ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ

 

Ο Βασιληάς
οι Νύφες
και
η Μαύρη Δράκαινα

 

 

Μια Ιστορία από το
Θρυμματισμένο Σύμπαν

 

 

 

 

© Κώστας Βουλαζέρης

http://www.fantastikosorizontas.gr/kostasvoulazeris

 

Για τα πνευματικά δικαιώματα αυτού του κειμένου ισχύουν οι όροι του Creative Commons – http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

 

Αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικό. Όλα τα ονόματα, τα πρόσωπα, και οι καταστάσεις είναι φανταστικά ή χρησιμοποιούνται με φανταστικό, λογοτεχνικό τρόπο. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά ονόματα, πρόσωπα, ή καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική.

Α’
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΑΝΗΣΥΧΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Η Βασίλισσα έβλεπε τα εγγόνια της να παίζουν.

Τώρα που ο Βασιληάς της είχε, πριν από μερικούς μήνες, εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο, δεν είχε ποιον άλλο να φροντίζει· τα παιδιά της ήταν μεγάλα, είχαν τις δικές τους ζωές, δεν τη χρειάζονταν. Τα εγγόνια της, αναμφίβολα, τη χρειάζονταν πολύ περισσότερο. Ειδικά αφού είχαν χάσει και τον πατέρα και τη μητέρα τους.

Η λύπη τους ήταν βαθιά· η Βασίλισσα Γλυκάνθη μπορούσε να το διακρίνει καθαρά αυτό. Το είχε δει από την πρώτη στιγμή που τους είχαν πει ότι οι γονείς τους δε θα επέστρεφαν, και ακόμα το έβλεπε: κάτι μέσα τους είχε πεθάνει.

Το βλέμμα του Αλεξίλυπου είχε μια βαριά μελαγχολία που δεν ταίριαζε σε αγόρι τεσσάρων χρονών. Ο μικρός ανέκαθεν ήταν λιγομίλητος, και τώρα ακόμα περισσότερο. Τα μάτια της Αρχιμάχης δεν έμοιαζαν μ’αυτά του αδελφού της: δεν ήταν τόσο μελαγχολικά όσο γεμάτα θυμό, σαν να ήξερε, σαν να είχε κάπως καταλάβει, ότι της είχαν πει ψέματα για τον πατέρα και τη μητέρα της.

Διότι, βέβαια, ο Πρίγκιπας Λούσιος, ο γιος της Γλυκάνθης, και η Δομινίκη, η σύζυγός του, δεν είχαν σκοτωθεί πολεμώντας τους Παντοκρατορικούς, όπως είχε η Βασίλισσα (και όλοι οι υπόλοιποι) πει στα εγγόνια της. Η Δομινίκη είχε βρει το τέλος της κάπου στην Απολεσθείσα Γη, απ’ό,τι ήξεραν, καθώς ήταν – κρυφά ώς τότε – ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ. (Η Γλυκάνθη δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι τόσα χρόνια είχε για νύφη της μια τόσο διεστραμμένη και διαβολική γυναίκα.) Ο Λούσιος είχε πεθάνει ύστερα από μονομαχία με τον άλλο γιο της Γλυκάνθης, τον αδελφό του, τον Ανδρόνικο. Η Βασίλισσα ήταν ακόμα περίλυπη γι’αυτό που είχε συμβεί, μα είχε πλέον συμβιβαστεί με το γεγονός, καταλαβαίνοντας ότι ο Λούσιος δεν είχε αφήσει στον Ανδρόνικο άλλη επιλογή. Είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει, είχε σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο, και είχε στραφεί στη λατρεία του Μαύρου Νάρζουλ. Είχε πάρει μέσα του ακόμα και το πνεύμα ενός δαίμονα, ενός από τους Οκτώ, που τα ονόματά τους δεν είναι ούτε να τα ψιθυρίζει κανείς.

Ασφαλώς, δεν μπορούσαν αυτά να τα πουν στα παιδιά του Λούσιου. Τους είχαν πει ότι ο πατέρας τους και η μητέρα τους είχαν σκοτωθεί πολεμώντας την Παντοκράτειρα – το οποίο δεν ήταν απόλυτο ψέμα, ήθελε να λέει στον εαυτό της η Γλυκάνθη, επειδή ο Λούσιος πράγματι επιθυμούσε να διώξει τους Παντοκρατορικούς από το Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας. Γι’αυτό κιόλας είχε στραφεί στη λατρεία του Μαύρου Νάρζουλ· πίστευε ότι έκανε καλό, αλλά δεν είχε δίκιο… και το είχε πληρώσει…

Η Γλυκάνθη ακόμα αισθανόταν θλιμμένη για τον άδικο χαμό του, και δε νόμιζε ότι ποτέ αυτή η θλίψη θα περνούσε.

Και σα να μην έφτανε τούτο, τώρα είχε πεθάνει κι ο σύζυγός της, ο Αρχίμαχος, ο Βασιληάς της Απολλώνιας. Η Γλυκάνθη, όμως, δεν ένιωθε την ίδια θλίψη για τον θάνατό του όπως για τον θάνατο του Λούσιου. Ο Αρχίμαχος – αν και τον αγαπούσε πολύ – ήταν πια μεγάλος άνθρωπος και σε κώμα για πολύ καιρό· δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Ίσως – κι ας με συγχωρέσει ο Απόλλωνας αν η σκέψη μου είναι κακή – να ήταν καλύτερα που είχε πεθάνει. Ίσως να είχε ξεκουραστεί στην αγκαλιά της Κυράς του Καπνού, που έπαιρνε τους νεκρούς από τούτο τον κόσμο.

Η Γλυκάνθη είχε τώρα τα εγγόνια της να φροντίζει, κι αυτό την ευχαριστούσε, παρότι έβλεπε πόσο θλιμμένα ήταν για την απώλεια των γονιών τους.

Τα βάσανα του πολέμου…

Η οικογένειά μου δεν ήταν ποτέ τυχερή… Γιατί ο Απόλλωνας θέλει να μας δοκιμάζει τόσο;…

«Είσαι βλάκας!» Η Αρχιμάχη χτύπησε τον αδελφό της στο πλάι του κεφαλιού με το χειριστήριο που κρατούσε.

«Άσε με!» φώναξε ο Αλεξίλυπος σκύβοντας για να δεχτεί το χτύπημα με λιγότερη δύναμη.

Μπροστά τους βρισκόταν μια μεγάλη οθόνη, που έδειχνε οχήματα να τρέχουν μέσα στη μεγαλούπολη της Απαστράπτουσας – οχήματα ελεγχόμενα από τα χειριστήρια των δύο παιδιών: ένα παιχνίδι που είχε φτιάξει ένας Τεχνομαθής μάγος ειδικά για τα εγγόνια της Βασίλισσας.

«Κάνεις συνέχεια βλακείες,» είπε η Αρχιμάχη, χρησιμοποιώντας και πάλι το χειριστήριό της για το παιχνίδι και όχι για να χτυπά τον αδελφό της.

«Σου είπα, άσε με!»

«Αρχιμάχη!» είπε η Βασίλισσα από την πολυθρόνα όπου καθόταν. «Δε σου έχω πει να μη μιλάς έτσι στον αδελφό σου; Και να μην τον χτυπάς!»

«Μα, γιαγιά, κάνει βλακείες και θα μας πιάσουν!» διαμαρτυρήθηκε η εγγονή της.

«Αρκετά μ’αυτά, Αρχιμάχη! Τελευταία φορά που σ’ακούω να μιλάς έτσι στον αδελφό σου. Μετά θα σε τιμωρήσω. Συνεννοηθήκαμε;»

Η Αρχιμάχη κατσούφιασε αλλά δεν μίλησε.

Ο θόρυβος από τις μηχανές και τους τροχούς των εικονικών οχημάτων ήταν τώρα ο μοναδικός ήχος στο δωμάτιο.

Μετά από λίγο, ένας ελαφρύς χτύπος ακούστηκε από τη μισάνοιχτη πόρτα. Η Γλυκάνθη έστρεψε το κεφάλι και είδε την Αγάθη να στέκεται στο κατώφλι, την προσωπική της υπηρέτρια, που είχε το ίδιο θλιμμένο βλέμμα με τον Αλεξίλυπο από τότε που εξαφανίστηκε ο αγαπημένος της Αυγερινός – ένας πολεμιστής της Βασιλικής Φρουράς και Εκλεκτός του Απόλλωνα, ο οποίος είχε χαθεί όταν είχε χαθεί κι ο Λούσιος.

Ο πόλεμος… Ο καταραμένος πόλεμος…

«Βασίλισσά μου,» είπε η μικρόσωμη, μελαχρινή υπηρέτρια. «Είναι μεσημέρι. Θα φάτε;»

«Ναι, Αγάθη. Είχα αφαιρεθεί,» αποκρίθηκε η Γλυκάνθη, που, όφειλε να το παραδεχτεί, ήταν χαμένη στις σκέψεις και στις αναμνήσεις της σήμερα πολύ περισσότερο απ’ό,τι άλλες ημέρες. Αναστενάζοντας σηκώθηκε από την πολυθρόνα της και χτύπησε τα χέρια. «Παιδάκια!» είπε στα εγγόνια της. «Ελάτε. Πάμε για φαγητό.»

«Όχι από τώρα, γιαγιά!» διαμαρτυρήθηκε η Αρχιμάχη. «Πρέπει να φτάσουμε στο αεροδρόμιο!»

«Εντάξει,» είπε η Γλυκάνθη. «Δέκα λεπτά ακόμα· ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω.» Κοίταξε το χρυσοποίκιλτο ρολόι στον καρπό της και ξανακάθισε στην πολυθρόνα, κάνοντας νόημα στην Αγάθη ότι μπορούσε να πηγαίνει· η υπηρέτρια έφυγε.

Τα εικονικά οχήματα συνέχιζαν να τρέχουν μέσα στους δρόμους της εικονικής Απαστράπτουσας της οθόνης. Η Γλυκάνθη είχε πλέον καταλάβει τι γινόταν σ’αυτό το παιχνίδι, τόσες φορές που το είχε δει. Ο Αλεξίλυπος και η Αρχιμάχη έλεγχαν ένα όχημα κι οι δυο τους – ο εγγονός της το οδηγούσε, κι η εγγονή της χειριζόταν τα πυροβόλα του – και κάποια άλλα οχήματα, μαύρα στο χρώμα, τους καταδίωκαν βγαίνοντας μέσα από υπόγεια πολυκατοικιών και από χώρους στάθμευσης μέσα στην πόλη. Ο σκοπός του παιχνιδιού άλλαζε κατά περιόδους, όπως είχε συμπεράνει η Γλυκάνθη· δεν ήταν πάντοτε να φτάσουν στο αεροδρόμιο. Μια φορά έπρεπε να πιάσουν έναν κακοποιό επάνω σ’ένα δίκυκλο. Μια άλλη φορά έπρεπε να διαλύσουν ένα μπλόκο και να διασχίσουν έναν δρόμο.

Τα εγγόνια της δεν κατόρθωσαν αυτή τη φορά τον σκοπό τους· οι εχθροί ανατίναξαν το όχημά τους λίγο προτού φτάσει στο αεροδρόμιο.

«Καλά, δε βλέπεις πού πας!» φώναξε η Αρχιμάχη στον αδελφό της. «Στρίβεις από κει που έρχεται ο άλλος;»

«Δεν πήγαινε πίσω–»

«Τι ‘δεν πήγαινε’, ρε! Θες εγώ να σου δείξω πώς να στρίβεις;»

«Μα θα έρχονταν οι άλλοι!»

Η Γλυκάνθη χτύπησε πάλι τα χέρια της. «Τέρμα το παιχνίδι, τώρα,» είπε καθώς σηκωνόταν όρθια. «Πάμε για φαγητό. Και μην τσακώνεστε συνέχεια. Ο αδελφός σου, Αρχιμάχη, είναι πιο μικρός από σένα· πρέπει να το καταλαβαίνεις.»

«Μα, γιαγιά, δε μπορούσα να στρίψω!» διαμαρτυρήθηκε ο Αλεξίλυπος.

«Ναι, χρυσέ μου, το είδα,» είπε η Γλυκάνθη χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. «Πάμε τώρα.»

Η Αρχιμάχη έμοιαζε θυμωμένη. Αλλά αυτό δεν ήταν κάτι το αξιοπερίεργο· συνεχώς έμοιαζε θυμωμένη τώρα πια.

Μαζί με τα εγγόνια της, η Γλυκάνθη κατέβηκε στην τραπεζαρία του Βασιλικού Παλατιού της Απαστράπτουσας, για να βρει εκεί την κόρη της τη Βασιλική και τον Οδυσσέα Επίμετρο, έναν Πρόμαχο της Επανάστασης, Απολλώνιο στην καταγωγή και πιστό στον Ανδρόνικο εδώ και χρόνια. Η Γλυκάνθη τον έβρισκε πολύ συμπαθή άντρα – και άλλες γυναίκες επίσης, όπως είχε διαπιστώσει.

«Οδυσσέα!» είπε ο Αλεξίλυπος, μοιάζοντας χαρούμενος που τον έβλεπε.

Ο Οδυσσέας, που τελευταία είχε αφήσει μαύρο μουστάκι και μούσι στο σαγόνι, χαμογέλασε. «Τι κάνεις, Αλεξίλυπε;» είπε καθώς το αγόρι τον πλησίαζε. «Είσαι καλά;»

«…Ναι,» αποκρίθηκε εκείνος, αν και με κάποιο δισταγμό, ενώ καθόταν σε μια καρέκλα πλάι στον Οδυσσέα.

«Δεν είναι εκεί η θέση σου,» του είπε η Αρχιμάχη, που καθόταν στη δική της καρέκλα – σ’αυτή που καθόταν πάντα όταν έτρωγαν.

«Δεν πειράζει, Αρχιμάχη,» είπε η Γλυκάνθη. «Ο Αλεξίλυπος μπορεί να καθίσει όπου θέλει. Δε νομίζω ότι οι υπηρέτες θα τον μπερδέψουν και θα πάνε το φαγητό του αλλού.»

Οι υπόλοιποι χαμογέλασαν, αλλά όχι και η Αρχιμάχη· πολύ σπάνια χαμογελούσε πια.

«Είσαι ’ντάξει, Αρχιμάχη;» τη ρώτησε η Βασιλική, αφού έβαλε ένα ορεκτικό – μια ρόδα καρυκευμένο καρότο – στο στόμα της.

«Δεν είμαι καλά, Βασιλική. Ο αδελφός μου με ενοχλεί–»

«Δεν την ενοχλώ!» πετάχτηκε ο Αλεξίλυπος.

«Δε φτάσαμε στο αεροδρόμιο εξαιτίας σου!» του είπε η Αρχιμάχη.

Η Βασιλική συνοφρυώθηκε. «Προσπαθούσατε να φτάσετε στο αεροδρόμιο;»

«Στο παιχνίδι που παίζουν,» εξήγησε η Γλυκάνθη.

«Αυτό που τους έφτιαξε ο Ανδροκλής’μορ;» ρώτησε ο Οδυσσέας, ενώ οι υπηρέτες έφερναν πιατέλες και πιάτα γεμάτα φαγητά, και καράφες γεμάτες ποτά, χυμούς, και νερό.

«Ναι.»

«Είναι δαιμόνιος αυτός ο μάγος!» είπε ο Οδυσσέας μειδιώντας. «Είμαι βέβαιος ότι το έχει κάνει πιο δύσκολο απ’ό,τι θα έπρεπε.»

«Δεν είναι δύσκολο,» τόνισε η Αρχιμάχη. «Ο αδελφός μου στρίβει εκεί που δεν πρέπει!»

«Τέλος πάντων,» είπε η Γλυκάνθη. «Ας φάμε, ε, παιδάκια;»

«Ό,τι πεις, μαμά,» αποκρίθηκε η Βασιλική και άρχισε να τρώει.

Ο Οδυσσέας γέλασε ευγενικά.

«Ορισμένες φορές, Βασιλική,» είπε η Γλυκάνθη στην κόρη της αφού ήπιε μια γουλιά κρασί, «αναρωτιέμαι αν εσύ είσαι μικρότερη από την Αρχιμάχη.»

«Το ξέρω, μαμά. Νομίζω πως είμαι μικρότερη κι από τον Αλεξίλυπο, κάπου-κάπου.»

«Πόσο χρονώ είσαι, Βασιλική;» ρώτησε ο Αλεξίλυπος.

«Μην κάνεις χαζές ερωτήσεις!» του φώναξε η Αρχιμάχη απ’την άλλη μεριά του τραπεζιού. «Η Βασιλική είναι–»

«Τριώ χρονώ είμαι.»

«Δεν είσαι τριώ χρονώ,» της είπε η Αρχιμάχη. «Είσαι–»

«Δεν έχει σημασία πόσο είμαι. Όσο θέλω είμαι,» τη διέκοψε η Βασιλική, όχι απότομα ή εριστικά.

Η Γλυκάνθη είπε στον Οδυσσέα: «Όπως βλέπεις, Οδυσσέα, τα παιδιά μου παίζουν όλα μαζί.»

Εκείνος ακόμα γελούσε. «Ναι, Βασίλισσά μου. Και είναι όλα τους πολύ χαριτωμένα.»

Η Βασιλική στράφηκε στον Οδυσσέα, που καθόταν δίπλα της, και, υπομειδιώντας, πρέπει να του έκανε κάτι κάτω απ’το τραπέζι γιατί η έκφρασή του άλλαξε κάπως.

Η Γλυκάνθη, παρατηρώντας το αυτό, σκέφτηκε γι’ακόμα μια φορά πως πολύ πιθανόν να ήταν αληθινές οι φήμες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στους υπηρέτες (και τις οποίες η ίδια είχε πληροφορηθεί από την Αγάθη), ότι η Πριγκίπισσα είχε ερωτική επαφή, κάπου-κάπου, με τον Πρόμαχο. Η κόρη μου δεν πρόκειται να σοβαρευτεί ποτέ! σκέφτηκε η Γλυκάνθη. Το είχε πλέον πάρει απόφαση. Αλλά, αν όντως η Βασιλική είχε κάποια σχέση με τον Οδυσσέα, δεν το θεωρούσε καθόλου σωστό για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, ο Οδυσσέας ήταν γυναικάς, όλοι το ήξεραν· και δεύτερον, ο Άγγελος Επίκυκλος – ο εκδότης του περιοδικού μουσικής Ήχος στο Φως και εραστής της Βασιλικής εδώ και καιρό – ήταν ένα πολύ γλυκό αγόρι που θα πληγωνόταν αν τύχαινε να το μάθει.

Η Γλυκάνθη καθάρισε το λαιμό της ύστερα από μερικές μπουκιές μαλακού κοτόπουλου με ζεστή σάλτσα. «Αφού λέμε για τα παιδιά μου… πού είναι ο Ανδρόνικος σήμερα, Βασιλική; Δεν άκουσα να έφυγε απ’το παλάτι.»

«Δεν έχει φύγει,» αποκρίθηκε εκείνη. «Στα διαμερίσματά του είναι, με την Ιωάννα.»

«Θα φάει εκεί;»

«Απ’ό,τι κατάλαβα, ναι.»

«Μάλιστα…» είπε η Γλυκάνθη. «Θεωρεί, δηλαδή, πιο σημαντικό να φάει επάνω, μαζί της, παρά εδώ μαζί μας.»

«Εντάξει, μητέρα, δεν είναι τόσο σπουδαίο το θέμα…»

«Έχουν κάτι ιδιαίτερο να συζητήσουν;»

«Δεν ξέρω.»

«Κάτι για την Επανάσταση, ίσως;» Η Γλυκάνθη ατένισε τώρα τον Οδυσσέα.

«Ούτε εγώ ξέρω, Βασίλισσά μου. Δεν το νομίζω, όμως. Τουλάχιστον εμένα δε μου έχουν πει τίποτα.»

«Ο Ανδρόνικος,» είπε η Γλυκάνθη, «θα πρέπει κάποια στιγμή ν’αλλάξει τακτικές και ν’αρχίσει να σκέφτεται πιο πολύ τη διάστασή μας την Απολλώνια.»

Η Βασιλική ήπιε μια γουλιά μπίρα. «Και όλ’αυτά σού ήρθαν στο μυαλό επειδή ο άνθρωπος είπε να φάει στα διαμερίσματά του;»

«Δεν μου ήρθαν τώρα στο μυαλό, φυσικά, Βασιλική. Είναι γεγονός ότι δεν σκέφτεται καθόλου το μέλλον του Βασιλείου.»

«Έχει πολλά που τον απασχολούν, Βασίλισσά μου,» είπε ο Οδυσσέας. «Η Επανάσταση βασίζεται σ’αυτόν.»

«Το ξέρω. Αλλά δεν μπορεί να εγκαταλείψει και τη διάστασή μας. Τις προάλλες έτρεχε πάλι σ’άλλες διαστάσεις. Στην Αρβήντλια, αναζητώντας κάποιον μυστηριώδη κώδικα.»

«Μας έδωσε χρήσιμες πληροφορίες αυτός ο κώδικας…» είπε ο Οδυσσέας.

«Πιθανώς. Αλλά θα έπρεπε, τουλάχιστον, να έχει παντρευτεί μια Απολλώνια γυναίκα που μπορεί να του κάνει διαδόχους. Είναι Βασιληάς τώρα, παρότι όλοι συνεχίζετε να τον λέτε ‘Πρίγκιπα’. Δεν μπορεί να τριγυρίζει σε άλλες διαστάσεις μ’αυτή τη Μαύρη Δράκαινα. Έχω ακούσει ορισμένους αριστοκράτες να λένε ότι θα παντρευτεί αυτήν· το πιστεύεις, Οδυσσέας; Ότι θα παντρευτεί την Ιωάννα

«Σας καταλαβαίνω, Βασίλισσά μου…»

«Του έχεις εσύ μιλήσει γι’αυτό το θέμα, Οδυσσέα;»

Εκείνος φάνηκε να βρίσκεται σε δύσκολη θέση. «Δεν είναι… Δεν το θεώρησα σωστό, Βασίλισσά μου… Είναι κάτι που πρέπει εκείνος να αποφασίσει.»

«Μητέρα,» είπε η Βασιλική, «δεν είναι αυτά πράγματα για να συζητάμε ενώ τρώμε.»

«Και πότε πρέπει να τα συζητήσουμε;» αντιγύρισε η Βασίλισσα, ήπια. «Μάλλον ποτέ, θα είναι η δική σου γνώμη, έτσι;»

Η Βασιλική αναστέναξε. «Μητέρα, το έχεις παρακάνει… Αν θέλεις συζήτησέ το με τον Ανδρόνικο. Εμάς τι μας το λες; Σκέφτεσαι να βάλεις εμένα ή τον Οδυσσέα να του μιλήσουμε; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.»

«Δεν σκέφτομαι να ‘βάλω’ κανέναν, Βασιλική! Απορώ πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό.» Και η Γλυκάνθη δεν έλεγε ψέματα: είχε συζητήσει το θέμα επειδή την απασχολούσε, και για κανέναν άλλο λόγο.

«Εντάξει τότε,» αποκρίθηκε η Βασιλική ανασηκώνοντας τους ώμους. «Πήγαινε και μίλησέ του. Τώρα τρώμε.»

Γιατί, Απόλλωνα, δεν μου έδωσες κι εμένα μερικά φυσιολογικά παιδιά; σκέφτηκε η Γλυκάνθη.

*

Ο Ανδρόνικος, πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας, πρωτεργάτης της Επανάστασης κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας, και τώρα, μετά το θάνατο του πατέρα του, Βασιληάς της Απολλώνιας, μπήκε στο μικρό καθιστικό που ήταν λουσμένο από την κοκκινωπή ακτινοβολία του απογεύματος.

Η μητέρα του, η Βασίλισσα Γλυκάνθη, καθόταν σ’έναν καναπέ, με τα βαμμένα ξανθά μαλλιά της να γυαλίζουν καθώς τα χτυπούσαν οι ηλιακές αχτίνες που περνούσαν από το κρύσταλλο του παραθύρου πίσω της.

«Καλησπέρα, μητέρα,» χαιρέτησε ο Ανδρόνικος κοιτάζοντάς τη με κάποια ανησυχία και περιέργεια. Ήταν, άραγε, σοβαρός ο λόγος που τον είχε καλέσει εδώ; αναρωτιόταν. Η Βασίλισσα γινόταν ολοένα και πιο μελαγχολική και προβληματισμένη τελευταία, ειδικά από τον θάνατο του πατέρα και ύστερα. Υπήρχαν, βέβαια, πολλοί λόγοι για να ανησυχεί κανείς στην Απολλώνια· ο Ανδρόνικος δεν τη θεωρούσε υπερβολική, ούτε την αδικούσε. Απλώς τον στενοχωρούσε να τη βλέπει έτσι.

«Κάθισε, Ανδρόνικε,» είπε η Γλυκάνθη.

Ο Ανδρόνικος πήρε θέση αντίκρυ της. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ακουμπώντας τους αγκώνες του στα γόνατά του και πλέκοντας τα δάχτυλα των χεριών.

«Το μεσημέρι δεν ήρθες για φαγητό.»

«Έφαγα με την Ιωάννα, στα διαμερίσματά μου.»

«Το ξέρω.»

«Τι συμβαίνει, λοιπόν; Αυτό ήθελες να μου πεις;»

Η Γλυκάνθη συνοφρυώθηκε παρατηρώντας τον, και αναρωτήθηκε: Δε βλέπει το πρόβλημα; Δεν μπορεί ούτε καν να το φανταστεί; Ω Ανδρόνικε! είναι δυνατόν να είσαι κι εσύ τόσο απερίσκεπτος όσο η Βασιλική; Αναστέναξε.

«Τι είναι, μητέρα; Έχει γίνει κάτι που δεν ξέρω;»

«Δεν καταλαβαίνεις, Ανδρόνικε; Ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις;»

Ο Ανδρόνικος παραξενεύτηκε από την έκφρασή της, καθώς κι από τον απότομο τρόπο της. Τι ακριβώς του έλεγε η μητέρα του τώρα; «Σε ενόχλησε το γεγονός ότι έφαγα με την Ιωάννα αντί να κατεβώ στην τραπεζαρία;»

«Δεν είναι αυτό το συγκεκριμένο γεγονός που με ενόχλησε. Σκέφτομαι… σκέφτομαι το μέλλον της Απολλώνιας. Εσύ δεν το σκέφτεσαι;»

Ο Ανδρόνικος, παίρνοντας τους αγκώνες του από τα γόνατά του, ακούμπησε την πλάτη του στην πολυθρόνα. «Τι ακριβώς θες να πεις, μητέρα; Όλα αυτά που κάνω δεν είναι για την Απολλώνια; Αναζητώ τρόπο, αυτή τη στιγμή, για να διαλύσω τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο που δημιουργήσαμε στην Ταλκασία. Όσο περνά ο καιρός, επεκτείνεται, σαν υπερκόσμιο παραπέτασμα. Αν δεν κάνουμε κάτι σύντομα, θα διχοτομήσει τη διάστασή μας–»

«Δε μιλάω για τον στρόβιλο τώρα!»

«Μα, αν δεν–»

«Μιλάω για το γεγονός ότι δεν έχεις κανέναν διάδοχο. Ένας βασιληάς πρέπει να έχει τους διαδόχους του, Ανδρόνικε.»

«Διάδοχοι υπάρχουν. Αν πεθάνω–»

«Ποιος θα πάρει τον Κυανό Θρόνο; Η Βασιλική; Τα παιδιά του Λούσιου;»

«Υποθέτω…»

«Δεν νοείται να μην έχεις διαδόχους,» επέμεινε η Γλυκάνθη. «Και μιλάω για δικά σου παιδιά. Ξέρεις τι λένε ορισμένοι ευγενείς; Ότι σκοπεύεις να παντρευτείς τη Μαύρη Δράκαινα!»

«Η Ιωάννα δεν μπορεί να μου δώσει διαδόχους, ούτως ή άλλως,» της είπε ο Ανδρόνικος, χαμηλόφωνα.

«Τι εννοείς;»

«Οι Μαύρες Δράκαινες δεν κάνουν παιδιά, μητέρα. Η Παντοκράτειρα φρόντισε γι’αυτό, όταν δημιούργησε το τάγμα τους. Έπαιρνε μόνο γυναίκες που δέχονταν να υποβληθούν σε στείρωση.»

«Φρικτό…!» έκανε η Γλυκάνθη με απέχθεια.

Ο Ανδρόνικος σήκωσε τον έναν ώμο. «Όπως βλέπεις, δε χρειάζεται οι αριστοκράτες ν’ανησυχούν ότι θα έχουν τα παιδιά μιας Μαύρης Δράκαινας για διαδόχους.»

«Και θα κάθεσαι, λοιπόν, μ’αυτή τη γυναίκα;» είπε η Γλυκάνθη. «Δε θα πάρεις μια πραγματική γυναίκα, που μπορεί να σου δώσει διαδόχους;»

Ο Ανδρόνικος αναστέναξε. «Δεν είναι κάτι που έχω σκεφτεί… Κι επιπλέον… Χρειάζεται να σου πω ότι αγαπώ την Ιωάννα και γι’αυτό είμαι μαζί της;»

«Τη γνώρισες ενώ ήσουν παντρεμένος με την Παντοκράτειρα,» του είπε η Γλυκάνθη. «Τώρα είσαι Βασιληάς της Απολλώνιας· πρέπει να σκεφτείς άλλα πράγματα. Κι εκείνη πρέπει να το καταλάβει αυτό.»

«Μην αρχίσεις να υπονοείς τώρα ότι η Ιωάννα φταίει–»

«Δεν υπονοώ τίποτα. Αλλά πρέπει να σκεφτείς, Ανδρόνικε.»

Ο Ανδρόνικος δεν αποκρίθηκε, και όντως σκέφτηκε. Έχει κάποιο δίκιο, όφειλε να παραδεχτεί. Ένας βασιληάς πρέπει να έχει διαδόχους, για διάφορους λόγους. Μπορεί, μετά το θάνατό του, να γινόταν ακόμα και εμφύλιος πόλεμος αν δεν είχε ξεκαθαρίσει τους διαδόχους του. Ή, σε μια καλύτερη περίπτωση, μπορεί οι αριστοκράτες να Καλούσαν ο ένας τον άλλο σε μονομαχία μέχρι θανάτου ώστε έτσι να κριθεί ποιος θα γίνει βασιληάς.

Τίποτα απ’αυτά δεν άρεσε στον Ανδρόνικο.

Είχε, όμως, τόσα πράγματα να κάνει. Η Επανάσταση και η παρουσία του υπερδιαστασιακού στροβίλου στην Απολλώνια γέμιζαν κάθε του σκέψη, και σχεδόν όλο του τον χρόνο. Δεν προλάβαινε να γνωρίσει τη μελλοντική του Βασίλισσα… Και ήταν και η Ιωάννα, ασφαλώς. Πώς μπορώ να της πω ότι τώρα θα παντρευτώ κάποια άλλη γυναίκα, ύστερα από όσα έχουμε περάσει μαζί; Ο Ανδρόνικος είχε ελευθερώσει εκείνη και τις άλλες Μαύρες Δράκαινες από μια κινητή φυλακή που είχε φτιάξει η Παντοκράτειρα γι’αυτές, και τις είχε πάρει στο στρατόπεδό του, στην Επανάσταση. Από τότε, εκείνος κι η Ιωάννα είχαν περάσει από κινδύνους και περιπέτειες που άλλοι άνθρωποι δεν μπορούσαν ούτε να φανταστούν–

«Ορισμένες προτάσεις μού έχουν ήδη γίνει, ξέρεις…» Η φωνή της Γλυκάνθης διέκοψε τους συλλογισμούς του.

Ο Ανδρόνικος βλεφάρισε. «Προτάσεις;»

«Μερικοί αριστοκράτες μού έχουν προτείνει για γάμο τις κόρες των Οίκων τους.»

«Δεν είναι δυνατόν να τους παίρνεις σοβαρά, μητέρα!»

«Εσύ μού φαίνεται ότι δεν είσαι σοβαρός!» αντιγύρισε η Γλυκάνθη (ενώ συγχρόνως σκεφτόταν θυμωμένα: Σαν τη Βασιλική έχεις αρχίσει να γίνεσαι κι εσύ!). «Οι προτάσεις είναι πολύ σοβαρές, και από αξιοσέβαστους Οίκους.»

«Προσπαθούν απλώς να αποκτήσουν περισσότερη δύναμη σε σχέση με τους υπόλοιπους Οίκους.»

«Φυσικά και αυτό προσπαθούν να κάνουν. Λογικό είναι. Και τι σημασία έχει; Δε θα πάρεις κάποια γυναίκα για σύζυγό σου, αργά ή γρήγορα; Και δεν θα είναι από αριστοκρατική οικογένεια; Τι θα είναι; Η Μαύρη Δράκαινα

Ο Ανδρόνικος έμεινε πάλι σιωπηλός. Δεν έχω χρόνο γι’αυτές τις σαχλαμάρες των αριστοκρατικών κύκλων, μητέρα!

Η Γλυκάνθη, βλέποντας τον δισταγμό του, είπε: «Θέλεις να της μιλήσω εγώ;»

«Να μιλήσεις σε ποια;»

«Στην Ιωάννα.»

«Αυτό να το βγάλεις απ’το μυαλό σου!» αποκρίθηκε αμέσως, και κάπως απότομα, ο Ανδρόνικος.

«Εντάξει… Θα της μιλήσεις εσύ, τότε;»

«Θα το σκεφτώ.» Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε απ’την πολυθρόνα του.

«Να το σκεφτείς, Ανδρόνικε,» τόνισε η Γλυκάνθη. «Το ζήτημα είναι σοβαρό. Ζούμε στην Απολλώνια, όχι στη Φεηνάρκια, και είμαστε ο Βασιλικός Οίκος των Ευφρόνων, όχι οποιοιδήποτε.»

Β’
Η ΜΑΥΡΗ ΔΡΑΚΑΙΝΑ ΑΝΑΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ

Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος βάδιζε στον κήπο του Βασιλικού Παλατιού της Απαστράπτουσας συλλογισμένος από όσα είχε συζητήσει με τη μητέρα του, και αρκετά μπερδεμένος. Τα πράγματα πάντα είχαν την τάση να περιπλέκονται. Δεν μπορούσαν ποτέ να είναι απλά. Έμοιαζε με κατάρα. Μια κατάρα που ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αποτινάξει.

Ίσως να έχουν δίκιο αυτοί που μου λένε ότι παραείμαι ιδεαλιστής.

Αν και πάντοτε προσπαθούσε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, ποτέ δεν κατόρθωνε να ξεφύγει από τις άσχημες πολυπλοκότητες του κόσμου. Ο αγώνας του δεν ήταν καθαρός. Πολλές φορές το βέλος πετύχαινε το στόχο του, αλλά μέχρι να φτάσει εκεί είχε περάσει μέσα από φωτιά, καπνό, και λάσπη και είχε γίνει μαύρο και λερωμένο. Ο πόλεμος κατά της Συμπαντικής Παντοκρατορίας δεν ήταν εύκολος.

Και τώρα, η μητέρα με φορτώνει μ’ένα ακόμα πρόβλημα…

Ο Ανδρόνικος επέστρεψε στα διαμερίσματά του καθώς το φως της ημέρας τελείωνε και ένας παγερός, χειμωνιάτικος άνεμος άρχιζε να φυσά. Φτάνοντας, άκουσε κάποιον να πλατσουρίζει στο δωμάτιο με την πισίνα. Δεν πήγε προς τα εκεί· βάδισε ώς το καθιστικό, γέμισε ένα ποτήρι με νερωμένο κρασί, και ήπιε χωρίς να καθίσει.

Η Ιωάννα δεν άργησε να βγει από την πισίνα και να έρθει να τον βρει, ντυμένη με μια λευκή, βαμβακερή ρόμπα. Τα μακριά, ξανθά μαλλιά της έπεφταν νωπά στους ώμους της. Το πρόσωπό της γυάλιζε ακόμα από το νερό.

Σίγουρα είχε ακούσει τον Ανδρόνικο να μπαίνει στα διαμερίσματά του· δε θα διέφευγε κάτι τέτοιο από μια Μαύρη Δράκαινα.

«Τι είναι;» του είπε.

«Τι να είναι;»

Η Ιωάννα έβγαλε μια ταμπακιέρα από μια τσέπη της ρόμπας της και άναψε ένα τσιγάρο. «Τι ήθελε η μητέρα σου;»

Ο Ανδρόνικος ήπιε μια γουλιά κρασί, παρατηρώντας την. Δεν είναι η κατάλληλη ώρα τώρα… «Για ένα θέμα πολιτικής ήθελε να μου μιλήσει… Εσωτερικό θέμα. Της Απολλώνιας.»

«Μάλιστα…» Η Ιωάννα φύσηξε καπνό απ’την άκρη του στόματός της, παρατηρώντας τον κι εκείνη. Ύστερα στράφηκε και βγήκε απ’το καθιστικό, πηγαίνοντας προς το δωμάτιο των ενδυμάτων.

Ο Ανδρόνικος τελείωσε το κρασί του με δυο γρήγορες γουλιές και πήγε να καθίσει σ’έναν καναπέ.

Όταν η Ιωάννα επέστρεψε στο καθιστικό, τον βρήκε ακόμα καθισμένο εκεί, με τα χέρια του διπλωμένα μπροστά του και τα πόδια του τεντωμένα και σταυρωμένα στον αστράγαλο. Το βλέμμα του ήταν κατεβασμένο, και έμοιαζε συλλογισμένος. Τα ξανθά μούσια του τον έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερος απ’ό,τι ήταν, μ’αυτή την έκφραση που είχε πάρει.

Η Ιωάννα καταλάβαινε ότι κάτι τον απασχολούσε. Το είχε καταλάβει από πριν. Τώρα απλά το επιβεβαίωνε μέσα της. Τι έχει; Τι είπε με τη Βασίλισσα;

Τον πλησίασε, για να σταθεί πλάι του.

Ο Ανδρόνικος τότε φάνηκε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Στράφηκε να την κοιτάξει. Η Ιωάννα δεν ήταν πια ντυμένη με τη βαμβακερή ρόμπα: φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο παντελόνι και μια ελαφριά μπλε μπλούζα χωρίς μανίκια, γιατί, παρότι χειμώνας, στο εσωτερικό του παλατιού είχαν ενεργειακή θέρμανση.

«Όταν έφυγες,» είπε στον Ανδρόνικο, «ήσουν καλά. Τώρα, δεν είσαι.» Και κάθισε πλάι του, διπλώνοντας το ένα της πόδι από κάτω της. «Τι συμβαίνει;»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε αχνά. «Σου αρέσει πάντα να λύνεις γρίφους, ε, Ιωάννα;»

«Δε φταίω εγώ· αυτό είναι το φυσικό μου.» Η Ιωάννα άναψε ένα τσιγάρο, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά, και φύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι. «Θα μου πεις, λοιπόν;» ρώτησε όταν είδε ότι ο Ανδρόνικος δε θα μιλούσε από μόνος του.

Εκείνος πήρε το τσιγάρο από το χέρι της και ρούφηξε καπνό, βγάζοντάς τον έπειτα απ’τα ρουθούνια. «Η μητέρα μου ανησυχεί για κάποια πράγματα…»

«Για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο;»

«Εκτός από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.»

«Υπάρχει κάτι πιο σημαντικό για την Απολλώνια;»

«Έτσι φαίνεται να πιστεύει,» είπε ο Ανδρόνικος, παίρνοντας άλλη μια τζούρα απ’το τσιγάρο και επιστρέφοντάς το στην Ιωάννα.

Εκείνη τον περίμενε να συνεχίσει.

Και ο Ανδρόνικος τής είπε ποιο ήταν το πρόβλημα. Δεν είχε, εξάλλου, νόημα να της το κρύψει, σκέφτηκε. Αργά ή γρήγορα η Ιωάννα θα το μάθαινε· έτσι ήταν το φυσικό της, όπως είχε πει κι η ίδια. Κι επιπλέον, ήταν μεγάλο κορίτσι, και στη ζωή της είχε ακούσει – και δει – πολύ χειρότερα πράγματα από αυτό.

«Η μητέρα σου έχει δίκιο,» του είπε σβήνοντας το τσιγάρο της σ’ένα τασάκι στην πλάτη του καναπέ. (Ο Ανδρόνικος είχε αναγκαστεί να έχει τουλάχιστον ένα τασάκι σε κάθε δωμάτιο των διαμερισμάτων του, έτσι όπως κάπνιζε η Ιωάννα – αμετανόητα, ό,τι και να της έλεγαν.)

Ο Ανδρόνικος την κοίταξε ξαφνιασμένος.

Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. «Τι;… Νομίζεις ότι δεν έχει δίκιο; Κι εγώ, αν ήμουν μητέρα σου, το ίδιο θα σου έλεγα.»

«Υποστηρίζεις, δηλαδή, ότι πρέπει να παντρευτώ;»

Η Ιωάννα αναστέναξε. «Ανδρόνικε… πιστεύεις πραγματικά ότι ποτέ δεν το είχα σκεφτεί αυτό; Το ήξερα ότι κάποτε θα συνέβαινε. Δεν είσαι μόνο πρωτεργάτης της Επανάστασης· είσαι και Πρίγκιπας της Απολλώνιας– ή, μάλλον, ήσουν Πρίγκιπας της Απολλώνιας που, αργά ή γρήγορα, θα γινόταν Βασιληάς… Ήταν δυνατόν να παντρευτείς εμένα;»

Ο Ανδρόνικος, όμως, μπορούσε να δει στο βλέμμα της ότι υπήρχε μια βαθιά θλίψη καθώς το έλεγε αυτό. Αγγίζοντας το μάγουλό της, γλιστρώντας το χέρι του κάτω απ’τα ξανθά της μαλλιά, είπε: «Δε χρειάζομαι καμια άλλη γυναίκα στο πλευρό μου.»

Τα χείλη τους συναντήθηκαν, κι έπαψαν να μιλούν. Ο Ανδρόνικος τράβηξε την αμάνικη μπλε μπλούζα πάνω απ’το κεφάλι της και φίλησε τα γυμνά στήθη της· και μετά η Ιωάννα έβγαλε τα ρούχα του – που ήταν πολύ περισσότερα από τα δικά της – ένα-ένα, ενώ φιλούσαν και άγγιζαν ο ένας τον άλλο· όταν ο Ανδρόνικος ήταν ολόγυμνος εκτός από μερικά κοσμήματα, στάθηκε στα γόνατα πάνω από την Ιωάννα καθώς εκείνη ξάπλωνε στον καναπέ και, σηκώνοντας τα πόδια της στους ώμους του, τράβηξε το παντελόνι και την περισκελίδα της, τα δύο τελευταία ρούχα που φορούσε. Ύστερα, τη σήκωσε στην αγκαλιά του ενώ τα πόδια της ήταν τυλιγμένα γύρω του και σταυρωμένα πίσω απ’την πλάτη του και τα χέρια της πίσω απ’το λαιμό του. Την πήγε στο υπνοδωμάτιο και στο μεγάλο κρεβάτι με τις κουρτίνες. Και, καθώς έκαναν έρωτα, παρατήρησε ότι η Ιωάννα τον φιλούσε και τον έσφιγγε σαν να νόμιζε πως θα ήταν η τελευταία φορά που τον είχε κοντά της. Ποτέ ξανά δεν την είχε δει έτσι. Τα χέρια της, παρότι δεν είχαν μεγάλα νύχια (καθώς ήταν άβολα, ασφαλώς, για μια Μαύρη Δράκαινα), άφησαν σημάδια στην πλάτη, στους ώμους του, και στα πλευρά του· τα δόντια της δάγκωσαν το στήθος του και τους βραχίονές του· το στόμα της ρούφηξε τον καυλό του και η γλώσσα της έπαιξε μαζί του έτσι που τον έκανε να βογκήσει· τον καβάλησε ενώ κρατούσε το κεφάλι του κοντά της, βάζοντάς τα χείλη του να πιπιλίσουν τα στήθη της ξανά και ξανά, μέχρι που εκείνος νόμισε ότι η ανάσα του θα κοβόταν· γύρισε ανάποδα και του έδωσε να δαγκώσει και να φιλήσει τις κνήμες της και τις πατούσες της (συναντώντας κάπου-κάπου μικρούς κάλλους που πάντα του έλεγε ότι την ταλαιπωρούσαν), και να σύρει τη γλώσσα του στο εσωτερικό των μηρών της, για να κόλλησε τελικά τα χείλη του πάνω στην υγρή γυναικεία φύση της και να την ακούσει να μουγκρίζει ηδονικά ενώ του έσφιγγε τα μαλλιά του.

Αργότερα, ο Ανδρόνικος ξάπλωσε ανάσκελα, νιώθοντας τον καυτό ιδρώτα να κρυώνει επάνω του· και κοιμήθηκε βαθιά…

Η Ιωάννα, όμως, δεν κοιμήθηκε. Έμεινε ξύπνια μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου, κουλουριασμένη δίπλα του, έχοντάς του γυρισμένη πλάτη. Και σκεφτόταν.

Το ήξερες ότι θα ερχόταν μια τέτοια στιγμή, είπε στον εαυτό της. Το ήξερες… Όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του Ανδρόνικου, πριν από μερικούς μήνες, και εκείνος είχε στεφθεί Βασιληάς της Απολλώνιας, η Ιωάννα το ήξερε. Είχε περάσει από το μυαλό της καθώς γινόταν η στέψη. Ένας βασιληάς χρειάζεται μια βασίλισσα, κι εγώ δεν μπορώ να είμαι η βασίλισσά του… Όμως δεν του είχε πει τίποτα, βέβαια, μετά την τελετή. Νόμιζε ότι καλύτερα να το ξεχνούσε… και ίσως, τότε, να το ξεχνούσε κι ο κόσμος.

Αλλά ο κόσμος δεν το είχε ξεχάσει.

Η Ιωάννα σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, χωρίς να ρίξει τίποτα επάνω της, και βάδισε ξυπόλυτη επάνω στα ζεστά χαλιά των διαμερισμάτων του Πρίγκιπα.

Βασιληάς. Είναι Βασιληάς τώρα, θύμισε ξανά στον εαυτό της.

Και χτύπησε τη γροθιά της σ’έναν τοίχο του δωματίου με την πισίνα, τόσο δυνατά που το χέρι της πόνεσε από τα δάχτυλα ώς τον αγκώνα. Αισθάνθηκε δάκρυα να έρχονται στα μάτια της – και όχι από τον πόνο στο χέρι της, φυσικά. Προσπάθησε να τα σταματήσει. Δεν είσαι κοριτσάκι, Ιωάννα! Δεν είσαι κοριτσάκι. Και το ήξερες! Το ήξερες! Από… από πάντα το ήξερες! Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.

Εξοργισμένη με τον εαυτό της, τινάχτηκε βουτώντας μέσα στην πισίνα. Το νερό δεν το είχε ζεστάνει κανένας ύστερα από το προηγούμενό της μπάνιο, έτσι ήταν κρύο – όπως ερχόταν από το υδραγωγείο της Απαστράπτουσας μέσα στον χειμώνα. Η Ιωάννα είχε, φυσικά, βουτήξει και σε πολύ πιο παγερά νερά στη ζωή της, αλλά και πάλι αισθάνθηκε να της κάνει καλό: να σταματά τα δάκρυά της.

Άργησε να βγει στην επιφάνεια. Κράτησε την αναπνοή της όσο περισσότερο μπορούσε: και δεν ήταν λίγος ο χρόνος που μπορούσε, καθότι Μαύρη Δράκαινα και γέννημα-θρέμμα της Υπερυδάτιας. Έβγαλε το κεφάλι της στην επιφάνεια όταν ήταν έτοιμη να σκάσει, και γέμισε τα πνευμόνια της λαίμαργα με τον αέρα του δωματίου.

Ακούμπησε τους αγκώνες της στην άκρη της πισίνας, και βυθίστηκε σε σκέψεις: για τη ζωή της· για τις Μαύρες Δράκαινες· για τον Ανδρόνικο· για την Παντοκράτειρα· για τον Ανδρόνικο· για την Επανάσταση· για τον Ανδρόνικο· για τον Ανδρόνικο· για τον Ανδρόνικο…

Δάκρυα κυλούσαν πάλι από τα μάτια της, συνειδητοποίησε.

Τα σκούπισε, βιαστικά.

Δε γίνεται έτσι, σκέφτηκε. Δε γίνεται! Βγήκε απ’την πισίνα· πήρε μια πετσέτα και σκουπίστηκε, τρίβοντας το σώμα της σχεδόν σαν να ήθελε να το τιμωρήσει· έβαλε το κεφάλι της στο κράνος του στεγνωτήρα και τον ενεργοποίησε, για να στεγνώσει τα ξανθά της μαλλιά.

Πήγε στο δωμάτιο των ενδυμάτων – που ήταν γεμάτο κρεμασμένα ρούχα, ντουλάπες, και συρτάρια – ντύθηκε με ζεστά εσώρουχα, δερμάτινο παντελόνι, μάλλινο πουκάμισο, και πανωφόρι με γούνα· φόρεσε ένα ζευγάρι ψηλές μπότες· πήρε έναν σάκο και έβαλε μέσα μερικά ρούχα· άνοιξε ένα μπαούλο και πήρε από εκεί κάποια όπλα, θηκαρώνοντάς τα επάνω της ή ρίχνοντάς τα στον σάκο.

Βγήκε απ’το δωμάτιο των ενδυμάτων, έσκισε ένα κομμάτι χαρτί από ένα σημειωματάριο, έγραψε ένα σημείωμα, και το άφησε. Πήρε χρήματα και μερικά μικροπράγματα και έφυγε απ’τα διαμερίσματα του Ανδρόνικου. Βάδισε μέσα στο παλάτι προσεχτικά, ώστε να αποφύγει όσο το δυνατόν περισσότερα βλέμματα: όχι δύσκολο για εκείνη.

Στο γκαράζ του παλατιού καβάλησε ένα δίκυκλο, το ξεκλείδωσε, το ενεργοποίησε, και μετά χάθηκε μέσα στους βραδινούς δρόμους της Απαστράπτουσας.

Γ’
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΗ

Ο Ανδρόνικος ξύπνησε απ’το πρωινό φως που γλιστρούσε από τα μισόκλειστα παντζούρια. Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι και είδε ότι η Ιωάννα δεν ήταν πλάι του. Και είχε, αμέσως, ένα άσχημο προαίσθημα.

Το έδιωξε, σκεπτόμενος: Μην είσαι ανόητος. Τι να έχει γίνει; Το χειρότερο, να έχει παραγγείλει πρωινό από τους υπηρέτες και να τρώει· ή να γυμνάζεται· ή να κολυμπά.

Σηκώθηκε και έριξε μια ρόμπα επάνω του, πηγαίνοντας προς το δωμάτιο με την πισίνα. Η Ιωάννα δεν ήταν πουθενά, και το νερό της πισίνας ήταν κρύο.

«Ιωάννα;» φώναξε. Αλλά καμία απάντηση δεν πήρε.

Φώναξε γι’ακόμα μια φορά το όνομά της και, μην παίρνοντας πάλι απάντηση, βάδισε μέσα σ’όλα τα δωμάτια των διαμερισμάτων του (τα οποία δεν ήταν και λίγα) αναζητώντας την.

Πουθενά δεν τη βρήκε.

Αλλά, μετά, το βλέμμα του έπεσε πάνω σ’ένα σημείωμα που ήταν ακουμπισμένο στο μικρό τραπέζι του καθιστικού. Αυτό δεν ήταν εδώ πριν, ήταν;

Ο Ανδρόνικος το πλησίασε. Το σήκωσε. Το διάβασε.

 

δεν εχω παει μακρια, θελω να παρω λιγο αερα. εσυ πρεπει να κανεις οπως ειπαμε – το ηξερα παντα ανδρονικε, και συμφωνω οτι πρεπει να γινει.

σ αγαπω, παντα θα σ αγαπω

 

Ο Ανδρόνικος άφησε το σημείωμα να πέσει πάλι επάνω στο τραπέζι, νιώθοντας κάτι να σφίγγει τον λαιμό του, να τον δυσκολεύει ν’αναπνεύσει. Όχι, σκέφτηκε, δε συμφωνείς… αλλά το ξέρεις ότι πρέπει να γίνει έτσι.

Ιωάννα…

Ο Ανδρόνικος κάθισε σε μια καρέκλα, νιώθοντας ξαφνικά εξουθενωμένος και κατάμονος.

Ιωάννα…

*

Το μεσημέρι, έφαγε μαζί με την οικογένειά του, στην τραπεζαρία του παλατιού. Ο Οδυσσέας δεν ήταν εδώ σήμερα· είχε έρθει χτες για να του φέρει κάποιες πληροφορίες σχετικές με την Επανάσταση, και το βράδυ θα έφευγε. Μπορεί να είχε φύγει, μάλιστα, μαζί με την Ιωάννα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Μακάρι να είχε φύγει μαζί της. Το προτιμούσε αυτό απ’το να τριγυρίζει μόνη της. Φυσικά, δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να πιστεύει ότι δεν μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό της αν υπήρχε ανάγκη. Αλλά, έτσι όπως είχε φύγει, αναμφίβολα στενοχωρημένη… ίσως να έκανε κάτι χαζό… ίσως να έβαζε μόνη της τον εαυτό της σε κίνδυνο… Μια άλλη φωνή μέσα του, όμως, του έλεγε πως, όχι, αποκλείεται η Ιωάννα ποτέ να δρούσε έτσι. Ήταν Μαύρη Δράκαινα. Τα πάντα που έκανε ήταν προσεγμένα, υπολογισμένα· δεν άφηνε τα συναισθήματά της να την επηρεάζουν σε τέτοιο βαθμό…

Γιατί ανησυχώ, τότε;

«Πού είναι η Ιωάννα;» τον ρώτησε η Βασιλική. «Μη μου πεις ότι θα φάει μόνη της, στα διαμερίσματά σου;»

«Δεν είναι εδώ,» απάντησε ο Ανδρόνικος. «Έχει πάει… σ’ένα μέρος.»

«Μπορείς να μου πεις αν θέλεις· δεν είμαι περίεργος και σκιερός πράκτορας της Παντοκράτειρας,» μειδίασε η αδελφή του.

«Το ξέρω, Βασιλική, αλλά πραγματικά δεν έχει σημασία. Θα γυρίσει σύντομα, εξάλλου.» Το ελπίζω… –Έδιωξε την ανόητη σκέψη απ’το μυαλό του.

Και λοξοκοίταξε τη μητέρα του, τη Βασίλισσα Γλυκάνθη: η οποία επίσης τον λοξοκοίταζε, παρατήρησε.

Το κατάλαβε ότι μίλησα στην Ιωάννα.

Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Δεν έπρεπε ποτέ να της είχα μιλήσει! Τουλάχιστον, όχι ακόμα.

Μετά το φαγητό, η Γλυκάνθη είπε στον Ανδρόνικο να συζητήσουν μόνοι τους, κι εκείνος την ακολούθησε σε μια μικρή αίθουσα του παλατιού, όπου και κάθισαν, ο καθένας με μια κούπα καφέ στο χέρι.

«Σκέφτηκες αυτό που σου είπα;» τον ρώτησε.

«Το σκέφτηκα.»

Η Βασίλισσα ύψωσε ένα φρύδι της. «Και;»

Ίσως δεν έπρεπε να το είχα σκεφτεί τελικά. «Δεν έχεις άδικο… Και δεν ήταν ότι δεν το είχα σκεφτεί και μόνος μου, παλιότερα…»

«Το είπες στην Ιωάννα, έτσι δεν είναι; Της είπες ότι μιλήσαμε.»

«Ναι,» αποκρίθηκε διστακτικά ο Ανδρόνικος.

Η Γλυκάνθη ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της. «Γι’αυτό έφυγε;»

«Ήθελε να ξεκουραστεί λίγο.»

«Δεν ήθελε, όμως, να παντρευτείς.»

«Αντιθέτως, μητέρα!» είπε απότομα ο Ανδρόνικος, θυμωμένος που η Γλυκάνθη ήταν αμέσως αρνητικά προδιατεθειμένη προς την Ιωάννα. «Μου είπε ότι έχεις δίκιο. Ότι, αφού είμαι Βασιληάς της Απολλώνιας, πρέπει να παντρευτώ.»

«Είναι συνετή κοπέλα, λοιπόν.»

Άλλαξες γνώμη ξαφνικά γι’αυτήν, μητέρα; Επειδή σε συμφέρει τώρα; Ο Ανδρόνικος πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήπιε μια γουλιά απ’τον ζεστό καφέ του.

«Όπως σου είπα και χτες,» συνέχισε η Γλυκάνθη, «κάποιες κυρίες – όλες τους κόρες αξιόπιστων αριστοκρατών – είναι πρόθυμες να τις γνωρίσεις. Η τελική απόφαση, ασφαλώς, θα είναι δική σου. Μπορώ να κανονίσω τις συναντήσεις όποτε επιθυμείς…» Και περίμενε την απάντησή του.

Ο Ανδρόνικος δεν μίλησε, συλλογισμένος, με τις σκέψεις του να περιστρέφονται γύρω από την Ιωάννα. Τι ανόητος που είμαι! Δεν έπρεπε να της το είχα πει έτσι όπως της το είπα. Πώς θα αισθάνθηκε; Μπορεί να μην το έδειξε αλλά πρέπει να αισθάνθηκε πολύ άσχημα. Είμαι τελείως ανόητος!

Και τώρα, πού στις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ έχει πάει;

«Ανδρόνικε;»

«Τι είναι, μητέρα;»

«Μπορώ να κανονίσω τις συναντήσεις όπο–»

«Σε άκουσα.»

Τα χείλη της Γλυκάνθης έσμιξαν καθώς τον παρατηρούσε. «Δεν είσαι και πολύ χαρούμενος, έτσι;»

«Χαρούμενος; Θα έπρεπε να είμαι χαρούμενος

«Γιατί όχι; Είσαι, εξάλλου, ο πιο περιζήτητος άντρας στην Απολλώνια – και προτού το πεις, όχι, δεν είναι μόνο εξαιτίας του ότι είσαι Βασιληάς.»

«Σοβαρά…»

«Μη γίνεσαι ειρωνικός. Είμαι πολύ περήφανη για το γιο μου,» είπε η Γλυκάνθη χαμογελώντας.

Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε από τον καναπέ όπου είχε καθίσει. «Κανόνισε τη συνάντηση όποτε θέλεις,» της είπε, και βάδισε προς την έξοδο της αίθουσας.

«Δε θα μου κάνεις φασαρίες, όμως!» τον προειδοποίησε η Γλυκάνθη. «Δε θέλω να ρεζιλευτούμε! – να τους πω μια τάδε μέρα και μετά να μου πεις ότι δεν μπορείς. Εντάξει;»

«Μην ανησυχείς, μητέρα· δε θα σου χαλάσω τα σχέδια,» είπε ο Ανδρόνικος δίχως να στραφεί για να την κοιτάξει.

Και μετά, είχε φύγει απ’την αίθουσα.

Δ’
Η ΜΑΥΡΗ ΔΡΑΚΑΙΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ, ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ

Φεύγοντας μέσα στη νύχτα από την Απαστράπτουσα, οδήγησε το δίκυκλό της προς τα νότια. Τρέχοντας. Οι τροχοί του τσύριζαν πάνω στην πλακόστρωτη δημοσιά. Η μηχανή του βρυχιόταν. Σύννεφα καπνού και σκόνης σηκώνονταν πίσω του. Ο προβολέας του έσχιζε τα σκοτάδια της υπαίθρου.

Η Ιωάννα προσπέρασε κάποια άλλα ενεργειακά οχήματα που κι αυτά ταξίδευαν μέσα στη νύχτα: δύο φορτηγά, ένα βυτιοφόρο, τρία μισθωμένα επιβατηγά οχήματα, και δύο μάλλον ιδιωτικά τετράκυκλα οχήματα. Προσπέρασε, επίσης, τρία κάρα που τα τραβούσαν άλογα· έναν καβαλάρη και μια καβαλάρισσα που ίππευαν ο ένας πλάι στον άλλο· και μερικούς οδοιπόρους.

Πολύς κόσμος στις δημοσιές, για τούτες τις νυχτερινές ώρες. Ευτυχώς η Απολλώνια ήταν σχετικά ήσυχη διάσταση, κι έτσι δεν ελλόχευαν τίποτα σπουδαίοι κίνδυνοι μέσα στα σκοτάδια.

Επί τέσσερις ώρες οδηγούσε η Ιωάννα, νιώθοντας τον παγερό νυχτερινό αέρα να τη χτυπά, και μετά, φτάνοντας στην παράκτια πόλη Ναλκιράνη, μπήκε σε λεωφόρους που ανοίγονταν ανάμεσα σε ψηλές πολυκατοικίες, και σταμάτησε το δίκυκλό της σε μια γωνία. Έβγαλε το κράνος της και κοίταξε ολόγυρα.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και το μέρος ήσυχο. Μονάχα ένα νυχτερινό κέντρο φαινόταν ανοιχτό. Μουσική δεν έβγαινε από το εσωτερικό του – είχε ηχομόνωση – αλλά τα φώτα του ήταν ευδιάκριτα. Η Ιωάννα σκέφτηκε, για μια στιγμή, να πάει εκεί· ύστερα το μετάνιωσε, φόρεσε πάλι το κράνος της, και ενεργοποίησε το δίκυκλό της.

Χωρίς να τρέχει, πήγε σ’ένα ξενοδοχείο που ήξερε. Ονομαζόταν «Ο Θαλασσινός Πύργος» και ήταν στην παραλιακή λεωφόρο. Μια ψηλή, κυλινδρικά οικοδομημένη πολυκατοικία γεμάτη μπαλκόνια. Στην οροφή της υπήρχε μπαρ με πισίνα, σκεπασμένο με γυαλί το χειμώνα (όπως τώρα) και ανοιχτό το καλοκαίρι.

Η Ιωάννα άφησε το δίκυκλό της στο υπόγειο γκαράζ του ξενοδοχείου και έκλεισε ένα απ’τα φθηνότερα δωμάτια για το βράδυ, χρησιμοποιώντας την ταυτότητα που είχε για την Απολλώνια. Ο υπάλληλος τής έδωσε το κλειδί, και η Ιωάννα ανέβηκε στον πρώτο όροφο, πήγε στο δωμάτιο, και στάθηκε για λίγο μπροστά στο παράθυρο που κοίταζε ανατολικά, την Άπατη Θάλασσα. Μπορούσε να δει τα φώτα πλοίων μέσα στη νύχτα. Στον ουρανό, η Γλαυκή φώτιζε καταγάλανη και μισογεμάτη. Η γκρίζα, σκοτεινή Αθώρητη με το ζόρι διακρινόταν έτσι όπως τη μισόκρυβε ένα σύννεφο· έπρεπε να ξέρεις ότι η Απολλώνια είχε δύο φεγγάρια για να τη διακρίνεις.

Η Ιωάννα γδύθηκε και σωριάστηκε στο κρεβάτι, εξουθενωμένη.

Παρά την εξουθένωσή της, όμως, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί παραπάνω από μία ώρα. Στην αρχή, οι σκέψεις της συνεχώς στριφογύριζαν – αναμνήσεις, και υποθέσεις για το μέλλον. Μετά, ο ύπνος την πήρε για λίγο. Είδε ένα άσχημο όνειρο

(ο Ανδρόνικος να βρίσκεται στο μεγάλο κρεβάτι των διαμερισμάτων του, κάνοντας έρωτα με μια άγνωστη γυναίκα που η πλάτη της ήταν σκεπασμένη από παράξενες γκρίζες φολίδες και τα μάτια της λαμπύριζαν καταπράσινα καθώς εκείνος φιλούσε τον λαιμό της)

και ξύπνησε. Μένοντας ξύπνια μέχρι που ήρθε η αυγή.

Σηκώθηκε απ’το κρεβάτι παραξενεμένη με το πόσο είχε επηρεαστεί από αυτή την ιστορία. Γιατί; Το ήξερε ότι ο Ανδρόνικος κάποτε θα παντρευόταν κάποια άλλη γυναίκα, δεν το ήξερε;

Ορισμένες φορές δεν μπορούσε να καταλάβει τον ίδιο της τον εαυτό!

Πρέπει να κάνω κάτι άλλο, σκέφτηκε. Έπρεπε να βρει κάτι που θα έπαιρνε το μυαλό της από όλα τούτα. Κι όταν επέστρεφε στην Απαστράπτουσα, ο Ανδρόνικος θα είχε παντρευτεί και το ζήτημα θα είχε τελειώσει–

Όχι! Δε μπορεί να τελειώσει έτσι!

Η Ιωάννα απομάκρυνε αυτή τη σκέψη.

Έτσι θα τελειώσει. Δε γίνεται να τελειώσει αλλιώς. Μην είσαι ανόητη. Και βρες κάτι να κάνεις. Τώρα.

Ντύθηκε, και έφυγε από το ξενοδοχείο παίρνοντας το δίκυκλό της από το υπόγειο γκαράζ. Σ’ένα κοντινό πρατήριο, αγόρασε μια ενεργειακή φιάλη, γιατί ήξερε ότι στο δρόμο θα της χρειαζόταν. Μετά, βγήκε απ’τη Ναλκιράνη, τρέχοντας πάνω στη δημοσιά, πηγαίνοντας πάλι βόρεια.

Το ήξερα, δεν το ήξερα;

Δε θα έπρεπε να με έχει επηρεάσει τόσο.

Καθώς οδηγούσε, προσπερνώντας άλλα οχήματα, κάρα, ιππείς, και οδοιπόρους, το μυαλό της ταξίδεψε προς τα πίσω μέσα στο χρόνο. Πήγε στο Παντοτινό Ανάκτορο, όταν ακόμα οι Μαύρες Δράκαινες υπηρετούσαν την Παντοκράτειρα και η Επανάσταση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μερικές σκόρπιες ομάδες ανυπότακτων αντιστασιακών σε διάφορες γωνιές του Γνωστού Σύμπαντος. Κανένας δεν τους θεωρούσε σημαντική απειλή τότε…

Η Ιωάννα στεκόταν μαζί με την καφετόδερμη Έλεν σ’έναν εξώστη, πάνω από έναν κήπο κλεισμένο με τζαμαρίες που φίλτραραν το ηλιακό φως. Ήταν κι οι δυο τους εκτός υπηρεσίας για ημέρες, και απλά τριγύριζαν μέσα στο λαβυρινθώδες Παντοτινό Ανάκτορο, καπνίζοντας, μιλώντας, βλέποντας καμια κινηματογραφική ταινία, ακούγοντας μουσική, παίζοντας παιχνίδια – χαζολογώντας γενικώς.

Και τώρα, ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος – ο πιο αγαπημένος σύζυγος της Παντοκράτειρας, σύμφωνα με τις φήμες – φάνηκε να βαδίζει στον κήπο, μαζί μ’έναν άλλο άντρα που η Ιωάννα νόμιζε (από παλιότερα που τον είχε ξαναδεί) ότι ήταν διπλωμάτης.

Ο διπλωμάτης είχε δέρμα γαλανό και μαύρα σγουρά μαλλιά· κι αυτά ήταν τα μοναδικά δύο πράγματα που η Ιωάννα πρόσεξε σ’αυτόν, καθώς το βλέμμα της ήταν εστιασμένο στον όμορφο ξανθομάλλη Απολλώνιο Πρίγκιπα που είχε λευκό δέρμα με απόχρωση του ροζ, όπως εκείνη.

Το τσιγάρο της Ιωάννας καιγόταν από μόνο του στο χέρι της.

«Ωραίος κώλος, ε;» είπε η Έλεν, πλάι της.

«…Ε;» Η Ιωάννα στράφηκε, κάπως απότομα, να την ατενίσει.

«Ο Πρίγκιπας. Ωραίος κώλος, μμ;» Η Έλεν πήρε μια τζούρα απ’το τσιγάρο της, υπομειδιώντας.

«Εε, όχι…»

«Δεν τον γουστάρεις, θες να μου πεις;»

«Θέλω να σου πω ότι» – η Ιωάννα έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον κήπο, και στον Ανδρόνικο – «δεν είναι να το λες έτσι. Δεν είναι να λες… να λες ‘ωραίος κώλος’…»

Η Έλεν γέλασε. «Γιατί κοιτάς τον κώλο του, τότε;»

«Μας έχει στραμμένη την πλάτη του, ανόητη: γι’αυτό!» έκανε η Ιωάννα νιώθοντας θυμωμένη.

«Δηλαδή, δεν έχει ωραίο κώλο;»

Η Έλεν την πείραζε, η καφετόδερμη σκύλα· η Ιωάννα το ήξερε. «Δεν είπα ότι δεν έχει ωραίο κώλο, χαζή! Είπα ότι δεν είναι να το λες έτσι, εντάξει;»

Η Έλεν γέλασε πάλι. «Γιατί, νομίζεις ότι μας ακούει κανένας; Δεν πρόκειται να το πω μπροστά του, ξέρεις.» Έσβησε το τσιγάρο της σ’ένα πέτρινο σταχτοδοχείο επάνω στην κουπαστή του εξώστη. «Εσύ, όμως, ίσως να θέλεις να του το πεις…»

«Δεν σου ξαναμιλάω,» δήλωσε η Ιωάννα.

Η Έλεν γελούσε. Μετά είπε: «Δε σου αρέσει ο κώλος του, λοιπόν;»

Ο Ανδρόνικος και ο άλλος άντρας έστριψαν πίσω από μερικά δέντρα και χάθηκαν απ’το οπτικό πεδίο της Ιωάννας, η οποία έριξε το τελειωμένο τσιγάρο της (είχε καεί από μόνο του από τη μέση και μετά) στο σταχτοδοχείο και στράφηκε στην Έλεν. «Μου αρέσει ολόκληρος. Έχεις κανένα πρόβλημα μ’αυτό;»

«Κανένα. Εμένα μού φτάνει κι ο κώλος του.»

«Μπορείς να τον κοιτάζεις όσο θέλεις, λοιπόν.»

«Χα! Να κάνω, δηλαδή, αυτό που κάνεις εσύ;»

«Εγώ δε θα κοιτάζω για πολύ ακόμα,» είπε η Ιωάννα.

Η Έλεν σταύρωσε τα χέρια της εμπρός της. «Φαντασμένη…»

Η Ιωάννα, φυσικά, δεν πίστευε πραγματικά ότι θα έκανε ποτέ τίποτα περισσότερο απ’το να κοιτάζει τον Πρίγκιπα. Εξάλλου, ο Ανδρόνικος ήταν ο αγαπημένος σύζυγος της Παντοκράτειρας· και, μολονότι η Παντοκράτειρα είχε κι άλλους συζύγους οι οποίοι είχαν ερωμένες, αν η Ιωάννα προσπαθούσε να τον πλησιάσει, αυτό ίσως να ήταν αρκετό για να κλείσει ραντεβού με έναν γρήγορο θάνατο ή με μια φρικτή τιμωρία. Ωστόσο, είχε απαντήσει στην Έλεν όπως είχε απαντήσει επειδή ήθελε να την πειράξει.

Αργότερα, μετά από κάμποσο καιρό – που κύλησε αστραπιαία μέσα στο μυαλό της Ιωάννας που οδηγούσε το δίκυκλο προς τα βόρεια επάνω στη μεγάλη αμαξωτή δημοσιά – η Παντοκράτειρα τής ανέθεσε μια αποστολή στην Απολλώνια. Έπρεπε να βρει και να εξολοθρεύσει έναν επικίνδυνο πλαστογράφο ο οποίος έκανε τεχνάσματα με το ευαίσθητο χαρτί. Πιθανώς να ήταν μάγος· και ίσως να ήταν παραπάνω από ένας. Η Ιωάννα δεν είχε ξαναπάει στην Απολλώνια παλιότερα, και η Παντοκράτειρα τής είπε ότι θα συνεργαζόταν με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, ο οποίος τώρα βρισκόταν εκεί. Εκείνος θα της έδινε ό,τι πληροφορίες και προσβάσεις χρειαζόταν, και θα τη βοηθούσε με όποιο τρόπο μπορούσε.

Η Ιωάννα δεν θυμόταν ποτέ να ξαναείχε τόσο άγχος για μια αποστολή. Ούτε καν για την πρώτη της αποστολή ως Μαύρη Δράκαινα. Και δεν έφταιγε η ίδια η αποστολή στην Απολλώνια, φυσικά· έφταιγε η συνάντησή της – και η συνεργασία της – με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Όταν τελικά έφτασε στην Απαστράπτουσα και ο Πρίγκιπας ήρθε αυτοπροσώπως να τη βρει στον Βασιλικό Αερολιμένα, αισθανόταν ότι παράξενες μαγικές φωτιές είχαν στήσει χορό στην κοιλιά της.

Η Ιωάννα προσπάθησε να φανεί όσο το δυνατόν πιο επαγγελματική. Μια Μαύρη Δράκαινα δεν μπορούσε να είναι τίποτα λιγότερο· και τι γνώμη θα σχημάτιζε ο Πρίγκιπας για εκείνη αν την έβλεπε αλλιώς; Προσπάθησε να επικεντρωθεί στην αποστολή της και μόνο.

Απέτυχε, τελείως.

Αλλά η συνεργασία τους, αντιθέτως, αποδείχτηκε επιτυχημένη. Κατάφεραν, μετά από αρκετές έρευνες, να εντοπίσουν τους πλαστογράφους (που ήταν, όντως, μάγοι και είχαν κι ένα σωρό βοηθούς) και να τους φυλακίσουν.

Βασικά, παραπάνω από επιτυχημένη αποδείχτηκε η συνεργασία τους, για την Ιωάννα. Ή, μάλλον, δεν ήταν πλέον «συνεργασία». Όχι ακριβώς. Όχι μόνο.

Η Ιωάννα δεν κατάλαβε τι είπε σωστά και έκαναν έρωτα εκείνη την πρώτη φορά οι δυο τους, μέσα σ’ένα όχημα με φιμέ τζάμια, ενώ παρακολουθούσαν την είσοδο ενός ύποπτου σπιτιού στα βορειοδυτικά περίχωρα της Απαστράπτουσας. Ήταν σα να συνέβη με τρόπο μαγικό. Σαν κάποιος μάγος να είχε υφάνει κάποια ερωτική μαγγανεία επάνω σ’εκείνη την περιοχή. Η Ιωάννα δεν θυμόταν πότε ήταν ντυμένη και πότε είχε βγάλει τη μελανή στολή της Μαύρης Δράκαινας και κάθε άλλο ρούχο από πάνω της και φιλούσε τα χείλη του Ανδρόνικου, καβαλώντας τον καθώς εκείνος ήταν καθισμένος στη θέση του συνοδηγού…

Το μυαλό της επέστρεψε στο παρόν.

Ούτε και τώρα καταλαβαίνω τι σκατά μού συμβαίνει… συλλογίστηκε, μπερδεμένη.

Οι ώρες πέρασαν καθώς οδηγούσε. Το μεσημέρι πλησίαζε. Η Ιωάννα δε σκόπευε να επιστρέψει στην Απαστράπτουσα. Σε μια μεγάλη διχάλα του δρόμου, έστριψε το δίκυκλο της βορειοδυτικά κι έφτασε στη Λακράνη, μια πόλη στις νότιες όχθες του ποταμού Οροκέλωρα. Σταμάτησε το όχημά της σε μια γωνία, του άλλαξε ενεργειακή φιάλη (γιατί η προηγούμενη είχε σχεδόν τελειώσει – 0,8% ενέργεια απέμενε πλέον), το κλείδωσε, και πήγε να τσιμπήσει κάτι σ’ένα εστιατόριο. Ο μεγάλος τηλεοπτικός δέκτης που ήταν ανοιχτός στην τραπεζαρία ήταν συντονισμένος στο Φως της Απολλώνιας, το οποίο επί του παρόντος πρόβαλλε τις μεσημεριανές ειδήσεις. Η Ιωάννα δεν έδινε σημασία καθώς έτρωγε μπιφτέκια, χόρτα, και τηγανιτές πατάτες κι έπινε μπίρα από ένα γυάλινο μπουκάλι.

Έπειτα, αποφάσισε να περάσει μερικές ώρες στο μπαρ του εστιατορίου για να ξεκουραστεί προτού συνεχίσει τη διαδρομή της. Πήρε ένα αναψυκτικό, κάθισε σ’έναν σοφά, και κάπνισε ένα σωρό τσιγάρα μέχρι που να φύγει. Δεν είχε πολύ κόσμο το μέρος· εκτός από εκείνη, άλλοι τρεις πελάτες ήταν εδώ.

Το απόγευμα, ανέβηκε στο δίκυκλό της και πέρασε τη γέφυρα της Λακράνης, καταλήγοντας στις βόρειες όχθες του ποταμού Οροκέλωρα και συνεχίζοντας βόρεια.

*

Ο πρωινός ήλιος φώτιζε τους δρόμους της Σερίβια και το Ατσάλινο Παλάτι: το πανύψηλο, καμωμένο εξολοκλήρου από ατσάλι, και γεμάτο παράξενους, στριφτούς πύργους οικοδόμημα όπου κατοικούσε ο Δούκας Αλεξίλυπος, ο θείος του Ανδρόνικου.

Η Ιωάννα δεν σκόπευε να πάει εκεί παρότι, αν ήθελε, είχε πρόσβαση ασφαλώς. Σταμάτησε το δίκυκλό της σ’ένα μικρό γκαράζ και πλήρωσε τους φύλακες για να το κρατήσουν για μερικές ώρες. Προχώρησε στους πεζόδρομους κατευθυνόμενη προς το στέκι που άκουγε στο όνομα «Το Σφύριγμα του Γάτου» – καφετέρια, μπαρ, μπιλιαρδάδικο, μικρό καζίνο, και κέντρο όπου συγκεντρώνονταν επαναστάτες. Στην Απολλώνια, βέβαια, δεν υπήρχε λόγος οι επαναστάτες να κρύβονται· στην Απολλώνια, σύμφωνα με την Παντοκράτειρα, όλοι πλέον ήταν επαναστάτες – ή μάλλον, αποστάτες, όπως τους έλεγε. Ωστόσο, οι παλιές συνήθειες κόβονται δύσκολα, κι έτσι οι επαναστάτες ακόμα χρησιμοποιούσαν το Σφύριγμα ως κέντρο. Εδώ, εκτός από εξοπλισμούς και τα λοιπά, ανταλλάσσονταν πολλές πληροφορίες και μηνύματα – και τώρα η Ιωάννα πληροφορίες ήταν που χρειαζόταν. Ήθελε να βρει τον Πρόμαχο Οδυσσέα.

Μπαίνοντας στην κεντρική αίθουσα του Σφυρίγματος, άκουσε τις στέκες του μπιλιάρδου να χτυπούν μπίλιες, άκουσε το μπλιπ-μπλιπ, γουαμ-γουαμ, ταπ-ταπ-ταπ που έκαναν διάφορα μηχανικά παιχνίδια τζόγου, άκουσε κάποιον να βρίζει έντονα, άκουσε κάποιους να γελάνε τσουγκρίζοντας μπίρες. Κάμποσα βλέμματα στράφηκαν στο μέρος της, αλλά δε νόμιζε ότι κανένας την αναγνώρισε. Δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι που έρχονταν εδώ επαναστάτες· έρχονταν και… φυσιολογικοί πελάτες.

Πλησίασε τον πάγκο του μπαρ στο βάθος, και ένας χρυσόδερμος άντρας με ξυρισμένο κεφάλι γύρισε να την κοιτάξει. Ένα πλατύ χαμόγελο γέμισε το πρόσωπό του. Από το αριστερό του αφτί κρεμόταν ένα αργυρό σκουλαρίκι κι από το δεξί ένα χρυσό, πολύ μικρότερο. Φορούσε μια εφαρμοστή, πράσινη μπλούζα με ζιβάγκο.

«Ιωάννα!» είπε. «Τι γίνεται, δικιά μου; Πώς είναι ο ομορφάντρας σου;»

Ο Αυγουστύλος ήταν ομοφυλόφιλος· η Ιωάννα το ήξερε από παλιά, και δεν την παραξένεψε ο τρόπος με τον οποίο αναφέρθηκε στον Πρίγκιπα της Επανάστασης. Άντρες, γυναίκες – ο Ανδρόνικος σ’όλους αρέσει, η Έχιδνα να τον δαγκώσει! σκέφτηκε αυθόρμητα.

«Καλά είναι. Εσύ πώς είσαι;»

«Καλούτσικα. Τι να κεράσω;»

«Λεμονάδα.»

«Λεμονάδα; Μ’αυτό το κρύο; Χε-χε!… Τίποτα που να σε ζεστάνει, καλύτερα;»

«Όχι, λεμονάδα.»

«Ό,τι θέλει το κορίτσι.» Ο Αυγουστύλος έστυψε δυο λεμόνια, πρόσθεσε ζάχαρη και νερό, και άφησε το πλατύ ποτήρι επάνω στο γυαλιστερό ξύλο του πάγκου, μπροστά στην Ιωάννα.

Εκείνη, που είχε ήδη ανάψει τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά. «Ψάχνω τον Οδυσσέα,» είπε.

«Τον Πρόμαχο, ε;»

«Ναι. Ξέρεις πού είναι;»

«Θα πήγαινε στην Τοποθεσία Δέλτα. Κάποια πανωλεθρία έγινε εκεί – μάντεψε ποιοι φταίνε;»

«Οι Παντοκρατορικοί έκαναν ζημιά στην Τοποθεσία Δέλτα;» απόρησε η Ιωάννα. «Κατάφεραν να την εντοπίσουν

Ο Αυγουστύλος ανασήκωσε τους ώμους. «Για να βλέπεις…»

«Ο Πρίγκιπας το ξέρει αυτό;»

«Εσύ θάπρεπε να ξέρεις αν το ξέρει, κορίτσι μου. Βασικά, στην αρχή νόμιζα ότι γι’αυτό είχες έρθει. Νόμιζα ότι εκείνος σε είχε στείλει…»

Η Ιωάννα ήπιε ακόμα μια γουλιά λεμονάδα. Έσβησε το τσιγάρο της στο γυάλινο τασάκι. «Πάω να βρω τον Οδυσσέα,» είπε. «Σ’ευχαριστω, Αυγουστύλε.»

«Τα λέμε, δικιά μου,» αποκρίθηκε εκείνος πίσω της, καθώς η Μαύρη Δράκαινα έφευγε βιαστικά από το Σφύριγμα του Γάτου.

Ακόμα πιο βόρεια, λοιπόν, σκέφτηκε η Ιωάννα πηγαίνοντας στο γκαράζ για να πάρει το δίκυκλό της. Στο Βόρειο Μέτωπο.

Ο Ανδρόνικος, και ο γάμος του, είχε για λίγο φύγει απ’το μυαλό της.

E’
ΟΙ ΠΟΛΥΟΠΛΟΙ ΠΡΟΣΚΑΛΟΥΝ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗΑ

Το βράδυ, η Βασίλισσα ήρθε και του είπε ότι θα συναντούσε την πρώτη προτεινόμενη νύφη (όπως τις αποκαλούσε) το πρωί, λίγο πριν από το μεσημέρι.

«Τόσο γρήγορα;» απόρησε ο Ανδρόνικος.

«Δεν υπάρχει λόγος για καθυστέρηση. Κι επιπλέον, η κοπέλα είναι από εδώ, από την Απαστράπτουσα.» Το όνομά της ήταν Αντίκλεια, και ανήκε στον Οίκο των Πολύοπλων. Αντίκλεια’χοκ – που η κατάληξη σήμαινε ότι ήταν μάγισσα του τάγματος των Διαλογιστών. Είχε μαθητεύσει στην Απαστράπτουσα, εξήγησε η Γλυκάνθη, στη Σχολή Μαγικών Τεχνών. Ήταν είκοσι-δύο χρονών, και πολύ έξυπνη και όμορφη κοπέλα.

«Μια δεκαετία μικρότερή μου;» έκανε ο Ανδρόνικος.

«Μην είσαι παράξενος! Δες και κρίνε, πρώτα. Δε θα σου πω άλλα· τα υπόλοιπα θα τα συζητήσεις μαζί της, αύριο.»

«Εντάξει, μητέρα. Καληνύχτα.»

Η Γλυκάνθη φίλησε το μάγουλό του και έφυγε.

Ο Ανδρόνικος ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’το κρασί του, καθισμένος στο καθιστικό των διαμερισμάτων του. Πραγματικά δεν νόμιζε ότι είχε διάθεση να συναντήσει κανέναν τώρα. Η Ιωάννα ακόμα δεν είχε επιστρέψει. Είχαν περάσει δύο μέρες από τότε που έφυγε, και ανησυχούσε γι’αυτήν. Πού γύριζε; Γιατί έπρεπε, σώνει και καλά, να φύγει; Είχαν περάσει από τόσα μαζί, οι δυο τους. Αυτή δε θα ήταν παρά άλλη μια δυσκολία, άλλη μια περιπέτεια.

Ελπίζω να μην κάνει τίποτα ανόητο.

Δεν είχε ακόμα προστάξει τους κατασκόπους του να την εντοπίσουν. Είχε σεβαστεί το γεγονός ότι ήθελε να μείνει μόνη. Αλλά, αν έλειπε κι άλλο, τότε θα τους ζητούσε να τη βρουν, όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά για να μάθει τουλάχιστον πως ήταν καλά, όπου κι αν ήταν.

Μια Μαύρη Δράκαινα, βέβαια, αν πραγματικά δεν επιθυμούσε να εντοπιστεί, δε θα μπορούσε ποτέ να την εντοπίσει. Ο Ανδρόνικος, όμως, δε νόμιζε ότι η Ιωάννα θα είχε πάρει τέτοια… ακραία μέτρα. Στο σημείωμά της έγραφε ότι ήθελε μόνο να πάρει λίγο αέρα.

Και… σ’αγαπώ, πάντα θα σ’αγαπώ.

Ο Ανδρόνικος αναστέναξε, και περίμενε η νύχτα να περάσει.

*

Δεν κοιμήθηκε παραπάνω από τέσσερις ώρες, και το πρωί έπρεπε να ετοιμαστεί για να πάει στην έπαυλη των Πολύοπλων όπου ήταν καλεσμένος να περάσει την ημέρα και να γνωρίσει την Αντίκλεια. Δεν ήθελε, φυσικά, να ντροπιάσει τη μητέρα του και τον Οίκο του, έτσι πλύθηκε, αρωματίστηκε, και ντύθηκε με τα καλά του ρούχα. Στη ζώνη του κρέμασε ένα μακρύ ξίφος με στολισμένη λαξευτή λαβή. Στους ώμους του έδεσε έναν πορφυρό μανδύα. Τα τακούνια των μποτοφορεμένων του ποδιών αντηχούσαν καθώς έβγαινε από τα διαμερίσματά του και διέσχιζε τους διαδρόμους του παλατιού, πηγαίνοντας προς το γκαράζ.

Ένα σφύριγμα τον σταμάτησε.

Στρεφόμενος είδε τη Βασιλική, ντυμένη πολύ πιο πρόχειρα από εκείνον, με τα μακριά, σγουρά ξανθά μαλλιά της να πέφτουν σχεδόν αχτένιστα στους ώμους της.

«Οι φήμες είναι αληθινές, λοιπόν!» του είπε. «Πας να συναντήσεις τη νύφη σου.» Γέλασε.

«Μη με τσαντίζεις, Βασιλική,» μούγκρισε ο Ανδρόνικος.

Η αδελφή του βγήκε από τον πλευρικό διάδρομο και στάθηκε εμπρός του, αγγίζοντας τον ψηλό γιακά του πουκαμίσου του και με τα δύο χέρια. «Γιατί όχι; Εσύ πάντα με πειράζεις, συνέχεια. Εκτός από όταν είσαι όπως τώρα – κακόκεφος.»

«Η Ιωάννα δεν έχει φανεί ακόμα…»

«Και φοβάσαι ότι μπορεί να έχει πάθει κάτι; Μην είσαι χαζός. Ξεχνάς τι είναι;»

«Δε φοβάμαι ότι μπορεί να έχει πάθει κάτι – όχι όπως το εννοείς. Όμως… το ξέρω πως την έχει πειράξει όλη αυτή η ιστορία…» Δεν μπορούσε να κρύψει τη μελαγχολική χροιά στη φωνή του.

«Η μητέρα μας,» είπε σταθερά η Βασιλική, «είναι ένα ενοχλητικό ζωύφιο από τη Φεηνάρκια.»

Και τώρα ο Ανδρόνικος δεν μπόρεσε παρά να γελάσει.

«Σε καταλαβαίνω,» είπε η Βασιλική χαμογελώντας· «πίστεψέ με, σε καταλαβαίνω. Αλλά τι μπορεί να γίνει γι’αυτό; Τίποτα, αδελφάκι μου. Και πραγματικά σκίζεις σήμερα – εκτός από την κατσούφικη μούρη που κουβαλάς. Η μελλοντική σου Βασίλισσα δε φταίει σε τίποτα να σε δει έτσι.»

«Σ’αυτό έχεις δίκιο. Αλλά δεν ξέρω αν η Αντίκλεια θα είναι η μελλοντική μου Βασίλισσα, Βασιλική. Απλά πάω να τη συναντήσω τώρα, τίποτα περισσότερο.»

«Εντάξει. Όμως προσπάθησε να περάσεις και λίγο καλά, ε;» Τον αγκάλιασε και έτριψε την πλάτη του πάνω από τον πορφυρό μανδύα. «Μου το υπόσχεσαι;»

«Υπόσχομαι να προσπαθήσω.»

Η Βασιλική φίλησε το μουσάτο μάγουλό του και τον άφησε από την αγκαλιά της. «Ωραία. Μπορείς να στρίβεις, λοιπόν, κύριος.»

«Να ‘στρίβω’;» έκανε ο Ανδρόνικος μορφάζοντας. «Πρέπει η Πριγκίπισσα της Απολλώνιας να μιλά έτσι;»

«Εξαφανίσου από μπροστά μου!» είπε η Βασιλική, προσπερνώντας τον και χτυπώντας τον στα οπίσθια με το δεξί χέρι. Αναμφίβολα, ο αδελφός της της είχε, με τα λόγια του, θυμίσει τη μητέρα τους.

Υπομειδιώντας, ο Ανδρόνικος συνέχισε να βαδίζει προς το γκαράζ του παλατιού.

Εκεί, μια συνοδεία τον περίμενε. Μπήκε σ’ένα από τα τεράκυκλα οχήματα και βγήκε στους δρόμους της Απαστράπτουσας, συνοδευόμενος από δύο άλλα, τρίκυκλα οχήματα, κλεισμένα με γυάλινο σκέπαστρο και γεμάτα μαχητές της Βασιλικής Φρουράς. Στο δικό του όχημα, εκτός από τον οδηγό, ήταν άλλοι τρεις άνθρωποι – δύο άντρες και μία γυναίκα – κι αυτοί μαχητές της Βασιλικής Φρουράς.

Η έπαυλη των Πολύοπλων δεν ήταν μακριά. Διασχίζοντας λεωφόρους που ξαφνικά άδειαζαν για να περάσει ο Βασιληάς της Απολλώνιας, έφτασαν στην πολυτελή οικία και πέρασαν την πύλη του κήπου της. Ο Ανδρόνικος δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε για τους Πολύοπλους. Ήταν ένας παλιός αριστοκρατικός Οίκος, πιστός από αιώνες στον Βασιλικό Οίκο των Ευφρόνων. Παλιότερα, η Ιστορία έλεγε, έβγαζαν τους καλύτερους πολεμιστές σ’όλο το Βασίλειο και έφτιαχναν τα καλύτερα όπλα – γι’αυτό κιόλας είχαν πάρει το όνομα Πολύοπλοι. Αυτό, όμως, δεν ίσχυε πλέον. Ούτε όπλα έφτιαχναν ούτε τα παιδιά τους γίνονταν, υποχρεωτικά, οι καλύτεροι πολεμιστές στο Βασίλειο.

Ο Ανδρόνικος βγήκε από το όχημά του και συνάντησε την οικογένεια των σύγχρονων Πολύοπλων. Τον περίμεναν μπροστά στην είσοδο της οικίας τους. Ο Άρχοντας Κίμων – ένας πενηνταπεντάρης, χρυσόδερμος άντρας και Πατριάρχης του Οίκου – τον χαιρέτησε πρώτος με υπόκλιση και χειραψία, και μετά τον χαιρέτησαν η σύζυγος του Κίμωνα, η Ευρυδίκη, ο μεγάλος του γιος, Θεόφραστος, η κόρη του, Νικηχάρη (δεύτερη στη σειρά της διαδοχής του Οίκου), και τελευταία, η Αντίκλεια, που ήταν μικρότερη από τα δύο αδέλφια της. Μια ψηλή νεαρή γυναίκα με χρυσό δέρμα και μακριά καστανά μαλλιά, τα οποία μια διακοσμημένη με μικρούς γυαλιστερούς λίθους χτένα κρατούσε προς τα πίσω και μακριά από το πρόσωπό της. Το μέτωπό της ήταν πλατύ, το σαγόνι της μικρό και τριγωνικό, τα χείλη της επίσης μικρά αλλά σαρκώδη, τα μάτια της κάπως λοξά αλλά μεγάλα, πράσινα, και γυαλιστερά. Φορούσε ένα μακρύ έξωμο φόρεμα από πράσινο βελούδο, και πάνω στους ώμους της τυλιγόταν ένα γκρίζο γούνινο σάλι. Τα χέρια της ήταν ντυμένα με λευκά γάντια.

Η Βασίλισσα Γλυκάνθη δεν είχε υπερβάλει όταν είπε ότι η Αντίκλεια’χοκ ήταν όμορφη.

Ο Ανδρόνικος τη χαιρέτησε ευγενικά και φίλησε το γαντοφορεμένο χέρι της. Η Αντίκλεια χαμογέλασε με τρόπο που έμοιαζε να είχε σχεδιάσει από πριν ώστε να φανεί γοητευτική.

«Είναι χαρά μου που δεχτήκατε την πρόσκλησή μας, Μεγαλειότατε,» είπε.

«Η χαρά είναι δική μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Και θα σε παρακαλούσα να μη μιλάμε στον πληθυντικό.»

Το δεύτερο χαμόγελό της έμοιαζε πιο φυσικό, πιο αυθόρμητο. «Όπως επιθυμείς.»

