολικότερη άκρη του στρατοπέδου, όπου ήταν κατασκηνωμένοι οι Γκρίζοι Κόρακες και το μέρος είναι σχετικά ερημικό.»
«Υπολόγιζαν ότι θα μας σκότωναν με μία βολή,» είπε ο Νόρβορ, «αλλά ο Άνγκεδβαρ είδε τους βαλλιστροφόρους και μας ειδοποίησε εγκαίρως. Αν δεν ήταν εκείνος, θα ήμασταν νεκροί.»
Η Φερνάλβιν αισθάνθηκε περήφανη για το γιο της, γι’ακόμα μια φορά, και ένα χαμόγελο τής ξέφυγε. «Και μετά;» ρώτησε.
«Μετά, μας επιτέθηκαν ορισμένοι μαχητές που ήταν προετοιμασμένοι για μας,» αποκρίθηκε ο Άνγκεδβαρ. «Αλλά, συγχρόνως, ο Χάφναρ είχε βάλει τη Σρ’άερ να εξαπολύσει φλόγες, και οι σκηνές των Γκρίζων Κοράκων καίγονταν. Οπότε, ένας γενικότερος πανικός άρχισε. Η Ιέρεια Ετρέσσα εξαπέλυσε ένα δόρυ κατά του Νόρβορ, το οποίο αστόχησε, και, κατόπιν, ο Νόρβορ κι εγώ την κυνηγήσαμε. Αλλά εκείνη καβάλησε ένα άλογο –ασέλωτο, μητέρα!– και ξέφυγε.»
Έχω κι εγώ ιππεύσει άλογο ασέλωτο στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ, σκέφτηκε η Φερνάλβιν· αρκετές φορές, όταν δεν προλάβαινα να του φορέσω τη σέλα. Χίλιες κατάρες επάνω σου, Άνκαραζ! μη μας επιστρέφεις πάλι σ’αυτή την τρισάθλια εποχή! Αλλά ένιωσε άσχημα, αμέσως μετά από τούτο το συλλογισμό. Ο Πολέμαρχος την είχε σώσει από βέβαιο θάνατο, πρόσφατα· δεν ήταν αχαριστία να καταριέται, έτσι εύκολα, το όνομά του;
«Ακόμα αδυνατώ να καταλάβω γιατί ο Φανλαγκόθ σάς ζήτησε να πάτε μόνοι σας, χωρίς να έχετε ειδοποιήσει το Βασιληά,» είπε ο Ζάρναβ.
«Μάλλον, πρέπει να τον ρωτήσουμε, την επόμενη φορά που θα επικοινωνήσει μαζί μας,» πρότεινε η Ρικέλθη.
«Την επόμενη φορά που θα επικοινωνήσει μαζί μας, πάλι για κακό θα είναι!»
«Νομίζεις, δηλαδή, ότι τώρα ήταν για κακό; Αν η Ιέρεια Ετρέσσα έμενε μέσα στο στρατό μας, αυτό θα ήταν το κακό. Φαντάζεσαι τι ζημιά μπορούσε να προκαλέσει;»
«Ο γιος σου παραλίγο να σκοτωθεί, Ρικέλθη!» αντιγύρισε ο Ζάρναβ.
Η Ρικέλθη πήρε καθιστή θέση στον καναπέ. «Τολμάς να υπονοείς ότι δε μ’ενδιαφέρει για τη ζωή του Χάφναρ;»
«Μ’αυτά που μας λες, τι άλλο να υποθέσω;»
«Δεν καταλαβαίνεις τι λέω! Εκείνο που είπα ήταν ότι πιστεύω πως ο Φανλαγκόθ θα είχε κάποιο λόγο που έκανε ό,τι έκανε. Δε νομίζω ότι επικοινώνησε με τον Πρίγκιπα Νόρβορ για το κακό του.»
«Και ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο λόγος;» ρώτησε ο Ζάρναβ, απλώνοντας τα χέρια. «Βλέπεις κάτι που οι υπόλοιποι δεν το βλέπουμε;»
«Όχι,» παραδέχτηκε η Ρικέλθη, και ήπιε μια γουλιά νερό, γιατί αισθανόταν το λαιμό της ξερό από τη συζήτηση. «Αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα.»
«Τι δε σημαί–;»
Ο Άργκελ διέκοψε τον αδελφό του: «Ο κύριος Έζβαρ ίσως να μπορούσε να μας διαφωτίσει επάνω στο ζήτημα.»
«Δυστυχώς, Βασιληά μου, δεν μπορώ να προσφέρω κάποια εξήγηση,» δήλωσε ο ερημίτης του Δρακοδάσους, όταν ήρθε στη βασιλική σκηνή και οι υπόλοιποι τού είχαν πει τι ακριβώς συνέβη. «Ο Φανλαγκόθ βλέπει το μέλλον, και κάθε πιθανό μέλλον. Νομίζω πως είναι ανώφελο να προσπαθούμε να κατανοήσουμε τους λόγους του, αν δεν παρουσιαστεί ο ίδιος, για να μας τους αναλύσει. Σκέφτεται με πολύ περισσότερα στοιχεία απ’ό,τι εμείς θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε στη διάθεσή μας. Αντιλαμβάνεται το σύμπαν διαφορετικά.»
«Αυτό, πάντως, εμένα δε με καθησυχάζει καθόλου,» είπε ο Ζάρναβ, έχοντας πάλι ακουμπήσει το σαγόνι στη γροθιά του, θυμωμένος και μελαγχολικός.
«Λυπάμαι, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Έζβαρ, ανασηκώνοντας τους ώμους· «δεν έχω κάτι περισσότερο να προσφέρω.»
«Και η προσφορά σας είναι πάντοτε σημαντική, κύριε Έζβαρ,» δήλωσε ο Άργκελ· «σας διαβεβαιώνω.»
Πάντα τα ίδια ο αδελφός μου, σκέφτηκε ο Ζάρναβ: ευγένεια δίχως ουσία. Μόρφασε, όχι όμως πολύ επιδεικτικά.
Ο Βασιληάς απευθύνθηκε στον Νόρβορ, τον Άνγκεδβαρ, και τον Χάφναρ: «Λοιπόν. Από εδώ και στο εξής, δε θα κάνετε τίποτα χωρίς να με έχετε ενημερώσει πρώτα –ό,τι κι αν τύχει να σας πει ο Φανλαγκόθ. Είναι μεν σύμμαχός μας, αλλά εγώ είμαι ο Βασιληάς σας.» Ο Άργκελ έριξε μια ματιά στη Ρικέλθη, τον Έζβαρ, τη Φερνάλβιν, και τον Ζάρναβ. «Κι αυτό ισχύει για όλους. Αν ο Φανλαγκόθ επικοινωνήσει μαζί σας, ελάτε να μου μιλήσετε. Θα είχα βρει τρόπο να αντιμετωπίσουμε τούτη την κατάσταση χωρίς να μπουν τα παιδιά μας σε τέτοιο κίνδυνο. Ή, τουλάχιστον, αν έπρεπε να γίνει έτσι, θα ήθελα πολύ να ξέρω γιατί!»
«Αυτό έλεγα κι εγώ τόση ώρα, αδελφέ,» μουρμούρισε ο Ζάρναβ.
Ύστερα, άπαντες σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και εγκατέλειψαν τη βασιλική σκηνή, καληνυχτίζοντας το μονάρχη τους και υποσχόμενοι πως ασφαλώς και θα υπάκουγαν στις εντολές του. Ο Άργκελ, δε, έριξε ένα έντονο βλέμμα στον Νόρβορ, σαν να ήθελε να του πει πως, αν τον παράκουγε, θα είχε συνέπειες να υποστεί.
Όταν ήταν μόνος, ο Βασιληάς του Νόρβηλ έκανε μια άσκοπη γύρα, χαμένος στις σκέψεις του. Σταμάτησε στο κέντρο της σκηνής και είπε στον αέρα: «Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ! Μίλησέ μου.»
Καμία φωνή δεν αποκρίθηκε μέσα στο μυαλό του.
«Εμφανίσου! αλλιώς, τ’ορκίζομαι, η συμμαχία μας έχει τελειώσει, και θα κάνω τον καταραμένο θρόνο σκόνη ουρανόλιθου.»
Πάλι, καμία απάντηση.
Ο Άργκελ μούγκρισε, οργισμένος. Έβγαλε τα ρούχα που είχε πρόχειρα φορέσει και πήγε στο στρώμα της σκηνής του, για να καθίσει εκεί, βαστώντας μια χρυσοποίκιλτη κούπα κρασί στο ένα χέρι και πίνοντας, αργά. Το φως των κεριών έκανε τα γκρίζα του μαλλιά να γυαλίζουν.
Τον είχε μισοπάρει ο ύπνος, όταν ο Φανλαγκόθ τον επισκέφτηκε.
—Βασιληά Άργκελ, με συγχωρείς που έρχομαι μια τέτοια ώρα, αλλά νομίζω πως θέλεις να μου μιλήσεις—
«Πες μου γιατί!» απαίτησε ο μονάρχης. «Τι σ’έπιασε να βάλεις το γιο μου σε κίνδυνο;»
—Ήταν απαραίτητο για την καταπολέμηση των εχθρών—
«Δε θα επαρκούσε να είχες ειδοποιήσει εμένα;»
—Όχι. Υπήρχαν πιθανότητες αποτυχίας, Βασιληά μου—
«Μη μου λες ψέματα, Ράζλερ!» γρύλισε ο Άργκελ, χάνοντας τον συνηθισμένο του ευγενικό τόνο. «Μπορούσα να είχα ρυθμίσει την κατάσταση πολύ καλύτερα. Εξήγησέ μου γιατί το έκανες: γιατί κορόιδεψες το γιο μου.»
—Δεν τον κορόιδεψα· ήταν απαραίτητο, όπως είπα. Έχε μου εμπιστοσύνη. Και τώρα με συγχωρείς, αλλά πρέπει να πηγαίνω. Είναι και για μένα αργά, και είμαι εξαιρετικά κουρασμένος—
«Κουράσου λίγο περισσότερο και πες μου!» επέμεινε ο Άργκελ. «Δεν εκτιμώ τους συμμάχους που βάζουν σε κίνδυνο τη ζωή των παιδιών μου, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ. Ήδη η κόρη μου βρίσκεται, για δεύτερη φορά, σε κίνδυνο χάρη σε σένα. Γιατί δεν μίλησες μαζί μου για την Ιέρεια Ετρέσσα;»
—Γιατί μπορεί να σκοτωνόσουν, στην προσπάθεια να τη βρεις! Ξέρω τι θα έκανες, Βασιληά Άργκελ: Θα πήγαινες στο στρατόπεδο της Στρατηγού Λανκάμα και θα απαιτούσες να γίνουν αμέσως έρευνες. Οι κατάσκοποι της ιέρειας, όμως, θα σε αντιλαμβάνονταν, και μπορεί να σε δολοφονούσαν. Σου έσωσα τη ζωή!—
Ο Άργκελ στένεψε τα μάτια, αναλογιζόμενος τα λόγια του Φανλαγκόθ. Ήπιε μια γουλιά κρασί, και αποκρίθηκε: «Μου έσωσες τη ζωή επειδή δε με θέλεις νεκρό, ακόμα. Έτσι, αποφάσισες να ρισκάρεις κάποια πιόνια ‘μικρότερης αξίας’.»
—Είσαι έξυπνος, Βασιληά Άργκελ· δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα που μπορεί να σου κρύψει κανείς—
«Να σε πάρει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, Ράζλερ!» γρύλισε ο Άργκελ, καθώς σηκωνόταν όρθιος και, εξοργισμένος, εκτόξευε τη χρυσοποίκιλτη κούπα του στο χαλί της σκηνής. «Αν το ξανακάνεις αυτό στην οικογένειά μου, η συμφωνία μας έληξε! Σ’το λέω και σ’το δηλώνω. Και δε μ’ενδιαφέρουν κανενός είδους συνέπειες. Μ’ακούς;»
Ο Φανλαγκόθ δεν αποκρίθηκε. Πρέπει να είχε φύγει.
Ο Άργκελ κάθισε πάλι στο στρώμα, ξεφυσώντας και κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια του.
«Να σε πάρει ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, καταραμένε…!» ψιθύρισε. «Εγώ έκανα τη συμφωνία μαζί σου, όχι ο Νόρβορ, ούτε κανένας άλλος!»
—Έχεις ήδη παραβεί τη συμφωνία μας, Βασιληά Άργκελ…—
Ο Άργκελ αναπήδησε, και σηκώθηκε ξανά. «Τι θες να πεις;»
—Ακολούθησες το στρατό σου βόρεια, ενώ είχαμε συμφωνήσει ότι θα έμενες κοντά στον Ουρανολίθινο Θρόνο, όσο θα απουσίαζε ο Βάνμιρ—
«Ήταν υποχρέωσή μου να συμπορευτώ με τους μαχητές μου, Φανλαγκόθ,» αποκρίθηκε ο Άργκελ· «γιατί σκοπεύω να νικήσω σ’αυτή τη μάχη, πάση θυσία. Αλλά, μετά –μη σκιάζεσαι καθόλου!–, θα επιστρέψω στη Νουάλβορ και στον Ουρανολίθινο Θρόνο που χρειάζεσαι.»
—Ναι… έτσι απαντάς κάθε φορά. Ακόμα και όταν σου ζητάω να μείνεις πίσω πριν φύγεις από την πρωτεύουσά σου—
«Τι;» συνοφρυώθηκε ο Άργκελ. «Τι λες τώρα; Είσαι τρελός; Ποτέ δε μου μίλησες προτού–»
—Σου μίλησα, Βασιληά Άργκελ, σε μια διαφορετική χρονορροή, που δεν είχε νόημα να ακολουθήσω και να χάσω χρόνο. Όμως να ξέρεις πως πάντα έχω εναλλακτικές λύσεις…—
«Με απειλείς τώρα;»
—Καθόλου. Ίσα-ίσα, θέλω να κυβερνάς εσύ το Νόρβηλ. Η παρουσία σου είναι σταθεροποιητικός παράγοντας. Είσαι καλός σ’αυτό που κάνεις, Μεγαλειότατε—
«Αφού, λοιπόν, χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ, θα πρότεινα να μην ξαναεπιχειρήσεις κάτι τέτοιο με την οικογένειά μου. Και αυτό είναι απειλή, σε πληροφορώ.»
Ο Φανλαγκόθ γέλασε—Έχει καλώς, Βασιληά Άργκελ! Σου υπόσχομαι ότι δε θα ξανασυμβεί—Και αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια απόψε.
Ο Βασιληάς του Νόρβηλ δεν κοιμήθηκε. Όλη την υπόλοιπη νύχτα καθόταν στο στρώμα της σκηνής του και σκεφτόταν.
Και, κυρίως, αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε ποτέ να βασιστεί στην υπόσχεση κάποιου όντος τόσο ακατανόητου όσο ο Φανλαγκόθ.
Ύστερα από τρεις ημέρες, οι μαχητές του στρατού του Άρχοντα Μόρντεναρ δεν είχαν καταφέρει να βρουν ακόμα τον Θάνατο που είχε τοξέψει την Αρχιμηχανικό Μερινέα εκείνο το βράδυ. Όποιος κι αν ήταν –ό,τι κι αν ήταν– είχε εξαφανιστεί, χωρίς ν’αφήσει πίσω του κανένα σημάδι. Οι στρατιώτες είχαν αρχίσει να ψιθυρίζουν αναμεταξύ τους πως επρόκειτο για κάποιο στοιχειό του Δρακοδάσους, ή για έναν ερημίτη των δασών, από εκείνους που ήξεραν κρυφά μονοπάτια και χάνονταν σαν πνεύματα ανάμεσα στους κορμούς, στους θάμνους, και στις φυλλωσιές, ή έμπαιναν σε σπηλιές που οδηγούσαν σε υπόγειες σήραγγες οι οποίες έβγαζαν οπουδήποτε μέσα στο Νόρβηλ και έξω από αυτό.
Ο Μόρντεναρ αποστρεφόταν τούτες τις προκαταλήψεις, γιατί γνώριζε ότι αποτελούσαν δηλητήριο για τα στρατεύματα, το οποίο έτρωγε σαν το σαράκι το σταθερό ηθικό κι έκανε τις ανησυχίες ν’απλώνονται. Έτσι, πρόσταξε τον Σάλκερμιρ να κάνει τελετή και επίκληση στον Πολέμαρχο, για ν’απομακρύνει τα εχθρικά πνεύματα και τα δαιμόνια των δασών. Και ο ιερέας υπάκουσε. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας μετά από το χτύπημα του Θανάτου, συγκέντρωσε τους ιερομαχητές του στο κέντρο του στρατοπέδου και επιτέλεσε μια μακρόσυρτη ιεροτελεστία, καλώντας το Θείο Όνομα του Άνκαραζ και ζητώντας του να συντρέξει τους Αγωνιστές του στον Αιώνιο Αγώνα που εκείνος είχε θέσει ενώπιόν τους, και να εκδιώξει τα κακόβουλα κι επίβουλα φθοροποιά πνεύματα και δυνάμεις που αντιμάχονταν τους Γενναίους. Η τελετή κράτησε μέχρι τα χαράματα, μαζί με ξιφομαχίες και αναμετρήσεις για να ικανοποιήσουν τον Άνκαραζ και να τον φέρουν στο πλευρό των μαχητών του.
Όταν, όμως, οι πρώτες ηλιακές ακτίνες άρχισαν να γλιστρούν ανάμεσα από τις σκηνές του στρατοπέδου, οι στρατιώτες βρήκαν τον Κόρνταζ τον Σαρενθάλιο νεκρό, μ’ένα βέλος καρφωμένο στο λαιμό του.
Ο Θάνατος είχε εισβάλει στον καταυλισμό τους. Οι μαχητές άρχισαν να ψιθυρίζουν έντρομοι ότι επρόκειτο για κάτι που ακόμα κι ο Πολέμαρχος δεν μπορούσε ν’αντιμετωπίσει: έναν δαίμονα που τους δίωκε χωρίς σταματημό.
Ο Μόρντεναρ φρύαξε από τη δολοφονία του Κόρνταζ, ο οποίος ήταν στενός του φίλος και σύντροφος από τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ. «Θα βρω αυτό τον εχθρό! Είτε άνθρωπος είναι είτε δαίμονας, θα του ξεριζώσω το λαιμό με τα ίδια μου τα χέρια!
»Ψάξτε την κατασκήνωση! Όλη! Απ’άκρη σ’άκρη. Και οι φρουροί, στις θέσεις σας!»
Είχε τραβήξει το σπαθί του, και το βλέμμα του πλανιόταν τριγύρω, σαν να προσπαθούσε να εντοπίσει τον Θάνατο με την πρώτη ματιά, σαν να είχε πιστέψει ότι, όντως, θα έβλεπε έναν δαίμονα με κέρατα και οπλές, μαύρο, με μάτια φλεγόμενα και πορφυρά, και ένα τόξο στα χέρια που το βέλος του έσταζε δηλητήριο καίγοντας το χιόνι και τη γη. Εκείνο, όμως, που, στην πραγματικότητα, αντίκριζε ήταν μόνο οι αναστατωμένες και, εδώ κι εκεί, πανικόβλητες όψεις των μαχητών του. Με μάτια γουρλωμένα, κοιτούσαν κι αυτοί γύρω τους, μοιάζοντας να περιμένουν ότι σίγουρα θα ατένιζαν από στιγμή σε στιγμή το δαίμονα με τα φλεγόμενα μάτια και το δηλητηριώδες τόξο.
Η καταραμένη τελετή είχε αντίστροφο αποτέλεσμα! γρύλισε εντός του ο Μόρντεναρ. Δεν έπρεπε ποτέ να είχα προστάξει να γίνει. Ο μπάσταρδος! βρήκε την κατάλληλη στιγμή να εισβάλει στο στρατόπεδό μου και να χτυπήσει. Εντόπισε κάποια τρύπα στη φύλαξη του καταυλισμού μας και την εκμεταλλεύτηκε. Χίλιες κατάρες επάνω του! Δεν είναι δαίμονας, άνθρωπος είναι. Γιατί, αν ήταν πνεύμα, δε θα περίμενε για τέτοια ευκαιρία· θα εισέβαλε έτσι κι αλλιώς. Και ούτε θα χρησιμοποιούσε βέλη. Δύο φόρες τώρα είχε σκοτώσει με βέλος στο λαιμό, και με τέτοια ακρίβεια που σήμαινε ότι ήταν άριστος στην τέχνη του. Ένας άνθρωπος εκπαιδευμένος να σπέρνει το θάνατο όπως ένας άλλος ρίχνει ματιές.
«Ο Θάνατος θα χτυπήσει επιλεκτικά, έτσι είδα,» είχε πει ο Σάλκερμιρ. «Ένας νεκρός άνθρωπος θα γλιστρήσει, μαύρος σα σκιά, ανάμεσά μας και θα μας σκοτώσει έναν-έναν.»
Ο Μόρντεναρ σήκωσε μια ατσάλινη ασπίδα και την κράτησε στο αριστερό χέρι. Θα τον βρω ο ίδιος! Άρχισε να βαδίζει, και το βλέμμα του, για μια στιγμή, συνάντησε το βλέμμα του Σάλκερμιρ. Κανείς τους δε βλεφάρισε.
«Τι είναι, ιερέα;» ρώτησε ο Άρχοντας.
Ο Σάλκερμιρ ζύγωσε, χλομός στην όψη και με μάτια φοβισμένα. «Μην πηγαίνεις,» είπε.
«Δεν είμαι δειλός, να κρύβομαι!» αντιγύρισε ο Μόρντεναρ.
«Δε θα τον βρεις!» τόνισε ο Σάλκερμιρ. «Μείνε εδώ· γιατί, αν πεθάνεις, τότε ολόκληρο το στράτευμα θα καταρρεύσει.»
Η συνοχή του στρατού πάντοτε διατηρείται από τον αρχηγό του· ναι, αυτό είναι αλήθεια. «Άστον, τότε, να έρθει εκείνος σε μένα. Μπροστά μου! Και να μ’αντιμετωπίσει καταπρόσωπο!» γρύλισε.
Ο Σάλκερμιρ δε μίλησε, λες και σκεφτόταν κάτι πολύ σημαντικό, κοιτάζοντας το χιονισμένο έδαφος.
Η Τέριλ η Εκηβόλος ζύγωσε, βαστώντας το τόξο της στο δεξί χέρι και έχοντας τη φαρέτρα της περασμένη στον ώμο. Από τη λεπτή της μέση κρεμόταν ένα λιγνό, μακρύ ξίφος. «Το βέλος που πέτυχε τον Κόρνταζ, Άρχοντά μου,» είπε, «ήταν σαν το προηγούμενο. Μικρής εμβέλειας. Ο δολοφόνος πιθανώς να βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας.»
Ο Μόρντεναρ έγνεψε καταφατικά. «Και πρέπει να τον βρω…»
«Άρχοντά μου,» είπε, έντονα, ο Σάλκερμιρ, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα του. «Μείνε – εδώ.»
«Και πώς προτείνεις να ξεφορτωθούμε αυτό το τέρας, ιερέα;» ρώτησε η Τέριλ, στενεύοντας τα γκρίζα της μάτια.
«Τον νιώθεις κοντά;» ρώτησε ο Μόρντεναρ τον Σάλκερμιρ.
«Τώρα δε νιώθω τίποτα, παρά το θάνατό μας να πλησιάζει,» αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Μόρντεναρ γρύλισε και διέγραψε ένα ανούσιο τόξο στον αέρα, με το ξίφος του. «Ιερέα! έχεις αρχίσει να μ’εκνευρίζεις με τη δειλία σου! Ο φονιάς πρέπει να βρεθεί και να εξοντωθεί. Αν είναι ακόμα μέσα στο στρατόπεδό μας, θα τον στριμώξουμε και θα τελειώνουμε μια για πάντα με δαύτον! Και,» πρόσθεσε, «αν μπορείς να τον βρεις μια ώρα αρχύτερα, τόσο το καλύτερο.»
Ο Σάλκερμιρ πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τον ουρανό, ο οποίος ήταν συννεφιασμένος και το φως της αυγής περνούσε με δυσκολία μέσα από τα γκρίζα σύννεφα. Ύστερα, τράβηξε ένα αντικείμενο από τη ζώνη του, στρέφοντας το βλέμμα ξανά στον Μόρντεναρ. Ήταν το βέλος που είχε σκοτώσει την Αρχιμηχανικό Μερινέα.
«Φέρτε μου και το άλλο,» ζήτησε.
Ο Μόρντεναρ πρόσταξε έναν στρατιώτη να το φέρει· και, όταν ο Σάλκερμιρ το είχε στα χέρια του, γονάτισε στο αριστερό γόνατο και απόθεσε τα δύο βέλη στο έδαφος. Ακούμπησε τις παλάμες του στο λυγισμένο, δεξί του γόνατο και έκλεισε τα μάτια, κατεβάζοντας το κεφάλι.
Η Τέριλ έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Μόρντεναρ, καθώς ο παγερός αγέρας έκανε τα μακριά, ξανθά της μαλλιά ν’ανεμίζουν. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. Δεν ήξερε τι ακριβώς έκανε ο ιερέας… ωστόσο, υποπτευόταν.
Και η υποψία του αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τελείως λάθος.
Τα δύο βέλη κινήθηκαν από μόνα τους, σαν να είχαν δική τους βούληση! Η Τέριλ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, μεταφέροντας, ενστικτωδώς, το τόξο της στο αριστερό χέρι και πιάνοντας τη χορδή με το δεξί. Ο Μόρντεναρ δεν απομακρύνθηκε· τα μάτια του ήταν καρφωμένα στα κινούμενα βλήματα, τα οποία στριφογύριζαν κυκλικά επάνω στο χιονισμένο έδαφος, μη μοιάζοντας πρόθυμα να σταματήσουν πουθενά. Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ έριξε, ύστερα, μια ματιά στον Σάλκερμιρ, και είδε τα φρύδια του ιερέα σμιγμένα και το μέτωπό του σουφρωμένο, ενώ ιδρώτας κυλούσε από τους κροτάφους του.
Τα βέλη εστιάστηκαν προς μία μεριά, τρεμοπαίζοντας. Και σταμάτησαν, δείχνοντας έντονα.
Τα μάτια του ιερέα άνοιξαν. «Προς τα εκεί είναι!» είπε, βραχνά.
Ο Μόρντεναρ στράφηκε, κοιτάζοντας· μα δεν είδε κανέναν, τίποτα το ασυνήθιστο. Η Τέριλ είχε ήδη τραβήξει ένα βέλος από τη φαρέτρα της και το είχε περάσει στο τόξο, τεντώνοντας τη χορδή και σημαδεύοντας.
«Πού, ιερέα;» φώναξε ο Μόρντεναρ.
Ο Σάλκερμιρ πήρε τα βέλη από κάτω και σηκώθηκε αργά, εξαντλημένος. «Ακριβώς, δεν ξέρω…»
Ο Μόρντεναρ έτρεξε προς τη γενικότερη κατεύθυνση όπου είχαν δείξει τα βλήματα. Η Τέριλ τον ακολούθησε.
«Άρχοντά μου, όχι!» φώναξε πίσω τους ο Σάλκερμιρ. «Όχι!» Εκείνος, όμως, τον αγνόησε.
Μια πνιχτή κραυγή πόνου!
Ο Μόρντεναρ έστριψε ανάμεσα σε δυο σκηνές. Σταμάτησε μπροστά σε δύο άντρες και μία γυναίκα, οι οποίοι κείτονταν σκοτωμένοι. Ο ένας ήταν κατώτερος διοικητής, και ένα βέλος ήταν καρφωμένο στο λαιμό του· οι άλλοι δύο πρέπει να ήταν στρατιώτες, και τα δικά τους λαρύγγια είχαν σκιστεί από λεπίδα.
«Πού κρύβεσαι;» γρύλισε ο Μόρντεναρ προς τις σκιές, αφουγκραζόμενος τον παραμικρό ήχο.
…κλικ…
Η ασπίδα του κινήθηκε πάραυτα, κι απέκρουσε το μικρό βέλος.
Η Τέριλ έβαλε προς την κατεύθυνση απ’την οποία είχε έρθει το εχθρικό βλήμα.
Αστόχησε τη σκιά που πετάχτηκε μέσα απ’το σκοτάδι, κραδαίνοντας δύο ξιφίδια και χιμώντας καταπάνω στον Μόρντεναρ.
Άνθρωπος φαίνεται, κανονικός! σκέφτηκε ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ, αποκρούοντας τις λεπίδες με την ασπίδα του και σπαθίζοντας κάθετα, για να τον κόψει στα δύο.
Ο άντρας πετάχτηκε στο πλάι, αποφεύγοντας εύκολα την επίθεση.
Αλλά τι άνθρωπος! Νεκρός μα ζωντανός, είπε ο Σάλκερμιρ. Όμως δε μοιάζει νεκρός στο ελάχιστο!
«Ποιος είσαι;» γρύλισε ο Μόρντεναρ, ενώ η Τέριλ φώναζε: «Εδώ είναι! Εδώ!»
«Ο θάνατός σου, υπηρέτη του Άνκαραζ,» αντιγύρισε, παγερά, ο σκοτεινός άντρας, χτυπώντας τάχιστα με τα ξιφίδιά του, όπως μια νυκτόβια αγριόγατα χτυπά με τα νύχια της, ενώ τα μάτια της γυαλίζουν.
Ο Μόρντεναρ αναγνώριζε ότι είχε αντίκρυ του έναν αντάξιο αντίπαλο· μα όχι καλύτερο απ’αυτόν! Η ασπίδα του τον προστάτεψε επιτυχώς γι’ακόμα μία φορά· το ατσάλι των όπλων του Θανάτου ακούστηκε να κλαγγάζει. Το ξίφος του Άρχοντα διέγραψε ένα οριζόντιο ημικύκλιο εμπρός του, και –όταν ο εχθρός το απέφυγε, πεταγόμενος όπισθεν– ένα λοξό, από τ’αριστερά προς τα δεξιά –το οποίο, επίσης, πέτυχε μονάχα τον αέρα–, και ένα κάθετο. Όμως τίποτα δε φαινόταν να μπορεί να προλάβει τον τρισκατάρατο Θάνατο!
Φωνές ακούστηκαν να έρχονται από τριγύρω. Οι στρατιώτες που ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα της Τέριλ.
«Δεν τελειώσαμε, υπηρέτη του Άνκαραζ,» είπε ο σκοτεινός άντρας.
«Όχι,» γρύλισε ο Μόρντεναρ –«θα τελειώσουμε, εδώ και τώρα!» Χίμησε, σπαθίζοντας τη μια σπαθιά μετά την άλλη. Δεν πρέπει να του δίνω περιθώριο να κινείται· βασίζεται στην ταχύτητά του και σε τίποτα περισσότερο!
Όμως ο Θάνατος τον εξέπληξε και πάλι, αποφεύγοντας αιλουροειδώς τα χτυπήματά του και γλιστρώντας μέσα σε μια σκηνή.
«Ο τρισκατάρατος!…» σφύριξε ο Μόρντεναρ, διστάζοντας ν’ακολουθήσει στα τυφλά· γιατί δεν ήταν ανόητος: αντιλαμβανόταν ότι ο μπάσταρδος μπορούσε να του είχε στήσει ενέδρα εκεί μέσα, περιμένοντάς τον να περάσει την είσοδο, για να τιναχτεί απροειδοποίητα και να του κόψει το λαιμό.
«Μπείτε από γύρω!» πρόσταξε τους μαχητές του, δείχνοντας τη σκηνή με το ξίφος του. «Σκίστε το ύφασμα!» Εκείνοι υπάκουσαν.
Μέσα, όμως, βρήκαν μονάχα έναν δολοφονημένο στρατιώτη.
«Θα σε βρω!» κραύγασε ο Μόρντεναρ στον άνεμο. «Θα σε βρω, όποιος διάολος κι αν είσαι!»
Σε λίγο, οι μαχητές του του έδειξαν ακόμα έναν σκοτωμένο άντρα, με σκισμένο το λαιμό απ’το ένα αφτί ως το άλλο. Προφανώς, ο συγκεκριμένος στρατιώτης είχε δει τον Θάνατο να φεύγει, κι εκείνος του είχε χαρίσει το δώρο του.
*
Η εισβολή είχε πάει χάλια. Ο Νεκρομέμνων είχε αναγκαστεί να σκοτώσει τέσσερις ανθρώπους που δεν υπήρχε κανένας λόγος να πεθάνουν: μία γυναίκα και έναν άντρα που συνόδευαν έναν διοικητή και οι οποίοι, για κακή τους τύχη, τον πρόσεξαν όταν εξαπέλυσε το βέλος του· έναν στρατιώτη που κοιμόταν μέσα στη σκηνή του, και που είχε ξυπνήσει από τη σύντομη μονομαχία του φονιά με τον υπηρέτη του Άνκαραζ· και έναν μαχητή ο οποίος είχε δει τον Νεκρομέμνονα να φεύγει, τη στιγμή που άρχισε να μαζεύεται όλο το στράτευμα.
Να σε πάρουν ό,τι χειρότεροι θεοί και δαίμονες υπάρχουν Άνκαραζ! Δε θα με οδηγήσεις στο δρόμο σου! ΠΟΤΕ!
Η αναμέτρησή μας δεν τελείωσε· τώρα αρχίζει! Σε είδα στα μάτια του υπηρέτη σου, όταν αντάλλασσα χτυπήματα μαζί του. Πρέπει να εκτιμάς πολύ αυτόν τον υπηρέτη, Πολέμαρχε, αλλά κι αυτός θα πεθάνει· σ’το υπόσχομαι.
Είμαι ο Νεκρομέμνων, που ήμουν ο Ζάνμελ· και δε λησμονώ, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει.
Είχε ήδη γλιστρήσει έξω απ’το ανάστατο στρατόπεδο των μαχητών του Άνκαραζ και είχε μπει στους πρόποδες των βουνών, δυτικά, κρυβόμενος μέσα στις χαράδρες, στις σπηλιές, και στα στενά περάσματα. Είχε μάθει καλά ετούτα τα εδάφη, τις τελευταίες ημέρες· οι εχθροί του δε θα κατάφερναν ποτέ να τον βρουν εδώ πέρα, όσο κι αν προσπαθούσαν. Θα ήταν σαν ένας τυφλός να ψάχνει για μια νυχτερίδα η οποία κρέμεται από την οροφή ενός σπηλαίου.
*
«Δάρβαν!» Η Ζιάθραλ τον ταρακούνησε από τον ώμο. «Σήκω! Έλα να δεις. Κάτι γίνεται στο στρατόπεδό τους!»
Εκείνος έτριψε τα μάτια και βλεφάρισε στο φως της αυγής, προσπαθώντας να ξεθολώσει την όρασή του. Ο αυχένας του πονούσε, και τον άγγιξε με το δεξί του χέρι, χαϊδεύοντάς τον. Τον είχε πάρει ο ύπνος στην πολυθρόνα του γραφείου, ενώ μελετούσε έναν χάρτη της περιοχής και σκεφτόταν τι θα έκανε με τις δυνάμεις του, αν τα πράγματα έρχονταν έτσι ή έτσι ή έτσι. Τελικά, τα πάντα είχαν μπουρδουκλωθεί στο νου του, η κούραση είχε νικήσει τη θέληση, και ο ύπνος είχε κυριαρχήσει.
«Τι είναι;»
«Έλα να δεις.» Η Ζιάθραλ απομακρύνθηκε, πηγαίνοντας στο παράθυρο.
Ο Δάρβαν σηκώθηκε από την πολυθρόνα, νιώθοντας πιασμένος σε κάθε σημείο του σώματός του. Ακολούθησε τη σύζυγό του και κοίταξε έξω. Πέρα από τον ποταμό, στο στρατόπεδο των υπηρετών του Άνκαραζ, όντως, κάτι φαινόταν να συμβαίνει. Γενικότερη αναστάτωση επικρατούσε· στρατιώτες έτρεχαν απο δώ κι απο κεί. Ετούτη η κατάσταση δεν μπορούσε παρά να του θυμίσει μία παρόμοια, το πρώτο βράδυ της άφιξης των εχθρών…
«Ο μυστηριώδης σύμμαχός μας;» είπε. «Σκότωσε κάποιον; Είδες κάποιον να πεθαίνει, Ζιάθραλ;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δε νομίζω ότι είδα κάτι τέτοιο. Μα θα μπορούσε να έχει συμβεί· είναι δύσκολο να διακρίνεις εκεί, ανάμεσα στις σκηνές.»
Έχει δίκιο. «Πιστεύεις ότι είναι ο μυστηριώδης μας σύμμαχος;»
«Δεν ξέρω…» είπε η Ζιάθραλ, ακουμπώντας τις παλάμες της στο περβάζι και στηριζόμενη εκεί. «Ένας σύμμαχος, άγνωστος σε μας… Ποιος να είναι, Δάρβαν; Ποιος θα μπορούσε να είναι;»
Ο Δάρβαν πέρασε το χέρι του γύρω απ’τους ώμους της, χωρίς να μιλήσει. Άλλωστε, δεν είχε απάντηση για να δώσει. Ευχαριστούμε μόνο τους θεούς –εκτός από τον Άνκαραζ– που είχαν στείλει αυτόν τον σύμμαχο, όποιος κι αν ήταν. Ίσως να κατάφερνε να καθυστερήσει τους εχθρούς αρκετά, μέχρι να έρθει βοήθεια από τη Νουάλβορ.
Ναι, σκέφτηκε ο Δάρβαν, έχουμε τον μυστηριώδη σύμμαχό μας, έχουμε τον ποταμό, έχουμε τα τείχη μας –θα κρατήσουμε. Θα κρατήσουμε.
*
Ο Κάφελ άκουσε μια διαπεραστική κραυγή, και ξύπνησε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, αναστατωμένος. Αφουγκράστηκε. Σιγή παντού. Ούτε οι καταπέλτες των εχθρών δεν έριχναν. Είχαν πάψει να σφυροκοπούν τα τείχη από το βράδυ, και τους είχαν αφήσει όλους να κοιμηθούν λιγάκι. Τις προηγούμενες τρεις νύχτες, ο Κάφελ μια κοιμόταν μια ξυπνούσε από τους κρότους.
Και τώρα, αυτή η κραυγή…
Έριξε το πουκάμισό του επάνω του και άνοιξε την πόρτα του δωματίου, για να κοιτάξει στον ημιφωτισμένο διάδρομο. Παρατήρησε ότι δεν ήταν ο μόνος. Είδε το πρόσωπο της Χάρνιλ να τον αντικρίζει από μια άλλη πόρτα. Ο Άρχοντας Δάρβαν είχε προθυμοποιηθεί να φιλοξενήσει και τους ακόλουθους της Ιέρειας Ριλάνα στον ξενώνα του παλατιού του.
«Το άκουσες κι εσύ;» ρώτησε ο Κάφελ.
Η κοπέλα κατένευσε.
«Από πού ήρθε;»
«Δεν ξέρω,» είπε η Χάρνιλ. «Ήταν σαν να το άκουσα στον ύπνο μου, περισσότερο…»
Ο Κάφελ συνοφρυώθηκε. Ναι, πράγματι, σκέφτηκε. Κάπως έτσι δεν ήταν; «Μα, δεν μπορεί να ονειρευτήκαμε το ίδιο όνειρο!»
«Μπορεί.» Μια άλλη πόρτα άνοιξε, και η Ριλάνα βγήκε, τυλιγμένη σε μια σκουρόχρωμη ρόμπα. Οι δαυλοί του διαδρόμου έδιναν μια περίεργη όψη στο πρόσωπό της –ή ίσως να είναι μόνο η ιδέα μου…
«Πώς;» απόρησε ο Κάφελ.
«Αν κοιτάξετε από το παράθυρό σας προς το στρατόπεδο των μαχητών του Άνκαραζ, θα δείτε ότι κάτι συμβαίνει.»
«Το δωμάτιό μου δεν έχει παράθυρο, Σεβασμιότατη,» είπε η Χάρνιλ.
«Ελάτε.» Η Ριλάνα μπήκε στο δικό της δωμάτιο.
Η κοπέλα και ο Κάφελ την ακολούθησαν. Η ιέρεια βάδισε ως το παράθυρο και στάθηκε μπροστά. Πράγματι, στο στρατόπεδο κάποια αναστάτωση φαινόταν να επικρατεί. Γιατί, όμως;
«Το πρώτο βράδυ, κάτι παρόμοιο είχε συμβεί,» είπε η Ριλάνα.
«Δεν το αντιλήφτηκα,» δήλωσε ο Κάφελ. «Προσπαθούσα να κοιμηθώ, παρά τους καταπέλτες που κοπανούσαν τα τείχη. Ωστόσο, την επομένη, ένας στρατιώτης που τον λένε Ζένκαρ μού το ανέφερε. Μου είπε πως όσοι στέκονταν στις επάλξεις είδαν ότι κάτι έγινε στο στρατόπεδο. Μάλιστα, κάποιοι υποστήριξαν ότι ένας διοικητής σκοτώθηκε κοντά στα δάση, όπου οι στρατιώτες έκοβαν ξύλα.»
«Αλλά, δεν άκουσες καμια κραυγή εκείνο το βράδυ; Δεν ένιωσες κανέναν θυμό;»
«Τι εννοείς, ιέρεια;»
«Δεν κοιμόσουν;»
«Όπως είπα, προσπαθούσα να κοιμηθώ, μα δεν μπορούσα. Ξυπνούσα συχνά-πυκνά, από τους καταπέλτες.»
«Κι εσύ το ίδιο, Χάρνιλ;»
«Μάλιστα, Σεβασμιότατη. Γιατί μας ρωτάτε, όμως; Πιστεύετε ότι η κραυγή ήταν, όντως, στον ύπνο μας;»
Η Ριλάνα ένευσε, αγναντεύοντας έξω απ’το παράθυρο. «Ναι,» ψιθύρισε. Η φωνή της μόλις που ακουγόταν πάνω απ’το τρίξιμο των ξύλων του τζακιού. «Εγώ, όμως, την άκουσα κι εκείνο το βράδυ, παρότι δεν κοιμόμουν. Κι αισθάνθηκα και τον μεγάλο θυμό.»
«Ποιον θυμό; Και ποιος είναι που κραυγάζει;» ρώτησε ο Κάφελ.
«Ο Άνκαραζ, ο Άρχων της Μάχης.» Η Ριλάνα το είπε απλά, σαν να ήταν το φυσιολογικότερο πράγμα στον κόσμο.
Μα τον Βάνραλ! Ακούμε τώρα τους θεούς να φωνάζουν στον ύπνο μας; «Γιατί;»
«Έχει εξοργιστεί για κάτι. Για τι ακριβώς δε γνωρίζω. Αλλά πρέπει να είναι σημαντικό.»
«Σεβασμιότατη, εκείνος ο κύριος που τον λένε Νεκρογνώστη,» είπε η Χάρνιλ, «μήπως ξέρει;»
Ένα λεπτό μειδίαμα χάραξε το πρόσωπο της Ριλάνα, η οποία στράφηκε να κοιτάξει την ακόλουθό της. «Αντιλαμβάνεσαι πιο πολλά πράγματα απ’όσα λες, Χάρνιλ.»
«Ευχαριστώ, Σεβασμιότατη,» μουρμούρισε εκείνη.
«Το σίγουρο είναι πως κι οι δυο αντιλαμβάνεστε κάτι που δεν το αντιλαμβάνομαι εγώ!» είπε ο Κάφελ. «Τι είναι;»
Η Ριλάνα στράφηκε στο μέρος του. «Δε θυμάσαι τι είπε ο Νεκρολάτρης;»
(«Ναι, λοιπόν… περιμένω κάποιον. Κάποιον που δεν πίστευα ότι θα ξαναδώ. Και, μάλλον, θα έρθει σήμερα, έως το βράδυ.» – «Έχω ακούσει ότι είναι από τους χειρότερούς του εχθρούς.»)
«Θυμάμαι. Μιλάς γι’αυτόν που θα ερχόταν…»
Η ιέρεια ένευσε.
«Και ο Άνκαραζ τον φοβάται; Γιαυτό φωνάζει;»
«Είναι πολύ θυμωμένος από την παρουσία του.»
«Και γιατί εμείς τον ακούμε; Όλοι τον ακούν; Όλοι όσοι κοιμούνται;»
«Όχι, όχι πάντα,» απάντησε η Ριλάνα. «Εξαρτάται από το άτομο, από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, και από τις υπερκόσμιες περιστάσεις.»
Ο Κάφελ αισθάνθηκε ένα ρίγος να τον διαπερνάει, το οποίο δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι τα γυμνά του πόδια πατούσαν στο ψυχρό πέτρινο δάπεδο. «Γιατί με κοιτάς έτσι, Σεβασμιότατη;» ρώτησε. Τα μάτια της ιέρειας ήταν τόσο διαπεραστικά…
«Επειδή είσαι ένας… τυχαίος άνθρωπος, Κάφελ. Ένας άνθρωπος που δεν έχω διδάξει, και που δεν είχε ποτέ του αφιερωθεί σε καμια θρησκεία, σε κανέναν θεό. Ή, μήπως, λαθεύω;» Ανασήκωσε το δεξί της φρύδι με την ουλή. Το μάτι της από κάτω, μαύρο σαν κάρβουνο, γυάλισε στο φως του τζακιού.
Ο Κάφελ δίστασε λίγο, προσπαθώντας να καταλάβει τι εννοούσε η Ριλάνα, πού ήθελε να καταλήξει. «Όχι,» της είπε. «Δεν ήμουν ποτέ αφιερωμένος σε καμία θρησκεία ή σε κανέναν θεό. Έμπορος είμαι, όχι ιερέας!»
«Τότε, λες πως ίσως να ήταν τυχαίο;»
«Το ότι άκουσα την κραυγή του Άνκαραζ; Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν, δηλαδή;» Ο Κάφελ ένιωθε ότι η Ριλάνα κάτι του έκρυβε.
«Ορισμένες φορές, οι θεοί μάς μιλούν, Κάφελ,» αποκρίθηκε εκείνη, «για διάφορους λόγους: δικούς τους λόγους. Όμως, όταν σου μιλάνε, οφείλεις να τους ακούς προσεκτικά, γιατί ποτέ δεν επιλέγουν τυχαία.
»Πηγαίνετε τώρα να κοιμηθείτε, κι οι δυο σας. Σήμερα είμαστε τυχεροί και οι καταπέλτες δε σφυροκοπούν τα τείχη· αύριο δεν ξέρουμε αν αυτό θα ισχύει ξανά.»
«Μία τελευταία ερώτηση, Σεβασμιότατη,» είπε ο Κάφελ: «Οι υπόλοιποι ακόλουθοί σου άκουσαν την κραυγή;»
«Αν την άκουγαν, δε θ’άνοιγαν κι αυτοί τις πόρτες τους;» πετάχτηκε η Χάρνιλ.
Η Ριλάνα κατένευσε, αργά.
Ο Κάφελ άρχισε να καταλαβαίνει τη σημασία αυτών που του έλεγε πριν από λίγο η ιέρεια, και φοβήθηκε. Γιατί εγώ; αναρωτήθηκε. Βλέπω τον Άνκαραζ στα όνειρά μου, και τώρα ακούω και τη φωνή του στον ύπνο μου… Γιατί;
Ο Μόρντεναρ δεν κοιμήθηκε καθόλου μετά από το περιστατικό με το Θάνατο. Έθεσε τις φρουρές του όπως και πριν, και πρόσταξε οι πάντες να έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα για την τυχόν επιστροφή του δολοφόνου, αν και ο ίδιος, προσωπικά, δεν πίστευε ότι θα επέστρεφε –και, σίγουρα, όχι την ημέρα.
Το πτώμα του Κόρνταζ του Σαρενθάλιου κάηκε επάνω σ’έναν πέτρινο βωμό, καθώς οι ακτίνες του πρωινού ήλιου έλουζαν το στρατόπεδο. Οι άλλοι νεκροί μαχητές κάηκαν γύρω του, σε μικρότερες πυρές. Ο Ιερέας Σάλκερμιρ τέλεσε την κηδεία, στέλνοντας τα πνεύματά τους στις Αιώνιες Στρατιές των Γενναίων και ευλογώντας τις επίγειες πράξεις τους.
Όταν η ιεροτελεστία ολοκληρώθηκε, ο Μόρντεναρ πήγε και κάθισε έξω απ’τη σκηνή του, σ’ένα ξύλινο σκαμνί. Αισθανόταν ψυχικά και σωματικά εξουθενωμένος απ’όσα είχαν συμβεί. Ο Κόρνταζ ήταν παλιός του φίλος και συμμαχητής· δε θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει το θάνατό του… το θάνατό του όπως είχε έρθει. Γιατί, όχι, ο Μόρντεναρ δε θα θρηνούσε για τον Κόρνταζ τον Σαρενθάλιο αν είχε σκοτωθεί ένδοξα στη μάχη, και δε θα λυπόταν στο ελάχιστο· τουναντίον, θα αισθανόταν περήφανος γι’αυτόν! Μα τώρα ένας καταχθόνιος φονιάς τον είχε δολοφονήσει, ένας –σύμφωνα με τα λόγια του Σάλκερμιρ– νεκρός άνθρωπος που ζούσε, ένας υπηρέτης του Εχθρού ο οποίος κρυβόταν στο Παλάτι των Δεκαεννέα Πύργων.
Τελικά, έχουμε να κάνουμε με ισχυρότερες δυνάμεις απ’ό,τι υπολογίζαμε. Ο Πολέμαρχος δικαίως μας ειδοποίησε για τον αντίπαλό του· δικαίως ανησύχησε. Η σφοδρή επανεμφάνιση του Άρχοντά μας δεν ήταν τυχαία. Όχι, ο Άνκαραζ, ο Άρχων της Μάχης, ουδέποτε παρουσιάζεται τυχαία, παρά μονάχα όταν ο πόλεμος βρίσκεται κοντά.
«Στρατιώτη!» φώναξε ο Μόρντεναρ σε μια περαστική πολεμίστρια.
Εκείνη στράφηκε, σταματώντας να βαδίζει. «Άρχοντά μου.»
«Φώναξέ μου τον Ιερέα Σάλκερμιρ.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
Ο Μόρντεναρ ακούμπησε τα χέρια στη λαβή του ανεστραμμένου του ξίφους και το σαγόνι επάνω στα χέρια του, και περίμενε, ενώ ο παγερός άνεμος παιχνίδιζε με την κάπα του.
Ύστερα από κάποια ώρα, ο ιερέας πλησίασε, βαδίζοντας κουρασμένα. Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ μπορούσε να διακρίνει πως κι εκείνου η κούραση δεν ήταν μονάχα σωματική, αλλά και ψυχική.
«Έχεις τα βέλη;» τον ρώτησε.
«Ναι.»
«Και μπορείς να τον ξαναβρείς;»
Ο Σάλκερμιρ δεν αποκρίθηκε αμέσως.
«Λέγε, ιερέα! Μπορείς να τον ξαναβρείς, ή όχι;» Ο Μόρντεναρ σηκώθηκε από το ξύλινο σκαμνί, θηκαρώνοντας το σπαθί στη μέση του.
«Ίσως, ναι,» απάντησε ο Σάλκερμιρ, ρίχνοντάς του ένα άγριο βλέμμα.
«Τότε, βρες τον,» πρόσταξε ο Μόρντεναρ. «Θέλω να ξέρω πού είναι.»
Ο ιερέας δίστασε, για μερικές στιγμές· ύστερα, έβγαλε τα δύο βέλη μέσα απ’την κάπα του και γονάτισε στο αριστερό γόνατο, αφήνοντάς τα στο χιονισμένο έδαφος. Ακούμπησε τα χέρια του στο δεξί γόνατο και έκλεισε τα μάτια.
*
Τους έψαχναν!
Ο Νεκρομέμνων ξύπνησε απότομα από την προειδοποίηση του Χέντραμ, και βλεφάρισε, κοιτάζοντας έξω απ’τη σπηλιά όπου είχε κρυφτεί και ξεθηκαρώνοντας ένα ξιφίδιο απ’τη μπότα του.
Όχι εκεί. Από μακριά…
Ο Νεκρομέμνων τώρα το αισθάνθηκε, μέσω του νεκραδελφού του. Μια παρουσία πέρα από τα μέρη όπου μπορούσαν να κοιτάξουν τα ανθρώπινα μάτια.
Ο Χέντραμ πίστευε ότι είχε τη δύναμη να τη σταματήσει.
Ποιος ήταν, όμως; Ο Νεκρομέμνων ένιωθε την ισχύ του Άνκαραζ στο όλο εγχείρημα, αλλά η αρχή δεν είχε γίνει από αυτόν…
Όχι, ένας από τους υπηρέτες του το επιχειρούσε.
Ο Πολέμαρχος δεν ξυπνά αν δεν του δώσεις τη δύναμη να ξυπνήσει…
Ο Χέντραμ έπρεπε να τον εμποδίσει –τώρα!
Ο Νεκρομέμνων έστειλε τον νεκραδελφό του προς τον κατάσκοπο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .Τον βρήκε, τόσο εύκολα! Και κοντά του στεκόταν ο άλλος –ο αγαπημένος υπηρέτης του Άνκαραζ: εκείνος με τον οποίο ο νεκρενοικημένος δολοφόνος είχε μονομαχήσει στο στρατόπεδο.
*
Τα βέλη άρχισαν να περιστρέφονται τρελά επάνω στο χιόνι. Ο Μόρντεναρ είδε τον Σάλκερμιρ να τρίζει τα δόντια. Δυσκολεύεται περισσότερο από την προηγούμενη φορά. Γιατί; Λόγω της κούρασής του; Ίσως δεν έπρεπε να του το είχα ζητήσει…
«ΑΑΑΑΑαααααααααααααααααααααααααααααα!» Ο ιερέας έσφιξε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του και σωριάστηκε στο χιόνι, σπαρταρώντας. Τα βέλη αναπήδησαν, χωρίστηκαν, και έδειξαν προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις. Βόρεια και νότια.
Ο Σάλκερμιρ έπαψε να φωνάζει και να σφαδάζει, και έμεινε ακίνητος, βαριανασαίνοντας. Ορισμένοι στρατιώτες είχαν στραφεί προς το μέρος του και κοιτούσαν, με γουρλωμένα μάτια.
«Πηγαίνετε στις δουλειές σας!» τους φώναξε ο Μόρντεναρ, αγριοκοιτάζοντάς τους.
Γονάτισε δίπλα στον ιερέα και τον άγγιξε στον ώμο. «Σάλκερμιρ. Τι συνέβη;» Αισθάνθηκε ένα ψύχος να τον διαπερνά, αλλά το αγνόησε.
Ο ιερέας ανακάθισε πάνω στο χιόνι, και διέγραψε το σύμβολο του όρθιου ξίφους στον αέρα, σα να ήθελε να προστατέψει τον εαυτό του από κάποιο μεγάλο κακό. «Καταλαβαίνω τώρα, Άρχοντά μου,» είπε, με τρεμάμενη φωνή. «Καταλαβαίνω τώρα…»
«Τι καταλαβαίνεις;» Ο Μόρντεναρ τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του.
«Αυτός που μας επιτέθηκε είναι νεκρενοικημένος δολοφόνος.»
«Από εκείνους που εμφανίστηκαν ύστερα από τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ;»
«Ναι.»
«Πώς το αντιλήφθηκες;»
«Μου χίμησε ο νεκραδελφός του. Και κατάλαβα ότι ήταν, όντως, νεκραδελφός από όσα έχω διαβάσει και ακούσει. Επιπλέον, η δεινότητα αυτού του φονιά επιβεβαιώνει τις υποψίες μου. Σίγουρα, θα ξέρεις πόσο τρομεροί είναι οι νεκρενοικημένοι δολοφόνοι, Άρχοντά μου…»
Ο Μόρντεναρ ένευσε. «Εσύ, όμως, μου είχες πει ότι πρόκειται για έναν νεκρό άνθρωπο που ζει. Οι νεκρενοικημένοι δολοφόνοι, ωστόσο, αν δε λαθεύω, δεν είναι νεκροί, ιερέα· απλά, το πνεύμα ενός νεκρού ενοικεί εντός τους. Σωστά;»
«Σωστά,» αποκρίθηκε ο Σάλκερμιρ. «Κι εγώ αναρωτιέμαι επ’αυτού… Αναρωτιέμαι γιατί μου το μετέφερε ο Κύριός μας. Δεν μπορεί να μην είχε κάποιον λόγο…»
Ο Μόρντεναρ σταύρωσε τα χέρια μπροστά του. «Πώς θα μάθουμε;»
«Θα περιμένουμε. Αν και η αναμονή μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνη, Άρχοντά μου. Δε θα πρέπει ποτέ ξανά να ρίξουμε την άμυνά μας. Η αποψινή τελετουργία έδωσε στον νεκρενοικημένο την ευκαιρία που ήθελε –δημιούργησε αρκετή αναστάτωση, ώστε να εισβάλλει. Και δεν καταφέραμε τίποτα μ’αυτήν· όχι μόνο δεν διώξαμε τον δαίμονα που υποψιάζονται οι στρατιώτες, μα δείξαμε και ότι» –η φωνή του Σάλκερμιρ χαμήλωσε εδώ– «η ισχύς του Άνκαραζ δεν επαρκεί, για να τους προστατέψει. Τούτο μπορεί να μειώσει το ηθικό τους, Άρχοντά μου–»
«Λες να μην το αντιλαμβάνομαι, ιερέα;» μούγκρισε ο Μόρντεναρ.
Μια φωνή διέκοψε την κουβέντα τους: «Άρχοντά μου! Άρχοντά μου!» Ένας στρατιώτης ερχόταν, βιαστικά. «Ένας ταχυπομπός βρίσκεται εδώ, και λέει ότι μεταφέρει ένα επείγον μήνυμα για εσάς.»
Ταχυπομπός; Σταλμένος από ποιον; «Ας έρθει.»
«Άρχοντά μου.» Ο ταχυπομπός υποκλίθηκε, όταν έφτασε μπροστά στον Μόρντεναρ, και πρότεινε ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί προς το μέρος του. Ήταν ένας ψηλός άντρας με μακριά, ξανθά μαλλιά, δεμένα αλογοουρά πίσω απ’το κεφάλι του, και είχε τα χαρακτηριστικά ανθρώπου που ζούσε κοντά στη θάλασσα… και στους βάλτους.
Ο Άρχων της Σέρνιντοκ πήρε την επιστολή. «Από τον Έπαρχο Κάβμαρ, να υποθέσω;»
Ο ταχυπομπός τον κοίταξε έκπληκτος. «Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
Μην εκπλήσσεσαι τόσο! σκέφτηκε ο Μόρντεναρ. Η εμφάνισή σου φωνάζει «Νελβόριος!», άνθρωπέ μου.
Άνοιξε την τυλιγμένη επιστολή και τη διάβασε.
Άρχοντα Μόρντεναρ,
Στέλνω αυτό το μήνυμα για καθαρά ενημερωτικούς λόγους. Θα ήθελα να σε προειδοποιήσω ότι ο Βασιληάς Άργκελ πορεύεται, με στρατό, προς τα βόρεια, έχοντας πληροφορηθεί για την επίθεση εναντίον της Έριγκ. Οι δυνάμεις του αριθμούν περί τις δύο χιλιάδες, αλλά έχει μαζί του και τους δράκαρχους του Πύργου των Δράκων. Επίσης, είμαι της άποψης ότι, καθοδόν, θα συγκεντρώσει κι άλλους μαχητές, για να σε πολεμήσει.
Έστειλα τον ταχυπομπό αμέσως μόλις έμαθα τα νέα ετούτα. Μη μας απογοητεύσεις, Άρχοντα Μόρντεναρ! Πρέπει να πάρεις την Έριγκ γρήγορα, προτού ο Βασιληάς φτάσει. Ύστερα, δε θα έχεις πρόβλημα να τον αντιμετωπίσεις, πιστεύω.
Τέλος, θα ήθελα να σε πληροφορήσω ότι η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ Φερνάλβιν βρίσκεται μέσα στο στράτευμα του Άργκελ, καθώς επίσης και ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ (ο οποίος δεν ξέρω πώς βρέθηκε εκεί!).
Εύχομαι ο Άνκαραζ να σε ευνοήσει,
γιατί θα χρειαστείς την αρωγή του,
Άρχοντας Κάβμαρ,
Έπαρχος της Νέλβορ,
Πρίγκιπας του Βασιλείου
Υ.Γ.1: Κράτησε μαζί σου τον ταχυπομπό που έστειλα, ώστε να με ενημερώσεις, το συντομότερο δυνατό, για οποιαδήποτε εξέλιξη.
Υ.Γ.2: Μην υποτιμήσεις τη δύναμη των δράκαρχων· είναι πιο επικίνδυνοι απ’ό,τι μπορεί να νομίζεις!
Υ.Γ.3: Όταν έμαθα για την αναχώρηση του στρατού του Άργκελ, αυτός πρέπει να είχε ξεκινήσει εδώ και τρεις ημέρες.
Ο Μόρντεναρ τύλιξε πάλι το χαρτί μέσα στα χέρια του. «Ο Άργκελ έρχεται,» είπε. «Και, μάλλον, βρίσκεται κοντά…»
«Τότε, πρέπει να πάρουμε την πόλη γρήγορα,» αποκρίθηκε ο Σάλκερμιρ. «Πόσες δυνάμεις έχει;»
«Δύο χιλιάδες και τους δράκαρχους· αλλά υποθέτω πως θα έχει συγκεντρώσει κι άλλους, καθοδόν. Η Φερνάλβιν, επίσης, είναι μαζί του.»
«Είναι θαύμα που ακόμα ζει!» γρύλισε ο Σάλκερμιρ.
«Ίσως. Μα, όταν έρθει εδώ, θα τη σκοτώσω ο ίδιος,» είπε ο Μόρντεναρ. Και προς τον μαντατοφόρο: «Ταχυπομπέ, ο Άρχοντάς σου μου ζήτησε να σε κρατήσω εδώ, μέχρι να έχω νέα να του αναφέρω.»
Ο άντρας υποκλίθηκε. «Όπως επιθυμείτε, Άρχοντα Μόρντεναρ.»
«Πήγαινε να ξεκουραστείς, γιατί θα χρειαστείς τις δυνάμεις σου στις ημέρες που θα έρθουν.»
Ο ταχυπομπός αποχώρησε.
«Πόσο μακριά να βρίσκεται ο Άργκελ;…» είπε ο Σάλκερμιρ, σκεπτικός. «Ίσως θα έπρεπε να στείλουμε ανιχνευτές νότια.»
«Ο Κάβμαρ λέει ότι πληροφορήθηκε για την αναχώρηση του βασιλικού στρατού τρεις ημέρες αφότου ο Άργκελ εγκατέλειψε τη Νουάλβορ. Η απόσταση από την πρωτεύουσα ως την Έριγκ είναι γύρω στις δεκατέσσερις ημέρες, για ένα στράτευμα. Και ο ταχυπομπός, για να έρθει από τη Νέλβορ ως εδώ, πρέπει να έκανε…» Ο Μόρντεναρ σταύρωσε τα χέρια μπροστά του, ακουμπώντας το σαγόνι του στη δεξιά του γροθιά. «Υποθέτω ότι πέρασε από τη Σέλριγκ και έστριψε ανατολικά… Τέσσερις, πέντε, έξι ημέρες;…»
Ο Σάλκερμιρ κατένευσε. «Μάλλον. Γιατί δεν τον ρωτάμε;»
Ο Μόρντεναρ συνέχισε το συλλογισμό του, χωρίς να απαντήσει: «Αυτό σημαίνει ότι δεν έχουμε πολύ καιρό στη διάθεσή μας. Περίπου πέντε ημέρες, δηλαδή.»
«Δεν υποτίθεται ότι τα έλκηθρα θα τελείωναν σήμερα, Άρχοντά μου;»
«Υποτίθεται. Ας μάθουμε.» Ο Μόρντεναρ ξεκίνησε να βαδίζει. Ο Σάλκερμιρ μάζεψε από κάτω τα βέλη του Θανάτου, και τον ακολούθησε.
Οι δύο άντρες βγήκαν από την ανατολική μεριά του στρατοπέδου και πλησίασαν τις παρυφές του Δρακοδάσους, όπου πελεκυφόροι στρατιώτες έκοβαν ξύλα και ορισμένοι άλλοι έφτιαχναν έλκηθρα, υπό την καθοδήγηση μηχανικών. Ήδη αρκετά ήταν έτοιμα. Τα περισσότερα, παρατήρησε ο Μόρντεναρ.
Ζύγωσε τον Κάνταν τον Μονόφθαλμο. «Πώς πάει η δουλειά;»
«Όλα καλά, Άρχοντα μου,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Πότε τελειώνουμε; Μόλις πληροφορήθηκα ότι ο Βασιληάς Άργκελ έχει εκστρατεύσει εναντίον μας και, όπως καταλαβαίνεις, υπάρχει λόγος για βιασύνη.»
Το μοναδικό μάτι του Αρχιμηχανικού στένεψε, μόλις άκουσε τούτα τα νέα. Είπε: «Θα είμαστε έτοιμοι ως το βράδυ.»
«Ωραία,» αποκρίθηκε ο Μόρντεναρ. «Τότε, λοιπόν, θα περάσουμε και τον ποταμό. Θα μπορέσουν να τον διασχίσουν τουλάχιστον πέντε χιλιάδες μαχητές με τη μία, έτσι;»
«Ασφαλώς,» είπε ο Κάνταν. «Δες μόνο όλα τούτα τα έλκηθρα, Άρχοντα Μόρντεναρ.» Έδειξε, με το δεξί του χέρι. «Είναι ήδη αρκετά για να μεταφέρουν κάπου τέσσερις χιλιάδες στρατιώτες.»
Πράγματι, τα έλκηθρα ήταν πολλά. Ο Μόρντεναρ ένευσε, ικανοποιημένος. Και ρώτησε: «Η αυτοσχέδια γέφυρα; Η κριοφόρος χελώνα; Είναι κι αυτά έτοιμα;»
«Ναι. Όλα τάχουμε ετοιμάσει.» Ο Κάνταν ο Μονόφθαλμος γέλασε. «Μου θυμίζει τις παλιές τις μέρες!»
*
«Δείτε πόσα έλκηθρα έχουν ετοιμάσει, Άρχοντά μου,» είχε πει ο Διοικητής Νάργκιρ, δείχνοντας προς το Δρακοδάσος, ανατολικά του στρατοπέδου των ακόλουθων του Άνκαραζ. «Σύντομα, πρέπει να επιτεθούν. Σύντομα.»
Ο Διοικητής Έγκναρμ είχε γνέψει καταφατικά, σιωπηλός και μελαγχολικός στην όψη.
Τώρα, ο Δάρβαν βρισκόταν γονατισμένος μπροστά από το Βωμό των Τριών Θεών, περιστοιχισμένος από τις θείες λίθους και προσευχόμενος.
Επουράνιε Βάνραλ, εκλιπαρώ τη βοήθειά σου σε τούτο τον αγώνα. Κάνε την παρουσία σου γνωστή σε μας, τους πιστούς σου υπηρέτες, και είθε το Ιερό σου Φως να λάμπει αέναα πάνω από τα κεφάλια όλων μας. Στείλε μας τον Αρχάγγελο Νίβιλομ τον επονομαζόμενο Κατακεραυνωτή, για να κατανικήσει τους αντίμαχούς μας και να σπείρει τον πανικό ανάμεσά τους. Στείλε μας τον Νοσάλορ τον Θεραπευτή, να περιθάλψει τους χτυπημένους μας στη μάχη, και να συντρέξει την Εύσπλαχνη Φιάρνυ στο θεϊκό της έργο. Στείλε μας τον Λούαρακ τον Ιεροπροστάτη, για να προφυλάξει τους ιερείς μας, που σ’επικαλούνται, και να κάνει τα τείχη μας ανθεκτικά και ισχυρά. Στείλε μας τον Σάρακ, τα Μάτια σου, για να κοιτάζουν εμάς, τους πιστούς σου υπηρέτες, ώστε να μας συντρέξεις στην ώρα της ανάγκης μας. Στείλε μας τον Σόροκ, τα Αφτιά σου, για ν’ακούσεις τις κραυγές μας όταν θα καλούμε το Άγιό σου Όνομα. Στείλε μας τον Σιλεάλ τον Βροχοποιό, σε περίπτωση που η φωτιά των αντιπάλων μας τυλίξει σα μάνητα την πόλη μας που σε δοξάζει. Στείλε μας τον Ζάνλοκοθ τον Εθνομαχητή και τον Σόρλιφιλ τον Παιδοπροστάτη, γιατί μαχόμαστε ενάντια σε εχθρούς που επιθυμούν την καταστροφή του Βασιλείου μας, και γιατί το μόνο που αποζητάμε είναι να προφυλάξουμε αυτό και τα παιδιά μας. Άκουσέ μας, ω Επουράνιε Άρχων Βάνραλ! Άκουσε τις προσευχές του Άρχοντα ετούτης της πόλης των θνητών!
Ταχύβαμον Ζικαράθορ. Λυπάμαι που έχω τόσο λίγες προσευχές να προσφέρω σε σένα, Μεγάλε Άρχοντα της Ταχύτητας των Ωθράγκος. Σου ζητώ, όμως, κάτι που κανείς άλλος θεός δε δύναται να μου προσφέρει, αλλά το οποίο πιθανώς ν’αποδειχτεί εντέλει το σημαντικότερο όλων: Φέρε γρήγορα τη βοήθεια της Νουάλβορ και του Βασιληά Άργκελ κοντά μας! Φέρε μας την Έπαρχο-Κεντροφύλακα Φερνάλβιν! Φέρε μας τις στρατιές του Βασιλείου, για ν’αντιταχθούν στα μαινόμενα κυνηγόσκυλα του αιμοσταγούς, κακούργου, και μοχθηρού Άνκαραζ! Στην Ταχύτητά σου βασιζόμαστε, ω Ταχύβαμον Ζικαράθορ!
Εύσπλαχνη Φιάρνυ. Κυρά της Θεραπείας και των Θεραπευτών. Οι προσευχές που έχω να προσφέρω σε σένα είναι, επί του παρόντος, ακόμα λιγότερες· μα η βοήθειά σου πιστεύω ότι θα φανεί περισσότερο στο τέλος παρά στην αρχή ετούτου του αιματηρού αγώνα. Σε ικετεύω, Μεγάλη Εύσπλαχνη Κυρά, πρόσφερε θεραπεία σε όσους η Μοίρα μέλλει να τραυματιστούν· χάρισε τη ζωή σε όσους η Μοίρα μέλλει να πεθάνουν. Μη δώσεις τίποτα στο Θάνατο· κράτησε τα χέρια των Βέσιλεθ και Βίσιλοθ, Αρχαγγέλων του Βάνραλ και Φυλάκων των Νεκρών, μακριά από τους υπερασπιστές ετούτης της θνητής πόλης. Στο Ιαματικό Άγιό σου Άγγιγμα σύντομα θα βασιστούμε, ω Μεγάλη Εύσπλαχνη Κυρά!
Ο Δάρβαν σηκώθηκε όρθιος, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Θεοί ετούτου του βωμού –Επουράνιε Βάνραλ, Ταχύβαμον Ζικαράθορ, Εύσπλαχνη Φιάρνυ– ανταποκριθείτε στο κάλεσμά μου. Σας εκλιπαρώ, για το καλό της Έριγκ, των πολιτών μου, των παιδιών μας, και του Νόρβηλ!
Στράφηκε απ’την άλλη… και είδε τη Ζιάθραλ να τον κοιτάζει, ακουμπώντας σ’ένα από τα δέντρα του κήπου του παλατιού. Ένα δάκρυ γυάλιζε στο δεξί της μάγουλο. Βάδισε γρήγορα προς το μέρος του και τον αγκάλιασε, σφιχτά.
Ο Δάρβαν χάιδεψε τα μαλλιά της· της φίλησε τον κρόταφο. «Η πόλη θ’αντέξει,» ψιθύρισε. «Μου το είπαν.»
Η Ζιάθραλ απομακρύνθηκε λίγο και τον κοίταξε καταπρόσωπο. «Ποιοι;»
«Οι θεοί.»
Εκείνη χαμογέλασε, πικρά. «Μη μου λες ψέματα. Είμαι λίγο μεγαλύτερη από τη Φάλμα. Λίγο…» Τον φίλησε, παίρνοντας το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της. «Λίγο… Και θέλω να με βάλεις να κοιμηθώ.»
Ο Δάρβαν την κράτησε κοντά του, από τη μέση. «Τόσο νωρίς το πρωί, Αρχόντισσά μου;»
«Ναι.» Τον φίλησε ξανά. «Ναι, τόσο νωρίς. Θέλω να κοιμηθώ ήρεμα, μία φορά, προτού ξεκινήσει…»
Προτού ξεκινήσει η κόλαση του Άνκαραζ, σκέφτηκε ο Δάρβαν. Προτού τα έλκηθρα τους αρχίσουν να περνούν τον παγωμένο ποταμό. Προτού ο ουρανός βρέξει φωτιά.
«Θυμάσαι το αγαπημένο μας σημείο στον κήπο;» τη ρώτησε, κρατώντας το πηγούνι της.
Η Ζιάθραλ ένευσε. «Έχει περάσει τόσος καιρός…»
«Ίσως θα έπρεπε να το ξαναεπισκεφτούμε. Να θυμηθούμε το τότε.»
Εκείνη ένευσε πάλι.
Απομακρύνθηκαν από τον Βωμό των Τριών Θεών.
Τα έλκηθρα ήταν έτοιμα λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα, και ορισμένοι στρατιώτες άρχισαν να τα σπρώχνουν δυτικά, καταμήκος του ποταμού Μάρνελ, ενώ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ακολουθούσαν, έχοντας λύσει την κατασκήνωσή τους. Οκτώ χιλιάδες θα περνούσαν τον παγωμένο ποταμό· οι άλλοι δύο χιλιάδες θα έμεναν πίσω, περιμένοντας διαταγή να ρίξουν την αυτοσχέδια γέφυρα και να χτυπήσουν τη νότια πύλη της Έριγκ με την κριοφόρο χελώνα που είχαν ετοιμάσει.
Ο Μόρντεναρ ζύγωσε τον Σάλκερμιρ, ο οποίος στεκόταν παράμερα και ατένιζε τους μαχητές να σπρώχνουν τα έλκηθρα. «Ιερέα, χρειάζομαι κάτι από εσένα.»
Τα μαύρα μάτια που τον κοίταξαν έμοιαζαν να ξέρουν τι θα ζητούσε ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ· και δε φαινόταν να τους άρεσε το αίτημά του.
«Πρέπει να προσπαθήσεις να ξαναβρείς τον δολοφόνο,» είπε ο Μόρντεναρ.
«Είσαι τρελός–»
«Δεν μπορώ να μην ξέρω πού βρίσκεται· όχι ετούτη την κρίσιμη ώρα! Την πρώτη φορά, δε σε εντόπισε· ίσως να μην μπορεί να το καταφέρει πάντα–»
«Την πρώτη φορά, ο νεκραδελφός του ήταν απασχολημένος, καθότι ο φονιάς βρισκόταν ανάμεσά μας και μας σκότωνε!» είπε ο Σάλκερμιρ.
