Στη λογοτεχνία, ο αφηγητής, παρότι απαραίτητος – χωρίς αυτόν δεν υφίσταται κείμενο – είναι σχεδόν πάντα μια παραδοξότητα, κάτι που λογικά δεν θα μπορούσε να υπάρχει.
Αν το κείμενο είναι γραμμένο σε 3ο πρόσωπο, ποιος είναι αυτός που ξέρει τις σκέψεις και τις αισθήσεις τόσων άλλων ανθρώπων; Που γνωρίζει τα πάντα για τους πάντες; Και γιατί τα αποκαλύπτει σταδιακά όπως τα αποκαλύπτει;
Αν το κείμενο είναι γραμμένο σε 2ο πρόσωπο, τότε ασ’ το, μιλάμε για ακόμα πιο περίεργη κατάσταση. Ποιος είναι αυτός που σου λέει τι κάνεις εσύ; Κάποιος δαίμονας μέσα από το μυαλό σου;
Αν το κείμενο είναι γραμμένο σε 1ο πρόσωπο και σε ενεστώτα χρόνο – στο τώρα – τότε πώς είναι δυνατόν κάποιος να τα αφηγείται λες κι έγιναν πριν; Είναι σαν να μοιραζόμαστε τη συνείδηση του χαρακτήρα εκείνη την ώρα – πράγμα εξωφρενικό.
Αν το 1ο πρόσωπο είναι γραμμένο σε παρελθοντικό χρόνο, τότε μόνο μπορεί να ειπωθεί ότι βγάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάποιο νόημα η έννοια του αφηγητή, είτε ως συγγραφέα ημερολογιακού τύπου είτε ως ανθρώπου που λέει προφορικά μια ιστορία. Αλλά σ’αυτές τις δυο περιπτώσεις, πολύ σπάνια κάποιος γράφει (ή αφηγείται προφορικά) τους λογοτεχνικούς διαλόγους που έχουμε στα περισσότερα βιβλία της συγκεκριμένης μορφής. Κανονικά, δε, ίσως να μην έπρεπε να γράφει καθόλου διαλόγους, ή ελάχιστους. (Βλέπε και ένα σχετικό άρθρο μου γι’αυτό το θέμα.) Επομένως, ο αφηγητής πάλι είναι συνήθως μια παραδοξότητα.
Γι’αυτό κιόλας σπάνια είναι σκόπιμο να αναρωτιέσαι στη λογοτεχνία ποιος είναι ο αφηγητής – κάτι που έχει, κατά περιόδους, προβληματίσει πολλούς συγγραφείς, αναγνώστες, και κριτικούς. Το λογοτεχνικό κείμενο είναι μια πύλη προς ένα ζωντανό όνειρο.