Ο Κίμων Πολύοπλος, τότε, προσφέρθηκε να ξεναγήσει τον Ανδρόνικο στην έπαυλη, και ο Βασιληάς δέχτηκε. Μαζί τους ήρθαν μόνο η Ευρυδίκη και η Αντίκλεια, η οποία φαινόταν να προσπαθεί να δίνει περισσότερη σημασία στον Ανδρόνικο απ’ό,τι χρειαζόταν, και γελούσε ή χαμογελούσε με καθετί που εκείνος έλεγε. Όλα αυτά τον έκαναν να αισθάνεται αμήχανα.

Ο Κίμων τού έδειξε με πολύ περηφάνια τα άνθη στον κήπο της έπαυλης· το καλυμμένο με αναρριχητικά φυτά υπόστεγο όπου γίνονταν συγκεντρώσεις· τον χώρο όπου οι Πολύοπλοι εκπαιδεύονταν στα όπλα (γιατί, ασφαλώς, όλοι οι ευγενείς της Απολλώνιας όφειλαν να γνωρίζουν τη χρήση του ξίφους· σε περίπτωση που κάποιος άλλος ευγενής τούς Καλούσε, ήταν μεγάλη ντροπή να αρνηθούν)· την αίθουσα για τα πνευματικά παιχνίδια· την πινακοθήκη όπου εκτός από πίνακες υπήρχαν και αρκετά γλυπτά, παλιότερα, νεότερα, και σύγχρονα· τα σαλόνια, τις βεράντες, και άλλους χώρους και αίθουσες.

Το μεσημέρι ήρθε χωρίς ο Ανδρόνικος να συνειδητοποιήσει το πέρασμα της ώρας, και ο Κίμων τον οδήγησε σε μια μεγάλη τραπεζαρία όπου τους περίμεναν ο Θεόφραστος με τη σύζυγό του και τα δύο μικρά παιδιά του, και η Νικηχάρη με τον δικό της σύζυγο – παιδιά δεν είχαν ακόμα, όπως είχε πει ο Κίμων στον Ανδρόνικο, αλλά δεν ήταν παρά θέμα χρόνου. Το φαγητό ήταν ήδη σερβιρισμένο, και γαργαλιστικές μυρωδιές γέμιζαν τον αέρα. Ο Κίμων είπε στον Ανδρόνικο ότι είχε βάλει τη μαγείρισσά του να φτιάξει όλα τα φαγητά που ήξερε.

«Δε χρειαζόταν, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Μα τι λέτε, Μεγαλειότατε! Δε θα σας περιποιούμασταν όσο καλύτερα μπορούμε; Η έπαυλή μας είναι και δική σας, ασφαλώς.»

Κάθισαν στο τραπέζι και, ύστερα από μια πρόποση του Κίμωνα (για μακροζωία και υγεία του Βασιληά) και μια πρόποση του Ανδρόνικου (στον Οίκο των Πολύοπλων, που η ιστορία του ήταν ένδοξη και λαμπρή μέσα στην Ιστορία του Βασιλείου της Απολλώνιας), άρχισαν να τρώνε.

Το φαγητό ήταν, δίχως αμφιβολία, εξαιρετικό.

Και όταν τελείωσαν, ο Κίμων ρώτησε τον Ανδρόνικο τη γνώμη του γι’αυτό. Εκείνος αποκρίθηκε ότι ήταν το καλύτερο που είχε γευτεί στη ζωή του. (Φυσικά, αυτό δεν ήταν αληθές· η αλήθεια ήταν πως δεν ήξερε ποιο ήταν το καλύτερο φαγητό που είχε γευτεί στη ζωή του.) Ο Κίμων είπε: «Ο Βασιληάς μας υπερβάλλει, σίγουρα. Τον ευχαριστούμε, όμως, με όλη μας την καρδιά.» Έμοιαζε κι ακουγόταν ικανοποιημένος και κολακευμένος.

Μετά, ο ένας κατόπιν του άλλου οι συγγενείς της Αντίκλειας άρχισαν να αποχωρούν διακριτικά, και εσκεμμένα, από την τραπεζαρία, μέχρι που εκείνη κι ο Ανδρόνικος έμειναν μόνοι. Μερικές στιγμές σιωπηλής αμηχανίας πέρασαν, κι έπειτα έκαναν κι οι δύο να μιλήσουν συγχρόνως – κι αμέσως σταμάτησαν. Και γέλασαν.

«Με συγχωρείς, Βασιληά μου,» είπε η Αντίκλεια.

«Όχι,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Μίλησε. Κάτι ανόητο ήθελα απλώς να πω, για να ειπωθεί κάτι.»

Η Αντίκλεια χαμογελούσε. «Επιμένεις;»

«Φυσικά.»

«Σε πειράζει να καπνίσω;» ρώτησε η Αντίκλεια.

«Μόνο αν δεν πειράζει εσένα να καπνίσω κι εγώ,» είπε ο Ανδρόνικος.,

«Εντάξει.» Η Αντίκλεια σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε να καθίσει σε μια καρέκλα πλάι στον Ανδρόνικο ενώ, συγχρόνως, έβγαζε μια ταμπακιέρα κι έναν αναπτήρα από τη ζώνη του φορέματός της.

Ο Ανδρόνικος είχε ήδη βγάλει ένα τσιγάρο, και η Αντίκλεια, γρήγορα, πάτησε τον αναπτήρα της και του το άναψε. Ύστερα, πιο αργά, άναψε ένα από τα δικά της.

«Ήθελα να σε ρωτήσω,» του είπε, «πώς είναι η κατάσταση με την Επανάσταση.»

«Η κατάσταση;»

«Δηλαδή, πώς είναι να είσαι επαναστάτης, τι κάνετε, πώς αντιμετωπίζετε τους πράκτορες της Παντοκράτειρας, και όλα αυτά τα πράγματα…»

Ο Ανδρόνικος μόρφασε επιτηδευμένα. «Βαρετά είναι. Ξέρεις, ανατινάζουμε χτίρια, σκοτώνουμε κόσμο, κλέβουμε λεφτά και ενέργεια, ρίχνουμε οχήματα και αεροσκάφη πάνω σε τοίχους…»

Η Αντίκλεια γελούσε. Το γέλιο της ήταν έξυπνο, όχι ανόητο, τυπικό, ή παιδαριώδες. Το καταλάβαινε ότι ο Ανδρόνικος αστειευόταν για να αποφορτίσει το κλίμα ανάμεσά τους.

Και μετά, εκείνος τής μίλησε για το τι πραγματικά έκαναν οι επαναστάτες. Της είπε για διάφορα περιστατικά από αγώνες που είτε τα είχε ζήσει ο ίδιος είτε του τα είχαν διηγηθεί επαναστάτες από άλλες διαστάσεις. Της είπε για το πώς έβγαλε τις Μαύρες Δράκαινες από την κινητή φυλακή όπου τις είχε ρίξει η Παντοκράτειρα για να τις τιμωρήσει, και πώς αυτές ήρθαν με το μέρος του. Δεν της είπε, όμως, τίποτα για την Ιωάννα, όχι μόνο γιατί δεν ήθελε να προσβάλει την Αντίκλεια αλλά και γιατί δεν ήξερε αν η Ιωάννα θα ήθελε να μιλήσει γι’αυτήν· κι επιπλέον, ούτε ο ίδιος αισθανόταν άνετα τώρα να κάνει κουβέντα για την Ιωάννα.

Η ώρα περνούσε καθώς ο Ανδρόνικος έλεγε στην Αντίκλεια για την Επανάσταση. Εκείνη δεν έμοιαζε να βαριέται, κι έκανε αρκετές έξυπνες ερωτήσεις. Η Βασίλισσα Γλυκάνθη είχε γι’ακόμα μια φορά δίκιο: η κόρη των Πολύοπλων ήταν, όντως, έξυπνη κοπέλα.

Ο Ανδρόνικος τη ρώτησε πού εξασκούσε τώρα την τέχνη της ως μάγισσα των Διαλογιστών. Δεν δούλευε ακόμα για κανέναν, αποκρίθηκε η Αντίκλεια. Η ίδια, βέβαια, σκεφτόταν να δουλέψει για την πολιτοφυλακή της Απαστράπτουσας, αλλά ο πατέρας της δεν το έβλεπε αυτό με καλό μάτι. Το θεωρούσε επικίνδυνο. «Στο τέλος, όμως, θ’αλλάξει γνώμη. Εκτός αν εγώ αλλάξω γνώμη και βρω κάτι άλλο, καλύτερο. Δεν είναι πολύς καιρός, ξέρεις, που έχω τελειώσει τη βασική μου εκπαίδευση ως Διαλογίστρια. Μόλις ένας χρόνος. Φυσικά, θα έχεις γνωρίσει πολύ καλύτερους μάγους από εμένα.»

«Οι καλύτεροι μάγοι μού λένε ότι δεν είναι παρά θέμα πείρας και προσπάθειας,» της είπε ο Ανδρόνικος, καθώς τώρα έκαναν βόλτα στον κήπο και ο ουρανός σκοτείνιαζε.

«Αρχίζει να κάνει κρύο· θέλεις να πάμε μέσα;» ρώτησε η Αντίκλεια. «Ή θέλεις να πάμε για ιππασία;»

«Είσαι καλή στην ιππασία;»

«Σχετικά.»

«Αρκετά καλή για να ιππεύεις βράδυ;»

«Φυσικά!»

«Πάμε ιππασία, τότε.»

Η έπαυλη των Πολύοπλων ήταν στις δυτικές παρυφές της Απαστράπτουσας. Κοιτάζοντας ανατολικά, έβλεπες τα φώτα των ψηλών πολυκατοικιών της πρωτεύουσας και το Βασιλικό Παλάτι· κοιτάζοντας δυτικά, ατένιζες αγρούς, κάποιες άλλες επαύλεις και αγροικίες, ανοιχτά πεδία, και δάση.

Ο Ανδρόνικος και η Αντίκλεια πήραν δύο άλογα από τον στάβλο και τρόχασαν δυτικά, συνεχίζοντας να συζητούν καθώς οι σκιές πλήθαιναν γύρω τους. Η παρέα της ήταν ευχάριστη, όφειλε να παραδεχτεί ο Ανδρόνικος, ωστόσο το μυαλό του, κάθε τόσο, πήγαινε στην Ιωάννα, κι αναρωτιόταν πού να βρισκόταν η Μαύρη Δράκαινα και τι να σκεφτόταν. Ποια θα ήταν, άραγε, η γνώμη της για την Αντίκλεια αν τη γνώριζε; Μάλλον θα τη μισούσε, και όχι επειδή η μάγισσα ήταν αντιπαθής ή κακότροπη…

Όταν το σκοτάδι είχε πυκνώσει, ο Ανδρόνικος πρότεινε να επιστρέψουν στην έπαυλη. Η Αντίκλεια δεν έφερε αντίρρηση· έστρεψαν τα άλογά τους και ίππευσαν προς τα εκεί. Φτάνοντας, ξεκαβαλίκεψαν, έδωσαν τα ζώα σ’έναν ιπποκόμο, και βάδισαν μέσα στον κήπο.

Η Αντίκλεια ρώτησε τον Ανδρόνικο αν ήθελε να πάνε στα δωμάτιά της για να τον κεράσει κάτι ζεστό· εκείνος συμφώνησε, και πήγαν. Τα δωμάτια έμοιαζαν να είναι στολισμένα ειδικά για την επίσκεψή του, και έλαμπαν από την καθαριότητα· υπηρέτες πρέπει να έτριβαν και να γυάλιζαν κάθε γωνιά τους για αρκετές ώρες. Η Αντίκλεια τού έκανε μια σύντομη ξενάγηση, και ο Ανδρόνικος είδε στη βιβλιοθήκη της μερικά βιβλία περί της μαγείας των Διαλογιστών: έτσι, ήρθε στο νου του ένα ξόρκι που ήξερε ότι αυτοί χρησιμοποιούσαν. Το Ξόρκι Ανιχνεύσεως. Υφαίνοντάς το, ο μάγος μπορούσε να εντοπίσει κάποιον μέσα στα κάτοπτρα που είχαν τα ραβδιά των Διαλογιστών.

Θα μπορούσε να εντοπίσει και την Ιωάννα… αν ήταν εντός εμβέλειας. Που, μάλλον, δεν ήταν. Κι επιπλέον, ήταν ανόητο να το σκέφτεται τώρα αυτό· πόσω μάλλον να το ζητήσει από την Αντίκλεια.

Ωστόσο, είχε μόλις βρει κάτι άλλο να τη ρωτήσει. Στρεφόμενος να την αντικρίσει, είπε: «Πού είναι το ραβδί σου; Όλοι οι Διαλογιστές δεν έχουν ένα περίεργο ραβδί;»

Η Αντίκλεια μειδίασε. «Δεν είναι περίεργο! Είναι απλά χρήσιμο. Και φυσικά έχω.» Πηγαίνοντας σε μια γωνία του γραφείου, έβγαλε απ’τις σκιές ένα μακρύ, μαύρο ραβδί γεμάτο μικροσκοπικά κάτοπτρα, κρυστάλλους, και λεπτεπίλεπτα καλώδια και κυκλώματα.

«Το κρατάς κρυφό;»

«Δεν το κρατάω κρυφό,» είπε η Αντίκλεια αφήνοντάς το πάλι στη σκιερή γωνία του. «Αλλά, όταν έρχεται να με επισκεφτεί ο Βασιληάς της Απολλώνιας, δεν το θεωρώ απαραίτητο να το έχω μαζί μου. –Σου υποσχέθηκα, όμως, ένα ποτό, δε σου υποσχέθηκα;» άλλαξε θέμα, και βάδισε προς τον μικρό προθάλαμο πριν από την κρεβατοκάμαρά της.

Ο Ανδρόνικος την ακολούθησε.

Η Αντίκλεια στράφηκε, πήγε πίσω του, και έλυσε τον πορφυρό μανδύα από τους ώμους του, λέγοντας: «Για να είσαι πιο άνετα.» Τον κρέμασε στην κρεμάστρα, όπου κρέμασε και το γούνινο σάλι της.

Μετά, πήγε στην ξύλινη κάβα, γέμισε δύο ψηλά ποτήρια με Λευκό Απόλλωνιον Νότιων Δουκάτων (λευκός αφρώδης οίνος από τα Νότια Δουκάτα της Απολλώνιας – ένα από τα καλύτερα κρασιά της διάστασης), και έδωσε στον Ανδρόνικο το ένα καθώς κάθονταν στον καναπέ πλάι στο τζάκι, το οποίο ήταν από πριν αναμμένο. Ο γυμνός ώμος της Αντίκλειας ακουμπούσε στον ώμο του, και ο γοφός της στον γοφό του· το πόδι της, που φορούσε μαλακό δερμάτινο παπούτσι, ήταν πάνω στο μποτοφορεμένο δικό του πόδι. Κάθε της άγγιγμα τού έφερνε στο μυαλό την Ιωάννα, και τον έκανε να αισθάνεται άσχημα.

Χωρίς να μιλούν, ήπιαν για λίγο.

«Είναι πολύ καλό κρασί, έτσι;» είπε η Αντίκλεια, κι ο Ανδρόνικος καταλάβαινε ότι το έλεγε για να ξεκινήσει πάλι η κουβέντα.

«Ναι. Το ζητάνε παντού. Ακόμα και οι Παντοκρατορικοί το αγοράζουν κανονικά από την Απολλώνια, παρότι μας κάνουν μποϊκοτάζ σε πάρα πολλά άλλα προϊόντα.»

«Εσύ όλα αυτά τα ξέρεις από πρώτο χέρι. Θα πρέπει να είναι συναρπαστικό!»

Ο Ανδρόνικος γέλασε. «Κάποιες φορές είναι απλά κουραστικό,» είπε, και ήπιε μια μικρή γουλιά απ’το κρασί του.

«Θα μου άρεσε κι εμένα να τα ξέρω από κοντά όλα αυτά…» Το ελεύθερο χέρι της σερνόταν πάνω στον πήχη του. «Δε γίνονται πολλά ενδιαφέροντα πράγματα εδώ, στην έπαυλή μας. Είμαστε παλιός Οίκος. Παλιός και βαρετός. Αλλά εγώ δεν είμαι ακριβώς σαν τους υπόλοιπους. Είμαι μάγισσα του τάγματος των Διαλογιστών. Μπορώ να κάνω πολλά περισσότερα. Να γνωρίσω πολύ περισσότερο το σύμπαν.» Τα γαντοφορεμένα δάχτυλά της τώρα είχαν πλεχτεί με τα δάχτυλα του Ανδρόνικου. Τα μάτια της τον ατένιζαν καταπρόσωπο. «Θα μπορούσα ακόμα και να είμαι στην Επανάσταση. Σε κάποια άλλη διάσταση.» Χαμογέλασε ενθουσιασμένα. «Να κάνω προβλήματα στην Παντοκράτειρα!»

Ο Ανδρόνικος δεν μπόρεσε παρά να χαμογελάσει κι εκείνος. Τη συμπαθούσε την Αντίκλεια, νόμιζε. Τη συμπαθούσε πολύ. Του θύμιζε τον εαυτό του, όταν ήταν νεότερος και πιο ενθουσιώδης.

Τα χείλη της άγγιξαν τα χείλη του, ξαφνικά, βιαστικά, σαν η Αντίκλεια να μην ήθελε να το πολυσκεφτεί και να δειλιάσει. Ο Ανδρόνικος τη φίλησε χωρίς να διστάσει. Αν δίσταζε θα την πρόσβαλε, και θα την απογοήτευε ίσως, κι αυτό δεν το ήθελε.

Το φιλί της σύντομα εξελίχτηκε σε πιο πολλά φιλιά και σε επίμονα, ενθουσιώδη αγγίγματα. Τα χέρια της ξεκούμπωσαν τα κουμπιά του πουκαμίσου του, χαϊδεύοντας το στέρνο και την κοιλιά του. Το ποτήρι της είχε πέσει στο πάτωμα και το Λευκό Απολλώνιον είχε χυθεί χωρίς κανένας τους να το προσέξει.

Ο Ανδρόνικος δεν αισθανόταν καλά, όμως. Το μυαλό του ήταν στην Ιωάννα. Δεν ξέρω πού βρίσκεται… Μπορεί να έχει πάει να κάνει κάτι ανόητο… Έπρεπε να είχε μείνει για να μιλήσουμε! Αν διαφωνούσε, καλύτερα να μου το έλεγε. Καλύτερα να με έβριζε, να με χτυπούσε, παρά αυτό…

Πρέπει να κάνω κάτι για να τη βρω. Από αύριο κιόλας. Δεν έπρεπε να έχω καθυστερήσει. Όλο έξυπνες ιδέες είμαι, μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!

Η Αντίκλεια είχε τραβήξει το φερμουάρ του φορέματός της, αφήνοντάς το να πέσει ώς τη μέση της, αποκαλύπτοντας τα ξαναμμένα στήθη της και την όμορφη, επίπεδη κοιλιά της. Συνέχιζε να τον φιλά και να τον αγγίζει· όταν, όμως, το γαντοφορεμένο χέρι της πέρασε κάτω από τη ζώνη και το παντελόνι του, διαπίστωσε ότι εκείνος δεν ήταν τόσο ενθουσιασμένος όσο εκείνη.

«Τι είναι;» απόρησε η Αντίκλεια υψώνοντας το βλέμμα της για να κοιτάξει το πρόσωπό του. «Έκανα κάτι που…;» Έμοιαζε στενοχωρημένη.

«Όχι,» είπε ο Ανδρόνικος παραμερίζοντας μια τούφα καστανά μαλλιά από το πρόσωπό της. «Είσαι πολύ γλυκιά.»

«Τότε…;»

«Απλώς δεν…»

«Μήπως φταίει το άρωμα που φοράω; Είναι πολύ βαρύ;»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Όχι,» είπε, «είναι ό,τι πρέπει. Απλώς έχω διάφορα στο μυαλό μου.»

Η Αντίκλεια άγγιξε τα ξανθά μούσια του. «Αγαπάς κάποια άλλη γυναίκα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε με μαλακή φωνή.

Ο Ανδρόνικος απέφυγε το βλέμμα της. «…Δεν έχει σημασία.»

«Το ξέρω. Το έχω ακούσει. Μια από τις Μαύρες Δράκαινες. Δε μου είπες, όμως, τίποτα γι’αυτήν.»

Οι πάντες ξέρουν τα πάντα σ’ετούτη την καταραμένη διάσταση; μούγκρισε εσωτερικά ο Ανδρόνικος. «Δε χρειαζόταν…»

«Νόμιζες ότι αυτό θα με προσέβαλε;»

«Ίσως. Ναι…»

Η Αντίκλεια σήκωσε πάλι το φόρεμά της, κρύβοντας το σώμα της. «Πες μου γι’αυτήν.»

«Γιατί;»

«Είμαι περίεργη… Αν θέλεις, βέβαια…»

Ο Ανδρόνικος τής μίλησε, κυρίως επειδή ήθελε να μιλήσει σε κάποιον, να ελαφρύνει το φορτίο που νόμιζε ότι κουβαλούσε. Της είπε για την Ιωάννα, και για ό,τι είχε συμβεί πριν από τρεις νύχτες.

«Την καταλαβαίνω,» είπε η Αντίκλεια. «Φαίνεται να σε αγαπάει. Με συγχωρείς, Βασιληά μου.»

«Για ποιο πράγμα;»

«Δεν έπρεπε να σου είχα… εεε, ορμήσει έτσι.»

«Δεν πειράζει,» είπε ο Ανδρόνικος. «Είσαι πολύ όμορφη, και πολύ καλή. Και δε σ’το λέω μόνο ως φιλοφρόνηση.» Τεντώθηκε για να φιλήσει τα χείλη της. «Αν πάρω κάποια Βασίλισσα, ίσως να είσαι εσύ, Αντίκλεια.»

Εκείνη αναστέναξε. «Καλύτερα όχι.»

Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε.

«Θέλω να πω ότι, ότι καλύτερα θα ήταν να αγαπάς τη γυναίκα που θα πάρεις. Αν δε με θέλεις, δε θα ήθελα να με πάρεις. Αν βέβαια με θέλεις, θα ήθελα, θα ήθελα πολύ. Αλλά αν δε με θέλεις, όχι, καλύτερα όχι. Και…» Χαμογέλασε ξαφνικά. «Αν τώρα ο πατέρας μου μ’άκουγε να σου λέω τέτοια πράγματα, ξέρεις τι θα έκανε;»

«Τι;»

«Θα έπαιρνε εκείνο το μουσειακό σπαθί που έχει και θα με κυνηγούσε για να μου κόψει τα πόδια.»

Γέλασαν σαν παιδιά που είχαν κάνει κάποια σκανδαλιά.

«Ο πατέρας μου θέλει πολύ να συγγενέψουμε με τους Εύφρονες. Λέει πως παλιά, πολύ παλιά, είχαμε κάποια συγγένεια. Το έχει ψάξει και σε ιστορικά βιβλία.» Η Αντίκλεια σηκώθηκε απ’τον καναπέ, γέμισε άλλα δύο ποτήρια με Λευκό Απολλώνιον, και επιστρέφοντας έδωσε το ένα στον Ανδρόνικο. «Το ήξερες αυτό;»

«Ότι παλιά οι Εύφρονες και οι Πολύοπλοι είχαν συγγενέψει; Όχι. Αν και δε νομίζω ότι είναι πρωτάκουστο να έχουν γίνει γάμοι ανάμεσα στις οικογένειές μας.»

«Ναι, βέβαια· αλλά ο πατέρας μιλά για πιο στενή συγγένεια. Δηλαδή, ο Μονάρχης της Απολλώνιας να έχει παντρευτεί δικό μας άνθρωπο.» Αναστέναξε πάλι. «Τέλος πάντων. Αυτά.»

Ήπιαν το κρασί τους χωρίς να μιλούν.

«Μπορώ να σε φιλοξενήσω εδώ για το βράδυ,» είπε η Αντίκλεια. «Ή μπορώ να σε οδηγήσω σε κάποιον ξενώνα. Ή μπορείς αν θέλεις να επιστρέψεις στο παλάτι, φυσικά.» Η τελευταία πρόταση δεν έμοιαζε να την ξετρελαίνει.

«Θα μείνω εδώ, στα δωμάτιά σου, αν δεν είμαι βάρος.»

Η Αντίκλεια πρέπει να κατάλαβε πως ο Ανδρόνικος το έκανε αυτό για να μη φανεί στον πατέρα της ότι η συνάντησή τους ήταν ανεπιτυχής και δυσάρεστη. Και η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο.

«Εντάξει,» είπε η Αντίκλεια καθώς σηκωνόταν. «Θα κοιμηθείς στο κρεβάτι· εγώ θα κοιμηθώ εδώ.»

«Στον καναπέ;»

«Ναι.»

Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε επίσης. «Δεν σοβαρολογείς! Εγώ θα κοιμηθώ στον καναπέ. Πίστεψέ με, έχω κοιμηθεί και σε χειρότερα μέρη.»

«Ο Βασιληάς της Απολλώνιας δεν κοιμάται σε καναπέδες. Όχι, τουλάχιστον, όταν είναι στο σπίτι μου,» επέμεινε η Αντίκλεια.

«Τότε, θα πρέπει να κοιμηθούμε μαζί στο κρεβάτι.»

«Δεν έχω πρόβλημα. Και… αν αλλάξεις γνώμη για… για οτιδήποτε,» ανασήκωσε τους ώμους της, «είμαι πρόθυμη να μου κάνεις έκπληξη.»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε, και φίλησε τα χείλη της. «Θα το έχω υπόψη.»

Η Αντίκλεια τού επέστρεψε το χαμόγελο.

Χαμογελούσε πολύ όμορφα, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος.

ΣΤ’
Η ΜΑΥΡΗ ΔΡΑΚΑΙΝΑ ΨΑΧΝΕΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ

Η δημοσιά βόρεια της Σερίβια ήταν φαρδιά και πλακόστρωτη, όπως και νότια. Το δίκυκλο της Ιωάννας έτρεχε σαν αστραπή· και μετά από δύο ώρες, διέσχισε τη γέφυρα που περνούσε πάνω από τις ράγες του τρένου, οι οποίες δεν χρησιμοποιούνταν πλέον. Ο σιδηρόδρομος, αρχικά, πήγαινε από τη Σερίβια στη Νούμβρια και συνέχιζε από εκεί προς τη Χρυσόπολη, την Ταλκασία, και τη Βανκάρη. Τώρα, όμως, οι Παντοκρατορικοί είχαν κατακτήσει τη Νούμβρια, κι έτσι η γραμμή είχε κοπεί. Ξεκινούσε από την Απαστράπτουσα, πήγαινε στη Σερίβια, και εκεί τελείωνε. Μετά, ξεκινούσε από τη Βανκάρη και τελείωνε στην Ταλκασία. Ανάμεσα στην Ταλκασία και στη Χρυσόπολη δεν υπήρχε επικοινωνία με σιδηρόδρομο, όχι εξαιτίας των Παντοκρατορικών αλλά εξαιτίας του υπερδιαστασιακού στροβίλου που απειλούσε να διχοτομήσει την Απολλώνια. Από τότε που είχε δημιουργηθεί ώς τώρα, είχε επεκταθεί αρκετά, και περνούσε από τις ράγες της γραμμής Ταλκασία-Χρυσόπολη, με αποτέλεσμα να τις καταστρέφει.

Η Ιωάννα έτρεχε τώρα δυτικά της περιοχής των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος – ένα μέρος που, λόγω των κατάφυτων εδαφών του, είχε αποτελέσει πολλές φορές οχυρό εναντίον των Παντοκρατορικών εδώ, στο Βόρειο Μέτωπο της Απολλώνιας. Η Ιωάννα είχε πλέον αρχίσει να κουράζεται από την οδήγηση, αλλά δεν ήταν μακριά από μια μικρή πόλη στις δυτικές παρυφές των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος, την Άκανθο, έτσι έκανε υπομονή μέχρι να φτάσει εκεί. Δεν ήταν παρά παιχνιδάκι για μια Μαύρη Δράκαινα, που ήταν εκπαιδευμένη να αντέχει ώρες και ώρες και ώρες οδήγησης οποιουδήποτε οχήματος ή σκάφους.

Η Άκανθος ήταν μια σχετικά ήσυχη πόλη, αν εξαιρούσε κανείς την παρουσία των Απολλώνιων στρατιωτικών δυνάμεων οι οποίες ήταν απαραίτητες για την προστασία της, τώρα που η Νούμβρια – η μεγαλύτερη πόλη προς τα βορειοδυτικά – είχε πέσει στα χέρια των Παντοκρατορικών. Η Ιωάννα, σταματώντας το δίκυκλό της μπροστά στο φυλάκιο, έδειξε την ταυτότητά της στους φρουρούς κι εκείνοι την άφησαν να περάσει. Μπήκε στην Άκανθο και στάθμευσε το όχημά της στο σκεπαστό γκαράζ πλάι σ’ένα πανδοχείο που ονομαζόταν «Το Καταφύγιο». Η τραπεζαρία του ζεσταινόταν από δύο μεγάλα τζάκια, και είχε αρκετό κόσμο για μια μικρή πόλη σαν την Άκανθο – κυρίως πολεμιστές του Βόρειου Μετώπου. Η Ιωάννα κάθισε σ’ένα τραπέζι, παράγγειλε φαγητό και καφέ, και έφαγε χωρίς βιάση, κρυφακούγοντας όσες από τις συζητήσεις των άλλων μπορούσε. Αναρωτιόταν αν κυκλοφορούσαν φήμες για την Τοποθεσία Δέλτα. Δεν άκουσε τίποτα, όμως. Και λογικό ήταν: η Τοποθεσία Δέλτα υποτίθεται πως ήταν κρυφή – προς το παρόν, τουλάχιστον. Ήταν παράξενο που οι Παντοκρατορικοί την είχαν εντοπίσει και είχαν προκαλέσει ζημιά εκεί. Πολύ παράξενο. Ο Οδυσσέας και ο Ανδρόνικος είχαν κάνει το παν για να κρατήσουν όσο περισσότερη μυστικότητα μπορούσαν· και εδώ ήταν η Απολλώνια, δεν υπήρχαν πληροφοριοδότες της Παντοκράτειρας: οι πράκτορές της είχαν προ πολλού βρεθεί και εξολοθρευτεί, και κανέναν Απολλώνιο δεν τον συνέφερε να είναι με το μέρος των Παντοκρατορικών.

Η Ιωάννα έκλεισε ένα δωμάτιο για το μεσημέρι και πήγε να ξεκουραστεί. Καθώς ξάπλωνε, ο Ανδρόνικος και ο γάμος του ήρθαν πάλι στο μυαλό της, αλλά κατάφερε να κοιμηθεί κάποιες ώρες προτού συνεχίσει το ταξίδι της.

Το δίκυκλό της βγήκε από την Άκανθο κι έτρεξε επάνω στη δημοσιά, καθώς το φως του απογεύματος πλημμύριζε την ύπαιθρο. Η κατεύθυνσή του εξακολουθούσε να είναι βόρεια. Κι ετούτα τα εδάφη, από δω και πέρα, η Ιωάννα ήξερε ότι θεωρούνταν επικίνδυνα. Βρισκόταν μέσα στο Βόρειο Μέτωπο πλέον· μπορούσε να δεχτεί επίθεση οποιαδήποτε στιγμή. Από πάνω της, άκουσε μία φορά μαχητικά αεροσκάφη να περνούν: Απολλώνια, κατά πάσα πιθανότητα· αν έρχονταν οι Παντοκρατορικοί ώς εδώ, σίγουρα τώρα θα γινόταν αερομαχία.

Μετά από καμια ώρα άναψε τον προβολέα του οχήματός της για να διαλύει το αυξανόμενο σκοτάδι, καθώς ο ήλιος βυθιζόταν στον δυτικό ορίζοντα. Κατά μήκος της δημοσιάς συνάντησε, σε αρκετά σημεία, Απολλώνια φυλάκια. Τους έδειχνε την ταυτότητά της και την άφηναν να περνά χωρίς να την καθυστερούν. Η ταυτότητα δεν έλεγε την αλήθεια για το ποια ήταν, αλλά έγραφε ότι είχε ειδική άδεια υψηλού βαθμού από τον Βασιλικό Οίκο των Ευφρόνων. Αυτό σήμαινε ότι απλοί φρουροί δεν μπορούσαν να τη σταματήσουν απ’το να περάσει έναν δρόμο ή να μπει σε μια πόλη, ό,τι κι αν συνέβαινε.

Όταν είχε νυχτώσει για τα καλά, βρέθηκε σ’ένα σημείο όπου η δημοσιά συναντούσε μια άλλη δημοσιά, κάθετη, η οποία εκτεινόταν προς τα ανατολικά και προς τα δυτικά. Παράπλευρά της ήταν ο σιδηρόδρομος, που δεν χρησιμοποιείτο πλέον. Οι ράγες, σε κάμποσα μέρη, ήταν κατεστραμμένες από εκρήξεις. Στα βόρεια, φαίνονταν τα βουνά. Και προς τα εκεί ήταν που πήγαινε η Ιωάννα.

Περνώντας πάνω από τον πλακόστρωτο δρόμο και πάνω από τον σιδηρόδρομο, σταμάτησε στις δασώδεις υπώρειες, σβήνοντας τον προβολέα της για να μην τραβήξει ανεπιθύμητη προσοχή. Κατάλληλο εξοπλισμό για να κατασκηνώσει δεν είχε μαζί της, αλλά μια Μαύρη Δράκαινα δεν τον χρειαζόταν. Χρησιμοποίησε ό,τι της πρόσφερε το έδαφος και ό,τι ρούχα κουβαλούσε στον σάκο της. Έτσι, σύντομα είχε ανάψει μια φωτιά, προφυλαγμένη από τον άνεμο και καλυμμένη ώστε να μη φαίνεται από μακριά, και είχε στήσει μια κάπα σαν σκηνή από πάνω της, με τη βοήθεια κομμένων κλαδιών. Βγάζοντας από τον σάκο της τα κομμάτια του τουφεκιού της, το συναρμολόγησε και το κράτησε κοντά της.

Λαγοκοιμήθηκε μέχρι τα χαράματα.

Διέλυσε την πρόχειρη κατασκήνωσή της, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος, και ανέβηκε πάλι στο δίκυκλό της. Το οδήγησε, χωρίς να τρέχει (γιατί τα εδάφη ήταν ανώμαλα εδώ και επικίνδυνα), προς το μονοπάτι που πήγαινε στην Τοποθεσία Δέλτα, προσέχοντας συγχρόνως μήπως κανείς την παρακολουθούσε. Η περιοχή τής έμοιαζε έρημη. Ετούτα τα μέρη βρίσκονταν, ουσιαστικά, λίγο πιο έξω από τα σύνορα του Βασιλείου, χωρίς όμως να θεωρούνται κατακτημένα από την Παντοκράτειρα. Δεν ανήκαν σε κανέναν.

Η Ιωάννα ακολούθησε το μονοπάτι, που ήταν κακοτράχαλο, χιονισμένο από ένα σημείο και μετά, και έκανε πολλές απότομες στροφές. Δεν μπορούσε με τίποτα να αναπτύξει ταχύτητα με το δίκυκλό της· το όχημα δεν ήταν φτιαγμένο για να διασχίζει τέτοιου είδους μέρη. Μαύρη Δράκαινα ή μη, θα σκοτωνόταν αν έτρεχε.

Μετά από περίπου δύο ώρες, δέχτηκε προειδοποιητικά πυρά. Σταμάτησε και ύψωσε τα γαντοφορεμένα χέρια της, ενώ ο παγερός άνεμος των βουνών λυσσομανούσε γύρω της. Μερικοί επαναστάτες κατέβηκαν από τα βράχια, σημαδεύοντάς την με τουφέκια. Βρίσκονταν εδώ για να φρουρούν την περιοχή· η Ιωάννα το ήξερε.

«Στα ψηλά βουνά, οι πλαγιές είναι παγερές!» τους φώναξε.

«Αλλά τα σπήλαια πιο ζεστά,» αποκρίθηκε ένας από τους επαναστάτες.

«Κι εκεί,» τελείωσε τον συνθηματικό διάλογο η Ιωάννα, «είμαστε ασφαλείς.»

Οι επαναστάτες κατέβασαν τα όπλα τους. «Είσαι δική μας, λοιπόν,» της είπε εκείνος που είχε μιλήσει και πριν.

Η Ιωάννα τούς ατένισε παρατηρητικά. Δεν γνώριζε κανέναν τους. Πρέπει να ήταν όλοι πολεμιστές της Απολλώνιας που είχαν αποδείξει την πίστη τους και ο Οδυσσέας τούς είχε φέρει πιο κοντά στα μυστικά της Επανάστασης.

«Ναι,» τους απάντησε. «Να περάσω;»

«Πού πηγαίνεις;»

«Δέλτα.»

«Έχει γίνει καταστροφή εκεί, το ξέρεις;»

«Το άκουσα. Τι ακριβώς έγινε;»

«Περάσανε Παντοκρατορικά αεροσκάφη και βομβάρδισαν το μέρος, την ώρα που έρχονταν υλικά και ενέργεια. Πρέπει κάπως να το είχαν ανακαλύψει· δε μπορεί νάταν τυχαίο.»

«Ο Πρόμαχος είναι πάνω;»

«Ναι.»

Η Ιωάννα ξεκίνησε πάλι το δίκυκλό της και έφυγε, συνεχίζοντας ν’ακολουθεί το μονοπάτι. Ο δρόμος ήταν δύσκολος, και την ταλαιπώρησε. Πραγματικά, δεν ήταν κανείς να έρχεται εδώ με όχημα φτιαγμένο για τις πόλεις· και καλύτερα το όχημα να είχε τουλάχιστον τέσσερις τροχούς. Η μέση της είχε αρχίσει να την πονά απ’τα τραντάγματα, όταν ήρθε το μεσημέρι και, επιτέλους, έφτασε στην Τοποθεσία Δέλτα.

Σταμάτησε το δίκυκλο και κοίταξε το μέρος. Όπως της είχαν πει, πράγματι φαινόταν ότι είχε υποστεί βομβαρδισμό. Τα υπό οικοδόμηση οικήματα ήταν κατεστραμμένα. Μαυρισμένα κομμάτια πέτρας βρίσκονταν σκορπισμένα δώθε-κείθε. Κι ανάμεσά τους ήταν τα συντρίμμια φορτηγών οχημάτων, καθώς επίσης και ενός αντιαεροπορικού κανονιού.

Δύο φρουροί πλησίασαν την Ιωάννα, βαστώντας τουφέκια.

«Στα ψηλά βουνά, οι πλαγιές είναι παγερές,» τους είπε.

«Αλλά τα σπήλαια πιο ζεστά.»

«Κι εκεί είμαστε ασφαλείς.»

Ο άντρας ένευσε. «Μπορείς να περάσεις. Σ’έστειλε ο Πρίγκιπας;»

«Δε νομίζω ότι έχει μάθει ακόμα για την καταστροφή,» αποκρίθηκε η Ιωάννα. «Πού είναι ο Πρόμαχος;»

«Από δω. Έλα μαζί μου.»

Ο άντρας βάδισε και η Ιωάννα τον ακολούθησε, φτάνοντας σε μια σπηλιά κοντά σ’έναν χιονισμένο κρημνό. Το εσωτερικό της ήταν φωτισμένο από ενεργειακές λάμπες, και εδώ βρίσκονταν αρκετοί επαναστάτες που η Μαύρη Δράκαινα αναγνώριζε κι αυτοί αναγνώριζαν εκείνη.

«Ιωάννα,» είπε ο Οδυσσέας, καθώς σηκωνόταν από τη θέση του σ’ένα ξύλινο τραπέζι που η επιφάνειά του ήταν γεμάτη με πρόχειρα φαγητά και ποτά, χάρτες, σημειωματάρια και στυλογράφους, και μια οθόνη και μια κονσόλα ενός μηχανικού συστήματος αποθήκευσης και επεξεργασίας δεδομένων.

Εκτός από τον Οδυσσέα, γύρω απ’το τραπέζι κάθονταν ο Προαιρέσιος – ένας Απολλώνιος ευγενής και πολύ καλός πιλότος – και ο Ανδροκλής’μορ – Απολλώνιος κι αυτός, και Τεχνομαθής μάγος.

Οι άλλοι δύο επαναστάτες που βρίσκονταν μέσα στο σπήλαιο ήταν καθισμένοι παραδίπλα, πίνοντας και καπνίζοντας. Ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη – κι οι δυο τους γαλανόδερμοι, και από τη διάσταση της Αλβέρια.

«Καλησπέρα σας, κύριοι,» είπε η Ιωάννα πλησιάζοντας το τραπέζι όπου κάθονταν ο Πρόμαχος της Επανάστασης, ο Προαιρέσιος, και ο Ανδροκλής.

«Κάθισε,» της είπε ο Οδυσσέας. «Έμαθε ο Πρίγκιπάς μας τα νέα τόσο σύντομα;»

Η Ιωάννα έφερε μια καρέκλα κοντά στο τραπέζι και κάθισε. «Δε μ’έστειλε εκείνος. Είχα πάει ώς τη Σερίβια, και ο Αυγουστύλος μού είπε ότι είσαι εδώ και ότι η Τοποθεσία Δέλτα δέχτηκε επίθεση. Επομένως, ήρθα να δω μήπως χρειάζεσαι τη βοήθεια μιας Μαύρης Δράκαινας.»

«Προσπαθούμε ακόμα να καταλάβουμε τι ακριβώς συνέβη,» της είπε ο Ανδροκλής’μορ. Το δέρμα του ήταν χρυσαφί, τα μαλλιά και τα μούσια του καστανά· και ήταν ίσως ο πιο κοκαλιάρης άντρας που είχε ποτέ δει η Ιωάννα. «Τι έγινε κι ανακάλυψαν την τοποθεσία…»

Με την κατάκτηση της Νούμβρια από τους Παντοκρατορικούς, οι Απολλώνιες δυνάμεις είχαν υποστεί μεγάλο πλήγμα στις δυτικές περιοχές του Βόρειου Μετώπου. Στην Τοποθεσία Δέλτα, λοιπόν, οι επαναστάτες προσπαθούσαν να κατασκευάσουν κρυφά μια καινούργια βάση που θα αντικαθιστούσε, όσο ήταν δυνατόν, τη Νούμβρια. Το όλο εγχείρημα βασιζόταν στη μυστικότητα γιατί, αν οι Παντοκρατορικοί μάθαιναν γι’αυτό, θα επιχειρούσαν άμεση, σφοδρή επίθεση για να στερήσουν στους Απολλώνιους αυτό το στρατηγικό σημείο. Όπως και είχε γίνει, τελικά.

«Είναι αδιανόητο,» είπε ο Προαιρέσιος. «Μόνο με προδοσία μπορεί να έγινε. Και έχουμε μια υποψία.»

«Μια ένδειξη, ουσιαστικά,» διόρθωσε ο Ανδροκλής.

«Μη γίνεσαι αστείος. Είμαστε σχεδόν βέβαιοι

«Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι!»

Η Ιωάννα ρώτησε: «Ποιον υποπτεύεστε;»

Ο Οδυσσέας είπε: «Θα ερχόταν ένα φορτίο με υλικά και ενέργεια για την υπό οικοδόμηση βάση. Ο Αργυροθώρης θα ήταν υπεύθυνος της αποστολής, αλλά αρρώστησε και έμεινε πίσω. Έτσι, τα δύο φορτηγά ήρθαν χωρίς αυτόν. Και μόλις έφτασαν στην Τοποθεσία Δέλτα, δεχτήκαμε την αεροπορική επίθεση που διέλυσε τα πάντα και κόστισε ένα σωρό ζωές–»

«Απίστευτος συγχρονισμός, δε νομίζεις, Ιωάννα;» παρενέβη ο Προαιρέσιος. «Όλως τυχαίως το καθίκι ο Αργυροθώρης ‘αρρωσταίνει’, και όλως τυχαίως τη στιγμή που έρχεται το φορτίο στην τοποθεσία μάς χτυπάνε οι Παντοκρατορικοί. Μας χτυπάνε, δηλαδή, τη στιγμή που μπορούν να μεγιστοποιήσουν τη ζημιά της επίθεσής τους – καταστρέφουν ό,τι έχουμε ήδη κατασκευάσει και μας στερούν και το φορτίο με τα υλικά και την ενέργεια.»

«Ο Προαιρέσιος έχει δίκιο,» είπε ο Οδυσσέας. «Σίγουρα προσπάθησαν να μεγιστοποιήσουν τη ζημιά – και τα κατάφεραν, οι δαιμονισμένοι. Αλλά για τον Αργυροθώρη πρέπει να βεβαιωθούμε προτού πούμε ότι–»

«Πιστεύεις πραγματικά ότι αρρώστησε;» απόρησε ο Προαιρέσιος.

«Οι άνθρωποι αρρωσταίνουν κιόλας. Ας μην είμαστε παρανοϊκοί.»

«Στην Επανάσταση βρισκόμαστε· παρανοϊκοί είναι το επώνυμό μας.»

Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Θα πρέπει, όμως, να το ελέγξουμε προτού βγάλουμε συμπέρασμα.»

Η Ιωάννα ρώτησε: «Γιατί δεν το έχετε ελέγξει ακόμα;»

«Νομίζεις ότι είναι πολύς καιρός που είμαστε εδώ;» της είπε ο Οδυσσέας. «Χτες ήρθαμε. Κι έπρεπε να δούμε τι είχε απομείνει από την οικοδομή.»

«Τίποτα δεν είχε απομείνει τελικά,» τόνισε ο Ανδροκλής. «Έκαναν καλή δουλειά, τα ιπτάμενα καθίκια.»

«Το αντιαεροπορικό δεν τους εντόπισε να έρχονται; Δεν τους έριξε;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Και να τους έριξε, τι θα έγινε;» μόρφασε ο Ανδροκλής. «Άντε να πρόλαβε να καταρρίψει ένα μαχητικό. Η οικοδομή δέχτηκε επίθεση από τουλάχιστον τέσσερα, όπως το κρίνω εγώ το πράγμα. Και ο Προαιρέσιος φαίνεται να συμφωνεί σ’αυτό.»

Ο ξανθομάλλης, λευκόδερμος αριστοκράτης ένευσε. «Συμφωνώ.»

Η Ιωάννα άναψε τσιγάρο. «Συνέβη, όμως; Καταρρίφθηκε μαχητικό, ή όχι;»

«Στις πλαγιές δεν βρήκαμε συντρίμμια,» απάντησε ο Οδυσσέας.

«Επομένως δεν καταρρίφθηκε. Περίεργο, δε νομίζετε;»

«Μπορεί να χρησιμοποίησαν κάποια μέθοδο για να αδρανοποιήσουν το ανιχνευτικό μας σύστημα,» υπέθεσε ο Προαιρέσιος, και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του.

«Ακόμα κι έτσι,» είπε η Ιωάννα, «το κανόνι θα μπορούσε να είχε καταρρίψει ένα αεροσκάφος. Εκτός αν το πρώτο πράγμα που χτύπησαν ήταν το κανόνι.»

«Δεν αποκλείεται,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος, «δεδομένης της πληροφόρησης που είχαν.»

«Εσύ, όμως,» είπε ο Οδυσσέας στην Ιωάννα, «φαίνεται να φοβάσαι ότι έγινε δολιοφθορά εκ των έσω, σωστά;»

«Ελέγξατε τα απομεινάρια του αντιαεροπορικού για σημάδια δολιοφθοράς;» θέλησε να μάθει η Μαύρη Δράκαινα.

«Αδύνατον,» της είπε ο Ανδροκλής. «Δεν έχει μείνει τίποτα για να ελέγξει κανείς – ούτε καν ένας Τεχνομαθής σαν εμένα.»

«Επέζησε κανένας από την επίθεση;» Η Ιωάννα τίναξε στάχτη στο τασάκι πάνω στο τραπέζι, όπου ήδη βρίσκονταν τέσσερα αποτσίγαρα.

«Εκτός από τους παρατηρητές μας στο μονοπάτι, κανένας,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Αυτοί που ήταν μέσα στην οικοδομή και στο κέντρο ελέγχου σκοτώθηκαν όλοι. Το ίδιο κι όσοι ήταν μέσα στα φορτηγά που είχαν μόλις έρθει.»

«Ο μόνος που επιβίωσε είναι ο Αργυροθώρης,» τόνισε ο Προαιρέσιος, «που ήταν ‘άρρωστος’, ο καημένος.»

«Εκτός απ’τον Αργυροθώρη,» ρώτησε η Ιωάννα, «όλοι οι άλλοι που ήταν να έρθουν με τα φορτηγά είχαν έρθει;»

«Καλή ερώτηση,» είπε ο Οδυσσέας. «Δεν ξέρουμε ακόμα. Τα περισσότερα πτώματα που βρήκαμε ήταν μη αναγνωρίσιμα. Έχουν γίνει κάρβουνα όλοι τους. Η λίστα των ονομάτων που έπρεπε να είναι στην αποστολή του φορτίου είναι αυτή εδώ.» Έδωσε ένα χαρτί στην Ιωάννα.

Εκείνη το κοίταξε κρατώντας το με το ένα χέρι. «Οι σημειωμένοι με νι είναι αυτοί που καταφέρατε να αναγνωρίσετε;»

«Ναι.»

«Τα πτώματα πού τα έχετε τώρα;»

«Σ’ένα φορτηγό, απέξω.»

«Και αυτά των ανθρώπων της οικοδομής και αυτά των ανθρώπων που ήρθαν με το φορτίο;»

«Ναι.»

«Τα έχετε ελέγξει διεξοδικά;»

«Όχι ακόμα.»

«Θα τα κοιτάξουμε τώρα, λοιπόν. Αφού φάω κάτι.»

Ο Οδυσσέας άνοιξε ένα χάρτινο κουτάκι με τυποποιημένο φαγητό και το έσπρωξε προς τη μεριά της, μαζί μ’ένα πιρούνι κι ένα μπουκάλι μπίρα.

«Ευχαριστώ,» είπε η Ιωάννα σβήνοντας το τσιγάρο της μέσα στο τασάκι.

Ο Προαιρέσιος ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα. «Τώρα που έχουμε εδώ μια Μαύρη Δράκαινα, δεν φοβάμαι τίποτα.»

«Εγώ φοβάμαι,» είπε ο Ανδροκλής’μορ.

«Είσαι πεσιμιστής, φίλε μου, γι’αυτό.»

*

Η διπλή πόρτα του φορτηγού άνοιξε, και η Ιωάννα μπήκε φορώντας υφασμάτινη μάσκα ποτισμένη με μια ουσία που φίλτραρε τα μικρόβια και την αποφορά των πτωμάτων.

Και το φορτηγό ήταν γεμάτο πτώματα.

Ο Οδυσσέας και ο Θελλέδης την ακολούθησαν στο εσωτερικό του οχήματος, φορώντας παρόμοιες μάσκες.

Η Ιωάννα κοίταξε τους νεκρούς. Όπως της είχε πει ο Πρόμαχος, οι περισσότεροι είχαν γίνει κάρβουνο: τουλάχιστον, στο μεγαλύτερο μέρος του σώματός τους. Αυτό, όμως, δε σήμαινε ότι η εξέταση των πτωμάτων ήταν περιττή. Μπορεί να ανακάλυπταν πράγματα που δεν περίμεναν.

Η Μαύρη Δράκαινα φόρεσε ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια και έπιασε δουλειά.

Οι άνθρωποι που έφερναν το φορτίο είχαν όλοι σκοτωθεί από την αεροπορική επίθεση, όπως διαπίστωσε. Οι άνθρωποι της οικοδομής, όμως, δεν είχαν σκοτωθεί όλοι από την ίδια αιτία. Δύο απ’αυτούς, ένας άντρας και μια γυναίκα, είχαν σφαίρες επάνω τους: ο πρώτος μία στο κεφάλι, η δεύτερη δύο στο στήθος.

Η Ιωάννα το έδειξε στον Οδυσσέα, ρωτώντας τον: «Ποιοι ήταν αυτοί; Ίσως να τους σκότωσε ο προδότης που ψάχνουμε.»

Ο Οδυσσέας ατένισε τα πτώματα με προσοχή. «Πρέπει να βρίσκονταν στο κέντρο ελέγχου.»

«Εκεί που ήταν τα ανιχνευτικά συστήματα,» είπε η Ιωάννα. «Ποιος άλλος βρισκόταν μαζί τους την ίδια ώρα;»

«Δε νομίζω να ήταν κανένας άλλος,» απάντησε ο Οδυσσέας. «Δε χρειάζονταν παραπάνω από δύο χειριστές στο κέντρο ελέγχου.»

«Επομένως… τι; Αλληλοσκοτώθηκαν;»

«Εσύ τι πιστεύεις; Θα μπορούσαν να αλληλοσκοτώθηκαν;»

«Ναι. Ο άντρας στράφηκε και πυροβόλησε τη γυναίκα μία φορά στο στήθος. Εκείνη δεν πέθανε αμέσως, και τράβηξε το πιστόλι της. Ο προδότης την ξαναπυροβόλησε, αλλά συγχρόνως τον πυροβολούσε κι εκείνη. Τον πέτυχε στο κεφάλι και τον σκότωσε ακαριαία, ενώ η δική του σφαίρα τη βρήκε πάλι στο στήθος.

»Όλα τούτα, βέβαια, είναι υποθετικά. Γιατί μπορεί να συνέβη κι αλλιώς. Κάποιος τρίτος μπαίνει στο δωμάτιο κι αμέσως πυροβολεί τον άντρα στο κεφάλι, σκοτώνοντάς τον. Η γυναίκα στρέφεται, προσπαθώντας να αντιδράσει, και ο προδότης τη σκοτώνει κι αυτή με δυο απανωτές ριπές στο στήθος.

»Και τα δύο είναι πιθανά, Οδυσσέα.»

Ο Θελλέδης είπε: «Αν όμως ο προδότης τη γλίτωσε ζωντανός, τότε μετά θα έφυγε από την οικοδομή. Άρα, δε θα είναι ανάμεσα στα πτώματα. Ένα πτώμα θα λείπει.»

«Εκτός αν δεν πρόλαβε να φύγει και σκοτώθηκε. Πάντως, η υπόθεσή σου είναι λογική. Ας μετρήσουμε τα πτώματα.»

Τα μέτρησαν, και ο Οδυσσέας είπε: «Δε νομίζω ότι κανένας λείπει. Όλοι εδώ είναι. Όλοι νεκροί.»

«Το πρώτο σενάριο, λοιπόν, είναι πιο πιθανό, σωστά;» είπε ο Θελλέδης. «Αλληλοσκοτώθηκαν.»

«Ίσως,» αποκρίθηκε η Ιωάννα.

Και βγήκαν από το φορτηγό, κλείνοντας τους νεκρούς στο εσωτερικό του.

Ζ’
Ο ΔΟΥΚΑΣ ΤΗΣ ΦΛΑΝΙΑ ΚΑΛΕΙ

Όταν, το επόμενο πρωί, ο Ανδρόνικος επέστρεψε στην Απαστράπτουσα, η Βασίλισσα Γλυκάνθη άρχισε να τον ρωτά για την Αντίκλεια. Πώς του είχε φανεί; Ήταν συμπαθητική; Θα έκανε καλή Βασίλισσα; Υπήρχαν πιθανότητες να την παντρευτεί;

«Θα δούμε, μητέρα, θα δούμε,» αποκρίθηκε μονάχα εκείνος, προσπερνώντας την.

«Δε θα μου πεις ούτε καν αν σου άρεσε;» διαμαρτυρήθηκε η Γλυκάνθη.

«Είναι πολύ καλή κοπέλα, όπως είπες κι η ίδια.»

Καθώς βάδιζε προς τα διαμερίσματά του, η Γλυκάνθη τον ακολουθούσε. «Αυτό; Τίποτα περισσότερο;»

«Τι περισσότερο θέλεις; Δεν έχω ακόμα γνωρίσει τις υπόλοιπες προτεινόμενες νύφες, όπως τις ονομάζεις – και δε θέλω να διαδοθούν φήμες ότι έχω από τώρα προτιμήσεις.»

«Ανδρόνικε, θα έπρεπε να ξέρεις ότι εγώ δεν διαδίδω φήμες!»

Ο Βασιληάς της Απολλώνιας άνοιξε την εξώθυρα των διαμερισμάτων του, και μπήκε κλείνοντας.

«Περίμενε μια στιγμή!» έκανε η Γλυκάνθη· αλλά ήταν πολύ αργά.

Αναστέναξε.

Απόλλωνα! σκέφτηκε. Τι παιδιά έχω!…

*

Αργότερα, κάλεσε τον Ανδρόνικο μέσω του επικοινωνιακού διαύλου.

Εκείνος, που είχε μόλις κάνει ένα μπάνιο στην πισίνα, άνοιξε τον δίαυλο και ρώτησε: «Τι είναι τώρα, μητέρα;»

«Να κανονίσω την επόμενη συνάντηση για αύριο; Ή προτιμάς μεθαύριο καλύτερα;»

Ο Ανδρόνικος ήθελε πραγματικά να τελειώνει μ’αυτές τις ιστορίες. «Αύριο,» είπε.

«Είσαι σίγουρος;»

«Ναι.»

«Εντάξει. Θα στείλω αεροπλάνο.»

«Αεροπλάνο!;»

«Ο Δούκας της Φλάνια έχει προτείνει μια από τις κόρες του, εδώ και καιρό. Η γυναίκα του, βασικά, είναι που ήρθε και με βρήκε, και μου έλεγε πόσο καλή είναι η Χοροεσπερίδα και τι καλή σύζυγος που θα ήταν για το Βασιληά της Απολλώνιας. Τέλος πάντων. Η Φλάνια είναι μακριά, κι αν είναι να τους ειδοποιήσω πρέπει να το κάνω νωρίς, γι’αυτό θα στείλω αεροπλάνο.»

«Εντάξει,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αλλά δεν υπάρχει καμια άλλη προτεινόμενη νύφη πιο κοντά;»

«Η Δούκισσα της Φλάνια ήταν από τους πρώτους που ήρθαν να με βρουν και δε θέλω να την απογοητεύσω.»

«Καλά, μητέρα, όπως επιθυμείς.»

«Δεν έχεις πρόβλημα, έτσι;»

«Απολύτως κανένα.»

«Πολύ χαίρομαι, Ανδρόνικε. Θα κατεβείς για φαγητό το μεσημέρι, να μιλήσουμε κι από κοντά για τη Χοροεσπερίδα;»

«Θα προσπαθήσω.»

«Πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα γι’αυτήν. Είναι… πολύ ιδιαίτερη γυναίκα

«Καλά, καλά. Θα κατεβώ.»

Και η επικοινωνία τους έληξε. Ο Ανδρόνικος έκλεισε τον δίαυλο κουνώντας το κεφάλι.

Έβαλε ένα ποτήρι κρασί και κάθισε σ’έναν καναπέ, ντυμένος ακόμα με τη ρόμπα του. Στο τραπεζάκι παραδίπλα ήταν το σημείωμα της Ιωάννας. Το σήκωσε και το ξαναδιάβασε.

Πρέπει να τη βρω, σκέφτηκε. Δε μπορώ να μην ξέρω πού βρίσκεται. Έχουν τώρα περάσει πάνω από τρεις ημέρες από τότε που έφυγε, και δεν έχει δώσει κανένα σημάδι ζωής.

Μπορεί, όμως, να θέλει να μείνει μόνη ώσπου να παντρευτώ–

Τι ανόητη που είναι! Τίποτα δε θ’αλλάξει επειδή θα παντρευτώ, δεν το καταλαβαίνει; Νομίζει ότι θα τη διώξω, ή ότι–;

Αλλά μετά σκέφτηκα πως, φυσικά, η Ιωάννα δε θα μπορούσε πλέον να μένει εδώ, στα διαμερίσματά του. Η Βασίλισσά του θα έμενε εδώ μαζί του.

Δεν είμαι, όμως, πάντα στην Απολλώνια· ταξιδεύω συχνά και σε άλλες διαστάσεις–

Αλλά αυτή δεν ήταν παρά μια δικαιολογία που έλεγε στον εαυτό του για να τον πείσει ότι τίποτα δε θ’άλλαζε.

Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Δεν είναι δυνατόν!

Σηκώθηκε, βαδίζοντας άσκοπα μέσα στα διαμερίσματά του, προσπαθώντας να ξεμπλέξει τις σκέψεις του.

Τέλος πάντων, συλλογίστηκε τελικά. Όπως και νάχει, πρέπει να μάθω πού βρίσκεται. Πρέπει, αν θέλω, να μπορώ να πάω να της μιλήσω.

Πλησίασε πάλι τον επικοινωνιακό του δίαυλο και κάλεσε έναν απ’τους κατασκόπους του.

*

Το μεσημέρι, καθώς έτρωγαν, η Βασιλική τού έκανε ενοχλητικές ερωτήσεις για την Αντίκλεια: επίτηδες, αναμφίβολα, για να τον πειράξει. Γελούσε, κάπου-κάπου, σα να τη γαργαλούσαν.

«Μη γελάς όταν τρως, Βασιλική,» της είπε η Αρχιμάχη· «θα πνιγείς.»

«Δεν θα πνίγω, μην ανησυχείς εσύ,» αντιγύρισε η Πριγκίπισσα· και μετά, απρόσμενα, άρχισε να βήχει και σήκωσε μια πετσέτα μπροστά στο στόμα της.

Η Αρχιμάχη γέλασε. Ακόμα κι ο γενικά μελαγχολικός Αλεξίλυπος γέλασε.

«Καταραμένοι να είστε,» τους είπε η Βασιλική όταν ήπιε νερό και μπορούσε πάλι να μιλήσει. «Εσείς φταίτε γι’αυτό.» Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει από τον βήχα.

«Μη μιλάς στα ανίψια σου έτσι, Βασιλική,» τη μάλωσε η Γλυκάνθη.

Η Βασιλική αναποδογύρισε τα μάτια πίνοντας ακόμα μια γουλιά νερό. «Ναι, μαμάκα…»

Μετά το φαγητό, η Γλυκάνθη κι ο Ανδρόνικος μίλησαν ιδιαιτέρως σε μια μικρή αίθουσα κοντά στην τραπεζαρία.

«Η Χοροεσπερίδα, όπως σου είπα, είναι μια ιδιαίτερη γυναίκα,» είπε η Βασίλισσα. «Και μη μπαίνει τίποτα περίεργο στο νου σου μ’αυτό.»

«Έτσι όπως το λες, είναι να μη μου μπαίνει;»

«Δεν έχει κανένα πρόβλημα, αν αυτό σε απασχολεί. Εκτός του ότι, βέβαια, είναι λίγο μεγάλη. Φέτος έκλεισε τα τριάντα.»

«Δεν είναι μεγάλη, μητέρα. Στην ηλικία μου είναι.»

«Ναι, αλλά ίσως να ήθελες μια μικρότερη γυναίκα…»

«Δεν με απασχολεί το θέμα της ηλικίας.»

«Όπως αγαπάς,» είπε η Γλυκάνθη. «Αλλά μην τολμήσεις να πάρεις καμια γριά στο τέλος· σ’το λέω από τώρα! Πρέπει να έχει άνεση να σου δώσει διαδόχους!»

Ο Ανδρόνικος ήταν αδύνατο να μη γελάσει. «Μητέρα, είσαι το κάτι άλλο… Τι ορίζεις ως ‘γριά’;»

«Οποιαδήποτε γυναίκα άνω των σαράντα.»

«Είσαι κι εσύ γριά, δηλαδή;» Η Γλυκάνθη ήταν εξήντα-τριών χρονών.

«Εγώ είμαι εξαίρεση, και το ξέρεις!» αποκρίθηκε, κοκκινίζοντας.

«Πες μου για τη Χοροεσπερίδα, λοιπόν,» την προέτρεψε ο Ανδρόνικος. «Τι συμβαίνει μαζί της;»

«Έχασε πρόσφατα τον άντρα της στο Βόρειο Μέτωπο, τον καιρό που εσύ κι ο Δαίδαλος δημιουργήσατε τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο για να σταματήσετε τους Παντοκρατορικούς.»

«Σκοτώθηκε εξαιτίας του στροβίλου;»

«Όχι. Σκοτώθηκε πριν. Στη Χρυσόπολη. Όταν την κατάκτησαν οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας.»

«Μάλιστα… Και σίγουρα η Χοροεσπερίδα θέλει να ξαναπαντρευτεί τώρα;»

«Έτσι μου είπε η μητέρα της, η Δούκισσα.»

«Παιδιά έχει;»

«Ένα αγόρι πέντε χρονών.»

«Εντάξει,» είπε ο Ανδρόνικος, «δεν υπάρχει πρόβλημα μ’αυτό. Ποιος ήταν ο σύζυγός της; Ξέρουμε;»

Η Γλυκάνθη τού εξήγησε ότι ήταν λοχαγός στον Απολλώνιο Στρατό και είχε πολεμήσει γενναία σε αρκετές μάχες κατά των Παντοκρατορικών. Του έδωσε, επίσης, έναν φάκελο με περισσότερες λεπτομέρειες για τον πεσόντα.

*

Μέχρι το βράδυ, οι κατάσκοποι του Ανδρόνικου δεν είχαν βρει απολύτως τίποτα για την Ιωάννα. Δε νόμιζαν, πάντως, ότι ήταν στην Απαστράπτουσα, του είπαν· πρέπει να είχε απομακρυνθεί από την πρωτεύουσα. Θα την έψαχναν, λοιπόν, σ’ολόκληρο το Βασίλειο.

Η όλη υπόθεση είχε αρχίσει να αρέσει του Ανδρόνικου ολοένα και λιγότερο. Γιατί έφυγε τόσο μακριά; Τι σκοπεύει να κάνει;

Να δεις που θα πάει να μπλέξει πουθενά! Κατάρες και σκοτάδια!

Δεν κοιμήθηκε καθόλου καλά εκείνο το βράδυ. Χτες, μαζί με την Αντίκλεια, είχε κοιμηθεί καλύτερα. Η συζήτηση τον είχε ηρεμήσει· και το χαμόγελό της επίσης. Είχε πολύ όμορφο χαμόγελο…

Το πρωί, ετοιμάστηκε για αναχώρηση. Η απάντηση που είχε δώσει ο Δούκας Ιεροκράτης της Φλάνια ήταν θετική· η κόρη του θα συναντούσε τον Βασιληά σήμερα, πράγμα που, όπως έλεγε ο Δούκας, ήταν μεγάλη χαρά για όλο του τον Οίκο.

Προτού, όμως, ο Ανδρόνικος φύγει απ’τα διαμερίσματά του, ένα μήνυμα ήρθε μέσω του τηλεπικοινωνιακού πομπού. Ένα κωδικοποιημένο μήνυμα, παρατήρησε. Σε κώδικα της Επανάστασης. Κάποιος επαναστάτης που βρισκόταν εντός εμβέλειας – κατά πάσα πιθανότητα, μέσα στην Απαστράπτουσα ή στα περίχωρά της – το είχε στείλει μόλις πριν από πέντε λεπτά, καθώς ο Ανδρόνικος ντυνόταν.

Ο Βασιληάς της Απολλώνιας πάτησε τα πλήκτρα που αποκωδικοποιούσαν το μήνυμα και το διάβασε στην οθόνη του πομπού.

 

Η ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ‘Δ’ ΔΕΧΤΗΚΕ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ. Η ΟΙΚΟΔΟΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΗΚΕ. ΦΟΡΤΙΟ (ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑ) ΠΟΥ ΕΡΧΟΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΧΑΘΗΚΕ ΕΠΙΣΗΣ. Ο ΠΡΟΑΙΡΕΣΙΟΣ Ο ΑΝΔΡΟΚΛΗΣ’ΜΟΡ ΚΑΙ ΕΓΩ ΕΡΕΥΝΟΥΜΕ. ΥΠΟΘΕΤΟΥΜΕ ΠΡΟΔΟΣΙΑ. ΕΧΟΥΜΕ ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΥΠΟΨΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ.

 

ΘΑ ΣΕ ΚΡΑΤΩ ΕΝΗΜΕΡΟ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ.

 

Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Μόνο αυτό μού έλειπε τώρα!

Ωστόσο δεν μπορούσε να καθυστερήσει, και δεν είχε και στο μυαλό του τίποτα συγκεκριμένο αυτή τη στιγμή για να κάνει. Αν ήταν η Ιωάννα εδώ, θα την έστελνε στην Τοποθεσία Δέλτα – αλλά είχε εξαφανιστεί!

Ιωάννα! Ποτέ δεν το είχε σκεφτεί ότι η Μαύρη Δράκαινα θα μπορούσε να φανεί τόσο παρορμητική…

Τελείωσε με τις ετοιμασίες και βγήκε από τα διαμερίσματά του. Η Βασιλική τού είχε στήσει καρτέρι στο δρόμο, αλλά εκείνος την απέφυγε έντεχνα, πηγαίνοντας από άλλη μεριά και βλέποντας την πλάτη της καθώς η Πριγκίπισσα τον περίμενε κρυμμένη πίσω από μια ψηλή, φαρδιά μαρμάρινη κολόνα.

Το αεροπλάνο του Ανδρόνικου ήταν έτοιμο όταν εκείνος έφτασε στον Βασιλικό Αερολιμένα μαζί με πολεμιστές της Βασιλικής Φρουράς. Η Βικτώρια Κατήνεμη, που ήταν Υπεύθυνη Αφίξεων και Αναχωρήσεων, του ευχήθηκε καλό ταξίδι, και μετά ο Ανδρόνικος και οι σωματοφύλακές του επιβιβάστηκαν στο σκάφος.

Απογειώθηκαν και πέταξαν νότια, πάνω από την Άπατη Θάλασσα και προς την πόλη της Φλάνια.

Η πτήση τους κράτησε λιγότερο από δύο ώρες, και προσγειώθηκαν στον αερολιμένα της Φλάνια, όπου μια συνοδεία τούς περίμενε για να τους πάει στο παλάτι του Δούκα, το οποίο βρισκόταν στις δυτικές παρυφές της πόλης. Ένα ψηλό οικοδόμημα γεμάτο γκρίζους πύργους και σημαίες που κυμάτιζαν περήφανα στον χειμωνιάτικο άνεμο. Η κεντρική πύλη ήταν ανοιχτή, και τα οχήματα της συνοδείας του Ανδρόνικου μπήκαν σε έναν μεγάλο περίβολο και σταμάτησαν.

Φανταχτερά ντυμένοι υπηρέτες οδήγησαν τον Βασιληά της Απολλώνιας σε μια μεγάλη αίθουσα που το πάτωμά της ήταν στρωμένο με όμορφα χαλιά με καλλιτεχνικά κεντήματα, και στους τοίχους της κρέμονταν ταπετσαρίες με σκηνές από τη θάλασσα. Ψηλά, τοξωτά παράθυρα άφηναν το πρωινό φως να μπαίνει άπλετο.

Και εδώ ο Ανδρόνικος συνάντησε τον Δούκα Ιεροκράτη και τη σύζυγό του, τη Δούκισσα Μεσσαλίνα – τους οποίους, ασφαλώς, δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε· τους είχε δει και παλιότερα, σε πάρα πολλές κοινωνικές συγκεντρώσεις. Μαζί τους ήταν ο μεγάλος τους γιος, Βαλέριος, και η Χοροεσπερίδα, που ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερή του. Τα άλλα δύο παιδιά τους δεν ήταν εδώ, ούτε τα παιδιά του Βαλέριου ή το αγόρι της Χοροεσπερίδας.

«Βασιληά μου!» είπε ο Δούκας Ιεροκράτης, αφού όλοι τους έκαναν μια επίσημη υπόκλιση. «Πώς είσαι;» Πλησίασε τον Ανδρόνικο για να του σφίξει το χέρι. Ήταν φανερό πως είχε πολύ περισσότερη άνεση μαζί του απ’ό,τι ο Κίμων Πολύοπλος, γιατί τον γνώριζε από παλιά, όταν ο Ανδρόνικος ήταν παιδί. Ο Δούκας της Φλάνια έκανε παρέα με τον πατέρα του, τον Βασιληά Αρχίμαχο.

«Αρκετά καλά, Δούκα μου. Χαίρομαι που σας βλέπω και πάλι.»

«Τώρα αρχίζεις να με ενοχλείς!» είπε ο Ιεροκράτης, αυστηρά. «Είναι δυνατόν εγώ να μιλάω στο Βασιληά στον ενικό κι εκείνος να μου μιλά στον πληθυντικό

Ο Ανδρόνικος γέλασε, και ο Δούκας επίσης.

«Οι παλιές συνήθειες,» είπε τελικά ο Ανδρόνικος.

«Η μητέρα σου πώς είναι, Βασιληά μου;» ρώτησε η Δούκισσα Μεσσαλίνα.

«Καλά, και έχετε τους χαιρετισμούς της, Αρχόντισσά μου.»

«Να της μεταβιβάσεις και τους δικούς μου χαιρετισμούς. Νόμιζα ότι θα ερχόταν κι εκείνη να μας επισκεφτεί…»

«Προτίμησε να κρατήσει απόσταση στη συγκεκριμένη περίπτωση.»

«Και πολύ καλά έκανε,» είπε ο Ιεροκράτης. «Όχι, ασφαλώς, πως δεν είναι οποιαδήποτε στιγμή ευπρόσδεκτη στο παλάτι μου· αλλά τώρα ήρθες για να γνωρίσεις τη Χοροεσπερίδα, και τίποτα περισσότερο. Ούτε εμείς θα σε πολυζαλίσουμε, μη φοβάσαι,» πρόσθεσε, με σουφρωμένα τα μεγάλα γκρίζα φρύδια του. «Κι άμα η Μεσσαλίνα αρχίσει να λέει πολλά, θα τη–»

Η Δούκισσα καθάρισε, ηχηρά, το λαιμό της.

«Τέλος πάντων,» είπε ο Ιεροκράτης, χαμογελώντας μέσα από τα μούσια του. «Είμαι βέβαιος πως θα περάσουμε όλοι υπέροχα.»

Έπειτα, ο Ανδρόνικος αντάλλαξε μια χειραψία με τον Βαλέριο, έναν ψηλό, μελαχρινό άντρα με δέρμα λευκό όπως του Βασιληά. Κι αυτόν ο Ανδρόνικος τον ήξερε από παλιά, και εκτός από τη χειραψία αντάλλαξαν και μερικές φιλικές κουβέντες.

Τελευταία χαιρέτησε τη Χοροεσπερίδα, μια γυναίκα μετρίου αναστήματος με καστανά μαλλιά δεμένα κότσο και πιασμένα μ’ένα στεφάνι. Φορούσε μακρύ, γαλανό φόρεμα και ένα μεγάλο χρυσό περιδέραιο. Το δέρμα της ήταν λευκό όπως και της υπόλοιπης οικογένειάς της. Χαμογελούσε καθώς μιλούσε στον Ανδρόνικο, αλλά εκείνος μπορούσε να δει ότι υπήρχε μια βαθιά θλίψη στην έκφρασή της και στα μάτια της. Δεν είχε ξεπεράσει τον χαμό του συζύγου της.

Μέχρι το μεσημέρι, η οικογένεια του Δούκα της Φλάνια έκανε ελαφριά κουβέντα με τον Βασιληά, αφού κάθισαν όλοι τους σε καναπέδες και πολυθρόνες και οι υπηρέτες τούς έφεραν ποτά και ορεκτικά. Ρώτησαν τον Ανδρόνικο για την Επανάσταση και για το Βόρειο Μέτωπο, κι εκείνος τούς έδωσε κάποιες απαντήσεις που γνώριζε ότι ήταν αναμενόμενες. Επίσης, θέλησαν να μάθουν τι γινόταν με τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στην Ταλκασία. Θα διχοτομούσε την Απολλώνια, όπως λεγόταν; Υπήρχε τόσο μεγάλος κίνδυνος; Ο Ανδρόνικος αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι, όντως, υπήρχε. «Θα βρούμε, όμως, λύση,» τους διαβεβαίωσε. «Έχω βάλει ανθρώπους μου να το ερευνήσουν. Κι επιπλέον, το ψάχνει το θέμα κι ο Δαίδαλος. Τον γνωρίζετε;»

«Ο μάγος που λένε ότι κατοικεί στη Μακρόπολη;» έκανε ο Βαλέριος.

«Αυτός.»

«Νόμιζα ότι ήταν αστικός μύθος.»

«Δεν είναι αστικός μύθος. Τον έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια. Και ίσως να είναι ο πιο παράξενος άνθρωπος που έχω αντικρίσει ποτέ. Εκείνος με βοήθησε να δημιουργήσω τον στρόβιλο, αλλά έγινε κάποιο λάθος κατά τη δημιουργία του – για το οποίο δεν έφταιγε ο Δαίδαλος – και τα αποτελέσματα είναι όπως τα ξέρετε. Τέλος πάντων· αν κάποιος άνθρωπος μπορεί να διαλύσει τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, αυτός είναι ο Δαίδαλος.»

«Τον εμπιστεύεσαι δηλαδή,» είπε ο Δούκας Ιεροκράτης.

«Ναι, Δούκα μου.»

Το μεσημεριανό τραπέζι ήταν γεμάτο φαγητά και ποτά, τόσα πολλά και τόσο καλοφτιαγμένα που, σίγουρα, ανταγωνίζονταν αυτά στο τραπέζι των Πολύοπλων. Ο Ανδρόνικος είπε, γι’ακόμα μια φορά, στους οικοδεσπότες του ότι ήταν το καλύτερο γεύμα που είχε φάει στη ζωή του.

«Ο Βασιληάς μας ψεύδεται ασυστόλως!» είπε ο Δούκας Ιεροκράτης γελώντας.

«Ιεροκράτη!» έκανε η Μεσσαλίνα λοξοκοιτάζοντάς τον. «Μην είσαι αγενής με τον Μεγαλειότατο.»

Ο Ανδρόνικος είπε, καλοπροαίρετα: «Δεν το θεωρώ αγένεια, Δούκισσά μου. Για όνομα του Απόλλωνα!»

«Ο Βασιληάς είναι πολύ καλός μαζί μας,» είπε η Μεσσαλίνα. «Ίσως περισσότερο απ’ό,τι οφείλει.»

Η Χοροεσπερίδα δεν μιλούσε πολύ, παρατήρησε ο Ανδρόνικος, κατά τη διάρκεια του γεύματος αλλά και πριν, όταν συζητούσαν για τα διάφορα θέματα του Βασιλείου και της Επανάστασης. Σίγουρα ήθελε να τον παντρευτεί; ή το έκανε επειδή την έσπρωχναν οι δικοί της; Θα δείξει…

Μετά το μεσημεριανό, ο Ανδρόνικος και η Χοροεσπερίδα βάδισαν στον μεγάλο κήπο, μόνοι τους, διασχίζοντας μονοπάτια όπου δεξιά κι αριστερά ορθώνονταν καταπράσινοι τοίχοι από άνθη, και περνώντας κάτω από τοξωτές καμάρες που επίσης από άνθη σχηματίζονταν. Μεθυστικές μυρωδιές ήταν απλωμένες παντού, παρότι χειμώνας. Θα νόμιζε κανείς ότι ήταν άνοιξη σε τούτο τον κήπο, αν δεν έκανε τόσο κρύο. Ο Ανδρόνικος υποπτευόταν ότι η Δούκισσα Μεσσαλίνα χρησιμοποιούσε κάποια ειδική μέθοδο για να έχει τα φυτά της τόσο… εύρωστα ακόμα και μια τέτοια εποχή.

Για να σπάσει τη σιωπή ανάμεσά τους, ο Ανδρόνικος ρώτησε τη Χοροεσπερίδα γι’αυτό. Ποιο ήταν το μυστικό της μητέρας της;

Εκείνη χαμογέλασε. «Της μητέρας μου; Η μητέρα μου δεν έχει κανένα μυστικό. Εγώ τον περιποιούμαι τον κήπο.»

«Αλήθεια;»

«Όχι μόνη μου, βέβαια. Έχω κηπουρούς. Με φαντάζεσαι να προσπαθώ να φέρω βόλτα ολόκληρο αυτό το μέρος μόνη μου;» είπε γελώντας.

Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Ποιο είναι το μυστικό σου, λοιπόν;»

«Ο βασικός κηπουρός μου είναι από τη Φεηνάρκια. Το μυστικό είναι δικό του. Δεν ξέρω τι ακριβώς κάνει. Είναι, όμως, πολύ καλός, δεν είναι;»

«Πράγματι,» συμφώνησε ο Ανδρόνικος.

Η Χοροεσπερίδα έκοψε ένα μοβ άνθος και του το πρόσφερε. «Κορμοχαρής.»

Ο Ανδρόνικος το πήρε και το μύρισε. Η οσμή του του θύμιζε παλιό, γλυκό κρασί. «Κορμοχαρής;»

«Το λένε έτσι επειδή φυτρώνει κοντά σε κορμούς δέντρων.»

Ήρεμα, συνέχισαν τον περίπατό τους· και η Χοροεσπερίδα έμοιαζε τώρα να νιώθει πιο άνετα μαζί του. Μίλησαν για διάφορα μικροπράγματα. Και μετά, τον ρώτησε τι έψαχνε σε μια βασίλισσα.

«Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω ακριβώς,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Όταν τη δω, όμως, θα το καταλάβω. Θα σκεφτώ ‘Αυτή είναι η Βασίλισσά μου’, και αυτή θα είναι η Βασίλισσά μου.»

Η Χοροεσπερίδα χαμογέλασε αχνά. «Είσαι ρομαντικός, Βασιληά μου.»

«Μ’έχουν ξαναβρίσει μ’αυτό τον τρόπο.»

Η Χοροεσπερίδα γέλασε. «Δεν το είπα για κακό!» διευκρίνισε.

«Το ξέρω. Αστειευόμουν. Και, βασικά, κυρίως για ιδεαλιστή με κατηγορούν. Αλλά δεν έχω ποτέ επιχειρήσει να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Δηλώνω ένοχος.»

«Αν δεν ήσουν ιδεαλιστής, δε θα ήταν τώρα η Απολλώνια ελεύθερη από τον ζυγό της Παντοκράτειρας.»

«Αυτό είναι επίσης κάτι που έχω ξανακούσει.»

Η Χοροεσπερίδα καθάρισε το λαιμό της καθώς κάθονταν σ’έναν πέτρινο πάγκο, πλάι σε μια μικρή λίμνη γεμάτη νούφαρα. «Πρέπει να σου πω ότι έχω ένα παιδί από τον προηγούμενό μου γάμο… αν δεν το ξέρεις ήδη, βέβαια· που μάλλον θα το ξέρεις.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Το ξέρω.»

«Σου υπόσχομαι να μην προκληθούν προβλήματα διαδοχής με τον Αρίσταρχο. Τα δικά σου παιδιά θα είναι διάδοχοι του Κυανού Θρόνου, ασφαλώς.»

«Μπορεί να είναι κι ο Αρίσταρχος, αν το επιλέξω,» είπε ο Ανδρόνικος.

Η Χοροεσπερίδα κοίταξε τα χέρια της, και έφτιαξε ένα δαχτυλίδι το οποίο, στην πραγματικότητα, δεν χρειαζόταν φτιάξιμο. «Το λέω απλώς για να μην ανησυχείς ότι θα γίνουν φασαρίες κάποια στιγμή στο μέλλον, σε περίπτωση που θελήσεις να παντρευτούμε.»

«Το καταλαβαίνω,» είπε ο Ανδρόνικος αγγίζοντας το χέρι της. «Μη σε νοιάζει γι’αυτό.»

«Εντάξει,» αποκρίθηκε η Χοροεσπερίδα υψώνοντας το βλέμμα της για να τον κοιτάξει στα μάτια.

Ο Ανδρόνικος εξακολουθούσε να μπορεί να δει αυτή τη βαθιά θλίψη στο πρόσωπό της. Ο πόλεμος άφηνε μόνιμα τραύματα· το ήξερε.

Μετά από λίγο συνέχισαν τον περίπατό τους στον κήπο, και τελικά επέστρεψαν στο εσωτερικό του παλατιού όταν άρχισε να βρέχει. Η Χοροεσπερίδα τον πήγε στα δωμάτιά της και του έδωσε μια πετσέτα για να σκουπιστεί, γιατί είχαν κι οι δυο τους βραχεί μέχρι να μπουν στο παλάτι.

«Θες να ειδοποιήσω να σου φέρουν ρούχα;» τον ρώτησε.

«Δε χρειάζεται,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δεν είμαι τόσο πολύ βρεγμένος.» Έβγαλε τον πορφυρό του μανδύα και τον κρέμασε στην κρεμάστρα.

Η Χοροεσπερίδα, ωστόσο, πήγε ν’αλλάξει, και επέστρεψε φορώντας διαφορετικό φόρεμα. Γέμισε δύο ποτήρια με κρασί και κάθισαν κοντά στο τζάκι, πίνοντας και συζητώντας νωχελικά. Τον ρώτησε τι είχε συμβεί τελευταία στην Αρβήντλια· είχε ακούσει πως ο Ανδρόνικος είχε ταξιδέψει εκεί και είχε ελευθερώσει ένα ολόκληρο βασίλειο από την επιρροή της Παντοκράτειρας.

«Δεν είναι βασίλειο ακριβώς ο Θρόνος της Ελρείσβα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Τουλάχιστον, στην Αρβήντλια δεν το ονομάζουν έτσι, αν και ουσιαστικά μοιάζει μ’αυτό που εμείς θα λέγαμε βασίλειο.» Και της μίλησε για κάποιες από τις περιπέτειές του στην Αρβήντλια.

Με την κουβέντα, ο ουρανός σκοτείνιασε και το βράδυ ήρθε. Η Χοροεσπερίδα είχε ήδη ένα υπνοδωμάτιο έτοιμο για τον Ανδρόνικο, για να κοιμηθεί εκείνος εκεί αν ήθελε· και δεν τον πλησίασε με τόσο ερωτικό τρόπο όπως τον είχε πλησιάσει η Αντίκλεια. Σε κάποια στιγμή τον φίλησε απαλά στο μάγουλο, και σε μια άλλη στιγμή τον φίλησε, επίσης απαλά, στο στόμα· αλλά δεν έκανε τίποτα περισσότερο· και δεν φαινόταν πρόθυμη να κάνει αν ο Ανδρόνικος δεν το ξεκινούσε. Αναμφίβολα, είχε στο μυαλό της τον σύζυγό της, όπως ο Ανδρόνικος είχε στο μυαλό του την Ιωάννα.

Προτού πέσουν να κοιμηθούν σε ξεχωριστά δωμάτια, τον ρώτησε ευθέως αν το σκεφτόταν να την κάνει Βασίλισσά του.

«Ειλικρινά δεν ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Δεν έχεις, λοιπόν, ακόμα σκεφτεί ‘Αυτή είναι η Βασίλισσά μου’;» είπε η Χοροεσπερίδα.

«Είναι πολύ νωρίς για ν’αποφασίσω. Αλλά είμαι βέβαιος ότι θα ήσουν υπέροχη Βασίλισσα της Απολλώνιας.» Και δεν της το έλεγε μόνο ως φιλοφρόνηση· η Χοροεσπερίδα είχε κατιτί το βασιλικό επάνω της. Ίσως να ήταν ο τρόπος που μιλούσε, ή ο τρόπος που βάδιζε, ευθυτενής, περήφανη.

Η Χοροεσπερίδα τον φίλησε στην άκρη του στόματος, και για πρώτη φορά τα χέρια της άγγιξαν τις πτυχές του πουκαμίσου του. Το βλέμμα της – το βλέμμα μιας πεπειραμένης γυναίκας, όχι ενός κοριτσιού – έλεγε ότι, αν ο Ανδρόνικος την ήθελε γι’απόψε, εκείνη ήταν δική του. Αλλά δεν έκανε τίποτα περισσότερο για να τον προσελκύσει. Στράφηκε και πήγε προς το δωμάτιό της, λέγοντάς του καληνύχτα.

*

Το πρωί, ο Βασιληάς της Απολλώνιας πέταξε πάλι προς την Απαστράπτουσα, ενώ αναρωτιόταν αν οι κατάσκοποί του θα είχαν εντοπίσει την Ιωάννα.

H’
ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΠΟΛΗ

Αφού η Ιωάννα, ο Οδυσσέας, και ο Θελλέδης έλεγξαν τα πτώματα, βγήκαν από το φορτηγό, έβγαλαν τις μάσκες και τα γάντια τους, και πήγαν να συναντήσουν τον Ανδροκλή’μορ, τον Προαιρέσιο, και τη Σαρφάλλη μέσα στη σπηλιά. Τους εξήγησαν τι είχαν ανακαλύψει, και όλοι μαζί έκαναν υποθέσεις σχετικά με την προδοσία μέχρι που έπεσε για τα καλά η νύχτα και ο άνεμος είχε δυναμώσει, σφυρίζοντας λυσσασμένα πάνω και γύρω από τα βουνά και φέρνοντας, κάπου-κάπου, χιόνι από τις πλαγιές.

Οι επαναστάτες δεν μπορούσαν να αποφασίσουν τι ακριβώς είχε συμβεί στην πραγματικότητα, υπέθεταν όμως ότι, κατά πάσα πιθανότητα, το πρώτο σενάριο που είχε σκεφτεί η Ιωάννα πρέπει να ήταν και το σωστό. Ο ένας από τους δύο χειριστές στο κέντρο ελέγχου – ο άντρας – είχε πυροβολήσει τον άλλο χειριστή – τη γυναίκα – αλλά δεν την είχε σκοτώσει με την πρώτη βολή, έτσι εκείνη είχε καταφέρει να τον πυροβολήσει καθώς πέθαινε και να φανεί τυχερή πετυχαίνοντάς τον στο κεφάλι.

«Ποιος ήταν, όμως, αυτός ο άνθρωπος;» απόρησε ο Προαιρέσιος. «Ήταν δικός μας, επαναστάτης, και πήγε με την Παντοκράτειρα; Γιατί;»

Ο Οδυσσέας έμοιαζε σκεπτικός. Πατώντας μερικά πλήκτρα στην κονσόλα επάνω στο τραπέζι, έβαλε το μηχανικό σύστημα να ψάξει για πληροφορίες και, σύντομα, στην οθόνη παρουσιάστηκαν γράμματα και η εικόνα ενός αντρικού προσώπου. «Αυτός πρέπει να ήταν,» είπε ο Οδυσσέας. «Ο ένας από τους δύο χειριστές του κέντρου ελέγχου της Τοποθεσίας Δέλτα. Ταχύνοος Πράσινος. Καταγωγή από την Απολλώνια. Στρατιώτης, και μηχανικός συστημάτων ανίχνευσης και εντοπισμού.»

«Παλιότερα, είχε κάνει καμια ύποπτη κίνηση;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Δεν υπάρχει τίποτα σημειωμένο εδώ,» απάντησε ο Οδυσσέας. «Και δε νομίζω. Σίγουρα θα είχε φτάσει στ’αφτιά μου.»

«Για τη γυναίκα τι πληροφορίες έχουμε;»

Ο Οδυσσέας πάτησε μερικά πλήκτρα καθώς έλεγε: «Τη θυμάμαι αυτή· δεν ήταν από εδώ, από την Απολλώνια.» Στην οθόνη παρουσιάστηκε η εικόνα του προσώπου της. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο σαν κόκαλο, τα μαλλιά της ξανθά και κοντά, τα μάτια της χρυσαφιά. «Το όνομά της ήταν Σμαβάρια. Καταγόταν από τη Σεργήλη. Ήταν κατάσκοπός μας εκεί για κάποιο καιρό, παίρνοντας πληροφορίες μέσω ανιχνευτικών συστημάτων ή από ανιχνευτικά συστήματα – δηλαδή έσπαγε την κωδικοποίηση των Παντοκρατορικών. Ήταν καλή. Και δυστυχώς, τώρα τη χάσαμε.»

«Υπήρχε ερωτική σχέση ανάμεσα σ’αυτούς τους δύο;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Απ’όσο ξέρω, όχι.»

«Κάποιος,» είπε ο Θελλέδης, «πλήρωσε τον Ταχύνοο να μας προδώσει.»

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» μούγκρισε ο Προαιρέσιος. «Υποτίθεται ότι δεν πρέπει νάναι τόσο εύκολο να πληρώσεις έναν επαναστάτη για να προδώσει. Κι επιπλέον, πού τον βρήκαν για να τον πληρώσουν;»

Η Ιωάννα έδειξε τον Προαιρέσιο με τον αντίχειρά της. «Καλή ερώτηση αυτή. Πού τον βρήκαν; Πώς να ξέρουν οι Παντοκρατορικοί πού να τον βρουν; Μοιάζει απίθανο.»

«Και, κανονικά, έπρεπε να είναι απίθανο,» τόνισε ο Προαιρέσιος.

«Επομένως,» είπε η Ιωάννα, «ήξεραν κάποιον που ήξερε τον Ταχύνοο. Τι γνωρίζουμε για τους γνωστούς, τους φίλους, και την οικογένεια του Ταχύνοου, Οδυσσέα;»

Ο Πρόμαχος επανέφερε τα δεδομένα του Πράσινου στην οθόνη του συστήματός τους. «Η καταγωγή του είναι από τη Μάραθο, όπως λέει.»

Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε. «Μάραθος; Πού είναι αυτό;»

«Δε θυμάμαι,» είπε ο Οδυσσέας, και κοίταξε τον Προαιρέσιο και τον Ανδροκλή.

«Νομίζω,» είπε ο μάγος, «ότι είναι κάπου νότια των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος.»

Ο Οδυσσέας έψαξε το όνομα Μάραθος στον χάρτη του συστήματός τους και, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, η οθόνη έδειξε, όντως, ένα σημείο νότια των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος και βόρεια της Άπατης Θάλασσας.

«Σαν τοποθεσία δε μας λέει τίποτα…» μουρμούρισε ο Οδυσσέας.

«Ο Αργυροθώρης από πού είναι;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Από τη Σερίβια. Υποπτεύεσαι ότι ίσως να συνεργάζονταν οι δυο τους;»

«Τίποτα δεν αποκλείεται. Αλλά ήθελα πρώτα να δω αν είναι από την ίδια περιοχή – που, όπως φαίνεται, δεν είναι.»

«Η Μάραθος,» είπε ο Προαιρέσιος, «είναι στα βορειοανατολικά της Σερίβια, όμως.»

«Μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα απόσταση,» τόνισε ξερά ο Οδυσσέας.

«Γι’αυτό έχουμε οχήματα κι αεροσκάφη, αρχηγέ.»