«Ίσως και τώρα να μας ζυγώνει,» επέμεινε ο Μόρντεναρ· «πρέπει να ξέρουμε! Δεν το βλέπεις; Το πέρασμα του ποταμού θ’αποτελέσει την καλύτερη ευκαιρία για εκείνον να χιμήσει πάλι ανάμεσά μας.»
«Ναι, υπάρχει ένας τέτοιος κίνδυνος… Φρόντισε να φυλάς καλά την περιοχή.»
«Είναι αδύνατον να μη γίνει το παραμικρό σφάλμα· είμαστε πολλοί. Και ο νεκρενοικημένος δε χρειάζεται τίποτα περισσότερο, παρά την ελάχιστη τρύπα στην άμυνά μας, για να εισβάλλει και να σκοτώσει! Ψάξε γι’αυτόν. Εξάλλου, τι μπορεί να σου κάνει πέρα απ’το να σε απωθήσει;»
«Δεν ξέρω,» παραδέχτηκε ο Σάλκερμιρ, «κι αυτό είναι που με τρομάζει.»
«Ίσως να είσαι ο επόμενός του στόχος,» του είπε ο Μόρντεναρ, θέλοντας να τον τρομάξει… και βλέποντας την προσπάθειά του να πετυχαίνει. Τα μάτια του ιερέα βλεφάρισαν και η όψη του συσπάστηκε.
«Εντάξει!» είπε, «εντάξει.» Τράβηξε τα δύο βέλη μέσα απ’την κάπα του και γονάτισε στο χιονισμένο έδαφος, αποθέτοντάς τα εκεί.
Ο Μόρντεναρ έριξε μια ματιά τριγύρω και τράβηξε το σπαθί του, ενώ στο αριστερό χέρι είχε δεμένη την ασπίδα του. Πουθενά, όμως, δεν είδε κάποια ύποπτη κίνηση. Αλλά αυτό είναι το πρόβλημα μ’ετούτον τον φονιά: ποτέ δεν τον βλέπεις προτού σου χιμήσει. Και το φεγγαρόφωτο νόμιζε ότι δεν τον βοηθούσε και πολύ απόψε…
*
Ο Δάρβαν στεκόταν στο μπαλκόνι των διαμερισμάτων του, μαζί με τη Ζιάθραλ. Ήταν ντυμένος με μαύρο πουκάμισο και παντελόνι, και γκρίζα κάπα· ενώ εκείνη φορούσε ένα μακρύ, πράσινο φόρεμα, με κολλητά μανίκια και πολλές πτυχές, του οποίου ο ποδόγυρος ανέμιζε γύρω από τις κνήμες της· στους ώμους της έπεφτε ένας μενεξεδής μανδύας.
«Πού στον Σάλ’γκρεμ’ρωθ πηγαίνουν;» σφύριξε, κάτω απ’την ανάσα της. «Δε θέλουνε να περάσουν; Γιατί τα φτιάξανε;»
Ο Δάρβαν ακούμπησε τα χέρια του στην κουπαστή του μπαλκονιού, κοιτάζοντας τους στρατιώτες να σπρώχνουν τα έλκηθρά τους προς τα δυτικά. «Πρέπει να σκοπεύουν να διασχίσουν τον ποταμό από άλλο σημείο,» είπε, κι αναστέναξε. «Ο Διοικητής Έγκναρμ είχε δίκιο. Προέβλεψαν το σχέδιό μας, οι τρισκατάρατοι!» Κοπάνησε τη γροθιά του στην κουπαστή. «Θα περάσουν έξω απ’την εμβέλεια των καταπελτών μας.» Στράφηκε και μπήκε στα διαμερίσματά του.
Η Ζιάθραλ τον ακολούθησε. «Και τι θα κάνουμε;»
«Πάμε κάτω.» Ο Δάρβαν βάδισε, βιαστικά, προς την έξοδο· την άνοιξε και βγήκε, σχεδόν τρέχοντας.
Η Ζιάθραλ τον πήρε στο κατόπι. «Θα τους επιτεθούμε; Καθώς θα βγαίνουν από τον ποταμό, θα είναι πιο ευάλωτοι, σωστά; Μπορούμε να τους σταματήσουμε στις όχθες, έτσι;»
«Δεν είδες πόσα έλκηθρα έχουν; Και πόσοι στρατιώτες προελαύνουν!»
«Και τι σημαίνει αυτό; Θα είναι σε μειονεκτική θέση! Δάρβαν, αν τους αφήσουμε να περάσουν τον ποταμό, τότε είμαστε χαμένοι! Ναι, έχουμε τα τείχη μας, αλλά θα μας κυκλώσουν, και… και γιατί να χάσουμε έτσι μία μας άμυνα; Ο ποταμός είναι ένα τείχος από νερό και πάγο· εσύ το είχες πει!»
Έφτασαν στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού, όπου ο Διοικητής Νάργκιρ και ο Διοικητής Έγκναρμ στέκονταν και συζητούσαν σε έντονους τόνους. Κι οι δυο ήταν ντυμένοι για μάχη, φορώντας τις αρματωσιές τους και ζωσμένοι τα ξίφη τους. Τα κράνη τους τα είχαν αποθέσει άτακτα στο τραπέζι. Βλέποντας το Δάρβαν και τη Ζιάθραλ να μπαίνουν, στράφηκαν, παύοντας να μιλούν.
«Πείτε μου,» ζήτησε ο Αντικαταστάτης Έπαρχος, «πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κατάσταση;»
Ο Νάργκιρ καθάρισε το λαιμό του. «Είμαστε διχασμένοι, Άρχοντά μου, σχετικά με το αν πρέπει να τους αφήσουμε να περάσουν και να προφυλαχτούμε πίσω από τα τείχη μας, ή αν πρέπει να προσπαθήσουμε να τους χτυπήσουμε στις όχθες του ποταμού.»
«Ο στρατός είναι έτοιμος, Άρχοντά μου,» δήλωσε ο Έγκναρμ.
«Αλλά δεν έχουμε ακόμα πάρει τελική απόφαση…» πρόσθεσε, διστακτικά, ο Νάργκιρ.
«Τι δεν έχετε πάρει–; Μα τον Βάνραλ! Πόσο χρόνο έχουμε;» είπε ο Δάρβαν. «Τι προτείνετε να κάνουμε;»
«Θα υπάρξει κάποιο κόστος, αν τους χτυπήσουμε, Άρχοντά μου,» δήλωσε ο Έγκναρμ, στρίβοντας νευρικά το μακρύ, μαύρο του μούσι, «αλλά θα προκαλέσουμε και μεγάλη ζημιά, πιστεύω, γιατί θα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, περνώντας τον ποταμό. Έτσι, μελλοντικά, θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια μειωμένη εχθρική δύναμη… μειωμένη πολύ περισσότερο απ’ό,τι θα μπορούσαμε να την είχαμε μειώσει σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση–»
«Αλλά είναι πολλοί, Άρχοντά μου,» τον διέκοψε ο Νάργκιρ. «Αν μείνουμε πίσω απ’τα τείχη, θα είναι ασφαλέστερο. Εγώ αυτό προτείνω. Είμαστε καλά προετοιμασμένοι για οποιαδήποτε επίθεση, καθώς και για τις φωτιές που πιθανώς να βάλουν εναντίον μας.»
«Η τελική απόφαση είναι δική σας, φυσικά, Άρχοντά μου,» είπε ο Έγκναρμ.
Του Δάρβαν δεν του άρεσε τούτο. Δεν του άρεσε που η τελική απόφαση έπρεπε νάναι δική του. Γιατί, αν έκανε κάποιο λάθος…. Εδώ πέρα, δεν ήταν απλό ζήτημα· δεν ήταν καν μια πολιτική μανούβρα που μπορούσε κανείς να διορθώσει αργότερα. Εδώ ήταν θέμα ζωής και θανάτου· και χρόνου, επίσης. Πολύτιμου χρόνου, μέχρι να έρθει βοήθεια από τον Βασιληά Άργκελ.
Η Φερνάλβιν θα ήξερε ακριβώς τι να κάνει. Δε θα τα έχανε, σε μια τέτοια περίσταση. Γιατί να λείπει τώρα; Ο Δάρβαν μετάνιωσε για κάθε του άσχημη σκέψη σχετικά με την ετεροθαλή αδελφή του, καθώς και για κάθε άσχημο λόγο που είχαν ποτέ ανταλλάξει. Θα τη συγχωρούσε ακόμα και για τις τελευταίες της πράξεις εναντίον της μητέρας του, αν ήταν εδώ, για να τον βοηθήσει σε τούτη την παναθεματισμένη κατάσταση! Μα, δυστυχώς, η Φερνάλβιν δεν ήταν εδώ, και ούτε θα εμφανιζόταν δια μαγείας, όσο κι αν ο Δάρβαν μετάνιωνε για περασμένα λόγια και σκέψεις.
Η Ζιάθραλ έσφιξε το χέρι του, κι εκείνος αισθάνθηκε τα νύχια της να μπήγονται οδυνηρά στην παλάμη του. «Στο ποτάμι, Δάρβαν!» του ψιθύρισε, έντονα. «Πρέπει να τους χτυπήσουμε στο ποτάμι!»
*
Ο Νεκρομέμνων κοιτούσε το στράτευμα του Άνκαραζ να κινείται δυτικά, στεκόμενος σ’ένα ύψωμα, ανάμεσα σε δύο αειθαλή δέντρα, που τα περισσότερα χιόνια είχαν γλιστρήσει και πέσει από τα ψηλότερα κλαδιά τους. Η μορφή του χανόταν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας· κανείς δε θα μπορούσε να τον προσέξει σ’αυτή τη θέση. Ένας νεκρενοικημένος δολοφόνος ποτέ δεν κρυβόταν σε τυχαίο σημείο, αλλά στο καλύτερο δυνατό, το οποίο τα μάτια του ήταν εκπαιδευμένα να βρίσκουν μ’ένα κοίταγμα.
Ήρθε η ώρα οι υπηρέτες σου, Άνκαραζ, να περάσουν τον ποταμό, ε; σκέφτηκε ο Νεκρομέμνων. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, και για μένα να κυνηγήσω ξανά. Ωστόσο, δίσταζε να ξεκινήσει, επειδή ήταν βέβαιος πως οι εχθροί του θα είχαν πάρει τα μέτρα τους. Εκείνος ο άντρας που είχε αντιμετωπίσει δεν μπορεί να ήταν άλλος από τον Άρχοντα Μόρντεναρ, για τον οποίο έλεγαν ο Βασιληάς Άργκελ και η Έπαρχος Φερνάλβιν: γιαυτό ήταν και τόσο αγαπητός στον Πολέμαρχο· και, αναμφίβολα, γνώριζε να μάχεται όπως λίγοι άνθρωποι. Θα έχει ετοιμάσει κάποια παγίδα για μένα… ή, τουλάχιστον, θα προσπαθεί. Κι αυτός ο άλλος, ο ιερέας που επιχείρησε να με βρει, αυτός πρέπει νάναι ο Ιερέας Σάλκερμιρ· και είναι, επίσης, πολύ επικίνδυνος. Και δεν αποκλειόταν να προσπαθούσε πάλι εκείνο το κόλπο εντοπισμού. Για την ακρίβεια, ο Νεκρομέμνων το περίμενε από στιγμή σε στιγμή. Ο Μόρντεναρ δε θα άφηνε τα νώτα του ακάλυπτα, όσο οι μαχητές του θα διέσχιζαν τον ποταμό Μάρνελ πάνω στα έλκηθρα· θα ήθελε να ξέρει πού βρίσκεται ο αντίπαλός του.
Έλα, λοιπόν, Σάλκερμιρ, δοκίμασε…
Τα μάτια του Νεκρομέμνονος ερεύνησαν το χιονισμένο τοπίο από κάτω του, και ο δολοφόνος κοντοκάθισε. Είδε μια μορφή να ζυγώνει μια άλλη, και να μιλάνε· και, ύστερα, είδε τη δεύτερη μορφή να γονατίζει και να ρίχνει κάτι στο έδαφος. Τα βέλη μου. Ανάθεμα αυτόν τον ιερέα! Κατάφερνε και δημιουργούσε κάποιου είδους ψυχική σύνδεση μέσω των βλημάτων. Αυτή τη φορά θα του μάθω να μην κρυφοκοιτάζει.
Ο Χέντραμ δε μπορούσε παρά να συμφωνήσει απόλυτα. Η ισχύς του νεκραδελφού φούντωσε μέσα στον Νεκρομέμνονα.
*
Η σκοτεινή μορφή υψώθηκε από τη γη και στάθηκε στον αιθέρα, σκορπίζοντας το μονοπάτι και στέλνοντας τα κομμάτια του να κυλήσουν σε ατίθασους ανέμους.
Ο Αναζητητής ξαφνιάστηκε· προσπάθησε να μαζέψει τα κομμάτια, να ξαναβρεί το δρόμο του μέσα στο αναπάντεχο χάος, τη θύελλα σκότους και κεραυνών που τον έβαλε πανταχόθεν. Ούρλιαξε. Ο δρόμος του διαπέρασε σα λεπίδα τη σκοτεινή μορφή. Για μια στιγμή μόνο. Και ύστερα, θρυμματίστηκε πάλι. Και το σκοτάδι τύλιξε τον Αναζητητή.
Δόντια κροτάλιζαν, πορφυρά μάτια τον κοίταζαν· και μέσα στα πορφυρά μάτια βρίσκονταν άλλα μάτια, μαύρα· και μέσα στα μαύρα, άλλα μάτια, πορφυρά· και μέσα στα πορφυρά, άλλα μάτια, μαύρα –και ποτέ η αλληλουχία δε σταματούσε! Ο Αναζητητής προσπάθησε να ξεφύγει από τούτη την τρέλα, να ξαναβρεί την πορεία του. Μα τα δόντια κροτάλιζαν γύρω απ’την ψυχή του.
Ήταν αδύνατον να συγκεντρώσει τα θραύσματα.
Οι αιχμές τον έγδερναν!
*
Ο Σάλκερμιρ τινάχτηκε όρθιος, μ’ένα γρύλισμα· και παραπάτησε μερικά βήματα, έτοιμος να σωριαστεί.
Ο Μόρντεναρ τον στήριξε, αρπάζοντάς τον από το μπράτσο.
«Ανόητε, σ’το είπα!» του γρύλισε ο ιερέας, σπρώχνοντάς τον μακριά του. «Σ’το είπα!»
«Μην κάνεις έτσι, Σάλκερμιρ,» αντιγύρισε ο Μόρντεναρ. «Μάθαμε κάτι σημαντικό από τούτο.»
«Τι;» Η φωνή του ιερέα ήταν κουρασμένη.
«Ότι ο δολοφόνος δεν βρίσκεται ανάμεσά μας, αυτή τη στιγμή.»
«Πιθανώς,» παραδέχτηκε ο Σάλκερμιρ. «Ή ίσως να ξέρει με τι τρόπο τον αναζητώ και να είναι προετοιμασμένος για μένα. Αλλά, ακόμα και τώρα να μην βρίσκεται ανάμεσά μας, τούτο δε σημαίνει πως δεν μπορεί να μας πλησιάσει. Δεν υπήρχε λόγος γι’αυτή την αναζήτηση! Βάλε τους φρουρούς σου να φυλάνε καλά, Άρχοντά μου· πολύ καλά. Ο Θάνατος θα έρθει απόψε· σ’το προφητεύω.» Του έστρεψε την πλάτη και βάδισε, παραπαίοντας, προς τους στρατιώτες που έσπρωχναν τα έλκηθρα. Τα βέλη τ’άφησε πίσω του, στο χιονισμένο έδαφος.
Ο Μόρντεναρ, που είχε θηκαρώσει το σπαθί του για να στηρίξει τον ιερέα, έσκυψε και σήκωσε τα βλήματα μέσα στη δεξιά του γροθιά, σφίγγοντάς τα. Το βλέμμα του πλανήθηκε στα τριγύρω μέρη.
Τρισκατάρατε, διαβολισμένε φονιά, δε θα σε ξανανταμώσω; Το λεπίδι μου θα βρεθεί στην καρδιά σου! Δε μ’ενδιαφέρει αν είσαι νεκρός αλλά ζωντανός· θα πεθάνεις ξανά, και ξανά και ξανά, αν χρειαστεί!
*
Ο Δάρβαν κοίταξε τον Διοικητή Έγκναρμ. «Προτείνεις να βγούμε απ’τα τείχη και να τους χτυπήσουμε στις όχθες του Μάρνελ… Είσαι σίγουρος ότι αυτό θα ευοδώσει;»
«Τίποτα δεν είναι σίγουρο, Άρχοντά μου. Όμως πιστεύω πως θα προκαλέσουμε σημαντικές απώλειες στον εχθρό, με αποτέλεσμα η πολιορκία να γίνει δυσκολότερη για εκείνον, κι ευκολότερη για μας.»
Ο Δάρβαν ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Σα να θέλει να τα φορτώσει όλα σε μένα! ενώ θα έπρεπε να μπορεί να δώσει μια πιο σταθερή άποψη. Άλλωστε, έχει αγωνιστεί στη Φεν εν Ρωθ!
Αναστέναξε και στράφηκε στον διοικητή της φρουράς της πόλης. «Εσύ τι προτείνεις, Διοικητή Νάργκιρ; Να μην ενεργήσουμε έτσι; Να μείνουμε πίσω απ’τα τείχη;»
«Σας το είπα ήδη, Άρχοντά μου· ναι, αυτό προτείνω.»
Φαινόταν εκνευρισμένος. Εκνευρισμένος! Πώς τολμούσε; Αντιλαμβανόταν το βάρος της απόφασης που έπρεπε να πάρει ο Δάρβαν; Ή τον είχε για χαζό; Σας το είπα ήδη, Άρχοντά μου… Σαν να μην τον άκουσα καλά την πρώτη φορά!
«Να τους χτυπήσουμε στην όχθη,» είπε η Ζιάθραλ. Η φωνή της διαπέρασε σα λόγχη το νου του, διακόπτοντας απότομα τις σκέψεις του, οι οποίες έμοιαζαν πυκνές και βαριές… τόσο βαριές. «Αγάπη μου, δεν έχουμε χρόνο!»
«Άρχοντά μου–» άρχισε ο Έγκναρμ, καθαρίζοντας το λαιμό του.
«Ησυχία!» φώναξε ο Δάρβαν. «Κάντε ησυχία! Πρέπει να σκεφτώ.» Απομακρύνθηκε από όλους τους και στάθηκε μπροστά στο τζάκι, κοιτάζοντας τις χορεύουσες φλόγες να τρώνε τα ξύλα τα οποία έτριζαν. Έτσι θα τρίζουν και τα ξύλα των σπιτιών της Έριγκ, όταν θα πυρπολούνται. Έτσι, και πολύ, πολύ δυνατότερα.
«Άρχοντά μου, σας παρακαλώ!» άκουσε τη φωνή του Έγκναρμ πίσω του. «Η σύζυγός σας έχει δίκιο· δεν υπάρχει περιθώριο χρόνου. Τι θα κάνουμε; Θα τους χτυπήσουμε ή θα οχυρωθούμε;»
Ο Δάρβαν έσφιξε τη γροθιά του, και πήρε μια βαθιά ανάσα, στρεφόμενος να τους αντικρίσει όλους.
«Χτυπήστε τους στην όχθη,» πρόσταξε.
*
Η Ιέρεια Ριλάνα και οι ακόλουθοί της είχαν πάρει θέσεις δίπλα στα πηγάδια, για να είναι έτοιμοι να βοηθήσουν τους ανθρώπους της πόλης που πιθανώς να καλούνταν να σβήσουν φωτιές. Είχαν έτοιμο και αρκετό από το φίλτρο που ονόμαζαν κατασβέστη. Ο Κάφελ δε νόμιζε ότι μπορούσε να τους προσφέρει τίποτα παραμένοντας κοντά τους, έτσι είχε ζυγώσει τη βόρεια πύλη της Έριγκ, η οποία, επί του παρόντος, σηκωνόταν μπροστά στα μάτια του και στρατός συγκεντρωνόταν πίσω της, καβαλάρηδες κυρίως, αλλά και πεζικό μετά απ’αυτούς.
Ο Κάφελ δεν ήταν στρατιωτικός, μα αντιλαμβανόταν τι ετοιμάζονταν να κάνουν: Θα πήγαιναν στον ποταμό, για να επιτεθούν στους μαχητές του Άνκαραζ, καθώς θα περνούσαν επάνω στα έλκηθρά τους. Αλλά… εγκαταλείπουν την πόλη; Τι θα γίνει αν αποτύχουν; Αν τους κατακόψουν; Θα μείνουμε χωρίς υπερασπιστές…
Το μάτι του πήρε τον Ζένκαρ, ανάμεσα στους οπλίτες. Στεκόταν στην αρχή μιας μονάδας και μιλούσε στους μαχητές του. Ο Κάφελ ζύγωσε, ακούγοντάς τον να λέει: «…Μην τυχόν και καθυστερήσει κανείς, γιατί θα σας καθαρίσω ο ίδιος! Αν φωνάξουν υποχώρηση, την κάνουμε ολοταχώς για την πύλη· δεν κοιτάμε πίσω.»
Είδε τον έμπορο να έρχεται. «Κάφελ! Τι κάνεις εσύ εδώ; Δίνε του!»
«Απλώς κοιτάζω,» αποκρίθηκε εκείνος. «Τι συμβαίνει; Θα πάτε στον ποταμό;»
Ο Ζένκαρ ένευσε. «Ναι. Ο Άρχοντας πρόσταξε να τους χτυπήσουμε καθώς θα φτάνουν στη βόρεια όχθη και θα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Πάω στοίχημα ότι ήτανε σχέδιο του Διοικητή Έγκναρμ· πάντοτε ήταν τολμηρός μπαγάσας στους Πολέμους. Και τα πετύχαινε κιόλας, αυτά πούβαζε ο νους του!»
Ένα βούκινο αντήχησε.
«Ξεκινάμε. Δίνε του.»
«Καλή τύχη, Ζένκαρ,» είπε ο Κάφελ, απομακρυνόμενος. «Οι θεοί μαζί σου!»
«Ο Άνκαραζ θα φχαριστηθεί τούτη τη βραδιά,» αποκρίθηκε, σκοτεινά, ο Ζένκαρ, και φόρεσε το κράνος του.
Οι ιππείς ξεκίνησαν, και οι πεζοί τούς ακολούθησαν, τρέχοντας. Πολεμιστές κατόπιν πολεμιστών κατόπιν πολεμιστών κατόπιν πολεμιστών… Έμοιαζαν με ένα αμάλγαμα ατσαλιού, σάρκας, και δέρματος, καθώς περνούσαν μπροστά από τον Κάφελ. Σημαίες του Οίκου των Νίλγκωρ κυμάτιζαν από πάνω τους, φέροντας το έμβλημα των αρχόντων της Έριγκ: το Δέντρο και το Ποτάμι.
Ο Κάφελ δεν ήθελε να χάσει τη συμπλοκή που θα διαδραματιζόταν στις όχθες του ποταμού. Έτρεξε προς τα δυτικά τείχη της Έριγκ, αποφεύγοντας το εξερχόμενο στράτευμα και διασχίζοντας την Οδό Πυλών. Όταν έφτασε, βρήκε μια πέτρινη σκάλα κι άρχισε να την ανεβαίνει.
Ένα γαντοφορεμένο χέρι τον άρπαξε από το πέτο της τουνίκας του, σπρώχνοντάς τον πίσω. «Ε, πού πας;»
Ο Κάφελ παραλίγο να παραπατήσει στα σκαλοπάτια και να πέσει. «Σου μοιάζω για εχθρός;» μούγκρισε στην πολεμίστρια που τον είχε εμποδίσει –μια ξανθιά κοπέλα με μακριά μαλλιά, τα οποία έβγαιναν από τις άκριες του κράνους της.
«Όχι, αλλά πήγαινε κάτω,» επέμεινε εκείνη. «Δεν είναι η θέση σου εδώ. Κι αν είναι, τότε έχεις ξεχάσει να φορέσεις τη στολή σου!»
«Δεν είμαι στρατιώτης· θέλω μόνο να δω. Και να βοηθήσω, αν μπορώ. Είναι ένας… ένας συγγενής μου εκεί κάτω! Θέλω να δω, μόνο.»
Η λαβή της γυναίκας χαλάρωσε και η όψη της μαλάκωσε. «Εντάξει,» είπε, «ανέβα. Αλλά μην τολμήσεις να κάνεις φασαρίες–»
«Φυσικά και όχι. Γιατί να–;»
«Κι αν αρχίσει τίποτα απρόοπτο, θα πας κάτω και θα κρυφτείς. Με καταλαβαίνεις;»
Ο Κάφελ ένευσε, και η πολεμίστρια τον άφησε ν’ανεβεί τα τελευταία σκαλιά της πέτρινης σκάλας και να φτάσει στις επάλξεις των τειχών, απ’όπου μπορούσε, άνετα, να ατενίσει δυτικά, τον κρυσταλλωμένο ποταμό Μάρνελ και τους δύο στρατούς που τον ζύγωναν εκατέρωθεν. Τι θέαμα! Φαντασμαγορικό και τρομακτικό, συγχρόνως. Το φεγγαρόφωτο και η ανταύγεια των άστρων να αντανακλώνται επάνω σε αρματωσιές και όπλα· οι σημαίες να κυματίζουν στον άνεμο· οι κραυγές χιλιάδων αντρών και γυναικών ν’αντηχούν μαζί· το ποδοβολητό των αλόγων και η άγριά τους πορεία…
Τα έλκηθρα να παρατίθενται στη νότια ακτή του ποταμού, και οι μαχητές του Άνκαραζ να τα καβαλάνε, αλλά να μην ορμούν ακόμα… Τι περιμένουν; Τους υπερασπιστές της Έριγκ να έρθουν; Ή θέλουν όλα τα έλκηθρα να είναι στη θέση τους, προτού περάσουν;
Αυτός ο άντρας επάνω στο άλογο και κοντά στον σημαιοφόρο, φαντάζει αρχηγός· ποιος είναι;
*
Ο Μόρντεναρ καθόταν ιππαστί, ντυμένος με την αρματωσιά του και φορώντας το κράνος του. Δίπλα του βρισκόταν ένας επίσης έφιππος σημαιοφόρος.
«Μη βιαστείτε!» φώναξε ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ στους μαχητές του που παρέθεταν τα έλκηθρά τους στη νότια όχθη του παγωμένου ποταμού. «Συγκεντρωθείτε όλοι!» Δεν ήθελε να το ριψοκινδυνέψει να περάσει μόνο μερικούς στρατιώτες απέναντι και οι υπερασπιστές της Έριγκ να τους κατακόψουν.
Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στους ερχόμενους μαχητές, στους ιππείς και στους πεζούς που εφορμούσαν προς τη βόρεια όχθη. Απέχουν ακόμα, απέχουν… Έπρεπε να κάνουν τον κύκλο της περιτειχισμένης πόλης, για να φτάσουν εδώ, γιατί η Έριγκ είχε μόνο βόρεια και νότια πύλη, και οι υπέρμαχοί της τώρα είχαν βγει από την πρώτη. Αν υπήρχε και δυτική, τα πράγματα θα ήταν πολύ ευκολότερο γι’αυτούς. Μα δεν υπήρχε.
Ο Μόρντεναρ κοίταξε, μετά, τους δικούς του μαχητές και τα έλκηθρα. Όλα έτοιμα, σκέφτηκε, πράγμα το οποίο του επιβεβαίωσε και η Καλριάτα η Εφταδάχτυλη, μ’ένα κούνημα του ξίφους της στον αέρα.
Ο Άρχων της Σέρνιντοκ αφίππευσε και έτρεξε προς ένα έλκηθρο, πηδώντας μέσα και φωνάζοντας: «ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΜΑΡΝΕΛ!»
Τα εκατοντάδες ξύλινα μεταφορικά κατασκευάσματα άρχισαν να γλιστρούν επάνω στην κρυσταλλωμένη επιφάνεια του ποταμού, καθώς στρατιώτες τα έσπρωχναν από τη νότια όχθη, δίνοντάς τους ώθηση με μακριές, χοντρές ράβδους. Από εκεί και πέρα, ο γλιστερός πάγος και τα πέδιλα των έλκηθρων ανέλαβαν την υπόλοιπη κίνηση επάνω στον Μάρνελ.
«ΤΟΞΑ!» κραύγασε ο Μόρντεναρ, και οι διοικητές του μιμήθηκαν την κραυγή του. Δίπλα του, στο ίδιο έλκηθρο, η Τέριλ η Εκηβόλος πέρασε ένα βέλος στη χορδή του δικού της τόξου, και το τέντωσε, επιδέξια.
Οι δυνάμεις της Έριγκ ζύγωναν με ταχύ ρυθμό. Οι δυνάμεις του Άρχοντα της Σέρνιντοκ γλιστρούσαν επάνω στον πάγο με ακόμα ταχύτερο. Ο Μόρντεναρ φοβόταν την πρόσκρουση στη βόρεια όχθη. Βέβαια, τις τελευταίες ημέρες, είχε βάλει τους διοικητές του να μιλήσουν στους μαχητές σχετικά με το πώς να σταματήσουν την πορεία των έλκηθρων, σέρνοντας ξύλα επάνω στον πάγο και μειώνοντας την ταχύτητα όσο ζύγωναν τον προορισμό τους· αλλά εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος. Πόσοι θα τα κατάφερναν καλά, αναρωτιόταν, και πόσοι θα σκορπίζονταν, καθώς τα μεταφορικά τους μέσα θ’αναποδογύριζαν ή θα τινάζονταν;
Επίσης, άλλο ένα θέμα που τον απασχολούσε ήταν και η απόσταση ανάμεσα σ’εκείνον και τους ερχόμενους αντιπάλους. Ήθελε να είναι αρκετή, ώστε να του δώσει την ευκαιρία για μία βολή, η οποία θα ανέκοπτε την έφοδο των εχθρών και οι μαχητές του θα δέχονταν την επίθεση τους πιο ήπια.
«ΚΟΨΑΤΕ ΤΑΧΥΤΗΤΑ!» φώναξε, βλέποντας τον προορισμό να είναι κοντά. Μπορούσε να νιώσει τον άνεμο δυνατό στο πρόσωπό του, και τα μάτια του έτσουζαν· τα έλκηθρα γλιστρούσαν πολύ γρήγορα. Όμως είδε ότι, ευτυχώς, οι προειδοποιήσεις του δεν είχαν πάει χαμένες· αρκετοί διοικητές είχαν ήδη βάλει τους μαχητές τους ν’αρχίζουν να κόβουν ταχύτητα.
Το βλέμμα του Μόρντεναρ στράφηκε στους ερχόμενους στρατιώτες της Έριγκ. Θα βρίσκονται εντός εμβέλειας όταν φτάσουμε, έκρινε. Αλλά θα προλάβουμε να ρίξουμε; Έσφιξε τα δόντια και ξεθηκάρωσε το σπαθί του. Έριξε μια ματιά στην Τέριλ, η οποία εξακολουθούσε να κρατά το τόξο της τεντωμένο και να σημαδεύει. Δεν έμοιαζε ν’ανησυχεί που το μεταφορικό τους μέσο έκοβε ταχύτητα· πάντα ήταν πολύ ψύχραιμη. Και έλεγε, συνήθως, πως μόνο αυτό χρειάζεται για νάναι κανείς καλός στο τόξο.
Τα έλκηθρα έφτασαν στην αντίπερα όχθη.
Δυνατοί, ξεροί ήχοι ακούστηκαν, καθώς μερικά ανατράπηκαν, πετώντας τους επιβαίνοντες στο χιόνι και στον πάγο, σκορπίζοντας τα τόξα και τα βέλη τους.
Όμως τα περισσότερα έφτασαν χωρίς σφάλμα. Οι στρατιώτες είχαν κόψει την περισσότερη φόρα, αφήνοντας μονάχα ελάχιστη: όση έδινε η ολισθηρότητα του πάγου: αρκετή για να περάσουν τα πέδιλα στη χιονισμένη όχθη και να σταματήσουν εκεί, μπηγόμενα στο χιόνι και στο χώμα από κάτω ή τρίζοντας πάνω στους βράχους.
Ο Μόρντεναρ πήδησε στη γη. «Ανασυνταχτείτε! Ανασυνταχτείτε!» Δεν τα είχαν πάει άσχημα οι μαχητές του, μα πιο καλά η τάξη να επιβάλλεται αμέσως.
Οι δυνάμεις της Έριγκ ήταν κοντά!
Ο Μόρντεναρ ύψωσε το σπαθί του και έδειξε. «ΒΑΛΑΤΕ!»
Και άκουσε τους διοικητές να μιμούνται την κραυγή του, μεταφέροντάς τη σ’όλο το στράτευμα: Βάλλατε! – Βάλλατε! – Βάλλατε!
Βέλη εκτοξεύτηκαν. Μα οι περισσότεροι μαχητές ήταν απροετοίμαστοι, ύστερα από την πρόσκρουσή τους στη βόρεια όχθη, και ο Μόρντεναρ, βλέποντας την πορεία της μαζικής βολής, ήξερε εκ των προτέρων ότι τα βλήματα δεν είχαν πάρει την καλύτερη δυνατή κλίση· τα περισσότερα θ’αστοχούσαν τελείως.
Κάποιοι από τους εφορμούντες ιππείς έπεσαν, μα οι απώλειες δεν επαρκούσαν για ν’ανακόψουν την έφοδό τους. Χίμησαν στους μαχητές του Μόρντεναρ βαστώντας λόγχες και ασπίδες, ενώ πίσω τους έρχονταν οι πεζοί, κραυγάζοντας μαινόμενοι.
Ο Άρχων της Σέρνιντοκ ύψωσε τη δική του ασπίδα κι απέκρουσε μια λόγχη, βγάζοντάς τη απ’την πορεία της και σπαθίζοντας κατά του καβαλάρη –βρίσκοντάς τον στα πλευρά, σχίζοντας την πανοπλία του, και ρίχνοντάς τον από τη σέλα, για να κυλήσει αιμόφυρτος στο ποδοπατημένο χιόνι.
Οι ιππείς του εχθρού τράβηξαν τα ξίφη τους, έχοντας κάνει επιτυχώς την πρώτη τους έφοδο. Χίλιες κατάρες! Μας έπιασαν σε πολύ άσχημη θέση, τελικά! Ο Μόρντεναρ απέκρουσε μια λεπίδα και σπάθισε πάλι· αλλά, ετούτη τη φορά, το ξίφος του βρήκε εμπόδιο μια ασπίδα.
Η Τέριλ στεκόταν δίπλα του, έχοντας περάσει στην πλάτη το τόξο της και βαστώντας, με τα δύο χέρια, ένα μακρύ, λιγνό σπαθί.
Οι ιππείς διαλύθηκαν, δεξιά κι αριστερά, για ν’αφήσουν τους πεζούς να πέσουν επάνω στους αποδιοργανωμένους αντιπάλους. Όμως οι οπλίτες ήταν πολλοί λίγοι για το μέγεθος του στρατού του Μόρντεναρ.
Θα τους καταπιούμε, στο τέλος! Αλλά το ζήτημα ήταν πόση ζημιά θα κατάφερναν να προκαλέσουν για τον αριθμό τους. Άνκαραζ! Δώσε μας δύναμη να τους τσακίσουμε!
Ο Μόρντεναρ διαπέρασε έναν στρατιώτη με το σπαθί του· τον κλότσησε, για να ελευθερώσει τη λεπίδα, και στράφηκε σε άλλον. Τα πάντα μετατράπηκαν σε χάος γύρω του. Απέκρουε χτυπήματα, με την ασπίδα· κοπανούσε εχθρούς δεξιά κι αριστερά· μπορούσε να νιώσει την παρουσία της Τέριλ να φυλά τα νώτα του, χειριζόμενη επιδέξια το λιγνό της ξίφος κι αποφεύγοντας χτυπήματα. Είχε χάσει πλέον τη γενικότερη εικόνα της μάχης· δεν ήξερε πώς τα πήγαινε ο στρατός του. Μονάχα μαχόταν· μαχόταν όπως είχε μάθει στη χώρα που ονομάστηκε Φεν εν Ρωθ: σαν κτήνος, με μοναδική επιθυμία την κατατρόπωση των εχθρών: ακόμα και πάνω από το ένστικτο της επιβίωσης. Αίμα παντού, θρίαμβος για τον Άρχοντα της Μάχης! Το τσάκισμα των αντιπάλων· ο ήχος από τις κραυγές τους! Η κλαγγή του ατσαλιού!
–Βούκινα αντήχησαν, σπάζοντας την άχρονη ακολουθία.
Βούκινα του εχθρού!
Οι μαχητές της Έριγκ υποχωρούσαν. Ο αριθμός και η δεινότητά μας τους νίκησαν! Ο Μόρντεναρ γέλασε, και σπάθισε μια πολεμίστρια που του έστρεφε, αδέξια, τα νώτα. Η γυναίκα σωριάστηκε στο χιόνι, πορφυρίζοντάς το.
Οι στρατιώτες του ήταν έτοιμοι να καταδιώξουν τους υποχωρούντες Εριγκιανούς, αλλά το ιππικό έπεσε ξανά επάνω τους, περνώντας ανάμεσά τους σαν το δρεπάνι του θεριστή.
«Μην ακολουθείτε!» φώναξε ο Μόρντεναρ. «ΜΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΤΕ! Αφήστε τους να φύγουν!»
Σε κάποιους δεν έφτασε η προσταγή του, και καθώς κυνήγησαν τους υποχωρούντες υπερασπιστές της Έριγκ, τα ξίφη του ιππικού τούς κατέκοψαν, αναγκάζοντάς τους να τραπούν σε άτακτη φυγή. Οι καβαλάρηδες του εχθρού δεν τους καταδίωξαν· στράφηκαν και κάλπασαν προς τα βόρεια, μαζί με τους πεζούς.
«Το πέρασμα του ποταμού δεν πήγε και τόσο καλά…!» μούγκρισε ο Μόρντεναρ, τινάζοντας το σπαθί του από τα αίματα και θηκαρώνοντάς το, χωρίς να το σκουπίσει.
Η Τέριλ τον κοίταξε, λαχανιασμένη, κατεβάζοντας το λεπίδι της και γνέφοντας.
Ο Θάνεμιρ ζύγωσε, τραυματισμένος ελαφριά στον δεξή μηρό.
«Μετρήστε τις απώλειες,» τον πρόσταξε ο Μόρντεναρ.
«Δεν πρέπει νάναι πολλές, Άρχοντά μου.»
«Για τον αριθμό τους, όμως, είμαι βέβαιος πως μας έκαναν άσχημη ζημιά. Θα έπρεπε να είχαν νικηθεί χωρίς πολύ φασαρία.» Έστρεψε το βλέμμα του στα τείχη της Έριγκ, όπου οι υπερασπιστές που στέκονταν στις επάλξεις πανηγύριζαν. «Αλλά η ήττα τους δε θ’αργήσει να έρθει.»
Οι υπερασπιστές της Έριγκ υποχωρούσαν. Οι ιππείς διέγραφαν κύκλους στο χιόνι, περνώντας από τα νώτα των οπλιτών και προστατεύοντάς τους από τους λιγοστούς εχθρούς που είχαν αποφασίσει να τους καταδιώξουν. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του Άνκαραζ, όμως, έμεινε πίσω, στην όχθη· δεν κυνήγησε τους υποχωρούντες.
Ο Κάφελ αισθανόταν βέβαιος ότι αυτό αποκλείεται να ήταν θετικό σημάδι. Οι εχθροί, αναμφίβολα, θα είχαν κάποιο καλύτερο σχέδιο κατά νου. Καλύτερο για εκείνους, χειρότερο για τους κατοίκους της Έριγκ…
Προσπάθησε να υπολογίσει πόσοι από τους υπερασπιστές επέστρεφαν στην πόλη και πόσοι είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης. Όμως δεν μπορούσε να καταλάβει. Οι στρατιώτες τού φαίνονταν πολλοί στην αρχή, όταν εφορμούσαν εναντίον των δυνάμεων του Άνκαραζ, και πολλοί και τώρα, που υποχωρούσαν.
«Πόσοι επιτέθηκαν;» ρώτησε την πολεμίστρια που στεκόταν δίπλα του, η οποία παραλίγο να τον ρίξει όταν εκείνος ανέβαινε την πέτρινη σκάλα των επάλξεων.
«Πόσοι από εμάς, εννοείς; Τέσσερις χιλιάδες.»
«Και πόσους χάσαμε, ύστερα απ’αυτό;»
Η γυναίκα ανασήκωσε τους αρματωμένους της ώμους. «Δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς, μα υπολογίζω πως όχι πολλούς· λιγότερους από χίλιους.»
«Και οι εχθροί;»
«Αυτό είναι ακόμα πιο δύσκολο να το υπολογίσω. Δε βλέπεις τι γίνεται στην όχθη; Χαμός! Πάντως, πρέπει να τους δώσαμε γερό χτύπημα. Θα μας διευκολύνει, μελλοντικά. Ο αριθμός τους μειώθηκε κάπως, και ένας πολιορκούμενος επάνω στα τείχη μετρά σαν πέντε πολιορκητές που προσπαθούν ν’ανεβούν.»
«Τόσο μεγάλη διαφορά υπάρχει;»
«Διαφωνείς; Έχεις δοκιμάσει ποτέ να σκαρφαλώσεις ενώ οι αποπάνω σού ρίχνουν ό,τι βρούνε και, μόλις φτάσεις κοντά τους, σε κοπανάνε και μ’ό,τι κρατάνε;»
Δεν πρέπει νάναι και πολύ ευχάριστη εμπειρία… «Όχι,» παραδέχτηκε ο Κάφελ, κοιτάζοντας τους υποχωρούντες Εριγκιανούς να κάνουν τον κύκλο των τειχών και να πηγαίνουν βόρεια, στην πύλη. «Με συγχωρείς τώρα· πηγαίνω να δω το φίλο μου. Ελπίζω νάχει επιστρέψει ζωντανός. Και σ’ευχαριστώ που μ’άφησες ν’ανεβώ.» Στράφηκε και βάδισε προς την πέτρινη σκάλα.
Προτού κατεβεί το πρώτο σκαλοπάτι, ένα γαντοφορεμένο χέρι τον έπιασε απ’τον ώμο. «Δεν είπες ότι ήταν συγγενής σου;»
Ο Κάφελ λοξοκοίταξε την πολεμίστρια, χωρίς να στραφεί ολόκληρος προς το μέρος της. «Συγγενής μου είναι, αλλά τον θεωρώ πιο πολύ φίλο μου. Καταλαβαίνεις…» Είδε μια γυαλάδα στα μάτια της, την οποία δεν μπόρεσε να αποκωδικοποιήσει. Τον πίστεψε; Τον θεώρησε ψεύτη (όπως και ήταν); Τον υποψιάστηκε; Ο Κάφελ δεν κάθισε να μάθει· γύρισε απ’την άλλη και κατέβηκε, γρήγορα, τη σκάλα, ξεφεύγοντας από τη γαντοφορεμένη λαβή της πολεμίστριας.
Μπαίνοντας στους δρόμους της Έριγκ, κατευθύνθηκε προς την Οδό Πυλών και έστριψε βόρεια, τρέχοντας. Πέρασε μπροστά από την πύλη του παλατιού και ζύγωσε τη βόρεια πύλη της πόλης, η οποία είχε ανοίξει, για να υποδεχτεί τους στρατιώτες που επέστρεφαν. Ο Κάφελ άκουσε τις φωνές τους πολύ πριν τους δει. Πανηγυρισμούς κυρίως, σαν αυτούς που είχε ακούσει στα τείχη. Πανηγυρισμούς που αποκάλυπταν μια ανακούφιση· φαίνεται πως οι περισσότεροι δεν πίστευαν ότι η συμπλοκή τούτη θα εξελισσόταν ευνοϊκά.
Αναμειγνύοντας τον εαυτό του με τους μαχητές που πλημμύριζαν το βόρειο άκρο της Οδού Πυλών και τους τριγυρινούς δρόμους, ο Κάφελ έψαξε για τον Ζένκαρ. Άργησε λίγο, αλλά τον βρήκε. Ήταν καθισμένος σε κάτι ξύλινα κιβώτια, γυμνός από τη μέση κι επάνω, ενώ ένας θεραπευτής περιποιόταν το τραύμα στ’αριστερά του πλευρά. Ο στρατιώτης κάπνιζε μια πίπα κι έτριβε τα μαύρα του μούσια· δεν έμοιαζε να είναι σε άσχημη κατάσταση.
Ο Κάφελ τον πλησίασε. «Η μάχη πήγε καλά, άκουσα.»
Ο Ζένκαρ έβγαλε το τσιμπούκι απ’το στόμα του, φυσώντας καπνό στον αέρα. «Καλύτερα απ’ό,τι τολμούσαμε να πιστεύουμε, φίλε! Πολύ καλύτερα! Δε σ’τάλεγα γω; Διοικητής Έγκναρμ, φίλε! Ό,τι ανισόρροπο βάζει στο νου του το πετυχαίνει, σαν να τον γουστάρει ο Άνκαραζ, ένα πράμα! Ήταν και μαζί μας, ε; Το ξέρεις;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Κάφελ.
«Και πολέμησε σα ζώο, μου είπανε!» τόνισε ο Ζένκαρ. «Εγώ ήμουν σ’άλλο σημείο και δεν τον είδα, αλλά μου είπανε ότι δεν έχει χάσει και τόσο τις παλιές του ικανότητες.» Αναστέναξε. «Ξέρεις, φίλε, για όσους από εμάς πολεμήσαμε εκεί, στη Φεν εν Ρωθ… κάτι έμεινε για πάντα μέσα μας.» Έβαλε ξανά την πίπα του στο στόμα, δαγκώνοντάς την. «Αλλάξαμε. Γίναμε πιο ζώα και λιγότερο άνθρωποι. Και τα ζώα δεν ξεχνούν ποτέ πώς να πολεμάνε.» Φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια, και είπε, σα να μονολογούσε: «Κάποιες φορές, σε τρομάζει τούτο…»
Ο Κάφελ δεν ήξερε τι ν’αποκριθεί, έτσι δε μίλησε.
«Τι θα γίνει, ρ’αδελφέ;» μούγκρισε ο Ζένκαρ στο θεραπευτή. «Τελειώνεις το παραμύθι, ή θα ξεπαγιάσουμε δω να πέρα;»
Ο άντρας έδεσε τον επίδεσμο γύρω από τα πλευρά του πολεμιστή. «Τελείωσα,» αποκρίθηκε. «Όλο μουρμούρα είσαι…» Ορθώθηκε (γιατί είχε γονατίσει, ώστε να τον περιποιηθεί) και πήρε το δερμάτινο σάκο του στον ώμο. Ήταν ένας τύπος αρκετά μεγάλος σε ηλικία, απ’ό,τι έκρινε ο Κάφελ: σαράντα με πενήντα, με γκρίζα μαλλιά και γένια.
«Όλο μουρμούρα!» έκανε ο Ζένκαρ, λοξοκοιτάζοντάς τον, άγρια. «Με ξέρεις κι από παλιά;»
«Ξεκουράσου απόψε, και μη σηκώσεις τίποτα βαρύ,» του είπε, επαγγελματικά, ο θεραπευτής, και στράφηκε απ’την άλλη, απομακρυνόμενος.
«Ναι, έλεγα να σηκώσω βαρέλια για το κελάρι μου…!» μούγκρισε ο Ζένκαρ, ρουθουνίζοντας αγενώς.
«Ώστε αυτός είναι ο συγγενής σου…» Η φωνή ήταν γυναικεία, γνώριμη, και ακούστηκε πίσω από τον Κάφελ.
Ο έμπορος γύρισε και είδε την πολεμίστρια να πλησιάζει.
«Σερκάλιν,» είπε ο Ζένκαρ, έχοντας σηκωθεί από τα κιβώτια, για να φορέσει την τουνίκα του. «Ποιος συγγενής;»
«Ο φίλος μου απο δώ ανέβηκε στις επάλξεις, λέγοντας ότι ήθελε να δει τη μάχη γιατί ένας συγγενής του ήταν μέσα στο στρατό…»
«Γνωρίζεστε;» είπε ο Κάφελ, προσπαθώντας ν’αλλάξει θέμα.
«Πώς δε γνωριζόμαστε;» αποκρίθηκε ο Ζένκαρ. «Η Σερκάλιν είναι από τους χειρότερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει.»
«Τα συναισθήματα είναι αμοιβαία,» δήλωσε η πολεμίστρια, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά της. «Και, προφανώς, δεν είστε συγγενείς.»
«Αλλά είναι φίλος μου,» είπε ο Κάφελ, «και ήθελα να δω τι θα συνέβαινε εκεί έξω.»
«Κι έπρεπε να πεις ψέματα;»
«Μην κάνεις έτσι· δεν έγινε και κανένα κακό…»
«Όχι,» είπε η πολεμίστρια που ο Ζένκαρ είχε αποκαλέσει Σερκάλιν, «αλλά οι διαταγές μας είναι να μην ανεβάζουμε πολίτες στις επάλξεις εν καιρώ πολιορκίας.»
«Μα, δε σφυροκοπούν τα τείχη ακόμα· από εκείνη τη μεριά, τουλάχιστον,» αποκρίθηκε ο Κάφελ· και άλλαξε πάλι θέμα: «Τι θα γίνει, όμως, τώρα που πέρασαν τον ποταμό;»
«Τώρα, θ’αρχίσει το πραγματικό γλέντι, φίλε μου,» είπε ο Ζένκαρ, φουμάροντας.
«Μπορώ να κάνω κάτι, για να βοηθήσω;»
«Πάλι τα ίδια θα λέμε;–» Ο πολεμιστής ήταν να συνεχίσει τα λόγια του, μα τα διέκοψε απότομα, κοιτάζοντας την έκφραση του Κάφελ. Τι βλέπει στην όψη μου; αναρωτήθηκε εκείνος. «Τι νομίζεις ότι έχεις να προσφέρεις;» Η φωνή του Ζένκαρ είχε, ξαφνικά, σοβαρέψει πολύ.
«Οτιδήποτε! Δώστε μου ένα όπλο κι αφήστε με να σταθώ στις επάλξεις, όταν θα προσπαθούν να σκαρφαλώσουν επάνω! Θέλω να βοηθήσω.» Ο Κάφελ μίλησε με περισσότερη θέρμη απ’ό,τι σκόπευε. Γιατί είμαι τόσο πρόθυμος να συμπολεμήσω, πλάι-πλάι, με τους υπερασπιστές της Έριγκ;
Η Σερκάλιν τον κοίταξε, παραξενεμένη. «Έχεις εκπαιδευτεί καθόλου;»
Ο Κάφελ κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Έμπορος είμαι. Τυχαία βρέθηκα εδώ, αλλά…» Στο μυαλό του εισέβαλε πάλι ο Ήρενκαρ, καθώς έπεφτε απ’το άλογό του, μ’ένα βέλος καρφωμένο στην πλάτη. Οι αιμοβόροι μαχητές έρχονταν. Έρχονταν με λύσσα στα μάτια τους. Και ο Κάφελ δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει· έπρεπε να φύγει. Τα καθάρματα! Τι ζημιά είχαν προκαλέσει! Όλο το εμπόρευμα χαμένο, ο Ήρενκαρ νεκρός…! «Θέλω να τους κάνω να πληρώσουν!» σφύριξε μέσα από σφιγμένα δόντια. «Δε μ’ενδιαφέρει που δεν είμαι εκπαιδευμένος. Είμαι παγιδευμένος εδώ, έτσι κι αλλιώς! Ή θα πολεμήσουμε ή θα πεθάνουμε, σωστά;»
Η Σερκάλιν εξακολουθούσε να τον κοιτάζει παράξενα· ή, μάλλον, τώρα τον κοίταζε ακόμα πιο παράξενα από πριν.
Ο Ζένκαρ, όμως, κούνησε το κεφάλι αργά, σα να καταλάβαινε. Έβγαλε την πίπα του απ’το στόμα, και είπε: «Ο Άνκαραζ, φίλε μου… τον βλέπω στα μάτια σου. Πόσες φορές τον είχα δει, τότε, στους Πολέμους… Η Σερκάλιν δεν το παρατηρεί· της φαίνεται περίεργο.»
«Το μυαλό σου έχει κουνηθεί!» του είπε η πολεμίστρια.
Ο Ζένκαρ σηκώθηκε από τα κιβώτια, όπου είχε ξανακαθίσει αφότου φόρεσε την τουνίκα του. «Και το δικό σου μυαλό θάχε κουνηθεί, αν είχες δει αυτά που είδαμε στη Φεν εν Ρωθ. Αλλά τα μάτια του Άνκαραζ δεν τα ξεχνάς, ό,τι κι αν γίνει· όσα χρόνια κι αν περάσουν.»
Ο Κάφελ δεν ήξερε πώς έπρεπε να αισθανθεί απ’αυτά που άκουγε. (Τα μάτια του Άνκαραζ; Στο βλέμμα μου;) Έτσι, ένιωσε… κενός· ενώ κάπου, βαθιά εντός του, ένα μίσος φούντωνε. Έπρεπε να τους τσακίσει για ό,τι είχαν κάνει σ’εκείνον και στον Ήρενκαρ! Δυο έμποροι ήμασταν, που πηγαίναμε στην Έριγκ να πουλήσουμε την πραμάτεια μας. Ο ένας είναι νεκρός… κι ο άλλος, εγώ… Εγώ μπορεί να μην επιστρέψω ποτέ ξανά στην Μπένριγκ, χάρη σ’αυτούς τους παρανοϊκούς!
«Δώστε του ένα όπλο και μια ασπίδα,» είπε ο Ζένκαρ στη Σερκάλιν. «Θ’αγωνιστεί.»
Η πολεμίστρια έβγαλε το κράνος της, ξεφυσώντας. Τα μακριά, ξανθά της μαλλιά ήταν κολλημένα, από τον ιδρώτα, στις πλευρές του κεφαλιού της. Κοίταξε τον Κάφελ. «Πώς σε λένε;»
Εκείνος της απάντησε, μηχανικά.
«Είσαι τρελός, Κάφελ;» τον ρώτησε. «Μείνε πίσω από τα τείχη και περίμενε. Όταν λυθεί η πολιορκία, θα φύγεις από την πόλη. Μπορείς να βοηθήσεις τους πολίτες που είναι έτοιμοι να σβήσουν τις φωτιές–»
«Όχι,» είπε ο Κάφελ. «Θέλω να τους πολεμήσω! Αν η πόλη πέσει, δε θα έχει και πολύ νόημα να περιμένω κρυμμένος πίσω απ’τα τείχη.»
Η Σερκάλιν γέλασε, ξερά και κοφτά. «Και νομίζεις ότι εσύ θα αποτρέψεις την πτώση της πόλης; Αν είναι να πέσει, θα πέσει, Κάφελ. Τι στο Σάλ’γκρεμ’ρωθ είσαι; Αυτοκτονικός;»
«Αν στο τέλος ηττηθούμε, τότε θέλω, τουλάχιστον, να έχω πάρει μαζί μου όσους απ’αυτούς τους μπάσταρδους μπορώ!»
«Έχεις τίποτα προσωπικό μαζί τους, πανάθεμά σε;»
«Εκτός από το γεγονός ότι σκότωσαν τον φίλο μου, σκόρπισαν την πραμάτεια μου, και με κυνήγησαν για να με σκοτώσουν κι εμένα, τίποτα απολύτως!» αντιγύρισε ο Κάφελ.
Η όψη της Σερκάλιν μαλάκωσε, όπως είχε μαλακώσει τότε που της είχε πει ότι ήθελε ν’ανεβεί στις επάλξεις γιατί ένας συγγενής του αγωνιζόταν από κάτω. Ήταν, κατά βάθος, συναισθηματική.
«Κοίτα… σε καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πώς πρέπει να αισθάνεσαι… Εντάξει, αν θέλεις να πολεμήσεις, κανένας δε θα σε σταματήσει. Άλλωστε, όταν ο εχθρός αρχίσει ν’ανεβαίνει στα τείχη, θα χρειαστούμε όσους περισσότερους ανθρώπους γίνεται.» Συνοφρυώθηκε, σα να συνειδητοποίησε, ξαφνικά, κάτι. «Είπες ότι σε κυνήγησαν; Είσαι από εκείνους που ειδοποίησαν τον Άρχοντα Δάρβαν για τους μαχητές του Άνκαραζ;»
Ο Κάφελ ένευσε. «Ναι. Ήρθα με την Ιέρεια Ριλάνα και τους ακόλουθούς της, τους οποίους συνάντησα στο δρόμο μου. Αν δεν είχα πάει στο Ναό της Βιρκάνθα, έξω απ’την Όρκαλ, θα είχα καταρρεύσει απ’το κρύο και την κούραση· και ο στρατός του Άνκαραζ θα τους είχε σκοτώσει όλους εκεί, καθώς δε θα ήξεραν για τον ερχομό του.»
«Στρατός του Άνκαραζ…!» ρουθούνισε ο Ζένκαρ. «Ποιος στρατός δεν είναι του Άνκαραζ, φίλε μου; Αυτό το φουσάτο σε πληροφορώ ότι ανήκει σ’ένα πολύ συγκεκριμένο άτομο που δεν περίμενα να δω, αλλά, καθώς πολεμούσα, τον είδα… τον Μόρντεναρ. Τον Άρχοντα της Σέρνιντοκ.»
«Ο Μόρντεναρ;…» έκανε ο Κάφελ. Είχε ξανακούσει τούτο το όνομα. «Αυτός δεν είναι ένας Ήρωας των Πολέμων της Φεν εν Ρωθ; Ένας Ήρωας του Βασιλείου; Ο ίδιος ο Βασιληάς τον είχε ονομάσει έτσι, νομίζω!»
Ο Ζένκαρ ένευσε.
«Και πρόδωσε το Νόρβηλ; Γιατί;»
«Γιατί το ζώο υπερίσχυσε μέσα του. Εκείνο το μαύρο, αιμοβόρο θηρίο που γεννιέται στη Φεν εν Ρωθ, και ποτέ δε σ’εγκαταλείπει.
»Δεν ξέρω, όμως, ποιοι άλλοι τον είδαν και ποιοι τον αναγνώρισαν· δεν είναι όλοι από τους Πολέμους σε τούτο το στρατό. Πρέπει, οπότε, να ειδοποιήσω τον Διοικητή Έγκναρμ, για να ξέρει με ποιον έχει να κάνει. Ο Μόρντεναρ είναι πολύ επικίνδυνος, σε διαβεβαιώνω.»
«Μα, δε θα τον είδε κι ο διοικητής;»
«Σου είπα, φίλε μου: μαχόμασταν σε διαφορετικά σημεία.»
*
Ο Μόρντεναρ παρακολουθούσε τους στρατιώτες του να ανασυγκροτούνται και να στήνουν την κατασκήνωσή τους στη βόρεια όχθη του ποταμού Μάρνελ.
«Τους νεκρούς μας κάψτε τους. Τους νεκρούς του εχθρού κρατήστε τους, για να πετάξουν,» πρόσταξε. Και όσοι ήταν από τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ κατάλαβαν τι εννοούσε, και μειδίασαν ή χασκογέλασαν.
Ορισμένα από τα έλκηθρα διέσχιζαν πάλι τον παγωμένο ποταμό, πηγαίνοντας τώρα νότια, για να πάρουν από εκεί τα άλογα του στρατού και να τα φέρουν, σίγα-σίγα, στη βόρεια όχθη. Ο Μόρντεναρ είδε τον Σάλκερμιρ να έρχεται, ανεβαίνοντας σε ένα από τα ξύλινα μεταφορικά μέσα, μαζί με τρεις ίππους και δύο στρατιώτες.
Ο Θάνεμιρ ζύγωσε τον Άρχοντά του. Ο τραυματισμένος του μηρός ήταν δεμένος.
«Πόσες υπολογίζονται οι απώλειες, Αρχιμαχητή;»
«Περίπου χίλιοι πολεμιστές.»
«Και των αντιπάλων;»
«Οι μισοί, Άρχοντά μου.»
«Νίκησαν, δηλαδή, σε τούτο το γύρο,» είπε ο Μόρντεναρ, κοιτάζοντας τα άλογα να αφηνιάζουν επάνω σ’ένα ερχόμενο έλκηθρο και τους στρατιώτες να προσπαθούν να τα ηρεμήσουν.
«Ίσως. Αλλά είναι μικρή νίκη, και η διαφορά δε θα φανεί μεγάλη στο τέλος.»
«Πρέπει να πάρουμε την πόλη γρήγορα, Θάνεμιρ· μην το ξεχνάς. Κάθε στρατιώτης μάς είναι απαραίτητος.»
Ο Θάνεμιρ στράφηκε να τον ατενίσει καταπρόσωπο, ενώ ο Μόρντεναρ συνέχιζε να κοιτάζει τον παγωμένο ποταμό και τα έλκηθρα που γλιστρούσαν επάνω στην αστροφώτιστη επιφάνειά του. «Σχεδιάζεις να κατακλύσουμε τα τείχη;»
«Μ’έχεις για ηλίθιο, Θάνεμιρ;» Η φωνή του Άρχοντα της Σέρνιντοκ ήταν ουδέτερη. «Αν επιτεθούμε έτσι από τώρα, θα έχουμε ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας. Όχι, λοιπόν· θα τους προκαλέσουμε ζημιές, πρώτα. Η Έριγκ θα είναι μισοκατεστραμμένη όταν θα κάνουμε την τελική μας έφοδο στα τείχη και στις πύλες.»
Ο Θάνεμιρ καθάρισε το λαιμό του. «Υπάρχει και ένα δυσάρεστο νέο, Άρχοντά μου…»
Ο Μόρντεναρ κατάλαβε τι επρόκειτο να πει ο διοικητής του, προτού εκείνος μιλήσει. «Ο Θάνατος.»
«Ναι, αυτός ο μπάσταρδος· μας χτύπησε ξανά. Καθώς τα έλκηθρα έφευγαν από τη νότια όχθη, ένα βέλος πέτυχε έναν κατώτερο διοικητή στο λαιμό. Στη δυτικότερη άκρη. Οι φρουροί εκεί είδαν το δολοφόνο και τον κυνήγησαν, όσο μακριά τόλμησαν, αλλά εκείνος έγινε άφαντος. Άρχοντά μου, ο στρατός εξακολουθεί να λέει ότι ένα μοχθηρό πνεύμα μάς διώκει. Μάλιστα, ύστερα από την τελετή… ψιθυρίζουν ότι το εξοργίσαμε.»
Ο Μόρντεναρ δε μίλησε.
«Τι θα γίνει, Άρχοντά μου, όταν χάσουμε τόσους διοικητές, ώστε το στράτευμα να έχει προβλήματα διοίκησης;»
Ο Μόρντεναρ στράφηκε να τον κοιτάξει. «Δε θα το αφήσουμε τούτο να συμβεί, Θάνεμιρ. Θα τον βρούμε. Και πρέπει να το οργανώσουμε καλύτερα από πριν. Όσο οι καταπέλτες μας θα βάλλουν την Έριγκ, εμείς θα ψάχνουμε γι’αυτόν.»
«Μα, ήδη έχουμε ψάξει, χωρίς αποτέλεσμα…»
«Τούτο δε σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε! Θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε για τον φονιά, ώσπου να τον βρούμε. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Όσο καλά κι αν φυλαγόμαστε, πάντα καταφέρνει και εντοπίζει τρύπες στην άμυνά μας.»
*
Ο Διοικητής Έγκναρμ καθόταν σε μια πολυθρόνα, δίπλα στο τζάκι της μεγάλης αίθουσας του παλατιού, κρατώντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι. Αντίκρυ του κάθονταν ο Άρχοντας Δάρβαν, η Αρχόντισσα Ζιάθραλ, ο Χάργκελ ο επονομαζόμενος Αγριόγατος, και ο Διοικητής Νάργκιρ, ακούγοντάς τον να εξιστορεί τη σύντομη συμπλοκή στη βόρεια όχθη του παγωμένου ποταμού Μάρνελ.
Η πόρτα χτύπησε και ένας υπηρέτης μπήκε. «Με συγχωρείτε, άρχοντές μου,» είπε. «Δύο κύριοι βρίσκονται έξω και ζητούν πρόσβαση. Έχουν να σας αναφέρουν κάτι ‘πολύ ενδιαφέρον’, όπως είπε ο ένας από αυτούς.»
«Να περάσουν,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν.
Ο Κάφελ και ο Ζένκαρ μπήκαν στην αίθουσα και υποκλίθηκαν μπροστά στον Αντικαταστάτη Έπαρχο και τη σύζυγό του. Ο δεύτερος συστήθηκε κιόλας, διότι αντιλαμβανόταν πως οι περισσότεροι παρόντες δεν τον γνώριζαν.
Ο Έγκναρμ, ωστόσο, τον ήξερε. «Εσύ είσαι που έχεις να μας πεις κάτι ενδιαφέρον, Ζένκαρ;»
«Ναι, κύριε διοικητά,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Παρακαλώ, καθίστε,» τους προέτρεψε ο Δάρβαν, και ο Κάφελ κι ο στρατιώτης κάθισαν σε ξύλινες καρέκλες. Μια υπηρέτρια τούς ρώτησε αν θα ήθελαν κάτι, μα εκείνοι κούνησαν τα κεφάλια αρνητικά.
«Κύριε διοικητά, είδα μια γνωστή μούρη ανάμεσα στους εχθρούς μας, απόψε,» δήλωσε ο Ζένκαρ.
«Δεν είσ’ο μόνος,» αποκρίθηκε ο Έγκναρμ, και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Εγώ είδα τον Σάρντολαν τον Ακρωτηριαστή.»
«Πώς!» Τα μάτια του Ζένκαρ γούρλωσαν. «Ρε τον μπαγάσα…! Με συγχωρείτε, Άρχοντά μου, Αρχόντισσά μου,» πρόσθεσε, ρίχνοντας ένα απολογητικό βλέμμα στον Δάρβαν και τη Ζιάθραλ. Ύστερα, στράφηκε πάλι στον Έγκναρμ. «Εγώ νομίζω πως είδα τον αρχηγό του φουσάτου. Και ήταν ο Μόρντεναρ.»
«Ο Μόρντεναρ;» πετάχτηκε ο Δάρβαν. «Ο Άρχων της Σέρνιντοκ;»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου.»
«Αδύνατον…» είπε η Ζιάθραλ. «Είναι Ήρωας του Βασιλείου!»
«Με όλο το θάρρος, Αρχόντισσά μου, αλλά πιστεύω ότι έγινε προδότης.»
Ο Δάρβαν απευθύνθηκε στον Έγκναρμ. «Μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο;»
Ο διοικητής της φρουράς του παλατιού στράγγισε το ποτήρι του. «Μα τα Κέρατα του Σάλ’γκρεμ’ρωθ, Άρχοντά μου, θα έλεγα πως ναι!» Καταράστηκε μεσ’απ’τα δόντια του. «Ο Μόρντεναρ… Πάντα πιο φιλόδοξος απ’ό,τι ήταν καλό για τον εαυτό του και, κυρίως, για τους γύρω του… Όχι, δε με εκπλήσσει, Άρχοντα Δάρβαν· δε με εκπλήσσει καθόλου. Ποιος θα ήταν καλύτερος για ν’αναβιώσει τη θρησκεία του Άνκαραζ στο Νόρβηλ;» Γέλασε, κοφτά και πικρά. «Ο καταραμένος μπασταρδόσκυλος…!»
Ο Ζένκαρ έριξε άλλο ένα βλέμμα στον Δάρβαν και τη Ζιάθραλ, σαν να περίμενε ότι θα έκαναν επίπληξη στον διοικητή, για τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε. Ο Κάφελ δε μπόρεσε παρά να χαμογελάσει, παρατηρώντας την αντίδραση του στρατιώτη.
«Και είναι καλός στον πόλεμο, αυτός ο Άρχοντας Μόρντεναρ;» ρώτησε ο Χάργκελ.
«Το ρωτάς;» είπε ο Έγκναρμ. «Στη Φεν εν Ρωθ ήταν από τους δεινότερους μαχητές και τους εξυπνότερους διοικητές. Σε λάθη δεν πέφτει, Αγριόγατε.» Έκανε νόημα στην υπηρέτρια να του ξαναγεμίσει το ποτήρι με κρασί.
«Τον ξέρεις καλά;» ρώτησε ο Δάρβαν. «Τι μπορεί να περιμένουμε απ’αυτόν;»
Ο Έγκναρμ ανασήκωσε τους ώμους, καθώς η υπηρέτρια τού γέμιζε πάλι το ποτήρι και του το επέστρεφε. «Όπως έχει έρθει η κατάσταση, πιστεύω πως θα μας σφυροκοπήσει με τους καταπέλτες του, για κάποιο καιρό, και, όταν κρίνει πως η στιγμή είναι κατάλληλη, θα επιτεθεί στα τείχη και στην πύλη. Ή, μάλλον, θα επιτεθεί ταυτόχρονα και στις δύο πύλες. Είδατε, Άρχοντά μου, το στρατό που άφησε στη νότια όχθη; Θα τους βάλει αυτούς να περάσουν τη γέφυρα και να κοπανήσουν τη νότια πύλη με κάποιο κριάρι.»
«Η γέφυρα είναι σηκωμένη, Διοικητή Έγκναρμ,» είπε η Ζιάθραλ.
«Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος, πίνοντας μια γουλιά κρασί και μειδιώντας, «δεν είναι δύσκολο να φτιάξουν μια αυτοσχέδια.»
«Δηλαδή, μας προτείνεις να φυλάξουμε καλά τη νότια πύλη;» ρώτησε ο Δάρβαν.
«Φυσικά· και όχι μόνον αυτήν, αλλά και τη βόρεια.»
«Θα τους ρίξουμε βραστό λάδι, Άρχοντά μου,» δήλωσε ο Διοικητής Νάργκιρ. «Και φλεγόμενα βέλη. Η αυτοσχέδια γέφυρά τους θα καεί μαζί με τους ίδιους.»
«Ναι,» ένευσε ο Έγκναρμ, «συμφωνώ κι εγώ. Αλλά η έφοδός τους δε θα γίνει από τώρα. Τώρα, θα μας χτυπήσουν με τους καταπέλτες τους και με φωτιά.»
«Έχουμε ήδη ετοιμαστεί γι’αυτό το ενδεχόμενο,» είπε ο Δάρβαν. «Μάλιστα, η Ιέρεια Ριλάνα έχει φτιάξει ένα φίλτρο που λέγεται κατασβέστης, για να μας βοηθήσει. Πιστεύω, θα κρατήσουμε μέχρι να έρθει βοήθεια από τη Νουάλβορ, διοικητή.» Προσπάθησε να ακουστεί βέβαιος για τούτο. Η νίκη στις βόρειες όχθες του ποταμού τού είχε αναπτερώσει το ηθικό, και θεωρούσε ξανά ότι είχαν ελπίδες να υπερασπιστούν την πόλη. «Δε συμφωνείς;»
«Συμφωνώ ότι μπορούμε να κρατήσουμε, Άρχοντά μου. Αλλά ο αγώνας μας θα είναι σκληρός. Ο Μόρντεναρ, αναμφίβολα, καταλαβαίνει ότι ο χρόνος του είναι περιορισμένος, και θα επιχειρήσει κάθε σχέδιο για να μας κατατροπώσει όσο το δυνατόν συντομότερα. Μην τον υποτιμάτε.»
«Κάθε άλλο, Διοικητή Έγκναρμ,» αποκρίθηκε ο Δάρβαν· «δεν τον υποτιμώ καθόλου.» Πώς θα μπορούσα, άλλωστε; Είναι, προφανώς, καλύτερος από μένα στον πόλεμο. Ίσος με τη Φερνάλβιν, κατά πάσα πιθανότητα.
Τη Φερνάλβιν, η οποία λείπει τώρα που έπρεπε να είναι εδώ.
Το σφυροκόπημα ξεκίνησε λίγο πριν από την αυγή.
Ο στρατός του Μόρντεναρ είχε περάσει τα κομμάτια των καταπελτών στην αντίπερα όχθη και τους είχε συναρμολογήσει. Τώρα, οι πολιορκητικές μηχανές έριχναν φλεγόμενα βλήματα στην Έριγκ… τα οποία δεν ήταν όλα πέτρες βουτηγμένες στην πίσσα, αλλά και κουφάρια σκοτωμένων υπερασπιστών ή κομμένα κεφάλια, βουτηγμένα σε πίσσα επίσης.
Πίσω από τα τείχη της πόλης, οι πολίτες που είχαν αναλάβει το έργο της κατάσβεσης, έριχναν το νερό από τους γεμάτους κουβάδες τους επάνω στις φλόγες και, ύστερα, τους ξαναγέμιζαν από τα πηγάδια. Είχαν σχηματίσει ουρές γι’αυτό το έργο, ώστε η δουλειά να γίνεται ταχύτερα. Όμως, και πάλι, οι ζημιές που προκαλούνταν είχαν τρομοκρατήσει τους Εριγκιανούς, που κανένας τους ποτέ δεν είχε ξαναζήσει κατάσταση πολιορκίας. Κατ’αρχήν, δεν προλάβαιναν πάντα τις φωτιές, προτού αυτές εξαπλωθούν και καταπιούν ολόκληρα σπίτια· και, κατά δεύτερο, τα πέτρινα βλήματα των καταπελτών έκαναν καταστροφές τις οποίες ουδείς μπορούσε να αποτρέψει: Σώριαζαν τείχους και οροφές, τσάκιζαν πόρτες και παράθυρα, σκότωναν ανθρώπους και ζώα. Χλιμιντρίσματα, γαβγίσματα, και ουρλιαχτά ακούγονταν από παντού. Άπαντες προσπαθούσαν να κρυφτούν και να προφυλαχτούν, αλλά οι κρυψώνες ήταν, πραγματικά, ελάχιστες. Τα υπόγεια, δε, πρόσφεραν λιγότερη ασφάλεια απ’ό,τι είχαν, αρχικά, νομίσει αρκετοί· διότι, αν το από πάνω οικοδόμημα γκρεμιζόταν, τότε όσοι βρίσκονταν χωμένοι στο υπόγειο παγιδεύονταν –αν δε συνθλίβονταν– κάτω από τις πέτρες και το χώμα.
Οι στρατιώτες απομάκρυναν τον κόσμο από τη δυτική μεριά της πόλης, ωθώντας τον πέρα από την Οδό Πυλών, προς την ανατολική περιφέρεια, η οποία βρισκόταν εκτός εμβέλειας του εχθρού, έτσι όπως είχαν τα πράγματα ετούτη τη στιγμή· γιατί, όταν οι πολιορκητές αποφάσιζαν να κυκλώσουν την Έριγκ και από τα βόρεια και τα ανατολικά, τότε η κατάσταση θα άλλαζε.
Οι πολίτες έτρεχαν στο Ναό του Βάνραλ, ζητώντας προστασία από τον Μεγάλο Επουράνιο Άρχοντα· και οι ιερείς έκαναν επικλήσεις στον Λούαρακ τον Ιεροπροστάτη, συγκεντρώνοντας τους πιστούς και προτρέποντάς τους να ψέλνουν όλοι μαζί.
Οι τοξότες του εχθρού άρχισαν να βάλλουν ύστερα από τις πρώτες ριπές των καταπελτών, εκτοξεύοντας φλεγόμενα βέλη.
