Επεισόδιο 24
ΑΜΦΙΡΡΟΠΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ

Δεν ξέρω τι ακριβώς με ξύπνησε, αλλά υποπτεύομαι ότι πιθανώς να ήταν η Λα’αρτάλερ’μπεθ. Καθώς ανοίγω τα μάτια μου βλέπω πως και η Σαμάνθα έχει ξυπνήσει, και η Καλλιστώ. Ναι, σίγουρα η Λα’αρτάλερ’μπεθ μάς ξύπνησε όλους συγχρόνως.

Η δημοσιογράφος βάζει τις μπότες της και κατεβαίνει από το πέτρινο κρεβάτι.

«Για εμάς δεν έχει υποδήματα;» τη ρωτάω.

«Θα σας δώσουμε τα ρούχα σας,» αποκρίνεται εκείνη, και ρίχνει μια ματιά προς μια γωνία της σπηλιάς: προς την ίδια γωνία όπου πριν στεκόταν, ακίνητη σαν σκιά, η Λα’αρτάλερ’μπεθ, κι ακόμα εκεί στέκεται. Δεν δίνει κανένα σημάδι ότι άκουσε την Καλλιστώ, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία γι’αυτό.

«Πόσες ώρες έχουν περάσει από τότε που κοιμηθήκαμε;» ρωτάω.

Η Καλλιστώ κοιτάζει το ρολόι της. «Εννιάμιση είναι, περίπου.»

«Ο χρόνος εδώ, μέσα στην ενδοδιάσταση, κυλά όπως και στη Σεργήλη;»

«Ναι· γιατί να υπάρχει διαφορά;»

«Δεν ισχύει αυτό για όλες τις ενδοδιαστάσεις,» της λέω, ενθυμούμενος τη Σίγμα-Οκτώ την οποία διέσχισα στο Πρώτο Πανδιαστασιακό Ράλι Σεργήλης.

«Θα φύγουμε τώρα;» ρωτά η Σαμάνθα, και παρατηρώ πως εξακολουθεί να μοιάζει το ίδιο κουρασμένη με πριν. Το τραύμα της την έχει εξαντλήσει.

«Θα φύγουμε,» λέει η Καλλιστώ. «Αλλά μην ξεχνάς τι συμφωνήσαμε. Έχεις δύο ημέρες να ελευθερώσεις τη Μαρλιέσσα. Και θα είμαστε μαζί σου, συνεχώς.»

«Δεν το αμφιβάλλω,» αποκρίνεται η Σαμάνθα, με άγριο βλέμμα. Το «Και δεν μ’αρέσει καθόλου να με απειλούν» δεν το λέει το στόμα της, αλλά το λέει, ξεκάθαρα, η έκφρασή της. Ελπίζω να μην πιαστούν πάλι στο ξύλο με την Καλλιστώ.

Η Θεώνη μπαίνει, τότε, στη σπηλιά κρατώντας στα χέρια της τα ρούχα μας, τα οποία και μας δίνει. Μαζί είναι και δύο παλιές κάπες, και μας λέει ότι θα πρέπει να τις φορέσουμε κι αυτές και να σηκώσουμε τις κουκούλες. Κανένας δεν πρέπει να δει τα πρόσωπά μας καθώς θα μπαίνουμε στη Θακέρκοβ. Πρέπει να μοιάζουμε με ταξιδιώτες, και οι άλλες κουκούλες που έχουμε μαζί μας (οι οποίες καλύπτουν ολόκληρο το κεφάλι έχοντας ανοίγματα μόνο για τα μάτια και τη μύτη) δεν είναι χρήσιμες για μια τέτοια μεταμφίεση.

«Πού είναι ο Ύαν;» ρωτά η Σαμάνθα καθώς βάζει τις μπότες της – με κάποια δυσκολία, ομολογουμένως, λόγω του τραυματισμένου ποδιού της (αλλά δεν μ’αφήνει να τη βοηθήσω).

«Δε θα έρθει μαζί μας,» λέει η Θεώνη.

«Τι εννοείς;»

«Θα μείνει εδώ. Μέχρι να ελευθερώσεις τη Μαρλιέσσα.»

«Τι! Δεν είχαμε συμφωνήσει τέτοιο πράγμα!»