«Δε μπορούμε να θεωρήσουμε πιθανό ότι συνεργάστηκαν αν δε συγκεντρώσουμε κι άλλα στοιχεία.»

Η Ιωάννα ρώτησε: «Η οικογένεια του Ταχύνοου;»

«Η μητέρα του είναι έμπορος. Εμπορεύεται – για μάντεψε – μάραθο.» Ο Οδυσσέας διάβαζε πάλι τις πληροφορίες από την οθόνη. «Ο πατέρας του είναι αγρότης. Έχει τρία αδέλφια. Ή, μάλλον, είχε τρία αδέλφια. Μια αδελφή του σκοτώθηκε στο Βόρειο Μέτωπο. Για την άλλη δεν υπάρχουν πληροφορίες. Και ο αδελφός του εδώ λέει πως εργάζεται στη Βανκάρη, σε εστιατόριο.»

«Γυναίκα δεν είχε ο Ταχύνοος;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Δεν ήταν παντρεμένος.»

«Κάποια σχέση;»

«Δεν ξέρω.»

«Νομίζω,» είπε ο Προαιρέσιος, «πως πρέπει να επισκεφτούμε δύο μέρη: τη Σερίβια – για να δούμε τι κάνει ο ‘άρρωστος’ φίλος μας ο Αργυροθώρης – και τη Μάραθο – για να συγκεντρώσουμε κι άλλες πληροφορίες για τον Ταχύνοο. Τι λες, αρχηγέ;» ρώτησε τον Οδυσσέα.

Εκείνος ένευσε. «Συμφωνώ.» Και κοίταξε την Ιωάννα.

Κι η Μαύρη Δράκαινα ένευσε. «Ναι,» είπε.

*

Η σπηλιά είχε αρκετό χώρο για να ξαπλώσει ο καθένας στη γωνιά του, τρυπωμένος στον υπνόσακό του. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με μουσαμά και γούνες στο μεγαλύτερό του μέρος, ώστε να μην περνά η υγρασία και το κρύο.

Ο Οδυσσέας έβγαλε έναν υπνόσακο για την Ιωάννα και τον άφησε σε μια άκρη. «Θα είσαι εντάξει εδώ;» τη ρώτησε.

«Ναι,» απάντησε εκείνη. «Έχω κοιμηθεί και σε χειρότερα μέρη, όπως ξέρεις.»

«Το ξέρω,» μειδίασε ο Οδυσσέας. Και μετά τη ρώτησε: «Αλήθεια, τι έκανες στη Σερίβια;»

«Τι εννοείς;»

«Είπες ότι ο Αυγουστύλος σού είπε για την καταστροφή εδώ. Αλλά δε μου είπες γιατί είχες πάει να βρεις τον Αυγουστύλο. Σ’έστειλε ο Πρίγκιπας εκεί για κάποια δουλειά; Υπάρχουν προβλήματα;»

Η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. «Τότε;»

«Ταξίδευα, Οδυσσέα. Αυτό είν’όλα· τίποτα πιο ύποπτο.»

«Ταξίδευες; Χωρίς λόγο;» μόρφασε ο Οδυσσέας. «Δεν το συνηθίζεις αυτό, Ιωάννα…»

«Δηλαδή, τι νομίζεις τώρα, ότι σου λέω ψέματα;» έκανε απότομα εκείνη.

«Δεν είπα αυτό. Με συγχωρείς αν…»

«Απλώς ήθελα να ταξιδέψω λίγο μόνη μου. Και τώρα θέλω να κοιμηθώ. Καληνύχτα, Οδυσσέα.»

«Εντάξει,» είπε εκείνος. «Καληνύχτα.» Κι απομακρύνθηκε από τη γωνιά που της είχε παραχωρήσει μέσα στη σπηλιά.

Η Ιωάννα αναστέναξε καθώς καθόταν πάνω στον υπνόσακό της κι άναβε ένα τσιγάρο. Ο Οδυσσέας δεν έφταιγε σε τίποτα, ανόητη σκύλα, σκέφτηκε. Δεν ξέρει τι έχεις στο μυαλό σου, και φυσικό είναι να υποπτεύεται τα πάντα – επαναστάτης είναι.

Τελείωσε το τσιγάρο της και το έσβησε πάνω στον τοίχο. Δεν έπρεπε να του είχα μιλήσει έτσι.

Σηκώθηκε και, βαδίζοντας μέσα στο μισοσκόταδο της ήσυχης σπηλιάς (μονάχα μερικά ροχαλητά ακούγονταν), πλησίασε τη μεριά όπου κοιμόταν ο Πρόμαχος.

«Οδυσσέα,» είπε χαμηλόφωνα, «κοιμάσαι;»

Τα μάτια του άνοιξαν, γυαλίζοντας σαν γάτου μέσα στο σκοτάδι.

Η Ιωάννα κάθισε πλάι του. «Με συγχωρείς. Δεν έπρεπε να σου είχα μιλήσει έτσι.»

Ο Οδυσσέας ανασηκώθηκε μέσα στον υπνόσακό του. «Δεν πειράζει, Ιωάννα. Κάτι πρέπει να σ’απασχολεί…»

Εκείνη έσμιξε τα χείλη. Απέφυγε το βλέμμα του, κοιτάζοντας απ’την άλλη, τις πυκνές σκιές της σπηλιάς. «Ναι…» παραδέχτηκε.

«Θες να μου πεις;»

«Δε μπορείς να κάνεις τίποτα, ούτως ή άλλως.»

«Ποτέ δεν ξέρεις.»

Η Ιωάννα στράφηκε να τον κοιτάξει. «Δεν πιστεύεις ότι ο Βασιληάς της Απολλώνιας πρέπει να βρει μια βασίλισσα;»

Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. «Μάλιστα… Τώρα καταλαβαίνω.»

«Το ξέρεις κι εσύ;»

«Η Βασίλισσα Γλυκάνθη το ανέφερε τις προάλλες, όταν είχα πάει στο παλάτι της Απαστράπτουσας. Έλεγε ότι ο Ανδρόνικος πρέπει να βρει μια σύζυγο. Ήρθε και σου μίλησε;»

«Σ’εμένα; Όχι. Στον Ανδρόνικο μίλησε.»

«Και τι του είπε;»

«Αυτό που θα περίμενες να του πει. Και έχει δίκιο, Οδυσσέα. Ο Ανδρόνικος πρέπει να βρει μια βασίλισσα. Είναι το λογικό. Πρέπει να κάνει διαδόχους, τώρα που είναι Βασιληάς της Απολλώνιας. Εγώ δεν μπορώ να του δώσω διαδόχους, και ούτως ή άλλως δε θα μπορούσε να με παντρευτεί, όχι όταν τόσοι αριστοκράτες είναι πρόθυμοι να του προσφέρουν τις κόρες τους. Το ήξερα εξαρχής, Οδυσσέα. Το ήξερα. Κανονικά δε θάπρεπε να με προβληματίζει. Φέρομαι ανόητα.»

«Ανθρώπινο είναι να σ’ενοχλεί. Το ξέρω πως τον αγαπάς.» Και τη ρώτησε: «Του έχεις στείλει κάποιο μήνυμα ότι βρίσκεσαι εδώ;»

Η Ιωάννα κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

«Δηλαδή, δεν έχει ιδέα πού είσαι;»

Η Ιωάννα ένευσε.

«Είσαι σοβαρή;» είπε ο Οδυσσέας. «Κι εκείνος σ’αγάπα, ξέρεις.»

«Το ξέρω, Οδυσσέα.»

«Θ’ανησυχεί.»

«Του άφησα ένα σημείωμα, φεύγοντας. Του είπα ότι ήθελα να πάρω λίγο αέρα.»

«Να πάρεις λίγο αέρα;»

«Ναι.»

«Και λείπεις μέρες από την Απαστράπτουσα, σωστά;»

Η Ιωάννα ένευσε.

«Χρειάζεσαι πολύ αέρα, λοιπόν,» συμπέρανε ο Οδυσσέας.

Η Ιωάννα μειδίασε. «Έχεις δίκιο,» είπε μετά. «Έπρεπε, ίσως, να του είχα στείλει κάποιο μήνυμα. Θα το διορθώσω, τώρα που θα πάμε προς τα νότια.»

«Ναι, αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις.»

Η Ιωάννα έμεινε σιωπηλή για κάποιες στιγμές. Άναψε ένα τσιγάρο. «Απλά δεν ήθελα να δω όλη αυτή τη… διαδικασία, Οδυσσέα. Δε χρειάζεται να τη δω. Θα βρει κάποια σωστή γυναίκα για Βασίλισσά του – είμαι σίγουρη πως θα βρει μια σωστή γυναίκα – και μετά… αυτό ήταν. Τελείωσε. Δεν έχω εγώ καμία σχέση μ’αυτό… Δε μπορώ να έχω. Και τι να του έλεγα, Οδυσσέα; Μην παντρευτείς; Μην πάρεις κάποια γυναίκα για Βασίλισσά σου; Μείνε έτσι, μαζί μου, ενώ είσαι Βασιληάς της Απολλώνιας; Ή, μήπως, θα έπρεπε να του προτείνω να κοιμάται με τη Βασίλισσά του και μαζί μου συγχρόνως;» Σκούπισε την άκρη του αριστερού της ματιού με την ανάστροφη του χεριού της. Να πάρει! Όχι πάλι τα ίδια! Τόσο πολύ νερό είχε μέσα της, που γλιστρούσε απ’τα μάτια της;

Πήρε μια δυνατή τζούρα απ’το τσιγάρο της, φύσηξε τον καπνό προς την οροφή της σπηλιάς. Στράφηκε να κοιτάξει τον Οδυσσέα. «Δε λες τίποτα, ε; Φοβήθηκα ότι είχες κοιμηθεί.»

«Δεν ξέρω τι να πω, Ιωάννα.»

«Σε ζαλίζω βραδιάτικα. Καλύτερα να πηγαίνω, έτσι κι αλλιώς.» Έκανε να σηκωθεί.

Αλλά ο Οδυσσέας έπιασε τον καρπό της. «Όχι. Μείνε αν θέλεις. Δε με ζαλίζεις. Μίλησέ μου αν θέλεις.»

Η Ιωάννα χαμογέλασε βεβιασμένα. Έσβησε το μισοτελειωμένο τσιγάρο της στον τοίχο. «Τι άλλο να σου πω; Απλά θα γίνει, στο τέλος, αυτό που είναι να γίνει. Ακόμα κι αν μπορούσα να το αποτρέψω, δε θα ήθελα. Εσύ θα με άφηνες να το αποτρέψω, Οδυσσέα; Να αποτρέψω τον Βασιληά της Απολλώνιας απ’το να παντρευτεί;»

«Η αλήθεια είναι πως, παρότι το ξέρω ότι και εσύ και ο Ανδρόνικος θα στενοχωρηθείτε, ο Βασιληάς της Απολλώνιας πρέπει να αποκτήσει τη Βασίλισσά του.»

Η Ιωάννα προσπάθησε να καταπιεί έναν κόμπο που αισθανόταν στο λαιμό της. «Βλέπεις;» Σηκώθηκε όρθια. «Τέλος πάντων. Άστο. Πάω για ύπνο,» είπε, και έφυγε.

Ο Οδυσσέας, αυτή τη φορά, ούτε είπε ούτε έκανε τίποτα για να την εμποδίσει.

*

Οι επαναστάτες είχαν φέρει δύο οχήματα: το φορτηγό μέσα στο οποίο τώρα βρίσκονταν οι νεκροί, και ένα τετράκυκλο με μεγάλους οδοντωτούς τροχούς ειδικούς για άτσαλες και χιονισμένες περιοχές.

«Μ’αυτό το πράγμα ήρθες εσύ εδώ πάνω;» είπε ο Προαιρέσιος στην Ιωάννα κοιτάζοντας το δίκυκλό της.

«Ναι.»

«Τυχερή είσαι που δε σκοτώθηκες…»

Φόρτωσαν το δίκυκλο στο φορτηγό, και οι ίδιοι μπήκαν στο τετράκυκλο όχημα. Το φορτηγό θα οδηγούσε ένας από τους Απολλώνιους πολεμιστές, με συνοδηγό έναν συμπολεμιστή του, για να το κατεβάσουν από την Τοποθεσία Δέλτα και να το πάνε στη Σερίβια.

Η Ιωάννα κι οι σύντροφοί της είχαν, για αρχή, την ίδια γενική κατεύθυνση. Ο Οδυσσέας κάθισε στο τιμόνι και ξεκίνησαν. Το όχημά τους ήταν σαφώς πιο γρήγορο από το φορτηγό, έτσι έφυγαν πρώτοι.

Μετά από περίπου τρεις ώρες, είχαν βγει από το μονοπάτι που οδηγούσε στην Τοποθεσία Δέλτα και βρίσκονταν στη δημοσιά που περνούσε δυτικά των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος. Ο Οδυσσέας σταμάτησε το όχημα όταν πέρασε μια ώρα ακόμα, και κάθισαν να φάνε κάτι για μεσημέρι. Δεν άργησαν, όμως, να ξεκινήσουν πάλι, και τώρα στο τιμόνι ήταν η Ιωάννα. Οδήγησε για τέσσερις ώρες, μέχρι που το απόγευμα ήρθε και ο ήλιος άρχισε να βυθίζεται στη δύση. Τότε, αφού άλλαξαν ενεργειακή φιάλη, ο Θελλέδης πήρε τη θέση της και το ταξίδι τους συνεχίστηκε προς τα νότια για μερικά χιλιόμετρα, ώσπου έφτασαν σ’ένα σημείο που υπήρχε δρόμος και προς τα ανατολικά. Εκεί έστριψαν, για να βρεθούν τώρα στη δημοσιά που περνούσε νότια των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος.

Ο Θελλέδης είχε ενεργοποιημένο τον χάρτη τους στη μικρή οθόνη του οχήματος, για να βλέπει πού ήταν η Μάραθος και πού το όχημά τους.

«Υπάρχει δρόμος που να πηγαίνει σ’αυτή την πόλη, Οδυσσέα;» ρώτησε. «Γιατί η δημοσιά δε φαίνεται να στρίβει προς τα εκεί.»

«Θα το ανακαλύψουμε όταν πλησιάσουμε.»

«Κανονικά,» είπε ο Προαιρέσιος, «έπρεπε πρώτα να πάμε να επισκεφτούμε τον ‘άρρωστο’ φίλο μας τον Αργυροθώρη, στη Σερίβια. Ήταν πιο κοντά.»

«Μη βιάζεσαι,» του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Αν είναι όντως άρρωστος δε θα φύγει. Κι αν είναι προδότης, άστον να νομίζει ότι δεν τον έχουμε ακόμα υποψιαστεί. Δε χρειάζεται να τον προειδοποιήσουμε από τώρα.»

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν η βάρδια του Θελλέδη στο τιμόνι τελείωσε· και δεν είχαν ακόμα φτάσει στον προορισμό τους, αν και ο χάρτης έδειχνε ότι βρίσκονταν κοντά.

«Δε χρειάζεται να συνεχίσουμε μες στο σκοτάδι,» είπε ο Ανδροκλής’μορ. «Ίσως να χάσουμε το δρόμο που πηγαίνει προς τη Μάραθο.»

«Έχεις δίκιο,» συμφώνησε ο Οδυσσέας. «Θα κοιμηθούμε εδώ, και το πρωί συνεχίζουμε. Θελλέδη, βγάλε το όχημα στο πλάι του δρόμου.»

Ο Θελλέδης υπάκουσε.

Και φύλαξαν σκοπιές ώς το πρωί, για παν ενδεχόμενο. Όχι, βέβαια, πως υπήρχε κίνδυνος σε τούτα τα μέρη. Δεν βρίσκονταν πια στο Βόρειο Μέτωπο.

Την πρώτη βάρδια την έκανε η Σαρφάλλη, την επόμενη ο Προαιρέσιος, και την τελευταία η Ιωάννα.

Το πρωί, οδήγησε πάλι ο Οδυσσέας, και σύντομα βρήκαν έναν δρόμο που έβγαινε από τη δημοσιά και πήγαινε νότια, προς τη Μάραθο. Περνώντας δίπλα από αγρούς και βοσκότοπους, έφτασαν τελικά, σε λιγότερο από δύο ώρες, σε μια μικρή πόλη που δεν μπορεί παρά να ήταν ο προορισμός τους.

Ο Οδυσσέας, ανοίγοντας το τζάμι πλάι του, φώναξε σ’έναν αγροφύλακα: «Φίλε! Αυτή εδώ είναι η Μάραθος;»

«Ναι,» απάντησε ο άντρας με το τουφέκι στον ώμο. «Αυτή είναι.» Και τους πλησίασε. «Μπορώ να βοηθήσω;»

«Τους Πράσινους τούς έχεις ακουστά;»

«Τους εμπόρους, ε; Αμέ, πώς δεν τους έχω;»

«Πού μένουν;»

Ο αγροφύλακας έδειξε. «Τον ανεμόμυλο κει δα πέρα τον βλέπεις; Υπάρχουν κάτι σπίτια από κάτω, έτσι; Από την αριστερή μεριά, το πέμπτο στη σειρά είναι. Αυτό με τον όροφο.»

«Μάλιστα,» είπε ο Οδυσσέας. «Σ’ευχαριστούμε.»

«Τίποτα. Ο Απόλλωνας να σας έχει καλά, Άρχοντά μου.» Πρέπει να νόμιζε ότι ο Πρόμαχος ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο, κρίνοντας από το όχημά τους.

Ο Οδυσσέας οδήγησε προς τα εκεί όπου τους είπε ο αγροφύλακας. Σταμάτησε σ’ένα σημείο που ήταν βολικό, και εκείνος, η Ιωάννα, κι ο Προαιρέσιος βγήκαν πηγαίνοντας στην οικία των Πράσινων· οι υπόλοιποι έμειναν με το όχημα.

Το πλακόστρωτο της πόλης ήταν παραδοσιακά φτιαγμένο, όπως επίσης παραδοσιακό ήταν και το ντύσιμο των κατοίκων της. Η εμφάνιση των επαναστατών φώναζε ότι ήταν ξενόφερτοι σε τούτο το μέρος. Οι ντόπιοι, όμως, δεν αποδείχτηκαν εχθρικοί· κάθε άλλο: ορισμένοι τούς πλησίασαν για να τους ρωτήσουν τι ήθελαν στα μέρη τους και πώς μπορούσαν να τους εξυπηρετήσουν. Ο Οδυσσέας αποκρίθηκε ότι ήθελαν απλά να δουν τους Πράσινους, και πήγαν στο σπίτι που τους είχε πει ο αγροφύλακας. Μια κοπέλα τούς υποδέχτηκε η οποία, όπως αποδείχτηκε, ήταν η αδελφή του Ταχύνοου. Ο πατέρας και η μητέρα του ήταν επίσης εδώ, και ο Οδυσσέας περίμενε να συγκεντρωθούν όλοι προτού τους μιλήσει για τον θάνατο του γιου τους. Δεν τους είπε τι ακριβώς είχε συμβεί· τους είπε ότι είχε σκοτωθεί στο Βόρειο Μέτωπο ενώ μαχόταν εναντίον των Παντοκρατορικών.

Η μητέρα του ήταν απαρηγόρητη. Αυτό ήταν το δεύτερο παιδί που έχανε στο Βόρειο Μέτωπο. Έριχνε κατάρες στους Παντοκρατορικούς μέσα από τους θρήνους της. Ο πατέρας του είχε χλομιάσει, κι έβαλε χόρτο στην πίπα του για να καπνίσει. Η αδελφή του Ταχύνοου προσπαθούσε να παρηγορήσει τη μητέρα της.

Ο Οδυσσέας ζήτησε συγνώμη–

«Δε φταις εσύ, γιε μου,» του είπε η μητέρα του Ταχύνοου. «Αυτός ο τρισκατάρατος πόλεμος!…»

Ο Οδυσσέας είπε στον πατέρα αν θα μπορούσε να κάνει μια ερώτηση.

«Τι θέλεις;» αποκρίθηκε εκείνος με τραχιά φωνή. Η όψη του είχε αγριέψει αφού άκουσε για τον θάνατο του γιου του.

Ο Οδυσσέας τού εξήγησε ότι διενεργούσαν μια έρευνα με διαταγή του Βασιληά, επομένως ήθελε να μάθει αν ο Ταχύνοος είχε κάποια γυναίκα κοντά του, καθώς επίσης και ποιοι ήταν οι φίλοι του, οι άνθρωποι που συναναστρεφόταν περισσότερο.

Ο πατέρας ζήτησε να δει αν είχαν όντως άδεια από τον Βασιληά, όπως έλεγαν. Η Ιωάννα τού έδειξε την ταυτότητά της, και εκείνος τούς μίλησε. Ο Ταχύνοος είχε σχέση με μια κοπέλα η οποία δεν έμενε μακριά από εδώ· το όνομά της ήταν Χρυσηίδα. Φίλους είχε από όλη την πόλη· κανένας δεν ήταν ιδιαίτερα κοντινός του, ειδικά από τότε που μπήκε στο Στρατό της Απολλώνιας. Μια ερχόταν και μια έφευγε από τη Μάραθο.

Έξω απ’τη Μάραθο συναναστρεφόταν κανέναν; ρώτησε η Ιωάννα. Ο πατέρας του Ταχύνοου απάντησε πως, ναι, τώρα που το έλεγαν, είχε δυο-τρεις γνωστούς στη Σερίβια.

«Στη Σερίβια;» έκανε ο Προαιρέσιος.

«Ναι.»

«Ξέρετε τα ονόματά τους; Ποιοι ήταν;»

«Στρατιώτης ήταν ο ένας· είμαι σίγουρος γι’αυτό.» Για τους άλλους, όμως, δεν γνώριζε τίποτα. Το όνομα του στρατιώτη νόμιζε πως ήταν Κλαύδιος Νικόφιλος, είπε.

Ο Οδυσσέας τον ευχαρίστησε, και ζήτησε συγνώμη από εκείνον και την υπόλοιπη οικογένεια του Ταχύνοου που τους είχαν αναστατώσει.

«Είχε μπλέξει πουθενά ο γιος μου;» ρώτησε ο πατέρας. «Γι’αυτό ψάχνετε;»

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Απλώς συγκεντρώνουμε κάποια στοιχεία για κάτι που μας ενδιαφέρει.»

Η Ιωάννα ήταν βέβαιη πως δεν τον πίστεψαν. Αλλά δεν είχε σημασία.

Εκείνη, ο Οδυσσέας, και ο Προαιρέσιος έφυγαν από το σπίτι των Πράσινων και πήγαν να βρουν αυτή τη Χρυσηίδα. Τη συνάντησαν έξω απ’το υδραγωγείο της Μαράθου, όπου εργαζόταν. Ήταν παχουλή, χρυσόδερμη, και μαυρομάλλα, με μεγάλο χαμόγελο· το οποίο σύντομα έσβησε, όταν ο Οδυσσέας τής μίλησε για τον θάνατο του Ταχύνοου. Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της.

«Σας παρακαλώ, αφήστε με μόνη,» είπε.

«Μια στιγμή,» της είπε ο Οδυσσέας, «και θα φύγουμε. Θέλουμε να σου κάνουμε κάποιες ερωτήσεις για μια έρευνα που διεξάγουμε. Μας έχει στείλει ο Βασιληάς.»

Η Χρυσηίδα δεν ζήτησε να δει την άδειά τους. Σκουπίζοντας τα δάκρυά της μ’ένα μαντήλι, είπε: «Εντάξει… Εντάξει…»

Ο Οδυσσέας τη ρώτησε αυτά που είχε ρωτήσει και τον πατέρα του Ταχύνοου. Είχε ο Ταχύνοος κοντινούς φίλους μέσα στη Μάραθο; Η Χρυσηίδα απάντησε ότι, όχι, κανέναν δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κοντινό φίλο του, ειδικά αφότου ο Ταχύνοος κατατάχθηκε στο Απολλώνιο Στράτευμα· είχε, όμως, πολλούς γνωστούς απ’όλη την πόλη, μαζί με τους οποίους έπινε και καλαμπούριζε. Εκτός της πόλης γνώριζε κανέναν; θέλησε να μάθει ο Οδυσσέας· και η Χρυσηίδα τού είπε για τον Κλαύδιο Νικόφιλο, έναν στρατιώτη απ’τη Σερίβια. «Τον είχε γνωρίσει στο Μέτωπο. Κι ο Κλαύδιος μάς προσκάλεσε μερικές φορές στη Σερίβια. Ήταν πολύ ωραία…» Σκούπισε πάλι τα δάκρυά της.

«Εκτός απ’τον Κλαύδιο, ποιοι άλλοι ήταν στην παρέα, συνήθως;»

«Γιατί ρωτάτε; Είχε μπλέξει κάπου ο Ταχύνοος;»

«Μια γενική έρευνα κάνουμε. Ο Ταχύνοος ήταν άψογος στρατιώτης.»

Η Χρυσηίδα απάντησε ότι, κατά περίσταση, ήταν και κάμποσοι άλλοι στην παρέα. Μια πολεμίστρια από το Μέτωπο, και κάποιοι που δεν ήταν στρατιώτες αλλά τους ήξερε ο Κλαύδιος. Ανέφερε όσα ονόματα θυμόταν. Κι ανάμεσά τους ήταν και ο Αργυροθώρης.

«Αργυροθώρης;» έκανε ο Προαιρέσιος. «Ένας ψηλός τύπος με μαύρο κατσαρό μαλλί και άσπρο δέρμα σαν το δικό μου;»

«Ναι. Τον ξέρεις;»

«Δε μου είναι άγνωστος.»

«Είσαι έμπορος κι εσύ;» (Ο Αργυροθώρης ήταν έμπορος στο επάγγελμα.)

«Πιλότος.»

«Σοβαρά;»

«Ναι.»

«Τέλος πάντων,» είπε ο Οδυσσέας. «Σ’ευχαριστούμε, Χρυσηίδα. Και λυπάμαι που έπρεπε να σου φέρουμε αυτά τα δυσάρεστα νέα.»

«Μια στιγμή,» παρενέβη ο Προαιρέσιος. «Πόσο καλά ήξερε ο Αργυροθώρης τον Ταχύνοο;»

«Όχι πολύ καλά, νομίζω,» απάντησε η Χρυσηίδα. «Είχαν μιλήσει. Αυτό.» Ανασήκωσε τους ώμους.

Οι επαναστάτες δεν της έκαναν άλλες ερωτήσεις. Απομακρύνθηκαν από το υδραγωγείο της Μαράθου και βάδισαν προς το όχημά τους.

«Το πράγμα αρχίζει να βγάζει νόημα!» είπε ο Προαιρέσιος.

«Μη βάζεις και το χέρι σου στη φωτιά,» του είπε ο Οδυσσέας.

«Είσαι σοβαρός; Η κοπελιά μάς είπε ότι γνωρίζονταν οι δυο τους.»

«Αυτό δε σημαίνει τίποτα.»

«Έλα τώρα, Οδυσσέα· δε μπορεί νάσαι τόσο χαζός!»

«Μονάχα κάποιες ενδείξεις έχουμε–»

«Αυτό έλεγες και πριν!»

«Μα δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο Αργυροθώρης τα είχε συμφωνήσει με τον Ταχύνοο ώστε ο δεύτερος να σαμποτάρει τα ανιχνευτικά συστήματα!» είπε ο Οδυσσέας. «Μπορεί ο Ταχύνοος να είχε συμφωνήσει με κάποιον άλλο. Με τόσους ανθρώπους έκανε παρέα στη Σερίβια.»

«Τέλος πάντων,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος. «Ας το καταπιούμε για την ώρα κι αυτό.»

Η Ιωάννα έμεινε σιωπηλή, σκεπτόμενη ότι ο Οδυσσέας έβλεπε την υπόθεση λογικά αλλά και ο Προαιρέσιος είχε κάποιο δίκιο. Σίγουρα, η συναναστροφή του Ταχύνοου με τον Αργυροθώρη ήταν ύποπτη, όπως επίσης ύποπτη ήταν και η αρρώστια (αληθινή ή προσποιητή) του Αργυροθώρη την ημέρα της αεροπορικής επίθεσης.

Ο Θελλέδης, η Σαρφάλλη, και ο Ανδροκλής’μορ τούς συνάντησαν έξω απ’το όχημά τους.

«Μάθατε τίποτα ενδιαφέρον;» ρώτησε ο τελευταίος.

Ο Οδυσσέας τούς είπε τις ανακαλύψεις τους.

«Πηγαίνουμε στη Σερίβια τώρα, λοιπόν;»

«Πλησιάζει μεσημέρι,» παρατήρησε η Σαρφάλλη. «Δεν τρώμε πρώτα κάτι εδώ; Φαίνεται να έχει μια πολύ καλή ταβέρνα προς τα εκεί.» Έδειξε.

«Πήγες και κοίταξες, ε;» της είπε η Ιωάννα.

«Ναι,» παραδέχτηκε η Σαρφάλλη.

Ο Οδυσσέας συμφώνησε να φάνε, και το ίδιο κι οι υπόλοιποι.

Θ’
ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΚΑΝΟΥΝ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΗ ΣΕΡΙΒΙΑ

Αφού έφαγαν στην ταβέρνα της Μαράθου, η Ιωάννα, ο Οδυσσέας, και οι σύντροφοί τους πήραν το όχημά τους και έφυγαν από τη μικρή πόλη, ακολουθώντας τη δημοσιά και πηγαίνοντας δυτικά, προς τη Σερίβια. Πρώτος οδήγησε ο Θελλέδης κι έπειτα η Ιωάννα· και λίγο μετά τα μεσάνυχτα είχαν φτάσει στον προορισμό τους, και ήταν όλοι κουρασμένοι. Ήταν αδύνατο απόψε να συνεχίσουν την έρευνά τους.

Ο Οδυσσέας πρότεινε να πάνε στο Ατσάλινο Παλάτι, όπου δίχως αμφιβολία θα τους φιλοξενούσαν. Και η Ιωάννα οδήγησε το όχημά τους προς το ψηλό οικοδόμημα, περνώντας μέσα από τους νυχτερινούς δρόμους της Σερίβια, όπου η κίνηση δεν ήταν λίγη και τα φώτα πολλά. Στο Ατσάλινο Παλάτι, ο Οδυσσέας έδειξε την ταυτότητά του στους φρουρούς κι εκείνοι άφησαν το όχημα να περάσει, γιατί γνώριζαν ότι όφειλαν να δίνουν ελεύθερη πρόσβαση στους Προμάχους της Επανάστασης. Η Ιωάννα οδήγησε το όχημα μέσα στο γκαράζ του Ατσάλινου Παλατιού, και σταμάτησε εκεί.

Οι επαναστάτες άνοιξαν τις πόρτες και βγήκαν. Μια πορφυρόδερμη υπηρέτρια (φανερά εξωδιαστασιακή από τον δερματικό της χρωματισμό), που βρισκόταν εκεί κοντά, τους πλησίασε ρωτώντας αν ήταν καλεσμένοι.

«Δεν είμαστε καλεσμένοι,» της αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Είμαι, όμως, Πρόμαχος της Επανάστασης.» Της έδειξε την ταυτότητά του – που έγραφε τα πραγματικά του στοιχεία, όχι ψεύτικα όπως αυτή της Ιωάννας. «Θέλουμε να μείνουμε για το βράδυ. Στον ξενώνα.»

«Μάλιστα,» είπε η πορφυρόδερμη υπηρέτρια. «Ελάτε μαζί μου.»

Εκείνοι την ακολούθησαν· και καθώς βάδιζαν, ο Οδυσσέας ψιθύρισε στην Ιωάννα: «Τώρα μπορούμε να στείλουμε μήνυμα στον Ανδρόνικο.»

«Το πρωί,» αποκρίθηκε εκείνη.

Ο Οδυσσέας δεν έφερε αντίρρηση.

Η υπηρέτρια τούς πήγε στον ξενώνα του Ατσάλινου Παλατιού και σε μερικά δωμάτια όπου τα κρεβάτια ήταν στρωμένα. Πατώντας έναν διακόπτη, άναψε την κεντρική θέρμανση. «Σε λίγο θα είναι ζεστά,» τους είπε.

«Σ’ευχαριστούμε,» της αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.

Η Ιωάννα μπήκε στο δωμάτιό της, γδύθηκε, και ξάπλωσε στο κρεβάτι.

Το πρωί, σκέφτηκε, θα στείλω μήνυμα στον Ανδρόνικο. Κι έπρεπε να το είχα κάνει από πριν. Από πολύ πιο πριν. Ο Οδυσσέας έχει δίκιο: θ’ανησυχεί για μένα, όσο απασχολημένος κι αν είναι με τις νύφες του.

*

Ξύπνησαν νωρίς, αλλά ο Δούκας Αλεξίλυπος της Σερίβια πρέπει να είχε ξυπνήσει νωρίτερα απ’αυτούς, γιατί όταν πήγαν στο γκαράζ για να πάρουν το όχημά τους, τον βρήκαν εκεί, να τους περιμένει.

Δεν ήταν μικρός σε ηλικία, ο θείος του Ανδρόνικου. Ήταν πάνω από εξήντα-πέντε χρονών, και δεν έδειχνε για πιο νέος. Φαινόταν κουρασμένος. Ωστόσο, δεν ήταν τόσο κουρασμένος ώστε να μην είναι καλοντυμένος, ή να βαριέται να σηκωθεί απ’το κρεβάτι του για να τους συναντήσει.

«Υψηλότατε,» τον χαιρέτησε ο Οδυσσέας με μια σύντομη υπόκλιση.

«Οδυσσέα,» αποκρίθηκε εκείνος. «Ήρθες στο παλάτι μου και τρέχεις να φύγεις σαν κλέφτης;»

Ο Οδυσσέας χαμογέλασε. «Δε θέλω να φανώ αγενής, Υψηλότατε· απλά βιαζόμαστε, αυτό είν’όλο. Και δε θέλαμε να σας ανησυχήσουμε. Φτάσαμε μετά τα μεσάνυχτα και, όπως βλέπετε, αναχωρούμε νωρίς.»

«Ναι, μου το είπαν ότι ήρθατε αργά,» αποκρίθηκε ο Αλεξίλυπος. «Συμβαίνει κάτι; Χρειάζεστε κάποια βοήθεια;»

«Δουλειές της Επανάστασης, Δούκα μου. Και για την ώρα έχουμε όση βοήθεια χρειαζόμαστε.»

«Πολύ καλά. Αν χρειαστείτε τίποτα, πάντως, μη διστάσετε να έρθετε να μου μιλήσετε,» είπε ο Αλεξίλυπος, και έδωσε το χέρι του στον Οδυσσέα.

«Ευχαριστούμε, Υψηλότατε,» αποκρίθηκε εκείνος καθώς αντάλλασσαν μια χειραψία.

Οι επαναστάτες επιβιβάστηκαν στο όχημα, και ο Οδυσσέας κάθισε στο τιμόνι. Ενεργοποίησε τις μηχανές και τους έβγαλε απ’το γκαράζ και απ’το Ατσάλινο Παλάτι.

Πήγαν προς το Σφύριγμα του Γάτου, για να έρθουν σε επαφή με το δίκτυο των επαναστατών εκεί· και η Ιωάννα ξεδίπλωσε το μήνυμα που είχε γράψει για τον Ανδρόνικο, ώστε να το κοιτάξει άλλη μια φορά.

Μήπως θα έπρεπε να το είχε επεκτείνει περισσότερο; Να γράψει πιο πολλά;

Δε νόμιζε ότι ήταν απαραίτητο.

*

Επιστρέφοντας από τη Φλάνια, ο Ανδρόνικος ήρθε σε επαφή με τους κατασκόπους του για να μάθει αν είχαν ανακαλύψει πού βρισκόταν η Ιωάννα. Δυστυχώς, η απάντησή τους ήταν αρνητική. Δεν ήξεραν ακόμα πού ήταν η Μαύρη Δράκαινα.

Ο Ανδρόνικος καταράστηκε. Καθυστέρησα! σκέφτηκε. Καθυστέρησα! Έπρεπε να την είχε αναζητήσει από πιο πριν. Το είχε αναβάλει για πάρα πολύ. Και τώρα, η Ιωάννα μπορεί να βρισκόταν ακόμα και σε κάποια άλλη διάσταση.

Καταράστηκε πάλι.

Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκτός απ’το να περιμένει. Αργά ή γρήγορα, πίστευε ότι οι κατάσκοποί του θα μάθαιναν πού ήταν η Ιωάννα, γιατί δε νόμιζε ότι εκείνη ήθελε πραγματικά να εξαφανιστεί, επομένως δε θα έκανε προσπάθειες να τους αποφύγει.

Εν τω μεταξύ, ίσως να ερχόταν και κανένα άλλο μήνυμα από τον Οδυσσέα. Τι παράξενη κι αυτή η υπόθεση στην Τοποθεσία Δέλτα… Πώς μπορεί οι Παντοκρατορικοί να είχαν εντοπίσει τη θέση της; Κάποιος προδότης πρέπει να υπήρχε.

Προδότης! Μέσα στην Επανάσταση! Αυτό ίσως να αποδεικνυόταν ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα.

*

Η Βασίλισσα Γλυκάνθη τον ρώτησε το μεσημέρι, ενώ έτρωγαν, αν αύριο θα μπορούσε να συναντήσει την κόρη των Χρυσόλαιμων, ενός σχετικά μικρού αριστοκρατικού Οίκου της Απαστράπτουσας.

«Μητέρα, μόλις σήμερα ήρθα από ταξίδι,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Μα δεν είναι μακριά. Εδώ είναι, στην Απαστράπτουσα. Μισής ώρας δρόμος. Δεν είναι καν ανάγκη να πας το πρωί· μπορείς να πας το απόγευμα. Βασικά, θέλω να τους επισκεφτείς για να μην τους προσβάλουμε.»

«Τι είναι, μαμά,» ρώτησε η Βασιλική, «δε θεωρείς τη νύφη της προκοπής;»

Η Γλυκάνθη αναστέναξε. «Σε παρακαλώ, Βασιλική. Είναι μια πολύ αξιόλογη κοπέλα.»

«Δύο κόρες έχουν, αν δεν κάνω λάθος,» είπε η Βασιλική. «Και η μία είναι ήδη παντρεμένη. Η άλλη είναι δεκαεφτά χρονών.»

«Δεκαοκτώ,» διόρθωσε η Βασίλισσα. «Ευδοκία τη λένε.»

«Έστω,» είπε η Βασιλική.

«Την Ευδοκία προτείνουν οι Χρυσόλαιμοι;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Προφανώς,» απάντησε η Γλυκάνθη.

«Δεν είναι δυνατόν να σοβαρολογούν. Δε θα παντρευτώ κάποια που είναι μόλις δεκαοκτώ χρονών.»

«Αυτό είναι δική σου επιλογή. Αλλά πρέπει να πας, τουλάχιστον, να τη συναντήσεις.»

Ο Ανδρόνικος έκοψε ένα κομμάτι κρέας από το πιάτο του, το έβαλε στο στόμα του, και το μάσησε. Μετά ρώτησε: «Δέχεσαι όλες τις προτάσεις που σου κάνουν;»

«Όχι,» είπε η Γλυκάνθη. «Τους περισσότερους τούς έχω σε αναμονή. Θέλεις να σου φέρω μια λίστα με ονόματα που έχω;»

«Ναι.»

«Πολύ καλά.» Η Βασίλισσα σηκώθηκε από τη θέση της. «Μην τελειώσετε το φαγητό χωρίς εμένα,» είπε και έφυγε απ’την τραπεζαρία.

Η Βασιλική στράφηκε στα ανίψια της, την Αρχιμάχη και τον Αλεξίλυπο. «Μη δίνετε σημασία στη γιαγιά σας,» τους είπε. «Φάτε.»

Η Γλυκάνθη επέστρεψε μετά από λίγο κρατώντας ένα σημειωματάριο. Το άνοιξε σε μια σελίδα και το έδωσε στον Ανδρόνικο. «Αυτή η σελίδα και οι επόμενες τρεις,» του είπε. Εκείνος τις κοίταξε, βλέποντας ότι ήταν γεμάτες με ονόματα Οίκων, ονόματα γυναικών, και σημειώσεις.

«Μη δείχνεις τόσο παραξενεμένος,» είπε η Γλυκάνθη, που είχε καθίσει πάλι. «Είσαι ο Βασιληάς της Απολλώνιας. Φυσικό είναι να έχεις πολλές προτάσεις.»

«Δεν είμαι παραξενεμένος, μητέρα,» αποκρίθηκε εκείνος κλείνοντας το σημειωματάριο.

«Θα συναντήσεις, λοιπόν, την Ευδοκία αύριο το απόγευμα;»

Ο Ανδρόνικος ήπιε μια γουλιά απ’το κρασί του. «Καλώς. Θα τη συναντήσω.»

«Να στείλουμε και την Αρχιμάχη μαζί, να παίξουν με τις κούκλες τους;» ρώτησε η Βασιλική.

Η Γλυκάνθη την αγριοκοίταξε. «Εσύ όταν ήσουν δεκαοκτώ χρονών έπαιζες ακόμα με τις κούκλες σου, Βασιλική;» της είπε, αυστηρά.

Εκείνη μειδίασε. «Θες πραγματικά να μάθεις;»

Η Γλυκάνθη αναποδογύρισε τα μάτια. «Απόλλωνα! γιατί ρώτησα;»

«Δικό σου το σφάλμα…» είπε η Βασιλική, καρφώνοντας μια τηγανιτή πατάτα με το πιρούνι της και τρώγοντάς την.

*

Το Σφύριγμα του Γάτου δεν είχε κόσμο, μια τέτοια πρωινή ώρα. Τα τραπέζια ήταν άδεια. Γύρω απ’τα μπιλιάρδα κανένας δεν στεκόταν (και οι μπίλιες ήταν τακτοποιημένες τριγωνικά στο κέντρο). Τα αυτόματα μηχανήματα έστεκαν μόνα τους· κανείς δεν τα χρησιμοποιούσε για να παίζει παιχνίδια τζόγου.

Μια σερβιτόρα, που ανήκε στην Επανάσταση και ονομαζόταν Αριάδνη, καθάριζε το πάτωμα με μια μακριά σκούπα. Είχε λευκό δέρμα με απόχρωση του ροζ, όπως η Ιωάννα, και τα μαλλιά της ήταν ξανθά. Φορούσε μια κοντή, μαύρη φούστα που αποκάλυπτε τα ψηλά, όμορφα πόδια της. Οι κάλτσες της ήταν διαφανείς και γυαλιστερές.

Ακούγοντάς τους να μπαίνουν στράφηκε και τους ατένισε. Χαμογέλασε βλέποντας τον Οδυσσέα. «Πρωινός ώστε,» του είπε.

«Ελπίζω να έχετε καφέ τόσο πρωί,» αποκρίθηκε εκείνος.

Η Αριάδνη ζύγωσε και φίλησε το μάγουλό του. «Για τους καλούς πελάτες μόνο.»

Ο Προαιρέσιος σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του. «Ζηλεύω.»

Η Αριάδνη μειδίασε και φίλησε και το δικό του μάγουλο. «Υπάρχει καφές και για σένα,» είπε και, στρέφοντάς τους την πλάτη, βάδισε προς την κουζίνα. «Καθίστε όπου βολεύεστε.»

Η Ιωάννα κι οι άλλοι πέντε επαναστάτες κάθισαν σ’ένα απ’τα άδεια τραπέζια, και σύντομα η Αριάδνη έφερε καφέ για όλους. «Εσείς,» είπε στον Θελλέδη και στη Σαρφάλλη, «δεν ξέρω πώς ακριβώς τον πίνετε, γι’αυτό δε σας έβαλα ούτε ζάχαρη ούτε γάλα. Βάλτε όσο νομίζετε.» Οι άλλοι θυμόταν πώς έπιναν τον καφέ τους, καθώς τους είχε ξανασερβίρει αρκετές φορές παλιότερα, και είχε καλή μνήμη.

«Θέλω να στείλω ένα μήνυμα στον Πρίγκιπα,» είπε η Ιωάννα στην Αριάδνη. «Είναι εδώ κανένας που μπορεί να το μεταφέρει;»

«Θα έρθει ο Βίκτωρας σε λίγο. Πού είναι ο Πρίγκιπας; Στην πρωτεύουσα;»

«Ναι.»

«Εντάξει. Θα το πάει το μήνυμα.»

Καθώς περίμεναν, η Αριάδνη συνέχισε να σκουπίζει, και τους ρώτησε αν ήθελαν κάτι συγκεκριμένο για να τους εξυπηρετήσει.

«Ο Αργυροθώρης είναι στην πόλη;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Ναι, απ’όσο ξέρω. Αν και τελευταία δεν έρχεται στο Σφύριγμα. Άκουσα ότι είναι άρρωστος.»

«Τι αρρώστια έχει;» είπε ο Προαιρέσιος.

«Κρυολογημένος νομίζω ότι είναι.»

«Βγήκε γυμνός και πούντιασε,» μουρμούρισε ο Προαιρέσιος, αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν αυτοί που κάθονταν γύρω του αλλά όχι αρκετά δυνατά για να τον ακούσει η Αριάδνη που σκούπιζε παραπέρα.

Ο Αυγουστύλος ήρθε πριν από τον Βίκτωρα, και χαιρέτησε τον Οδυσσέα μ’ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Άνθρωπέ μου! Τι γίνεσαι;»

«Ζωντανός μέχρι στιγμής.»

«Να προσέχεις· δε θα θέλαμε να σε χάσουμε. Στο Δέλτα τι έγινε, τελικά;»

«Συντρίμμια και νεκροί,» είπε ο Οδυσσέας, μουντά.

«Ποιος μας πρόδωσε;» Η έκφραση του Αυγουστύλου είχε ξαφνικά σοβαρέψει.

«Δεν ξέρουμε ακόμα,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Φαίνεται, όμως, να συνέβη κάτι στο κέντρο ελέγχου. Νομίζουμε ότι ίσως οι χειριστές εκεί να αλληλοσκοτώθηκαν.»

Ο Αυγουστύλος συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»

«Γιατί ο ένας ήταν ο προδότης, ίσως.»

«Επομένως, τον βρήκατε τον προδότη.»

«Όπως σου είπα, δεν είμαστε σίγουροι. Έχουμε ακόμα πολλά να ερευνήσουμε. Δε μου λες, ο Αργυροθώρης είναι εδώ, στη Σερίβια;»

«Ναι. Είναι άρρωστος, νομίζω.»

«Δεν πηγαίνει στο μαγαζί του;» ρώτησε ο Προαιρέσιος.

«Πρέπει να πηγαίνει. Δεν είναι και τόσο άρρωστος. Κρυολογημένος, μάλλον.»

Μετά, ο Αυγουστύλος απομακρύνθηκε απ’το τραπέζι τους πηγαίνοντας προς την κουζίνα. Κάποια πράγματα έπρεπε να ετοιμαστούν απ’το πρωί για να υπάρχουν το μεσημέρι, το απόγευμα, και το βράδυ.

«Τι περιμένουμε τώρα;» ρώτησε ο Προαιρέσιος.

«Τον Βίκτωρα,» του είπε η Ιωάννα καπνίζοντας.

«Τι μήνυμα θες να στείλεις στον Πρίγκιπα;»

«Προσωπικό.»

«Καλώς.» Ο Προαιρέσιος ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα και ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ του.

Ο Βίκτωρας δεν άργησε να έρθει, καστανομάλλης, με δέρμα λευκό, και φορώντας δερμάτινο παντελόνι, μαύρο πέτσινο πανωφόρι, και γκρίζα μπλούζα από μέσα η οποία είχε στη μπροστινή μεριά τη στάμπα ενός κρανίου με κόκκινες καρδιές στα μάτια.

Βλέποντας την Ιωάννα, τον Οδυσσέα, και τους άλλους, τους πλησίασε. «Μαζεύτηκε όλη η συμμορία;»

«Αυτό είναι της μόδας;» ρώτησε η Ιωάννα τον Βίκτωρα κοιτάζοντας τη στάμπα στη μπλούζα του.

Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο αξύριστο πρόσωπό του. «Σ’έχει γοητέψει;»

«Τελείως. Να σου ζητήσω μια χάρη;»

«Είμαι όλος δικός σου.»

Η Ιωάννα έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη της. «Αυτό είναι ένα μήνυμα για τον Πρίγκιπα. Θα του το πας;»

«Ασφαλώς. Πού θα τον βρω; Στην Απαστράπτουσα;»

«Λογικά, ναι.»

«Έγινε.» Ο Βίκτωρας πήρε το χαρτί και το έκρυψε μέσα στο πανωφόρι του. «Πάω να πάρω και κάτι άλλα πράγματα. Έχει έρθει ο Χοροπηδηχτούλης, έτσι;»

«Σε ακούωωω,» του είπε η Αριάδνη ερχόμενη από την αίθουσα με τα τραπέζια του μπιλιάρδου.

Εκείνος γέλασε. «Καλά, μη βαράς. Ο Αυγουστύλος είναι εδώ, έτσι;»

«Ναι. Μέσα.» Η Αριάδνη έδειξε την πόρτα της κουζίνας με το σαγόνι.

«Ωραία φούστα,» είπε ο Βίκτωρας περνώντας από δίπλα της και κοιτάζοντας κάτω.

«Και τις προηγούμενες δέκα φορές, πάλι σου άρεσε.»

«Χάνω τη μνήμη μου όταν βλέπω όμορφα πόδια…»

Η Αριάδνη μειδίασε καθώς ο Βίκτωρας έμπαινε στην κουζίνα.

Μετά από λίγο βγήκε απ’την κουζίνα με δύο πακέτα παραμάσκαλα. «Δε θα καθίσω, Οδυσσέα. Θα τα ξαναπούμε,» είπε.

«Κάνε τη δουλειά σου,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος.

«Με φορτώνουν σα γαϊδούρι, συνέχεια.»

Ο Βίκτωρας έφυγε από το Σφύριγμα του Γάτου.

«Δεν την κάνουμε κι εμείς;» πρότεινε ο Προαιρέσιος, που είχε προ πολλού τελειώσει τον καφέ του.

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Πάμε.»

*

Ο Αργυροθώρης Πανόπτης ήταν αριστοκράτης γηγενής της Σερίβια, και η οικογένειά του είχε, εδώ και γενεές, τη μεγαλύτερη εταιρεία οικοδομικών υλικών στην περιοχή. Υλικά Πανόπτης. Το οίκημα ήταν κοντά στο λιμάνι, και οι επαναστάτες πήγαν προς τα εκεί με το όχημά τους. Η κίνηση ήταν πολλή και άργησαν να φτάσουν. Είχε γίνει ένα τρακάρισμα σε μια κεντρική διασταύρωση (ένα φορτηγό με ένα επιβατηγό) και γινόταν το έλα να δεις. Η Ιωάννα καταριόταν την Έχιδνα, καθισμένη στο τιμόνι και καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.

«Σταμάτα πλέον,» της είπε ο Προαιρέσιος. «Θα πεθάνεις απ’τον καπνό προτού φτάσουμε.»

«Και θα σκοτώσει κι εμάς μαζί,» πρόσθεσε ο Ανδροκλής’μορ. «Οι παθητικοί καπνιστές πεθαίνουν πιο γρήγορα, έχω ακούσει να λένε.»

Η Ιωάννα πέταξε το τσιγάρο της έξω απ’το παράθυρο. «Τι είσαι, Βιοσκόπος; Νόμιζα ότι ήσουν Τεχνομαθής.»

Ο Ανδροκλής μειδίασε. «Έχω ευρεία μόρφωση.»

Η Σαρφάλλη ξεφύσησε σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος, καθώς καθόταν στο δεύτερο πίσω κάθισμα μαζί με τον Θελλέδη. «Θεοί! Πώς ζείτε σ’αυτές τις πόλεις;» Η Σαρφάλλη ήταν από τα βαθιά δάση της Αλβέρια, όπου οι ντόπιοι ζούσαν κοντά στη φύση. Πόλεις σαν τη Σερίβια δεν υπήρχαν σ’αυτή τη διάσταση· μόνο κάποια θέρετρα που είχαν φτιάξει οι Παντοκρατορικοί, κάποιες στρατιωτικές βάσεις των Παντοκρατορικών, και κάποιες κρυφές βάσεις και κέντρα της Επανάστασης.

Πλησίαζε μεσημέρι όταν έφτασαν, επιτέλους, στο ψηλό οίκημα που η πινακίδα του έγραφε Υλικά Πανόπτης. Ένα μέρος του έμοιαζε με αποθήκη, κι ένα άλλο μέρος του – ο πρώτος όροφος και ο δεύτερος – ήταν, φανερά, για γραφεία, έχοντας γυάλινους τοίχους.

Η Ιωάννα πάρκαρε σε μια πάροδο, και έβρισε χυδαία έναν τύπο με δίκυκλο ο οποίος της είχε φωνάξει κάτι άσχημο για την οδήγησή της.

Οι επαναστάτες βγήκαν απ’το όχημά τους και πήγαν στην κεντρική είσοδο του οικήματος των Πανόπτων. Ο Οδυσσέας ρώτησε τη γραμματέα αν ήταν εδώ ο κύριος Αργυροθώρης.

«Ποιος είστε, κύριε;»

«Οδυσσέας Επίμετρος. Με γνωρίζει.»

«Μισό λεπτό.»

Η γραμματέας σήκωσε τον επικοινωνιακό δίαυλο πλάι της, πάτησε ένα πλήκτρο, και μίλησε ψιθυριστά στο ακουστικό. Έκλεισε πάλι τον δίαυλο και είπε στον Οδυσσέα: «Μπορείτε να περάσετε, κύριε. Στον δεύτερο όροφο. Από εκεί είναι ο ανελκυστήρας.»

«Ευχαριστούμε,» αποκρίθηκε ο Πρόμαχος, αν και φυσικά ήξερε πού ήταν ο ανελκυστήρας καθώς και πού βρισκόταν το γραφείο του Αργυροθώρη.

Οι επαναστάτες κάλεσαν κάτω τον ανελκυστήρα, μπήκαν (παρότι η επιγραφή έλεγε ΕΩΣ ΠΕΝΤΕ ΑΤΟΜΑ κι εκείνοι ήταν έξι), και ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο. Το γραφείο του Αργυροθώρη ήταν ακριβώς απέναντι από την έξοδο του ανελκυστήρα. Ο Οδυσσέας πλησίασε την ξύλινη πόρτα και χτύπησε.

«Περάστε,» ακούστηκε μια φωνή από μέσα.

Ο Πρόμαχος άνοιξε και μπήκε, ακολουθούμενος από τους υπόλοιπους.

Ένας άντρας με μαύρο κατσαρό μαλλί καθόταν σ’ένα γραφείο, πλάι σ’έναν γυάλινο τοίχο. «Οδυσσέα,» χαιρέτισε. Και κοίταξε και τους άλλους. «Δυστυχώς, δεν υπάρχουν καθίσματα για όλους.»

«Δε χρειάζεται,» είπε ο Προαιρέσιος. «Θα μείνουμε όρθιοι.» Και σταύρωσε τα χέρια του εμπρός του.

«Περίεργα με κοιτάζεις. Τρέχει τίποτα;»

«Δεν έμαθες τι έγινε στην Τοποθεσία Δέλτα;»

Ο Αργυροθώρης συνοφρυώθηκε. «Τι έγινε;»

«Είσαι σίγουρος ότι εδώ μέσα δεν υπάρχουν κοριοί;» τον ρώτησε η Ιωάννα.

«Απόλυτα.»

«Καλύτερα να ελέγξουμε, όμως,» επέμεινε εκείνη, και στράφηκε στον Ανδροκλή’μορ.

Ο Αργυροθώρης ανασήκωσε τους ώμους. «Όπως θέλετε.»

Ο μάγος άρθρωσε τα λόγια για ένα ξόρκι, μισοκλείνοντας τα μάτια του· έπειτα, είπε: «Δε νομίζω ότι υπάρχουν κοριοί, Ιωάννα.»

«Τι έγινε στην Τοποθεσία Δέλτα;» ρώτησε ο Αργυροθώρης.

Ο Οδυσσέας τού είπε, χωρίς να αναφέρει τους χειριστές που αλληλοσκοτώθηκαν στο κέντρο ελέγχου, ή – ασφαλώς – τις υποψίες τους για τον ίδιο τον Αργυροθώρη.

«Μα τον Απόλλωνα…!» έκανε ο Πανόπτης. «Πώς είναι δυνατόν να εντόπισαν τη βάση οι πράκτορες της Παντοκράτειρας;»

«Μία εξήγηση υπάρχει,» τόνισε ο Προαιρέσιος: «έχουμε ανάμεσά μας έναν προδότη.»

«Έναν προδότη μέσα στην Επανάσταση; Δεν μπορώ να φανταστώ για ποιο λόγο ένας Απολλώνιος θα συμμαχούσε με τους Παντοκρατορικούς.»

«Ούτε κι εγώ,» είπε ο Οδυσσέας προτού μιλήσει ο Προαιρέσιος. «Και με προβληματίζει.»

«Ίσως οι δυνάμεις της Παντοκράτειρας να εντόπισαν τη βάση με κάποιον άλλο τρόπο,» υπέθεσε ο Αργυροθώρης. «Έχουν ένα σωρό μάγους και μηχανικά συστήματα, πολύ εξελιγμένα.»

«Πράγματι. Αλλά, μέσα στους νεκρούς, βρήκαμε και δύο που δεν είχαν σκοτωθεί από τον βομβαρδισμό.»

Ο Αργυροθώρης συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»

Ο Οδυσσέας τού μίλησε για τους δύο χειριστές. «Πιστεύουμε ότι ο Ταχύνοος πυροβόλησε τη Σμαβάρια, κι εκείνη κατάφερε να τον σκοτώσει προτού πεθάνει.»

«Δηλαδή, ο Ταχύνοος ήταν ο προδότης;»

«Πολύ πιθανόν. Τον ήξερες;»

Ο Αργυροθώρης μόρφασε. «Πρέπει να τον είχα δει μια-δυο φορές. Τίποτα το ιδιαίτερο. Δε θα περίμενα ποτέ κάτι τέτοιο, όμως… Να πάει με τους Παντοκρατορικούς… Για ποιο λόγο;»

Ο Προαιρέσιος ήταν έτοιμος να μιλήσει αλλά η Ιωάννα τού έπιασε το χέρι και τον κοίταξε έντονα. Εκείνος κατάλαβε κι έμεινε σιωπηλός.

«Δεν γνωρίζουμε ακόμα,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας στον Αργυροθώρη. «Αλλά θα το ερευνήσουμε διεξοδικά.»

«Αφού είναι νεκρός, πάντως, δε χρειάζεται ν’ανησυχούμε πια,» είπε ο Πανόπτης.

«Αντιθέτως. Ίσως να είχε συνεργούς.»

«Συνεργούς;»

«Ναι. Ανθρώπους που δεν ήταν στην τοποθεσία την ώρα του βομβαρδισμού.»

«Ελπίζω,» είπε ο Αργυροθώρης, «να μην υποπτεύεσαι εμένα, Οδυσσέα. Ήμουν άρρωστος εδώ και μέρες. Ακόμα ο λαιμός μου είναι βραχνός, όπως θα μπορείς ν’ακούσεις.»

Η Ιωάννα όφειλε να παρατηρήσει ότι ο Πανόπτης δεν έλεγε ψέματα: πράγματι, ακουγόταν βραχνός.

«Δεν εννοούσα εσένα, ασφαλώς,» είπε ο Οδυσσέας. «Σε εμπιστεύομαι, Αργυροθώρη. Τόσα χρόνια ήσουν πιστός στην Επανάσταση. Θυμάσαι, όμως, μήπως κανένας άλλος έφυγε από τη συνοδεία του φορτίου που έστειλες; Ή μήπως κάποιος αρνήθηκε πολύ έντονα να πάει με το φορτίο;»

Ο Αργυροθώρης φάνηκε σκεπτικός (η Ιωάννα δεν μπορούσε να είναι βέβαιη αν προσποιείτο ή όχι). «Δε θυμάμαι τίποτα τέτοιο, Οδυσσέα,» είπε τελικά, κουνώντας το κεφάλι. «Δε θυμάμαι.»

«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Πρέπει να πηγαίνουμε τώρα.»

«Να με κρατάς ενήμερο, έτσι;» είπε ο Αργυροθώρης καθώς σηκωνόταν όρθιος και εκείνοι στρέφονταν προς την πόρτα.

«Μην ανησυχείς. Ό,τι μάθω θα το μάθεις κι εσύ.»

Οι επαναστάτες βγήκαν απ’το γραφείο, πήραν τον ανελκυστήρα, κατέβηκαν στο ισόγειο, και έφυγαν από το οίκημα, επιστρέφοντας στο όχημά τους.

«Δεν πιστεύω να τον πιστέψατε,» είπε ο Προαιρέσιος.

«Κρυολογημένος, πάντως, ήταν,» τόνισε η Ιωάννα.

«Μπορεί να κρυολόγησε επίτηδες για να έχει άλλοθι, και το ξέρεις!»

«Πράγματι, το ξέρω,» ένευσε η Ιωάννα· δε θα της φαινόταν περίεργο αν όντως ο Αργυροθώρης ήταν τελικά προδότης. «Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να το επιβεβαιώσουμε.»

«Τι θα κάνουμε, αρχηγέ;» ρώτησε ο Προαιρέσιος τον Οδυσσέα.

Εκείνος άναψε τσιγάρο. «Νομίζω πως το λογικότερο είναι να τον παρακολουθήσουμε. Τι λες κι εσύ, Ιωάννα;»

«Συμφωνώ,» είπε η Μαύρη Δράκαινα.

Ο Οδυσσέας συνέχισε: «Αυτό που μου έκανε εμένα εντύπωση, ξέρετε ποιο ήταν; Αρνήθηκε ότι ήξερε τον Ταχύνοο, ενώ η Χρυσηίδα, στη Μάραθο, μας είπε ότι ο Αργυροθώρης ήταν στην παρέα τους κάμποσες φορές.»

Ο Προαιρέσιος ρουθούνισε. «Είναι φανερό πως λέει ψέματα για τα πάντα.»

«Μπορεί, βέβαια, απλώς να φοβήθηκε πως θα τον κατηγορήσουμε και γι’αυτό αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με τον Ταχύνοο,» υπέθεσε ο Ανδροκλής.

«Ναι, δεν αποκλείεται,» παραδέχτηκε ο Οδυσσέας.

Ο Προαιρέσιος ρουθούνισε πάλι.

Η Σαρφάλλη χασμουρήθηκε. «Δεν παίρνουμε τίποτα να φάμε;»

«Συνεχώς στο φαΐ τόχεις το μυαλό σου,» της είπε ο Προαιρέσιος. «Έγκυος είσαι;»

Η Σαρφάλλη τον αγριοκοίταξε μ’ένα δολοφονικό βλέμμα που μπορεί να είχε βγει μόνο από τις ζούγκλες της Αλβέρια.

«Μια ερώτηση έκανα…»

Η Ιωάννα είπε στον Οδυσσέα: «Ο Κλαύδιος Νικόφιλος ξέρουμε πού είναι;»

«Όχι, αλλά μπορούμε να μάθουμε επικοινωνώντας με το Στράτευμα.»

«Καλό θα ήταν να μάθουμε, τότε. Ίσως να χρειαστεί κάποια στιγμή να του κάνουμε ερωτήσεις, αφού γνώριζε και τον Αργυροθώρη και τον Ταχύνοο.»

Ι’
Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΥΣ ΧΡΥΣΟΛΑΙΜΟΥΣ

Το κουδούνισμα του επικοινωνιακού διαύλου τον ξύπνησε γλιστρώντας μέσα στα ανήσυχα όνειρά του. Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντυμένος μόνο με μια μεταξωτή περισκελίδα, και βάδισε ώς τον τοίχο όπου κρεμόταν ο δίαυλος. Πάτησε το κουμπί που τον άνοιγε και ρώτησε ποιος ήταν.

«Ένας κύριος είναι στην πύλη του παλατιού, Μεγαλειότατε, και λέει πως φέρνει ένα μήνυμα για εσάς το οποίο δεν μπορεί να μας εμπιστευτεί,» του είπε ο φρουρός.

«Το όνομά του;»

«Βίκτωρας. Δεν ανέφερε επώνυμο.»

«Αφήστε τον να περάσει. Θα τον συναντήσω.»

Ο Ανδρόνικος ετοιμάστηκε και ντύθηκε βιαστικά, βέβαιος πως αυτό πιθανώς να ήταν κάποιο μήνυμα από τον Οδυσσέα σχετικά με την Τοποθεσία Δέλτα. Αλλά γιατί δεν το είχαν στείλει πάλι κωδικοποιημένο μέσω του πομπού; Υπήρχε κανένας ιδιαίτερος λόγος να του το μεταφέρουν ιδιοχείρως;

Σύντομα θα μάθαινε. Και ίσως να ήταν σημαντικό.

Βγήκε από τα διαμερίσματά του, και οι υπηρέτες του παλατιού τον οδήγησαν στη μικρή αίθουσα όπου τον περίμενε ο Βίκτωρας, όρθιος, με τους αντίχειρες περασμένους στη ζώνη του.

«Πρίγκιπά μου,» είπε, βλέποντάς τον Ανδρόνικο να μπαίνει και κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση.

Ένας υπηρέτης καθάρισε ηχηρά το λαιμό του. «‘Βασιληά μου’, εννοείτε, κύριε.»

Ο Βίκτωρας τον κοίταξε κάπως παραξενεμένος.

Ο Ανδρόνικος είπε στον υπηρέτη: «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπορείς να πηγαίνεις.» Εκείνος υποκλίθηκε και έφυγε.

Ο Ανδρόνικος στράφηκε στον Βίκτωρα και είπε: «Το λευκό παλάτι ήταν κάποτε ο τόπος μου» – μια κωδική φράση της επανάστασης. Τον ήξερε τον Βίκτωρα, ασφαλώς, αλλά ποτέ δεν έβλαπτε κανείς να είναι επιφυλακτικός. Εξάλλου, υπήρχαν και Δημιουργήματα της Παντοκράτειρας – άνθρωποι που δεν ήταν άνθρωποι – αν και στην Απολλώνια ήταν πολύ σπάνιο πλέον να συναντήσει κανείς τέτοια τέρατα.

Ο Βίκτωρας αποκρίθηκε: «Αλλά τώρα οι αίθουσές του δεν είναι πια δικές μου.»

Σωστή απάντηση.

«Τι μήνυμα μού φέρνεις;»

«Η Ιωάννα μού το έδωσε αυτό, Πρίγκιπά μου.» Ο επαναστάτης έβγαλε ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί απ’το πέτσινο πανωφόρι του.

Η Ιωάννα! «Ποια Ιωάννα;»

«Η Μαύρη Δράκαινα, βέβαια,» έκανε ο Βίκτωρας, παραξενεμένος.

Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Ο Ανδρόνικος πήρε το διπλωμένο χαρτί. «Σ’ευχαριστώ, Βίκτωρα. Σου είπε να μου πεις τίποτα;»

Ο επαναστάτης κούνησε το κεφάλι. «Όχι.»

«Μπορείς να μείνεις στο παλάτι όσο θέλεις,» του είπε ο Ανδρόνικος. «Να ξεκουραστείς.»

«Πρέπει να πηγαίνω, Πρίγκιπά μου. Ήρθα από τη Σερίβια–»

«Εκεί είναι η Ιωάννα;»

«Ναι.»

«Στο Σφύριγμα του Γάτου τη συνάντησες;»

«Ναι. Μαζί με τον Οδυσσέα, τον Προαιρέσιο, και τον Ανδροκλή’μορ, κι άλλους δύο γαλανόδερμους – έναν μαυρομάλλη τύπο και μια κοκκινομάλλα τύπισσα.»

Ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη. «Εντάξει. Σ’ευχαριστώ και πάλι, Βίκτωρα.»

Ο Βίκτωρας χαιρέτησε και έφυγε από την αίθουσα.

Ο Ανδρόνικος ξεδίπλωσε το χαρτί, νιώθοντας την αναπνοή του πιο γρήγορη απ’ό,τι συνήθως.

Το μήνυμα δεν ήταν μεγάλο.

 

ειμαι μαζι με τον Οδυσσεα. ερευνουμε την υποθεση για την τοποθεσια Δ.

σ αγαπω,
Ι.

 

Ο Ανδρόνικος δίπλωσε πάλι το μήνυμα.

Μαύρες Δράκαινες, σκέφτηκε. Πάντα λιγόλογες. Αν και ήξερε πως στην πραγματικότητα αυτό δεν ήταν παρά μια φήμη – ορισμένες ήταν λιγόλογες, ορισμένες όχι.

Τουλάχιστον είναι καλά.

Κι αυτό τον έκανε να νιώσει πιο ελαφρύς μέσα του.

*

Το απόγευμα, πήγε να συναντήσει την Ευδοκία στην οικία των Χρυσόλαιμων μέσα στην Απαστράπτουσα. Οι Χρυσόλαιμοι είχαν προετοιμάσει μια μικρή γιορτή για τον ερχομό, και βρίσκονταν όλοι εκεί για να υποδεχτούν τον Βασιληά και να μιλήσουν μαζί του. Με την ίδια την Ευδοκία ο Ανδρόνικος δεν πρόλαβε να μιλήσει και πολύ. Κυρίως συζήτησε με τον πατέρα της και τη μητέρα της, οι οποίοι ήθελαν να τον διαβεβαιώσουν πως η κόρη τους θα ήταν εξαίρετη Βασίλισσα της Απολλώνιας, και του τόνισαν τις γνώσεις που είχε και ότι, φυσικά, ακόμα σπούδαζε. Ασχολιόταν με τα οικονομικά και την πολιτική, και σύντομα θα άρχιζε να διδάσκεται και στρατηγικά θέματα για τον πόλεμο. Επίσης, ήταν καλή στην ξιφομαχία, όπως όφειλαν να είναι όλοι οι ευγενείς, σε περίπτωση που τους Καλούσαν. Δεν είχε μειονεκτήματα. Και δεν έπρεπε ο Ανδρόνικος να απασχολείται με το γεγονός ότι η Ευδοκία ήταν μικρή, του τόνισαν. Ήταν πολύ ώριμη. «Εμένα,» είπε η μητέρα της, «συνεχώς με εκπλήσσει με τα πράγματα που ξέρει και που σκέφτεται. Εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να τα σκεφτώ – πόσω μάλλον στην ηλικία της!»

Η Ευδοκία έμοιαζε να ντρέπεται ακούγοντας τους γονείς της να μιλούν έτσι γι’αυτήν. Ήταν, όπως φαινόταν, ντροπαλή κοπέλα – κάτι που ούτε η μητέρα της ούτε ο πατέρας της ανέφεραν στον Ανδρόνικο. Και το γεγονός ότι μιλούσαν εκείνοι αντί για την κόρη τους ο Βασιληάς το έβρισκε μάλλον ενοχλητικό. Ωστόσο δεν το είπε, καθώς όφειλε να είναι ευγενικός μαζί τους. Ήταν αριστοκράτες του Βασιλείου του· από την πρωτεύουσα, μάλιστα.

Στο τέλος, ζήτησε να τον αφήσουν μόνο με την Ευδοκία, κι εκείνοι, ασφαλώς, δεν έφεραν καμία αντίρρηση.

Ενώ ευχάριστη, απαλή μουσική γέμιζε τα όμορφα στολισμένα δωμάτια, ο Ανδρόνικος βρέθηκε να κάθεται αντικριστά με την δεκαοχτάχρονη κοπέλα, η οποία ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ, πορφυρό φόρεμα που έκανε το χρυσαφί δέρμα της να μοιάζει λιγάκι πιο κόκκινο απ’ό,τι στην πραγματικότητα ήταν. Οι δύο μπροστινές τούφες των μαύρων μαλλιών της ήταν δεμένες πίσω απ’το κεφάλι της· τα υπόλοιπα μαλλιά ήταν λυτά, πέφτοντας στους ώμους και στην πλάτη της. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και καστανά. Τα χείλη της ήταν βαμμένα κόκκινα, τα νύχια της μπλε. Φορούσε μια μεγάλη, αργυρή σκαλιστή καρφίτσα πάνω από το αριστερό στήθος.

Ακόμα φαινόταν ντροπαλή. Αν μη τι άλλο, περισσότερο ίσως.

Ο Ανδρόνικος τής πρόσφερε τσιγάρο.

«Η μητέρα δε μ’αφήνει να καπνίζω,» αποκρίθηκε η Ευδοκία.

«Αυτό σημαίνει ότι δεν καπνίζεις γενικά;»

«Μερικές φορές, μόνο.»

«Μπορείς να πάρεις τώρα, αν θέλεις, αφού ο Βασιληάς είναι εδώ.»

Ο Ευδοκία χαμογέλασε ντροπαλά. Πήρε ένα τσιγάρο. Ο Ανδρόνικος τής το άναψε, και άναψε κι ένα για τον εαυτό του.

«Λοιπόν,» τη ρώτησε, «συμφωνείς μ’όλα αυτά τα άσχημα πράγματα που λένε για σένα;»

Η Ευδοκία χαμογέλασε πάλι. «Νομίζω πως ίσως να υπερβάλλουν λίγο, Βασιληά μου. Όχι βέβαια πως λένε ψέματα. Θα προσπαθήσω να ανταποκριθώ στις προσδοκίες σας, ασφαλώς.»

«Μη μου μιλάς στον πληθυντικό,» της ζήτησε ο Ανδρόνικος. «Και δεν έχω συγκεκριμένες προσδοκίες για τους ανθρώπους. Ο καθένας είναι αυτό που είναι, και είναι δύσκολο να τα βάλεις σε μια ζυγαριά και να πεις τι είναι καλύτερο και τι όχι – αδύνατο, βασικά.»

Η Ευδοκία τον ατένιζε παρατηρητικά. «Δε θα ήθελες, όμως, η Βασίλισσά σου να έχει πολλές γνώσεις ώστε να μπορείς να διοικήσεις μαζί της σωστά;»

«Ίσως,» είπε ο Ανδρόνικος. «Αλλά αυτό δεν είναι το παν.» Έριξε λίγη στάχτη στο χρυσό τασάκι που βρισκόταν στο τραπεζάκι ανάμεσά τους.

Η Ευδοκία φάνηκε σκεπτική, και τα μάγουλά της κοκκίνισαν ενώ τα φρύδια της έσμιξαν. Τι είχε στο μυαλό της;

Ο Ανδρόνικος τη ρώτησε: «Θα ήθελες να είσαι Βασίλισσα της Απολλώνιας, Ευδοκία;»

«Ναι, Βασιληά μου. Όσο τίποτε άλλο.»

Γιατί νομίζω ότι ακούω κάποια να λέει το ποίημα που έχει αποστηθίσει; «Είσαι σίγουρη;»

«Ναι.»

«Αν δηλαδή εγώ κάποια στιγμή σκοτωνόμουν, πιστεύεις ότι θα μπορούσες να διοικήσεις την Απολλώνια μόνη σου;»

«Δε θα ήθελα να σκοτωθείτε, Βασιληά μου!» είπε αμέσως η Ευδοκία.

«Συνήθως δε θέλουμε να σκοτωθεί κανένας – εκτός αν είναι εχθρός μας – αλλά μπορεί να συμβεί. Πιστεύεις, λοιπόν, ότι θα μπορούσες να διοικήσεις μόνη σου, αν χρειαζόταν; –Και μη μου μιλάς στον πληθυντικό.»

Η Ευδοκία φάνηκε να βρίσκεται σε δύσκολη θέση. «Θα… θα προσπαθούσα,» είπε.

Ο Ανδρόνικος σκέφτηκε ότι, μάλλον, δεν ήταν και πολύ σωστές οι ερωτήσεις που τις έκανε. Απλά δεν ήξερε τι άλλο να πει, και προσπαθούσε συγχρόνως να την κάνει να ξεχάσει το ποίημά της και να του μιλήσει γι’αυτά που πραγματικά την απασχολούσαν. Καλύτερα, όμως, να την άφηνα ήσυχη. Ούτως ή άλλως, δεν θα την παντρευόταν· το ήξερε. Δε μπορούσε να μπλέξει αυτό το κοριτσάκι, ξαφνικά, στη δύσκολη πολιτική της Απολλώνιας. Δεν το καταλάβαιναν οι γονείς της; Ή ήθελαν τόσο να ανελιχθούν πολιτικά που έβλεπαν την κόρη τους σαν ανθρώπινο χρήμα;

«Θα προσπαθούσα,» είπε Ευδοκία, πιο αποφασιστικά, βλέποντάς τον να την παρατηρεί σιωπηλός. «Έχω σπουδάσει πολιτική, Βασιληά μου. Ξέρω πώς διοικείται ένα βασίλειο.»

Ανέκδοτο είναι αυτό; Κανείς δεν ήξερε πώς διοικείται ένα βασίλειο αν δεν το είχε διοικήσει. Οι δάσκαλοι, όμως, συνήθως γέμιζαν το μυαλό με κάτι τέτοιες βλακείες· ο Ανδρόνικος το γνώριζε από τον καιρό που είχε κι εκείνος δασκάλους.

«Καλό αυτό,» είπε στην Ευδοκία. «Όσο περισσότερα έχεις σπουδάσει τόσο το καλύτερο.»

Η κοπέλα φάνηκε ικανοποιημένη από την παρατήρησή του. «Στην Επανάσταση τι ακριβώς κάνετε;» ρώτησε μετά.

Για μια στιγμή, ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι θα τον ρωτούσε αν υπήρχαν σπουδές που μπορούσες να κάνεις για να γίνεις επαναστάτης. «Ποια είναι η δική σου γνώμη; Τι πιστεύεις ότι κάνουμε;»

«Μόνο φήμες έχω ακούσει, Μεγαλειότατε.»

«Και σε τι συμπέρασμα σε έχουν οδηγήσει;»

«Οι φήμες σπανίως έχουν σχέση με την αλήθεια,» είπε η Ευδοκία. «Μάλιστα, πολλές φορές, αντίπαλες παρατάξεις εξαπλώνουν λασπολογίες για τους πολιτικούς τους αντιπάλους προκειμένου οι ίδιες να αποκτήσουν πολιτικά οφέλη.»

Αναρωτιέμαι πού το διάβασε αυτό. «Ναι, αλλά τα πάντα έχουν μια δόση αλήθειας,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Τι νομίζεις, λοιπόν, ότι κάνουμε στην Επανάσταση;»

«Αντιμετωπίζετε τους Παντοκρατορικούς.»

«Και ποιος είναι ο τελικός μας σκοπός;»

«Να καταλάβετε τα εδάφη της Παντοκρατορίας, Βασιληά μου,» είπε η Ευδοκία.

«Και να τα διοικήσουμε;»

«Ναι.»

«Με έδρα την Απολλώνια;»

«Ασφαλώς. Είναι το μόνο ωφέλιμο πολιτικό κίνητρο.»

Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! Αυτά διδάσκουν στους ευγενείς του Βασιλείου μου; Ο Ανδρόνικος ήθελε να γρονθοκοπήσει το δάσκαλο αυτής της κοπέλας στη μύτη, όποιος κι αν ήταν. Η Βασίλισσα Γλυκάνθη μάλλον δε θα το ενέκρινε, όμως.

«Ποιος σ’τα έχει πει αυτά;» ρώτησε ευθέως την Ευδοκία.

Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Βασιληά μου… είναι… Κανένας δεν μου τα έχει πει ακριβώς. Είναι λογικές συνεπαγωγές.»

Λογικές συνεπαγωγές… «Η Επανάσταση δεν είναι αυτό το πράγμα που νομίζεις,» της είπε.

Η Ευδοκία δε μίλησε, μοιάζοντας έκπληκτη. «Αντιμετωπίζετε την Παντοκράτειρα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, αλλά δεν αποσκοπούμε να καταλάβουμε τα εδάφη της Παντοκρατορίας. Η Επανάσταση δεν είναι άλλη μια Παντοκρατορία που προσπαθεί να εκτοπίσει την προηγούμενη. Η Επανάσταση υπάρχει σε πολλές διαστάσεις ξεχωριστά. Απλώς εγώ, ελευθερώνοντας την Απολλώνια, την ξεκίνησα. Ή, τουλάχιστον, την ξεκίνησα επισήμως. Και βοηθώ και τους επαναστάτες στις άλλες διαστάσεις όπως μπορώ. Η Απολλώνια είναι από τις ελάχιστες πραγματικά ελεύθερες διαστάσεις, Ευδοκία.» Έσβησε το τσιγάρο του μέσα στο τασάκι. «Έχεις ακούσει για τη Νόρχακ;» τη ρώτησε. «Μια καινούργια διάσταση που, μέχρι στιγμής, ήταν κλειστή και τελευταία ήρθε σε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν;»

«Φυσικά,» είπε εκείνη.

«Η Νόρχακ είναι επίσης ελεύθερη από τον ζυγό της Παντοκράτειρας. Η Απολλώνια και η Νόρχακ είναι εξαιρέσεις. Στις άλλες διαστάσεις, οι Παντοκρατορικοί έχουν τον έλεγχο και οι επαναστάτες αγωνίζονται για να τους αποτινάξουν και να ελευθερώσουν τις πατρίδες τους. Να τις ελευθερώσουν, όχι να τις παραδώσουν σε μένα. Το καταλαβαίνεις αυτό;» τη ρώτησε ήπια.

Η Ευδοκία ένευσε αμίλητα.

«Υπάρχει μεγάλη διαφορά,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Εγώ και οι άλλοι Απολλώνιοι απλά προσφέρουμε αρωγή στους επαναστάτες των υπόλοιπων διαστάσεων· δεν προσπαθούμε να κατακτήσουμε αυτές τις διαστάσεις.»

«Το κάνετε, δηλαδή, χωρίς πραγματικό όφελος…»

«Το όφελός μας είναι η τελική διάλυση της Παντοκρατορίας. Υπάρχει κέρδος στο να είσαι ελεύθερος, Ευδοκία· πολύ περισσότερο από όταν υποδουλώνεις τους άλλους.»

Η Ευδοκία έσβησε το τσιγάρο της, το οποίο είχε τελειώσει. Τα λόγια του έμοιαζε να την έχουν βάλει σε σκέψεις.

Ο Ανδρόνικος απορούσε που η κοπέλα, ύστερα από τόσες σπουδές, δεν ήξερε τούτη την απλή αλήθεια. Δεν της το είχε πει κανένας; Δεν της είχε πει κανένας τι είναι η Επανάσταση; Και βρισκόταν στην Απολλώνια; Ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι θα έπρεπε να κάνει μια έρευνα, να δει τι διδάσκονταν οι υπήκοοί του. Η μητέρα του είχε, τελικά, δίκιο που του έλεγε ορισμένες φορές ότι έπρεπε να δίνει περισσότερη σημασία στη διάστασή του και λιγότερη στις άλλες διαστάσεις.

*

Αφού είπε στους Χρυσόλαιμους πόσο αξιοθαύμαστη ήταν η κόρη τους και τους χαιρέτησε με επισημότητα, επέστρεψε στο Βασιλικό Παλάτι λίγο μετά τα μεσάνυχτα, παρότι εκείνοι προσφέρθηκαν να τον φιλοξενήσουν στην οικία τους.

«Νωρίς γύρισες,» παρατήρησε η Γλυκάνθη, συναντώντας τον στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου. «Νόμιζα ότι θα έμενες στους Χρυσόλαιμους.»

«Δεν το θεώρησα απαραίτητο, μητέρα,» είπε ο Ανδρόνικος, δίνοντας τον μανδύα του σε μια υπηρέτρια, η οποία τον πήρε κι έφυγε από την αίθουσα για να τον πάει στο πλυντήριο του παλατιού.

«Τους πρόσβαλες, δηλαδή,» είπε, επικριτικά, η Γλυκάνθη.

«Το ήξερες ότι δεν θα την παντρευόμουν, δεν το ήξερες;» Ο Ανδρόνικος γέμισε ένα κύπελλο με καφέ και ήπιε μια γουλιά.

«Αυτή δεν είναι δικαιολογία, Ανδρόνικε! Έπρεπε να τους είχες αφήσει να σε φιλοξενήσουν, από ευγένεια.»

«Θα το έχω υπόψη για άλλη φορά.»

Η Γλυκάνθη αναστέναξε, μορφάζοντας. «Τέλος πάντων. Πώς σου φάνηκε η Ευδοκία;»

«Στον κόσμο της–»

«Ελπίζω να μην το είπες αυτό στους δικούς της!»

«Μη φοβάσαι, μητέρα· δεν είμαι τόσο τρελός. Και η κοπέλα δε φταίει σε τίποτα, παρεμπιπτόντως. Απορώ, όμως, για τους δασκάλους που έχουμε…»

«Τι πάει να πει αυτό;»

Ο Ανδρόνικος δεν διευκρίνισε. Ρώτησε: «Η Βασιλική πώς και δεν είναι εδώ για να με βασανίσει;»

«Έχει βγει, με τον Άγγελο.»

«Καλώς. Πάω για ύπνο.» Ο Ανδρόνικος άφησε την κούπα του σ’ένα τραπέζι και βάδισε προς μια πλευρική έξοδο της αίθουσας.

Η Γλυκάνθη τον παρατηρούσε μέχρι που χάθηκε απ’τα μάτια της. Μετά σκέφτηκε: Αυτά τα παιδιά… Σήμερα, αργούν τόσο να μεγαλώσουν που είναι αληθινά τρομαχτικό. Στην ηλικία τους, η Γλυκάνθη ήταν πολύ πιο σοβαρή· ήταν σίγουρη γι’αυτό.

ΙΑ’
ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ

Οι επαναστάτες σκέφτονταν πώς να συνεχίσουν την έρευνά τους, καθώς έτρωγαν σ’ένα εστιατόριο της Σερίβια. Υπήρχαν δύο μέρη που μπορούσαν να παρακολουθήσουν, και ίσως και τα δύο να ήταν εξίσου σημαντικά: το οίκημα της επιχείρησης των Πανόπτων και η οικία τους μέσα στην πόλη. Η Ιωάννα πρότεινε να τα παρακολουθήσουν και τα δύο. «Νομίζω πως είμαστε αρκετοί για να το κάνουμε,» είπε. «Τρεις στο ένα, τρεις στο άλλο.»

Οι υπόλοιποι συμφώνησαν μαζί της, γιατί κανένας τους δεν είχε να προτείνει τίποτα καλύτερο· αυτό ήταν το λογικότερο να κάνουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μετά το φαγητό, ο Προαιρέσιος και ο Ανδροκλής’μορ πήραν το όχημά τους και πήγαν στο Σφύριγμα του Γάτου για να προμηθευτούν χρήσιμους εξοπλισμούς. Ο Οδυσσέας και η Ιωάννα πήγαν στο λιμάνι της Σερίβια για να αναζητήσουν μέρος με καλή θέα, ενώ ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη περίμεναν στο εστιατόριο.

Το ξενοδοχείο «Ανατολή των Κυμάτων» ήταν δυο δρόμους απόσταση από τις αποβάθρες, και η μια μεριά του κοίταζε προς την είσοδο των Υλικών Πανόπτης. Θα έπρεπε, όμως, να βρουν δωμάτιο ψηλά, στον τρίτο όροφο τουλάχιστον, για να μπορούν να παρακολουθούν άνετα. Μπήκαν στον προθάλαμο και μίλησαν με τον υπάλληλο του ξενοδοχείου. Η Ιωάννα έκλεισε ένα δωμάτιο στον έκτο (και τελευταίο) όροφο, δίνοντας την ταυτότητά της που είχε ψεύτικα στοιχεία ειδικά φτιαγμένα για την Απολλώνια. Πήραν το κλειδί και πήγαν επάνω. Από το μπαλκόνι φαινόταν τέλεια η είσοδος του καταστήματος του Αργυροθώρη· και με τηλεσκόπιο τα πάντα θα φαίνονταν ακόμα καλύτερα.

Έφυγαν απ’την Ανατολή των Κυμάτων και επέστρεψαν στο εστιατόριο. Ο Προαιρέσιος και ο Ανδροκλής’μορ δεν είχαν έρθει ακόμα, αλλά σύντομα ήρθαν μαζί με τους εξοπλισμούς. Μπήκαν όλοι στο όχημά τους και πήγαν σ’έναν δρόμο κοντά στο ξενοδοχείο. Σταμάτησαν, και ο Οδυσσέας κι η Ιωάννα, παίρνοντας κάποιους εξοπλισμούς μέσα σε μια βαλίτσα κι έναν σάκο, βγήκαν και επισκέφτηκαν πάλι το δωμάτιό τους στην Ανατολή των Κυμάτων. Η Ιωάννα άνοιξε τη βαλίτσα, έβγαλε το φωτογραφικό τηλεσκόπιο, και το έστησε πίσω από το μπαλκόνι. Γονατίζοντας στο ένα γόνατο, κοίταξε μέσα από τον φακό του. «Τέλεια,» είπε.

Αφήνοντας τα πράγματα στο δωμάτιο, έφυγαν από το ξενοδοχείο, επέστρεψαν στο όχημα, και ο Οδυσσέας οδήγησε προς την οικία των Πανόπτων, η οποία βρισκόταν στη βόρεια μεριά της Σερίβια. Η κίνηση στους δρόμους ήταν λίγο καλύτερη απ’ό,τι πριν, καθώς είχε περάσει το μεσημέρι και ο περισσότερος κόσμος είχε γυρίσει σπίτι του ύστερα από τις δουλειές του.

«Δεν υπάρχουν ξενοδοχεία εδώ κοντά,» παρατήρησε η Ιωάννα όταν έφτασαν στη γειτονιά της οικίας των Πανόπτων. Στους γειτονικούς δρόμους ήταν, κυρίως, μονοκατοικίες με κήπους.

«Θα πρέπει, λοιπόν, να το παρακολουθήσουμε αλλιώς,» είπε ο Οδυσσέας. «Μέσα από οχήματα, και παριστάνοντας τους περαστικούς. Δε φαίνεται να υπάρχει άλλος τρόπος.»

«Ναι,» συμφώνησε η Ιωάννα. «Ποιοι θα το αναλάβουν; Θελλέδη; Σαρφάλλη;» Τους κοίταξε στο πίσω κάθισμα.

Εκείνοι έγνεψαν καταφατικά.

«Ανδροκλή;»

«Θέλεις να είμαι κι εγώ εδώ;»

«Ναι. Ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη ίσως να χρειαστούν τις ικανότητές σου στην παρακολούθηση του σπιτιού.»

«Ο Προαιρέσιος θα πάει μαζί σας, στο ξενοδοχείο;»

«Ναι.»

«Πιο ευνοημένος από μένα, πάντα,» αστειεύτηκε ο μάγος, λοξοκοιτάζοντας τον Προαιρέσιο.

*

Νύχτα στη Σερίβια.

Τα περισσότερα καταστήματα ήταν κλειστά. Το ίδιο και τα Υλικά Πανόπτης. Ο Οδυσσέας, όμως, ήταν καθισμένος σ’ένα σκαμνί μπροστά στο τηλεσκόπιο και παρακολουθούσε, για παν ενδεχόμενο. Γιατί η Ιωάννα δεν ήταν μαζί μ’εκείνον και τον Προαιρέσιο στο δωμάτιο· ήταν κάτω, στους δρόμους της πόλης.

Βαδίζοντας χωρίς να βιάζεται, η Μαύρη Δράκαινα προσπέρασε το κλειστό κατάστημα της οικογένειας του Αργυροθώρη.

Γνώριζε ότι το μέρος φυλασσόταν από συναγερμό, και δε θα μπορούσε να εισβάλει αν δεν τον αδρανοποιούσε πρώτα. Ο Ανδροκλής’μορ είχε προηγουμένως κάνει έναν γρήγορο έλεγχο και είχε ανακαλύψει ότι το σύστημα συναγερμού βασιζόταν σε αισθητήρες στις εισόδους και στα παράθυρα οι οποίοι θα εντόπιζαν αμέσως έναν άνθρωπο που περνούσε. Δεν υπήρχε τρόπος να τους αποφύγεις με κάποιον έξυπνο ελιγμό· δεν είχαν στενή ακτίνα επίδρασης. Οι αισθητήρες συνδέονταν με τα καλώδια του επικοινωνιακού δικτύου του οικήματος· έτσι, μόλις εντόπιζαν διαρρήκτη, σε κάποιο μέρος θα δινόταν σήμα. Το μέρος αυτό ο Ανδροκλής δεν μπορούσε να ξέρει πού ήταν. Ίσως να ήταν σε μια υπηρεσία ασφάλειας, ίσως στην ίδια την οικία των Πανόπτων. Αλλά δεν είχε σημασία, σε τελική ανάλυση.

Τα καλώδια του επικοινωνιακού δικτύου της επιχείρησης συνδέονταν με τα καλώδια του ευρύτερου επικοινωνιακού δικτύου της γειτονιάς. Επομένως, αν η Ιωάννα αδρανοποιούσε το δεύτερο, θα αδρανοποιούσε και το πρώτο.

Η Μαύρη Δράκαινα πλησίασε το επικοινωνιακό κουτί σε μια γωνία των άδειων νυχτερινών δρόμων. Έναν μεταλλικό κύβο που είχε το μισό της ύψος και στο φάρδος ήταν λίγο πιο μεγάλος απ’ό,τι εκείνη. Τον χρησιμοποιούσε η Υ.Τ.Α. (ακρώνυμο για την Υπηρεσία Τηλεπικοινωνιών Απολλώνιας) για να διορθώνει βλάβες και, γενικά, για να ελέγχει το δίκτυο. Τα κουτιά ήταν, συνήθως, κλειδωμένα και ειδικά προστατευμένα. Αν έσπαγες την κλειδωνιά τους με λάθος τρόπο, σε διαπερνούσε ένα ενεργειακό ρεύμα, αρκετά δυνατό για να παραλύσει τους μύες σου και να σε αναισθητοποιήσει, ενώ συγχρόνως συναγερμός χτυπούσε στα κεντρικά της Υ.Τ.Α.

Η Ιωάννα φορούσε τώρα, πάνω από τη στολή της Μαύρης Δράκαινας, ένα χιτώνιο που την αναγνώριζε ως υπάλληλο της Υ.Τ.Α. Το είχαν προμηθευτεί από το Σφύριγμα του Γάτου, όπου οι επαναστάτες είχαν κι άλλες τέτοιες χρήσιμες στολές από τον καιρό που η Απολλώνια βρισκόταν υπό την κατοχή της Παντοκράτειρας, και ακόμα και σήμερα φαίνονταν χρήσιμες.