Οι πυρομάχοι της πόλης έτρεχαν τώρα σαν τρελοί, και οι στρατιώτες πάσχιζαν να τους βοηθήσουν. Η Ιέρεια Ριλάνα και οι ακόλουθοί της είχαν βγει στους δρόμους προ πολλού, ρίχνοντας κατασβέστη σε πολλούς κουβάδες, ενώ, ταυτόχρονα, ορισμένοι από τους νεαρούς –ο Νάλβαν, η Χάρνιλ, και η Κάσλα– έφτιαχναν κι άλλο από το φίλτρο. Ωστόσο, ήξεραν πως, σύντομα, θα τους τελείωνε, ό,τι και να έκαναν. Μπορούσαν μονάχα να ελπίζουν ότι θα κατάφερναν να αποτρέψουν τις σημαντικότερες πυρκαγιές με την ποσότητα που ήδη είχαν και την επιπλέον ποσότητα που θα ετοίμαζαν. Τα πρόσωπα τους ήταν μαύρα από τους καπνούς και το βλέμμα τους στρεφόταν, ταραγμένο, προς όποια μεριά ακούγονταν ουρλιαχτά ή κρότοι.
Τα χιόνια στις οροφές των σπιτιών και στους δρόμους της πόλης έλιωναν με αφύσικα γρήγορους ρυθμούς, λες και το καλοκαίρι να είχε έρθει απροειδοποίητα.
Και στο παλάτι η κατάσταση δεν ήταν πολύ καλύτερη. Καθότι βρισκόταν στη δυτική μεριά της Έριγκ, ήταν εντός της εμβέλειας των καταπελτών του Μόρντεναρ, και τα βλήματά τους κοπανούσαν αδιάκοπα τα τείχη του, προκαλώντας ρωγμές, ή πέφτοντας μες στον μεγάλο κήπο, τα δέντρα του οποίου είχαν αρπάξει φωτιά, και οι υπηρέτες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να τα σβήσουν. Καπνοί και αναθυμιάσεις είχαν γεμίσει τον αέρα.
«Μαμά, τι κάνει έτσι; Μαμά, τι κάνει έτσι;» Η Φάλμα είχε ξυπνήσει από τους βρόντους και τα ουρλιαχτά, και τώρα ήταν χωμένη στην αγκαλιά της Ζιάθραλ, έχοντας τυλίξει τα μικρά της χέρια γύρω απ’το λαιμό της μητέρας της και μη θέλοντας να ξεκολλήσει καθόλου από πάνω της. «Γιατί δε σταματάει;»
«Σσσσς… Σσσσσς, αγάπη μου. Δεν είναι τίποτα. Σσσσς…» Η Ζιάθραλ χάιδευε, μηχανικά, τα μαλλιά της κόρης της, προσπαθώντας να την ηρεμήσει, ενώ κι εκείνη μέσα της αισθανόταν το ίδιο τρομοκρατημένη.
Ο Δάρβαν στεκόταν στο παράθυρο των διαμερισμάτων τους και κοίταζε τα χτίρια της Έριγκ να γκρεμίζονται και να καίγονται από τα εχθρικά βλήματα. Του ερχόταν να τραβάει τα μαλλιά του. Πώς στους χίλιους δαίμονες θα σταματήσουμε τούτο το χαλασμό; σκεφτόταν, πανικόβλητος. Τι στο Σάλ’γκρεμ’ρωθ θα μείνει από την καταραμένη πόλη; Θα τα κάνουν όλα κομμάτια και θρύψαλα!
«Άρχοντά μου! Άρχοντά μου!» Μια γνώριμη φωνή από το διάδρομο. Ύστερα, ο ήχος ανοίγματος της εξώθυρας των διαμερισμάτων του Δάρβαν. «Άρχοντά μου! Φωτιά, Άρχοντά μου!» Η πόρτα του υπνοδωματίου άνοιξε επίσης, για ν’αποκαλύψει τον Χάργκελ τον Αγριόγατο, με μια ταραγμένη όψη στο πρόσωπό του. «Άρχοντά μου, η δυτική πτέρυγα του παλατιού έχει αρπάξει φωτιά! Ένα παράθυρο έσπασε κι ένα φλεγόμενο βλήμα μπήκε. Και, σ’ένα άλλο σημείο, έχει γίνει μια τρύπα!»
«Τα Οκτώ Κέρατα και τις Πέντε Ουρές του Σάλ’γκρεμ’ρωθ…!» καταράστηκε ο Δάρβαν, κάτω απ’την ανάσα του· ενώ η Ζιάθραλ φώναξε, σφίγγοντας τη Φάλμα επάνω της: «Τι στ’ανάθεμα κάνουν οι υπηρέτες; Στείλτους εκεί, Χάργκελ! Πες τους να τη σβήσουν!»
«Μα, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε εκείνος, «έχουν ήδη πάει. Αλλά, σας είπα, έχει σπάσει κι ένα μέρος των τοιχωμάτων· έχει ανοίξει μια τρύπα. Είναι επικίνδυνο να μείνετε εδώ. Ελάτε μαζί μου.»
Βγήκαν από τα διαμερίσματά τους, ακολουθώντας τον Αγριόγατο και περνώντας μέσα από καπνούς.
*
Στον ξενώνα του παλατιού, ο Κάφελ ο έμπορος είχε ξυπνήσει από τον ήχο των καταπελτών να κοπανάνε τα τείχη, ακριβώς όπως και η Φάλμα. Αμέσως είχε σηκωθεί και ντυθεί, χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο. Όταν βγήκε στους διαδρόμους του παλατιού, χτύπησε τις πόρτες της Ριλάνα και των ακολούθων της, μα δεν τους βρήκε εκεί. Πρέπει να είχαν ήδη φύγει, για να πάνε στην πόλη και να βοηθήσουν στο έργο της κατάσβεσης.
Ο Κάφελ συνάντησε παλατιανούς υπηρέτες στο διάβα του, οι οποίοι του είπαν ότι ο κήπος είχε αρπάξει φωτιά και έτρεχαν να τη σβήσουν. Εκείνος ήταν έτοιμος να προθυμοποιηθεί να πάει μαζί τους, μα, προτού προλάβει να μιλήσει, έφυγαν.
Παντού επικρατούσε χάος!
Ο Κάφελ περιπλανήθηκε άσκοπα μέσα στο παλάτι της Έριγκ, κοιτάζοντας το χαλασμό και νιώθοντας ανήμπορος να κάνει τίποτα για να βοηθήσει την κατάσταση. Είδε υπηρέτες να τρέχουν απο δώ κι απο κεί, κουβαλώντας κουβάδες με νερό ή μεταφέροντας πράγματα· όσοι, τουλάχιστον, από αυτούς είχαν την ψυχραιμία, γιατί παρατήρησε και δύο υπηρέτριες ν’αγκαλιάζονται σε μια γωνιά και να κλαίνε η μία πάνω στην άλλη. Οι φρουροί φώναζαν, προσπαθώντας να ελέγξουν την κατάσταση και να οδηγήσουν τους υπόλοιπους προς τα εκεί όπου υπήρχε λιγότερος κίνδυνος, εκεί όπου οι καταπέλτες δεν έφταναν να χτυπήσουν, αφού κυρίως τη δυτική μεριά κοπανούσαν και, ελάχιστα, τη νότια ή τη βόρεια, σύμφωνα με ό,τι πήρε τ’αφτί του Κάφελ, ενώ την ανατολική πτέρυγα, φυσικά, ήταν αδύνατο να τη σφυροκοπήσουν.
Ένα πανίσχυρο τράνταγμα έκανε τον έμπορο να σκοντάψει και να στηριχτεί σ’έναν τοίχο για να μην πέσει, ενώ ο ήχος που έφτασε στ’αφτιά του ήταν εκκωφαντικός. Και το θέαμα που αντίκρισε, εφιαλτικό. Στο βάθος του διαδρόμου, είδε τον δυτικό τοίχο να γκρεμίζεται και μια γιγαντιαία, φλεγόμενη σφαίρα να εισβάλει, τσακίζοντας μια πόρτα και γκρεμίζοντας ολόκληρο μεσότοιχο, ενώ το χαλί άρπαζε αμέσως φωτιά, όπως και μια ταπετσαρία η οποία απεικόνιζε κάτι που πρέπει να ήταν στοιχειό του Δρακοδάσους –μια ανάμιξη ανάμεσα σε άνθρωπο και σε δράκο.
Από το εσωτερικό του δωματίου, γυναικεία ουρλιαχτά ακούστηκαν.
Δύο γυναίκες.
Ποιες βρίσκονταν ακόμα εδώ; Ετούτη ήταν από τις μεριές που οι φρουροί φώναζαν οι άλλοι να τις αποφεύγουν. Ο Κάφελ, ως συνήθως, τους είχε παρακούσει και είχε έρθει. Βρισκόταν σε παράξενη κατάσταση τελευταία. Ίσως η Σερκάλιν να είχε δίκιο –ίσως να έχω γίνει αυτοκτονικός!
Ζύγωσε, γρήγορα, το σμπαραλιασμένο μεσότοιχο και κοίταξε μέσα. Δύο γυναίκες βρίσκονταν κοντά σ’ένα τζάκι, η μία μεγαλύτερη, η άλλη μικρότερη. Δεν πρέπει να επρόκειτο για υπηρέτριες, καθότι ήταν καλά ντυμένες. Ανάμεσά τους, ήταν ένα ανοιχτό μπαούλο, μισογεμάτο με ρούχα. Πρέπει να το φόρτωναν, για να το πάρουν μαζί τους. Τώρα, όμως, κι οι δύο κοίταζαν, τρομοκρατημένες, τη φλεγόμενη σφαίρα που είχε σπάσει την πόρτα του δωματίου και είχε βάλει φωτιά στα πάντα τριγύρω, συμπεριλαμβανομένου και του χαλιού πάνω στο οποίο στέκονταν.
«Ε, κυρίες!» τους φώναξε ο Κάφελ. «Απο δώ, γρήγορα!»
Τον πρόσεξαν. Η μεγάλη άρπαξε τη μικρή από τον καρπό και την τράβηξε προς τον κατεστραμμένο μεσότοιχο. Η δεύτερη είπε: «Και τα–;» στρεφόμενη να κοιτάξει το μισογεμάτο σεντούκι.
«Μην είσαι ανόητη· δεν προλαβαίνουμε!» τη διέκοψε, αυστηρά, η άλλη.
«Γρήγορα!» τις παρότρυνε ο Κάφελ.
Οι γυναίκες ήρθαν κοντά του και πέρασαν μέσα από το σπασμένο μεσότοιχο.
«Σας ευχαριστούμε, κύριε,» είπε η μεγαλύτερη, ανακουφισμένη. «Είχαμε πανικοβληθεί τόσο, δεν είχαμε δει το άνοιγμα.»
«Φωτιά.» Ο Κάφελ τής έδειξε το χαλί του διαδρόμου και την ταπετσαρία.
Άλλο ένα βλήμα κοπάνησε το παλάτι, κάπου κοντά. Ο έμπορος αισθάνθηκε τα πάντα να τραντάζονται, ενώ τα τύμπανα των αφτιών του πήγαν να σπάσουν. Δεν είδε, όμως, κανέναν τοίχο να σωριάζεται ετούτη τη φορά. Ω Βάνραλ, σ’ευχαριστώ! Σ’ευχαριστώ!
Εκείνος και οι γυναίκες έφυγαν, τρέχοντας.
«Να πάμε στην ανατολική μεριά,» είπε η μεγαλύτερη.
Ο Κάφελ κατένευσε. «Ναι…»
«Τόλεγα στην κόρη μου, μα δεν άκουγε.» Έριξε ένα άγριο βλέμμα στην κοπέλα. «Επικίνδυνη ετούτη η πτέρυγα. Κύριε, εσείς πώς και βρεθήκατε εδώ;»
«Είμαι αυτοκτονικός,» αποκρίθηκε ο Κάφελ, μην ξέροντας τι άλλο να απαντήσει. Από τότε που με κυνήγησαν οι στρατιώτες του Άρχοντα Μόρντεναρ, πρέπει να τα έχω χάσει…
Νόμισε πως είδε τη μεγαλύτερη γυναίκα να χαμογελά αχνά, με τα λόγια του· η μικρότερη στοίχημα ήταν αν τον είχε ακούσει: έμοιαζε ταραγμένη σε σημείο να μην αντιλαμβάνεται τι γινόταν γύρω της.
Όταν συνάντησαν τρεις στρατιώτες, ο ένας είπε: «Κυρία μου! Εδώ είστε; Ο σύζυγός σας σας ψάχνει παντού –και τις δυο σας!»
«Η κόρη μου ήθελε να μαζέψει κάτι πράγματα, αλλά ένα βλήμα έσπασε τους τοίχους! Και… και ο κύριος απο δώ. Τον ευχαριστούμε. Μας έσωσε. Τα είχαμε χάσει. Και τα πάντα έχουν πάρει φωτιά. Πρέπει να τρέξετε! Θ’απλωθεί!»
«Με συγχωρείτε, αλλά ποια είστε;» ρώτησε ο Κάφελ. «Δε σας έχω ξαναδεί στο παλάτι…»
«Η κυρία είναι η σύζυγος του Διοικητή της Φρουράς του Παλατιού Έγκναρμ,» ανακοίνωσε, επίσημα (πράγμα που έμοιαζε αστείο, δεδομένης της πανικόβλητης κατάστασης που επικρατούσε), ο στρατιώτης ο οποίος είχε μιλήσει και πριν. «Και η δεσποσύνη είναι η κόρη του.»
«Νέλα,» συστήθηκε η μεγαλύτερη γυναίκα, δίνοντας το χέρι της στον Κάφελ. «Σας ευχαριστώ και πάλι. Εσείς ποιος είστε;»
Εκείνος αντάλλαξε μια σύντομη χειραψία μαζί της. «Ονομάζομαι Κάφελ. Ίσως ο σύζυγός σας να σας έχει πει για μένα, ίσως και όχι. Ήμουν μαζί με την Ιέρεια Ριλάνα και τους ακόλουθούς της, που ήρθαν για να ειδοποιήσουν τον Άρχοντα Δάρβαν.»
«Έχω ακούσει γι’αυτούς. Για σας, όχι, δε μου είπαν. Χάρηκα για τη γνωριμία.»
«Κυρία μου, καλύτερα να πηγαίνετε. Όλοι σας,» παρενέβη ο στρατιώτης. «Κατευθυνθείτε στην ανατολική πτέρυγα, παρακαλώ. Είναι πιο ασφαλής. Και μη βγείτε στον κήπο, ό,τι κι αν γίνει. Τα δέντρα φλέγονται.»
«Πού είναι ο σύζυγός μου;»
«Δεν ξέρω. Παρακαλώ, πηγαίνετε. Κι εσείς το ίδιο, κύριε. Πώς βρεθήκατε εδώ;»
«Προσπαθούσα να βοηθήσω–» άρχισε ο Κάφελ.
«Κι εμείς γιατί είμαστε εδώ, κύριε;» αντιγύρισε ο στρατιώτης. «Σας παρακαλώ, πηγαίνετε εκεί που θα είστε ασφαλής.»
«Μην του μιλάς έτσι!» είπε, αυστηρά, η Νέλα, όπως είχε προηγουμένως απευθυνθεί και στην κόρη της σχετικά με το μπαούλο. «Μας έσωσε από τις φλόγες όταν κανένας από εσάς δεν ήταν εκεί! Και τώρα, καλά θα κάνατε να ειδοποιήσετε τους υπηρέτες για τη φωτιά, αντί να κάθεστε και να χασομεράτε!»
Και, μ’αυτά τα λόγια, βάδισε βιαστικά, ακολουθούμενη από την κόρη της.
Ο Κάφελ την ακολούθησε επίσης, υπομειδιώντας με την έκπληκτη έκφραση του στρατιώτη.
* Τελικά, όλα τα σημαντικά πρόσωπα του παλατιού συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα του θρόνου, την οποία άπαντες έκριναν ως το ασφαλέστερο σημείο. Ο Δάρβαν καθόταν στο ψηλό, ξύλινο κάθισμα, που η κορυφή της πλάτης του ήταν λαξεμένη σαν δρακοκεφαλή και τα άκρα των βραχιόνων του σαν νυχάτα χέρια. Ο Αντικαταστάτης Έπαρχος ακουμπούσε το σαγόνι του στη δεξιά του γροθιά και το βλέμμα του ήταν απλανές, ενώ στο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί μια έκφραση πλήρους απόγνωσης. Η ελπίδα που είχε γεννηθεί μέσα του, με τη συγκριτική νίκη στη βόρεια όχθη, τώρα είχε σβήσει, και ο Δάρβαν ήθελε να κρυφτεί κάπου, ή να πεθάνει και να ησυχάσει.
Ποτέ δε θα κατάφερνε να κρατήσει την πόλη. Με τίποτα. Και η μητέρα ήθελε να με κάνει με το ζόρι Έπαρχο! σκέφτηκε, πικρά. Έγινα, Έπαρχος, λοιπόν… για λίγο, τουλάχιστον… και η Έριγκ, σύντομα, θα καταστραφεί! Γέλασε, με την ειρωνεία της κατάστασης.
Η Ζιάθραλ, που καθόταν παράμερα, με τη θρηνούσα Φάλμα στη αγκαλιά της, έστρεψε το βλέμμα, για να τον κοιτάξει· και αναρωτήθηκε αν ο Δάρβαν είχε αρχίσει να τρελαίνετε. Γιατί γελάει; Δεν μπορούσε να καταλάβει πού ήταν το αστείο! Η πόλη καιγόταν, το παλάτι καιγόταν, τα οικοδομήματα παντού έπεφταν, ο ουρανός έβρεχε φωτιά –κι αυτός γελούσε!
Ω Επουράνιε Βάνραλ, θα τρελαθώ εγώ! συλλογίστηκε η Ζιάθραλ. Εγώ θα τρελαθώ. Δεν έπρεπε τώρα εμείς να έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτούς τους παρανοϊκούς έξω απ’τα τείχη μας. Η Φερνάλβιν έπρεπε να το κάνει! Ξέρει καλύτερα το πώς· και είναι και δικό της το καθήκον. Κεντροφύλαξ του Νόρβηλ και Έπαρχος της Έριγκ! Χίλιες κατάρες επάνω της. Ούτε την καρδιά του Βασιλείου προστατεύει, ούτε καν την πόλη της! Ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να φάει την ψυχή της!
Και η Ρικέλθη, ο Ζάρναβ; Καλοί κι αυτοί! Όλοι τους νότια, στη Νουάλβορ, για ηλίθιους λόγους. Κι εμείς εδώ, για να πεθάνουμε έτσι!… Η Ζιάθραλ αισθάνθηκε δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της, και δεν μπόρεσε να συγκρατήσει έναν λυγμό.
Η Φάλμα άρχισε να κλαίει δυνατότερα.
«Σσσσς, αγάπη μου,» της ψιθύρισε η Ζιάθραλ. «Σσσσς.»
Ο Κάφελ απομακρύνθηκε από τη Νέλα και την κόρη της –που είχε μάθει πως το όνομά της ήταν Σίφραλιν– και ζύγωσε τον Αντικαταστάτη Έπαρχο. Κοιτάζοντας το Θρόνο της Έριγκ, έπρεπε να παραδεχτεί πως ήταν έργο τέχνης. Ένα τέτοιο κάθισμα, έτσι λαξευμένο, θα έπιανε πολύ, πολύ καλή τιμή στην ανοιχτή αγορά! Ο Κάφελ ήταν έμπορος, και δεν μπορούσε να πάψει να σκέφτεται έτσι, όσο κι αν τα τελευταία γεγονότα τον είχαν ταράξει. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό τον ανακούφιζε. Είχε διατηρήσει κάτι από τον εαυτό του, παρότι πρωτόγνωρα πράγματα είχαν ξυπνήσει μέσα του.
Υποκλίθηκε μπροστά στον Αντικαταστάτη Έπαρχο. «Άρχοντά μου,» είπε, «θα επιθυμούσατε κάτι από εμένα;»
Τα μάτια του Δάρβαν εστιάστηκαν επάνω στον έμπορο. Και αναρωτήθηκε: Τι θέλει τώρα κι αυτός; «Τι να θέλω από εσένα;» τον ρώτησε.
«Εννοώ, αν θα μπορούσα να βοηθήσω, Άρχοντά μου, με οποιονδήποτε τρόπο…;»
Να βοηθήσει; Να βοηθήσει; σκέφτηκε ο Δάρβαν. Με κοροϊδεύει; «Χα-χα-χα-χα-χα!» Έκανε το κεφάλι πίσω και γέλασε. «Χα-χα-χα-χα!…»
Ο Κάφελ παραξενεύτηκε· φοβήθηκε και λίγο. «Άρχοντά μου,» ψέλλισε. «Αν έχετε οτιδήποτε που θα επιθυμούσατε να κάνω –να βοηθήσω, κάπως, την πόλη–»
«Όχι,» τον διέκοψε ο Δάρβαν, ανεμίζοντας το χέρι εμπρός του. «Δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Πήγαινε! Χάσου από μπροστά μου!»
Ο Κάφελ, πραγματικά αιφνιδιασμένος από τούτη την απάντηση, υποκλίθηκε και απομακρύνθηκε από τον Αντικαταστάτη Έπαρχο, αναρωτούμενος μήπως τον είχε προσβάλει με κάποιο τρόπο, χωρίς να το καταλάβει. Εξάλλου, δεν είχε μεγαλώσει στα παλάτια· δεν ήταν καν ευγενής. Τι βλακεία είπα;
Πέρασε δίπλα από τη Νέλα και τη Σίφραλιν και βάδισε προς την έξοδο της αίθουσας. Παρατήρησε ότι η μεγαλύτερη γυναίκα ατένιζε τον Άρχοντα Δάρβαν με γουρλωμένα μάτια· η μικρότερη έμοιαζε πάλι να βρίσκεται στον κόσμο της, κοιτάζοντας τα δαχτυλίδια στα χέρια της και στριφογυρίζοντάς τα.
«Κάφελ,» είπε η Νέλα, προτού ο έμπορος βγει από το δωμάτιο.
Εκείνος στράφηκε. «Μάλιστα, Αρχόντισσά μου;»
«Αν δεις το σύζυγό μου, γύρνα και πες μου ότι είναι καλά. Σε παρακαλώ.»
Ο Κάφελ ένευσε, και έφυγε.
*
Η Ριλάνα άνοιξε το ξαναγεμισμένο φλασκί και έριξε λίγο κατασβέστη στον κουβά ενός πυρομάχου. Το βαθυγάλαζο φίλτρο γλίστρησε σαν ζωντανή οντότητα μέσα στο νερό, διαλύθηκε, και έγινε ένα μ’αυτό.
«Ευχαριστώ, Σεβασμιότατη,» είπε ο άντρας και έφυγε, βιαστικά.
Η Ριλάνα σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της, και παρατήρησε ότι ο πήχης της μουτζουρώθηκε. Δεν ήθελε να φανταστεί πώς θα ήταν το πρόσωπό της!
Με την άκρια του ματιού της, είδε κάποιον να την κοιτάζει, βαδίζοντας αργά.
«Τι συμβαίνει, Νεκρολάτρη;»
Ο άντρας πλησίασε. «Τίποτα χειρότερο δε θα μπορούσε να συμβαίνει, φρονώ.»
«Όλα εντάξει στο κατάστημα;» Τάπωσε το φλασκί με τον καταβέστη και το κρέμασε από τη ζώνη της.
«Ναι, μέχρι στιγμής. Δε νομίζω ότι τα όπλα τους φτάνουν τόσο μακριά.»
Η Ριλάνα ένευσε. Το κατάστημα Ρελ εν Ρωθ –η Αγορά του Θανάτου– βρισκόταν στην ανατολική μεριά της Έριγκ, ενώ οι καταπέλτες των εχθρών χτυπούσαν κυρίως τη δυτική. Η ιέρεια αναρωτιόταν γιατί δεν είχαν απλωθεί περισσότερο. Ήθελαν να σμπαραλιάσουν το παλάτι, πρώτα; Να τρομοκρατήσουν τους άρχοντες της πόλης;
«Νεκρολάτρη, είχες πει κάτι, για κάποιον που έρχεται. Είναι εδώ;»
«Πρέπει.»
«Ορισμένα βράδια, είδα από το παλάτι αναταραχές να σπάνε τη γαλήνη στην κατασκήνωση του Μόρντεναρ.»
Ο Νεκρολάτρης ένευσε. «Ναι, εκείνος πρέπει να είναι που τις προκαλεί. Είπες, όμως, ότι ο στρατός είναι του Μόρντεναρ; Και εννοείς τον Άρχοντα της Σέρνιντοκ;»
«Ναι, αυτόν,» αποκρίθηκε η Ριλάνα. «Ένας στρατιωτικός τον αντίκρισε όταν έγινε η έφοδος στη βόρεια όχθη.»
«Προδοσία, λοιπόν… Κι από έναν ‘Ήρωα του Βασιλείου’, μάλιστα! Αναρωτιέμαι ποιοι άλλοι να είναι μπλεγμένοι…» Ο Νεκρολάτρης φάνηκε σκεπτικός, σαν από το νου του να περνούσαν όλοι οι ευγενείς του Νόρβηλ. Η Ριλάνα παραξενεύτηκε, γιατί δεν πίστευε ποτέ ότι ο συγκεκριμένος μυστικιστής είχε ιδιαίτερες πολιτικές γνώσεις.
«Ξέρεις κάτι που δεν ξέρω;»
Ο Νεκρολάτρης μειδίασε λεπτά. «Πολλά πράγματα· τι θα ήθελες να μάθεις;»
Η Ριλάνα αναποδογύρισε τα μάτια, με την απάντηση του συνομιλητή της. Ύστερα, είπε, με σοβαρό ύφος: «Κατ’αρχήν, θα ήθελα να μάθω ποιος είναι αυτός που ταλαιπωρεί τον Άρχοντα Μόρντεναρ, τις νύχτες.»
«Ένας νεκρενοικημένος.»
Νεκρενοικημένος! Αυτό δεν ήταν ένα όνομα που άκουγες συχνά. «Και ποιος τον έχει πληρώσει, για να…;»
«Τα πράγματα έχουν μπλεχτεί λιγάκι, νομίζω. Πώς ακριβώς, αγνοώ,» είπε ο Νεκρολάτρης.
«Υποθέτω πως δε σκοπεύεις να μου εξηγήσεις τίποτα περισσότερο…»
«Ακόμα και να ήθελα, δε θα μπορούσα, Ριλάνα. Επιπλέον, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, ορισμένα πράγματα είναι εμπιστευτικά.»
Ένας πυρομάχος ζύγωσε, τρέχοντας και κουβαλώντας έναν κουβά γεμάτο νερό. «Ιέρεια!» είπε, λαχανιασμένα. «Μια δυνατή φωτιά έχει ξεσπάσει λίγο παρακάτω!»
Η Ριλάνα τράβηξε το φλασκί με τον κατασβέστη από τη ζώνη της και το άνοιξε.
*
Όταν ο ήλιος είχε υψωθεί για τα καλά, ο Μόρντεναρ πρόσταξε τους μαχητές του να σηκωθούν, για να διαιρέσουν το στρατόπεδό τους. Οι τρεισήμισι χιλιάδες θα παρέμεναν κατασκηνωμένοι στη δυτική μεριά, όπως ήταν τώρα, αλλά οι υπόλοιποι τρεισήμισι χιλιάδες θα πήγαιναν να κατασκηνώσουν στη βόρεια μεριά της Έριγκ, όπου θα έστηναν και τους καταπέλτες τους, ξεκινώντας να χτυπάνε. Επίσης, πρόσταξε να δοθεί το σύνθημα στους στρατιώτες που βρίσκονταν νότια της πόλης να ξεκινήσουν να χτυπούν κι αυτοί με τους δικούς τους καταπέλτες.
Ο Μόρντεναρ δεν ήταν τυχαίο που περίμενε ως τώρα για να ενεργοποιήσει όλες του τις δυνάμεις στο μέγιστο. Ήθελε, στην αρχή, να πανικοβάλλει το λαό, το στρατό, και τους άρχοντες της Έριγκ σφυροκοπώντας την μόνο από τα δυτικά· και, όταν εκείνοι πλέον νόμιζαν πως τούτο ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να τους βρει, το πρόβλημα θα τριπλασιαζόταν: η πόλη τους θα δεχόταν φλεγόμενα βλήματα από Βορρά, Νότο, και Δύση. Κανένας δε θα ήταν ασφαλής. Και το ηθικό τους θα είχε τσακιστεί, μέχρι την τελική έφοδο.
Η οποία, μάλλον, δε θ’αργήσει να γίνει, σκεφτόταν ο Μόρντεναρ, παρατηρώντας, εξ αποστάσεως, τις αντιδράσεις των μαχητών στις επάλξεις. Ο Πανικός έχει γαντζώσει τα νύχια του γερά επάνω στους υπερασπιστές ετούτου του μέρους. Θα σκορπιστούν σαν ποντίκια μπροστά μας!
Όλα φαινόταν να πηγαίνουν καλά.
Μονάχα ένα πρόβλημα εξακολουθούσε να υφίσταται.
Ο Θάνατος…
Καθώς οι καταπέλτες σφυροκοπούσαν την Έριγκ και οι τοξότες γέμιζαν τον ουρανό με φλεγόμενη βροχή, ορισμένοι ανιχνευτές του στρατού έψαχναν για το δολοφόνο, βόρεια, νότια, δυτικά, ανατολικά –παντού. Ο Μόρντεναρ δεν είχε καθυστερήσει καθόλου να τους στείλει, ξέροντας πως έπρεπε να ξεμπερδεύει όσο το δυνατόν γρηγορότερα μ’αυτόν τον νεκρενοικημένο. Στον Σάλκερμιρ δεν είχε πάει, για να ζητήσει βοήθεια, γιατί ο ιερέας, κατά πάσα πιθανότητα, θα του την αρνείτο, έτσι δειλός και τρομοκρατημένος όπως ήταν. Αυτός ο άνθρωπος έχασε όλο του το σθένος, ύστερα από τους Πολέμους! Τον έπιασε, μου φαίνεται, εκείνη η ασθένεια που επηρέασε πολλούς από τους αγωνιστές, όταν επέστρεψαν στο Νόρβηλ: μια ψυχωτική δειλία.
Η ψυχωτική δειλία που αλλοίωσε και τη Φερνάλβιν. Η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ της Έριγκ ήταν το χειρότερο σημείο στο οποίο μπορούσε να εκπέσει ένας αγωνιστής από τη Φεν εν Ρωθ· το παράδειγμα προς αποφυγήν. Όχι μόνο είχε χάσει το σθένος της και είχε γίνει μαλθακή, ικανοποιημένη μ’ό,τι την τάιζαν, χωρίς ν’αποζητά τίποτα για τους δίκαιους κόπους της, μα βλασφημούσε και το όνομα του Άνκαραζ! Εναντιωνόταν στη θρησκεία του, και συναινούσε μ’εκείνους που κατέστρεφαν τους ιερούς ναούς του. Και να φανταστεί κανείς ότι κάποτε ήταν τόσο αξιοθαύμαστη, η Στρατηγός Φερνάλβιν!
Τώρα, όμως, της αξίζει μονάχα θάνατος. Ο θάνατος μιας πολεμίστριας, έστω, αφού τότε είχε αγωνιστεί γενναία· γιατί ο Άνκαραζ δεν τα ξεχνά αυτά, και θα το θεωρήσει ύβρη αν τη σκοτώσουμε αλλιώς.
Θα φροντίσω, δε, να πεθάνει από το χέρι μου. Ετούτη τη φορά, δε θα τη σκοτώσουν άλλοι για μένα. Δεν υπάρχει λόγος να κρύβομαι πίσω από την πολιτική τώρα. Θα βεβαιωθώ προσωπικά για το θάνατό της. Το αίμα της θα τρέξει πάνω στο ατσάλι μου.
Έφιππος, ο Μόρντεναρ ακολουθούσε τους στρατιώτες που πήγαιναν βόρεια, για να στρατοπεδεύσουν αρκετή απόσταση από την πύλη της Έριγκ· και το βλέμμα του πλανιόταν στις επάλξεις της πόλης και στο παλάτι. Μπορούσε να δει τρύπες να έχουν προκληθεί στους τοίχους του τελευταίου.
Γέλασε. Τι κατασκευάσματα! Αδοκίμαστα στον πόλεμο, όπως και οι ένοικοί τους.
Οι στρατιώτες του έφτασαν στο σημείο που τους είχε προστάξει, και ξεκίνησαν να στρατοπεδεύουν. Ο Μόρντεναρ περίμενε, με τα χέρια ακουμπισμένα στη χειρολαβή της σέλας του, και κοιτάζοντας τη βόρεια πύλη της Έριγκ, η οποία ήταν λαξευμένη σαν πελώριο κεφάλι δράκου με το στόμα ανοιχτό.
Η Τέριλ η Εκηβόλος τον πλησίασε, ύστερα από λίγο, πεζή και με το τόξο και τη φαρέτρα της περασμένα στην πλάτη. «Ένας διοικητής είναι νεκρός,» είπε.
Ο Μόρντεναρ καταράστηκε σιωπηλά. «Κάποιος από τους Αρχιμαχητές μας;»
«Όχι. Ένας κατώτερος διοικητής. Αλλά ο αριθμός των θανάτων έχει αρχίσει να αυξάνεται επικίνδυνα, δε νομίζεις; Τώρα μας χτυπάει και την ημέρα!»
Ο Μόρντεναρ αφίππευσε. Κανένας από τους ανιχνευτές του δεν είχε επιστρέψει, για να του αναφέρει κάτι, ακόμα. Απορούσε πώς ήταν δυνατόν να μην είχαν δει τίποτα, υπό το φως του πρωινού ήλιου!
«Ναι,» είπε, «τίποτα δε φαίνεται να τον σταματάει…»
«Θα υπάρξει πρόβλημα διοίκησης, στο τέλος.»
«Σπάστε τις μονάδες που έχουν μείνει χωρίς διοικητή, και στείλτε τους στρατιώτες σε άλλες.»
«Ως πότε;»
Ο Μόρντεναρ έσφιξε τη γροθιά του, σκεπτόμενος. Σωστά: ως πότε; Με τους συνεχείς θανάτους, ο στρατός γινόταν μέρα με τη μέρα και πιο δυσκυβέρνητος. «Δεν έχω απάντηση, αυτή τη στιγμή. Έχεις εσύ;»
Η Τέριλ κούνησε το κεφάλι, σφίγγοντας τα χείλη.
«Τουλάχιστον, θα πάρουμε την πόλη γρήγορα, απ’ό,τι φαίνεται,» είπε ο Μόρντεναρ, κοιτάζοντας τα τείχη. «Έτσι, θα λύσουμε αρκετά από τα προβλήματά μας.»
«Μην υποτιμάς τους υπερασπιστές.»
«Αα, μα βλέπω τα σημάδια, Τέριλ! Έχουν ήδη πανικοβληθεί. Και τους χτυπούσαμε μόνο από τα δυτικά, ε!» Γέλασε. «Τώρα, θ’αρχίσουν πραγματικά να χορεύουν!» Ανέβηκε στ’άλογό του και κοίταξε τριγύρω. «Οι καταπέλτες μας είναι έτοιμοι να ρίξουν,» παρατήρησε. «Και οι τοξότες επίσης.»
*
Φωτιά, πέτρες, και βέλη έπεφταν από τα βόρεια, τα δυτικά και τα νότια, συνοδευόμενα κάπου-κάπου από κανένα κομμένο κεφάλι, ή κάποιο κουφάρι, των υπερασπιστών της Έριγκ οι οποίοι είχαν σκοτωθεί στη βόρεια όχθη του Μάρνελ. Τα άκρα της πόλης δεν ήταν καθόλου ασφαλή· μονάχα οι στρατιώτες βρίσκονταν εκεί, καλυπτόμενοι πίσω από τις επάλξεις και βάλλοντας κατά του εχθρού, οι τοξότες και οι πολιορκητικές μηχανές του οποίου προστατεύονταν πίσω από ασπιδοφόρους με μεγάλες, παραλληλόγραμμες ασπίδες. Οι πολίτες είχαν υποχωρήσει στα ενδότερα της Έριγκ, όπου οι βολές των μαχητών του Μόρντεναρ δεν έφταναν. Ορισμένοι, όμως, είχαν πάει στο Ναό του Βάνραλ, ο οποίος βρισκόταν κοντά στα βόρεια τείχη, πιστεύοντας στη θεία προστασία που μπορούσε να τους προσφέρει ο Επουράνιος Άρχοντας. Η πίστη τους κλονίστηκε συθέμελα, όταν το φλεγόμενο βλήμα ενός καταπέλτη έσπασε ένα από τα κρυστάλλινα παράθυρα του ναού και μέρος του τοίχου, σκορπίζοντας θραύσματα, χώματα και πέτρες, πυρπολώντας ό,τι εύφλεκτο υπήρχε κοντά, και σκοτώνοντας μια γυναίκα, πάνω στην οποία προσγειώθηκε. Πάραυτα, άπαντες –ιερείς, ιέρειες, διάκονοι, και πολίτες– έτρεξαν να φύγουν, την ίδια στιγμή που ένα ιπτάμενο, φλεγόμενο ακέφαλο κουφάρι περνούσε από το άνοιγμα το οποίο είχε δημιουργήσει ο καταπέλτης και εισέβαλε στο ναό, για να κοπανήσει επάνω σ’έναν ιερέα, που σωριάστηκε, ουρλιάζοντας από τον τρόμο κι από τη φωτιά η οποία χίμησε να τον κατασπαράξει σαν πεινασμένο θηρίο.
Ο ιερωμένος βγήκε από τον Οίκο του Βάνραλ τρέχοντας και σπαρταρώντας, ενώ οι άλλοι προσπαθούσαν ν’απομακρυνθούν απ’το διάβα του, για να μην πυρποληθούν κι οι ίδιοι. Ωστόσο, τρεις άρπαξαν φωτιά κι άρχισαν να κοπανιούνται, για να τη σβήσουν.
Ο Νάλβαν και η Ζιάλα ζύγωσαν, φουριόζοι. Ο πρώτος κουβαλούσε έναν κουβά με νερό, και έλουσε κατευθείαν τον φλεγόμενο ιερέα, ο οποίος σωριάστηκε στο πλακόστρωτο, ασθμαίνοντας.
«Τι κάνετε εδώ;» φώναξε η Ζιάλα στους πανικόβλητους πολίτες που έτρεχαν ν’απομακρυνθούν. «Έχετε τρελαθεί; Θα σας σκοτώσουν! Πηγαίνετε στο κέντρο της πόλης! Στο κέντρο της πόλης! Όλοι σας!»
Η ακόλουθος της Βιρκάνθα δεν ήξερε αν την άκουσαν μέσα στο χαλασμό, πάντως τους είδε να φεύγουν, κατευθυνόμενοι νότια, κι αυτό την ανακούφισε.
Ο Νάλβαν γονάτισε πλάι στον πεσμένο ιερέα του Βάνραλ. «Είστε καλά, Σεβασμιότατε;»
Ο άντρας κατένευσε πονεμένα. Ευτυχώς, δε φαινόταν να είχε πάθει πολλά εγκαύματα· τον είχαν προλάβει εγκαίρως.
«Πηγαίνετε στο κέντρο της πόλης, παρακαλώ,» του είπε ο Νάλβαν. «Εκεί θα σας περιποιηθούν.»
Ο ιερέας σηκώθηκε. «Ευχαριστώ, τέκνα μου. Το Άγιο Φως του Βάνραλ να είναι μαζί σας.»
Έφυγαν από την ευρύτερη περιοχή του ναού και μπήκαν στην Άνω Οδό Εμπορίου, ακολουθώντας τη νότιο-ανατολικά και φτάνοντας στην αγορά, όπου ο περισσότερος πληθυσμός της Έριγκ είχε συγκεντρωθεί και όπου βρισκόταν κι η Ιέρεια Ριλάνα, προσφέροντας ό,τι βοήθεια μπορούσε. Κοντά της στεκόταν ο Νεκρολάτρης, τον οποίο η Ζιάλα δε συμπαθούσε και τόσο. Της έμοιαζε άχρηστος! Απλά, κοιτούσε ο άνθρωπος, χωρίς να κάνει τίποτα! Αναίσθητος ήταν;
«Σεβασμιότατη,» είπε ο Νάλβαν, ζυγώνοντας. «Ο ιερέας είχε αρπάξει φωτιά.»
Η Ριλάνα κοίταξε τον άντρα, που τα μαλλιά και τα γένια του ήταν καψαλισμένα και τα μάτια του αλλόφρονα από τον τρόμο. Δε φαίνεται, πάντως, να έχει βαριά εγκαύματα, παρατήρησε η ιέρεια της Βιρκάνθα.
«Παρακαλώ, αφήστε με να σας κοιτάξω,» είπε, πλησιάζοντας τον. «Βγάλτε το χιτώνα σας.»
Ο ιερέας υπάκουσε, λύνοντας τον γαλανό του μανδύα και βγάζοντας το λευκό του χιτώνα. «Είστε ιέρεια;» ρώτησε.
«Ναι. Καθίστε.» Η Ριλάνα τράβηξε κοντά ένα σκαμνί, με το μποτοφορεμένο της πόδι. Ο ιερέας υπάκουσε, κι εκείνη κοίταξε το δέρμα του. Ναι, τα εγκαύματα δεν είναι βαριά. Όπως είχε παρατηρήσει εξαρχής. Ήταν, κυρίως, καμένος στη δεξιά μεριά –δεξής ώμος, μπράτσο, και ωμοπλάτη. Η Ριλάνα έβγαλε απ’το σάκο της μια αλοιφή.
«Του Βάνραλ;» τη ρώτησε ο ιερέας.
«Παρακαλώ;»
«Είστε ιέρεια του Βάνραλ;»
«Όχι, όχι· πιστεύω στη Βιρκάνθα,» αποκρίθηκε η Ριλάνα, βάζοντας την αλοιφή στο δέρμα του και βλέποντας το πρόσωπό του να συσπάται από τον τσουχτερό πόνο. «Έρχομαι από την Όρκαλ, νότια· δε μένω, κανονικά, εδώ.»
«Α, μάλιστα…» είπε ο ιερέας, δαγκώνοντας τα χείλη του. «Ναι…»
«Πώς σας λένε;» τον ρώτησε η Ριλάνα, για να πάρει το μυαλό του απ’τον πόνο, καθώς τελείωνε με το άλειμμα των εγκαυμάτων.
«…Ηέγαρ.»
«Ηέγαρ. Σπάνιο όνομα. Ποιητικό.»
Όσο η Ριλάνα περιποιείτο τον ιερέα του Βάνραλ, ο Νεκρολάτρης στεκόταν λίγο παραπέρα, με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του και κοιτάζοντας γύρω-γύρω, τον συγκεντρωμένο κόσμο. Πού και πού, ύψωνε το βλέμμα του στον ουρανό, σαν να του άρεσε το θέαμα των φλεγόμενων βλημάτων στα νότια, δυτικά, και βόρεια.
Η Ζιάλα εξακολουθούσε να μην μπορεί να τον καταλάβει. Κι εξακολουθούσε να την εκνευρίζει. Επιπλέον, το γεγονός ότι ήταν λιγάκι αλλήθωρος και δεν καταλάβαινες που ακριβώς κοιτούσε ήταν ακόμα ένα πράγμα που ενοχλούσε τη Ζιάλα. Η Ιέρεια Ριλάνα, ωστόσο, έμοιαζε να του μιλά σαν να ήταν ίσος της, κι αυτό παραξένευε τη νεαρή ακόλουθο.
Άκουσε βήματα να έρχονται. Κοίταξε αριστερά της και είδε τον Κάφελ να παρουσιάζεται. Η όψη στο πρόσωπό του ήταν φανερά θυμωμένη, μα η Ζιάλα πάλι νόμιζε ότι ήταν τόσο όμορφος. Δεν ήταν πολύ ψηλός, αλλά αυτό δεν έμοιαζε να της χαλάει καθόλου την εντύπωση της γι’αυτόν. Πολλές φορές, είχε αναρωτηθεί αν ήταν παντρεμένος, μα δεν είχε βρει το θάρρος να τον ρωτήσει. Περίμενε μήπως του ξέφευγε τίποτα. Εξάλλου, αν ήταν παντρεμένος, κάποτε δε θ’ανέφερε τη σύζυγό του; Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν είχε πει τίποτα για καμία γυναίκα· έτσι, η Ζιάλα πίστευε ολοένα και περισσότερο πως δεν πρέπει να ήταν παντρεμένος.
«Κάφελ. Τι έχεις;»
Ο έμπορος την κοίταξε, κάπως αιφνιδιασμένος. Δεν πρέπει να την είχε προσέξει ως τώρα. Πώς είναι δυνατόν να μη με πρόσεξε; απόρησε η Ζιάλα. Είναι τυφλός;
«Η κατάσταση δεν είναι κι απ’τις καλύτερες όπου έχω βρεθεί…» αποκρίθηκε ο Κάφελ. «Αλλά…» Σταύρωσε τα χέρια μπροστά του και κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου μίλησε έτσι!»
«Ποιος;»
«Ο Αντικαταστάτης Έπαρχος. Ο Άρχοντας Δάρβαν. Τον ρώτησα αν θα μπορούσα να βοηθήσω κάπου, και… κι εκείνος γέλασε και μ’έδιωξε. Λίγο έλειψε να με βρίσει!»
Η Ζιάλα ανασήκωσε τους ώμους. «Θα ήταν τσαντισμένος. Η κατάσταση σίγουρα είναι πιεστική και γι’αυτόν.»
«Ναι, αλλά εγώ δεν του είπα τίποτα για να τον θυμώσω!» αποκρίθηκε ο Κάφελ. «Να βοηθήσω την πόλη του του πρότεινα, όχι να την κάψω!» Αναστέναξε. «Τέλος πάντων… Ο Άρχοντας Δάρβαν δεν είναι καλά. Από την αρχή, ήταν κάπως περίεργος. Ταραγμένος.
»Ξέρεις τι λέει ένας φίλος μου; ‘Το χειρότερο σε μια μάχη είναι ο αρχηγός να μην αισθάνεται σίγουρος για τον εαυτό του, παρά νάναι αβέβαιος ή φοβισμένος.’»
«Και ο Άρχοντας Δάρβαν είναι έτσι; Αβέβαιος και φοβισμένος;»
«Εμένα, τουλάχιστον, τέτοια εντύπωση μού δίνει,» είπε ο Κάφελ.
«Ποιος είναι αυτός ο φίλος σου;»
«Ένας μισθοφόρος που έχει πολεμήσει στους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ. Φένταρ ο Ξεχασμένος, τον λένε. Τον έχεις ακουστά;»
«Όχι,» είπε η Ζιάλα, κουνώντας το κεφάλι. Ύστερα, έβγαλε ένα μαντήλι από το φόρεμά της και πήγε κοντά του. «Στάσου να σε σκουπίσω.»
Ο Κάφελ τής απομάκρυνε το χέρι, προτού αγγίξει το πρόσωπό του. «Δε χρειάζεται.»
«Μην είσαι παράξενος!» είπε η Ζιάλα, μειδιώντας και καθαρίζοντας το μέτωπό του. «Είσαι όλο καπνό.»
«Κι εσύ το ίδιο. Ίσως περισσότερο.»
Η Ζιάλα σκούπισε το πρόσωπό του και του έδωσε το μαντήλι της. «Θα με καθαρίσεις;»
Τι να της πεις τώρα; σκέφτηκε ο Κάφελ. Αφού τον είχε σκουπίσει, δεν μπορούσε παρά να της ανταποδώσει τη χάρη. Πήρε το μαντήλι και καθάρισε, διεξοδικά, την όψη της. Όταν τελείωσε, είπε: «Δες εδώ,» και της έδειξε το λευκό ύφασμα, που είχε γίνει μαύρο.
Η Ζιάλα γέλασε. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει.
*
Λίγο μετά το μεσημέρι, οι βολές από τη βόρεια μεριά της Έριγκ σταμάτησαν απρόσμενα. Οι καταπέλτες έπαψαν να εκτοξεύουν φλεγόμενα βλήματα, και οι τοξότες κατέβασαν τα τόξα τους και πήγαν στις σκηνές τους.
Ένας ιππέας, επάνω σε καφέ άλογο, πλησίασε την κλειστή πύλη, με σιγανό τροχασμό. Φορούσε φολιδωτή αρματωσιά, μαύρη κάπα, και λευκό χιτώνιο, επάνω στο οποίο ήταν ραμμένο το πορφυρό, όρθιο, ακτινοβόλο ξίφος του Άνκαραζ. Τα μαλλιά του άντρα ήταν πυρόξανθα και μακριά, ενώ η κουκούλα του ριγμένη στους ώμους.
«Υπερασπιστές της Έριγκ!» φώναξε. «Φέρνω μήνυμα από τον Άρχοντά μου, για τον δικό σας!»
Ένας μαχητής ορθώθηκε στις επάλξεις πάνω από την πύλη. Την ασπίδα του την είχε μισοϋψωμένη εμπρός του, λες και περίμενε ότι ο καβαλάρης από κάτω θα ξερνούσε αστραπές από το στόμα. «Σ’ακούμε. Πες μας το μήνυμά σου.»
«Το μήνυμά μου θα το εκφέρω μονάχα εν τη παρουσία του Αντικαταστάτη Έπαρχου, Άρχοντα Δάρβαν. Φωνάξτε τον, λοιπόν! Και μη φέρετε άλλον αντί γι’αυτόν, γιατί ξέρω την όψη του.»
Ένας στρατιώτης έτρεξε στο παλάτι.
Όταν μπήκε στην αίθουσα του θρόνου, όλοι έτρωγαν, εκτός από τον Δάρβαν, ο οποίος καθόταν στον ξύλινο, λαξευτό θρόνο, κοιτάζοντας το πάτωμα, με βλέμμα κενό. Η Ζιάθραλ τον είχε πλησιάσει, προηγουμένως, ζητώντας του να έρθει να φάει τίποτα («Θα σου κάνει καλό· ένα ωραίο φαγητό πάντα σού φτιάχνει τη διάθεση. Κι επιπλέον, το χρειάζεσαι τώρα, δε νομίζεις;»), αλλά εκείνος είχε αποκριθεί «Δεν έχω όρεξη», και τίποτ’άλλο. Η Ζιάθραλ, βλέποντας πως ήταν μάταιο να προσπαθεί να τον μεταπείσει, αναστέναξε κι επέστρεψε κοντά στη Φάλμα, για να την ταΐσει, αφού δεν έτρωγε παρά μόνο όταν η μητέρα της ήταν δίπλα.
«Άρχοντά μου!» είπε, μεγαλόφωνα, ο στρατιώτης, στεκόμενος στην είσοδο της αίθουσας. «Ένας καβαλάρης είναι έξω από τη βόρεια πύλη, Άρχοντά μου. Και ζητά να σας δει, για να εκφέρει το μήνυμά του. Ένα μήνυμα από τον αρχηγό των εχθρών μας.»
Ο Δάρβαν σηκώθηκε από το Θρόνο της Έριγκ και κατέβηκε τα σκαλιά του βάθρου.
Η Ζιάθραλ, πάραυτα, τον πλησίασε, πιάνοντας τον πήχη του, με τα δύο χέρια. «Στείλε κάποιον άλλο!»
«Με συγχωρείτε, Αρχόντισσά μου, αλλά ο καβαλάρης έξω από την πύλη είπε πως ξέρει την όψη του Άρχοντά μας και θα το καταλάβει αν πάμε να τον γελάσουμε,» τόνισε ο στρατιώτης.
Τα μάτια της Ζιάθραλ τον διαπέρασαν σαν ξιφίδια. «Μπλοφάρει, ηλίθιε! Αποκλείεται να έχει ξαναδεί το σύζυγό μου.»
Ο Χάργκελ σηκώθηκε από τη θέση του. Είχε έρθει πριν από λίγο στην αίθουσα του θρόνου, για να δει πώς ήταν ο Δάρβαν, και είχε καθίσει, τελικά, για να φάει. «Άρχοντά μου. Μπορώ να πάω εγώ στη θέση σας.»
«Όχι, θα πάω ο ίδιος,» δήλωσε εκείνος.
«Δάρβαν!» σφύριξε η Ζιάθραλ στ’αφτί του. «Είσαι τρελός; Ίσως να σου έχουν ετοιμάσει παγίδα! Για να σε σκοτώσουν!»
Εκείνος γύρισε, απότομα, να την αντικρίσει. «Να με σκοτώσουν;» είπε, και γέλασε, δυνατά. «Και τι θα καταφέρουν; Τόσο σπουδαία θεωρείς τη συμβολή μου σε τούτη την πολιορκία;» Γέλασε ξανά και, ξεφεύγοντας από τη λαβή της, βάδισε προς την έξοδο της αίθουσας και το στρατιώτη που στεκόταν εκεί.
Η Ζιάθραλ τον ακολούθησε (αγνοώντας τις φωνές της Φάλμα πίσω της), το ίδιο και ο Χάργκελ. Όταν, όμως, έφτασαν στη βόρεια πύλη, μονάχα ο Αγριόγατος ανέβηκε στις επάλξεις μαζί του· εκείνη έμεινε στην πέτρινη σκάλα, περιμένοντας. Φοβόταν να πάει επάνω, σε περίπτωση που τους έριχναν βέλη.
Ο Δάρβαν στάθηκε ευθυτενής, ενώ δύο ασπιδοφόροι βρίσκονταν εκατέρωθέν του, προστατεύοντάς τον με τις ασπίδες τους, και ο Χάργκελ ήταν από πίσω, ερευνώντας με το γερακίσιο βλέμμα του το χιονισμένο τοπίο.
Ο Αντικαταστάτης Έπαρχος ατένισε τον ιππέα μπροστά από την πύλη. Ύστερα, η ματιά του πλανήθηκε στα σημεία γύρω και μετά από τον καβαλάρη. Δεν είναι παγίδα, σκέφτηκε, παρατηρώντας ότι κανένας τοξότης δε φαινόταν, και οι καταπέλτες είχαν πάψει να ρίχνουν· οι άνθρωποι που τους χειρίζονταν ξεκουράζονταν κοντά τους, τρώγοντας.
«Ήρθα!» δήλωσε. «Και θα ακούσω το μήνυμά σου. Αλλά απάντησέ μου, πρώτα, σε μία ερώτηση: Ποιος είσαι και πώς με ξέρεις; Εγώ δε σε αναγνωρίζω.»
«Δε μου επιτρέπεται ν’απαντήσω σ’αυτό, Άρχοντα της Έριγκ,» αποκρίθηκε ο ιππέας.
Τελικά, ήταν μπλόφα! συνειδητοποίησε ο Δάρβαν. Γιατί, όμως; Γιατί ήθελαν να με φέρουν εδώ; Κοντά στην πύλη δεν υπήρχαν κρυψώνες, για να έχει κρυφτεί κανείς και να τον σημαδέψει. Και, όπως είχε κι ο ίδιος πει στη Ζιάθραλ, γιατί να τον θέλουν νεκρό; Τι θα έχανε η άμυνα της πόλης, χωρίς αυτόν; Τίποτα, έπρεπε να παραδεχτεί, με πικρία, ο Δάρβαν.
«Ακούω το μήνυμά σου.»
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ της Σέρνιντοκ, και σύντομα μελλοντικός σας Βασιληάς, έχει να σας δώσει τρεις επιλογές, Άρχοντά μου: Πρώτον, μπορείτε ν’ανοίξετε τις πύλες σας, ώστε να μπει ο στρατός του, θριαμβευτής και χωρίς να βλάψει κανέναν· δεύτερον, μπορείτε να βγείτε εδώ και τώρα, ώστε να μονομαχήσετε δίκαια με τον Άρχοντα Μόρντεναρ, κι εκείνος σας υπόσχεται πως, σε περίπτωση που τον νικήσετε, θα εγκαταλείψει την Έριγκ δίχως άλλη κουβέντα· και τρίτον, μπορείτε να αγνοήσετε τις δύο προηγούμενες επιλογές και ν’αφήσετε την πόλη σας να ισοπεδωθεί!»
Ο ιππέας μίλησε εξαιρετικά μεγαλόφωνα, ώστε να τον ακούσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι υπερασπιστές της Έριγκ.
Ένας άντρας φάνηκε, εξ αποστάσεως, να ξεχωρίζει μέσα από το στρατόπεδο των εχθρών. Δε φορούσε κάπα, ούτε πανοπλία, και στο χέρι του βρισκόταν ένα γυμνολέπιδο ξίφος.
Ο Μόρντεναρ.
Ώστε γι’αυτό με κάλεσε εδώ. Για να με προκαλέσει και να με γελοιοποιήσει μπροστά στους μαχητές μου· γιατί το γνωρίζει ότι ποτέ δε θα δεχτώ να μονομαχήσω μαζί του. Δεν έχω πιθανότητες νίκης.
Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ ύψωσε το ξίφος του στον αέρα, χαιρετίζοντας τον Δάρβαν. Προκαλώντας τον. Χλευάζοντάς τον.
Σιγή είχε πλακώσει, έξω από τους κρότους των καταπελτών που σφυροκοπούσαν τη νότια και τη δυτική μεριά της Έριγκ, και έξω από τον ήχο της φωτιάς και τις κραυγές οι οποίες, πού και πού, αντιλαλούσαν. Κανείς δε μιλούσε, κανείς δεν ψιθύριζε· άπαντες περίμεναν την απάντηση του Αντικαταστάτη Έπαρχου.
«Μη δίνετε σημασία, Άρχοντά μου,» είπε ο Χάργκελ ο Αγριόγατος, πίσω απ’τον Δάρβαν.
Εκείνος έγλειψε τα χείλη, προσπαθώντας να συγκροτήσει τον εαυτό του, και φώναξε ως απάντηση: «Προφανώς, ιππέα, ο Άρχοντάς σου δεν είχε τίποτα σημαντικό να μου πει! Ενημέρωσέ τον πως δε θα το εκτιμήσω αν με ξαναδιακόψει από το μεσημεριανό μου γεύμα.» Στράφηκε απ’την άλλη και άρχισε να κατεβαίνει την πέτρινη σκάλα των επάλξεων, συναντώντας τη Ζιάθραλ εκεί.
Η σύζυγός του τον ακολούθησε, αμίλητη· μονάχα όταν έφτασαν κάτω, είπε: «Σωστά του αποκρίθηκες.»
«Όχι· ήταν μια ηλίθια απάντηση, μα δεν είχα κάτι καλύτερο να πω.»
Σε λίγο, οι μηχανές του πολέμου ξεκίνησαν να σφυροκοπούν πάλι την Έριγκ, και οι τοξότες να την περιλούουν με τα φλεγόμενα βέλη τους. Οι καταπέλτες και οι τοξότες της πόλης ανταπέδιδαν τις βολές, μα οι προσπάθειές τους έμοιαζαν κάθε άλλο παρά αρκετές για να σπάσουν την πολιορκία: τα βέλη καρφώνονταν ή εξωστρακίζονταν επάνω στις μεγάλες ασπίδες των ασπιδοφόρων, και τα πέτρινα βλήματα προκαλούσαν κάποιες ζημιές ανάμεσα στους τοξότες του εχθρού, μα συνήθως αστοχούσαν τους καταπέλτες. Επιπλέον, με κάθε ένα που εκτοξευόταν, τα πολεμοφόδια της Έριγκ ελαττώνονταν, πλησιάζοντας την εξάντληση.
Ο Δάρβαν, καθισμένος στο θρόνο του όπως και πριν, άκουγε τους εκκωφαντικούς κρότους και τις κραυγές, και αναρωτιόταν αν θα ήταν φρόνιμο, μήπως, να ανοίξει τις πύλες και ν’αφήσει τους εχθρούς να μπουν.
«Θα κρατήσει ο Μόρντεναρ το λόγο του;» ρώτησε τον Έγκναρμ, που είχε έρθει στην αίθουσα, για να μιλήσει στον Άρχοντά του, να μάθει τι απόφαση πήρε ύστερα από το μήνυμα του καβαλάρη –το οποίο δεν είχε αργήσει να μάθει όλη η πόλη.
«Όχι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι φανατικοί της θρησκείας του Άνκαραζ, Άρχοντά μου. Πιστεύουν στη λεηλασία και στην καταστροφή. Σε καμία περίπτωση δε θα μπουν ειρηνικά στην Έριγκ. Είμαι βέβαιος πως ο Μόρντεναρ θα έχει υποσχεθεί στους μαχητές του λάφυρα από την πόλη, έμψυχα και άψυχα, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ.»
«Προτείνεις, δηλαδή, να μην ανοίξουμε τις πύλες…» είπε ο Δάρβαν, τρίβοντας το σαγόνι του. «Εσύ, Διοικητή Νάργκιρ, τι λες;»
«Συμφωνώ απόλυτα με τον Διοικητή Έγκναρμ, Άρχοντά μου! Απόλυτα. Δεν πρέπει να τους επιτρέψουμε να μπουν.»
Ο Δάρβαν ένευσε. «Δε θα τους το επιτρέψουμε. Πείτε μου, όμως: πώς βλέπετε την κατάσταση;»
Οι όψεις τους σκοτείνιασαν. Φοβούνται. Βλέπουν τα πράγματα αρνητικά. Δε χρειαζόταν καν να ακούσει τις απαντήσεις τους, γιατί γνώριζε από τώρα ότι θα ήταν ψεύτικες.
«Μπορούμε να κρατήσουμε, Άρχοντά μου,» δήλωσε ο Νάργκιρ. «Μέχρι να έρθει βοήθεια, μπορούμε να κρατήσουμε.»
«Μάλιστα,» είπε, ξερά, ο Δάρβαν. «Πηγαίνετε, λοιπόν. Και φροντίστε ότι θα κρατήσουμε.»
Οι κρότοι από τους καταπέλτες γέμιζαν τον αέρα, αναμειγνυόμενοι με το σφύριγμα του παγερού ανέμου. Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει, σχεδόν χαθεί πίσω από τα βουνά· μονάχα μερικές ράβδοι φωτός γλιστρούσαν ανάμεσα από τις βουνοκορφές. Χιόνι άρχισε να πέφτει. Παράξενοι ήχοι ήρθαν από τα βάθη του Δρακοδάσους, τους οποίους οι πολιορκητές απέδωσαν στα στοιχειά που κατοικούσαν εκεί.
Δεν έχουν ακόμα μαλακώσει αρκετά, παρατήρησε ο Μόρντεναρ, σηκώνοντας την κουκούλα της κάπας του και κοιτάζοντας τα βόρεια τείχη. Όχι, βέβαια, πως περίμενε ότι θα «μαλάκωναν» –όπως έλεγαν στον καιρό των Πολέμων– από το πρώτο σοβαρό σφυροκόπημα. Η Έριγκ δεν ήταν κι η ευκολότερη πόλη του Νόρβηλ να κυριευτεί· ακόμα κι από έναν στρατό διοικούμενο, ως επί το πλείστον, από βετεράνους της Φεν εν Ρωθ. Ήταν σχεδόν το ίδιο δυνατή όπως και η πρωτεύουσα Νουάλβορ.
Όμως η ώρα της δε θ’αργήσει. Το μεγάλο πρόβλημα του Μόρντεναρ, ωστόσο, ήταν ο χρόνος. Η ώρα της δε θ’αργούσε ακόμα κι αν η πόλη έπεφτε ύστερα από μισό μήνα. Αλλά, όπως είχαν τα πράγματα, έπρεπε οπωσδήποτε να πορθηθεί σε λιγότερο από πέντε ημέρες. Γιατί, μετά, θα έχουμε να κάνουμε και με το στρατό του Άργκελ. Και αποκλείεται να μπορέσουμε να τους αντιμετωπίσουμε και τους δύο.
Απορώ, όμως, πώς ο Βασιληάς έμαθε τόσο γρήγορα για την εκστρατεία μας… Και η απάντηση διαπέρασε σαν αστραπή το νου του: Ο Εχθρός! Ο Εχθρός αποστρεφόταν τον Άνκαραζ –ή, τουλάχιστον, έτσι είχε πει ο Σάλκερμιρ και οι άλλοι ιερείς του Πολέμαρχου– και θα έκανε τα πάντα για να τον καταστρέψει, φοβούμενος πως εκείνος θα τον έδιωχνε από το Νόρβηλ. Έτσι, δε θα ήταν απίθανο να είχε ειδοποιήσει τον Άργκελ. Αλλά ο Άργκελ γιατί να έχει συμμαχήσει μαζί του, εξαρχής; Ή, μήπως, ο Εχθρός τον ενημέρωσε έμμεσα;
Δύσκολες ερωτήσεις για να απαντηθούν εν καιρώ πολιορκίας, που είχε κανείς το νου του σ’αυτό που έκανε, που έπρεπε να έχει το νου του σ’αυτό που έκανε, για να μην ηττηθεί. Όταν, όμως, η Έριγκ είναι δική μου, θα βρω απαντήσεις. Ο Νότος θ’αναγκαστεί να λογοδοτήσει.
Ο Μόρντεναρ βάδισε προς τη σκηνή του, κοιτάζοντας τις σκιές που είχαν πλέον πλημμυρίσει το στρατόπεδο. Κοιτάζοντας τους φρουρούς που είχε θέσει. Τριπλάσιες σκοπιές. Σε σημεία όπου ο ένας πολεμιστής μπορούσε να δει τον άλλο. Έτσι, ο Θάνατος δε θα είχε τη δυνατότητα να τους σκοτώσει αθόρυβα, εκτός κι αν κατάφερνε να δολοφονήσει συγχρόνως δύο ή τρεις ανθρώπους που δεκάδες μέτρα τούς χώριζαν!
Και πάλι, όμως, ο Μόρντεναρ ανησυχούσε. Ο σκιερός του αντίπαλος φαινόταν πάντοτε να βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία για να εισβάλει και να σκίσει ένα-δυο λαρύγγια. Διοικητών μόνο. Όπως είχε προβλέψει ο Σάλκερμιρ, δεν τον ενδιέφεραν οι απλοί στρατιώτες. Προσπαθεί να κόψει το κεφάλι του φιδιού, πιστεύοντας ότι, μετά, το υπόλοιπο σώμα θα καταρρεύσει. Και έχοντας δίκιο, χίλιες κατάρες επάνω του.
Το βλέμμα του Μόρντεναρ χάθηκε, για λίγο, ανάμεσα στις σκηνές. Και πέρα απ’το στρατόπεδο. Στη θολούρα της χιονόπτωσης, προς τα βόρεια, όπου εκτεινόταν η λιθόστρωτη δημοσιά· προς τα δυτικά, όπου ανοιγόταν μια μικρή πεδιάδα, πριν από τους λόφους, τα υπώρεια της Κεντρικής Νορβήλιας Οροσειράς· και προς τα ανατολικά, όπου απλώνονταν τα απύθμενα σκότη του Δρακοδάσους. Θα κρύβεσαι για πάντα; Κάποιος δε θα σε εντοπίσει; Κάποτε η τύχη σου δε θα σε προδώσει; Όλους τους προδίδει, κάποτε.
Εκτός από όσους δεν βασίζονται σ’εκείνη. Και οι νεκρενοικημένοι φονιάδες ήταν από αυτούς τους ανθρώπους, έπρεπε να υπενθυμίσει στον εαυτό του ο Μόρντεναρ. Ήταν από τους ανθρώπους που δε βασίζονταν στην Τύχη, μα στις ιδιαίτερές τους ικανότητες, και στο νεκραδελφό τους –το συμβιωτικό νεκρό πνεύμα που ζούσε εντός τους, έχοντας γίνει ένα μαζί τους. Τι αποκρουστική ιδέα! Να ζεις μ’έναν νεκρό μέσα σου. Πρέπει να ήταν τρελοί…
Αν, λοιπόν, δε βασίζεται στην Τύχη, τότε πώς θα τον εντοπίσουμε; Πώς θα τον εντοπίσουμε, από τη στιγμή που οι ικανότητες κρυψίματός του φανερά υπερτερούν των δικών μας ικανοτήτων εύρεσης; Χρειάζονταν ένα σχέδιο. Αλλά ο Μόρντεναρ νόμιζε πως ο νους του είχε σταματήσει να λειτουργεί. Κάτι που σπάνια του συνέβαινε. Σπάνια στέρευαν τα σχέδια στο μυαλό του. Ίσως, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, να έφταιγε το γεγονός ότι είχε να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο που δεν κατανοούσε πλήρως. Τώρα, δεν προσπαθούσε να νικήσει έναν εχθρό σε ανοιχτό πεδίο, ούτε έναν εχθρό οχυρωμένο πίσω από τείχη· όχι, τώρα ο εχθρός ήταν αόρατος, καλυμμένος στις σκιές, χτυπώντας απροειδοποίητα και κρυβόμενος πάλι στην αγκαλιά του σκοταδιού.
Και ο Σάλκερμιρ είναι άχρηστος· δεν μπορεί να με βοηθήσει. Μονάχα ένας άλλος νεκρενοικημένος φονιάς θα μπορούσε να με βοηθήσει να εξολοθρεύσω ετούτον. Μα πού θα βρω έναν τέτοιο; Τώρα, που τον χρειάζομαι άμεσα, είναι αδύνατον.
Παραμέρισε τον μπερντέ της σκηνής του, και μπήκε. Μέσα, τον περίμενε η Τέριλ, ξαπλωμένη στο στρώμα και σκεπασμένη με τη γούνινη κουβέρτα. Το τόξο, η φαρέτρα, και το λιγνό ξίφος της βρίσκονταν κρεμασμένα σε μια λυόμενη καρέκλα στρατοπέδου, επάνω στην οποία ήταν επίσης ριγμένα τα ρούχα της, κι από κάτω οι μπότες και οι κάλτσες της.
Βλέποντας τον Μόρντεναρ να μπαίνει, ανασηκώθηκε, στηριζόμενη στον δεξή αγκώνα. «Τίποτα ενδιαφέρον έξω;» ρώτησε.
«Όχι. Αλλά υπάρχει κάτι ενδιαφέρον μέσα.» Έβγαλε την κουκούλα κι άρχισε να λύνει την κάπα του.
Η Τέριλ μειδίασε. Μετά, ρώτησε: «Χιονίζει;» κοιτάζοντας το χιόνι επάνω του.
«Από πόση ώρα είσαι εδώ;»
Εκείνη τεντώθηκε κάτω απ’την κουβέρτα και χασμουρήθηκε. «Πριν από τη δύση του ήλιου. Λίγο πριν.»
Ο Μόρντεναρ άφησε την κάπα του στην κρεμάστρα. «Ναι, χιονίζει. Και είθε το χιόνι να παγώσει τα κόκαλα του δολοφόνου.»
«Αμφίβολο.»
Ένευσε. «Ούτως ή άλλως, τίποτα δεν τον πιάνει· γιατί να τον επηρεάζει το κρύο;» Έλυσε τη ζώνη με το σπαθί του και την κρέμασε κι αυτήν.
«Δεν τον επηρεάζει επειδή είναι… νεκρενοικημένος;» Η Τέριλ δεν είχε συνηθίσει την παράξενη λέξη. «Ακόμα δεν έχω καταλάβει τι σημαίνει τούτο, ξέρεις.»
«Το νεκρενοικημένος;»
«Ναι.»
Ο Μόρντεναρ ανασήκωσε τους ώμους. «Σου είπα: είναι ένας ειδικά εκπαιδευμένος δολοφόνος που μέσα του ενοικεί το πνεύμα ενός νεκρού από τη Φεν εν Ρωθ.» Ξεκούμπωσε την τουνίκα του και την έβγαλε, πετώντας την, άτακτα, παραδίπλα.
«Ναι, εντάξει, αλλά τι σημαίνει αυτό;» τον ρώτησε η Τέριλ, κοιτάζοντάς τον να βγάζει και το μάλλινο, λευκό εσώρουχο, αποκαλύπτοντας φαρδύ στέρνο, πλατείς ώμους, και σφιχτούς μύες. Ο Μόρντεναρ δεν ήταν ογκώδης άντρας, αλλά ήταν ευκίνητος σαν αίλουρος και δυνατός σαν άγριο άτι.
Έλυσε τις μπότες του και τις πέταξε κι αυτές παραδίπλα, μαζί με τις κάλτσες. «Σημαίνει ότι δεν είναι πλέον άνθρωπος. Και δεν μπορείς να εντοπίσεις κάποιον που σκέφτεται και δρα διαφορετικά από εσένα.»
«Πόσο διαφορετικά;»
«Για να καταλάβεις πόσο διαφορετική αντίληψη έχει ο νεκρενοικημένος από εμάς, θα σου πω το εξής: Ο Σάλκερμιρ προσπάθησε να τον ανιχνεύσει, για δεύτερη φορά, και δέχτηκε το χτύπημά του, νοητικά.» Ο Μόρντεναρ τράβηξε ένα από τα βέλη της φαρέτρας της, κρατώντας το με τα δύο χέρια και εξετάζοντάς το.
«Νοητικά;»
«Ναι… Σαν ένα βέλος στον εγκέφαλο.» Έτριψε την αιχμή του βλήματος που κρατούσε. «Τον είδα να ουρλιάζει από πόνο.» Επέστρεψε το βέλος στη φαρέτρα, κουνώντας το κεφάλι. «Δεν ξέρω τι ακριβώς αισθάνθηκε, πάντως τον τρόμαξε και τον έκανε να μη θέλει να ξαναεπιχειρήσει να βρει το φονιά. Αφού, λοιπόν, ο εχθρός μας μπορεί και αντιλαμβάνεται πότε τον ψάχνει πνευματικά ένας ιερέας του Άνκαραζ, καταλαβαίνεις τη διαφορετικότητά του από εμάς, έτσι;»
Η Τέριλ ένευσε. Μετά, είπε: «Στην αρχή, ο Σάλκερμιρ έλεγε πως επρόκειτο για έναν άνθρωπο νεκρό αλλά ζωντανό. Τέτοιος είναι ο νεκρενοικημένος; Νεκρός αλλά ζωντανός;»
Ο Μόρντεναρ έβγαλε το παντελόνι του και γλίστρησε κάτω απ’τη γούνινη κουβέρτα· η Τέριλ τού έκανε χώρο. «Όχι. Ζωντανός είναι· το πνεύμα εντός του είναι νεκρό. Ο Σάλκερμιρ δεν ξέρει ακόμα γιατί ο Πολέμαρχος τον ειδοποίησε για νεκρό μα ζωντανό άνθρωπο.»
Η Τέριλ αναστέναξε κι αγκάλιασε τα γόνατά της. «Είναι αγχώδης αυτή η κατάσταση!» είπε.
«Πώς κι έτσι; Έχουμε και παλιότερα περιμένει πολύ καιρό για μεγάλες αναμετρήσεις.» Την τράβηξε κοντά του, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω της και παραμερίζοντας τα μακριά, ξανθά της μαλλιά, ρίχνοντάς τα πάνω απ’τον δεξή της ώμο.
«Δεν είναι αναμέτρηση! Δεν είναι μάχη. Μπορεί να πεθάνουμε προτού έχουμε την ευκαιρία να αντεπιτεθούμε!…» Η Τέριλ έτριψε το πρόσωπό της επάνω στο λαιμό του.