Η Καλλιστώ παρεμβαίνει: «Δε θυμάμαι να κάναμε καμια… συμφωνία

«Δεν είναι αρκετό που αυτή η οντότητα» – η Σαμάνθα δείχνει τη Λα’αρτάλερ’μπεθ που στέκεται ακίνητη στη γωνία – «αλλοίωσε το μυαλό μας; Ποια εγγύηση έχουμε ότι θα ελευθερώσετε τον Ύαν; ότι δεν θα τον σκοτώσετε;»

«Τι να τον κάνουμε τον Ύαν;» ρωτά η Θεώνη. «Όταν η Μαρλιέσσα είναι ελεύθερη, δεν μας ενδιαφέρει πια. Αλλά αν προσπαθήσεις να μας ξεγελάσεις–»

«Πώς να σας ξεγελάσω; Η δαιμόνισσά σας φρόντισε γι’αυτό!»

«Φρόντισε να μη μπορείς να μιλήσεις για εμάς σε τρίτους, και να μη μπορείς να κάνεις κάτι που θα μας βλάψει–»

«Και δεν είναι αυτά αρκετά;»

«Μπορεί να φύγεις,» λέει απλά η Θεώνη, «να μας ξεγελάσεις κάπως και να το βάλεις στα πόδια, και να κρυφτείς περιμένοντας η επιρροή της Λα’αρτάλερ’μπεθ να περάσει.»

Τα έχουν σκεφτεί όλα, οι καταραμένες. Και προφανώς είδαν, πιο πριν, ότι η Σαμάνθα μάλλον ενδιαφέρεται για τον Ύαν. Δεν έπρεπε να τους το είχε δείξει αυτό.

*

Η έξοδος δεν αποδεικνύεται μακριά. Όταν η Θεώνη λέει στη Λα’αρτάλερ’μπεθ πως είμαστε έτοιμοι να φύγουμε, ένα άνοιγμα δημιουργείται επάνω σ’έναν τοίχο της σπηλιάς, σαν ο τοίχος να μην είναι από ακατέργαστη πέτρα αλλά από πηλό.

Η Θεώνη και η Καλλιστώ βγαίνουν πρώτες, και τις ακολουθούμε. Είμαστε τώρα σε μια όχθη ποταμού – του Κάλμωθ, υποθέτω – και παραδίπλα βρίσκεται ένας γρύπας, δαγκώνοντας με το ράμφος του ένα θήραμα: ένα σκοτωμένο ελάφι. Ο Αδιάσειστος.

«Ο φίλος σου πήγε να φέρει φαγητό;» λέω στη Θεώνη.

«Για να βλέπεις,» αποκρίνεται εκείνη, βαδίζοντας προς τον γρύπα και ανεβαίνοντας στη ράχη του.

«Θα μας μεταφέρεις στην πόλη λίγους-λίγους;» τη ρωτάω.

«Δε θα σας βλάψει να βαδίσετε μερικά χιλιόμετρα. Θα πετάω από πάνω σας, όμως.» Ο Αδιάσειστος φτερουγίζει και υψώνεται στον αέρα.

Η Καλλιστώ μάς γνέφει να την ακολουθήσουμε. «Και μη σας μπαίνουν τίποτα περίεργες ιδέες στο μυαλό,» μας λέει. «Αν κάνετε να φύγετε θα σας σκοτώσουμε.» Κρατά πιστόλι στο χέρι της.

Την ακολουθούμε επάνω στη μικρή ράχη για να φτάσουμε σε πιο βατό έδαφος. Σηκώνω τη Σαμάνθα στα χέρια – παρά τις σύντομες διαμαρτυρίες της – γιατί είναι προφανές ότι δεν μπορεί να βαδίσει άνετα.

«Δε χρειάζομαι βοήθεια,» μου λέει.

«Μη λες σαχλαμάρες.»

«Σκοπεύεις να με κουβαλάς ώς τη Θακέρκοβ;»

Καθώς έχουμε φτάσει στην κορυφή της ράχης, κοιτάζω προς τα νότια, όπου η μεγάλη πόλη διακρίνεται μέσα στο πρωινό. Πολυκατοικίες, καπνός από ορισμένα σημεία (όπου υπάρχουν εργοστάσια, κυρίως), γρυποκαβαλάρηδες. «Δεν είναι και τόσο μακριά.»

«Άφησέ με!» επιμένει η Σαμάνθα.

«Όταν κουραστώ,» αποκρίνομαι.