Η Ιωάννα άνοιξε την κλειδωνιά του κουτιού χωρίς να ενεργοποιήσει κανένα από τα παράπλευρα δυσάρεστα αποτελέσματα. Δεν ήταν δύσκολο για εκείνη. Οι κλειδωνιές της Υ.Τ.Α. δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μέτριες – ικανές να σταματήσουν έναν απλό κακοποιό ή κατάσκοπο αλλά όχι και μια Μαύρη Δράκαινα.

Η Ιωάννα έβγαλε από τη θέση του ένα καλώδιο, απομονώνοντας ετούτη τη γειτονιά από το ευρύτερο δίκτυο.

Οι υπάλληλοι στα κεντρικά της Υ.Τ.Α. δε θ’αργούσαν να καταλάβουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Έπρεπε, επομένως, να κινηθεί γρήγορα. Έκλεισε το κουτί (χωρίς να το κλειδώσει) κι έτρεξε σ’ένα σοκάκι. Μέσα στις πυκνές σκιές του, έβγαλε το χιτώνιο της Υ.Τ.Α. κι έμεινε με τη μελανή της στολή που την έκανε ένα με το σκοτάδι.

Πλησίασε τα Υλικά Πανόπτης. Πήγε στην είσοδο των υπαλλήλων και διέρρηξε την κλειδαριά. Μπήκε, ανάβοντας έναν μικρό φακό. Στο ισόγειο τής ήταν απαραίτητος, γιατί υπήρχαν ελάχιστα παράθυρα, κι αυτά κλειστά. Σκοτάδι βασίλευε. Τα βήματά της δεν έκαναν θόρυβο, από συνήθειο παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο· δε νόμιζε ότι ήταν κανένας εδώ μέσα για να την ακούσει.

Ανέβηκε στον δεύτερο όροφο χρησιμοποιώντας τη σκάλα – και σβήνοντας τον φακό της, καθώς οι γυάλινοι τοίχοι άφηναν άπλετο νυχτερινό φωτισμό να μπαίνει. Πήγε στο γραφείο του Αργυροθώρη. Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη, έτσι μπήκε χωρίς να καθυστερήσει. Τράβηξε μια καρέκλα κάτω από το φως που κρεμόταν, σβηστό, από το ταβάνι. Ανέβηκε στην καρέκλα, έβγαλε έναν τηλεοπτικό κοριό από τη ζώνη της, τον ενεργοποίησε, και τον προσάρτησε στο πλάι του φωτός.

Κατεβαίνοντας απ’την καρέκλα, άνοιξε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της και είπε: «Οδυσσέα, έλεγξε.»

Μετά από λίγο ήρθε η απάντηση: «Όλα εντάξει. Σε βλέπω.»

Η Ιωάννα πλησίασε το γραφείο του Αργυροθώρη, ξεβίδωσε τον επικοινωνιακό δίαυλο εκεί, και έβαλε έναν κοριό μέσα προτού τον ξαναβιδώσει. Μετά, ανοίγοντας συρτάρια και φακέλους, έκανε μια εσπευσμένη έρευνα, μήπως ανακαλύψει τίποτα. Δε βρήκε, όμως, κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει ύποπτο – και δεν είχε χρόνο μέχρι η Υ.Τ.Α. να ανακαλύψει τη διακοπή στο δίκτυό της και να στείλει κάποιον να το επισκευάσει.

Έφυγε από το γραφείο του Αργυροθώρη και από το οίκημα της επιχείρησης. Κλείδωσε πάλι την πόρτα που είχε διαρρήξει για να μπει και πήγε προς το επικοινωνιακό κουτί. Κανείς δεν φαινόταν να το πλησιάζει· επομένως, ή η Υ.Τ.Α. δεν είχε ακόμα ειδοποιηθεί ή δεν είχε ακόμα φτάσει. Η Ιωάννα φόρεσε το χιτώνιο που είχε φορέσει και πριν, πήγε στο κουτί, συνέδεσε το αποσυνδεδεμένο καλώδιο, έκλεισε το κουτί, το κλείδωσε, και έφυγε.

Σ’ένα σκοτεινό σοκάκι, έβγαλε το χιτώνιο της Υ.Τ.Α. και τη στολή της Μαύρης Δράκαινας (το ψύχος της χειμωνιάτικης νύχτας την περόνιασε για λίγο, αλλά δεν ήταν κάτι που δεν είχε μάθει να αντέχει), τράβηξε απ’το σάκο της ένα τυλιγμένο νυχτερινό φόρεμα και μια κάπα, και ντύθηκε μ’αυτά.

Χωρίς βιάση, βάδισε προς το ξενοδοχείο «Ανατολή των Κυμάτων», σαν να είχε επιστρέψει από κάποιο νυχτερινό μπαρ.

*

Στην άλλη άκρη της Σερίβια, ο Θελλέδης, η Σαρφάλλη, και ο Ανδροκλής’μορ παρακολουθούσαν την οικία των Πανόπτων καθισμένοι μέσα σ’ένα τρίκυκλο όχημα που είχαν νοικιάσει. Το σκέπαστρο ήταν φιμέ, έτσι δεν μπορούσε κανείς να τους διακρίνει από έξω.

Ο μάγος είχε διαρκώς εστιασμένο στην οικία ένα Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος (παιχνιδάκι για έναν Τεχνομαθή, αν και τον κούραζε λίγο) για να δει μήπως κάποιος πομπός έμπαινε σε λειτουργία στο εσωτερικό της. Με τους επικοινωνιακούς διαύλους δεν μπορούσε να κάνει το ίδιο, γιατί το σήμα τους περνούσε μέσα από καλώδια, και το Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος έπιανε (ως αύρες) συχνότητες μόνο.

*

Οι Πανόπτες, όπως αποδείχτηκε, δεν είχαν επισκέψεις εκείνο το βράδυ, και κανένας πομπός δεν μπήκε σε λειτουργία εντός της οικίας τους.

Ούτε ο Οδυσσέας είδε την Υ.Τ.Α. να έρχεται για να μάθει τι είχε συμβεί με το δίκτυο. Μάλλον η Ιωάννα είχε τελειώσει τη δουλειά της προτού πάρουν είδηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Τα πάντα ήταν στημένα όπως όφειλαν. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να περιμένουν.

ΙΒ’
ΜΙΑ ΘΕΡΜΗ ΥΠΟΔΟΧΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗΑ

Ο Ανδρόνικος καθόταν στη θέση του και κοίταζε, από το παράθυρο, τα νερά της Άπατης Θάλασσας να αφρίζουν από κάτω του και τα νησιά να μοιάζουν με σκίτσα επάνω σε χάρτη.

Το αεροσκάφος του πετούσε προς τη Βανκάρη, όπου μέχρι πρότινος Δούκας ήταν ο Ταχύβιος, αλλά όχι πλέον. Είχε στραφεί στη θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ, όπως και η σύζυγός του, Κορνηλία, η ξαδέλφη του Ανδρόνικου, και, όταν η Κορνηλία σκοτώθηκε και οι πιστοί του Μαύρου Νάρζουλ έχασαν τον έλεγχο της Απολλώνιας, ο Ταχύβιος εξαφανίστηκε, μην αφήνοντας κανένα ίχνος πίσω του για το πού μπορεί να είχε πάει. Τα παιδιά του (τα οποία ήταν μικρά) επίσης εξαφανίστηκαν περιέργως μέσα από το παλάτι της Βανκάρης.

Τώρα, Δούκας της περιοχής ήταν ο Πολύστρατος, ο μεγαλύτερος αδελφός του Ταχύβιου· και είχε ορκιστεί στον Ανδρόνικο ότι δεν θ’άφηνε να συμβεί ό,τι είχε συμβεί με τον αδελφό του. Οι υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ δεν θα αποκτούσαν δύναμη στα μέρη του όσο εκείνος ήταν άρχοντας.

Λιγότερο από ένα τέταρτο πτήσης απέμενε πλέον. Σύντομα το αεροπλάνο θα προσγειωνόταν στον αερολιμένα της Βανκάρης, και ο Ανδρόνικος θα πήγαινε να συναντήσει ακόμα μία από τις προτεινόμενες νύφες. Μια κόρη του Οίκου των Τρίχορδων, η οποία ονομαζόταν Πενθίλη και ήταν είκοσι-πέντε χρονών. Ο Ανδρόνικος δεν την είχε ξαναδεί. Και ούτε κι η μητέρα του ήξερε πολλά γι’αυτήν. Η Αρχόντισσα Αχίλλεια Τρίχορδη, όμως, είχε ζητήσει επίμονα από τη Γλυκάνθη να λάβει υπόψη την κόρη της. Ο Βασιληάς δεν θα απογοητευόταν καθόλου από τη συνάντησή του μαζί της, είχε πει, ακόμα κι αν αποφάσιζε να μην την παντρευτεί.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Αχίλλειας, η Πενθίλη, εκτός από όμορφη (και ποιος δεν θα έλεγε ότι η κόρη του ήταν όμορφη;), ήταν και πολύ καλή στην κοινωνική ζωή, και ασχολιόταν μ’όλες τις τελευταίες μόδες και τα νέα στις εφημερίδες και στα κανάλια. Ήταν δημοσιογράφος για το τοπικό τηλεοπτικό κανάλι Βανκάρια Νέα, το οποίο εξέπεμπε ώς την Ελκοβρία.

Ο Ανδρόνικος δεν εμπιστευόταν και τόσο τους δημοσιογράφους, γενικά, αλλά ήξερε επίσης ότι δεν ήταν καλό να κρίνεις βάσει προκαταλήψεων. Μπορεί η Πενθίλη Τρίχορδη να ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα γυναίκα. Μπορεί η Βασίλισσά του να κρυβόταν στη Βανκάρη, χωρίς να το έχει ποτέ υποψιαστεί… αν και, κάπου βαθιά μέσα του, το αμφέβαλλε.

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στον αερολιμένα της Βανκάρης, και ο Ανδρόνικος κατέβηκε φορώντας ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, γιατί ο ήλιος ήταν δυνατός σήμερα. Πολεμιστές της Βασιλικής Φρουράς τον συνόδευαν, ντυμένοι πλούσια, με ξίφη και πιστόλια να κρέμονται από τις ζώνες τους.

Μια ένστολη επιτροπή υποδοχής συνάντησε τον Βασιληά της Απολλώνιας στον αεροδιάδρομο και προθυμοποιήθηκε να τον συνοδέψει ώς το παλάτι του Δούκα Πολύστρατου. Ο Ανδρόνικος τούς ευχαρίστησε αλλά είπε ότι θα πήγαινε κατευθείαν στην οικία των Τρίχορδων. «Μεταβιβάστε, όμως, στον Δούκα τους χαιρετισμούς μου.»

«Όπως επιθυμείτε, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η επικεφαλής της επιτροπής, με μια σύντομη υπόκλιση.

Ο Ανδρόνικος πήγε, μαζί με τους σωματοφύλακές του, στο όχημα που τον περίμενε στο γκαράζ του αεροδρομίου, και ο οδηγός ξεκίνησε για την οικία των Τρίχορδων. Οι δρόμοι άνοιγαν για να περάσει γρήγορα ο Βασιληάς της Απολλώνιας, καθώς η τοπική χωροφυλακή είχε ήδη ειδοποιηθεί.

Ο Ανδρόνικος δεν άργησε να φτάσει στην έπαυλη, η οποία βρισκόταν στην ανατολική μεριά της πόλης. Ένα τετραώροφο οίκημα, περιστοιχισμένο από έναν αρκετά μεγάλο κήπο. Οι φρουροί άνοιξαν την καγκελωτή πύλη αφήνοντας το όχημα του Βασιληά να μπει και να σταθμεύσει στο γκαράζ.

Η οικογένεια των Τρίχορδων τον περίμενε σε μια μεγάλη αίθουσα στο εσωτερικό της οικίας. Ο Ανδρόνικος χαιρέτησε πρώτα την Αχίλλεια, μια αριστοκρατική γυναίκα λίγο πιο νέα από τη μητέρα του, η οποία ήταν Μητριάρχης του Οίκου. Μετά, χαιρέτησε τον σύζυγό της, Θεοδόσιο, που ήταν μικρότερος από εκείνη και είχε δέρμα καφέ – μάλλον, καταγόταν από τα Νότια Δουκάτα – και μαλλιά σκούρα μπλε. Μαζί με την Αχίλλεια και τον Θεοδόσιο ήταν ο Αβρώνυχος, ο μεγάλος γιος τους (που είχε δέρμα καφέ όπως ο πατέρα του), η σύζυγός του, και η Πενθίλη. Η τελευταία είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ, όπως η μητέρα της, και τα μαλλιά της ήταν κατάμαυρα και στιλπνά, πέφτοντας καλοχτενισμένα ώς τη μέση της. Τα μάτια της ήταν μικρά και σκοτεινά, και είχε ένα λοξό χαμόγελο στα κατακόκκινα χείλη της. Φορούσε μια πράσινη εφαρμοστή μπλούζα με μακριά μανίκια και ζιβάγκο, η οποία είχε ένα ανάποδο τριγωνικό άνοιγμα στο στέρνο, τραβώντας αμέσως την προσοχή εκεί και αποκαλύπτοντας τα στήθη της, που, ο Ανδρόνικος δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει, ήταν όμορφα, στητά, και στρογγυλά· και δεν πρέπει να φορούσε στηθόδεσμο κάτω απ’τη μπλούζα: οι ρόγες της ήταν δύο μικρές, μυτερές προεξοχές μέσα από το βαμβακερό ύφασμα. Η φούστα της Πενθίλης ήταν μπεζ, κοντή, και είχε ένα σκίσιμο στον αριστερό μηρό. Οι κάλτσες της γυάλιζαν, μεταξωτές και λευκές. Τα παπούτσια της ήταν μαύρα, δερμάτινα, και δένονταν στις κνήμες. Γύρω από τη μέση της και πάνω από την πράσινη μπλούζα της, κουλουριαζόταν μια ζώνη από χρυσούς κρίκους, που στην πόρπη της ήταν ένα ρουμπίνι.

Το πρόσωπο της Πενθίλης ήταν έντονα βαμμένο, και στα χέρια της φορούσε βραχιόλια και δαχτυλίδια. Από τα αφτιά της κρεμόταν ένα ζευγάρι μακριά, χρυσά σκουλαρίκια. Από τον λαιμό της, όμως, δεν κρεμόταν κανένα περιδέραιο· μάλλον, δεν ήθελε τίποτα να αποσπά την προσοχή από το μπούστο της.

Ο Ανδρόνικος τη χαιρέτησε δίνοντάς της το χέρι του.

«Τιμή μου να γνωρίζω επιτέλους τον Βασιληά της Απολλώνιας,» είπε εκείνη, κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση ενώ ακόμα κρατούσε το χέρι του. Τα πόδια της κινήθηκαν επιδέξια, παρατήρησε ο Ανδρόνικος· ο αριστερός της μηρός αποκαλύφθηκε περισσότερο μέσα από το σκίσιμο της φούστας της: φάνηκε το σημείο όπου δενόταν η κάλτσα. «Τον Πρίγκιπα της Επανάστασης,» συνέχισε η Πενθίλη, υψώνοντας πάλι το βλέμμα της και κοιτάζοντάς τον κατάματα.

Ο Ανδρόνικος φίλησε το χέρι της. «Η τιμή είναι δική μου,» είπε, μη μπορώντας παρά να αισθάνεται γοητευμένος από την παρουσία και τον τρόπο της, παρότι γνώριζε ότι ήταν και τα δύο επιτηδευμένα προκειμένου να τον προσελκύσει.

«Μεγαλειότατε,» είπε η Αχίλλεια, «επιτρέψτε μου να σας ξεναγήσω στην έπαυλή μας.»

«Δε χρειάζεται, μητέρα,» παρενέβη η Πενθίλη· «θα ξεναγήσω εγώ τον Βασιληά, αν κι εκείνος συμφωνεί.»

Η Αχίλλεια φάνηκε, για μια στιγμή, να χάνει τα λόγια της, σα να μην ήξερε αν θα προσβαλόταν από αυτό ο Ανδρόνικος.

Αλλά εκείνος είπε στην Πενθίλη: «Ο Βασιληάς συμφωνεί. Ξενάγησέ με.»

Η Πενθίλη χαμογέλασε. «Έλα μαζί μου,» είπε δίνοντάς του το χέρι της. Και προς την Αρχόντισσα Αχίλλεια: «Θα έρθουμε μετά, για μεσημεριανό, μητέρα.»

«Ασφαλώς,» αποκρίθηκε εκείνη. «Και ό,τι άλλο επιθυμεί ο Μεγαλειότατος δεν έχει παρά να μας το ζητήσει.»

«Τα πάντα είναι υπέροχα, Αρχόντισσά μου,» της είπε ευγενικά ο Ανδρόνικος.

Πήρε το χέρι της Πενθίλης κι εκείνη άρχισε να τον οδηγεί μέσα στα δωμάτια της μεγάλης οικίας. Δεν χρειαζόταν καμια προτροπή για να του μιλά στον ενικό, όπως είχε διαπιστώσει ο Ανδρόνικος από τη στιγμή που του είπε Έλα μαζί μου, και το προτιμούσε έτσι. Ήταν, βασικά, η μοναδική προτεινόμενη νύφη που είχε συναντήσει ώς τώρα η οποία έδειχνε τόσο άνετη κοντά του από την αρχή. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι ήταν δημοσιογράφος.

«Το ξέρω,» του είπε ύστερα από λίγο, «ότι αυτό πρέπει να είναι ένα πολύ, πολύ βαρετό σπίτι μετά από τις οικίες που θα έχεις δει. Όποτε θέλεις μπορούμε να σταματήσουμε.»

«Δεν έχω βαρεθεί,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, χωρίς να λέει ψέματα. «Είναι πολύ νωρίς ακόμα,» πρόσθεσε μειδιώντας. «Κι επιπλέον, η αρχιτεκτονική της Βανκάρης διαφέρει πολύ από την αρχιτεκτονική που συναντά κανείς στην Απαστράπτουσα ή σε άλλα μέρη της Απολλώνιας.»

«Ναι, σίγουρα,» είπε η Πενθίλη ενώ ο μηρός της τριβόταν, σκόπιμα δίχως αμφιβολία, επάνω του καθώς βάδιζε πλάι του. «Αλλά είμαι βέβαιη ότι εσύ θα έχεις πολύ πιο συναρπαστικά πράγματα να πεις. Από την Επανάσταση.»

Ο Ανδρόνικος γέλασε. «Δημοσιογραφικό ενδιαφέρον;»

Η Πενθίλη τον λοξοκοίταξε. «Γνωρίζεις τα πάντα για μένα, λοιπόν;»

«Μερικά βασικά πράγματα μόνο. Είμαι βέβαιος ότι εσύ γνωρίζεις περισσότερα για εμένα

Τα δάχτυλά της πλέχτηκαν, δυνατά, ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Από δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, και μόνο.»

«Τι κάνεις, λοιπόν, στη δουλειά σου;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος ενώ διέσχιζαν μια αίθουσα με αγάλματα.

«Δεν ξέρεις τι κάνουν οι δημοσιογράφοι;»

«Δεν κάνουν όλοι οι δημοσιογράφοι τα ίδια, νομίζω.»

«Κατά βάθος, τα ίδια κάνουν,» του είπε η Πενθίλη. «Κυνηγάνε την είδηση. Αυτό είναι το βασικό. Δεν είμαι παρουσιάστρια, αν αναρωτιέσαι. Δε βγαίνω στα βραδινά νέα.» Γέλασε. «Με φαντάζεσαι να βγαίνω στα βραδινά νέα;»

Ο Ανδρόνικος δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν το τόσο αστείο σ’αυτό. Αναμφίβολα, αν η Πενθίλη έβγαινε στα βραδινά νέα, ίσως να αυξανόταν η θεαματικότητα του καναλιού. Ωστόσο, χαμογέλασε για να μην την προσβάλει. «Δεν είναι του τύπου σου, να υποθέσω;»

«Ακριβώς. Εγώ κυνηγάω τις ειδήσεις.»

«Τις πιάνεις συνήθως;»

Η Πενθίλη γέλασε και, σταματώντας να βαδίζει, στάθηκε εμπρός του. «Ναι, συνήθως…» είπε κοιτάζοντας το πρόσωπό του. Τα χέρια της άγγιζαν τα πλευρά του.

Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε το σώμα του να αντιδρά θετικά στο άγγιγμά της. Και τα χείλη της ήταν τόσο κοντά του… Τα άγγιξε με τα δικά του χείλη. Μαλακά και γλυκά. Γεύση από κραγιόν.

Η Πενθίλη έκανε ελαφρώς πίσω, υπομειδιώντας. «Αλλά,» πρόσθεσε, «δεν έχω και τίποτα σπουδαίο να κυνηγήσω εδώ, στη Βανκάρη. Σίγουρα, όχι ειδήσεις για τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο, τουλάχιστον.» Τα χέρια της χάιδευαν τους βραχίονές του τώρα, πάνω από το λευκό πουκάμισό του και κάτω από τον πορφυρό μανδύα του. «‘Πρίγκιπα’ δε σε λένε ακόμα οι επαναστάτες, παρότι είσαι τώρα Βασιληάς;»

«Πώς το ξέρεις αυτό;»

«Έχω δημοσιογραφικό ενδιαφέρον.»

Η Πενθίλη τον έπιασε πάλι από το χέρι και συνέχισε να τον οδηγεί μέσα στα (ειδικά στολισμένα για την περίσταση, ήταν βέβαιος ο Ανδρόνικος) δωμάτια της έπαυλης.

«Το δικό μου δωμάτιο θα σ’το φυλάξω για έκπληξη,» του είπε όταν έφτασαν στον τρίτο όροφο, όπου βρίσκονταν οι κρεβατοκάμαρες της οικογένειας.

«Ό,τι πεις εσύ,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.

Εκείνη μειδίασε. Και μετά από μερικά βήματα, σταμάτησαν πάλι για να φιληθούν.

«Οι φήμες δε λένε ψέματα, λοιπόν…» παρατήρησε η Πενθίλη, αγγίζοντας το μουσάτο μάγουλό του.

«Οι φήμες;»

«Λένε ότι φιλάς καλά αλλά φιλάς τις λάθος γυναίκες.»

«Σοβαρά; Και είσαι μια από αυτές τις λάθος γυναίκες;»

«Φυσικά και είμαι. Όμως δεν το ξέρεις ακόμα.»

Ο Ανδρόνικος γέλασε. Τη φίλησε πάλι. Ήταν, σίγουρα, πολύ πιο διασκεδαστική απ’ό,τι περίμενε.

Όταν τα δωμάτια της οικίας τελείωσαν, η Πενθίλη τον οδήγησε στα μονοπάτια του κήπου.

«Κι αυτός, είμαι βέβαιη, θα είναι ένας πολύ βαρετός κήπος για σένα,» του είπε. «Τίποτα το ιδιαίτερα εντυπωσιακό.»

«Τουλάχιστον έχω καλή παρέα.»

Η Πενθίλη στράφηκε να τον αντικρίσει. «Αποφάσισες, δηλαδή, ποια θα είναι η Βασίλισσά σου;» τον ρώτησε υψώνοντας τα φρύδια.

«Όχι ακόμα.»

«Έχω, όμως, πιθανότητες;»

Ο Ανδρόνικος έπιασε το σαγόνι της ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη του δεξιού του χεριού. «Ελάχιστες,» απάντησε.

Η Πενθίλη χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας λευκά δόντια πίσω από κατακόκκινα χείλη.

Ο Ανδρόνικος τη φίλησε.

«Τουλάχιστον, σ’αρέσει να με φιλάς,» του είπε εκείνη. «Αυτό πρέπει να είναι καλός οιωνός. Αλλά το ξέρω πως, συγχρόνως, θέλεις να με κάνεις να έχω αγωνία – και δε με πειράζει. Είναι πιο ενδιαφέρον έτσι.»

Αναμφίβολα είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, συμπέρανε ο Ανδρόνικος.

Ο περίπατός τους στον κήπο συνεχίστηκε, και η Πενθίλη τον ρώτησε καθώς βάδιζαν: «Τι θα ήθελες να μάθεις για μένα, εκτός απ’αυτά που ήδη ξέρεις;»

«Έχεις ξαναπαντρευτεί;»

«Δεν το ξέρεις αυτό;»

«Δε ρώτησα.»

«Τι ευγενικός άντρας… Όχι, δεν έχω ξαναπαντρευτεί. Θα είσαι ο πρώτος μου, αν αποφασίσεις να είσαι.»

«Είμαι βέβαιος ότι δεν θα είμαι ο… πρώτος σου.»

Η Πενθίλη γέλασε. «Ζιζάνιο! Και λέτε ότι εμείς, οι δημοσιογράφοι, είμαστε όλο υπονοούμενα και λογοπαίγνια.»

Στράφηκε για να τον ξαναφιλήσει· και, καθώς φιλιόνταν, το χέρι της γλίστρησε κάτω, αγγίζοντας τη σκληρή στύση του. Ο Ανδρόνικος νόμισε για μια στιγμή ότι η Πενθίλη θα ξεκούμπωνε το παντελόνι του και θα τον προέτρεπε να κάνουν έρωτα εδώ, στον κήπο· αλλά μετά, ξαφνικά, αποτραβήχτηκε λέγοντάς του: «Είναι μεσημέρι πια. Πάμε να φάμε; Η μαμά θ’αρχίσει να μας ψάχνει.» Η αναπνοή της ήταν γρήγορη και η φωνή της λαρυγγώδης.

«Ναι, πάμε,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, διαπιστώνοντας πως το ίδιο ίσχυε και για τη δική του αναπνοή και φωνή.

Το μεσημεριανό ήταν, πράγματι, έτοιμο στην τραπεζαρία της οικίας, και εκεί τούς περίμεναν η Αρχόντισσα Αχίλλεια, ο Άρχοντας Θεοδόσιος, και ο Αβρώνυχος με τη σύζυγό του.

«Πώς ήταν η ξενάγησή σας, Μεγαλειότατε;» ρώτησε η Αχίλλεια, προτού καθίσουν στο μεγάλο τραπέζι απ’όπου έρχονταν μυρωδιές που έσπαγαν τη μύτη.

«Εξαιρετική, Αρχόντισσά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Ίσως η καλύτερη που μου έχουν κάνει ποτέ.»

«Ο Βασιληάς μας προσπαθεί να μας κολακέψει,» είπε η Αχίλλεια.

«Γιατί το λες αυτό, μητέρα;» ρώτησε η Πενθίλη, με φανερή διάθεση να την πειράξει. «Θεωρείς ότι δεν είμαι καλή ξεναγός;»

«Δεν ήθελα να πω αυτό, Πενθίλη· απλώς…»

«Η ξενάγηση ήταν υπέροχη,» είπε ο Ανδρόνικος για να τη βγάλει από τη δύσκολη θέση. «Πραγματικά.»

Έτσι, κάθισαν στο τραπέζι και άρχισαν να τρώνε, ενώ η Αχίλλεια και ο Θεοδόσιος προσπαθούσαν να κάνουν ευχάριστη κι ελαφριά κουβέντα, μιλώντας για διάφορα όχι και τόσο σημαντικά θέματα. Μέχρι που έφτασαν στο θέμα του υπερδιαστασιακού στροβίλου στην Ταλκασία.

«Μερικοί ευγενείς έχουν αληθινά ανησυχήσει, Μεγαλειότατε,» είπε ο Θεοδόσιος. «Λένε ότι η Απολλώνια σίγουρα θα διχοτομηθεί.»

«Δεν είναι αυτά λόγια να λέγονται τώρα, Θεοδόσιε!» είπε επικριτικά η Αχίλλεια.

«Ο κίνδυνος είναι πραγματικός,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί αυτό. Αλλά έχω βάλει ανθρώπους μου να ασχοληθούν με το θέμα, και πιστεύω ότι αργά ή γρήγορα θα βρουν τη λύση.» Η Πενθίλη καθόταν δίπλα του στο τραπέζι, και τα χέρια της δεν ήταν καθόλου ήσυχα: κάθε τόσο τον άγγιζε εκεί όπου κανένας δεν μπορούσε να κοιτάξει. Και ακόμα και τώρα, που η κουβέντα είχε σοβαρέψει, το χέρι της ήταν στο γόνατό του, χωρίς να κινείται.

«Θα διαλύσουν τον στρόβιλο;» ρώτησε ο Θεοδόσιος.

«Ναι, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Δεν έχω αμφιβολία πως θα τα καταφέρουν.»

Δεν συζήτησαν άλλο για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο· η συζήτηση γύρισε πάλι στο ευχάριστο και ελαφρό ύφος που είχε λίγο πιο πριν. Και η Πενθίλη δεν έλεγε ν’αφήσει τον Ανδρόνικο σε ησυχία κάτω από το τραπέζι. Σύντομα, άρχισε να την πειράζει κι εκείνος, σχεδόν εκδικητικά, ενώ οι υπόλοιποι δεν έμοιαζαν να έχουν καταλάβει τίποτα για το τι συνέβαινε ανάμεσά τους. Το χέρι του Ανδρόνικου πήγε, μία φορά, κάτω απ’την κοντή της φούστα και έλυσε τη μια καλτσοδέτα της. Η Πενθίλη την ξανάδεσε γρήγορα· και ύστερα από λίγο, ο Ανδρόνικος την έλυσε και πάλι.

«Ελεεινό ζωύφιο!» του ψιθύρισε η Πενθίλη, και τον κλότσησε στην κνήμη.

Οι άλλοι εξακολουθούσαν να μην έχουν πάρει είδηση τίποτα.

Όταν το φαγητό τελείωσε, οι υπηρέτες τούς έφεραν γλυκά, ποτά, και καφέ. Η Πενθίλη και ο Ανδρόνικος, εξαντλημένοι πλέον από το παιχνίδι τους, απλά έφαγαν χωρίς άλλες αταξίες. Η Αχίλλεια και ο Θεοδόσιος ακόμα προσπαθούσαν να κάνουν κουβέντα, έστω και με θέματα που έμοιαζαν τελείως ανιαρά και ανούσια. Ο Αβρώνυχος και η σύζυγός του φαινόταν να κάθονται και να συζητούν απλά και μόνο από ευγένεια.

Τελικά, το απόγευμα, καθώς σκοτείνιαζε, οι υπόλοιποι Τρίχορδοι έφυγαν για ν’αφήσουν την Πενθίλη και τον Ανδρόνικο μόνους. Ο Βασιληάς τώρα καθόταν σε μια πολυθρόνα κι εκείνη σ’έναν καναπέ, και του έκανε νόημα νάρθει να καθίσει κοντά της. Ο Ανδρόνικος άφησε το καρυκευμένο κρασί του παραδίπλα, πήγε στον καναπέ, και κάθισε.

«Λοιπόν, κύριος,» του είπε η Πενθίλη. «Αφού θέλεις τόσο πολύ να λύσεις τις κάλτσες μου, μπορείς να το κάνεις τώρα που είναι η σωστή ώρα· γιατί είμαι κουρασμένη και θέλω να ξεκουράσω τα πόδια μου.» Και καθώς μιλούσε, ξάπλωσε στον καναπέ ακουμπώντας τα πόδια της στα γόνατά του.

Ο Ανδρόνικος εκπλησσόταν ολοένα και περισσότερο με τις κινήσεις της. Καμια άλλη από τις προτεινόμενες νύφες που είχε συναντήσει μέχρι στιγμής δεν είχε τέτοιο θάρρος μαζί του, και ούτε πίστευε ότι στο μέλλον θα συναντούσε κάποια. Αλλά δεν την έβρισκε καθόλου προσβλητική ή δυσάρεστη· το αντίθετο, μάλλον. Δεν ήξερε, ασφαλώς, αν θα την έκανε Βασίλισσά του – κατά πάσα πιθανότητα, όχι – αλλά σήμερα τουλάχιστον περνούσε καλά μαζί της. Προτιμότερο απ’το να ήταν ανιαρή ή αμήχανη.

Έλυσε τις κάλτσες της και τις τράβηξε προς τα κάτω, κάτω από τα γόνατά της, συναντώντας τα λουριά των παπουτσιών που δένονταν στις κνήμες της. Έλυσε, επομένως, και τα λουριά και έβγαλε τα παπούτσια της, ρίχνοντάς τα πλάι στον καναπέ. Στη συνέχεια έβγαλε τις κάλτσες της και τις έριξε πάνω στα παπούτσια.

«Είσαι ικανοποιημένη τώρα;» τη ρώτησε.

Η Πενθίλη είχε ήδη πάρει ένα τσιγάρο από μια ταμπακιέρα και τώρα το άναψε. Τράβηξε μια τζούρα και έβγαλε, αργά, τον καπνό απ’τα χείλη. «Θα είμαι ικανοποιημένη – ίσως – αν τρίψεις τα πόδια μου και με ξεκουράσεις ύστερα από τόση ξενάγηση που σου έκανα.»

Το θράσος της ήταν εξαίσιο! σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, διασκεδασμένος. «Εντάξει,» είπε υπομειδιώντας, «θα σε ξεπληρώσω για τον κόπο σου.»

Η Πενθίλη κάπνιζε με τα μάτια κλειστά ενόσω ο Ανδρόνικος μάλασσε τα πέλματα και τις κνήμες της.

«Αυτό θα κάνω όλη μέρα, αν σε παντρευτώ;» τη ρώτησε μετά από λίγο.

Η Πενθίλη χαμογέλασε χωρίς ν’ανοίξει τα μάτια. «Μόνο ύστερα από ξενάγηση. Συμφωνείς;»

«Ακούγεται δίκαιο.»

Το ένα μάτι της άνοιξε. «Αυτό σημαίνει ότι διάλεξες Βασίλισσα;»

«Όχι ακόμα.»

Το μάτι έκλεισε. «Παλιάνθρωπε.» Έσβησε το τσιγάρο της στο πέτρινο πάτωμα, χωρίς να κοιτάξει, και το άφησε εκεί.

Μετά από λίγο, ο Ανδρόνικος δεν μάλασσε πια τα πόδια της με τα δάχτυλά του αλλά με τα χείλη και τη γλώσσα του.

«Νομίζω,» είπε η Πενθίλη, «ότι είναι ώρα να σου δείξω το δωμάτιό μου.» Και, γρήγορα, σηκώθηκε από τον καναπέ.

«Βιαστική είσαι,» παρατήρησε ο Ανδρόνικος.

«Εσύ φταις φυσικά.» Του έδωσε το χέρι της.

Ο Ανδρόνικος το πήρε, κι εκείνη, χωρίς να σηκώσει τα παπούτσια της από το πάτωμα, τον οδήγησε πάλι μέσα στην οικία των Τρίχορδων. Τώρα όμως δεν ανέβηκαν από τις σκάλες· μπήκαν στον ανελκυστήρα· και, όσο βρίσκονταν μέσα, το χέρι της Πενθίλης γλίστρησε κάτω από το παντελόνι του, χαϊδεύοντας τη στύση του και χουφτώνοντας τους όρχεις του. Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε την αναπνοή του να κόβεται.

Ο ανελκυστήρας σταμάτησε στον τρίτο όροφο. Βγήκαν και βάδισαν ώς το δωμάτιό της. Η Πενθίλη άνοιξε την πόρτα και μπήκαν σ’έναν χώρο που ήταν όμορφα στολισμένος και γαργαλιστικά αρωματισμένος. Αλλά ο Ανδρόνικος, αυτή τη στιγμή, δεν είχε μάτια για τίποτ’άλλο παρά μόνο για εκείνη, καθώς, μόλις μπήκαν, η Πενθίλη έβγαλε τα ρούχα της, ξεκινώντας με τη φούστα (τράβηξε ένα φερμουάρ κι αυτή γλίστρησε αμέσως στους αστραγάλους της) και τελειώνοντας με τη μπλούζα της. Όπως είχε υποθέσει ο Ανδρόνικος, δεν φορούσε στηθόδεσμο, και τα στητά στήθη της φωτίζονταν σαγηνευτικά από τη φωτιά του τζακιού – ο Ανδρόνικος τώρα συνειδητοποίησε ότι υπήρχε τζάκι εδώ μέσα, καθώς επίσης και ότι κανένα άλλο, τεχνητό φως δεν ήταν αναμμένο.

Άρπαξε την Πενθίλη από τη μέση, τη σήκωσε, και φίλησε πρώτα το δεξί της στήθος κι ύστερα το αριστερό. Τα πόδια της δεν πατούσαν στο πάτωμα, κι αμέσως τυλίχτηκαν γύρω απ’τη μέση του.

«Δε θα βγάλεις τα ρούχα σου;» του είπε.

Ο Ανδρόνικος την άφησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι, ανάσκελα, και γδύθηκε ενώ εκείνη τον κοίταζε μ’ένα λοξό χαμόγελο στα χείλη της που φανέρωνε μεγάλη ικανοποίηση. Το μοναδικό ρούχο επάνω της ήταν τώρα μια λεπτή περισκελίδα, και την ξεφορτώθηκε κι αυτή με μια χαριτωμένη κίνηση, χωρίς να σηκωθεί απ’το κρεβάτι και ενώ εξακολουθούσε να έχει τα μάτια της καρφωμένα στον Ανδρόνικο.

Εκείνος πήγε κοντά της, και η Πενθίλη άνοιξε τα πόδια της και την αγκαλιά της για να τον υποδεχτεί. Ο Ανδρόνικος γλίστρησε μέσα στην υγρή, ζεστή γυναικεία φύση της, και εκείνη φώναξε δυνατά: πράγμα που τον παραξένεψε γιατί, σίγουρα, ούτε παρθένα ήταν ούτε μπορεί να είχε έρθει σε οργασμό τόσο γρήγορα.

«Ακόμα κι αν δε με παντρευτείς,» του είπε, «τουλάχιστον θα έχω να λέω ότι κάποτε πηδήχτηκα με τον Πρίγκιπα Ανδρόνικο.»

Ο Ανδρόνικος τη φίλησε, και πιέστηκε πιο βαθιά μέσα της. Αυτή τη φορά, εκείνη δε φώναξε αλλά ανταποκρίθηκε με φιλιά και αγγίγματα. Η γλώσσα της κινιόταν υπέροχα. Ο οργασμός της, που δεν άργησε να έρθει, ήταν ένα μακρόσυρτο μουγκρητό κοντά στ’αφτί του. Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε την πίεση γύρω του να αυξάνεται, και μετά από μερικές στιγμές τελείωσε μέσα της, νιώθοντας το σώμα του να τραντάζεται. Τα χείλη του ήταν κολλημένα στ’αφτί της, και σύντομα κατάλαβε ότι δάγκωνε κάτι σκληρό που δεν μπορεί να ήταν το δέρμα της.

Ανασηκώθηκε από πάνω της, και έβγαλε το μακρύ σκουλαρίκι της από το στόμα του. «Αυτό είναι δικό σου, νομίζω.»

Η Πενθίλη τότε ξέσπασε σε νευρικό γέλιο που δεν έλεγε να σταματήσει, ώσπου ο Ανδρόνικος αποφάσισε ν’αρχίσει να τη γαργαλά, και στο τέλος εκείνη έπαψε να γελά, λαχανιασμένη και καταϊδρωμένη. Η μυρωδιά του ιδρώτα της, αναμειγμένη με την οσμή του αρώματός της, ήταν σαν ναρκωτικό στα ρουθούνια του.

Έμειναν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, βαριανασαίνοντας κι οι δυο τους.

«Τι λες, λοιπόν;» τον ρώτησε η Πενθίλη μετά από κάποια ώρα. «Μου πάει το στέμμα;»

«Και τα σκουλαρίκια δεν είναι άσχημα,» είπε ο Ανδρόνικος, υψώνοντας το σκουλαρίκι που ακόμα κρατούσε.

Εκείνη χαμογέλασε. «Έχεις γνωρίσει καλύτερες γυναίκες από εμένα;»

«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα. Και δεν πρέπει ν’αποφασίσω βιαστικά.»

Η Πενθίλη σηκώθηκε απ’το κρεβάτι, άρπαξε μια μαύρη ρόμπα, και την έδεσε στη μέση της. Έκανε το γύρω του κρεβατιού για να βρεθεί πλάι του και έσκυψε για να φιλήσει το μάγουλό του, ενώ το χέρι της γλιστρούσε προς το εφήβαιό του. «Σήκω,» του ψιθύρισε. «Θέλω να σου δείξω κάτι.»

Ο Ανδρόνικος σηκώθηκε, και η Πενθίλη τον πήρε από το χέρι, οδηγώντας τον στο κέντρο του δωματίου.

«Δεν έχει ρόμπα για μένα;» τη ρώτησε εκείνος.

«Όχι· εσύ θα περιφέρεσαι γυμνός,» του είπε, κι άγγιξε το πέος του, που κρεμόταν γαλήνια τώρα ανάμεσα στους μηρούς του αλλά το άγγιγμά της το έκανε να ανασηκωθεί σα να είχε ακούσει κάποιον να του φωνάζει και ήθελε να δει ποιος ήταν.

«Κλείσε τα μάτια,» του ψιθύρισε η Πενθίλη.

«Αρχίζεις να μ’ανησυχείς…»

«Μη φοβάσαι, δε θα σε δέσω.» Πέρασε τα χέρια της μπροστά από τα μάτια του, για να κλείσει τα βλέφαρά του.

Ο Ανδρόνικος υπάκουσε.

«Περίμενε εδώ, μην κουνηθείς.»

Ο Ανδρόνικος περίμενε καθώς την αισθανόταν να απομακρύνεται. Στο πάτωμα υπήρχε χαλί, έτσι δεν μπορούσε ν’ακούσει καθόλου τα βήματά της. Άκουσε μονάχα κάτι ν’ανοίγει. Συρτάρι; Θα μπορούσε να ήταν συρτάρι;

Ο Ανδρόνικος περίμενε κι άλλο.

«Είσαι εδώ;» τη ρώτησε, χωρίς να γυρίσει ή να ανοίξει τα μάτια.

«Δείξει λίγη υπομονή!» Η φωνή της ήταν κάπως απότομη.

Ο Ανδρόνικος άκουσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας ν’ανοίγει, σιγανά. Πού πήγαινε η Πενθίλη; Είχε ετοιμάσει κάποια έκπληξη;

Ή, μήπως, προετοιμαζόταν για να τον σκοτώσει;

Η παράνοια των επαναστατών, όπως πάντα. Δεν είμαστε σε διάσταση ελεγχόμενη από την Παντοκράτειρα, θύμισε στον εαυτό του.

Ο Οδυσσέας, όμως, είχε πει ότι υποπτευόταν πως εδώ, στην Απολλώνια, υπήρχε κάποιος προδότης–

Η Πενθίλη, πάντως, δεν είναι αυτός ο προδότης.

Κατά πάσα πιθανότητα πήγαινε να φέρει κάποια έκπληξη που είχε ετοιμάσει. Τι έκπληξη μπορεί να ήταν; Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε το όργανό του να ορθώνεται παρότι δεν μπορούσε να κάνει καμια συγκεκριμένη υπόθεση για την έκπληξη της Πενθίλης.

Και τότε ένιωσε και κάποιες τύψεις, καθώς στο μυαλό του ήρθε η Ιωάννα. Δεν έπρεπε όμως να νιώθει έτσι, είπε στον εαυτό του, γιατί αυτό ήταν κάτι που, αργά ή γρήγορα, θα έκανε με τη Βασίλισσά του. Δεν μπορούσε να αποφευχθεί.

–Η πόρτα ήταν, πάλι;

Ο Ανδρόνικος αφουγκράστηκε συνεχίζοντας να έχει τα μάτια κλειστά.

Ένας άλλος ήχος ακούστηκε τότε, σαν… Τι μπορεί να ήταν;… Κάτι που σέρνεται πάνω σε ξύλο; Πάνω σε τραπέζι; Σε γραφείο;

Τα μάτια του άνοιξαν. «Πενθ–;»

Πολύ αργά. Κάτι τυλίχτηκε – δυνατά – γύρω απ’το λαιμό του.

Σφίγγοντάς τον. Πνίγοντάς τον.

Ο Ανδρόνικος, αμέσως, έπιασε την αλυσίδα προσπαθώντας να την τραβήξει, να ελευθερώσει το λαιμό του. Αυτό δεν μπορεί να ήταν κάποιο ερωτική παιχνίδι· η καταραμένη ήθελε να τον σκοτώσει! Γιατί; Και γιατί είχε καθυστερήσει τόσο να ξεκινήσει;

Η αλυσίδα συνέθλιβε τον λαιμό του, ενώ πίσω του άκουγε κάποια να γρυλίζει άγρια. Ο Ανδρόνικος έβαλε όλη του τη δύναμη για να τραβήξει την αλυσίδα, να την πάρει από τα χέρια της. Το γόνατό της καρφώθηκε απότομα ανάμεσα στους μηρούς του, χτυπώντας τους όρχεις του, κι έμεινε εκεί, πιέζοντας. Ο Ανδρόνικος αισθάνθηκε το σώμα του να παραλύει· ο πόνος πλημμύρισε την κοιλιά και τη μέση του σαν βραστό νερό. Τα γόνατά του έτρεμαν.

Μια λυσσασμένη φωνή σύριξε πίσω του: «Ο Άρχοντας Ταχύβιος σε χαιρετά! Ο θάνατός σου για τον θάνατο του αδελφού σου, Λούσιου, και της Κορνηλίας – του Κατακεραυνωτή και της Υφάντρας!»

Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι σύντομα θα πέθαινε αν δεν αποτίνασσε την Πενθίλη τώρα. Δεν είχε νόημα να τραβά την αλυσίδα· δε θα μπορούσε ποτέ να της την πάρει.

Τα χέρια του την άφησαν.

«Ναι,» σύριξε η φωνή πίσω του, «πέθανε!»

Οι αγκώνες του Ανδρόνικου χτύπησαν, με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει, τα πλευρά της. Τους ένιωσε να μπήγονται βαθιά μέσα της, ένιωσε τα κόκαλά της να κάνουν κρακ. Και η Πενθίλη τινάχτηκε όπισθεν, πέφτοντας στο πάτωμα – και ελευθερώνοντάς τον.

Ο Ανδρόνικος παραπάτησε, τραβώντας την αλυσίδα απ’το λαιμό του, βγάζοντάς την, βήχοντας, φτύνοντας. Βρέθηκε μπροστά σ’έναν καθρέφτη κι ένα τραπεζάκι κι ακούμπησε τα χέρια του εκεί. Αισθανόταν τους όρχεις του σαν δύο πέτρες κολλημένες πάνω στην κοιλιά του.

Προσπαθώντας ν’ανασάνει κοίταξε τον καθρέφτη, και πίσω του είδε μια γυναίκα να πιάνεται από τον τοίχο και να σηκώνεται.

Δεν ήταν η Πενθίλη!

Ήταν κάποια άγνωστη. Μια ξανθιά, ντυμένη με υπηρετική στολή.

Τι είχε συμβεί εδώ; Τι σκατά είχε συμβεί; Πού ήταν η Πενθίλη; Την είχε χτυπήσει; Την είχε σκοτώσει;

Η ξανθιά γυναίκα, παρότι διπλωμένη απ’το χτύπημα στα πλευρά, έβγαλε ένα μαχαίρι μέσα απ’τη στολή της.

Ο Ανδρόνικος στράφηκε, εξακολουθώντας να στηρίζεται στο τραπεζάκι· το ένα του χέρι ήταν ανάμεσα στα πόδια του κρατώντας τα γεννητικά του όργανα.

Τα μάτια της γυναίκας γυάλιζαν σαν λυσσασμένου αγριμιού. «Αυτή η άπιστη σκύλα δεν έκανε τη δουλειά της αλλά εγώ θα σε σκοτώσω!» γρύλισε.

Η Πενθίλη τότε πετάχτηκε απ’την άλλη άκρη του δωματίου, ακόμα ντυμένη με τη μαύρη ρόμπα, και χίμησε στην υπηρέτρια για να την πετάξει κάτω, φωνάζοντας: «Τέλος! Τελείωσε!»

Η ξανθιά, προτού πέσει, τη μαχαίρωσε στα πλευρά. Το μαχαίρι έμεινε καρφωμένο μέσα της. Η Πενθίλη έκανε μερικά βήματα όπισθεν, με τα μάτια της γουρλωμένα, κρατώντας το μανίκι του όπλου. Το τράβηξε από το σώμα της και αίμα τινάχτηκε.

«Σκρόφα!» ούρλιαξε η υπηρέτρια. «Άπιστη σκρόφα!»

Απόλλωνα! σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. Η Πενθίλη ήταν ανάμεσα στους υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ· της είχαν ζητήσει να τον σκοτώσει, κι εκείνη δεν το είχε κάνει.

Ο Ανδρόνικος άρπαξε τον καθρέφτη, ξεκρεμώντας τον από τον τοίχο και πετώντας τον στο κεφάλι της υπηρέτριας. Εκείνη έβγαλε μια κραυγή, καθώς το κάτοπτρο θρυμματιζόταν επάνω της, κι ύστερα έμεινε ακίνητη – μάλλον αναίσθητη, όχι νεκρή.

Ο Ανδρόνικος πήγε κοντά στην Πενθίλη καθώς εκείνη κάθιζε στο κρεβάτι, κρατώντας τα πλευρά της. Αίμα κυλούσε ανάμεσα απ’τα δάχτυλά της.

«Η σκρόφα με μαχαίρωσε,» είπε, μορφάζοντας, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της.

«Πρέπει να φέρουμε έναν γιατρό,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Κράτα το τραύμα. Πίεζε το, εντάξει;»

Εκείνη ένευσε, ξεροκαταπίνοντας.

Ο Ανδρόνικος κατάφερε με το ζόρι να βάλει το παντελόνι του – ο πόνος στην κοιλιά του ήταν φρικτός – και να βγει από το δωμάτιο για να φωνάξει βοήθεια.

*

Η Αρχόντισσα Αχίλλεια ζητούσε χίλιες συγνώμες και ορκιζόταν ότι δεν ήξερε απολύτως τίποτα για την ανάμιξη της κόρης της με τους υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ. Παρακαλούσε τον Βασιληά να δείξει έλεος σ’εκείνη και στην οικογένειά της. Ο Ανδρόνικος τής είπε να σωπάσει· ήθελε πρώτα να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί εδώ. Δεν πρόκειται να στρεφόταν εναντίον ολόκληρου του Οίκου των Τρίχορδων, τη διαβεβαίωσε· όχι χωρίς αποδείξεις ότι όντως ήταν όλοι τους λάτρεις του Μαύρου Νάρζουλ.

Περίμενε ο γιατρός να περιποιηθεί την Πενθίλη, κι όταν εκείνος βγήκε απ’το δωμάτιό της, τον ρώτησε πώς ήταν η τραυματίας.

«Θα ζήσει, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε ο γιατρός. «Η λεπίδα δεν χτύπησε ζωτικά όργανα. Χρειάζεται μόνο ξεκούραση.»

Ο Ανδρόνικος είπε στην οικογένεια των Τρίχορδων να περιμένει, και μπήκε πρώτος στο δωμάτιο της Πενθίλης.

Εκείνη ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, σκεπασμένη με μια κουβέρτα.

Ο Ανδρόνικος πήγε και κάθισε σε μια καρέκλα πλάι της.

«Με συγχωρείς,» του είπε η Πενθίλη, χαμηλόφωνα.

«Τι ακριβώς συνέβη;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος. «Είσαι ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ;»

«Όχι. Δεν είμαι ιέρεια.» Έγλειψε, νευρικά, τα χείλη της. «Είμαι, όμως, στο δίκτυό τους. Ή, τουλάχιστον, ήμουν. Τώρα πλέον δεν έχει απομείνει και τίποτα σπουδαίο απ’αυτό. Μερικοί μονάχα από δω κι από κει. Θα σου πω και τα ονόματά τους αν θέλεις – όσους ξέρω.»

«Ποιος σ’έβαλε να με σκοτώσεις;»

«Η Καλλιστράτη. Η υπηρέτρια που τώρα οι φρουροί σου έχουν υπό κράτηση.»

«Δέχεσαι διαταγές από τις υπηρέτριες του σπιτιού σου;»

Η Πενθίλη χαμογέλασε κουρασμένα. Μόρφασε. «Δεν είναι μόνο υπηρέτρια. Αυτή είναι ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ.»

«Και σου είπε να με καλέσεις εδώ για να με σκοτώσεις.» Δεν ήταν ερώτηση.

«Όχι. Δηλαδή, ναι. Κοίτα. Το σχέδιό τους ήταν το εξής: θα ζητούσα από τη μητέρα μου να σε καλέσει, και όταν ερχόσουν και ήσουν αφύλαχτος θα σε έπνιγα μ’αυτή εκεί την αλυσίδα.» Έδειξε την αλυσίδα που ήταν πάνω στο τραπεζάκι.

«Δε σκέφτηκες τι θα γινόταν μετά; Νόμιζες ότι κανένας δεν θα το μάθαινε; Τι θα συνέβαινε στην οικογένειά σου;»

«Βασικά, ναι, είχα σκεφτεί τι θα γινόταν μετά. Θα εξαφανιζόμουν. Η Καλλιστράτη μού είχε υποσχεθεί να με κρύψει εκεί πού κανένας δε θα μπορούσε να με βρει. Επίσης, θα μ’έκαναν ιέρεια, και θα είχα ιδιαίτερη θέση ανάμεσά τους, μου είχε πει. Και, με το θάνατό σου, οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ θα εξάπλωναν πάλι την επιρροή τους στην Απολλώνια. Δε θα έχανα τίποτα στο τέλος.»

«Μακρόπνοο σχέδιο. Γιατί δεν με σκότωσες, λοιπόν;»

Δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της. «Δε μπορείς να μαντέψεις;»

Ο Ανδρόνικος δεν μίλησε.

«Δε μπορούσα,» είπε η Πενθίλη. «Δε μπορούσα να σε σκοτώσω δέκα λεπτά αφότου είχαμε κάνει έρωτα. Δε μπορούσα…»

«Και έφυγες από το δωμάτιο…»

«Για να της πω ότι δε θα σε σκότωνα. Ας το κανόνιζαν αλλιώς, της είπα. Όχι μ’εμένα σαν φόνισσά τους.»

«Και η Καλλιστράτη ήρθε να τελειώσει τη δουλειά μόνη της.»

«Ναι.»

Ο Ανδρόνικος αναστέναξε.

«Με συγχωρείς,» είπε η Πενθίλη. «Το ξέρω πως σίγουρα θα φυλακιστώ γι’αυτό, αλλά με συγχωρείς ούτως ή αλλιώς. Όλα τ’αλλά εκτός από την απόπειρα δολοφονίας άξιζαν τον κόπο.» Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της.

«Πώς έμπλεξες εξαρχής με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Δεν είναι δύσκολο να μπλέξεις μ’αυτούς άμα είσαι δημοσιογράφος.»

(Και ο Ανδρόνικος θυμήθηκε πως ο καναλάρχης του Φωτός της Απολλώνιας ήταν ακόλουθος του Μαύρο Νάρζουλ όσο ο αδελφός του, ο Λούσιος, είχε σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο.)

«Ένας συνάδελφός μου ήταν μπλεγμένος, κι αυτός μ’έβαλε στην όλη ιστορία. Γνώρισα και την Κορνηλία, την ξαδέλφη σου, που ήταν ιέρεια και μετά πήρε μέσα της το πνεύμα της Υφάντρας. Σκεφτόμουν ότι η συναναστροφή μαζί τους με συνέφερε· προωθούσε τη δουλειά μου. Δεν είχα να χάσω τίποτα, νόμιζα. Και μετά, ξαφνικά, πολλά πράγματα άλλαξαν. Εσύ επέστρεψες στην Απολλώνια, συγκρούστηκες με τον αδελφό σου, και οι υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ έχασαν στο τέλος τη δύναμή τους. Το δίκτυό τους διαλύθηκε. Ο Δούκας Ταχύβιος, όμως, είναι ορκισμένος εχθρός σου, Ανδρόνικε. Θέλει πάση θυσία να σε καταστρέψει.»

«Πού κρύβεται;»

«Δεν ξέρω – και σου λέω αλήθεια. Η Καλλιστράτη ίσως να ξέρει. Ίσως. Αλλά δεν είμαι βέβαιη. Ο Ταχύβιος διατηρεί υψηλή μυστικότητα, όπως καταλαβαίνεις. Δίνει τις εντολές του μόνο μέσω των πιο πιστών του υπηρετών – και η Καλλιστράτη δε νομίζω ότι ήταν μία από αυτούς.»

«Θα την πάρω μαζί μου στην Απαστράπτουσα, για να την ανακρίνω. Ελπίζω να μη σου λείψει πολύ.»

«Βασικά, δε θα μου λείψει καθόλου. Ήταν ο τελευταίος σύνδεσμος που είχα με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ, και τον τελευταίο καιρό είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν άξιζε πλέον να είμαι μαζί τους. Πιο πολλά απαιτούσαν από εμένα παρά μου πρόσφεραν. Ορισμένες φορές, η Καλλιστράτη είχε το θράσος να με απειλεί, μάλιστα, η γαμημένη σκρόφα. Όχι ευθέως, αλλά… ξέρεις πώς ασκούν ψυχολογική βία οι άνθρωποι του είδους της.»

«Ξέρω.»

«Άφηνε διάφορες σαχλαμάρες, δήθεν τυχαία, στο δωμάτιό μου, ή στον κήπο. Υπονοούσε ότι θα έκαναν κακό στους συγγενείς μου αν δεν τους υπάκουγα.»

«Αηδίες. Δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν τίποτα πια. Αλλά θα βάλω ανθρώπους μου να παρακολουθούν το σπίτι σου για κάποιο καιρό, ούτως ή άλλως.»

«Σ’ευχαριστώ.»

«Και δεν το βρίσκω απαραίτητο να σε φυλακίσω.»

«Αυτό σημαίνει ότι το σκέφτεσαι να με κάνεις Βασίλισσα;»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε. Το θράσος της δεν είχε όρια! Τεντώθηκε και φίλησε τα χείλη της.

«Υπόσχομαι να σταματήσω τις κακές παρέες αν με κάνεις Βασίλισσα,» του ψιθύρισε.

«Θα το έχω κατά νου.»

«Θα μείνεις εδώ απόψε;» τον ρώτησε.

«Ναι.»

«Είμαι, λοιπόν, πολύ κακότυχη που σήμερα βρήκα να μαχαιρωθώ,» μόρφασε η Πενθίλη. «Με μαχαιρώνουν πάντα τις πιο ακατάλληλες ώρες.»

«Σ’έχουν ξαναμαχαιρώσει;»

«Ναι.»

«Μη μου πεις.»

«Σε μια όχι και τόσο καλή γειτονία της Ελκοβρίας, όπου είχα πάει να μαζέψω στοιχεία για μια είδηση. Τελικά, εκείνη την είδηση την ανέλαβε άλλος. Το τραύμα δεν ήταν και τόσο σοβαρό, αλλά είχα πανικοβληθεί τότε. Εδώ,» είπε παραμερίζοντας τη ρόμπα της για να του δείξει τον δεξή της ώμο, όπου πράγματι υπήρχε μια ουλή που μόλις και μετά βίας φαινόταν.

ΙΓ’
Η ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ΔΥΣΚΟΛΗ

Οι επαναστάτες παρακολουθούσαν για μέρες αλλά τίποτα αξιοσημείωτο δεν ανακάλυπταν. Στα Υλικά Πανόπτης ο τηλεοπτικός κοριός δεν κατέγραφε καμια συνάντηση του Αργυροθώρη που να μπορεί να θεωρηθεί ύποπτη, ούτε ο κοριός στον επικοινωνιακό δίαυλο έπιανε καμια συνομιλία που να δίνει στοιχεία ότι ο Αργυροθώρης είχε προδώσει την Επανάσταση.

Στην οικία των Πανόπτων, στη βόρεια μεριά της Σερίβια, ο Θελλέδης, η Σαρφάλλη, και ο Ανδροκλής’μορ άλλαζαν νοικιασμένα οχήματα και παρακολουθούσαν την είσοδο, ή έκαναν τους περαστικούς, ή προσποιούνταν πως κάθονταν σε κάποια γωνία και διάβαζαν εφημερίδα περιμένοντας κάποιον. Μεταμφιέζονταν με απλά πράγματα: καμια περούκα, κανένα ζευγάρι κατάμαυρα γυαλιά, κάπα και κουκούλα. Μερικές φορές, αντί για οχήματα, νοίκιαζαν άλογα και βόλταραν, νωχελικά, σ’όλη την περιοχή. Ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη, κάπου-κάπου, έκαναν τους εραστές σε κάποιο απόμερο σημείο (απ’όπου, φυσικά, φαινόταν η οικία των Πανόπτων): και δε χρειαζόταν να προσποιούνται, όχι τελείως, γιατί ήταν κατά περίσταση εραστές οι δυο τους όποτε τους ερχόταν η διάθεση. Παρ’όλη την παρακολούθηση, όμως, δεν εντόπισαν καμια ύποπτη κίνηση στην οικία των Πανόπτων. Οι συνηθισμένοι έμπαιναν και οι συνηθισμένοι έβγαιναν: μέλη της οικογένειας, υπηρέτες, και φύλακες.

Η Ιωάννα αναγκαζόταν να κάνει επανειλημμένες διαρρήξεις στα Υλικά Πανόπτης ώστε να αλλάζει τους κοριούς κάθε τρεις ημέρες, καθώς δεν κρατούσε παραπάνω η μπαταρία τους. Η Υ.Τ.Α δεν είχε καταλάβει μέχρι στιγμής ότι κάποιος έπαιζε με το κουτί επικοινωνιών σ’εκείνη την περιοχή. Η Μαύρη Δράκαινα ήταν καλή, και γρήγορη.

Ο Προαιρέσιος είπε κάποτε: «Εμείς εδώ πέρα, τουλάχιστον, μπορούμε κι ακούμε τι γίνεται μέσα στο χτίριο. Ο Ανδροκλής κι οι άλλοι απλά το κοιτάζουν απέξω. Δε γίνεται δουλειά έτσι. Πρέπει να βάλουμε κοριούς και μέσα στο σπίτι των Πανόπτων. Είμαι βέβαιος ότι εκεί γίνονται οι περίεργες συνεννοήσεις.»

«Σοβαρά; Και σε ποιο δωμάτιο προτείνεις να βάλουμε τους κοριούς;» του είπε ο Οδυσσέας. «Η οικία είναι ολόκληρο οικοδόμημα. Δε μπορούμε να γεμίσουμε όλα της τα δωμάτια με κοριούς, ούτε όλους τους επικοινωνιακούς διαύλους.»

«Γιατί όχι;»

«Επειδή,» του είπε η Ιωάννα, «κατά πρώτον, είναι απίστευτα δύσκολο να μπεις και να κάνεις τέτοια δουλειά σ’ένα σπίτι όπου μένει μια ολόκληρη οικογένεια με υπηρέτες και φύλακες. Κάποιος θα σε πάρει είδηση, όσο καλός κι αν είσαι. Κατά δεύτερον, οι κοριοί διαρκούν μέχρι τρεις ημέρες· προτείνεις, λοιπόν, κάθε τόσο να κάνουμε ξανά την ίδια δουλειά;»

«Ας βάλουμε σε μερικά δωμάτια μόνο!»

«Και πάλι είναι δύσκολο. Και πρέπει νάχουμε τη δυνατότητα να μπαίνουμε άνετα στο σπίτι και να τους αλλάζουμε – που δε νομίζω ότι την έχουμε. Θα την είχαμε μόνο αν ήταν ένας δικός μας άνθρωπος ήδη μέσα – όπως, για παράδειγμα, κάποιος υπηρέτης.»

«Δε μπορούμε να δωροδοκήσουμε κάποιον;» πρότεινε ο Προαιρέσιος.

«Οι Πανόπτες τούς πληρώνουν καλά, απ’ό,τι ξέρω,» του είπε ο Οδυσσέας.

Ο Ανδροκλής μίλησε, τότε, μέσα από τον ανοιχτό πομπό τους, γιατί άκουγε την κουβέντα τους καθώς εκείνος, ο Θελλέδης, και η Σαρφάλλη κάθονταν σ’ένα ημιφορτηγό μες στη νύχτα, σταματημένοι σε μια γωνία απ’όπου φαινόταν η οικία των Πανόπτων.

«Δεν έχει νόημα να μπουν κοριοί στο σπίτι. Αν δω κάτι ύποπτο, το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να πλησιάσω μερικά κοντινά καλώδια της Υ.Τ.Α., και μπορώ να υφάνω ένα ξόρκι που θα μετατρέψει, προσωρινά, όλους τους επικοινωνιακούς διαύλους σε κοριούς – δηλαδή, θα ακούω ό,τι λέγεται κοντά σ’αυτούς. Σ’το έχω ήδη πει, Οδυσσέα.»

«Ναι,» είπε ο Προαιρέσιος, «αλλά αυτό δεν είναι συνεχής παρακολούθηση! Είναι παρακολούθηση όποτε νομίζεις εσύ πως αξίζει να τους παρακολουθήσεις!»

«Για να γίνει η ‘συνεχής παρακολούθηση’ που προτείνεις, πρέπει να μπαίνουμε κάθε τόσο στο σπίτι και ν’αλλάζουμε κοριούς, πανέξυπνε· κι αυτό δεν είναι εφικτό!»

«Και τι θα κάνετε; Απλά θα κάθεστε και θα τους βλέπετε να μπαινοβγαίνουν από την είσοδο;»

Ο Θελλέδης είπε, κι αυτός μέσω του πομπού: «Γιατί είσαι τόσο σίγουρος πως συμβαίνει κάτι ύποπτο εδώ, στην οικία των Πανόπτων;»

«Γιατί δεν συμβαίνει εδώ, στο κατάστημά τους, προφανώς!»

«Μπορεί,» είπε ο Θελλέδης, «να μη συμβαίνει πουθενά τίποτα το ύποπτο.»

«Μη γίνεσαι αστείος!»

«Είσαι τόσο πολύ πεπεισμένος ότι ο Αργυροθώρης είναι προδότης;»

«Ο Αργυροθώρης είναι προδότης, και όλοι το ξέρουμε! Δεν εξηγούνται αλλιώς τα πράγματα που έχουν συμβεί.»

«Τα φαινόμενα, όμως, πολλές φορές απατούν,» του είπε ο Οδυσσέας.

Ο Προαιρέσιος στράφηκε να τον αντικρίσει. «Τι πάει να πει τώρα αυτό;»

«Πάει να πει ότι πρέπει να σκεφτούμε,» του αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. Και προς τον πομπό: «Θελλέδη, Ανδροκλή, Σαρφάλλη, έχετε κάτι άλλο να μας αναφέρετε;»

«Όχι,» απάντησε ο Ανδροκλής.

«Κλείνω τότε. Καλό υπόλοιπο.»

«Καλό υπόλοιπο, Πρόμαχε.»

Ο Οδυσσέας έκλεισε τον πομπό.

«Τι μένει να σκεφτούμε;» τον ρώτησε ο Προαιρέσιος.

«Αναρωτιέμαι,» είπε ο Οδυσσέας, «αν θα έπρεπε να πάμε να μιλήσουμε στον Κλαύδιο Νικόφιλο. Εξάλλου, αυτός ήταν που σύστησε τον Αργυροθώρη στον Ταχύνοο.»

«Εκτός αν κι ο Κλαύδιος είναι προδότης, δε νομίζω να ξέρει τίποτα,» είπε ο Προαιρέσιος. «Δεν έχει καν σχέση με την Επανάσταση. Αγνοώντας, βέβαια, το γεγονός ότι είναι στον Απολλώνιο Στρατό και αντιμάχεται την Παντοκράτειρα. Εννοώ ότι δεν είναι μέσα στο δίκτυό μας.»

«Καταλάβαμε τι εννοείς,» του είπε ο Οδυσσέας. Και προς την Ιωάννα, που ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι, ντυμένη με τη μελανή της στολή: «Τι νομίζεις εσύ;»

«Ο Κλαύδιος είναι, σύμφωνα με ό,τι μάθαμε, στην Ταλκασία. Αυτό σημαίνει πως ένας από εμάς θα πρέπει να φύγει από εδώ και να πάει εκεί – εκτός αν σκέφτεσαι να στείλεις κανέναν άλλο επαναστάτη από το Σφύριγμα του Γάτου

«Πιστεύεις ότι, αν ένας από εμάς πάει στην Ταλκασία και επιστρέψει, αυτό ίσως να μας προκαλέσει πρόβλημα;»

«Ανάλογα. Μπορεί να τύχει ακριβώς τότε να συμβεί κάτι με τον Αργυροθώρη και να πρέπει να δράσουμε επειγόντως.»

«Καταλαβαίνω πώς το βλέπεις…» είπε σκεπτικά ο Οδυσσέας. «Αλλά ίσως ν’αξίζει να μιλήσουμε στον Κλαύδιο. Κι αν δε μάθουμε τίποτα απ’αυτόν, τότε θα πρέπει να κινηθούμε για να κάνουμε και τον Αργυροθώρη – αν όντως είναι προδότης – να κινηθεί επίσης.»

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Προαιρέσιος.

«Εννοεί να του στήσουμε παγίδα,» είπε η Ιωάννα.

Ο Οδυσσέας κατένευσε. «Θα του ζητήσουμε να μας φέρει άλλο ένα φορτίο και θα παρακολουθήσουμε τις αντιδράσεις του.»

«Μα,» είπε ο Προαιρέσιος, «η Τοποθεσία Δέλτα έχει τώρα καταστραφεί.»

«Δε θα του ζητήσουμε να το πάει στην Τοποθεσία Δέλτα.»

Ο Προαιρέσιος συνοφρυώθηκε, με την απορία φανερή στο πρόσωπό του.

«Θα δεις,» του είπε ο Οδυσσέας, «όταν έρθει η ώρα. Εν τω μεταξύ, ποιος θα πάει να βρει τον Κλαύδιο;»

«Εγώ δεν μπορώ να πάω,» δήλωσε η Ιωάννα· «πρέπει να είμαι εδώ για ν’αλλάζω τους κοριούς. Και για άλλους λόγους. Αν κάτι συμβεί, δε θέλω να λείπω.»

«Προαιρέσιε;»

«Υποθέτω δε θες να πας εσύ, Οδυσσέα…»

«Επειδή είμαι Πρόμαχος, καλύτερα να είμαι εδώ, σε περίπτωση που κάτι συμβεί. Επίσης, ο Ανδροκλής δεν μπορεί να εγκαταλείψει τη θέση του έξω απ’την οικία των Πανόπτων. Και ο Θελλέδης κι η Σαρφάλλη δεν ξέρουν την Απολλώνια όπως εμείς που είμαστε γηγενείς.»

«Εν ολίγοις, έχεις ήδη αποφασίσει ότι θα πάω εγώ.»

«Εκτός αν έχεις κάποιον καλό λόγο που δε θέλεις, βέβαια…»

«Δε θα ήθελα να χάσω την ευκαιρία να πλακώσω τον Αργυροθώρη στο ξύλο μόλις τον πιάσουμε να κάνει κάτι που δεν πρέπει.»

«Αυτός δεν είναι αρκετά καλός λόγος.»

«Το φοβόμουν ότι κάπως έτσι θ’απαντούσες,» μούγκρισε ο Προαιρέσιος.

*

Το επόμενο πρωί κιόλας, ο Οδυσσέας ζήτησε από τον Δούκα Αλεξίλυπο της Σερίβια να τους παραχωρήσει ένα ελικόπτερο για μια επείγουσα δουλειά, κι εκείνος δεν αρνήθηκε. Στο παλάτι του είχε ένα το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν του χρειαζόταν άμεσα. Προσφέρθηκε, μάλιστα, να τους δώσει κι έναν πιλότο, αλλά ο Προαιρέσιος είπε ότι αυτό δεν ήταν απαραίτητο: ήταν ο ίδιος πιλότος.

Μπήκε στο ελικόπτερο και, πετώντας, έφυγε από τη Σερίβια, παίρνοντας κατεύθυνση βορειοανατολική. Πέρασε πάνω από αγρούς και επαρχιακές πόλεις, και πάνω από τις νότιες παρυφές των Δασότοπων του Ωχρού Χώματος. Πάνω από τη μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά και πάνω από τις ράγες του τρένου, βλέποντάς το σε κάποια στιγμή να τρέχει από κάτω του.

Μετά από περίπου τέσσερις ώρες πτήσης, έφτασε στην Ταλκασία.

Τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο τον είχε ατενίσει προ πολλού. Ένα απερίγραπτο παραπέτασμα χαοτικής ενέργειας, το οποίο ξεκινούσε από τα ψηλότερα σημεία του ουρανού και τελείωνε στη γη. Ξεκινούσε εκεί όπου, κάθετα, ξεκινούσε η διάσταση της Απολλώνιας και τελείωνε εκεί όπου, κάθετα, τελείωνε η διάσταση της Απολλώνιας. Οριζόντια εκτεινόταν σαν τείχος, ή σαν μαχαίρι, που με την πάροδο του χρόνου μεγάλωνε. Και η πραγματικότητα βούλιαζε γύρω από τον στρόβιλο: το έδαφος, ακόμα κι ο ουρανός, έπαιρναν μια κλίση που ο Προαιρέσιος μπορούσε να χαρακτηρίσει μονάχα «περίεργη». Και ήξερε ότι αν το ελικόπτερό του πλησίαζε εκεί ο στρόβιλος θα το ρουφούσε εντός του… και κανένας δεν θα ξαναδεί, τότε, ούτε το αεροσκάφος ούτε εμένα.

Η πόλη της Ταλκασίας ήταν κομμένη στα δύο. Διαιρεμένη από τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο. Όσα από τα οικοδομήματά της βρίσκονταν κοντά του φαινόταν να γέρνουν προς το μέρος του. Οι ψηλές πολυκατοικίες λύγιζαν, με ανείπωτο τρόπο, προς το υπερκόσμιο, χαοτικό τείχος, που τα άκρα του ξεπερνούσαν τα όρια της πόλης προς τα νοτιοδυτικά και προς τα βορειοανατολικά.

Ο Προαιρέσιος αισθανόταν ένα ρίγος να διατρέχει τη ράχη του καθώς οδηγούσε το ελικόπτερό του προς τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη νότια μεριά της Ταλκασίας. Πραγματικά, δεν ήθελε να μάθει πώς ένιωθαν οι Απολλώνιοι στρατιώτες, βρισκόμενοι κάθε μέρα κοντά στον υπερδιαστασιακό στρόβιλο…

Καθώς πλησίαζε έλαβε ένα μήνυμα. Του ζητούσαν να δώσει αναγνωριστικό. Ο Προαιρέσιος το έδωσε, κι έτσι του επέτρεψαν να προσγειωθεί στο ελικοδρόμιο της στρατιωτικής βάσης.

Βγήκε απ’το αεροσκάφος του και ένας λοχαγός ήρθε να τον συναντήσει, ζητώντας να μάθει ποιος ήταν. Ο Προαιρέσιος τού έδειξε την ταυτότητά του, που τον αναγνώριζε ως ειδικό πράκτορα του Πρίγκιπα Ανδρόνικου (Βασιληά τώρα – αλλά αυτό ο Προαιρέσιος όλο το ξεχνούσε, όπως κι οι υπόλοιποι επαναστάτες· γι’αυτούς, ο Ανδρόνικος θα ήταν πάντα Πρίγκιπας: ο Πρίγκιπας της Επανάστασης).

Ο λοχαγός τον χαιρέτησε στρατιωτικά. «Πώς θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω, κύριε;»

«Αναζητώ έναν στρατιώτη ονόματι Κλαύδιο Νικόφιλο. Είναι εδώ;»

«Ελάτε μαζί μου και θα τον ειδοποιήσουμε.»

Ο Προαιρέσιος ακολούθησε τον λοχαγό στο εσωτερικό της βάσης, και περίμενε σε μια αίθουσα υποδοχής, όπου μια μισθοφόρος τού πρόσφερε μια κούπα καφέ και μετά έφυγε.

Ο Κλαύδιος Νικόφιλος ήρθε σύντομα να τον συναντήσει: ένας άντρας με κατάλευκο σαν κόκαλο δέρμα και καστανά μαλλιά. Φορούσε στρατιωτική στολή, όπως ήταν αναμενόμενο, και κοιτάζοντάς την ο Προαιρέσιος έκρινε ότι ο Κλαύδιος είχε τον βαθμό του δεκανέα.

«Είσαι ο Κλαύδιος Νικόφιλος;»

«Μάλιστα, κύριε.»

Ο Προαιρέσιος τού έδωσε το χέρι του. «Με λένε Προαιρέσιο Ευδεή. Μ’έχει στείλει ο Βασιληάς.» Έδειξε την ταυτότητά του. «Κάνω μια έρευνα, και θέλω να σε ρωτήσω κάποια πράγματα.»

«Ασφαλώς. Ρωτήστε με ό,τι θέλετε.»

«Κάθισε.»

Κάθισαν αντικριστά, μ’ένα σιδερένιο τραπέζι ανάμεσά τους.

«Γνωρίζεις κάποιον στρατιώτη ονόματι Ταχύνοο Πράσινο;»

«Ναι.»

«Είναι νεκρός. Σκοτώθηκε σε μια βομβιστική επίθεση.»

«Απόλλωνα…! Αυτό είναι πολύ άσχημο, κύριε.»

«Το ξέρω,» είπε ο Προαιρέσιος. «Προσπαθούμε να βρούμε ποιος ευθύνεται για την επίθεση.»

«Δεν ήταν, δηλαδή, οι Παντοκρατορικοί;»

«Εννοώ ότι αναζητούμε κάποιον πιθανό προδότη.»

«Μάλιστα. Καταλαβαίνω.»

«Απ’ό,τι ξέρω, συναναστρεφόσουν τον Ταχύνοο και εκτός του Στρατεύματος.»

«Μάλιστα, κύριε,» είπε ο Κλαύδιος.

«Πηγαίνατε στη Σερίβια, σωστά;»

«Μάλιστα.»

«Μαζί σας ήταν και κάποια άλλα άτομα σ’αυτές τις συναντήσεις.» Ο Προαιρέσιος ανέφερε τη Χρυσηίδα καθώς και όλους όσους είχε αναφέρει εκείνη. «Τι ξέρεις εσύ γι’αυτούς τους ανθρώπους;»

Ο Κλαύδιος τού είπε μερικά λόγια για τον καθένα τους. Τίποτα το ύποπτο. Ακόμα και για τον Αργυροθώρη. Ο Κλαύδιος τον ήξερε επειδή η οικογένειά του έμενε κοντά στους Πανόπτες στη Σερίβια.

Ο Προαιρέσιος τον ρώτησε: «Σου είχε ποτέ κανένας απ’αυτούς πει τίποτα που θα μπορούσες να χαρακτηρίσεις ‘περίεργο’; Τίποτα που να σε έβαλε σε σκέψεις;»

Ο Κλαύδιος συνοφρυώθηκε συλλογισμένα. «Δε νομίζω, κύριε… Δε νομίζω.»

«Ο Ταχύνοος έκανε περισσότερη παρέα με κάποιον απ’αυτούς;»

Ο Κλαύδιος συνέχισε να δείχνει συλλογισμένος. «Τίποτα το σπουδαίο… Με τον Αργυροθώρη νομίζω πως τα πηγαίνανε κάπως καλύτερα, αλλά τίποτα το σπουδαίο.»

«Είχαν κοινά ενδιαφέροντα;»

«Εμ… τίποτα το σπουδαίο. Δηλαδή, δε θυμάμαι τίποτα. Ίσως απλά να συμπαθιόνταν.»

Ο Προαιρέσιος συνοφρυώθηκε. Κρύβει κάτι; Δε μπορούσε να είναι βέβαιος. Ο τύπος έμοιαζε, όντως, να μη θυμάται καλά.

«Μάλιστα. Αυτά ήταν. Δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Σ’ευχαριστώ για τη συνεργασία σου, Κλαύδιε.»

Αντάλλαξαν μια σύντομη χειραψία καθώς σηκώνονταν όρθιοι.

«Πού βρισκόταν ο Ταχύνοος όταν σκοτώθηκε;» ρώτησε ο Κλαύδιος.

«Αυτό δεν μπορώ να σ’το αποκαλύψω. Είναι, προς το παρόν, απόρρητο.»

«Μάλιστα, καταλαβαίνω,» ένευσε ο Κλαύδιος. «Αν χρειαστείτε κάποια άλλη βοήθεια μπορείτε να με ειδοποιήσετε.»

Και μετά έφυγε.

Ο Προαιρέσιος έμεινε για κάποιες ώρες ακόμα στη βάση, ώστε να ξεκουραστεί από την πτήση. Δεν μπορούσε ν’αρχίσει αμέσως πάλι να πιλοτάρει. Ήπιε τον καφέ του και έφαγε ένα σάντουιτς από την καντίνα. Κάθισε σε μια καρέκλα και κοίταζε τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο από ένα μεγάλο παράθυρο, ενώ κάπνιζε.

Θα κατάφερνε, άραγε, ο Πρίγκιπας να διαλύσει αυτό το πράγμα που είχε δημιουργήσει; Κι αν δεν τα κατάφερνε, τι θα γινόταν η Απολλώνια; Δύο διαστάσεις, χωρισμένες από τούτο το εντροπικό τείχος;

Το απόγευμα, όταν είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, ο Προαιρέσιος μπήκε στο ελικόπτερο του, ενεργοποίησε τις μηχανές, και έφυγε από το ελικοδρόμιο της στρατιωτικής βάσης, πετώντας νοτιοδυτικά, προς τη Σερίβια.

Το βράδυ δεν είναι ό,τι καλύτερο να πιλοτάρεις αεροσκάφη, αλλά ο Προαιρέσιος δεν είχε πρόβλημα. Ο Οίκος του όλο εξαίρετους πιλότους έβγαζε, κι εκείνος δεν ήταν παρά ένας απ’αυτούς. Μπορούσε να πιλοτάρει οπουδήποτε, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Και απολάμβανε την πτήση.

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασε στη Σερίβια και προσγειώθηκε στο μικρό ελικοδρόμιο του Ατσάλινου Παλατιού. Είπε στους φύλακες να ευχαριστήσουν τον Δούκα εκ μέρους του, και έφυγε αφού πήρε ένα άλογο από τους στάβλους. Το προτιμούσε από τα ενεργειακά οχήματα για μικρές αποστάσεις μέσα στην πόλη· οι πιθανότητες να μπλέξεις σε μποτιλιάρισμα ήταν σαφώς λιγότερες.

Ο Προαιρέσιος τρόχασε στη μεριά του δρόμου που ήταν για τους ιππείς, και δεν άργησε να φτάσει στην Ανατολή των Κυμάτων. Το άλογο το άφησε στον στάβλο του ξενοδοχείου, και ανέβηκε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Ιωάννα και τον Οδυσσέα.

Η Μαύρη Δράκαινα καθόταν μπροστά στο φωτογραφικό τηλεσκόπιο που κοίταζε τα Υλικά Πανόπτης. Ο Πρόμαχος λουζόταν· ακουγόταν το νερό που έτρεχε στο μπάνιο.

«Τι έγινε;» ρώτησε η Ιωάννα τον Προαιρέσιο.

«Τζίφος. Ο τύπος δεν ξέρει τίποτα.» Πήγε στο ντουλάπι, πήρε ένα κουτάκι μπίρα, και το άνοιξε, πίνοντας μια γουλιά.

«Θα πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε όπως πρότεινε ο Οδυσσέας,» είπε η Ιωάννα. «Γιατί, έτσι όπως δρούμε ώς τώρα, δε νομίζω ότι ποτέ θα ανακαλύψουμε τίποτα· και, κάποια στιγμή, κάποια στραβή θα γίνει κι ο Αργυροθώρης θα εντοπίσει τους κοριούς.»

ΙΔ’
Ο ΒΑΣΙΛΗΑΣ ΚΑΝΕΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ

Επιστρέφοντας από τη Βανκάρη, ο Ανδρόνικος έφερε μαζί του στην Απαστράπτουσα την ιέρεια του Μαύρου Νάρζουλ Καλλιστράτη. Δεν είπε, όμως, τίποτα γι’αυτό στη Βασίλισσα Γλυκάνθη· προτίμησε για την ώρα να το κρατήσει ανάμεσα σ’εκείνον, τους Βασιλικούς Φρουρούς, και μερικούς άλλους έμπιστους ανθρώπους. Επίσης, το είπε στη Βασιλική, η οποία είχε κι η ίδια βρεθεί αντιμέτωπη με υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ όσο ο αδελφός τους, ο Λούσιος, καθόταν στον Κυανό Θρόνο.

«Το γαμημένο κάθαρμα!» είπε η Βασιλική, αναφερόμενη στον πρώην Δούκα Ταχύβιο. «Τι ζητάει τώρα; Δε βλέπει ότι όλα τελείωσαν; Ελπίζει ότι θα καταφέρει να αναβιώσει εκείνη την κατάσταση;» Καθόταν σε μια καρέκλα των διαμερισμάτων του Ανδρόνικου, κι ο Ανδρόνικος καθόταν αντίκρυ της, καπνίζοντας. Ήταν απόγευμα της ίδιας ημέρας που είχε επιστρέψει από τη Βανκάρη.

«Πρέπει να είναι τρελός. Πράγμα όχι σπάνιο για ιερέας του Μαύρου Νάρζουλ. Κανένας τους δεν είναι και πολύ καλά στα μυαλά του.»

«Ναι,» είπε η Βασιλική, «θυμάμαι τη νύφη μας, τη Δομινίκη…»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε μέσα απ’τα μούσια του. Η Βασιλική ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τη γυναίκα του Λούσιου, ακόμα και προτού μαθευτεί ότι εκείνη λάτρευε τον Μαύρο Νάρζουλ.

«Κανονικά, θα έπρεπε να την κρεμάσεις αυτή τη Βανκάρια σκύλα, Ανδρόνικε!»

«Μιλάς για την Πενθίλη;»

«Φυσικά. Είχε εξαρχής στο μυαλό της να σε σκοτώσει.»

«Το ξέρω, αλλά, στην ουσία, κι εκείνη θύμα ήταν–»

«Θύμα;»

«Όταν μπλέξεις με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ δεν είναι εύκολο να ξεμπλέξεις, Βασιλική. Κι επιπλέον, στο τέλος, άλλαξε γνώμη. Θα μπορούσε να είχε η ίδια προσπαθήσει να με σκοτώσει, αλλά δεν το έκανε. Και μετά, θα μπορούσε να μην είχε επέμβει όταν η Καλλιστράτη μού επιτέθηκε, αλλά επενέβη.»

«Η Καλλιστράτη πιστεύεις πως ξέρει πού είναι ο Ταχύβιος;» ρώτησε η Βασιλική.

«Ίσως. Η Πενθίλη, πάντως, δεν το πιστεύει.»

«Η Πενθίλη πολύ πιθανόν να λέει ψέματα.»

«Θα το ανακαλύψουμε. Τώρα που η Καλλιστράτη είναι αιχμάλωτή μας το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται να πάει πουθενά.»

*

Ο Ανδρόνικος δεν είπε τίποτα στη μητέρα του για την Καλλιστράτη, αλλά της είπε ότι ήταν κουρασμένος και ήθελε να ξεκουραστεί καμια-δυο μέρες προτού συναντήσει κάποια από τις επόμενες προτεινόμενες νύφες. Η Γλυκάνθη δεν έφερε αντίρρηση· τώρα που είχε ξεκινήσει η όλη διαδικασία επιλογής της νύφης έμοιαζε ικανοποιημένη, καθώς ήξερε ότι, αργά ή γρήγορα, ο γιος της θα έπρεπε να αποφασίσει ποια θα ήταν η καινούργια Βασίλισσα της Απολλώνιας.

Ο Ανδρόνικος είχε, επομένως, χρόνο να ανακρίνει την Καλλιστράτη, την οποία είχε κλείσει στα βαθιά μπουντρούμια του παλατιού – τα μπουντρούμια που χρησιμοποιούσε ο Λούσιος όταν είχε σφετεριστεί τον Κυανό Θρόνο. Η ιέρεια, αρχικά, αρνιόταν ν’αποκαλύψει οτιδήποτε. Αρνιόταν γενικά να μιλήσει. Ήταν αρκετά φανατική, παρατήρησε ο Ανδρόνικος: πίστευε πραγματικά σ’αυτές τις αηδίες των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Πίστευε ότι ο θεός της θα κυριαρχούσε πάνω στην Απολλώνια, σβήνοντας για πάντα τη δύναμη του Απόλλωνα και καταβροχθίζοντας τις ψυχές των πιστών του. Πίστευε ότι άξιζε να πεθάνει για να συμβεί αυτό. Και δεν περίμενε έλεος από τους εχθρούς της, τους δούλους του Απόλλωνα.

Ο Ανδρόνικος, ωστόσο, νόμιζε ότι στο τέλος η Καλλιστράτη θα άλλαζε γνώμη. Δεν είχε μέχρι στιγμής συναντήσει υπηρέτη του Μαύρου Νάρζουλ που να μην είναι κατά βάθος δειλός. Η μανία τους να ελέγχουν τους άλλους ανθρώπους ήταν που, στην πραγματικότητα, τους έκανε να στρέφονται στη θρησκεία του Μαύρου Νάρζουλ, όχι η βαθιά τους πίστη στον διεστραμμένο θεό τους.

Όταν άρχισαν τα βασανιστήρια, η γλώσσα της Καλλιστράτης λύθηκε. Φώναξε στους φύλακές της ότι θα μιλούσε στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Μόνο στον Πρίγκιπα Ανδρόνικο. Εκείνοι τη χαστούκισαν, λέγοντάς της να αποκαλεί τον Βασιληά Βασιληά ή Μεγαλειότατο, και μετά κάλεσαν τον Ανδρόνικο μέσω επικοινωνιακού διαύλου.

Εκείνος κατέβηκε στα βαθιά μπουντρούμια του παλατιού και πήγε στο κελί της κρατούμενης. Η Καλλιστράτη στεκόταν όρθια, όχι πολύ μακριά από τον τοίχο στο βάθος, ντυμένη μ’ένα άσπρο μεσοφόρι που ήταν πλέον μαυρισμένο από τον ιδρώτα. Τα ξανθά της μαλλιά κρέμονταν ανακατεμένα γύρω από το πρόσωπό της. Τα χέρια της ήταν τεντωμένα πίσω από την πλάτη της. Αλυσίδες ήταν δεμένες στους καρπούς της, οι οποίες κατέληγαν σε τρύπες στον τοίχο στο βάθος του κελιού. Εκεί, πίσω από τις τρύπες, υπήρχε ένας μηχανισμός που, σιγά-σιγά, μάζευε τις αλυσίδες, με αποτέλεσμα να τραβά την Καλλιστράτη σταδιακά προς τον τοίχο· και όταν τον έφτανε, και η πλάτη της ακουμπούσε επάνω του κι επάνω στους ειδικούς αισθητήρες, ένα ελαφρύ ενεργειακό κύμα τιναζόταν από τα καλώδια, διαπερνώντας το σώμα της και κάνοντάς το να τρανταχτεί. Ο μηχανισμός των αλυσίδων, τότε, χαλάρωνε και η Καλλιστράτη μπορούσε να απομακρυνθεί γρήγορα από τον τοίχο μόλις κατάφερνε να ξεμουδιάσει από το σοκ. Μετά, όμως, οι αλυσίδες άρχιζαν πάλι να την τραβάνε προς τα πίσω…

«Πες τους να το σταματήσουν!» φώναξε η Καλλιστράτη μόλις ο Ανδρόνικος μπήκε στο κελί της. «Και θα σου μιλήσω. Πες τους να το σταματήσουν!» Τράβηξε τις αλυσίδες της, χωρίς να καταφέρει τίποτα. Αναγκάστηκε απλώς να κάνει ένα βήμα όπισθεν, πλησιάζοντας γι’ακόμα μια φορά τον τοίχο.

«Νομίζω πως μπορώ να σε ακούσω και όπως είσαι,» της αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, σταυρώνοντας τα χέρια εμπρός του και παρατηρώντας την.

«Πες τους να το σταματήσουν!» ούρλιαξε η Καλλιστράτη· η φωνή της αντήχησε μέσα στα μπουντρούμια. «Πες τους!»

«Αν εσύ δεν μου πεις πρώτα κάτι που μ’ενδιαφέρει, δεν πρόκειται να τους πω τίποτα.»

Η Καλλιστράτη έκανε ακόμα ένα υποχρεωτικό βήμα προς τον τοίχο. Τα χέρια της ήταν τεντωμένα βίαια πίσω απ’την πλάτη της· οι αλυσίδες ήταν δύο οριζόντιες μεταλλικές γραμμές από τους καρπούς της ώς τον τοίχο με τα ενεργειακά φορτισμένα καλώδια. Ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό της, και τα μάτια της ήταν γουρλωμένα. «Τι θέλεις να σου πω;»

«Ξέρεις τι θέλω να μου πεις. Πού είναι ο Ταχύβιος.»

«Δεν ξέρω πού είναι!»

«Ώρα να πηγαίνω, λοιπόν.» Ο Ανδρόνικος τής έστρεψε την πλάτη γυρίζοντας προς την έξοδο του κελιού.

«Περίμενε!» ούρλιαξε η Καλλιστράτη. «Πρίγκιπα Ανδρόνικε, περίμενε!»

Ο Ανδρόνικος την αντίκρισε πάλι. «Γνωρίζεις, τελικά, πού είναι ο Ταχύβιος;»

Η Καλλιστράτη δεν απείχε πολύ από τον τοίχο· κοίταξε νευρικά πάνω απ’τον ώμο της, μετά κοίταξε τον Ανδρόνικο. «Δεν ξέρω, σου λέω αλήθεια! Δεν ξέρω! Ξέρω όμως κάποιον που ίσως να ξέρει.»

«Και ποιος είναι αυτός;»

«Ένας άνθρωπος στη Βανκάρη.» Η Καλλιστράτη έκανε ένα εξαναγκαστικό βήμα όπισθεν· η πλάτη της απείχε πλέον ελάχιστα εκατοστά από τον τοίχο. «Πες τους να το σταματήσουν!»

«Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος που ξέρει πού βρίσκεται ο Ταχύβιος;»

«Δεν είμαι βέβαιη ότι ξέρει, πρέπει όμως να ξέρει, μέσω αυτού έρχομαι σε επαφή με τον Αρχιερέα–»

«Ο Ταχύβιος είναι ‘Αρχιερέας’ τώρα;»

«Ναι.» Κοίταξε φευγαλέα πάνω απ’τον ώμο της. «Πες τους να το σταματήσουν!»