Ο Μόρντεναρ καταλάβαινε την ανησυχία της. Κι εκείνος το ίδιο αισθανόταν. Ετούτος ο αγώνας ήταν, πράγματι, ασυνήθιστος. Μα εξακολουθούσε να είναι ένας αγώνας… μέρος του μεγαλύτερου Αγώνα ο οποίος ήταν η ζωή, όπως θα έλεγε κι ένας ιερέας ή μια ιέρεια του Άνκαραζ. Επομένως, οι πιστοί δεν είχαν παρά να ατσαλώσουν τους εαυτούς τους και ν’αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Ο Δεινός Πολέμαρχος έθετε δοκιμασίες ενώπιον των ακόλουθών του, ορισμένες ευκολότερες, ορισμένες δυσκολότερες. Κι ετούτη η δοκιμασία με τον Θάνατο ήταν από τις δυσκολότερες.
Ο Μόρντεναρ σήκωσε το σαγόνι της Τέριλ και φίλησε τα χείλη της. Το χέρι του κατέβηκε κι άγγιξε το αριστερό της στήθος, έπαιξε με τη θηλή της, γλίστρησε στα πλευρά, στη μέση, στον μηρό της, και την τράβηξε κοντά του, συνθλίβοντάς την επάνω του…
Αργότερα, ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ ονειρεύτηκε.
—Περιπλανιόταν σ’ένα στρατόπεδο που δεν αναγνώριζε. Οι σκηνές ήταν μεγάλες και είχαν παράξενα σχήματα, σαν να μην υπάκουγαν στους φυσικούς νόμους. Μερικές φούσκωναν προς τα έξω, λες και δυνατός αέρας να φυσούσε εντός τους· άλλες τραβιόνταν προς τα μέσα, λες και κάποια ρουφήχτρα να τις παρέσερνε μα ποτέ να μην τις ρουφούσε τελείως· άλλες είχαν πάρει αλλόκοτες κλίσεις, σαν λυγισμένα δέντρα, διαμορφώνοντας μια σήραγγα εκεί όπου βάδιζε. Ανασήκωσε τον μπερντέ μιας από αυτές τις σκηνές και κοίταξε μέσα. Μια ξανθιά, γνώριμη γυναίκα τον περίμενε, γυμνή και γελώντας, κάνοντάς του νόημα να πλησιάσει. Μπήκε—
—Βρέθηκε σ’ένα σκοτεινό κάστρο. Έκανε μερικά βήματα… και συνειδητοποίησε πως ήταν ολόγυμνος. Τα πόδια του πατούσαν σε παγερό, πέτρινο δάπεδο. Ένας κρύος αέρας φυσούσε, περονιάζοντάς τον. Κάτι ζύγωνε, κι εκείνος δεν είχε το παραμικρό όπλο επάνω του. Ούτε ένα ξιφίδιο, ούτε ένα κυνηγητικό μαχαίρι. Έτρεξε—
—Οι πέτρινοι διάδρομοι μετατράπηκαν σε μονοπάτια· και το δάσος τριγύρω ήταν το ίδιο σκοτεινό όσο το κάστρο. Αλλά πολύ, πολύ πιο παγερό. Και εκείνος εξακολουθούσε να είναι ολόγυμνος· ανοιχτός σε επίθεση. Έπρεπε να βρει ένα σημείο να προστατευτεί. Έστριψε. Και συνάντησε ένα σκοτάδι τόσο απόλυτο που δεν μπορεί να υπήρχε παρά μονάχα στα βαθύτερα σπήλαια του υπόγειου κόσμου. Και, μέσα απ’το σκοτάδι, δύο πορφυρά μάτια ξεχώριζαν. Τα οποία τον κοιτούσαν επίμονα, σαν να ήθελαν να καταλάβουν κάτι γι’αυτόν, σαν να εισέβαλαν στο νου του. Εκείνος δεν μπορούσε ν’απομακρυνθεί. Είχε παραλύσει από το ψύχος—
«Ααα!»
Ο Μόρντεναρ ξύπνησε, λαχανιασμένος.
Η Τέριλ ανασηκώθηκε, αιφνιδιασμένη. Τα γουρλωμένα της μάτια γυάλιζαν στο φως των κεριών. Κοίταξε γύρω-γύρω, περιμένοντας να δει κάποιον να στέκεται μέσα στη σκηνή.
Ο Μόρντεναρ νόμιζε ότι ακόμα μπορούσε να νιώσει το ψύχος να τον παραλύει. Ακούμπησε τον ώμο της. «Ησύχασε· ονειρευόμουν.»
«Δεν άκουσες τίποτα, δηλαδή;» τον ρώτησε, με όψη αγριεμένη.
Ο Θάνατος μάς έχει τρελάνει όλους. Ακόμα και μένα. Κούνησε το κεφάλι. «Όχι, τίποτα. Είδα μονάχα ένα περίεργο όνειρο. Ίσως τον πιο περίεργο εφιάλτη που έχω δει στη ζωή μου.»
«Τι ήταν;»
Ο Μόρντεναρ ξάπλωσε, και η Τέριλ ξάπλωσε επάνω του. Της είπε. Αργά, προσπαθώντας να εκφράσει με λέξεις εκείνο που πίστευε ότι, ουσιαστικά, ήταν αδύνατο να περιγραφεί ποτέ επαρκώς.
*
Ο Χέντραμ επέστρεψε. Ο Νεκρομέμνων αισθάνθηκε την ψυχή του να ολοκληρώνεται ξανά. Ετούτο το συναίσθημα δεν είχε αλλάξει, παρότι ο Φανλαγκόθ είχε αναπλάσει το σώμα του… το οποίο ο δολοφόνος ένιωθε ξένο· ένιωθε ότι υπήρχε η κλωστή του δημιουργού του σ’αυτό. Μονάχα το πνεύμα του πλέον ήταν απόλυτα δικό του· τόσο δικό του όσο και συνυφασμένο με το πνεύμα του Χέντραμ –η αέναη συμβίωση ενός νεκρενοικημένου με το νεκραδελφό του.
Κατέβηκε από το δέντρο όπου ήταν σκαρφαλωμένος, και προχώρησε ως μια μικρή σπηλιά που είχε ανακαλύψει όχι πολύ μακριά από τις παρυφές του Δρακοδάσους.
Τώρα, ο Χέντραμ είχε εστιαστεί επάνω στον Μόρντεναρ, και ο Νεκρομέμνων θα γνώριζε ανά πάσα στιγμή πού βρισκόταν ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ. Ωστόσο, αυτό δεν ξέρω πώς θα μπορέσει να με βοηθήσει, εφόσον τον φρουρούνε τόσο καλά, σκέφτηκε, μπαίνοντας στη μικρή σπηλιά, για να προστατευτεί από τη χιονόπτωση. Δυστυχώς, κατάφερνε να βρίσκει λιγοστές τρύπες στην άμυνα του στρατού, και αυτές μόνο όταν κάποια αναστάτωση γινόταν, όταν οι μαχητές άλλαζαν θέσεις. Ο ρυθμός με τον οποίο πέθαιναν οι διοικητές δεν ήταν ικανοποιητικός, για τον Νεκρομέμνονα. Ο Βασιληάς Άργκελ δε θ’αργούσε ακόμα να έρθει, και, όταν ερχόταν, υποτίθεται ότι δε θα έπρεπε να πολεμήσει· υποτίθεται ότι θα έβρισκε το στράτευμα των εχθρών του αδιοίκητο, συγχυσμένο, εύκολο στόχο, ή και τελείως διαλυμένο, διασκορπισμένο. Αλλά ο Νεκρομέμνων δεν ήταν τώρα απόλυτα βέβαιος πως θα το κατόρθωνε τούτο, αν δεν άλλαζε κάποιος βασικός παράγοντας στην όλη κατάσταση.
Φανλαγκόθ, σκέφτηκε, δεν μπορείς να με βοηθήσεις, κάπως; Δεν έχεις κάποια πληροφορία να μου δώσεις; Κάποιο στοιχείο που αποτυχαίνω να παρατηρήσω;
Καμία απάντηση, όμως, από τον νέο του εργοδότη.
Το μεσημέρι της τρίτης ημέρας από το ξεκίνημα της πύρινης βροχής του Μόρντεναρ, μια έφιππη φιγούρα έφτασε στο νότιο στρατόπεδο. Ήταν μια πορφυρομάλλα γυναίκα, ντυμένη με φολιδωτή πανοπλία. Σταμάτησε το άλογό της (το οποίο ίππευε ασέλωτο), και πρόσταξε: «Πηγαίνετε με στον Άρχοντα Μόρντεναρ!»
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ βρίσκεται στην άλλη μεριά του ποταμού,» την πληροφόρησε ένας από τους στρατιώτες που είχαν σταθεί στο διάβα της.
«Τότε, θα περάσω. Πώς περνάτε; Έχετε ετοιμάσει–;»
«Ποια είσαι;»
«Ετρέσσα, ιέρεια του Άνκαραζ. Τα νέα που φέρνω θα ενδιαφέρουν πολύ τον Άρχοντά σας. Τώρα, μη με καθυστερείτε περισσότερο!»
«Ελάτε απο δώ, Σεβασμιότατη,» της είπε ένας άλλος άντρας, πλησιάζοντας. «Ονομάζομαι Θάνεμιρ, και θα σας οδηγήσω στον Άρχοντα Μόρντεναρ. Είμαι ένας απ’τους Αρχιμαχητές του Άνκαραζ.»
Η ιέρεια αφίππευσε. «Καλοσύνη σου, Αρχιμαχητή.»
Ο Θάνεμιρ βάδισε δυτικά. Η Ετρέσσα τον ακολούθησε. «Έχουμε φτιάξει έλκηθρα,» της είπε. «Από πού έρχεστε, Σεβασμιότατη;»
«Από το στρατό του Βασιληά Άργκελ.»
Ο Θάνεμιρ κοντοστάθηκε, στρεφόμενος να την κοιτάξει, με στενεμένα μάτια.
«Προσπαθούσα να στρέψω τους ίδιους του τους μαχητές εναντίον του,» εξήγησε η Ετρέσσα, παρατηρώντας την έκφραση του άντρα, «μα, κάπως, με αντιλήφθηκαν κι αναγκάστηκα να φύγω.»
«Πώς σ’αντιλήφθηκαν;» ρώτησε ο Θάνεμιρ, συνεχίζοντας να βαδίζει.
«Δεν έχω καταλάβει ακόμα. Νόμιζα ότι είχα καλύψει καλά τα ίχνη μου. Κάποιος πρέπει να με πρόδωσε…»
«Καμια υποψία;»
«Όχι.»
«Σου ήταν όλοι τόσο έμπιστοι;»
«Αν ήταν, δε θα με πρόδιδαν.»
«Αλλά είπες ότι δεν είχες καμία υποψία. Δηλαδή, δε φοβόσουν ότι κάποιος πιθανώς να σε πουλούσε στο Βασιληά;»
«Η αλήθεια είναι πως όχι,» αποκρίθηκε έντονα η Ετρέσσα. Δεν της άρεσε ο ανακριτικός τόνος στη φωνή του Θάνεμιρ· δεν της άρεσε καθόλου! «Όπως σου είπα, πίστευα ότι είχα καλύψει καλά τα ίχνη μου. Οι δικοί μου μισθοφόροι, οι Γκρίζοι Κόρακες, ήταν ορκισμένοι σε μένα, και οι διοικητές των άλλων μισθοφορικών ομάδων με τους οποίους είχα μιλήσει μου έδειχναν τον πρέποντα σεβασμό που οφείλει κάθε μαχητής σε μια ιέρεια του Άνκαραζ.» Απορούσε γιατί καθόταν και τα εξηγούσε σε τούτον τον ενοχλητικό τύπο! Ίσως να προσπαθώ να δικαιολογήσω την αποτυχία μου στον ίδιο μου τον εαυτό, συνειδητοποίησε η Ετρέσσα. Μεγάλε Πολέμαρχε, δε θα σ’απογοητεύσω άλλη φορά! Οι αξίες των ανθρώπων έχουν αρχίσει να φθίνουν· δεν είναι κανένας πλέον αξιόπιστος. Αλλά εγώ παραμένω πιστή σε σένα· πάντοτε θα είμαι πιστή σε σένα.
Ο Θάνεμιρ δε μίλησε. Την οδήγησε ως την όχθη όπου βρίσκονταν τα έλκηθρα, και είπε σ’ένα στρατιώτη: «Θέλουμε να περάσουμε.» Εκείνος ένευσε κι ανέβηκε σ’ένα έλκηθρο.
«Μετά από εσάς, Σεβασμιότατη.»
Η ιέρεια υπάκουσε, και ο Θάνεμιρ ανέβηκε στο έλκηθρο τελευταίος. Ο στρατιώτης, που είχε ανεβεί πρώτος, έπιασε ένα μακρύ ξύλο και έδωσε ώθηση στο μεταφορικό μέσο, κάνοντάς το να γλιστρήσει γρήγορα πάνω στην παγωμένη επιφάνεια του Μάρνελ. Η Ετρέσσα αισθάνθηκε τον κρύο αγέρα να παρασέρνει τα πορφυρά της μαλλιά και να καίει το πρόσωπό της. Τα χέρια της έπιασαν γερά τις χειρολαβές του έλκηθρου. Πάντοτε σιχαινόταν τα άψυχα μεταφορικά μέσα –άμαξες, κάρα, καράβια, βάρκες. Της προκαλούσαν ένα περίεργο συναίσθημα ανασφάλειας. Και ήταν «περίεργο» αυτό το συναίσθημα γιατί η Ετρέσσα δε θεωρούσε ότι υπήρχαν στην Κουαλανάρα πολλά πράγματα που να φοβάται. Είχε καβαλήσει ασέλωτα άλογα πλείστες όσες φορές, εξάλλου· είχε αντιμετωπίσει πέντε αντίμαχους με μονάχα ένα ξίφος στο χέρι, ούτε πανοπλία, ούτε καν μπότες· είχε οδηγήσει στρατιώτες στη μάχη υπό αντίξοες συνθήκες, και είχε θριαμβεύσει! Ωστόσο, πάντα προτιμούσε ένα άλογο από κάτω της, παρά μια άμαξα.
Το έλκηθρο σταμάτησε απότομα. Η Ετρέσσα κρατήθηκε πιο γερά από τις χειρολαβές, νιώθοντας την ανάσα της να κόβεται προς στιγμή. Ύστερα, είδε τον Θάνεμιρ να κατεβαίνει από το καταραμένο ξύλινο κατασκεύασμα, και τον ακολούθησε, μη θέλοντας να δείξει ότι το πέρασμα του ποταμού την είχε επηρεάσει.
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ είναι στη βόρεια μεριά,» την πληροφόρησε ο Θάνεμιρ, καθώς βάδιζαν επάνω στο χιόνι.
Η Ετρέσσα κοίταζε τα τείχη της Έριγκ, χιλιοσφυροκοπημένα από τα βλήματα των καταπελτών. Σε πολλά σημεία, οι επάλξεις είχαν σπάσει, και σχεδόν παντού υπήρχαν ρωγμές. Ωστόσο, κανένα τμήμα δεν είχε καταρρεύσει. Είναι φτιαγμένα από καλό υλικό, και αριστοτεχνικά.
Για το παλάτι, δεν μπορούσε να πει το ίδιο. Οι καταπέλτες έμοιαζαν να έχουν κατατσακίσει τη δυτική του πλευρά. Τι ανοίγματα ήταν αυτά στους τοίχους του! Δε θα ήθελα να είμαι η αρχόντισσα ετούτης της πόλης τώρα… έστω κι αν αυτή η πόλη είναι η Έριγκ, η δεύτερη σημαντικότερη στο Βασίλειο, η Καρδιά του Νόρβηλ.
«Πόσο μακριά είναι ο στρατός του Βασιληά;» τη ρώτησε ο Θάνεμιρ, διακόπτοντας τους συλλογισμούς της.
«Όταν μ’ανακάλυψαν, ήταν βράδυ και βρισκόμασταν στη Γάρνακ.»
«Άρα, τώρα πλέον θάναι πολύ κοντά…»
«Ναι. Δυο-τρεις μέρες απόσταση, υποθέτω.»
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ σκέφτεται να κάνει απόψε την τελική του επίθεση,» της είπε ο Θάνεμιρ. «Και, μάλλον, τα νέα σου θα οριστικοποιήσουν την απόφασή του αυτή.»
Έφτασαν στη βόρεια μεριά και πέρασαν ανάμεσα από τις σκηνές του στρατοπέδου.
«Γιατί τόσοι πολλοί φρουροί;» ρώτησε η Ετρέσσα. Είχε, γενικά, παρατηρήσει τους τριπλάσιους σκοπούς απ’ό,τι, λογικά, χρειάζονταν. «Υπάρχει κάποιος κίνδυνος;»
Ο Θάνεμιρ ένευσε.
«Τι κίνδυνος;»
«Ο Θάνατος.»
«Αυτόν τον κίνδυνο τον αντιμετωπίζουμε όλοι, καθημερινά.»
«Ο συγκεκριμένος έχει ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα,» είπε ο Θάνεμιρ· και, δείχνοντας: «Από εδώ είναι η σκηνή του Άρχοντα.» Προπορεύτηκε, και παραμέρισε την κουρτίνα για την ιέρεια, περνώντας ανάμεσα από τους φρουρούς.
Μέσα, η Ετρέσσα είδε έναν άντρα να κάθεται πίσω από ένα ξύλινο τραπέζι, γεμάτο με χάρτες και σημειώσεις. Το πρόσωπό του ήταν λιγνό, και τα μαύρα του μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω. Σε μια καρέκλα, όχι πολύ μακριά απ’αυτόν, καθόταν ένας άλλος άντρας, γκριζομάλλης και ντυμένος με τα μαύρα ράσα των ιερέων του Άνκαραζ.
«Χαίρε, Σάλκερμιρ.»
Ο ιερέας σηκώθηκε από το κάθισμά του. «Ετρέσσα.»
Ο άντρας που καθόταν στο τραπέζι ορθώθηκε.
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ,» τον σύστησε ο Θάνεμιρ.
«Το υπέθεσα,» αποκρίθηκε η Ετρέσσα. Κι έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Χάρηκα για τη γνωριμία, Άρχοντά μου. Είχα ακούσει για σας, μα ο Πολέμαρχος δεν το ήθελε να σας γνωρίσω προσωπικά ως τώρα. Ονομάζομαι Ετρέσσα, και είμαι ιέρεια του Άνκαραζ.»
«Καλωσόρισες, Ιέρεια Ετρέσσα. Παρακαλώ, κάθισε.» Ο Μόρντεναρ παρατήρησε ότι τα μαλλιά της γυναίκας ήταν ανακατεμένα, και στο πρόσωπό της υπήρχε μια κυνηγημένη όψη. Από πού έρχεται; αναρωτήθηκε. Και γιατί έφυγε από εκεί όπου ήταν; Δεν έμοιαζε να βρισκόταν εδώ απλά για να ενισχύσει το στρατό του…
Η Ετρέσσα πήρε θέση σε μια καρέκλα. Το ίδιο και ο Θάνεμιρ, αν και ο Μόρντεναρ δεν του το είχε ζητήσει. Ορισμένες φορές, γίνεται απρόσεκτος και απειθάρχητος. Με μικρά πράγματα μεν, αλλά τα μικρά είναι ένα σκαλοπάτι κάτω απ’τα μεγάλα…
«Άρχοντά μου,» είπε η ιέρεια, «πρέπει να σας προειδοποιήσω ότι ο στρατός του Βασιληά Άργκελ βρίσκεται πολύ κοντά σας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν πρέπει να απέχει πάνω από δυο-τρεις ημέρες δρόμο από εδώ. Εγώ ήμουν κρυμμένη ανάμεσα στους μαχητές του και προσπαθούσα να οργανώσω ένα χτύπημα εκ των έσω, αλλά, δυστυχώς, με αντιλήφθηκαν και εμπόδισαν το σχέδιό μου.»
Δύο-τρεις ημέρες; Ο Μόρντεναρ έριξε ένα βλέμμα στον Σάλκερμιρ και ένα στον Θάνεμιρ. Ο δεύτερος φαινόταν να το είχε ξανακούσει –μάλλον, η ιέρεια τού το είχε πει στον ερχομό–, αλλά του πρώτου τα φρύδια είχαν σμίξει και τα χείλη πιεστεί. Θα χρειαστεί να επιτεθούμε απόψε, οπωσδήποτε.
«Μίλησέ μου αναλυτικότερα, Σεβασμιότατη.»
«Ανήκω –ή ίσως θα έπρεπε να πω ανήκα– σε μια μισθοφορική ομάδα, Άρχοντά μου, ονόματι Γκρίζοι Κόρακες· ίσως να τους έχετε ακουστά…»
Ο Μόρντεναρ ένευσε. Τους είχε ακουστά.
«Βρισκόμασταν στην Μπένριγκ, όταν ο Έπαρχος Άρδαν ζήτησε πολεμιστές, γιατί ο Βασιληάς είχε καλέσει σε βοήθεια τις δυνάμεις της εν λόγω πόλης, ώστε να χτυπήσει εσάς, Άρχοντά μου. Καταταχτήκαμε, λοιπόν, στο στράτευμα, μαζί με αρκετούς άλλους, και φύγαμε αμέσως. Με στρατηγό μας τη Λανκάμα ε Πέρνταλιν, κινήσαμε προς τα δυτικά. Κι εγώ άρχισα τις προσπάθειες να πάρω με το μέρος μου διάφορες μισθοφορικές ομάδες και διοικητές, ώστε να χτυπήσουμε το φουσάτο του Άργκελ εκ των έσω, όταν θα έφτανε εδώ, στην Έριγκ, για να επιτεθεί. Το σχέδιό μου πήγαινε καλά, πρέπει να ομολογήσω, μέχρι που συναντήσαμε το βασιλικό στράτευμα, στη Γάρνακ. Εκεί, κάπως, μας κατάλαβε ο Πρίγκιπας Νόρβορ, ο γιος του Βασιληά, και έφερε μαζί του κι έναν δράκαρχο στην κατασκήνωσή μας. Επιχειρήσαμε να τους στήσουμε ενέδρα, ώστε να τους σκοτώσουμε με βέλη, σιωπηλά, και να εξαφανίσουμε τα πτώματά τους· μα τα πράγματα πήγαν άσχημα. Ένας δικός τους παρατήρησε τους βαλλιστροφόρους μας και ειδοποίησε τους άλλους. Αλλά ακόμα και τότε ίσως να είχαμε επιτύχει το σκοπό μας… αν δεν ήταν ο καταραμένος δράκαρχος.»
Μην υποτιμήσεις τη δύναμη των δράκαρχων· είναι πιο επικίνδυνοι απ’ό,τι μπορεί να νομίζεις! είχε γράψει ο Έπαρχος Κάβμαρ στον Μόρντεναρ.
«Μάλιστα…» είπε ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ. «Σ’ευχαριστώ που έσπευσες να με ειδοποιήσεις, Ιέρεια Ετρέσσα· το εκτιμώ.»
«Υποχρέωσή μου, Άρχοντα Μόρντεναρ, στον Δεινό μας Κύριο.»
Ο Μόρντεναρ ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Τα νέα σου μας λένε καθαρά ότι πρέπει να βιαστούμε,» την πληροφόρησε. «Ήδη σκεφτόμουν να επιτεθώ στην Έριγκ απόψε. Τώρα, είμαι σίγουρος ότι θα το κάνω.»
«Έτσι υπέθεσε κι ο Αρχιμαχητής Θάνεμιρ, όταν του μίλησα,» αποκρίθηκε η Ετρέσσα.
«Ο Θάνεμιρ κι εγώ καταλαβαινόμαστε… συνήθως.»
*
Η μεγάλη επίθεση του Μόρντεναρ ξεκίνησε με το βασίλεμα του ήλιου πίσω από τα βουνά. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν στη δυτική μεριά της Έριγκ ενώθηκαν μ’αυτούς που ήταν στη βόρεια, αριθμώντας περί τις εφτά χιλιάδες στο σύνολό τους. Οι δύο χιλιάδες εξ αυτών επιτέθηκαν στην πύλη που ήταν λαξευμένη σαν γιγαντιαίο κεφάλι δράκου. Οι προπορευόμενοι είχαν κρυφτεί μέσα σε μια κριοφόρο χελώνα, ενώ οι άλλοι έρχονταν από πίσω, με τις ασπίδες τους υψωμένες και με τους τοξότες ανάμεσά τους να βάλουν κατά των τοξοτών στις επάλξεις. Οι υπόλοιποι πέντε χιλιάδες μαχητές ζύγωσαν τα τείχη εκατέρωθεν της πύλης και έριξαν μεγάλες σκάλες, για να σκαρφαλώσουν. Οι υπερασπιστές τούς χτυπούσαν με βέλη, προσπαθώντας να βρουν το στόχο τους πίσω απ’τις ασπίδες. Είχαν, επίσης, ετοιμάσει βραστό λάδι, για να χύσουν στα κεφάλια των πολιορκητών, μα εκείνοι έθεσαν τις σκάλες τους λοξά, ώστε ακόμα και το καυτό υγρό να έπεφτε στο κεφάλι ενός ή δύο από αυτούς, να μην χτυπούσε, τουλάχιστον, τους άλλους που έρχονταν από πίσω.
Στη νότια μεριά, τα πράγματα ήταν δυσκολότερα για το στρατό του Μόρντεναρ, καθότι έπρεπε να ρίξουν αυτοσχέδια γέφυρα πάνω από τον παγωμένο ποταμό, ώστε να συμπληρώσουν το υπολειπόμενο μέρος της πραγματικής γέφυρας, το οποίο είχε σηκωθεί, μαζί με το κλείσιμο της νότιας πύλης. Της πύλης που οι πολιορκητές ζύγωσαν με προσοχή και ταχύτητα, συγχρόνως, έχοντας τις ασπίδες τους υψωμένες και καλυπτόμενοι κάτω από την κριοφόρο χελώνα που έσερναν μαζί τους. Οι υπερασπιστές στις επάλξεις τούς έριχναν φλεγόμενα βέλη, προσπαθώντας να βάλουν φωτιά στη χελώνα ή στην ξύλινη, αυτοσχέδια γέφυρα· αλλά η οροφή της πρώτης ήταν καμωμένη από επεξεργασμένα δέρματα και ειδικά επιστρωμένη με πηλό, πράγμα που την καθιστούσε εξαιρετικά πυρίμαχη· και η αυτοσχέδια γέφυρα δεν ήταν πολύ μεγάλη: οι στρατιώτες μπορούσαν εύκολα να την προστατέψουν, έχοντας υψωμένες ασπίδες και πατώντας, με μποτοφορεμένα πόδια, ό,τι φωτιά έπιανε, ώστε γρήγορα να τη σβήσουν προτού εξαπλωθεί. Το βραστό λάδι ήταν που τους προκάλεσε τις περισσότερες ζημιές, πέφτοντας σαν οργή θεού από τις επάλξεις και εκτινασσόμενο δώθε-κείθε, λούζοντας τους πολιορκητές, πολλοί εκ των οποίων πηδούσαν από τη γέφυρα, ουρλιάζοντας και χτυπώντας στον πάγο, για να γλιστρήσουν επάνω του και να σωριαστούν, ή να τον σπάσουν και να πέσουν στα κρύα νερά του Μάρνελ.
Οι κριοφόρες χελώνες, όμως, δεν άργησαν να φτάσουν στις πύλες της Έριγκ και ν’αρχίσουν να τις κοπανούν αδιάκοπα, ενώ οι χειριστές τους κραύγαζαν: «Άνκαραζ! Άνκαραζ! Άρχων της Μάχης! Τα ξίφη μας για αίμα διψούν! Τα χέρια μας κόκαλ’ αδημονούν να τσακίσουν! ΑΝΚΑΡΑΖ! ΑΝΚΑΡΑΖ!»
Οι κρότοι και οι φωνές αντηχούσαν μέσα στην πόλη.
Ο Κάφελ βρισκόταν, μαζί με τους υπερασπιστές, πίσω από τη νότια πύλη, ντυμένος με πανοπλία επεξεργασμένου δέρματος (δε μπορούσε να συνηθίσει τη φολιδωτή αρματωσιά, όσες δοκιμές κι αν είχε κάνει) και βαστώντας ξίφος και ασπίδα. Στο κεφάλι του ήταν ένα ατσάλινο, κλειστό κράνος. Η Σερκάλιν βρισκόταν κοντά του. Εκείνη ήταν που είχε προτείνει να τον πάρουν στο τάγμα της, και ο διοικητής της είχε δεχτεί· προφανώς, δεν αρνούνταν σε κανέναν να αγωνιστεί: όλοι θα χρειάζονταν.
Και αυτό το όλοι δεν ήταν καθόλου μεταφορικό. Ο Κάφελ είχε δει τους πολίτες να κλείνονται στα σπίτια τους, μόλις οι πολιορκητές ξεκίνησαν τη μεγάλη επίθεση, και να κοιτάζουν από χαραματιές, βαστώντας μπαλτάδες, σκούπες, τσουγκράνες, μαχαίρια, κόπανους, και ό,τι άλλο πρόχειρο όπλο μπορούσαν να βρουν. Μάλιστα, ορισμένοι είχαν και σπαθιά, πολεμικά τσεκούρια, ή χειροβαλλίστρες, τα οποία τους είχαν δώσει οι στρατιώτες της πόλης, αφαιρώντας τα από το οπλοστάσιό τους στο φρουραρχείο.
Επί του παρόντος, ο Κάφελ έβλεπε τη νότια πύλη να τραντάζεται ξανά και ξανά, και ξανά και ξανά· και, με κάθε της συθέμελο τράνταγμα, σκεφτόταν: Τώρα θα πέσει! Τώρα θα πέσει! Αλλά στεκόταν ακόμα, και οι υπερασπιστές στις επάλξεις χτυπούσαν τους πολιορκητές με ό,τι βλήματα τούς είχαν απομείνει· γιατί ο έμπορος είχε ακούσει πως τα πολεμοφόδιά τους τους τελείωναν, ύστερα από τις συνεχόμενες βολές. «Ποτέ κανένας δεν περίμενε ότι η Έριγκ θα βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας,» του είχε πει χτες η Σερκάλιν. «Είναι στην καρδιά του Βασιλείου· οι εχθροί, κανονικά, θα έπρεπε να έχουν περάσει από πολλά σημαντικά σημεία, προτού φτάσουν εδώ!»
Αλλά τώρα μιλάμε για προδοσία εκ των έσω. Και, μάλιστα, από έναν Ήρωα του Βασιλείου. Ποιος θα το περίμενε;
Το βλέμμα του Κάφελ στράφηκε, για λίγο, στα δυτικά, όπου οι επάλξεις ήταν άδειες –έπρεπε ν’αδειάσουν, γιατί ο κίνδυνος είχε μεταφερθεί σε άλλα σημεία της πόλης– και τα βλήματα των εχθρικών καταπελτών περνούσαν από πάνω τους σαν φλεγόμενα άστρα, για να κοπανήσουν πάνω στα οικοδομήματα της πόλης, σμπαραλιάζοντας και πυρπολώντας τα. Οι φωτιές φαίνονταν καθαρά, ακόμα κι απο εδώ, και δεν υπήρχε κανείς για να τις καταπολεμήσει· άπαντες οι πολίτες είχαν οχυρωθεί στα ενδότερα, ασφαλέστερα, σημεία της Έριγκ.
Η πύλη τραντάχτηκε, δυνατά.
Και έπεσε.
Ο Κάφελ εξεπλάγη, γιατί τώρα δεν το περίμενε.
Η κριοφόρος χελώνα των εχθρών πέρασε μέσα από τα σπασμένα ξύλα, με εκατοντάδες βέλη καρφωμένα επάνω της. Η μούρη του πολιορκητικού της κριού ήταν λαξεμένη ώστε να μοιάζει με όψη αγριόχοιρου που διέθετε εξωπραγματικά μεγάλους χαυλιόδοντες.
«ΕΦΟΟΟΟΔΟΣ!» αντήχησε μια κραυγή από τους εχθρούς.
«ΕΕΕΕΦΟΟΟΟΔΟΟΟΣ!» αντήχησε μια άλλη κραυγή από τις γραμμές των υπερασπιστών.
Μαχητές συγκρούστηκαν.
Το σύμπαν γέμισε αίμα, φωνές, κλαγγή, ατσάλι, ιδρώτα, κινούμενα σώματα, κι ακίνητα κουφάρια.
Ο Κάφελ ούτε που κατάλαβε για πότε μπλέχτηκε στο χαλασμό, αποκρούοντας χτυπήματα με την ασπίδα του και κοπανώντας άτεχνα με το σπαθί του. Ύστερα από λίγο, ήταν βέβαιος πως δεν είχε καταφέρει να σκοτώσει ούτε έναν από τους αντιπάλους του· όμως, εκεί που δεν το περίμενε, τους αντίκριζε σωριασμένους στα μποτοφορεμένα του πόδια, αιμόφυρτους, σκοτωμένους από κάποιον συμπολεμιστή του.
Τι στο Σάλ’γκρεμ’ρωθ κάνω; αναρωτήθηκε. Το σκιάχτρο;
Αναπάντεχα, βρέθηκε χωρίς αντίμαχο. Κοίταξε τριγύρω, αποφασισμένος να βοηθήσει όπου μπορούσε, όσο μπορούσε. Αυτοί οι άνθρωποι, οι μαχητές του Μόρντεναρ, ήταν εκείνοι που είχαν φονεύσει τον φίλο του, τον Ήρενκαρ, που είχαν σκορπίσει την πραμάτεια του, που είχαν κυνηγήσει τον ίδιο, με αιμοδιψείς εκφράσεις στα πρόσωπά τους.
Κραυγάζοντας άναρθρα, ο Κάφελ χίμησε σε δύο εχθρούς που χτυπούσαν έναν ματωμένο Εριγκιανό υπερασπιστή. Το λεπίδι του κατέβηκε ορμητικά κι έσκισε τον ώμο του ενός· το όπλο του μαχητή –ένας πολεμικός πέλεκυς– πετάχτηκε από τη λαβή του. Η κλαγγή και οι ιαχές της μάχης, ξαφνικά, δυνάμωσαν μέσα στ’αφτιά του Κάφελ, και ο έμπορος νόμιζε ότι κάποιος τον παρατηρούσε, κάποιος τον έκρινε.
Κραυγάζοντας ξανά, σπάθισε εναντίον του εχθρού του, κόβοντάς του το λαιμό και σχεδόν εκτοξεύοντας το κεφάλι απ’τους ώμους του. Ύστερα, συνειδητοποίησε ότι η κραυγή που είχε εκστομίσει ήταν: Άνκαρααααζ!
Χίμησε στον άλλο στρατιώτη που στεκόταν κοντά στον αιμόφυρτο Εριγκιανό υπερασπιστή –μια ξιφοφόρο γυναίκα–, και σπάθισε εξαγριωμένος. Η αντίπαλος του απέκρουσε, με την ασπίδα της, παραμερίζοντας το όπλο του Κάφελ και στρέφοντας το λεπίδι της εναντίον του. Το χτύπημα τον πήρε στα δεξιά πλευρά· η δερμάτινη πανοπλία του ανέκοψε τη φόρα της σπαθιάς, μα ο πόνος ήταν δυνατός, και είδε αίμα να πετάγεται. Γρυλίζοντας, κατέβασε το ξίφος του στο κεφάλι της γυναίκας, αποκρανώνοντας και σωριάζοντας την, ζαλισμένη. Μαύρα, μακριά μαλλιά έπεσαν στο πρόσωπό της, αναμιγμένα με αίμα. Η πολεμίστρια ύψωσε, τυφλά, την ασπίδα της· ο Κάφελ κλότσησε το αμυντικό της όπλο, για να το βγάλει απ’τη μέση, και βάρεσε τη γυναίκα ξανά κατακέφαλα. Ξανά και ξανά και ξανά.
«Είναι νεκρή! Νεκρή!» Αισθάνθηκε κάποιον να τον τραβά απ’τον ώμο. Στράφηκε και είδε τη Σερκάλιν. «Απομακρύνσου!» Έδειξε, με το σπαθί της, τους εχθρούς να έρχονται.
Ο Κάφελ νόμιζε ότι είχε ξυπνήσει από κάποιο αιματοβαμμένο όνειρο, για ν’αντικρίσει μια εξίσου αιματοβαμμένη πραγματικότητα. Το πλακόστρωτο είχε γεμίσει με πτώματα και ανθρώπους που βογκούσαν. Πώς θα ξεφύγουμε από τούτη την κόλαση;…
Ακολούθησε τη Σερκάλιν και μερικούς άλλους στρατιώτες που, μάλλον, ανήκαν στο τάγμα της. Το τραύμα στα δεξιά του πλευρά πονούσε με κάθε του κίνηση, αλλά η υπερένταση ήταν αρκετή για να τον κάνει να συνεχίζει. Το αίμα σφυροκοπούσε δυνατά τα μηλίγγια του, και αισθανόταν τα νεύρα του τεντωμένα όσο ποτέ. Περισσότερο ακόμα κι από τότε που τον καταδίωκαν οι μαχητές του Άνκαραζ.
Άραγε, έτσι ήταν και στη Φεν εν Ρωθ, Φένταρ;
Εχθροί τούς επιτέθηκαν, και ο Κάφελ βρέθηκε ξανά μέσα στο χαλασμό, χάνοντας τη Σερκάλιν και σπαθίζοντας τρελά, ενώ, συγχρόνως, έβριζε, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς βρισιές έβγαιναν απ’τα χείλη του.
Μαχόμενος, παρατηρούσε την όλη συμπλοκή, και αγχώδη ερωτήματα δεν μπορούσαν παρά να γεμίσουν τον ταραγμένο του νου: Γιατί οι υπερασπιστές της Έριγκ φαινόταν να σκοτώνονται συχνότερα από τους μαχητές του Μόρντεναρ; Έφταιγε, μήπως, το γεγονός ότι εκείνος –ο Κάφελ– βρισκόταν πιο κοντά στους πρώτους, κι επομένως έβλεπε περισσότερο τους δικούς τους θανάτους, ή σήμαινε ότι έχαναν τη μάχη;
«Υποχώρηση!» άκουσε από κάπου. Από πίσω μου δεν ήρθε αυτή η φωνή; Από τους Εριγκιανούς δεν ήρθε; «ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ! Στο παλάτι! Στο ΠΑΛΑΤΙ!»
Πώς βγαίνω απο δώ; Ο Κάφελ σπάθισε έναν αντίπαλο από τα πλάγια, σωριάζοντάς τον, ενώ, ταυτόχρονα, απέκρουε μια τσεκουριά, με την πολυχτυπημένη του ασπίδα. Γύρισε, για να φύγει. Μπλέχτηκε στα κουφάρια. Έπεσε και κυλίστηκε μες στα αίματα.
«…Όοοχι!» μούγκρισε, πασχίζοντας να σηκωθεί.
Είδε μπότες να τον ζυγώνουν από τη μεριά των εχθρών. Ύψωσε το βλέμμα του. Ένας θηριώδης άνθρωπος ερχόταν! Πανύψηλος, με μαύρα, μακριά μαλλιά να κρέμονται από τις πλευρές του κεφαλιού του, και άγρια μούσια να φυτρώνουν στο πηγούνι του. Μια παρανοϊκή λάμψη φώτιζε τα μελανά του μάτια. Στα χέρια του βαστούσε, δίλαβα, έναν μεγάλο, δίστομο πέλεκυ. Από τη ζώνη του κρέμονταν χέρια. Πολλά χέρια, κομμένα από τον καρπό και δεμένα με αιματοβαμμένα σκοινιά.
Κομμένα χέρια… κομμένα χέρια…
Ο Ζένκαρ, ο παλαίμαχος της Φεν εν Ρωθ, μίλησε μέσα από τις πρόσφατες αναμνήσεις του Κάφελ: «Ο Σάρντολαν ήταν κοινός μας γνωστός, που λες, και πολύ πιο… εμ, εντυπωσιακός από μένα. Από το παρατσούκλι του καταλαβαίνεις τι έκανε, ε; Έκοβε τα χέρια των εχθρών του και τα κρατούσε ως τρόπαια.»
Ο Σάρντολαν ο Ακρωτηριαστής!
Ο Κάφελ σηκώθηκε γρηγορότερα απ’ό,τι νόμιζε ότι μπορούσε.
Ο Σάρντολαν επιτέθηκε, κραδαίνοντας τον δίστομο πέλεκύ του. Ο έμπορος απέκρουσε, με την ασπίδα του, και τινάχτηκε πέρα. Το ξίφος γλίστρησε απ’τη λαβή του. Και ο Κάφελ βρέθηκε ανάσκελα.
«Αδύναμα χέρια…» άκουσε τον Ακρωτηριαστή να λέει, ζυγώνοντας.
Ο χρόνος έμοιαζε να είχε σταματήσει, οι ιαχές της μάχης να μην ακούγονται, τα πάντα να βρίσκονται σε στάση.
Ο Κάφελ σηκώθηκε, τρέμοντας. Τα μάτια του έψαξαν το γεμάτο με κουφάρια πλακόστρωτο, για όπλο.
Κάποιοι πλησίασαν.
Μαχητές. Υπερασπιστές της Έριγκ! Τέσσερις στο σύνολο, με τη Σερκάλιν ανάμεσά τους. Χίμησαν στον Σάρντολαν, και ο Κάφελ είδε τον δίστομο πέλεκυ του Ακρωτηριαστή να τσακίζει το κρανίο ενός, ενώ ένας άλλος απομακρυνόταν από την επικίνδυνη κόψη. Η Σερκάλιν πήδησε στο πλάι και σπάθισε, πετυχαίνοντας τον τερατάνθρωπο στο αριστερό μπράτσο, σπάζοντας μερικούς κρίκους από την αλυσιδωτή του αρματωσιά, και τινάζοντας αίμα. Αλλά το τραύμα ήταν σίγουρα ελαφρύ, και για τούτο το κτήνος, τίποτα παραπάνω από μια γρατσουνιά.
Ο Κάφελ έπιασε ένα δόρυ, τραβώντας το έξω από το στέρνο του νεκρού άντρα όπου ήταν χωμένο.
«Κάφελ!»
Ποιος;
Κοιτάζοντας αριστερά, είδε τη Ζιάλα να του κάνει νόημα, από μία κάθετο της Οδού Πυλών όπου βρισκόταν εκείνος και όπου γινόταν η κύρια συμπλοκή. «Κάφελ! Εδώ! Έλα!»
Και να εγκαταλείψω τους συντρόφους μου;
«Κάφελ!»
Στράφηκε στους στρατιώτες που αντιμετώπιζαν τον Σάρντολαν. Και, έκπληκτος, παρατήρησε ότι μονάχα η Σερκάλιν είχε απομείνει! Η πολεμίστρια ύψωσε την ασπίδα της, δέχτηκε την άγρια τσεκουριά του Ακρωτηριαστή… κι έπεσε στα γόνατα από τη δύναμη του χτυπήματος.
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑαααααααααααααααααααα!» Ο Κάφελ όρμησε, βαστώντας το δόρυ οριζόντια εμπρός του.
«Κάααφεεελ!» άκουσε τη φωνή της Ζιάλα πίσω του.
Ο έμπορος ζύγωσε τον Σάρντολαν. Η αιχμή του δόρατός του στόχευε την κοιλιά του γίγαντα.
–Ο κόσμος αναποδογύρισε.
Ο Κάφελ είχε σκοντάψει και σωριαστεί επάνω στα κουφάρια. Το όπλο του είχε μπηχτεί σ’ένα απ’αυτά.
ΟΧΙ!
Πάραυτα, ανασηκώθηκε, για να κοιτάξει. Ο Σάρντολαν είχε στραφεί στο μέρος του. Η Σερκάλιν είχε ορθοποδήσει, και έκανε μερικά ασταθή βήματα προς τα πίσω, τρέμοντας. Ο Κάφελ τώρα παρατήρησε ότι η γυναίκα αιμορραγούσε· η αριστερή μεριά του κεφαλιού της ήταν τραυματισμένη, και είχε χάσει το κράνος.
Γιατί κανείς δεν ερχόταν να βοηθήσει; Από τα δεξιά ακούγονταν κραυγές και κλαγγή. Τι συνέβαινε; Οι σύντροφοί τους, τους είχαν εγκαταλείψει; Κάποιος είχε φωνάξει υποχώρηση, πριν. Τι είχε γίνει; Είχαν καταφέρει οι υπερασπιστές να υποχωρήσουν ή τους είχαν αποκλείσει οι εχθροί; Κι αν οι συμμαχητές του Κάφελ δεν είχαν καταφέρει να υποχωρήσουν, αν ακόμα βρίσκονταν κοντά, γιατί κανείς δεν ερχόταν να βοηθήσει; Γιατί; Τι σήμαινε ο σαματάς στα δεξιά του;
Τα ερωτηματικά πέρασαν σαν σίφουνας απόγνωσης από το συγχυσμένο του μυαλό· μα δεν τόλμησε να στραφεί, για να κοιτάξει πουθενά αλλού. Η ματιά του ήταν καρφωμένη στον Σάρντολαν.
Σηκώθηκε, καθώς ο τερατάνθρωπος τού χιμούσε. Έπιασε από κάτω ένα σπαθί και τον χτύπησε. Αισθάνθηκε να τον πετυχαίνει στο μηρό, κόβοντας, συγχρόνως, αρκετά χέρια από τη ζώνη του.
Μετά, όμως, ο πέλεκυς κατέβηκε. Και ο πόνος ήταν δυνατός.
Στην αρχή, ο Κάφελ δεν αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί. Ύστερα, είδε ένα χέρι στο έδαφος, πάνω στα ματωμένα κουφάρια· ένα χέρι με σπαθί· ένα χέρι που σπαρταρούσε, νευρικά. Και είδε, επίσης, ότι αίμα πεταγόταν σαν πίδακας. Αίμα από το ίδιο του το σώμα.
Τα έντερά του αναποδογύρισαν. Η όρασή του άρχισε να σκοτεινιάζει.
Διπλώθηκε, ξερνώντας. Βλέποντας το χέρι, το κομμένο του χέρι…
Λιποθύμησε πάνω στα κουφάρια.
*
«Όχι!» έκανε η Ζιάλα, ξέπνοα. «Ω Μεγάλη Βιρκάνθα!»
Ένα χέρι την έπιασε απ’τον αγκώνα, τραβώντας την πίσω. Ο Νάλβαν.
«Άσε με!» Η Ζιάλα ξέφυγε απ’τη λαβή του και έτρεξε.
«Βλαμμένη! Πού πας;»
Οι υπερασπιστές της Έριγκ και οι μαχητές του Μόρντεναρ μάχονταν στη δυτική μεριά της Οδού Πυλών, μα κανείς δε φαινόταν να ζυγώνει το σημείο όπου το ζώο είχε ακρωτηριάσει τον Κάφελ, στην ανατολική μεριά του μεγάλου, πλακόστρωτου δρόμου. Μονάχα η τραυματισμένη πολεμίστρια βρισκόταν εκεί. Η Ζιάλα δεν ήξερε το όνομά της, μα είχε δει τον έμπορο να της μιλά πολλές φορές. Μάλιστα, αυτή πρέπει να ήταν που τον είχε βάλει να πολεμήσει εδώ –ενώ όφειλε, κανονικά, να τον είχε διώξει· δεν ήταν, άλλωστε, εκπαιδευμένος στα όπλα!
Η Ζιάλα πήγε δίπλα στον λιπόθυμο Κάφελ, προσπαθώντας να τον τραβήξει.
Την ίδια στιγμή, η πολεμίστρια χιμούσε στο ζώο, που ήταν άσχημα χτυπημένο στον αριστερό μηρό, ύστερα από τη σπαθιά του εμπόρου, ωστόσο μπορούσε ακόμα να κραδαίνει το τσεκούρι του. Έτσι, το ύψωσε και το κατέβασε, με ορμή, κοπανώντας την ασπίδα της γυναίκας και σπάζοντάς την. Η Εριγκιανή υπερασπίστρια παραπάτησε και να σωριάστηκε. Το ζώο την κλότσησε, και εκείνη έμεινε ακίνητη.
Το ζώο στράφηκε στη Ζιάλα!
«Τι κάνεις εκεί, ύπουλο πουτανάκι;» γρύλισε.
Εκείνη τρομοκρατήθηκε. Προσπάθησε να τραβήξει γρήγορα τον Κάφελ, να φύγει.
Το ζώο πετάχτηκε και την άρπαξε από τα μαλλιά· δε φαινόταν να έχει πρόβλημα να κρατά τον πέλεκύ του μονοχεριάρι. Πιέζοντας το κεφάλι της, την ανάγκασε να γονατίσει, ενώ εκείνη ούρλιαζε.
Μια πέτρα τον χτύπησε.
«Άσε την, δειλέ!» Η φωνή του Νάλβαν. «Έλα δω, άμα κοτάς, σκατομπάσταρδε!»
Άλλη μια πέτρα πετάχτηκε, πετυχαίνοντας το ζώο στον ώμο.
Μετά–
«ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΡΡΡΡΡΓΚΧ!»
Η λαβή του ζώου στα μαλλιά της Ζιάλα χαλάρωσε, και η κοπέλα απομακρύνθηκε, γρήγορα, σερνόμενη πάνω στα κουφάρια, γεμίζοντας με αίματα. Το στομάχι της δεν άντεξε· ξέρασε, στηριζόμενη στις παλάμες της.
Πίσω της, άκουγε πονεμένες κραυγές.
Στράφηκε, και είδε την πολεμίστρια. Η γυναίκα είχε σηκωθεί και τώρα βρισκόταν πάνω στην πλάτη του ζώου, έχοντας το σπαθί της μπηγμένο ανάμεσα στις ωμοπλάτες του! Μια μανιακή λάμψη φώτιζε τα μάτια της και μια άναρθρη, νικηφόρα κραυγή έβγαινε απ’τα σπασμένα της χείλη.
Ο Νάλβαν ήρθε κοντά στη Ζιάλα και τη βοήθησε να σηκωθεί.
«…Τον Κάφελ,» ψέλλισε εκείνη, ξέπνοη και κλαίγοντας. «Τον Κάφελ… μην τον αφήσουμε.»
Ο Νάλβαν ένευσε. Ζύγωσαν τον λιποθυμισμένο έμπορο και έσκυψαν, για να τον σηκώσουν.
«Φύγε, κοπελιά· θα βοηθήσω εγώ το φίλο σου.» Η πολεμίστρια πλησίασε, σπρώχνοντας τη Ζιάλα, για να την απομακρύνει και να πιάσει τα πόδια του Κάφελ. Εκείνη υπάκουσε, απορώντας πώς ήταν ποτέ δυνατόν να αισθάνεται πιο αδύναμη από τη μαχήτρια, που ήταν κατατραυματισμένη.
«Έχουμε ένα ασφαλές μέρος να τον πάμε,» είπε ο Νάλβαν στην πολεμίστρια. «Έλα κι εσύ. Δεν έχει νόημα να μείνεις.» Έδειξε, με το σαγόνι, τους μαχόμενους στη δυτική μεριά του δρόμου. Η Ζιάλα ακολούθησε το βλέμμα του, και διαπίστωσε πως εκείνη, ο Νάλβαν, και η υπερασπίστρια της πόλης είχαν, ουσιαστικά, ξεμείνει πίσω από τις γραμμές των εισβαλλόντων πολιορκητών· η πολεμίστρια δε θα μπορούσε με τίποτα να επιστρέψει στους συμμαχητές της, εκτός κι αν ήθελε να περάσει, πρώτα, ανάμεσα από εκατοντάδες εχθρούς.
Προφανώς, όμως, δεν είχε καμια τέτοια διάθεση· ένευσε, λέγοντας: «Ναι, πάμε. Και γρήγορα. Γιατί, άμα μας προσέξουν, θα μας πετσοκόψουν.»
Μπήκαν στον κάθετο δρόμο απ’όπου η Ζιάλα είχε φωνάξει στον Κάφελ.
*
Η βόρεια πύλη σωριάστηκε, και η κριοφόρος χελώνα πέρασε το κατώφλι, ακολουθούμενη από δορυφόρους μαχητές με μεγάλες ασπίδες, οι οποίοι την προσπέρασαν κι επιτέθηκαν στους υπερασπιστές της Έριγκ, ανοίγοντας σαν Ρουζβάνικη βεντάλια και απομακρύνοντάς τους, για να κάνουν χώρο στο ιππικό να περάσει και να εμπλακεί στο μακελειό.
Την ίδια στιγμή, οι πολιορκητές ανατολικά και δυτικά της πύλης είχαν καταφέρει ήδη να σκαρφαλώσουν στα τείχη, και σκότωναν τους μαχητές στις επάλξεις, διαπερνώντας τους με λεπίδες ή ρίχνοντάς τους από μεγάλο ύψος, για να τσακιστούν. Οι τοξότες έβγαλαν τα τόξα τους κι άρχισαν να βάλλουν, παίρνοντας τις θέσεις των υπερασπιστών.
Ο Μόρντεναρ ακολούθησε το ιππικό του, έφιππος κι ο ίδιος, έχοντας στο αριστερό του χέρι ατσάλινη ασπίδα και τα γκέμια του αλόγου του, και κραδαίνοντας το ξίφος του με το δεξί. Η λεπίδα του χτυπούσε τους υπερασπιστές τον έναν μετά τον άλλο, σκίζοντας πανοπλίες, τσακίζοντας ασπίδες, σπάζοντας ώμους και κεφάλια, κόβοντας λαιμούς και χέρια, ενώ, συγχρόνως, έβλεπε τους ιππείς του να συνθλίβουν αυτούς της Έριγκ.
Ήταν μαλακωμένοι αρκετά, τελικά, σκέφτηκε, και γέλασε, σηκώνοντας την προσωπίδα του κράνους του και κοιτάζοντας τη μάχη.
«ΜΟΡΝΤΕΝΑΡ!» άκουσε κάποιον να φωνάζει το όνομά του. Στράφηκε και είδε έναν καβαλάρη να περνά πλάι από έναν αποκεφαλισμένο ιππέα ο οποίος, εκείνη τη στιγμή, έπεφτε από το άλογό του.
Ποιος διάολος είν’αυτός;
Ο καβαλάρης σήκωσε την προσωπίδα του κράνους του, και ο Μόρντεναρ τον αναγνώρισε.
«Έγκναρμ,» είπε, καθώς ο αντίπαλός του τραβούσε τα ηνία του αλόγου του, σταματώντας το και κάνοντάς το να κλοτσήσει τον αέρα. «Παράτα αυτούς τους δειλούς κρετίνους, Έγκναρμ, και έλα με το μέρος μου! Θα ποδοπατήσουμε ολάκερο το Βασίλειο, δοξάζοντας το όνομα του Δεινού Πολέμαρχου! Η Ατσάλινη Λαίλαπα θα κυριαρχήσει!»
«Είσαι ανώμαλος, Μόρντεναρ!» αντιγύρισε ο Έγκναρμ. Τα σφιγμένα του δόντια γυάλιζαν μέσα από το κράνος του, σχεδόν το ίδιο όπως και τα εξαγριωμένα του μάτια. Το μακρύ, μαύρο του μούσι ήταν λουσμένο στον ιδρώτα, σαν όλο του το πρόσωπο. «Θα σε σκοτώσω εδώ και τώρα, και θα δώσω τέλος στην τρέλα σου!» Έμπηξε τα τακούνια των μποτών του στα πλευρά του αλόγου του, και κάλπασε καταπάνω στον Άρχοντα της Σέρνιντοκ.
Εκείνος ύψωσε την ασπίδα του κι απέκρουσε το χτύπημα. Ο ίππος του έκανε μικρό ημικύκλιο, και το σπαθί του Μόρντεναρ πετσόκοψε έναν πεζό υπερασπιστή. Ύστερα, βρέθηκε πάλι αντίκρυ στον Έγκναρμ.
Δύο ιππείς ζύγωσαν, για να βοηθήσουν τον Άρχοντά της Σέρνιντοκ.
«Όχι!» τους σταμάτησε εκείνος. «Απομακρυνθείτε. Πηγαίνετε εκεί όπου θα φανείτε πιο χρήσιμοι. Ετούτος είναι δικός μου!»
Οι ιππείς έφυγαν, υπακούγοντας δίχως αντίρρηση.
«Είσαι τόσο σίγουρος για τον εαυτό σου, Μόρντεναρ;» του φώναξε ο Έγκναρμ.
«Έχεις ξεχάσει τόσο πολύ;» αντιγύρισε εκείνος. «Στους Πολέμους, οι προσωπικές αναμετρήσεις λύνονταν προσωπικά!»
«Αλλά δεν είμαστε στους Πολέμους, μπασταρδεμένε σκύλε!» γρύλισε ο Έγκναρμ. «Ζεις στο παρελθόν!»
«Το παρελθόν σε διαμορφώνει, Έγκναρμ! Ποτέ δεν μπορείς να του ξεφύγεις. Ή αποδέχεσαι το πεπρωμένο σου, ή ζεις πάντα σαν ανόητος!» Σπιρούνισε το άλογό του και εφόρμησε, κραυγάζοντας: «ΑΝΚΑΡΑΑΑΑΑΑΖ!»
Ο Έγκναρμ τον μιμήθηκε σε όλα, εκτός από την κραυγή. «ΕΕΕΡΙΙΙΓΚ!»
Ο Μόρντεναρ φάνηκε ταχύτερος, και σπάθισε πρώτος· το ξίφος του κοπάνησε άγρια πάνω στην ασπίδα του αντιπάλου του, προκαλώντας ένα γωνιακό σπάσιμο στο μέταλλο. Και οι δύο άντρες τράβηξαν βίαια τα γκέμια των αλόγων τους, κάνοντας τα ζώα να σταματήσουν απότομα, να χρεμετίσουν δυνατά, να κλοτσήσουν τον αέρα, και να βρεθούν ξανά το ένα πλάι στο άλλο, πολύ πιο κοντά από πριν.
«Πιστεύεις σε μια πόλη τώρα;» φώναξε ο Μόρντεναρ. «Α-χα-χα-χα-χα!» Σπάθισε, και το ξίφος του αποκρούστηκε από τη λεπίδα του Έγκναρμ. «Πολύ θα χαρώ να ποδοπατήσω τη χοίρινη μούρη σου μέσα στα κουφάρια των υπερασπιστών ετούτου του άθλιου μέρους!»
Για λίγο, προσπαθούσαν ο ένας να ρίξει τον άλλο από τη σέλα του, καθώς τα σπαθιά τους ήταν διασταυρωμένα. Η ωμή δύναμη του ενός εναντίον της ωμής δύναμης του άλλου. Τα δόντια τους έτριζαν, όπως των άγριων θηρίων· τα μάτια τους γυάλιζαν, όπως των μυθογενών δαιμόνων.
Ο Μόρντεναρ έπεσε, κραυγάζοντας.
Το άτι του χρεμέτισε, κι απομακρύνθηκε.
Ο Έγκναρμ έβαλε το άλογό του να τον ποδοπατήσει· αλλά ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ ανασηκώθηκε στο ένα γόνατο, και το σπαθί του διέγραψε ένα λαμπερό ημικύκλιο μπροστά απ’το πρόσωπο του ζώου, χωρίς όμως να το ακουμπήσει. Ο ίππος πανικοβλήθηκε και σηκώθηκε στα πίσω πόδια. Ο διοικητής της φρουράς του παλατιού τον κράτησε υπό έλεγχο, τραβώντας τα χαλινάρια.
Ο Μόρντεναρ γέλασε. «Οι ιππευτικές σου ικανότητες έχουν ξεπέσει, Έγκναρμ!»
«Να μου το πεις αυτό όταν θα σου έχω ανοίξει το κεφάλι, προδότη!» αντιγύρισε εκείνος. Και σπάθισε κατά του Μόρντεναρ, ζυγώνοντάς τον. Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ ύψωσε την ασπίδα του, απομακρύνοντας το λεπίδι, και έμπηξε το δικό του στα πλευρά του αλόγου του αντιπάλου του.
Το ζώο χλιμίντρισε πονεμένα, παραπάτησε, και σωριάστηκε, ρίχνοντας τον καβαλάρη του. Το δεξί πόδι του Έγκναρμ παγιδεύτηκε από κάτω.
«Χίλιες κατάρες πάνω σου, μπασταρδόσκυλε!» φώναξε, ουρλιάζοντας. «Που η Ουρά του Σάλ’γκρεμ’ρωθ να σε πνίξει!»
Ο Μόρντεναρ ζύγωσε.
Ο Έγκναρμ προσπάθησε να τον χτυπήσει στην κοιλιά, με την ασπίδα του, γιατί το δεξί του χέρι ήταν παγιδευμένο, και το σπαθί του του είχε φύγει. Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ πάτησε πάνω στην ασπίδα, κατεβάζοντάς την και κρατώντας την κάτω.
«Ο Άνκαραζ, ηλίθιε σαλτιμπάγκε, ευνοεί τους γενναίους, και δε συγχωρεί τους λιγόψυχους, ακόμα κι αν κάποτε μάχονταν εν ονόματί του,» είπε. «Πήγαινε στους ψοφιάρηδες θεούς που τώρα λατρεύεις!» Ύψωσε το ξίφος του και το κατέβασε στο στήθος του Έγκναρμ, διαπερνώντας ατσάλι, σάρκα, και κόκαλα.
Αίμα πετάχτηκε απ’τη μύτη και το στόμα του διοικητή της φρουράς του παλατιού, και τα μάτια του γούρλωσαν από τον πόνο.
«…Στο Σάλ’γκρεμ’ρωθ εσύ… κι ο αιμορουφιχτής ο θεός σου… Μόρντεναρ…!» καταράστηκε, πεθαίνοντας.
Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ τράβηξε το ξίφος του έξω απ’το στήθος του Έγκναρμ, και έψαξε για το άλογό του. Το βρήκε λίγο παραπέρα –το ζώο ήταν εκπαιδευμένο πολεμικό άτι, και δεν απομακρυνόταν πολύ, ποτέ– και το καβάλησε.
«Στο παλάτι, πολεμιστές μου!» φώναξε, υψώνοντας το αιματοβαμμένο του λεπίδι. «Στο ΠΑΛΑΤΙ!»
*
Τα απομεινάρια του στρατού της Έριγκ συγκεντρώνονταν στον κήπο του παλατιού, για να πολεμήσουν μαζί με την παλατιανή φρουρά και τον Αντικαταστάτη Έπαρχο. Ο Δάρβαν ήταν ντυμένος με αλυσιδωτή πανοπλία και βαστούσε ασπίδα και σπαθί, ενώ δίπλα του πάντοτε στεκόταν ο Χάργκελ ο Αγριόγατος, φορώντας φολιδωτή αρματωσιά και κραδαίνοντας ένα μεγάλο ξίφος, έτοιμος να υπερασπιστεί τον κύριό του από οποιονδήποτε εχθρό.
Και ο εχθρός τώρα ζύγωνε. Από τα νότια κι από τα βόρεια της Οδού Πυλών, οι μαχητές του Μόρντεναρ μαζεύονταν, αρχίζοντας να σκαρφαλώνουν τα τείχη του κατακαμένου παλατιανού κήπου και χτυπώντας την πύλη, για να τη σπάσουν.
«Πίσω!» πρόσταξε ο Δάρβαν τους στρατιώτες του. «Πίσω, όχι εδώ! Θα τους συναντήσουμε στην είσοδο του παλατιού!»
«ΠΙΙΣΩΩΩ!» φώναξε ο Διοικητής Νάργκιρ, που είχε γλιτώσει από τη σφαγή στα νότια και είχε καταφέρει να έρθει ως εδώ, αν και ελαφριά τραυματισμένος.
Οι υπερασπιστές υποχώρησαν, καθώς οι εχθροί εισέβαλαν στον κήπο του παλατιού, γκρεμίζοντας την πύλη, πηδώντας κάτω από τα τείχη όπου είχαν σκαρφαλώσει, και φωνάζοντας: «Άνκαραζ! Άνκαραζ! Άνκαραζ! Αίμα και λάφυρα! Άνκαραζ!»
«Επίθεση!» πρόσταξε ένας διοικητής τους, δείχνοντας με το ξίφος του, και οι πολεμιστές εφόρμησαν.
Για να συγκρουστούν με τους τελευταίους από τους υπερασπιστές της Έριγκ.
«Πηγαίνετε μέσα, Άρχοντά μου! Πηγαίνετε μέσα!» είπε ο Νάργκιρ, σπρώχνοντας τον Δάρβαν από τον ώμο.
«Όχι!» αποκρίθηκε εκείνος, αγριοκοιτάζοντας τον διοικητή. «Δεν έχει σημασία τώρα όπου και να είμαι!» Τον παραμέρισε.
Με την άκρια του ματιού του, είδε τη Ζιάθραλ να έρχεται στο πλευρό του, ντυμένη με έναν πέτσινο θώρακα πάνω από το φόρεμά της και βαστώντας ένα ξίφος στο δεξί χέρι. Τα μαλλιά της ήταν δεμένα σφιχτά πίσω απ’το κεφάλι της.
Ο Δάρβαν ήταν έτοιμος να της πει ν’απομακρυνθεί, να φύγει, όπως είχε πει σ’εκείνον ο Νάργκιρ· μα, ύστερα, σκέφτηκε: Είμαι κι εγώ τόσο ηλίθιος, όσο αυτός; Ή θα κρατήσουμε εδώ ή θα πεθάνουμε όλοι. Δεν έχει νόημα…
Κοίταξε τι γινόταν στην είσοδο του παλατιού.
Ένα βαρβαρικό, ανελέητο αιμόλουτρο. Οι άνθρωποι είχαν μετατραπεί σε θηρία.
Ορισμένοι πολιορκητές κατάφεραν να περάσουν, ποδοπατώντας κυριολεκτικά δύο υπερασπιστές στο πέρασμά τους, τσακίζοντάς τους τα κεφάλια κάτω απ’τις μπότες τους.
«Αααααααα!» Ο Δάρβαν τούς χίμησε, προτού του χιμήσουν εκείνοι. Δέχτηκε μια τσεκουριά πάνω στην ασπίδα του και σπάθισε τον επιτιθέμενο στην κοιλιά, διαπερνώντας τον. «Για την Έριγκ, θα πεθάνετε όλοι!» ούρλιαξε, αλλόφρων, με το αίμα να σφυροκοπεί το κεφάλι του, και νιώθοντας την απόγνωση να θολώνει τις σκέψεις του, να μικραίνει το σύμπαν όλο, να το μετατρέπει σε τούτη μονάχα την αναμέτρηση, να παγώνει το χρόνο.
Ο Χάργκελ, στη στιγμή, είχε βρεθεί πλάι στον Άρχοντά του, χειριζόμενος το μεγάλο του σπαθί δίλαβα και κόβοντας ένα κεφάλι. Ο καρατομημένος στρατιώτης κατέρρευσε, σπασμωδικά, μ’έναν πίδακα αίματος να εκτοξεύεται ανάμεσα απ’τους ώμους του.
«Πίσω!» φώναξε ο Δάρβαν, χιμώντας ανάμεσα στους εισβάλλοντες μαχητές και σπαθίζοντας. «Σπρώξτε τους πίσω! Μπορούμε να κρατήσουμε το παλάτι!» Ξαφνικά, κάθε ώρα που είχε περάσει εκπαιδευόμενος στις τέχνες του πολέμου είχε έρθει στο μυαλό του. Το σπαθί είχε γίνει ένα όργανο γρήγορου θανάτου και καταστροφής στο δεξί του χέρι, και η ασπίδα του ένα αέναο εμπόδιο στο δρόμο των εχθρών του.
Εκείνοι, όμως, δε λιγόστευαν. Πολλαπλασιάζονταν! Για κάθε έναν που σκότωνε, δύο ξεπετάγονταν για να τον αντιμετωπίσουν. Μετά, τρεις. Ο Δάρβαν δεν είχε χρόνο πλέον ν’αντεπιτίθεται· μονάχα απέκρουε με την ασπίδα του, προσπαθώντας να μη σκοντάψει στα κουφάρια, να μη γλιστρήσει στα αίματα.
Ήταν από παντού περικυκλωμένος.
«Αρκετά! Αρκετά, λέω!»
Οι μαχητές άνοιξαν γύρω από τον Δάρβαν, ο οποίος κατέβασε την πολυχτυπημένη του ασπίδα, λαχανιασμένος, νιώθοντας τα πνευμόνια του να φλέγονται, και το σώμα του να τρέμει από υπερένταση, οργή, και πολεμική μάνητα.
Στην είσοδο του παλατιού στεκόταν ένας πάνοπλος άντρας, έχοντας βγάλει το κράνος του και κρατώντας το παραμάσκαλα. Το πρόσωπό του ήταν λιγνό, αλλά δυνατό και με έντονες γωνίες· τα μαλλιά του ήταν μαύρα σαν τη νύχτα και χτενισμένα προς τα πίσω.
Και ο πολεμιστής είχε μια αύρα αρχηγίας επάνω του. Δεν μπορούσε να ήταν άλλος…
«Μόρντεναρ!…» είπε ο Δάρβαν. «Μόρντεναρ…»
«Ο Άρχοντας Δάρβαν, να υποθέσω; Αντικαταστάτης Έπαρχος της Έριγκ;» ρώτησε ο πολεμιστής, περιστοιχισμένος από δεκάδες δικούς του, και με επίσης δεκάδες στοιβαγμένα κουφάρια στα πόδια του –δικών του και μη.
Ο Δάρβαν δε μίλησε. Δεν ήξερε αν θα τα κατάφερνε, και δεν ήξερε τι να πει, έτσι κι αλλιώς.
«Μάχεσαι γενναία,» του είπε ο Μόρντεναρ. «Πρέπει να το παραδεχτώ αυτό. Και ο Κύριός μας ανταμείβει όλους όσους μάχονται γενναία. Αλλά ακόμα και η αντίσταση έχει τα όριά της, Άρχοντά μου. Δε θα ήθελα να σε δω να πεθαίνεις, όπως ο φίλος σου απο δώ,» έδειξε, «ο οποίος πολέμησε επίσης γενναία, αν όχι γενναιότερα από εσένα.»
Ο Δάρβαν στράφηκε να δει σε ποιον αναφερόταν αυτό το σκυλί του πολέμου, και είδε τον Χάργκελ. Σκοτωμένο, με τρία δόρατα καρφωμένα επάνω του, και πτώματα εχθρών συγκεντρωμένα γύρω του. Το μεγάλο του ξίφος είχε πέσει απ’τα χέρια του. Όχι! Όχι! Όχι! Χάργκελ…! Φίλε μου… Γιατί;
Ο Δάρβαν έκανε μερικά τρεμάμενα βήματα προς τον νεκρό.
Ύστερα, σταμάτησε, απότομα, σκεπτόμενος τη Ζιάθραλ. Έριξε μια ματιά τριγύρω, προσπαθώντας να τη βρει. Και την είδε, αφοπλισμένη και περιστοιχισμένη από στρατιώτες. Καθώς επίσης και τη Νέλα, τη σύζυγο του Έγκναρμ, και την κόρη της, Σίφραλιν. Η κοπέλα έμοιαζε τρομοκρατημένη πολύ περισσότερο από τις άλλες δύο γυναίκες, όντας στα πρόθυρα της λιποθυμίας. Μια από τις πολεμίστριες του εχθρού τη στήριζε.
Πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί οι στρατιώτες από εκείνη τη μεριά;
Ο Δάρβαν είχε χάσει το χρόνο για αρκετή ώρα· και τώρα, κοιτάζοντας γύρω του, απορημένος, άρχισε να καταλαβαίνει.
Μπήκαν από άλλα ανοίγματα του παλατιού. Από παράθυρα, από μικρές πόρτες. Επουράνιε Βάνραλ! ετούτο το οικοδόμημα δεν ήταν ποτέ φτιαγμένο για να μπορεί ν’αντισταθεί σε τέτοιου είδους κατάσταση.
Και θυμήθηκε και τις τρύπες που είχαν κάνει οι καταπέλτες στη δυτική μεριά. Ήμασταν εξαρχής καταδικασμένοι. Απλά, για λίγο, παραστήσαμε τους «ήρωες». Ο Χάργκελ, είμαι σίγουρος, το αντιλαμβανόταν από πριν, αλλά δε μου έλεγε τίποτα…
«Άρχοντα Δάρβαν, φαίνεσαι σα να ξύπνησες από όνειρο!» γέλασε ο Μόρντεναρ, βλέποντας τον Αντικαταστάτη Έπαρχο να κοιτάζει γύρω-γύρω, με μάτια γουρλωμένα και στόμα μισάνοιχτο. Η Φερνάλβιν, πραγματικά, δεν ξέρει να επιλέξει ποιον ν’αφήσει στη θέση της! σκέφτηκε ο Άρχων της Σέρνιντοκ. Το μυαλό της χάζεψε, ύστερα από τους Πολέμους.
«Πού… πού είναι ο Διοικητής Νάργκιρ;» ρώτησε ο Δάρβαν.
«Ποιος είν’αυτός;» είπε ο Μόρντεναρ, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους.
Ο Δάρβαν έψαξε, με το βλέμμα, ανάμεσα στους σκοτωμένους. Βρήκε τον Νάργκιρ μισοθαμμένο στα κουφάρια. Νεκρός κι αυτός… νεκρός… συλλογίστηκε. Δάκρυα οργής έτρεχαν στα μάγουλά του.
Ο Μόρντεναρ αισθανόταν αηδιασμένος από το όλο σκηνικό. Η Φερνάλβιν δεν είναι μόνο ανίκανη να επιλέξει σωστό αντικαταστάτη· είναι τελείως ηλίθια στις επιλογές της! κατέληξε· και είπε: «Άρχοντα Δάρβαν, θα φανούμε ελεήμονες και δε θα σε σκοτώσουμε. Αλλά θα είσαι αιχμάλωτός μας απο δώ και στο εξής.» Κανονικά, βέβαια, θα έπρεπε να σκοτώσει αυτόν τον άθλιο τύπο, με μια σπαθιά, και να ξεμπερδεύει μαζί του· όμως το να σκοτώνεις ευγενείς ήταν σαν να πετάς χρυσάφι στη θάλασσα. Νεκροί σού ήταν άχρηστοι, αλλά ζωντανούς μπορούσες να τους χρησιμοποιήσεις, με διάφορους τρόπους. Μέχρι που η χρησιμότητά τους να εξαντληθεί, φυσικά…
Ο Δάρβαν έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, καθώς στρατιώτες έρχονταν να τον περιστοιχίσουν. Αλλά δεν αντιστάθηκε. Νόμιζε ότι όλη η δύναμη που τον είχε φορτίσει πριν τον είχε πλέον εγκαταλείψει. Ηττηθήκαμε…
«Ποια είναι η Αρχόντισσα Ζιάθραλ;» ρώτησε ο Μόρντεναρ.
Η Ζιάθραλ άκουσε τ’όνομά της αλλά δε μίλησε. Τα γόνατά της άρχισαν να τρέμουν δυνατότερα από προηγουμένως. Γιατί με ζητά εμένα; Τι θέλει;
«Ποια είναι η Αρχόντισσα Ζιάθραλ;» επανέλαβε ο Μόρντεναρ, μοιάζοντας να χάνει την υπομονή του.
«…Ά-α-αρχοντά μου,» είπε εκείνη, με φωνή αδύναμη.
Τα μαύρα μάτια του Μόρντεναρ στράφηκαν στο μέρος της, ψυχρά. «Αρχόντισσά μου. Ο πατέρας σας, ο Έπαρχος Μόλραν της Σέλριγκ, σας στέλνει τους χαιρετισμούς του. Μας ζήτησε να μη σας πειράξουμε στο ελάχιστο.»