Η Καλλιστώ ρωτά, καθώς βαδίζουμε προς τη Θακέρκοβ πηγαίνοντας αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού: «Πώς ακριβώς σκοπεύετε να ελευθερώσουμε τη Μαρλιέσσα;»

Περιμένω να απαντήσει η Σαμάνθα, αλλά εκείνη δεν μιλά.

«Είστε κουφοί;» λέει η Καλλιστώ.

«Θα επικοινωνήσω με κάποιους ανθρώπους,» της απαντά η Σαμάνθα κοφτά.

«Τι ανθρώπους;»

«Της Δυναστείας, φυσικά. Αλλά δεν συμφωνήσαμε να σου δώσω και πληροφορίες για τη Δυναστεία.»

Η Καλλιστώ την ατενίζει με στενεμένα μάτια για λίγο, όμως δεν λέει τίποτα.

Μπαίνουμε στη Θακέρκοβ από τις Ακροκατοικίες, ενώ η Θεώνη φτερουγίζει από πάνω μας – ακόμα μια αερομεταφορέας της πόλης. Προχωράμε ώς τη Λεωφόρο Ύδατος, τη διασχίζουμε κάθετα, και φτάνουμε στη Μικρόπολη.

«Το διαμέρισμά μας είναι κοντά στο δικό σου,» λέει η Σαμάνθα στην Καλλιστώ. «Εκεί θα πάμε.» Και προς εμένα: «Άσε με κάτω.»

Υπακούω αυτή τη φορά, αφήνοντάς τη να σταθεί στα μποτοφορεμένα πόδια της, αλλά δεν παίρνω το χέρι μου από τη μέση της, για να τη στηρίξω αν χρειαστεί.

«Με παρακολουθούσατε από κοντά, λοιπόν,» λέει η Καλλιστώ.

«Μόνο από κοντά γίνεται,» αποκρίνεται, ειρωνικά, η Σαμάνθα.

Η Καλλιστώ ξαφνικά συνοφρυώνεται. «Έχετε βάλει και κοριούς στο διαμέρισμά μου;»

Η Σαμάνθα δεν απαντά.

Η Καλλιστώ μοιάζει έτοιμη να της χιμήσει.

«Μη μου πεις ότι δεν το περίμενες,» της λέω. «Έλα μαζί μας τώρα. Από δω.»

Στρίβουμε σε μια γωνία της Μικρόπολης. Βαδίζουμε λίγο ακόμα και φτάνουμε μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας μας.

«Εδώ είναι;» ρωτά η Καλλιστώ.

«Ναι,» της απαντώ.

Η Καλλιστώ κάνει ένα γρήγορο νόημα προς τον ουρανό και μας ζητά να περιμένουμε. Μετά από λίγο, και η Θεώνη είναι μαζί μας.

«Πού άφησες τον γρύπα;» τη ρωτάω.

«Έχει σημασία; Τι συμβαίνει εδώ;»

«Θ’ανεβούμε στο σπίτι μας,» εξηγώ. «Ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο.»

«Για πόσο καιρό μένατε κοντά στην Καλλιστώ;»

«Έχουν βάλει κοριούς στο σπίτι μου!» λέει η ίδια, ενώ εγώ απαντώ στη Θεώνη: «Τρεις μέρες.»

Μπαίνουμε στην πολυκατοικία και παίρνουμε τον ανελκυστήρα, ανεβαίνοντας.

«Πώς υποπτευθήκατε την Καλλιστώ;» ρωτά η Θεώνη.

«Δεν ήταν και πολύ δύσκολο,» λέω. «Συνδεόταν μ’ένα σωρό περιπτώσεις φόνων της Απρόσωπης. Ή έπαιρνε συνεντεύξεις ή έκανε ρεπορτάζ. Μπορούσαν, βέβαια, να ήταν και συμπτώσεις, αλλά μπορούσαν και να μην ήταν: μπορούσε να υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα σ’αυτήν και στην Πριγκίπισσα της Οργής. Κι αφού δεν είχαμε κανένα άλλο στοιχείο ν’ακολουθήσουμε…» Μορφάζω.

Ο ανελκυστήρας σταματά. Η Σαμάνθα κάνει ν’ανοίξει την πόρτα αλλά η Καλλιστώ τής πιάνει το χέρι.

«Είναι κανένας άλλος στο σπίτι σας;»

«Όχι,» λέει η Σαμάνθα, «απ’όσο γνωρίζω.»

«Απ’όσο γνωρίζεις;»

«Μπορεί κάποιος να ήρθε όσο λείπαμε.»