«Πώς λένε τον σύνδεσμό σου;»

«Κωνστάντιος. Θα σου πω κι άλλα γι’αυτόν – πες τους να το σταματήσουν!»

«Σ’ακούω. Τι ξέρεις για τον Κωνστάντιο;»

«Τον συναντούσα όταν έβγαινα απ’την έπαυλη των Τρίχορδων,» είπε γρήγορα, αγχωμένα, η Καλλιστράτη, «σ’ένα μπαρ που ονομάζεται – Ννναααααααααρχ…!» ούρλιαξε καθώς η πλάτη της άγγιξε τον τοίχο και το ενεργειακό κύμα τη χτύπησε. Το σώμα της τραντάχτηκε σαν φύλλο πάνω σε κλαδί μέσα στον άγριο άνεμο. Τα μάτια της αναποδογύρισαν.

Οι αλυσίδες χαλάρωσαν ξαφνικά, και η Καλλιστράτη σωριάστηκε στο πάτωμα, τρέμοντας ολόκληρη, δυσκολευόμενη να αναπνεύσει. Σύρθηκε αδύναμα μέσα στο κελί για ν’απομακρυνθεί από τον τοίχο.

Μετά από λίγο, κατάφερε να σηκωθεί στα γόνατα. «Λύσε με, καταραμένε!» ούρλιαξε κλαίγοντας.

«Αφού πρώτα μου πεις για τον Κωνστάντιο,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. Απεχθανόταν τα βασανιστήρια, αλλά ήξερε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πάρεις τις πληροφορίες που χρειαζόσουν. Στην Επανάσταση το είχε διδαχτεί αυτό πολλές φορές, παρότι δεν του άρεσε καθόλου το μάθημα και είχε, επανειλημμένα, αναρωτηθεί: Αν εφαρμόζουμε μεθόδους παρόμοιες με της Παντοκράτειρας, τότε πώς εμείς είμαστε καλύτεροι από εκείνη; Αλλά σε τέτοια ερωτήματα ήταν δύσκολο να δοθούν απαντήσεις. Και ο Ανδρόνικος προτιμούσε την Επανάσταση απ’το να έχει τους Παντοκρατορικούς στην Απολλώνια. Όπως επίσης προτιμούσε να βασανίσει τώρα αυτή την ιέρεια απ’το να έχει ελεύθερο έναν παράφρονα σαν τον Ταχύβιο μέσα στο Βασίλειό του.

Η Καλλιστράτη είπε: «Τον συναντούσα στο μπαρ που λέγεται ‘Το Χορευτικό’.»

«Σπίτι δεν έχει στη Βανκάρη;»

«Έχει.» Οι αλυσίδες τραβούσαν πάλι τα χέρια της πίσω απ’την πλάτη της, ενώ η Καλλιστράτη ήταν γονατισμένη.

«Οδός;»

«Υφαντουργείου δέκα-έξι. Μπορεί όμως τώρα νάχει φύγει, σ’το λέω, επειδή θα φοβάται ότι θα τον προδώσω αφού μ’έπιασες.»

Ναι, σωστά, όφειλε να παραδεχτεί ο Ανδρόνικος. Ο Κωνστάντιος, αναμφίβολα, θα είχε μάθει ότι ο Βασιληάς έφυγε ζωντανός από τη Βανκάρη, κι αυτό μπορούσε να σημαίνει μονάχα ένα πράγμα: η Πενθίλη είχε αποτύχει να τον σκοτώσει. Και, όταν η Καλλιστράτη δεν ερχόταν να επισκεφτεί τον Κωνστάντιο, εκείνος σίγουρα θα σκεφτόταν ότι πιθανώς να ήταν αιχμάλωτη, και πιθανώς να κινδύνευε κι ο ίδιος.

«Με τον Κωνστάντιο μόνο ερχόσουν σε επαφή;»

«Και με κάποιους άλλους. Αλλά αυτοί αποκλείεται να ξέρουν πού είναι ο Ταχύβιος· δεν είναι καν ιερείς.» Και του αράδιασε μερικά ονόματα. Ορισμένα ήταν ίδια μ’αυτά που του είχε δώσει η Πενθίλη. «Πες τους τώρα να το σταματήσουν!» φώναξε η Καλλιστράτη, που στεκόταν όρθια πάλι, με τα χέρια της τεντωμένα πίσω της και απέχοντας αρκετά βήματα από τον τοίχο.

Ο Ανδρόνικος στράφηκε και βγήκε απ’το κελί της.

«Πρίγκιπα Ανδρόνικε!» ούρλιαξε πίσω του η Καλλιστράτη. «Πες τους να σταματήσουν!»

Καθώς περνούσε δίπλα απ’τους φύλακές της, ο Ανδρόνικος τούς πρόσταξε: «Λύστε την κι αφήστε την να ξεκουραστεί.»

*

Ο Ανδρόνικος έστειλε ανθρώπους του να κατασκοπεύσουν το σπίτι του Κωνστάντιου καθώς και το Χορευτικό. Ο Κωνστάντιος, όμως, όπως σύντομα ανακάλυψαν, δεν ήταν πια στη Βανκάρη· είχε εξαφανιστεί. Μια διεξοδική έρευνα στο σπίτι του δεν έδωσε κανένα στοιχείο για το πού μπορεί να είχε πάει για να κρυφτεί.

Τους υπόλοιπους υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ ο Ανδρόνικος πρόσταξε να τους έχουν επίσης υπό παρακολούθηση, αλλά δεν πίστευε ότι είχε πραγματικά να μάθει κάτι από αυτούς. Το μόνο που περίμενε ήταν να τους πιάσει σε κάποια παράνομη δραστηριότητα, ώστε να φυλακιστούν.

Εν τω μεταξύ, έπρεπε να επισκεφτεί κάποιες από τις προτεινόμενες νύφες. Παίρνοντας αεροπλάνο, πέταξε στα Νότια Δουκάτα για να συναντήσει μια γυναίκα που ονομαζόταν Κλεάρχη και καταγόταν από τον αριστοκρατικό Οίκο των Οξύπυργων. Η Κλεάρχη είχε τον βαθμό του ταγματάρχη στον Απολλώνιο Στρατό, και μαχόταν στο Νότιο Μέτωπο: το μέρος όπου η διάσταση της Απολλώνιας συνόρευε με την Απολεσθείσα Γη μέσω του Κρημνίσματος, που αποτελούσε διαστασιακή δίοδο. Η Απολεσθείσα Γη ήταν μια διαρκώς μεταβαλλόμενη διάσταση απ’όπου έρχονταν πλάσματα που μόνο τέρατα μπορούσαν οι Απολλώνιοι να αποκαλέσουν. Και τα πλάσματα αυτά δεν είχαν ποτέ επιδείξει φιλικές διαθέσεις: συνήθως, σκότωναν σαν θηρία και τρέφονταν από τις σάρκες των θυμάτων τους. Έτσι είχε δημιουργηθεί το Νότιο Μέτωπο. Τα πράγματα εκεί δεν ήταν τόσο άγρια όσο στο Βόρειο Μέτωπο, αλλά ήταν αρκετά άγρια, και κανείς δεν μπορούσε να υποτιμήσει τον αγώνα των πολεμιστών που προστάτευαν τα σύνορα από τα τέρατα της Απολεσθείσας Γης.

Η Απολλώνια ήταν, δυστυχώς, ένα βασίλειο που δεχόταν πολιορκία από βορρά και νότο συγχρόνως.

Ο Ανδρόνικος πήγε, λοιπόν, στα Νότια Δουκάτα για να συναντήσει την Ταγματάρχη Κλεάρχη Οξύπυργη, η οποία μαχόταν στο Νότιο Μέτωπο και η οποία ήταν μία από τις προτεινόμενες νύφες στη λίστα του. Η Κλεάρχη ήταν μια γυναίκα μερικά χρόνια μεγαλύτερη από εκείνον, με καφέ δέρμα και μαύρα, μακριά μαλλιά. Δεν ήταν ξαναπαντρεμένη αλλά είχε χάσει δύο κοντινούς της άντρες στο Νότιο Μέτωπο. Συνάντησε τον Ανδρόνικο στην οικία των Οξύπυργων χωρίς η υπόλοιπη οικογένειά της να πολυαναμειχθεί. Ήρθαν μόνο στην αρχή για να τον χαιρετήσουν, προκειμένου να μη φανούν αγενής προς το μέρος του, και μετά από μια σύντομη κουβέντα έφυγαν, αφήνοντάς τον με την Κλεάρχη. Το μεσημεριανό το πήρε μαζί της, και μόνο, και συζήτησαν κυρίως για τα θέματα του Νότιου Μετώπου αλλά και για την Επανάσταση. Σε αντίθεση με τη νεαρή κόρη των Χρυσόλαιμων, η Κλεάρχη φαινόταν να ξέρει ακριβώς τι ήταν η Επανάσταση και τι σήμαινε ο αγώνας του Ανδρόνικου. Ήταν σοβαρή γυναίκα και καλά ενημερωμένη. Αλλά ήταν, επίσης, φοβερά αγχωμένη για τη συνάντησή της μαζί του, πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να κρύψει με μεγάλη επιτυχία. Έμοιαζε να φοβάται συνεχώς ότι ο Ανδρόνικος θα την παρεξηγούσε για τον έναν ή τον άλλο λόγο, κι εκείνος αισθανόταν αμήχανα να της πει να ηρεμήσει και να χαλαρώσει, γιατί ήταν ολόκληρη γυναίκα, μεγαλύτερη από τον ίδιο, όχι κανένα κοριτσάκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να της λέει ποικιλοτρόπως, κάθε τόσο, ότι τα πάντα ήταν τέλεια, θέλοντας να της δείξει ότι δε χρειαζόταν να έχει άγχος.

Οι προσπάθειές του, δυστυχώς, απέβησαν άκαρπες.

Η Κλεάρχη δεν φαινόταν να ξέρει τι θα πει ηρεμία. Ίσως να έφταιγε και η ζωή της ως στρατιωτικός στο Νότιο Μέτωπο, ίσως όχι· ποιος ξέρει; Ο Ανδρόνικος δεν τη γνώριζε καθόλου προτού τη συναντήσει τώρα.

Το απόγευμα, η Κλεάρχη τού μίλησε για τους άντρες που είχε χάσει στο Νότιο Μέτωπο. Τους αγαπούσε πολύ και τους δύο, συμπέρανε ο Ανδρόνικος· ειδικά τον πρώτο. Και οι θάνατοί τους ήταν φρικτοί: τέρατα από την Απολεσθείσα Γη είχαν διαμελίσει και καταβροχθίσει τον έναν, χωρίς η Κλεάρχη να μπορεί να τον πλησιάσει για να τον βοηθήσει· και ο δεύτερος είχε διαλυθεί από ένα παράξενο σύννεφο διαβρωτικών οξέων που έμοιαζε να έχει δική του βούληση.

Το βράδυ, η Κλεάρχη έφυγε για λίγο κοντά από τον Ανδρόνικο λέγοντας πως ήθελε να αλλάξει και ζητώντας συγνώμη που τον άφηνε μόνο. Εκείνος τής αποκρίθηκε ότι δεν υπήρχε πρόβλημα, τα πάντα ήταν υπέροχα· αλλά η Κλεάρχη δεν ήταν βέβαιος πως τον άκουσε, ή, αν τον άκουσε, τα λόγια του μπήκαν απ’το ένα της αφτί και βγήκαν απ’το άλλο. Επιστρέφοντας πλάι του, ήταν ντυμένη μ’ένα μακρύ έξωμο φόρεμα από στιλπνό, ασημόχρωμο ύφασμα, και τα μαλλιά της ήταν δεμένα κότσο πάνω απ’το κεφάλι της, με δύο τούφες να κρέμονται εσκεμμένα πίσω από τ’αφτιά της. Είπε στον Ανδρόνικο πως, αν ήθελε κι εκείνος ν’αλλάξει, υπήρχαν δεκάδες ρούχα απ’τα οποία μπορούσε να διαλέξει. Ο Ανδρόνικος τής αποκρίθηκε ότι δεν χρειαζόταν, και στη συνέχεια η Κλεάρχη τον ρώτησε τι ποτό ήθελε να τον κεράσει, και του έδειξε όλα τα ποτά που είχε στην κάβα της.

Αργότερα, έκαναν έρωτα, και ακόμα και τότε η οικοδέσποινα του Ανδρόνικου φάνηκε να μη μπορεί να ηρεμήσει, γιατί, καθώς φιλιόνταν και γδύνονταν επάνω στον καναπέ, τον ρώτησε αν προτιμούσε να μείνουν εδώ ή ήθελε να πάνε σε κάποια από τις κρεβατοκάμαρες στον δεύτερο όροφο, που ήταν όλες τέλεια φτιαγμένες. Ο Ανδρόνικος τής απάντησε ότι κι εδώ όλα τέλεια ήταν. Μετά, καθώς ήταν ξαπλωμένοι στον καναπέ, γυμνοί και σκεπασμένοι με μια κουβέρτα, και με το τζάκι αναμμένο δίπλα τους, η Κλεάρχη ρώτησε: «Είναι αρκετά ζεστά ή να αυξήσω τη θέρμανση στο κεντρικό σύστημα;»

«Δεν έχω αισθανθεί ποτέ πιο ζεστά στη ζωή μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, και φίλησε το σαγόνι της.

Η Κλεάρχη χαμογέλασε. «Θέλεις ένα τσιγάρο;» ρώτησε.

«Ναι.»

*

Το πρωί, χαιρέτησε την Κλεάρχη και έφυγε από τα Νότια Δουκάτα, πετώντας προς Απαστράπτουσα.

Τη μεθεπόμενη μέρα, συνάντησε τη Θεοδώρα, μια κόρη του Οίκου των Μεγάνυχων, που ήταν άρχοντες της Λακράνης, μιας πόλης στις όχθες του ποταμού Οροκέλωρα, δυτικά της Απαστράπτουσας. Η Θεοδώρα ήταν είκοσι-τριών χρονών, και είχε δέρμα λευκό με απόχρωση του ροζ και μαλλιά σγουρά, μακριά, και ξανθά. Στην εμφάνιση, θύμιζε στον Ανδρόνικο λίγο την αδελφή του, τη Βασιλική. Στον χαρακτήρα, καθόλου. Η Βασιλική ήταν, συνήθως, ατίθαση και ενοχλητική. Η Θεοδώρα ήταν ήσυχη και μετρημένη, χωρίς να είναι σεμνότυφη ή ντροπαλή. Είχε κλίση στη μαγεία από πολύ μικρή ηλικία, όπως είπε στον Ανδρόνικο, και τώρα πλέον ήταν μάγισσα του τάγματος των Βιοσκόπων, αφού είχε μαθητεύσει φυσικά για να μάθει την τέχνη τους. Εργαζόταν στο Κεντρικό Νοσοκομείο της Λακράνης· ήταν η μοναδική Βιοσκόπος εκεί, και είχε αρκετή δουλειά.

«Δεν είμαι γιατρός, όμως,» του είπε. «Δεν ξέρω παρά ελάχιστα από ιατρική – όσα, δηλαδή, έχω αρπάξει απ’τους γιατρούς του Νοσοκομείου. Δεν είναι το ίδιο να είσαι Βιοσκόπος και να είσαι γιατρός. Ο Βιοσκόπος διαισθάνεται τι συμβαίνει· ο γιατρός απλά παρατηρεί κάποια συμπτώματα και βγάζει διάγνωση. Ή κάνει…» μόρφασε, «χειρουργική. Απεχθάνομαι τις επεμβάσεις. Δε μπορώ να τις κοιτάζω, αν και κάποιος φορές αναγκάζομαι να το κάνω. Στην αρχή, λιποθυμούσα.»

Ναι, ήταν σίγουρα ομιλητική, όφειλε να παραδεχτεί ο Ανδρόνικος. Όχι, όμως, ενοχλητικά ομιλητική. Αυτά που έλεγε είχαν ενδιαφέρον, και ήταν πρόθυμη και να ακούσει, όχι μόνο να μιλά. Ήθελε να μάθει για την Επανάσταση και για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στην Ταλκασία. Ο Ανδρόνικος τής είπε αρκετά πράγματα, και η ημέρα πέρασε ευχάριστα. Το βράδυ, κοιμήθηκε στην οικία των Μεγάνυχων, αλλά όχι μαζί με τη Θεοδώρα. Πέρα από μερικά φιλιά και αγγίγματα, δεν ήθελε να κάνει τίποτα περισσότερο με τον Ανδρόνικο, κι εκείνος ασφαλώς δεν την πίεσε. Το πρωί, του έφερε πρωινό στο κρεβάτι και, μετά, ύφανε ένα ξόρκι των Βιοσκόπων επάνω του.

«Τι λες, λοιπόν, είμαι υγιής;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Τελείως, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε η Θεοδώρα, και φίλησε τα χείλη του. «Δε θα πρέπει, όμως, να καπνίζεις τόσο πολύ.»

«Καπνίζω πολύ;»

«Ναι. Χτες, όλη μέρα, κάπνισες δώδεκα τσιγάρα. Και, πίστεψέ με, δε θες να δεις πώς είναι τα πνευμόνια των καπνιστών που έχει τύχει να δω.»

Τα μετρούσες; απόρησε ο Ανδρόνικος όταν την άκουσε να λέει ότι είχε καπνίσει δώδεκα τσιγάρα – ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πόσα ακριβώς είχε καπνίσει. Έπειτα σκέφτηκε: Και πού να έβλεπες την Ιωάννα να καπνίζει…

«Θα το έχω υπόψη μου,» της αποκρίθηκε.

«Αν παντρευτούμε τελικά,» του είπε η Θεοδώρα, «θα είμαι πολύ προσεχτική με το πόσο καπνίζεις.»

«Αυτό ήταν που ανέκαθεν χρειαζόμουν: μια Βιοσκόπο να μετρά τα τσιγάρα μου.»

Η Θεοδώρα γέλασε. «Μη με κοροϊδεύεις! Είναι, στην πραγματικότητα, ένα πολύ σοβαρό θέμα.»

*

Το επόμενο όνομα στο σημειωματάριο της μητέρας του ήταν Αυγούστα: μια γυναίκα που κατοικούσε στη Σερίβια και ανήκε στον Οίκο των Πανόπτων. Ο Ανδρόνικος τούς ήξερε, φυσικά, τους Πανόπτες καθώς ένας επαναστάτης, ο Αργυροθώρης, ήταν της οικογένειάς τους. Η Αυγούστα δεν ήταν στο δίκτυο της Επανάστασης, ούτε γνώριζε πως ο αδελφός της ήταν ενεργός επαναστάτης, όμως αυτό δεν είχε καμία σημασία για τον Ανδρόνικο.

Και η Γλυκάνθη τού είπε ότι οι Πανόπτες τής είχαν ήδη παραπονεθεί που ο Βασιληάς δεν είχε ακόμα δεχτεί να συναντήσει την προτεινόμενη νύφη τους. Δεν είμαστε ο ισχυρότερος Οίκος στην Απολλώνια, Βασίλισσά μου, της είχαν πει, αλλά δεν είμαστε κι ο τελευταίος. Είμαστε από τους αρχαιότερους Οίκους της Σερίβια.

«Θα πάω να τη συναντήσω, μητέρα,» δήλωσε ο Ανδρόνικος. «Ενημέρωσέ τους, για να με περιμένουν.»

ΙΕ’
Ο ΠΡΟΜΑΧΟΣ ΣΤΗΝΕΙ ΠΑΓΙΔΑ

Οι επαναστάτες έβαλαν το σχέδιό τους σε δράση.

Αφού ο Αργυροθώρης δεν τους έδινε την πληροφορία που ήθελαν, θα προσπαθούσαν να τον… παρακινήσουν να τους τη δώσει. Θα του έριχναν ένα δόλωμα και θα έβλεπαν πώς θα αντιδρούσε.

Ο Οδυσσέας έφυγε, το πρωί, από την Ανατολή των Κυμάτων και πήγε στα Υλικά Πανόπτης, ενώ η Ιωάννα και ο Προαιρέσιος παρακολουθούσαν το γραφείο του Αργυροθώρη από τον δέκτη της συχνότητας του τηλεοπτικού κοριού που η Μαύρη Δράκαινα είχε βάλει στο φως στο ταβάνι του δωματίου.

Ο Αργυροθώρης κοίταζε κάποια δεδομένα στην οθόνη του αποθηκευτικού του συστήματος, όταν ο επικοινωνιακός δίαυλος πλάι του χτύπησε. Απλώνοντας το χέρι τον άνοιξε.

Η Ιωάννα πάτησε, συγχρόνως, ένα πλήκτρο πάνω στον δέκτη της, κλείνοντας τον ήχο του τηλεοπτικού κοριού και παίρνοντας τώρα ήχο από τον κοριό στον δίαυλο του Αργυροθώρη.

—Κύριε Πανόπτη, ένας κύριος είναι εδώ και σας ζητά. Ονομάζεται Οδυσσέας Επίμετρος.

—Να περάσει.

Στην οθόνη της Ιωάννας και του Προαιρέσιου, ο Αργυροθώρης φάνηκε να παίρνει τα μάτια του από την οθόνη του συστήματός του, ν’ακουμπά την πλάτη του στην πολυθρόνα του γραφείου, και να περιμένει.

Η Ιωάννα, πατώντας πάλι ένα πλήκτρο πάνω στον δέκτη της, άρχισε τώρα να παίρνει ήχο από τον τηλεοπτικό κοριό στο φως του δωματίου.

Ο Οδυσσέας μπήκε στο γραφείο του Αργυροθώρη.

«Οδυσσέα. Καλημέρα. Κάθισε.»

Ο Οδυσσέας κάθισε.

«Θέλεις έναν καφέ;» τον ρώτησε ο Αργυροθώρης.

«Όχι, ευχαριστώ. Όλα εντάξει στις δουλειές σου;»

«Ναι. Γιατί ρωτάς;»

«Επειδή φοβάμαι πως θα χρειαστώ γι’ακόμα μια φορά τη βοήθειά σου.»

«Δε χρειάζεται να σε προβληματίζει αυτό. Το ξέρεις πως είμαι πάντα στη διάθεση της Επανάστασης. Θ’αρχίσει πάλι η οικοδομή στην Τοποθεσία Δέλτα;»

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Δεν έχει νόημα, τώρα που οι Παντοκρατορικοί γνωρίζουν το μέρος.»

«Σωστά. Θα μπορούσαν να συμβούν ξανά τα ίδια…»

«Θέλω να μου ετοιμάσεις ένα φορτίο. Οικοδομικά υλικά για μια βασική ξύλινη κατασκευή όσο ένα μέτριο οίκημα με ισόγειο και πρώτο όροφο. Επίσης, δέκα ενεργειακές φιάλες. Μεγάλες. Υ-9.»

«Εντάξει. Πού θέλεις να μεταφερθεί το φορτίο;»

«Δε θέλω να το πας πουθενά. Θα το αναλάβω εγώ. Εκείνο που θέλω είναι μόνο να το βγάλεις από τη Σερίβια και να το αφήσεις στο έκτο χιλιόμετρο της βόρειας δημοσιάς. Μπορείς να το κάνεις αυτό;»

«Ναι, φυσικά. Αλλά γιατί να μη στείλω τα υλικά κατευθείαν–;»

«Είναι καλύτερα έτσι,» είπε ο Οδυσσέας.

Ο Αργυροθώρης συνοφρυώθηκε. «Πιστεύεις ότι ίσως να μας παρακολουθούν οι Παντοκρατορικοί;»

«Δεν είμαι βέβαιος. Αλλά, ύστερα από ό,τι συνέβη στην Τοποθεσία Δέλτα, νομίζω ότι πρέπει να είμαστε προσεχτικότεροι.»

«Καλώς,» αποκρίθηκε ο Αργυροθώρης. «Τι ώρα θέλεις να έχεις το φορτίο;»

«Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Στο έκτο χιλιόμετρο της βόρειας δημοσιάς,» επανέλαβε.

«Ο οδηγός θα το αφήσει εκεί και θα φύγει;»

«Ναι. Μην ανησυχείς· θα έχω ανθρώπους μου που θα περιμένουν.»

«Εντάξει,» είπε ο Αργυροθώρης. «Όλα θα γίνουν όπως θέλεις.»

Σηκώθηκαν από τις θέσεις τους και αντάλλαξαν μια χειραψία. Μετά, ο Οδυσσέας έφυγε από το γραφείο.

Η Ιωάννα και ο Προαιρέσιος είδαν τον Αργυροθώρη να κάθεται πάλι, να βγάζει έναν πομπό από ένα συρτάρι, και να τον ρυθμίζει σε κάποια συχνότητα – αδύνατον να διακρίνουν ποια συχνότητα ακριβώς, έτσι όπως κοίταζε ο τηλεοπτικός κοριός.

Ο Αργυροθώρης έφερε τον πομπό στο αφτί του.

«Έλα. Πού είσαι;»

(…)

«Ο Οδυσσέας ήταν εδώ πριν από λίγο. Ο Πρόμαχος. Μου ζήτησε να ετοιμάσω άλλο ένα φορτίο.»

(…)

«Δεν ξέρω για πού. Δε μου είπε. Μου είπε να το αφήσω στο έκτο χιλιόμετρο της βόρειας δημοσιάς, μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα.»

(…)

(«Στον πομπό γιατί δεν έβαλες κοριό;» ρώτησε ο Προαιρέσιος την Ιωάννα. «Δεν τον είχες βρει;»

«Τον είχα βρει, αλλά δεν είναι απ’αυτούς που μπορείς να τους ανοίξεις για να βάλεις κοριό μέσα.»)

«Θα μπορούσαμε και να το αγνοήσουμε, βέβαια…»

(…)

Ο Αργυροθώρης αναστέναξε. «Ναι, το ξέρω. Αλλά, και πάλι, φοβάμαι μην το παρακάνουμε.»

(…)

«Ναι, εντάξει. Υποθέτω θα κάνεις ό,τι πρέπει να κάνεις. Πρόσεχε, όμως, να μη σε πάρουν είδηση.»

(…)

Ο Αργυροθώρης συνοφρυώθηκε. «Ναι, θα το έχω υπόψη.»

(…)

«Γεια.» Έκλεισε τον πομπό και τον έκρυψε πάλι στο συρτάρι.

«Το καθίκι είναι προδότης,» είπε ο Προαιρέσιος, «όπως το είχα υποψιαστεί.»

Ο Οδυσσέας μπήκε τότε στο δωμάτιο, και πρέπει ν’άκουσε τα τελευταία λόγια του Προαιρέσιου, γιατί είπε: «Τι έγινε;»

Η Ιωάννα, που έκανε εγγραφή των όσων έπιανε ο τηλεοπτικός κοριός, έβαλε τη συνομιλία του Αργυροθώρη να επαναληφθεί στην οθόνη τους.

«Μάλιστα…» είπε ο Οδυσσέας σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος.

«Δεν υπάρχει αμφιβολία πλέον ότι είναι προδότης,» τόνισε ο Προαιρέσιος.

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Έτσι δείχνει. Αλλά πολύ θα ήθελα να μάθω σε ποιον μίλησε. Υπάρχουν πράκτορες της Παντοκράτειρας στην Απολλώνια; Νόμιζα ότι τους είχαμε διώξει όλους.»

«Προφανώς κάποιοι μάς ξέφυγαν,» μούγκρισε ο Προαιρέσιος.

«Θα τον παγιδεύσουμε τη νύχτα, όποιος κι αν είναι,» είπε η Ιωάννα. «Απ’την κουβέντα του με τον Αργυροθώρη, φαίνεται ότι θα έρθει ο ίδιος να μας παρακολουθήσει.»

«Ναι, μάλλον…» συμφώνησε ο Οδυσσέας.

«Θα πάω εγώ να παραλάβω το φορτίο,» δήλωσε η Ιωάννα.

«Δε θα πας μόνη σου. Θα έρθω μαζί σου.»

«Κι εγώ,» είπε ο Προαιρέσιος.

«Εσύ θα μείνεις εδώ,» του είπε ο Οδυσσέας.

«Δεν είσαι σοβαρός!»

«Πρέπει κάποιος να μείνει πίσω, για παν ενδεχόμενο. Δε μπορούμε να φύγουμε όλοι.»

Ο Προαιρέσιος αναστέναξε. «Γιατί νομίζω ότι εγώ κάνω όλες τις βρομοδουλειές σας;»

«Η ιδέα σου είναι.»

«Είπε ο ψεύτης στον ιερέα,» μούγκρισε ο Προαιρέσιος.

Ο Οδυσσέας στράφηκε στην Ιωάννα. «Πιθανώς, όμως, να χρειαστούμε κι άλλη βοήθεια. Καλύτερα να είμαστε παραπάνω από δύο.»

«Εγώ,» είπε ο Προαιρέσιος, «είμαι πρόθυμος…»

«Θα πάρουμε και τον Θελλέδη,» είπε ο Οδυσσέας.

Η Ιωάννα ένευσε ανάβοντας τσιγάρο. «Ναι.»

«Προτιμάτε τον Θελλέδη από τη δική μου λαμπρή παρουσία;» έκανε ο Προαιρέσιος.

«Παιδάκι είσαι;» του είπε η Ιωάννα. «Ποιος θα μείνει εδώ για να παρακολουθεί;»

«Βάλτε τον Θελλέδη να παρακολουθεί!»

Ο Οδυσσέας τον αγνόησε. Άνοιξε τον πομπό τους και κάλεσε τον Θελλέδη. Του είπε πώς είχε η κατάσταση και ότι έπρεπε να είναι έτοιμος το βράδυ για να πάρουν το φορτίο. Επίσης, τον ρώτησε αν εκείνος, ο Ανδροκλής, και η Σαρφάλλη είχαν εντοπίσει τίποτα το αξιοσημείωτο στην οικία των Πανόπτων. Τίποτα, ήταν η απάντηση. Εκτός από ένα πράγμα, πριν από λίγο.

«Τι;» ρώτησε ο Οδυσσέας, ενώ ο πομπός ήταν ανοιχτός έτσι ώστε ν’ακούνε όλοι.

«Ένας μαντατοφόρος ήρθε, ντυμένος σαν αυτούς που στέλνουν από το Βασιλικό Παλάτι της Απαστράπτουσας,» αποκρίθηκε ο Θελλέδης.

«Είσαι σίγουρος;» είπε ο Οδυσσέας, γιατί γνώριζε ότι ο Θελλέδης δεν ήταν γηγενής της Απολλώνιας και ίσως να είχε κάνει λάθος.

«Σίγουροι είμαστε,» απάντησε ο Ανδροκλής. «Ο άνθρωπος που είδαμε ήταν, δίχως αμφιβολία, του παλατιού της Απαστράπτουσας. Πρέπει να ήρθε για να μεταφέρει κάποιο μήνυμα.»

«Έχει φύγει τώρα;»

«Ναι.»

«Εντάξει. Να έχετε το νου σας· κι αν δείτε κάτι άλλο, να μου το αναφέρετε.»

«Έγινε, Πρόμαχε,» είπε ο Ανδροκλής, και η επικοινωνία τους τερματίστηκε.

«Παράξενο αυτό,» παρατήρησε η Ιωάννα. «Για ποιο λόγο μπορεί να έστειλαν από το Βασιλικό Παλάτι μαντατοφόρο στον οίκο των Πανόπτων;»

«Η αλήθεια είναι πως ούτε κι εγώ μπορώ τώρα να φανταστώ κάποιον λόγο,» είπε ο Οδυσσέας. «Αλλά δε νομίζω να έχει σχέση με τη δική μας υπόθεση.»

«Ναι, μάλλον…» μουρμούρισε η Ιωάννα, συλλογισμένη, τινάζοντας στάχτη στο τασάκι πλάι της.

*

Το βράδυ, πήραν τρία άλογα και βγήκαν από τη Σερίβια. Τα άλογα ήταν πιο δυσδιάκριτα από τα οχήματα μες στη νυχτερινή ύπαιθρο: δεν ήταν πολύ μεγάλα, δεν είχαν μηχανές που κάνουν θόρυβο, δεν είχαν φώτα, και δεν αντανακλούσαν το φεγγαρόφωτο.

Ο Οδυσσέας, η Ιωάννα, και ο Θελλέδης – όλοι τους ντυμένοι με σκούρα ρούχα – ίππευσαν μέχρι το έκτο χιλιόμετρο της βόρειας δημοσιάς, χωρίς να πηγαίνουν επάνω στη δημοσιά αλλά παραπλεύρως αυτής, μέσα στους αγρούς. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους, αφίππευσαν, έδεσαν τα άλογά τους πίσω από κάτι δέντρα, και οι ίδιοι κρύφτηκαν στους θάμνους.

Περιμένοντας.

Το φορτηγό δεν άργησε. Μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα ήταν εκεί, με τους προβολείς του να σχίζουν το σκοτάδι της νυχτερινής υπαίθρου και τις μηχανές του να μουγκρίζουν.

Μαζί του ήρθε κι ένα δίκυκλο με έναν αναβάτη.

Η μία μπροστινή πόρτα του φορτηγού άνοιξε και ο οδηγός του βγήκε. Ανέβηκε πίσω από τον καβαλάρη του δίκυκλου και έφυγαν, επιστρέφοντας προς τη Σερίβια.

Το φορτηγό έμεινε μόνο. Εγκαταλειμμένο.

Η Ιωάννα έφερε τα κιάλια της στα μάτια, κοιτάζοντας ολόγυρα, ψάχνοντας να δει πού κρυβόταν αυτός που παρακολουθούσε. Και, σε κάποια απόσταση, εντόπισε ένα δίκυκλο σταματημένο μέσα στη νύχτα, με τον προβολέα του σβηστό. Το χρώμα του ήταν μαύρο αλλά γυάλιζε στις γαλανές φεγγαραχτίδες της Γλαυκής. Ο αναβάτης του φορούσε κράνος, κάπα, και γάντια· η Ιωάννα ήταν αδύνατο να διακρίνει τίποτα περισσότερο γι’αυτόν.

Κατεβάζοντας τα κιάλια της, ενημέρωσε τον Οδυσσέα και τον Θελλέδη για την παρουσία του.

«Εντάξει,» είπε ο Πρόμαχος. «Είναι σίγουρα ύποπτος, αλλά πρώτα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι όντως βρίσκεται εδώ για να μας ακολουθήσει. Πάμε στο φορτηγό.»

Βγήκαν από τους θάμνους, πλησίασαν το μεγάλο όχημα, και ανέβηκαν. Η Ιωάννα έκανε έναν γρήγορο έλεγχο στο φορτίο.

«Τα πάντα είναι ακριβώς όπως τα ζήτησες,» πληροφόρησε τον Οδυσσέα.

«Μπορούμε να πηγαίνουμε, λοιπόν,» είπε εκείνος, καθισμένος στο τιμόνι και βάζοντας μπροστά.

Το φορτηγό κινήθηκε επάνω στη δημοσιά, με βόρεια κατεύθυνση.

Η Ιωάννα κοίταξε πίσω τους μέσα από τον καθρέφτη, προσπαθώντας να διακρίνει αν το δίκυκλο τούς ακολουθούσε. Δεν μπόρεσε να δει τίποτα παρά σκοτάδι.

«Γιατί δεν κοιτάς με τα κιάλια;» της είπε ο Θελλέδης.

«Γιατί, αν τεντωθώ έξω απ’το παράθυρο κρατώντας κιάλια, ίσως να με δει να τον ατενίζω· και δε θέλω να τον ειδοποιήσουμε ότι ξέρουμε για την παρουσία του.»

«Θα ανακαλύψουμε σύντομα αν είναι πίσω μας,» είπε ο Οδυσσέας.

«Προς τα πού κατευθυνόμαστε, Οδυσσέα;» ρώτησε ο Θελλέδης.

«Βόρεια.»

«Δεν έχεις κανένα συγκεκριμένο μέρος κατά νου;»

«Και δυτικά. Προς τον Ναό των Δυτικών Βουνών.»

«Τον Ναό του Απόλλωνα;»

«Ναι.»

«Θα φτάσουμε ώς εκεί πάνω;»

«Δε νομίζω να χρειαστεί.»

Λίγο παρακάτω, ο Οδυσσέας έστριψε σ’έναν δρόμο που έβγαινε από τη μεγάλη δημοσιά πηγαίνοντας δυτικά.

Η Ιωάννα εξακολουθούσε να κοιτάζει από τον καθρέφτη και, καθώς έστριβαν, είδε μια σκοτεινή αντανάκλαση. Αυτός είναι! Αλλά δεν έχει τον προβολέα του αναμμένο. Πρέπει νάναι καλός οδηγός για να ριψοκινδυνεύει να οδηγεί χωρίς φώτα μες στο σκοτάδι.

«Μας ακολουθεί, Οδυσσέα.»

«Ωραία.» Ο Οδυσσέας δεν αύξησε ούτε μείωσε την ταχύτητα του οχήματός τους.

Μετά από λίγο είπε: «Θα σταματήσουμε σε κάποιο άσχετο σημείο στην ύπαιθρο και θα κάνουμε ότι ξεφορτώνουμε. Ο φίλος μας, υποθέτω, θα σταματήσει επίσης για να κοιτάξει. Και η Ιωάννα θα προσπαθήσει να τον πλησιάσει κρυφά και να του ορμήσει. Συμφωνείτε;»

«Συμφωνώ,» είπε η Ιωάννα.

«Κι εγώ,» είπε ο Θελλέδης.

Μετά από καμια ώρα οδήγησης, βρίσκονταν σ’ένα τελείως έρημο μέρος, με δασωμένες εκτάσεις δεξιά κι αριστερά του κακοτράχαλου δρόμου όπου κυλούσε το φορτηγό τους. Το δίκυκλο εξακολουθούσε να είναι πίσω τους: η Ιωάννα κατάφερνε να διακρίνει τη γυαλάδα του, κάπου-κάπου, μέσα από τον καθρέφτη.

Ο Οδυσσέας έστριψε σ’ένα σημείο όπου τα δέντρα αραίωναν κάμποσο, και έβγαλε το φορτηγό από τον δρόμο. Πεσμένα κλαδιά ακούστηκαν να σπάνε κάτω από τους τροχούς του και πέτρες να τρίζουν. Ο Οδυσσέας σταμάτησε τη μηχανή αλλά δεν διέκοψε και τη ροή της ενέργειας· οι προβολείς παρέμειναν αναμμένοι.

Ανοίγοντας τις πόρτες, οι επαναστάτες βγήκαν και έκαναν ότι άρχιζαν να ξεφορτώνουν. Η Ιωάννα πήγε, εσκεμμένα, από την πίσω μεριά του ψηλού οχήματος, εκεί όπου ο καβαλάρης του δίκυκλου δεν θα μπορούσε να τη δει. Έκανε τον γύρο του φορτηγού και χώθηκε μέσα στη βλάστηση, βαδίζοντας σκυφτή, με τα γόνατα λυγισμένα και μ’ένα πιστόλι στο χέρι, ενώ στην πλάτη της ήταν περασμένο το τουφέκι της.

Τα πεπειραμένα μάτια της αμέσως διέκριναν τον κατάσκοπο, εκεί όπου είχε σταματήσει επάνω στον δρόμο, εξακολουθώντας να είναι καβάλα στο δίκυκλό του. Τον ζύγωσε, γρήγορα, πηγαίνοντας από μια μεριά που δεν κοίταζε· το κρανοφόρο κεφάλι του ήταν στραμμένο στον Οδυσσέα και τον Θελλέδη που ξεφόρτωναν.

Η Ιωάννα, έχοντας πλέον φτάσει αρκετά κοντά στον άγνωστο, τινάχτηκε μέσα από τη βλάστηση σημαδεύοντάς τον με το πιστόλι της.

«Ακίνητος!» του φώναξε.

Το χέρι του πήγε μέσα στην κάπα του – σαν για να τραβήξει όπλο. Ήταν τρελός;

Η Ιωάννα τον πυροβόλησε στο μπράτσο. Το σώμα του τραντάχτηκε κάνοντας πίσω, αλλά δεν έπεσε από το δίκυκλό του, και η Μαύρη Δράκαινα δε νόμιζε πως είδε αίμα να πετάγεται.

Μα τα δόντια της Έχιδνας! μπορεί να είναι–;

Ο άγνωστος ολοκλήρωσε την κίνησή του, τραβώντας ένα πιστόλι–

Η Ιωάννα τινάχτηκε μέσα στη βλάστηση κάνοντας τούμπα καθώς ο πυροβολισμός αντηχούσε πίσω της – αστοχώντας.

Η Μαύρη Δράκαινα, πεσμένη μπρούμυτα, πυροβόλησε τον άγνωστο στο στήθος. Τον πέτυχε αλλά, ξανά, αίμα δεν τινάχτηκε· απλώς το σώμα του έκανε πίσω.

Δεν είναι άνθρωπος! Είναι Δημιούργημα!

Ο καβαλάρης ενεργοποίησε το δίκυκλό του και στράφηκε να φύγει.

Η Ιωάννα – ενώ συγχρόνως άκουγε τον Οδυσσέα και τον Θελλέδη να βάζουν μπροστά τις μηχανές του φορτηγού – σηκώθηκε στο ένα γόνατο, έβγαλε το τουφέκι της από τον ώμο, και πυροβόλησε.

Οι σφαίρες της πέτυχαν την πίσω μεριά του δίκυκλου, κάνοντας καπνό ν’αρχίσει να βγαίνει από εκεί. Δυστυχώς, δεν κατόρθωσε να διαλύσει τον πισινό τροχό, όπως σκόπευε.

«Ιωάννα!»

Το φορτηγό περνούσε από δίπλα της, και ο Θελλέδης είχε ανοιχτή μια πόρτα, και το χέρι του απλωμένο. Η Ιωάννα άρπαξε τον καρπό του κι ο γαλανόδερμος επαναστάτης την τράβηξε πάνω και μέσα στο ψηλό όχημα.

Ο Οδυσσέας καθόταν στο τιμόνι, ακολουθώντας το δίκυκλο που έτρεχε αναπηδώντας πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο, με καπνό να βγαίνει από τα πισινά του.

«Δεν είναι άνθρωπος,» είπε η Ιωάννα στους συντρόφους της. «Είναι Δημιούργημα.»

«Είσαι σίγουρη;» τη ρώτησε ο Οδυσσέας δίχως να στραφεί να την κοιτάξει· είχε μάτια μόνο για τον δρόμο εμπρός του και για το δίκυκλο.

«Τον πυροβόλησα δύο φορές – μία στο χέρι και μία στο στήθος – και ούτε αίμα είδα να πετάγεται ούτε νεκρός είναι. Ούτε φαίνεται να αισθάνεται πόνο, έτσι όπως οδηγεί το όχημά του.»

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» καταράστηκε ο Οδυσσέας. «Πώς βρέθηκε αυτό το πράμα στην Απολλώνια;»

Η Ιωάννα άνοιξε το παράθυρο δίπλα της και έβγαλε κατά το ήμισυ το σώμα της από το φορτηγό, νιώθοντας τον παγερό, νυχτερινό, χειμωνιάτικο αέρα να τη χτυπά κάνοντας τα ξανθά της μαλλιά να χορεύουν γύρω απ’το κεφάλι της.

Ύψωσε το τουφέκι της στον ώμο. Σημαδεύοντας, με το μάτι στο σκόπευτρο:

–ο πίσω τροχός του δίκυκλου, μισοκρυμμένος απ’τον καπνό–

Η Ιωάννα πάτησε τη σκανδάλη. Το όπλο της πυροβόλησε επανειλημμένα, κροταλίζοντας.

Ο τροχός έσπασε.

Το δίκυκλο τινάχτηκε έξω απ’τον δρόμο, μέσα στο σκοτάδι και στη βλάστηση.

Ο Οδυσσέας σταμάτησε – απότομα – το φορτηγό.

Η Ιωάννα, αν ήταν κάποια άλλη και όχι Μαύρη Δράκαινα, ίσως να είχε πεταχτεί πέρα, έτσι όπως κρεμόταν από το παράθυρο.

Οι επαναστάτες κατέβηκαν από το ψηλό όχημα, με όπλα στα χέρια. Απλώθηκαν, πλησιάζοντας τη μεριά όπου είχε τιναχτεί το δίκυκλο. Ο πίσω τροχός του είχε χαθεί κάπου μέσα στη βλάστηση, αλλά το όχημα ήταν πεσμένο στο πλάι, με καπνό ακόμα να βγαίνει από την πισινή μηχανή του. Η ενεργειακή φιάλη που το κινούσε δεν είχε χτυπηθεί κι έτσι δεν είχε προκληθεί έκρηξη.

Το Δημιούργημα δε φαινόταν πουθενά.

«Προσπαθεί να μας ξεφύγει,» είπε ο Οδυσσέας.

«Δε θα τα καταφέρει.» Η Ιωάννα άναψε τον φακό πάνω στο τουφέκι της και κοίταξε στο έδαφος για ίχνη. Τα βρήκε. «Ακολουθήστε με – ο ένας από τα δεξιά, ο άλλο από τ’αριστερά.»

Προχώρησε με οδηγό της τα χνάρια μέσα στη βλάστηση. Στο δεξί χέρι βαστούσε το τουφέκι της με τον φακό, στο αριστερό το πιστόλι της.

«Μια κρίσιμη ερώτηση,» είπε ο Θελλέδης: «Αν το βρούμε πώς θα το σκοτώσουμε; Χρειαζόμαστε φωτιά ή οξέα.»

«Θα το δέσουμε,» του απάντησε η Ιωάννα. «Για την ώρα, όμως, προέχει να το εντοπίσουμε.»

Το πρόβλημα ήταν ότι το Δημιούργημα πρέπει να έτρεχε, ενώ εκείνοι δεν μπορούσαν ν’αρχίσουν να τρέχουν αν δεν ήθελαν να χάσουν τα ίχνη του. Ακόμα και για μια Μαύρη Δράκαινα ήταν αδύνατο να ιχνηλατεί και να τρέχει συγχρόνως.

Σε κάποιο σημείο, βρήκαν το κράνος του Δημιουργήματος πεσμένο στο έδαφος. Ο Οδυσσέας το πήρε μαζί του και συνέχισαν.

Δύο ώρες πέρασαν περίπου ενώ προχωρούσαν έτσι, και μετά, κραυγές αντήχησαν από τα βόρειά τους. Οι επαναστάτες στράφηκαν φωτίζοντας, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Και οι κραυγές δεν έμοιαζαν ανθρώπινες: ήταν σα να προέρχονται από κάποιο θηρίο.

«Προς τα πού έχει πάει το Δημιούργημα;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Βόρεια,» είπε η Ιωάννα.

Κι έτρεξαν δίχως άλλη κουβέντα.

Τα αειθαλή δέντρα άνοιξαν εμπρός τους, και ένα αγρόκτημα αποκαλύφθηκε στα περίχωρα ενός χωριού. Μέσα στο αγρόκτημα ένα μεγάλο, μυώδες, ερπετοειδές πλάσμα γρύλιζε, με τις γκρίζες φολίδες του να κάνουν μαγευτικά αντιφεγγίσματα στο φως της Γλαυκής. Ένα Σερπετό – όντα που συναντούσε κανείς μόνο στην Απολλώνια. Και το συγκεκριμένο πρέπει να ήταν από τα ήμερα· ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος πρέπει να το είχε για να τον βοηθά στις δουλειές του.

Σκυλιά, επίσης, γάβγιζαν μέσα στη νύχτα.

Η Ιωάννα είδε την πόρτα της οικίας του αγροκτήματος να ανοίγει και κάποιος να βγαίνει, κρατώντας όπλο – καραμπίνα, μάλλον.

Την ίδια στιγμή, από τον στάβλο πετάχτηκε ένα άλογο με καβαλάρη. Ο καβαλάρης φορούσε κάπα και κουκούλα.

Το Δημιούργημα.

Το Σερπετό, που ζύγωνε τον στάβλο, έτρεξε πίσω του, με το κέρατο στη μουσούδα του κατεβασμένο για να επιτεθεί. Αλλά το άλογο ήταν πιο γρήγορο· δεν μπορούσε να το προφτάσει.

Η Ιωάννα πυροβόλησε το Δημιούργημα, όμως κι εκείνη δεν κατόρθωσε τίποτα. Ήταν πολύ μακριά: σχεδόν εκτός βεληνεκούς.

«Χρειαζόμαστε κι εμείς άλογα,» είπε ο Οδυσσέας.

Και έτρεξαν προς το αγρόκτημα.

«Μακριά!» τους φώναξε ο τύπος με την καραμπίνα, που πρέπει να ήταν τουλάχιστον σαραντάρης. «Μακριά γιατί θα σας καθαρίσω!»

«Δεν είμαστε ληστές!» του φώναξε ο Οδυσσέας. «Είμαστε άνθρωποι του Βασιληά!»

Τα σκυλιά γάβγιζαν σα δαιμονισμένα. Το Σερπετό, όμως, δεν κινιόταν λες και είχε καταλάβει πως έλεγαν αλήθεια· τα Σερπετά πάντα έδειχναν να διαθέτουν μια παράξενη σοφία.

«Δε σας πιστεύω!» γκάριξε ο άντρας με την καραμπίνα.

Ο Οδυσσέας άφησε το τουφέκι του στο έδαφος. Έβγαλε το πιστόλι του από το θηκάρι, το ύψωσε για να το δει ο άντρας, και μετά το απόθεσε κι αυτό κάτω. Από μια τσέπη του τράβηξε την ταυτότητά του και βάδισε, με αργά βήματα, προς τον αναστατωμένο καραμπινοφόρο. «Μπορείς να δεις εδώ,» του φώναξε, «ότι λέω αλήθεια. Να πλησιάσω;»

Ο άντρας συνέχισε να τον σημαδεύει, αλλά είπε: «Πλησίασε. Αργά.»

Ο Οδυσσέας υπάκουσε, τείνοντας την ταυτότητα προς το μέρος του άντρα. Εκείνος την πήρε και την κοίταξε.

«Χρειαζόμαστε τρία άλογα,» του είπε ο Οδυσσέας, «για να κυνηγήσουμε εκείνον τον κακοποιό που μόλις έφυγε.»

«Δεν έχω τρία άλογα! Άλλο ένα έχω.»

«Θα πάρουμε αυτό, τότε.»

Ο άντρας δίστασε να μιλήσει.

«Θα σ’το επιστρέψουμε, και θα σου φέρω και το άλλο που σου έκλεψε ο κακοποιός. Σε παρακαλώ – βιαζόμαστε!»

«Εντάξει, πάρτε το.» Ο άντρας τού επέστρεψε την ταυτότητά του.

Ο Οδυσσέας μπήκε στον στάβλο, σέλωσε και χαλίνωσε το άλογο, και τραβώντας το απ’τα γκέμια πήγε πάλι κοντά στην Ιωάννα και στον Θελλέδη.

«Αυτό έχει μόνο,» τους είπε.

Η Ιωάννα το καβάλησε αμέσως. «Θα τ’ακολουθήσω. Βρείτε κι εσείς άλογα κι ελάτε.» Και, μπήγοντας τα τακούνια των μποτών της στα πλευρά του ζώου, ξεκίνησε να καλπάζει προτού κανένας προλάβει να της απαντήσει.

ΙΣΤ’
Η ΜΑΥΡΗ ΔΡΑΚΑΙΝΑ ΚΑΤΑΔΙΩΚΕΙ ΜΕΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Το Δημιούργημα είχε μεγάλο προβάδισμα, και το σκοτάδι της νύχτας ήταν με το μέρος του. Η Ιωάννα δυσκολεύτηκε να το εντοπίσει με το βλέμμα της, κι όταν το εντόπισε ήταν μακριά. Προσπάθησε να βάλει το άλογό της να τρέξει πιο γρήγορα ενώ, συγχρόνως, έριχνε μια ματιά πίσω της. Ο Οδυσσέας κι ο Θελλέδης φαίνονταν να έρχονται, απόμακρα, με άλογα που είχαν πάρει από άλλους κατοίκους του χωριού.

Η Ιωάννα έβγαλε το πιστόλι της, αλλά ήξερε ότι ήταν αδύνατον ακόμα να σημαδέψει και να πετύχει το Δημιούργημα. Έπρεπε να πάει πιο κοντά!

Ο παγερός νυχτερινός άνεμος τη χτυπούσε. Άκουγε, και αισθανόταν, το άλογο να αγκομαχά από κάτω της· δεν ήταν εκπαιδευμένο για τόσο ταχύ καλπασμό: κουραζόταν γρήγορα. Το ίδιο, βέβαια, πρέπει να ίσχυε και για το άλογο του Δημιουργήματος. Αλλά το Δημιούργημα είχε προβάδισμα.

Θα το χάσω, γαμώ τα μαλλιά της Έχιδνας!

Και η πρόβλεψή της αποδείχτηκε σωστή – παρότι η Ιωάννα ευχόταν να είχε κάνει λάθος.

Το Δημιούργημα, σύντομα, είχε εξαφανιστεί μες στο σκοτάδι. Και το άλογό της ήταν εξαντλημένο. Αγκομαχούσε δυνατά, και βρομούσε απ’τον ιδρώτα. Ο καλπασμός του είχε γίνει αργός. Δεν ήταν, ουσιαστικά, καλπασμός πλέον.

Η Ιωάννα τράβηξε τα χαλινάρια, βάζοντάς το να πάει πιο αργά: να βαδίσει.

Πίσω της άκουσε ποδοβολητά. Ο Οδυσσέας κι ο Θελλέδης την αναζητούσαν μέσα στη νύχτα. Η Ιωάννα πυροβόλησε στον αέρα με το πιστόλι της, κι εκείνοι δεν άργησαν να τη βρουν και να την πλησιάσουν.

«Τι έγινε;» ρώτησε ο Πρόμαχος.

«Το έχασα.»

«Πρέπει να το βρούμε. Για να υπάρχει Δημιούργημα στη Σερίβια, σημαίνει ότι κάπου θα είναι κι ο ελεγκτής του – κάποιος πράκτορας της Παντοκράτειρας.»

«Στην Αρβήντλια,» είπε η Ιωάννα, «είχαμε συναντήσει με τον Ανδρόνικο ένα Δημιούργημα που ήταν αυτόβουλο.»

«Ναι, μου το έχει πει· αλλά πρώτη φορά βλέπουμε να συμβαίνει κάτι τέτοιο, επομένως το λογικό να υποθέσουμε είναι ότι τούτο εδώ έχει κάποιον ελεγκτή.»

Η Ιωάννα κατένευσε.

Συνέχισαν να ιππεύουν μέσα στο σκοτάδι, αλλά όχι καλπάζοντας· τα άλογά τους δεν μπορούσαν να το αντέξουν.

«Χάθηκε,» είπε ο Οδυσσέας μετά από κάποια ώρα κατόπτευσης. «Δεν πρόκειται να το βρούμε. Αλλά μάλλον ξέρουμε πού θα πάει. Στη Σερίβια. Και αναρωτιέμαι ποια θα είναι η αντίδραση του Αργυροθώρη, τώρα…»

«Ο Προαιρέσιος θα προτείνει να τον γδάρουμε ζωντανό,» είπε η Ιωάννα.

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Αυτό, όμως, δεν είναι το πιο συνετό για την ώρα.»

«Καλύτερα να εντοπίσουμε πρώτα το Δημιούργημα και τον ελεγκτή του.»

«Ακριβώς. Πάμε πίσω στο φορτηγό μας;»

Η Ιωάννα συμφώνησε, και προσπάθησαν να βρουν το δρόμο που ακολουθούσαν όταν ήταν επάνω στο όχημα.

«Είμαστε κάπου εκατό χιλιόμετρα απόσταση από τη Σερίβια,» είπε η Ιωάννα. «Το Δημιούργημα, ιππεύοντας, θα χρειαστεί παραπάνω από μία ημέρα για να φτάσει εκεί.»

«Εκτός αν ξεθεώσει το άλογό του,» τόνισε ο Θελλέδης.

«Θα το ψοφήσει αν το κάνει. Αυτά τα ζώα δεν είναι εκπαιδευμένα για να τρέχουν.»

«Θα προσπαθήσει, τότε, να κλέψει κάποιο όχημα,» είπε ο Οδυσσέας· «ή θα πάει ώς εκεί που αντέξει το άλογο και μετά θ’αρχίσει να τρέχει – τα Δημιουργήματα δεν κουράζονται, απ’ό,τι ξέρω.»

Θα κλέψει κάποιο όχημα; σκέφτηκε ξαφνικά η Ιωάννα. «Σκατά…!» μουρμούρισε.

«Τι είναι;» απόρησε ο Οδυσσέας.

«Γιατί να μην κλέψει το δικό μας όχημα;»

Τα μάτια του Οδυσσέα στένεψαν.

Άρχισαν κι οι τρεις τους, αμέσως, να καλπάζουν – αδιαφορώντας αν τα άλογά τους ψοφούσαν ή όχι.

Μετά από λίγο, και ενώ είχαν φτάσει στον δρόμο που ακολουθούσαν πριν, είδαν ένα φορτηγό να έρχεται ολοταχώς προς το μέρος τους, με τους προβολείς του αναμμένους.

Το δικό τους φορτηγό.

«Κατάρες!» γρύλισε ο Οδυσσέας, καθώς χωρίζονταν, πηγαίνοντας δεξιά κι αριστερά του δρόμου, για να μην τους πατήσει.

Η Ιωάννα έστρεψε το άλογό της αρχίζοντας να καταδιώκει το ψηλό όχημα. Το ζώο αγκομαχούσε από κάτω της, τόσο δυνατά που έμοιαζε μετά βίας να καταφέρνει να μένει ζωντανό. Δε θ’άντεχε για πολύ έτσι.

Η Μαύρη Δράκαινα πήδησε–

–και πιάστηκε στο πλάι του φορτηγού.

Χωρίς μεγάλη δυσκολία, κατόρθωσε να φτάσει ώς την πίσω μεριά, όπου η διπλή πόρτα ήταν ανοιχτή – ο Οδυσσέας και ο Θελλέδης δεν είχαν προλάβει να την κλείσουν προτού ξεκινήσουν, και ούτε το Δημιούργημα φαινόταν να είχε μπει στον κόπο.

Η Ιωάννα πάτησε στο εσωτερικό του οχήματος, τραβώντας το πιστόλι από τη ζώνη της.

Ο εχθρός ήταν μπροστά, στο τιμόνι· μπορούσε να τον δει. Έπρεπε να τον αιφνιδιάσει και να καταφέρει να τον δέσει. Σχοινί υπήρχε στο φορτηγό· ο Οδυσσέας και ο Θελλέδης, ευτυχώς, δεν το είχαν ξεφορτώσει· η Ιωάννα έβλεπε μερικές κουλούρες στ’αριστερά της.

Βαδίζοντας αθόρυβα, έπιασε την άκρη ενός σχοινιού κι άρχισε να το τραβά μαζί της καθώς ζύγωνε τον οδηγό του φορτηγού.

Το Δημιούργημα κάτι πρέπει να κατάλαβε γιατί έκανε να γυρίσει–

–και η Ιωάννα το πυροβόλησε στο κεφάλι.

Δεν φορούσε πλέον κουκούλα, και στο πλάι του κεφαλιού του φάνηκε ν’ανοίγει μια μεγάλη τρύπα, μέσα στην οποία δεν υπήρχε αίμα αλλά μια παράξενη ουσία σαν ρευστό ασήμι, που αμέσως άρχισε να αναπλάθει το δέρμα του.

Το φορτηγό έχασε τον προσανατολισμό του για λίγο· έκανε πέρα-δώθε πάνω στον δρόμο, καθώς ο οδηγός του άφησε το τιμόνι.

Η Ιωάννα όρμησε στο Δημιούργημα όσο ακόμα αυτό ήταν ελαφρώς τρανταγμένο. Θηκαρώνοντας το πιστόλι της, τύλιξε, και με τα δύο χέρια, το σχοινί της γύρω απ’το λαιμό του, τραβώντας το κεφάλι του πίσω, με τέτοιο τρόπο που αν ήταν κανονικός άνθρωπος θα είχε σπάσει η ράχη του.

Το Δημιούργημα, όμως, δεν πέθανε. Και το τραύμα στο κεφάλι του θεραπευόταν, γρήγορα. Η Ιωάννα είδε το πρόσωπό του: λευκό-ροζ δέρμα, καστανά μάτια. Τα μαλλιά του ήταν επίσης καστανά. Δε νόμιζε ότι είχε ποτέ της ξαναδεί αυτή την όψη.

Τα χαρακτηριστικά του Δημιουργήματος, ξαφνικά, αλλοιώθηκαν: το πρόσωπό του τραβήχτηκε προς τις άκριες, τα μάτια του στένεψαν αφύσικα, και κυνόδοντες φύτρωσαν στο στόμα του. Τα νύχια στα χέρια του είχαν γίνει γαμψά – κι έρχονταν προς το κεφάλι της Ιωάννας.

Εκείνη τινάχτηκε όπισθεν, συνεχίζοντας να έχει το σχοινί της τυλιγμένο γύρω απ’το λαιμό του τέρατος και τραβώντας το μαζί της. Το Δημιούργημα έφυγε απ’τη θέση του οδηγού πέφτοντας ανάσκελα. Γρυλίζοντας και σπαρταρώντας.

Το φορτηγό βγήκε, ανεξέλεγκτα, στους αγρούς. Κοπάνησε σ’έναν φράχτη σπάζοντάς τον και κάνοντας την Ιωάννα να αναπηδήσει.

Ωστόσο, η εκπαίδευσή της τη βοήθησε να παραμείνει όρθια.

Ένα από τα νυχάτα χέρια του Δημιουργήματος γράπωσε τον δεξή της πήχη, σχίζοντας το μανίκι της στολής της και κάνοντας αίμα να τρέξει. Η Ιωάννα δεν άφησε, όμως, το σχοινί. Σηκώνοντας το πόδι της, κατέβασε τη φτέρνα της απότομα πάνω στο στήθος του τέρατος κάνοντας την πλάτη του να κοπανήσει, βίαια, στο δάπεδο. Έναν φυσιολογικό άνθρωπο ένα τέτοιο χτύπημα μπορεί και να τον είχε σκοτώσει, αλλά το Δημιούργημα απλώς τραντάχτηκε λίγο.

Το φορτηγό είχε πλέον σταματήσει, τώρα που κανένας δεν πατούσε το πετάλι της επιτάχυνσης.

Η Ιωάννα πέρασε το σχοινί της γύρω απ’τον δεξή καρπό του τέρατος – τον καρπό του χεριού που είχε τα νύχια του μπηγμένα στον πήχη της.

Το Δημιούργημα γρύλιζε δαιμονισμένα. Το άλλο του χέρι πήγε στη ζώνη του, τράβηξε ένα πιστόλι–

Η Ιωάννα κλότσησε το όπλο καθώς η κάννη στρεφόταν προς το μέρος της· η βολή χτύπησε ένα κιβώτιο. Και η Μαύρη Δράκαινα πέρασε, γρήγορα, το σχοινί της γύρω από το οπλοφόρο χέρι του Δημιουργήματος.

Το τέρας, παρότι ανάσκελα, προσπάθησε πάλι να στρέψει την κάννη καταπάνω της και να πυροβολήσει. Η Ιωάννα έκανε απότομα στο πλάι τραβώντας, συγχρόνως, το σχοινί με τέτοιο τρόπο που οι καρποί του Δημιουργήματος δέθηκαν μαζί και η σφαίρα του πήγε στο ταβάνι. Λίγο έλειψε, όμως, να τη χτυπήσει· η Μαύρη Δράκαινα την αισθάνθηκε να περνά ξυστά απ’το κεφάλι της.

Το Δημιούργημα ούρλιαζε καθώς η Ιωάννα το ανάγκασε να σημαδέψει προς την πίσω, ανοιχτή πόρτα του οχήματος και να πυροβολήσει, πιέζοντας το δάχτυλό του που ήταν στη σκανδάλη με δυο δικά της δάχτυλα, γιατί η δύναμη των Δημιουργημάτων ήταν μεγαλύτερη από ενός φυσιολογικού ανθρώπου.

Το πιστόλι άδειασε. Αλλά, καθώς άδειαζε, το τέρας προσπαθούσε να σηκωθεί στα πόδια του. Η Ιωάννα τού έβαλε τρικλοποδιά, γρήγορα και δυνατά, ρίχνοντάς το πάλι στο δάπεδο. Μετά, το κλότσησε στο κεφάλι, ξανά και ξανά και ξανά και ξανά.

Τα χτυπήματα έμοιαζαν να το αφήνουν σχεδόν αδιάφορο πέρα απ’το ότι το απέτρεπαν να ορθωθεί.

Και η βοήθεια που η Ιωάννα περίμενε έφτασε. Ο Οδυσσέας κι ο Θελλέδης μπήκαν στο φορτηγό, πήραν σχοινί, και έδεσαν το Δημιούργημα από πάνω ώς κάτω, ακινητοποιώντας το.

«Δεν το πιστεύω…» έκανε ο Πρόμαχος κοιτάζοντας την όψη του τέρατος, διαστρεβλωμένη καθώς ήταν.

«Τι είναι;» ρώτησε η Ιωάννα, ακόμα ξέπνοη από την πάλη της με το Δημιούργημα.

«Αυτός είναι ο Φωτονίκης, ο αδελφός του Αργυροθώρη.»

«Δεν είναι δυνατόν!» μούγκρισε ο Θελλέδης. «Ο αδελφός του είναι Δημιούργημα

«Οι Παντοκρατορικοί, μάλλον, σκότωσαν τον αδελφό του κι έβαλαν ένα Δημιούργημα στη θέση του,» υπέθεσε ο Οδυσσέας.

«Πού τον βρήκαν, όμως, για να τον σκοτώσουν; Τον δολοφόνησαν μες στην Απολλώνια;» είπε η Ιωάννα.

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. «Δε νομίζω.» Κοίταξε το Δημιούργημα, που τώρα τα χαρακτηριστικά του είχαν πάψει να είναι τραβηγμένα, και τα νύχια κι οι κυνόδοντές του είχαν κρυφτεί. «Ο Φωτονίκης ήταν έμπορος. Ταξίδευε σ’άλλες διαστάσεις. Στη Φεηνάρκια, κατά πρώτον. Πήγαινε εκεί από τη μονόδρομη δίοδο στα Δυτικά Βουνά. Και μετά περνούσε από τη Χάρνταβελ και επέστρεφε στην Απολλώνια.»

«Οι Παντοκρατορικοί δεν τον σταματούσαν;» ρώτησε ο Θελλέδης.

«Δε φυλάνε και πολύ καλά τις διόδους ανάμεσα στη Φεηνάρκια και στη Χάρνταβελ· δεν τις θεωρούν τόσο σημαντικές· και ο Φωτονίκης περνούσε σαν γηγενής.»

«Κάποια στιγμή, όμως, φαίνεται πως τον έπιασαν,» είπε η Ιωάννα.

Ο Οδυσσέας ένευσε· η όψη του είχε αγριέψει.

«Αναρωτιέμαι αν ο Αργυροθώρης το ξέρει αυτό.»

«Κι εγώ. Ίσως ακόμα να νομίζει ότι μιλά με τον αδελφό του…»

Ο Θελλέδης ρώτησε: «Ο αδελφός του δεν ήταν παντρεμένος;»

«Τι σημασία έχει;» είπε η Ιωάννα.

«Ήταν,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.

«Η γυναίκα του δεν κατάλαβε κάτι;» απόρησε ο Θελλέδης. «Δεν κατάλαβε ότι αυτός δεν ήταν ο άντρας της;»

«Τα Δημιουργήματα μπορούν να είναι πολύ πειστικά όταν το θέλουν,» είπε ο Οδυσσέας.

«Ναι, εντάξει σ’όλα τα υπόλοιπα πράγματα, αλλά… στο κρεβάτι;… Μπορούν να…; Καταλαβαίνεις τι εννοώ!»

«Μπορούν.»

«Κανονικά;»

«Φαινομενικώς κανονικά.»

Ο Θελλέδης απέφευγε εσκεμμένα να κοιτάξει την Ιωάννα καθώς μιλούσε στον Οδυσσέα. «Θες να πεις ότι εκσπερματώνουν

«Εκσπερματώνουν,» του είπε η Ιωάννα, κάνοντας το γαλανό χρώμα στο πρόσωπό του να σκουρύνει λιγάκι. «Αλλά δεν είναι ακριβώς σπέρμα αυτό που παράγουν. Είναι κάτι που μοιάζει πολύ, όμως.»

«Δεν μπορούν, δηλαδή, να τεκνοποιήσουν,» εξήγησε ο Οδυσσέας.

«Τι θα κάνουμε τώρα;» τον ρώτησε η Ιωάννα. «Θα ενημερώσουμε τον Αργυροθώρη ότι ένα Δημιούργημα έχει αντικαταστήσει τον αδελφό του;»

Ο Οδυσσέας έδειχνε σκεπτικός. «Ο Αργυροθώρης, βέβαια, στη συζήτηση που καταγράψαμε φαινόταν να ήξερε τι έκανε…»

Η Ιωάννα ένευσε. «Δίχως αμφιβολία. Πιστεύεις ότι μπορεί να είναι ο πράκτορας που ελέγχει το Δημιούργημα;»

«Δε μου μοιάζει πιθανό.»

«Ούτε κι εμένα.»

«Τέλος πάντων. Ας επιστρέψουμε στη Σερίβια,» είπε ο Οδυσσέας. «Σε λίγο θα ξημερώσει.»

Και πήγε να βάλει μπροστά τη μηχανή του φορτηγού, ελπίζοντας ότι το όχημα δε θα είχε πάθει καμια σοβαρή ζημιά από τη σύγκρουσή του με τον φράχτη.

ΙΖ’
Η ΜΑΥΡΗ ΔΡΑΚΑΙΝΑ ΑΛΛΑΖΕΙ ΕΜΦΑΝΙΣΗ

Έφτασαν στη Σερίβια τα ξημερώματα. Πήγαν το φορτηγό σ’έναν πλευρικό δρόμο κοντά στην Ανατολή των Κυμάτων και το σταμάτησαν. Το Δημιούργημα το άφησαν μέσα, κρυμμένο και δεμένο καλά· δεν ήθελαν να τραβήξουν ανεπιθύμητη προσοχή φέρνοντάς το στο ξενοδοχείο. (Γιατί, για να το φέρουν εκεί, ο Οδυσσέας θα έπρεπε να δείξει την ταυτότητά του που τον αναγνώριζε ως πράκτορα του Βασιληά – κι αυτό δεν επιθυμούσε να το κάνει ακόμα· καλύτερα να παρέμεναν όσο το δυνατόν πιο ανώνυμοι γινόταν, προς το παρόν.)

Ανέβηκαν στο δωμάτιό τους, ξυπνώντας, ως επακόλουθο, τον Προαιρέσιο που τον είχε πάρει ο ύπνος επάνω στην καρέκλα. Ακούγοντάς τους να μπαίνουν, ύψωσε αμέσως το πιστόλι του: και το ξανακατέβασε θηκαρώνοντάς το.

«Πήγατε μακριά;» τους ρώτησε.

«Θα σου πούμε,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Έγινε τίποτα όσο λείπαμε;»

«Βαρεμάρα. Είμαι βέβαιος ότι βρήκατε πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα από εμένα.»

«Ένα Δημιούργημα.»

Τα μάτια του Προαιρέσιου στένεψαν. «Τι πράγμα;»

Καθώς ο Οδυσσέας και ο Θελλέδης κάθονταν, η Ιωάννα έφερε μπίρες για όλους από το ψυγείο.

«Τι Δημιούργημα;» ρώτησε ο Προαιρέσιος. «Σαν αυτά της Παντοκράτειρας;»

«Δεν ξέρω να υπάρχουν άλλα,» είπε η Ιωάννα.

«Υπάρχουν,» τόνισε ο Προαιρέσιος. «Τα Ομοιώματα που φτιάχνουν οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ από την ύλη της Απολεσθείσας Γης, αν δεν κάνω λάθος. Τα αντιμετωπίσαμε όταν–»

«Ναι,» είπε η Ιωάννα, «ξέρουμε. Αλλά αυτό, πραγματικά, δεν νομίζω ότι ήταν Ομοίωμα. Ήταν Δημιούργημα. Της Παντοκράτειρας.»

«Και πώς σκατά βρέθηκε εδώ; Και πού είναι τώρα;»

Ο Οδυσσέας τού εξήγησε πώς είχε το πράγμα.

«Ο Αργυροθώρης, δηλαδή, βρισκόταν σε συνεννόηση μ’ένα Δημιούργημα;» έκανε ο Προαιρέσιος.

«Το πιο εξωφρενικό είναι ότι κατάφεραν ν’αλλάξουν τον αδελφό του,» είπε ο Οδυσσέας. «Ίσως ο Αργυροθώρης να μην ήξερε ότι είχε να κάνει με Δημιούργημα.»

«Τι θες να πεις; Ότι δεν είναι προδότης, τώρα; Μην τρελαθούμε, Οδυσσέα! Τον άκουσες να–!»

«Ναι, δεν αμφιβάλλω ότι είναι προδότης.» Ο Οδυσσέας διέκοψε τον εαυτό του για να πιει μια μεγάλη γουλιά μπίρα. «Αμφιβάλλω, απλώς, ότι ήξερε πως ο αδελφός του είναι Δημιούργημα.»

Ο Προαιρέσιος φάνηκε σκεπτικός. Άναψε τσιγάρο. «Τι θα κάνουμε τώρα;»

«Πρέπει να βρούμε τον πράκτορα που ελέγχει το Δημιούργημα.»

«Ίσως νάναι ο Αργυροθώρης.»

«Ίσως. Όμως πρέπει να βεβαιωθούμε.»

«Με τι τρόπο;»

«Κοίτα. Αυτή τη στιγμή είμαστε κομμάτια κι οι τρεις–»

«Κι οι τέσσερις,» διόρθωσε ο Προαιρέσιος. «Νομίζεις ότι έχω κοιμηθεί καθόλου;»

«Καλύτερα, λοιπόν, να το σκεφτούμε μετά από μερικές ώρες ύπνο.»

«Και ποιος θα φυλάει σκοπιά εδώ;» Ο Προαιρέσιος έδειξε με τον αντίχειρά του το φωτογραφικό τηλεσκόπιο που κοίταζε προς τα Υλικά Πανόπτης.

«Εσύ. Είσαι ο πιο ξεκούραστος.»

Ο Προαιρέσιος στραβομουτσούνιασε.

«Γκρινιάζεις πολύ,» του είπε η Ιωάννα καθώς έβγαζε τις μπότες της.

«Μα δεν είπα τίποτα!»

*

Το κουδούνισμα του τηλεπικοινωνιακού πομπού την ξύπνησε.

Τα μάτια της άνοιξαν αμέσως και σηκώθηκε πρώτη απ’όλους, εκτός από τον Προαιρέσιο που ήταν ήδη ξύπνιος. Η Ιωάννα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του δωματίου και ο Οδυσσέας ήταν ξαπλωμένος πλάι της, στην άλλη μεριά, έχοντάς της γυρισμένη την πλάτη. Ο Θελλέδης κοιμόταν επάνω σε μια κουβέρτα, έξω από την πόρτα του μπάνιου.

Η Ιωάννα πλησίασε τον πομπό και πάτησε το πλήκτρο της αποδοχής.

«Οδυσσέα;» είπε η φωνή του Ανδροκλή.

«Εγώ είμαι.»

«Ιωάννα. Μόλις είδαμε τον Πρίγκιπα να μπαίνει στην οικία των Πανόπτων

«Τι! Τον Ανδρόνικο

«Ναι.»

«Τι κάνει εκεί;»

«Δεν ξέρω. Ήρθε με συνοδεία, πάντως. Επίσημη κατάσταση. Λες να ξέρει ότι κάτι δεν πάει καλά με τους Πανόπτες;»

«Δεν το νομίζω. Μπορείς να παρακολουθήσεις μέσα στην οικία;»

«Ναι. Περίμενε.»

Η Ιωάννα περίμενε.

Εν τω μεταξύ, ο Οδυσσέας και ο Θελλέδης είχαν επίσης σηκωθεί και καθίσει κοντά στον πομπό.

«Ο Ανδρόνικος–» άρχισε να λέει η Ιωάννα στον Πρόμαχο.

«Ακούσαμε.»

«Τι μπορεί να κάνει εκεί;»

«Δεν έχω ιδέα.»

«Του είχες πει ότι υποπτευόμαστε τους Πανόπτες;»

«Όχι.»

«Τον Αργυροθώρη;»

«Όχι, Ιωάννα. Λογικά, δεν πρέπει νάχει πάει για την προδοσία. Για άλλο λόγο πρέπει νάχει πάει.»

«Ακούτε;» Η φωνή του Ανδροκλή μέσα απ’τον πομπό. «Βρήκα καλώδιο της Υ.Τ.Α. Θα μετατρέψω τους διαύλους της οικίας σε κοριούς, και θα μεταφέρω το σήμα στον πομπό για να ακούτε κι εσείς τι γίνεται. Δε μπορώ να μείνω εδώ για πάντα αλλά θα προσπαθήσω να μείνω όσο το δυνατόν περισσότερο. Μες στη μέση του δρόμου είμαι–»

«Πάψε να μιλάς και κάνε κάτι!» είπε η Ιωάννα.

«Στις διαταγές σας…»

Κάποιοι παράξενοι θόρυβοι ακούστηκαν από τον πομπό για λίγο.

«Πρέπει να συνδέει τον πομπό του με τα καλώδια,» είπε η Ιωάννα στους άλλους.

Μετά, μυστηριώδη λόγια ακούστηκαν: ο μάγος άρθρωνε το ξόρκι του.

Και ομιλίες άρχισαν να έρχονται από τον πομπό. Ομιλίες από το εσωτερικό της οικίας των Πανόπτων. Η Ιωάννα και οι υπόλοιποι αφουγκράζονταν σιωπηλοί, προσπαθώντας να καταλάβουν τι γινόταν· και δεν άργησαν να φτάσουν σε συμπέρασμα–

«Μοιάζει να έχει πάει για κάποιου είδους κοινωνική επίσκεψη…» είπε ο Προαιρέσιος, συνοφρυωμένος ελαφρώς και φανερά παραξενεμένος.

«Όχι,» είπε η Ιωάννα. «Έχει πάει να γνωρίσει την Αυγούστα, την αδελφή του Αργυροθώρη. Ως πιθανή νύφη.»

«Νύφη;» έκανε ο Προαιρέσιος.

«Ο Ανδρόνικος ψάχνει να παντρευτεί,» εξήγησε η Ιωάννα προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της ν’ακούγεται ουδέτερη. «Η Απολλώνια πρέπει να αποκτήσει τη Βασίλισσά της.»

«Και θα παντρευτεί την αδελφή αυτού του προδότη;» φώναξε ο Προαιρέσιος. «Ίσως κι αυτή νάναι Δημιούργημα! Ίσως όλοι τους εκεί μέσα νάναι Δημιουργήματα!»

Ο Οδυσσέας τού είπε: «Δε νομίζεις ότι γίνεσαι λιγάκι παρανοϊκός;»

«Καθόλου.»

«Ο Προαιρέσιος έχει δίκιο,» είπε η Ιωάννα. «Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον Ανδρόνικο.» Και σηκώθηκε όρθια, πλησιάζοντας τη στολή της που ήταν κρεμασμένη στην κρεμάστρα.

«Πού πας;» απόρησε ο Οδυσσέας.

«Στους Πανόπτες, φυσικά.»

«Θα πάω εγώ,» δήλωσε ο Οδυσσέας. «Απλά θα ζητήσω να δω τον Πρίγκιπα– τον Βασιληά και, σίγουρα, δε θα μου το αρνηθούν.»

«Και τι θα του πεις;» ρώτησε η Ιωάννα, με το ένα χέρι στην κρεμασμένη μαύρη στολή της.

«Θα τον φέρω εδώ, για να του μιλήσουμε.»

Η Ιωάννα ένευσε. «Καλή ιδέα.»

«Έχετε σκεφτεί ότι ίσως να σχεδιάζουν να τον σκοτώσουν;» είπε ο Προαιρέσιος. «Αν πας κι εσύ, Οδυσσέα, ίσως να επιτεθούν και στους δυο σας.»

«Τώρα γίνεσαι τελείως γελοίος,» του είπε ο Οδυσσέας.

*

Οι Πανόπτες υποδέχτηκαν τον Ανδρόνικο στην οικία τους στη βόρεια μεριά της Σερίβια. Ο Καλλίδρομος, ο πατριάρχης της οικογένειας – ένας ευτραφής, ψηλός άντρας με μεγάλη καράφλα – τον χαιρέτησε πρώτος· και μετά, η κόρη του, η Αυγούστα, που ήταν μικρότερη από τον Ανδρόνικο αλλά όχι πολύ μικρή – στην ηλικία της Ιωάννας. Είχε μακριά καστανόξανθα μαλλιά που χύνονταν, γυαλιστερά και καλοχτενισμένα, στους ώμους της. Στη μύτη της υπήρχαν φακίδες. Φορούσε ένα πορφυρό φόρεμα με βαθύ ντεκολτέ· λευκά γάντια που έφταναν ώς τους αγκώνες· και μυτερά παπούτσια με ψηλό τακούνι. Από το λαιμό της κρεμόταν ένα περιδέραιο που στραφτάλιζε από το χρυσάφι, το ασήμι, και τους πολύτιμους λίθους. Τα βλέφαρά της ήταν βαμμένα πράσινα, τα χείλη της κόκκινα. Έκανε μια κομψή υπόκλιση μπροστά στον Ανδρόνικο καθώς τον χαιρετούσε.

Εκτός από τον Καλλίδρομο και την κόρη του, είχαν έρθει να υποδεχτούν τον Βασιληά η Αγάθη, η σύζυγος του Αργυροθώρη, και η Αντίκλεια, η σύζυγος του Φωτονίκη. Κανένας απ’τους δύο άντρες τους δεν ήταν εδώ. Ο Αργυροθώρης βρισκόταν επί του παρόντος στο κατάστημα των Πανόπτων, είπε ο Καλλίδρομος· σύντομα, όμως, θα ερχόταν για να συναντήσει τον Βασιληά, ασφαλώς. Και ο Φωτονίκης ήταν (εδώ φάνηκε να κομπιάζει κάπως ο Καλλίδρομος Πανόπτης – και ο Ανδρόνικος αναρωτήθηκε γιατί) εκτός πόλης, σε κάποια εμπορική δουλειά. (Τέλος πάντων, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος· αν δε θέλουν να μου πουν πού έχει πάει, δικό τους θέμα. Δεν τον ενδιέφερε εξάλλου.)

Η σύζυγος του Καλλίδρομου δεν ήταν εδώ επειδή είχε πεθάνει πριν από μερικά χρόνια· η Γλυκάνθη το είχε, εκ των προτέρων, πει αυτό στον Ανδρόνικο, για να μην κάνει ερωτήσεις που ίσως να πρόσβαλαν τον Άρχοντα Πανόπτη.

Ο Καλλίδρομος προσφέρθηκε να ξεναγήσει τον Βασιληά στην οικία των Πανόπτων, αλλά η Αυγούστα παρενέβη και, παίρνοντας το χέρι του Ανδρόνικου μέσα στο γαντοφορεμένο δικό της, είπε: «Θα ξεναγήσω εγώ τον Βασιληά, αν δεν έχει αντίρρηση.»

Εκείνος δεν μπόρεσε παρά να θυμηθεί την Πενθίλη, παρότι η Αυγούστα τής έμοιαζε όσο μοιάζει ένα σύννεφο μ’ένα κύμα. Ωστόσο, ο Ανδρόνικος αποκρίθηκε, θέλοντας να είναι ευγενικός: «Δεν έχω καμία αντίρρηση.»

Και η Αυγούστα άρχισε να τον ξεναγεί στο μεγάλο σπίτι, που ήταν πλούσια στολισμένο, δείχνοντας έκδηλα ότι οι Πανόπτες ήταν εύπορη οικογένεια. Επίσης, η οικία ήταν παλιά, πράγμα που φαινόταν πολύ στις καμάρες της και στα πλαίσια των πορτών και των παραθύρων: τα σχέδιά τους έμοιαζαν αρχαία.

«Με τι ασχολείσαι;» ρώτησε ο Ανδρόνικος την Αυγούστα καθώς βάδιζαν.

«Ζωγραφίζω,» αποκρίθηκε εκείνη.

«Είσαι ζωγράφος;»

«Ναι.»

«Έχεις κάνει εκθέσεις;»

«Μερικές, ναι.»

«Μπορώ να δω πίνακές σου, δηλαδή;»

«Αν θέλεις.»

«Θα το ήθελα πολύ,» είπε ο Ανδρόνικος.

«Έλα από δω, τότε,» τον προέτρεψε η Αυγούστα πιάνοντας το χέρι του. «Δεν πειράζει που σου μιλάω στον ενικό…;»

Ο Ανδρόνικος την ακολούθησε. «Καθόλου. Αν δεν το έκανες, θα σ’το πρότεινα να το κάνεις.»

Καθώς βάδιζαν είδαν έναν υπηρέτη να έρχεται βιαστικά προς το μέρος τους, στρίβοντας σε μια καμάρα.

«Μεγαλειότατε,» είπε κάνοντας μια υπόκλιση μπροστά στον Ανδρόνικο. «Συγνώμη για την ενόχληση. Έχει έρθει ένας κύριος και σας ζητά. Λέει ότι πρέπει να σας μιλήσει οπωσδήποτε, και ότι τον γνωρίζετε. Ονομάζεται Οδυσσέας Επίμετρος.»

Ο Οδυσσέας; Εδώ; Θα πρέπει όντως να είναι κάτι σημαντικό. «Θα του μιλήσω,» είπε ο Ανδρόνικος. Και προς την Αυγούστα: «Με συγχωρείς. Θα επιστρέψω.»

Εκείνη χαμογέλασε αλλά δεν φαινόταν και τόσο χαρούμενη από τη διακοπή.

Ο Ανδρόνικος ακολούθησε τον υπηρέτη και οδηγήθηκε σε μια αίθουσα όπου τον περίμενε ο Οδυσσέας, όρθιος στη μέση του δωματίου. Μαζί του ήταν ο Καλλίδρομος.

Ο οποίος είπε: «Ο κύριος ζήτησε να σας δει, Μεγαλειότατε.»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, Άρχοντά μου. Σας ευχαριστώ.» Και στράφηκε στον Οδυσσέα.

«Πρέπει να έρθετε μαζί μου για λίγο, Βασιληά μου,» του είπε εκείνος. Πάντοτε του μιλούσε στον πληθυντικό παρότι τον ήξερε από πολύ παλιά, και παρότι ήταν από τους πιο έμπιστους ανθρώπους του Ανδρόνικου.

«Συμβαίνει κάτι;»

«Ναι. Πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε, και να σας δείξω κάτι.»

Ο Ανδρόνικος είπε στον Καλλίδρομο: «Πρέπει να φύγω, Άρχοντά μου. Εύχομαι να μην αργήσω.»

«Μα, Μεγαλειότατε…» Ο Καλλίδρομος έμοιαζε να έχει χάσει τα λόγια του, και να έχει στενοχωρηθεί πολύ.

«Αν χρειαστεί να λείψω περισσότερο από μια-δυο ώρες, υπόσχομαι να επαναλάβουμε την επίσκεψη το συντομότερο δυνατό,» του είπε ο Ανδρόνικος: πράγμα που έδειξε να τον καθησυχάζει λιγάκι. Η όψη του δεν έλεγε πλέον Γιατί σε μένα αυτή η άτυχη χαλάστρα;

Ο Ανδρόνικος ακολούθησε τον Οδυσσέα στον κήπο της οικίας των Πανόπτων και στο γκαράζ, όπου ήταν σταματημένο το όχημα του Βασιληά και όπου βρίσκονταν δύο από τους Βασιλικούς Φρουρούς, οι οποίοι χαιρέτησαν επίσημα.

«Τι συμβαίνει, Οδυσσέα; Πού θέλεις να πάμε;»

«Όχι μακριά,» του είπε ο Πρόμαχος. «Σ’ένα ξενοδοχείο στη Σερίβια που λέγεται ‘Ανατολή των Κυμάτων’. Έχουμε… κάνει μια ανακάλυψη. Πρέπει να τη δείτε, Πρίγκιπά μου. Είναι ένα Δημιούργημα.»

«Δημιούργημα…»

Ο Οδυσσέας ένευσε. «Το έχουμε ακινητοποιήσει. Καλύτερα να φύγουμε από δω τώρα. Υπάρχει λόγος.»

Ο Ανδρόνικος κι ο Οδυσσέας μπήκαν στο όχημα. Οι δύο Βασιλικοί Φρουροί ειδοποίησαν τον οδηγό και τους υπόλοιπους φρουρούς και, σύντομα, το όχημα έφυγε από την οικία των Πανόπτων, με τη συνοδεία ενός ακόμα οχήματος.

«Τι είν’αυτά που λες, Οδυσσέα; Πού βρήκατε το Δημιούργημα;»

«Το Δημιούργημα είναι ο Φωτονίκης, Πρίγκιπά μου. Ο Φωτονίκης Πανόπτης.»

«Αποκλείεται!»

«Κι όμως. Τον έχουν αντικαταστήσει. Το ανακαλύψαμε επειδή ερευνάμε τους Πανόπτες. Πιστεύουμε ότι ο Αργυροθώρης ευθύνεται για την καταστροφή στην Τοποθεσία Δέλτα.»

«Μα τον Απόλλωνα! Τι κίνητρο μπορεί να έχει; Γιατί νάναι με την Παντοκράτειρα;»

«Δε γνωρίζω, Πρίγκιπά μου.»

Τότε, ακούστηκε η φωνή του οδηγού, από μπροστά: «Προς τα πού θα επιθυμούσατε να πάμε, Μεγαλειότατε;»

«Προς το ξενοδοχείο ‘Ανατολή των Κυμάτων’. Το γνωρίζεις;»

«Θα το βρούμε αμέσως, Μεγαλειότατε.» Ο οδηγός πάτησε μερικά πλήκτρα στην κονσόλα πλάι του, κι ένας χάρτης της Σερίβια παρουσιάστηκε στη μικρή οθόνη του οχήματος.

Όταν ήταν κοντά στην Ανατολή των Κυμάτων, ο Οδυσσέας έβγαλε έναν τηλεπικοινωνιακό πομπό, πάτησε ένα πλήκτρο, και μίλησε.

«Ερχόμαστε,» είπε. «Είστε στο φορτηγό;»

(…)

«Εντάξει.» Έκλεισε τον πομπό, και είπε στον Ανδρόνικο να πει στον οδηγό να σταματήσουν σ’αυτήν εκεί τη γωνία. Έδειξε.

Ο Ανδρόνικος το έκανε.

Το όχημά τους σταμάτησε στο πλάι του δρόμου, και το όχημα που τους συνόδευε (και που ήταν γεμάτο Βασιλικούς Φρουρούς) σταμάτησε, σαν ασπίδα προστασίας, από τη μεριά που ήταν πιο εκτεθειμένοι σε πιθανή επίθεση.

Ένα φορτηγό ξεπρόβαλε από έναν πλευρικό δρόμο.

Ο Οδυσσέας και ο Ανδρόνικος βγήκαν και πήγαν προς τα εκεί. Ο Βασιληάς έκανε νόημα να έρθουν μαζί του μόνο δύο Βασιλικοί Φρουροί.

Η Ιωάννα τούς περίμενε στην ανοιχτή πίσω πόρτα του ψηλού οχήματος.

Ο Ανδρόνικος την ατένισε σιωπηλός για λίγο.

Εκείνη τον ατένισε επίσης σιωπηλή.

Ο Ανδρόνικος είπε: «Πού είχες πάει;»

Η Ιωάννα είπε: «Δεν πήρες το μήνυμά μου;»

Ο Ανδρόνικος είπε: «Το πήρα. Δεν έλεγες πολλά.»

Η Ιωάννα είπε: «Τι άλλο να έλεγα;»

Υπήρχε αμηχανία ανάμεσά τους.

Ο Οδυσσέας παρενέβη: «Το Δημιούργημα είναι μέσα, Πρίγκιπά μου.»

Προχώρησαν στο εσωτερικό του φορτηγού ενώ ο Ανδρόνικος έκανε νόημα στους Βασιλικούς Φρουρούς να μείνουν έξω.

Ένας καστανομάλλης άντρας ήταν δεμένος χειροπόδαρα στο δάπεδο. Ο Θελλέδης καθόταν πλάι του.

«Αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί!» είπε ο καστανομάλλης στον Ανδρόνικο. «Παρακαλώ, βοηθήστε με!»

Η Ιωάννα τράβηξε το ξιφίδιό της και του έσχισε το πρόσωπο από τη μια άκρη ώς την άλλη, βγάζοντάς του μαζί και το δεξί μάτι. Αίμα δεν φάνηκε κάτω από τη σάρκα του, παρά μονάχα ένα παχύρρευστο ασημί υγρό, το οποίο άρχισε αμέσως να την αναπλάθει. Ακόμα και το κατεστραμμένο μάτι ξαναφτιαχνόταν.

«Πώς βρέθηκε εδώ;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

Ο Οδυσσέας τού εξήγησε τι είχε συμβεί. Του μίλησε για τα πάντα. Από την αρχή. Από τότε που πήγαν να ερευνήσουν στην Τοποθεσία Δέλτα.

«Αυτό σημαίνει ότι μπορεί κι άλλοι στην οικογένεια των Πανόπτων να είναι Δημιουργήματα,» είπε η Ιωάννα.

«Αν και βέβαια,» πρόσθεσε ο Οδυσσέας, «πιστεύω πως τον Φωτονίκη τον άλλαξαν έξω απ’την Απολλώνια· γιατί ήταν έμπορος που ταξίδευε σε άλλες διαστάσεις.»

«Δεν έχουμε εδώ κάποια συσκευή για τον εντοπισμό Δημιουργημάτων;» είπε ο Ανδρόνικος.

Ο Οδυσσέας κατένευσε. «Υπάρχει. Στο Σφύριγμα του Γάτου.»

«Ας πάει κάποιος να τη φέρει, λοιπόν, για να κάνουμε έναν έλεγχο στην οικία των Πανόπτων.»

«Σκοπεύετε δηλαδή να τους πείτε για τον Φωτονίκη, Πρίγκιπά μου;»

«Πιστεύεις ότι δε θα ήταν καλή ιδέα;»

«Νομίζω,» είπε ο Οδυσσέας, «πως καλύτερα θα ήταν να βρούμε πρώτα τον πράκτορα της Παντοκράτειρας που ελέγχει αυτό το Δημιούργημα. Δε μπορεί νάναι εδώ μόνο του.»