Ο πατέρας μου; εξεπλάγη η Ζιάθραλ. «Τι σχέση έχει ο πατέρας μου μ’εσάς;» προσπάθησε να πει, αλλά άκουσε μόνο ένα ακατανόητο τραύλισμα να βγαίνει απ’τα χείλη της.
Είδε την όψη του Δάρβαν να στρέφεται στο μέρος της. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές. Πιστεύει ότι τον πρόδωσα!
«Ό-οχι! Εγώ δ-δεν τ-τ-το ήξερα–!»
Ο Δάρβαν βάδισε καταπάνω της, υψώνοντας το σπαθί του. Ένας στρατιώτης τον άρπαξε απ’τον ώμο, φωνάζοντας: «Μείνε πίσω!» Εκείνος τον κοπάνησε στο στόμα, με τη λαβή του όπλου του, σπάζοντας δόντια και σωριάζοντάς τον στο πάτωμα, ενώ συνέχισε να βαδίζει προς τη Ζιάθραλ, που ήταν πολύ τρομαγμένη και σαστισμένη για να κουνηθεί.
Ένας απ’τους μαχητές που στέκονταν εκατέρωθέν της ύψωσε την ασπίδα του κι απέκρουσε τη σπαθιά του Δάρβαν. Πάραυτα, δεκάδες χέρια τον γράπωσαν και τον τράβηξαν πίσω, παρότι εκείνος πάλευε να ξεφύγει. Κάποιος κατάφερε να του πάρει το ξίφος και να το πετάξει παραπέρα.
«Κλειδώστε τον κάπου,» πρόσταξε ο Μόρντεναρ, βαριεστημένα, και οι πολεμιστές του πήραν τον Αντικαταστάτη Έπαρχο από την πρώτη αίθουσα του παλατιού, ενώ εκείνος κραύγαζε, άναρθρα.
«Εσύ ποια είσαι;» ρώτησε ο Μόρντεναρ τη Νέλα.
«Άντε στο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, καθίκι!» αντιγύρισε εκείνη.
Ο Μόρντεναρ γέλασε. «Δεν ακούς τις κυρίες στις αυλές των παλατιών να μιλάνε έτσι,» παρατήρησε. «Είσαι ενδιαφέρουσα γυναίκα, όποια κι αν είσαι! Ποιο είναι το όνομά σου;»
Η Νέλα δε μίλησε, αλλά το βλέμμα της έλεγε καθαρά ότι ήθελε να τον δολοφονήσει.
«Η κυρία επιθυμεί να πολεμήσει,» είπε ο Μόρντεναρ. «Δώστε της ένα σπαθί!» Πέταξε κάτω το κράνος του και ξεθηκάρωσε το δικό του ξίφος, που δεν είχε σκουπίσει από τα αίματα της μάχης.
Οι στρατιώτες του δίστασαν.
«Δώστε της ένα σπαθί!» Βάδισε ανάμεσα στα κουφάρια.
Μια πολεμίστρια τής πρόσφερε το όπλο της, κι απομακρύνθηκε.
«Έλα, Ανώνυμη Κυρία,» είπε ο Μόρντεναρ. «Θέλεις να με σκοτώσεις. Το βλέπω στα μάτια σου.»
«Νομίζεις ότι σε φοβάμαι;»
«Αλίμονο!» αποκρίθηκε ο Μόρντεναρ, υπομειδιώντας.
Η Νέλα απομακρύνθηκε απ’τους στρατιώτες και τον ζύγωσε, με το ξίφος της στο δεξί χέρι, βαδίζοντας αργά. Δεν είναι άσχετη από μάχη…
Σπάθισε.
Ο Μόρντεναρ απέκρουσε, και οι λεπίδες τους διασταυρώθηκαν. «Ποια είσαι;» τη ρώτησε.
«Πηδήξου, μπασταρδόσκυλε!» γρύλισε η Νέλα, φτύνοντάς τον καταπρόσωπο.
Τι μου θυμίζει αυτή η αντίδραση; Γρονθοκόπησε τη γυναίκα στο στομάχι, κάνοντάς τη να διπλωθεί. Αλλά δεν της επιτέθηκε, καθώς εκείνη πισωπατούσε, βογκώντας. Την περίμενε πάλι να ορθωθεί.
Δεν είχε ρίξει το σπαθί της, παρατήρησε ο Μόρντεναρ. Το λέει η καρδιά της. Ο Πολέμαρχος, αναμφίβολα, θα τη συμπαθούσε. Τι λάφυρο, αυτή η γυναίκα!
Η Νέλα κοίταξε τον Άρχοντα της Σέρνιντοκ με στενεμένα μάτια. Κράτησε το σπαθί της δίλαβα, γερά.
Ο Μόρντεναρ χαμογέλασε, υψώνοντας το δικό του ξίφος, με το ένα χέρι, και κάνοντάς της νόημα, με το άλλο, να πλησιάσει.
«Μητέρα, σταμάτα! Σε παρακαλώ!»
Η απεγνωσμένη φωνή ανήκε στην αιχμάλωτη κοπέλα, που ούτε εκείνη είχε ακόμα πει το όνομά της.
«Πες του ότι σε λένε Νέλα, να ξεμπερδεύουμε!»
«Νέλα…» είπε ο Μόρντεναρ. «Συμπαθητική η κορούλα σου. Είστε ευγενείς, να υποθέσω; Από ποια οικογένεια;»
Η Νέλα επιτέθηκε, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο, από κάτω δεξιά προς πάνω αριστερά. Ο Μόρντεναρ πετάχτηκε όπισθεν. Η αιχμή έγδαρε την αρματωσιά του, μα δεν τη διαπέρασε. Τι κίνηση! Ταχεία, καλοσημαδεμένη, και τόσο αιφνιδιαστική. Σίγουρα, είχε καλό δάσκαλο.
Χτύπησε το σπαθί της, παραμερίζοντάς το, και τη γρονθοκόπησε καταπρόσωπο, στέλνοντάς τη να ξαπλώσει πάνω στα κουφάρια. Πάλι, το όπλο της δεν της έφυγε απ’τα χέρια.
«Μητέρα!» ούρλιαξε η κοπέλα. Και προς τον Μόρντεναρ: «Άρχοντά μου, δεν είμαστε ευγενείς. Η μητέρα μου είναι σύζυγος του Διοικητή Έγκναρμ, της Φρουράς του Παλατιού. Εγώ ονομάζομαι Σίφραλιν. Σας παρακαλώ, μην την πειράξετε· δεν ξέρει τι κάνει!»
«Ααα,» έκανε ο Μόρντεναρ, γελώντας, καθώς έβλεπε τη Νέλα να σηκώνεται, με το δεξί της μάγουλο ματωμένο και μελανιασμένο. «Σύζυγος του Έγκναρμ, ώστε… Έτσι εξηγούνται όλα.» Το χαμόγελό του πλάτυνε. «Κάποτε, είχα συμπολεμήσει με τον άντρα σου,» είπε στη Νέλα. «Τώρα, δυστυχώς, είναι νεκρός. Τον σκότωσα.» Η όψη της αγρίεψε, περισσότερο από πριν. «Αλλά είμαι ευγενικός άνθρωπος, κατά βάθος. Μπορώ να φροντίσω αξιοπρεπώς τη γυναίκα του.»
«Θα πρέπει να με σκοτώσεις, πρώτα!» γρύλισε η Νέλα, μέσα από σφιγμένα δόντια, και του χίμησε.
Ο Μόρντεναρ απέκρουσε και την αφόπλισε, με μια περιστροφική κίνηση του ξίφους του. Την άρπαξε απ’τα μαλλιά και την ανάγκασε να γονατίσει. Ύστερα, την κοπάνησε στο κεφάλι, με τη λαβή του ξίφους του· όχι πολύ δυνατά, αλλά αρκετά για να τη σωριάσει, ζαλισμένη κι ανήμπορη να σηκωθεί.
«Πηγαίνετε την κύρια Νέλα σε κάποιο δωμάτιο, και κλειδώστε την. Όποιος την πειράξει θα του κόψω τα χέρια. Την κόρη της μπορείτε να την κάνετε ό,τι θέλετε.»
*
Με το μακελειό της εισβολής των ακόλουθων του Άνκαραζ, ο Νεκρομέμνων είχε μπει στην πόλη πολύ εύκολα. Μακράν ευκολότερα απ’ό,τι είχε κόψει ξύλα, για να φτιάξει ένα μικρό, πρόχειρο έλκηθρο και να περάσει τον κρυσταλλωμένο ποταμό Μάρνελ, πριν από τρεις ημέρες. Επί του παρόντος, βρισκόταν επάνω στα κεραμίδια ενός σπιτιού, στην ανατολική μεριά της Οδού Πυλών, και παρακολουθούσε την καταστροφή της Έριγκ και την έφοδο στο παλάτι.
Οι στρατιώτες είχαν ήδη αρχίσει να μπαίνουν σε οικοδομήματα, ν’αρπάζουν αθώους πολίτες από μέσα, να λεηλατούν ό,τι πολύτιμο έβρισκαν, και να βάζουν φωτιές. Ελάχιστοι οπλισμένοι υπερασπιστές είχαν πλέον μείνει, και οι νικητές τούς περικύκλωναν, πετσοκόβοντάς τους, με θριαμβευτικές κραυγές.
Οι υπηρέτες του Άνκαραζ νόμιζαν ότι είχαν νικήσει.
Ωραία. Πολύ ωραία. Άστους να νομίζουν. Γιατί τώρα αρχίζει το δικό μου παιχνίδι. Μ’ακούς, Πολέμαρχε; Το δικό μου παιχνίδι!
Το Παιχνίδι του Θανάτου.
Και οι ευνοούμενοί σου θα πεθάνουν πρώτοι…
Ένας στρατιώτης έπιασε τη Ζιάθραλ από τον αγκώνα και την ανέβασε στις σκάλες του παλατιού. Γύρω της, άκουγε ομιλίες, μα δεν καταλάβαινε τι έλεγαν, δεν τους έδινε σημασία. Ο νους της στριφογύριζε. Ο πατέρας μου… Σύμμαχος αυτών των καθαρμάτων… Αδύνατον! Όχι! Αυτοί καταστρέφουν τα πάντα! Ο μπαμπάς δεν… δεν… Πώς μπόρεσε να συμφωνήσει; Πώς;
Και ο Δάρβαν… Για όνομα των θεών, ήταν – ήταν έτοιμος να με σκοτώσει! Θα με σκότωνε, αν δεν τον σταματούσαν!… Δε θέλησε ούτε καν να σταθεί να μ’ακούσει. Τους πίστεψε! Πίστεψε ότι θα τον πρόδιδα, εν γνώσει μου, ότι θα πρόδιδα το Βασίλειο, ότι θα έφερνα αυτή την καταστροφή στην Έριγκ! Θεοί… θεοί… Τέτοια γνώμη έχει για μένα;
Άρχισε ν’αναρωτιέται μήπως ο σύζυγός της είχε καταλάβει τι συνέβαινε τόσο καιρό με τον Πρίγκιπα Ζάρναβ. Κάτι για το οποίο, κυρίως, η ίδια του η μητέρα, η Ρικέλθη, έφταιγε! Όμως, όχι, δεν ήξερε. Είμαι σίγουρη! Δεν ήξερε τίποτα, αλλιώς δε θα τ’άφηνε να περάσει έτσι. Ο Δάρβαν δεν είναι άνθρωπος που δε θα μιλούσε. Όχι, θα γινόταν χαμός, έτσι και το είχε μάθει. Επομένως, δεν είχε ιδέα γι’αυτό… και πάλι, όμως, θεώρησε ότι… ότι τον πρόδωσα, εκείνον και όλους! Γιατί; Ω, γιατί;
Μια πόρτα άνοιξε εμπρός της, και η Ζιάθραλ επανήλθε στην πραγματικότητα. Βλεφάρισε. Πού την είχαν πάει; Κοίταξε καλύτερα. Στον ξενώνα.
Η Φάλμα μου; Την έχουν βρει κι αυτήν;
«Η κόρη μου,» τους είπε. «Φέρτε μου την κόρη μου.»
Ο στρατιώτης την έσπρωξε μέσα στο διάδρομο του ξενώνα, ελευθερώνοντας τον αγκώνα της.
Η Ζιάθραλ στράφηκε, αγριοκοιτάζοντάς τον. «Τι διάολο κάνεις;» σφύριξε, νιώθοντας, ξαφνικά, μια δυνατή οργή να έχει φουντώσει μέσα της. «Ποιος νομίζεις ότι είσαι, κοπρίτη; Σου είπα ότι θέλω να μου φέρετε την κόρη μου! –Αααα!» Κοπάνησε επάνω σε μια ξύλινη πόρτα, καθώς ο πολεμιστής τη χαστούκισε δυνατά στο αριστερό μάγουλο.
«Εε!» Ένας άλλος στρατιώτης τράβηξε πίσω τον πρώτο, από τον ώμο. «Ο Άρχοντας είπε να μην την πειράξουμε, βλάκα!»
«Πού είναι η κόρη σας, Αρχόντισσά μου;» ρώτησε μια πολεμίστρια, περνώντας μπροστά απ’τους δύο άντρες και πλησιάζοντας τη Ζιάθραλ.
Εκείνη ορθώθηκε, ακραγγίζοντας το μάγουλό της, που φλεγόταν. «Πώς τολμάτε να το μου το κάνετε αυτό;» είπε, αλλά η φωνή της έτρεμε. Έγλειψε τα χείλη και προσπάθησε να χαλιναγωγήσει τον εαυτό της. Αυτοί οι άνθρωποι θα τη σκότωναν, αν τους θύμωνε, είτε ο Μόρντεναρ τούς είχε προστάξει να μην την πειράξουν είτε όχι· ήταν όλοι τους κτήνη! «Στην αίθουσα του θρόνου είναι, μαζί με μια υπηρέτρια. Φέρτε τη σε μένα. Φάλμα τη λένε. Μην της κάνετε κακό. Είναι πέντε χρονών, μα τους θεούς!»
Η πολεμίστρια ένευσε κοφτά. «Θα σας τη φέρουμε.» Άνοιξε μια πόρτα, μάλλον τυχαία, αποκαλύπτοντας ένα από τα δωμάτια του ξενώνα. «Τώρα, μπείτε εδώ.»
«Τι σημαίνει αυτό; Είμαι αιχμάλωτη κι εγώ;» απαίτησε η Ζιάθραλ, ακόμα κρατώντας το μάγουλό της.
«Μπείτε μέσα,» είπε, έντονα, η πολεμίστρια.
«Θέλω να μιλήσω με τον Άρχοντα Μόρντεναρ για τούτο!» επέμεινε η Ζιάθραλ.
«Θα τον ειδοποιήσουμε, Αρχόντισσά μου.» Η υπομονή της πολεμίστριας φάνηκε να εξαντλείται. «Μπείτε, τώρα.»
Ας μην το παρατραβήξω, σκέφτηκε η Ζιάθραλ, και μπήκε. «Φέρτε μου την κόρη μου, το συντομότερο δυνατό.»
Η πόρτα έκλεισε.
Τι αγένεια! Κανονικά, θα έπρεπε να τους είχε μαστιγώσει και τους τρεις! Αυτοί οι άθλιοι στρατιώτες να της φέρονται έτσι! Κλότσησε μια καρέκλα που είδε μπροστά της, ανατρέποντάς την.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, με τις γροθιές της σφιγμένες επάνω στα γόνατά της. Τι θα κάνω τώρα; Πώς με συμφέρει να κινηθώ; Τι νομίζει ο Μόρντεναρ; Νομίζει ότι είμαι μ’εκείνον; Με συμφέρει, δηλαδή, να παριστάνω τη σύμμαχό του; Θα με πιστέψει; Ή ο πατέρας τον έχει προειδοποιήσει πως δεν είμαι μέρος αυτής της – της πλεκτάνης;
Ο πατέρας! Μα γιατί το έκανε αυτό; Γιατί; Και ο Πάτναμ… Τα ξέρει ο αδελφός μου τούτα; Έχει συμφωνήσει; Ή βρίσκεται κι εκείνος στο σκοτάδι, όπως βρισκόμουν κι εγώ, μέχρι στιγμής; Μετά, η μικρή της αδελφή τής ήρθε στο μυαλό. Η Ελμάρνια… Η Ελμάρνια δεν μπορεί να έχει συμφωνήσει· η Ελμάρνια ουδέποτε θα συμφωνούσε με κάτι τέτοιο! Ουδέποτε!
Και η μητέρα τι θα έλεγε; Αν ήταν ζωντανή, τι θα έλεγε;…
Η Ζιάθραλ ξάπλωσε, ανάσκελα, προσπαθώντας να ηρεμήσει, να ξεθολώσει το μυαλό της, και να δει τι θα κάνει.
Πρέπει να μιλήσω, κάπως, με τον Δάρβαν. Πρέπει κάπως να του μιλήσω: να ξεκαθαρίσω αυτή την παρεξήγηση, οπωσδήποτε. Θα μ’αφήσουν να τον συναντήσω; Δεν μπορεί να μη μ’αφήσουν. Θα με καταστήσουν αιχμάλωτη εδώ πέρα; Δεν είμαι αιχμάλωτή τους, που να τους πάρει όλους ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ! Ο πατέρας μου, εξάλλου, τους είπε να μη με πειράξουν.
Σηκώθηκε, απότομα, κι άρχισε να βηματίζει μες στο δωμάτιο. Να παριστάνω ότι ήμουν μαζί τους, εξαρχής; Να παριστάνω ότι περίμενα τον ερχομό τους; Αλλά αν ο πατέρας της τους είχε προειδοποιήσει γι’αυτό; Δε θα με πιστέψουν. Θα γελάσουν.
Και, αν με πιστέψουν, τι θ’ακούσει ο Δάρβαν για μένα; Και θ’αλλάξει γνώμη, όταν του πω πως τα έκανα όλα ψέματα; Ή θα θεωρήσει ότι ψεύδομαι όταν θα λέω την αλήθεια;
Ξεκούμπωσε το δερμάτινο θώρακα που φορούσε πάνω απ’το φόρεμά της, και τον πέταξε στο πάτωμα.
Χίλιοι δαίμονες! Γιατί το μυαλό μου έχει κολλήσει; Αυτή η σκύλα, η μάνα του Δάρβαν, θα έβρισκε έναν καλό τρόπο για να κινηθεί! Τι θα έκανε η Αρχόντισσα Ρικέλθη σ’ετούτη την περίπτωση; Τι;
Η πόρτα άνοιξε, και η Ζιάθραλ στράφηκε, αιφνιδιασμένη.
Η πολεμίστρια μπήκε, με τη Φάλμα στα χέρια. Το κοριτσάκι ήταν τρομοκρατημένο. «Μαμάαα…!» έκανε, μόλις είδε τη Ζιάθραλ, και ξέσπασε σε δάκρυα και λυγμούς.
Εκείνη πήρε την κόρη της στην αγκαλιά της, χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά. «Σσσς, αγάπη μου, σσσς,» της ψιθύρισε. «Είσαι μαζί μου τώρα. Είσαι μαζί μου· σσσς.»
Η πολεμίστρια γύρισε να φύγει.
«Περίμενε,» της είπε η Ζιάθραλ.
Εκείνη την κοίταξε πάνω απ’τον ώμο της, με το χέρι στο πόμολο της πόρτας. «Τι ’ναι;»
«Θέλω να μιλήσω με τον Άρχοντα Μόρντεναρ,» είπε η Ζιάθραλ, προσπαθώντας ν’ακουστεί όσο πιο απαιτητική μπορούσε. «Θέλω να μάθω αν είμαι αιχμάλωτη εδώ πέρα. Και θέλω να δω τον σύζυγό μου. Με κατάλαβες;»
Η πολεμίστρια έκλεισε την πόρτα, με σχετικό θόρυβο.
Σκύλα! σκέφτηκε η Ζιάθραλ, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Φάλμα που έκλαιγε γοερά, και πηγαίνοντας να καθίσει στην άκρη του κρεβατιού. «Σσσς, μωρό μου. Είσαι μαζί μου τώρα· κανένας δε θα σε πειράξει.»
Η κόρη της έκανε πίσω και την κοίταξε καταπρόσωπο. Ξεροκατάπιε. «Μαμά, πήρανε τη Θάμια, οι κακοί άνθρωποι. Τη δέρνανε, μαμά. Σκίσανε το φόρεμά της.»
«Μην ανησυχείς, μωρό μου,» είπε η Ζιάθραλ, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάγουλα της Φάλμα, με τα δάχτυλά της· «εμάς δε θα μας πειράξουν.»
«Πες τους να μην πειράξουν και τη Θάμια.»
«Δε θα με ακούσουν.»
«Γιατί; Πού είναι ο μπαμπάς; Γιατί δεν τους το λέει αυτός;»
Θεοί… Η Ζιάθραλ αναστέναξε και έσφιξε τη Φάλμα ξανά στην αγκαλιά της. «Θα τον βρούμε και τον μπαμπά.» Φίλησε τα μαλλιά της. «Μετά. Μετά…» Ω Δάρβαν, γιατί πίστεψες ότι θα σε πρόδιδα σ’ετούτα τα καθάρματα; Μα, πώς ήταν ποτέ δυνατόν εγώ να σε προσδώσω σ’αυτούς; Πρέπει να σου μιλήσω. Πρέπει να σου μιλήσω…
*
Ο Νεκρομέμνων αποφάσισε να δει πώς ήταν τα πράγματα στην πόλη, προτού εισβάλει στο παλάτι. Άλλωστε, το να μπει εκεί θα ήταν κάτι το πολύ εύκολο, όσες φρουρές κι αν έβαζε ο Μόρντεναρ. Τώρα πλέον, δεν βρίσκονταν σε ανοιχτό πεδίο, όπου μπορεί κανείς να περικυκλώσει ένα μέρος με φύλακες, κάνοντάς το απρόσβλητο· τώρα βρίσκονταν σε μια πόλη, και οι πόλεις είναι επικινδυνότερες από το πυκνότερο δάσος, όπως πολύ καλά γνώριζε ο Νεκρομέμνων. Στις πόλεις υπήρχαν οροφές για να βαδίσεις, τοίχοι για να σκαρφαλώσεις, παράθυρα για να εισβάλεις ή να διαφύγεις, πόρτες για να ανοίξεις και να κλείσεις, να κλειδώσεις και να ξεκλειδώσεις, υπόνομοι για να κινηθείς υπογείως, κήποι για να καλυφθείς μέσα στις σκιές, σιντριβάνια για να πνίξεις ανθρώπους, φρεάτια για να χώσεις νεκρούς, και πολλά άλλα χρήσιμα μέρη.
Ο Νεκρομέμνων βάδιζε στους δρόμους, γλιστρώντας από σκοτεινό σημείο σε σκοτεινό σημείο, απαρατήρητος από τους στρατιώτες που λεηλατούσαν τα πάντα. Δεν ήθελε να αναγκαστεί να σκοτώσει κανέναν ο οποίος τύχαινε να τον δει και να μπει στο διάβα του.
Οι καταστροφές και οι βιαιοπραγίες που έκαναν οι μαχητές του Μόρντεναρ ήταν ανείπωτες. Ο νεκρενοικημένος δολοφόνος απορούσε με το διεστραμμένο μυαλό που κουβαλούσαν, καθώς και με το τι είδους ικανοποίηση έβρισκαν σε τούτες τις βαρβαρότητες. Η δόξα του πολέμου! Ναι, εντάξει…! Τις ίδιες αηδίες λέγανε και στη Φεν εν Ρωθ, τα ζώα. Σκότωσε, βίασε, λήστεψε, γύρνα δυνατότερος στους συντρόφους σου. Ο Νεκρομέμνων αισθανόταν αηδιασμένος, καθώς αναμνήσεις επέστρεφαν στο νου του· άσχημες αναμνήσεις· πράγματα που προτιμούσε να έχει θαμμένα βαθιά μέσα του.
Άνκαραζ! γρύλισε προς τον Θεό του Αίματος. Θα γδάρω ζωντανούς όλους τους ευνοούμενούς σου! Και τότε, θα μάθεις τι σημαίνει πραγματική δόξα… και τέχνη! Θα δω το φόβο στα μάτια τους κι έτσι θα γίνω δυνατότερος· θ’ακούω τις κραυγές τους και θα είναι μουσική στ’αφτιά μου· θα τους κοιτάζω να σπαρταράνε και θα είναι το καλύτερο θέαμα που έχω δει εδώ και καιρό. Γιατί θα ξέρω πως, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, θα θερίζουν ό,τι έσπειραν.
Το μίσος.
Στο Ναό του Βάνραλ το άγος ήταν αποτρόπαιο. Οι στρατιώτες είχαν μπει και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν, σπάζοντας όσα τους ήταν άχρηστα, ενώ έφερναν ανθρώπους για να τους βασανίσουν εδώ και να τους βιάσουν. Κραυγές πόνου και γέλια έρχονταν από το εσωτερικό, καθώς επίσης και η κλαγγή όπλων. Μάλλον, κάποιοι μονομαχούσαν για το ποιος θα έκλεβε κάτι ή ποιος θα βίαζε ένα συγκεκριμένο άτομο.
Ζώα, πράγματι…
Στο φρουραρχείο η κατάσταση ήταν τρισχειρότερη. Τα ουρλιαχτά που έρχονταν από μέσα ήταν πολλαπλάσια, ενώ τρεις άντρες βρίσκονταν παλουκωμένοι απέξω, με το αίμα τους να ρέει πάνω στα μακριά, ξύλινα παλούκια.
Κτήνη μπασταρδογέννητα…
Στην αγορά και στο λιμάνι οι μαχητές του Άνκαραζ μόλις τώρα έφταναν. Ορισμένοι πολίτες είχαν βγει για να τους αντιμετωπίσουν, με αυτοσχέδια όπλα. Ο Νεκρομέμνων τούς λυπόταν, καθώς τους έβλεπε να πετσοκόβονται από τους σαφώς αρτιότερα οπλισμένους, ανώτερα εκπαιδευμένους, και αγριότερους αντιπάλους τους. Και όσοι πέθαιναν ήταν τυχεροί, γιατί αυτοί που ζούσαν θα υπέφεραν τα πάνδεινα, ενώ τα σπίτια τους θα καίγονταν.
Ο Νεκρομέμνων ζύγωσε τα ανατολικά τείχη, μέσω του λιμανιού, και μπήκε σ’ένα στενορύμι που ήξερε καλά. Η λυχνία δίπλα από την πόρτα δεν ήταν αναμμένη, όπως συνήθως. Αναμενόμενο.
Χτύπησε.
«Ποιος;» ήρθε μια αντρική φωνή από μέσα.
«Νεκρομέμνων.»
Η πόρτα άνοιξε, και ο Νεκρολάτρης αποκαλύφθηκε. «Καλωσόρισες, Νεκρόμεμνον. Παρατηρώ, δεν είχες πρόβλημα να εισβάλεις.»
«Μ’αυτό το χαλασμό, ούτ’ένας αγριόχοιρος δε θάχε πρόβλημα να εισβάλει.»
«Πολλοί αγριόχοιροι έχουν ήδη εισβάλει, φοβάμαι…» Η όψη του Νεκρολάτρη ήταν ανήσυχη, σκοτεινιασμένη.
Ο Νεκρομέμνων κατένευσε. Και ρώτησε: «Περίμενες τον ερχομό μου;»
«Τον είχα διαισθανθεί.»
«Να περάσω;»
Ο Νεκρολάτρης παραμέρισε. Ο Νεκρομέμνων μπήκε, για να βρεθεί στο πρώτο δωμάτιο του καταστήματος, και να δει ότι είχε μαζέψει κόσμο απόψε: πολύ περισσότερο κόσμο απ’ό,τι συνήθως, αναμφίβολα. Εκτός από τον Νεκρογνώστη, εννέα άνθρωποι ήταν καθισμένοι σε καρέκλες και πολυθρόνες, γύρω από το ξύλινο τραπέζι και μπροστά από το τζάκι. Μία από τις γυναίκες ήταν φανερά τραυματισμένη, με έναν επίδεσμο γύρω από τα ξανθά της μαλλιά. Φορούσε μακρύ, μαύρο χιτώνα, μα είχε την όψη και τη στάση πολεμίστριας· επίσης, οι μύες των χεριών της, που αποκαλύπτονταν κάτω από το λεπτό ύφασμα, αποτελούσαν άλλο ένα σημάδι για τον Νεκρομέμνονα.
«Χαίρετε,» είπε ο νεκρενοικημένος φονιάς, με μια σύντομη υπόκλιση, καθώς ο Νεκρολάτρης έκλεινε την εξώθυρα πίσω του.
Ο Νεκρογνώστης σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Νεκρόμεμνον,» αποκρίθηκε, «καλωσόρισες. Είχαμε καιρό να μάθουμε νέα σου. Ολοκλήρωσες την αποστολή σου;»
Ενδιαφέρεσαι για τη φήμη του καταστήματος; σκέφτηκε ο Νεκρομέμνων, αλλά είπε: «Η αποστολή μου άλλαξε. Έχω άλλον εργοδότη τώρα.»
Ο Νεκρογνώστης τον κοίταξε παραξενεμένος, μα δε μίλησε· μάλλον, επειδή δεν ήθελε να πει πολλά μπροστά στους εννέα φιλοξενούμενούς του.
«Έχετε κόσμο απόψε…» παρατήρησε ο Νεκρομέμνων.
«Οι περιστάσεις, κύριε,» είπε μια γυναίκα με μαύρα, μακριά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της. Είχε ένα σημάδι στο δεξί φρύδι, πρόσεξε ο νεκρενοικημένος· πάντα κοιτούσε για λεπτομέρειες, σε όλους.
«Αναμφίβολα.»
«Ο άνθρωπος που περίμενες;» Αυτή την ερώτηση η γυναίκα την απηύθυνε στον Νεκρολάτρη, ο οποίος κατένευσε, αργά.
«Πρέπει να μιλήσουμε,» είπε ο Νεκρογνώστης στον Νεκρομέμνονα. «Ιδιαιτέρως.»
«Ασφαλώς.»
Ανέβηκαν τη σκάλα του καταστήματος.
*
Οι στρατιώτες έσυραν τον Δάρβαν επάνω σε μικρές πέτρινες σκάλες, ανεβάζοντάς τον σ’έναν απ’τους πύργους του παλατιού.
«Πάψε να παλεύεις!» του γρύλισε κάποιος, αλλά εκείνος δεν τον άκουσε μέσα στη μάνητα που βρισκόταν. Τα πάντα έμοιαζαν με εφιάλτη. Όχι η εισβολή στην πόλη, όχι αυτή· ο Δάρβαν περίμενε από πριν ότι ο Μόρντεναρ θα κατόρθωνε να περάσει τις πύλες. Ο θάνατος του Χάργκελ, του φίλου του και πιστού του συντρόφου, ήταν που τον βασάνιζε περισσότερο. Και –κυρίως, πάνω απ’όλα τα κακά– η προδοσία της Ζιάθραλ! Η καταραμένη σπιούνα, ήταν μαζί τους! Μαζί με τον Μόρντεναρ, αυτό το κάθαρμα! Έπρεπε να την είχα αντιληφθεί· έπρεπε! Ήταν τόσο ψύχραιμη, αρχικά! Τόσο ψύχραιμη. Αφύσικα ψύχραιμη, γιατί ήξερε πως δεν κινδύνευε η ίδια καθόλου. Η πόρνη! Και μετά, παρίστανε την τρομαγμένη. Επίτηδες! για να με κάνει να μην την υποψιαστώ! Ήθελε να τη σκοτώσει, να την πνίξει! Τόσοι αθώοι είχαν πεθάνει· τόσοι καλοί άνθρωποι, υπερασπιστές της πόλης, πιστοί στο Βασίλειο… κι εκείνη θα ζούσε!
Θα τη σκοτώσω, ακόμα κι αν αυτό θάναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω!
Μια πόρτα άνοιξε, και οι στρατιώτες τον τράβηξαν μέσα. Δύο σπαθιά βρέθηκαν στο λαιμό του.
«Μην κουνηθείς. Θα σου βγάλουμε την πανοπλία. Δε θέλουμε ούτε να σε γρατσουνίσουμε, αλλά, αν εσύ πέσεις πάνω στις αιχμές των όπλων μας, εμείς δε φταίμε. Μας καταλαβαίνεις, τραγουδιστή;» Ένας χοντρός πολεμιστής με μακριά, ξανθή κοτσίδα ήταν που μίλησε.
Να τους αφήσω να με σκοτώσουν και να τελειώνουμε; Τώρα πλέον, η πόλη έπεσε. Ηττηθήκαμε. Απογοήτευσα τους πάντες. Η Φερνάλβιν δίκιο θα έχει να με καρατομήσει η ίδια, ύστερα από τούτα…
Μετά, όμως, ξαναθυμήθηκε τη Ζιάθραλ. Όχι, πρέπει να τη σκοτώσω πρώτα, και ύστερα, ευχαρίστως θα πεθάνω κι εγώ! Ένευσε στους στρατιώτες.
«Σωστός,» του μούγκρισε ο τύπος με την κοτσίδα. «Και μην αρχίσεις πάλι να τραγουδάς, όπως πριν. Έχουνε πονέσει τ’αφτιά μας.»
Τι έλεγα, αλήθεια; αναρωτήθηκε ο Δάρβαν. Δε θυμόταν λέξη. Έβριζα τη Ζιάθραλ; Τον Μόρντεναρ; Τον εαυτό μου; Τι έλεγα;
«Ξαρματώστε τον.»
Δύο πολεμίστριες ζύγωσαν κι άρχισαν να λύνουν την αρματωσιά του. Αγγίζοντάς τον εντονότερα απ’ό,τι χρειαζόταν. Ο Δάρβαν, κάποια στιγμή, τις αγριοκοίταξε, αλλά ο άντρας με την κοτσίδα τού είπε: «Μην κάνεις ότι κουνιέσαι,» τρίβοντας την αιχμή του ξίφους του επάνω στο λαιμό του Άρχοντα.
Όταν τον είχαν ξαρματώσει τελείως, η μία από τις δύο πολεμίστριες τον άγγιξε ανάμεσα στους μηρούς. Ο Δάρβαν στράφηκε, απότομα, στο μέρος της, με τα δόντια του γυμνωμένα, εξαγριωμένος. Η γυναίκα ήταν ξανθιά, με κοντά μαλλιά, περασμένα πίσω απ’τ’αφτιά της, και είχε ένα κόκκινο, μάλλον εκ γενετής, σημάδι στο αριστερό μάτι.
«Πάρε τα χέ–!» άρχισε ο Άρχοντας, μα τα ξίφη των άλλων πιέστηκαν επάνω στο λαιμό του κι αναγκάστηκε να σταματήσει να μιλά.
Η γυναίκα τού έκλεισε το σημαδεμένο της μάτι, κι απομακρύνθηκε. Οι στρατιώτες μάζεψαν την αρματωσιά του κι έφυγαν από το δωμάτιο, αφήνοντάς τον μόνο και σφαλίζοντας την πόρτα.
Ο Δάρβαν κάθισε στην καρέκλα που βρισκόταν μπροστά απ’το γραφείο, ακουμπώντας το κεφάλι στα χέρια του και σφίγγοντας τα μαλλιά του. Παντελής απόγνωση τον κυρίεψε, και σκοτεινοί συλλογισμοί άρχισαν να στριφογυρίζουν τυχαία μέσα στο μυαλό του, τυραννώντας τον.
…Όλοι νεκροί…
…Χάργκελ, φίλε μου…
Θα τη σκοτώσω! Ήταν μαζί τους. Μαζί τους!
Το ίδιο κι ο πατέρας της. Έτσι δεν είπε ο Μόρντεναρ, το καθίκι; Είπε ότι ο Έπαρχος Μόλραν είναι σύμμαχός τους, δεν το είπε; Το είπε. Καθάρματα! Θέλουν να πάρουν τον Ουρανολίθινο Θρόνο. Πώς να τους εμποδίσω;
Εγώ; Εγώ να τους εμποδίσω; Χα-χα-χα-χα! Καλό κι αυτό! Εγώ! Εγώ! Χα-χα-χα-χα! Εγώ δεν μπορούσα καν να τους αποτρέψω απ’το να πάρουν την πόλη μου!
…Την πόλη της Φερνάλβιν… Εκείνη μου την εμπιστεύτηκε!
«Γιατί το έκανες αυτό, ανόητη; Γιατί;» μονολόγησε, τρίζοντας τα δόντια. «Γιατί εμένα ως Αντικαταστάτη Έπαρχο;…»
Φερνάλβιν, δεν έπρεπε…
Μητέρα, ήθελες να με κάνεις Έπαρχο σε τούτο το μέρος. Θάπρεπε να με δεις τώρα! Έπαρχος!
Να τους πάρει όλους ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ…!
Κανείς δεν είδε το στρατό; Κανείς δεν τον σταμάτησε, πριν; Δεν υπάρχει καμια άμυνα σε τούτο το διαολεμένο Βασίλειο; Πώς αντιμετωπίζονται οι προδότες;
–Τους σκοτώνεις! Τους ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ!
Θα τη σκοτώσω! Θα ζήσω αρκετά για να τη σκοτώσω!
«Φαίνεσαι στενοχωρημένος, παίδαρε…»
Ο Δάρβαν πετάχτηκε όρθιος, γυρίζοντας κι ανατρέποντας την καρέκλα του.
Στην πόρτα στέκονταν τρεις γυναίκες. Η μία ήταν εκείνη με το σημαδεμένο αριστερό μάτι. Η δεύτερη πρέπει να ήταν η άλλη που τον είχε ξαρματώσει: μια μελαχρινή, εξαιρετικά σωματώδης πολεμίστρια που, τότε, είχε τα μαλλιά της δεμένα κότσο, αλλά τώρα έπεφταν λυτά στους ώμους της. Την τρίτη ο Δάρβαν δεν την είχε ξαναδεί, όμως, σε αντίθεση με τη δεύτερη, ήταν λιγνή και μακροπρόσωπη, με κοντά, κορακίσια μαλλιά· ωστόσο, για κάποιο λόγο, δε φαινόταν πιο αδύναμη από την άλλη. Και οι τρεις τους είχαν βγάλει τις πανοπλίες τους και φορούσαν τουνίκες που έφταναν ως το γόνατο. Στα πόδια τους δένονταν πέτσινα σανδάλια, και στη μέση της καθεμίας κρεμόταν ένα ξιφίδιο από τη δερμάτινή της ζώνη, μαζί μ’ένα κομμάτι σκοινί.
Η ξανθιά πολεμίστρια τού έκλεισε πάλι το σημαδεμένο της μάτι, και τον ζύγωσε. «Ήρθαμε να σου πάρουμε λίγη από τη στενοχώρια. Μην αρχίσεις ξανά να φωνάζεις…» Χαμογελώντας, άρχισε να ξεθηλυκώνει τα κουμπιά του πέτσινου πανωφοριού του.
Ο Δάρβαν τής άρπαξε τους καρπούς και την έσπρωξε πίσω. «Μείνε μακριά μου!» την προειδοποίησε.
«Μη μας χαλάς τη διασκέδαση, όμορφε, γιατί θα τσαντιστούμε.» Η πολεμίστρια έσπασε, με μια γρήγορη κίνηση, όλα τα κουμπιά του πανωφοριού του.
Ο Δάρβαν τη γρονθοκόπησε, καταπρόσωπο.
Πάραυτα, οι άλλες τού χίμησαν. Δέχτηκε μια κλοτσιά στο στομάχι και μια σφαλιάρα στο δεξί μάγουλο. Η σωματώδης μελαχρινή γυναίκα γράπωσε το πανωφόρι του από πίσω και το τράβηξε απότομα, βγάζοντάς το από πάνω του. Ο Δάρβαν επιχείρησε να γρονθοκοπήσει τη λιγνή πολεμίστρια με τα κοντά, μαύρα μαλλιά, αλλά εκείνη απέφυγε το χτύπημά του και τον χαστούκισε ξανά. Τον κόλλησαν στο γραφείο και έσκισαν το λευκό, καταϊδρωμένο του πουκάμισο, με ένα ξιφίδιο, ενώ εκείνος βλαστημούσε, προσπαθώντας να τους ξεφύγει. Ένα χέρι τον άρπαξε απ’τα μαλλιά και τον έσπρωξε στο κρεβάτι, όπου οι άλλες δύο έδεσαν τα χέρια του στους στύλους του κρεβατιού.
«Είναι δικός μου πρώτα,» είπε η ξανθιά με το σημαδεμένο μάτι.
Ο Δάρβαν την έβρισε, με μια σειρά από βρισιές που κι εκείνος, μετά, δε θυμόταν.
«Μην είσαι τόσο αντιδραστικός,» είπε η γυναίκα. «Όλοι γλεντάνε απόψε, κι εμείς έχουμε ολόκληρη νύχτα μπροστά μας. Θα σε κάνω να με λατρέψεις.»
Ο Δάρβαν θα την έφτυνε, αν βρισκόταν πιο κοντά της, αλλά αποφάσισε να κρατήσει το σάλιο του για αργότερα.
Οι άλλες δύο τον έγδυσαν από τη μέση και κάτω, βγάζοντας μπότες, κάλτσες, παντελόνι, και περισκελίδα. Εκείνος προσπαθούσε να τις κλοτσήσει, όμως κατάφερε να πετύχει μόνο τη σωματώδη μελαχρινή στα πλευρά και, δυστυχώς, όχι πολύ δυνατά. Έδεσαν τα πόδια του στην κάτω μεριά του κρεβατιού.
«Και τι νομίζετε πώς θα κάνετε τώρα;» γρύλισε ο Δάρβαν. «Δεν είμαι και τόσο ενθουσιασμένος μαζί σας…»
«Θα ενθουσιαστείς,» αποκρίθηκε η ξανθιά. Έλυσε τη ζώνη της και άφησε την τουνίκα της να πέσει. Ήταν ολόγυμνη από μέσα.
Ο Δάρβαν αισθάνθηκε ένα σκίρτημα εντός του και στράφηκε απ’την άλλη, κλείνοντας τα μάτια.
Οι γυναίκες γέλασαν. Άκουσε κι άλλα ρούχα να πέφτουν στο πάτωμα, καθώς και σανδάλια. Δεν πρόκειται να γυρίσω να τις κοιτάξω! Ακόμα κι όλη τη νύχτα να μείνουν εδώ.
Αισθάνθηκε κάποια ν’ανεβαίνει στο κρεβάτι, και ύστερα, ένα ζεστό, γυναικείο σώμα να τρίβεται στο στήθος, στην κοιλιά, στους μηρούς του.
«Φύγ’ από πάνω μου!» γρύλισε, ενώ, συγχρόνως, το κορμί του –το ζωώδες του ένστικτο– ανταποκρινόταν. «Φύγε!»
«Να φύγω;» είπε κάποια. «Μα, μου φαίνεσαι πολύ ενθουσιασμένος τώρα.»
Ο Δάρβαν άνοιξε τα μάτια του, για να δει την ξανθιά πολεμίστρια από πάνω του. Το βλέμμα της ήταν στραμμένο προς τα κάτω.
«Προτιμώ αυτό το σπαθί απ’το άλλο που κρατούσες,» πρόσθεσε η γυναίκα και στράφηκε να κοιτάξει το πρόσωπό του, υπομειδιώντας.
Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά του.
Ο Δάρβαν έκανε να τη δαγκώσει, αλλά η γυναίκα πετάχτηκε πίσω.
«Χα!» είπε. «Το περίμενα. Όλοι οι άντρες τα ίδια είστε –κατευθείαν στη δουλειά.»
«Αυτός θ’αποδειχτεί πιο γρήγορος απ’ό,τι φαίνεται,» είπε η λιγνή, μελαχρινή γυναίκα, με τα κοντά μαλλιά, βαδίζοντας γύρω από το πέρας του κρεβατιού.
«Ας το ανακαλύψουμε.» Η ξανθιά καβάλησε τον Δάρβαν.
Εκείνος της αράδιασε καμια δεκαριά κατάρες που αφορούσαν τον Σάλ’γκρεμ’ρωθ και τη γυναικεία της φύση, ενώ πάλευε με τα δεσμά του, καταφέρνοντας μόνο να τραυματίσει τους καρπούς και τους αστραγάλους του.
«Μην κάνεις έτσι, ρε ηλίθιε!» του είπε η μελαχρινή, σωματώδης πολεμίστρια. «Θα ξεχαρβαλωθείς.»
Η λεπτή γέλασε.
Η ξανθιά έβγαλε ένα αργόσυρτο Μμμμμμμ, μπήγοντας τα δάχτυλά της στο στέρνο του. Ο Δάρβαν αισθάνθηκε ευγνώμων που δεν είχε μακριά νύχια –τα οποία δε θα εξυπηρετούσαν ποτέ μια πολεμίστρια.
Δεν άργησε να τελειώσει μέσα της. Και, στη συνέχεια, τελείωσε μέσα και στις άλλες δύο, παρότι πάλευε να κάνει τον εαυτό του να μην τους δείξει ότι ήταν έτοιμος γι’αυτές. Ο αυτοέλεγχός του κρατούσε μόνο για λίγο, και έπαυε όταν οι γυναίκες τρίβονταν ηδονικά επάνω του ή όταν έπαιζαν με το αντρικό του ξίφος.
Όταν ήταν πλέον εξαντλημένος και δεν μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν άλλο, ο Δάρβαν αισθανόταν τα χέρια και τα πόδια του μουδιασμένα από τις προσπάθειές του να σπάσει τα δεσμά.
Η ξανθά ξάπλωσε δίπλα του και τεντώθηκε. Τον είχε πάρει δύο φορές, τελικά.
Στράφηκε και τον κοίταξε, μειδιώντας ειρωνικά και ικανοποιημένα. «Άδικα παραπονιόσουν.»
Ο Δάρβαν την έφτυσε καταπρόσωπο.
«Τι ’ν’ τούτος, ρε!» έκανε η μελαχρινή με τα κοντά μαλλιά, που είχε ντυθεί και καθόταν επάνω στο γραφείο.
Η ξανθιά σηκώθηκε, σκούπισε το μάγουλό της, και ντύθηκε κι εκείνη. «Αυτό το πήρα προσωπικά,» είπε στις συντρόφισσές της. «Εσείς;»
«Πολύ,» συμφώνησε η σωματώδης πολεμίστρια, που ακουμπούσε στον τοίχο, ντυμένη με τουνίκα, ζώνη, και σανδάλια.
«Να σημειώσουμε ότι περάσαμε απο δώ;» πρότεινε η λεπτή, μελαχρινή γυναίκα.
«Και βέβαια!» είπε η ξανθιά.
«Ναι, γράψτε τα ονόματά σας στον τοίχο, να ξέρω ποιες σκύλες να βρω…» μούγκρισε ο Δάρβαν.
«Όχι ακριβώς στον τοίχο,» του απάντησε η ξανθιά. Σήκωσε το πουκάμισό του από κάτω και έκοψε μια μεγάλη λουρίδα ύφασμα. Τον καβάλησε και τον φίμωσε, δένοντας το πανί δυνατά πίσω απ’το κεφάλι του. «Επάνω σου.» Τράβηξε το ξιφίδιό της και χάραξε τ’όνομά της στο στήθος του.
Ο Δάρβαν σπαρταρούσε και έσκουζε, μα δεν μπορούσε να την αποτινάξει, δεμένος καθώς ήταν. Όταν εκείνη τελείωσε, οι δύο συντρόφισσές της τη μιμήθηκαν, η μία μετά την άλλη, αφήνοντας το στέρνο του σκισμένο επιφανειακά και καταματωμένο.
«Λύστε τον,» πρόσταξε η ξανθιά.
Τον έλυσαν και τον ξεφίμωσαν, τραβώντας τον, για να σηκωθεί. Ο Δάρβαν έκανε να χτυπήσει ξανά τη γυναίκα με το σημαδεμένο μάτι, αλλά αστόχησε, φυσικά· τα χέρια του ήταν τόσο βαριά. Η πολεμίστρια απέφυγε εύκολα τη γροθιά του και τον άρπαξε απ’τα μαλλιά, στρέφοντάς τον προς τη λιγνή γυναίκα, η οποία τον άρπαξε απ’τα χαμηλά και τον ζούληξε. Ο Δάρβαν ούρλιαξε, άναρθρα. Εκείνη, ύστερα από λίγο, τον άφησε, και η ξανθιά, κρατώντας τον ακόμα απ’τα μαλλιά, τον πέταξε σε μια γωνία του δωματίου, όπου αυτός διπλώθηκε, βογκώντας. Κάποια τον κλότσησε στη ράχη, λέγοντας κάτι που ο Δάρβαν δεν κατάλαβε.
Μετά, τις άκουσε να μοιράζουν τα ρούχα του αναμεταξύ τους, σαν τρόπαια, και να φεύγουν, κλείνοντας την πόρτα δυνατά.
*
Ο Νεκρογνώστης οδήγησε τον Νεκρομέμνονα στον δεύτερο όροφο του καταστήματος, όπου και κάθισαν στο τραπέζι, αντικριστά.
«Θα ήθελα να μάθω τι συμβαίνει. Ποιος είναι ο νέος σου εργοδότης, και γιατί απέρριψες την αποστολή της Επάρχου Φερνάλβιν; Ετούτο δε σπιλώνει μόνο τη δική σου φήμη, αλλά και των νεκρενοικημένων γενικότερα, καθώς και του καταστήματός μας.»
Ναι, του καταστήματος. Τι άλλο να σας ενδιαφέρει; Δεν του άρεσε τόσο ο επαγγελματισμός των καταστηματαρχών. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει γιατί, αλλά έτσι αισθανόταν. Και ήταν περίεργο, μάλιστα, επειδή κι εκείνος, ουσιαστικά, επαγγελματικά ενεργούσε. Πληρωνόταν για να σκοτώνει. Ωστόσο, βαθιά μέσα του, πίστευε ότι υπάκουγε στους δικούς του κανόνες τιμής –στους κανόνες τιμής των νεκρενοικημένων –κι αυτό ίσως να ήταν το χάσμα που ένιωθε ανάμεσα στον ίδιο και τους καταστηματάρχες. Επαγγελματισμός με τιμή, και επαγγελματισμός χωρίς τιμή.
«Η Έπαρχος αντιλαμβάνεται πολύ καλά γιατί απέρριψα την αποστολή της.»
«Ξέρει γι’αυτό που συνέβη, δηλαδή;»
«Ναι.»
«Θα μπορούσα να το μάθω κι εγώ;»
«Χρωστώ τη ζωή μου στον νέο μου εργοδότη,» εξήγησε ο Νεκρομέμνων. «Και η αποστολή που μου έθεσε είναι να εκτελέσω τους αρχηγούς του στρατού του Μόρντεναρ –μια αποστολή που, οφείλω να ομολογήσω, με ευχαριστεί προσωπικά.»
Το βλέμμα του Νεκρογνώστη τον ατένισε ερευνητικά. «Νόμιζα ότι οι νεκρενοικημένοι δεν ανακάτευαν τα προσωπικά τους συναισθήματα στη δουλειά τους…» Τον κατηγορούσε, έμμεσα αλλά έντονα.
«Μη γελιέσαι· δεν μπερδεύω τίποτα. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη αποστολή με ευχαριστεί είναι τυχαίο… ή, μάλλον, όχι, όχι τυχαίο· ο εργοδότης μου με επέλεξε ειδικά γι’αυτό.» Ανασήκωσε τους ώμους.
Ο Νεκρογνώστης, ακουμπώντας τους αγκώνες του στο τραπέζι, τεντώθηκε λίγο. «Και ποιος είναι ο εργοδότης σου; Ποιος είναι ο άνθρωπος που έσωσε τη ζωή ενός νεκρενοικημένου;»
«Δεν ξέρω αν είναι άνθρωπος,» είπε ο Νεκρομέμνων, ακουμπώντας την πλάτη του στην καρέκλα. «Όχι, σίγουρα, δεν είναι άνθρωπος. Είναι κάτι περισσότερο, ή κάτι άλλο;»
«Επίτηδες μιλάς ακαθόριστα, Νεκρόμεμνον;» Η υπομονή του Νεκρογνώστη έμοιαζε να εξαντλείται.
«Κάθε άλλο· προσπαθώ να γίνω όσο πιο συγκεκριμένος μπορώ.»
«Τόσο δύσκολο είναι να μιλήσεις για ένα πρόσωπο;»
«Για αυτό το πρόσωπο, ναι· δεδομένου ότι έχω και λίγο χρόνο στη διάθεσή μου, Νεκρογνώστη.»
Ο καταστηματάρχης ανασήκωσε ένα του φρύδι, ερωτηματικά.
«Πρέπει να σκοτώσω τους αρχηγούς του εισβάλλοντα στρατού, μην ξεχνάς. Και τώρα είναι μια πολύ καλή ευκαιρία. Νομίζουν ότι πήραν την πόλη και γλίτωσαν από εμένα, αλλά το αντίθετο ισχύει.
»Όμως σου έλεγα για τον Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ…»
«Φανλαγκόθ… Παράξενο όνομα. Και Αυτοκράτορας; Πώς δεν τον έχω ξανακούσει;»
«Είναι Ράζλερ.»
«Ράζλερ!» Ο Νεκρογνώστης γέλασε, κοφτά. «Αποκλείεται.»
«Κι όμως, είναι. Υποστηρίζει πως έρχεται από την κατεστραμμένη ήπειρο Οντον’γκόκι.» Ο Νεκρομέμνων είδε τα μάτια του καταστηματάρχη να στενεύουν, με μεγάλο ενδιαφέρον. «Και μπορεί να βλέπει το μέλλον. Έχει, κάπως, μεταλλαχτεί. Επίσης, διαθέτει τη δύναμη να μιλά στο νου των ανθρώπων, δίχως να βρίσκεται κοντά τους.»
«Προφητικές και τηλεπαθητικές ικανότητες…» μουρμούρισε ο Νεκρογνώστης, μοιάζοντας να προσπαθεί να επεξεργαστεί μονομιάς όλα τα στοιχεία που του πρόσφερε ο Νεκρομέμνων. «Και πώς ακριβώς σου έσωσε τη ζωή;»
«Δεν άκουσες για μια Εκλεκτή του Άνκαραζ; Μια γυναίκα που έφυγε από εδώ, από την Έριγκ, προκαλώντας πολλούς θανάτους;»
«Ναι…»
«Αυτή ήταν που με σκότωσε.»
«Σε σκότωσε;»
Ο Νεκρομέμνων ένευσε. «Ναι, μέσα στην Αίθουσα του Ουρανολίθινου Θρόνου. Και το πνεύμα μου παγιδεύτηκε εκεί, λόγω των ενεργειών που είχαν εξαπολυθεί. Παράξενες δυνάμεις, προερχόμενες από τον ουρανόλιθο.»
«Νεκρόμεμνον… όλο εκπλήξεις είσαι απόψε.»
«Γιαυτό λέω ότι δεν υπάρχει χρόνος να εξηγήσω επαρκώς. Έχω πάρα πολλά πράγματα να διηγηθώ. Και καλύτερα θα ήταν να τα διηγηθώ σε όλους σας.»
«Τι έγινε μετά;» Προφανώς, ο Νεκρογνώστης βιαζόταν να μάθει.
«Μετά, το σώμα μου πάρθηκε από την αίθουσα, και δεν ξέρω τι απέγινε μ’αυτό. Αλλά ο Φανλαγκόθ δημιούργησε ένα καινούργιο σώμα για μένα, πανομοιότυπο με το παλιό.» Όμως αποκλειστικά δικό του· με το σημάδι του επάνω. Αισθάνομαι το άγγιγμά του, τόσο δυνατό…
«Δηλαδή… μου μιλάς για έναν Ράζλερ που επέζησε ύστερα από την θρυλική καταστροφή της Οντον’γκόκι και έχει δυνάμεις που θα ζήλευαν ακόμα και οι θεοί!»
«Δεν ξέρω αν θα τον ζήλευαν οι θεοί, πάντως δεν πέφτεις και πολύ έξω–» Ύψωσε, απότομα, το χέρι του, κάνοντας νόημα στον Νεκρογνώστη να σωπάσει.
Οι ομιλίες από το ισόγειο είχαν πάψει, και η εξώθυρα είχε ακουστεί να χτυπά.
Άλλο ένα χτύπημα αντήχησε.
Τώρα, και ο Νεκρογνώστης το άκουσε, γιατί σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Ο Νεκρομέμνων τον ακολούθησε.
«Ανοίξτε!» ήρθε μια φωνή απ’την πόρτα. «Δε μένει κανείς εδώ μέσα; Αποθήκη είναι; Άμα δεν ανοίξετε, θα τη σπάσουμε!»
Ο Νεκρολάτρης άνοιξε, καθώς ο Νεκρομέμνων κι ο Νεκρογνώστης έφταναν στο ισόγειο. Στρατιώτες φάνηκαν στο κατώφλι. Μαχητές του Μόρντεναρ.
«Παρακαλώ, κύριοι;» είπε ο καταστηματάρχης.
Ο πολεμιστής που στεκόταν πρώτος τον έσπρωξε και μπήκε, ακολουθούμενος από τέσσερις συντρόφους του. Όλοι τους είχαν ξεθηκαρωμένα ξίφη, ματοβαμμένα και έτοιμα για χρήση ξανά.
«Τι σκατά είναι δω μέσα;»
Οι εννέα φιλοξενούμενοι είχαν σηκωθεί απ’τις θέσεις τους.
«Εδώ,» είπε ο Νεκρογνώστης, ζυγώνοντας τον Νεκρολάτρη, «είναι ένα μέρος που, αναμφίβολα, θα ενδιαφέρει τον Άρχοντα Μόρντεναρ!»
Ετούτο φάνηκε να ξαφνιάζει τον πολεμιστή, που είχε πλατύ πρόσωπο με μεγάλα μάτια και κοντά, σγουρά, μαύρα μαλλιά. «Τι υπάρχει, δηλαδή, που θα μπορούσε να–;»
«Το κατάστημά μας είναι γνωστό ως Ρελ εν Ρωθ.»
«Ρελ εν Ρωθ…;» έκανε ο πολεμιστής. Προφανώς, το όνομα του θύμιζε τη Φεν εν Ρωθ, όπως και έπρεπε, αλλά δεν είπε τίποτα γι’αυτό. «Και τι πουλάτε;»
«Πληροφορίες, συμβουλές, υπηρεσίες,» εξήγησε ο Νεκρογνώστης. «Και, κυρίως, ασχολούμαστε με τους νεκρούς.»
«Τους νεκρούς;» συνοφρυώθηκε ο πολεμιστής. «Τι αξία έχουν οι νεκροί;»
«Εννοώ, τα πνεύματά τους, κύριε.»
Ένας στρατιώτης, μοιάζοντας φοβισμένος, ψιθύρισε κάτι στ’αφτί εκείνου που μιλούσε. Αυτός τον απομάκρυνε, άκομψα, και ρώτησε τον Νεκρογνώστη: «Είστε μάγοι, θες να πεις;»
«Μάγοι; Ναι, είμαστε… μάγοι. Και ο Άρχοντάς σου θα ενδιαφέρεται για μας.»
«Τι να του πω;»
«Πες του ότι υπάρχουμε. Αν δε μας έχει ακούσει ο ίδιος, τότε, αναμφίβολα, θα μας έχει ακούσει κάποιος ιερέας του.»
Ο πολεμιστής φάνηκε διστακτικός.
«Θέλεις να ρωτήσεις κάτι άλλο;» είπε ο Νεκρογνώστης.
Ο άντρας κούνησε το κεφάλι, κι έκανε νόημα στους συντρόφους του να βγουν.
Μόλις η πόρτα έκλεισε, ο Νεκρομέμνων άκουσε τους πάντες μέσα στο δωμάτιο ν’αναπνέουν πιο ελεύθερα από πριν.
«Λοιπόν,» είπε, «πρέπει να πηγαίνω κι εγώ· αλλά χρειάζομαι, πρώτα, κάτι ιδιαίτερο. Νεκρογνώστη, ανεβαίνουμε πάλι επάνω;»
Εκείνος ένευσε, και ανέβηκαν.
«Τι είναι;» ρώτησε, όταν ήταν μόνοι.
«Χρειάζομαι δηλητήρια.»
«Τι είδους;»
«Μαύρο Ύπνο, Τυλιγμένο Σπάγκο, Γαλήνια Λήθη.»
«Ποιος θα πληρώσει γι’αυτά, Νεκρόμεμνον;»
«Ο Βασιληάς Άργκελ.»
Τα φρύδια του Νεκρογνώστη ανασηκώθηκαν, απότομα. «Καινούργιο τούτο;»
«Ο Βασιληάς είναι σύμμαχος του νέου μου εργοδότη,» εξήγησε ο Νεκρομέμνων.
«Μάλιστα…» έκανε, σκεπτικά, ο Νεκρογνώστης. Και ύστερα, είπε: «Επιστρέφω αμέσως.» Μπήκε σε μια πόρτα.
Ο δολοφόνος περίμενε όρθιος, σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός του. Μέσα του, μπορούσε να αισθανθεί την οργή του Άνκαραζ να φουντώνει, και να φουντώνει, και να φουντώνει. Τα μάτια του Άρχοντα της Μάχης βρίσκονταν καρφωμένα επάνω του.
Αλλά τι θα κάνεις, Άνκαραζ; Θα ειδοποιήσεις τους ιερείς σου; Ειδοποίησέ τους, λοιπόν! Δεν μπορούν να σταματήσουν το παιχνίδι μου, όταν θα έχει αρχίσει. Θα το κάνουν μονάχα πιο ενδιαφέρον για μένα.
Ο Νεκρομέμνων νόμιζε τώρα ότι μπορούσε ν’ακούσει ιαχές μάχης, κλαγγή όπλων, και βροντές καταιγίδας να αντηχούν από κάποιο απύθμενο βάραθρο.
Ο Νεκρογνώστης επέστρεψε, μ’ένα σακούλι μαζί του. «Όλα μέσα είναι.»
«Ευχαριστώ,» είπε ο Νεκρομέμνων. «Εκτιμώ τη βοήθειά σας.» Στράφηκε και κατέβηκε τη σκάλα.
Οι φιλοξενούμενοι γύρισαν να τον κοιτάξουν. Αναμφίβολα, τους είχε κινήσει την περιέργεια· κι αυτή η μελαχρινή γυναίκα με την ουλή στο δεξί φρύδι φαινόταν να γνώριζε κάτι παραπάνω για εκείνον. Ο Νεκρολάτρης πρέπει να της είχε μιλήσει. Ωστόσο, πόσα της είχε πει, ήταν αμφίβολο. Μάλλον, όμως, δεν είχε πει πολλά· υπήρχε απόλυτη εχεμύθεια ανάμεσα στους νεκρενοικημένους και τους καταστηματάρχες.
«Καλή σας νύχτα,» ευχήθηκε ο Νεκρομέμνων σε όλους.
«Καληνύχτα, Νεκρόμεμνον,» του αποκρίθηκε ο Νεκρολάτρης.
«Με συγχωρείς, αλλά πού πηγαίνεις; Είναι πολύ επικίνδυνα έξω!» Δεν ήταν η μελαχρινή γυναίκα που είχε μιλήσει, αλλά η ξανθιά η οποία έμοιαζε με πολεμίστρια και ήταν τραυματισμένη στο κεφάλι.
«Έχω επείγουσες δουλειές,» είπε ο Νεκρομέμνων. «Αλλά μην ανησυχείτε· είμαι πάντοτε προσεκτικός.» Ζύγωσε την εξώθυρα και την άνοιξε λίγο, κοιτάζοντας από τη χαραμάδα. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός… και άδειος, τον πληροφόρησε ο Χέντραμ.
Ο Νεκρομέμνων γλίστρησε έξω, και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Έτσι, Άνκαραζ, το παιχνίδι μου αρχίζει.
H Ετρέσσα ήπιε μια γουλιά κρασί από το κρυστάλλινο ποτήρι της. Στο κελάρι του παλατιού υπήρχαν μερικά πολύ καλά ποτά, όπως είχε διαπιστώσει.
Ένας στρατιώτης έριξε ακόμα τρία περιδέραια εμπρός της, προκαλώντας ένα δυνατό χαρχαλητό, καθώς το μέταλλο συνάντησε μέταλλο, και ξύλο. Στο τραπέζι της μεγάλης αίθουσας βρίσκονταν ήδη πάμπολλα κοσμήματα, χρυσά, αργυρά, χάλκινα, ξύλινα, λαξευτά και μη, γυμνά ή με πολύτιμους λίθους επάνω, μεγάλα και μικρά, κομψά και άκομψα.
Χρησιμοποιώντας το κοντόσπαθο στο δεξί της χέρι, η Ετρέσσα ύψωσε ένα από τα περιδέραια που ο στρατιώτης είχε αποθέσει μπροστά της. Αποτελείτο από πολλούς μεγάλους κρίκους και το σημείο όπου έκλεινε έμοιαζε με έντομο, ενώ από την άκρη του κρεμόταν ένας δίσκος, στο κέντρο του οποίου υπήρχε ένα σμαράγδι και στην περιφέρειά του ήταν λαξευμένα κύματα. Τι άσχημο…!
«Μου τα έφερες όλα όσα βρήκες;» ρώτησε η Ετρέσσα.
«Μάλιστα, Σεβασμιότατη.»
Η ιέρεια στράγγισε το ποτήρι της και μειδίασε λεπτά. Ήταν βέβαιη ότι ο στρατιώτης είχε σουφρώσει πολλά τα οποία μπορούσε να κρύψει επάνω του. Δικαίωμά του, βέβαια. Η λεηλασία ήταν μία από τις χαρές, και τις ανταμοιβές, του τέλους μιας μάχης, για όσους είχαν αγωνιστεί γενναία.
«Μπορείς να πηγαίνεις. Κι ο Άνκαραζ μαζί σου.»
«Ευχαριστώ, Σεβασμιότατη,» αποκρίθηκε ο άντρας, και έφυγε.
«Δεν αφήνεις τίποτα για τους άλλους;» Μια γυναίκα μπήκε στη μεγάλη αίθουσα, καθώς ο στρατιώτης εγκατέλειπε. Είχε μακριά, μαύρα μαλλιά, τα οποία έπεφταν ιδρωμένα στους ώμους της, και φορούσε αλυσιδωτή αρματωσιά. Στο πλευρό της κρεμόταν ένα ξίφος.
«Καλριάτα!» είπε η Ετρέσσα. «Δε σε είδα στη μάχη, και δεν ήξερα ότι ήσουν εδώ.» Γνώριζε την Καλριάτα την Εφταδάχτυλη από τους Πολέμους της Φεν εν Ρωθ.
«Ούτ’εγώ το είχα μάθει πως είχες έρθει. Πριν λίγο το έμαθα. Από τον Θάνεμιρ. Πώς είσαι, Ετρέσσα;» Ζύγωσε το τραπέζι και άρχισε να παίρνει δαχτυλίδια, περνώντας τα στα δάχτυλά της. Τα γάντια της πανοπλίας της τα είχε ήδη κρεμασμένα στη ζώνη της.
«Καλά.» Η ιέρεια έριξε το κοντόσπαθό της στο τραπέζι και γέμισε το ποτήρι της με κρασί απ’το μπουκάλι.
«Λιγόλογη, σε βρίσκω,» είπε η Καλριάτα, έχοντας περάσει ένα δαχτυλίδι σε καθένα από τα εφτά δάχτυλα των χεριών της. Αναστέναξε. «Αυτή είναι μία απ’τις φορές που με κάνουν να εύχομαι εκείνη η καταραμένη ασπίδα να είχε αντέξει!»
«Όλες οι ασπίδες ήταν λιγάκι σμπαραλιασμένες, τότε,» αποκρίθηκε η Ετρέσσα, πίνοντας.
Η Καλριάτα ένευσε, ανακατεύοντας τα κοσμήματα πάνω στο τραπέζι, για να διαλέξει. Στους Πολέμους, το χτύπημα ενός τσεκουριού είχε σπάσει την ασπίδα της και της είχε κόψει τα τρία δάχτυλα του αριστερού χεριού· μονάχα ο δείκτης και ο αντίχειρας τής είχαν μείνει. Πράγμα το οποίο δεν την απέτρεπε απ’το να μάχεται καλά, έκρινε η Ετρέσσα, που την είχε δει στις μάχες, ύστερα απ’τον τραυματισμό της. Αν μη τι άλλο, έμοιαζε να πολεμά καλύτερα, σαν να ήθελε να αποδείξει στον εαυτό της ότι δεν είχε χάσει και τίποτα το σπουδαίο από εκείνη την τσεκουριά.
«Πάμε να βρούμε κάνα-δυο άντρες από τους αιχμαλώτους;» πρότεινε η Καλριάτα, περνώντας μια επίχρυση ζώνη πάνω από τη μαύρη, δερμάτινη της πανοπλίας της.
«Βρες όσους άντρες θες· εγώ είμαι κουρασμένη,» αποκρίθηκε η Ετρέσσα.
«Κουρασμένη;»
«Εσείς καθόσασταν, περιμένοντας να εισβάλλετε, και τώρα είστε όλοι φρέσκοι· εγώ, όμως, έτρεχα σα να με κυνηγούσε ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ, για να φτάσω εδώ, ιππεύοντας ασέλωτο άλογο.» Τελείωσε το μισό ποτήρι.
«Α ναι, ξέχασα,» είπε η Καλριάτα. Πήρε ένα ασημένιο περιδέραιο και το πέρασε γύρω απ’το λαιμό της.
«Θα μου πάρεις όλα τα λάφυρα;» μούγκρισε η Ετρέσσα, στραγγίζοντας το ποτήρι.
«Κοίτα πόσα έχεις!» Η Καλριάτα έδειξε το τραπέζι. «Τι παραπονιέσαι;»
Η Ετρέσσα άφησε το ποτήρι της κάτω και έπιασε ένα μεγαλειώδες περιδέραιο, καμωμένο από ασήμι και πλεγμένο δικτυωτά, με πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους ανάμεσα στα νήματα, καθώς κι ένα χοντρό ρουμπίνι στο στέρνο. Έκανε να το περάσει γύρω απ’το λαιμό της και να το θηλυκώσει, μα σταμάτησε, και η ματιά της έγινε απλανής.
Ένα παγερό ρεύμα τη διαπέρασε.
Μια σκιά ζύγωνε.
Κίνδυνος.
Θάνατος.
Το περιδέραιο γλίστρησε απ’τα χέρια της, πέφτοντας θορυβωδώς επάνω στα υπόλοιπα κοσμήματα.
«Τι είναι;» ρώτησε η Καλριάτα. «Είσαι καλά; Ζαλίστηκες απ’το κρασί;»
«Δεν ήταν το κρασί…» υποτονθόρυσε η Ετρέσσα. Αυτό ήταν ένα μήνυμα από τον Άρχοντά μας. Μια προειδοποίηση. Ένας δυνατός τρόμος την είχε καταλάβει. Ξεροκατάπιε και κοίταξε τριγύρω, στις σκιερές γωνίες της μεγάλης αίθουσας, σα να περίμενε κάτι να πεταχτεί, από στιγμή σε στιγμή. Θάνατος… Μια σκιά…
Η Ετρέσσα σήκωσε το κοντόσπαθό της, κι έκανε μερικά βήματα μέσα στο χώρο.
«Τι στον Οχτακέρατο συμβαίνει;» ρώτησε η Καλριάτα.
«Κάποιος βρίσκεται κοντά…»
«Ποιος;»
Βήματα ακούστηκαν να έρχονται από την είσοδο της αίθουσας. Η Ετρέσσα στράφηκε· το ίδιο και η Καλριάτα, ξεσπαθώνοντας, με μια γρήγορη κίνηση.
Ο Σάλκερμιρ μπήκε, συνοδευόμενος από δύο πολεμιστές. «Ιέρεια Ετρέσσα,» είπε. «Το αισθάνθηκες κι εσύ;»
Η Ετρέσσα ένευσε.
«Τι αισθανθήκατε που δεν το αισθάνθηκα εγώ;» απαίτησε η Καλριάτα.
«Ο Θάνατος έρχεται,» είπε ο Σάλκερμιρ.
Τα μάτια της Καλριάτα στένεψαν. «Ο δολοφόνος; Ο δαίμονας;»
«Ναι, αυτός.»
«Για ποιον δολοφόνο μιλάτε;» ρώτησε η Ετρέσσα. «Για ποιον δαίμονα;»
«Πρόκειται για ένα πλάσμα του Εχθρού στο Νότο,» εξήγησε ο Σάλκερμιρ. «Έχει σκοτώσει πολλούς δικούς μας, τις τελευταίες ημέρες· διοικητές, κυρίως. Είναι νεκρενοικημένος.»
«Νεκρενοικημένος δολοφόνος;»
Ο Σάλκερμιρ ένευσε.
«Όχι…» υποτονθόρυσε η Ετρέσσα. Ήξερε πόσο τους φοβόνταν όλοι, τους νεκρενοικημένους της Φεν εν Ρωθ, παρότι η ίδια δεν είχε συναντήσει κανέναν –και ευχόταν, φυσικά, ποτέ να μη συναντήσει. «Πρέπει να ειδοποιήσουμε τους πάντες, Σάλκερμιρ. Αμέσως!»
*
Ο Μόρντεναρ άνοιξε την πόρτα του, για να δει την ταραγμένη όψη ενός στρατιώτη.
«Άρχοντά μου,» είπε ο άντρας, «δύο διοικητές μας είναι νεκροί, και… και η Αρχιμαχήτρια Τέριλ, Άρχοντά μου.»
«Τι! Πώς;»
Ο στρατιώτης ξεροκατάπιε. «Πρέπει νάναι ο δαίμονας, Άρχοντά μου…»
Ο Μόρντεναρ τον άρπαξε απ’το λαιμό και τον έσπρωξε όπισθεν. Ο άντρας παραπάτησε και κοπάνησε στον τοίχο του διαδρόμου. «Δεν υπάρχει κανένας καταραμένος δαίμονας, ηλίθιε!» γρύλισε. «Ένας άνθρωπος είναι! Ένας φονιάς. Και τούτη θάναι η τελευταία του νύχτα. Βρείτε τον! Δε μ’ενδιαφέρει πώς θα τον βρείτε· βρείτε τον! Αλωνίστε το παλάτι!» Έκλεισε την πόρτα παταγωδώς και στράφηκε στο εσωτερικό του δωματίου του.
Η Νέλα βρισκόταν γυμνή στο κρεβάτι, τα χέρια της δεμένα μ’αλυσίδες στους μεταλλικούς στύλους. Το στόμα της ήταν ματωμένο από τα χαστούκια που της είχε ρίξει ο Μόρντεναρ, όταν εκείνη γρατσούνισε το μάγουλό του. Επί του παρόντος, ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ την αγνόησε, αρχίζοντας να ντύνεται γρήγορα, και δένοντας το ζωνάρι με το σπαθί του στη μέση.
«Τι είναι, μπάσταρδε;» είπε η Νέλα, με λαιμό ξεραμένο. «Έχασες την όρεξή σου;»
Ο Μόρντεναρ έκανε να πιάσει την πεσμένη αρματωσιά του (είχε μάθει να τη βάζει εύκολα μόνος του –αναγκαίο στους Πολέμους), αλλά το μετάνιωσε, σκεπτόμενος: Αυτό το καθίκι βασίζεται στην ταχύτητά του και στην ακρίβεια. Δεν έχει σημασία όσο ατσάλι κι αν έχω επάνω μου. Εκείνο που πρέπει να κάνω είναι να τον στριμώξω και να τον συνθλίψω!