«Πόσοι έχουν τα κλειδιά του σπιτιού σας;»

«Όταν η Σιδηρά Δυναστεία θέλει να μπει στο σπίτι σου δεν χρειάζεται κλειδιά.»

«Δεν είναι όμως και πολύ πιθανό κανένας να έχει έρθει,» προσθέτω.

«Αν έχει έρθει,» λέει η Θεώνη, «πρέπει να μας καλύψετε, αλλιώς θα είναι σαν σκόπιμα να μας κάνετε κακό.» Κι αυτό σημαίνει (δεν προσθέτει αλλά είναι φανερό πως το υπονοεί) ότι θα αυτοκαταστραφείτε ύστερα από τις «ρυθμίσεις» της Λα’αρτάλερ’μπεθ.

«Θα σας καλύψουμε, αν χρειαστεί – που δεν το νομίζω.»

Η Καλλιστώ ανοίγει την πόρτα του ανελκυστήρα και βγαίνουμε, πηγαίνουμε προς την πόρτα του διαμερίσματός μας.

Η Καλλιστώ παρατηρεί: «Το κουδούνι δεν γράφει τα ονόματά σας…»

«Εννοείται,» λέω καθώς ξεκλειδώνω, περνώντας πρώτος το κατώφλι. «Υποτίθεται πως είμαστε παντρεμένοι. Νιόπαντροι. Εγώ λέγομαι Πολύδημος Βανκάρδεφ· η Σαμάνθα, Ισμήνη Φυσιότεχνη.»

Μέσα στο διαμέρισμά μας δεν βρίσκουμε κανέναν. Εξάλλου, δεν λείπαμε και τόσο πολύ. Από χτες βράδυ, που πήγαμε στο αρχηγείο των Ακανόνιστων. Μου μοιάζει, όμως, πως έχουν περάσει μέρες ολόκληρες από τότε, παρότι έχουν περάσει ώρες μονάχα.

Η Θεώνη και η Καλλιστώ ελέγχουν όλους τους χώρους του σπιτιού, τον έναν μετά τον άλλο, βαστώντας τα πιστόλια τους στα χέρια, ενώ δεν μας αφήνουν ποτέ από τα μάτια τους· όταν η μία ερευνά, η άλλη μάς προσέχει. Η Καλλιστώ ψάχνει ακόμα και για κοριούς σε διάφορα επίμαχα σημεία. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν είναι άσχετη. Κι εγώ εκεί θα έψαχνα. Παρότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό σε τέτοια θέματα (δεν είμαι κατάσκοπος), έχω μάθει αρκετά πράγματα τα δύο χρόνια που είμαι μπλεγμένος με την καταραμένη Σιδηρά Δυναστεία.

Τελικά, η Καλλιστώ λέει: «Εντάξει.» Και προς τη Σαμάνθα: «Κάνε ό,τι είναι να κάνεις. Κάλεσε τους ανθρώπους σου.»

*

Φοβάμαι ότι η Σαμάνθα θα προσπαθήσει να κάνει κάποιο κόλπο για να παγιδέψει τις δύο Πριγκίπισσες και θα μπλεχτούμε ακόμα πιο άσχημα απ’ότι ήδη είμαστε μπλεγμένοι – αν δεν μας σκοτώσουν κατευθείαν, δηλαδή. Είναι κι οι δυο τους φανερά τσιτωμένες. Τα κατάφερα να τις τρομάξω με τις διηγήσεις μου σχετικά με τη Σιδηρά Δυναστεία.

Η Σαμάνθα χρησιμοποιεί τον τηλεπικοινωνιακό πομπό της για να καλέσει κάποιον. Η Καλλιστώ τής λέει αμέσως να έχει τον πομπό ανοιχτό ώστε να ακούμε όλοι. Η Σαμάνθα τον έχει ήδη ρυθμισμένο έτσι. Μια αντρική φωνή, σύντομα, λέει από το μεγάφωνο: «Βίλα κυρίου Νυχταστέρη, λέγετε.»

Κρατάω την αναπνοή μου. Μην κάνεις τίποτα που θα τις προκαλέσει, γιατί κι οι δύο θα το μετανιώσουμε, σκέφτομαι, αλλά μένω σιωπηλός. Νιώθω ένα νευρικό ρίγος να διατρέχει τη ράχη μου.