«Έχετε κάποιο σχέδιο;» Ο Ανδρόνικος κοίταξε μια τον Οδυσσέα μια την Ιωάννα.

«Ο πράκτορας, λογικά, θα προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με το Δημιούργημα,» είπε ο Πρόμαχος. «Αν συνεχίσουμε να παρακολουθούμε, θα τον εντοπίσουμε.»

«Συγχρόνως, όμως, θα αρχίσουν να ανησυχούν οι συγγενείς του Φωτονίκη για την εξαφάνισή του…»

Ο Οδυσσέας φάνηκε τώρα σκεπτικός.

Η Ιωάννα πρότεινε: «Καλό θα ήταν να γίνει ένας έλεγχος για Δημιουργήματα μέσα στο σπίτι των Πανόπτων, ούτως ή άλλως – χωρίς να τους ειδοποιήσουμε για τίποτα. Ο Ανδρόνικος μπορεί άνετα να φέρει μια συσκευή εντοπισμού μέσα· ποιος θα τον σταματήσει; Και ποιος θα τον ερευνήσει, βασικά; Επίσης,» πρόσθεσε, «θα ήθελα να είμαι κι εγώ εκεί. Ντυμένη σαν Βασιλική Φρουρός.»

«Η συσκευή δεν είναι κάτι που μπορώ να κρύψω στην τσέπη μου για να τους κάνω έλεγχο,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Το ξέρεις αυτό.»

«Γι’αυτό σού είπα ότι πρέπει να είμαι κι εγώ εκεί.»

*

Ο Ανδρόνικος επέστρεψε στην οικία των Πανόπτων, ζητώντας συγνώμη από τον Καλλίδρομο και από την Αυγούστα για την προσωρινή αποχώρησή του. «Ο Οδυσσέας έπρεπε να μου δείξει κάτι,» εξήγησε, «το οποίο πραγματικά δεν μπορούσε να περιμένει.»

«Δεν πειράζει,» αποκρίθηκε η Αυγούστα. «Καταλαβαίνουμε ότι, σίγουρα, ο Βασιληάς έχει πολλές έγνοιες.»

«Μπορούμε να συνεχίσουμε από εκεί όπου μείναμε, λοιπόν,» είπε ο Ανδρόνικος, και εκείνος κι η Αυγούστα απομακρύνθηκαν από τον πατέρα της βαδίζοντας μέσα στο μεγάλο σπίτι. «Θα μου δείξεις τους πίνακές σου;»

«Ευχαρίστως.»

*

Η Ιωάννα είχε πάει στην οικία των Πανόπτων μαζί με τους Βασιλικούς Φρουρούς του Ανδρόνικου, ντυμένη σαν μία απ’αυτούς. Εκείνοι γνώριζαν ποια ήταν, και η παρουσία της δεν τους εξέπληττε. Ο Βασιληάς δεν τους είχε κρύψει ότι ήθελε να κάνει κάποια κρυφή έρευνα στους Πανόπτες. Αν η Ιωάννα τούς ζητούσε κάτι, όφειλαν να την εξυπηρετήσουν σαν να ήταν εκείνος.

Η Μαύρη Δράκαινα είχε μια μαύρη, δερμάτινη τσάντα κρεμασμένη από τον ώμο της καθώς βάδιζε στον κήπο της οικίας, και από την τσάντα έβγαλε τη συσκευή ανίχνευσης Δημιουργημάτων, η οποία λειτουργούσε με μια μεγάλη μπαταρία και έμοιαζε με φωτογραφική μηχανή, αλλά πολύ μεγαλύτερη. Η Ιωάννα χρειαζόταν και τα δύο χέρια για να την κρατά. Η εμβέλειά της δεν ήταν μακρινή, έτσι θα έπρεπε να πλησιάσει τους στόχους της για να τους ελέγξει.

Έκανε νόημα στους δύο Βασιλικούς Φρουρούς – έναν άντρα και μια γυναίκα – που τη συνόδευαν να μείνουν πίσω, και γλίστρησε μέσα σε μια ανοιχτή πλευρική πόρτα της οικίας. Γνώριζε πως ακόμα κι αν κάποιος την έβλεπε δεν θα της έκανε καμία ερώτηση, γιατί, αφού ο Βασιληάς βρισκόταν εδώ, δεν ήταν παράξενο να είναι κοντά και μέλη της Βασιλικής Φρουράς του. Ωστόσο, αν υπήρχε πράκτορας της Παντοκράτειρας μέσα στο σπίτι, σίγουρα θα αναγνώριζε αμέσως τη συσκευή εντοπισμού Δημιουργημάτων με την πρώτη ματιά· επομένως η Ιωάννα όφειλε να είναι προσεχτική. Και καλύτερα, γενικά, να περνούσε απαρατήρητη.

Από διάδρομο σε διάδρομο και από δωμάτιο σε δωμάτιο πήγαινε η Μαύρη Δράκαινα μέσα στην οικία των Πανόπτων, ενεργοποιώντας τη συσκευή της κάθε φορά που έβλεπε κάποιον (από το πλάι συνήθως, ή από πίσω – ποτέ από μπροστά, εκεί όπου θα μπορούσε να τη δει), ψάχνοντας για ενδείξεις ζωής, κανονικής βιολογίας. Το μηχάνημα δεν αναγνώριζε τα Δημιουργήματα ως ζωντανούς οργανισμούς.

Οι υπηρέτες που έλεγξε η Ιωάννα βγήκαν καθαροί, το ίδιο και οι φύλακες της οικίας. Ο Άρχοντας Καλλίδρομος βγήκε καθαρός επίσης, καθώς ήταν στην κουζίνα δίνοντας οδηγίες στους υπηρέτες για το πώς θα έπρεπε να είναι το φαγητό το μεσημέρι. Η Αντίκλεια – η σύζυγος του Φωτονίκη – ήταν άνθρωπος, όπως και το παιδί μαζί της: ένα κοριτσάκι που γελούσε καθώς εκείνη το πείραζε.

Η Ιωάννα έψαξε να βρει τον Ανδρόνικο, που πρέπει να ήταν μ’αυτή την Αυγούστα· και, εντός της, φοβόταν τι ίσως να έβλεπε όταν τους ατένιζε. Θα τους έβρισκε σε κάποια στιγμή που–; Γιατί έκανε τέτοιες ανόητες σκέψεις; Ο Ανδρόνικος σύντομα θα παντρευόταν! Ήταν δυνατόν εκείνη να τον σκέφτεται έτσι; Ήταν δυνατόν να… ζηλεύει τη Βασίλισσά του; Το ήξερα ότι αυτό κάποτε θα συνέβαινε. Το ήξερα.

Βρήκε τον Ανδρόνικο και την Αυγούστα σ’ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο γεμάτο πίνακες. Η Αυγούστα έδειχνε έναν απ’αυτούς μιλώντας για το πώς είχε φτιαχτεί. Πρέπει να ήταν δικά της τα έργα τέχνης.

Η Ιωάννα ενεργοποίησε τη συσκευή της.

Κανένα Δημιούργημα δεν ήταν εδώ.

Έφυγε.

Συνέχισε την έρευνά της μέσα στο μεγάλο σπίτι, κρύβοντας τη συσκευή μέσα στην τσάντα της όποτε έπρεπε να συναντήσει κάποιον από μπροστά για να προχωρήσει. Κανένας δεν της έκανε ερωτήσεις, ούτε τη σταμάτησε, καθώς όλοι έβλεπαν τη στολή της – μια Βασιλική Φρουρός του Βασιληά Ανδρόνικου· τίποτα το περίεργο, δεδομένης της επίσκεψής του.

Στην είσοδο της οικίας, η Ιωάννα άκουσε κάποιον να μπαίνει. Κρύφτηκε στο πλάι μιας λαξευτής καμάρας που έμοιαζε πανάρχαιας τεχνοτροπίας. Κρυφοκοίταξε και είδε την Αγάθη να συναντά τον σύζυγό της, τον Αργυροθώρη, που είχε μόλις έρθει. Φίλησε τα χείλη του πεταχτά και είπε: «Ο Βασιληάς είναι εδώ.»

«Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό,» αποκρίθηκε ο Αργυροθώρης. «Οι σωματοφυλακές του τριγυρίζουν παντού στο σπίτι.

»Δε μου λες, ο Φωτονίκης επέστρεψε;»

Η Ιωάννα συνοφρυώθηκε, και ενεργοποίησε τη συσκευή της.

«Όχι,» είπε η Αγάθη. «Αλήθεια, πού έχει πάει; Η Αντίκλεια ανησυχεί.»

«Σε κάποια δουλειά είναι.»

Η Αγάθη τον κοίταξε με τρόπο που υποδήλωνε ενόχληση. «Δεν ξέρεις;»

Οι ενδείξεις στη συσκευή της Ιωάννας έλεγαν πως κι οι δυο τους ήταν άνθρωποι, όχι Δημιουργήματα.

«Όχι, δεν ξέρω ακριβώς,» απάντησε ο Αργυροθώρης. «Χτες βράδυ μού είπε ότι θα πήγαινε να συναντήσει κάποιους εμπόρους έξω απ’τη Σερίβια. Αυτό μόνο.»

«Στην Αντίκλεια δεν είπε τίποτα.»

«Θα επιστρέψει σύντομα, πιστεύω,» είπε ο Αργυροθώρης, καθώς βάδιζαν, απομακρυνόμενοι από την είσοδο.

Η Ιωάννα έκρυψε τη συσκευή της και πήγε προς έναν πλαϊνό διάδρομο, γιατί ο Αργυροθώρης γνώριζε την όψη της και μπορεί να την αναγνώριζε αν την καλοκοίταζε, παρότι εκείνη φορούσε στολή Βασιλικής Φρουρού.

Η φωνή της Αγάθης έφτασε στ’αφτιά της: «Ανησυχείς κι εσύ. Το βλέπω.»

Ο Αργυροθώρης απάντησε κάτι που η Ιωάννα δεν μπόρεσε να καταλάβει· και μετά, οι δυο τους έστριψαν σε μια γωνία και χάθηκαν από το οπτικό και το ακουστικό της πεδίο.

Η Αγάθη δεν πρέπει να ξέρει ότι ο άντρας της είναι σύμμαχος των Παντοκρατορικών – ούτε, φυσικά, ότι ο ανδράδελφός της είναι Δημιούργημα.

Η Ιωάννα τούς ακολούθησε, προσεχτικά.

Ποιος είναι, όμως, ο ελεγκτής του Δημιουργήματος; Ο Αργυροθώρης;

Τους είδε να πηγαίνουν στα δωμάτιά τους, κι εκεί δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει. Θα την εντόπιζαν. Και ακόμα και για μια Βασιλική Φρουρό θα ήταν εξωφρενικό να βρεθεί σ’ένα τέτοιο, τόσο προσωπικό μέρος.

Τουλάχιστον, δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλα Δημιουργήματα εδώ μέσα, σκέφτηκε η Ιωάννα.

*

Η Αυγούστα ζωγράφιζε ωραία, συμπέρανε ο Ανδρόνικος. Έφτιαχνε, κυρίως, τοπία και άνθη, αλλά επίσης της άρεσαν και τα οικοδομήματα των πόλεων. Είχε κάνει ολόκληρους πίνακες με δρόμους και πολυκατοικίες: εικόνες από τη Σερίβια, την Απαστράπτουσα, και τη Βανκάρη, αλλά και από πόλεις που υπήρχαν μόνο στη φαντασία της.

«Θα αγοράσω μερικά από τα έργα σου, αν τα πουλάς,» της είπε ο Ανδρόνικος.

«Δεν είναι ανάγκη,» είπε η Αυγούστα. «Θέλω να πω, δεν σ’τα έδειξα για να τα πουλήσω.»

«Αν τα πουλάς, όμως, θέλω να αγοράσω κάποια.»

Η Αυγούστα τού είπε ποια πουλούσε, και ο Ανδρόνικος τής έδειξε τέσσερα που ήθελε να αγοράσει για να στολίσει στο Βασιλικό Παλάτι της Απαστράπτουσας. Εκείνη φάνηκε κολακευμένη από το ενδιαφέρον του για τα έργα της.

«Προτού φύγω θα τα πάρω μαζί μου,» είπε ο Ανδρόνικος. «Οι φρουροί μου θα τακτοποιήσουν την πληρωμή.»

«Δεν ήξερα ότι εκτιμούσες την τέχνη, Βασιληά μου,» του είπε η Αυγούστα χαμογελώντας, καθώς έφευγαν από το δωμάτιο με τους πίνακες και βάδιζαν μέσα στους διαδρόμους της οικίας.

«Γιατί να μην την εκτιμώ; Επειδή είμαι ο Πρίγκιπας της Επανάστασης, και οι πολεμιστές δεν έχουν καλαισθησία;»

Η Αυγούστα γέλασε. «Περίπου. Βασικά, δεν το είχα ποτέ σκεφτεί έτσι. Αλλά, ναι, υποθέτω κάτι τέτοιο περνούσε υποσυνείδητα από το μυαλό μου.

»Το φαγητό πρέπει να είναι έτοιμο, παρεμπιπτόντως. Πάμε προς την τραπεζαρία;»

«Πάμε.»

Το γεύμα ήταν ήδη σερβιρισμένο επάνω σ’ένα μεγάλο τραπέζι. Οι μυρωδιές έκαναν το στομάχι του Ανδρόνικου να γουργουρίζει· δεν είχε φάει και τίποτα σπουδαίο από το πρωί: δύο κουλουράκια μόνο με τον καφέ του.

Ο Καλλίδρομος ήταν στο δωμάτιο· το ίδιο και η Αγάθη και ο Αργυροθώρης. «Βασιληά μου,» είπε ο τελευταίος κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση και πλησιάζοντάς τον για ν’ανταλλάξει μια χειραψία μαζί του. «Πώς είστε;»

«Καλά, Άρχοντά μου, εσύ. Δεν ήξερα ότι έχεις μια τόσο ταλαντούχο αδελφή.»

Η Αυγούστα κοκκίνισε.

Ο Αργυροθώρης μειδίασε. «Σας έδειξε τους πίνακές της, υποθέτω.»

«Ναι. Είναι πολύ καλοί. Αποφάσισα να αγοράσω τέσσερις, μάλιστα.»

«Υπέροχα. Είμαι βέβαιος ότι αυτό θα ευχαρίστησε πολύ την Αυγούστα.»

Η Αντίκλεια ήρθε μετά από λίγο, και κάθισαν όλοι στο τραπέζι για να γευματίσουν. Ο Καλλίδρομος ρώτησε τον Βασιληά πώς έβρισκε το φαγητό, και ο Ανδρόνικος απάντησε, ως συνήθως, ότι ήταν το καλύτερο που είχε φάει. Ο Καλλίδρομος χαμογέλασε ευχαριστώντας τον για τη φιλοφρόνηση.

«Ο πατέρας μαστιγώνει τον μάγειρα εδώ και καιρό για να μην κάνει το παραμικρό λάθος,» αστειεύτηκε ο Αργυροθώρης· αλλά ο Καλλίδρομος δε φάνηκε να βρίσκει και τόσο αστείο το σχόλιό του.

Η Αυγούστα επιχείρησε να αποφορτίσει το κλίμα με μερικές ευχάριστες κουβέντες, και συνέχισε να είναι πολύ ομιλητική καθ’όλη τη διάρκεια του γεύματος, καθώς οι Πανόπτες προσπαθούσαν, φυσικά, να μην κάνουν τον Βασιληά να βαριέται. Κάτι έπρεπε να λέγεται συνεχώς, όσο έτρωγαν, όχι πολύ σοβαρό αλλά ούτε και τελείως ανούσιο ή ανόητο.

Μετά το φαγητό, και καθώς είχε έρθει το απόγευμα, η υπόλοιπη οικογένεια άρχισε να αποχωρεί από το δωμάτιο, ώστε ν’αφήσουν την Αυγούστα και τον Ανδρόνικο μόνους. Προτού όμως ο Αργυροθώρης αποχωρήσει, ο Βασιληάς είπε ότι ήθελε να του μιλήσει για λίγο, και οι δυο τους πήγαν σ’ένα πλευρικό δωμάτιο, χωρίς κανένας άλλος να είναι παρών.

«Ο Οδυσσέας μού ανέφερε το περιστατικό στην Τοποθεσία Δέλτα,» είπε ο Ανδρόνικος στον Αργυροθώρη καθώς στέκονταν πλάι σ’ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε στον κήπο.

«Ναι, κι εμένα μού το ανέφερε. Είναι ανησυχητικό, Πρίγκιπά μου.» (Πρίγκιπας πάντα για τους επαναστάτες, ασφαλώς.)

«Υπάρχει κάποιος προδότης ανάμεσά μας· διαφορετικά η πληροφορία δεν θα μπορούσε να έχει διαρρεύσει.»

Ο Αργυροθώρης, που κάπνιζε, φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια. «Ναι, δυστυχώς έτσι πρέπει να είναι. Έχει βρεθεί κάποιο στοιχείο ώς τώρα;»

«Ο Οδυσσέας το ερευνά. Ελπίζω να βρει κάτι σύντομα. Εσύ ποιον θα θεωρούσες πιθανότερο για προδότη;»

«Πού να ξέρω;»

«Δικό σου ήταν το φορτίο που πήγαινε στην Τοποθεσία Δέλτα την ώρα της επίθεσης…»

«Ναι, αλλά αυτό δεν ήταν παρά μια σύμπτωση, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Αργυροθώρης σβήνοντας το τσιγάρο του σ’ένα τασάκι. «Η προδοσία έγινε μέσα από τις εγκαταστάσεις της Τοποθεσίας, είμαι βέβαιος.»

«Τέλος πάντων· ας μην αφήνω την Αυγούστα να περιμένει.»

«Είναι πολύ καλή κοπέλα, Βασιληά μου. Πώς σας φαίνεται; Θα μπορούσε να είναι η Βασίλισσα που ζητάτε;»

«Δεν έχω αποφασίσει, αν αυτό ρωτάς.»

«Ο Οίκος των Πανόπτων είναι από τους παλαιότερους Οίκους της Απολλώνιας· αυτό πρέπει να το έχετε υπόψη σας. Και δε νομίζω η Αυγούστα να σας απογοητεύσει με κανέναν τρόπο.»

«Είμαι βέβαιος γι’αυτό,» είπε ο Ανδρόνικος, και έκανε να αποχωρήσει από το δωμάτιο.

«Παρεμπιπτόντως, Βασιληά μου,» τον πρόλαβε ο Αργυροθώρης, «πώς είναι τα πράγματα με τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στην Ταλκασία; Δεν αναφέρατε τίποτα όσο τρώγαμε.»

«Κανένας δεν ξεκίνησε αυτή την κουβέντα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος στρεφόμενος πάλι για να αντικρίσει τον Αργυροθώρη, «και δεν το θεώρησα σκόπιμο να την ξεκινήσω εγώ.»

«Δεν την ξεκίνησαν γιατί το θέμα είναι λιγάκι… βαρύ. Καταλαβαίνετε.»

«Καταλαβαίνω. Έχω, πάντως, βάλει ανθρώπους να ερευνούν, προκειμένου να βρουν μια λύση· να είσαι βέβαιος, Άρχοντά μου.»

«Και είναι κοντά στη λύση;» ρώτησε ο Αργυροθώρης.

Αυτός ο άνθρωπος πιθανώς νάναι πράκτορας της Παντοκράτειρας, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, αλλά, ούτως ή άλλως, δεν έχω καμια συγκεκριμένη πληροφορία για να μου αποσπάσει. «Τους έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, Άρχοντά μου. Δεν θα αργήσουν να εξαφανίσουν αυτή την απειλή από την Απολλώνια.»

«Για ορισμένους από εμάς η απειλή είναι μεγαλύτερη…»

Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. Τι εννοεί;

«Η Σερίβια είναι νοτιοδυτικά της Ταλκασίας,» εξήγησε ο Αργυροθώρης, «και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων, αν ο στρόβιλος εξακολουθήσει να επεκτείνεται όπως επεκτείνεται, από εδώ θα περάσει. Θα χωρίσει την πόλη μας στα δύο, προκαλώντας ανυπολόγιστες καταστροφές και θανάτους.»

«Δεν θα το αφήσω να συμβεί αυτό,» του είπε ο Ανδρόνικος.

«Το εύχομαι, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε ο Αργυροθώρης.

Ο Ανδρόνικος επέστρεψε στην τραπεζαρία και κοντά στην Αυγούστα.

«Συνεχώς, κάτι φαίνεται να μας διακόπτει,» του είπε εκείνη καλοπροαίρετα, όχι με σκοπό να παραπονεθεί ή να γκρινιάξει.

«Ήθελα να μάθω πώς πηγαίνουν οι δουλειές του αδελφού σου,» εξήγησε ο Ανδρόνικος. «Τα Υλικά Πανόπτης είναι μια από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις στη Σερίβια.»

«Ναι,» είπε η Αυγούστα, «είμαστε διάσημοι για τους τοίχους που χτίζουμε.»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Μην το λες έτσι. Είναι σοβαρή υπόθεση να χτίζεις τοίχους.»

*

Όταν οι Πανόπτες συγκεντρώθηκαν στην τραπεζαρία για να γευματίσουν με τον Ανδρόνικο, η Ιωάννα σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να κάνει μια μικρή έρευνα που είχε στο μυαλό της. Τα δωμάτια του Φωτονίκη είχε καταλάβει πού βρίσκονταν, και τώρα κανείς δεν ήταν εκεί: η Αντίκλεια είχε πάει κάτω για να φάει, και η μικρή κόρη της ήταν στον κήπο με μια υπηρέτρια.

Η Ιωάννα ανέβηκε ανενόχλητη τις σκάλες και πλησίασε την εξώπορτα των δωματίων του Φωτονίκη. Δεν ήταν κλειδωμένη. Μπήκε και, αφού έριξε μια ματιά τριγύρω, πήγε στο γραφείο του αδελφού του Αργυροθώρη. Εδώ, πολλά συρτάρια και ντουλάπια ήταν κλειδωμένα. Η Μαύρη Δράκαινα, όμως, κατάφερε να τα ανοίξει μ’ένα μικρό εργαλείο ειδικό γι’αυτή τη δουλειά. Στο εσωτερικό τους δεν βρήκε τίποτα το εκ πρώτης όψης ύποπτο. Ο Φωτονίκης φυλούσε εδώ τα χαρτιά που σχετίζονταν με το εμπόριο που έκανε: πίνακες με κόστη διαφόρων ειδών· υπολογισμοί εσόδων και κερδών· τιμολόγια, αποδείξεις, δελτία αποστολής. Τίποτα που να φανερώνει κάποια σύνδεση με την Παντοκράτειρα, ή ποιος θα μπορούσε να είναι ο ελεγκτής του Δημιουργήματος.

Η Ιωάννα, έχοντας ξανακλειδώσει όλες τις κλειδαριές που είχε διαρρήξει, ενεργοποίησε το αποθηκευτικό σύστημα δεδομένων που βρισκόταν πάνω στο γραφείο. Η οθόνη άνοιξε, και ζήτησε κωδικό.

Σκατά. Θα έπρεπε να τον σπάσει, και δεν ήξερε αν είχε χρόνο. Επιπλέον, μια Μαύρη Δράκαινα ήταν άριστα εκπαιδευμένη σε πάρα πολλά πράγματα αλλά η εκπαίδευσή της στα μηχανικά συστήματα ήταν στοιχειώδης. Επομένως, δεν ήξερε καν αν θα κατάφερνε να σπάσει τον κωδικό.

Χρειάζομαι τον Ανδροκλή τώρα. Και πρέπει να κινηθώ γρήγορα, προτού οι Πανόπτες τελειώσουν το φαγητό.

Βγήκε από τα δωμάτια του Φωτονίκη και πήγε στον κήπο της οικίας και στο γκαράζ, όπου βρίσκονταν μερικοί Βασιλικοί Φρουροί.

«Χρειάζομαι τη στολή ενός από εσάς,» τους είπε.

Εκείνοι την κοίταξαν παραξενεμένοι.

«Δεν έχουμε επιπλέον στολές μαζί μας,» αποκρίθηκε ένας.

«Τότε γδύσου και μπες στο όχημα. Είναι σημαντικό. Πρέπει να φέρω κάποιον μέσα χωρίς να τραβήξω την προσοχή.»

Ο άντρας – γαλανόδερμος και λεπτός, αν και όχι τόσο κοκαλιάρης όσο ο Ανδροκλής – μόρφασε και είπε: «Καλώς. Είσαι σίγουρη πως θες τη δική μου;»

Πρέπει να του κάνει, σκέφτηκε η Ιωάννα κοιτάζοντάς τον, αν και μάλλον θα του πέφτει λιγάκι μεγάλη. Κατένευσε. «Βιάσου.»

Ο πολεμιστής μπήκε στο όχημα των Βασιλικών Φρουρών, που είχε φιμέ τζάμια, και έβγαλε τη στολή του. Την έβαλε σε μια τσάντα και την έδωσε στην Ιωάννα ενώ εκείνος έμεινε μέσα.

Η Μαύρη Δράκαινα βγήκε απ’την οικία των Πανόπτων και, βαδίζοντας στους δρόμους της γειτονιάς, άνοιξε τον πομπό της. «Ανδροκλή; Μ’ακούς;»

«Ναι.»

«Πρέπει να σε συναντήσω. Τώρα. Είμαι έξω.»

«Εντάξει.»

Ο μάγος τη συνάντησε σε μια γωνία, δύο τετράγωνα απόσταση από την οικία των Πανόπτων. Η Ιωάννα τού εξήγησε πώς είχε η κατάσταση και τι ήθελε από αυτόν.

Ο Ανδροκλής’μορ πήρε την τσάντα με τη στολή και πήγε σ’ένα ημιφορτηγό που είχαν νοικιάσει χτες εκείνος και η Σαρφάλλη. Ντύθηκε σαν Βασιλικός Φρουρός και βγήκε, συναντώντας την Ιωάννα σε μια άλλη γωνία της γειτονιάς.

«Κολυμπάω εδώ μέσα,» είπε.

«Σου λέω να τρως αλλά εσύ δε μ’ακούς.»

Ο μάγος μειδίασε, και βάδισαν προς την οικία των Πανόπτων.

Χωρίς κανένας να τους εμποδίσει, μπήκαν, και η Ιωάννα οδήγησε τον Ανδροκλή στα δωμάτια του Φωτονίκη. Καθώς πλησίαζαν την εξώπορτα, όμως, στάθηκε για να κρυφακούσει μέσα, γιατί ίσως να είχε έρθει κάποιος όσο εκείνη έλειπε. Κανέναν δεν μπορούσε ν’ακούσει, και η πόρτα, όπως και πριν, δεν ήταν κλειδωμένη.

Πήγαν στο γραφείο και στο μηχανικό σύστημα.

Ο Ανδροκλής το ενεργοποίησε και τα χέρια του άγγιξαν το πληκτρολόγιο της κονσόλας, ενώ τα χείλη του άρθρωναν τα λόγια για κάποιο ξόρκι. Το βλέμμα του έγινε απλανές· τα μάτια του έμοιαζαν με την οθόνη που αντίκριζε, η οποία έγραφε ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΙΣΑΓΕΤΕ ΚΩΔΙΚΟ. Κάτω από τα γράμματα άρχισαν να αναβοσβήνουν σειρές από ψηφία, αλλάζοντας με απίστευτα γρήγορο ρυθμό. Εκατοντάδες συνδυασμοί ανά δευτερόλεπτο.

Και μετά, ξαφνικά, το σύστημα ξεκλειδώθηκε. Χωρίς να παρουσιαστεί ο κωδικός. Η Ιωάννα ήξερε ότι το Ξόρκι Διαρρήξεως Κωδικού Ασφαλείας δεν αποκάλυπτε τον κωδικό· απλώς επέτρεπε στον μάγο να τον προσπεράσει.

«Εδώ είμαστε,» είπε ο Ανδροκλής. «Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο;»

«Όχι.» Η Ιωάννα άρχισε να κοιτά τις εγγραφές στη μνήμη του συστήματος.

Το εμπόριο έμοιαζαν να αφορούν όλες. Δεν υπήρχε κάτι που να την ενδιαφέρει.

Η Ιωάννα καταράστηκε. Και τότε κάποιοι ακούστηκαν να μπαίνουν στα δωμάτια του Φωτονίκη. Το κοριτσάκι και η υπηρέτρια.

Η Μαύρη Δράκαινα, αμέσως, έκλεισε το σύστημα κι έκανε νόημα στον Ανδροκλή να μείνει σιωπηλός και να την ακολουθήσει. Εκείνος υπάκουσε, και κρύφτηκαν στο πλάι της πόρτας του γραφείου, την οποία η Ιωάννα μισάνοιξε για να κοιτάξει έξω.

Η υπηρέτρια πήγαινε την κόρη της Αντίκλειας στο υπνοδωμάτιό της για τον μεσημεριανό ύπνο.

Η Ιωάννα έκανε νόημα στον Ανδροκλή να φύγει, γρήγορα, καθώς το κοριτσάκι και η νεαρή γυναίκα είχαν περάσει. Ο μάγος βγήκε απ’το γραφείο και απ’την εξώπορτα, αφήνοντάς τη μισάνοιχτη.

Η Ιωάννα ήταν έτοιμη να τον ακολουθήσει, όταν η υπηρέτρια βγήκε απ’το υπνοδωμάτιο της μικρής λέγοντας «Πάω να το φέρω, περίμενε» και βαδίζοντας προς το υπνοδωμάτιο της Αντίκλειας και του Φωτονίκη. Η Ιωάννα έμεινε ακίνητη και, σε λίγο, είδε την υπηρέτρια να βγαίνει από εκεί κρατώντας ένα βιβλίο στα χέρια και να επιστρέφει στο δωμάτιο της μικρής.

Η Μαύρη Δράκαινα θα έβγαινε τώρα από το γραφείο και από την εξώπορτα, αλλά μια ιδέα τής ήρθε ξαφνικά.

Μέσα σ’ένα απ’τα κλειδωμένα συρτάρια του Φωτονίκη υπήρχε ένας τηλεπικοινωνιακός πομπός. Όταν τον είχε πρωτοδεί δεν είχε δώσει και πολύ σημασία. Τώρα, όμως…

Μπορεί να μου φανεί χρήσιμος!

Η Ιωάννα ξεκλείδωσε πάλι το συρτάρι και πήρε από μέσα τον πομπό. Το κλείδωσε και πλησίασε την πόρτα του γραφείου. Από το υπνοδωμάτιο της μικρής, η υπηρέτρια ακουγόταν να διαβάζει κάποιο παραμύθι.

Η Ιωάννα, αθόρυβα, βγήκε απ’τα δωμάτια του Φωτονίκη συναντώντας τον Ανδροκλή έξω.

«Γιατί άργησες;» τη ρώτησε.

«Πήρα κάτι μαζί μου. Το οποίο καλύτερα τώρα να πάρεις εσύ καθώς θα φεύγεις.»

«Γιατί;»

«Γιατί δε θέλω να χτυπήσει όσο το έχω επάνω μου παριστάνοντας τη Βασιλική Φρουρό.»

*

Ο Ανδρόνικος συζήτησε με την Αυγούστα τα συνηθισμένα: για την Επανάσταση, για άλλες διαστάσεις, για την Παντοκρατορία, για τα προβλήματα του Βασιλείου. Τίποτα το πολύ ιδιαίτερο, μέχρι που η Αυγούστα τον ρώτησε για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.

«Ο αδελφός σου φαίνεται ν’ανησυχεί πολύ για τον στρόβιλο,» της είπε ο Ανδρόνικος.

«Ποιος απ’τους δύο;» ρώτησε η Αυγούστα, καθώς κάθονταν στον καναπέ ενός καθιστικού ακούγοντας απαλή μουσική από ένα σύστημα αποθήκευσης ήχου πλάι στο αναμμένο τζάκι.

«Αναφερόμουν στον Αργυροθώρη. Ανησυχεί και ο Φωτονίκης;»

«Ναι, ακόμα περισσότερο,» είπε η Αυγούστα. «Φοβάται ότι ο στρόβιλος, έτσι όπως επεκτείνεται, θα φτάσει ώς εδώ και θα διαλύσει τη Σερίβια.»

Περίεργο, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. «Το έχει πει αυτό και… τον τελευταίο καιρό;»

«Ναι. Γιατί ρωτάς; έχει αλλάξει κάτι;»

Ο Ανδρόνικος κούνησε το κεφάλι πίνοντας μια γουλιά κρασί. «Όχι, τίποτα. Απλά, πιστεύω ότι πλέον θα είχαν πειστεί οι περισσότεροι πως κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για την αντιμετώπιση του στροβίλου.»

«Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό. Φοβούνται, όμως. Αυτό είναι όλο.» Η Αυγούστα ανασήκωσε τους ώμους.

Ένα Δημιούργημα φοβάται; Δεν το νομίζω. Μπορεί, ωστόσο, να χρησιμοποιεί τον φόβο των άλλων για να… τους στρέψει εναντίον μου. Λες αυτό να συνέβαινε; Λες γι’αυτό ο Αργυροθώρης να είχε γίνει προδότης;

«Τι είναι;» τον ρώτησε η Αυγούστα.

«Τι εννοείς;»

«Μου φάνηκες λιγάκι σκεπτικός.»

«Θυμήθηκα κάποια πράγματα. Σχετικά με τον στρόβιλο. Έχω βάλει ανθρώπους μου να ψάχνουν να βρουν λύση, ξέρεις.»

«Ναι, δεν το αμφιβάλλω.»

Και μετά, η κουβέντα τους στράφηκε πάλι προς πιο ανάλαφρα θέματα. Ο Ανδρόνικος τη ρώτησε ξανά για την ενασχόλησή της με τη ζωγραφική, και η Αυγούστα τού μίλησε για κάποιες τεχνοτροπίες που χρησιμοποιούσε, καθώς και για κάποιους άλλους ζωγράφους που θαύμαζε ή που, για συγκεκριμένους λόγους, δεν της άρεσε το έργο τους. Ο Ανδρόνικος ορισμένους απ’αυτούς τούς ήξερε, ορισμένους όχι.

Με το ποτό και τη συζήτηση, το βράδυ ήρθε βρίσκοντάς τους σ’ένα μπαλκόνι της οικίας, να κοιτάζουν τον κεντρικό δρόμο μπροστά από την είσοδο του κήπου της. Η Αυγούστα έδειχνε σχετικά νευρική, καθώς δεν έμοιαζε να έχει αποφασίσει αν ήθελε να πλαγιάσει με τον Ανδρόνικο ή όχι, παρότι το ποτό αναμφίβολα την είχε κάνει πιο θαρρετή από πριν: το σώμα της ακουμπούσε επάνω του ενόσω μιλούσαν, και το ένα γαντοφορεμένο χέρι της ήταν περασμένο γύρω απ’τη μέση του. Το άλλο κρατούσε το κρυστάλλινο ποτήρι της. Τα χείλη της, κάπου-κάπου, βρίσκονταν πολύ κοντά στα δικά του. Και στο τέλος, αναπόφευκτα, συναντήθηκαν. Ο Ανδρόνικος γεύτηκε κρασί στο στόμα της, και μπορούσε να αισθανθεί τα στητά στήθη της να πιέζονται επάνω στο στέρνο του. Τον ήθελε, δίχως αμφιβολία, παρότι ήταν διστακτική. Ο Ανδρόνικος, όμως, ήξερε ότι η Ιωάννα ήταν μέσα στο σπίτι των Πανόπτων, και, για κάποιο λόγο (Σκέφτομαι σαν έφηβος! Σαν παιδάκι, μα τις Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!), αυτό τον έκανε να μην το θεωρεί σωστό να πλαγιάσει με την Αυγούστα.

Αλλά πώς να το αποφύγει χωρίς να την προσβάλει;

Εκείνη, μολονότι σίγουρα δεν θα έβγαζε το πρώτο ρούχο, ήταν βέβαιο ότι περίμενε ο Ανδρόνικος να της βγάλει το πρώτο ρούχο. Αν δεν το έκανε, μάλλον δε θα του έλεγε τίποτα, αλλά δε θα της άρεσε κιόλας. Θα τη δυσαρεστούσε. Κι ο Βασιληάς της Απολλώνιας είναι καλό να μη δυσαρεστεί αδικαιολόγητα τους υπηκόους του.

Παρατήρησε, όμως, ότι η Αυγούστα δεν το πολυάντεχε το ποτό, και είχε ήδη πιει αρκετά – περισσότερο από εκείνον.

Της πρότεινε, λοιπόν, να πάνε στα δωμάτιά της να πιουν άλλο ένα ποτό. Εκείνη χαμογέλασε λέγοντας ότι αυτή ήταν η καλύτερη ιδέα που είχε ακούσει όλη μέρα. Έφυγαν απ’το μπαλκόνι – όπου πλέον έκανε κρύο – και βάδισαν ώς τα δωμάτιά της. Εκεί η Αυγούστα γέμισε τα ποτήρια τους με Γλυκό Πορφυρόχρυσο – κρασί που περιείχε μέλι και βατόμουρο. Ο Ανδρόνικος ήπιε αργά καθώς κάθισαν στον καναπέ· εκείνη ήπιε πιο γρήγορα. Και ο Ανδρόνικος ξαναγέμιζε το ποτήρι της ενόσω μιλούσαν για την τελευταία μόδα στα τρίκυκλα οχήματα της Απολλώνιας.

Μετά από κάποια ώρα, η Αυγούστα ήταν μεθυσμένη. Το μπουκάλι με το Γλυκό Πορφυρόχρυσο είχε σχεδόν αδειάσει, και το περισσότερο εκείνη το είχε καταναλώσει. Προσπαθούσε να φιλήσει τα χείλη του Ανδρόνικου και φιλούσε τα μουσάτα μάγουλά του, και γελούσε.

«Είμαι λιωμένη,» είπε καταλαβαίνοντας την κατάστασή της.

«Θα πάμε για ύπνο, λοιπόν;»

«Ναι.» Η Αυγούστα άγγιξε τα χείλη του με το γαντοφορεμένο χέρι της, γελώντας.

Ο Ανδρόνικος τη σήκωσε στην αγκαλιά του – νιώθοντας κι εκείνος λιγάκι ζαλισμένος, τώρα που στεκόταν στα πόδια του – και το γέλιο της δυνάμωσε.

«Είμαστε ήδη παντρεμένοι, λοιπόν;» του είπε.

«Η τελετή μόνο λείπει.»

Η Αυγούστα γελούσε καθώς ο Ανδρόνικος την πήγαινε στο μεγάλο κρεβάτι της. Την άφησε να ξαπλώσει εκεί κι άρχισε να της βγάζει τα ρούχα, ξεκινώντας από τα παπούτσια και τα μακριά, λευκά γάντια. Εκείνη προσπαθούσε να τον φιλήσει αλλά όλο έμοιαζε να κάνει λάθος και να τον φιλά αλλού αντί για εκεί που σκόπευε. «Μην κουνιέσαι τόσο απότομα!» τον μάλωσε γελώντας. Μάλλον νόμιζε ότι θα έκαναν έρωτα παρότι φαινόταν έτοιμη για ύπνο.

Ο Ανδρόνικος έβγαλε τις κάλτσες της και το φόρεμά της, και η αίσθηση του σώματός της κάτω από τα χέρια του τον έκανε για μια στιγμή να ξεχάσει τα πάντα για την Ιωάννα· αλλά μετά άλλαξε γνώμη. Αν η Ιωάννα ήταν αλλού, σ’άλλο μέρος, τότε εντάξει· τότε θα ήταν αλλιώς· τώρα, όμως, δε γινόταν. Ήταν απλά λάθος.

«Ξάπλωσε έτσι,» είπε στην Αυγούστα. «Έτσι,» οδηγώντας τη να γυρίσει μπρούμυτα.

«Σ’αγαπώ,» μουρμούρισε εκείνη, μεθυσμένα. «Σ’αγαπώ σ’αγαπώ, σ’αγαπώ…»

Ο Ανδρόνικος έκανε μαλάξεις στους ώμους, στην πλάτη, και στη μέση της, νιώθοντας το σώμα της να χαλαρώνει κάτω από τα δάχτυλα και της παλάμες του… μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Η αναπνοή της έγινε ρυθμική, και δεν μιλούσε άλλο.

Ο Ανδρόνικος αναστέναξε κι απομακρύνθηκε απ’το κρεβάτι, παραπατώντας κι εκείνος λιγάκι, ενώ συγχρόνως ένιωθε ανόητος που έφευγε. Δεν ήταν άσχημη γυναίκα η Αυγούστα: καθόλου άσχημη.

Αλλά η Ιωάννα ήταν εδώ, στην οικία των Πανόπτων – η Ιωάννα.

Και δε θα της το κάνω αυτό. Μπορεί να μας παρακολουθεί. Και δεν είμαι ακόμα παντρεμένος με καμία γυναίκα– Σταμάτησε αυτές τις σκέψεις.

Είμαι μεθυσμένος. Δεν ξέρω τι μου γίνεται.

Βγήκε απ’τα δωμάτια της Αυγούστας, και στους διαδρόμους του ορόφου ρώτησε μια υπηρέτρια αν είχε ετοιμαστεί δωμάτιο για εκείνον.

«Ασφαλώς, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η υπηρέτρια. «Ελάτε μαζί μου, παρακαλώ.»

Και τον οδήγησε σ’ένα στολισμένο υπνοδωμάτιο. «Για ό,τι θέλετε μπορείτε να με καλέσετε από τον δίαυλο, πατώντας αυτό το κουμπί.» Το έδειξε. «Έχω βάρδια τώρα, και μετά από μένα έχει βάρδια μια άλλη κοπέλα.»

«Σ’ευχαριστώ.»

«Καλή σας νύχτα, Μεγαλειότατε,» είπε η υπηρέτρια, κι έφυγε κλείνοντας την πόρτα γρήγορα αλλά διακριτικά.

Ο Ανδρόνικος έπλυνε το πρόσωπό του στο μπάνιο, έβγαλε τα ρούχα του, και ξάπλωσε στο κρεβάτι.

Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ! σκέφτηκε. Ελπίζω να μην το καταλάβει, το πρωί, ότι επίτηδες τη μέθυσα.

Μετά, τον πήρε ο ύπνος· και καθώς κοιμόταν, σαν όνειρο, ήρθαν στο νου του αυτά που η Αυγούστα τού είχε πει για τον Φωτονίκη.

Το Δημιούργημα ενδιαφέρεται για τον στρόβιλο… Τους κάνει να φοβούνται… Τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο… Ο Αργυροθώρης δεν μπορεί να ξέρει ότι ο αδελφός του είναι Δημιούργημα…

Ένας θόρυβος εισέβαλε στις ονειρικές σκέψεις του Ανδρόνικου, και, ως επαναστάτης, ξύπνησε αμέσως. Τα βλέφαρά του άνοιξαν.

Είδε μια σκοτεινή μορφή να πλησιάζει το κρεβάτι του.

«Εγώ είμαι.» Η Ιωάννα.

Χαλάρωσε. «Σε είδε κανένας να μπαίνεις;»

Η Ιωάννα κάθισε στο πλάι του κρεβατιού. «Δε νομίζω.» Ήταν ακόμα ντυμένη με τη στολή της Βασιλικής Φρουρού, φυσικά.

Ο Ανδρόνικος αναστέναξε. Ρώτησε: «Γιατί έφυγες έτσι απ’την Απαστράπτουσα; Ανησύχησα.»

Η Ιωάννα δάγκωσε το χείλος της. «Γιατί;»

«Είσαι τόσο χαζή, ορισμένες φορές…»

Η Ιωάννα χαμογέλασε προς στιγμή· μετά, το χαμόγελο χάθηκε. «Δε μπορούσα, δεν καταλαβαίνεις; Ήθελα να τελειώσει… χωρίς εμένα.»

Ο Ανδρόνικος δε μίλησε. Καταλάβαινε. Πήρε το χέρι της ανάμεσα στα δικά του. Φίλησε τα δάχτυλά της.

Είδε δάκρυα να γυαλίζουν στα μάτια της. Ύστερα, η Ιωάννα βλεφάρισε και τα δάκρυα εξαφανίστηκαν. «Τι νόημα έχει να είμαι μπλεγμένη στα πόδια σου τώρα;»

«Το να είσαι μπλεγμένη στα πόδια μου είναι κάτι που μπορεί μόνο να με ευχαριστεί πολύ.»

Η Ιωάννα χαμογέλασε. «Δε θάπρεπε να μου μιλάς έτσι. Θα είσαι παντρεμένος σε λίγο, με κάποια άλλη γυναίκα.»

«Δεν είμαι παντρεμένος ακόμα. Και δεν έπρεπε να είχες φύγει,» τόνισε.

Η Ιωάννα στράφηκε αρχίζοντας να βγάζει τις μπότες της. «Σου έστειλα μήνυμα, δε σου έστειλα;»

«Προτού έρθει το μήνυμά σου, είχα βάλει ανθρώπους να ψάχνουν για σένα.»

«Με βρήκαν;»

«Όχι. Και, σου είπα, είχα αρχίσει ν’ανησυχώ.»

«Δε θα έπρεπε. Ήταν καλύτερα έτσι. Και το ξέρεις ότι δε θα πήγαινα να κάνω τίποτα ανόητο.» Έχοντας βγάλει τις μπότες της, σηκώθηκε όρθια κι άρχισε να ξεκουμπώνει τη στολή της Βασιλικής Φρουρού. «Το ξέρεις, δεν το ξέρεις;»

Ο Ανδρόνικος περίμενε μέχρι που η Ιωάννα, ντυμένη τώρα μόνο με τα εσώρουχά της, γλίστρησε κάτω απ’τα σκεπάσματα, πλάι του.

«Είναι, λοιπόν, πιασμένα όλα τα υπόλοιπα κρεβάτια στο σπίτι;» την πείραξε, περνώντας το χέρι του κάτω απ’τη στενή περισκελίδα της και χουφτώνοντας τον μηρό της.

Η Ιωάννα τον φίλησε, βαθιά.

Και μετά από λίγο, κανένα ρούχο δεν τους χώριζε καθώς τα σώματά τους έλιωναν το ένα επάνω στο άλλο.

«Είσαι μεθυσμένος, πάντως,» του είπε η Ιωάννα, αργότερα, όταν ήταν ξαπλωμένη στο πλατύ στέρνο του κι εκείνος είχε τα χέρια του περασμένα γύρω της.

«Κι εσύ είσαι τραυματισμένη εδώ,» παρατήρησε ο Ανδρόνικος αγγίζοντας το χέρι της, εκεί όπου τα γαμψά νύχια του Δημιουργήματος είχαν σκίσει τη σάρκα.

«Μια γρατσουνιά.»

«Πώς έγινε;»

Η Ιωάννα τού είπε. Και πρόσθεσε: «Τώρα έχω τον πομπό του Δημιουργήματος. Τον πήρα απ’το γραφείο του Φωτονίκη–»

«Ποιο γραφείο του; Εδώ μέσα;»

«Ναι.»

«Δε σε είδε κανένας…»

«Εννοείται πως όχι. Έδωσα τον πομπό στον Ανδροκλή ώστε, αν ο ελεγκτής του Δημιουργήματος επιχειρήσει να έρθει σε επικοινωνία μαζί του, να δούμε από πού έρχεται το σήμα.»

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα έρθει σε επικοινωνία μαζί του μέσω αυτού του πομπού;»

«Ήταν κλειδωμένος σ’ένα συρτάρι. Προφανώς, δεν ήθελε η γυναίκα του Φωτονίκη να τον βρει.»

«Ναι…» Και της είπε για την ανησυχία του Δημιουργήματος και του Αργυροθώρη σχετικά με τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.

«Ποιος σ’τα είπε αυτά;»

«Η Αυγούστα. Αλλά και ο Αργυροθώρης, όταν του μίλησα, με ρώτησε για τον στρόβιλο.»

«Πιστεύεις ότι το Δημιούργημα τον ώθησε να γίνει προδότης;»

«Αυτό πέρασε κι απ’το δικό μου μυαλό, αλλά δεν μπορώ να είμαι βέβαιος… Γιατί τι θα κερδίσει ο Αργυροθώρης συμμαχώντας με την Παντοκράτειρα; Νομίζει ότι οι πράκτορές της μπορούν να διαλύσουν τον στρόβιλο ενώ εγώ δεν μπορώ;»

«Το αποκλείεις;»

«Μου φαίνεται ανόητο, Ιωάννα.»

«Το Δημιούργημα, μάλλον, θα του έχει πει κι άλλα ψέματα.»

Ο Ανδρόνικος δεν μίλησε, κι έμειναν σιωπηλοί για κάποια ώρα.

Η Ιωάννα τον ρώτησε, τελικά: «Αύριο θα φύγεις από δω; Θα πας στην Απαστράπτουσα;»

«Δεν ξέρω. Έχει αρχίσει να μ’ενδιαφέρει αυτή η υπόθεση με τους Πανόπτες.»

Μετά από λίγο, είπε: «Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί να μην είναι Δημιούργημα;»

«Και τι να είναι; Ομοίωμα;»

«Ναι. Μπορεί να έχουμε να κάνουμε με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.»

«Πώς σου ήρθε αυτό; Ο βομβαρδισμός στην Τοποθεσία Δέλτα έγινε από Παντοκρατορικά μαχητικά. Εκτός αν πιστεύεις ότι οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ έχουν συμμαχήσει με την Παντοκράτειρα… Αλλά νόμιζα ότι, παρότι είναι εχθροί σου, θέλουν η Απολλώνια να είναι ελεύθερη, σωστά;»

«Ναι,» μουρμούρισε σκεπτικά ο Ανδρόνικος, «πρέπει νάχεις δίκιο…»

«Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που τους υποπτεύεσαι;»

Ο Ανδρόνικος δίστασε για μια στιγμή να μιλήσει, αλλά τελικά είπε: «Υπάρχει.»

Η Ιωάννα ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι παίρνοντας καθιστή θέση. «Συνέβη κάτι;»

«Συνέβη.»

«Θα μου πεις;»

«Προσπάθησαν να με σκοτώσουν.»

Τα μάτια της γυάλισαν. «Πότε;»

«Όταν επισκέφτηκα τη Βανκάρη. Ο Ταχύβιος τούς είχε βάλει.» Και της διηγήθηκε το περιστατικό με την Πενθίλη Τρίχορδη.

Η Ιωάννα είχε, εν τω μεταξύ, ανάψει τσιγάρο και κάπνιζε, ακούγοντάς τον. Στο τέλος είπε: «Έχεις δίκιο: είμαι ηλίθια.»

Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Τι πράγμα;»

«Δεν έπρεπε να είχα φύγει. Μόλις φεύγω βλέπεις τι συμβαίνει. Αν ήμουν εκεί, δε θα είχε συμβεί αυτό! Παραλίγο να σε δολοφονήσουν!»

«Δεν το ξέρεις αν θα είχε συμβεί ή όχι–»

«Μη γίνεσαι αστείος. Δεν θα είχε συμβεί. Θα είχα καταλάβει το σχέδιό τους.

»Πες μου, όμως. Μετά τι έγινε; Τις ανέκρινες;»

Ο Ανδρόνικος τής είπε τα πάντα για την υπόθεση.

«Αυτός ο Κωνστάντιος, λοιπόν, φαίνεται να έχει εξαφανιστεί, ε;» Η Ιωάννα είχε σβήσει το τσιγάρο της σ’ένα τασάκι στο κομοδίνο αλλά εξακολουθούσε νάναι καθιστή επάνω στο κρεβάτι.

«Ναι. Πουθενά δεν τον βρίσκουν.»

«Δε με εκπλήσσει.»

«Καταλαβαίνεις τώρα γιατί υποψιάζομαι ότι ίσως ο Φωτονίκης να είναι Ομοίωμα και όχι Δημιούργημα;»

Η Ιωάννα ένευσε. «Ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι υπηρέτες του Μαύρου Νάρζουλ ήταν εναντίον της Παντοκράτειρας…»

«Μπορεί, όμως, να έκαναν μια προσωρινή συμμαχία προκειμένου να χτυπήσουν εμένα.»

«Με τι τρόπο; Καταστρέφοντας βάσεις στο Βόρειο Μέτωπο; Αυτό απλά βοηθά τους Παντοκρατορικούς να κατακτήσουν την Απολλώνια. Κι όταν την έχουν κατακτήσει, οι ακόλουθοι του Μαύρου Νάρζουλ μάλλον δε θα περάσουν και πολύ καλά, όπως και άλλες θρησκείες ύστερα από Παντοκρατορική κατοχή.»

«Ναι, πράγματι. Αυτό είναι αλήθεια,» παραδέχτηκε ο Ανδρόνικος κοιτάζοντας σκεπτικά αντίκρυ του, τον τοίχο. «Ωστόσο,» είπε, «καλό θα ήταν να βεβαιωθούμε ότι είναι Δημιούργημα και όχι Ομοίωμα.»

«Υπάρχει διαφορά στη σύσταση;»

«Υπάρχει.»

«Για να το κάνουμε αυτό, όμως, δε θα πρέπει να πάμε τον Φωτονίκη στην Απαστράπτουσα;»

«Νομίζω πως, δυστυχώς, έτσι είναι. Αλλά δεν αλλάζει τίποτα. Εξακολουθούμε να έχουμε τον πομπό του. Μόλις ο ελεγκτής του προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί του, ο Ανδροκλής θα βρει από που έρχεται το σήμα. Και μάλλον ο πράκτορας δε θ’αργήσει να έρθει σε επαφή. Το Δημιούργημά του ήδη λείπει πολύ από τη Σερίβια· πρέπει να έχει αρχίσει ν’αναρωτιέται τι συμβαίνει. Εκτός αν είναι ο Αργυροθώρης, βέβαια, που δεν έχει λόγο να καλέσει τον Φωτονίκη μέσω του πομπού. Αλλά, όπως σου είπα, δεν νομίζω ότι είναι ο Αργυροθώρης.»

ΙΗ’
ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΣΗΜΑΤΑ, ΟΧΗΜΑΤΑ, ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ

Το πρωί, η Αυγούστα δεν έδειξε να έχει καταλάβει ότι χτες βράδυ ο Ανδρόνικος τη μέθυσε επίτηδες. Και ήταν ακόμα αρκετά ζαλισμένη από το ποτό.

«Πρέπει να ήμουν απαίσια παρέα,» του είπε, μοιάζοντας να μη θυμάται τι ακριβώς είχε κάνει τη νύχτα.

«Αντιθέτως,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «η παρέα σου ήταν πολύ ευχάριστη.»

Και, αφού χαιρέτησε την Αυγούστα, τον Καλλίδρομο, τον Αργυροθώρη, την Αγάθη, και την Αντίκλεια, έφυγε από την οικία των Πανόπτων.

Το όχημά του βγήκε από τη Σερίβια με τη συνοδεία του οχήματος που ήταν γεμάτο Βασιλικούς Φρουρούς. Ταξίδεψε επάνω στη δημοσιά νότια της πόλης για πέντε χιλιόμετρα και, ύστερα, ο Ανδρόνικος είπε στους οδηγούς να σταματήσουν. Τα δύο οχήματα σταμάτησαν στο πλάι του μεγάλου δρόμου, όπου ένα άλλο, τετράκυκλο όχημα περίμενε.

Ο Ανδρόνικος και η Ιωάννα (ακόμα ντυμένη σαν Βασιλική Φρουρός) βγήκαν απ’το βασιλικό όχημα και μπήκαν στο όχημα που περίμενε.

«Καλημέρα, Πρίγκιπά μου,» είπε ο οδηγός.

«Καλημέρα, Οδυσσέα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος.

Τα οχήματα με τους Βασιλικούς Φρουρούς συνέχισαν το δρόμο τους προς την Απαστράπτουσα, ενώ αυτό που οδηγούσε ο Πρόμαχος της Επανάστασης στράφηκε και πήγε βόρεια, προς τη Σερίβια.

Καθώς ταξίδευαν, η Ιωάννα έβγαλε τη στολή της Βασιλικής Φρουρού και φόρεσε ένα απλό χειμωνιάτικο φόρεμα και ψηλές μπότες. Μετά, άναψε τσιγάρο.

Φτάνοντας στη Σερίβια, διέσχισαν δρόμους ανάμεσα σε πολυκατοικίες, όπου η κίνηση ήταν αρκετή, και σταμάτησαν τελικά κοντά στο ξενοδοχείο «Ανατολή των Κυμάτων». Ο Ανδρόνικος φόρεσε κάπα και κουκούλα – γιατί η όψη του ήταν κάθε άλλο παρά άγνωστη, και τώρα δεν ήθελε να τον αναγνωρίσουν – προτού βγει από το όχημα μαζί με τον Οδυσσέα και την Ιωάννα. Έπειτα τους ακολούθησε στο εσωτερικό του ξενοδοχείου και στο δωμάτιο που είχαν κλείσει, όπου τους περίμενε ο Προαιρέσιος, καθισμένος μπροστά στο φωτογραφικό τηλεσκόπιο που κοίταζε προς τα Υλικά Πανόπτης.

«Καλωσήρθατε, Πρίγκιπά μου,» είπε στον Ανδρόνικο καθώς σηκωνόταν από τη θέση του.

«Είχαμε καμια επικοινωνία από τον Ανδροκλή;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Τίποτα.»

«Ο πράκτορας, λοιπόν, δε χρησιμοποίησε τον πομπό του ακόμα,» είπε ο Ανδρόνικος. Και πλησίασε τον δικό τους πομπό μέσα στο δωμάτιο. «Θα ζητήσω από τους συντρόφους μας στο Σφύριγμα του Γάτου να πάνε το Δημιούργημα στην Απαστράπτουσα.»

Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. «Γιατί;»

Ο Ανδρόνικος τού εξήγησε ότι υποπτευόταν πως ίσως να ήταν Ομοίωμα, και του είπε και τον λόγο για τον οποίο το υποπτευόταν αυτό.

Ο Οδυσσέας συμφώνησε. «Θα πάω προσωπικά, όμως, να μιλήσω στους άλλους στο Σφύριγμα

«Πιστεύεις ότι ίσως κάποιος να μας παρακολουθεί;»

«Με τις τηλεπικοινωνίες ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις – κι αφού μάλλον υπάρχει πράκτορας της Παντοκράτειρας εδώ πέρα, καλύτερα να μην το ριψοκινδυνεύουμε, δε νομίζετε, Πρίγκιπά μου;»

Ο Ανδρόνικος ένευσε. «Καλώς. Πήγαινε.»

Ο Οδυσσέας ετοιμάστηκε και έφυγε.

*

Δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα.

Δύο επαναστάτες από το Σφύριγμα του Γάτου ανέλαβαν να μεταφέρουν το πλάσμα που έμοιαζε με τον Φωτονίκη στην Απαστράπτουσα (όπως ήταν, μέσα στο φορτηγό του Αργυροθώρη) και να το παραδώσουν εκεί στους κατασκόπους του δικτύου του Βασιληά.

*

Απόγευμα.

Ο Ανδροκλής’μορ καθόταν μέσα σ’ένα τρίκυκλο όχημα με φιμέ σκέπαστρο και έπινε μια πορτοκαλάδα, ενώ δίπλα του ήταν μια χάρτινη σακούλα με τηγανητές πατάτες. Ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη βρίσκονταν σ’άλλο σημείο της γειτονιάς, πράγμα που ο μάγος δεν μπορούσε ν’αποφασίσει αν ήταν καλό ή κακό: από τη μια δε θα τους άκουγε να λένε συνέχεια για τις διαφορές ανάμεσα στην Αλβέρια και στην Απολλώνια, και θα ησύχαζε λίγο το κεφάλι του, αλλά από την άλλη και η σιωπή ήταν βαρετή όταν περιμένεις κάτι που δεν ξέρεις τι μπορεί να είναι ακριβώς – κι όταν το κάνεις αυτό για μέρες ολόκληρες.

Το Κάτι αποφάσισε, απρόσμενα, να έρθει να τον βρει.

Ο τηλεπικοινωνιακός πομπός – αυτός που είχε κλέψει η Ιωάννα από το γραφείο του Φωτονίκη – κουδούνισε.

Ο Ανδροκλής άφησε την πορτοκαλάδα του παραδίπλα και άρθρωσε ένα Ξόρκι Εντοπισμού Τηλεπικοινωνιακού Σήματος. Το σήμα που ερχόταν στον πομπό εντυπώθηκε σαν κυματιστή αύρα στο μυαλό του. Ο Ανδροκλής την παγίδευσε, νοητικά, και ενεργοποίησε μια άλλη, δική του συσκευή, μεταφέροντας εκεί τα χαρακτηριστικά της τηλεπικοινωνιακής συχνότητας. Η συσκευή εστιάστηκε επάνω της και την ακολούθησε προς την πηγή της. Στη μικρή οθόνη δεν άργησαν να παρουσιαστούν κάποια δεδομένα:

 

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΝΑ
ΑΠΟΣΤΑΣΗ: 1457 Μ
ΥΨΟΣ: 12,30 Μ

 

Ο πομπός σώπασε.

Η συχνότητα εξαφανίστηκε.

Ο Ανδροκλής αποθήκευσε στη Μνήμη Α τα δεδομένα που του είχε δώσει η συσκευή του.

*

Ο Οδυσσέας άπλωσε έναν χάρτη της Σερίβια επάνω στο τραπέζι. Πήρε χάρακα και μολύβι και τράβηξε μια ευθεία γραμμή η οποία ξεκινούσε από το σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το όχημα του Ανδροκλή’μορ και τελείωνε 1.457 μέτρα απόσταση από εκεί, προς τα νοτιοανατολικά.

«Δεν είναι μακριά μας,» παρατήρησε, κυκλώνοντας το ξενοδοχείο τους πάνω στον χάρτη. «Και το γεγονός ότι βρίσκεται σε ύψος δώδεκα-και-κάτι μέτρα από το έδαφος σημαίνει πως είναι ή στον τρίτο ή στον τέταρτο όροφο κάποιας πολυκατοικίας.»

«Ή στην οροφή κάποιας μονοκατοικίας,» πρόσθεσε η Ιωάννα.

«Δεν υπάρχουν πολλές μονοκατοικίες σ’εκείνη τη μεριά της Σερίβια.»

«Πάμε να το ερευνήσουμε;» είπε ο Ανδρόνικος.

*

Καβαλώντας άλογα, ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και ο Οδυσσέας πήγαν εκεί όπου τους είχε οδηγήσει η συχνότητα. Εκεί όπου ήταν η πηγή της.

Και σταμάτησαν μπροστά σε μια πολυκατοικία κοντά στο λιμάνι της Σερίβια, καθώς οι σκιές του απογεύματος πύκνωναν κι άρχιζε να βραδιάζει.

Το οικοδόμημα είχε πέντε ορόφους. Η Ιωάννα υπολόγισε με το μάτι τα δώδεκα-και-κάτι μέτρα, και είπε: «Στον τέταρτο είναι ο πράκτορας. Αν δεν έχουμε κάνει λάθος το χτίριο,» πρόσθεσε κοιτάζοντας γύρω, τις άλλες πολυκατοικίες.

«Όχι,» είπε ο Οδυσσέας, «αυτό πρέπει να είναι. Υπάρχει αρκετός χώρος ανάμεσα σ’αυτό και στα υπόλοιπα.»

«Οι συσκευές εντοπισμού, όμως, δεν είναι αλάνθαστες. Δεκαπέντε μέτρα λάθος να έχει κάνει, ο στόχος μας είναι σε άλλη πολυκατοικία. Και δεν αποκλείεται να έχει κάνει λάθος· η απόσταση ήταν μεγάλη.»

«Ο Ανδροκλής δε θα χρησιμοποιούσε συσκευή δευτέρας κατηγορίας.»

«Όπως νομίζεις. Δεν είπα, όμως, ότι η συσκευή είναι δευτέρας κατηγορίας.»

Ο Ανδρόνικος τούς διέκοψε: «Ας πούμε, για την ώρα, ότι αυτό είναι το χτίριο που μας ενδιαφέρει. Πρέπει να ερευνήσουμε χωρίς να αντιληφτεί ο πράκτορας την παρουσία μας. Ιωάννα, έχεις μαζί την ταυτότητά σου;»

Η Μαύρη Δράκαινα ένευσε.

«Πάμε, τότε.»

Αφήνοντας τα άλογά τους σ’έναν στάβλο εκεί κοντά, πλησίασαν την είσοδο της πολυκατοικίας, η οποία ήταν ξύλινη και κλειστή. Πλάι της υπήρχε κρύσταλλο και μπορούσες να δεις μέσα. Θυρωρός δε φαινόταν.

«Μάλλον δε θα μας χρειαστεί η ταυτότητά μου,» είπε η Ιωάννα, «παρά μόνο, ίσως, για να κάνουμε διάρρηξη.»

«Θα μπορούσαμε να χτυπήσουμε κάποιο τυχαίο κουδούνι, λέγοντας ότι θέλουμε να αφήσουμε διαφημιστικά φυλλάδια,» πρότεινε ο Ανδρόνικος.

«Σ’αυτή την περιοχή της Σερίβια, Πρίγκιπά μου; Κι αυτή την ώρα; Μάλλον κανένας δε θα μας ανοίξει,» είπε ο Οδυσσέας.

«Καλύψτε με,» ζήτησε η Ιωάννα βγάζοντας το αυτόματο αντικλείδι από την τσάντα της.

Ο Ανδρόνικος και ο Οδυσσέας στάθηκαν έτσι μπροστά της ώστε οι τυχαίοι περαστικοί της βραδιάς να μη μπορούν να δουν τι έκανε η Μαύρη Δράκαινα στην πόρτα.

Η είσοδος άνοιξε σε λιγότερο από ένα λεπτό, και οι τρεις τους μπήκαν στην πολυκατοικία. Ανέβηκαν στον τέταρτο όροφο χρησιμοποιώντας τη σπειροειδή σκάλα. Ο ανελκυστήρας έκανε θόρυβο, κι εκείνοι προτιμούσαν να είναι όσο το δυνατόν πιο αθόρυβοι. Επιπλέον, ήθελαν να δουν πώς ήταν η πολυκατοικία από πάνω ώς κάτω· ίσως να τους χρειαζόταν στο προσεχές μέλλον, για να μαγκώσουν τον πράκτορα της Παντοκράτειρας.

Στον τέταρτο όροφο υπήρχαν πέντε διαμερίσματα. Η Ιωάννα αποστήθισε τα ονόματα που ήταν γραμμένα πάνω απ’τα κουδούνια. Από το εσωτερικό ενός διαμερίσματος ακουγόταν δυνατή μουσική· κι οι τρεις επαναστάτες αναγνώριζαν τη φωνή της τραγουδίστριας: Μήδεια Ρηξικέλευθη. Πολύ δημοφιλής στην Απολλώνια τον τελευταίο καιρό. Και, όχι, το Ρηξικέλευθη δεν ήταν το πραγματικό της επώνυμο – ήταν καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Το Μήδεια, όμως, σύμφωνα με τις φήμες, ήταν το πραγματικό της όνομα.

Δεν καθυστέρησαν άλλο στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας. Ανέβηκαν στον πέμπτο και στην ταράτσα, για να ρίξουν μια ματιά, και μετά κατέβηκαν πάλι, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας τον ανελκυστήρα.

«Όλα τα ονόματα των κουδουνιών μοιάζουν Απολλώνια,» είπε η Ιωάννα καθώς βάδιζαν, αργά, στον πεζόδρομο. «Εκτός από ένα, που πρέπει να είναι από τη Σάρντλι.»

«Ο πράκτορας θα έχει σίγουρα αλλάξει το όνομά του,» είπε ο Ανδρόνικος, κι η Ιωάννα κατένευσε ανάβοντας ένα τσιγάρο.

«Θα περιμένουμε, λοιπόν, μέχρι να ξαναχρησιμοποιήσει τον πομπό για να τον εντοπίσουμε;» ρώτησε ο Οδυσσέας.

«Ακόμα κι αν χρησιμοποιήσει τον πομπό του, δε θα ξέρουμε σε ποιο δωμάτιο είναι,» είπε η Ιωάννα. «Είναι αδύνατον. Ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό είναι αν κάποιος κάθεται και περιμένει στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας. Καλύτερα, οπότε, να επικοινωνήσουμε εμείς μαζί του ενώ είμαστε στον τέταρτο όροφο. Ο Ανδροκλής, σίγουρα, έχει αποθηκεύσει την τηλεπικοινωνιακή συχνότητα.»

«Εννοείς να καλέσουμε τον πράκτορα με τον πομπό του Δημιουργήματος;»

«Ναι, ενώ είμαστε έξω απ’την πόρτα του. Κατά πρώτον, έτσι μάλλον θ’ακούσουμε τον δικό του πομπό να χτυπά από μέσα. Κατά δεύτερον, ακόμα κι αν δεν τον ακούσουμε, η συσκευή του Ανδροκλή θα μας δείξει ακριβώς πού να πάμε.»

«Και χάος θα ακολουθήσει.»

«Αν περιμένουμε περισσότερο, ίσως να σηκωθεί και να φύγει, φοβούμενος ότι έχουμε αιχμαλωτίσει ή σκοτώσει το Δημιούργημα.»

Ο Οδυσσέας φαινόταν σκεπτικός. Στρεφόμενος στον Ανδρόνικο, ρώτησε: «Τι λέτε, Πρίγκιπά μου;»

«Η ανυπομονησία μου ολοένα και μεγαλώνει, Οδυσσέα.»

*

Κάλεσαν τους υπόλοιπους να έρθουν, και σύντομα ο Προαιρέσιος, ο Θελλέδης, η Σαρφάλλη, και ο Ανδροκλής’μορ ήταν εκεί. Οι δρόμοι της πόλης ήταν πιο ήσυχοι τώρα, καθώς η νύχτα προχωρούσε. Η Ιωάννα άνοιξε πάλι την εξώπορτα της πολυκατοικίας και μπήκαν, ανεβαίνοντας στον τέταρτο όροφο.

Εκεί, ο Ανδρόνικος χρησιμοποίησε τον τηλεπικοινωνιακό πομπό του Δημιουργήματος προσπαθώντας να καλέσει τον ελεγκτή του, ενώ συγχρόνως ο Ανδροκλής είχε ενεργοποιημένη τη συσκευή εντοπισμού τηλεπικοινωνιακής συχνότητας.

Κάποιος απάντησε στον Ανδρόνικο.

Μια γυναικεία φωνή.

«Τι βρήκες;»

Στην οθόνη της συσκευής του Ανδροκλή έγραφε:

 

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Β
ΑΠΟΣΤΑΣΗ: 108 Μ
ΥΨΟΣ: –11,90 Μ

 

Ο στόχος δεν ήταν σε κανένα από τα διαμερίσματα γύρω τους!

Σε κάποιο ισόγειο είναι! σκέφτηκε η Ιωάννα, κάνοντας νόημα στον Ανδρόνικο να κλείσει τον πομπό.

Εκείνος τον έκλεισε.

«Δεν είναι εδώ,» είπε ο Οδυσσέας. «Πρέπει να έχει πάει κάπου έξω.»

«Κατεβαίνουμε!» είπε ο Ανδρόνικος, και εκείνος, η Ιωάννα, κι ο Ανδροκλής πήραν τον ανελκυστήρα, ενώ οι υπόλοιποι άρχισαν να κατεβαίνουν τις σπειροειδείς σκάλες τρέχοντας.

Όταν βγήκαν από την πολυκατοικία και έστριψαν βόρεια βαδίζοντας γρήγορα, η Ιωάννα είπε στον Ανδρόνικο: «Κάλεσέ την πάλι.»

Ο Πρίγκιπας ενεργοποίησε τον πομπό στην ίδια συχνότητα.

Ο Ανδροκλής είχε ανοιχτή τη συσκευή του.

Ο Οδυσσέας, ο Προαιρέσιος, ο Θελλέδης, και η Σαρφάλλη τώρα έβγαιναν απ’την πολυκατοικία, κι έτρεχαν να προλάβουν τους συντρόφους τους.

Η ίδια γυναικεία φωνή ακούστηκε απ’τον πομπό: «Πού είσαι; Γιατί δεν μιλάς;»

Η συσκευή του Ανδροκλή έγραψε:

 

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Β
ΑΠΟΣΤΑΣΗ: 89 Μ
ΥΨΟΣ: 0,15 Μ

 

Ο Ανδρόνικος είπε στον πομπό, προσπαθώντας ν’αλλάξει τη φωνή του, να την κάνει όπως του Φωτονίκη (όσο τη θυμόταν – γιατί δεν ήταν βέβαιος ότι τη θυμόταν και τόσο καλά): «Πού βρίσκεσαι;»

Σιωπή για λίγο από την άλλη μεριά της τηλεπικοινωνίας. Αλλά ακουγόταν κάτι άλλο. Μουσική.

Η συσκευή του Ανδροκλή έγραφε:

 

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Β
ΑΠΟΣΤΑΣΗ: 75 Μ
ΥΨΟΣ: 0,15 Μ

 

Η γυναικεία φωνή ακούστηκε πάλι, ενώ οι επαναστάτες έτρεχαν: «Πράσινες μορφές σε χαμηλοτάβανους κήπους, ο κύβος είναι

Κάποιου είδους κώδικας που ούτε ο Ανδρόνικος ούτε η Ιωάννα είχαν ξανακούσει.

Ο Πρίγκιπας δεν έδωσε απάντηση.

Η γυναικεία φωνή επανέλαβε: «Πράσινες μορφές σε χαμηλοτάβανους κήπους, ο κύβος είναι.»

Οι επαναστάτες διέσχιζαν την πόλη όπως τρέχουν οι λύκοι στο δάσος, πηδώντας από πεζόδρομο σε πεζόδρομο και περνώντας ξαφνικά δρόμους για οχήματα και για καβαλάρηδες, που είχαν λίγη κίνηση λόγω της ώρας.

Η γυναικεία φωνή ρώτησε: «Μ’ακούς, Όγδοη Ηχώ;»

Ο Ανδρόνικος δεν έδωσε απάντηση.

Και η επικοινωνία τερματίστηκε· η Παντοκρατορική πράκτορας έκλεισε τον πομπό της.

Τελευταία ένδειξη από τη συσκευή του Ανδροκλή:

 

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Δ
ΑΠΟΣΤΑΣΗ: 12 Μ
ΥΨΟΣ: –0,10 Μ

 

Στράφηκαν στο πλάι και είδαν, στην άλλη μεριά του δρόμου, την πόρτα ενός νυχτερινού κέντρου. Από πάνω υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε ΑΛΛΙΩΤΙΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ, με μεγάλα γράμματα που αναβόσβηναν.

Εκείνη τη στιγμή, η πόρτα άνοιγε και μια γυναίκα έβγαινε. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά. Φορούσε γκαμπαρντίνα, κοντή φούστα, και μπότες. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο σαν το χιόνι.

Οι επαναστάτες σταμάτησαν.

«Αυτή είναι;» είπε ο Ανδροκλής.

«Θα μάθουμε.» Ο Ανδρόνικος ενεργοποίησε πάλι τον πομπό του.

Η γυναίκα, που ήταν έτοιμη να φύγει, σταμάτησε ξαφνικά. Έβαλε το χέρι της μέσα στην γκαμπαρντίνα της.

Αυτή ήταν!

Οι τρεις επαναστάτες κατευθύνθηκαν γρήγορα προς το μέρος της.

Εκείνη τούς είδε. Και πρέπει να κατάλαβε. Πέταξε τον πομπό της στον δρόμο, με δύναμη, σπάζοντάς τον, και έτρεξε.

Την κυνήγησαν καθώς έστριβε σ’έναν μικρό πλευρικό δρόμο, και την είδαν ν’ανεβαίνει σ’ένα δίκυκλο και να το ενεργοποιεί, φεύγοντας και σηκώνοντας καπνό πίσω της.

«Φωτιές του Μαύρου Νάρζουλ!» καταράστηκε ο Ανδρόνικος.

Και βγήκαν στην αντικρινή μεριά του σοκακιού, που ήταν γεμάτο σκουπίδια και βρόμικα νερά, ακολουθώντας το δίκυκλο. Το είδαν να τρέχει πάνω σ’έναν άλλο, μεγαλύτερο δρόμο.

Η Ιωάννα κοίταξε τριγύρω, σκεπτόμενη πως, αφού υπήρχαν νυχτερινά κέντρα εδώ, πρέπει να υπήρχαν κι άλλα οχήματα σταθμευμένα στις πλευρές των δρόμων. Και δεν είχε άδικο. Εντόπισε αμέσως ένα δίκυκλο, κι έτρεξε εκεί, καβαλώντας το.

«Ανδροκλή!» είπε δείχνοντας την κλειδαριά του οχήματος.

Ο μάγος άρθρωσε ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος.

Η Ιωάννα ενεργοποίησε το δίκυκλο και έτρεξε πίσω απ’την πράκτορα, επιταχύνοντας ολοένα και περισσότερο.

Ο Ανδρόνικος είπε στον Ανδροκλή: «Πρέπει να πάρουμε κι εμείς ένα όχημα.» Και πλησίασε ένα τρίκυκλο λίγο παρακάτω.

Ο Τεχνομαθής, χρησιμοποιώντας πάλι ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος, άνοιξε το κλειδωμένο σκέπαστρό του και μαζί με τον Πρίγκιπα μπήκαν. Ο Ανδρόνικος κάθισε στο τιμόνι, και ο Ανδροκλής διέρρηξε την κλειδαριά της μηχανής μ’άλλο ένα Ξόρκι Ξεκλειδώματος.

Ευτυχώς, είναι γρήγορος, σκέφτηκε ο Πρίγκιπας καθώς έβαζε μπροστά και ξεκινούσε να τρέχει προς τη μεριά όπου είχαν χαθεί η Μαύρη Δράκαινα και η πράκτορας της Παντοκράτειρας.

«Κάλεσε τον Οδυσσέα,» είπε στον Ανδροκλή. «Πες του τι συμβαίνει και πού είμαστε.»

*

Η γκαμπαρντίνα ανέμιζε πίσω της καθώς το δίκυκλό της έτρεχε πάνω στον μεγάλο δρόμο αποφεύγοντας εύκολα τα υπόλοιπα οχήματα που ήταν εδώ μια τέτοια, νυχτερινή ώρα.

Η Ιωάννα την ακολουθούσε χωρίς να ελαττώνει καθόλου ταχύτητα, γιατί η πράκτορας είχε ήδη προβάδισμα, και ούτε εκείνη φαινόταν να ελαττώνει την ταχύτητά της. Επιπλέον, πρέπει να είχε καταλάβει ότι την καταδίωκαν· η Ιωάννα την είχε δει, κάπου-κάπου, να κοιτάζει πάνω απ’τον ώμο της.

Αν συνεχίσουμε έτσι, όλα θα εξαρτηθούν από το ποιας η ενεργειακή φιάλη θα κρατήσει περισσότερο.

Με μια γρήγορη ματιά στις ενδείξεις του δίκυκλού της, είδε πως η ενέργειά ήταν στο 35%. Κακό αυτό. Εκτός αν η ενέργεια της πράκτορος ήταν ακόμα λιγότερη.

Η Παντοκρατορική έστριψε ξαφνικά, βγαίνοντας απ’τον μεγάλο δρόμο.

Η Ιωάννα, που είχε κάπως καταφέρει να την πλησιάσει περισσότερο τώρα, έστριψε πίσω της. Και μπήκαν σε στενούς δρόμους γεμάτους στροφές.

Προσπαθεί να με κάνει να τη χάσω.

Αλλά η Ιωάννα δεν την έχασε.

Βγήκαν πάλι σ’έναν άλλο μεγάλο δρόμο, όπου η κίνηση ήταν περισσότερη από πριν. Τα δίκυκλά τους έκαναν ζικ-ζακ ανάμεσα στα υπόλοιπα οχήματα· οι τροχοί τους έτριζαν. Ορισμένοι οδηγοί τις έβριζαν.

Η πράκτορας έβγαλε ένα πιστόλι μέσα από τη γκαμπαρντίνα της και, στρέφοντας το σώμα της πίσω κατά το ήμισυ, πυροβόλησε την Ιωάννα.

Αστόχησε. Διαλύοντας το γυάλινο σκέπαστρο ενός τρίκυκλου.

Ο οδηγός του τα έχασε, πανικοβλήθηκε – και χτύπησε πάνω σ’ένα τετράκυκλο στ’αριστερά του. Τα δύο οχήματα, στη συνέχεια, κοπάνησαν στα κάγκελα που χώριζαν τον δρόμο των οχημάτων από τον πεζόδρομο.

Η Ιωάννα παρατρίχα κατόρθωσε να τ’αποφύγει.

Αισθάνθηκε μια παρόρμηση να τραβήξει το πιστόλι της και να πυροβολήσει την πράκτορα, αλλά δεν το έκανε. Αν τη σκοτώσω τη γαμημένη σκύλα, δε θα μάθουμε τίποτα απ’αυτήν.

Ενεργοποίησε τον πομπό της, μιλώντας προς όλους τους συντρόφους της συγχρόνως. «Βρείτε με!» τους είπε. «Ακολουθήστε με! Την κυνηγάω!» Κι άφησε τον πομπό ανοιχτό, για να μπορούν να πιάσουν την τηλεπικοινωνιακή συχνότητα.

Τώρα, ο δρόμος είχε κάπως καθαρίσει από την κίνηση.

Η πράκτορας στράφηκε πάλι και πυροβόλησε.

Αστόχησε καθώς η Ιωάννα ήταν σκυμμένη πάνω στο δίκυκλό της. Δεν ήταν εύκολο να στοχεύσει κανείς, έτσι όπως έτρεχαν κι οι δυο τους.

Η πράκτορας βγήκε απ’τη Σερίβια, τρέχοντας στην ύπαιθρο έξω από την πόλη και προς τα βορειοδυτικά.

Η Ιωάννα ήταν, φυσικά, πίσω της. Ο προβολέας της έσχιζε το σκοτάδι της νύχτας.

Η ενέργεια τελείωνε στο όχημά της. 23%, τώρα.

Αν έχει περισσότερη ενέργεια από μένα δεν πρόκειται να την πιάσω, η Έχιδνα να τη δαγκώσει!

Η πράκτορας την πυροβόλησε ξανά. Αστοχώντας.

Βγήκε απ’τον εξοχικό δρόμο μπαίνοντας σε μια δασωμένη περιοχή που, σίγουρα, δεν ήταν για τα οχήματά τους. Τα δίκυκλα αναπηδούσαν καθώς έτρεχαν.

Δεν έπρεπε να το είχες κάνει αυτό, σκέφτηκε η Ιωάννα, νομίζοντας ότι οι πιθανότητες να την πιάσει είχαν ξαφνικά αυξηθεί.

Το δάσος ήταν σκοτεινό γύρω τους, το έδαφος επικίνδυνο, και οι κορμοί των δέντρων παρουσιάζονταν απρόσμενα μέσα απ’το σκοτάδι, όπως επίσης και τα μακριά κλωνάρια, που ορισμένα είχαν φύλλα κι ορισμένα ήταν τελείως γυμνά, σαν σκελετωμένα χέρια.

Η πράκτορας πυροβόλησε. Κομμάτια ξύλου τινάχτηκαν.

Και ξαφνικά, καθώς η προσοχή της είχε αποσπαστεί από το έδαφος εμπρός της, το δίκυκλό της έπεσε σε μια λακκούβα. Ίσα που πρόλαβε να το σταματήσει και να το στρίψει έτσι ώστε να μη σωριαστεί.

Η Ιωάννα σταμάτησε δίπλα της, πηδώντας από το όχημά της και τρέχοντας καταπάνω στην πράκτορα. Εκείνη έκανε να υψώσει το πιστόλι της και να τη σημαδέψει. Η Μαύρη Δράκαινα κλότσησε το χέρι που κρατούσε το όπλο, και το όπλο πετάχτηκε μακριά, μέσα στο σκοτάδι του δάσους.

Η γροθιά της πράκτορος τη χτύπησε καταπρόσωπο, κάνοντάς τη να παραπατήσει και τινάζοντας αίμα απ’τη μύτη της. Η Ιωάννα, όμως, δεν έχασε την ισορροπία της, και ετοιμάστηκε για την επίθεση της αντιπάλου της καθώς εκείνη κατέβαινε απ’το όχημά της και πλησίαζε. Η Παντοκρατορική προσπάθησε να κλοτσήσει τη Μαύρη Δράκαινα στο διάφραγμα, αλλά η Ιωάννα έπιασε το μποτοφορεμένο πόδι της και το έστριψε, πετώντας την στο έδαφος. Η λευκή γυναίκα κραύγασε, όμως κύλησε ευέλικτα κάτω και σηκώθηκε πάλι όρθια, βγάζοντας τη γκαμπαρντίνα της για να μην τη δυσκολεύει στις κινήσεις.

«…Ιωάννα,» είπε ξέπνοα.

«Δε θυμάμαι να έχουμε γνωριστεί,» αποκρίθηκε η Ιωάννα, πλησιάζοντας.

«Από τόσο κοντά όχι,» είπε η πράκτορας, αποφεύγοντας μια ψηλή κλοτσιά της Μαύρης Δράκαινας και προσπαθώντας να τη γρονθοκοπήσει στο σαγόνι.

Η Ιωάννα έκανε πίσω και πλάι, και με τον αγκώνα της χτύπησε την αντίμαχό της στα πλευρά. Η γυναίκα διπλώθηκε μουγκρίζοντας. Η Ιωάννα την κλότσησε πίσω απ’το γόνατο, κάνοντάς τη να πέσει. Εκείνη άρπαξε μια πέτρα από κάτω και την εκτόξευσε, βρίσκοντας τη Μαύρη Δράκαινα στο μέτωπο. Η Ιωάννα άκουσε ένα δυνατό ΝΤΑΠ! ν’αντηχεί μέσα της, είδε χρώματα μπροστά της, έχασε τον προσανατολισμό της και την ισορροπία της.

Βρέθηκε ξαφνικά στο έδαφος.

Άκουσε ένα μουγκρητό μηχανής σαν μέσα σε όνειρο.

Όταν κατάφερε να συνέλθει, η πράκτορας της Παντοκράτειρας είχε εξαφανιστεί, μαζί με το δίκυκλό της.

*

Ο Ανδρόνικος και ο Ανδροκλής’μορ ακολουθούσαν το σήμα του τηλεπικοινωνιακού πομπού της Ιωάννας, και οδηγήθηκαν έξω από τη Σερίβια, στη νυχτερινή ύπαιθρο.

Ο Πρίγκιπας της Επανάστασης δυνάμωσε τους προβολείς του, ενώ ο μάγος τού έλεγε προς τα πού να πηγαίνει, έχοντας τη συσκευή εντοπισμού στα γόνατά του.

Ο Ανδρόνικος είδε ένα δίκυκλο να βγαίνει απρόσμενα από μια δασώδη περιοχή και να μπαίνει στο δρόμο. Επάνω του ήταν μια γυναίκα, χωρίς γκαμπαρντίνα αλλά με ξανθά μαλλιά, κατάλευκο δέρμα, κοντή φούστα, μπότες. Αυτή είναι!

Οδήγησε το τρίκυκλό του καταπάνω της, και συγκρούστηκαν, καθώς εκείνη δεν πρέπει να περίμενε τον ερχομό του. Το όχημά της ανατράπηκε, αλλά η γυναίκα δεν παγιδεύτηκε από κάτω του· κύλησε ευέλικτα στο χώμα του δρόμου και σηκώθηκε όρθια – σχεδόν σαν Μαύρη Δράκαινα, δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει ο Ανδρόνικος.

Ανοίγοντας το γυάλινο σκέπαστρο, βγήκε απ’το τρίκυκλό του και της φώναξε ενώ τραβούσε το πιστόλι του: «Σταμάτα! Έρχονται κι άλλοι!»

Εκείνη, αγνοώντας τον, έτρεξε.

Ο Ανδρόνικος την πυροβόλησε σημαδεύοντας τα κατάλευκα πόδια της. Αστόχησε μέσα στις σκιές των δέντρων και στο φεγγαρόφωτο της Γλαυκής. Καταράστηκε τον Μαύρο Νάρζουλ, και έτρεξε ξοπίσω της.

«Πρίγκιπά μου!» άκουσε τον Ανδροκλή να φωνάζει καθώς τον ακολουθούσε.

Η πράκτορας έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα, προσπαθώντας να τους κάνει να τη χάσουν. Αλλά ο Ανδρόνικος την έβλεπε συνέχεια, και ήταν συνέχεια πίσω της. Κάπου-κάπου πυροβολούσε, θέλοντας να την τραυματίσει στα πόδια, όχι να τη σκοτώσει. Όμως πάντοτε αστοχούσε· το περιβάλλον δεν τον βοηθούσε καθόλου.

Και πού ήταν η Ιωάννα;

Πώς είχε αυτή η γυναίκα ξεφύγει απ’την Ιωάννα;

Δεν ήταν ώρα τώρα ν’αρχίσει ν’ανησυχεί, όμως. Έπρεπε να πιάσει την πράκτορα πρώτα!

«Οδυσσέα,» είπε στον πομπό του. «Βρες το σήμα μου. Είμαστε σ’ένα δάσος βορειοδυτικά της πόλης. Την κυνηγάω με τα πόδια.»

«Ερχόμαστε, Πρίγκιπά μου.»

Ο Ανδρόνικος άφησε τον πομπό του ανοιχτό και κρεμασμένο από τη ζώνη του. Γνώριζε ότι, αν ο Οδυσσέας είχε επιστρέψει στο ξενοδοχείο για να πάρει το όχημά του (που μάλλον αυτό πρέπει να είχε κάνει), τότε είχε στη διάθεσή του συσκευή για να εντοπίσει το σήμα του. Ήταν εγκαταστημένη στο σύστημα του οχήματος. Στο χάρτη της οθόνης του πρέπει να έβλεπε μια κόκκινη κουκκίδα εκεί όπου βρισκόταν ο Ανδρόνικος.

Η γυναίκα κούτσαινε τώρα, σαν να ήταν χτυπημένη στο δεξί πόδι και το τρέξιμο να της είχε κοστίσει, παρατήρησε ο Πρίγκιπας. Η Ιωάννα, σκέφτηκε. Η πράκτορας, όμως, δε φαινόταν να αιμορραγεί· πρέπει να ήταν κάποιο χτύπημα στο γόνατο, ίσως, ή στον αστράγαλο.

Όπως και νάχει, φαίνεται να την προλαβαίνω.

Απρόσμενα, η γυναίκα έστριψε πίσω από ένα δέντρο και χάθηκε.

Ο Ανδρόνικος την ακολούθησε–

Δέχτηκε ένα χτύπημα στα πόδια και έπεσε. Το πιστόλι έφυγε απ’το χέρι του· τινάχτηκε κάπου μέσα στη βλάστηση.

Έκανε να σηκωθεί, κι ένα μποτοφορεμένο πόδι τον κλότσησε στο πλάι του κεφαλιού.

Είδε τη σκιερή μορφή της πράκτορος να κουτσαίνει μέσα στα σκοτάδια του δάσους, σα να έψαχνε κάτι.

Το όπλο μου.

Ο Ανδρόνικος τινάχτηκε, άρπαξε τον αστράγαλό της, και την τράβηξε δυνατά. Η γυναίκα έπεσε, γρυλίζοντας. Ανασηκώθηκε. Ο Ανδρόνικος τη γρονθοκόπησε καταπρόσωπο· είδε αίμα στο πρόσωπό της.

Ο Ανδροκλής ήρθε, την άρπαξε απ’τα μαλλιά, κι έβαλε το πιστόλι του στον κρόταφό της.

«Τέρμα,» είπε λαχανιασμένα. «Δεν έχει άλλο τρέξιμο απόψε. Είμαι κουρασμένος.»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε καθώς σηκωνόταν όρθιος και πήγαινε να πάρει το όπλο του από το έδαφος.

ΙΘ’
Η ΖΙΡΙΝΙΔΑ ΜΙΛΑ

Η Ιωάννα είχε λίγο αίμα στο μέτωπο αλλά ήταν καλά. Απλά το δέρμα της είχε σκιστεί από την πέτρα, και είχε ζαλιστεί από το απότομο χτύπημα.

Ο Ανδρόνικος επικοινώνησε μαζί της με τον πομπό του και, σε λίγο, η Μαύρη Δράκαινα συνάντησε εκείνον και τον Ανδροκλή στον εξοχικό δρόμο, πλάι στο τρίκυκλό τους. Η πράκτορας της Παντοκράτειρας ήταν μαζί τους, με τα χεριά της δεμένα πίσω απ’την πλάτη και με κουρασμένη όψη στο πρόσωπό της.

«Είπες ότι με ξέρεις,» της είπε η Ιωάννα.

«Και ποιος δε σε ξέρει;» αντιγύρισε εκείνη. «Είσαι καταζητούμενη από την Παντοκράτειρα.»

Αυτό ήταν αλήθεια. Όλοι οι πράκτορες της Παντοκράτειρας γνώριζαν το πρόσωπο της Ιωάννας (και των άλλων Μαύρων Δρακαινών), αλλά εκείνη είχε υποθέσει ότι ίσως η λευκόδερμη γυναίκα να εννοούσε και κάτι περισσότερο – που, όπως φαινόταν τελικά, δεν εννοούσε.

«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Ανδρόνικος την Ιωάννα.

«Ναι,» αποκρίθηκε εκείνη.

Ένα όχημα πρώτα ακούστηκε και μετά φάνηκε να έρχεται από τη μεριά της Σερίβια. Το τετράκυκλο του Οδυσσέα.

Σταμάτησε κοντά τους, και ο Πρόμαχος κι οι υπόλοιποι βγήκαν.

«Η δουλειά μας τελείωσε,» τους είπε ο Ανδρόνικος. «Πρέπει μόνο να επιστρέψουμε αυτό το τρίκυκλο» – έδειξε με τον αντίχειρα του χεριού του το όχημα που είχαν πάρει εκείνος κι ο Ανδροκλής – «και το δίκυκλο της Ιωάννας εκεί όπου τα βρήκαμε. Και καλύτερα να ειδοποιήσουμε και τους ιδιοκτήτες τους ότι χρησιμοποιήθηκαν από το κατασκοπευτικό δίκτυο για έκτακτη ανάγκη.»

Ο Οδυσσέας κατένευσε. «Θα γίνει, Πρίγκιπά μου.»

«Επίσης,» πρόσθεσε ο Ανδρόνικος, «αν υπάρχουν ζημιές στα οχήματά τους, φρόντισε να αποζημιωθούν, Οδυσσέα.»