«Σου φάγανε τη γλώσσα;» μούγκρισε η Νέλα.
Ο Μόρντεναρ τράβηξε το σπαθί του. «Ακόμα δε μου έχεις πει αν γαμάω καλύτερα από τον Έγκναρμ. Αλλά θα μου το πεις όταν επιστρέψω,» της υποσχέθηκε, και έφυγε απ’το δωμάτιο.
Ο στρατιώτης τον περίμενε απέξω, μαζί με δύο άλλους. «Μετέφερα τη διαταγή σας, Άρχοντά μου. Κι έμεινα εδώ– μείναμε εδώ, για να σας συνοδέψουμε όπου θέλετε.»
«Πηγαίντε με στο μέρος όπου πέθανε η Αρχιμαχήτρια Τέριλ.»
*
Η Νέλα τράβηξε βίαια τις αλυσίδες της, προσπαθώντας να ξεχαρβαλώσει τους στύλους του κρεβατιού και να ξεφύγει. Αλλά μάταια.
Αναπάντεχα, είδε το παράθυρο ν’ανοίγει και έναν μαυροντυμένο άντρα να μπαίνει. Ο άγνωστος έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη, κάνοντάς της νόημα να μη μιλήσει. Εκείνη υπάκουσε, καταλαβαίνοντας ότι, όποιος κι αν ήταν, σίγουρα δεν πρέπει να ήταν με τον Μόρντεναρ και τα σκυλιά του. Μαζεύτηκε μόνο όσο περισσότερο μπορούσε, για να κρύψει τη γύμνια της από τα μάτια του· όχι πως ο άντρας έμοιαζε να την κοιτάζει με αγένεια: στην πόρτα κατευθυνόταν.
Ο Νεκρομέμνων ακούμπησε το αφτί του στην ξύλινη θύρα και ζήτησε να μάθει από τον Χέντραμ αν βρισκόταν κανένας απέξω. Κανένας, απάντησε ο νεκραδελφός. Όλοι τους είχαν φύγει, μαζί με τον στόχο.
Ο νεκρενοικημένος δολοφόνος τράβηξε ένα κοντόσπαθο από τη ζώνη του και στράφηκε στη δεμένη γυναίκα. Την πλησίασε και κοπάνησε τις αλυσίδες της, σπάζοντάς τες. Εκείνη αμέσως πετάχτηκε πάνω, τυλίγοντας το σεντόνι γύρω της και καθίζοντας στην άκρη του κρεβατιού. Κοιτάζοντάς τον με γουρλωμένα μάτια.
«Ευχαριστώ,» ψιθύρισε, σα να φοβόταν ότι θα την άκουγαν. «Ποιος είσαι;»
«Ένας φίλος. Θέλεις να σε βγάλω από τούτο το παλάτι και να σε κρύψω έξω, στην πόλη;»
«Το ρωτάς;»
«Πιάσου στην πλάτη μου και κρατήσου γερά. Δε θα κατεβούμε από τις σκάλες.»
*
Η Τέριλ ήταν στραγγαλισμένη με τη χορδή του τόξου της, στη γωνία ενός διαδρόμου, κοντά σ’ένα ανοιχτό παράθυρο.
Ένα παράθυρο!
Ο Μόρντεναρ το πλησίασε και κοίταξε έξω, μα δεν είδε κανέναν.
«Μπαίνει απ’τα παράθυρα, ο τρισκατάρατος…!» μουρμούρισε, περισσότερο στον εαυτό του, παρά στους στρατιώτες που ήταν μαζί του.
Στράφηκε, για να τους αντικρίσει. «Μαζέψτε την Τέριλ. Θα την κηδέψουμε.»
«Ασφαλώς, Άρχοντά μου.» Ένας στρατιώτης έσκυψε και τη σήκωσε από κάτω.
*
«Όλοι πεθαίνουν!» είπε ο Θάνεμιρ, μπαίνοντας στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού, ντυμένος με αλυσιδωτή αρματωσιά και φέροντας ξίφος και ασπίδα, σαν η μάχη να είχε ξαναρχίσει. «Η Τέριλ είναι νεκρή. Ο Αρχιμηχανικός Γάνρινελ είναι νεκρός. Πέντε διοικητές και διοικήτριες είναι νεκροί, και ίσως ακόμα περισσότεροι να σκοτώνονται αυτή τη στιγμή. Ο Σάλ’γκρεμ’ρωθ να σε κατακόψει, ιερέα, βρες τον διαολεμένο μπασταρδόσκυλο!»
Τα μάτια του Σάλκερμιρ στένεψαν, ατενίζοντας τον Θάνεμιρ. «Δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζεις–»
«Ο Μόρντεναρ είπε ότι το έκανες, πριν!» επέμεινε εκείνος, δείχνοντάς τον με το σπαθί του.
«Και τη δεύτερη φορά με σταμάτησε ο νεκραδελφός του.»
«Ας μην πανικοβαλλόμαστε,» είπε η Καλριάτα, που κι η ίδια έμοιαζε αρκετά πανικόβλητη. «Αν είναι μέσα στο παλάτι, θα τον βρούμε. Πόσα μέρη πια υπάρχουν για να κρυφτεί;»
«Δεν καταλαβαίνεις,» της είπε η Ετρέσσα. «Αυτός δεν είναι ένας οποιοσδήποτε φονιάς· είναι ένας νεκρενοικημένος δολοφόνος.»
«Αν ήταν ένας οποιοσδήποτε φονιάς, θα τον είχαμε παλουκώσει προ πολλού,» πρόσθεσε ο Σάλκερμιρ.
«Να μείνουμε μαζί, τότε,» πρότεινε η Καλριάτα. «Όταν είμαστε μαζί, δε θα μπορεί να μας αιφν–!» Τα μάτια της γούρλωσαν, και αίμα πετάχτηκε απ’τα χείλη και τη μύτη της. Η αιχμή ενός βέλους προεξείχε απ’το μπροστινό μέρος του λαιμού της. Η πολεμίστρια έβγαλε άναρθρους ήχους πνιγμού, και τα χέρια της προσπάθησαν να πιάσουν το βλήμα, να το τραβήξουν έξω. Παραπάτησε και έπεσε, σπαρταρώντας.
Η Ετρέσσα στράφηκε, πάραυτα, προς τη μεριά απ’όπου είχε έρθει το βέλος, και είδε ένα παράθυρο και μια σκιερή μορφή πίσω του. Ο Θάνεμιρ πετάχτηκε μπροστά της, και έπιασε την επόμενη ριπή επάνω στην ασπίδα του, προτού πετύχει την ιέρεια. Μετά, έτρεξε προς τη σκιερή μορφή –η οποία πετάχτηκε μακριά.
«Πού είναι; Τον βλέπεις;» ρώτησε η Ετρέσσα.
«Όχι,» απάντησε ο Θάνεμιρ. «Χάθηκε. Αλλά κάπου στον κήπο θα είναι.»
«Βγείτε και σκοτώστε τον!» πρόσταξε ο Σάλκερμιρ, δείχνοντας το παράθυρο στους στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί στην αίθουσα –τέσσερις άντρες και μια γυναίκα, οι οποίοι αμέσως υπάκουσαν, αν και ο φόβος ήταν φανερός στα πρόσωπά τους. Έσπασαν το τζάμι του παραθύρου (που ήδη είχε δύο τρύπες, από τα βέλη) και πέρασαν στον κατακρεουργημένο από τη φωτιά κήπο του παλατιού.
«Πάμε να φύγουμε απο δώ,» είπε η Ετρέσσα. «Πάμε στους δρόμους της πόλης. Εκεί δε θα μας βρει.»
«Όχι, περιμένετε!» αποκρίθηκε ο Σάλκερμιρ, βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο, μ’ένα μεγάλο σπαθί στα χέρια του. «Ίσως να τον βρουν τώρα. Ο κήπος είναι σχεδόν όλος καμένος. Δε θάχει πού να κρυφτεί και θα τον στριμώξουν.» Η αναπνοή του ακουγόταν λαχανιασμένη.
Είναι τρομοκρατημένος, παρατήρησε η Ετρέσσα. Ελπίζει, χωρίς νάναι βέβαιος για τίποτα. Μα τον Δεινό Πολέμαρχο, γιατί δεν είχαν τόσο καιρό κάνει κάτι γι’αυτόν τον νεκρενοικημένο; Πότε περίμεναν να τον εξολοθρεύσουν;
Το βλέμμα της πλανιόταν στη μεγάλη αίθουσα, και είδε μια σκιά να κινείται. Παιχνίδισμα του φωτός;
–Το γυάλισμα μιας λεπίδας!
«Σάλκερμιρ!»
«Τι; –Αααααργκχ!…» Ο ιερέας έπεσε στα γόνατα, χτυπημένος στην πλάτη. Πίσω του στεκόταν ένας μαυροντυμένος άντρας με κουκούλα, μοιάζοντας να είχε γεννηθεί από το σκοτάδι, από τις σκιές.
Ο Θάνεμιρ έτριξε τα δόντια. «Έλα εδώ, τρισάθλιο σκουλήκι! Όρμα σε μένα!»
Την ίδια στιγμή, η Ετρέσσα φώναζε: «ΦΡΟΥΡΟΙ!» και ο δολοφόνος άρπαζε, ψύχραιμα, τον Σάλκερμιρ από τα μαλλιά και του έσχιζε το λαιμό, με το κοντόσπαθό του.
«Αααααααααααααααααααααα!» Ο Θάνεμιρ εφόρμησε καταπάνω στον σκοτεινό αντίπαλο, υψώνοντας το σπαθί του, με τη λεπίδα να γυαλίζει στο φως των κεριών και του τζακιού.
Ο φονιάς απέκρουσε το χτύπημά του και πετάχτηκε παραπέρα, αιλουροειδώς. Ο Θάνεμιρ τον ακολούθησε, σπαθίζοντας και βρίσκοντας μονάχα τον αέρα. Ο εχθρός έμοιαζε να χορεύει έναν ανέγνωρο κι αλλόκοσμο χορό, που τον καθιστούσε ένα με το σκοτάδι, που τον έκανε ένα παιχνίδισμα του φωτός. Ο Αρχιμαχητής τον καταδίωκε μέσα στη μεγάλη αίθουσα, βρίζοντας και γρυλίζοντας, αλλά το λεπίδι του ποτέ δεν τον πετύχαινε, και, σύντομα, ο δολοφόνος πετάχτηκε έξω, από ένα παράθυρο. Ο Θάνεμιρ πήγε να τον κυνηγήσει, αλλά η Ετρέσσα τον σταμάτησε.
«Θάνεμιρ! Βλάκα, ηλίθιε! Πού τρέχεις; Θα σε σκοτώσει εκεί έξω!»
Ο πολεμιστής σταμάτησε, λαχανιασμένος. «Άνθρωπος είναι;» γρύλισε, κλοτσώντας μια καρέκλα. «Ή καταραμένη ΣΚΙΑ;»
Η Ετρέσσα κοίταξε τους νεκρούς στο πάτωμα –την Καλριάτα και τον Σάλκερμιρ, που είχαν κι οι δύο πεθάνει από τραύματα στο λαιμό. «Οι σκιές δεν έχουν τόσο καλοακονισμένα όπλα…»
«Πού είναι, Σεβασμιότατη;» ρώτησε ο ένας από τους πέντε πολεμιστές που είχαν επιστρέψει από τον κήπο, ακούγοντας τη φωνή της.
«Έξω! Μόλις βγήκε ξανά.»
«Να τον αναζητήσουμε;»
«Ναι, βρείτε τον.»
Οι μαχητές βγήκαν απ’το παράθυρο.
«Αυτό δεν ήταν συνετό,» είπε ο Θάνεμιρ. «Αν επιστρέψει…»
«Θα έχουμε φύγει,» αποκρίθηκε η Ετρέσσα. «Εγώ, τουλάχιστον, θα φύγω από τούτο το παλάτι.»
Ο Θάνεμιρ τη ζύγωσε, με γρήγορα βήματα. «Προτείνεις να εγκαταλείψουμε τους συμπολεμιστές μας, ιέρεια του Άνκαραζ;» σφύριξε, τονίζοντας επίτηδες το λειτούργημά της. Μία από τις βασικές επιταγές της λατρείας του Πολέμαρχου ήταν να μην εγκαταλείπεις τους συντρόφους σου στη μάχη, εκτός κι αν έχουν σκοτωθεί, ή τραυματιστεί τόσο βαριά ώστε να μη χρειάζονται πλέον στον πόλεμο.
Και τώρα είναι σαν όλοι τους νάναι νεκροί. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Δεν το βλέπεις; Ίσως αυτός ο δαίμονας να τους έχει σκοτώσει όλους· ίσως να είμαστε οι μόνοι ζωντανοί!» Στράφηκε προς την έξοδο της αίθουσας, γυρίζοντάς του την πλάτη και βαδίζοντας γρήγορα.
Ο Θάνεμιρ την ακολούθησε.
Η αίθουσα έμεινε άδεια, για κάποια ώρα, με μοναδικούς ένοικους τις σκιές, τις φλόγες, και τους νεκρούς. Ύστερα, ο Μόρντεναρ μπήκε, μαζί με τους μαχητές του, και είδε τον Σάλκερμιρ και την Καλριάτα, που κείτονταν στο πάτωμα, ο πρώτος με το λαιμό του σχισμένο από λεπίδα και η δεύτερη διαπερασμένη από βέλος μικρής βαλλίστρας.
Πόσοι μένουμε; σκέφτηκε. Μας έχει εξολοθρεύσει όλους! Αισθάνθηκε έναν δυνατό θυμό να βράζει εντός του, λες κι ο ίδιος ο Πολέμαρχος να γέμιζε τις φλέβες του με φωτιά. Ίσως να είμαι ο μόνος ζωντανός διοικητής τώρα!
«ΔΟΛΟΦΟΝΕ!» φώναξε. «Μ’ΑΚΟΥΣ; ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ! ΚΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΜΕ ΣΑΝ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ, ΔΕΙΛΕ ΣΚΥΛΕ!»
*
Ο Νεκρομέμνων ήξερε ότι επρόκειτο για παγίδα. Γιατί μπορεί ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ να βρισκόταν μόνος στην αίθουσα του θρόνου, με όλα τα παράθυρα αμπαρωμένα και μονάχα την κεντρική πόρτα ανοιχτή, αλλά στο διπλανό δωμάτιο –τα παράθυρα του οποίου ήταν επίσης αμπαρωμένα– κρύβονταν δύο ντουζίνες πάνοπλοι μαχητές, έτοιμοι να χιμήσουν προς βοήθεια του αρχηγού τους, μόλις ο δολοφόνος τον ζύγωνε.
Ωστόσο, ο νεκρενοικημένος αποφάσισε να πάει. Αφότου είχε αλείψει την κόψη των σπαθιών του με Μαύρο Ύπνο. Ένα χτύπημα χρειαζόταν μόνο, μια μικρή αμυχή, και ο στόχος του θα πέθαινε.
Έτσι, πέρασε την ορθάνοιχτη, διπλή θύρα, και μπήκε στην αίθουσα.
Ο Μόρντεναρ στεκόταν επάνω στο βάθρο, μπροστά από τον λαξευτό Θρόνο της Έριγκ, ντυμένος με πέτσινη αρματωσιά και κράνος. Στο δεξί χέρι βαστούσε ένα μακρύ ξίφος, στο αριστερό ένα ξιφίδιο. Δαυλοί, κεριά, και τζάκια ήταν αναμμένα, πλημμυρίζοντας τον χώρο με φως.
«Επιτέλους,» είπε, βλέποντας τον αντίπαλό του να περνά το κατώφλι, κρατώντας δύο κοντόσπαθα και μαυροντυμένος σαν τη νύχτα. «Έρχεσαι να με συναντήσεις καταπρόσωπο, πλάσμα του Εχθρού.»
«Σε φυλούσα για το τέλος, υπηρέτη του Πολέμαρχου,» αποκρίθηκε ο Νεκρομέμνων. «Έτσι, η νίκη μου επάνω στον Κύριό σου θα είναι πιο γλυκιά. Με έκανε να υποφέρω και τώρα θα τον πληρώσω με το ίδιο νόμισμα.»
Τα μάτια του Μόρντεναρ στένεψαν. Τι είν’αυτά που τσαμπουνάει; Είναι τρελός; Αισθανόταν μια παράξενη ζωτικότητα να τον έχει καταλάβει. Ήθελε να σκοτώσει ετούτο το ύπουλο, αξιοθρήνητο υποκείμενο του Εχθρού, τώρα!
Κατέβηκε από το βάθρο.
Ο Νεκρομέμνων είδε τις φλόγες στα μάτια του Μόρντεναρ. Ααα, Άνκαραζ, σκέφτηκε, είσαι εδώ, λοιπόν. Αλλά, ετούτη τη φορά, δεν έχεις εκείνη την ψυχικά πανίσχυρη Εκλεκτή για να μ’αντιμετωπίσει. Ζύγωσε, με μεγάλες δρασκελιές οι οποίες ίσα που ακουμπούσαν το πάτωμα, και επιτέθηκε στον αντίπαλό του. Τα κοντόσπαθά του στριφογύρισαν στον αέρα.
Και ο Μόρντεναρ τ’απέκρουσε, με ξίφος και ξιφίδιο. Και διέγραψε ένα λοξό ημικύκλιο με το πρώτο, αναγκάζοντας τον Νεκρομέμνονα να σκύψει και να πλαγιοπατήσει.
Τα όπλα τους συγκρούστηκαν, ξανά και ξανά, αντηχώντας.
Οι στρατιώτες στο διπλανό δωμάτιο άκουσαν τον θόρυβο της μονομαχίας, και βγήκαν, χιμώντας μέσα στην αίθουσα.
Ο Νεκρομέμνων πήδησε στο βάθρο. Ο Μόρντεναρ επιχείρησε να τον ακολουθήσει. Εκείνος κλότσησε το θρόνο καταπάνω του, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του πάνω στα σκαλοπάτια. Από κάπου, ο νεκρενοικημένος νόμιζε ότι μπορούσε ν’ακούσει ένα βροντερό γέλιο και αστραπές να σχίσουν τους αιθέρες.
Μη χαίρεσαι από τώρα, Άνκαραζ! Θηκάρωσε τα ξίφη του και τράβηξε μια οπλισμένη χειροβαλλίστρα μέσα απ’την κάπα του, ανοίγοντας την ασφάλεια, με τον αντίχειρα.
Οι στρατιώτες συγκεντρώθηκαν γύρω από το βάθρο. Δύο ντουζίνες άντρες και γυναίκες που διψούσαν για το αίμα του. Ακόμα κι ένας νεκρενοικημένος ήταν αδύνατον να τα βάλει με τόσους αντιπάλους ταυτόχρονα.
Πήδησε, ψηλά και σε μήκος, και πιάστηκε από ένα αργυρό πολύφωτο. Από κάτω του, άκουσε τους πολεμιστές να φωνάζουν, εξαγριωμένοι και ξαφνιασμένοι, ενώ τα βλέμματά τους στρέφονταν επάνω, για να τον δουν να ταλαντεύεται και να τεντώνει το δεξί του χέρι που βαστούσε τη χειροβαλλίστρα.
Πάτησε τη σκανδάλη.
Ο Μόρντεναρ, που εκείνη τη στιγμή ορθωνόταν, άρπαξε τον πεσμένο θρόνο, με το ένα χέρι, και τον σήκωσε. Το βέλος καρφώθηκε στο ξύλο.
Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ απόρησε με την ίδια του την ταχύτητα. Ετούτο το βλήμα έπρεπε, κανονικά, να τον είχε πετύχει. Ίσως όχι σε σημείο που θα τον σκότωνε, μα… έπρεπε να με είχε πετύχει! Ο Άνκαραζ ήταν μαζί του, αναμφίβολα!
Ο Νεκρομέμνων αισθάνθηκε το πολύφωτο να σπάει· και τινάχτηκε πέρα, τη στιγμή που η αλυσίδα η οποία το κρατούσε κοβόταν.
Οι στρατιώτες από κάτω κραύγασαν, προσπαθώντας ν’απομακρυνθούν, μα τρεις πλακώθηκαν, και πολλά κεριά σκορπίστηκαν στο χαλί, βάζοντας φωτιά. Κάποιοι μαχητές άρχισαν να πατάνε τις φλόγες, με μανία, για να τις σβήσουν.
Ο Νεκρομέμνων βρέθηκε μπροστά σ’έναν πολεμιστή, και τον χτύπησε πάραυτα, με το αριστερό του χέρι, τεντώνοντας τα δάχτυλα. Τον πέτυχε στο λαιμό, τσακίζοντάς του το λάρυγγα και σωριάζοντάς τον. (Άλλος ένας αχρείαστος θάνατος…) Απέφυγε τη λεπίδα μιας γυναίκας από τα δεξιά, και της έβαλε τρικλοποδιά, πίσω απ’τη φτέρνα, ρίχνοντάς τη κι αυτή στο πάτωμα. Πήδησε από πάνω της και έτρεξε προς την έξοδο.
Ένας μαχητής μπήκε στο δρόμο του. Η λεπίδα του σφύριξε στον αέρα. Και ο αέρας ήταν το μόνο που πέτυχε.
Ο Νεκρομέμνων έμπηξε το ξιφίδιο που είχε μόλις τραβήξει στο λαιμό του άντρα, και τον προσπέρασε, αφήνοντας το όπλο πίσω του, καρφωμένο πάνω στον σφαδάζοντα στρατιώτη.
«ΚΥΝΗΓΗΣΤΕ ΤΟΝ!» κραύγασε ο Μόρντεναρ, και οι πολεμιστές του –όσοι ακόμα στέκονταν– έτρεξαν ξοπίσω του δολοφόνου.
Σε λίγο, δύο από αυτούς επέστρεψαν, για ν’αναφέρουν ότι ο εχθρός είχε χαθεί μέσα στους διαδρόμους του παλατιού. Μάλλον, είχε διαφύγει από κάποιο παράθυρο…
H έπαυλη ήταν από τις πρώτες πλούσιες οικίες που είχαν λεηλατηθεί. Οι φρουροί της είχαν σκοτωθεί· οι ευγενείς της είχαν σφαχτεί ή κακοποιηθεί· τα περισσότερα τζάμια είχαν σπάσει, και οι περισσότερες πόρτες είχαν πέσει από κλοτσιές και τσεκουριές· όλα τα πολύτιμα αντικείμενα είχαν παρθεί: οι τοίχοι ήταν τώρα γυμνοί από πίνακες και ταπετσαρίες, το θησαυροφυλάκιο άδειο από νομίσματα, τα έπιπλα χωρίς κηροπήγια, βάζα, και πιατέλες να τα στολίζουν, τα πατώματα χωρίς χαλιά, τα ταβάνια χωρίς πολύφωτα.
Μια σκιερή μορφή εισέβαλε στην κατεστραμμένη έπαυλη και βάδισε προς ένα συγκεκριμένο σημείο της αυλής: ένα άνοιγμα, ένα μεγάλο σπάσιμο στον τοίχο.
«Νέλα, εγώ είμαι,» είπε ο Νεκρομέμνων, για να μην τρομάξει τη γυναίκα.
Εκείνη ξεπρόβαλλε από το άνοιγμα, τυλιγμένη στο σεντόνι με το οποίο ο δολοφόνος την είχε φέρει σε τούτο το μέρος. Έτρεμε από το κρύο της νύχτας, κι από τον φόβο, πιθανώς· οι κραυγές από τις λεηλασίες έφταναν δυνατές ως εδώ.
«Τι έγινε;» ρώτησε. «Θα μου πεις τώρα ποιος είσαι;»
«Είμαι σύμμαχος του Βασιληά Άργκελ,» εξήγησε ο Νεκρομέμνων, ζυγώνοντας, «και ήρθα ώστε να προετοιμάσω το έδαφος για την άφιξή του.»
«Σύμμαχος του Βασιληά Άργκελ; Έλαβε ο Βασιληάς το μήνυμα του Άρχοντα Δάρβαν;»
Όχι του Άρχοντα Δάρβαν· του εργοδότη μου. «Έρχεται για να σας βοηθήσει,» είπε απλά.
«Κι εσύ είσαι εδώ για να ελευθερώσεις τους αιχμαλώτους; Έχεις ελευθερώσει και τον Αντικαταστάτη Έπαρχο;–»
«Δεν είμαι εδώ γι’αυτό το λόγο.»
«Τότε για ποιο λόγο είσαι;»
«Για να σκοτώσω τους αρχηγούς του στρατού του Μόρντεναρ· και τον ίδιο τον Μόρντεναρ, φυσικά.»
Η Νέλα τον κοίταξε, για λίγο, χωρίς να μιλά· το φεγγαρόφωτο αντανακλάτο στα μάτια της.
Ο Νεκρομέμνων ένευσε. «Ναι, είμαι δολοφόνος.»
Η Νέλα έγλειψε τα χείλη της. «Είναι νεκροί;»
«Οι περισσότεροι. Ο Μόρντεναρ, όμως, ακόμα ζει.»
«Ελευθέρωσες εμένα· γιατί δεν ελευθερώνεις και τον Άρχοντα Δάρβαν; Και… και μήπως θα μπορούσες να ελευθερώσεις και την κόρη μου;» Έσφιξε το μπράτσο του. «Σε παρακαλώ! Αν μπορείς, πάρτην απο κεί μέσα· φέρτην εδώ.»
«Δεν είμαι σωτήρας,» εξήγησε ο Νεκρομέμνων· «φονιάς είμαι.»
«Δεν μπορείς να κάνεις μια εξαίρεση;»
«Κατ’αρχήν, θα σε πάω σ’ένα μέρος ζεστό, για να μην παγώσεις ζωντανή.»
*
Ο Μόρντεναρ καθόταν στον Θρόνο της Έριγκ, επάνω στο βάθρο. Γύρω του στέκονταν πάνω από είκοσι φρουροί, διαγράφοντας την περίμετρο του δωματίου, ενώ όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά κι αμπαρωμένα.
Πώς καταλήξαμε έτσι, τόσο απρόσμενα; Χίλιες κατάρες επάνω σ’αυτόν τον νεκρενοικημένο! Οι περισσότεροι διοικητές μου είναι νεκροί, καθώς και όλοι οι Αρχιμαχητές. Μονάχα το κουφάρι του Θάνεμιρ δεν έχουν βρει ακόμα, αλλά ούτε και τον ίδιο τον Θάνεμιρ έχουν βρει· κάπου θα τον πέταξε το καθίκι, αφότου τούκοψε το λαρύγγι. Και τώρα, πρέπει να βάλω καινούργιους ανθρώπους σε παλιές θέσεις, ενώ όλοι οι αξιόμαχοι βετεράνοι της Φεν εν Ρωθ έχουν χαθεί… και είμαι πολύ μπερδεμένος για να πάρω σωστές αποφάσεις.
Ωστόσο, ήξερε ότι όφειλε ν’αποφασίσει γρήγορα, διότι ένας στρατός ακυβέρνητος είναι άγριο άτι αχαλίνωτο· μπορεί να σε κλοτσήσει στα μούτρα εκεί που δεν το περιμένεις.
Έπρεπε να είχα ξεπαστρέψει τον φονιά προτού εισβάλουμε. Μα το Ξίφος του Άνκαραζ, του έδωσα τις ευκαιρίες που επιθυμούσε, με τις κινήσεις μου –για δεύτερη φορά! Και δε χρειαζότανε πολύ, ο μπάσταρδος· τα έκανε όλα κομμάτια.
Αλλά, και πριν, πώς να τον αντιμετώπιζα; Είχαμε κολλήσει! Πουθενά δεν μπορούσαμε να τον βρούμε. Να πάρει και να σηκώσει, πώς ξεπαστρεύεις έναν νεκρενοικημένο που σ’έχει βάλει στόχο; Είναι σα να σε καταδιώκει ο Θάνατος ο ίδιος! Για πόσο θα καταφέρνεις να τον αποφεύγεις; Στο τέλος, είσαι δικός του…
Εκτός κι αν σκοτώσεις τον Θάνατο.
Πώς σκοτώνεις τον Θάνατο, όμως;
Να ένα ερώτημα στο οποίο κανείς δεν έχει απαντήσει, ακόμα!
Ένας πολεμιστής μπήκε στην αίθουσα του θρόνου, και υποκλίθηκε, βαστώντας το κράνος του παραμάσκαλα. «Άρχοντά μου! Έχω κάτι ενδιαφέρον να σας αναφέρω.»
Ενδιαφέρον; Αποκλείεται να είναι εκείνο που μ’ενδιαφέρει άμεσα. «Σ’ακούω, στρατιώτη.»
«Πριν από κάποια ώρα, Άρχοντά μου, εισβάλαμε σ’ένα μέρος στην ανατολική μεριά της Έριγκ, κι εκεί ήταν μπόλικοι άνθρωποι συγκεντρωμένοι. Ένας άντρας –κάποιας ηλικίας μού φάνηκε– είπε να μην λεηλατήσουμε το οικοδόμημα, γιατί θα σας ενδιέφερε εσάς, Άρχοντά μου.»
«Γιατί;»
«Είπε, Άρχοντά μου, πως το κατάστημα ονομάζεται Ρελ εν Ρωθ –δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό το όνομα, πέραν απ’το ότι μου θυμίζει τη Φεν εν Ρωθ– και εκείνοι που το έχουν προσφέρουν πληροφορίες, υπηρεσίες, και τέτοια, σχετικά με τα πνεύματα των νεκρών.»
Ο Μόρντεναρ συνοφρυώθηκε. «Με τα πνεύματα των νεκρών;»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου. Και ο συγκεκριμένος άντρας είπε, επίσης, ότι, αν εσείς δεν έχετε ακουστά για το κατάστημα, τότε οι ιερείς σας θα έχουν.»
Ποιοι ιερείς; Έχει μείνει και κανένας τους ζωντανός; Αλήθεια, πού είναι η Ετρέσσα; Ούτε κι αυτής το πτώμα έχει βρεθεί…
«Και συγνώμη που δεν ήρθα νωρίτερα, Άρχοντά μου, αλλά, φεύγοντας από κείνο το σπίτι, μπλέξαμε στο δρόμο ως το παλάτι.»
Λεηλατούσατε άλλα μέρη, δηλαδή. «Θέλω να μου φέρεις έναν χάρτη της Έριγκ, στρατιώτη, και να μου δείξεις πού ακριβώς βρίσκεται αυτό το κατάστημα.»
«Ευχαρίστως, Άρχοντά μου… αν και δεν ξέρω πού ακριβώς είναι. Πάντως, βρίσκεται κοντά στις αποβάθρες. Δηλαδή, είναι χωμένο σ’ένα σοκάκι που βλέπει τις αποβάθρες. Πάω να σας φέρω το χάρτη, όμως.» Υποκλίθηκε και εγκατέλειψε την αίθουσα του θρόνου.
Ένα κατάστημα το οποίο πουλά υπηρεσίες και πληροφορίες σχετικά με τους νεκρούς. Ρελ εν Ρωθ, στο όνομα. Τι να σημαίνει, άραγε; Τώρα που χρειάζομαι έναν ιερέα, κανένας δεν είναι κοντά!…
Αναρωτιέμαι αν οι ιδιοκτήτες αυτού του μέρους ξέρουν και για τους νεκρενοικημένους δολοφόνους…
Σε λίγο, ο πολεμιστής επέστρεψε, μαζί με ένα τυλιγμένο κομμάτι χαρτί. Ο Μόρντεναρ κατέβηκε από το Θρόνο της Έριγκ, και συναντήθηκαν στο κέντρο της αίθουσας, όπου ο στρατιώτης ξετύλιξε το χάρτη και έδειξε επάνω.
«Εδώ, Άρχοντά μου,» είπε, διαγράφοντας έναν νοητό κύκλο με το δάχτυλό του. «Κάπου εδώ βρίσκεται.»
«Μάλιστα…» αποκρίθηκε ο Μόρντεναρ, σκεπτικός και με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του. Και πώς θα πάω εκεί, ξέροντας ότι αυτός ο φονιάς μ’έχει βάλει στο μάτι; «Θα επιστρέψεις σ’αυτό το κατάστημα, στρατιώτη, και θα μου φέρεις εδώ τον άντρα με τον οποίο μίλησες.»
Ο μαχητής τον κοίταξε κάπως διστακτικά, σα να φοβόταν.
«Θέλεις καμια διευκρίνιση;»
«Εμ, όχι, Άρχοντά μου.»
«Πάρε μαζί σου όσους στρατιώτες πιστεύεις ότι θα χρειαστείς. Θέλω να μου τον φέρεις εδώ, οπωσδήποτε. Και μην αργήσεις, ετούτη τη φορά.»
Ο πολεμιστής υποκλίθηκε. «Σαφώς, Άρχοντά μου.»
«Πώς είναι το όνομά σου;»
«Σάνβορ, Άρχοντά μου.»
«Υπηρέτησέ με καλά, Σάνβορ, και θα ανταμειφθείς εξίσου καλά, όπως προστάζει ο Κύριός μας, ο Άνκαραζ. Υπάρχουν, επί του παρόντος, πολλές κενές θέσεις που χρειάζονται ικανούς ανθρώπους.»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου!» Ο πολεμιστής υποκλίθηκε ξανά, με μια ξαφνική λάμψη να φωτίζει το βλέμμα του. «Μάλιστα!»
«Βιάσου τώρα.»
Ο Σάνβορ έφυγε.
*
Ο Νεκρολάτρης άνοιξε την πόρτα του καταστήματος. Ο Νεκρομέμνων διάβηκε το κατώφλι, με τη Νέλα στα χέρια.
«Παντρεύεσαι, Νεκρόμεμνον;»
Ο δολοφόνος τού έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα.
«Αστείο δε σηκώνεις…»
Στο εσωτερικό του καταστήματος, γύρω από το τραπέζι, ήταν καθισμένοι μόνο ο Νεκρογνώστης και η γυναίκα με τα μαύρα μαλλιά και την ουλή στο δεξί φρύδι.
«Χαίρετε,» είπε ο Νεκρομέμνων, αφήνοντας τη Νέλα να σταθεί στα γυμνά της πόδια. «Απο δώ η κυρία Νέλα, σύζυγος του Έγκναρμ, διοικητή της φρουράς του παλατιού, του οποίου η τύχη αγνοείται. Πιστεύω θα τη φροντίσετε.»
«Το κατάστημά μας κινδυνεύει να μετατραπεί σε πανδοχείο, Νεκρόμεμνον,» αποκρίθηκε ο Νεκρογνώστης. «Οι υπόλοιποι καταστηματάρχες έχουν ήδη αρχίσει να διαμαρτύρονται σε μένα και στον Νεκρολάτρη.»
«Αυτό σημαίνει ότι δε θα πάρετε την κυρία;»
«Θα την πάρουμε,» έγνεψε ο Νεκρογνώστης, «αλλά ελπίζω να μη σκοπεύεις να φέρεις κι άλλους. Ήδη οι ακόλουθοι της Ιέρειας Ριλάνα, από εδώ, είναι αρκετοί.»
«Για την ακρίβεια, σκεφτόμουν να ελευθερώσω μερικούς ακόμα από το παλάτι,» δήλωσε ο Νεκρομέμνων. «Όπως τον Αντικαταστάτη Έπαρχο, τη σύζυγό του, και την κόρη της κυρίας Νέλα.»
«Καταλαβαίνεις ότι μας φέρνεις σε δύσκολη θέση…»
«Ετούτοι είναι δύσκολοι καιροί, Νεκρογνώστη· όλοι βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση.»
«Πράγματι,» παραδέχτηκε ο καταστηματάρχης, καθώς σηκωνόταν από την ντυμένη με βαθυπράσινο βελούδο πολυθρόνα του. «Κύρια Νέλα, καλωσορίσατε στο κατάστημα Ρελ εν Ρωθ. Έχετε ξανακούσει για μας;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι και είπε: «Όχι· φοβάμαι πως όχι, κύριε. Τι μέρος είναι εδώ;»
«Μέρος μελέτης και συμφωνιών, κυρία μου. Εγώ ονομάζομαι Νεκρογνώστης. Ο κύριος απο δώ λέγεται Νεκρολάτρης. Είμαστε καταστηματάρχες του Ρελ εν Ρωθ, αν και όχι οι μόνοι καταστηματάρχες. Ωστόσο, μ’εμάς θα συναναστραφείτε περισσότερο, πιστεύω· θα επιθυμούσα, λοιπόν, να αισθάνεστε άνετα μαζί μας.»
«Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία, κύριε Νεκρογνώστη. Πραγματικά, το εκτιμώ.»
«‘Νεκρογνώστη,’ σκέτο,» διόρθωσε εκείνος. «Είναι τίτλος, όχι όνομα.»
«Όπως επιθυμείτε,» αποκρίθηκε η Νέλα, αν και στα μάτια της έμοιαζε να υπάρχει η απορία: και το αληθινό σας όνομα ποιο είναι;
«Από εδώ, βρίσκεται η Ιέρεια Ριλάνα, της Βιρκάνθα,» είπε ο Νεκρογνώστης.
Η Ριλάνα, που είχε σηκωθεί όρθια, ένευσε σε χαιρετισμό.
«Ναι,» αποκρίθηκε η Νέλα, «την είχα δει και στο παλάτι· ωστόσο, εκείνη δεν ξέρω αν με είχε προσέξει.»
«Δυστυχώς, όχι, κυρία μου,» είπε η Ριλάνα.
«Δεν πειράζει.»
Ο Νεκρογνώστης στράφηκε στον Νεκρομέμνονα. «Με την αποστολή σου τι έγινε;»
«Οι περισσότεροι είναι νεκροί. Ο Μόρντεναρ ζει, ακόμα.» Ζύγωσε την εξώπορτα του καταστήματος.
«Πού πηγαίνεις τώρα;» τον ρώτησε ο Νεκρολάτρης.
«Στο παλάτι, να σώσω μερικούς κρατούμενους, και να σκοτώσω τον Μόρντεναρ, αν βρω την ευκαιρία.» Ο Νεκρομέμνων άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
«Κυρία μου,» είπε ο Νεκρολάτρης στην Νέλα, «επιτρέψτε μου να σας οδηγήσω σ’ένα μέρος για να αναπαυθείτε.» Εκείνη κατένευσε, και εγκατέλειψαν το δωμάτιο, αφήνοντας τη Ριλάνα και τον Νεκρογνώστη μόνους.
«Πώς βλέπεις την κατάσταση;» ρώτησε η ιέρεια, καθώς κάθονταν αντικριστά στις πρασινοντυμένες τους πολυθρόνες.
«Εξαιρετικά ασταθή.»
«Ο Βασιληάς μού φαίνεται ότι θα είναι ευγνώμων για τη βοήθεια του δολοφόνου σας. Έχει καταφέρει όσα απέτυχαν να κάνουν πέντε χιλιάδες υπερασπιστές της πόλης. Ο στρατός του Μόρντεναρ θα είναι αποδιοργανωμένος όταν το βασιλικό στράτευμα φτάσει.»
«Μέχρι που ο ίδιος ο Μόρντεναρ ζει, υπάρχει κίνδυνος,» γνωμοδότησε ο Νεκρογνώστης. «Ο άνθρωπος είναι παλαίμαχος της Φεν εν Ρωθ, και απ’τους καλύτερους, μάλιστα· δε θα ηττηθεί εύκολα.»
«Πιστεύεις ότι ο Νεκρομέμνων θα καταφέρει να τον σκοτώσει;»
«Απορώ γιατί δεν τα έχει καταφέρει ως τώρα. Με έχει παραξενέψει ετούτος ο συγκεκριμένος νεκρενοικημένος, Ριλάνα.» Ο Νεκρογνώστης ήπιε μια γουλιά απ’το τσάι του. «Μ’έχει παραξενέψει πολύ. Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να τον χαρακτηρίσω ‘ανίκανο στη δουλειά του’ ή ‘εξαιρετικά ικανό’.»
«Γιατί ανίκανο;»
«Έχει αποτύχει στην πρώτη του αποστολή.»
«Η οποία ήταν;»
«Αυτό δεν μπορώ να σ’το αποκαλύψω, και το ξέρεις.» Ο Νεκρογνώστης άναψε ένα μακρύ ξύλινο τσιμπούκι κι άρχισε να καπνίζει. Ένας γλυκός αρωματικός καπνός γέμισε το δωμάτιο.
«Ετούτη είναι η δεύτερή του αποστολή, δηλαδή;»
«Ναι. Και ο εργοδότης του, αυτή τη φορά, είναι πολύ μυστήριος. Ή, ίσως, πιο μυστήριος από μυστήριος.»
«Δεν καταλαβαίνω και πολλά!» είπε η Ριλάνα.
«Ούτε κι εγώ έχω καταλάβει ακριβώς τι συμβαίνει, γιαυτό κιόλας είμαι διστακτικός να μιλήσω. Δεν ξέρω τι θα έπρεπε ν’αποκαλύψω και τι να κρύψω. Ο Νεκρομέμνων, πάντως, υποσχέθηκε να με ενημερώσει για τα πάντα, μετά.»
Η πόρτα χτύπησε. Δυνατά.
Ο Νεκρογνώστης συνοφρυώθηκε. «Αυτός ο χτύπος κάτι μου θυμίζει.»
Η Ριλάνα ένευσε. «Οι στρατιώτες του Μόρντεναρ επέστρεψαν.»
*
«Αισθάνομαι άσχημα,» δήλωσε ο Θάνεμιρ, ατενίζοντας το παλάτι, που ορθωνόταν πάνω από τα υπόλοιπα οικοδομήματα της πόλης. Εκείνος και η Ετρέσσα βρίσκονταν σε μια ταβέρνα, στην Κάτω Οδό Εμπορίου, μαζί με αρκετούς άλλους στρατιώτες, οι οποίοι πλημμύριζαν τα τραπέζια του μέρους, αλλά και τις πεζούλες απέξω, που ήταν καθαρισμένες από το χιόνι. Ο ταβερνιάρης έτρεχε σαν παλαβός από τον έναν πελάτη στον άλλο, σερβίροντας ποτά και μεζέδες, κι αδειάζοντας την αποθήκη του, ενώ ορισμένοι στρατιώτες είχαν πάρει τις δυο του κόρες σ’ένα απόμερο σημείο, για να τις γλεντήσουν. Ο γιος του τον βοηθούσε, φέρνοντας βαρέλια και κασόνια, και σκουπίζοντας τα σημεία όπου είχαν χυθεί διάφορα υγρά, σωματικά και μη.
«Θα αισθανόσουν πιο άσχημα άμα ο δολοφόνος σε είχε σκοτώσει,» είπε η Ετρέσσα.
«Και τι θα κάνουμε;» απαίτησε ο Θάνεμιρ, κατεβάζοντας μια γουλιά μπίρα και κοπανώντας την κούπα του στο τραπέζι. «Θα καθόμαστε και θα περιμένουμε; Και τι θα περιμένουμε, αλήθεια; Κάνα θεόσταλτο σημάδι;»
Η Ετρέσσα τελείωσε ακόμα ένα ποτήρι κρασί, και ακούμπησε την πλάτη της στην καρέκλα. Ο Θάνεμιρ παρατήρησε ότι η πορφυρομάλλα γυναίκα είχε αρχίσει να ζαλίζεται.
«Θα περιμένουμε η καταιγίδα να κοπάσει,» του είπε.
«Θα κοπάσει όταν όλοι είναι νεκροί, κι αυτός ο καταραμένος διάολος είναι ικανοποιημένος με τα κατορθώματά του!» γρύλισε ο Θάνεμιρ.
«Έχεις κάποιο σχέδιο, για να τον σταματήσεις;»
«Σχέδιο δεν μπορούσε να βρει κανένας, εδώ και ημέρες. Γαμώ τον Οχτακέρατο, ο Μόρντεναρ είχε δίκιο που έλεγε ότι δεν τον ήθελε στα νώτα του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Δες τώρα τι συνέβη!»
«Και τι έκανε για να τον εξολοθρεύσει;»
«Πίστεψέ με, Ετρέσσα, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο. Ακόμα κι ο Σάλκερμιρ δεν είχε τη δύναμη να τον αντιμετωπίσει. Ο Πολέμαρχος δεν τον βοηθούσε.»
«Ο Πολέμαρχος τον προειδοποίησε,» είπε η ιέρεια. «Με προειδοποίησε κι εμένα.»
«Και λοιπόν; Τι διαφορά είχε τούτο στο όλο αποτέλεσμα;»
«Αν δε μας είχε ειδοποιήσει, ίσως τώρα εμείς οι δύο να μην ήμασταν ζωντανοί.»
«Για πόσο θα… διατηρήσουμε τη ζωή μας, όμως;» έθεσε το ερώτημα ο Θάνεμιρ. «Αυτός ο διάολος θα μας κυνηγήσει.»
Η Ετρέσσα κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Δε γνωρίζει πού βρισκόμαστε.»
«Πώς το ξέρεις;»
«Κατά πρώτον, ακόμα κι ένας νεκρενοικημένος δολοφόνος δεν έχει τη δύναμη να εντοπίζει δύο στόχους συγχρόνως, και πιστεύω ότι ο Μόρντεναρ είναι ο βασικός του στόχος–»
«Πώς να τους εντοπίζει; Τι εννοείς; Είσαι τελείως μεθυσμένη;»
Τα μάτια της Ετρέσσα τον κάρφωσαν. «Δεν είμαι καθόλου μεθυσμένη!» του είπε. «Ο νεκραδελφός ενός νεκρενοικημένου μπορεί να παρακολουθεί το θύμα του.»
Ο Θάνεμιρ ρίγησε. «Τέλος πάντων…»
«Και, κατά δεύτερον, ο Δεινός μας Κύριος θα με ειδοποιούσε, αν αυτή τη στιγμή ήμασταν σε κίνδυνο.»
«Είσαι βέβαιη για τούτο;»
«Εγώ είμαι πιστή στον Άρχοντα της Μάχης, Θάνεμιρ. Εσύ δεν είσαι;»
*
Η Φάλμα είχε, επιτέλους, κοιμηθεί, κουλουριασμένη στο κρεβάτι. Η Ζιάθραλ καθόταν δίπλα της, νιώθοντας χάλια, νιώθοντας ένα βάρος να την πλακώνει, σώματι και ψυχή.
Ο Μόρντεναρ ακόμα δεν είχε έρθει να τη βρει· ίσως να μην τον είχαν καν ειδοποιήσει. Αλλά εκείνη ήθελε να μιλήσει μαζί του, για να την αφήσει να δει τον Δάρβαν. Έπρεπε να πει στον σύζυγό της ότι δεν τον είχε προδώσει, ότι δεν ήξερε τίποτα για τη συμμαχία του πατέρα της με τους ακόλουθους του Άνκαραζ –μια συμμαχία που εξακολουθούσε να την παραξενεύει. Μήπως είχε γίνει κάποιο… λάθος; Κάποια απάτη; Μήπως ο Μόρντεναρ νόμιζε ότι ο Έπαρχος Μόλραν τού είχε ζητήσει να μην κάνει κακό στην κόρη του;
Όχι. Τώρα αρχίζω να γίνομαι παρανοϊκή. Τα πράγματα έχουν όπως έχουν: Ο πατέρας μου είναι προδότης, και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να τ’αλλάξω αυτό. Αλλά μπορώ να μιλήσω με τον Δάρβαν –τουλάχιστον, να μην πιστεύει ότι τον πρόδωσα!
Άκουσε έναν θόρυβο πίσω της. Το πάτημα ενός ποδιού. Μα… δεν μπορεί–
Στράφηκε προς το παράθυρο, απ’όπου είχε έρθει ο ήχος, και είδε έναν μαυροντυμένο άντρα να στέκεται, ατενίζοντας την. Η καρδιά της παραλίγο να σταματήσει, και μια πνιχτή φωνή βγήκε απ’τα χείλη της.
«Μην ανησυχείτε, δεν είμαι εχθρός,» είπε ο άγνωστος. «Είστε η Αρχόντισσα Ζιάθραλ;»
Εκείνη ένευσε. «Ν-ναι.» Ποιος είν’αυτός; Ποιος είν’αυτός;
«Ήρθα να σας ελευθερώσω, Αρχόντισσά μου. Είμαι φίλος του Βασιληά.»
Η Ζιάθραλ ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να επανακτήσει τη φωνή της. «Του… του Βασιληά Άργκελ;»
«Ασφαλώς.»
Κοίταξε πίσω του, το παράθυρο που ήταν ανοιχτό. Το έδειξε. «Απο κεί μπήκες;»
Ο άντρας κατένευσε.
«Σκαρφάλωσες;»
«Ναι. Και από τον ίδιο δρόμο θα φύγω, μαζί με σας. Κρατηθείτε επάνω μου και θα σας πάω σε ασφαλές μέρος.» Πρότεινε το χέρι του προς τη Ζιάθραλ.
Πότε πρόλαβε ο Βασιληάς να τον στείλει τούτον; αναρωτήθηκε εκείνη. Και… δεν έχει κάτι το περίεργο επάνω του;… «Η κόρη μου, η Φάλμα…» Έστρεψε το βλέμμα στο κοιμισμένο κοριτσάκι.
«Θέλετε να την πάρω πρώτη, Αρχόντισσά μου;»
«Πού θα την πας;»
«Έξω, σε ασφαλές μέρος. Μη φοβάστε· ο σύζυγός σας είναι ήδη εκεί.»
«Πώς μας βρήκες;»
«Οι φρουροί ετούτου του παλατιού γίνονται πολύ ομιλητικοί, όταν βάλεις την κόψη ενός στιλέτου στο λαιμό τους. Να πάρω τώρα την κόρη σας;»
Η Ζιάθραλ ταρακούνησε τη Φάλμα από τον ώμο. «Μωρό μου. Ξύπνα, μωρό μου.» Το κοριτσάκι άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Ύστερα, το βλέμμα του στράφηκε στον άγνωστο. «Ένας κύριος ήρθε να μας πάρει από εδώ. Σταλμένος από τον Βασιληά. Θα πας μαζί του, εντάξει; Θα κρατηθείς γερά επάνω του. Εντάξει;»
«Εσύ, μαμά;»
«Θα έρθω κι εγώ, αγάπη μου, σε λίγο. Έλα, σήκω.» Αγκάλιασε τη Φάλμα, σηκώνοντάς την από το κρεβάτι. Μετά, την έδωσε στον άντρα, ο οποίος την πήρε στα χέρια του και της έκλεισε το μάτι.
«Θα κατεβούμε από το παράθυρο,» της είπε. «Αν ζαλίζεσαι, μην κοιτάς. Κρατήσου μόνο από το λαιμό μου.»
Η Φάλμα ένευσε. «Κι αν πέσουμε;»
Ο άγνωστος μειδίασε. «Δε θα πέσουμε.» Τη σήκωσε και την έβαλε στην πλάτη του. «Κρατήσου. Και μη φωνάζεις, ό,τι κι αν συμβεί.» Η Φάλμα τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’το λαιμό του. «Έτσι μπράβο.» Ο άντρας πάτησε στο περβάζι του παραθύρου, και βγήκε.
Η Ζιάθραλ τον είδε να πιάνεται από τις πέτρες του παλατιού και να κατεβαίνει, ένα με τη νύχτα. Τόσο εύκολο είναι να σκαρφαλώσει κανείς σε τούτο το παλιό οικοδόμημα; Πρέπει να υπήρχαν πολλά πιασίματα, γιατί ο άντρας δε φαινόταν να έχει κανένα, μα κανένα, πρόβλημα στην κατάβαση. Από κάτω, όμως, στον κήπο, φρουροί περιφέρονταν. Δε θα τον έβλεπαν;
Η Αρχόντισσα δεν άντεχε να κοιτάζει άλλο. Στράφηκε και βάδισε μέσα στο δωμάτιο.
Τι αναπάντεχο ήταν τούτο! Ο μαυροντυμένος άντρας είχε εμφανιστεί σαν μυθικό ξωτικό του Δρακοδάσους. Η Ζιάθραλ είχε διαβάσει παραμύθια όπου γίνονταν αυτά τα πράγματα –όπου μια αρχόντισσα ήταν φυλακισμένη, και κάτι το μαγικό ερχόταν μέσα από τη νύχτα, για να την ελευθερώσει–, μα δεν πίστευε ότι συνέβαιναν στ’αλήθεια!
Κι όμως…
Και είπε ότι έχει πάρει και τον Δάρβαν. Θα μπορέσω, δηλαδή, να του μιλήσω, να του εξηγήσω! Το βάρος που την πλάκωνε είχε αρχίσει, σιγά-σιγά, να την εγκαταλείπει.
Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, και περίμενε.
Μέχρι που ο μαυροντυμένος άντρας επέστρεψε.
«Όλα εντάξει;» τον ρώτησε. «Την πήγες εκεί που έλεγες;»
«Φυσικά, Αρχόντισσά μου.»
«Είναι σίγουρα ασφαλές το μέρος;»
«Ναι, φυσικά και είναι. Ελάτε, να φεύγουμε.»
Ήταν πολύ καλό για νάναι αληθινό! Μήπως έκρυβε κάτι ετούτος ο μυστηριώδης άνθρωπος; Αργά το σκέφτηκες, Ζιάθραλ. Αν αυτός ο τύπος θέλει το κακό σας, τότε του έδωσες ήδη την κόρη σου!
Πήρε μια βαθιά ανάσα, και σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού. «Ναι. Ποιο είναι τ’όνομά σου;»
«Νεκρομέμνων.»
«Περίεργο όνομα έχεις!»
Ο Νεκρομέμνων ανασήκωσε τους ώμους, χωρίς να μιλήσει.
Η Ζιάθραλ πήγε πίσω του και κρατήθηκε από την πλάτη του, τυλίγοντας τα χέρια της γύρω απ’το λαιμό του και τα πόδια της γύρω απ’τη μέση του. «Καλά είναι έτσι;»
«Εξαιρετικά.» Ο Νεκρομέμνων πάτησε στο περβάζι και βγήκε, γαντζώνοντας τα χέρια του πάνω στις αρχαίες, γκρίζες πέτρες του παλατιού.
Η Ζιάθραλ κράτησε την αναπνοή της. Θεοί! Παντού την περιέβαλε κενό, και ο παγερός αγέρας τη χτυπούσε. Αν γλιστρήσω, θα γίνω ένα με το χώμα του κήπου! Κοίταξε κάτω– Έκλεισε αμέσως τα μάτια, προσπαθώντας να καταπολεμήσει τον ίλιγγο που την κατέλαβε. Τι το ήθελες αυτό; Γαντζώθηκε σφιχτά επάνω στον Νεκρομέμνονα, νιώθοντας το σώμα του να κατεβαίνει· οι μύες πάλλονταν κάτω απ’τα ρούχα του, και ήταν σκληροί σαν πέτρες.
Κινείται τόσο γρήγορα! Δε φοβάται μη γλιστρήσει; Επουράνιε Βάνραλ, σε ικετεύω: μην τον αφήσεις να γλιστρήσει!
Άνοιξε λιγάκι τα μάτια της, κοιτάζοντας επάνω, όχι κάτω –ποτέ ξανά κάτω!–, και είδε σκιές, αστροφώτιστες γκρίζες πέτρες, και νυχτερινό ουρανό. Και τα πάντα κινούνταν, καθώς ο Νεκρομέμνων κατέβαινε.
Όλα φαίνεται να πηγαίνουν καλά. Καλά.
Προτού καταλάβει για πότε πέρασε η ώρα, ο σωτήρας της πάτησε στο χώμα του κήπου, όπου τα χιόνια είχαν προ πολλού λιώσει, από τις φωτιές που οι πολιορκητές είχαν εξαπολύσει εναντίον του παλατιού, κι από τα νερά που είχαν ρίξει οι υπηρέτες για να τις σβήσουν.
«Κατεβείτε, Αρχόντισσά μου,» της ψιθύρισε.
Η Ζιάθραλ τον άφησε και στάθηκε στα πόδια της. Τα γόνατά της έτρεμαν. «Σ’ευχαριστώ.»
«Σσς.» Την τράβηξε απ’το χέρι, αναγκάζοντάς τη να κρυφτεί πίσω από τον πεσμένο κορμό ενός δέντρου, μαζί του.
Τρεις στρατιώτες πέρασαν. Από τόσο κοντά, που η Ζιάθραλ νόμιζε ότι σίγουρα θα τους έβλεπαν, και η αναπνοή της κόπηκε γι’ακόμα μία φορά.
Αλλά δεν τους είδαν.
Ο Νεκρομέμνων την τράβηξε πάνω, και την πήρε στα χέρια, τρέχοντας αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι και φτάνοντας στο τείχος του κήπου. Εκεί, την άφησε. «Πιαστείτε στην πλάτη μου πάλι,» της είπε, και, μόλις εκείνη υπάκουσε –αμέσως, δηλαδή–, σκαρφάλωσε σαν αίλουρος και πήδησε απ’την άλλη, μπαίνοντας μέσα στα σκοτάδια της πορθημένης πόλης και στρίβοντας σ’ένα σοκάκι.
Σταμάτησε και την άφησε να κατεβεί. «Θα περάσουμε την Οδό Πυλών,» της είπε, και της έδωσε την κάπα του. «Φορέστε την κουκούλα· δε θέλουμε κανένας να σας αναγνωρίσει.»
Η Ζιάθραλ δε νόμιζε ότι κανένας θα την αναγνώριζε, αλλά έκανε όπως της ζήτησε ο Νεκρομέμνων, τυλιγόμενη στην κάπα του και κατεβάζοντας την κουκούλα, ώστε το πρόσωπό της να κρυφτεί τελείως στη σκιά.
Ο άντρας την έπιασε απ’τον καρπό και βάδισε ως την άκρη του σοκακιού, κοιτάζοντας από την άκρια. Στην Οδό Πυλών επικρατούσε χαλασμός, απ’ό,τι μπορούσε να δει η Ζιάθραλ, πάνω από τον ώμο του Νεκρομέμνονος. Εκείνος την τράβηξε απότομα, και βγήκαν από το στενορύμι.
«Μη δείξετε ανησυχία,» της είπε. «Βαδίστε φυσιολογικά.»
Στρατιώτες περνούσαν απο δώ κι απο κεί, επιδιδόμενοι σε λεηλασίες. Πώς να βαδίσω φυσιολογικά; αναρωτήθηκε η Ζιάθραλ, αλλά βάδισε όσο πιο φυσιολογικά μπορούσε· δηλαδή, δεν έτρεξε, ούτε προχώρησε πολύ αργά.
Διέσχισαν την Οδό Πυλών και μπήκαν σε μικρότερους δρόμους, φτάνοντας σε μια έπαυλη. Η έπαυλη των Δάνιν! Κατεστραμμένη… Η Ζιάθραλ τούς ήξερε αυτούς τους ανθρώπους, και δεν μπόρεσε παρά να αναρωτηθεί για τη μοίρα τους: Τους είχαν σκοτώσει; Τους είχαν αιχμαλωτίσει; Τους είχαν βασανίσει;
«Ανεβείτε στην πλάτη μου.»
Τον υπάκουσε, και ο Νεκρομέμνων σκαρφάλωσε έναν τοίχο, για να μπουν στον μικρό κήπο της έπαυλης. Η Ζιάθραλ κατέβηκε από πάνω του και ρώτησε: «Εδώ είναι η κόρη μου;»
«Ναι.»
Βάδισαν προς ένα σημείο όπου ο τοίχος της έπαυλης ήταν μισογκρεμισμένος και υπήρχε ένα σκιερό άνοιγμα… απ’όπου βγήκαν ο Δάρβαν και η Φάλμα. Ο πρώτος ήταν ντυμένος παράξενα, με ρούχα που έμοιαζαν στρατιωτικά: δερμάτινα, τριμμένα, και βρόμικα. Τα μάτια του την κοιτούσαν εχθρικά.
«Δάρβαν,» είπε αμέσως η Ζιάθραλ, «πρέπει να σου εξηγήσω–!»
«Τι έχεις να μου εξηγήσεις;» φώναξε εκείνος. «Ότι με πρόδωσες σ’αυτά τα καθ–;»
«Αν σε είχα προδώσει, θα ήμουν αιχμάλωτή τους κι η ίδια;» αντιγύρισε η Ζιάθραλ.
«Και γιατί ο Μόρντεναρ ζήτησε να μη σε πειράξουν, εσένα ειδικώς; Με κοροϊδεύεις;»
«Και θα ερχόμουν με τον Νεκρομέμνονα εδώ, αν ήμουν μαζί τους;»
«Κάποια άλλη απάτη, ίσως!»
«Δεν ξέρεις τι λες! Με είχαν κλειδωμένη εκεί μέσα· δε μ’άφη–»
«Πες μου γιατί ο Μόρντεναρ πρόσταξε να μη σε πειρ–;»
«Ο πατέρας μου του το ζήτησε! Είσαι κουφός; Δεν άκουσες τι–;»
«Και τι σχέση έχει, Ζιάθραλ, ο πατέρας σου με τον Μόρντεναρ, θέλεις να μου–!»
«Άρχοντά μου!» τους διέκοψε ο Νεκρομέμνων. «Κάποιοι έρχονται. Ησυχία. Κρυφτείτε στο άνοιγμα –τώρα!» Έμοιαζε θυμωμένος μαζί τους.
Οι φωνές τους έπαψαν πάραυτα, και η Ζιάθραλ άκουσε μποτοφορεμένα πόδια να πλησιάζουν. Πολλά μποτοφορεμένα πόδια. Θεοί, όχι! Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Η φασαρία μας τους ειδοποίησε. Κρύφτηκε μέσα στο άνοιγμα, μαζί με τον Δάρβαν και τη Φάλμα, η οποία –τώρα το παρατήρησε η Ζιάθραλ– είχε αρχίσει να κλαίει, σιωπηλά και τρομαγμένα.
Τέσσερις πάνοπλοι άντρες ζύγωσαν. Οι δύο έφεραν δόρατα και ασπίδες, οι άλλοι δύο ξίφη.
Κι ο Νεκρομέμνων; Πού είχε πάει; Μας εγκατέλειψε;
«Ποιος είν’εδώ;» φώναξε ένας από τους σπαθοφόρους.
«Εγώ.»
Ο σπαθοφόρος σωριάστηκε, μ’ένα βέλος καρφωμένο στο λαιμό του.
Οι υπόλοιποι στράφηκαν στα δεξιά τους –εκεί όπου η Ζιάθραλ δεν μπορούσε να δει.
Άλλος ένας έπεσε, με βέλος καρφωμένο στο λαιμό –ένας δορυφόρος με ασπίδα.
Οι δύο απομείναντες χίμησαν, γρυλίζοντας και βρίζοντας, βγαίνοντας από το πεδίο όρασης της Ζιάθραλ.
Σύντομα, οι φωνές τους έπαψαν.
Ο Νεκρομέμνων ζύγωσε, ξεπροβάλλοντας μέσα απ’το σκοτάδι.
«Είναι νεκροί;» τον ρώτησε η Αρχόντισσα.
«Ναι. Και, παρακαλώ, μην φωνάζετε, γιατί θα έρθουν κι άλλοι! Τώρα πρέπει να φύγουμε απο δώ. Πρέπει να σας κρύψω κάπου και να επιστρέψω στο παλάτι, για ένα άτομο ακόμα.»
«Ποιον;» ρώτησε ο Δάρβαν.
«Τη Σίφραλιν, την κόρη της κυρίας Νέλα.»
«Είναι καλά η κυρία Νέλα;»
«Ναι, Άρχοντά μου.»
«Πού βρίσκεται;»
«Σε ασφαλές μέρος.»
«Γιατί δε μας πας εκεί, τότε;» πρότεινε ο Δάρβαν.
«Διότι είναι μακριά, και πρέπει να δράσω γρήγορα.» Φάνηκε σκεπτικός, για μερικές στιγμές. Ύστερα: «Ελάτε,» τους παρότρυνε, και βάδισε μες στις σκιές.
Ο Δάρβαν κι η Ζιάθραλ τον ακολούθησαν, η δεύτερη με τη Φάλμα στην αγκαλιά της. Ο Νεκρομέμνων τούς πήγε στον πίσω φράχτη της αυλής, και σκαρφάλωσε, λες και το ύψωμα να μην ήταν τίποτα παραπάνω από ένα σκαλοπάτι.
«Δώστε μου την κόρη σας,» είπε, τεντώνοντας τα χέρια. Η Ζιάθραλ τού την έδωσε. «Εσείς μπορείτε να ανεβείτε;»
Ο Δάρβαν ένευσε.
Ο Νεκρομέμνων πήδησε απ’την άλλη.
«Μπορούμε;» είπε η Ζιάθραλ, κοιτάζοντας το σύζυγό της.
«Έτσι νομίζω.» Ο Δάρβαν πιάστηκε από τις πέτρες και σκαρφάλωσε, εμφανώς πιο αργά απ’τον Νεκρομέμνονα. Ήταν σαν να συγκρίνεις ένα σαλιγκάρι με έναν ποντικό.
Όταν έφτασε στην κορυφή, της έδωσε το χέρι του. «Έλα, Ζιάθραλ.»
Εκείνη έπιασε τον πήχη του, και ο Δάρβαν την τράβηξε. Τα πόδια της πάτησαν στις πέτρες. Ανέβηκε και βρέθηκε δίπλα του. Παρατήρησε ότι κάτι έρρεε ανάμεσα από τα κουμπιά της τριμμένης, δερμάτινης του τουνίκας.
«Δάρβαν, αιμορραγείς!»
«Δεν είναι τίποτα.»
«Δεν είναι τίποτα; Μα… είσαι τραυματισμένος!»
«Γρατσουνιές είναι.» Πέρασε το χέρι του γύρω απ’τη μέση της, και πήδησαν απ’την άλλη μεριά του φράχτη. Όταν πάτησαν στο πλακόστρωτο, δεν την ελευθέρωσε. Κοιτάζοντας το πρόσωπό της, ρώτησε: «Ζιάθραλ, πες μου: το ήξερες; Για τον πατέρα σου, το ήξερες;»
«Αγάπη μου, όχι, δεν ήξερα τίποτα. Δεν είχα ιδέα. Σου λέω την αλήθεια. Πιστεύεις ότι θα το γνώριζα και θα σ’το έκρυβα; Δεν είμαι μαζί τους. Πώς θα μπορούσα ποτέ να ήμουν; Κι επιπλέον, σκέψου λογικά, σε παρακαλώ: Αν ήμουν με τον Μόρντεναρ –αν ήμουν· υποθετικά μιλάω–, θα βρισκόμουν τώρα εδώ; Γιατί; Δε θα έμενα στο παλά–;»
«Αρχόντισσά μου,» τη διέκοψε ο Νεκρομέμνων, που κρατούσε τη Φάλμα στην αγκαλιά του, «θα έχετε χρόνο μετά.»
Ο Δάρβαν ένευσε, και τον ακολούθησαν.
Τους πέρασε μέσα από στενούς, σκοτεινούς δρόμους, αποφεύγοντας τους μαχητές του Μόρντεναρ, και τους πήγε σ’ένα οικοδόμημα πίσω απ’το φρουραρχείο. Επρόκειτο για σιδεράδικο, και έμοιαζε ήδη λεηλατημένο· οι στρατιώτες, μάλλον, δε θα ξανάρχονταν εδώ.
«Δεν υπάρχει κάποια λάμπα;» ρώτησε η Ζιάθραλ, κοιτάζοντας το πυκνό σκοτάδι στο εσωτερικό του σιδηρουργείου.
«Δε θ’ανάψετε κανένα φως,» της τόνισε ο Νεκρομέμνων. «Κανένα απολύτως. Θα κρυφτείτε στο βάθος, και δε θα μιλάτε. Με καταλάβατε, Αρχόντισσά μου; Άρχοντά μου;»
Η Ζιάθραλ και ο Δάρβαν ένευσαν, σχεδόν ταυτόχρονα.
«Πώς ξέρεις τόσο καλά την πόλη μας;» τον ρώτησε ο δεύτερος. «Είσαι από εδώ;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Νεκρομέμνων. «Αλλά έχω κάνει αρκετές βόλτες στα μέρη σας, τώρα και παλιότερα.» Έδωσε τη Φάλμα στη Ζιάθραλ, και έφυγε.
*
Ο Μόρντεναρ ατένισε προσεκτικά τον ηλικιωμένο άντρα που, συνοδεία φρουρών, μπήκε στην αίθουσα του θρόνου. Είχε μυτερό, λευκό μούσι και μαλλιά μακριά και επίσης λευκά, χτενισμένα προς τα πίσω. Τα μάτια του ήταν γαλανά, φωτεινά, και έξυπνα. (Πρέπει να τον προσέχω ετούτον.) Φορούσε μαύρο χιτώνα κι από πάνω μια σκούρα-μπλε κάπα. Στο πέτο του ήταν πιασμένη μια αργυρή καρφίτσα, λαξεμένη σαν κρανίο, με πουπουλένια φτερά εκατέρωθεν.
«Άρχοντα Μόρντεναρ,» χαιρέτησε ο άντρας, κάνοντας μια κοφτή υπόκλιση μπροστά από τον Θρόνο της Έριγκ. «Με καλέσατε και ήρθα.»
«Άκουσα ότι μπορεί να έχεις κάτι ενδιαφέρον για μένα,» είπε ο Μόρντεναρ, εξακολουθώντας να τον ατενίζει προσεκτικά.
«Εξαρτάται από το τι σας ενδιαφέρει, Άρχοντά μου…»
«Το κατάστημά σου πουλά υπηρεσίες και πληροφορίες σχετικές με τα πνεύματα των νεκρών, σωστά;»
«Το κατάστημα δεν είναι όλο δικό μου, Άρχοντα Μόρντεναρ. Όμως είμαι ανάμεσα στους ανθρώπους στους οποίους ανήκει.»
«Ποιο είναι το όνομά σου;»
«Νεκρογνώστης.»
«Νεκρογνώστης; Τι όνομα είν’αυτό;»
«Είναι τίτλος, περισσότερο, Άρχοντά μου.»
Με κοροϊδεύει; «Ποιο είναι το αληθινό σου όνομα, τότε;»
«Θα προτιμούσα να μ’αποκαλείτε Νεκρογνώστη.» Η έκφραση στο πρόσωπο του άντρα δε σήκωνε αντιρρήσεις.
Δε φαίνεται να φοβάται. Έχει, άραγε, λόγο γι’αυτό; Πιστεύει τόσο στη δύναμή του; Πιστεύει ότι δε θα τον σκοτώσω επιτόπου; «Πολύ καλά… Νεκρογνώστη,» είπε ο Μόρντεναρ, «όπως επιθυμείς.» Και συνέχισε: «Απ’ό,τι καταλαβαίνω, σταμάτησες τους μαχητές μου απ’το να λεηλατήσουν το κατάστημά σου…»
Ακόμα, κανένας φόβος στα μάτια του ηλικιωμένου άντρα! «Ακριβώς. Διότι θεώρησα ότι έχουμε πράγματα τα οποία ίσως να σας φανούν χρήσιμα.»
«Όπως;»
«Πληροφορίες, υπηρεσίες, γνώσεις.»
«Σχετικά με τους νεκρούς.»
«Ναι.»
«Τι ξέρεις για τους ανθρώπους που ονομάζονται νεκρενοικημένοι;»
Ο Νεκρογνώστης ανασήκωσε τους ώμους. «Ειδικά εκπαιδευμένοι δολοφόνοι, Άρχοντά μου, από τη Φεν εν Ρωθ. Εντός τους, ενοικεί το πνεύμα ενός νεκρού, ένας νεκραδελφός –εξ ου και το όνομά τους.»
«Πώς μπορείς να σκοτώσεις έναν απ’αυτούς;»
«Όπως οποιονδήποτε άνθρωπο. Με ξίφος, βέλος, ή άλλο όπλο. Βέβαια, ο νεκραδελφός τους τους καθιστά ανθεκτικότερους, προσφέροντάς τους επιπλέον δύναμη. Αλλ’αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούν να πεθάνουν.»
«Κι αν σε κυνηγά κάποιος, πώς τον σταματάς;»
«Γιατί μου κάνετε ετούτη την ερώτηση, Άρχοντά μου; Βρίσκεστε σε τέτοια κατάσταση;»
«Απάντησέ μου, Νεκρογνώστη, και δώσε μου λόγο να μην ισοπεδώσω το κατάστημά σου,» απείλησε ο Μόρντεναρ, εξοργισμένος από το ύφος του άντρα αντίκρυ του.
«Πολύ φοβάμαι ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να σταματήσετε έναν νεκρενοικημένο που σας επιθυμεί νεκρό, Άρχοντά μου,» δήλωσε ο Νεκρογνώστης, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά του και κάνοντάς τα να χαθούν μέσα στις πτυχές του χιτώνα του.
«Δε μ’ενδιαφέρει πόσο δύσκολο είναι,» αποκρίθηκε ο Μόρντεναρ· «θέλω να μου βρεις έναν τρόπο. Μπορείς;»
«Θα πρέπει να συζητήσω το θέμα και με τους υπόλοιπους καταστηματάρχες.»
«Τότε, συζήτησέ το· και τόνισέ τους ότι η… ακεραιότητα του καταστήματός τους εξαρτάται από το πόσο καλά θα με υπηρετήσουν.»
«Θα τους το τονίσω,» υποσχέθηκε ο Νεκρογνώστης. «Υπάρχει κάτι άλλο που θα επιθυμούσατε από εμένα, Άρχοντά μου;»
«Όχι,» είπε ο Μόρντεναρ. «Αλλά φρόντισε να μου βρεις λύση για τον νεκρενοικημένο, το συντομότερο δυνατό.»
*
Οι στρατιώτες τράβηξαν την κοπέλα μέσα στο σκοτεινό σιδηρουργείο, καθώς εκείνη κλοτσούσε, σπαρταρούσε, και φώναζε. Ο ένας από τους δύο τη χαστούκισε, σωριάζοντάς τη στο πάτωμα.
Η Ζιάθραλ, που ήταν κρυμμένη στο βάθος του καταστήματος, έκλεισε το στόμα της Φάλμα, με το δεξί της χέρι, ψιθυρίζοντας στ’αφτί της κόρης της: «Σσσς, μη βγάλεις άχνα.»
Ο Δάρβαν έσφιξε τη γροθιά του μέσα στο σκοτάδι, καθώς έβλεπε το στρατιώτη να ξαναχαστουκίζει την κοπέλα, σαν να ήθελε να την κάνει ένα με το πάτωμα, ενώ ο άλλος τής άρπαζε τα χέρια από τους καρπούς, για να την ακινητοποιήσει.
«Πώς σκούζει έτσι ετούτη, ρε!» γέλασε. «Λες εσύ νάσαι ο πρώτος που θα την ξεπαρθενέψεις και γι’αυτό ν’ανησυχεί;»
Ο άλλος έριξε το σπαθί του παραδίπλα κι άρπαξε τη λαιμόκοψη του απλού, πράσινου φορέματος της κοπέλας, τραβώντας το, απότομα, προς τα κάτω και σκίζοντάς το.
Τα μάτια του Δάρβαν καρφώθηκαν στη λεπίδα που ήταν ξαπλωμένη στο πάτωμα, με το φως του φεγγαριού να γυαλίζει επάνω της.
Η Ζιάθραλ πρόσεξε την αντίδραση του συζύγου της, και τον έπιασε απ’τον ώμο, ψιθυρίζοντας, έντονα: «Όχι!»