Η Σαμάνθα λέει πως θέλει να μιλήσει στον Κύριλλο Νυχταστέρη. Η αντρική φωνή ρωτά ποια τον ζητά, κι εκείνη δίνει το όνομά της – Σαμάνθα Ναλτάθρη. Λέει ότι είναι επείγον να του μιλήσει.

Μετά από λίγο, ο Κύριλλος Νυχταστέρης βρίσκεται σε επικοινωνία μαζί της· ακούω τη φωνή του από το μεγάφωνο. Αποκλείεται να είναι άλλος, εκτός αν μπορεί να προσποιείται πολύ, πολύ καλά διάφορες φωνές.

Η Σαμάνθα τον χαιρετά και του λέει πως, ύστερα από κάποια γεγονότα που συνέβησαν, χρειάζεται τη βοήθειά του. Μισθοφόρους. Καμια ντουζίνα.

«Για ποιο λόγο;» ρωτά ο Νυχταστέρης. «Ανακάλυψες κάποια κρυψώνα της;»

«Δεν είμαι σίγουρη ακόμα, και δεν μπορώ να το συζητήσω, δυστυχώς, μέχρι να έχω βεβαιωθεί.»

«Τι συνέβη χτες; Δεν ήταν αρκετοί ο Καπνιστής και ο Ύαν; Σήμερα το πρωί, άκουσα στις ειδήσεις του Άστρου ότι επεισόδια έγιναν στο Λημέρι, στην περιοχή των Ακανόνιστων και γύρω από το αρχηγείο τους. Ορισμένοι μιλάνε ακόμα και για την παρουσία της Πριγκίπισσας της Οργής…»

«Κύριε Νυχταστέρη, πραγματικά δεν μπορώ τώρα να πω περισσότερα. Χρειάζομαι, όμως, οπωσδήποτε αυτούς τους μισθοφόρους. Εμπιστευθείτε με.»

«Τι σκοπεύεις να κάνεις; Να επιτεθείς κάπου;»

«Ναι.»

«Πού;»

«Στο αρχηγείο των Ακανόνιστων.»

«Ξανά; Τι συνέβη χτες βράδυ, Σαμάνθα; Πού βρίσκονται ο Ύαν και ο Καπνιστής;»

«Ο Ύαν… είναι αιχμάλωτος· είμαι σίγουρη γι’αυτό. Για τον Καπνιστή δεν ξέρω· ίσως να είναι νεκρός.»

«Και θέλεις να πας πίσω για να σώσεις τον Ύαν; Δεν ξέρω αν αυτό θα–»

«Κύριε Νυχταστέρη, δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος.» (Για να διακόπτει τον Νυχταστέρη, σκέφτομαι, σίγουρα νιώθει πραγματικά πιεσμένη.) «Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι. Πρέπει οπωσδήποτε να εισβάλω στο αρχηγείο τους, σύντομα.»

«Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι ύστερα από τη νυχτερινή επίθεση, ακόμα και χωροφύλακες πιθανώς να βρίσκονται κοντά στην περιοχή. Και οι Ακανόνιστοι θα φρουρούν τα μέρη τους καλύτερα απ’ό,τι συνήθως, αν και άκουσα πως είχαν πολλές απώλειες. Πάρα πολλοί σκοτώθηκαν. Ήταν όντως η Απρόσωπη εκεί, Σαμάνθα;»

«Ήταν.»

«Και τώρα; Πιστεύεις ότι θα την ξαναβρείς εκεί; Γι’αυτό πας;»

«Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή τη στιγμή περισσότερα–»

«Ποιος ο λόγος;» Ο Νυχταστέρης ακούγεται θυμωμένος· μάλλον δεν έχει συνηθίσει να του λένε όχι. Εδώ και πολλά χρόνια όλοι πρέπει να του λένε ναι.

«Κύριε Νυχταστέρη, σας παρακαλώ, πρέπει να με εμπιστευθείτε. Δεν γίνεται αλλιώς. Αν είναι να έχουμε μια πιθανότητα να καταφέρουμε τον σκοπό μας, πρέπει να με εμπιστευθείτε.»

Ο Κύριλλος Νυχταστέρης αργεί να απαντήσει, και αναρωτιέμαι τι να περνά απ’το μυαλό του. Υποψιάζεται, άραγε, την αλήθεια; Ότι ίσως η Σαμάνθα είναι αιχμάλωτη; Ότι ίσως κάποιος βρίσκεται πλάι της, καθώς μιλά στον πομπό, έχοντας ένα πιστόλι κοντά στο κεφάλι της ή τη λεπίδα ενός ξιφιδίου στον λαιμό της;

Τελικά, ο Νυχταστέρης λέει: «Εντάξει. Θα έχεις τους μισθοφόρους που ζητάς. Δεκαπέντε θα σου στείλω, όχι δώδεκα μόνο.»