*

Η πράκτορας της Παντοκράτειρας τούς είπε ότι ονομαζόταν Ζιρινίδα, που ήταν το πραγματικό της όνομα, όχι το όνομα που χρησιμοποιούσε εδώ, στην Απολλώνια. Η καταγωγή της ήταν από τη Σεργήλη.

Ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και ο Προαιρέσιος την ανέβασαν, μέσα στη νύχτα, στο δωμάτιό τους στην Ανατολή των Κυμάτων (αφού της έλυσαν για λίγο τα χέρια ώστε να μην τραβήξουν ανεπιθύμητη προσοχή). Εκεί, την έβαλαν να καθίσει σε μια καρέκλα, με τα χέρια πάλι δεμένα πίσω της, και ο Πρίγκιπας τής είπε: «Αν μας πεις ό,τι θέλουμε, θα σ’αφήσω να φύγεις από την Απολλώνια. Αν δεν μας πεις ό,τι θέλουμε, τότε δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα.» Δε χρειαζόταν να συστηθεί· τώρα η Ζιρινίδα έβλεπε καθαρά το πρόσωπό του στο φως του δωματίου, και ο Ανδρόνικος ήταν, φυσικά, πασίγνωστος ανάμεσα στους Παντοκρατορικούς. Ήταν ο σύζυγος της Παντοκράτειρας που είχε αποστατήσει και στραφεί εναντίον της. Ο Αρχιπροδότης, όπως τον ονόμαζαν. Εκείνος το ήξερε, και δεν τον ενοχλούσε καθόλου αυτός ο τίτλος.

«Τι θέλεις να μάθεις;» τον ρώτησε η Ζιρινίδα. Τα μάτια της ήταν τόσο ρομβοειδή που έμοιαζαν το καθένα να έχει τέσσερις γωνίες αντί για δύο, και τόσο γαλανά που έμοιαζαν σχεδόν λευκά, όπως το δέρμα της.

«Εσύ είσαι η ελέγκτρια του Δημιουργήματος που έχει αντικαταστήσει τον Φωτονίκη Πανόπτη, ή όχι;» ρώτησε ο Ανδρόνικος, ενώ η Ιωάννα πήγαινε στο μπάνιο για να πλύνει το μέτωπό της από το αίμα και να αλλάξει – τα ρούχα της ήταν γεμάτα χώματα.

«Εγώ είμαι,» απάντησε η Ζιρινίδα. «Πού είναι το Δημιούργημα;»

«Δε θα κάνεις εσύ ερωτήσεις,» της είπε ο Ανδρόνικος· «μόνο εγώ. Πότε αντικαταστήσατε τον Φωτονίκη και τι του κάνατε; Είναι ζωντανός; Κρατούμενος; Ή είναι νεκρός;»

«Νεκρός είναι, απ’ό,τι ξέρω. Δεν τον σκότωσα εγώ. Στη Φεηνάρκια τον σκότωσαν, και τον αντικατέστησαν μ’ένα Δημιούργημα που είχαν ήδη έτοιμο.»

«Ήταν σχεδιασμένο από την αρχή, δηλαδή. Τον είχατε παρακολουθήσει.»

«Όχι εγώ,» είπε η Ζιρινίδα. «Εμένα με κάλεσαν από τη Σεργήλη για ν’αναλάβω τον έλεγχο του Δημιουργήματος. Υπήρχε, όμως, φάκελος με τις δραστηριότητες του Φωτονίκη· επομένως, ναι, είχε γίνει παρακολούθηση.»

«Τι χρόνο ζωής είχε το Δημιούργημα;» Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι αυτά τα πλάσματα δεν ζούσαν τόσο όσο οι άνθρωποι· μετά από κάποιο καιρό, αποσυντίθεντο από μόνα τους.

«Πενταετία.»

«Και ποια ήταν η αποστολή του;» ρώτησε ο Προαιρέσιος. «Ο Αργυροθώρης ήταν επίσης μέσα στο κόλπο;»

«Εξαρχής όχι,» απάντησε η Ζιρινίδα. «Και ακόμα και μετά, δεν ήξερε ότι ο αδελφός του είχε αντικατασταθεί.»

Όπως το είχα υποθέσει, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος. «Τι προσπαθούσε να πετύχει το Δημιούργημα μέσω του Αργυροθώρη;»

«Του είπε ότι, στα ταξίδια του, είχε μιλήσει με ανθρώπους της Παντοκράτειρας οι οποίοι ήξεραν πώς να διαλύσουν τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στην Απολλώνια. Αλλά, για να το κάνουν αυτό, η Απολλώνια θα έπρεπε να είναι δική τους. Ο Αργυροθώρης και οι συγγενείς του ανησυχούν πολύ για τον στρόβιλο επειδή η πόλη τους φαίνεται να βρίσκεται στη φυσική του πορεία–»

«Εκτός απ’τον Αργυροθώρη, ήταν κι οι υπόλοιποι Πανόπτες μπλεγμένοι σ’αυτή την ιστορία;» τη διέκοψε ο Προαιρέσιος.

«Όχι,» είπε η Ζιρινίδα. «Μόνο ο Αργυροθώρης. Ο αδελφός του τον έπεισε ότι έπρεπε να βοηθήσει τους Παντοκρατορικούς προκειμένου να σωθεί η Σερίβια.»

«Και για να βοηθήσει τους Παντοκρατορικούς, έπρεπε να σαμποτάρει εμάς, επανειλημμένα…» είπε ο Ανδρόνικος.

«Ακριβώς.»

«Και ο Ταχύνοος;»

«Ο Αργυροθώρης τον έβαλε στο σχέδιο, επειδή η γενέτειρα του Ταχύνοου, η Μάραθος, βρίσκεται επίσης στον δρόμο επέκτασης του στροβίλου, όπως και η Σερίβια.»

«Το ξέρατε ότι ο Αργυροθώρης ήταν με την Επανάσταση, προτού αντικαταστήσετε τον Φωτονίκη;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Ναι.»

«Πώς;»

«Σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, ο ίδιος ο Φωτονίκης το είπε στα ταξίδια του, κάποια στιγμή όταν ήταν πιωμένος. Είπε ότι ο αδελφός του είναι επαναστάτης. Κάποιος άνθρωπός μας τον άκουσε. Το ερευνήσαμε όσο μπορούσαμε, και συμπεράναμε ότι πρέπει να ήταν αλήθεια. Επιπλέον, ακόμα και να μην ήταν αλήθεια άξιζε να προσπαθήσουμε.»

«Και γνωρίζατε, συγχρόνως, ότι οι Πανόπτες φοβούνται τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο;»

«Δε χρειαζόταν να το γνωρίζουμε· μπορούσαμε ούτως ή άλλως να εκμεταλλευτούμε την κατεύθυνση του στροβίλου. Έχουμε χάρτες της Απολλώνιας κι εμείς, Πρίγκιπα Ανδρόνικε. Αλλά, ναι, ο Φωτονίκης είχε αναφέρει, κάποια στιγμή στα ταξίδια του, ότι φοβόταν τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο.»

«Τον παρακολουθούσατε για καιρό, δηλαδή…»

«Δεν είναι πολλοί οι έμποροι που ταξιδεύουν σε άλλες διαστάσεις και κατάγονται από την Απολλώνια,» είπε η Ζιρινίδα.

«Πράγμα το οποίο οφείλεται στο γεγονός ότι τους κυνηγάτε,» τόνισε ο Ανδρόνικος. Και κάθισε σε μια καρέκλα αντίκρυ της, ανάβοντας τσιγάρο. Τόση ώρα στεκόταν όρθιος, βηματίζοντας κάπου-κάπου. Ο Προαιρέσιος είχε προ πολλού καθίσει κοντά στο φωτογραφικό τηλεσκόπιο, χωρίς όμως να κοιτά από μέσα του. Και η Ιωάννα είχε επιστρέψει από το μπάνιο, ντυμένη με μια ρόμπα αλλά μοιάζοντας το ίδιο ετοιμοπόλεμη όπως πάντα. Ακόμα και γυμνή, ο Ανδρόνικος ποτέ δε θα μπορούσε να τη θεωρήσει τίποτε άλλο από ετοιμοπόλεμη – αυτήν και οποιαδήποτε άλλη Μαύρη Δράκαινα.

Η Ζιρινίδα έμεινε σιωπηλή.

Ο Πρίγκιπας τη ρώτησε: «Η μόνη σου επαφή με τους Πανόπτες ήταν μέσω του Δημιουργήματος;»

«Ναι.»

«Τον Αργυροθώρη δεν τον είχες συναντήσει;»

«Ποτέ.»

«Ποιοι άλλοι πράκτορες της Παντοκράτειρας βρίσκονται στη Σερίβια;»

«Κανένας.»

Η Ιωάννα παρενέβη: «Περιμένεις να το πιστέψουμε αυτό;»

«Κανένας δεν είναι στη Σερίβια,» επέμεινε η Ζιρινίδα.

«Και στην υπόλοιπη Απολλώνια;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Δεν ξέρω.»

«Ούτε εγώ ξέρω αν λες αλήθεια. Και φοβάμαι πως δεν λες αλήθεια. Προσπαθείς να με πείσεις πως δεν είχες κανέναν σύνδεσμο εδώ, σε περίπτωση που κάτι χρειαζόσουν;»

«Αν χρειαζόμουν κάτι θα πήγαινα στο Βόρειο Μέτωπο, στη Νούμβρια, και θα έδειχνα εκεί την ταυτότητα που με αναγνωρίζει ως πράκτορα της Παντοκράτειρας.»

Η Ιωάννα είπε: «Εξακολουθώ να μη σε πιστεύω.»

«Δικό σου πρόβλημα.»

Η Ιωάννα την κλότσησε καταπρόσωπο. Ήταν ξυπόλυτη, και η κλοτσιά δεν πρέπει να ήταν πολύ δυνατή, αλλά και πάλι το κεφάλι της Ζιρινίδας γύρισε στο πλάι, και η λευκόδερμη πράκτορας έφτυσε αίμα.

Ο Ανδρόνικος κοίταξε την Ιωάννα μ’ένα βλέμμα που έλεγε Όχι άλλο.

Εκείνη δε μίλησε, παραμένοντας όρθια με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός της.

Η Ζιρινίδα δοκίμασε τα δόντια της με τη γλώσσα. Είπε: «Όσες φορές κι αν με κλοτσήσεις, δεν μπορώ ν’αποκαλύψω κάτι που δε γνωρίζω. Ίσως να υπάρχουν άλλοι πράκτορες στην Απολλώνια, ίσως όχι. Δεν ξέρω

«Ποιον άλλο έχει αναμίξει ο Αργυροθώρης στο σχέδιό σας;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Εκτός από τον Ταχύνοο – που, απ’ό,τι έμαθα, είναι νεκρός – κανέναν άλλο που να γνωρίζω.»

«Νομίζω,» είπε ο Προαιρέσιος, «πως πρέπει να συζητήσουμε κάποια πράγματα αναμεταξύ μας τώρα.» Και ήταν προφανές πως εννοούσε ότι όφειλαν να απομακρύνουν τη Ζιρινίδα.

«Ας την πάμε στο Σφύριγμα,» ψιθύρισε η Ιωάννα στ’αφτί του Ανδρόνικου.

«Υπάρχει πιο ασφαλές μέρος,» της είπε εκείνος.

*

«Ανδρόνικε. Δεν το ήξερα ότι ήσουν εδώ. Γιατί δεν ήρθες πιο νωρίς; Τώρα έφτασες;» ρώτησε ο Δούκας Αλεξίλυπος της Σερίβια, καθώς αντάλλασσε μια χειραψία με τον ανιψιό του. Δεν πρέπει να είχε κοιμηθεί ακόμα, αν έκρινε κανείς από την εμφάνισή του κι απ’το γεγονός ότι δεν είχε αργήσει να τους συναντήσει στη μεγάλη αίθουσα του Ατσάλινου Παλατιού· αλλά, επίσης, έμοιαζε πλήρως αιφνιδιασμένος από τούτη τη νυχτερινή επίσκεψη του καινούργιου Βασιληά της Απολλώνιας.

«Δεν ήρθα γιατί ήμουν στη Σερίβια προκειμένου να κάνω μια επίσκεψη στους Πανόπτες. Μου πρότειναν την κόρη τους, την Αυγούστα, για γάμο.»

«Το είχα ακούσει ότι προσπαθείς να βρεις νύφη,» ένευσε ο Αλεξίλυπος. «Ωστόσο, θα έπρεπε να με είχες ειδοποιήσει για την παρουσία σου.»

«Δυστυχώς, έμπλεξα σε μια ιστορία που ήταν μη αναμενόμενη και που δεν μπορούσε να περιμένει,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος· και του εξήγησε.

Ο Δούκας έστρεψε το βλέμμα του στη Ζιρινίδα, που πίσω της στεκόταν η Ιωάννα, χωρίς να κρατά όπλο αλλά έχοντας το χέρι της κοντά στη λαβή του πιστολιού που κρεμόταν στον γοφό της.

«Θα πρέπει οι κατάσκοποί μου να γίνουν καλύτεροι,» είπε ο Αλεξίλυπος, «πολύ καλύτεροι, στη δουλειά τους.»

«Δεν ήταν εύκολο να την εντοπίσουν,» του είπε ο Ανδρόνικος. «Σύμφωνα με ό,τι λέει, είχε Απολλώνια ταυτότητα με ψεύτικο όνομα. Χωρίς να κάνει κάτι που την ενοχοποιεί, ή που δίνει λόγο για να την ερευνήσουν, ήταν σχεδόν αδύνατο να την εντοπίσει κανείς.

»Το μόνο που θέλω από εσένα τώρα, θείε, είναι να την κλείσεις στα μπουντρούμια του παλατιού σου για λίγο. Πρέπει να ξέρω ότι βρίσκεται σ’ένα μέρος απ’όπου δε θα ξεφύγει.»

«Δεν υπάρχει πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Αλεξίλυπος. Και άνοιξε έναν επικοινωνιακό δίαυλο για να μιλήσει στους φρουρούς του παλατιού του.

Η Ζιρινίδα στράφηκε στον Ανδρόνικο. «Υποσχέθηκες ότι θα με αφήσεις να φύγω.»

«Το υποσχέθηκα. Αλλά δε θα φύγεις τώρα, ούτε μόνη σου. Θα σε μεταφέρουμε στη Νούμβρια όταν έχουμε ολοκληρώσει την έρευνά μας.»

Οι φρουροί του Αλεξίλυπου ήρθαν στη μεγάλη αίθουσα και πήραν μαζί τους τη Ζιρινίδα, για να την πάνε στα μπουντρούμια του Ατσάλινου Παλατιού.

«Σπάνια χρησιμοποιώ τα κελιά πλέον,» είπε ο Δούκας στον ανιψιό του, «αλλά βρίσκονται σε καλή κατάσταση, και φυσικά θα τη φρουρούν συνεχώς τέσσερις φρουροί.»

«Σ’ευχαριστώ, θείε.»

«Πού θα πάτε τώρα εσείς;»

Μαζί με τον Ανδρόνικο ήταν ο Οδυσσέας, η Ιωάννα, και ο Προαιρέσιος.

«Έχουμε κλείσει ένα δωμάτιο σ’ένα ξενοδοχείο στο λιμάνι,» απάντησε ο Πρίγκιπας της Επανάστασης.

«Ο Βασιληάς της Απολλώνιας, όταν βρίσκεται στην πόλη μου, κοιμάται στο παλάτι μου,» τόνισε ο Δούκας Αλεξίλυπος. «Και δεν θα κηλιδώσεις εσύ την καλή μου φήμη, ανιψιέ.»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Όπως επιθυμείς, θείε.»

*

Αποφάσισαν τελικά να συζητήσουν αύριο για τον Αργυροθώρη ώστε να δουν τι θα κάνουν μαζί του. Τώρα ήταν αργά και ήταν όλοι τους, ανεξαιρέτως, κουρασμένοι.

Ο Οδυσσέας επικοινώνησε, μέσω του πομπού του, με τον Ανδροκλή για να τον ενημερώσει πού βρίσκονταν, και τον ρώτησε: «Όλα ήσυχα στην οικία των Πανόπτων;»

«Ναι,» απάντησε ο μάγος. «Τα περισσότερα φώτα είναι σβηστά. Οι πάντες φαίνεται να κοιμούνται.»

«Μόνος σου έχεις βάρδια;»

«Μαζί με τη Σαρφάλλη. Ο Θελλέδης έχει πάει να ξεκουραστεί στο ξενοδοχείο.» (Είχαν κλείσει δωμάτια σ’ένα ξενοδοχείο στα βόρεια της Σερίβια, όχι πολύ μακριά από τους Πανόπτες.) «Αν και, κανονικά, Οδυσσέα, εγώ θα έπρεπε να ξεκουράζομαι ύστερα από τόσο τρέξιμο στα δάση.»

«Κουράγιο,» του είπε ο Οδυσσέας.

«Ευχαριστώ.»

Ο Δούκας Αλεξίλυπος παραχώρησε δωμάτια και στους τέσσερίς τους. Η Ιωάννα δεν έκανε ούτε μια νύξη ότι θα προτιμούσε, καλύτερα, να κοιμηθεί στο δωμάτιο του Ανδρόνικου. Μετά, όμως, μπήκε στο δωμάτιο του από το μπαλκόνι.

«Όλο αντιφάσεις είσαι,» της είπε εκείνος, που ετοιμαζόταν να πάει στο μπάνιο.

Η Ιωάννα τράβηξε το φερμουάρ της μελανής στολής της. «Σκέφτηκα ότι μαζί θα χαλάσουμε λιγότερο νερό,» είπε πλησιάζοντάς τον. Ανασήκωσε τους ώμους της. «Θέμα οικονομίας, καθαρά.»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε. Τράβηξε τη στολή της προς τα κάτω, κατεβάζοντάς την ώς τους μηρούς της, και τη φίλησε, με τα χέρια του στη μέση της.

Ενώ έκαναν έρωτα μέσα στο λουτρό, σκεπασμένοι με ζεστό νερό, σαπούνι, και αρωματικά έλαια, η Ιωάννα είπε: «Επιπλέον, δε νομίζω πως θα ήταν σωστό να πεις στο θείο σου ότι θα κοιμηθείς μ’εμένα, αφού ψάχνεις να βρεις νύφη.»

«Αυτό,» ρώτησε ο Ανδρόνικος διατρέχοντας τα χέρια του πάνω στη γλιστερή πλάτη της, «είναι συνέχεια του θέματος περί νερού και οικονομίας;»

Η Ιωάννα γέλασε. Τον φίλησε.

Δεν μίλησαν άλλο, όσο βρίσκονταν στο λουτρό.

Μετά, ενώ η Ιωάννα στέγνωνε τα μαλλιά της με το πιστολάκι, καθισμένη στο πλάι του κρεβατιού, είπε: «Υπάρχει επίσης ένα θέμα ασφάλειας, ξέρεις.»

Ο Ανδρόνικος ήταν μισοξαπλωμένος παραδίπλα, καπνίζοντας. «Τι θέμα ασφάλειας;»

«Έτσι όπως είναι το Ατσάλινο Παλάτι, γεμάτο εσοχές, προεξοχές, και παράξενες γωνίες, είναι εύκολο να σκαρφαλώσει κανείς στους εξωτερικούς τοίχους του. Δεν το έχει αυτό σκεφτεί ποτέ ο θείος σου;»

«Δε νομίζω ότι είναι εύκολο για τον καθένα να σκαρφαλώσει, Ιωάννα.»

«Στο από κάτω πάτωμα βρίσκεται το δωμάτιό μου,» του θύμισε εκείνη. «Βγήκα στο παράθυρο και ανέβηκα στο μπαλκόνι σου.»

«Δεν είσαι ο οποιοσδήποτε.»

«Ίσως,» παραδέχτηκε η Ιωάννα. «Αλλά εξακολουθεί να υφίσταται ένα θέμα ασφάλειας.»

«Δε νομίζω ότι ο θείος είναι πρόθυμος να ισιώσει τους τοίχους του σπιτιού του. Το Ατσάλινο Παλάτι, εξάλλου, είναι από ατσάλι. Και είναι πολύ παλιό οικοδόμημα. Πανάρχαιο. Υπάρχουν θρύλοι που λένε ότι το έχτισε ο ίδιος ο Απόλλωνας, ή ο εχθρός του ο Μαύρος Νάρζουλ, ή ένας απ’τους Οκτώ του Μαύρου Νάρζουλ.»

«Είσαι σοβαρός; Τα πιστεύεις αυτά;»

«Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή όχι. Όταν ήμασταν μικροί, πάντως, το φοβόμασταν το Ατσάλινο Παλάτι.»

«Μοιάζει, ομολογουμένως, παράξενο όταν το κοιτάζεις από έξω,» είπε η Ιωάννα. «Κι από μέσα είναι παράξενο, βέβαια. Αυτό εκεί, ας πούμε, δεν έχει κανέναν πραγματικό λόγο ύπαρξης.» Έδειξε, με το πιστολάκι, δύο ατσάλινα κέρατα που προεξείχαν από έναν τοίχο του δωματίου σχηματίζοντας βρόχο.

«Μην το λες· μπορείς να κρεμάσεις πράγματα.» Ο Ανδρόνικος πήρε τον στηθόδεσμό της, που ήταν ακουμπισμένος δίπλα της, και τον πέταξε προς τα κέρατα. Το λεπτό εσώρουχο κρεμάστηκε εκεί. «Βλέπεις;»

Η Ιωάννα γέλασε. «Θέλεις ξύλο,» του είπε.

Το πρωί, προτού ξημερώσει, έφυγε από το δωμάτιό του, βγαίνοντας στο μπαλκόνι και κατεβαίνοντας στο δικό της δωμάτιο.

Κ’
ΕΝΑΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΑΣ ΚΑΛΕΙ

Προτού κάνουν οτιδήποτε, ο Ανδρόνικος έδωσε εντολή να του φέρουν το Δημιούργημα από την Απαστράπτουσα. Δεν υπήρχε, πλέον, λόγος να το εξετάσουν· αποκλείεται να ήταν Ομοίωμα των ακόλουθων του Μαύρου Νάρζουλ. Η Παντοκράτειρα το είχε στείλει στην Απολλώνια.

Έπειτα, ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και ο Οδυσσέας πήγαν να ψάξουν το διαμέρισμα στην πολυκατοικία που έμενε η Ζιρινίδα. Δεν ήλπιζαν να συγκεντρώσουν πληροφορίες που δεν είχαν ήδη, όμως δεν έβλαπτε να κάνουν και μια γρήγορη έρευνα. Τα πάντα ήταν πιθανά.

Την κλειδαριά του διαμερίσματος δεν χρειάστηκε να τη διαρρήξουν, αφού είχαν το κλειδί της Ζιρινίδας. Μπήκαν και έψαξαν το μέρος από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα, βρίσκοντας

τέσσερα κρυμμένα πιστόλια (ένα στο μικρό καθιστικό, ένα στο μπάνιο, ένα στην κουζίνα, και ένα στο μοναδικό υπνοδωμάτιο),

μια ψεύτικη ταυτότητα που αναγνώριζε τη Ζιρινίδα ως Απολλώνια υπήκοο,

δύο αδιάβροχους φακούς,

ρούχα και υποδήματα απλά, πολιτικά,

ρούχα και υποδήματα για ειδικές περιστάσεις, όπως ταξίδια ή διαρρήξεις,

ένα κουτί με πυρομαχικά για τα πιστόλια,

βαφές μαλλιών,

όργανα διάρρηξης,

μερικές εκρηκτικές ύλες,

εξοπλισμούς αναρρίχησης (σχοινί, γάντζους, ατσάλινα καρφιά, σφυρί),

έξι μαχαίρια (δύο απ’τα οποία οδοντωτά),

μία φωτογραφική μηχανή,

μία συσκευή αποθήκευσης ήχου,

κοριούς (δέκα ηχητικούς, δύο τηλεοπτικούς) και δέκτη για τη συχνότητα των κοριών,

τέσσερις αισθητήρες και μία συσκευή εντοπισμού των αισθητήρων (προφανώς για περιπτώσεις παρακολούθησης κάποιου κινούμενου οχήματος ή ατόμου),

δύο μικρές ενεργειακές φιάλες τύπου Υ-1 (μάλλον για το δίκυκλο της Ζιρινίδας),

ένα λυόμενο τουφέκι μακρινής σκόπευσης, κρυμμένο μέσα σε μια τσάντα κρυμμένη στο πίσω μέρος της ντουλάπας των ρούχων,

βασικά είδη πρώτης ανάγκης για τραυματισμούς και τα λοιπά,

γυναικεία αντισυλληπτικά και προφυλακτικά,

φαγητά και ποτά,

κουτιά με τσιγάρα και μερικά πούρα.

«Δεν κοιμόταν μόνη της εδώ,» είπε η Ιωάννα. «Όχι πάντα, τουλάχιστον.» Είχε βρει κάποιες τρίχες που δεν μπορεί να ήταν της Ζιρινίδας· και στο κρεβάτι της και στο μπάνιο υπήρχαν σημάδια της παρουσίας κάποιου άλλου – άντρα πιθανώς.

«Δε μας είπε τίποτα γι’αυτόν,» παρατήρησε ο Ανδρόνικος.

«Δε νομίζω ότι πρόκειται για πράκτορα της Παντοκράτειρας. Μάλλον, κάποιος φίλος από τις Αλλιώτικες Νύχτες ή άλλο μπαρ.»

«Παρ’όλ’αυτά,» είπε ο Ανδρόνικος, «καλό θα ήταν να δούμε μήπως ο τύπος έρθει εδώ, ώστε να τον παρακολουθήσουμε.»

«Επίσης, μπορούμε να τη ρωτήσουμε,» πρότεινε ο Οδυσσέας κλείνοντας ένα συρτάρι γεμάτο εσώρουχα μέσα στο οποίο έψαχνε μήπως βρει κάτι κρυμμένο.

«Αν αυτός που την επισκεπτόταν είναι πράκτορας της Παντοκράτειρας, δε θα μας πει την αλήθεια,» είπε η Ιωάννα.

*

Τη ρώτησαν, όμως. Και η Ζιρινίδα τούς είπε ότι δεν ήταν πράκτορας της Παντοκράτειρας. Ήταν ένας τυχαίος τύπος που είχε γνωρίσει στις Αλλιώτικες Νύχτες· δεν είχε καμία σχέση με τέτοια πράγματα. Τους έδωσε και το όνομά του και τη διεύθυνσή του, για να τον ερευνήσουν αν ήθελαν και να το διαπιστώσουν από μόνοι τους.

«Πότε θα με στείλετε στη Νούμβρια;» θέλησε να μάθει.

«Σύντομα,» της απάντησε ο Ανδρόνικος, και έφυγαν από το κελί της στα μπουντρούμια του Ατσάλινου Παλατιού.

Το μόνο που απέμενε τώρα ήταν να περιμένουν να τους φέρουν το Δημιούργημα από την Απαστράπτουσα.

*

Όταν όλα ήταν όπως τα ήθελαν, ο Ανδρόνικος, η Ιωάννα, και ο Οδυσσέας πήγαν στα Υλικά Πανόπτης και ζήτησαν να δουν τον κύριο Αργυροθώρη. Εκείνος τούς δέχτηκε. Πήραν τον ανελκυστήρα και ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο, όπου βρισκόταν το γραφείο του. Η μέρα ήταν βροχερή: ο Ανδρόνικος φορούσε κάπα και κουκούλα για να σκιάζει το πρόσωπό του (η γραμματέας δεν τον είχε αναγνωρίσει)· ο Οδυσσέας φορούσε επίσης κάπα αλλά με την κουκούλα ριγμένη στους ώμους (εκείνος ήταν που είχε μιλήσει στη γραμματέα)· η Ιωάννα φορούσε γκαμπαρντίνα πάνω απ’τη μελανή στολή της Μαύρης Δράκαινας και είχε τα χέρια της στις τσέπες – μέσα σε κάθε τσέπη ήταν κι ένα πιστόλι, του οποίου τη λαβή κρατούσε, χαλαρά.

Ο Αργυροθώρης τούς περίμενε καθισμένος πίσω απ’το γραφείο του.

Ο Ανδρόνικος, μπαίνοντας, έβγαλε την κουκούλα του.

«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Αργυροθώρης καθώς τώρα σηκωνόταν από τη θέση του. «Δε μου είπαν ότι εσείς ήσασταν εδώ.»

«Δε χρειαζόταν,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, και είπε: «Πρέπει να έρθεις μαζί μας, Αργυροθώρη.»

«Μαζί σας; Πού;»

Η Ιωάννα έσφιξε λίγο περισσότερο τις λαβές των πιστολιών στις τσέπες της γκαμπαρντίνας της, έτοιμη να τα τραβήξει σε περίπτωση που ο προδότης έφερνε αντίσταση ή επιχειρούσε κάποιο βρόμικο κόλπο.

«Σ’ένα μέρος. Θα δεις,» απάντησε ο Ανδρόνικος στον Αργυροθώρη. «Έχουμε κάτι να σου δείξουμε. Κάτι που σε ενδιαφέρει πολύ.»

Εκείνος συνοφρυώθηκε, έκδηλα παραξενεμένος. Για μια στιγμή ήταν σιωπηλός· μετά είπε, αν και λιγάκι αδύναμα, σα να είχε φοβηθεί κάπως: «Εντάξει, πάμε.» Και πλησίασε την κρεμάστρα στη γωνία, παίρνοντας την γκαμπαρντίνα του από εκεί και φορώντας την.

Η Ιωάννα τον παρατηρούσε, μήπως έκανε να τραβήξει κανένα όπλο μέσα απ’τις πτυχές του μακρύ, φαρδύ ρούχου· αλλά εκείνος δεν επιχειρήσει καμια τέτοια ανόητη κίνηση.

Ο Ανδρόνικος φόρεσε πάλι την κουκούλα του, και οι τρεις επαναστάτες έφυγαν από τα Υλικά Πανόπτης μαζί με τον Αργυροθώρη.

«Αν κάποιος με ζητήσει,» είπε ο τελευταίος στη γραμματέα στην είσοδο, «πες τους ότι θα επιστρέψω σύντομα.»

Μην είσαι τόσο σίγουρος γι’αυτό, σκέφτηκε η Ιωάννα, χωρίς βέβαια να μιλήσει.

Τον οδήγησαν στο φορτηγό που ήταν σταθμευμένο κοντά στην Ανατολή των Κυμάτων – το φορτηγό που ανήκε στην επιχείρησή του, το φορτηγό μέσα στο οποίο είχε δώσει οικοδομικά υλικά στον Οδυσσέα, αφήνοντάς το έξω από τη Σερίβια για να το αναλάβει εκείνος.

Ο Αργυροθώρης χλόμιασε βλέποντας το όχημα. «Τι… τι είναι εδώ;» έκανε.

«Προχώρα,» του είπε ο Οδυσσέας.

«Γιατί δε μου επιστρέψατε το φορτηγό στην επιχείρηση;» Η φωνή του έτρεμε.

«Προχωρά,» του είπε η Ιωάννα, τραβώντας ένα απ’τα πιστόλια της και βάζοντάς το στην πλάτη του, έτσι που να είναι κρυμμένο από τον κόσμο που διέσχιζε τον κεντρικό δρόμο παραδίπλα. «Μπες μέσα.»

Ο Αργυροθώρης υπάκουσε, μπαίνοντας από την πίσω πόρτα του φορτηγού, που ήταν μισάνοιχτη.

Στο εσωτερικό ήταν ο Θελλέδης και ο Προαιρέσιος, με πιστόλια στα χέρια, και το Δημιούργημα, δεμένο και φιμωμένο στο πάτωμα.

«…Απόλλωνα…!» ψέλλισε ο Αργυροθώρης. Κι αμέσως μετά: «Πρίγκιπά μου, μπορώ να σας εξηγήσω–»

Ο Προαιρέσιος τράβηξε ένα ξιφίδιο από τη μπότα του κι έσχισε το πρόσωπο του Φωτονίκη, κόβοντας μαζί το φίμωτρό του και βγάζοντάς του και το αριστερό μάτι. Κάτι σαν ρευστό ασήμι φάνηκε κάτω απ’τη σάρκα του, και το Δημιούργημα άρχισε αμέσως να αναπλάθεται.

«Τι είναι αυτό;» φώναξε ο Αργυροθώρης.

«Ο αδελφός σου,» του είπε ο Προαιρέσιος.

«Όχι!» φώναξε εκείνος. «Αυτός δεν είναι ο αδελφός μου! Δεν είναι ο αδελφός μου! Είναι… είναι…»

«Δημιούργημα,» του είπε ο Ανδρόνικος. «Της Παντοκράτειρας. Τον άλλαξαν τον αδελφό σου.»

«Και πού είναι ο Φωτονίκης;»

«Νεκρός, σύμφωνα με τις πηγές μας. Λυπάμαι.»

«Εγώ, όμως, δεν λυπάμαι!» είπε ο Προαιρέσιος. «Είσαι προδότης, Αργυροθώρη! Μας πούλησες στους πράκτορες της Παντοκράτειρας!»

«Όχι…!» έκανε εκείνος, κατάχλομος. «Δεν… Δεν είναι αυτό που νομίζεις! Κάνεις λάθος!»

«Και τι είναι;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας. «Θες να μας εξηγήσεις; Έχουμε αιχμαλωτίσει την ελέγκτρια αυτού του Δημιουργήματος που πίστευες ότι ήταν ο αδελφός σου· μας είπε τι συνέβαινε.»

«Με ξεγέλασαν…!» ψέλλισε ο Αργυροθώρης.

«Κάθισε,» του είπε ο Ανδρόνικος αγγίζοντας τον ώμο του, «και πες μας ό,τι ξέρεις.»

Ο Αργυροθώρης κάθισε πάνω σ’ένα μεταλλικό κιβώτιο. Ξεροκατάπιε. Άναψε, με τρεμάμενα χέρια, ένα τσιγάρο. «Ο Φωτονίκης μού είπε… Γενικά ανησυχούμε, Πρίγκιπά μου. Για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στην Ταλκασία. Ο Φωτονίκης ίσως ν’ανησυχούσε περισσότερο. Και μου είπε ότι, στα ταξίδια του, είχε συναντήσει Παντοκρατορικούς που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να τον διαλύσουν. Και ο στρόβιλος, αν συνεχίσει να επεκτείνεται όπως επεκτείνεται, θα περάσει από το σπίτι μας, από τη Σερίβια. Πρότεινε, λοιπόν, να βοηθήσουμε τους Παντοκρατορικούς. Αν τους βοηθούσαμε, είπε, αν εκείνοι κατακτούσαν την Απολλώνια, τότε θα διέλυαν τον στρόβιλο. Αλλιώς, όχι, φυσικά…»

«Κι εσύ τον πίστεψες;» μούγκρισε ο Προαιρέσιος.

«Αδελφός μου ήταν! Ο μεγάλος μου αδελφός. Πάντοτε τον εμπιστευόμουν.» Φύσηξε καπνό απ’τα ρουθούνια. «Πρίγκιπά μου,» είπε στον Ανδρόνικο, «δεν ήξερα.»

«Παρ’όλ’αυτά, δε θα έπρεπε να μας είχες προδώσει, Αργυροθώρη,» του είπε ο Ανδρόνικος. «Ακόμα κι αν ο αδελφός σου δεν ήταν νεκρός και είχε αποφασίσει να γίνει προδότης, εσύ δε θα έπρεπε να μας είχες προδώσει.»

«Κατά πρώτον,» τόνισε ο Προαιρέσιος στον Αργυροθώρη, «δεν ξέραμε ότι είχες πει στον Φωτονίκη πως ήσουν ενεργό μέλος της Επανάστασης. Κι αυτό υποτίθεται πως έπρεπε να το είχες κρατήσει κρυφό

«Με τον Φωτονίκη συζητούσαμε για τα πάντα. Από μικροί. Δεν ήξερε λεπτομέρειες για τα σχέδια της Επανάστασης, αλλά ήξερε ότι ήμουν ενεργός επαναστάτης.»

«Δε μπορώ να σε κρατήσω άλλο στην Επανάσταση, Αργυροθώρη,» του είπε ο Ανδρόνικος.

«Το καταλαβαίνω, Πρίγκιπά μου.»

«Και δεν μπορώ ν’αφήσω αυτή την προδοσία να περάσει ατιμώρητη. Αν το κάνω, αργά ή γρήγορα θα παρουσιαστούν κι άλλοι προδότες.»

Ο Αργυροθώρης έσβησε το τελειωμένο τσιγάρο του στο πάτωμα, χλομός και αμίλητος, περιμένοντας την ετυμηγορία.

«Θα φυλακιστείς για πέντε χρόνια, και θα προσφέρεις υπηρεσίες στο Βασίλειο της Απολλώνιας,» είπε ο Ανδρόνικος.

Ο Αργυροθώρης ξεροκατάπιε. «Πρίγκιπά μου, αν μαθευτεί ότι σας πρόδωσα, η φήμη της οικογένειάς μου θα κηλιδωθεί για πάντα…»

Ο Προαιρέσιος τού είπε: «Θα έπρεπε να το είχες σκεφτεί αυτό προτού μας προδώσεις!»

«Η οικογένειά μου δε φταίει για ό,τι συνέβη!» αντιγύρισε ο Αργυροθώρης αγριοκοιτάζοντάς τον. «Μόνο εγώ είμαι υπεύθυνος. Εγώ.»

«Προτείνεις, λοιπόν, να δηλώσω ότι σε φυλακίζω για κάποιο άλλο έγκλημα;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Ναι, αν είναι δυνατόν.»

«Τι έγκλημα;»

Ο Αργυροθώρης φάνηκε σκεπτικός. «Κατάχρηση Βασιλικής Περιουσίας,» είπε τελικά.

Ο Ανδρόνικος φάνηκε επίσης σκεπτικός. Δε θα ήταν αδύνατο, κατέληξε. Μπορούσε να γίνει. Και ο Αργυροθώρης είχε δίκιο σε ένα πράγμα: οι υπόλοιποι Πανόπτες, όντως, δεν έφταιγαν για τη δική του ανοησία.

«Θα το φροντίσω,» του είπε. «Ωστόσο, η οικογένειά σου πρέπει να μάθει την αλήθεια. Και η Αντίκλεια πρέπει να μάθει ότι ο σύζυγός της είναι νεκρός και ότι τον είχαν αλλάξει με ένα Δημιούργημα.»

Ο Αργυροθώρης κατένευσε. «Εντάξει,» ψιθύρισε, αν και ήταν φανερό ότι θα προτιμούσε να το έκρυβε ακόμα κι από τους δικούς του.

«Κατά τη γνώμη μου, Πρίγκιπά μου,» είπε ο Προαιρέσιος, «είστε απαράδεκτα επιεικής. Εξαιτίας αυτού του προδότη σκοτώθηκαν τόσοι καλοί άνθρωποι, πιστοί στην Επανάσταση. Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό.»

Ο Ανδρόνικος στράφηκε να τον αντικρίσει. «Τι θες να πεις, Προαιρέσιε;»

Ο Προαιρέσιος σηκώθηκε απ’τη θέση του, τράβηξε το σπαθί του, και διέγραψε στον αέρα, με τη λεπίδα, το σύμβολο του Καλέσματος – προς τη μεριά του Αργυροθώρη.

Εκείνος σηκώθηκε επίσης όρθιος. Ως ευγενής της Απολλώνιας, όφειλε να δεχτεί το Κάλεσμα.

Αλλά ο Ανδρόνικος διέκοψε τη διαδικασία προτού συνεχιστεί: «Τι νόημα έχει αυτό, Προαιρέσιε; Δε θα μου αλλάξεις γνώμη έτσι, αν γι’αυτό τον Καλείς!»

«Δεν τον Καλώ γι’αυτό, Πρίγκιπά μου.» Και προς τον Αργυροθώρη: «Είναι Κάλεσμα μέχρι θανάτου. Δέχεσαι;»

«Δεν έχω ούτε σπαθί εδώ,» αποκρίθηκε εκείνος.

«Θα σου δώσω εγώ ένα σπαθί.»

«Έχω το δικό μου. Η μονομαχία θα γίνει στον κήπο της οικίας των Πανόπτων. Συμφωνείς;»

«Προαιρέσιε,» παρενέβη ο Ανδρόνικος, «σου ζητώ να ανακαλέσεις.» Δεν μπορούσε να τον προστάξει να ανακαλέσει, παρότι Βασιληάς. Στην Απολλώνια, το Κάλεσμα ήταν ιερή υπόθεση. Υπόθεση τιμής ανάμεσα στους αριστοκράτες. Ελάχιστοι, όμως, Καλούσαν τους άλλους σε μονομαχία μέχρι θανάτου. Τα περισσότερα Καλέσματα ήταν μέχρι το πρώτο αίμα, ή μέχρι κάποιος εκ των δύο να πέσει στο έδαφος, ή μέχρι αφοπλισμού, ή μέχρι ο ένας εκ των δύο να ζητήσει έλεος.

«Δεν μπορώ να ανακαλέσω, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκε ο Προαιρέσιος. «Όπως ο Αργυροθώρης δεν μπορεί να ανακαλέσει τους θανάτους που προκάλεσε.» Και προς τον Πανόπτη: «Στην οικία σου, λοιπόν. Το απόγευμα, στις πέντε.»

«Σύμφωνοι,» αποκρίθηκε ξερά εκείνος. Και στράφηκε στον Ανδρόνικο: «Ώς τότε, θα ήθελα να μιλήσω στην οικογένειά μου, Μεγαλειότατε.»

«Θα πάμε όλοι μαζί,» τόνισε ο Οδυσσέας προτού προλάβει να μιλήσει ο Ανδρόνικος.

Κανένας δεν έφερε αντίρρηση.

ΚΑ’
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΛΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Ο Οίκος του Προαιρέσιου δεν ήταν μεγάλος. Ήταν μικρότερος από τον Οίκο των Πανόπτων· είχε, όμως, βγάλει γενεές από άριστους πιλότους – ένας από τους οποίους ήταν και ο Προαιρέσιος. Η περηφάνια τους, λοιπόν, δεν ήταν μικρότερη από αυτή των Πανόπτων, ή οποιουδήποτε άλλου σεβαστού Οίκου της Απολλώνιας.

Έτσι, ο Προαιρέσιος Ευδεής δεν μπορούσε να δεχτεί τον θάνατο τόσων επαναστατών από τις ενέργειες του Αργυροθώρη. Ούτε μπορούσε να δεχτεί την απόφαση του Βασιληά Ανδρόνικου. Έπρεπε να Καλέσει τον προδότη, να τον σκοτώσει ο ίδιος, με το ίδιο του το ξίφος, που είχε περάσει από τον έναν συγγενή στον άλλο μέσα στην οικογένειά του.

Καθώς το φορτηγό (με οδηγό τον Θελλέδη) πήγαινε προς την οικία των Πανόπτων, ο Οδυσσέας ρώτησε τον Προαιρέσιο: «Είσαι σίγουρος γι’αυτό; Ο Αργυροθώρης δε νομίζω πως υστερεί ως ξιφομάχος.»

Οι δυο τους βρίσκονταν στην πίσω μεριά του οχήματος, και ο Προαιρέσιος ήταν καθισμένος σ’ένα κιβώτιο ακονίζοντας το σπαθί του. «Πιστεύεις ότι φοβάμαι να πεθάνω για έναν καλό σκοπό, Πρόμαχε;» είπε.

«Για έναν καλό σκοπό, όχι. Αλλά… είναι αυτό πραγματικά απαραίτητο;»

Ο Προαιρέσιος πήρε το βλέμμα του από τη λεπίδα του σπαθιού του και τον ατένισε με σκληρό βλέμμα. «Τόσοι επαναστάτες σκοτώθηκαν στην Τοποθεσία Δέλτα εξαιτίας αυτού του καθάρματος! Πώς είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνεις γιατί το κάνω αυτό; Θεωρείς ότι η τιμωρία του Πρίγκιπά μας είναι αρκετή; Εγώ δεν το νομίζω.»

Ο Οδυσσέας έσμιξε τα χείλη. «Μπορεί να έχεις και δίκιο… Σίγουρα, καταλαβαίνω πώς νιώθεις. Κι εγώ το ίδιο νιώθω. Τόσες ζωές χάθηκαν από μια ανόητη απόφαση του Αργυροθώρη κι από τις μηχανουργίες ενός Δημιουργήματος–»

«Μη βάζεις στη μέση αυτό το πράγμα!» τον διέκοψε ο Προαιρέσιος, λοξοκοιτάζοντας το Δημιούργημα εκεί όπου ήταν δεμένο και φιμωμένο, σ’αρκετή απόσταση από τους δυο τους. «Δεν έχει καμία σημασία ότι είχαν αντικαταστήσει τον αδελφό του. Ο Φωτονίκης θα μπορούσε να ήταν κανονικός άνθρωπος και, συγχρόνως, ένας δαιμονισμένος προδότης! Αυτό τι σημαίνει; Ότι ο Αργυροθώρης έπρεπε ν’ακολουθήσει το παράδειγμά του; Έπρεπε να συνεργαστεί μαζί του; Αυτό κάνουν οι επαναστάτες; Προδίδουν την Επανάσταση με την πρώτη ευκαιρία;» Έβαλε το ακόνι πάλι στη ζώνη του, κουνώντας το κεφάλι. «Όχι, Οδυσσέα. Θα τον σκοτώσω για ό,τι έκανε. Δεν τον θέλω ανάμεσά μας.» Υψώνοντας εμπρός του το ξίφος του, με τα δύο χέρια, κοίταξε τη λεπίδα να γυαλίζει στο πρωινό φως που κατόρθωνε να γλιστρήσει στο πίσω μέρος του φορτηγού.

Ο Οδυσσέας δεν μίλησε. Αλλά καταλάβαινε αληθινά τον Προαιρέσιο. Κι ο ίδιος ήταν σχεδόν έτοιμος να διαφωνήσει όταν είχε ακούσει την ετυμηγορία του Ανδρόνικου, καθώς του είχε φανεί υπερβολικά ανώδυνη για τον προδότη. Από την άλλη, βέβαια, ήταν δίκαιη όσον αφορούσε την οικογένεια του Αργυροθώρη – οι υπόλοιποι Πανόπτες δεν ευθύνονταν για τις ανοησίες του. Και πώς αλλιώς να τον τιμωρούσε ο Πρίγκιπας; Να τον εκτελούσε; Εκτέλεση γινόταν μόνο σε εσχάτη προδοσία· θα έπρεπε, λοιπόν, τότε να μαθευτεί τι ακριβώς είχε κάνει ο Αργυροθώρης Πανόπτης – ότι είχε συμμαχήσει με τον εχθρό, με τους Παντοκρατορικούς.

Ο Πρίγκιπάς μας θεωρεί ότι τον ξεγέλασαν. Ότι χρησιμοποίησαν τον αδελφό του για τον επηρεάσουν. Ναι, ξέρω πώς σκέφτεται ο Ανδρόνικος… Είναι ιδεαλιστής. Πάντοτε ήταν, πάντοτε θα είναι. Ο Οδυσσέας ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερός του, και τον γνώριζε από παλιά.

Ο Προαιρέσιος θηκάρωσε το σπαθί του. «Δε νομίζεις ότι έχω δίκιο;»

«Αντιθέτως,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας. «Το Κάλεσμα είναι δίκαιο. Είναι, ίσως, κάτι περισσότερο απ’ό,τι αξίζει στον Αργυροθώρη. Εκείνος δεν έδωσε στους ανθρώπους της Τοποθεσίας Δέλτα την ευκαιρία να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους.»

Ο Προαιρέσιος ένευσε.

*

Στην οικία των Πανόπτων, ο Ανδρόνικος συγκέντρωσε όλους τους συγγενείς του Αργυροθώρη για να τους μιλήσει για ό,τι είχε συμβεί. Δεν ήξερε πώς ακριβώς να αρχίσει, ούτε πώς ακριβώς να συνεχίσει, ούτε πώς ακριβώς να τελειώσει.

Πώς λες σ’έναν πατέρα που έχει πρόσφατα χάσει τη γυναίκα του ότι ο ένας του γιος είναι νεκρός και αλλαγμένος μ’ένα Δημιούργημα, και ότι ο άλλος του γιος είναι προδότης;

Πώς λες σε μια σύζυγο ότι ο άντρας της δολοφονήθηκε και έβαλαν στη θέση του ένα τέρας για να κοιμάται μαζί της;

Δεν υπήρχε απάντηση, όπως ήξερε ο Ανδρόνικος.

Απλά, τους το λες. Όσο πιο ήπια γίνεται. Πράγμα που ακούγεται σαν αστείο σε τέτοιες περιπτώσεις.

Ο Καλλίδρομος Πανόπτης παραλίγο να λιποθυμήσει· κάθισε σε μια καρέκλα απότομα, ενώ μια υπηρέτρια τού έκανε αέρα και μια άλλη τού έφερνε νερό. Η Αυγούστα κοίταζε τον αδελφό της, τον Αργυροθώρη, με μάτια γουρλωμένα. Η Αγάθη, η σύζυγός του, έκλαιγε και είχε πλησιάσει για να τον αγκαλιάσει σφιχτά. Η Αντίκλεια έκλαιγε επίσης, και ζήτησε από τον Βασιληά να της δείξει το Δημιούργημα.

«Δε μπορεί να μην το είχα καταλάβει!» ωρυόταν. «Δε μπορεί! Είναι λάθος! Θέλω να το δω! Να το δω! Δε μπορεί νάναι ο Φωτονίκης μου!»

Ο Ανδρόνικος δε νόμιζε ότι θα της έκανε καλό να δει το Δημιούργημα, αλλά αφού εκείνη το επιθυμούσε… Πρόσταξε τον Προαιρέσιο και τον Θελλέδη να το φέρουν στο εσωτερικό της οικίας· και σε λίγο το τέρας βρισκόταν ανάμεσά τους, με τα χέρια του αλυσοδεμένα πίσω απ’την πλάτη.

Ο Ανδρόνικος τού έβγαλε το φίμωτρο καθώς η Αντίκλεια στεκόταν αντίκρυ του ατενίζοντάς το με σμιγμένα χείλη και γουρλωμένα μάτια.

«Αγάπη μου,» είπε ο Φωτονίκης, «μην τους πιστεύεις! Μ’έχουν παγιδεύσει! Ο Πρίγκιπας Ανδρόνικος είναι Δημιούργημα της Παντοκράτειρας – θα σας καταστρέψει όλους! –Πάρε ένα όπλο και σκότωσέ τον! Τώρα! ΤΩΡΑ!»

Η Αντίκλεια φάνηκε, για μια στιγμή, πάρα πολύ ταραγμένη – και διχασμένη, παρατήρησε ο Ανδρόνικος, όχι και τόσο έκπληκτος, γιατί γνώριζε πόσο πειστικό μπορούσε να γίνει ένα Δημιούργημα που είχε τη μορφή ενός αγαπημένου σου προσώπου.

Η Ιωάννα, τραβώντας αμέσως ένα ξιφίδιο από τη μπότα της, έσχισε το πρόσωπό του Φωτονίκη από τη μια άκρη ώς την άλλη.

Η Αντίκλεια ούρλιαξε. Αλλά μετά είδε. Είδε την αλλόκοτη ρευστή, ασημένια ουσία κάτω απ’το δέρμα του τέρατος, και είδε αυτή την ουσία να αναπλάθει το πρόσωπό του με τρόπο αφύσικο.

«Ω Απόλλωνα…» ψέλλισε η Αντίκλεια. «Ω Απόλλωνα…»

«Προσπαθούν να σε κοροϊδέψουν, αγάπη μου,» επέμεινε ο Φωτονίκης. «Όλα αυτά δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Έχουν μάγους τους κρυμμένους εδώ!»

Η Ιωάννα έβγαλε ένα πιστόλι από τη γκαμπαρντίνα της και πυροβόλησε το Δημιούργημα τρεις φορές, μία στον λαιμό, μία στο στήθος, μία στην κοιλιά. Σταγόνες αίματος δεν πετάχτηκαν, μονάχα ρευστό ασήμι φάνηκε μέσα από τα σχισμένα ρούχα, και το δέρμα άρχισε αμέσως να αναπλάθεται.

«Αν με είχαν πραγματικά πυροβολήσει, δε θα ήμουν νεκρός, αγάπη μου;» είπε ο Φωτονίκης.

«Αρχόντισσά μου,» ρώτησε ο Ανδρόνικος την Αντίκλεια, «να το πάρουμε από δω;»

Η Αντίκλεια έτεινε το χέρι της προς την Ιωάννα. «Δώσε μου το όπλο σου!»

Η Μαύρη Δράκαινα στράφηκε στον Ανδρόνικο. Εκείνος ένευσε καταφατικά, έτσι η Ιωάννα έδωσε (αν και διστακτικά) το πιστόλι της στην Αντίκλεια.

Η Αντίκλεια σημάδεψε το Δημιούργημα και άδειασε το όπλο επάνω του, κάνοντας το σώμα του να τραντάζεται μέχρι που σωριάστηκε στο πάτωμα. Αναπλάθοντας τα τραύματά του.

«Δεν είναι δυνατόν…» ψέλλισε η Αντίκλεια κατεβάζοντας το όπλο.

«Δεν είναι άνθρωπος, Αρχόντισσά μου,» της είπε ο Ανδρόνικος, κι έκανε νόημα στον Προαιρέσιο και στον Θελλέδη να πάρουν το Δημιούργημα από την οικία. Εκείνοι υπάκουσαν δίχως καθυστέρηση.

Η Αντίκλεια στράφηκε στον Αργυροθώρη. «Παλιάνθρωπε!» φώναξε. «Ήξερες τόσο καιρό ότι αυτό το τέρας ήταν εδώ!»

Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Δεν το ήξερα, Αντίκλεια–»

«Λες ψέματα!» ούρλιαξε η Αντίκλεια.

«Νομίζεις ότι αν ήξερα πως ο αδελφός μου ήταν Δημιούργ–»

«Λες ψέματα!» Η Αντίκλεια όρμησε καταπάνω του, υψώνοντας το πιστόλι στο χέρι της για να τον χτυπήσει στο κεφάλι.

Η Ιωάννα τής έπιασε τον καρπό.

«Άφησέ με!» ούρλιαξε η Αντίκλεια.

«Αρχόντισσά μου,» της είπε ο Ανδρόνικος, «ο Αργυροθώρης δεν ήξερε. Νόμιζε, πραγματικά, ότι αυτός ήταν ο αδελφός του. Τον κορόιδεψαν όπως κι εσάς.»

«Θα σε σκοτώσω!» ούρλιαξε η Αντίκλεια προς τον Αργυροθώρη, καθώς η Ιωάννα την τραβούσε μακριά του. «Θα σε σκοτώσω!»

Η Αγάθη δεν μιλούσε. Ήταν κοντά στον άντρα της, αγκαλιάζοντάς τον κι έχοντας το πρόσωπό της πάνω στον ώμο του.

Ο Ανδρόνικος πρότεινε να καθίσουν όλοι και να ηρεμήσουν, όσο ήταν αυτό δυνατό. Και υποσχέθηκε στον Καλλίδρομο – που έπινε το νερό του σχεδόν παραλυμένος – ότι ο Οίκος των Πανόπτων δεν θα κηλιδωνόταν από ό,τι είχε συμβεί. «Θα φροντίσω να μη διαδοθεί η προδοσία, Άρχοντά μου.»

«Ο Οίκος μου καταστράφηκε, Βασιληά μου,» είπε με θλίψη ο Καλλίδρομος. «Ο μεγάλος μου γιος είναι νεκρός. Ο άλλος θα πεθάνει από το χέρι του πολεμιστή σας που τον Κάλεσε.»

«Αυτό,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, «δεν μπορώ να το γνωρίζω. Προσωπικά, πάντως, πρότεινα στον Προαιρέσιο να ανακαλέσει, αλλά εκείνος δεν δέχτηκε.»

Εν τω μεταξύ, η Ιωάννα είχε τραβήξει την Αντίκλεια σε άλλο δωμάτιο, καθώς δεν υπήρχε διαφορετικός τρόπος να την ηρεμήσει· και οι φωνές της συζύγου του Φωτονίκη έφταναν τώρα ώς εδώ.

Ο Καλλίδρομος έστρεψε το βλέμμα του στον Προαιρέσιο καθώς εκείνος επέστρεφε πάλι στην αίθουσα, αφού είχε, μαζί με τον Θελλέδη, πάει το Δημιούργημα στο φορτηγό.

«Κύριε,» είπε ο Πανόπτης, «σας ικετεύω να ανακαλέσετε. Ο Αργυροθώρης είναι ο μοναδικός μου γιος.»

Ο Αργυροθώρης μίλησε πριν από τον Προαιρέσιο: «Οι Πανόπτες δεν ικετεύουν κανέναν, πατέρα. Και έχω ήδη αποδεχτεί το Κάλεσμα του Προαιρέσιου. Δε θα κάνω πίσω τώρα.»

Ο Προαιρέσιος είπε στον Καλλίδρομο: «Δεν μπορώ να ανακαλέσω, Άρχοντά μου. Εξαιτίας του γιου σας σκοτώθηκαν άνθρωποι που δεν θα έπρεπε να είχαν σκοτωθεί – τουλάχιστον όχι έτσι. Όχι από προδοσία

Η όψη του Καλλίδρομου σκοτείνιασε, κι ο Πανόπτης δε μίλησε άλλο.

*

Ο Προαιρέσιος ήταν στον κήπο της οικίας των Πανόπτων, διαγράφοντας τροχιές στον αέρα με την αστραφτερή λεπίδα του ξίφους του, ετοιμάζοντας τον εαυτό του για τη μονομαχία που θα γινόταν στις πέντε το απόγευμα.

Ο Ανδρόνικος τον πλησίασε ξεπροβάλλοντας μέσα από την αραιή βλάστηση.

«Πρίγκιπά μου,» είπε ο Προαιρέσιος σε χαιρετισμό αλλά χωρίς να διακόψει την εξάσκησή του.

«Νομίζεις ότι θα είχε νόημα να σου ζητήσει ο Βασιληάς σου ακόμα μία φορά να ανακαλέσεις, Προαιρέσιε;» τον ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Δεν το νομίζω, Μεγαλειότατε.» Το ξίφος του έκοψε μερικά κλαδιά από έναν χαμηλό θάμνο· μετά υψώθηκε πάλι, γυαλίζοντας.

Ο Ανδρόνικος αναστέναξε ακουμπώντας το χέρι του στον κορμό ενός δέντρου και στηριζόμενος εκεί. «Ο θάνατός του δε θα φέρει πίσω αυτούς που πέθαναν…»

«Δεν θεωρώ ότι θα τους φέρει, Πρίγκιπά μου.»

«Ποιος ο σκοπός σου, τότε;»

«Δικαιοσύνη. Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει ανάμεσά μας. Δεν μπορώ να το δεχτώ! Συμμάχησε με τους Παντοκρατορικούς.» Το ξίφος του Προαιρέσιου έμοιαζε να είναι καμωμένο από φως μέσα στη μεσημεριανή αντηλιά.

Ο Ανδρόνικος είδε ότι δεν υπήρχε ελπίδα να τον μεταπείσει, έτσι είπε: «Να προσέχεις. Δε θα ήθελα να χάσω ακόμα έναν πιστό μου άνθρωπο εξαιτίας ενός προδότη. Ο Αργυροθώρης δεν θα καθίσει σαν πρόβατο στη σφαγή.»

«Δεν περίμενα ότι θα καθίσει, Πρίγκιπά μου. Η σύγκρουση μαζί του θα είναι χαρά για εμένα.»

*

Όταν η Αντίκλεια έπαψε να φωνάζει και να χτυπιέται, η Ιωάννα την άφησε να φύγει μέσα στην οικία, αλλά την παρακολούθησε γιατί φοβόταν ότι ίσως να έκανε κάτι που όλοι θα μετάνιωναν.

Στην αρχή, την είδε να πηγαίνει στον κήπο για να μιλήσει στη μικρή της κόρη, η οποία ήταν εκεί μαζί με την υπηρέτρια που τη φρόντιζε. Η Αντίκλεια έμοιαζε πολύ πιο συγκροτημένη καθώς γονάτιζε πλάι στο κοριτσάκι και του μιλούσε. Η Ιωάννα δεν μπορούσε να κρυφακούσει από εκεί όπου στεκόταν αλλά νόμιζε ότι, μάλλον, δεν θα έλεγε στο παιδί της ότι ο πατέρας του είχε αντικατασταθεί από ένα Δημιούργημα. Κάποιο ψέμα θα του έλεγε· κάποιο αγαθό ψέμα για να μη σκοτώσει την καρδιά του. Ότι ο μπαμπάς είχε πάει ένα μακρινό ταξίδι, ίσως· ή κάτι παρόμοιο.

Μετά, η Αντίκλεια πήρε την υπηρέτρια παράμερα και, μέσα στις σκιές του κήπου, μίλησε μαζί της. Η Ιωάννα την είδε, τότε, πάλι να κλαίει, και είδε την υπηρέτρια να την αγκαλιάζει.

Το κοριτσάκι απομακρύνθηκε από τα παιχνίδια του και τις πλησίασε. «Τι κάνετε εδώ, μαμά;» την άκουσε η Ιωάννα να λέει.

Η Αντίκλεια σκούπισε γρήγορα τα μάτια της και προσπάθησε να χαμογελάσει, καθώς γονάτιζε ξανά πλάι στην κόρη της.

Εγώ ποτέ δε θ’αποκτήσω παιδιά… σκέφτηκε απρόσμενα η Ιωάννα, εκπλήσσοντας τον εαυτό της. Ποτέ άλλοτε δεν το είχε αναλογιστεί. Σίγουρα όχι όταν κατατάχθηκε στις Μαύρες Δράκαινες, γνωρίζοντας ότι όφειλε να υποβληθεί σε στείρωση. Αλλά και αργότερα δεν την είχε απασχολήσει.

Μέχρι τώρα.

Αν μπορούσαμε να κάνουμε παιδιά με τον Ανδρόνικο, ίσως να ήμουν εγώ η Βασίλισσά του–

Ανόητη! μάλωσε τον εαυτό της. Ο Ανδρόνικος θα έπρεπε, ούτως ή άλλως, να παντρευτεί κάποια Απολλώνια γυναίκα ευγενικής καταγωγής. Και η Ιωάννα δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Η Αντίκλεια πήγε, τελικά, στα δωμάτια που μέχρι πρότινος μοιραζόταν με τον Φωτονίκη, για να βάλει την κόρη της να κοιμηθεί για μεσημέρι. Δε βγήκε για να φάει, ούτε ζήτησε να της φέρουν φαγητό. Τουλάχιστον, η Ιωάννα δεν είδε κανέναν υπηρέτη να έρχεται κρατώντας δίσκο.

Περίμενε, κόβοντας βόλτες στους διαδρόμους της οικίας, γιατί πίστευε ότι όφειλε να παρακολουθεί τις κινήσεις της Αντίκλειας. Η σύζυγος του Φωτονίκη ήταν πολύ ταραγμένη, κι όταν είπε Θα σε σκοτώσω! στον Αργυροθώρη, η Ιωάννα δε νόμιζε ότι αστειευόταν. Είχε ξανακούσει ανθρώπους να μιλούν με παρόμοιο τρόπο, και σε πολλές περιπτώσεις είχαν γίνει απόπειρες δολοφονίας.

Όταν ο Οδυσσέας ήρθε να τη συναντήσει, του είπε τι σκεφτόταν, και ο Πρόμαχος συμφώνησε, λέγοντάς της πως καλά έκανε και παρακολουθούσε την Αντίκλεια. Η Ιωάννα τού ζήτησε να το πει και στον Ανδρόνικο, κι εκείνος πάλι συμφώνησε προτού φύγει και την αφήσει μόνη.

Η Αντίκλεια, μετά από κάποια ώρα, βγήκε απ’τα δωμάτιά της έχοντας μια τσάντα περασμένη στον ώμο της και το ένα της χέρι μέσα στην τσάντα.

Δε μ’αρέσει τούτο, σκέφτηκε η Ιωάννα, κρυμμένη πίσω από το τέρμα του διαδρόμου.

Η Αντίκλεια βάδισε προς τα δωμάτια του Αργυροθώρη και, αφού έριξε μια ματιά γύρω της, τράβηξε ένα πιστόλι από την τσάντα.

Όπως το περίμενα.

Η Αντίκλεια ζύγωσε την πόρτα.

Η Ιωάννα ξεπρόβαλε βαδίζοντας προς το μέρος της. «Τι κάνεις εκεί;»

Η Αντίκλεια αναπήδησε, τρομάζοντας. «Φύγε,» της είπε. «Δεν είναι δική σου δουλειά.»

Η Ιωάννα την πλησίασε προσεχτικά.

Η Αντίκλεια τη σημάδεψε με το όπλο της. «Φύγε!»

«Θα τον δολοφονήσεις; Γιατί;»

«Σκότωσε τον Φωτονίκη μου–»

«Δεν τον σκότωσε ο Αργυροθώρης· οι Παντοκρατορικοί τον σκότωσαν. Τον Αργυροθώρη τον ξεγέλασε το Δημιούργημα, όπως ξεγέλασε κι εσένα. Μην είσαι ανόητη, Αντίκλεια. Δεν είναι εκεί που πρέπει να στρέψεις την οργή σου.»

Η Αντίκλεια φάνηκε να διστάζει να μιλήσει. Έσμιξε τα χείλη, ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Κατέβασε το πιστόλι της. «Είναι νεκρός…» είπε αδύναμα.

Η Ιωάννα την πλησίασε, βάζοντάς το χέρι της γύρω από τους ώμους της Αντίκλειας. «Τον αγαπούσες. Το καταλαβαίνω. Αλλά, σκοτώνοντας τον Αργυροθώρη, δε θα καταφέρεις τίποτα. Δε θα φέρεις πίσω τον Φωτονίκη. Κι εξάλλου, δε φταίει ο Αργυροθώρης για τον θάνατό του.»

Άρχισαν να βαδίζουν προς τα δωμάτια της Αντίκλειας, κι εκείνη είπε: «Ο άνθρωπός σας τον Κάλεσε. Δε θέλεις να τον σκοτώσω εγώ και να μην κινδυνέψει ο Προαιρέσιος; Αν μπορούσα να τον Καλέσω κανονικά, θα τον Καλούσα!»

Η Ιωάννα γνώριζε ότι, στην Απολλώνια, μια γυναίκα δεν μπορούσε να Καλέσει έναν άντρα, κι ένας άντρας δεν μπορούσε να Καλέσει μια γυναίκα. Τα μόνα Καλέσματα ήταν από άντρα προς άντρα ή από γυναίκα προς γυναίκα. Αρχαίο έθιμο, που η Ιωάννα προσωπικά θεωρούσε κάπως ανόητο.

«Ο Προαιρέσιος ήξερε τι έκανε όταν τον Κάλεσε, Αντίκλεια. Κι ακόμα κι αν εσύ μπορούσες να τον Καλέσεις, πάλι το Κάλεσμα του Προαιρέσιου θα προηγείτο, έτσι δεν είναι;»

Η Αντίκλεια ένευσε σιωπηλά.

«Πάμε να καθίσουμε,» της είπε η Ιωάννα. «Και μπορείς να μου μιλήσεις για ό,τι θέλεις.»

«Πώς σε λένε;»

«Ιωάννα.»

«Νομίζω πως σε είδα με τους Βασιλικούς Φρουρούς, τις προάλλες.»

«Κάποιο λάθος πρέπει να έκανες.» Έχει καλή μνήμη. Και κοφτερά μάτια.

«Δεν είσαι Βασιλική Φρουρός;» ρώτησε η Αντίκλεια σκουπίζοντας τα δάκρυά της με το μανίκι της.

«Με την Επανάσταση είμαι,» εξήγησε η Ιωάννα καθώς έμπαιναν στα δωμάτια της Αντίκλειας.

*

Καθώς βρίσκονταν στα δωμάτιά τους, η Αγάθη εκμυστηρεύτηκε, διστακτικά, στον Αργυροθώρη ότι έπρεπε να του πει κάτι που δεν του είχε πει ακόμα επειδή του το φύλαγε για έκπληξη, αλλά τώρα (και έκλαιγε με λυγμούς) δεν μπορούσε να μην του το αποκαλύψει. Τώρα ίσως ποτέ (ακόμα δυνατότεροι λυγμοί) να μην το μάθαινε, αν δεν του το έλεγε…

«Τι είναι, γλυκιά μου; Τι είναι;» ρώτησε ο Αργυροθώρης, καθώς ήταν καθισμένοι στον σοφά και την κρατούσε στην αγκαλιά του.

«…Είμαι έγκυος.»

Ο Αργυροθώρης δεν μίλησε, και έμεινε ακίνητος σαν, ξαφνικά, το σώμα του να είχε μετατραπεί σε ξύλο.

Η Αγάθη σήκωσε το κεφάλι της από τον ώμο του για να κοιτάξει το πρόσωπό του. Και είδε μια ατσάλινη γυαλάδα στα μάτια του.

«Αυτός ο άνθρωπος θα πεθάνει,» της είπε, και, πιάνοντας το σαγόνι της με το ένα χέρι, φίλησε τα χείλη της. «Θέλω να δω το παιδί μου.»

Αισθάνθηκε την Αγάθη να τρέμει μέσα στην αγκαλιά του.

*

Ήταν χειμώνας στην Απολλώνια, και από τις πέντε άρχιζε να σκοτεινιάζει. Οι σκιές ήταν πυκνές στον κήπο της οικίας των Πανόπτων, αλλά ψηλοί δαυλοί τις διέλυαν. Δαυλοί που σχημάτιζαν έναν δακτύλιο. Γύρω απ’τον δακτύλιο στέκονταν οι Πανόπτες και οι υπηρέτες τους, καθώς και ο Ανδρόνικος, ο Οδυσσέας, η Ιωάννα, κι οι υπόλοιποι επαναστάτες. Ακόμα και ο Ανδροκλής’μορ και η Σαρφάλλη είχαν έρθει, αφού πλέον δεν είχε νόημα να παραφυλάνε έξω απ’την οικία.

Ο Αργυροθώρης και ο Προαιρέσιος μπήκαν στον δακτύλιο των δαυλών, με τα ξίφη τους γυμνά στα χέρια. Φορούσαν κι οι δύο στενά, ελαφριά ρούχα που δεν θα δυσκόλευαν τις κινήσεις τους.

«Με το κέλευσμα του Βασιληά μας, η μονομαχία θα ξεκινήσει!» φώναξε ο Προαιρέσιος, καθώς οι δύο αντίπαλοι στέκονταν ο ένας αντίκρυ του άλλου, σε στάση ετοιμότητας, με τις λεπίδες τους προτεταμένες.

Ο Ανδρόνικος ήξερε ότι ο ρόλος του ήταν, προφανώς, τυπικός. Δεν ήθελε να γίνει η μονομαχία, αλλά θα γινόταν, είτε εκείνος έδινε το κέλευσμα είτε όχι.

«Υπό το βλέμμα του Απόλλωνα… ξεκινήστε!» φώναξε.

Και οι αντίπαλοι άρχισαν να κάνουν κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο, προσπαθώντας να βρουν άνοιγμα.

Ο Προαιρέσιος επιτέθηκε πρώτος. Η λεπίδα του συνάντησε τη λεπίδα του αντίμαχού του. Ο Αργυροθώρης τον κλότσησε, κάνοντάς τον να τιναχτεί πίσω, και τον σπάθισε. Οι λεπίδες τους ξανασυναντήθηκαν, και μετά έγιναν μια θολούρα καθώς η μια επίθεση διαδεχόταν την άλλη. Οι κινήσεις τους ήταν γρήγορες, και ήταν κι οι δυο τους ευέλικτοι.

Η Ιωάννα, όμως, καθώς τους παρακολουθούσε, έκρινε ότι κανένας τους δεν ήταν τόσο καλός όσο ο Ανδρόνικος. Ο Ανδρόνικος ήταν, πραγματικά, ένας από τους καλύτερους ξιφομάχους που είχε αντικρίσει. Ξεπερνούσε ακόμα και μια Μαύρη Δράκαινα στη χρήση του ξίφους, νόμιζε.

Το βλέμμα της πήγε στην Αντίκλεια, η οποία είχε φέρει και την κόρη της για να παρακολουθήσει. Γιατί το έκανε αυτό; Ήταν ανάγκη το κοριτσάκι να δει, από τόσο μικρή ηλικία, έναν άνθρωπο να σκοτώνει έναν άλλο; Αλλά, μετά, η Ιωάννα είδε την έκφραση στο πρόσωπο της Αντίκλειας. Είδε το μίσος εκεί. Η σύζυγος του Φωτονίκη εξακολουθούσε να θέλει τον Αργυροθώρη νεκρό, σαν εκείνος να έφταιγε για τον θάνατο του άντρα της. Παρά τα όσα συζητήσαμε, παρότι φάνηκε να καταλαβαίνει την αλήθεια, υπάρχει κάτι εντός της που ζητά εκδίκηση – ακόμα κι όταν αυτή η εκδίκηση είναι στραμμένη προς λάθος στόχο.

Ο Προαιρέσιος πήδησε πάνω απ’τη χαμηλή τροχιά που διέγραφε το ξίφος του Αργυροθώρη, και στη συνέχεια γρονθοκόπησε τον Πανόπτη καταπρόσωπο, σωριάζοντάς τον στο έδαφος του κήπου. Εκείνος τινάχτηκε ξανά όρθιος αποκρούοντας το ξίφος του Προαιρέσιου. Απομακρύνθηκαν λίγο ο ένας απ’τον άλλο, κάνοντας κύκλους, ψάχνοντας για άνοιγμα.

Η Ιωάννα κοίταξε την Αγάθη, η οποία ατένιζε τη μονομαχία φανερά τσιτωμένη, με τις γροθιές της σφιγμένες. Τα μάτια της έλεγαν ότι προσευχόταν στον Απόλλωνα να δώσει δύναμη στον άντρα της. Να του δώσει τη νίκη σ’ετούτη τη μάχη.

Οι ανταλλαγές χτυπημάτων ανάμεσα στον Προαιρέσιο και στον Αργυροθώρη εντάθηκαν πάλι. Καρφωτό χτύπημα – ελιγμός στο πλάι – τροχιά από επάνω δεξιά προς κάτω αριστερά – απόκρουση – κάθετη μπροστινή επίθεση – απόκρουση – πλαγιαστή κυρτή επίθεση – απόκρουση… Ήταν κι οι δυο τους καλοί.

Η Ιωάννα παρατήρησε, όμως, ότι ο Αργυροθώρης φαινόταν τώρα να διακατέχεται από μια εσωτερική φωτιά που δεν υπήρχε εκεί πριν. Τότε ήταν καταρρακωμένος από την αλλαγή του αδελφού του και από όλα όσα είχαν συμβεί· έμοιαζε σχεδόν να μην τον ενδιαφέρει αν θα ζούσε ή αν θα πέθαινε. Τώρα, όμως, ενδιαφερόταν. Ήθελε να ζήσει. Τι είχε αλλάξει; αναρωτήθηκε η Ιωάννα. Ήταν απλώς η αντίδραση του ψυχισμού του στον άμεσο κίνδυνο, ή κάτι άλλο – κάτι περισσότερο;

Ο Προαιρέσιος έπεσε ύστερα από μια τρικλοποδιά του αντιπάλου του. Το ξίφος του Αργυροθώρη κατέβηκε προς τον λαιμό του, αλλά εκείνος κινήθηκε και η λεπίδα αστόχησε. Έσχισε τον ώμο του.

Ο Προαιρέσιος, κυλώντας στο πλάι, σηκώθηκε πάλι. Τα ξίφη τους συγκρούστηκαν.

«Έχεις θάρρος…» σύριξε, «για δειλός προδότης

Ο Αργυροθώρης δεν αποκρίθηκε. Τα σπαθιά τους συνέχισαν να συγκρούονται, γυαλίζοντας στις τελευταίες αχτίνες του ήλιου και στο φως του κύκλου των δαυλών.

Οι αναπνοές τους ακούγονταν δυνατές τώρα. Και ο Προαιρέσιος έμοιαζε να έχει γίνει λίγο πιο αργός, εξαιτίας του τραύματος στον ώμο του.

Η Ιωάννα δεν μπορούσε να προβλέψει ποιος θα νικούσε, αν και η ζυγαριά φαινόταν να γέρνει επικίνδυνα προς τη μεριά του Αργυροθώρη. Προαιρέσιε, γιατί είσαι τόσο ανόητος; Αυτός μάς πρόδωσε· πρέπει να διαγράψουμε κι εσένα από την Επανάσταση;

Ο Αργυροθώρης έσκυψε· το ξίφος του Προαιρέσιου πέρασε πάνω απ’το κεφάλι του, και ο Προαιρέσιος παραπάτησε εξαιτίας του τραύματος στον ώμο του, καθώς η φόρα του όπλου τον τράβηξε παραδίπλα. Ο Αργυροθώρης βρήκε άνοιγμα και τον γρονθοκόπησε, γρήγορα, στα πλευρά. Ο Προαιρέσιος διπλώθηκε, κι απέκρουσε τη λεπίδα του αντιπάλου του οπισθοχωρώντας. Μετά, ορθώθηκε ξανά, τρίζοντας τα δόντια, και οι επιθέσεις του εντάθηκαν: έγιναν απανωτές και πιο δυνατές. Ο Αργυροθώρης συνεχώς απέκρουε αλλά, τελικά, έπεσε από ένα γερό σπρώξιμο του Προαιρέσιου. Βρέθηκε με την πλάτη στο έδαφος.

Η Αγάθη ούρλιαξε καθώς η λεπίδα του Προαιρέσιου κατέβαινε προς το στήθος του συζύγου της. Αλλά ο Αργυροθώρης δεν ήταν ακόμα έτοιμος να πεθάνει: απέκρουσε με το ξίφος του. Και κλότσησε τον Προαιρέσιο στο γόνατο, κάνοντάς τον να κραυγάσει, να παραπατήσει, και να πέσει.

Ο Αργυροθώρης σηκώθηκε όρθιος ενώ ο Προαιρέσιος ήταν ακόμα σε γονατιστή θέση, πασχίζοντας κι εκείνος να σηκωθεί.

Τα σπαθιά τους διασταυρώθηκαν.

«Προδότη! Δεν – θα – μείνεις – ζωντανός!» γρύλισε ο Προαιρέσιος, και τράβηξε ένα λεπτό στιλέτο μέσα απ’το γιλέκο του, επιχειρώντας να καρφώσει τον αντίπαλό του στην κοιλιά ενώ τα ξίφη τους εξακολουθούσαν να είναι διασταυρωμένα.

Τα μάτια του Ανδρόνικου στένεψαν, και σκέφτηκε: Όχι έτσι!

Ο Αργυροθώρης άρπαξε τον καρπό του χεριού που κρατούσε το στιλέτο, σταματώντας την επικίνδυνη πορεία του.

Ο Ανδρόνικος έβλεπε ξεκάθαρα ότι η κίνηση του Προαιρέσιου δεν ήταν καθόλου έντιμη, και δεν του άρεσε αυτό. Γνώριζε, όμως, ότι τέτοια – τέτοια και πολύ χειρότερα – συνέβαιναν σε Καλέσματα μέχρι θανάτου. Γι’αυτό κιόλας τα απεχθανόταν.

Η Ιωάννα, αντιθέτως, δεν είδε την κίνηση του Προαιρέσιου ως μη έντιμη· απλά ως φυσιολογική για να νικήσει τον αντίπαλό του. Οι Μαύρες Δράκαινες ήξεραν πώς να επιβιώνουν, και πώς να σκοτώνουν.

Ο Προαιρέσιος ακούστηκε να γρυλίζει οργισμένα. Και μετά, το γόνατο του Αργυροθώρη τον χτύπησε καταπρόσωπο, καθώς ο Ευδεής ήταν γονατισμένος και χαμηλότερα απ’τον αντίμαχό του. Ο Προαιρέσιος σωριάστηκε ανάσκελα. Ο Αργυροθώρης πάτησε στο στήθος του, επώδυνα σίγουρα, και έβαλε την αιχμή του ξίφους του στον λαιμό του Ευδεή.

Διστάζοντας να τον καρφώσει.

«Σκότωσέ τον!» φώναξε η Αγάθη. «Σκότωσέ τον!»

Ενώ η Αντίκλεια έλεγε, πιο σιγανά: «Όχι…!» (αναμφίβολα, καθόλου ευχαριστημένη που ο Αργυροθώρης φαινόταν να έχει νικήσει, παρατήρησε η Ιωάννα).

«Βασιληά μου,» φώναξε ο Αργυροθώρης, εξακολουθώντας να έχει το βλέμμα του καρφωμένο στον Προαιρέσιο και την αιχμή του ξίφους του κοντά στον λαιμό του. «Αρνούμαι να τον σκοτώσω. Και δηλώνω πως αυτή είναι η απόφασή μου. Και ρωτάω: Είδατε τη νίκη μου εκ μέρους του Οίκου μου;»

«Την είδα, Αργυροθώρη Πανόπτη,» αποκρίθηκε, επίσημα, ο Ανδρόνικος.

«Είσαι δειλός!» σύριξε ο Προαιρέσιος προς τον Αργυροθώρη, μέσα από σπασμένα, αιματοβαμμένα χείλη.

Ο Αργυροθώρης τον χτύπησε κατακέφαλα με το πλατύ μέρος της λεπίδας του, αναισθητοποιώντας τον. Ύστερα, θηκάρωσε το σπαθί του και βάδισε προς την Αγάθη. Εκείνη έπεσε πάνω του, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά και κλαίγοντας.

Ο Ανδρόνικος όφειλε να παραδεχτεί ότι αισθανόταν ανακουφισμένος. Κανένας δεν είχε σκοτωθεί.

Και το ίδιο αισθανόταν και η Ιωάννα. Αν και δεν την ενδιέφερε τι θα γινόταν ο Αργυροθώρης, δεν θα ήθελε να χάσει έναν σύμμαχο σαν τον Προαιρέσιο.

«Τελείωσε,» είπε ο Ανδρόνικος προς όλους, βλέποντας μια ανακούφιση στα πρόσωπά τους που του θύμιζε τη δική του.

Ο Οδυσσέας και ο Θελλέδης πλησίασαν τον Προαιρέσιο και τον σήκωσαν από κάτω, κρατώντας τον ο ένας από τις μασκάλες κι ο άλλος από τα πόδια. Τα τραύματά του δεν ήταν σοβαρά, και ήξεραν ότι σύντομα θα ανάρρωνε.

ΚΒ’
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗΑ

Η υπόθεση του μυστηρίου της επίθεσης στην Τοποθεσία Δέλτα είχε λυθεί, και ο Ανδρόνικος πίστευε ότι δεν διέτρεχαν άλλο κίνδυνο από κρυμμένους πράκτορες της Παντοκράτειρας στο εσωτερικό της Απολλώνιας. Ο Αργυροθώρης θα τιμωρείτο όπως είχε ο Βασιληάς αποφασίσει, και η Ζιρινίδα οδηγήθηκε στη Νούμβρια από τον Απολλώνιο Στρατό για να παραδοθεί στις Παντοκρατορικές δυνάμεις που κρατούσαν την πόλη.

Ο Ανδρόνικος όφειλε να συνεχίσει τις συναντήσεις του με τις προτεινόμενες νύφες των ευγενών του Βασιλείου, έτσι έφυγε από τη Σερίβια και επέστρεψε στην Απαστράπτουσα. Η Ιωάννα πήγε μαζί του.

Η Βασίλισσα Γλυκάνθη δε χάρηκε και πολύ όταν την είδε, και ρώτησε τον Ανδρόνικο γιατί είχε αργήσει τόσο στη Σερίβια.

«Σου έστειλα μήνυμα, μητέρα, δεν το έλαβες;» αποκρίθηκε εκείνος, καθώς στεκόταν μέσα στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου και μια υπηρέτρια έπαιρνε την κάπα του και την γκαμπαρντίνα της Ιωάννας.

«Το έλαβα,» είπε η Γλυκάνθη. «Αλλά δεν ήσουν και πολύ συγκεκριμένος.»

«Ήταν υπόθεση της Επανάστασης. Κι ευτυχώς, όλα πήγαν καλά. Εντοπίσαμε ένα Δημιούργημα ανάμεσά μας, μητέρα.»

«Δημιούργημα;» Η Γλυκάνθη φάνηκε, επιτέλους, να καταλαβαίνει ότι το ζήτημα δεν ήταν καθόλου αστείο.

«Ναι, καθώς και μία πράκτορα της Παντοκράτειρας η οποία το έλεγχε. Την πράκτορα την απελάσαμε, το Δημιούργημα το καταστρέψαμε με φωτιά.

»Και τώρα,» μόρφασε, «μπορώ να συνεχίσω την περιοδεία μου…» Υπήρχε μια κάποια χροιά ειρωνείας στη φωνή του.

Η Γλυκάνθη έριξε μια ματιά στην Ιωάννα, σα να μην ενέκρινε την παρουσία της εδώ, αλλά δεν της είπε τίποτα. Στον γιο της είπε: «Ο κατάλογος με τα ονόματα είναι στα διαμερίσματά σου. Έχω προσθέσει και μερικά ακόμα.»

«Εντάξει, μητέρα. Αύριο θα σε ενημερώσω πού θα γίνει η επόμενή μου επίσκεψη.»

Ο Ανδρόνικος και η Ιωάννα βάδισαν προς μια έξοδο της αίθουσας.

Η Γλυκάνθη τούς κοίταζε μέχρι που εξαφανίστηκαν. Δεν το θεωρούσε σωστό που αυτή η γυναίκα ήταν μαζί με τον γιο της, τώρα που εκείνος προσπαθούσε να βρει νύφη. Μπορεί να διαδίδονταν άσχημες φήμες. Δεν ήταν δύσκολο· τόσοι υπηρέτες και φρουροί υπήρχαν στο παλάτι…

Και αρκετά ήδη λέγονται για τον Ανδρόνικο κι αυτή τη… Μαύρη Δράκαινα. Γιατί τα παιδιά μου δεν έχουν λίγο μυαλό στο κεφάλι τους;

*

Ο Ανδρόνικος κοίταξε τον κατάλογο.

Ήταν αδύνατον να κάνει όλες αυτές τις επισκέψεις, συμπέρανε. Προφανώς έπρεπε να επιλέξει όπως, άλλωστε, έκανε εξαρχής. Κοίταξε τα ονόματα και αποφάσισε προσεχτικά. Θα συναντούσε τέσσερις ακόμα προτεινόμενες νύφες και μετά θα επέλεγε τη Βασίλισσά του.

Το είπε στην Ιωάννα, η οποία καθόταν σ’έναν καναπέ καπνίζοντας και πίνοντας κρασί. Δεν φάνηκε και τόσο χαρούμενη.

«Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς,» της είπε ο Ανδρόνικος καθίζοντας κοντά της.

«Το ξέρω,» αποκρίθηκε εκείνη. «Δε γκρινιάζω. Το ήξερα ανέκαθεν. Το ξέρεις πως το ήξερα.» Αναστέναξε. Ρούφηξε καπνό απ’το τσιγάρο της, τον φύσηξε προς το ταβάνι.

«Μην πάρεις τους δρόμους πάλι,» της είπε ο Ανδρόνικος.

«Τι να κάνω; Να μείνω εδώ;»

«Ναι.»

«Νομίζεις ότι είναι σωστό; Να μένω στα διαμερίσματά σου ενώ ψάχνεις να βρεις νύφη;»

«Μείνε στον ξενώνα του παλατιού, τότε. Αλλά μη φύγεις. Εκτός αν προκύψει κάτι και η Επανάσταση σε χρειάζεται.»

Η Ιωάννα έσβησε το τσιγάρο της σ’ένα τασάκι παραδίπλα. «Εντάξει,» είπε, «δε θα φύγω.» Τεντώθηκε και φίλησε τα χείλη του.

«Και, βασικά, έχω μια καλύτερη ιδέα απ’το να μείνω στο παλάτι,» πρόσθεσε μετά.

«Τι ιδέα;»

«Θα έρχομαι μαζί σου εκεί όπου θα πηγαίνεις. Μεταμφιεσμένη, φυσικά. Θέλω να είμαι βέβαιη ότι δεν θα ξαναδεχτείς επίθεση από τα τσιράκια του Ταχύβιου.»

Ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Ωστόσο δεν ήξερε πώς θα αισθανόταν η Ιωάννα κάνοντας αυτό που είχε προτείνει. Εκείνος ήξερε ότι θα αισθανόταν άσχημα γνωρίζοντας ότι την είχε κοντά του όσο επισκεπτόταν κάποια άλλη γυναίκα.

«Είσαι σίγουρη πως δε σε πειράζει;» τη ρώτησε. «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να προστατευτώ από τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ.»

«Απόλυτα σίγουρη,» αποκρίθηκε η Ιωάννα.

«Εντάξει. Αλλά να είσαι αόρατη.»

Εκείνη συνοφρυώθηκε.

«Εμένα,» εξήγησε ο Ανδρόνικος, «με πειράζει η παρουσία σου.»

«Σε πειράζει η παρουσία μου;»

«Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εννοώ. Όταν, δηλαδή, πηγαίνω να συναντήσω κάποια από τις προτεινόμενες νύφες.»

Η Ιωάννα αναστέναξε κοιτάζοντας το πρόσωπό του. Ήπιε μια γουλιά κρασί και είπε: «Θεώρησε ότι δεν είμαι καν εκεί. –Ή, μάλλον, θα κάνουμε κάτι ακόμα καλύτερο. Δε θα σου πω πώς θα σε ακολουθήσω.»

«Τι εννοείς;»

«Θα συνεννοηθώ μόνο με τους Βασιλικούς Φρουρούς σου. Εσύ δε θα ξέρεις πού είμαι. Συμφωνείς;»

Ο Ανδρόνικος δίστασε για μια στιγμή ν’απαντήσει· αλλά μετά είπε: «Εντάξει.»

Η Ιωάννα μειδίασε, και τον φίλησε.

*

Πρώτη από τις τέσσερις τελευταίες επισκέψεις.

Στη Ναλκιράνη, στον Οίκο των Θαλασσόζωων, που ήταν οι μεγαλύτεροι πλοιοκτήτες της πόλης. Ο Ανδρόνικος γνώρισε τη μικρή τους κόρη, η οποία ήταν ένα χρόνο μικρότερη από την Ιωάννα και ονομαζόταν Αγαρίστη. Η Μητριάρχης του Οίκου λεγόταν Κλεισιθήρα και ήταν μια γηραιά γυναίκα που έμοιαζε να έχει βγει από εικονογραφημένο βιβλίο με παράξενες γερόντισσες. Ο άντρας της είχε πεθάνει εδώ και εφτά χρόνια.

Οι Θαλασσόζωοι υποδέχτηκαν τον Βασιληά της Απολλώνιας στην έπαυλή τους που βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, χτισμένη πάνω από τους βράχους όπου έσκαγαν τα κύματα. Και δεν ήταν λίγοι: ολόκληρη η οικογένεια είχε συγκεντρωθεί για να γευματίσει με τον Ανδρόνικο.

Η Ιωάννα ήταν άφαντη. Ούτε στην αρχή του ταξιδιού του την είχε δει ο Ανδρόνικος, ούτε μετά. Κάπου κρυβόταν, αλλά δεν ήξερε πού· μόνο οι Βασιλικοί Φρουροί του το ήξεραν αυτό. Και το γεγονός τον έκανε, πράγματι, να αισθάνεται καλύτερα. Η Ιωάννα θα μπορούσε να μην ήταν εδώ.

Μετά το γεύμα (που ο Βασιληάς είπε στην Αρχόντισσα Κλεισιθήρα ότι ήταν από τα καλύτερα στη ζωή του), οι Θαλασσόζωοι άφησαν τον Ανδρόνικο κάποιες ώρες μαζί με την Αγαρίστη. Η νεαρή γυναίκα είχε κατάλευκο δέρμα και μακριά μαύρα, σγουρά μαλλιά. Φορούσε ένα πράσινο, φαρδύ φόρεμα γεμάτο πτυχώσεις, και ήταν μετρίου αναστήματος. Του είπε ότι ασχολιόταν με τη φωτογραφία, τις καταδύσεις (οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ήταν από τον βυθό), και τη συλλογή σπάνιων οστρακοειδών – του έδειξε αρκετά από αυτά: κάτι πράγματα που θα νόμιζε κανείς ότι ήταν βγαλμένα από όνειρα ή εφιάλτες. Ο Ανδρόνικος δεν ήξερε ότι υπήρχαν τέτοιοι οργανισμοί στα βάθη της Άπατης Θάλασσας.

Καθώς η νύχτα σκέπαζε τη Ναλκιράνη, τα περίχωρά της, και την έπαυλη των Θαλασσόζωων, η Αγαρίστη άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο τολμηρή με τον Ανδρόνικο, ώσπου κατέληξαν να κοιμηθούν μαζί, στο δωμάτιό της που κρεμόταν πάνω από τη θάλασσα. Από κάτω τους μπορούσαν όλη τη νύχτα ν’ακούν τα κύματα να σκάνε στους βράχους.

Το πρωί, τον ρώτησε αν θα την παντρευόταν. Ο Ανδρόνικος τής απάντησε ότι δεν ήταν βέβαιος, πράγμα που φάνηκε να τη δυσαρέστησε πολύ, σαν να νόμιζε ότι το γεγονός πως είχε πλαγιάσει μαζί του ήταν αρκετό ώστε να τη δεχτεί για Βασίλισσα της Απολλώνιας.

Δυστυχώς, ποτέ δεν μπορείς να τους κρατάς όλους ευχαριστημένους, όπως ήξερε πολύ καλά ο Ανδρόνικος. Ήταν μία από τις αλήθειες που δεν του άρεσαν αλλά δεν μπορούσε παρά να τις αποδεχτεί ως δεδομένες.

Δεύτερη από τις τελευταίες συναντήσεις με τις προτεινόμενες νύφες.

Στη Ζέρλια, όπου η Βασίλισσα Γλυκάνθη γνώριζε τη Δούκισσα από παλιά. Ο Ανδρόνικος, όμως, δεν θα συναντούσε μια από τις κόρες της Δούκισσας της πόλης, αλλά μια κόρη του Οίκου των Κρυπτόχειρων, μιας οικογένειας που ασχολιόταν με την κατασκευή όπλων. Η γυναίκα ονομαζόταν Εριφύλη, και ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή του. Είχε ήδη παντρευτεί μία φορά και είχε χωρίσει, όπως του είπε, επειδή (δεν υπάρχει λόγος να σου το κρύψω, Βασιληά μου) δεν της άρεσε η συμπεριφορά του άντρα της. Ήταν πολύ απότομος και άστατος, και ξενοκοιτούσε συνεχώς.