Ο στρατιώτης που είχε σκίσει το φόρεμα της κοπέλας γράπωσε τα πόδια της απ’τους αστραγάλους και τα παραμέρισε, για να χωθεί ανάμεσά τους. Το χέρι του έσκισε και την περισκελίδα της. Τα ουρλιαχτά και τις φωνές της δεν έμοιαζε να τ’ακούει.
Ο Δάρβαν χίμησε. Έπιασε το πεταμένο ξίφος και σπάθισε τον άντρα στο κεφάλι, πετυχαίνοντάς τον και σωριάζοντάς τον, αιμόφυρτο. Ο άλλος αιφνιδιάστηκε, προς στιγμή, μα δεν πάγωσε· κινήθηκε πάραυτα, πέφτοντας πάνω στον Άρχοντα και τυλίγοντας τα χέρια του γύρω απ’τη μέση του.
Η πλάτη του Δάρβαν χτύπησε στο πάτωμα, και το σπαθί έφυγε απ’το χέρι του.
«Από πού πετάχτηκες εσύ, ρε καριόλη;» γρύλισε ο στρατιώτης από πάνω του, τραβώντας ένα ξιφίδιο και υψώνοντάς το.
Ο Δάρβαν έπιασε τον καρπό του άντρα, προτού η λεπίδα μπηχτεί στο στήθος του… το οποίο είχε αρχίσει πάλι να αιμορραγεί. Μπορούσε να αισθανθεί το αίμα να κυλά κάτω από τη δερμάτινη τουνίκα που είχε βρει γι’αυτόν ο μυστηριώδης Νεκρομέμνων.
Η Ζιάθραλ κοκάλωσε, βλέποντας το σύζυγό της σ’αυτή την κατάσταση. Δε θ’αντέξει! Η λεπίδα του εχθρικού πολεμιστή κατέβαινε αργά, αλλά κατέβαινε· και, όταν η δύναμη του Δάρβαν τον εγκατέλειπε, το όπλο θα μπηγόταν κατευθείαν στο στέρνο του.
«Μείνε εδώ!» ψιθύρισε η Ζιάθραλ στη Φάλμα, και πετάχτηκε πάνω, τρέχοντας και κλοτσώντας, με το δεξί, μποτοφορεμένο της πόδι, τον στρατιώτη στη ράχη.
Εκείνος έβγαλε ένα δυνατό μουγκρητό και στράφηκε. «Τι στο Κέρατο του Σάλ’γκρεμ’ρωθ;» γάβγισε, διαγράφοντας ένα ημικύκλιο με τη λεπίδα του ξιφιδίου του. «Από πού διάολο πετάγεστε;»
Το όπλο δάγκωσε τον μηρό της Ζιάθραλ, σχίζοντας το φόρεμά της και εκτοξεύοντας αίμα. Εκείνη παραπάτησε, απ’τον πόνο και το ξάφνιασμα.
Ο Δάρβαν ανασηκώθηκε και γρονθοκόπησε τον αντίπαλό του στο σαγόνι, ζαλίζοντάς τον και καταφέρνοντας να τον ανατρέψει και να τον καβαλήσει. Ο στρατιώτης εξακολουθούσε να κρατά γερά το ξιφίδιό του, αλλά ο ευγενής τού πίεζε τον καρπό στο έδαφος, με το αριστερό του χέρι, μην αφήνοντας την επικίνδυνη λάμα να υψωθεί. Ταυτοχρόνως, τον κοπάνησε στο πρόσωπο, με τη γροθιά του, σπάζοντάς του τη μύτη και λούζοντάς τον με αίμα.
Ο πολεμιστής μούγκρισε κάτι ακατανόητο, προσπαθώντας να σηκώσει το ελεύθερό του χέρι, για να χτυπήσει τον Δάρβαν· εκείνος, όμως, τον βάρεσε ξανά στο πρόσωπο, αναισθητοποιώντας τον. Το μπροστινό μέρος της τουνίκας του είχε γεμίσει αίμα.
Η Ζιάθραλ είδε μια σκιά στην είσοδο του σιδηρουργείου. «…Δάρβαν!»
Η λεπίδα ενός ξίφους ξεπρόβαλλε από το στήθος του καινούργιου στρατιώτη. Ύστερα, εξαφανίστηκε, κι εκείνος παραπάτησε, με μια έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπό του, η οποία έμοιαζε να ρωτά: Πώς; Γιατί; Μια έκφραση που η Ζιάθραλ δε νόμιζε ότι θα κατάφερνε ποτέ να ξεχάσει. Τους μισούσε όλους τους εισβολείς, φυσικά, μα… αυτή ήταν μια τόσο… ανθρώπινη, μια τόσο θνητή έκφραση απόγνωσης…
Ο στρατιώτης σωριάστηκε μπρούμυτα, και πίσω του παρουσιάστηκε μια άλλη μορφή, σκοτεινότερη και με ξίφος στο δεξί χέρι.
«Γιατί άργησες τόσο;» ρώτησε η Ζιάθραλ.
«Δυσκολεύτηκα να τη βρω,» αποκρίθηκε ο Νεκρομέμνων, μπαίνοντας στο σιδηρουργείο, καθώς ο Δάρβαν ορθωνόταν.
Η Ζιάθραλ παρατήρησε ότι έξω από το κατάστημα υπήρχε άλλος ένας νεκρός –μια πάνοπλη γυναίκα. Επίσης, πρόσεξε ότι η κοπέλα που οι δύο στρατιώτες ήθελαν να βιάσουν είχε γίνει άφαντη. Δεν κατάλαβα καν πότε έφυγε!…
«Και πού είναι τώρα;» ρώτησε ο Δάρβαν.
«Την είχαν σκοτώσει,» είπε ο Νεκρομέμνων.
Η Φάλμα ζύγωσε τη Ζιάθραλ, και έδειξε τον τραυματισμένο της μηρό. «Μαμά, τρέχει αίμα…»
Ο Δάρβαν γονάτισε, για να κοιτάξει την πληγή της. Δε φαινόταν πολύ άσχημη, παρότι ήταν σχετικά βαθιά.
«Πρέπει να πηγαίνουμε,» είπε ο Νεκρομέμνων.
«Μπορείς να δέσεις το τραύμα της;» τον ρώτησε ο Δάρβαν.
Εκείνος ένευσε. «Σηκωθείτε, Άρχοντά μου.»
Ο Δάρβαν υπάκουσε, και ο Νεκρομέμνων γονάτισε μπροστά στη σύζυγό του. Χρησιμοποιώντας ένα στιλέτο, έκοψε το φόρεμά της από το σημείο του τραύματος και κάτω. Έσκισε μια λουρίδα ύφασμα και την έδεσε, σφιχτά, γύρω απ’την πληγή. Η Ζιάθραλ αισθάνθηκε το αίμα της να κόβεται, και αναρωτήθηκε αν ο παράξενος άντρας είχε κάνει καμια ανοησία. Αλλά, όχι, σκέφτηκε, φαίνεται να γνωρίζει καλά τις ικανότητές του, τι μπορεί να κάνει και τι όχι. Σίγουρα, δε θα έλεγε ότι ήξερε πώς να δέσει το τραύμα μου, αν δεν ήξερε…
«Είναι πρόχειρο,» είπε ο Νεκρομέμνων, καθώς σηκωνόταν. «Αλλά εκεί όπου θα πάμε υπάρχουν πολύ καλύτεροι θεραπευτές από εμένα, οπότε μην ανησυχείτε. Ακολουθείστε με, δίχως άλλη καθυστέρηση.»
Ο άνθρωπος ήταν, στην πραγματικότητα, ένα τέρας, σαν πελώρια αρκούδα, με μύες αρκετά μεγάλους για να τσακίσουν τοίχους. Στα χέρια του βαστούσε έναν δίκοπο πέλεκυ, τον οποίο ανέμιζε επικίνδυνα εμπρός του.
Εκείνος προσπαθούσε να ξεφύγει από τον αγριάνθρωπο, τρέχοντας ανάμεσα σε χτίρια και κόσμο –κόσμο ο οποίος μαχόταν, με δόρατα, ξίφη, κεφαλοθραύστες και τσεκούρια, λες και γινόταν πόλεμος–, αλλά αποτυχαίνοντας να χαθεί απ’τα μάτια του κυνηγού του… που ίσως να μην τον έβλεπε, τελικά, παρά να τον οσμιζόταν. Όπως τα σκυλιά μυρίζονται το θήραμα.
Όμως δεν μπορούσε να τον αφήσει να τον προλάβει· θα του έκανε μεγάλο κακό! Έτσι, συνέχισε να τρέχει, αναζητώντας βοήθεια από τους μαχόμενους και μη λαμβάνοντας καμία· άπαντες τον αγνοούσαν. Ο αγριάνθρωπος πετάχτηκε μπροστά του, με μια οργισμένη λάμψη στα μάτια, και διέγραψε ακόμα ένα ημικύκλιο με τον πέλεκυ που βαστούσε –ένα ημικύκλιο η ακτίνα του οποίου τον έφτασε!
Πόνος στο δεξί του χέρι. Τόσο δυνατός πόνος.
Ο Κάφελ τινάχτηκε, με μια φωνή. Ήταν καταϊδρωμένος και η αναπνοή έβγαινε με δυσκολία απ’το στέρνο του.
Πού είμαι; Κοίταξε τον περιβάλλοντα χώρο. Βρισκόταν επάνω σ’ένα κρεβάτι, μέσα σ’ένα ημιφωτισμένο δωμάτιο, που μύριζε σαν από βοτάνια. Δίπλα του καθόταν μια κοπέλα. Γνωστή.
«Ζιάλα…» έκρωξε ο Κάφελ, νιώθοντας το λαιμό του ξερό.
Εκείνη άπλωσε το χέρι της και παραμέρισε τα μαλλιά απ’το ιδρωμένο του μέτωπο. «Πώς είσαι;» ρώτησε. «Έχεις ακόμα πυρετό,» είπε, σφίγγοντας τα χείλη. «Θες λίγο νερό;»
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Κάφελ. Και, καθώς η Ζιάλα σηκώθηκε: «Τι… τι μέρος είν’αυτό; Έχουμε πεθάνει;» Μέσα στο δωμάτιο μπορούσε να δει μια μικρή, ξύλινη βιβλιοθήκη και έναν πάγκο με διάφορα μαντζούνια επάνω.
«Έτσι είναι οι νεκροί;» του είπε η Ζιάλα, πλησιάζοντας τον πάγκο και γεμίζοντας ένα ποτήρι με νερό από μια κρυστάλλινη καράφα.
«Ξέρεις εσύ πώς είναι;»
«Όχι, χαζέ, δεν ξέρω, αλλά μπορώ να καταλάβω ότι είμαι ζωντανή,» αποκρίθηκε, επιστρέφοντας, για να καθίσει κοντά του. «Κι αφού εγώ είμαι ζωντανή, το ίδιο είσαι κι εσύ. Ορίστε.» Πρότεινε το ποτήρι προς το μέρος του.
Ο Κάφελ έκανε να υψώσει το δεξί του χέρι, για να το δεχτεί. Και διαπίστωσε πως δεν είχε πια χέρι από τον αγκώνα και κάτω. Ένας λευκός, αιματοβαμμένος επίδεσμος ήταν δεμένος επάνω στο κομμένο σημείο.
«Θεοί…!» μουρμούρισε. «Θεοί… δεν ήταν όνειρο…» Ξεροκατάπιε. Έστρεψε το βλέμμα απ’την άλλη, στον τοίχο. «Θεοί…»
«Κάφελ, πιες,» του είπε η Ζιάλα, σιγανά· η φωνή της ακουγόταν πνιχτή. «Με το άλλο σου χέρι.»
Εκείνος την κοίταξε. «Με κοροϊδεύεις;» φώναξε. «Θεοί… Μα τον Επουράνιο Βάνραλ, ποιος με πήρε απο κεί; Τι έγινε;»
«Εγώ σε πήρα απο κεί,» είπε η Ζιάλα, ακόμα προτείνοντας το ποτήρι προς το μέρος του. «Και ο Νάλβαν. Και η πολεμίστρια Σερκάλιν, η οποία σκότωσε εκείνο το ζώο. Σε παρακαλώ, πιες. Θα σου κάνει καλό και στον πυρετό.»
«Έπρεπε να με είχατε αφήσει,» αποκρίθηκε ο Κάφελ, νιώθοντας μια πικρία να τον γεμίζει. «Πώς διάολο θα…;» Ύψωσε το δεξί του χέρι… που δεν είναι πια χέρι. Βάνραλ, πώς θα ζήσω έτσι; Άφησε το κομμένο του μέλος να πέσει ξανά. «Τι θα κάνω;»
«Κάφελ, είσαι ζωντανός, τουλάχιστον,» του είπε η Ζιάλα. «Πιες λίγο…»
Εκείνος άρπαξε απότομα το ποτήρι, με το αριστερό του χέρι, και ήπιε το νερό μονοκοπανιά. Ύστερα, της επέστρεψε το άδειο σκεύος, και αναστέναξε βαριά. Το κεφάλι του τον πονούσε, το στήθος του ήταν βαρύ, ένα πέτρινο χέρι συνέθλιβε την καρδιά του, ένας κόμπος υπήρχε στο στομάχι του, τα δεξιά του πλευρά –που τώρα θυμόταν ότι είχαν τραυματιστεί στη μάχη– τον λόγχιζαν, παρότι αισθανόταν πως ήταν δεμένα με κάποιον επίδεσμο. Σκατά είμαι… Και το πιο παράξενο απ’όλα ήταν ότι νόμιζε πως το κομμένο του χέρι υπήρχε ακόμα! Θάχω αρχίσει να τρελαίνομαι, σίγουρα…
Η Ζιάλα ακούμπησε το ποτήρι σ’ένα τραπεζάκι, παραδίπλα. «Κάφελ, είσαι ζωντανός. Μην–»
«Ζωντανός!» Ύψωσε πάλι το ακρωτηριασμένο του μέλος. «Ζωντανός! Χωρίς χέρι! Τι στον Σάλ’γκρεμ’ρωθ θα κάνω, μπορείς να μου πεις; Δεν είμαι αριστερόχειρας, Ζιάλα. Δεν μπορώ να κρατήσω ούτε ραβδί οδοιπορίας με τ’αριστερό μου χέρι!» Αναστέναξε.
«Σίγουρα, θα υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται για σένα, Κάφελ, που δε θα ήθελαν να είχες πεθάνει–»
Κοίταξε τον τοίχο πάλι. «Σ’αυτά τα χάλια, κανείς δε θα θέλει να με ξαναδεί, έτσι κι αλλιώς· και δε γουστάρω να ζω από την ελεημοσύνη κανενός!»
«Μα, δε θα χρειαστεί,» του είπε η Ζιάλα. «Έμπορος δεν είσαι; Μπορείς ακόμα να είσαι έμπορος. Να διαπραγματεύεσαι, να πουλάς, να προσλαμβάνεις κόσμο για να δουλέψει για σένα. Τίποτα δε σε σταματά. Σε παρακαλώ, μην αισθάνεσαι έτσι.» Άγγιξε τον ώμο του. «Μην αισθάνεσαι έτσι. Κι αν θέλεις τη βοήθειά μου, σε οτιδήποτε, πες μου…»
Ο Κάφελ αναστέναξε, κοιτάζοντας ακόμα τον τοίχο. Όλοι τώρα αυτό θα του έλεγαν. Όλοι θα προθυμοποιούνταν να τον βοηθήσουν. Γιατί ήταν ανάπηρος. Θα τον λυπόνταν και θα προθυμοποιούνταν να τον βοηθήσουν. Μα, δε θέλω τη βοήθειά τους!
«Είσαι παντρεμένος;»
Η Ορίαναλ. Τι θα πει όταν με δει έτσι; Εκείνη παραπονιόταν ότι ήταν λιγάκι παχύς στην κοιλιά. Τώρα… «Όχι, δεν είμαι,» είπε ξερά.
«Δεν υπάρχει κάποια στη ζωή σου;»
«Δε θα θέλει ούτε να με κοιτάξει σ’ετούτα τα χάλια…» Και στράφηκε να την αντικρίσει. «Γιατί με ρωτάς αυτά τα πράγματα;» είπε. «Δε φτάνει που είμαι… είμαι ακρωτηριασμένος; Πρέπει να… να…»
Είδε τη Ζιάλα να κάνει πίσω, σα να την είχε τρομάξει με την αντίδρασή του. «Με συγχωρείς,» είπε εκείνη, και σηκώθηκε από την άκρια του κρεβατιού. «Δεν ήθελα να σε κάνω να αισθανθείς… Αλλά, αν αυτή η γυναίκα νοιάζεται για σένα, Κάφελ, δε θα είναι τόσο μικρόψυχη, ώστε να μη θέλει να σε ξαναδεί επειδή τραυματίστηκες! Πολέμησες γενναία, εξάλλου. Χίμησες σ’εκείνο το ζώο, για να βοηθήσεις τη Σερκάλιν. Δεν είναι μικρό πράγμα. Ποιος άλλος θα τολμούσε;»
Ο Κάφελ ένιωσε το πέτρινο χέρι να χαλαρώνει γύρω απ’την καρδιά του. Ναι, είχε πολεμήσει ενάντια στους εισβολείς με όλες του τις δυνάμεις, είχε πολεμήσει ενάντια στους φονιάδες αθώων ανθρώπων, ενάντια στους φονιάδες του Ήρενκαρ. Αλλά την Ορίαναλ δε θα την ενδιαφέρει αυτό. Ήταν βέβαιος. Θα τον έβλεπε ως τερατούργημα τώρα. Το πέτρινο χέρι έσφιξε πάλι την καρδιά του.
Η Ζιάλα κάθισε δίπλα του, όπως και πριν, και λίγο πιο κοντά του. «Όλα θα πάνε καλά, θα δεις.»
Ο Κάφελ βρήκε το κουράγιο να χαμογελάσει, αχνά. «Εντάξει,» αποκρίθηκε, «δε χρειάζεται να με παρηγορείς άλλο. Αρκετά σ’έχω κουράσει, Ζιάλα. Σ’ευχαριστώ για ό,τι έκανες.»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Δεν ήταν τίποτα. Και δεν ήταν κούραση.» Έσκυψε και φίλησε το μάγουλό του. «Μακάρι να μπορούσα να κάνω περισσότερα.»
Οι ματιές τους συναντήθηκαν, για λίγο. Ο Κάφελ αισθάνθηκε μια βουβή αλλά δυνατή επικοινωνία ανάμεσα σ’εκείνον και τη Ζιάλα. Το βλέμμα στα μαύρα της μάτια δεν ήταν μονάχα ένα βλέμμα οίκτου· δεν ήταν καθόλου ένα βλέμμα οίκτου.
«Ζιάλα…» είπε. «Φιλάς πολύ γλυκά.»
Εκείνη κοκκίνισε, χαμογελώντας. «Αυτό δεν είναι το καλύτερό μου φιλί,» αποκρίθηκε, σιγανά, κοιτάζοντάς τον από τις άκριες των ματιών της.
Ο Κάφελ γέλασε, αναλογιζόμενος ότι η Ζιάλα ήταν η πιο ατίθαση από τις ακόλουθους της Ιέρειας Ριλάνα. «Το φαντάζομαι.»
Εκείνη κοκκίνισε περισσότερο. Πήρε το άδειο ποτήρι από το τραπεζάκι και είπε: «Θέλεις να σου φέρω κι άλλο νερό; Σε βλέπω καλύτερα, αφότου ήπιες…»
Η όψη του Κάφελ σοβάρεψε. «Όχι, δε θέλω. Πες μου τι έγινε με τη μάχη και πού είμαστε τώρα.»
«Ο στρατός του Μόρντεναρ νίκησε. Έχει πάρει την πόλη. Εμείς βρισκόμαστε στο κατάστημα του Νεκρολάτρη. Η Ιέρεια Ριλάνα μάς οδήγησε εδώ, για προστασία. Μέχρι στιγμής, δεν έχει εισβάλει κανένας.»
«Πόση ώρα είμαι εκτός;»
«Κοίτα… τώρα, απ’ό,τι υπολογίζω, πρέπει νάναι πρωί. Δεν έχει και παράθυρο εδώ μέσα, για να δω.»
«Εσύ με φυλούσες όλη τη νύχτα;»
Η Ζιάλα ένευσε.
«Τι να πω; Σ’ευχαριστώ και πάλι, Ζιάλα. Οι άλλοι πώς είναι; Είναι όλοι καλά;»
«Ναι. Μονάχα η Σερκάλιν ήταν τραυματισμένη, αλλά ο Νεκρογνώστης φρόντισε τα τραύματά της.»
«Νεκρολάτρη, δεν τον λένε;»
«Όχι, αυτός είναι άλλος.»
«Τι μυστήρια ονόματα…»
Η Ζιάλα μειδίασε. «Ναι.» Ύστερα, σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Α, και τώρα που το θυμήθηκα, η ιέρεια μού είχε ζητήσει να τη φωνάξω μόλις θα ξυπνούσες. Θα επιστρέψω αμέσως, εντάξει; Θέλεις κάτι, όσο θα λείπω; Νερό;»
«Ναι, βάλε μου νερό.»
Η Ζιάλα γέμισε το ποτήρι από την κρυστάλλινη καράφα, και του το έδωσε. Ύστερα, βγήκε απ’το δωμάτιο.
Ο Κάφελ περίμενε, πίνοντας αργά και αναλογιζόμενος τα όσα είχαν συμβεί. Αναρωτήθηκε τι να είχε γίνει ο Ζένκαρ, ο παλαίμαχος της Φεν εν Ρωθ, ο Άρχοντας Δάρβαν, η Αρχόντισσα Ζιάθραλ, η κυρία Νέλα, η κόρη της η Σίφραλιν, ο Διοικητής Έγκναρμ και ο Διοικητής Νάργκιρ, και αυτός ο φίλος του Αντικαταστάτη Έπαρχου, ο οποίος λεγόταν Χάργκελ ο Αγριόγατος. Ήταν ζωντανοί; Είχαν σκοτωθεί; Βρίσκονταν στη δική του κατάσταση, τραυματισμένοι ανεπανόρθωτα;
Όταν η Ζιάλα επέστρεψε, δεν έφερε μαζί της μόνο τη Ριλάνα, αλλά και τον Νεκρολάτρη.
«Κάφελ,» είπε η ιέρεια της Βιρκάνθα, «βλέπω αναρρώνεις καλά. Πώς αισθάνεσαι;»
«Σαν ακρωτηριασμένος,» αποκρίθηκε εκείνος.
«Μη γίνεσαι ειρωνικός,» είπε η Ριλάνα. «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για σένα. Και εμείς και οι καταστηματάρχες.»
«Μην το παίρνεις προσωπικά, ιέρεια· απλά, είμαι χάλια.»
«Κατανοητό, κύριε,» τον διαβεβαίωσε ο Νεκρολάτρης. «Πάντως, αν υπάρχει κάτι που θέλετε, το οποίο βρίσκεται εντός των δυνάμεών μας, να ξέρετε πως, ευχαρίστως, θα σας το προσφέρουμε.»
«Ένα καινούργιο χέρι μπορείτε να μου δώσετε;»
«Αυτό είναι λιγάκι δύσκολο,» είπε ο Νεκρολάτρης, αλλά ο Κάφελ νόμισε πως είδε μια γυαλάδα στα μάτια του, σαν να μη μιλούσε ειρωνικά, σαν όντως να μπορούσε να του δώσει ένα καινούργιο χέρι και όντως αυτό να ήταν δύσκολο. Όμως, μάλλον, είναι της ιδέας μου…
«Μια άλλη ερώτηση, να κάνω;»
«Ασφαλώς.»
«Γιατί αισθάνομαι ότι το χέρι μου ακόμα υπάρχει; Έχω τρελαθεί;»
«Όχι,» αποκρίθηκε ο Νεκρολάτρης. «Πρόκειται για νευρική αντίδραση του σώματός σας. Είναι απόλυτα φυσιολογικό.»
Αυτό τον καθησύχασε κάπως. Μπορεί να έχω χάσει το χέρι μου, αλλά όχι και το μυαλό μου.
«Θέλεις κάτι άλλο, Κάφελ;» τον ρώτησε η Ριλάνα.
«Να μάθω τι συνέβη στην πόλη. Έχετε πληροφορηθεί τίποτα; Ζει ο Άρχοντας Δάρβαν; Και, ξέρετε τι απέγινε η κυρία Νέλα, η σύζυγος του Διοικητή Έγκναρμ, αλλά και ο διοικητής ο ίδιος;»
«Ο Άρχοντας Δάρβαν, η Αρχόντισσα Ζιάθραλ, και η κόρη τους βρίσκονται εδώ,» του είπε η Ριλάνα, «καθώς επίσης και η κυρία Νέλα. Η τύχη του Διοικητή Έγκναρμ, δυστυχώς, αγνοείται· μάλλον, είναι νεκρός. Νεκροί, επίσης, είναι ο Διοικητής Νάργκιρ, ο Χάργκελ ο Αγριόγατος, η κόρη της κυρίας Νέλα, και χιλιάδες άνθρωποι, στρατιώτες και μη. Οι λεηλασίες ακόμα δεν έχουν τελειώσει, Κάφελ, και έχει ξημερώσει.»
«Πώς ήρθαν εδώ ο Άρχοντας Δάρβαν και οι άλλοι;» απόρησε εκείνος.
«Ένας φίλος μάς τους έφερε,» εξήγησε ο Νεκρολάτρης.
«Τι φίλος; Ποιος;»
«Αποκλείεται να τον γνωρίζεις, ούτως ή άλλως. Ιέρεια Ριλάνα, δεν πηγαίνουμε;»
Εκείνη ένευσε, και πλησίασε την πόρτα, μαζί με τον Νεκρολάτρη. «Ζιάλα,» είπε, «θέλεις να σε αντικαταστήσει κάποιος άλλος, για να ξεκουραστείς;»
«Όχι, Σεβασμιότατη,» αποκρίθηκε η κοπέλα. «Μπορώ να καθίσω πολύ ακόμα, νομίζω.»
Η Ριλάνα και ο Νεκρολάτρης έφυγαν.
«Ποιος είναι αυτός ο ‘φίλος’;» ρώτησε ο Κάφελ τη Ζιάλα.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και κάθισε δίπλα του. «Δεν ξέρω. Τώρα το έμαθα κι εγώ. Μάλλον, όμως, είναι εκείνος που περίμενε ο Νεκρολάτρης.»
Ο Κάφελ συνοφρυώθηκε. Αυτός που έκανε τις φασαρίες, μέσα στο στρατόπεδο του Μόρντεναρ;
*
«Βρήκαμε τον Αρχιμαχητή Θάνεμιρ και την Ιέρεια Ετρέσσα, Άρχοντά μου. Είναι σε μια ταβέρνα, στην Κάτω Οδό Εμπορίου,» ανέφερε ο στρατιώτης, στεκόμενος μπροστά από τον Θρόνο της Έριγκ.
Ο Μόρντεναρ δεν είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ· καθόταν εδώ, περιστοιχισμένος από τους φρουρούς του και πνιγμένος στις σκέψεις του: Τι βοήθεια μπορούσε να περιμένει από τους περιέργους καταστηματάρχες του Ρελ εν Ρωθ; Πώς θα αντιμετώπιζε τον νεκρενοικημένο, αν αυτοί δεν του πρόσφεραν καμία ουσιαστική λύση; Ποιους θα όριζε για καινούργιους διοικητές στο στρατό του; Ήταν όλοι τους αδοκίμαστοι μαχητές! Αμφέβαλλε αν κανένας από τους παλαίμαχους αρχηγούς των Πολέμων είχε απομείνει.
Και τώρα, καθώς το πρωινό φως έμπαινε από τις σχισμάδες των πατζουριών, είχαν έρθει ετούτα τα νέα. Ο Θάνεμιρ και η Ετρέσσα, ζωντανοί.
«Τι κάνουν εκεί, στρατιώτη;» απαίτησε. «Γιατί δεν είναι στο παλάτι;»
«Δεν ξέρω, Άρχοντά μου.»
«Πρόσταξέ τους να τσακιστούν και να έρθουν εδώ, σ’εμένα. Τώρα.»
Ο πολεμιστής υποκλίθηκε, και εγκατέλειψε την αίθουσα του θρόνου.
Γιατί έφυγαν; σκέφτηκε ο Μόρντεναρ, ακουμπώντας το σαγόνι στη δεξιά του γροθιά. Και η απάντηση ήρθε λογικά στο νου του: Μα, για ποιον άλλο λόγο; Επειδή ήθελαν να σώσουν τα τομάρια τους από τον δολοφόνο. Και είναι κι οι δυο τους βετεράνοι από τους Πολέμους, οι δειλοί! Εγκαταλείπουν έτσι τον Άρχοντά τους; Θα τιμωρηθούν γι’αυτό!
Μια πολεμίστρια μπήκε στην αίθουσα, βαδίζοντας βιαστικά, σχεδόν τρέχοντας. Ήταν ξανθιά, με κοντά μαλλιά, και ο Μόρντεναρ παρατήρησε πως είχε ένα πορφυρό σημάδι στο αριστερό μάτι. «Άρχοντά μου!» Υποκλίθηκε. «Ο Άρχοντας Δάρβαν απέδρασε.»
Ο Μόρντεναρ έσφιξε τη γροθιά του και σηκώθηκε από το θρόνο, στεκόμενος ευθυτενής επάνω στο βάθρο. Απέδρασε! «Πώς;»
«Δεν ξέρουμε ακριβώς, Άρχοντά μου–»
«Οι φρουροί του είναι νεκροί;»
«Όχι. Απλά… εξαφανίστηκε. Πολλοί λένε ότι έφυγε απ’το παράθυρό του.»
«Δεν τον είχατε αρκετά ψηλά;»
«Τον είχαμε, Άρχοντά μου. Θα ήταν αυτοκτονία να προσπαθήσει να κατεβεί απο κεί πέρα· θα τσακιζόταν, κανονικά.» Και πρόσθεσε, με φοβισμένη φωνή: «Λένε ότι ο δαίμονας τον πήρε.»
Τώρα βοηθάει και τους αιχμαλώτους μου να αποδράσουν! Τούτος ο δολοφόνος ήταν το χειρότερο πράγμα που του είχε τύχει ποτέ. Ο Μόρντεναρ είχε δώσει μάχες και μάχες, μα μια τόσο δύσκολη μάχη δεν είχε ξαναδώσει! Ήταν μια μάχη όπου δεν μπορούσε να δει τον εχθρό, ο οποίος δεν προσπαθούσε να τσακίσει το στρατό του, αλλά τη διοίκηση αυτού και το ηθικό του, χωρίς να εμφανίζεται καθόλου, ή εμφανιζόμενος μονάχα στιγμιαία και, αμέσως μετά, εξαφανιζόμενος μέσα στο σκοτάδι, σαν φάντασμα.
«Ελέγξτε και το δωμάτιο της Αρχόντισσας Ζιάθραλ,» πρόσταξε. «Καθώς επίσης και το δικό μου δωμάτιο, να δείτε αν η κυρία Νέλα είναι ακόμα εκεί.»
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει, και ήταν αυτή που περίμενε. Η πολεμίστρια επέστρεψε και, με ταραγμένο βλέμμα και όψη, ανέφερε: «Λείπουν, Άρχοντά μου, και οι δύο.»
«Οι φρουροί τους; Ζωντανοί;»
«Μάλιστα, Άρχοντά μου. Ο… ο δαίμονας πρέπει να τις πήρε κι αυτές.»
«Στα Σαγόνια του Σάλ’γκρεμ’ρωθ αυτός ο δαίμονας!» φώναξε ο Μόρντεναρ. «Είστε απρόσεκτοι, όλοι σας!» Σηκώθηκε απ’το θρόνο και κατέβηκε τα σκαλοπάτια του βάθρου.
«Άρχοντά μου…» Η πολεμίστρια έκανε μερικά βήματα όπισθεν.
«Ακόμα κι απ’τα παράθυρα να τους πήρε, πρέπει σίγουρα να πέρασε από τον κήπο! Τι έκαναν οι φύλακες που βρίσκονταν εκεί; Είχαν αποκοιμηθεί, ή μπεκροπίνανε;»
«…Άρχοντά μου. Θ’αναζητήσω ευθύνες, αν το επιθυμείτε. Θα βρω ποιοι φυλούσαν, χτες βράδυ.»
«Πώς σε λένε;»
«Νηρέκα, Άρχοντά μου.»
«Οργάνωσε τις φρουρές του παλατιού, Νηρέκα, όσο καλύτερα μπορείς,» πρόσταξε ο Μόρντεναρ. «Αν με απογοητεύσεις, θα τιμωρηθείς. Αν η δουλειά σου είναι καλή, θα σε ανταμείψω.»
Η πολεμίστρια υποκλίθηκε. «Θα βάλω τα δυνατά μου, Άρχοντά μου,» υποσχέθηκε.
«Και ψάξτε την πόλη, για να βρείτε τους αιχμαλώτους. Καθώς και γύρω από την πόλη. Αν έχουν βγει, δε μπορεί να έχουν πάει και πολύ μακριά.»
*
Ο Θάνεμιρ έβαλε τα πόδια του πάνω στο τραπέζι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ. Κάηκε λιγάκι και μόρφασε. Ύστερα, φύσηξε το ρόφημα μερικές φορές και ξανάπιε. Ο καταραμένος ο ταβερνιάρης τού το είχε δώσει ζεστό-καυτό.
Έριξε μια ματιά στην Ετρέσσα, δίπλα του. Η ιέρεια είχε ακουμπήσει τα μποτοφορεμένα της πόδια σε μια καρέκλα και κοιμόταν. Είχε μεθύσει άσχημα, ό,τι κι αν έλεγε.
Στην υπόλοιπη ταβέρνα, οι στρατιώτες δε βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση, παρατηρούσε ο Θάνεμιρ, καθώς ρουφούσε τον καφέ του, αργά και προσεκτικά. Όλοι τους κοιμόνταν, ή ήταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, χτυπημένοι στο κεφάλι από τα ποτά που είχαν καταναλώσει, με την εξαίρεση ορισμένων που έπιναν τσάι ή καφέ, για να συνέλθουν, και τα μάτια τους ερευνούσαν τον περιβάλλοντα χώρο. Αυτοί είναι προσεκτικοί, σαν κι εμένα, σκέφτηκε ο Θάνεμιρ. Οι άλλοι είναι ηλίθιοι. Στη Φεν εν Ρωθ, άμα γινόσουν πίτα απ’το μεθύσι, μπορεί την επομένη να έβρισκες το κεφάλι σου πεταμένο κάπου μακριά απ’το υπόλοιπό σου σώμα, είτε επειδή είχες τσαντίσει το διοικητή σου είτε επειδή οι εχθροί είχαν επιτεθεί όσο είχες τα χάλια σου. Ο Θάνεμιρ ποτέ δε γινόταν τύφλα· φρόντιζε να μην πίνει τόσο ώστε να χάνει τα λογικά του.
Άπλωσε το δεξί χέρι και άγγιξε τον ώμο της Ετρέσσα, ταρακουνώντας την. «Μέρα!» της είπε. «Θες καφέ;»
«Τι;…» Εκείνη βλεφάρισε κι έτριψε τα μάτια της. Χασμουρήθηκε. «Τι ώρα είναι;»
«Πρωί.»
«Χέσε μας, τότε· ξημερώματα με πήρ’ ο ύπνος. Βλέπε μην πλησιάσει κανένας ύποπτος…» Πήρε βολική θέση επάνω στις καρέκλες της και έκλεισε τα μάτια, σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά της.
Ο Θάνεμιρ αναστέναξε και ήπιε καφέ. Τι καθόμαστε τώρα εδώ, σαν μπεκρήδες; αναρωτήθηκε. Όλη αυτή είναι μια μεγάλη ανοησία. Δεν έπρεπε να φύγουμε απ’το παλάτι.
Ένας στρατιώτης μπήκε στην ταβέρνα. Ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα: ξεμέθυστος και ευθυτενής, σε αντίθεση μ’όλους τους μεθυσμένος και σκυμμένους πάνω στα τραπέζια θαμώνες. Σαν απεσταλμένος έμοιαζε. Έριξε μια ματιά τριγύρω και το βλέμμα του σταμάτησε στον Θάνεμιρ. Πλησίασε. Για μένα ήρθε.
«Ο Αρχιμαχητής Θάνεμιρ;»
Η Ετρέσσα άνοιξε τα μάτια διάπλατα. Ταραγμένη. Τι την έπιασε; Ο άντρας δε μίλησε τόσο δυνατά, ώστε να την τρομάξει!
«Το ξέρεις ότι είμ’ εγώ. Λέγε, τι είναι;»
Ο στρατιώτης απευθύνθηκε στην ιέρεια. «Η Ιέρεια Ετρέσσα;»
Η γυναίκα ένευσε, κοφτά, μοιάζοντας να σκέφτεται κάτι άλλο. Είχε ξυπνήσει τελείως. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, και η έκφραση του προσώπου της πρόδιδε ότι βρισκόταν σε πλήρη εγρήγορση.
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ σάς θέλει και τους δύο στο παλάτι. Αμέσως,» είπε ο στρατιώτης.
«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Ετρέσσα, προτού προλάβει να μιλήσει ο Θάνεμιρ, «θα έρθουμε, σε λίγο.»
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ σάς θέλει αμέσως, Σεβασμιότατη,» τόνισε ο πολεμιστής.
Η Ετρέσσα σηκώθηκε από τις καρέκλες όπου είχε κοιμηθεί· δεν ήταν καθόλου μεθυσμένη. «Επίστρεψε στον Άρχοντα Μόρντεναρ και πες του ότι θα έρθουμε το συντομότερο δυνατό, στρατιώτη. Μόλις ξυπνήσαμε! Θα συνέλθουμε και θα σπεύσουμε στο παλάτι.»
«Πολύ καλά,» είπε ο άντρας. «Και με συγχωρείτε για τον τόνο, Σεβασμιότατη, μα ο Άρχοντας μοιάζει να επείγεται.»
«Το καταλαβαίνω,» αποκρίθηκε η Ετρέσσα. «Πες του, όμως, να μην ανησυχεί· θα πάμε να τον δούμε.»
Ο στρατιώτης ένευσε, και βγήκε απ’την ταβέρνα.
Η Ετρέσσα κάθισε.
«Κάτι δεν πάει καλά,» είπε ο Θάνεμιρ. «Μ’εσένα.»
«Είναι ώρα να φύγουμε απ’την πόλη.»
«Τι!» Τώρα δεν είχε αποκριθεί στο στρατιώτη ότι θα πήγαιναν να δούνε τον Μόρντεναρ; «Μετά από την επίσκεψη στο παλάτι;»
«Δε θα πάμε στο παλάτι. Θα πάρουμε άλογα και θα φύγουμε από τη βόρεια πύλη.»
«Μια στιγμή, για να καταλάβω: Μου προτείνεις να προδώσουμε τον Μόρντεναρ; Να γίνουμε λιποτάκτες;»
«Η νίκη του Μόρντεναρ είναι αμφίβολη,» είπε η Ετρέσσα. «Ο δολοφόνος βρίσκεται κοντά του, και ο βασιλικός στρατός όπου νάναι έρχεται. Ο Πολέμαρχος μού ζήτησε να φύγω.»
«Ο Πολέμαρχος…» είπε ο Θάνεμιρ. Και θυμήθηκε το ξαφνικό ξύπνημα της ιέρειας, πριν από λίγο. «Στον ύπνο σου;» Η Ετρέσσα ένευσε. «Τη στιγμή που ήρθε ο στρατιώτης;» Εκείνη ένευσε ξανά. «Δεν καταλαβαίνω. Ο Άνκαραζ επιθυμεί να εγκαταλείψουμε τον πόλεμο εναντίον του Εχθρού; Δεν είναι λογικό–»
«Υποστηρίζεις ότι ψεύδομαι, Θάνεμιρ;»
«Ετρέσσα, ο Άνκαραζ ήταν που μας έβαλε να αντιμετωπίσουμε τον Εχθρό στο Νότο. Και, μετά από την Έριγκ, σχεδιάζουμε να προελάσουμε νότια, στη Νουάλβορ.»
«Ο Πολέμαρχος γνωρίζει πότε μια μάχη είναι χαμένη,» αποκρίθηκε η Ετρέσσα· «όπως επίσης γνωρίζει και ότι ο πόλεμος δεν κρίνεται από μία μόνο μάχη, αλλά από τη γενικότερη στρατηγική των μαχόμενων.»
«Τότε, γιατί δε λέμε στον Μόρντεναρ τις σκέψεις μας;»
«Ο Κύριός μας δε με συμβούλεψε να πράξουμε έτσι.»
«Γιατί;»
«Είμαι ιέρεια, Θάνεμιρ, όχι θεά· δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς σκέφτεται ο Πολέμαρχος,» είπε η Ετρέσσα. «Ωστόσο, έχω τις υποψίες μου. Πιστεύεις ότι ο Μόρντεναρ θα εγκαταλείψει την Έριγκ, αν του το προτείνουμε;»
Έχει κάποιο δίκιο εδώ… έπρεπε να παραδεχτεί ο Θάνεμιρ.
«Κι ακόμα κι αν αποφασίσει να την εγκαταλείψει, τι θα κάνει μ’όλο του το στρατό; Θα τον πάει νότια; Μα, τότε, θα συναντήσει το Βασιληά, και δε θα έχει και τα τείχη της Έριγκ ως πλεονέκτημα. Θα τον πάει βόρεια; Προς τα πού, δηλαδή; Στα φρούρια των ακριτών; Ή θα κάνει τον κύκλο της Κεντρικής Νορβήλιας Οροσειράς;»
«Φαίνεται χαζό, ύστερα από όλα τούτα. Καταλαβαίνω τι λες,» συμφώνησε ο Θάνεμιρ. «Ναι, ο Μόρντεναρ αποκλείεται να φύγει. Αν μη τι άλλο, από εγωισμό. Δεν κατέκτησε την Έριγκ για να την αφήσει απ’τα χέρια του, έτσι απλά.»
«Και τούτη θα είναι η καταστροφή του. Ο Πολέμαρχος το ξέρει, κι έχει αποστρέψει το Θείο του Βλέμμα από τον Μόρντεναρ.»
«Ενώ θέλει να σώσει εμάς; Τι περιμένει από εμάς, Ετρέσσα;»
«Αυτό δεν έχουμε παρά να το ανακαλύψουμε. Τώρα, θα πρότεινα να μη χάνουμε άλλο καιρό, Αρχιμαχητή.» Η ιέρεια σηκώθηκε από την καρέκλα της.
*
Είχε έρθει μεσημέρι, και ο Μόρντεναρ έπαιρνε το γεύμα του, στην αίθουσα του θρόνου, περιστοιχισμένος από φρουρούς. Απεχθανόταν ετούτη την κατάσταση· τον έκανε να αισθάνεται σαν δειλός, πράγμα που, αναμφίβολα, δεν ήταν. Όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος ν’αντιμετωπίσει τον νεκρενοικημένο· έναν δειλό, που σκοτώνει όταν οι άλλοι δεν κοιτάζουν, μονάχα με δειλές μεθόδους μπορείς να τον αντιμετωπίσεις. Αλλά εξακολουθούσε να είναι ενοχλητικό. Πολύ.
Προς στιγμή, σταμάτησε να τρώει και σκούπισε το στόμα του. Έκανε νόημα σε μια πολεμίστρια να πλησιάσει.
«Ναι, Άρχοντά μου;» υποκλίθηκε εκείνη.
«Βρες το στρατιώτη που πρόσταξα να φωνάξει τον Αρχιμαχητή Θάνεμιρ και την Ιέρεια Ετρέσσα. Τι έχει γίνει κι ακόμα δεν έχουν παρουσιαστεί αυτοί;»
«Δεν ξέρω, Άρχοντά μου. Πηγαίνω να μάθω.»
Ο Μόρντεναρ συνέχισε το γεύμα του, ακούγοντας τα μποτοφορεμένα της πόδια να ηχούν επάνω στο λιθόστρωτο της αίθουσας. Ο Θάνεμιρ και η Ετρέσσα… Τι δειλοί που ήταν κι αυτοί! Είχαν εξαφανιστεί, μόλις ο δολοφόνος είχε αρχίσει να σκοτώνει, αντί να προσπαθήσουν να τον αντιμετωπίσουν! Τόσο πολύ έχουν διαβρωθεί όλοι τους; Πόσοι πραγματικοί πολεμιστές απομένουν πλέον; θα ήθελα πολύ να μάθω! Ήπιε νερωμένο κρασί από μια μεγάλη κούπα.
Η πολεμίστρια δεν άργησε να επιστρέψει. «Άρχοντά μου,» ανέφερε, «ο στρατιώτης μού είπε ότι τους έχει ειδοποιήσει από το πρωί. Κανονικά, θα έπρεπε να ήταν εδώ.»
Μάλιστα, σκέφτηκε ο Μόρντεναρ. Ώστε αρνούνται να με συναντήσουν. Ή, μήπως, φοβούνται τόσο πολύ; Φοβούνται ότι θα πεθάνουν, μόλις πατήσουν σε τούτο το παλάτι; Χίλιοι δαίμονες να τους πάρουν!
Σηκώθηκε. «Συγκεντρώστε στρατιώτες και πηγαίνετε να ψάξετε γι’αυτούς. Όταν τους βρείτε, φέρτε τους σε μένα πάραυτα, ακόμα κι αν χρειαστεί να τους αλυσοδέσετε. Με καταλαβαίνεις;»
«Σαφέστατα, Άρχοντά μου.»
*
Ώρες πέρασαν και κανείς δεν του έφερε ούτε την Ετρέσσα ούτε τον Θάνεμιρ. Επομένως, όταν το απόγευμα ένας στρατιώτης πλησίασε, υποκλίθηκε, και ανέφερε πως η ιέρεια και ο Αρχιμαχητής είχαν φύγει από την πόλη, εκείνος δεν εξεπλάγη.
«Πήραν άλογα από έναν στάβλο στην αγορά, Άρχοντά μου, και μετά, βγήκαν από τη βόρεια πύλη, καλπάζοντας. Πρέπει να μας πρόδωσαν, τολμώ να πω…»
Όλο απίστευτα πράγματα συνέβαιναν από τότε που κατακτήθηκε η Έριγκ! Πρώτα, αυτός ο καταραμένος φονιάς είχε σφάξει σαν κοτόπουλα σχεδόν όλους τους διοικητές του Μόρντεναρ, μετά ο ίδιος μπάσταρδος είχε σώσει όλους τους σημαντικούς αιχμαλώτους, και τώρα ο Θάνεμιρ –ποιος; ο Θάνεμιρ! ο ελεεινός λεχρίτης!– και η Ιέρεια Ετρέσσα είχαν αποφασίσει να λιποτακτήσουν!
Όχι, αυτά τα πράγματα δε συνέβαιναν φυσιολογικά. Όταν μια πόλη πορθείται, η νίκη επέρχεται αυτομάτως. Μα τώρα, παρότι η πόλη είχε πορθηθεί, ο Μόρντεναρ είχε το άσχημο συναίσθημα ότι έχανε τη μάχη, και, μάλιστα, με πολύ γρήγορο ρυθμό!
Άνκαραζ! προσευχήθηκε στον Θεό του Πολέμου. Μ’εγκαταλείπεις, Άρχοντά μου; Γιατί; Δε σε υπηρέτησα καλά; Ποιο λάθος έγινε;
Όταν νύχτωνε, αποφάσισε να καλέσει τον καταραμένο γέρο, τον Νεκρογνώστη· γιατί, σύντομα, ο βασιλικός στρατός του θρασύδειλου Άργκελ θα ερχόταν, και ο Μόρντεναρ δεν θα άντεχε να έχει στην πλάτη του τον νεκρενοικημένο δολοφόνο –το στράτευμά του δε θα το άντεχε.
Ο καταστηματάρχης δεν άφησε τον Άρχοντα της Σέρνιντοκ να περιμένει· ήρθε στην αίθουσα του θρόνου μόλις εκείνος τον ζήτησε.
Ο Μόρντεναρ, καθισμένος στο Θρόνο της Έριγκ, τον ρώτησε: «Μου βρήκες λόγο για να μην ισοπεδώσω το μαγαζί σας;»
«Αυτό θα ήταν μεγάλο σφάλμα, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Νεκρογνώστης, τρίβοντας τα γένια του, σχετικά ανέμελα. Ο ξιπασμένος μυστικιστής! ακόμα δε δείχνει να φοβάται κανέναν και τίποτα. Όμως, αναμφίβολα, προσποιείται.
«Σας έδωσα αρκετό χρόνο για να… συνδιαλεχτείτε, δε σας έδωσα;» απαίτησε ο Μόρντεναρ. «Τώρα θα επιθυμούσα την απάντησή σας.»
«Φρονείτε, Άρχοντά μου, ότι είναι απλό να ξεφορτωθεί κανείς έναν νεκρενοικημένο δολοφόνο;»
«Δε ρώτησα αν είναι απλό. Και δε μ’απασχολεί πόσο απλό είναι. Μ’απασχολεί πόσο γρήγορα θα τον ξεπαστρέψετε!» Σηκώθηκε από το θρόνο του, κατέβηκε από το βάθρο, και βάδισε, για να σταθεί μπροστά από τον Νεκρογνώστη. «Δεν έχω μεγάλη υπομονή, γέρο.»
Τα μάτια του μυστικιστή τον ατένισαν με μια εκνευριστική εσωτερική γαλήνη. Πόση ψυχική δύναμη είχε αυτός ο άνθρωπος; Τίποτα δεν τον λύγιζε; Να έχει χάρη που τον χρειάζομαι, ειδάλλως θα τον είχα τσακίσει με τα ίδια μου τα χέρια.
Ο Νεκρογνώστης είπε: «Έχουμε βρει μια λύση στο πρόβλημά σας, Άρχοντά μου.»
Ενδιαφέρον… Τα μάτια του Μόρντεναρ στένεψαν. Ή, μήπως, ψεύδεται; Αλλά πώς να το καταλάβει κανείς, έτσι όπως ήταν γαλήνια η όψη του μυστικιστή;
«Πες μου περισσότερα γι’αυτή τη λύση,» τον παρότρυνε. Τώρα θα δούμε κατά πόσο λες αλήθεια…
«Ένας νεκρενοικημένος, Άρχοντά μου, βασίζεται στον νεκραδελφό του. Βέβαια, έχει και κάποια δική του εκπαίδευση –άριστη εκπαίδευση, για την ακρίβεια–, μα, χωρίς τον πνευματικό του σύντροφο, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένας συνηθισμένος δολοφόνος.»
«Και βρήκατε τρόπο για να εξουδετερώσετε τον νεκραδελφό του;»
«Ναι. Βρήκαμε τρόπο να τον… αποδιώξουμε από τούτα τα μέρη, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.»
«Πώς;»
«Είστε μυστικιστής, Άρχοντά μου;»
«Όχι, αλλά θέλω να ξέρω.» Δεν μπορούσε ακόμα να διακρίνει κάποιο ψέμα στα λόγια του Νεκρογνώστη, έτσι είχε αποφασίσει να ψάξει βαθύτερα. Αν ο γέρος ψευδόταν, τότε κάπου θα τραύλιζε, κάπου θα έλεγε μια ανοησία ή κάτι ασύνδετο…
«Βρήκαμε το όνομα του συγκεκριμένου νεκραδελφού.»
«Με τι τρόπο;»
«Ο νεκραδελφός σάς παρακολουθεί συνεχώς, Άρχοντά μου· ακόμα και τώρα που μιλάμε, μπορώ να αισθανθώ την αύρα του να περιτυλίγει τη δική σας. Έχοντας, λοιπόν, αυτή τη γνώση κατά νου, δεν ήταν δύσκολο να βρω το χρόνο, και την απαραίτητη ηρεμία, και να αυτοσυγκεντρωθώ, ώστε να συνομιλήσω μαζί του.»
«Κι εκείνος σου αποκάλυψε το όνομά του;» ρώτησε ο Μόρντεναρ, νιώθοντας λιγάκι άβολα από τα λόγια του μυστικιστή. Η αύρα αυτού του τέρατος με περιτυλίγει;
«Τον ξεγέλασα, ασφαλώς.»
«Πώς τον ξεγέλασες; Μη με κουράζεις, Νεκρογνώστη. Θέλω να ξέρω τα πάντα· σ’το είπα ήδη.»
«Άρχισα να κουβεντιάζω μαζί του, σχετικά με εκείνον. Οι νεκροί λατρεύουν να μιλάνε για τον εαυτό τους και για την περασμένη τους ζωή, Άρχοντά μου. Έτσι, κάποια στιγμή, του ξέφυγε το όνομά του.»
«Το οποίο είναι;»
«Χέντραλ.»
«Και μ’αυτό το όνομα μπορείς να τον προστάξεις;»
«Σαφώς,» είπε ο Νεκρογνώστης. «Βέβαια, θα χρειαστεί να κάνω μια τελετουργία, μαζί με τους άλλους καταστηματάρχες. Και, προτού με ρωτήσετε, αυτή η τελετουργία ονομάζεται Σάναβ ετ Ρωθ: δηλαδή, διωγμός των νεκρών.»
«Γιατί δεν την έχετε κάνει ακόμα;» Δε φαινόταν να υπήρχε ψέμα στα λόγια του μυστικιστή. Δεν επιθυμεί να με κοροϊδέψει, παρά να με βοηθήσει.
«Ήθελα πρώτα να μιλήσω μ’εσάς, Άρχοντά μου,» εξήγησε ο Νεκρογνώστης, «για να με διαβεβαιώσετε ότι το κατάστημά μας δε θα πάθει κανένα κακό.»
«Αυτό σ’το είχα πει ήδη,» αποκρίθηκε ο Μόρντεναρ. «Βοήθησέ με και θα σε βοηθήσω κι εγώ.»
«Καλώς,» είπε ο Νεκρογνώστης. «Χαίρομαι πολύ για τη συμφωνία μας.»
«Θα το αισθανθώ όταν θα έχετε διώξει αυτόν το νεκραδελφό;»
«Δυστυχώς, όχι· είναι αδύνατο. Μα, μην ανησυχείτε, ο νεκρενοικημένος θα έχει χάσει πλέον τις δυνάμεις του. Δε θα είναι τίποτα παραπάνω από ένας καλά εκπαιδευμένος φονιάς· θα μπορείτε να προφυλαχτείτε εύκολα απ’αυτόν.»
Θα το ανακαλύψω σύντομα, υποθέτω…
Ο στρατός σταμάτησε στη νότια όχθη. Τα νερά του ποταμού Μάρνελ ήταν ακόμα κρυσταλλωμένα, αλλά το κρύσταλλο είχε αρχίσει φανερά ν’αδυνατίζει, προμηνύοντας το λιώσιμό του ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα. Χιόνι δεν είχε πέσει καθόλου τις τελευταίες τρεις ημέρες. Τώρα ήταν απόγευμα, και ο ήλιος έγερνε πίσω απ’τα βουνά της Κεντρικής Νορβήλιας Οροσειράς.
Η Φερνάλβιν αφίππευσε. Τα τραύματά της είχαν αρχίσει να θεραπεύονται, και το κατέβασμα απ’το άλογο δεν την ενοχλούσε καθόλου, ούτε της ήταν δύσκολο. Ο Ζάρναβ, ωστόσο, που ήταν ακόμα έφιππος, της έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα. Εκείνη δεν τον κοίταξε παρά με την άκρια του δεξιού της ματιού, και ίσα που αντιλήφθηκε την αντίδρασή του· το δικό της βλέμμα ήταν καρφωμένο βόρεια, στην Έριγκ.
Φτάσαμε αργά. Πολύ αργά. Η πόλη κατακτήθηκε. Μπορούσε να δει σημαίες να κυματίζουν στα καταχτυπημένα τείχη και στο μισογκρεμισμένο παλάτι: σημαίες με το έμβλημα του αιμοβόρου θεού Άνκαραζ –το όρθιο, πορφυρό, ακτινοβόλο ξίφος. Η πύλη, πέρα από την πέτρινη γέφυρα, ήταν τσακισμένη, κατεστραμμένη, και στρατιώτες στέκονταν στο κατώφλι της, οπλισμένοι με βαλλίστρες και δόρατα, καθώς ατένιζαν το βασιλικό στρατό που καταυλιζόταν στην αντίπερα όχθη.
Η Ρικέλθη δε βρισκόταν μακριά από τη Φερνάλβιν. Καθόταν στη σέλα του αλόγου της, με τα χέρια της να σφίγγουν τη χειρολαβή, και σκεφτόταν τον Δάρβαν, τη Ζιάθραλ, και τη Φάλμα. Φανλαγκόθ! συλλογίστηκε, οργισμένη. Νόμιζα ότι έστειλες τον Νεκρομέμνονα για να αποτρέψει ακριβώς αυτό το πράγμα, την κατάκτηση της Έριγκ. Τι έκανες; Τι έκανε ο απεσταλμένος σου; Απέτυχε; Και ο γιος μου… είναι ζωντανός; Κι αν ναι, σε τι κατάσταση; Απ’ό,τι γνώριζε σχετικά με τους πολέμους –όχι πως ήξερε και πολλά πράγματα, δηλαδή· αλλ’αυτό ήταν περισσότερο πολιτικό θέμα, παρά θέμα στρατηγικής–, τους ευγενείς δεν τους σκότωναν, ούτε τους κακοποιούσαν… πολύ· τους κρατούσαν αιχμάλωτους, για να μπορέσουν να διαπραγματευτούν με τους συγγενείς τους, ή, τουλάχιστον, να ζητήσουν λύτρα. Έτσι, ευχόταν ότι ο Δάρβαν θα ήταν ζωντανός και καλά.
Αφίππευσε, και ο Έζβαρ αφίππευσε πλάι της.
«Αργήσαμε…» είπε η Ρικέλθη, παρατηρώντας πως ο Βασιληάς Άργκελ, ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ, ο Πρίγκιπας Νόρβορ, η Φερνάλβιν, ο Ζάρναβ, ο Άνγκεδβαρ, και ο Άραντιρ στέκονταν γύρω της, έχοντας άπαντες κατεβεί από τ’άλογά τους.
«Και συνέβη εκείνο που δε θέλαμε να συμβεί,» πρόσθεσε ο Άργκελ· μέσα από τα λόγια του, θα νόμιζε κανείς ότι ακουγόταν μια υπονοούμενη κατάρα που ο Μονάρχης του Νόρβηλ ήταν πολύ ευγενικός για να αρθρώσει εν τη παρουσία όλων των υπολοίπων.
«Από την αρχή ήμουν της άποψης ότι, αν δεν προλαβαίναμε την κατάκτηση, τα πάντα θα πήγαιναν στραβά. Σας είχα προειδοποιήσει, μα κανείς, τότε, δε με άκουσε…»
Η φωνή είχε έρθει από πίσω, και ήταν βραχνή και γεμάτη σαρκασμό και πικρία. Άπαντες στράφηκαν, για να δουν τον Δράκαρχο Κέλσοναρ να πλησιάζει, ντυμένος με την επίσημή του αρματωσιά και φέρνοντας μαζί του τη δράκαινά του, την οποία αποκαλούσε Σφ’έαρ. Οι υπόλοιποι δράκαρχοι βρίσκονταν στο κατόπι του…
…ανάμεσά τους και ο Χάφναρ, ο οποίος είχε ταραχτεί από τα λόγια του Κέλσοναρ. Αυτός ο άνθρωπος είναι πιο θρασύς απ’ό,τι περίμενα. Να μιλά στο Βασιληά και στους ισχυρότερους ευγενείς του Βασιλείου με τέτοιο τρόπο! Ποιος νομίζει ότι είναι; Ναι, είμαστε δράκαρχοι, είμαστε κάτι ξεχωριστό, αλλά τούτο δε σημαίνει ότι πρέπει να στερούμαστε ευγένειας…
Κανείς δεν αποκρίθηκε στον Κέλσοναρ, για λίγο· όλοι ήταν το ίδιο ξαφνιασμένοι, όπως και ο Χάφναρ, από τον τρόπο του.
Όταν ο Άργκελ μίλησε, είπε: «Θα σε συμβούλευα, δράκαρχε, να έχεις τη φιδίσια γλώσσα σου μαζεμένη όταν βρίσκεσαι αντίκρυ μου.»
Η Ρικέλθη πρόσεξε τα μάτια του Κέλσοναρ να στενεύουν μέσα από τα ανοίγματα του δρακόσχημου κράνους του. Και τι παράξενα μάτια είναι αυτά που έχει: τόσο έντονα καστανά που θυμίζουν κόκκινα…
«Συγχωρέστε τον Κέλσοναρ, Μεγαλειότατε,» είπε ο Θέλβορ, ο τυφλός Αρχιδράκαρχος· «μιλά βιαστικά πολλές φορές.»
«Πάψτε!» σφύριξε ο Πρίγκιπας Ζάρναβ, σηκώνοντας απότομα το χέρι του, σαν όλες τούτες οι κουβέντες να τον είχαν εκνευρίσει. «Το ζήτημα είναι άλλο: ότι ο καταραμένος Ράζλερ μάς κορόιδεψε, τελικά! Είχε πει ότι θα έστελνε τον Νεκρομέμνονα να προκαλέσει ζημιές στο εχθρικό στράτευμα, και μας είχε συμβουλέψει να βιαστούμε προτού πορθηθεί η Έριγκ… και ορίστε το αποτέλεσμα!» Έδειξε την πόλη. «Ήρθαμε και είναι κατακτημένη! Αφού μπορεί και προμαντεύει τόσα πολλά, γιατί δε μπορούσε να προμαντέψει κι αυτό;»
«Είμαστε έτοιμοι για πολιορκία, Πρίγκιπά μου,» του είπε ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ. «Εξαρχής ήμασταν, σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.»
«Πολύ θα ήθελα να μάθω πού βρίσκεται τώρα ο Νεκρομέμνων,» είπε η Ρικέλθη. «Και τι έχει συμβεί στον Δάρβαν…»
Η Φερνάλβιν μισούσε τη Ρικέλθη, την απεχθανόταν όσο… σχεδόν όσο και τον Μόρντεναρ· αλλά μπορούσε να καταλάβει την ανησυχία της για το γιο της. Την ανησυχία που θα αισθανόταν οποιαδήποτε μητέρα για το παιδί της. «Αν τον έχουν αιχμάλωτο, σίγουρα θα θέλουν να διαπραγματευτούν μαζί μας,» είπε.
«Εσύ τα ξέρεις καλύτερα αυτά τα καθάρματα από τη Φεν εν Ρωθ,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη· «θα πας να τους μιλήσεις;» Ή, μήπως, είσαι μόνο καλή στα λόγια; πρόσθεσε νοερά.
«Θα στείλουμε αγγελιαφόρο,» δήλωσε ο Άργκελ, «να διασχίσει τη γέφυρα και να φωνάξει από την άκριά της.»
«Εν τω μεταξύ, τι να κάνουμε, Βασιληά μου;» ρώτησε ο Φέλναθαρ. «Ν’αρχίσουμε να φτιάχνουμε έλκηθρα, για να διασχίσουμε τον παγωμένο ποταμό;»
«Υπάρχει κι άλλη επιλογή;» είπε ο Άργκελ. «Φερνάλβιν, έχεις κάτι διαφορετικό να προτείνεις;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Τώρα, όχι· αλλά έχω ξεκινήσει να σκέφτομαι κάτι.»
Έχοντας πάρει τις πρώτες τους αποφάσεις, κάλεσαν έναν καβαλάρη και τον πρόσταξαν να διασχίσει την πέτρινη γέφυρα και να μιλήσει από την άκρη της, ρωτώντας για τον Άρχοντα Δάρβαν, την Αρχόντισσα Ζιάθραλ, και την κόρη τους, Φάλμα.
«Ζήτα να μάθεις τι ακριβώς θέλει ο Μόρντεναρ, για να τους ελευθερώσει,» του τόνισε η Ρικέλθη. «Και επικεντρώσου κυρίως στον γιο μου και στην κόρη του. Για την Αρχόντισσα Ζιάθραλ θα διαπραγματευτούμε μετά, αν φανεί απαραίτητο.»
Και τούτα ήταν τα πράγματα που η Φερνάλβιν σιχαινόταν στη Ρικέλθη. Ακούγοντάς τη να μιλά έτσι, της ερχόταν να την πιάσει στις σφαλιάρες και στις κλοτσιές. Νοιαζόταν για το γιο της –κατανοητό– και για την εγγονή της –επίσης, κατανοητό–, αλλά δεν ήταν ανάγκη να δείχνει τόσο πολύ ότι δεν έδινε σπασμένο χάλκινο για τη νύφη της! Η σκύλα! Ούτε κι η Φερνάλβιν τη συμπαθούσε τόσο τη Ζιάθραλ, μα τώρα ήταν αιχμάλωτη πολέμου· ετούτη δεν ήταν μια συνηθισμένη κατάσταση, παρά μια ακραία. Αλλά τι να ξέρει η Ρικέλθη από τέτοια, που ήταν κλειδωμένη στο παλάτι της όταν, κατά την περίοδο των Πολέμων, άνθρωποι αλληλοσφάζονταν, κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά της;
Ο αγγελιαφόρος κατένευσε. «Μάλιστα, Αρχόντισσά μου· θα το έχω υπόψη.» Υποκλίθηκε προς όλους τους ευγενείς και προς το Βασιληά ξεχωριστά, και ανέβηκε στο μαύρο του άλογο. Το έστρεψε στην πέτρινη γέφυρα της Έριγκ και κάλπασε.
Φτάνοντας στην αρχή της, έκοψε ταχύτητα και ανέβηκε με αργό τροχασμό, ενώ κάτωθέν του απλωνόταν ο παγωμένος ποταμός Μάρνελ. Οι μαχητές στις επάλξεις και στην πύλη τον ατένιζαν ακίνητοι· μονάχα οι σημαίες του Άνκαραζ κυμάτιζαν στον παγερό άνεμο. Ο καβαλάρης σταμάτησε τον ίππο του στην άκρη της γέφυρας, και φώναξε. Ο Βασιληάς Άργκελ και οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν ν’ακούσουν καλά τη φωνή του, από την απόσταση όπου στέκονταν, όμως οι στρατιώτες στην πύλη τον άκουσαν, μίλησαν αναμεταξύ τους, και ένας τους έφυγε, μάλλον για να ειδοποιήσει τον Μόρντεναρ.
Ύστερα, όλοι περίμεναν.
Η αναμονή έκανε τα νεύρα της Ρικέλθης να τσιτωθούν, αλλά προσπάθησε να μην το δείξει παίζοντας με τα γάντια της, ρίχνοντας το βάρος της μια στο ένα πόδι και μια στο άλλο, δαγκώνοντας τα χείλη, φτιάχνοντας τα λουριά της κάπας της, ξεφυσώντας, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Όχι πως είχε μεγάλη σημασία, ετούτη τη στιγμή, μα ήταν θέμα αυτοελέγχου και αρχής για την Αρχόντισσα Ρικέλθη. Κι επιπλέον, δεν ήθελε να δει η Φερνάλβιν ότι το ζήτημα τη στρεσάριζε… αν και, σίγουρα, η προγονή της θα είχε αντιληφθεί ότι εκείνη ανησυχούσε πολύ για τον Δάρβαν –αυτό δεν μπορούσε με τίποτα να της το κρύψει, γιατί ήταν αυτονόητο.
Ο ένας μου γιος επέλεξε το δρόμο του δράκαρχου, έναν δρόμο στρέβλωσης του σώματος και της ψυχής. Σε ικετεύω, να μην είναι ο άλλος νεκρός, να μην είναι κακοποιημένος.
Και, αμέσως, αναρωτήθηκε ποιον ικέτευε. Ποιον θεό; Τον Βάνραλ; Κάποτε, υποστήριζε ότι δεν είχε ανάγκη κανέναν θεό για να προσευχηθεί… τι είχε αλλάξει τώρα; Δεν ελέγχω τη μοίρα μου. Δεν ελέγχω τη μοίρα εκείνων που αγαπώ. Και τα πάντα είναι τόσο… ρευστά. Στις δύσκολες στιγμές, λοιπόν, είναι που αναζητάμε τους θεούς;
Άρχισε να καταλαβαίνει γιατί, κάποτε, η Φερνάλβιν προσευχόταν μπροστά στον Βωμό των Τριών Θεών, στον κήπο του παλατιού της Έριγκ.
Ο φρουρός της πύλης επέστρεψε, και φώναξε κάτι: μια απάντηση προς τον αγγελιαφόρο, ο οποίος έστρεψε το άλογό του από την άλλη και διέσχισε πάλι τη γέφυρα, για να βρεθεί στη νότια όχθη του Μάρνελ και να περάσει στο βασιλικό στρατόπεδο.
Αφίππευσε και υποκλίθηκε μπροστά στους ευγενείς και τον Άργκελ, ξεχωριστά.
«Τι έγινε;» τον ρώτησε η Ρικέλθη. «Τι σου είπαν;»
«Ο Άρχοντας Μόρντεναρ δηλώνει πρόθυμος να ελευθερώσει τον Άρχοντα Δάρβαν, την Αρχόντισσα Ζιάθραλ, και την κόρη τους, Φάλμα, με την προϋπόθεση ότι θα επιστρέψετε, πρώτα, στη Νουάλβορ και δε θα πολιορκήσετε την Έριγκ.»
Σιγή.
Μετά, ο Άργκελ είπε: «Σ’ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες σου, στρατιώτη. Μπορείς να πηγαίνεις. Θα σε φωνάξουμε, όταν σε ξαναχρειαστούμε.»
Ο άντρας υποκλίθηκε, και έφυγε, τραβώντας τ’άλογό του από τα ηνία.
«Ο άνθρωπος είναι θρασύς!» είπε ο Ζάρναβ. «Νομίζει ότι θα γυρίσουμε στην πρωτεύουσα έτσι απλά, ύστερα από τόσες προετοιμασίες, και τόσες ημέρες προέλαση; Και, ακόμα πιο τρελό: πιστεύει ότι θα εγκαταλείψουμε την Έριγκ και τους πολίτες της στα χέρια του;»
«Προτείνεις να επιτεθούμε όσο ο Δάρβαν είναι αιχμάλωτός του;» αντιγύρισε η Ρικέλθη. «Αν τον σκοτώσει;»
«Εμένα, πάντως, με παραξένεψε το γεγονός ότι δε βγήκε ο ίδιος ο Μόρντεναρ στα τείχη…» είπε η Φερνάλβιν, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της κι ατενίζοντας την κατακτημένη και καταχτυπημένη της πόλη.
«Νομίζεις ότι, κανονικά, θα έπρεπε να βγει;» ρώτησε ο Άργκελ.
«Φυσικά,» ένευσε η Φερνάλβιν. «Δε θυμάσαι τι γινόταν στους Πολέμους, Βασιληά μου; Ο Μόρντεναρ θα το θεωρούσε ‘δειλία’ να κρυφτεί, όταν είναι προφανές πως βρίσκεται έξω απ’την εμβέλεια των όπλων μας. Θα έβγαινε στα τείχη, αν μη τι άλλο, για να μας χλευάσει από την άλλη μεριά του ποταμού.»
«Και τι θέλεις να πεις; Ότι είναι νεκρός;»
Η Φερνάλβιν σούφρωσε τα χείλη, σκεπτική. «Δε μπορώ να είμαι βέβαιη γι’αυτό. Όμως είναι παράξενο…»
—Ο Μόρντεναρ είναι ζωντανός, και ψεύδεται—Η φωνή του Φανλαγκόθ αντήχησε μέσα στα κεφάλια όλων τους, αιφνιδιάζοντάς τους—Δεν έχει τον Άρχοντα Δάρβαν, την Αρχόντισσα Ζιάθραλ, και την κόρη τους στην κατοχή του—
«Είναι, δηλαδή, νεκροί;» έκανε η Ρικέλθη, χάνοντας, προς στιγμή, την αυτοκυριαρχία της. «Τους έχουν σκοτώσει;»
—Όχι. Είναι καλά, όλοι τους. Ο Νεκρομέμνων τούς έχει σε ασφαλές μέρος—
«Γιατί να σε πιστέψουμε τώρα, Φανλαγκόθ;» απαίτησε ο Ζάρναβ.
—Γιατί να μη με πιστέψετε, Πρίγκιπά μου;—
«Γιατί μας είπες ψέματα για πολλά πράγματα! Κατ’αρχήν, είπες ότι ο Νεκρομέμνων θα σταματούσε την πολιορκία–»
—Ποτέ δε σας διαβεβαίωσα γι’αυτό! Είπα μόνο ότι θα σας πρόσφερε ανυπολόγιστη βοήθεια. Όπως και σας έχει προσφέρει, δίχως να το γνωρίζετε…—
«Θες να γίνεις λίγο πιο σαφής;» είπε ο Άργκελ.
—Έχει σκοτώσει όλους τους διοικητές του στρατού του Μόρντεναρ –όλους τους παλαίμαχους της Φεν εν Ρωθ–, εκτός από τον ίδιο τον Άρχοντα της Σέρνιντοκ. Το στράτευμα βρίσκεται σε μια χαώδη κατάσταση, ετούτη τη στιγμή—
«Γιατί δε σκότωσε και τον Μόρντεναρ;» θέλησε να μάθει η Φερνάλβιν.
—Διότι ο Άνκαραζ τον προστατεύει. Όπως είχε προστατέψει κι εσένα, Έπαρχε. Σέβεται απεριόριστα εκείνους που θεωρεί «γενναίους πολεμιστές»—
«Γιατί έστειλες τον Άνγκεδβαρ, τον Νόρβορ, και τον Χάφναρ να βρουν–;» άρχισε ο Ζάρναβ.
—Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση για μια άλλη στιγμή, Πρίγκιπά μου. Δε συμφωνείς κι εσύ, Βασιληά Άργκελ;—
«Ναι, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ, σ’ετούτο θα συμφωνήσω,» αποκρίθηκε, κάπως κοφτά, εκείνος.
Η Ρικέλθη παρατήρησε μια γυαλάδα στο βλέμμα του. Τι σημαίνει αυτό; Έμοιαζε να ήξερε κάτι που οι υπόλοιποι αγνοούσαν. Επικοινώνησε με τον Φανλαγκόθ χωρίς να μας το πει;
«Γιατί ο Μόρντεναρ δε βγήκε στα τείχη;» ρώτησε η Φερνάλβιν.
—Φοβάται τον Νεκρομέμνονα—
«Ο Μόρντεναρ φοβάται έναν δολοφόνο;»
—Ναι, παρά τις διαβεβαιώσεις ορισμένων…—
«Ποιες διαβεβαιώσεις;» είπε ο Άργκελ.
—Δεν είναι τίποτα το σημαντικό, και βιάζομαι—εξήγησε ο Φανλαγκόθ—Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να μάθετε;—
«Ναι,» αποκρίθηκε ο Ζάρναβ. «Δεν ήξερες ότι η πόλη θα έπεφτε; Δε μπορούσες να μας το–;»
—Πρίγκιπά μου, στις κρίσιμες στιγμές, στέκεται κανείς σε σταυροδρόμι· τα πάντα είναι πιθανά—
«…Μακάρι ν’απαντούσες με λιγότερες υπεκφυγές, Ράζλερ,» υποτονθόρυσε ο Ζάρναβ.
«Έχεις να προτείνεις κάποιο σχέδιο δράσης, Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ;» ρώτησε η Φερνάλβιν.