«Ευχαριστώ, κύριε Νυχταστέρη. Πότε θα είναι έτοιμοι; Τους χρειάζομαι σύντομα.»

«Πόσο σύντομα;»

«Το συντομότερο δυνατό.»

«Ώς το βράδυ;»

«Ναι.»

«Πού θέλεις να σε συναντήσουν;»

Η Σαμάνθα τού δίνει τη διεύθυνσή μας, και προσθέτει: «Να είναι καλά οπλισμένοι.»

«Εννοείται πως θα είναι καλά οπλισμένοι.»

«Χρειάζομαι επίσης ακόμα μια χάρη.»

«Πες μου.»

«Έναν μάγο του τάγματος των Ερευνητών, για μια εξειδικευμένη δουλειά. Πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζει το Ξόρκι Μετασχηματισμού Διαστασιακής Αλλοιώσεως – να το γνωρίζει καλά.»

«Θα πληρωθούν όλοι αυτοί, από εμένα, το καταλαβαίνεις…»

«Υποθέτω πως θέλετε να γίνει η δουλειά μας σωστά, κύριε Νυχταστέρη.»

«Θα έρθει μαζί σας ο μάγος; Μαζί με τους μισθοφόρους; Στο αρχηγείο των Ακανόνιστων;»

«Ναι.»

«Ακόμα περισσότερα λεφτά, δηλαδή. Οι μάγοι δεν πάνε σε τέτοιες συγκρούσεις χωρίς καλή πληρωμή. Αλλά θα τον έχεις κι αυτόν. Δεν μπορώ, όμως, να σου υποσχεθώ για μέχρι το βράδυ.»

«Μέχρι το επόμενο βράδυ, τότε, το αργότερο,» τονίζει η Σαμάνθα.

«Γιατί, μετά τι θα γίνει;»

«Μετά… δεν θα έχει πια νόημα τίποτα από αυτά.» Η Σαμάνθα λοξοκοιτάζει την Καλλιστώ και τη Θεώνη.

Ο Νυχταστέρης αργεί πάλι να απαντήσει, αλλά τελικά λέει: «Καλώς. Θα κάνω ό,τι μπορώ.»

Η Σαμάνθα τον ευχαριστεί και τερματίζει την τηλεπικοινωνία.

«Μας είπατε ψέματα,» λέει η Καλλιστώ ατενίζοντάς μας οργισμένα.

«Τι ψέματα;» κάνει αμέσως η Σαμάνθα. «Σας εξήγ–!»

«Είπατε ότι δεν ξέρατε αν ο Κύριλλος Νυχταστέρης είναι μπλεγμένος με τη Σιδηρά Δυναστεία!»

«Τι σημασία έχει τώρα; Θέλεις να σώσουμε τη Μαρλιέσσα ή όχι;»

Η Καλλιστώ τη σημαδεύει με το πιστόλι της. «Αν ανακαλύψω ότι μας έχεις πει κι άλλα ψέματα, θα είναι και τα τελευταία σου!»

Η Σαμάνθα δεν απαντά, αλλά νομίζω ότι μπορώ σχεδόν να αισθανθώ τον θυμό της όπως αισθανόμουν εκείνη την αλλόκοτη παρουσία μέσα στην ενδοδιάσταση της Λα’αρτάλερ’μπεθ.

Προσπαθώ ν’αλλάξω την κουβέντα:

«Απ’ό,τι φαίνεται θα περάσουμε τη μέρα εδώ, οι τέσσερις μας. Οπότε τι θέλετε να παραγγείλουμε για μεσημεριανό;»

Με κοιτάνε όλες τους σαν να ήρθα ξαφνικά από κάποια άλλη διάσταση.

 

           Προηγούμενο επεισόδιο

                                      

Επόμενο επεισόδιο           

 


Αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις, μπορείς να κάνεις μια δωρεά στον συγγραφέα μέσω Paypal. Ακόμα και μια μικρή δωρεά, όπως 3 ευρώ, δεν είναι καθόλου αμελητέα και δείχνει ότι εκτιμάς αυτό που βρίσκεις χωρίς καμία οικονομική επιβάρυνση.