Η Εριφύλη ήταν ψηλή, είχε δέρμα λευκό-ροζ όπως ο Ανδρόνικος, και μακριά, καστανά μαλλιά που, κατά την επίσκεψή του στην οικία των Κρυπτόχειρων, είχε δεμένα πάνω απ’το κεφάλι της έτσι ώστε να σχηματίζουν έναν περίτεχνο κώνο. Ήταν ντυμένη με τολμηρό έξωμο φόρεμα, ενώ μια γκρίζα γούνα τυλιγόταν γύρω απ’τον λαιμό της και αγκάλιαζε τους ώμους της. Το σώμα της γυάλιζε από τα χρυσά και τα αργυρά κοσμήματα.

Οι Κρυπτόχειρες είχαν, φυσικά, ετοιμάσει μια εξαιρετική υποδοχή για τον Βασιληά, με γευστικά φαγητά και όμορφη μουσική. Ο Ανδρόνικος δεν θα μπορούσε να πει ότι έμεινε δυσαρεστημένος από τη φιλοξενία τους, και τους επαίνεσε γι’αυτήν.

Την Ιωάννα, πάλι, δεν την είδε καθόλου· ήταν σαν να μην υπήρχε. Σαν να μην είχε έρθει για να τον προστατεύει.

Ο Ανδρόνικος μίλησε αρκετές ώρες με την Εριφύλη, ύστερα από το γεύμα με τους Κρυπτόχειρες, ώστε να τη γνωρίσει. Απ’ό,τι κατάλαβε, δεν είχε κανένα συγκεκριμένο ενδιαφέρον ή επάγγελμα. Τα αδέλφια της ήταν που, κυρίως, ασχολιόνταν με τις δουλειές τους που αφορούσαν την κατασκευή όπλων. Η Εριφύλη πήγαινε μονάχα μερικές φορές ως αντιπρόσωπος, και του είπε ότι γενικώς δεν της άρεσε· μερικοί πελάτες απλά δεν είχαν κοινή λογική, εξήγησε. Και πραγματικά θέλεις να γίνεις Βασίλισσα της Απολλώνιας; απόρησε ο Ανδρόνικος (χωρίς, βέβαια, να της το πει). Εκεί να δεις πόσους θα συναντήσεις που δεν έχουν το παραμικρό ίχνος κοινής λογικής!

Ωστόσο, βρήκε την παρέα της ευχάριστη. Ήταν διασκεδαστική γυναίκα. Μιλούσε πολύ. Γελούσε όμορφα. Έπινε αρκετά. Κάπνιζε λίγο. Φλέρταρε διακριτικά αλλά επιδέξια. Και – αναμενόμενα για τον χαρακτήρα της, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος – ήθελε να κοιμηθεί με τον Βασιληά, τώρα που είχε την ευκαιρία.

Κατέληξαν να κάνουν έρωτα επάνω σ’έναν καναπέ, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ενώ μια δυνατή φωτιά βρυχιόταν στο τζάκι πλάι τους· και ο Ανδρόνικος δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει ότι και στα ερωτικά παιχνίδια η Εριφύλη δεν υστερούσε καθόλου. Όταν κάθισαν να ξεκουραστούν – μ’ένα κύπελλο καρυκευμένο κρασί κοντά τους, από το οποίο έπιναν και οι δύο – ήταν λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος.

Το πρωί, η Εριφύλη τον χαιρέτησε μ’ένα βαθύ φιλί και του υποσχέθηκε πως, αν την έκανε Βασίλισσά του, όλα τους τα βράδια έτσι θα τα περνούσαν. Έτσι και καλύτερα, τόνισε. Ο Ανδρόνικος τής αποκρίθηκε ότι θα το θυμόταν αυτό· και μετά, έφυγε από την οικία των Κρυπτόχειρων και από τη Ζέρλια.

Τρίτη από τις τέσσερις τελευταίες επισκέψεις.

Στη Βανκάρη. Στην οικία των Επτάνυχων.

Η Ιωάννα, όπως και τις προηγούμενες φορές, ήταν εξαφανισμένη. Ο Ανδρόνικος αναρωτιόταν μήπως, τελικά, είχε αποφασίσει να μην έρχεται.

Οι Επτάνυχοι τον υποδέχτηκαν όπως κι οι υπόλοιπες οικογένειες, και ο Ανδρόνικος γνώρισε την κόρη τους που ονομαζόταν Πορφυρία και ήταν υπολοχαγός στον Απολλώνιο Στρατό. Ήταν μετρίου αναστήματος και γεροδεμένη, με λευκό δέρμα όπως το δικό του και ξανθά μαλλιά κομμένα στους ώμους. Ήταν μικρότερη από την Ιωάννα, αλλά φαινόταν να θέλει πολύ να γίνει Βασίλισσα της Απολλώνιας· και το γεγονός ότι είχε δώσει μερικές μάχες στο Βόρειο Μέτωπο έμοιαζε να την κάνει να πιστεύει ότι, ώς ένα βαθμό, δικαιούταν αυτό το αξίωμα.

Ήθελε να δείξει στον Ανδρόνικο τις ικανότητές της στα όπλα. Εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν ήταν απαραίτητο, αλλά η Πορφυρία επέμεινε, έτσι, για να μην την προσβάλει, αποφάσισε να της κάνει τη χάρη. Και την είδε να πυροβολεί στόχους στον κήπο της οικίας των Επτάνυχων, και να ξιφομαχεί με τρεις από τους φρουρούς συγχρόνως. Προσφέρθηκε να ξιφομαχήσει και μαζί του, αν ο Βασιληάς το επιθυμούσε· κι έκανε μια επιδέξια υπόκλιση κρατώντας το ξίφος της. Ο Ανδρόνικος δέχτηκε την πρόκληση, και χωρίς μεγάλη δυσκολία, μετά από λίγο, κατόρθωσε να αφοπλίσει την Πορφυρία, πράγμα που την έκανε να κοκκινίσει σαν να είχε συμβεί κάτι αποτρόπαιο. «Είμαι καλύτερη συνήθως,» του είπε. Εκείνος τής αποκρίθηκε ότι δεν το αμφέβαλλε· «αλλά είμαι κι εγώ αρκετά καλός,» πρόσθεσε καλοπροαίρετα, μειδιώντας.

Αργότερα, μετά το επίσημο γεύμα με την οικογένεια των Επτάνυχων, ο Ανδρόνικος συζήτησε με την Πορφυρία για τα προβλήματα του Βόρειου Μετώπου, για τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο, και για την Επανάσταση. Ήταν αρκετά ενημερωμένη, διαπίστωσε. Διάβαζε, άκουγε, συνέλεγε ό,τι πληροφορίες έπεφταν στην αντίληψή της. Στην αρχή της γνωριμίας τους ο Ανδρόνικος δεν είχε σχηματίσει τέτοια γνώμη γι’αυτήν, μάλλον επειδή ήθελε να τον εντυπωσιάσει – με λάθος τρόπο, όμως.

Με την κουβέντα τους, ήρθαν τα μεσάνυχτα. Απέξω έβρεχε. Οι δυο τους κάθονταν στο χαλί, κοντά σ’ένα τζάκι. (Ο Ανδρόνικος το είχε προτείνει, καθώς η Πορφυρία δίσταζε να πει στον Βασιληά να καθίσει μαζί της στο πάτωμα, παρότι ήταν φανερό πως, τώρα που καθόταν στο πάτωμα, το προτιμούσε έτσι.) Είχαν πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι Λευκό Απολλώνιον Νότιων Δουκάτων, και συνέχιζαν στο δεύτερο. Ήταν κι οι δυο τους ζαλισμένοι. Κάπνιζαν τσιγάρα με αρωματικό καπνό (όχι όπως η Ιωάννα αλλά αρκετά). Εξακολουθούσαν να συζητάνε. Η Πορφυρία ήταν συμπαθητική κοπέλα όταν τη γνώριζες καλύτερα, συμπέρανε ο Ανδρόνικος.

Στο τέλος, τους πήρε ο ύπνος μπροστά στο τζάκι, με το κεφάλι της γερμένο πάνω στον ώμο του, χωρίς να έχουν δώσει ούτε ένα φιλί στο μάγουλο.

Τέταρτη και τελευταία επίσκεψη.

Στη Μακρόπολη, την πόλη που ήταν περιώνυμη για τα καζίνο και τα νυχτερινά κέντρα της, την πόλη όπου έμενε ο θρυλικός μάγος Δαίδαλος, τον οποίο ο Ανδρόνικος είχε γνωρίσει αλλά οι περισσότεροι πίστευαν πως δεν ήταν παρά αστικός μύθος.

Ο Βασιληάς της Απολλώνιας συνάντησε τους Δίψυχους, τον αριστοκρατικό Οίκο που είχε τα περισσότερα και τα μεγαλύτερα καζίνο στην περιοχή. Τον πήγαν στο μεγαλύτερο από τα μεγαλύτερα καζίνο τους, το Βασίλειο της Τύχης, και τον ξενάγησαν, δείχνοντάς του τις ρουλέτες που διαρκώς γύριζαν· τα τραπέζια με την πράσινη τσόχα όπου κάρτες γλιστρούσαν, παρουσιάζονταν, κι εξαφανίζονταν· τους κουλοχέρηδες με τα πολλά φωτάκια και τα σύμβολα που στροβιλίζονταν προσπαθώντας να παρουσιαστούν τρία, τέσσερα, ή πέντε ίδια στη σειρά· τα τραπέζια όπου ζάρια κυλούσαν χτυπώντας στις άκριες και στις γωνίες· τα μπιλιάρδα όπου σφαίρες συγκρούονταν με δύναμη και διασπώνταν· τα παιχνίδια που παίζονταν σε οθόνες και οι παίχτες χρησιμοποιούσαν κονσόλες, ακουστικά, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, γυαλιά για να συμμετέχουν.

Πολύ εντυπωσιακά όλα τούτα, είπε ο Ανδρόνικος στον Άρχοντα Χαιρέφιλο και στη σύζυγό του, Αρχόντισσα Νικομάχη, που η καταγωγή της ήταν από έναν τοπικό αριστοκρατικό Οίκο ο οποίος είχε επίσης σχέση με τα καζίνο της Μακρόπολης. Ο Ανδρόνικος είχε ακούσει πως οι δυο τους είχαν παντρευτεί προκειμένου να πάψει η αντιπαλότητα ανάμεσα στις οικογένειές τους, καθώς και οι σκοτωμοί που ώς τότε γίνονταν τις νύχτες στους δρόμους και στα κέντρα της πόλης.

«Δεν έχετε δει ακόμα τίποτα, Βασιληά μου,» αποκρίθηκε η Νικομάχη στον Ανδρόνικο, και εκείνη κι ο σύζυγός της τον οδήγησαν στο μέρος του καζίνο που περισσότερο με κέντρο διασκέδασης έμοιαζε. Πανέμορφες χορεύτριες με διάφορους δερματικούς χρωματισμούς (πολλές από τις οποίες φανερά εξωδιαστασιακές) χόρευαν μαγευτικά επάνω σε πίστες και πλατφόρμες. Τραγουδιστές και τραγουδίστριες τραγουδούσαν. Φώτα αναβόσβηναν ρυθμικά, σε μια πανδαισία χρωμάτων. Τραπέζια ήταν γεμάτα κόσμο.

«Τώρα,» είπε ο Χαιρέφιλος, «δεν έχουμε πολύ πελατεία επειδή είναι ακόμα πρωί. Το βράδυ έρχονται περισσότεροι.»

Ο Ανδρόνικος δεν το αμφέβαλλε παρότι μπορούσε να δει πάρα πολύ κόσμο γύρω του.

Φεύγοντας από το Βασίλειο της Τύχης, οι Δίψυχοι τον οδήγησαν στην οικία τους μέσα στην πόλη, για να γευματίσει μαζί τους και να γνωρίσει την κόρη τους, την Ανθέμια. Ήταν χρυσόδερμη και ψηλή, με μακριά, σπαστά καστανά μαλλιά που έπεφταν ώς τη μέση της. Φορούσε ένα ασημόχρωμο φόρεμα όλο πτυχώσεις και αποκαλυπτικά σημεία. Κοσμήματα γυάλιζαν επάνω της. Κρατούσε ένα ραβδί που ένα μέρος του ήταν γεμάτο μικροσκοπικά κάτοπτρα, κρυστάλλους, και κυκλώματα. Μάγισσα, λοιπόν. Διαλογίστρια. Ανθέμια’χοκ. Ο Ανδρόνικος ποτέ δεν θα το φανταζόταν αν δεν κρατούσε αυτό το ραβδί που αναγνώριζε τους Διαλογιστές.

Τη χαιρέτησε ευγενικά, κι εκείνη τον χαιρέτησε με χάρη. Οι κινήσεις της έμοιαζαν με κινήσεις χορεύτριας, γυναίκας που έχει μάθει να κινείται πάνω στη σκηνή. Ο Ανδρόνικος αναρωτήθηκε αν ήταν όντως τέτοια. Παράξενο για μάγισσα, και μάλιστα του τάγματος των Διαλογιστών.

Το γεύμα των Δίψυχων ο Ανδρόνικος θα μπορούσε μονάχα να το χαρακτηρίσει εξωτικό, χωρίς να υπερβάλλει. Και τους το είπε. «Τέτοιο φαγητό δεν έχω ξαναφάει, οφείλω να ομολογήσω· και δεν με αφήνει καθόλου απογοητευμένο, Άρχοντά μου.» Ο Χαιρέφιλος χαμογέλασε και τον ευχαρίστησε, δίχως να μοιάζει αιφνιδιασμένος από τη φιλοφρόνηση ή παραξενεμένος. Το χαμόγελό του ήταν σαν να έλεγε Το ξέρω, Βασιληά μου, το ξέρω… Δεν ήταν μετριόφρων παρά μόνο εξωτερικά. Κι ο Ανδρόνικος δεν το θεωρούσε αυτό, απαραιτήτως, μειονέκτημα.

Μετά το φαγητό, η Ανθέμια τον οδήγησε σε μια ημιφωτισμένη αίθουσα και του ζήτησε να καθίσει σε μια καρέκλα. Εκείνος κάθισε. Η Ανθέμια άφησε το ραβδί της σε μια γωνία του δωματίου και ρύθμισε τον φωτισμό έτσι ώστε να είναι απαλός και ελαφρώς κοκκινωπός. Πατώντας ένα πλήκτρο σ’ένα μηχανικό σύστημα, έβαλε μουσική να παίζει – αργή και σιγανή που, σταδιακά, δυνάμωνε και γινόταν πιο γρήγορη – και άρχισε να χορεύει μπροστά στον Βασιληά της Απολλώνιας έναν σαγηνευτικό, ερωτικό χορό που τόνιζε τους γοφούς της αρχικά και έπειτα κάθε σημείο του σώματός της. Καθώς η Ανθέμια χόρευε, τα ρούχα έφευγαν από πάνω της με τρόπο που στον Ανδρόνικο φαινόταν, απλά, τέλειος. Δεν υπήρχαν ψεγάδια στις κινήσεις της. Και δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία στο μυαλό του ότι η Δίψυχη ήξερε χορό.

Τα παπούτσια έφυγαν από τα πόδια της. Τα κοσμήματά της έπεσαν, το ένα κατόπιν του άλλου, στο χαλί του πατώματος. Τα μακριά, καστανά της μαλλιά έμοιαζαν με ζωντανό πλάσματα πίσω και γύρω απ’το κεφάλι της. Η ζώνη της ξετυλίχτηκε σαν φίδι και εξαφανίστηκε μέσα στο μισοσκόταδο. Το φόρεμά της γλίστρησε ώς τη μέση της, συγκρατημένο εκεί μόνο από τους γοφούς της και τις επιδέξιες κινήσεις της. Και μετά, πάλι οι ίδιες οι κινήσεις της το οδήγησαν παρακάτω, στα γόνατά της και στους αστραγάλους της, χωρίς η Ανθέμια να χρησιμοποιήσει καθόλου τα χέρια της. Ντυμένη μόνο με τα κροσσωτά εσώρουχά της, χόρεψε πιο κοντά στον Ανδρόνικο, γύρω απ’την καρέκλα όπου εκείνος καθόταν. Χόρεψε ανάμεσα στα χέρια του κι ανάμεσα στα πόδια του και πλάι στον λαιμό του, και τον έβαλε να τη γδύσει με τρόπο που δεν έμοιαζε παρά φυσικός, σαν οι κινήσεις των χεριών του να μην είχαν καμία απολύτως σημασία. Στο τέλος, κάθισε στα γόνατά του και φιλήθηκαν βαθιά, παθιασμένα. Ο Ανδρόνικος αισθανόταν κάθε σημείο του σώματός του αναστατωμένο από την παρουσία της· δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο. Δε νόμιζε ότι ποτέ τού είχε συμβεί κάτι πιο έντονο στην ερωτική ζωή του.

Τα ρούχα του γρήγορα έφυγαν από το σώμα του, και έκανε έρωτα με την Ανθέμια εκεί, επάνω στην καρέκλα: και δεν ήταν τίποτα λιγότερο από υπέροχο.

Μετά, η Δίψυχη φόρεσε τη λεπτή, κροσσωτή περισκελίδα της και το φόρεμά της, άναψε περισσότερο το φως (αν και άφησε τις κουρτίνες στα παράθυρα κλειστές), άλλαξε μουσική, έβαλε στον Ανδρόνικο ένα ποτό (και ένα για τον εαυτό της), και κάθισαν στον καναπέ.

«Υποθέτω,» είπε εκείνος αφού ήπιε μια γουλιά, «ότι έχεις κάνει κάποια λίγα μαθήματα χορού, ε;»

Εκείνη γέλασε.

«Περισσότερα από μαθήματα μαγείας, ή όχι;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Για την ακρίβεια, όχι. Η μαγεία είναι πιο δύσκολη, πίστεψέ με.»

Και συζήτησαν για τη μαγεία της, για τα καζίνο των Δίψυχων, για τα προβλήματα της Μακρόπολης, και για την Επανάσταση. Η Ανθέμια δεν ήταν οποιαδήποτε, όπως σύντομα ανακάλυψε ο Ανδρόνικος. Τραγουδούσε και χόρευε στα νυχτερινά κέντρα της οικογένειάς της, και ήταν αρκετά γνωστή στην πόλη, αν και δεν είχε μεγάλη φήμη σ’ολόκληρη τη διάσταση της Απολλώνιας. «Μας θεωρούν ύποπτους, περίεργους, εμάς από τη Μακρόπολη· δεν μας προωθούν,» εξήγησε. «Νομίζουν ότι είμαστε μαφία!» Ο Ανδρόνικος χαμογέλασε, ενώ σκεφτόταν ότι ήταν ολίγον μαφία.

Εκτός από το να τραγουδά και να χορεύει, η Ανθέμια αναλάμβανε κι άλλες δουλειές για την οικογένειά της. Δουλειές όπου χρειαζόταν μια μάγισσα. Και η τέχνη των Διαλογιστών ήταν πολύ χρήσιμη στα καζίνο της Μακρόπολης, του εξήγησε, όπως επίσης και σε… άλλες δραστηριότητες – τις οποίες δεν διευκρίνισε, αλλά ο Ανδρόνικος νόμιζε ότι πρέπει να είχαν να κάνουν με τον υπόκοσμο της περιοχής.

Ορισμένες στιγμές, του δόθηκε η εντύπωση ότι συζητούσε με κάποια υποψιασμένη επιχειρηματία με σκοτεινές διασυνδέσεις, όχι με μια από τις προτεινόμενες νύφες που ήθελαν να γίνουν Βασίλισσες της Απολλώνιας. Δεν έβρισκε, ωστόσο, την παρέα της δυσάρεστη ή βαρετή.

Το βράδυ, η Ανθέμια τον ρώτησε αν θα επιθυμούσε να τον δελεάσει με ακόμα έναν χορό. Ο Ανδρόνικος αποκρίθηκε ότι, πραγματικά, δεν ήξερε αν θα άντεχε δύο τέτοιους χορούς μέσα σε μία ημέρα. Η Ανθέμια – που ήταν προφανές ότι της άρεσε να χορεύει – του είπε: «Δε μου φαίνεσαι τόσο ασθενικής κράσης»· αλλά δεν τον πίεσε περισσότερο.

Αργότερα, ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι του υπνοδωματίου της· η Ανθέμια δεν ήθελε ούτε να ακούσει ο Βασιληάς να κοιμηθεί αλλού. Αν και ο Ανδρόνικος δεν το είχε ακριβώς σχεδιάσει, το βρήκε αδύνατο να μην ξανακάνει έρωτα μαζί της. Και μετά, προτού κοιμηθούν, η Ανθέμια τού έμαθε ένα παράξενο τυχερό παιχνίδι με κάρτες, που ο Ανδρόνικος μέχρι τότε δεν ήξερε την ύπαρξή του.

Το πρωί, αισθάνθηκε διστακτικός να φύγει απ’την οικία των Δίψυχων, και, σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις του με κάποιο τρόπο, η Ανθέμια τού είπε πως, αν ήθελε να μείνει εδώ γι’άλλη μια μέρα, ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτος. Εκείνος αποκρίθηκε ότι, πραγματικά, έπρεπε να φύγει· οι υποχρεώσεις του τον καλούσαν.

«Να με θυμάσαι όταν θα συναντάς άλλες γυναίκες που θέλουν να γίνουν Βασίλισσές σου,» του είπε η Ανθέμια. «Να κρίνεις ποια είναι η καλύτερη. Δε θα το μετανιώσεις.»

«Δε μπορώ να σε ξεχάσω, ακόμα κι αν ήθελα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, πράγμα που φάνηκε να την κολακεύει.

*

«Χορεύει ωραία,» του είπε η Ιωάννα, καθώς επέστρεφαν στην Απαστράπτουσα μέσα στο βασιλικό όχημά του, με μια συνοδεία άλλων οχημάτων γύρω τους. Η Μαύρη Δράκαινα είχε αποφασίσει αυτή τη φορά να εμφανιστεί, αφού ήταν η τελευταία επίσκεψη σε προτεινόμενη νύφη.

«Την είδες να χορεύει;» απόρησε ο Ανδρόνικος.

«Οι φρουροί τους, ομολογουμένως, με δυσκόλεψαν λίγο, αλλά κατάφερα να τους προσπεράσω και να μπω στην οικία.»

Οι δυο τους ήταν καθισμένοι σ’ένα από τα μεγάλα πίσω καθίσματα του οχήματος.

Η Ιωάννα σταμάτησε να μιλά, περιμένοντας κάποια απάντηση από εκείνον.

Ο Ανδρόνικος, νιώθοντας λίγο αμήχανα, ανασήκωσε τους ώμους. «Ναι, χορεύει όμορφα…»

Η Ιωάννα μειδίασε λεπτά και άναψε ένα τσιγάρο. «Ζηλεύω. Δε μπορώ να χορέψω έτσι.»

Ο Ανδρόνικος ήπιε μια γουλιά από το νερό που ήταν ακουμπισμένο πλάι του. «Έχεις άλλα προτερήματα.»

Η Ιωάννα ύψωσε ένα φρύδι. «Όπως;»

Ο Ανδρόνικος χαμογέλασε. «Επίτηδες το κάνεις;»

Η Ιωάννα πήρε ένα αινιγματικό ύφος. «Ίσως.»

«Σκοτώνεις γρήγορα.»

«Τι πάει να πει αυτό;»

«Μου ζήτησες να σου πω ένα από τα προτερήματά σου.»

«Και είναι αυτό προτέρημα;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Αναλόγως πού βρίσκεσαι,» απάντησε ο Ανδρόνικος. «Και εκεί όπου βρίσκομαι εγώ συνήθως, είναι

ΚΓ’
Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ

Ο Ανδρόνικος, ο Πρίγκιπας της Επανάστασης και καινούργιος Βασιληάς της Απολλώνιας, κάθισε σε μια κουνιστή καρέκλα στα διαμερίσματά του και έπεσε σε σκέψεις.

Ποια από τις γυναίκες που είχε ώς τώρα γνωρίσει θα ήταν κατάλληλη για Βασίλισσα;

Τις έφερνε, τη μία μετά την άλλη, στο μυαλό του προσπαθώντας ν’αποφασίσει… και δυσκολευόταν. Καμία δεν του έμοιαζε ακριβώς κατάλληλη για Βασίλισσα της Απολλώνιας. Αλλά, από την άλλη, ποια θα ήταν ποτέ «ακριβώς κατάλληλη»; Καμία, κατά πάσα πιθανότητα. Επιπλέον, δεν είχε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό του. Ήθελε απλώς να βρει μια γυναίκα που… που του θύμιζε βασίλισσα.

Αν έκρινε, όμως, από τις διάφορες βασίλισσες που είχε δει ή ακούσει, εδώ αλλά και σε άλλες διαστάσεις, δεν είχαν και τίποτα το τραγικά διαφορετικό από οποιεσδήποτε άλλες γυναίκες.

Αναζητώ την Ιδεατή Βασίλισσα. Δεν πρόκειται ποτέ να τη βρω. Είναι ανόητη μια τέτοια αναζήτηση. Σαν να ψάχνεις για έναν μύθο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Η Αντίκλεια’χοκ του Οίκου των Πολύοπλων… Η Ευδοκία του Οίκου των Χρυσόλαιμων (Αποκλείεται αυτή να την κάνω Βασίλισσα)… Η Αυγούστα του Οίκου των Πανόπτων (Καλή κοπέλα και ταλαντούχα… αλλά ύστερα από όσα συνέβησαν με τους Πανόπτες; –Αδύνατο να γίνει Βασίλισσα της Απολλώνιας)… Η Εριφύλη του Οίκου των Κρυπτόχειρων… Η Αγαρίστη του Οίκου των Θαλασσόζωων… Η Πενθίλη του Οίκου των Τρίχορδων (Αναμφίβολα, θα γινόταν δαιμόνια Βασίλισσα, όμως η σχέση της με τους ακόλουθους του Μαύρου Νάρζουλ την αποκλείει)… Η Πορφυρία του Οίκου των Επτάνυχων… Η Θεοδώρα’νιρ του Οίκου των Μεγάνυχων (Πραγματικά, θα πρέπει να πάψω να καπνίζω αν είναι να την παντρευτώ, σκέφτηκε υπομειδιώντας ο Ανδρόνικος)… Η Ανθέμια’χοκ του Οίκου των Δίψυχων… Η Κλεάρχη του Οίκου των Οξύπυργων…

Παρέμενε αναποφάσιστος.

Σβήνοντας το τσιγάρο του παραδίπλα, φώναξε την Ιωάννα.

Την άκουσε να βγαίνει από την πισίνα και την είδε να έρχεται, τυλιγμένη σε μια άσπρη ρόμπα. Τα γυμνά πόδια της άφηναν υγρές πατημασιές στο χαλί· τα ξανθά της μαλλιά ήταν νωπά στους ώμους της.

«Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε.

«Μπορώ να ζητήσω τη γνώμη σου;»

«Για ποιο θέμα;»

«Για το ποια γυναίκα να παντρευτώ.»

«Ξέχασέ το.» Η Ιωάννα στράφηκε και βάδισε πάλι προς την πισίνα.

«Ιωάννα!»

Εκείνη επιτάχυνε το βάδισμά της.

Ο Ανδρόνικος αναστέναξε. «Γυναίκες…!» μουρμούρισε, τσαντισμένος.

*

«Δε θέλεις, λοιπόν, να μου πεις ούτε μια γνώμη; Δεν υπόσχομαι ότι σίγουρα θα συμφωνήσω κιόλας!»

Η Ιωάννα, που βρισκόταν στο δωμάτιο των ενδυμάτων ψάχνοντας ρούχα να φορέσει, στράφηκε να τον κοιτάξει. «Σταμάτα να προσπαθείς να με στριμώξεις. Σε έχω καταλάβει.»

«Τη γνώμη σου θέλω μόνο.»

Η Ιωάννα μόρφασε αναποδογυρίζοντας τα μάτια. «Τι νόημα έχει, γαμώ το κεφάλι της Έχιδνας; Δεν είμαι καν Απολλώνια! Πού να ξέρω τι Βασίλισσα ταιριάζει στο Βασίλειό σου;»

Ο Ανδρόνικος πήρε μια τζούρα απ’το τσιγάρο του. «Απλώς θέλω ν’ακούσω τη γνώμη μιας Μαύρης Δράκαινας.»

Η Ιωάννα τού γύρισε την πλάτη. «Οι Μαύρες Δράκαινες δεν ξέρουν από πολιτική.» Άρχισε να φορά εσώρουχα μέσα από τη ρόμπα της.

«Εκτός από άλλες δουλειές που κάνουν, δολοφονούν και πολιτικούς,» είπε ο Ανδρόνικος· «επομένως, δεν μπορεί, κάτι γνωρίζουν από πολιτική.»

«Μη μου κάνεις τον χαζό· το ξέρω πως δεν είσαι.» Η Ιωάννα έβγαλε τη ρόμπα της, την κρέμασε σε μια κρεμάστρα, πήρε μια μαύρη μπλούζα, και τη φόρεσε. Πήρε ένα δερμάτινο παντελόνι–

«Μια γνώμη πες μου, για όνομα του Απόλλωνα! Τόσο δύσκολο είναι;»

Η Ιωάννα φόρεσε το παντελόνι. «Αν δείρω τον Βασιληά της Απολλώνιας, θα με φυλακίσουν;»

«Αν καταφέρουν να σε πιάσουν, υποθέτω πως ναι. Θα καθίσεις να μ’ακούσεις τώρα;»

Η Ιωάννα στράφηκε να τον αντικρίσει. Τα μάτια της γυάλιζαν μ’έναν θανατηφόρο τρόπο.

*

Τον άκουσε ενώ ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα, με τα πόδια της πάνω στο γραφείο του. Ο Ανδρόνικος, μιλώντας, έκανε πέρα-δώθε και κάπνιζε.

Καπνίζει περισσότερο από εμένα, παρατήρησε η Ιωάννα. Ανησυχητικό.

«Αυτές είναι,» δήλωσε ο Ανδρόνικος, τελειώνοντας με όσα είχε να πει για τις προτεινόμενες νύφες και παύοντας να βαδίζει. Έσβησε ένα μισοτελειωμένο τσιγάρο μέσα στο τασάκι πλάι στην οθόνη του γραφείου του, το οποίο ήταν γεμάτο με αποτσίγαρα και στάχτες – δικά του και της Ιωάννας. «Ποια νομίζεις ότι πρέπει να παντρευτώ;»

«Δεν ξέρω. Παντρέψου την πρώτη που ανέφερες. Αντίκλεια δεν τη λένε;»

«Γιατί την Αντίκλεια;»

«Γιατί δε νομίζω ότι έχει καμία διαφορά.»

«Μ’ακούς τόση ώρα ή δε μ’ακούς;»

«Σ’ακούω!» είπε η Ιωάννα θυμωμένα. «Αλλά δε μπορώ να βγάλω συμπέρασμα. Όλες τους έχουν υπέρ και κατά, έτσι όπως τις παρουσιάζεις· εκτός από κάποιες που έχεις ήδη αποφασίσει να μην τις παντρευτείς για συγκεκριμένους λόγους. Επομένως, προτείνω να πάρεις την Αντίκλεια. Είναι μάγισσα κιόλας, δεν είναι; Διαλογίστρια;»

«Ναι.»

«Οι Διαλογιστές είναι, αναμφίβολα, σκεπτόμενοι. Θυμήσου τον Σέλιρ’χοκ,» είπε αναφέροντας έναν επαναστάτη. «Δε θα εμπιστευόσουν τον Σέλιρ’χοκ;»

«Η Αντίκλεια δεν είναι ο Σέλιρ’χοκ.»

«Είναι μικρή ακόμα. Και καλύτερα να είναι μικρή, νομίζω, αυτή που θα παντρευτείς.»

«Γιατί;»

«Γιατί θα μάθει να είναι Βασίλισσα. Θα εκπαιδευτεί. Μια μεγαλύτερη γυναίκα θα έχει συνηθίσει να ζει αλλιώς. Θα έχει πιστεύω που δεν μπορεί ν’αλλάξει.»

Ο Ανδρόνικος κάθισε πίσω απ’το γραφείο του, σκεπτικός, ατενίζοντας τις πατούσες της Ιωάννας, η οποία καθόταν απ’την άλλη μεριά.

«Δεν πιστεύω να με πήρες σοβαρά,» του είπε εκείνη.

«Τι εννοείς;»

«Θέλω να πω, απλά μια πρόταση έκανα, έτσι; Δεν ξέρω τι μου γίνεται από αυτές τις ιστορίες. Σου είπα μια γνώμη επειδή ήθελες να σου την πω, αλλιώς δε θα σου την έλεγα καθόλου. Αν εσύ νομίζεις ότι κάποια άλλη γυναίκα είναι καλύτερη, εννοείται πως αυτήν πρέπει να κάνεις Βασίλισσά σου.»

«Ναι…» μουρμούρισε ο Ανδρόνικος, τρίβοντας συλλογισμένα τα ξανθά του μούσια.

*

«Τι λες, λοιπόν;» ρώτησε ο Ανδρόνικος.

Η αδελφή του, η Πριγκίπισσα Βασιλική, καθόταν μπροστά από την τεράστια συλλογή της από κούκλες διαφόρων μεγεθών και χρωμάτων.

«Παντρέψου την Αντίκλεια,» του είπε.

Ο Ανδρόνικος συνοφρυώθηκε. «Την Αντίκλεια του Οίκου των Πολύοπλων;»

«Δε νομίζω ότι ανέφερες καμια άλλη Αντίκλεια, αδελφάκι.»

«Είσαι συνεννοημένη με την Ιωάννα;»

Η Βασιλική μόρφασε. «Τι πράγμα;»

«Άστο.»

Η Βασιλική γέλασε. «Σου πρότεινε κι η Ιωάννα την Αντίκλεια;»

Ο Ανδρόνικος ανασήκωσε τους ώμους. «Βασικά, ναι.»

«Είσαι παλαβός, όμως, ε;»

«Τι;»

«Ρωτάς τη γυναίκα με την οποία κοιμάσαι ποια άλλη γυναίκα να παντρευτείς;» Η Βασιλική γέλασε ξανά.

«Δεν το έκανα για να τη στεναχωρήσω. Είναι σημαντικό θέμα. Θέλω να βρω τη σωστή Βασίλισσα για την Απολλώνια.»

«Και θα παραξενευτείς αν φύγει πάλι;»

«Ποια; Η Ιωάννα;»

«Εσύ ποια λες;»

«Δε νομίζω ότι θα φύγει. Αλλά τώρα σε ρωτάω τη γνώμη σου για τη γυναίκα που πρέπει να παντρευτώ και να κάνω Βασίλισσα της Απολλώνιας, αδελφή! Δεν σ’απασχολεί το θέμα; Η Βασίλισσα θα μπορεί να σε προστάζει, ξέρεις.»

Η Βασιλική τον αγριοκοίταξε. «Κανένας δε με προστάζει εμένα – όχι αν δε θέλει να του σπάσω τη μύτη.»

Συνηθισμένη απάντηση για την αδελφή του. «Για να μην έχουμε ανεπιθύμητα επεισόδια, λοιπόν, πες μου τι νομίζεις: Ποια πρέπει να κάνω Βασίλισσα;»

«Σου είπα: την Αντίκλεια.»

«Γιατί;»

«Είναι του Οίκου των Πολύοπλων, και το ξέρουμε ότι οι Πολύοπλοι είναι πιστοί σε μας από παλιά. Επιπλέον, είναι καλή κοπέλα η Αντίκλεια. Την έχω συναναστραφεί μερικές φορές. Όχι από πολύ κοντά, δηλαδή, αλλά έχω δει πώς συμπεριφέρεται σε κάποιες κοινωνικές συγκεντρώσεις. Παντρέψου την· γιατί όχι;»

«Χμμμ…»

«Τι σκέφτεσαι;»

«Ξέρεις,» είπε ο Ανδρόνικος βηματίζοντας μέσα στο δωμάτιο, «μέχρι στιγμής έλεγα ότι ίσως θα ήταν σωστή κίνηση να την παντρευτώ…»

«Αλλά τώρα που σ’το πρότεινα εγώ άλλαξες γνώμη;»

Ο Ανδρόνικος δεν απάντησε. «Τέλος πάντων· ας πηγαίνω.»

«Είσαι ελεεινός!» μούγκρισε η Βασιλική. «Φύγε από τα μέρη μου προτού σε καθαρίσω!»

Ο Ανδρόνικος μειδίασε. «Εντάξει, υποχωρώ.» Και έφυγε από τα διαμερίσματά της.

*

Τη μητέρα του δεν τη ρώτησε, παρότι ήξερε ότι εκείνη ήταν, ίσως, η μόνη που μπορεί να γνώριζε ποιος γάμος συνέφερε περισσότερο από πολιτική άποψη.

Δε μ’ενδιαφέρουν μόνο οι πολιτικές συμμαχίες! Η Γλυκάνθη θα του έλεγε ποιος Οίκος τα είχε καλά με ποιον Οίκο, και ποιος θα δυσαρεστείτο πιθανώς από τη μία επιλογή ή την άλλη, κι ένα σωρό παρόμοια. Αλλά ο Ανδρόνικος νοιαζόταν περισσότερο να βρει μια καλή Βασίλισσα για την Απολλώνια. Μια Βασίλισσα που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της και να βοηθήσει όταν εκείνος έλειπε. Αυτό ήταν πολύ σημαντικότερο από τα πολιτικά παιχνίδια ισχύος που έπαιζαν οι Οίκοι αναμεταξύ τους, χωρίς να έχουν τελειωμό.

Μια καλή Βασίλισσα για την Απολλώνια…

Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν τόσο πιο πολύ μπερδευόταν.

Ωστόσο, άρχισε να καταλήγει…

…Ίσως να έχουν δίκιο…

…Ή, ίσως αυτή να είναι η τύχη της. Ποιος ξέρει;…

Και δεν είναι και κακή επιλογή, αν το καλοσκεφτείς.

*

Ο Βασιληάς Ανδρόνικος της Απολλώνιας πήρε την απόφασή του.

*

Ο Οίκος των Πολύοπλων ειδοποιήθηκε το επόμενο πρωί, και η χαρά τους ήταν μεγάλη. Το χαμόγελο του Άρχοντα Κίμωνα έφτανε ώς τ’αφτιά του, όταν ο Ανδρόνικος τον συνάντησε στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου μαζί με τη σύζυγό του, Ευρυδίκη, τον γιο του, Θεόφραστο, την κόρη του, Νικηχάρη, και ασφαλώς τη μικρή του κόρη, Αντίκλεια’χοκ.

«Βασιληά μου, η τιμή που κάνετε στον Οίκο μας είναι τεράστια,» είπε ο Άρχοντας Κίμων Πολύοπλος. «Ο Απόλλωνας έστρεψε το φως του επάνω μας.»

«Η τιμή είναι δική μου, Άρχοντά μου,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος, κατεβαίνοντας από τον Κυανό Θρόνο και πλησιάζοντας τον για ν’ανταλλάξει μια χειραψία μαζί του. «Δε θα επέλεγα μια νύφη που θεωρούσα ότι δεν είναι κατάλληλη για να μοιραστεί μ’εμένα το Βασίλειο της Απολλώνιας.»

Και στράφηκε στην Αντίκλεια, που ήταν ντυμένη φανταχτερά, στολισμένη, και βαμμένη, και κρατούσε το ραβδί των Διαλογιστών. Της έδωσε το χέρι του κι εκείνη το πήρε, αν και κάπως διστακτικά, για να έρθει να σταθεί πλάι του. Δεν έμοιαζε να πιστεύει ότι όλα τούτα όντως συνέβαιναν. Ίσως να τα θεωρούσε όνειρο.

«Θα με παντρευτείς, Αντίκλεια’χοκ;» τη ρώτησε ο Ανδρόνικος.

«Ασφαλώς, Βασιληά μου,» του απάντησε αμέσως εκείνη.

Αργότερα, όμως, ενώ οι Πολύοπλοι φιλοξενούνταν στο Βασιλικό Παλάτι και ενώ η Αντίκλεια ήταν μόνη με τον Ανδρόνικο στα διαμερίσματά του, τον ρώτησε αποφεύγοντας τη ματιά του:

«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να με παντρευτείς;»

Εκείνος στάθηκε εμπρός της, παίρνοντας τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Αν δεν ήμουν, δε θα σε καλούσα εδώ,» της είπε, και φίλησε τα βαμμένα χείλη της.

«Κι αυτή η άλλη γυναίκα;» ρώτησε η Αντίκλεια. «Η Μαύρη Δράκαινα;»

«Η Ιωάννα το ήξερε ότι κάποτε θα παντρευόμουν, και ότι δεν θα μπορούσα να παντρευτώ εκείνη.»

«Την αγαπάς, όμως;»

«Έχουμε περάσει πολλά μαζί, Αντίκλεια· σ’το έχω πει αυτό.»

«Το θυμάμαι, γι’αυτό σε ρωτάω. Την αγαπάς;»

«Την αγαπώ, το ξέρεις.»

Ο λαιμός της κινήθηκε καθώς φάνηκε να ξεροκαταπίνει. Με σταθερή, επιτηδευμένα ουδέτερη φωνή, είπε: «Θα πρέπει να σε μοιράζομαι μαζί της;»

«Μη λες ανοησίες. Φυσικά και όχι.» Μέσα του, όμως, καθώς το έλεγε αυτό, ήξερε πως δεν ήταν σίγουρος. Θα μπορούσε να διακόψει τελείως με την Ιωάννα; –Δε θα την είχε, πάντως, μαζί του στο παλάτι, αυτό ήταν βέβαιο!

Η Αντίκλεια ένευσε. «Εντάξει,» είπε. Και τον φίλησε τυλίγοντας τα γαντοφορεμένα χέρια της πίσω απ’το κεφάλι του.

*

Οι προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν για τον Βασιλικό Γάμο ήταν πολλές, και οι προσκλήσεις που έπρεπε να σταλθούν ακόμα περισσότερες. Θα έρχονταν, ασφαλώς, αριστοκράτες από κάθε άκρη της Απολλώνιας. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο κοινωνικοπολιτικό γεγονός στο Βασίλειο ύστερα από τη Στέψη του Ανδρόνικου. Η Απολλώνια θα είχε καινούργια Βασίλισσα· η Γλυκάνθη δεν θα ήταν παρά Πριγκίπισσα πλέον και Βασιλομήτωρ.

Ο Ανδρόνικος φιλοξενούσε τους Πολύοπλους στο Βασιλικό Παλάτι καθώς γίνονταν οι προετοιμασίες, και η Αντίκλεια μοιραζόταν τα διαμερίσματά του μοιάζοντας ικανοποιημένη. Η Ιωάννα, αφού τον είχε χαιρετήσει μ’ένα δυνατό φιλί, είχε εξαφανιστεί πάλι· αλλά του είχε πει πως δε θα ήταν μακριά, και να μην ανησυχούσε γι’αυτήν: να πρόσεχε, καλύτερα, τον εαυτό του, γιατί μπορεί κάποιος να έβρισκε τώρα την ευκαιρία να επιχειρήσει δολοφονία εναντίον του – κάποιος όπως αυτός ο παράφρονας του Μαύρου Νάρζουλ, ο Ταχύβιος, ή η Παντοκράτειρα. Όπου συγκεντρώνονταν πολλοί άνθρωποι, πάντοτε υπήρχε κίνδυνος.

Οι ημέρες διαδέχονταν η μία την άλλη, και η διάθεση στην πρωτεύουσα του Βασιλείου της Απολλώνιας ήταν εορταστική.

Ένα απόγευμα, όμως, ειδοποίησαν τον Ανδρόνικο και την Αντίκλεια ότι μια κυρία ζητούσε να τους δει επειγόντως και τους δύο στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου. Έλεγε ότι δεν μπορούσε να περιμένει. Ο Βασιληάς ρώτησε ποια ήταν, και ο υπηρέτης τού απάντησε μέσω του διαύλου ότι ονομαζόταν Πορφυρία, του Οίκου των Επτάνυχων.

Η Πορφυρία; Τι μπορεί να θέλει;

«Ποια είναι αυτή;» ρώτησε η Αντίκλεια.

«Μια από τις προτεινόμενες νύφες που είχα συναντήσει.»

«Και τι θέλει τώρα;»

«Ό,τι κι αν θέλει, δε νομίζω πως θα έχει σχέση με το γάμο. Μάλλον κάτι άλλο θα είναι. Ίσως να…» Συνοφρυώθηκε.

«Τι;»

«Ίσως να έχει σχέση με το Βόρειο Μέτωπο. Η Πορφυρία είναι υπολοχαγός στον Απολλώνιο Στρατό. Τέλος πάντων. Πάμε;»

«Ναι. Στάσου λίγο να φορέσω κάτι καλύτερο.»

Αφού κι οι δυο τους ετοιμάστηκαν, κατέβηκαν στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου και αντίκρισαν την Πορφυρία, η οποία ήταν ντυμένη με τη στρατιωτική της στολή και ζωσμένη το σπαθί της.

«Βασιληά μου,» είπε, τραβώντας το όπλο της και κάνοντας μια επίσημη υπόκλιση στο ένα γόνατο.

«Σήκω, Πορφυρία,» της είπε ο Ανδρόνικος, παρατηρώντας την. Μοιάζει όντως να είναι αναστατωμένη για κάτι.

Η Πορφυρία στράφηκε στην Αντίκλεια. «Εσύ είσαι η Αντίκλεια, του Οίκου των Πολύοπλων;» ρώτησε.

Εκείνη αποκρίθηκε, δείχνοντας λιγάκι παραξενεμένη από την ερώτηση: «Μάλιστα, εγώ είμαι. Δε νομίζω ότι έχουμε γνωριστεί.»

Η Πορφυρία ύψωσε το ξίφος της και διέγραψε το σύμβολο του Καλέσματος στον αέρα ανάμεσα σ’εκείνη και την Αντίκλεια’χοκ.

«Τι σημαίνει αυτό;» απόρησε ο Ανδρόνικος.

«Με Καλείς;» είπε, την ίδια στιγμή, η Αντίκλεια στην Πορφυρία.

«Ναι,» της απάντησε εκείνη, σταθερά, με βλέμμα ασάλευτο.

Η κοπέλα δεν είναι καλά! γρύλισε εσωτερικά ο Ανδρόνικος. «Γιατί το κάνεις αυτό, Πορφυρία; Γνωρίζεις την Αντίκλεια από παλιά; Υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσά σας την οποία αγνοώ;»

«Καμία διαφορά δεν υπήρχε ανάμεσά μας, Βασιληά μου – μέχρι που αποφασίσατε να την παντρευτείτε.»

«Και πιστεύεις ότι θα αλλάξω γνώμη ύστερα από αυτό το Κάλεσμα; Σ’το λέω από τώρα πως δεν θα αλλάξω γνώμη, και σου ζητώ να ανακαλέσεις.» Υπήρχαν ένα σωρό άνθρωποι ολόγυρα οι οποίοι τους κοίταζαν – υπηρέτες, φρουροί, αυλικοί, ευγενείς. Ακόμα και η Βασιλική ήταν εδώ· κι αν έκρινε ο Ανδρόνικος απ’το βλέμμα της έμοιαζε να το διασκεδάζει.

«Το Κάλεσμά μου εξακολουθεί να υφίσταται, Μεγαλειότατε,» αποκρίθηκε η Πορφυρία. «Ακόμα κι αν δεν αλλάξετε γνώμη, πρέπει να δείτε ποια είναι η καλύτερη γυναίκα.»

Ανάθεμα το μυαλό της! Είναι τρελή; Ορισμένες φορές, ο Ανδρόνικος ευχόταν να μπορούσε να διαγράψει το Κάλεσμα από τα έθιμα της Απολλώνιας – αλλά ήξερε ότι, δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό ήταν αδύνατον.

Η Πορφυρία είπε στην Αντίκλεια: «Μέχρι η μία από τις δυο μας να πέσει. Δέχεσαι ή όχι;»

«Δέχομαι,» απάντησε η Αντίκλεια’χοκ, που δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Θα ήταν εξευτελιστικό για τη μέλλουσα Βασίλισσα να αρνηθεί ένα τέτοιο Κάλεσμα. Κανείς δεν θα την έπαιρνε σοβαρά όταν, μετά από λίγες ημέρες, θα γινόταν Βασίλισσα.

«Αυτό,» είπε ο Ανδρόνικος, οργισμένα, «είναι ανόητο!» Είχε διαβάσει, σε ιστορικά βιβλία, για παρόμοιες περιπτώσεις σε Βασιλικούς Γάμους, αλλά δεν πίστευε ότι στον δικό του γάμο θα συνέβαινε κάτι τόσο βλακώδες!

Η Αντίκλεια στράφηκε να τον αντικρίσει. «Μην ανησυχείς,» του ψιθύρισε. «Ξέρω να ξιφομαχώ.» Και προς την Πορφυρία, με δυνατότερη φωνή: «Πηγαίνω να ετοιμαστώ και επιστρέφω.»

Εκείνη ένευσε.

Και, καθώς η Αντίκλεια’χοκ έφυγε, οι υπηρέτες άρχισαν να προετοιμάζουν την αίθουσα για τη μονομαχία, κάνοντας χώρο και φτιάχνοντας έναν δακτύλιο με μια κόκκινη κορδέλα που έδεσαν σε μερικές από τις κολόνες. Περισσότεροι αυλικοί και ευγενείς συγκεντρώνονταν, καθώς, φυσικά, το νέο για το Κάλεσμα μεταφέρθηκε σαν τον άνεμο μέσα στο Βασιλικό Παλάτι.

Επίσης, οι τέσσερις δημοσιογράφοι που φιλοξενούνταν εδώ λόγω της ειδικής περίστασης ήρθαν τρέχοντας, φέρνοντας φωτογραφικές μηχανές μαζί τους.

Ο Ανδρόνικος περίμενε καθισμένος στον Κυανό Θρόνο, εξαγριωμένος με την ενέργεια της Πορφυρίας αλλά ξέροντας πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να την εμποδίσει. Τι νόημα έχει να είσαι Βασιληάς όταν δεν μπορείς να βάλεις σε τάξη ούτε τους ίδιους τους υπηκόους του Βασιλείου σου; αναρωτήθηκε οργισμένα. Επιμένουν να αλληλοσκοτώνονται, οι καταραμένοι!

Η Βασιλική τον πλησίασε, μ’ένα κύπελλο κρασί στο χέρι κι ένα λοξό χαμόγελο στα χείλη. «Τι είναι, αδελφάκι; Θάπρεπε να αισθάνεσαι κολακευμένος. Για μένα, κανένας δεν έχει ποτέ Καλέσει κανέναν!»

«Βασιλική, φύγε γιατί θα σε κλοτσήσω,» μούγκρισε ο Ανδρόνικος.

Η Βασιλική το θεώρησε συνετό να απομακρυνθεί χωρίς άλλα σχόλια.

Όταν η Αντίκλεια’χοκ παρουσιάστηκε πάλι στην Αίθουσα του Κυανού Θρόνου, ήταν ντυμένη με μαύρη αμάνικη μπλούζα, μαύρο δερμάτινο παντελόνι, και ψηλές, μαύρες δερμάτινες μπότες. Τα καστανά της μαλλιά ήταν δεμένα κότσο πίσω απ’το κεφάλι της. Στα χέρια της φορούσε κοντά, μαύρα γάντια χωρίς δάχτυλα. Το χρυσό δέρμα της έμοιαζε να γυαλίζει στο τεχνητό φως της αίθουσας, με τόσα μαύρα ρούχα επάνω της.

Σαν Μαύρη Δράκαινα είναι ντυμένη, δεν μπόρεσε παρά να παρατηρήσει ο Ανδρόνικος. Επίτηδες το έκανε;

Από την (επίσης μαύρη) ζώνη της κρεμόταν ένα σπαθί, το οποίο και τράβηξε.

Συγχρόνως, οι δημοσιογράφοι τραβούσαν όχι όπλα αλλά φωτογραφίες. (Κατάρες στην ψυχή τους! γρύλισε εσωτερικά ο Ανδρόνικος.)

Η Πορφυρία, έχοντας κι εκείνη το σπαθί της στο γαντοφορεμένο χέρι της, μπήκε πρώτη στον δακτύλιο της κόκκινης κορδέλας. Και η Αντίκλεια την ακολούθησε.

«Μεγαλειότατε,» φώναξε η Πορφυρία. «Με το κέλευσμά σας, ξεκινάμε!»

Κανονικά, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος, θα έπρεπε να κατεβώ και να την πλακώσω στο ξύλο. Αλλά σηκώθηκε απ’τον Κυανό Θρόνο και είπε: «Ξεκινήστε!»

Τα σπαθιά των δύο γυναικών διασταυρώθηκαν εμπρός τους, γυαλίζοντας.

Κλικ-κλικ-κλικ! Κλικ-κλικ! ακούγονταν οι φωτογραφικές μηχανές των δημοσιογράφων.

Η Πορφυρία έσπρωξε, απότομα. Και η Αντίκλεια παραπάτησε. Για λίγο έμοιαζε έτοιμη να χάσει την ισορροπία της και να πέσει από τόσο νωρίς, αλλά αμέσως μετά στάθηκε γερά στα μποτοφορεμένα πόδια της κι απέκρουσε μια χαμηλή σπαθιά της Πορφυρίας. Κι άλλη μία, κι άλλη μία, κι άλλη μία, καθώς υποχωρούσε προς την κόκκινη κορδέλα που απαγορευόταν να περάσει αν δεν ήθελε να ηττηθεί.

Η Πορφυρία γέλασε. «Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις;» Κι έδωσε, ξαφνικά, στην Αντίκλεια λίγο άνοιγμα. Εκείνη το εκμεταλλεύτηκε επιχειρώντας να σπαθίσει την αντίμαχό της, αλλά η Πορφυρία εύκολα απέφυγε την επίθεση και, περιπαιχτικά, χαστούκισε την Αντίκλεια στο αριστερό μάγουλο. Γελώντας. «Αυτό είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις;»

Το χρυσόδερμο πρόσωπο της Αντίκλειας φάνηκε να κοκκινίζει από θυμό, και οι επιθέσεις της έγιναν γρήγορες και δυνατές καθώς κρατούσε το ξίφος της με τα δύο χέρια.

Έχε το νου σου, Αντίκλεια, σκέφτηκε ο Ανδρόνικος· προσπαθεί να σε κάνει απρόσεχτη. Παρατηρούσε τα πόδια τους επάνω στο δάπεδο της αίθουσας, κι έβλεπε ότι η Πορφυρία ήταν σαφώς καλύτερη στο πώς κινιόταν – κι αυτό, όπως γνώριζε, ήταν πολύ σημαντικό σε μια ξιφομαχία. Αλλά, βέβαια, δεν τον εξέπληττε που η Πορφυρία ήταν καλύτερη· δεν αμφισβητούσε τις ικανότητές της στο ξίφος. Αμφισβητούσε την καταραμένη λογική της!

Η Πορφυρία απέκρουε εύκολα τις επιθέσεις της αντιπάλου της – και ξαφνικά, έκανε στο πλάι. Το ξίφος της Αντίκλειας πέτυχε τον αέρα, κι εκείνη έχασε προς στιγμή την ισορροπία της. Η Πορφυρία τη γρονθοκόπησε στα πλευρά. Η Αντίκλεια παραπάτησε κάνοντας μερικά απότομα και ασταθή βήματα προς μια τυχαία κατεύθυνση. Η Πορφυρία προσπάθησε να την κλοτσήσει για να τη στείλει κάτω και να νικήσει τον αγώνα–

–η Αντίκλεια, με μια απρόσμενη κίνηση, άρπαξε το πόδι της αντιπάλου της με το αριστερό χέρι–

–η Πορφυρία φάνηκε να πανικοβάλλεται (μπορούσε να ηττηθεί αυτή τη στιγμή) και σπάθισε την Αντίκλεια στον πήχη.

Αίμα τινάχτηκε.

Η Αντίκλεια έκανε πίσω αφήνοντας το πόδι της αντιπάλου της. Η Πορφυρία λίγο έλειψε να πέσει, αλλά κατάφερε να παραμείνει όρθια.

Το τραύμα στο χέρι της Αντίκλειας δεν πρέπει να ήταν σοβαρό, παρατήρησε ο Ανδρόνικος. Ευτυχώς. Και για τις δυο τους!

Η Αντίκλεια φάνηκε τώρα να παίρνει περισσότερο θάρρος, χωρίς να είναι εξαγριωμένη. Άρχισε να πολεμά καλύτερα. Με περισσότερη τεχνική. Οι λεπίδες τους συναντιόνταν και χώριζαν – συναντιόνταν και χώριζαν – συναντιόνταν και χώριζαν. Η Πορφυρία, αντιθέτως, έμοιαζε να έχει χάσει λίγη από την αρχική της αυτοπεποίθηση – ίσως, τελικά, η Αντίκλεια να μην ήταν τόσο αδύναμη όσο νόμιζε.

Η μονομαχία συνεχίστηκε πιο άγρια από πριν. Η Πορφυρία, σε κάποια στιγμή, γρονθοκόπησε την Αντίκλεια στο σαγόνι, κάνοντας αίμα να πεταχτεί από τα χείλη της. Η Αντίκλεια, λίγο πιο μετά, κλότσησε την Πορφυρία στην κοιλιά και προσπάθησε να την πετάξει κάτω – πετυχαίνοντας μόνο να την εξαγριώσει.

Τα σπαθιά τους στραφτάλιζαν.

Ιδρώτας γυάλιζε στα μέτωπα και των δυο τους.

Ο Ανδρόνικος δεν μπορούσε να βλέπει τη μελλοντική του Βασίλισσα να αιμορραγεί έτσι, σ’αυτό τον άσκοπο αγώνα. Αλλά δεν ήταν εφικτό να κάνει κάτι για να τον διακόψει.

Το λεπίδι της Αντίκλειας διέγραψε μια ψηλή τροχιά. Η Πορφυρία έσκυψε όπως μονάχα μια γυναίκα που έχει μάθει σε πραγματική μάχη μπορεί να σκύψει. Το όπλο πέρασε από πάνω της, και η Πορφυρία άρπαξε τον καρπό του σπαθοφόρου χεριού της Αντίκλειας με το ελεύθερο χέρι της. Άφησε το δικό της σπαθί να πέσει και γρονθοκόπησε την Αντίκλεια στο διάφραγμα, μία φορά. Και ξανά (–ένα μάλλον αχρείαστο και κακοπροαίρετο χτύπημα, παρατήρησε ο Ανδρόνικος). Και ξανά (Θα τη σκοτώσω! σκέφτηκε ο Ανδρόνικος). Η Αντίκλεια δεν μπορούσε ν’αναπνεύσει, και το σπαθί της είχε πέσει από το χέρι της. Ήταν φανερό πως θα είχε ήδη σωριαστεί αν η Πορφυρία δεν κρατούσε τον καρπό της. Και η Πορφυρία τώρα άρπαξε το πρόσωπό της και την έσπρωξε πίσω, απότομα και δυνατά, ενώ συγχρόνως ελευθέρωνε το χέρι της.

Η Αντίκλεια έπεσε και διπλώθηκε, ανήμπορη να σηκωθεί.

Η Πορφυρία πήρε, διαδικαστικά, το ξίφος της Αντίκλειας από κάτω (επίτηδες, ήταν βέβαιος ο Ανδρόνικος, γιατί θα μπορούσε να είχε πάρει το δικό της ξίφος), πάτησε, με το δεξί πόδι, πλάι στον λαιμό της πεσμένης αντιπάλου της, και έβαλε την αιχμή του όπλου μπροστά στο πρόσωπό της.

Χειροκροτήματα και φωνές ακούστηκαν από πολλούς θεατές, και ιδιαίτερα από τους ευγενείς που ο Ανδρόνικος ήξερε ότι δεν συμπαθούσαν τους Πολύοπλους.

Οι δημοσιογράφοι φωτογράφιζαν σαν μανιακοί.

Η Πορφυρία πήρε το πόδι της από τη διπλωμένη Αντίκλεια, άφησε το σπαθί της Πολύοπλης να πέσει, σήκωσε το δικό της σπαθί, και έκανε μια επίσημη υπόκλιση αντίκρυ στον Ανδρόνικο. Τα μάτια της γυάλιζαν περήφανα από τη νίκη.

Ο Ανδρόνικος ήταν βέβαιος ότι τα δικά του μάτια γυάλιζαν από οργή.

«Μπορείς να πηγαίνεις,» της είπε ξερά.

Η Πορφυρία θηκάρωσε το ξίφος της και βγήκε από τον δακτύλιο της κόκκινης κορδέλας.

Ο Ανδρόνικος κατέβηκε από τον Κυανό Θρόνο και πρόσταξε τους υπηρέτες που έκαναν να πλησιάσουν τη διπλωμένη Αντίκλεια: «Μακριά!»

Γονάτισε πλάι της και τη βοήθησε να σηκωθεί.

«Πολέμησες γενναία,» της είπε.

«…Σε… απογοήτευσα, Ανδρόνικε…» ψέλλισε εκείνη, ξέπνοα, κλαίγοντας.

«Μη λες ανοησίες. Αυτό το Κάλεσμα δεν θα έπρεπε ποτέ να–»

Οι δημοσιογράφοι συνέχιζαν να φωτογραφίζουν από γύρω, και τώρα ο Ανδρόνικος στράφηκε σ’αυτούς. «Αρκετά!» φώναξε. «Τέρμα οι φωτογραφίες! Φύγετε!

»Φρουροί – πετάξτε τους έξω! Τώρα! Πετάξτε τους έξω!»

Οι δημοσιογράφοι διαμαρτυρήθηκαν καθώς τους τραβούσαν, αλλά οι φρουροί τούς έβγαλαν από την αίθουσα. Πρέπει να έπεσαν και μερικά χτυπήματα, αν κατάλαβε καλά ο Ανδρόνικος.

«Ήταν…» του είπε η Αντίκλεια, ακόμα δυσκολευόμενη ν’αναπνεύσει, «η μόνη φορά… που μ’έχουν Καλέσει…»

Ο Ανδρόνικος την έβγαλε από τον δακτύλιο της κόκκινης κορδέλας, κάνοντας νόημα σ’όσους πλησίαζαν να απομακρυνθούν. Και οδήγησε την Αντίκλεια στα διαμερίσματά του.

ΚΔ’
Η ΜΑΥΡΗ ΔΡΑΚΑΙΝΑ ΣΥΝΑΝΤΑ ΦΙΛΟΥΣ

Το επόμενο πρωί, όλες οι εφημερίδες της Απαστράπτουσας έγραφαν για το Κάλεσμα.

Η Φωνή της Απολλώνιας έλεγε ότι, τελείως απρόσμενα και χωρίς πρωτύτερη προειδοποίηση, η Πορφυρία του Οίκου των Επτάνυχων – μία από τις γυναίκες που ο Βασιληάς είχε επισκεφθεί ως πιθανές νύφες – είχε Καλέσει τη μέλλουσα Βασίλισσα, Αντίκλεια’χοκ του Οίκου των Πολύοπλων, και την είχε νικήσει μέσα στην ίδια την Αίθουσα του Κυανού Θρόνου. Η μέλλουσα Βασίλισσα της Απολλώνιας είχε δώσει τον καλύτερό της εαυτό, αλλά αυτό δεν αποδείχτηκε αρκετό για να της χαρίσει τη νίκη…

Ο Κήρυκας της Απαστράπτουσας αναρωτιόταν πώς μια Βασίλισσα που είχε ηττηθεί τόσο εύκολα σε ένα Κάλεσμα θα μπορούσε να διοικήσει μια πολιορκημένη από την Παντοκράτειρα διάσταση όπως η Απολλώνια. Μάλλον θα έπρεπε να αποδείξει ότι ήταν πολύ καλύτερη σε όλα τ’άλλα από ό,τι στη χρήση του ξίφους της!

Τα Απολλώνια Νέα είχαν ένα σωρό φωτογραφίες από τη μονομαχία και έγραφαν όσο το δυνατόν πιο αναλυτικά πώς είχε αυτή διεξαχθεί. Δεν σχολίαζαν πολύ, όμως οι εικόνες και οι περιγραφές δεν έμοιαζαν να κολακεύουν την Αντίκλεια’χοκ.

Η Κουβέντα παρουσίαζε διάφορους δημοσιογράφους που ο καθένας έλεγε τη γνώμη του απαντώντας σ’ένα βασικό ερώτημα: Πώς μια ηττημένη Βασίλισσα μπορεί να διοικήσει; Οι απόψεις ήταν ποικίλες: από Το Κάλεσμα είναι ένα άσκοπο έθιμο που πρέπει να πάψει μέχρι Κάποια που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ένα Κάλεσμα σίγουρα δε θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του Βασιλείου.

Ο Πλανόδιος έκανε διάφορες υποθέσεις για το ποια παλιότερη σχέση μπορεί να υπήρχε ανάμεσα στην Αντίκλεια’χοκ και στην Πορφυρία. Δεν μπορεί, ασφαλώς, το Κάλεσμα να είχε γίνει μόνο εξαιτίας του γάμου: κάτι άλλο, σίγουρα, κρυβόταν πίσω από αυτό το πρόσχημα. Κάποια παλιότερη – ίσως και αρχαιότερη – έχθρα. Ή, μπορεί ορισμένοι από τους τοπικούς αντιπάλους του Οίκου των Πολύοπλων να είχαν δελεάσει (με χρήματα ή με χάρες) τον Οίκο των Επτάνυχων ώστε η Πορφυρία να δώσει το Κάλεσμα.

*

Η Αντίκλεια θύμωσε διαβάζοντας τις εφημερίδες καθώς έπαιρνε πρωινό με τον Ανδρόνικο.

«Αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί!» είπε. «Τι τους έχω κάνει και λένε τέτοια πράγματα για μένα;»

«Τίποτα,» αποκρίθηκε ο Ανδρόνικος. «Έτσι είναι οι δημοσιογράφοι. Έτσι ζουν.»

«Παλιότερα, κανένας δε μου έδινε σημασία.» Η Αντίκλεια δίπλωσε τη Φωνή της Απολλώνιας και την άφησε παραδίπλα.

«Δεν ήσουν Βασίλισσα τότε.»

«Δεν είμαι Βασίλισσα ακόμα.»

«Αυτό τούς δίνει έναν λόγο παραπάνω για να σχολιάζουν,» είπε ο Ανδρόνικος. «Είναι το θέμα των ημερών. Οι πάντες αναρωτιούνται πώς θα είναι η καινούργια τους Βασίλισσα.»

«Και, υποθέτω, η γνώμη τους για μένα τώρα δε θα είναι και πολύ καλή,» μόρφασε η Αντίκλεια. Είχε στενοχωρηθεί μ’αυτή την ιστορία· ο Ανδρόνικος μπορούσε να το δει στο πρόσωπό της: την είχε πειράξει που είχε ηττηθεί. «Ίσως θα έπρεπε να δώσω μια συνέντευξη σε κάποια απ’αυτές τις εφημερίδες.»

«Καλύτερα όχι.»

«Γιατί όχι; Δε φαίνεται να ξέρουν καν ότι τούτη ήταν η πρώτη φορά που κάποιος με Κάλεσε!»

«Δεν τους ενδιαφέρει,» είπε ο Ανδρόνικος, «παρά μόνο ως είδηση. Αν τους το πεις, απλά θα δώσεις έναυσμα για περισσότερα σχόλια.»

Η Αντίκλεια αναστέναξε. Έτριψε το σπασμένο της χείλος. Σκεπτική.

«Μη στενοχωριέσαι,» της είπε ο Ανδρόνικος. «Θα πρέπει να συνηθίσεις τους δημοσιογράφους. Μιλάνε περισσότερο απ’όσο χρειάζεται.»

«Θα γίνονται αυτά τα πράγματα κάθε μέρα;»

«Σκέψου: Όταν δεν ήσουν Βασίλισσα, τι διάβαζες στις εφημερίδες για εμένα και την οικογένειά μου;»

«Δε γράφονταν συνέχεια τέτοια πράγματα!»

«Ακριβώς. Μετά το γάμο, θα δεις που όλα θα ησυχάσουν.»

*

Οι προετοιμασίες είχαν προ πολλού τελειώσει, και όλοι οι καλεσμένοι βρίσκονταν τώρα στην Απαστράπτουσα. Ακόμα και μερικοί επαναστάτες από άλλες διαστάσεις είχαν έρθει. Έτσι ο Βασιληάς Ανδρόνικος δήλωσε, μέσω του τηλεοπτικού καναλιού Φως της Απολλώνιας και των εφημερίδων, ότι ο γάμος θα γινόταν την αυριανή ημέρα.

Η Ιωάννα έμαθε το νέο από τον τηλεοπτικό δέκτη του δωματίου της στο ξενοδοχείο «Χρυσά Ρόδα».

Αυτό ήταν, σκέφτηκε, μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι. Έγινε.

Δεν είναι τόσο άσχημο, έτσι δεν είναι;

Έσβησε το τσιγάρο της.

Θα το συνηθίσω. Το ήξερα πως, έτσι κι αλλιώς, κάποτε θα συνέβαινε.

Σηκώθηκε και ντύθηκε.

Κατέβηκε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, που είχε παράθυρα τα οποία κοίταζαν στον ποταμό Οροκέλωρα, και βάδισε προς ένα άδειο γωνιακό τραπέζι. Τότε, όμως, είδε ότι κάποιος τής έκανε νόημα. Ο Οδυσσέας. Από ένα άλλο τραπέζι, δίπλα σε παράθυρο. Και δεν ήταν μόνος.

Η Ιωάννα τούς πλησίασε, μειδιώντας. Μαζί με τον Πρόμαχο ήταν κι άλλοι επαναστάτες: η χρυσόδερμη, μαυρομάλλα Άνμα’ταρ (μια από τις μάγισσες του τάγματος των Δρακαινών, που ήταν εκπαιδευμένες από την Παντοκράτειρα να υποβοηθούν τις Μαύρες Δράκαινες στις αποστολές τους), ο μαυρόδερμος, πρασινομάλλης Σέλιρ’χοκ, ο Προαιρέσιος, ο ψηλός, γαλανόδερμος, όμορφος Μιχαήλ (ένας επαναστάτης από την Υπερυδάτια, τη γενέτειρα της Ιωάννας), ο κατάλευκος Ράθνης με τα γκρίζα μαλλιά και μούσια (που καταγόταν από την Αρβήντλια), ο Θελλέδης και η Σαρφάλλη, και η Ανταρλίδα: μια Μαύρη Δράκαινα με κατάλευκο δέρμα και ξανθά μαλλιά, που όλοι θεωρούσαν χαμένη μέχρι που εκείνη είχε επανεμφανιστεί μέσα από τη διάσταση Νόρχακ, η οποία πρόσφατα είχε έρθει σε επαφή με το υπόλοιπο σύμπαν ενώ πριν, σύμφωνα με τα λεγόμενα, ήταν απομονωμένη.

Μαζί με την Ανταρλίδα είχε εξαφανιστεί κι ο Τάμπριελ’λι, ένας πρώην σύζυγος της Παντοκράτειρας ο οποίος δεν ήταν πλέον στο πλευρό της αλλά κανένας δεν τον θεωρούσε και ακριβώς επαναστάτη. Ήταν αμφιλεγόμενο πρόσωπο.

Και τώρα, καθόταν πλάι στην Ανταρλίδα, φορώντας πλατύγυρο καπέλο κι ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά, για να μη γίνεται αμέσως αντιληπτός από όσους, πιθανώς, είχαν κάποτε δει την όψη του. Το δέρμα του ήταν πορφυρό, και τα μαλλιά και το γένι στο σαγόνι του άσπρα, αν και δεν ήταν μεγάλης ηλικίας.

«Με περιμένατε εδώ;» ρώτησε η Ιωάννα καθώς τη χαιρετούσαν.

«Δε μένει κανένας άλλος γνωστός μας στα Χρυσά Ρόδα,» αποκρίθηκε η Άνμα’ταρ.

«Κάθισε, μη στέκεσαι,» της είπε ο Προαιρέσιος.

Η Ιωάννα κάθισε. «Ανταρλίδα, τι κάνεις; Πότε ήρθες;»

«Προχτές ήρθαμε,» απάντησε εκείνη και ήπιε μια γουλιά απ’τον καφέ της. Προφανώς αναφερόταν στον εαυτό της και στον Τάμπριελ. Απ’ό,τι είχε καταλάβει η Ιωάννα, οι δυο τους ήταν, το λιγότερο, εραστές. Ίσως, μάλιστα, να είχαν παντρευτεί κιόλας σ’αυτή την άγνωστη διάσταση όπου είχαν βρεθεί αφού τους κατάπιε ο υπερδιαστασιακός στρόβιλος στην Ταλκασία. Και η Ανταρλίδα έμοιαζε τώρα να εμπιστεύεται απόλυτα τον Τάμπριελ, πράγμα που παραξένευε την Ιωάννα, δεδομένου του παρελθόντος του αλλά και του παρόντος του. Ήταν πολύ παράξενος, και ισχυριζόταν πως έβλεπε οράματα.

«Σας ειδοποίησε ο Ανδρόνικος για τον γάμο;» ρώτησε η Ιωάννα.

«Το έμαθα, βασικά, ενώ βρισκόμουν στην Υπερυδάτια για κάτι δουλειές,» εξήγησε η Ανταρλίδα.

Η Ιωάννα άναψε τσιγάρο, και έκαναν ελαφριά κουβέντα καθώς έπαιρναν το πρωινό τους.

Ο Οδυσσέας ρώτησε τον Τάμπριελ’λι πώς πήγαιναν τα πράγματα στη Νόρχακ. Είχε παρουσιαστεί κανένας κίνδυνος απ’τους Παντοκρατορικούς; Όχι ακόμα, απάντησε εκείνος. Αλλά ήταν βέβαιος πως, αργά ή γρήγορα, η Παντοκράτειρα θα έκανε την κίνησή της.

Ο Οδυσσέας τον ρώτησε, μετά, αν μπορούσε να διαλύσει τον υπερδιαστασιακό στρόβιλο στην Απολλώνια όπως αυτόν στη Νόρχακ.

«Δεν είναι το ίδιο πράγμα,» του απάντησε ο Τάμπριελ. «Η Νόρχακ ήταν μια κλειστή διάσταση. Κι όταν άνοιξε, το σχήμα της άλλαξε σε ενεργειακό επίπεδο, γι’αυτό κιόλας ο στρόβιλος έπαψε να περνά από εκεί. Στην Απολλώνια δεν μπορεί να γίνει το ίδιο.

»Ο Δαίδαλος δεν έχει προτείνει ακόμα καμια λύση;»

Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. «Όχι, δυστυχώς. Και φαίνεται πως ο στρόβιλος έχει αρχίσει να μας προκαλεί και… παράπλευρα προβλήματα.»

Η Ανταρλίδα συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;»

Ο Οδυσσέας τούς είπε για την Τοποθεσία Δέλτα και για το Δημιούργημα, αποφεύγοντας ν’αναφέρει το όνομα του Αργυροθώρη. Ήταν ευγενής, εξήγησε, και δεν ήθελε να διαδοθούν φήμες που θα πρόσβαλαν τον Οίκο του.

Η όψη του Προαιρέσιου είχε αγριέψει, παρατήρησε η Ιωάννα. Ωστόσο έμεινε σιωπηλός, πίνοντας το τσάι του.

Ο Ράθνης ρώτησε, μετά, αν αυτή η Αντίκλεια’χοκ που θα παντρευόταν ο Πρίγκιπας ήταν επαναστάτρια. Ο Οδυσσέας τού απάντησε πως δεν ήταν, αλλά είπε ότι ήξερε την οικογένειά της, τους Πολύοπλους. Ήταν όλοι τους πιστοί στον Βασιλικό Οίκο των Ευφρόνων και στο Βασίλειο της Απολλώνιας από παλιά. Θα γινόταν καλή Βασίλισσα, πίστευε.

«Την έχεις ακουστά;» ρώτησε η Άνμα’ταρ τον Σέλιρ’χοκ.

«Επειδή είναι Διαλογίστρια;»

«Ναι.»

«Δε γνωρίζω όλους τους Διαλογιστές· δεν είναι τόσο λίγοι όσο οι Δράκαινες,» της είπε ο Σέλιρ. «Και, όχι, για την Αντίκλεια δεν έχει τύχει να ξανακούσω. Πρέπει να είναι καινούργια στο τάγμα, εξάλλου, νεαρή όπως φαίνεται.»

*

Το μεσημέρι, η παρέα τους διαλύθηκε καθώς οι περισσότεροι έφυγαν για να πάνε στο ένα μέρος ή στο άλλο. Η Ανταρλίδα και ο Τάμπριελ δήλωσαν ότι θα επέστρεφαν στο Βασιλικό Παλάτι· δεν είχαν προλάβει να δουν και πολύ τον Πρίγκιπα χτες που είχαν έρθει στην Απολλώνια. Η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ, όμως, έμειναν με την Ιωάννα, όπως και ο Οδυσσέας.

«Θα πάμε για φαγητό;» πρότεινε ο τελευταίος. Κανένας δε διαφώνησε, έτσι μπήκαν σ’ένα όχημα που ήταν σταθμευμένο στο γκαράζ του ξενοδοχείου και ξεκίνησαν, με τον Πρόμαχο για οδηγό και την Ιωάννα καθισμένη δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού. Πίσω κάθονταν η Άνμα’ταρ και ο Σέλιρ’χοκ.

Η Ιωάννα άναψε τσιγάρο. «Εσύ τούς μάζεψες όλους στο ξενοδοχείο μου;» ρώτησε τον Οδυσσέα.

«Γιατί το νομίζεις αυτό;» αποκρίθηκε εκείνος κοιτάζοντας τον δρόμο, όπου η κίνηση ήταν πολλή αυτή την ώρα.

«Είσαι ο μόνος στον οποίο είχα πει πού θα μένω.»

Η Άνμα είπε: «Δε χάρηκες που μας είδες, λοιπόν;»

«Δεν είναι αυτό. Απλώς ρωτάω. Ο Οδυσσέας σάς έφερε;»

«Εγώ τούς έφερα,» επιβεβαίωσε την υποψία της ο Οδυσσέας. «Σκέφτηκα να σου κάνουμε έκπληξη.» Ανασήκωσε τους ώμους.

Νομίζουν ότι μ’έχει στενοχωρήσει ο γάμος, συλλογίστηκε η Ιωάννα. Νομίζουν ότι πρέπει να μου φτιάξουν τη διάθεση. –Ανοησίες! Αλλά, κατά βάθος, της άρεσε που την είχαν σκεφτεί.

Ο Οδυσσέας τούς πήγε σ’ένα εστιατόριο κοντά στη μεσαία από τις τρεις γέφυρες του ποταμού Οροκέλωρα. Σταμάτησε το όχημα απέξω και μπήκαν για να βρουν τραπέζι και να παραγγείλουν. Το μέρος ήταν σχεδόν γεμάτο. Τις τελευταίες ημέρες, είχε γενικά περισσότερο κόσμο στην Απαστράπτουσα απ’ό,τι συνήθως, εξαιτίας του Βασιλικού Γάμου που θα γινόταν. Συγκεντρώνονταν ένα σωρό άνθρωποι από όλο το Βασίλειο.

Το φαγητό θα μπορούσε να ήταν και καλύτερο, αλλά κανείς δεν παραπονέθηκε, εκτός από την Άνμα. «Το κρέας τους είναι καμένο,» είπε κοιτάζοντας επικριτικά τον Οδυσσέα.

Εκείνος μόρφασε. «Η πολυκοσμία φταίει. Άλλες φορές που έχω έρθει δεν είναι έτσι.»

Μετά το φαγητό, η Άνμα είπε, πίνοντας μια γουλιά από το αναψυκτικό της: «Έχω σκάσει. Και είμαι σίγουρη ότι φταίει το κρέας τους – κι εσύ, Οδυσσέα.»

«Δεν είμαι ο μάγειρας…»

Η Άνμα στράφηκε στον Σέλιρ. «Πάμε να ξεκουραστούμε;»

Εκείνος έσβησε το πούρο που κάπνιζε. «Πάμε.»

Σηκώθηκαν.

Η Άνμα είπε: «Ιωάννα, θα σε δούμε το απόγευμα;»

«Ίσως.»

«Στο γάμο θα έρθεις αύριο, έτσι;»

«Ίσως.»

«Θα έρθεις,» επέμεινε η Άνμα. «Ένα σωρό επαναστάτες θα είναι εκεί. Δε μπορείς να λείπεις!»

«Καλά, θα δούμε,» αποκρίθηκε η Ιωάννα φυσώντας καπνό από την άκρια του στόματός της.

Η Άνμα τής χαμογέλασε, και μετά εκείνη κι ο Σέλιρ’χοκ έφυγαν απ’το εστιατόριο.

«Δε θα τους πας μέχρι το παλάτι;» ρώτησε η Ιωάννα τον Οδυσσέα.

Εκείνος μόρφασε και ήπιε μια γουλιά απ’τη λιγοστή κόκκινη μπίρα που απέμενε στο ποτήρι του. «Θα βρουν κάποιο επιβατηγό και θα πάνε. Επιπλέον, κάποιος πρέπει να πάει κι εσένα στο ξενοδοχείο σου, ή όπου αλλού θες να πας.»

Η Ιωάννα τον λοξοκοίταξε. «Δε μπορώ εγώ να βρω επιβατηγό;»

«Μπορείς, φυσικά, να στριμωχτείς εκεί,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας, «ή μπορείς να ξαπλώσεις άνετα μέσα στο δικό μου όχημα.»

Η Ιωάννα μειδίασε λοξά. «Γιατί έχω την αμυδρή εντύπωση ότι μου ρίχνεσαι;»

«Αυτό,» είπε ο Οδυσσέας τελειώνοντας τη μπίρα του, «εξαρτάται τελείως από εσένα.»

«Τελείως, ε;»

«Ναι.»

Η Ιωάννα γνώριζε, φυσικά, ότι ο Οδυσσέας είχε τουλάχιστον μία ερωμένη σε κάθε διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος, όπως έλεγαν οι φήμες· και πολλές πρώην ερωμένες, επίσης. Είχε ακούσει, μάλιστα, πως κατά περίσταση κοιμόταν ακόμα και με την Πριγκίπισσα Βασιλική. Ο Ανδρόνικος δεν είχε δεχτεί να το επιβεβαιώσει αυτό όταν η Ιωάννα τον είχε ρωτήσει.

«Λοιπόν,» είπε η Ιωάννα. «Νομίζω πως τώρα είναι η δική μου σειρά να πληρώσω τον λογαριασμό.» Και έβαλε το χέρι της μέσα στο πανωφόρι της, που κρεμόταν από την καρέκλα.

«Εγώ θα πληρώσω,» δήλωσε ο Οδυσσέας.

«Πλήρωσες το πρωινό. Για όλους.»

«Και θα πληρώσω και το μεσημεριανό. Για όλους. Όπως είδες, οι αγαπητοί μας φίλοι έφυγαν χωρίς ν’αφήσουν λεφτά.»

Η Ιωάννα έβγαλε το πορτοφόλι της και το άνοιξε. «Τους μάζεψες για να μου κάνεις έκπληξη· εγώ πρέπει τώρα να κεράσω.» Τράβηξε μερικά χαρτονομίσματα και τ’άφησε πάνω στο τραπέζι. «Πάμε.» Σηκώθηκε απ’την καρέκλα της.

«Δεν ήταν περιπλανώμενος θίασος που πρέπει να πληρώσεις,» της είπε ο Οδυσσέας. «Γνωστοί σου ήταν όλοι τους. Ήθελαν να έρθουν, Ιωάννα.» Σηκώθηκε κι εκείνος, στεκόμενος εμπρός της.

«Επειδή νομίζουν ότι είμαι λυπημένη λόγω του γάμου του Ανδρόνικου. Αλλά δεν είναι έτσι. Όχι ακριβώς. Δεν έχω πρόβλημα με τον γάμο. Το έχω πει στον Ανδρόνικο. Δεν καταλαβαίνω γιατί πιστεύετε ότι λέω ψέματα,» είπε η Ιωάννα, και βάδισε προς την έξοδο του εστιατορίου.

Ο Οδυσσέας την ακολούθησε, και συναντήθηκαν απέξω, μπροστά στο όχημά του.

«Δεν πιστεύουμε ότι λες ψέματα. Για όνομα του Απόλλωνα, Ιωάννα! Γιατί είναι ανάγκη να το παίρνεις τόσο στραβά; Ξέρουν ότι αγαπάς τον Ανδρόνικο και ότι, λογικά, δε μπορεί να χαίρεσαι που παντρεύεται κάποια άλλη. Δε νομίζει κανένας ότι πρόκειται να κάνεις φασαρίες, ή ότι δεν ήξερες πως αυτό κάποτε θα συνέβαινε.»

Η Ιωάννα άναψε τσιγάρο. «Εντάξει,» είπε. «Μην το κάνεις θέμα. Ήταν ωραία που τους είδα, ούτως ή άλλως.» Χαμογέλασε, αν και κάπως βεβιασμένα. «Πάμε τώρα;»

«Πάμε.» Ο Οδυσσέας ξεκλείδωσε το όχημα και κάθισε στη θέση του οδηγού.

Η Ιωάννα μπήκε και ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα.

«Τελικά, δεν φούσκωσε μόνο η Άνμα από το φαγητό,» είπε ο Οδυσσέας.

«Δε με πείραξε το φαγητό. Σκέφτηκα, όμως, ότι ίσως να μιλούσες κυριολεκτικά όταν είπες ότι θα μπορούσα να ξαπλώσω άνετα μέσα στο όχημά σου.»

Ο Οδυσσέας μειδίασε. «Μιλούσα κυριολεκτικά,» είπε, ενεργοποιώντας τη μηχανή.

Το όχημα έφυγε από το πλάι του δρόμου όπου ήταν σταματημένο και κατευθύνθηκε προς τα Χρυσά Ρόδα.

Η κίνηση ήταν το κάτι άλλο, καθώς ένα πολλαπλό τρακάρισμα είχε γίνει λίγο πριν από τη Βόρεια Γέφυρα. Η Ιωάννα λαγοκοιμήθηκε στο πίσω κάθισμα, και ξύπνησε πάλι όταν αισθάνθηκε ότι κινούνταν κανονικά.

Το όχημα μπήκε στο γκαράζ των Χρυσών Ρόδων και στάθμευσε.

Η Ιωάννα ρώτησε τον Οδυσσέα: «Θάρθεις για καφέ;»

«Ναι.»

Βγήκαν απ’το όχημα, πήραν τον ανελκυστήρα του ξενοδοχείου, και ανέβηκαν στο δωμάτιό της. Η Ιωάννα ξεκλείδωσε την πόρτα και μπήκαν. Έριξε τα κλειδιά της πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι κάτω απ’τον καθρέφτη, έβγαλε το πανωφόρι της πετώντας το πάνω στην καρέκλα, και, στρεφόμενη στον Οδυσσέα, πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στις χούφτες της και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα χείλη του. Εκείνος την έσφιξε κοντά του με τρόπο που η Ιωάννα βρήκε ευχάριστο και διεγερτικό.

«Δεν έχει καφέ, λοιπόν;» της είπε ο Οδυσσέας όταν τον άφησε να αναπνεύσει.

«Μόνο αν οι θεοί σε κρίνουν καλό.»

«Εγώ μόνο μία θεά βλέπω εδώ.»

Η Ιωάννα γέλασε. «Δεν είμαι θεά,» είπε, και φιλήθηκαν πάλι καθώς ο ένας τραβούσε τα ρούχα του άλλου.

*

Η Ιωάννα πλησίασε το κρεβάτι κρατώντας δύο κούπες με αχνιστό καφέ. «Οι θεοί ελέησαν,» είπε και έδωσε τη μία στον Οδυσσέα, που ήταν ξαπλωμένος.

Εκείνος ήπιε μια μικρή γουλιά. «Και ο καφές τους είναι καλός.»

Η Ιωάννα κάθισε δίπλα του, διπλώνοντας το ένα της πόδι από κάτω της. Ήταν ντυμένη με το πουκάμισό του. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ που είχε μόλις φτιάξει. Δεν ήταν και τόσο καλός, σκέφτηκε. Οι Μαύρες Δράκαινες ήξεραν να κάνουν πολλά, αλλά να ψήνουν καφέ και να φτιάχνουν φαγητό δεν ήταν μέσα στις ειδικότητές τους.

«Τι θα κάνουμε τώρα; Θα μου πεις όλα τα μυστικά των άλλων ερωμένων σου;»

Ο Οδυσσέας, παραδόξως, φάνηκε να νιώθει αμήχανα. «Ποτέ δεν το κάνω αυτό.»

«Λες αλήθεια;»

«Ναι.»

«Μια ερώτηση, τότε, μόνο: Με την Πριγκίπισσα κοιμάσαι;»

Ο Οδυσσέας συνοφρυώθηκε. «Ποια Πριγκίπισσα;»

«Έχεις κοιμηθεί με τόσες πολλές πριγκίπισσες;»

«Μιλάς για τη Βασιλική;»

Η Ιωάννα ήπιε καφέ. «Ναι.»

«Αν θέλει μπορεί να σου πει εκείνη,» αποκρίθηκε ο Οδυσσέας.

«Δεν πρόκειται να τη ρωτήσω· δεν την ξέρω τόσο καλά. Ρωτάω, όμως, εσένα. Γνωρίζεις τι είναι κάτω απ’τα ρούχα της Πριγκίπισσας ή όχι;»

Ο Οδυσσέας μόρφασε. Ήπιε καφέ. «Την είχα δει γυμνή όταν ήταν μωρό,» είπε χωρίς να χαμογελάσει.

Η Ιωάννα γέλασε. «Ναι, εντάξει. Ξέρεις ότι μιλάω για όταν μεγάλωσε!»

«Δε θα πας να το πεις πουθενά…»

«Είσαι σοβαρός; Απλά περίεργη είμαι.»

«Ορισμένες φορές έχω κοιμηθεί μαζί της. Επειδή εκείνη το ήθελε. Έχει έναν άλλο άντρα, Άγγελο τον λένε, κι εκείνος καλύτερα να μη μάθει τίποτα, γιατί ίσως να εξοργιστεί για κάτι που είναι χωρίς ουσία.»

«Ναι, έχω ακούσει για τον Άγγελο. Εκδότης του περιοδικού μουσικής Ήχος στο Φως, έτσι;»

Ο Οδυσσέας ένευσε πίνοντας καφέ.

Η Ιωάννα έμεινε σιωπηλή για κάποια ώρα, και το μόνο που ακουγόταν ήταν τα οχήματα και οι καβαλάρηδες στο δρόμο κάτω απ’το ξενοδοχείο.

«Σ’ευχαριστώ που τους έφερες,» είπε τελικά. «Ήταν ωραία. Και σ’ευχαριστώ που ήρθες κι εσύ.» Τεντώθηκε και τον φίλησε. «Ελπίζω, όμως, να μην το έκανες μόνο για μένα· ελπίζω να το ήθελες.»

«Αν δεν το ήθελα δε θα το έκανα.»

«Παλιότερα, ποτέ δε μου είχες δώσει την εντύπωση ότι μ’έβλεπες με τέτοιο μάτι.»

«Το μάτι μου είναι λιγάκι αλλήθωρο.»

«Σοβαρολογώ.»

«Πρώτον, ήταν ο Ανδρόνικος. Κι έπειτα, αν τότε ερχόμουν, θα μ’έδερνες.»

Η Ιωάννα το σκέφτηκε. «Μάλλον έχεις δίκιο,» παραδέχτηκε. «Θα νόμιζα ότι προσπαθούσες να ανταγωνιστείς τον Ανδρόνικο.»

«Αυτή, όμως, δεν ήταν ποτέ η πρόθεσή μου. Και ούτε και τώρα είναι. Να το ξέρεις. Ήρθα επειδή το χρειαζόσουν και το ήθελες· αν δε θέλεις, δε θα ξανάρθω, και ούτε θα παραπονεθώ γι’αυτό.»

Η Ιωάννα τον παρατήρησε χαμογελώντας. Καταλάβαινε τώρα γιατί ο Οδυσσέας είχε, σύμφωνα με τις φήμες, τουλάχιστον μία ερωμένη σε κάθε διάσταση του Γνωστού Σύμπαντος. Τις άφηνε να παίζουν μαζί του, όπως ήθελαν και για όσο ήθελαν – εκτός, μάλλον, από κάποιες εξαιρέσεις, υπέθετε η Ιωάννα.

Δεν είναι ο Ανδρόνικος, αλλά είναι εντάξει για να περνάς την ώρα σου… Και, σίγουρα, στο κρεβάτι ήταν καλός· ίσως καλύτερος από τον Ανδρόνικο. Αλλά, και πάλι, δεν ήταν ο Ανδρόνικος.

Η Ιωάννα χτύπησε ελαφρά την κούπα της επάνω στην κούπα του Προμάχου της Επανάστασης. «Μ’αρέσεις, Οδυσσέα,» είπε.

*

Ο Οδυσσέας ξύπνησε από τον ήχο του ντους. Άνοιξε τα μάτια του. Βλεφαρίζοντας. Το φως που έμπαινε στο δωμάτιο ήταν λιγοστό παρότι οι κουρτίνες ήταν μισάνοιχτες. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα· αυτό ήταν το απαλό γκρίζο φως πριν από την αυγή.

Ανασηκώθηκε πάνω στο κρεβάτι, παραξενεμένος. Η Ιωάννα δεν κοιμόταν πλάι του. Περίμενε λίγο και την είδε να βγαίνει από την πόρτα του μπάνιου, με μια μαύρη πετσέτα τυλιγμένη γύρω της.

«Τι κάνεις;» τη ρώτησε.

Η Ιωάννα κάθισε μπροστά στον καθρέφτη, αρχίζοντας να φτιάχνεται. «Δε βλέπεις; Ετοιμάζομαι.»

«Για πού;»

«Αν δεν κάνω λάθος, σήμερα είναι ο Βασιλικός Γάμος. Ή μήπως έχω χάσει τις μέρες;»

Ο Οδυσσέας μειδίασε. Θα έρθει, σκέφτηκε ευχαριστημένος.