—Στα σχέδια δράσης είσαι, αναμφίβολα, καλύτερη από εμένα, Έπαρχε. Έτσι, λοιπόν, όχι, δεν έχω κάτι να προτείνω. Όμως θα βρίσκομαι κοντά σας, ώστε να σας προειδοποιήσω για οτιδήποτε είναι τυχόν αόρατο σ’εσάς. Τώρα πρέπει να πηγαίνω—
«Φανλαγκόθ!» πετάχτηκε η Ρικέλθη. «Πού ακριβώς είναι ο γιος μου;»
Καμία απάντηση. Ο Ράζλερ είχε φύγει.
«Εγώ δεν τον εμπιστεύομαι,» είπε ο Ζάρναβ.
«Παλιά ιστορία,» αποκρίθηκε ο Άργκελ.
«Θεωρώ ότι λέει ψέματα,» διευκρίνισε ο Πρίγκιπας. «Σχετικά με τον Δάρβαν.»
«Εννοείς ότι ο Μόρντεναρ τούς έχει αιχμάλωτους;» ρώτησε η Ρικέλθη.
«Ναι.»
«Αποκλείεται να είναι έτσι,» είπε ο Άργκελ. «Ο Φανλαγκόθ δε θα το παρατραβούσε τόσο πολύ. Θα έχανε την εμπιστοσύνη μας για πάντα.»
«Το παράξενο είναι ότι έχει την εμπιστοσύνη μας, αδελφέ!» τόνισε ο Ζάρναβ.
Ο Άργκελ αναστέναξε. «Ας μην εμπλακούμε πάλι στην ίδια συζήτηση! Έχουμε μια ολόκληρη πολιορκία μπροστά μας, και καλύτερα ν’αρχίσουμε να σχεδιάζουμε τη στρατηγική μας.»
«Συμφωνώ και επαυξάνω, Μεγαλειότατε,» κατένευσε ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ.
«Και, δεδομένου ότι οι πύλες της πόλης είναι τώρα πεσμένες και οι καλύτεροι διοικητές του Μόρντεναρ δολοφονημένοι, μάλλον, η πολιορκία θα είναι ευκολότερη για εμάς απ’ό,τι ήταν για τον εχθρό μας,» είπε η Φερνάλβιν.
«Πάμε στη σκηνή μου,» πρότεινε ο Άργκελ, και ξεκίνησε να βαδίζει.
Το στρατόπεδο είχε πλέον στηθεί ολόκληρο γύρω τους.
*
«Έχω ένα σχέδιο,» είπε η Φερνάλβιν, όταν άπαντες είχαν καθίσει γύρω από το τραπέζι, στη βασιλική σκηνή. Οι υπόλοιποι, που διαπληκτίζονταν αναμεταξύ τους, σχετικά με το τι λάθη είχαν γίνει και πώς έπρεπε να προχωρήσουν, έπαψαν να μιλάνε και στράφηκαν να την κοιτάξουν. Ήξεραν την εμπειρία της και τη σέβονταν.
«Δε θα χρειαστεί να κυκλώσουμε την πόλη· θα επιτεθούμε από τη νότια πύλη και, κυρίως, από το λιμάνι.»
«Δε συμφέρει,» βιάστηκε να μιλήσει ο Φέλναθαρ. «Θα μας τσακίσουν, καθώς τα έλκηθρά μας θα προσκρούουν στις αποβάθρες–»
«Δεν είπα για έλκηθρα, Αρχιστράτηγε,» αποκρίθηκε η Φερνάλβιν. «Θα βάλουμε τους δράκαρχους να λιώσουν τον πάγο του ποταμού και θα ρίξουμε πλωτές, ξύλινες γέφυρες, για να κάνουμε έφοδο.»
«Και οι καταπέλτες του εχθρού;» έθεσε το ερώτημα ο Άραντιρ. «Θα σπάσουν με ευκολία τις γέφυρες και θα ρίξουν τους μαχητές μας στο παγωμένο νερό.»
«Όχι αν κάποιος τους έχει καταστρέψει εκ των έσω.»
«Ποιος, Φερνάλβιν;»
«Ο Νεκρομέμνων.»
«Χμμμμ!» έκανε ο Φέλναθαρ. «Έπαρχε, το σχέδιό σας αρχίζει να μου αρέσει πολύ. Οι καταπέλτες, λοιπόν, θα είναι αδρανοποιημένοι –ένα αυτό. Οι δράκαρχοι θα λιώσουν τον πάγο του Μάρνελ –δεύτερο αυτό. Και εμείς, για να περάσουμε, θα ρίξουμε πλωτές γέφυρες, οι οποίες συμφέρουν καλύτερα από τα έλκηθρα, γιατί θα ελέγχουμε την ταχύτητα διέλευσης των μαχητών μας, καθώς και την ομαλή τους άφιξη –τρίτο αυτό. Δε βλέπω κάποιο ψεγάδι…» είπε, σκεπτικός, σα να προσπαθούσε να βρει, όντως, κάποια ατέλεια για να τη διορθώσει. «Πώς θα επικοινωνήσουμε με τον Νεκρομέμνονα, αλήθεια;» ρώτησε, τελικά.
«Μέσω του Φανλαγκόθ,» αποκρίθηκε η Φερνάλβιν. «Υποθέτω ότι μας… ακούει τώρα… ή ότι, τέλος πάντων, έχει ήδη μαντέψει το σχέδιό μου.»
«Βασιληά μου, συμφωνείτε μ’αυτό το σχέδιο δράσης;» ρώτησε ο Φέλναθαρ.
«Φαίνεται αρκετά καλό, Αρχιστράτηγε,» αποκρίθηκε ο Άργκελ· «και έχω εμπιστοσύνη στις στρατηγικές ικανότητες της Επάρχου, έτσι κι αλλιώς.»
«Δηλαδή, θα το υιοθετήσουμε;»
«Θα έλεγα, ναι. Εκτός αν κάποιος διαφωνεί…» Έριξε μια ματιά σ’όλους τους παρευρισκόμενους.
«Εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει, πρώτα, να μάθουμε πόσοι εχθροί βρίσκονται εντός της πόλης,» είπε η Δράκαρχος Φερλιάλα. «Αρχικά, ήταν δέκα χιλιάδες. Πράγμα που σημαίνει πως, αν δεν έχουν ζημιωθεί αρκετά, κατακτώντας την Έριγκ, θα είναι περίπου ισάριθμοι μ’εμάς, ή ίσως και περισσότεροι· και θα έχουν και το πλεονέκτημα που έχουν όλοι οι οχυρωμένοι πολιορκούμενοι.»
«Άλλο ένα στοιχείο που ο Φανλαγκόθ θα μπορούσε να μας είχε αποκαλύψει…» σχολίασε ο Ζάρναβ.
«Αδυνατώ να πιστέψω ότι η Έριγκ κατακτήθηκε χωρίς αξιοσημείωτες απώλειες από την πλευρά των εχθρών, ακόμα κι αν αρχηγός τους ήταν ο Μόρντεναρ,» είπε η Φερνάλβιν.
«Και πόσες υπολογίζετε ότι θα ήταν αυτές οι απώλειες, Έπαρχε;» ρώτησε η Φερλιάλα.
«Περίπου ο μισός του στρατός.»
«Δηλαδή, υποθέτουμε ότι, επί του παρόντος, είναι μόνο πέντε χιλιάδες μαχητές,» είπε ο Κέλσοναρ.
«Πάνω-κάτω, ναι.»
«Επομένως, από πέντε μέχρι εφτά, οκτώ;»
Η Φερνάλβιν ένευσε. «Έξι, εφτά, θα ήταν αρκετά πιθανό. Πού θέλετε, όμως, να καταλήξετε;» Δε συμπαθούσε και τόσο αυτόν τον δράκαρχο, απ’όσο τον είχε δει, τουλάχιστον, γιατί, κατά τα άλλα, δεν τον ήξερε.
«Στο ότι το δικό μας στράτευμα αριθμεί περί τους εφτά χιλιάδες μαχητές, κι επομένως, βρισκόμαστε σε φανερά μειονεκτική θέση, σε σχέση με τους εχθρούς μας που κρύβονται πίσω απ’τα τείχη.»
«Οι εχθροί μας, όμως, έχουν χάσει όλους τους καλούς τους διοικητές,» αντιγύρισε η Φερνάλβιν, «εκτός από τον Μόρντεναρ· κι ετούτο, αναμφίβολα, θα μετρήσει εναντίον τους.»
«Επιπλέον, αυτοί δεν έχουν δράκαρχους μαζί τους,» είπε ο Άργκελ στον Κέλσοναρ. «Και πιστεύω ακράδαντα ότι οι υπηρεσίες σας δε θα μας απογοητεύσουν…»
Πολύ ύπουλο, έμμεσο, και εύστοχο χτύπημα! σκέφτηκε η Ρικέλθη, υπομειδιώντας πίσω από το χείλος της κούπας της (η οποία περιείχε νερό, φυσικά, παρότι η Αρχόντισσα θα επιθυμούσε κρασί κάτι στιγμές σαν κι ετούτη). Έπαινος και μομφή, συγχρόνως. Ο Βασιληάς του Νόρβηλ ήταν τόσο αξιοθαύμαστος άνθρωπος… και ευφυέστερος απ’ό,τι τον θεωρούν οι περισσότεροι. Πολύ, πολύ ευφυέστερος, νομίζω…
«Βασιληά μου,» είπε ο Κέλσοναρ, «είναι επικίνδυνο να περιμένετε πιο πολλά από έξι ανθρώπους, παρά από εφτά χιλιάδες.»
Τι άκομψη απάντηση! συλλογίστηκε η Ρικέλθη.
«Περιμένω από όλους ό,τι καλύτερο μπορούν να προσφέρουν, Δράκαρχε Κέλσοναρ,» αποκρίθηκε ο Άργκελ.
«Εκείνο που μένει, λοιπόν, είναι να επικοινωνήσουμε με τον Φανλαγκόθ, ώστε να επικοινωνήσει με τον Νεκρομέμνονα,» είπε ο Άραντιρ, θέλοντας να στρέψει τη συζήτηση στο σημαντικό θέμα του σχεδίου δράσης.
«Ναι, Άρχοντά μου,» ένευσε ο Άργκελ· και, προς τον αέρα: «Φανλαγκόθ! Μας ακούς; Θα μας μιλήσεις;»
Καμία απάντηση.
Ο Ζάρναβ ξεφύσησε. «Μια απ’τα ίδια… Σας θυμίζει κάτι;»
«Ο Φανλαγκόθ είναι χρήσιμος σύμμαχος,» του είπε η Ρικέλθη· «μην τον κρίνεις βιαστικά.»
«Δεν τον κρίνω βιαστικά. Τον κρίνω από όσα έχω δει μέχρι στιγμής. Και μας κρύβει πολλά, για να μπορώ να τον εμπιστευτώ!» διαφώνησε ο Ζάρναβ.
«Αν, όμως, δεν έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με τον Νεκρομέμνονα,» είπε ο Φέλναθαρ, «τότε δε θα έχουμε και τη δυνατότητα να βάλουμε σε εφαρμογή το σχέδιο της Επάρχου. Διότι δε θα μας συμφέρει· οι καταπέλτες των εχθρών θα αποδεκατίσουν το στρατό μας, προτού διασχίσει τον ποταμό.»
—Διαισθάνομαι ότι με χρειάζεστε…—
«Παίζεις μαζί μας;» μούγκρισε ο Ζάρναβ.
—Κάθε άλλο—είπε ο Φανλαγκόθ—Ωστόσο, είναι αδύνατον να σας παρακολουθώ συνεχώς, χωρίς καμία διακοπή. Έχω διάφορα προβλήματα ανά τον κόσμο, και πρέπει να τα φροντίζω όλα. Θέλετε, λοιπόν, να επικοινωνήσω με τον υπηρέτη μου εντός της Έριγκ;—
Αυτό το υπηρέτη μου δεν άρεσε και τόσο στη Φερνάλβιν. Ήταν σαν να ήθελε ο Φανλαγκόθ να τους θυμίσει πως ο Νεκρομέμνων ήταν δικός του και όχι δικός τους. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; «Ναι,» του αποκρίθηκε.
Η Ρικέλθη είχε ακριβώς τον ίδιο προβληματισμό με την προγονή της –γιατί ο Ράζλερ είχε πει υπηρέτη μου;–, αλλά εκείνη νόμιζε πως είχε βρει την απάντηση κιόλας. Θέλει να μας προειδοποιήσει, ότι εμείς δεν έχουμε κανέναν έλεγχο επάνω στον νεκρενοικημένο, και ότι μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να… τον στρέψει εναντίον μας, αν τον δυσαρεστήσουμε. Ένα ρίγος τη διαπέρασε, άθελά της. Οι αναμνήσεις εκείνου του κυνηγητού στη δημοσιά βόρεια της Έριγκ και μέσα στο Δρακοδάσος ήταν ακόμα πολύ έντονες στο νου της.
—Αυτό εύκολα γίνεται, Έπαρχε—
«Φανλαγκόθ,» είπε ο Ζάρναβ, γρήγορα, φοβούμενος ότι ο μάντης θα εξαφανιζόταν πάλι, «πόσοι μαχητές απομένουν στον Μόρντεναρ;»
—Τούτη η ερώτηση δύσκολα απαντάται αμέσως, Πρίγκιπά μου—
«Δύσκολα; Θες να μου εξηγήσεις κάτι;» Υπήρχε έντονη ενόχληση –ακόμα και θυμός– στη φωνή του Ζάρναβ. «Πώς είναι δυνατόν να μπορείς να–»
—Δεν έχω χρόνο για εξηγήσεις! Η μόνη απάντηση που δύναμαι, επί του παρόντος, να προσφέρω είναι ότι, ναι, το στράτευμα του Μόρντεναρ ζημιώθηκε αρκετά, εισβάλλοντας στην πόλη. Η εκτίμηση της Επάρχου Φερνάλβιν πρέπει να είναι, χοντρικά, σωστή. Ακριβή αριθμό δεν μπορώ να ξέρω τώρα—
«Ζάρναβ, το παρατραβάς,» είπε ο Άργκελ στον αδελφό του.
Κι εσύ τον εμπιστεύεσαι υπερβολικά, σκέφτηκε ο Πρίγκιπας, ρίχνοντάς του ένα σκοτεινό βλέμμα, ακόμα κι αφότου έστειλε το γιο σου σε μια «αποστολή» που λίγο έλειψε να του κοστίσει τη ζωή του! Και όχι μόνο τη δική του ζωή, αλλά και του Άνγκεδβαρ –του δικού μου γιου– και του Χάφναρ.
«Φανλαγκόθ, εξακολουθείς να είσαι μαζί μας;» ρώτησε η Ρικέλθη.
Ο Ράζλερ δεν απάντησε.
«Πρέπει να έχει πάει να μιλήσει στον Νεκρομέμνονα, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Φέλναθαρ.
«Ελπίζω να επιστρέψει για να μας ενημερώσει,» τόνισε ο Ζάρναβ. «Θα το έβρισκα πολύ δυσάρεστο ν’αρχίσουν να μας χτυπάνε οι καταπέλτες, καθώς θα διασχίζουμε τον ποταμό…»
«Αυτό θα ήταν δυσάρεστο για όλους, αγάπη μου,» είπε η Φερνάλβιν. Και πρόσθεσε: «Πάντως, εκτός από την επίθεση στο λιμάνι, θα πρότεινα να γίνει και μια επίθεση στη νότια πύλη, η οποία, άλλωστε, είναι και πεσμένη, απ’ό,τι είδαμε, οπότε η δουλειά μας θάναι ευκολότερη.»
Ο Άργκελ ένευσε. «Ναι. Καλύτερα να διαιρέσουμε τη δύναμη του εχθρού, παρά να τη συγκεντρώσουμε σ’ένα σημείο.»
«Αυτό ακριβώς είχα κι εγώ κατά νου.»
«Τότε, γιατί να μην περικυκλώσουμε την πόλη και, μετά, να κάνουμε την επίθεση στο λιμάνι;» ρώτησε ο Κέλσοναρ.
«Διότι, έτσι, θα διαιρέσουμε υπερβολικά τη δική μας δύναμη,» εξήγησε η Φερνάλβιν, «πράγμα που δε μας βολεύει. Εξάλλου, μια επίθεση στο λιμάνι είναι πολύ ευκολότερη από την αναρρίχηση των τειχών ή τη διέλευση από μια καλά φρουρούμενη πύλη –έστω κι αν αυτή η πύλη είναι τσακισμένη. Είμαστε εφτά χιλιάδες περίπου, και σκοπεύω να βάλω τους πέντε χιλιάδες να εφορμήσουν από το λιμάνι, ενώ τους άλλους δύο χιλιάδες από τη νότια πύλη, πιο πολύ για αντιπερισπασμό. Περισσότερη διαίρεση, θα μειώσει υπολογίσιμα τη δύναμη του στρατεύματός μας, Δράκαρχε Κέλσοναρ.»
«Και τι ρόλο θα παίξουμε εμείς σε όλη αυτή την ιστορία, πέραν απ’το να λιώσουμε τον πάγο;»
Σαν πολύ πεινασμένος για δόξα, δε φαίνεται τούτος; σκέφτηκε η Ρικέλθη. Από την όλη συμπεριφορά του Κέλσοναρ, θα νόμιζε κανείς ότι ο άνθρωπος ήθελε οι «κοινοί θνητοί» να κάνουν υποκλίσεις στους δράκαρχους!
«Δεν έχω παλιότερη εμπειρία με τις μαχητικές σας ικανότητες,» του απάντησε η Φερνάλβιν. «Υποθέτω, όμως, ότι θα μπορούσατε να βοηθήσετε και στην έφοδο στο λιμάνι και στην επίθεση κατά της πύλης.»
«Υπάρχουν δύο πύργοι εδώ, Έπαρχε,» είπε ο Φέλναθαρ, δείχνοντας τους δύο πύργους-φυλάκια στην ανατολική και στη δυτική μεριά του λιμανιού. «Πόσο καλά οχυρά είναι;»
«Και οι δύο ήταν λιγάκι τσακισμένοι, όπως τους είδα πριν, εξ αποστάσεως. Αναμφίβολα, οι καταπέλτες του Μόρντεναρ τούς είχαν χτυπήσει επανειλημμένως· οπότε, μάλλον, η οχύρωσή τους δε θα είναι τόσο αποτελεσματική όσο κανονικά.»
«Αυτό σημαίνει ότι οι δράκαρχοι θα μπορούν να τους πάρουν με ευκολία;»
«Πιθανότατα. Έχουν, άλλωστε, ξύλινες πύλες, που θα καούν αμέσως από τη δρακοφωτιά.»
«Ωραία, τότε,» είπε ο Φέλναθαρ. Και, απευθυνόμενος στους δράκαρχους: «Θ’αναλάβετε την εξουδετέρωση αυτών των δύο πύργων. Μπορείτε;»
«Ασφαλώς και μπορούμε,» δήλωσε ο Κέλσοναρ. «Μπορούμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα απ’ό,τι πιστεύεις, Αρχιστράτηγε.»
«Ωστόσο, θα χρειαστούμε και κάποιους μαχητές μαζί μας,» πρόσθεσε, λογικά, ο Νίσαρελ.
«Πόσους;»
«Πόσοι επανδρώνουν τον κάθε πύργο;»
Η Φερνάλβιν ανασήκωσε τους ώμους. «Έως διακόσιοι, τριακόσιοι άνθρωποι.»
«Τότε,» είπε η Φερλιάλα, «εκατό μαχητές ανά πύργο θα επαρκέσουν.»
Ο Νίσαρελ ένευσε καταφατικά.
Θεωρούν, λοιπόν, τους εαυτούς τους τόσο καλούς! σκέφτηκε η Φερνάλβιν. Ας τους αφήσουμε να το αποδείξουν…
«Είστε βέβαιοι γι’αυτό;» ρώτησε ο Φέλναθαρ.
«Φυσικά και είμαστε βέβαιοι, Αρχιστράτηγε,» αποκρίθηκε ο Κέλσοναρ.
—Ο Νεκρομέμνων θέλει να μάθει πότε θα ξεκινήσετε την επίθεσή σας—Η φωνή του Φανλαγκόθ διέκοψε τη συζήτησή τους.
«Πότε θα είμαστε έτοιμοι;» ρώτησε ο Άργκελ.
«Μόλις οι πλωτές γέφυρες έχουν κατασκευαστεί,» είπε η Φερνάλβιν.
«Μπορούμε να τις έχουμε φτιάξει ως το πρωί, ώστε ο στρατός να αναπαυθεί την ημέρα και να επιτεθούμε αύριο το δειλινό;»
«Νομίζω ότι γίνεται, αν βάλουμε τα δυνατά μας. Άλλωστε, οι πλωτές γέφυρες δεν είναι τίποτα παραπάνω από κομμένους κάθετα κορμούς δέντρων, δεμένους αναμεταξύ τους.»
«Το έχεις ξανακάνει αυτό;» τη ρώτησε ο Ζάρναβ.
Η Φερνάλβιν ένευσε. «Στους Πολέμους.»
«Καλώς,» είπε ο Άργκελ. «Επομένως, Φανλαγκόθ, πες στον Νεκρομέμνονα ότι θα επιτεθούμε αύριο το σούρουπο.»
—Εντάξει. Καλή τύχη, Βασιληά Άργκελ. Και να είσαι πολύ προσεκτικός—
«Τι πάει να πει αυτό;» πετάχτηκε ο Ζάρναβ. «Είναι κάτι που μας κρύβεις πάλι, μάγε;»
—Προβλέπω κινδύνους στο εγγύς μέλλον, Πρίγκιπά μου, γιαυτό κιόλας σας εύχομαι καλή τύχη και σας συμβουλεύω να προσέχετε. Είναι τούτο τόσο παράλογο, προτού αρχινήσει μια μεγάλη σύγκρουση;—Και έφυγε. Όλοι το κατάλαβαν, γιατί τα λόγια του διακόπηκαν απότομα, σαν να βιαζόταν.
«Δε μ’αρέσει αυτό,» είπε ο Ζάρναβ.
«Ό,τι και να έλεγε δε θα σου άρεσε,» αντιγύρισε η Ρικέλθη.
Ο Άργκελ μειδίασε. «Πράγματι.» Και πρόσθεσε: «Ας θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς, που έχουμε τον Αυτοκράτορα Φανλαγκόθ για σύμμαχο και όχι για εχθρό.»
Αλλά τι μαρτυρούν τα μάτια του Βασιληά μας; σκέφτηκε η Ρικέλθη. Δε φαίνεται να πιστεύει απόλυτα αυτά που λέει. Πρέπει να είχε ανησυχήσει, ύστερα από το γεγονός με τον Νόρβορ κι εκείνη την Ιέρεια Ετρέσσα του Άνκαραζ, όσο κι αν ήθελε να το κρύβει από τους υπόλοιπους, για να μην τους βαραίνει με τις δικές του σκοτούρες. Ο Βασιληάς Άργκελ μού μοιάζει, αν και ποτέ ξανά δεν το είχα παρατηρήσει –όχι σε τέτοιο βαθμό, τουλάχιστον. Είναι καλός στο να καλύπτει πράγματα που θέλει να μένουν αόρατα. Ένας άνθρωπος άξιος σεβασμού και δέους.
H επίθεση άρχισε με το δειλινό. Οι πλωτές γέφυρες είχαν ετοιμαστεί, και πέντε χιλιάδες στρατιώτες του Βασιληά Άργκελ είχαν παραταχθεί στην όχθη αντίκρυ του λιμανιού της Έριγκ. Οι υπόλοιποι δύο χιλιάδες –μαχητές από τη Μπένριγκ, κυρίως– προετοιμάζονταν για την έφοδό τους στη νότια πύλη. Οι δράκαρχοι δεν είχαν ακόμα λιώσει τον πάγο του Μάρνελ.
Η Φερνάλβιν καθόταν ευθυτενής επάνω στο άλογό της και επιθεωρούσε το στράτευμα. Ήταν ντυμένη με αλυσιδωτή αρματωσιά και κράνος. Στο πλευρό της ήταν θηκαρωμένο ένα ξίφος, ενώ από τη σέλα της κρεμόταν μια ατσάλινη ασπίδα, με ζωγραφισμένα επάνω το έμβλημα των Νίλγκωρ και το έμβλημα του Κεντροφύλακα του Βασιλείου, διαιρεμένα από μια λοξή, χρυσόχρωμη γραμμή. Η Φερνάλβιν είχε να αρματωθεί από τον τραυματισμό της στο πέρασμα της Κεντρικής Νορβήλιας Οροσειράς, και τώρα όφειλε να παραδεχτεί ότι αισθανόταν καλά μ’όλο τούτο τον εξοπλισμό επάνω της, παρότι την ενοχλούσε σε ορισμένα σημεία, όπου οι πληγές δεν είχαν ακόμα γιατρευτεί εντελώς.
«Βασιληά μου!» φώναξε στον Άργκελ, ο οποίος βρισκόταν αρκετές δεκάδες μέτρα μακριά της, μαζί με τον Αρχιστράτηγο Φέλναθαρ.
Οι δύο έφιπποι άντρες στράφηκαν στο μέρος της. Εκείνη τους ζύγωσε, καλπάζοντας, και τράβηξε τα ηνία, όταν ήταν κοντά. «Προτείνω τα τάγματα που θα περνάνε να περιστοιχίζονται εκατέρωθεν από ομάδες τοξοτών, προστατευόμενους από ασπιδοφόρους, ώστε να χτυπάμε τους εχθρούς κατά τη διέλευση. Γιατί, κοιτάξτε,» έδειξε στο λιμάνι, «όπως ήταν αναμενόμενο, μας περιμένουν· και έχουν τους δικούς τους τοξότες έτοιμους.»
Ο Άργκελ κατένευσε. «Συμφωνώ.» Ύστερα, πρόσταξε έναν στρατιώτη να καλέσει όλο το αρχοντολόι του εδώ, καθώς επίσης και τους δράκαρχους.
Όταν άπαντες βρίσκονταν γύρω του, απευθύνθηκε πρώτα στους τελευταίους. «Θα ήθελα να ξέρω πώς θα διαιρεθείτε, για να επιτεθείτε στα φρούρια, Αρχιδράκαρχε Θέλβορ,» είπε.
«Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο τυφλός δράκαρχος, ντυμένος με την αρματωσιά του, όπως όλοι οι υπόλοιποι, και βαστώντας τη δράκαινά του από τα πέτσινά της λουριά, «εγώ, ο Νίσαρελ, και ο Πάρνορ θα χτυπήσουμε τον ανατολικό πύργο-φυλάκιο· η Φερλιάλα, ο Κέλσοναρ, και ο Χάφναρ θα χτυπήσουν τον δυτικό.»
Η Ρικέλθη έριξε ένα βλέμμα στον γιο της, και είδε ότι εκείνος δεν είχε στραφεί, για να την κοιτάξει. Πρόσεχε, Χάφναρ, συλλογίστηκε. Αλλά, ύστερα, είπε στον εαυτό της: Θα θριαμβεύσει στη μάχη. Είναι δράκαρχος, πρέπει να θριαμβεύσει. Η ματιά της γλίστρησε, άθελά της, στον Κέλσοναρ, ο οποίος, χτες, διακήρυττε, με περίσσια θέρμη, τις φοβερές ικανότητες εκείνου και των συντρόφων του. Είθε να έχεις δίκιο, δράκαρχε.
«Ωραία,» είπε ο Άργκελ. «Τώρα… Η επίθεση στο λιμάνι θα γίνει σε δύο αλλεπάλληλα μέρη: πρώτα, θα περάσουν οι τρεις χιλιάδες μαχητές και, μετά, οι δύο χιλιάδες.»
«Θα είμαι επικεφαλής του πρώτου μέρους,» δήλωσε η Φερνάλβιν.
Ο Ζάρναβ στράφηκε να την κοιτάξει, σα να ήθελε να δει αν, όντως, μπορούσε να σταθεί καλά επάνω στο άλογό της, ή αν θα έπεφτε κατά τη διάρκεια της μάχης. Όμως δεν είπε τίποτα, εκτός από: «Κι εγώ.»
«Κι εγώ, επίσης,» δήλωσε ο Άνγκεδβαρ.
Δε μπορείς να του το αρνηθείς, σκέφτηκε η Φερνάλβιν. Ο γιος μου κέρδισε το δικαίωμα να παίρνει τις αποφάσεις του.
«Εντάξει,» είπε ο Άργκελ. «Επομένως, εγώ, ο Νόρβορ, και ο Αρχιστράτηγος Φέλναθαρ θα ηγηθούμε του δεύτερου μέρους.»
«Εγώ θα ηγηθώ της επίθεσης στην πύλη, Μεγαλειότατε,» δήλωσε η Στρατηγός Λανκάμα ε Πέρνταλιν.
«Θα σας συντροφεύσω, Στρατηγέ,» είπε ο Άρχων-Φύλαξ Άραντιρ, «μαζί με τους καβαλάρηδές μου.»
«Ευχαριστώ, Άρχοντά μου.»
«Βασιληά μου, θα σας ακολουθήσω, στο δεύτερο μέρος,» είπε η Ρικέλθη, «μαζί με τον Έζβαρ.»
«Δεν είναι απαραίτητο, Αρχόντισσα Ρικέλθη,» αποκρίθηκε ο Άργκελ, κοιτάζοντας εκείνη και τον ερημίτη, ο οποίος ήταν ντυμένος με φολιδωτή αρματωσιά, ενώ είχε ένα σπαθί περασμένο στη ζώνη, και τόξο και φαρέτρα στον ώμο. «Πάντως, αν θέλετε να έρθετε, θα πρότεινα να εξοπλιστείτε παρόμοια με τον κύριο Έζβαρ.»
«Δε συμπαθώ τις πανοπλίες, Βασιληά μου,» εξήγησε η Ρικέλθη, που δεν ήταν ντυμένη με τίποτα παραπάνω από τα συνηθισμένα της ρούχα και την κάπα της.
«Επιμένω,» είπε ο Άργκελ.
«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε εκείνη. Έστρεψε το άλογό της και κάλπασε προς το στρατόπεδο· ο Έζβαρ την ακολούθησε.
«Ας αρχίσουμε το λιώσιμο του πάγου,» πρόσταξε ο Βασιληάς του Νόρβηλ τους δράκαρχους.
Εκείνοι ζύγωσαν την όχθη του ποταμού, καβάλησαν τους δράκους τους, και τους άρπαξαν απ’τα κέρατα. Τα μεγάλα ερπετά τέντωσαν τους λαιμούς τους, άνοιξαν τα γεμάτα με επικίνδυνα δόντια στόματά τους, και εξαπέλυσαν υπέρθερμες φλόγες. Ξανά και ξανά και ξανά. Κάνοντας διακοπές ενδιάμεσα, για να παίρνουν αναπνοή, προτού επαναλάβουν.
Ο πάγος έλιωσε στα αρχικά σημεία και, μετά, ρωγμές δημιουργήθηκαν παρακάτω, που η μία έφερνε την άλλη, και τα κομμάτια έσπαγαν, γλιστρώντας πάνω στο νερό, η επιφάνεια του οποίου ελευθερωνόταν.
«Καταπέλτες!» φώναξε ο Φέλναθαρ, και μεγάλα, πέτρινα βλήματα διέγραψαν τροχιές στον αέρα, για να πέσουν στον ποταμό Μάρνελ και να θρυμματίσουν ολόκληρα τμήματα πάγου σε μικρότερα.
Οι δράκαρχοι συνέχιζαν τη δουλειά τους, εξαπολύοντας φλόγες.
Η Φερνάλβιν παρατήρησε την ανησυχία στο αντικρινό στρατόπεδο. Σίγουρα, δεν έχουν ξαναδεί κάτι τέτοιο. Πρόσταξε, μεγαλόφωνα: «Σπρώξτε μέσα μερικές πλωτές γέφυρες! Έως τα εκατό μέτρα, για να προχωρήσουν οι δράκοι!»
Οι στρατιώτες υπάκουσαν, και οι δράκαρχοι πάτησαν επάνω στους ενωμένους κορμούς δέντρων, για να φτάσουν μέρη που πριν αδυνατούσαν και να λιώσουν ακόμα περισσότερο πάγο.
«Βάλατε με προσοχή!» φώναξε ο Φέλναθαρ στους χειριστές των καταπελτών.
Βλήματα εκτοξεύτηκαν, πετυχαίνοντας τον ποταμό, μακριά από τους δράκαρχους.
Οι περισσότερες ριπές πέφτουν σε νερό, παρατήρησε η Φερνάλβιν, καθώς έβλεπε τα κομμάτια πάγου να κυλάνε πάνω στον Μάρνελ, κατευθυνόμενα ανατολικά, μέχρι να βρουν εμπόδιο την υπόλοιπη κρυσταλλωμένη του επιφάνεια και να τη σπάσουν κι αυτήν, ως ένα σημείο. Οι δυνατοί τριγμοί και οι βρόντοι είχαν γεμίσει τον αέρα.
Ο ποταμός ανοίγει!
«Φέρτε κοντά όλες τις γέφυρες!» φώναξε η Φερνάλβιν, δένοντας την ασπίδα της στο αριστερό χέρι. «Και ετοιμαστείτε για την έφοδο!» Τράβηξε το ξίφος της. «Πρώτα, το πεζικό θα προχωρήσει, σταθερά. Και μετά, το ιππικό θα επελάσει, καλπάζοντας.»
Περίμενε, βλέποντας τους στρατιώτες να ρίχνουν τις γέφυρες στον ποταμό και ν’αρχίζουν να τις σπρώχνουν μέσα.
Στο λιμάνι, η αναστάτωση είχε αυξηθεί. Θα ανακάλυψαν ότι οι καταπέλτες τους, ξαφνικά, δε λειτουργούν. Και δε φαίνεται να υπάρχουν και πολλοί καλοί διοικητές ανάμεσά τους, για να φέρουν την κατάσταση υπό έλεγχο. Ωραία.
Περίμενε κι άλλο…
…Και, τελικά, παρατήρησε: Δε μένουν πλέον κομμάτια πάγου που να μπορούν να μας εμποδίσουν.
Η Φερνάλβιν έριξε μια ματιά στο πρώτο μέρος της επίθεσης –τους τρεις χιλιάδες μαχητές των οποίων ηγείτο. Όλα ήταν όπως έπρεπε. Οι πεζοί μπροστά, με τοξότες εκατέρωθεν· οι ιππείς από πίσω, αναμένοντας τη στιγμή να επελάσουν.
Τέντωσε το ξίφος της, δείχνοντας τις γέφυρες. «Αρχίσατε την επίθεση!»
Οι στρατιώτες ξεκίνησαν να διασχίζουν τον ποταμό, σταθερά. Όταν έφτασαν εντός εμβέλειας, οι εχθρικοί τοξότες έβαλαν εναντίον τους. Οι μαχητές της Φερνάλβιν ύψωσαν ασπίδες, και ανταπέδωσαν τις βολές, με αργότερο ρυθμό, αφού συγχρόνως προέλαυναν, αλλά προκαλώντας αξιοσημείωτες απώλειες ανάμεσα στους αντιπάλους.
Κανένας καταπέλτης δεν έριξε από τη μεριά της Έριγκ. Ο Νεκρομέμνων είχε κάνει καλά τη δουλειά του.
Οι στρατιώτες ζύγωσαν το λιμάνι και, με μια θηριώδη, μαζική κραυγή, εφόρμησαν στους εχθρούς, αφήνοντας τους τοξότες πίσω.
Χάος αρχίνησε.
«Έφοδος!» φώναξε η Φερνάλβιν στο ιππικό και, μπήγοντας τα σπιρούνια των μποτών της στα πλευρά του αλόγου της, κάλπασε πρώτη. Ο Άνγκεδβαρ και ο Ζάρναβ κάλπασαν δίπλα της. Και όλοι οι πάνοπλοι καβαλάρηδες ακολούθησαν.
Διέσχισαν τις ξύλινες γέφυρες και βούτηξαν στο χάος που είχε επικρατήσει στο λιμάνι, χτυπώντας και καρφώνοντας, με τα ξίφη τους, τους αντίπαλους μαχητές.
Οι δράκαρχοι είχαν ορμήσει μαζί με τους πεζούς και τώρα βρίσκονταν ήδη στους πύργους-φυλάκια, ανατολικά και δυτικά. Ο Χάφναρ είχε πάει στον δυτικό πύργο, με τη Φερλιάλα, τον Κέλσοναρ, και εκατό στρατιώτες. Τρεις ασπιδοφόροι προστάτευαν εκείνον και τους άλλους δύο δράκαρχους από τα εχθρικά βέλη που έρχονταν από τις επάλξεις και τα παράθυρα.
Η πύλη του φυλακίου ήταν κλειστή.
Ο Χάφναρ άρπαξε τη Σρ’άερ από τα κέρατα και πρόσταξε τους ασπιδοφόρους να παραμερίσουν. Ύστερα, έβαλε τη δράκαινα να εξαπολύσει φλόγες επάνω στο ξύλο, καταστρέφοντάς το. Η πύλη έπεσε, τυλιγμένη στη φωτιά –αποκαλύπτοντας πίσω της ένα δωμάτιο, και σκάλες –όπου στέκονταν βαλλιστροφόροι.
Ο Κέλσοναρ και η Φερλιάλα έβαλαν καταπάνω τους, προτού εκείνοι προλάβουν να ρίξουν στον Χάφναρ ή σε οποιονδήποτε άλλο. Οι φλογερές ανάσες της Σφ’έαρ και της Σί’ερν διασταυρώθηκαν, προκαλώντας μια πύρινη λαίλαπα μέσα στο φυλάκιο και πυρπολώντας οτιδήποτε εύφλεκτο.
Ουρλιαχτά ακούστηκαν μέσα από τη φωτιά.
Ο Κέλσοναρ γέλασε –ένας βραχνός, σπαστός ήχος από τα βάθη του δρακόσχημου κράνους του.
Οι ασπιδοφόροι έσπευσαν να πάνε μπροστά απ’τους δράκαρχους, μόλις εκείνοι έπαψαν να φλογοβολούν το δωμάτιο μετά από την πύλη.
Ο Χάφναρ είδε τις φωτιές να καταλαγιάζουν, και είπε: «Πάμε μέσα.»
Οι στρατιώτες εισέβαλαν στον πύργο-φυλάκιο.
Πόρτες άνοιξαν και μαινόμενοι εχθροί τούς επιτέθηκαν. Μοιάζοντας με παγιδευμένα ποντίκια που, όταν τα έχεις στριμώξει, ξέρουν ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από την επίθεση.
Οι δράκαινες του Χάφναρ, της Φερλιάλα, και του Κέλσοναρ εξαπέλυσαν φωτιά καταπάνω τους, τυλίγοντάς τους σε φλεγόμενα πέπλα, ενώ οι μαχητές του Βασιληά κατέκοπταν όσους κατάφερναν να ζυγώσουν· γιατί δεν τολμούσαν να τους πλησιάσουν και να γίνουν κι εκείνοι παραναλώματα πυρός.
Το γέλιο του Κέλσοναρ αντήχησε μέσα στον πύργο, σαν το γέλιο κάποιου διαβολικού πυροδαίμονα. Ο Χάφναρ ήταν σίγουρος ότι πολλοί σκοτεινοί θρύλοι θα γεννιόνταν ύστερα από τούτη την επίθεση.
«Ψάξτε για επιζώντες!» πρόσταξε η Φερλιάλα, καθώς οι εχθροί αραίωσαν γύρω από τους δράκαρχους και τους πολεμιστές τους. «Σκοτώστε τους όλους!»
Οι βασιλικοί μαχητές ξεχύθηκαν στα τριγύρω δωμάτια, και ήχοι από συμπλοκές ακούστηκαν, καθότι δεν ήταν λίγοι οι αντίπαλοι που είχαν τραπεί σε φύγει, προτιμώντας την υποχώρηση από τον πύρινο θάνατο.
Βαλλιστροφόροι κατέβηκαν τις σκάλες.
Ο Χάφναρ, πάραυτα, έστρεψε το κεφάλι της Σρ’άερ, κι εκείνη εκτόξευσε φωτιά καταπάνω τους. Οι δύο μπροστινοί κραύγασαν, πυρπολούμενοι· οι δύο πισινοί έριξαν. Το ένα βέλος καρφώθηκε στην ασπίδα ενός ασπιδοφόρου· το άλλο μπήχτηκε στον Κέλσοναρ, ο οποίος ούρλιαξε, φτύνοντας κατάρες.
Η Σί’ερν της Φερλιάλα έβαλε καταπάνω στους βαλλιστροφόρους, αποτελειώνοντάς τους. Ο Χάφναρ είδε τα σώματά τους να γίνονται στάχτη, όπως είχαν γίνει τα σώματα και πολλών άλλων υπερασπιστών του πύργου. Ύστερα, στράφηκε να κοιτάξει πού είχε χτυπηθεί ο Κέλσοναρ.
Στον δεξή ώμο. Θα ζούσε.
«Δεν πρέπει νάχει απομείνει κανένας κάτω,» ανέφερε ένας βασιλικός πολεμιστής, επιστρέφοντας στους δράκαρχους, μαζί με άλλους.
«Καλώς,» αποκρίθηκε η Φερλιάλα. «Θα πάμε επάνω τώρα.»
*
Το δεύτερο μέρος της επίθεσης στο λιμάνι είχε περάσει τις πλωτές γέφυρες σχεδόν χωρίς καμία απώλεια, καθώς το πρώτο μέρος είχε εμπλακεί σε αιματηρή μάχη με τους υπερασπιστές.
Ο Βασιληάς Άργκελ αναμίχθηκε με τους υπόλοιπους μαχόμενους, ντυμένος με την αστραφτερή του αρματωσιά και βαστώντας ασπίδα και ξίφος. Σκορπώντας το θάνατο κι αποστρέφοντας χτυπήματα, με την ευκολία και την επιδεξιότητα ενός έμπειρου πολεμιστή.
Καθώς αγωνιζόταν και παρατηρούσε τη μάχη γύρω του, έκρινε πως όλα έδειχναν ότι θα έβγαινε νικητής, στο τέλος. Όπως και έπρεπε. Δεν μπορούσε ποτέ να επιτραπεί σε προδότες να διοικήσουν το Νόρβηλ· μονάχα οι νόμιμοι κληρονόμοι όφειλαν να άρχουν. Εκείνος, ο Βασιληάς Άργκελ, Άρχοντας της Αστροφώτιστης Νουάλβορ και Κάτοχος του Ουρανολίθινου Θρόνου, δε θα άφηνε να συμβεί τίποτε άλλο!
Η ασπίδα του απέκρουσε μια αδέξια τσεκουριά, το ξίφος του έσχισε το στέρνο του πελεκυφόρου.
Αλλά, μετά, είδε έναν ιππέα να ζυγώνει, ντυμένο με βαριά πανοπλία, όπως κι εκείνος, και φέροντας ασπίδα και ξίφος.
«Βασιληά Άργκελ!» φώναξε ο καβαλάρης, πλησιάζοντας γοργά.
«Μόρντεναρ!» γρύλισε ο Άργκελ, αποκρούοντας τη σπαθιά του προδότη. «Σκορπώ άδικα τίτλους σε σένα, Ήρωα του Βασιλείου!»
«Χα!» έκανε ο Μόρντεναρ, τραβώντας τα ηνία του ίππου του και σταματώντας τη σπαθιά του Βασιληά, με την ασπίδα του. «Δε θα χρειαστεί να σκορπάς άλλο τίτλους, Μεγαλειότατε! Τώρα, παίρνω ό,τι μου ανήκει!»
«Τον θάνατο!» είπε ο Άργκελ, σπαθίζοντας ξανά και προσπαθώντας να διαπεράσει την άμυνα του προδότη και να μπήξει τη λεπίδα του στην αρματωσιά του. «Ετούτη θάναι η τελευταία σου μάχη, σκύλε του πολέμου!»
«Με επευφημούσες, κάποτε, στη Φεν εν Ρωθ, Βασιληά!» Ο Μόρντεναρ ανταπέδωσε τα χτυπήματα, αλλά όχι τόσο γρήγορα όσο ο Άργκελ, σαν να είχε χάσει το θάρρος του κάτω από την ατσάλινη λαίλαπα του Μονάρχη του Νόρβηλ.
«Κάποτε. Αλλά τώρα έχασες πλέον τη χρησιμότητά σου. Τώρα, έχεις τρελαθεί –έχεις λυσσάξει!» Κι άλλες σπαθιές, η μία κατόπιν της άλλης. Τα μάτια του Βασιληά άστραφταν μέσα απ’το κράνος του.
Ο Μόρντεναρ, ωστόσο, έπαιζε αμυντικά.
Μέχρι που το πάνω μέρος της ασπίδας του κόπηκε κι έπεσε στο πλακόστρωτο των δρόμων του λιμανιού. Τότε, άρχισε κι εκείνος να επιτίθεται ταχύτερα.
Τι προσπαθούσε να κάνει, πριν; αναρωτήθηκε ο Άργκελ. Να με κουράσει; Αν ναι, το σχέδιό του απέτυχε· δεν κουράζομαι να σκοτώνω προδότες!
Καλπασμός ήρθε από τα δεξιά του.
Ο Πρίγκιπας Νόρβορ ζύγωνε, έφιππος, μαζί με πέντε καβαλάρηδες.
Ο Μόρντεναρ απέκρουσε μια τελευταία σπαθιά του Άργκελ και υποχώρησε, καλπάζοντας.
Ο Βασιληάς τον ακολούθησε, συνοδευόμενος από το γιο του και τους υπόλοιπους.
Ιππείς ήρθαν προς βοήθεια του Μόρντεναρ, και ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του, σταματώντας το και στρέφοντάς το.
Οι βασιλικοί καβαλάρηδες συγκρούστηκαν με τους ακόλουθους του Άνκαραζ.
Ο Άργκελ συνάντησε πάλι τον αντίμαχό του.
«Σ’το είπα: ετούτη θάναι η τελευταία σου μάχη, Μόρντεναρ!» Το ξίφος του πέτυχε το αριστερό χέρι του Άρχοντα, στο μπράτσο, σπάζοντας ένα κομμάτι της αρματωσιάς κι εκτοξεύοντας αίμα.
Τριγύρω, οι ιππείς μάχονταν, φρενήρεις.
Ο Μόρντεναρ κραύγασε άναρθρα, κατεβάζοντας το ξίφος του κατά του Άργκελ, ο οποίος ύψωσε την ασπίδα του κι απέκρουσε. Και το λεπίδι του αντιπάλου του χτύπησε πάνω στην άκριά της.
Κι ένας οποιοσδήποτε άλλος μαχητής θα είχε τραβήξει πίσω το σπαθί του, μη βλέποντας την ευκαιρία, μη συνεχίζοντας την επίθεση.
Αλλά ο Μόρντεναρ, φυσικά, είδε την ευκαιρία και συνέχισε την επίθεση, σπρώχνοντας ευθεία το λεπίδι του και περνώντας το πάνω απ’την ασπίδα, για να χτυπήσει τον Βασιληά του Νόρβηλ στην αριστερή μεριά του κεφαλιού, σπάζοντας ένα μέρος του κράνους του και τραυματίζοντάς τον.
Ο Άργκελ ζαλίστηκε κι αναγκάστηκε να κρατηθεί γερά πάνω στο άτι του, για να μην πέσει απ’τη σέλα.
Ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ ξαναεπιτέθηκε. Ο Βασιληάς ύψωσε το σπαθί του, για να σταματήσει το χτύπημα· αλλά η λεπίδα του Μόρντεναρ έσπασε τη δική του στα δύο, και μπήχτηκε στον δεξή του ώμο, κοντά στο λαιμό.
Ο Άργκελ έφυγε απ’τη σέλα και σωριάστηκε στο πλακόστρωτο.
Ο Μόρντεναρ τράβηξε τα ηνία του αλόγου του, κάνοντάς το να χρεμετίσει και τις οπλές του να ανασηκωθούν πάνω απ’τον πεσμένο μονάρχη.
«Θα σε ποδοπατήσω ενώ ακόμα ζεις!» κραύγασε μέσα απ’το κράνος του, γεμάτος με νικηφόρα ικανοποίηση.
«Πατέεεεραααα!» Ο Πρίγκιπας Νόρβορ, απεμπλεκόμενος από την αναμέτρησή του με έναν καβαλάρη, κάλπασε κατά του Μόρντεναρ.
Εκείνος έστρεψε το άτι του, απέφυγε το χτύπημα του εχθρού του –το οποίο έξυσε την αρματωσιά του, πετώντας σπίθες–, και σπάθισε το λαιμό του αλόγου του Νόρβορ. Το ατσάλι έσχισε τη σάρκα του ζώου, εκτοξεύοντας αίμα σαν πίδακα.
«Ααααααααααα!» φώναξε ο Πρίγκιπας, πέφτοντας, από το βίαιο τίναγμα του ίππου του, ο οποίος σωριάστηκε λίγο παραπέρα.
Ο Μόρντεναρ κατέβηκε απ’το άλογό του και πλησίασε τον αιμόφυρτο Άργκελ.
Ο Νόρβορ προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά ένιωσε έναν δυνατό πόνο στο αριστερό πόδι και έπεσε πάλι, τρίζοντας τα δόντια. Ωστόσο, δεν το έβαλε κάτω: στηρίχτηκε στο σπαθί του και ορθώθηκε.
«Μόρντεναρ!» φώναξε.
Ο πάνοπλος Άρχοντας της Σέρνιντοκ γύρισε, για να τον κοιτάξει. «Θες να έρθεις να ψοφήσεις δίπλα στον πατέρα σου, νεαρέ Πρίγκιπα; Χα-χα-χα-χα!…»
Ο Νόρβορ τού χίμησε, αγνοώντας τον πόνο στο πόδι του.
Ο Μόρντεναρ σταμάτησε τη σπαθιά επάνω στη σπασμένη του ασπίδα, και έσπρωξε τον Πρίγκιπα, σωριάζοντάς τον μ’ευκολία.
«Ηλίθιο κουταβάκι…»
Ο Νόρβορ έκανε να πιάσει το ξίφος του, που του είχε φύγει απ’το χέρι.
Ο Μόρντεναρ το κλότσησε μακριά.
«Είναι κι η αδελφή σου, η Διάδοχος, εδώ; Δε θάθελα ν’αφήσω δουλειά μισοτελειωμένη. Όλη σας η σκατογενιά πρέπει να πεθάνει σήμερα!»
Μια μαυροντυμένη μορφή ζύγωσε, μοιάζοντας να εμφανίζεται από το πουθενά.
Τα μάτια του Μόρντεναρ στένεψαν μέσα από το κράνος του.
Ο Νεκρομέμνων τράβηξε δύο κοντόσπαθα από τη ζώνη του, απλώνοντάς τα μπροστά του, ως πρόκληση.
«Τώρα, θρασύδειλε φονιά,» είπε ο Μόρντεναρ, «δε μπορείς να με τρομάξεις. Ξέρω τι σου έχει συμβεί.»
«Ο Νεκρογνώστης σού είπε ψέματα, υπηρέτη του Άνκαραζ,» αποκρίθηκε, γαλήνια, ο Νεκρομέμνων. Και επιτέθηκε.
*
Ο Πρίγκιπας Νόρβορ σύρθηκε κοντά στον πατέρα του. Άπλωσε το δεξί του χέρι και του έβγαλε, προσεκτικά, το κράνος. Το κεφάλι του Βασιληά ήταν καταματωμένο, ενώ αίμα πεταγόταν κι από τη δεξιά μεριά του λαιμού του.
Τα μάτια του στράφηκαν. «…Νόρβορ…» είπε, αδύναμα. «Γιε μου… δεν έπρεπε.»
«Ο Νεκρομέμνων είναι εδώ, πατέρα. Θα τον σκοτώσει.» Στράφηκε, για να δει τον Μόρντεναρ και τον νεκρενοικημένο δολοφόνο να μονομαχούν. Τα ξίφη του δεύτερου ήταν μια θολούρα εμπρός του, αλλά κι ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ δεν πήγαινε πίσω· απέκρουε τα χτυπήματα με σπασμένη ασπίδα και σπαθί, αντεπιτιθέμενος σε κάθε ευκαιρία.
«Νόρβορ!…» Ο Πρίγκιπας αισθάνθηκε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά απ’τον πήχη, και γύρισε. «Πεθαίνω.»
«Πατέρα, τι λες; Φυσικά και όχι. Τόσοι θεραπευτές–»
«Πεθαίνω. Άκουσέ με.»
Ο Νόρβορ ένιωσε δάκρυα να γεμίζουν τα μάτια του. Δεν μπορεί να πέθαινε! Πώς το ήξερε; Πώς το ήξερε ότι πέθαινε; Ήταν μονάχα τραυματισμένος· θα τον φρόντιζαν οι θεραπευτές του στρατού–
«…Τη Λιόλα–»
«Πατέρα, μη μιλάς· φύλα τη δύναμή σου.»
«Τη Λιόλα – να την – προσέχεις.» Ο Άργκελ είχε δυσκολία στην αναπνοή· τα λόγια του έβγαιναν σπαστά. «…Εσύ… Και – πες της–» Βαθιά ανάσα. «Να μιλήσει με τη θεία Νιρκένα… πολύ σημαντικό. Να σας πω… περισσότερα… έπρεπε.»
Ο Νόρβορ τον παρακολουθούσε μουδιασμένος. Ω Βάνραλ, πράγματι, φαίνεται να πεθαίνει…!
«Άκου, Νόρβορ… Υπάρχουν πολλά–» Εντονότερη δυσκολία στην αναπνοή. «–που αγνοείτε… Πρόσεχε τη Λιόλα όταν… θα είναι Βασίλισσα…» Έσφιξε το χέρι του Πρίγκιπα, δυνατά. «Σ’αγαπώ.» Και ξεψύχησε.
*
Το αριστερό σπαθί έφυγε απ’το χέρι του Νεκρομέμνονος, στροβιλιζόμενο στον αέρα και εκτοξευόμενο μακριά.
«Ώρα να ξεμπερδεύω και μ’εσένα, ξεπαρμένο δαιμόνιο!» γρύλισε ο Μόρντεναρ, σπαθίζοντας κάθετα. Ο Νεκρομέμνων απέφυγε το ξίφος και σπάθισε, με τη σειρά του· ο Άρχοντας της Σέρνιντοκ απέκρουσε, χρησιμοποιώντας την ασπίδα του. «Μετά, η λίστα είναι μεγάλη. Ο Νεκρογνώστης και η ποντικότρυπά του! Η Φερνάλβιν! Ο γιος της! Ο Δάρβαν! Ο ένας κατόπιν του άλλου!» Απέκρουσε ακόμα ένα χτύπημα του δολοφόνου.
Ο Νεκρομέμνων μπορούσε πάλι να δει τη λάμψη του Άνκαραζ στα μάτια του αντιπάλου του. Μια λάμψη που, στην αρχή, δεν υπήρχε. Ο Θεός του Αίματος βοηθούσε ξανά τον υπηρέτη του· η μάνητα της μάχης τον είχε επαναφέρει. Όπως πάντα.
Το ξίφος του Μόρντεναρ τιναζόταν, σαν δηλητηριώδες φίδι· ο Νεκρομέμνων πεταγόταν πίσω και σπάθιζε, προσπαθώντας να πετύχει τον εχθρό του τη στιγμή που εκείνος ήταν αφύλαχτος… αλλά αποτυχαίνοντας. Μονάχα ένα χτύπημα στην αρματωσιά του του κατάφερε, χαράζοντάς την απλά, χωρίς να τον τραυματίσει.
Κάποιος άλλος ζύγωσε, εξ αποστάσεως.
Ο Νεκρομέμνων τον είδε, με τις άκριες των ματιών του. Ένας δράκαρχος!
Φωτιά εξαπολύθηκε. Ο Μόρντεναρ πετάχτηκε παράμερα, προσπαθώντας να την αποφύγει.
Ο Νεκρομέμνων έμπηξε το ξίφος του στο λαιμό του αντίμαχού του.
Η λάμψη του Άνκαραζ χάθηκε απ’τα μάτια του, οι κόρες του αναποδογύρισαν.
Ο δολοφόνος τράβηξε πίσω το λεπίδι του, και ο Μόρντεναρ κατέρρευσε. Νεκρός.
«Έτσι, Θεέ του Αίματος, θριαμβεύω,» είπε ο Νεκρομέμνων.
Τι λέει αυτός ο τρελός; απόρησε ο Χάφναρ, πλησιάζοντας. Από τις επάλξεις του δυτικού πύργου-φυλακίου, είχε δει τον Βασιληά Άργκελ να πέφτει απ’το άλογό του και είχε, πάραυτα, αρχίσει να κατεβαίνει, τρέχοντας και τραβώντας τη Σρ’άερ από τα λουριά της –η οποία δεν αποδείχτηκε καθόλου, μα καθόλου, αργή.
Επί του παρόντος, ο Χάφναρ στάθηκε πλάι στον Νεκρομέμνονα. «Έχουμε ξανασυναντηθεί, δολοφόνε,» είπε.
Εκείνος στένεψε τα μάτια, ατενίζοντάς τον. «Εσύ είσαι… που ήσουν και στο δάσος.» Έκανε μερικά βήματα όπισθεν, τραβώντας μια μικρή, οπλισμένη βαλλίστρα μέσα απ’την κάπα του.
«Θα ρίξεις σ’έναν βασιλικό δράκαρχο;» ρώτησε ο Χάφναρ, καθώς η Φερλιάλα ερχόταν κοντά του, μαζί με κάμποσους μαχητές. Ο Κέλσοναρ, αναμφίβολα, είχε μείνει πίσω, λόγω του τραυματισμού του.
«Σκοτώνω μόνο εκείνους που με πληρώνουν να σκοτώσω, δράκαρχε,» αποκρίθηκε ο Νεκρομέμνων, «εκτός κι αν η ζωή μου απειλείται.»
«Η ζωή σου δεν απειλείται,» τον διαβεβαίωσε ο Χάφναρ. «Είμαστε σύμμαχοι σε τούτη τη μάχη.»
Ο Νεκρομέμνων επέστρεψε τη βαλλίστρα στο εσωτερικό της κάπας του. Έκλινε το κεφάλι, σε χαιρετισμό, και έφυγε.
Ένα συναίσθημα χαρμολύπης ήταν διάχυτο στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού της Έριγκ. Η μάχη είχε τελειώσει αισίως: οι μαχητές του Μόρντεναρ είχαν είτε εξολοθρευτεί, είτε διασκορπιστεί, είτε αιχμαλωτιστεί: ένας σημαντικός λόγος για χαρά. Ο Βασιληάς Άργκελ ήταν, όμως, νεκρός: και τούτο αποτελούσε έναν εξίσου σημαντικό λόγο για λύπη.
Όλοι μπορούσαν να αισθανθούν την απώλεια, ακόμα και όσοι δεν τον γνώριζαν καλά. Γιατί, όταν ένας βασιληάς σκοτώνεται πολεμώντας για τη χώρα του, είναι σαν ένα βουνό να καταρρέει.
«Στον Βασιληά μας,» είπε η Φερνάλβιν, στεκόμενη στην κορυφή του τραπεζιού και υψώνοντας τη γεμάτη με κρασί κούπα της.
«Στον Βασιληά!» αποκρίθηκαν οι υπόλοιποι –ευγενείς, στρατιωτικοί διοικητές, και άλλοι που είχαν λάβει μέρος στα πρόσφατα γεγονότα– και ήπιαν.
«Και στον Νεκρομέμνονα,» πρόσθεσε η Έπαρχος-Κεντροφύλαξ της Έριγκ, στρέφοντας το βλέμμα στον νεκρενοικημένο δολοφόνο, ο οποίος καθόταν δίπλα στο τζάκι, έχοντας αρνηθεί ευγενικά να πάρει θέση ανάμεσα στους υπόλοιπους, θεωρώντας ίσως ότι δεν ταίριαζε στην παρέα.
Τώρα, όμως, σηκώθηκε και υποκλίθηκε. «Με τιμάτε, Υψηλοτάτη.»
Η Φερνάλβιν ήπιε και οι άλλοι τη μιμήθηκαν.
«Και,» πρόσθεσε, μετά, η Έπαρχος, ξαναϋψώνοντας την επάργυρη κούπα της, «στους υπερασπιστές της Έριγκ, πεσόντες και μη, οι οποίοι βρίσκονταν εδώ πολύ πριν από εμάς, για να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στο στράτευμα του προδότη Άρχοντα Μόρντεναρ. Στον Άρχοντα Δάρβαν και στην Αρχόντισσα Ζιάθραλ,» είπε, στρέφοντας το βλέμμα στον ετεροθαλή αδελφό της και τη σύζυγό του, «οι οποίοι… έπρεπε να σηκώσουν πολύ βαρύ φορτίο εν τη απουσία μου. Στους πεσόντες Διοικητή Νάργκιρ, της Φρουράς της Έριγκ, Διοικητή Έγκναρμ, της Φρουράς του Παλατιού, και Χάργκελ που επονομαζόταν Αγριόγατος. Η γενναιότητά τους, η ικανότητά τους, και η παρουσία τους θα μας λείψουν. Πίνω σ’αυτούς.» Έφερε την κούπα στα χείλη της, και οι άλλοι πάλι τη μιμήθηκαν.
«Και, ως συνήθως, κανένας έπαινος για τους δράκαρχους,» μουρμούρισε ο Κέλσοναρ στον Χάφναρ και τον Πάρνορ, οι οποίοι βρίσκονταν κοντά του και μπορούσαν να τον ακούσουν. Ο δεξής, τραυματισμένος του ώμος ήταν περιποιημένος και δεμένος από τους θεραπευτές του βασιλικού στρατού, και ο Κέλσοναρ φαινόταν, κατά τα άλλα, πλήρως υγιής. «Ποιος θα έλιωνε το καταραμένο ποτάμι, αν δεν ήμασταν εμείς, ε; Αλλά αυτό το ξεχνάμε…» Ήπιε μια γουλιά από την μπίρα στην κούπα του.
«Και τέλος,» είπε η Φερνάλβιν, που ακόμα στεκόταν όρθια, «θα ήθελα να ευχαριστήσω τους θεούς για όσους ανθρώπους σώθηκαν από βέβαιο θάνατο, για το θάρρος με το οποίο γέμισαν τις καρδιές των υπερασπιστών της Έριγκ, και για την ταχύτητα που έδωσαν στο στρατό του Βασιληά Άργκελ, ώστε να φτάσει στην πόλη το συντομότερο δυνατό. Όλους τους θεούς ευχαριστώ κι ευγνωμονώ, εκτός από τον αιμοδιψή θεό Άνκαραζ, ο οποίος έφερε ετούτη τη δυστυχία στη χώρα μας.»
Ήπιαν.
Και ο Νεκρομέμνων, που είχε καθίσει ξανά, αισθάνθηκε μια οργισμένη, αόρατη παρουσία να τους ατενίζει. Ή, μάλλον, να ατενίζει περισσότερο εκείνον, και την Έπαρχο Φερνάλβιν. Εμένα, Άνκαραζ, επειδή νίκησα στο παιχνίδι μας, αλλά την Κεντροφύλακα γιατί; Τη βρίσκεις… αχάριστη; Οι θεοί ήταν μυστήριοι· ο Νεκρομέμνων δεν τους συμπαθούσε. Ούτε κι ο Χέντραμ.
Η Φερνάλβιν, έχοντας τελειώσει με τις προπόσεις, κάθισε. Ο Πρίγκιπας Ζάρναβ βρισκόταν πρώτος κατά σειρά στα δεξιά της, και ο Πρίγκιπας Νόρβορ δεύτερος. Οι θεραπευτές του στρατού είχαν κοιτάξει το χτυπημένο αριστερό του πόδι και είχαν δηλώσει πως το κόκαλο ήταν ραγισμένο· έτσι, ο Υψηλότατος θα έπρεπε να το έχει σε ακινησία για τουλάχιστον κανένα μήνα, μέχρι να γιατρευτεί· γιαυτό κιόλας του είχαν δώσει ένα δεκανίκι για να στηρίζεται κατά το περπάτημα, και είχαν τονίσει πως έπρεπε, πάση θυσία, να αποφύγει ξιφομαχίες και άλλες παρόμοια κοπιαστικές δραστηριότητες. Ούτε να ιππεύει επιτρεπόταν, ασφαλώς.
«Τι θα γίνει τώρα, θείε;» ρώτησε ο Νόρβορ. «Η Λιόλα λείπει. Έχει πάει στη Λιάμνερ-Κρωθ με τον Ρόλμαρ και τον Βάνμιρ.»
«Μόλις επιστρέψει, θα στεφθεί,» αποκρίθηκε ο Ζάρναβ. «Στο μεταξύ, εσύ θα πρέπει να αναλάβεις τα καθήκοντα Αντιβασιλέα, υποθέτω.»
«Ίσως να έχει ήδη επιστρέψει στη Νουάλβορ, όταν φτάσετε εκεί,» είπε η Φερνάλβιν.
«Το ‘φτάσετε’ σημαίνει ότι εσύ δε θα έρθεις, Φερνάλβιν;» ρώτησε ο Ζάρναβ.
«Θα έρθω για την κηδεία του Βασιληά μας, ασφαλώς, και για τη στέψη της νέας Βασίλισσας, αργότερα. Αλλά, αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να εγκαταλείψω πάλι την Έριγκ. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που πρέπει να κάνω εδώ. Ωστόσο, θα ήθελα εσύ να πας· ίσως να χρειαστούν τη βοήθειά σου στην πρωτεύουσα.»
Ο Νόρβορ κούνησε το κεφάλι. «Δεν είναι απαραίτητο. Θείε, μείνε εδώ· όπως λέει και η θεία, υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να κάνετε. Δε νομίζω ότι θα έχουμε πρόβλημα εμείς.» Έμοιαζε να μιλά κάπως αδιάφορα, σαν ο χαμός του πατέρα του να τον είχε πληγώσει τόσο βαθιά, που όλα τα συναισθήματα να είχαν πλέον χαθεί από μέσα του.
Η Φερνάλβιν κατανοούσε τον νεαρό Πρίγκιπα. Είχε αισθανθεί παρόμοια κι η ίδια, στους Πολέμους. Αλλά το ξεπερνάς, τελικά· το κενό γεμίζει ξανά, με ζωή.
«Νόρβορ,» είπε, ακουμπώντας τους αγκώνες της στο τραπέζι και τεντώνοντας τον εαυτό της ελαφρώς προς τον ανιψιό της, «ο Ζάρναβ θα σας βοηθήσει όπως μπορεί. Εξάλλου, δεν περιμένετε από αυτόν να κάνει τη δουλειά που θα κάνουν υπηρέτες και σύμβουλοι· θα έχετε, όμως, έναν φίλο, έναν άνθρωπο που θα μπορείτε να εμπιστευθείτε. Το Παλάτι των Εννέα Πύργων είναι γεμάτο με φίδια, και τώρα, με το θάνατο του Βασιληά, τα φίδια θα αποκαλύψουν περισσότερο τη διχαλωτή τους γλώσσα… ακόμα και το δηλητήριό τους. Μην ξεχνάς πως ο Μόρντεναρ δεν ήταν μόνος· είχε, αναμφίβολα, κι άλλους συμμάχους εντός του Νόρβηλ. Ποιους, κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα.»
Ο Ζάρναβ ένευσε, και είπε στον Νόρβορ: «Η Φερνάλβιν έχει δίκιο. Θα έρθω μαζί σας.»
«Κι εγώ το ίδιο.»
Ήταν η Ρικέλθη που είχε μιλήσει, καθισμένη στ’αριστερά της Επάρχου της Έριγκ.
Η Φερνάλβιν την κοίταξε, με κάποια καχυποψία. Τι έχεις τώρα στο νου σου; σκέφτηκε. Αλλά, ό,τι και νάναι, καλύτερα που δε θα είσαι εδώ…
«Παράξενο αυτό, Ρικέλθη,» είπε ο Ζάρναβ.
«Γιατί; Ψάχνετε για προδότες, έτσι δεν είναι; Ίσως να μπορέσω να σας βοηθήσω. Έχω, άλλωστε, ασχοληθεί αρκετά με το θέμα, ήδη.»
«Αναφέρεσαι στην υπόθεση με τον Άρχοντα Τάνιρ ε Έλβρεθ…»
«Ναι,» αποκρίθηκε η Ρικέλθη. Και στράφηκε, για να κάνει νόημα στον Νεκρομέμνονα. Ο δολοφόνος σηκώθηκε από την καρέκλα του, δίπλα στο τζάκι, και ζύγωσε. «Κάθισε, Νεκρόμεμνον.»
«Δεν υπάρχει θέση, Αρχόντισσα Ρικέλθη. Να χρησιμοποιήσω το τραπέζι;»
«Αστειάκια…» Η Ρικέλθη έκανε νόημα σε μια υπηρέτρια, να φέρει κάθισμα. Όταν η καρέκλα ήρθε και ο Νεκρομέμνων κάθισε, η Αρχόντισσα τον ρώτησε: «Πού πήγε, τελικά, εκείνος ο άνθρωπος που έφυγε από τη βόρεια πύλη της Νουάλβορ;»
«Στη Νέλβορ.»
Τα μάτια της Ρικέλθης στένεψαν. «Πού μέσα στη Νέλβορ;»
«Δυστυχώς, δεν ξέρω, καθότι ήμουν πολύ μακριά απ’αυτόν και δεν ήμουν τόσο επικεντρωμένος επάνω του.»
«Τώρα ξέρεις πού βρίσκεται;» τον ρώτησε ο Ζάρναβ.
«Όχι. Ο νεκραδελφός μου δεν τον ακολουθεί πια. Κι επιπλέον, Πρίγκιπά μου, είμαι δολοφόνος, όχι κατάσκοπος.»
«Οι περισσότεροι άνθρωποι θα προτιμούσαν τον δεύτερο τίτλο, παρά τον πρώτο,» είπε η Ζιάθραλ, η οποία καθόταν στ’αριστερά του Δάρβαν, που καθόταν στ’αριστερά της μητέρας του.
«Δεν είμαι σαν τους περισσότερους ανθρώπους, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Νεκρομέμνων.
«Αυτό είναι μια αλήθεια.»
«Θα έρθεις κι εσύ μαζί μας, στο Νότο, Νεκρόμεμνον;» ρώτησε ο Νόρβορ.
«Έτσι πιστεύω πως επιθυμεί ο νέος μου εργοδότης, Υψηλότατε.» Ο Νεκρομέμνων σήκωσε το κρασοπότηρο που του είχε μόλις γεμίσει μια υπηρέτρια, και ήπιε.
«Ο Ράζλερ…» είπε ο Ζάρναβ πίσω απ’τα δόντια. «Τι ξέρεις γι’αυτόν, δολοφόνε; Τι έχεις καταλάβει;»
«Πολύ λίγα, δυστυχώς,» αποκρίθηκε ο Νεκρομέμνων. «Και το δυστυχώς πηγαίνει στο ότι εκείνος έχει πλάσει το νέο μου σώμα. Είναι κάπως τρομακτικό να μη γνωρίζεις σχεδόν τίποτα για το δημιουργό σου.»
«Και για τον Αυτοκράτορά σου, επίσης.»
«Ή, τουλάχιστον, εκείνον που υποστηρίζει ότι είναι Αυτοκράτοράς σου,» πρόσθεσε ο Νόρβορ.
Ο Ζάρναβ κατένευσε.
«Επειδή, μάλλον, έχω χάσει πολλά,» είπε ο Δάρβαν, «θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε για ποιον ακριβώς μιλάτε;»
«Θυμάσαι τον ‘Εχθρό στο Νότο’, για τον οποίο λέγαμε, προτού φύγουμε από την Έριγκ;» ρώτησε ο Ζάρναβ.
«Δεν ξεχνιέται εύκολα.»
«Ήταν πραγματικός.»
«Και είναι ανάμεσα στους προδότες του Βασιλείου;» υπέθεσε η Ζιάθραλ.
«Κάθε άλλο· είναι υπέρ μας,» δήλωσε ο Ζάρναβ, κοιτάζοντάς τη με βλέμμα όχι και τόσο φιλικό. Είχαν περάσει τόσα από τότε που εκείνος και η Φερνάλβιν έφυγαν από την Έριγκ, για να πάνε στη Νουάλβορ, μα ακόμα δεν μπορούσε να ξεχάσει τι του ζητούσε, κάποτε, η Ζιάθραλ –να σκοτώσω τη σύζυγό μου! Κι εγώ το σκεφτόμουν κιόλας! Τυφλός ήμουν; Αυτή η γυναίκα τον είχε εκμεταλλευτεί –και, κατά πάσα πιθανότητα, τα είχε σχεδιάσει όλα με τη Ρικέλθη. Θα της το χρωστούσε, και, μια μέρα, θα την ξεπλήρωνε. Αλλά σήμερα, σίγουρα, δεν ήταν αυτή η ημέρα.
«Ο Άνκαραζ είναι εναντίον μας,» συνέχισε ο Νόρβορ, παρατηρώντας πως ο θείος του είχε πάψει να μιλά λίγο απότομα, σαν να σκεφτόταν κάτι.
«Πρέπει να σας πούμε πολλά, για να καταλάβετε τι ακριβώς έγινε στη Νουάλβορ,» εξήγησε η Ρικέλθη στο γιο και στη νύφη της.
«Θα θέλαμε να τ’ακούσουμε,» αποκρίθηκε η Ζιάθραλ. «Και δε νομίζω πως θα κοιμηθεί κανένας απόψε, έτσι κι αλλιώς.»
Η Ρικέλθη στράφηκε στον Έζβαρ, ο οποίος καθόταν αρκετά μέτρα μακριά από εκείνη, αντίκρυ του Χάφναρ. Ύψωσε το δεξί της χέρι και του έκανε νόημα, να πλησιάσει. Αυτός σηκώθηκε και ήρθε. Μια υπηρέτρια τού έφερε καρέκλα.
«Τι είναι;»
«Θέλω να εξηγήσω στον Δάρβαν τι συνέβη στη Νουάλβορ, με τον Φανλαγκόθ και όλ’αυτά, και πιστεύω ότι θα χρειαστώ τη βοήθειά σου στη διήγηση.»
«Πολύ ευχαρίστως να βοηθήσω, Αρχόντισσά μου,» είπε ο Έζβαρ, πάντοτε επίσημος όταν δε βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους. Η Ρικέλθη ήταν βέβαιη πως κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα για τη σχέση της μαζί του, ούτε το παραμικρό. Άλλωστε, οι περισσότεροι, αναμφίβολα, πίστευαν ότι εκείνη δε θα καταδεχόταν να πλαγιάσει μ’έναν ερημίτη του Δρακοδάσους. Πόσο λίγο τη γνώριζαν… Νόμιζαν ότι έκρινε τους άλλους βάσει τίτλου κι όχι βάσει προσωπικής αξίας.
«Περιμένουμε ν’ακούσουμε, λοιπόν,» δήλωσε η Ζιάθραλ.
Και η πεθερά της είπε: «Όλα ξεκίνησαν με τον Βάνμιρ και μ’εκείνη την περίεργη Καρμώζ που ονομάζεται Ρικνάβαθ….»
Η διήγηση κράτησε, πράγματι, πολλή ώρα. Τα πιάτα άδειασαν και οι κούπες στράγγισαν, και η Αρχόντισσα Ρικέλθη ευχήθηκε παραπάνω από μία φορά να μπορούσε να πιει λίγο κρασί, όπως οι υπόλοιποι.